
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα βασίστηκε στο διανεμητικό μοντέλο. Δηλαδή, οι φόροι εισπράττονταν από το κάθε ανώτερο κλιμάκιο στην κλίμακα της οθωμανικής διοίκησης, προς το αμέσως κατώτερο. Για να καταλάβουμε τον τρόπο είσπραξης των φόρων, θα πρέπει να παρουσιάσουμε συνοπτικά την διοικητική δομή της αυτοκρατορίας.
Επικεφαλής της αυτοκρατορίας δεν ήταν άλλος από τον οθωμανό σουλτάνο, δηλαδή τον απόγονο του Οσμάν Γαζή (Νικητή) (1258-1326 μ.χ.), υιό του τουρκομάνου φύλαρχου Ερτογρούλ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η αυτοκρατορία. Το αμέσως επόμενο στάδιο διαίρεσης της αυτοκρατορίας είναι τα βιλαέτια ή εγιαλέτια. Τα βιλαέτια ήταν μεγάλες περιφέρειες, αντίστοιχα των βυζαντινών Θεμάτων και διοικούνταν από τους βαλήδες. Τα βιλαέτια χωρίζονταν σε σαντζάκια, αντίστοιχα των νομών και αυτά σε καζάδες, δηλαδή επαρχίες. Σε κάθε επαρχία υπήρχαν οι κοινότητες που θεωρούνταν αυτόνομες φορολογικές μονάδες. Η απαίτηση των φόρων γινόταν από πάνω προς τα κάτω, ενώ η ροή-πληρωμή αντίστροφα. Κατ’αυτό το τρόπο, κάθε κοινότητα απέδιδε τους φόρους στον καζά που ανήκε, ο καζάς στο σαντζάκι, το σαντζάκι στο βιλαέτι και το βιλαέτι στο σουλτάνο.
Η διαδικασία αυτή δεν γινόταν με το αζημίωτο. Αναπόφευκτα, οι εμπλεκόμενοι κρατικοί υπάλληλοι όλων των βαθμίδων, προσπορίζονταν ένα μέρος των φόρων. Η φορολογική απαίτηση, από το ένα σκαλί διοίκησης στο άλλο πολλές φορές διπλασιαζόταν, με αποτέλεσμα η βάση του φορολογικού συστήματος, να υφίσταται οικονομική εξουθένωση. Εκείνο που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει το φορολογικό σύστημα είναι οι πολλοί και επαχθείς φόροι του, οι μάλιστα οποίοι εισπράττονται μέσα από έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι υποτελείς να υφίστανται βιαιότητες και κάθε λογής αυθαιρεσίες. Για τον αγρότη σπάνια μένει κάτι παραπάνω από ό,τι είναι απαραίτητο για τη διατήρησή του στη ζωή. Ένα τέτοιο σύστημα που διαρκώς απαιτεί, είτε με τη φορολογία είτε με την τοκογλυφία, ολοένα μεγαλύτερο τμήμα του προϊόντος είναι λογικό να οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Γενικά οι φόροι κατα την οθωμανική περίοδο χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στους τακτικούς και στους έκτακτους φόρους.
Οι τακτικοί φόροι
Δύο είναι οι βασικοί φόροι αυτής της κατηγορίας, ο cizye ή κεφαλικός φόρος και το χαράτσι ή harac.
Ο cizye ή κεφαλικός φόρος
Αυτόν τον φόρο τον κατέβαλλαν κάθε χρόνο μόνο οι μη μουσουλμάνοι υγιείς άνδρες, οι ικανοί για εργασία, και προοριζόταν για ειδικό τμήμα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Το ποιοί όμως ήταν ικανοί για εργασία, αυτό θα πρέπει να υποθέσουμε ότι επαφίετο στη διάκριση των εισπρακτόρων που πάντα έδειχναν έναν υπερβάλλοντα ζήλο, όσο η αξιοσύνη τους μετριόταν και η αμοιβή τους εξαρτόταν από το ποσό που θα προωθούσαν στην Κωνσταντινούπολη, στο σουλτανικό ταμείο.
Ο κεφαλικός φόρος είναι το τίμημα, που με βάση τον ιερό νόμο πλήρωναν οι «άπιστοι» προκειμένου να εξασφαλίζουν τη ζωή τους και την άδεια να κατοικούν στην επικράτεια του Ισλάμ, διατηρώντας τη θρησκεία τους με την εγγύηση και την προστασία του κράτους. Από την πληρωμή του εξαιρούνταν οι γυναίκες, τα άνηβα παιδιά, οι κληρικοί και οι ανάπηροι και όσοι απασχολούνταν σε κρατική υπηρεσία. Φυσικά και οποιοσδήποτε άλλος που δεν ήταν μουσουλμάνος είχε τη δυνατότητα να απαλλαγεί από αυτόν, αν βέβαια ασπαζόταν τον Ισλαμισμό.
Το harac ή χαράτσι
Το χαράτσι βασίστηκε σε αρχή του Κορανίου και η καταβολή του συμβόλιζε την υποταγή των απίστων εξαγοράζοντας την ανεκτικότητα του κράτους. Ως βασικός τακτικός φόρος, είχε διττό χαρακτήρα. Από τη μια ήταν φόρος επί της γης (haraci muvazzaf) και από την άλλη φόρος επί του εισοδήματος (haraci mukaseme). Ο πρώτος ήταν πάγιος ετήσιος φόρος που βάρυνε την γη και όχι την παραγωγή. Ήταν δηλαδή έγγειος φόρος. Οι διάφορες ονομασίες που απαντόνται στα οθωμανικά αρχεία, ispence, resm-i cift, resm-i bennak, resm-i mucerred, αποτελούν διαφορετικές κατά περίπτωση ονομασίες του έγγειου αυτού φόρου που ήταν γνωστός ως harac-i muvazzaf. Ουσιαστικά πρόκειται για φόρο που κατέβαλαν οι ραγιάδες σε αντάλλαγμα για την κατοχή και καλλιέργεια δημόσιας γης, μη διαθέτοντας την κυριότητα στη γή αυτή. Μαζί με την δεκάτη (πληρωμή του 10 τοις εκατό) αποτελούσε τον πυρήνα των εισοδημάτων των γαιοκτημόνων-τιμαριούχων ή των διαχειριστών των ιδρυμάτων, όταν επρόκειτο για βακουφικές γαίες, ή τέλος των αντιπροσώπων του σουλτάνου προκειμένου για σουλτανικές γαίες. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, όπως σε κάποια σαντζάκια της Μ. Ασίας, ο έγγειος φόρος κατανέμονταν ανάμεσα στον τιμαριούχο, το ζαϊμη, τον σούμπαση ή τον σαντζακμπέη.
Τα πρώτα χρόνια οι φόροι αυτής της κατηγορίας καταβάλλονταν και σε είδος, κυρίως ζώα, αργότερα όμως το οθωμανικό δημόσιο ζητούσε όλο και πιο συχνά την καταβολή τους σε χρήμα. Άλλοτε πάλι μεταφράζονταν σε προσφορά υπηρεσιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε μαρτυρίες της εποχής εκείνης: ¨… όπου άραζαν τα καράβια του στόλου και όπου σταματούσαν τα άλογα του ιππικού των οθωμανών οι κάτοικοι της περιοχής έπρεπε να φροντίσουν για το κονάκι τους και το ταϊνι τους¨, δηλαδή για την διαμονή και την τροφή τους. Και αυτό το «δόσιμο» δεν ήταν λίγο, όταν ολόκληρες στρατιές συχνά όργωναν την αυτοκρατορία. Αλλά και σε καιρό ειρήνης τα σώματα των αγάδων και των μπέηδων ξεχύνονταν στις διοικητικές τους περιφέρειες και ζούσαν, άνθρωποι και ζώα, σε βάρος των ραγιάδων. Το ίδιο λέγεται ότι συνέβαινε ακόμη και με περιηγητές που ταξίδευαν με την έγκριση της εξουσίας και ένοπλους συνοδούς.
Οι έκτακτοι φόροι.
Η επόμενη μεγάλη κατηγορία είναι οι έκτακτοι φόροι, στους οποίους μπορούμε να συγκαταλέξουμε και τα πρόστιμα. Αυτοί επιβάλλονταν για να αντιμετωπιστούν διάφορες έκτακτες ανάγκες, όπως οι ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις των διοικητικών οργάνων, η επισκευή των οχυρωματικών έργων και των σεραγιών, η συντήρηση των οδών και των γεφυρών, η εξάρτυση του στρατού και του στόλου, ακόμη και η διατροφή των αλόγων και υποζυγίων του οθωμανικού στρατού. Οι έκτακτοι φόροι ήταν πάρα πολλοί, μερικοί μάλιστα είναι δύσκολο να καταταγούν σε κάποια ειδική κατηγορία, και δεν εξαντλούνται έστω και στην καταγραφή τους, καθώς τα ονόματά τους και μόνο καταλαμβάνουν ένα σοβαρό ποσοστό από το ελληνικό ή τουρκικό λεξιλόγιο. Υπήρχαν για παράδειγμα: το «αλατιάτικο», «γρασιδιάτικο», «πανιάτικο», «σουρσάτ», «σουγιέμ», «πεσινάτι», «πακιγιέ», «συνεισφορά», «προσφορά», «δραγομανιά», «ρέσιμο», «βικιαλέτι», «χισμέτι», «ταϊνάτι» και άλλα. Ο αριθμός τους μεγαλώνει δραματικά αν συνυπολογίσουμε όπως είπαμε και τα διάφορα πρόστιμα που απομυζούσαν τους φτωχούς ραγιάδες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι τόσο για τους φόρους, όσο και για τα πρόστιμα οι οθωμανοί θεωρούσαν συνυπέυθυνους τα μέλη μιάς κοινότητας ή μιάς εργασιακής ομάδας. Οι ψαράδες σε μια περιοχή για παράδειγμα, πλήρωναν όλοι πρόστιμο αν κάποιος εξ αυτών χρησιμοποιούσε τριχιές αλόγου για πετονιές ή αν αλίευε αντικανονικά. Επίσης, το «φονικό», από τα πλέον γνωστά πρόστιμα, που το κατέβαλε ολόκληρη η κοινότητα αν γινόταν κάποιο έγκλημα στην περιοχή, το «κερατιάτικο» και άλλα.
Μέσα στο σύστημα των έκτακτων φόρων συμπεριλαμβάνονται και οι αγγαρείες, αν και σχετικά πρόσφατα υποστηρίχθηκε κυρίως από Τούρκους ιστορικούς ότι το οθωμανικό κράτος δημεύοντας τα περισσότερα κτήματα των αρχόντων και των μοναστηριών, τις κατάργησε, πράγμα που έφερε μια πραγματική κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ των χριστιανών χωρικών. Βέβαια, το κατα πόσο αυτό έγινε για να ελαφρύνει τους χριστιανούς ή τελικά είναι μια παράπλευρη απώλεια της δήμευσης είναι εξαιρετικά ασαφές. Αλλιώς δεν εξηγούνται οι συνεχείς ρητές απαγορεύσεις των σουλτάνων προς τους σπαχήδες (ελαφρύ ιππικό, με περίοπτη θέση στην κοινωνία) να αγγαρεύουν τους χριστιανούς ραγιάδες.
Οι συνέπειες για τους ραγιάδες, κυρίως για τους χριστιανούς, εξαιτίας των πολυπληθών και δυσβάστακτων φορολογικών τους υποχρεώσεων προς το οθωμανικό κράτος ήταν ανυπολόγιστες. Για να καταλάβουμε τους δύο πρώτους επιθετικούς προσδιορισμούς που συνοδεύουν το ουσιαστικό «υποχρεώσεις», αρκεί να αναφέρουμε το εξής: έχει υπολογιστεί ότι στο διάστημα 1555-1655, ενώ ο πληθωρισμός ήταν 225%, ο κεφαλικός φόρος αυξήθηκε κατά 300-480%, ενώ οι άλλοι έκτακτοι φόροι μονιμοποιήθηκαν, και διπλασιάστηκαν ή και τετραπλασιάστηκαν ανάλογα με την περιοχή.
Αποτελέσματα
Πρώτα και κύρια, οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης που επέβαλλε η οθωμανική κυριαρχία στους υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς, προπάντων με τους επαχθείς φόρους της, είχαν ως άμεση συνέπεια τη μαζική φυγή των τελευταίων προς περιοχές που φαίνονταν να παρέχουν εγγυήσεις για ασφαλέστερη και, σχετικά τουλάχιστον, ελεύθερη ζωή. Έτσι πολλοί κάτοικοι μετακινήθηκαν, προσωρινά ή μόνιμα, με τη θέλησή τους ή βίαια, από έναν τόπο σε άλλον, από τα αγροτικά προς τα αστικά κέντρα, από τα πεδινά προς τα ορεινά (από τότε χρονολογείται η έκφραση: «θα πάρω τα βουνά»), από τις τουρκοκρατούμενες στις βενετοκρατούμενες περιοχές, ακόμη προς την Ιταλία και γενικά προς τις χώρες της Δύσης, την Ιβηρία, τη Γεωργία, τον Καύκασο και αλλού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτές οι μετακινήσεις ή μεταναστεύσεις χριστιανών προς ασφαλείς περιοχές ή έξω από τα σύνορα του οθωμανικού κράτους προκάλεσαν, σε συνάρτηση και με άλλους φθοροποιούς παράγοντες, δημογραφικές μεταβολές, σημαντική δηλαδή αλλοίωση της συστάσεως του πληθυσμού τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Αρκετοί χριστιανοί ραγιάδες για λόγους και οικονομικούς, ιδίως η σημαντική διαφοροποίηση των φόρων που κατέβαλλαν έναντι των μουσουλμάνων και γενικότερα οι σε βάρος τους διακρίσεις, αναγκάστηκαν να μεταπηδήσουν από την κοινωνία των κατακτημένων στην κοινωνία των κατακτητών. Η επιλογή του εξισλαμισμού, ακούσιου ή εκούσιου, ατομικού ή ομαδικού, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελούσε για αυτούς τη μόνη διέξοδο. Με το πέρασμα μάλιστα των χρόνων η επιδείνωση των παραπάνω παραγόντων και ιδιαίτερα ο πολλαπλασιασμός των φορολογικών επιβαρύνσεων των υπόδουλων χριστιανών ενίσχυσε το ρεύμα των εξισλαμισμών. Παρουσιάστηκε θα λέγαμε ένα ιδιότυπο φαινόμενο, αυτό που αποκαλώ «φορολογικό εξισλαμισμό».
Επιπλέον, οι φόροι και οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του οθωμανικού κράτους είχαν επιπτώσεις στον εκχρηματισμό της αγοράς, καταδικάζοντας σε διαρκή υπανάπτυξη ένα μεγάλο τμήμα του αγροτικού κόσμου της αυτοκρατορίας. Ο υποχρεωτικός εκχρηματισμός της οικονομίας των χωριών για την απόκτηση του ρευστού χρήματος που προορίζεται για την πληρωμή των φόρων, δεν αφήνει παρά ένα στενό περιθώριο για καθαρά χρηματικά εισοδήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο, στις περισσότερες κοινότητες οι συναλλαγές γίνονταν σε είδος. Φαίνεται, ότι τα διάφορα συστήματα ενοικίασης των προσόδων, που εφαρμόστηκαν από το οθωμανικό δημοσιονομικό καθεστώς, κατέληξαν σε αυξανόμενη εκμετάλλευση των αγροτών και κάρπωση του μεγαλύτερου τμήματος των φορολογικών και εν γένει των έγγειων προσόδων από τους φορείς του γραφειοκρατικού, στρατιωτικού μηχανισμού του οθωμανικού κράτους. Ο ελάχιστος εκχρηματισμός της αγροτικής οικονομίας σε επίπεδο άμεσης οικογενειακής εκμετάλλευσης προέρχεται από εξω-οικονομικές ανάγκες και είναι αποτέλεσμα του φορολογικού καταναγκασμού, δηλαδή είναι απότοκος της εμπορευματοποίησης μέρους του πλεονάσματος, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο υποχρεωτικός χρηματικός τομέας της οικονομίας. Επομένως, τα χρηματικά εισοδήματα που αποκτά ο αγρότης από την επαφή με την αγορά, δεν οδηγούν σε μία οικονομία μικτών εισοδημάτων, που με την σειρά της θα επέτρεπε τη δημιουργία χρηματικών ανταλλαγών στο εσωτερικό των αγροτικών οικονομιών, αλλά προορίζονται για την εξυπηρέτηση του φόρου και έτσι μηδενίζονται τα πιθανά κίνητρα για την επέκταση ή τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Τελικά, η οθωμανική αυτοκρατορία παρέμεινε ένα βαθιά μεσαιωνικό κράτος με φορολογικό σύστημα άδικο και με άμεση εμπλοκή όλων των κρατικών λειτουργών στη οθωμανική ιεραρχία. Το κράτος αυτό όχι μόνο δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στους υπηκόους του, απεναντίας προκαλούσε καχυποψία και οδηγούσε σε εσωστρέφεια και μαρασμό την οικονομία της υπαίθρου. Οι κάτοικοι των πόλεων ζούσαν σε σχετικά καλύτερες συνθήκες, αφού οι οθωμανοί είχαν αφήσει τον τομέα του εμπορίου στους αλλόθρησκους συμπολίτες τους. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της φορολογικής αντιμετώπισης των υπηκόων ανάλογα με τη θρησκεία τους, ένα πραγματικά μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία, οδήγησε στη δημογραφική αλλοίωση των βαλκανίων, με δραματική μείωση των χριστιανικών πληθυσμών και αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των μουσουλμάνων. Ακόμη και σε περιπτώσεις που εμφανίζονταν φορολογικές εξαιρέσεις, σε βακούφια, σε διάφορες περιοχές, σε συγκεκριμένες μονές κ.λ.π., με μια πιο προσεκτική ματιά θα διαπιστώσουμε, ότι οποιαδήποτε φορολογική ¨εύνοια¨ από πλευράς οθωμανικής διοίκησης συνοδευόταν από αδρά πληρωμή. Κάτι τέτοιο συνέβαινε για παράδειγμα, με την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος για να διοριστεί από το κράτος έπρεπε να πληρωθεί ένα τεράστιο ποσό για την έκδοση του σχετικού βεράτιου. Είναι άδικο να χρησιμοποιούμε τον όρο ¨εύνοια¨ ή ¨προνόμια¨ για τους ομόδοξούς μας που έζησαν στην οθωμανική περίοδο. Οι κατακτητές απλά έδειχναν ανοχή και τίποτε περισσότερο, όπως αναλύσαμε και παραπάνω.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ασδραχάς Σπύρος, «Προβλήματα οικονομικής ιστορίας της Τουρκοκρατίας» στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ΙΕ΄-ΙΘ΄ αι., Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 19-42.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Η θέση των Ελλήνων και οι δοκιμασίες τους υπό τους Τούρκους», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, Αθήνα 1974.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία (1453-1669), Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1976, β΄ έκδοση, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2003.
Δημητρόπουλος Δημήτριος, «Η αλιεία στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας», Τα Ιστορικά, τ. 23ος, τεύχος 45, Δεκέμβριος 2006.
Inalcik Halil, «The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600» An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994.
Inalcik Halil, «Η Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή 1300-1600», μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.
Kunt Ibrahim Metin, «Οι υπηρέτες του Σουλτάνου. Ο μετασχηματισμός της επαρχιακής διακυβέρνησης 1550-1650», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001.
Lewis Bernard, «Η πολιτική γλώσσα του Ισλάμ», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011.
Lowry Heath, «Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004.
Schacht Joseph, «An introduction to Islamic law», Oxford University Press 1964.
Χασιώτης Ιωάννης, «Ο Ελληνισμός κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, Αθήνα 1974.
Πηγή: Αβέρωφ
Τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παρέδωσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ (Σχολάριο) τα λεγόμενα «άγραφα προνόμια», καθώς και βεράτια (ανώτατα σουλτανικά διατάγματα) με τα οποία περιγράφονταν λεπτομερέστατα και κατοχυρώνονταν τα εθναρχικά, εκκλησιαστικά και ποιμαντικά δικαιώματα των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα βεράτια αυτά απέβλεπαν στην προστασία των προνομίων της Εκκλησίας και των μητροπολιτικών δικαιωμάτων από τις αυθαίρετες παρεμβάσεις των οθωμανών διοικητών στις απομακρυσμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, που δεν ελέγχονταν άμεσα από την κεντρική διοίκηση.
Σε γενικές γραμμές τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών όριζαν ότι οι ορθόδοξοι μητροπολίτες ήσαν ανεξάρτητοι και ελεύθεροι στην εκτέλεση όλων των αφορώντων στη χριστιανική θρησκεία και στη γενική διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων των χριστιανών. Είχαν δικαίωμα να υπερασπίζονται τους χριστιανούς κατοίκους της μητροπολιτικής τους περιφέρειας σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις τους, χωρίς καμμία παρεμπόδιση από τις οθωμανικές αρχές. Μόνο οι Μητροπολίτες είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν και να ρυθμίζουν τα των γάμων, διαζυγίων και κληρονομικών ζητημάτων των χριστιανών.
Οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν αφορολόγητοι σε όλα τα έσοδά τους και το «κονάκι του μητροπολίτου» δεν μπορούσε ποτέ να ερευνηθεί ή παραβιασθεί από τους οθωμανούς υπαλλήλους. Μπορούσαν να δικάζουν και να επιβάλλουν ποινές σε όποιους έκαναν κάποιο παράπτωμα και ακόμα να φυλακίζουν στο οίκημα της Μητροπόλεώς τους εκείνους οι οποίοι καταδικάζονταν ακόμη και από την οθωμανική κυβέρνηση.
Οι Μητροπολίτες δεν μπορούσαν να δικαστούν από τις τοπικές οθωμανικές αρχές, αλλά από το Διβάνι και μόνο αν είχε δώσει τη σχετική υψηλή άδεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Είχαν επίσης το δικαίωμα να εμφανίζονται δημόσια με κάθε μεγαλοπρέπεια και με αυλική συνοδεία. Κατά τις μετακινήσεις τους είχαν δικαίωμα να έχουν ακολουθία, να οπλοφορούν οι φύλακές τους και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την ασφάλειά τους, χωρίς να μπορεί κανένας οθωμανός αξιωματούχος να τους εμποδίσει.
Οι αρχιερείς του Πατριαρχείου σε όλες τις επαρχίες είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις περισσότερες υποθέσεις των χριστιανών, ακόμη και τις ποινικές. Οι χριστιανοί κατέφευγαν στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους για όλες τις καταστάσεις της ζωής τους, είτε ήταν ιδιωτικές, είτε αφορούσαν στη δημόσια ζωή τους. Ο Μητροπολίτης συνυπέγραφε και επικύρωνε όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις και γι’ αυτό σε κάθε Μητρόπολη υπήρχε και ο συμβολαιογράφος (νοτάριος). Όλες τις διαθήκες των χριστιανών που ανήκαν στη δικαιοδοσία του, καθώς και τα περί κηδεμονίας έγγραφα και τις δωρεές προς τις εκκλησίες, τη Μητρόπολη και τα άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, έπρεπε να τις συνυπογράψει και να τις επικυρώσει ο εκάστοτε Μητροπολίτης.
Η Υψηλή Πύλη ανεγνώριζε και εξασφάλιζε, όχι βέβαια πάντοτε, τα προνόμια της Εκκλησίας, καθώς και όλων των κληρικών, των μοναχών και κυρίως των Μητροπολιτών. Οι οθωμανικές αρχές δεν είχαν δικαίωμα να καταλάβουν ή να καταστρέψουν εκκλησία ή μοναστήρι και ο,τιδήποτε ανήκε σ’ αυτές, είτε ήταν ακίνητη είτε κινητή περιουσία.
Ο Μητροπολίτης είχε δικαίωμα να εισπράττει από τους κληρικούς και λαϊκούς χριστιανούς κάθε χρόνο κάποιο χρηματικό ποσό (πεσκέσι), οπότε οι κρατικοί οθωμανοί υπάλληλοι όφειλαν να γίνονται βοηθητικοί των επιτροπών του Μητροπολίτου για την ευκολότερη είσπραξη αυτών των ποσών.
Εάν κάποιος πασάς ή καδής κατεφέρετο εναντίον κάποιου Μητροπολίτου ή κατά των υπαγομένων σε αυτόν επισκόπων, και ζητούσε τη μετάθεση ή εξορία του, η καταγγελία δεν γινόταν ακουστή ή παραδεκτή εάν δεν αποδεικνυόταν με πληρότητα η βάση αυτής. Εάν πάλι κάποιοι οθωμανοί αξιωματούχοι κατάφερναν να εκδώσουν σουλτανικό φιρμάνι εναντίον κάποιου Μητροπολίτου, δεν μπορούσε να εκτελεστεί πριν από τη διαλεύκανση της κατ’ αυτού κατηγορίας.
Το δικαίωμα της «Διαιτησίας»
Στους Μητροπολίτες ανεγνωρίζετο το δικαίωμα της «Διαιτησίας» κατά την εκδίκαση υποθέσεων μεταξύ χριστιανών ή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, και ασφαλώς όχι μόνο σε ζητήματα του οικογενειακού δικαίου. Η αναγνώριση του δικαιώματος της «Διαιτησίας» στον Μητροπολίτη αποτελούσε ουσιαστική ενίσχυση της δικαστικής του δικαιοδοσίας και οι διαιτητικές αποφάσεις του εστηρίζοντο στα τοπικά έθιμα και αρχές. Ενίσχυση επίσης της δικαιοδοσίας και της πνευματικής δυνάμεως του Μητροπολίτου επάνω στο πλήρωμα των πιστών αποτελούσε και η αναγνώριση διά του σουλτανικού βερατίου, του δικαιώματος του αφορισμού που επιβαλλόταν εναντίον εκείνου, ο οποίος δεν πειθαρχούσε στη δικαστική του απόφαση ή στη διαιτησία του για τη ρύθμιση κάποιας διαφοράς ή και εναντίον ενός απειθάρχητου κληρικού ή λαϊκού.
Όλος ο ορθόδοξος κλήρος και φυσικά ο Μητροπολίτης είχαν το δικαίωμα να έχουν στις οικίες τους εικόνες, κανδήλες και να αναγιγνώσκουν το ευαγγέλιο. Τελούσαν ελευθέρως κάθε ιεροπραξία χωρίς να ενοχλούνται από τις οθωμανικές αρχές. Τα σουλτανικά βεράτια όριζαν ότι ο Μητροπολίτης ήταν συνήγορος και υπερασπιστής των χριστιανών ενώπιον των οθωμανικών αρχών. Ήταν επίσης σύμβουλος και συμπαραστάτης σε όλες τις υποθέσεις των υπόδουλων ρωμιών που αφορούσαν τη ζωή, την περιουσία, την πίστη και την τιμή τους. Στα χαρτιά βέβαια μόνο τα βεράτια όριζαν ότι απηγορεύετο αυστηρά ο εξισλαμισμός των χριστιανών, αλλά όπως είναι γνωστό οι οθωμανοί πολλές φορές στο διάβα των αιώνων παραβίασαν τα σουλτανικά βεράτια και εξισλάμησαν βίαια κατά χιλιάδες τους υπόδουλους ρωμιούς.
Με την ορθή και συνετή χρήση των παραπάνω προνομίων οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατάφεραν και διετήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, και κυρίως την πίστη και το εθνικό φρόνημα των υπόδουλων ρωμιών καθόλη τη διάρκεια της σκληρής οθωμανικής τυραννίας. Έτσι το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο εν τοις πράγμασι κατέστη όντως η «κιβωτός» της υπόδουλης Ρωμιοσύνης.
Πηγή:Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τρία καράβια ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά. Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η Αγία Τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, απέβησαν άκαρπες.
Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική ” (1781) διαβάζουμε: ” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “
Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης , γράφει για το περιστατικό: “ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.”
Θα μπορούσε να είναι άλλος ένας μύθος που κατάφερε να επιβιώσει τόσους αιώνες μέσα στις καρδιές των Ελλήνων. Όμως σύμφωνα με ντόπιους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης, το σημείο αυτό είναι υπαρκτό.
Εγίνετο μεγάλη ενέργεια και η Πελοπόννησος όλη υπόκωφα εσείετο.
Αυτοί εσκέπτοντο αρχιερείς , άρχοντες και καπεταναίοι και λοιποί αδελφοί περί των μέσων, τα οποία ημπορούσαν να μεταχειρισθούν δια τον μέλλοντα αγώνα.
Από δε τας αρχάς του Ιανουαρίου του 1821, αφού τα πάντα ωρίμασαν, άρχισαν οι Έλληνες και ήρχοντο εις τα σπήτια τους από τα ξένα, από την Ρωσσίαν, Βλαχίαν, Μολδαυίαν, Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην και από τα άλλα μέρη δια να λάβουν μέρος κατά την αποφασισθείσαν από τους αποστόλους της Εταιρίας ημέραν δια τον αγώνα υπέρ της πατρίδος.
Ευθύς καθώς ήρχοντο εις τα χωρία τους ή εις τας πόλεις των, διεδίδετο η ιδέα της επαναστάσεως εις όλους τους συγγενείς και γείτονάς των.
Oι αρχιερείς εσυγχωρούσαν εις τους ιερείς να διαβάζουν εις τας εκκλησίας παρακλήσεις νύκτα και ημέραν προς τον Θεόν δια να ενισχύση τους Έλληνας εις τον μέλλοντα αγώνα˙ και εις τους πνευματικούς δε και εις τους άλλους κληρικούς εσυγχώρησαν να παρακινούν κατά την εξομολόγησίν των τους Έλληνας εις την επανάστασιν, και να την θεωρούν ως συγχωρημένην θρησκευτικώς˙ διότι ο Θεός όλους τους ανθρώπους έπλασεν ελευθέρους. Πολλοί δε μάλιστα των αρχιερέων ως ο Έλους Άνθιμος, έκαμαν επίτηδες καί ευχάς, τας οποίας έδιδαν εις τους ιερείς των επαρχιών των και τας εδιάβαζαν μετά την παράκλησιν.
Ιδού και η ευχή του Έλους Ανθίμου προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν˙ και το εξαποστειλάριον και το στιχηρόν προς τήν Θεοτόκον, ευρισκόμενα παρά τω προέδρω του Εφετείου Ναυπλίας Ν. Φλογαίτη.
Θεέ παντοδύναμε, αόρατε, ακατάληπτε, ακατανόητε, ο ενισχύσας τον προφήτην σου Μωϋσήν τω τύπω του σταυρού κατατροπώσαι τον τύραννον του παλαιού Ισραήλ, τον αλαζόνα καί άκαμπτον Φαραώ εν τη Ερυθρά Θαλασσή, και σώσας δι' αυτού τον λαόν σου, επάκουσον της δεήσεως και ημών των ευτελών δούλων σου, των χρισθέντων τω ονόματι του αγαπητού σου υιού, κυρίου δε ημών Ιησού Χριστού, και απάλλαξον ημάς, τον νέον Ισραήλ, το βασίλειον ιεράτευμα της Ισμαηλίτιδος τυραννίδος˙ ενίσχυσον και ενδυνάμωσον ημάς, και τούς ευσεβάστους και θεοφύλακτους ημών Πρίγκιπας και Ηγεμόνας (εννοεί τους Υψηλάντας) και τον φιλόχριστον Στρατόν τη δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, κατατροπώσαι τούς εχθρούς της αγίας σου εκκλησίας, και αναφανήναι νικητάς και τροπαιούχους εναντίον των απογόνων της Άγαρ.
Επί σοί τας ελπίδας ανατιθέμεθα, Κραταιέ εν πολέμοις, ορθώς λατρεύοντες σε τον μόνον Θεόν, και σωτήρα ημών˙ φώτισον ημάς μιμητάς γενέσθαι και οπαδούς του αληθούς θεράποντός σου ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, και αξίωσον ακούσαι της ουρανίου εκείνης φωνής «εν τούτω νικάτε, απόγονοι Ελλήνων οι χριστώνυμοι, και της ορθοδόξου εκκλησίας ευσεβή τέκνα, και καταβάλλετε τους άθεους Αγαρηνούς», όπως και ημείς οι τεταπεινωμένοι αξιωθώμεν της ποθητής ημών ελευθερίας, δοξάζοντες τo παντοδύναμον όνομά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ
Ο Ουρανόν τοις Άστροις
Τους μη την σην εικόνα, Παρθένε, ασπαζομένους, και του υιού σου και Θεού, εκ πίστεως ειλικρινούς, κατάβαλε άθεους και τη γεέννη παράδος.
Στιχηρόν ήχος πλ. ά.
Χαίροις ασκητικώς αληθώς.
Δεύρο, μήτερ Χριστού, προς ημάς, σου δεομένους, συμπαθούς επισκέψεως, και ρύσαι κεκακουμένους, τυραννικαίς απειλαίς, και δεινή μανία των Αγαρηνών˙ δι' ους ως αιχμάλωτοι, και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου συνεχώς διαμείβοντες και πλανώμενοι, εν σπηλαίοις και όρεσιν˙ οίκτειρον ούν Πανύμνητε, και δος ημίν άνεσιν, παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ' ημών αγανάκτησιν, Χριστόν δυσωπούσα, τον παρέχοντα τώ κόσμω το μέγα έλεος.
[…] Πολλοί μάλιστα Τούρκοι εσοφίζοντο διάφορα πράγματα, αλλά ένα από τα περιεργότερα είναι το ακόλουθον. Έστειλαν μίαν ημέραν εις τον Δεσπότην Έλους Άνθιμον ένα Τούρκον, ο οποίος εγνώριζε καλά και την γλώσσαν μας και τας θρησκευτικάς μας τελετάς. Αυτός, καθώς επήγεν εις την Μητρόπολιν εζήτησε να προσκυνήση τον Δεσπότην, και ο Έλους διέταξε και τόν έμβασαν εις την κάμαράν του, όπου έκαμνε τον άρρωστον δια να μην υπάγη με τους άλλους αρχιερείς εις την Τριπολιτσάν. Ευθύς καθώς εμβήκεν έπεσε και τον επροσκύνησε και του είπε, Δεσπότη μου, θέλω να εξομολογηθώ εις την Πανιερότητά σου ως χριστιανός ταις αμαρτίαις μου.
Ο Έλους του έδωσε την άδειαν, και ευθύς άρχισε και έλεγε ταις αμαρτίαις του με κλαύματα και με πολλήν προσποιητικήν κατάνυξιν, και τέλος του είπε «πότε θά έλθη, Δεσπότη μου, η αγία εκείνη ώρα να πάρωμε τα άρματα, δια να σκοτώσωμεν τους απίστους τυράννους μας και να ρουφήξω από το αίμα τους »;
Ο Δεσπότης έκαμε τότε σημεία της Εταιρίας, αλλά καθώς είδεν ότι δεν εννόησε τίποτε, εκατάλαβεν ότι είναι Τούρκος και άρχισε να τον συμβουλεύη και να του λέγη «τέκνον τι λόγια είναι αυτά˙ μη πιστεύεις τα λόγια όπου λέγονται. Ο Θεός έβαλεν εις το κεφάλι μας τον Σουλτάνον δια το καλόν μας, αυτόν τον έβαλεν να μας εξουσιάζη και να ήμεθα πιστοί ραγιάδες του και ευπειθείς, διότι αυτός φροντίζει δια εμάς, επειδή αλλοιώτικα μας κολάζει ο Θεός ·» έπειτα του εδιάβασε την συνειθισμένην ευχήν και τον έστειλεν εις το καλόν.
Ο Μεταμορφωμένος αυτός Τούρκος τα είπεν όλα όσα ήκουσεν από τον Έλους εις τούς Αγάδες, και δια τούτο εκείνοι δεν τον υπωπτεύοντο πλέον και τον άφησαν ως άρρωστον να μην πάη εις την Τριπολιτσάν. Τοιαύτα πολλά εγίνοντο μέχρις ότου αρχίση η επανάστασις.
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΥΠΟ ΦΩΤΑΚΟΥ - ΑΘΗΝΑ 1858 (σελ. 7-8-9, 11-12)
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
1. Η εξέγερση στη Σερβία και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806-12: Οι αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται ταραγμένη εποχή για τη Βαλκανική και την Ανατ. Μεσόγειο. Μετά την επανάσταση των Σέρβων στην περιοχή του Βελιγραδίου, επιδεινώθηκαν οι Ρωσοτουρκικές σχέσεις, καθόσον η Ρωσία διεκδικούσε την προστασία των απανταχού καταπιεζόμενων Ορθοδόξων. Αυτό οδήγησε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-12. Έτσι και στον ελλαδικό χώρο (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα) οι αρματολοί, ενθαρυνόμενοι από τις διεθνείς εξελίξεις, είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα, ενώ οι διωγμένοι στα Επτάνησα Σουλιώτες είναι έτοιμοι για επαναστατική δράση.
2. Το ξέσπασμα: Όταν ο ναύαρχος Σενιάβιν επικεφαλής ρωσικού στόλου εμφανίστηκε στο Αιγαίο, και συγχρόνως απελευθερωνόταν η Πάργα “οι καρδιές όλων των Ελλήνων από τον Ισθμό και πάνω, σκίρτησαν”. Με την έναρξη του πολέμου, ο πονηρός Αλή πασάς αφαίρεσε κάθε δικαιοδοσία από τους αρματολούς της περιοχής των Αγράφων, υποψιαζόμενος πιθανές στάσεις. Την ίδια περίοδο οι αρματολοί του Ολύμπου, έχοντας συντονιστή το Νικοτσάρα διώχνουν όλους τους Αλβανούς φύλακες των κλεισούρων (δερβέν-αγάδες) της περιοχής. Νοτιότερα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης επικεφαλής ενόπλου σώματος 500 ανδρών πέρασαν στη Δυτική Στερεά και συνέτριψαν πολλαπλάσια τουρκική στρατιωτική δύναμη στην περιοχή του Κλινοβού. Ούτε η είδηση της συμφωνίας προσωρινής κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, ούτε η ενδυνάμωση του Αλή έκαμψαν το φρόνημα των επαναστατών. Έτσι ο Κατσαντώνης κι ο Μπότσαρης συνεχίζουν τη νικηφόρα εκστρατεία τους στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου μπαίνουν σε καράβια και γίνονται πειρατές των παραλίων του Αιγαίου, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να δείξουν τις αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης, παρακινώντας συγχρόνως τους υποδούλους σε γενικευμένη επανάσταση.
3. Ο Βλαχάβας: Την ίδια περίοδο αρματολός στα Χάσια ήταν ο Ευθύμιος Βλαχάβας, γιος του επίσης αρματολού Θανάση Βλαχάβα ή Μπλαχάβα (1700-1795), που απολάμβανε προς το παρόν της εμπιστοσύνης του Αλή. Ο Βλαχάβας γεννήθηκε στο χωριό (Παλιά) Σμόλια των Τρικάλων (Αγριελιά) και ήταν γιος αρματολού των Χασίων. Το σώμα των αρματολών των Χασίων αποτελούνταν από 60 περίπου άνδρες υπό την ηγεσία του παπα-Θύμιου και των αδελφών του. Ο Βλαχάβας και οι άνδρες του μισθοδοτούνταν από το βιλαέτι των Τρικάλων έχοντας καθήκον να προστατεύουν την ευρύτερη περιοχή από της είσοδο ληστών. Ο Βλαχάβας όμως φαίνεται πως είχε έλθει σε συνεννόηση με τους περίπου 3000 Έλληνες ενόπλους που βρίσκονταν στα Επτάνησα, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Σουλιώτες, κάτω από ρωσική διοίκηση, καθώς και με Έλληνες φυγάδες-πειρατές του Αιγαίου. Άλλωστε ένα ταξίδι του το 1807 στο Αιγαίο, φαίνεται πως αποσκοπούσε στη συνάντηση με τους καπεταναίους αυτών των πειρατών. Είναι πιθανό στο ίδιο αυτό το ταξίδι του να συναντήθηκε με το ναύαρχο των Ρώσων Σενιάβιν, που μόλις είχε καταναυμαχήσει στις ακτές του Άθωνα τον τουρκικό στόλο (19/6/1807). Όμως φαίνεται ότι δεν είχε να περιμένει και πολλά από τους Ρώσους, διότι, κατά διαταγή του τσάρου, ο Σενιάβιν υπέγραψε στις 12/8 του ίδιου έτους ανακωχή με τους Οθωμανούς. Άρα το πιο πιθανό φαίνεται ότι στο διάστημα αυτό συσκέφθηκε με τους αρματολούς και κλέφτες των νησιών (Β. Σποράδων) εξηγώντας τους κάποιο σχέδιο κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων και όχι ότι εξασφάλησε υποσχέσεις βοήθειας απ' τους Ρώσους. Το χειμώνα του 1807 ο Βλαχάβας επέστρεψε στα λημέρια του και λίγο αργότερα, στις 11/1/1808 άρχισε τις συνεννοήσεις με άλλους αρματολούς και κλέφτες των Θεσσαλικών και όχι μόνο περιοχών. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και την πληροφορία του Σάθα ότι στις αρχές του ίδιου έτους ήρθαν στον Όλυμπο Ρώσοι απεσταλμένοι που έφεραν επιστολές του αρχιεπαναστάτη των Σέρβων Καραγεώργη και του ελληνικής καταγωγής συμβούλου της ρωσικής κυβέρνησης Ροδοφοινίκιν, με τις οποίες παρακινούσαν τους Έλληνες να μιμηθούν τους ομοδόξους τους Σέρβους και να ξεσηκωθούν.
4. Η εξέγερση: Στα μέσα Φεβρουαρίου ο Βλαχάβας συγκάλεσε συνέλευση όλων των καπετάνιων, οι οποίοι συμφώνησαν στον ορισμό του ίδιου ως αρχηγού της επανάστασης. Συγχρόνως διάφοροι καπετάνιοι άρχισαν να συζητούν με ομολόγους τους της Στερεάς Ελλάδας αλλά και Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων για συμμετοχή στον αγώνα κατά της τυραννίας του Αλή πασά. Λίγο αργότερα στη νέα συνέλευση, περισσότερων αυτή τη φορά καπεταναίων, αποφασίστηκε η μέρα ξεσηκωμού να είναι, για λόγους συμβολισμού, η 29η Μαΐου. Ο Leake, που ζούσε στο περιβάλλον του Αλή, αναφέρει ότι ο Βλαχάβας άρχισε την επανάσταση σκοτώνοντας παντού τους Τούρκους. Ο Κασομούλης όμως, πιο ενημερωμένος, διαφωνεί και μας ενημερώνει ότι σκοπός του παπα-Θύμιου ήταν η εξόντωση των Αλβανών δερβεναγάδων, που ήταν στη δούλεψη του Αλή και οι οποίοι καταπίεζαν και βασάνιζαν αδιάκριτα Χριστιανούς και Οθωμανούς. Γι' αυτό και προσπάθησε να προσεταιριστεί ακόμα και τους πλούσιους γαιοκτήμονες-αγάδες του θεσσαλικού κάμπου, που πάντως δεν δέχτηκαν να τον στηρίξουν. Έτσι ο Θύμιος και Θεοδωράκης Βλαχάβας μαζί με τον καπετάνιο του Δομένικου Γιώτα Τζίμου άρχισαν να εξοντώνουν τα οπλισμένα αλβανικά σώματα της περιοχής και τους σουμπάσηδες (επιστάτες των κτημάτων των τσιφλικιών του Αλή και καταπιεστών των κολίγων), σαν κοινούς εχθρούς Χριστιανών και Οθωμανών. Μαζί με τα σώματα του Βλαχάβα πολεμούσαν και ορισμένοι Οθωμανοί καθώς και λίγοι Αλβανοί, πολιτικοί αντίπαλοι του Αλή. Ο Βλαχάβας είχε συνεννοηθεί με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη ή Τσάπα και του έδωσε οδηγίες να καταλάβει τα περάσματα του Μετσόβου για να μην επιτρέψει στον Αλή να στείλει στρατεύματα στην επαναστατημένη Θεσσαλία. Την ίδια οδηγία έδωσε και στον καπετάνιο Ευθ. Στουρνάρη, στον οποίο ανατέθηκε η φύλαξη των διαβάσεων της Ν. Ηπείρου προς τη Θεσσαλία. Ο Σάθας πιστεύει ότι ο Δεληγιάννης πρόδωσε τα σχέδια του Βλαχάβα την 1η Μαΐου, πάντως γεγονός είναι ότι ο Δεληγιάννης επέτρεψε τη διέλευση απ' τα “φυλασσόμενα” στενά του Μουχτάρ πασά, γιου του Αλή, που έχοντας τεθεί επικεφαλής 6.000 Αλβανών, πέρασε στη Θεσσαλία καταστρέφοντας τις επαναστατημένες περιοχές σε Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, εφάρμοσε κι ένα άλλο σχέδιο: έδωσε ρητή εντολή στο μητροπολίτη της Λάρισας Γαβριήλ να μεταβεί στις επαναστατημένες περιοχές και να μεταπείσει τους εξεγερθέντες. Έτσι ο Γαβριήλ άρχισε τις παραινέσεις προς το λαό, με αποτέλεσμα να εισακουστεί απ' το απλό ποίμνιό του, που δεν συνεργάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του με τους επαναστάτες. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Καστράκι της Καλαμπάκας στα τέλη του Μαΐου του 1808 και κράτησε μια ολόκληρη μέρα. Εκεί οι Τουρκαλβανοί στρατηγοί του Αλή, Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς, όρμησαν από τα Τρίκαλα και άρχισαν να συγκρούονται με τις δυνάμεις του Βλαχάβα. Μετά από δυο-τρεις ώρες κατέφθασαν και οι ενισχύσεις του Μουχτάρ απ' τα Γιάννινα. Έτσι ενισχυμένα τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν με μεγαλύτερη ένταση το σφυροκόπημα των θέσεων των Ελλήνων, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι. Ανάμεσα στους Έλληνες νεκρούς της μάχης ήταν και ο Θεοδωράκης Βλαχάβας. Την ίδια νύχτα βλέποντας ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν ανοίξει για τον Αλή και φοβούμενοι νέες επικουρίες των εχθρών οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου κι ο παπα-Θύμιος αποφάσισαν να υποχωρήσουν από τις ορεινές διαβάσεις προς τον Όλυμπο κι από εκεί για να μην την “πληρώσουν” οι αθώοι χωρικοί της περιοχής, πέρασαν με καράβια στα νησιά-ορμητήριά τους Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Ο Βλαχάβας, όπως κι οι άλλοι οπλαρχηγοί, από τα νησιά των Β. Σποράδων άρχισε καταδρομές εναντίον των Τούρκων του Αιγαίου. Την ίδια εποχή μαρτύρησε κι ο μοναχός Δημήτριος (άγιος Δημήτριος εκ Σαμαρίνης), επειδή κατηγορήθηκε ότι παρέσυρε το λαό προς τους επαναστάτες του Βλαχάβα.
5. Το τέλος του Βλαχάβα: Ο καπουδάν-πασάς Σεγίδ Αλή, βλέποντας τα προβλήματα που δημιουργούσε με τις επιδρομές του ο Βλαχάβας, πρότεινε αμνηστεία στο Βλαχάβα αρκεί να συνθηκολογούσε και σταματούσε τη δράση του. Όμως αυτό ήταν απλώς ένα δόλωμα. Ο Βλαχάβας δέχτηκε, αλλά ο Καπουδάν πασάς τον παρέδωσε στον Αλή για τα ... περαιτέρω. Εκείνος τον φυλάκισε βασανίζοντάς τον καθημερινά επί τρεις μήνες κι έπειτα τον έδεσε για δυο μέρες σ' έναν πάσαλο στην αυλή του σεραγιού του, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στις βρισιές, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις του φανατισμένου όχλου. Ο πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του θηριώδη Αλή, Πουκεβίλ, παρακολούθησε από κοντά τα βάσανα του αλύγιστου ιερέα. Λέει στο κείμενό του ο Γάλλος διπλωμάτης: “Το μαρτύριο και η επανάσταση του Βλαχάβα προετοίμαζαν το θρίαμβο ενός ασθενικού θνητού, που μοναδικό του όπλο είχε την προσευχή και την πραότητα, ενός από 'κείνους τους Λειτουργούς του Χριστού, τους προορισμένους να στηρίζουν τους δειλούς στους κλυδωνισμούς του κόσμου και που το αίμα τους, καθώς ανακτεύεται με το αίμα του πολεμιστή, ξαναφέρνει μέσω του μαρτυρίου την τιμή του χριστιανικού ονόματος στην πρώτη του λαμπρότητα.” Ο παπα- Βλαχάβας φονεύτηκε με φρικτό τρόπο και τα μέλη του διαμοιράστηκαν στον οθωμανικό όχλο που τα περιέφερε ως λάφυρα στα στενά των Ιωαννίνων.
Από τους ποιητές της αναγεννημένης Ελλάδας, πρώτος ο Παν. Σούτσος ύμνησε τον ένδοξο Θεσσαλό ιερέα-επαναστάτη. Μετά απ' αυτόν ο εθνικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης περιέγραψε συγκινητικά το μαρτύριο του μεγάλου εθνομάρτυρα:
- Γίνεσαι Τούρκος βρε παπά, κι ούλα στα συμπαθάω.
- Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θενά πεθάνω.
Πρόκειται για τον φανατικό σιωνιστή ραβίνο Μορντεχάϊ Φριζή, πρώην ραββίνο της Θεσσαλονίκης και εγγονό του συνταγματάρχη Μαρδοχαίου Φριζή, που σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Είναι δε εις θέσιν οι Πόντιοι να αποτελέσουν τους φρουρούς του Ελληνισμού. Εν πρώτοις, είναι έργον εις το οποίον έχουν συνηθίσει από αιώνων. Περιβαλλόμενοι εν τη απομακρύνσει των από ξένα φύλα, παλαίοντες διαρκώς προς αυτά, αφομοιούντες παρά αφομοιούμενοι, αποτελούσι τον ισχυρότερον τύπον της ελληνικής φυλής». (Στρατηγός Καθενιώτης, σύμβουλος του Ελευθερίου Βενιζέλου).
Ήταν Μάιος του 1453, όταν έπεφτε στην πόλη του Ρωμανού, «ο τελευταίος Έλληνας». Ένα μοιραίο, κατά Καβάφη, πουλί, έφερε στην Τραπεζούντα των Μεγάλων Κομνηνών την ζοφερή είδηση: «Η Ρωμανία πάρθεν». Μετά από 8 χρόνια ο Πορθητής κυριεύει και την αυτοκρατορία του Πόντου. Αρχίζει η μακρά περίοδος της αιχμαλωσίας. Μία-μία οι ελληνικές αυτοκρατορίες, που συστάθηκαν μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, θυσιάζονται για να σωθεί η Δύση.
Η Δύση που αφού σφετερίστηκε, σύλησε και δήωσε το «Βυζάντιο», προσπάθησε τους επόμενους αιώνες να αλώσει και πολιτιστικά τον Ελληνισμό. Η καθ’ ημάς Ανατολή καθυβρίζεται, υποτιμάται, η συμβολή της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό αποκρύπτεται. Για 400 και 500 χρόνια η Ρωμηοσύνη, εκτός από το μαχαίρι του Τούρκου, υπομένει τις ιεραποστολικές ορδές των Λατίνων.
Τρώνε τα θεριά αλλά η μαγιά μένει. Το 1962 ο Ουνίτης πατριάρχης Μάξιμος Δ’ ομολογούσε κυνικότατα στην Β’ βατικάνειο σύνοδο: «Ο σουλτάνος ζητούσε από τους Έλληνες φόρους και δοσίματα. Αντίθετα η λατινική Δύση αξίωνε το σώμα και την ψυχή, την υποταγή του πνεύματος, τον στραγγαλισμό της ελευθερίας». Ή όπως το λέει ο Άγιος των Σκλάβων, Κοσμάς ο Αιτωλός: «Και τι; Άξιος ήτο ο Τούρκος να έχη βασίλειον; Άλλ’ ο Θεός του το έδωκε διά το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα… Διότι ήξευρεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα (σ.σ. τα ευρωπαϊκά) μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει, άσπρα δώστ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι». Εδώ στην πολύπαθη Ρωμηοσύνη συνέβη το εξής ιστορικώς πρωτόγνωρο. Να αγωνίζεται ένα έθνος να περισωθεί όχι από τον κατακτητή που δεσμεύει την ελευθερία του σώματος, αλλά από αυτούς που επιχειρούν να περιορίσουν την πνευματική του ελευθερία. Το Γένος όμως δεν χάνεται, έχει την κιβωτό του, την Εκκλησία, τον θεματοφύλακα της ταυτότητας του Ελληνισμού. Έτσι φτάσαμε στο ’21.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...