
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μία από τις πιο λαμπρές και χαρισματικές φυσιογνωμίες του αγιολογίου των νεοτέρων χρόνων, που αναδείχθηκε ευκλεής και ταπεινός ιεράρχης, Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, φωτεινός ασκητής με χάρισμα θεοσημειών, ονομαστός αλείπτης νεομαρτύρων, πολύτιμος συγγραφέας και θαυματουργός άγιος είναι ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ο οποίος στις 17 Απριλίου 1805 παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό στο μυροβόλο και αγιοτόκο νησί της Χίου. Προικισμένος από τον Θεό με βαθιά πίστη και ευλάβεια, αλλά και με ζωηρό αγωνιστικό φρόνημα, ταξιδεύει ακαταπόνητα όσο κανείς άλλος στα νησιά του Αιγαίου και αφήνει παντού τη φιλόθεη βιοτή και αγιαστική του χάρη, ώστε αναδεικνύεται σκεύος εκλογής του Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς) γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ήταν γιος του Γεωργαντά και της Αναστασίας και καταγόταν από την επιφανή και αριστοκρατική οικογένεια των Νοταράδων, η οποία διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ. Από την ονομαστή αυτή οικογένεια προήλθαν εξέχουσες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλληνίας Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (+1579), ο εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) και Χρύσανθος (+1731). Από τα παιδικά του χρόνια διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο και την κλίση του στη μοναχική ζωή, έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή και συντοπίτη του, Άγιο Γεράσιμο Νοταρά. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Μεσαία Συνοικία των Τρικάλων. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να λάβει το αγγελικό σχήμα. Η επιθυμία του όμως μένει ανεκπλήρωτη, αφού η έλλειψη της συγκατάθεσης του πατέρα του τον αναγκάζει να επιστρέψει στα Τρίκαλα. Διορίζεται από τον πατέρα του επιστάτης των γύρω χωριών για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρήματα. Όμως ο νεαρός Μιχαήλ όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του, αλλά μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς και τους αδυνάτους. Έτσι ο πατέρας του του αφαιρεί την οικονομική διαχείριση και ο Μιχαήλ παραμένει στη πατρική οικία μελετώντας την Αγία Γραφή και διάφορα ψυχωφελή βιβλία. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του, Ευσταθίου αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, όπου αμισθί εργάζεται ακατάπαυστα για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του. Στο μοναστήρι του Αγίου στα Ομαλά παραμένει για μερικούς μήνες για να συλλέξει και να συγγράψει παραινέσεις και υποδείγματα Οσίων Πατέρων.
Το 1764 εκδημεί εις Κύριον ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παρθένιος και σύσσωμος ο κλήρος και ο λαός επιθυμεί τον Μιχαήλ ως διάδοχο στον θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Γι’ αυτό και ζητούν ομόφωνα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ τον Α΄ την εκλογή του ενάρετου και σεμνού Μιχαήλ Νοταρά στη Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Μιχαήλ μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη με τις απαραίτητες συστατικές επιστολές και χειροτονείται διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Μακάριος, στη συνέχεια πρεσβύτερος και τον Ιανουάριο του 1765 σε ηλικία 34 ετών Μητροπολίτης Κορίνθου.
Επιστρέφει στην Κόρινθο, όπου ο λαός τον υποδέχεται με αγάπη, χαρά και ενθουσιασμό και μιμούμενος τον αρχιποιμένα Χριστό αρχίζει ένα αξιόλογο αναγεννητικό έργο με σκοπό την ανύψωση του εκκλησιαστικού φρονήματος και του πνευματικού επιπέδου του λαού της Κορίνθου. Γι’ αυτό και αφοσιώνεται με όλη του την ψυχή στην αναμόρφωση της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Κηρύττει ανελλιπώς τον θείο Λόγο, τελεί δωρεάν τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δωρίζει συγγράμματα κατηχήσεων για να διδάσκονται όλοι τα νοήματα της πίστεως, μοιράζει κολυμβήθρες σε πόλεις και χωριά, ιδρύει σχολεία, ανακαινίζει ιερούς ναούς και φροντίζει ιδιαίτερα την επιμόρφωση του κλήρου της επαρχίας του. Έτσι παύει τους αγράμματους και προχωρημένους στην ηλικία κληρικούς, απαγορεύει τη συνύπαρξη ιεροσύνης και πολιτικής, καταργεί τη χειροτονία επί χρήμασι και απαιτεί ο κληρικός να κατέχει τα κοινά γράμματα και να έχει την κατάλληλη ηλικία.
Το σπουδαίο ανακαινιστικό έργο του Αγίου διακόπτεται με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768. Μεταβαίνει στην Καλαμάτα και συμμετέχει σε διαβουλεύσεις για την εξέγερση των Πελοποννησίων κατά των Τούρκων. Το 1770 υψώνει τη σημαία της επανάστασης στα Τρίκαλα, αλλά η επαναστατική κίνηση αποτυγχάνει και αναγκάζεται να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου διδάσκει και ιερουργεί για τρία χρόνια. Το 1771 επισκέπτεται την Κεφαλληνία για να προσκυνήσει το ιερό και χαριτόβρυτο λείψανο του Αγίου Γερασίμου, όπου συνέβη σύμφωνα με την προφορική παράδοση της μονής και το θαυματουργικό γεγονός της εν πνεύματι συνάντησης και συνομιλίας των Αγίων Γερασίμου και Μακαρίου, των δύο δηλαδή επιφανών γόνων της παλαιάς αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων.
Το θαύμα έχει καταγραφεί στην προφορική παράδοση της μονής και μέχρι σήμερα οι μοναχές το αφηγούνται ως εξής: Αφού ο Άγιος Μακάριος προσκύνησε το ιερό λείψανο του Αγίου Γερασίμου, ήθελε να μείνει μόνος μπροστά στη λάρνακα και μετά τη δύση του ηλίου. Αυτό όμως απαγορευόταν σύμφωνα με το τυπικό της μονής. Η έντονη επιμονή του Αγίου Μακαρίου προκάλεσε την περιέργεια των μοναζουσών, οι οποίες κατ’ εξαίρεσιν επέτρεψαν στον Άγιο να μείνει μπροστά στο ιερό λείψανο. Τότε μερικές μοναχές κρύφτηκαν στον γυναικωνίτη για να μπορέσουν να δουν τι θα κάνει ο Άγιος. Με αυτόν τον τρόπο έγιναν μάρτυρες και θεατές ενός εκπληκτικού θαύματος: Αφού ο Άγιος Μακάριος γονάτισε μπροστά στη λάρνακα, η λάρνακα άνοιξε και σηκώθηκε από μέσα ο Άγιος Γεράσιμος. Οι δύο Άγιοι εναγκαλίστηκαν και αφού συνομίλησαν, ο εν σώματι άφθορος και εν πνεύματι ζωντανός Άγιος Γεράσιμος ο θαυματουργός μπήκε και πάλι μέσα στη λάρνακα.
Η σημερινή αδελφότητα της μονής του Αγίου Γερασίμου αποφάσισε από ευλάβεια στον Άγιο Μακάριο, αλλά και για να καταστήσει ευρύτερα γνωστό το επιτελεσθέν θαύμα, να αγιογραφηθούν στον περικαλλή και παμμεγέθη Ιερό Ναό του Αγίου Γερασίμου στο μοναστήρι των Ομαλών τόσο ο Άγιος Μακάριος όσο και το θαυματουργικό γεγονός της εν πνεύματι συνάντησης των δύο Αγίων. Τη φιλοτέχνηση των αγιογραφιών ανέλαβε ο κεφαλληνιακής καταγωγής αγιογράφος κ. Ηλίας Γεωργάτος, ο οποίος άλλωστε έχει αναλάβει και την ιστόρηση ολόκληρου του μεγαλοπρεπούς ιερού ναού.
Ο Άγιος Μακάριος διέμεινε στη μονή του Αγίου Γερασίμου για μερικούς μήνες. Μάλιστα τον Δεκέμβριο του 1771 συνέγραψε τη «Συλλογή παραινέσεων και υποδειγμάτων των οσίων πατέρων ημών».
Σημαντική υπήρξε και η αγιαστική παρουσία του Αγίου στην Κεφαλληνία, αφού μέχρι σήμερα διασώζεται και φυλάσσεται ως πολύτιμος θησαυρός στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέου Μηλαπιδιάς καθηγιασμένο αντιμήνσιο με την υπογραφή του Αγίου Μακαρίου.
Μετά από την παραμονή του στην Κεφαλληνία, ο Άγιος ανεχώρησε και πάλι για τη Ζάκυνθο, όπου διέμεινε τρία χρόνια, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ύδρα, την Πάτμο, τους Λειψούς, τη Σάμο, την Ικαρία και τη μυροβόλο Χίο, όπου και εκοιμήθηκε οσιακώς στις 17 Απριλίου του 1805.
Το 1774 μεταβαίνει στην Ύδρα και φιλοξενείται στο μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης. Ασκεί ιεροκηρυκτικά και αγιαστικά καθήκοντα προς τον υδραϊκό λαό, εγκαινιάζει ιερούς ναούς, όπως τον ιερό ναό των Αγίων Πάντων, που οικοδομήθηκε το 1774 και μονάζει για κάποιο χρονικό διάστημα στο ασκητήριο του Αγίου Ιωαννικίου στην περιοχή της Ζούρβας. Μέχρι σήμερα σώζονται στο αγιοβάδιστο νησί με την πλούσια κολλυβαδική παράδοση η πλατεία, στην οποία δίδασκε τους πιστούς, καθώς και αντιμήνσια, που φέρουν την υπογραφή του Αγίου. Στην Ύδρα συναντιέται και συνδέεται με στενή φιλία με τον Νάξιο Νικόλαο Καλλιβούρτζη, τον μετέπειτα περιλάλητο Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), για να αποτελέσουν μαζί και με τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813) τους αρχηγέτες του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων και τους πρωτεργάτες της φιλοκαλικής αναγέννησης των πατερικών και χριστιανικών γραμμάτων.
Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον του Αγίου για την Ύδρα, αφού μέχρι σήμερα σώζεται επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Γρηγόριο που ήταν ο αδελφός του Αγίου νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου, μέσω της οποίας ζητά πληροφορίες για κάποιον νεομάρτυρα Κωνσταντίνο, ο οποίος σύμφωνα με τους μελετητές ταυτίζεται με τον πολιούχο και έφορο της νήσου Ύδρας Άγιο νεομάρτυρα Κωνσταντίνο τον Υδραίο (1770 – 1800). Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί, ότι δεκαπέντε χρόνια μετά την Κοίμηση του Αγίου Μακαρίου καταγράφεται αδιάσειστη μαρτυρία για την αγιότητα και το θαυματουργικό του χάρισμα μέσα από το κείμενο του βίου του Γέροντος Ιεροθέου, του και κτίτορος της κολλυβαδικής Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ύδρας. Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για:
«... τόν ἐν ἁγίοις Μακάριον, τόν πρόεδρον Κορίνθου, ὁ ὁποῖος μέ τήν παρακίνησιν καί διδασκαλίαν του ἀπέδειξεν πολλούς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ καί τά σεβάσμια αὐτοῦ λείψανα θαυματουργοῦσι εἰς αἰσχύνην τῶν συκοφαντῶν και φθονοκατηγόρων ἀνθρώπων.»
Στο μεταξύ του ζητείται να παραιτηθεί από τον μητροπολιτικό θρόνο της Κορίνθου. Ο Άγιος αρνείται να υποβάλλει παραίτηση, αλλά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Θεοδόσιος ο Β΄ προχωρεί στην πλήρωση των κενών μητροπόλεων της Πελοποννήσου και χειροτονεί νέο Μητροπολίτη Κορίνθου τον πρωτοσύγκελλο της Μητροπόλεως Νικαίας Γαβριήλ. Ο Άγιος απομακρύνεται αυθαίρετα και αντικανονικά. Δέχεται ανεξίκακα την εκθρόνισή του, αλλά δεν εφησυχάζει και γίνεται σταυροφόρος Χριστού. Αυτοεξόριστος επισκέπτεται διάφορα νησιά του Αιγαίου και ασκεί το ποιμαντικό και ιεροκηρυκτικό του έργο. Ταξιδεύει στη θαλάσσια αυτή περιοχή ακατάπαυστα και μονάζει σε απόκρημνες και ερημικές τοποθεσίες νησιών του Αιγαίου. Γι’ αυτό και αποκαλείται «Αιγαίος» Επίσκοπος και ιεραπόστολος του Αιγαίου. Επισκέπτεται τη Χίο και αργότερα μεταβαίνει στο Άγιο Όρος, όπου συλλέγει πολύτιμο υλικό από χειρόγραφα και προετοιμάζει τη Φιλοκαλία.
Στο Άγιο Όρος δεν βρίσκει γαλήνιο λιμάνι σωτηρίας, αφού ξεσπούν έντονες ταραχές και συγκρούσεις εξαιτίας της θεολογικής διένεξης, γνωστής ως έριδας των Κολλυβάδων. Το κίνημα των Κολλυβάδων είναι το πνευματικό εκείνο κίνημα, που εκδηλώθηκε στο Άγιο Όρος περί τα μέσα του 18ου αιώνα και αποσκοπούσε στην ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση. Βασικά θέματα του κινήματος ήταν η μη τέλεση μνημοσύνων την Κυριακή, που είναι η ημέρα Αναστάσεως του Κυρίου, η ανάγκη για συχνή Θεία Μετάληψη και η μελέτη πατερικών, ασκητικών και νηπτικών κειμένων τονίζοντας την αξία του ησυχασμού και την ευεργετική πνευματική επίδραση του ασκητικού ήθους.
Εξαιτίας των ταραχών εγκαταλείπει το Άγιο Όρος και μεταβαίνει στη Χίο. Το 1778 φτάνει στην Πάτμο και ιδρύει αργότερα στον λόφο της Κουμάνας ησυχαστήριο με ναϋδριο προς τιμήν των Αγίων Πάντων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ιερό νησί της Αποκάλυψης ασκητεύει, αντιγράφει κώδικες, συλλέγει υλικό για τη Φιλοκαλία, μεταφράζει νηπτικοασκητικά κείμενα και συγγράφει τον βίο του Οσίου Χριστοδούλου. Συναναστρέφεται με πνευματικούς πατέρες, όπως με τον Νήφωνα τον Χίο, τον Γρηγόριο τον Νισύριο και τον Αθανάσιο τον εξ Αρμενίας και ασκείται για μικρό χρονικό διάστημα στους Λειψούς στο ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο είχε ιδρύσει ο Νήφων ο Χίος. Στη συνέχεια ο Άγιος Μακάριος μεταβαίνει στη Σάμο και διαμένει για κάποιο χρονικό διάστημα στην περιοχή του χωριού Μύλοι, όπου μετά την οσιακή του Κοίμηση ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του, ο οποίος αποτελεί μέχρι σήμερα προσκύνημα με μεγάλη θαυματουργική παράδοση. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Άγιος προσκαλείται από τα αδέλφια του, που βρίσκονται στην Ύδρα, για να μεταβούν στα Τρίκαλα για τη διανομή της πατρικής περιουσίας. Η άκρα ασκητικότητα και η τέλεια ακτημοσύνη του τον οδηγούν στο να αρνηθεί το μερίδιο της κληρονομιάς, το οποίο παραχωρεί στα αδέλφια του, ενώ καίει όλα τα χρεώγραφα του πατέρα του και χαρίζει τα χρέη στους οφειλέτες. Στη συνέχεια ταξιδεύει στη Σμύρνη, όπου αναζητεί και βρίσκει χρηματοδότες για την έκδοση των βιβλίων του, ενώ ενισχύει πνευματικά την οικογένεια του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, ο οποίος αναλαμβάνει τα τυπογραφικά έξοδα των βιβλίων του Αγίου.
Στη συνέχεια μεταβαίνει στη Χίο, όπου εγκαθίσταται σε ασκητικό και ησυχαστικό τόπο κοντά στον ναό του Αγίου Πέτρου στους βορειανατολικούς πρόποδες του όρους Αίπος πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου. Στον ασκητικό αυτό τόπο ο Άγιος ως Μεγαλόσχημος πλέον μοναχός έχοντας μαζί του και τον υποτακτικό Ιάκωβο βρίσκει την ποθούμενη ησυχία και επιδίδεται στην αυστηρή άσκηση, τη φιλανθρωπία και την ανάγνωση νηπτικοασκητικών πατερικών κειμένων. Μέσα από την αδιάλειπτη άσκηση και προσευχή βιώνει θεοπτικές εμπειρίες και φτάνει σε τέτοιο υψηλό βαθμό αγιότητος, ώστε το κατανυκτικό ασκητήριό του γίνεται πόλος έλξης για κάθε πονεμένη ψυχή, που βρίσκει κοντά στον Άγιο την ψυχική ανάπαυση και σωτηρία.
Με τη βοήθεια των κατοίκων της Χίου και της Σμύρνης βοηθά τον Νήφωνα τον Χίο στην ανέγερση της ιστορικής Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία, όπου και μεταβαίνει για να ασκητεύσει μαζί του για κάποιο χρονικό διάστημα. Αργότερα στον περίβολο της Μονής ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του Αγίου Μακαρίου, όπου φυλάσσεται και παλαιά εικόνα του Αγίου, για να θυμίζει την αγιαστική και ασκητική του παρουσία στο νησί.
Επιστρέφοντας στη Χίο κηρύττει στους ναούς, ενισχύει οικονομικά τους φτωχούς, προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά σε όσους έχουν ανάγκη, εντείνει τους ασκητικούς του αγώνες, επικοινωνεί αδιάλειπτα με τον Θεό. Το 1782 εκδίδεται η πεντάτομη Φιλοκαλία, που αποτελεί μία ανθολογία από έργα ασκητικών και νηπτικών πατέρων. Αργότερα εκδίδονται τα έργα «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», ο «Ευεργετινός» και η «Ιερή Κατήχηση του Πλάτωνα Μόσχας», ενώ στο Άγιο Όρος μεταφράζει έργα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το έργο «Περί συνεχούς Μεταλήψεως» προκαλεί σχόλια και αντιδράσεις και η Σύνοδος του Πατριαρχείου το καταδικάζει ως επικίνδυνο και απόβλητο. Αργότερα όμως το βιβλίο δικαιώνεται και επαινείται από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄.
Στο ασκητήριό του ο Άγιος αναπτύσσει ιδιαίτερα και το αλειπτικό χάρισμα. Αναδεικνύεται ουρανόσταλτος οδηγός, ο οποίος με την πίστη και τη διδασκαλία του συμβουλεύει, εμψυχώνει και προετοιμάζει προς το μαρτύριο πολλούς νεομάρτυρες. Χάρη στην πνευματική καθοδήγησή του οδηγήθηκαν συνειδητά προς το μαρτύριο ο Πολύδωρος ο Κύπριος (3 Σεπτεμβρίου 1794), ο πολιούχος της Μυτιλήνης Θεόδωρος ο Βυζάντιος (17 Φεβρουαρίου 1795), ο Μάρκος ο Νέος από την Σμύρνη (5 Ιουνίου 1801) και ο πολιούχος της Τριπόλεως Δημήτριος ο Πελοποννήσιος (14 Απριλίου 1803). Παράλληλα ενισχύει οικονομικά τον Αδαμάντιο Κοραή, που σπουδάζει στο Μονπελλιέ της Γαλλίας και βοηθάει στην έκδοση του Νέου Μαρτυρολογίου. Συνεργάζεται με τον επιστήθιο φίλο και βιογράφο του, Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο για τη σύνταξη του Νέου Λειμωναρίου, το οποίο εκδίδεται το 1819 στη Βενετία από τον Νικηφόρο τον Χίο, που εποίησε και την Ακολουθία του Αγίου Μακαρίου.
Ι. Ν. Αγίου Μακαρίου Ελάτας, Χίος
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1804 προσβάλλεται από ημιπληγία όλο το δεξιό μέρος του σώματός του, με συνέπεια να μην μπορεί να κουνηθεί και να γράψει για οκτώ μήνες μέχρι τις 17 Απριλίου του 1805, ημέρα κατά την οποία ο Γενάρχης του Φιλοκαλισμού παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό. Ενταφιάστηκε δεξιά από τον ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ο οποίος από τότε μετονομάσθηκε από τον ευσεβή χιακό λαό σε ναό του Αγίου Μακαρίου. Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου, που φυλάσσονται σε ναούς και μοναστήρια της Χίου και της Κορινθίας, αλλά και στο Άγιο Όρος, πραγματοποιήθηκε το 1808.
Μετά την Κοίμηση του Αγίου ο εκ Θεσσαλίας μοναχός Κωνστάντιος από αγάπη και σεβασμό στον δάσκαλο και γέροντά του, Άγιο Μακάριο, τον οποίο γνώρισε στην Ύδρα, ανεγείρει τους δύο πρώτους ναούς προς τιμήν του, το 1815 στο χωριό Ελάτα της Χίου και γύρω στο 1820 στο χωριό Μύλοι της Σάμου. Το 1987 θεμελιώθηκε ο περικαλλής ιερός ενοριακός ναός του Αγίου Μακαρίου στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας στη θέση μικρότερου μονοθάλαμου ιερού ναού. Ο νέος μεγαλόπρεπος ναός εγκαινιάσθηκε στις 15 Μαΐου 2005 επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως 200 ετών από την οσιακή Κοίμηση του Αγίου (1805-2005). Ναοί επ’ονόματι του Αγίου υπάρχουν επίσης στις Ιερές Μονές Ευαγγελισμού Θεοτόκου Ικαρίας (περιοχή Λευκάδα Αγίου Κηρύκου), Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου Σερρών και Προφήτου Ηλιού Ύδρας, στα Τρίκαλα και τα Μερτικέικα Κορινθίας, στην Καρυά Λευκάδος και στο Κάθισμα της Παναγίας Κουμάνας Πάτμου, ενώ κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο Μακάριο υπάρχει στον περικαλλή ιερό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιμασιάς Χίου, το οποίο εγκαινιάσθηκε το Σάββατο της Διακαινησίμου 3 Μαΐου 2003. Ο Άγιος Μακάριος τιμάται επίσης στο επ' ονόματι των Αγίων Κολλυβάδων Πατέρων ανεγερθέν παρεκκλήσιο της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Άνδρου, καθώς και στην Ιερά Μονή Παναγίας Παντανάσσης Κερατέας Αττικής, όπου εγκαταβιώνει πλέον η γυναικεία αδελφότητα της Ιεράς Μονής Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου, συνεχίζοντας το έργο της προς δόξαν Θεού και δια πρεσβειών του προστάτου και εφόρου της Μονής, Αγίου Μακαρίου του Νοταρά.
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που με τη χάρη του Θεού τέλεσε ο Άγιος στην πορεία των 200 και πλέον ετών από την οσιακή του Κοίμηση στις 17 Απριλίου του 1805 μέχρι τις ημέρες μας, ώστε να παραμένει στη συνείδηση των ορθοδόξων ως ο ενάρετος, δημιουργικός και φιλόστοργος ποιμενάρχης, ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ο ταπεινός διάκονος Χριστού, ο ουρανόσταλτος οδηγός ψυχών, ο μελετητής και εφαρμοστής των θεωρητικών και πρακτικών νηπτικών κειμένων, ο συγγραφέας ψυχοσωτήριων βιβλίων, ο θαυματουργός άγιος.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
[1] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 – 1805), Δελτίο Ιδρύματος Κορινθιακών Μελετών, τεύχος 40, Κιάτο 2006.
[2] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, Εφημερίδα «Σαμιακόν Βήμα», Αρ. φυλ. 3628, 19-05-2008.
[3] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η ευδόκιμος παρουσία του στην Ύδρα, Το Μοναστήρι και το Εκκλησιαστικό Μουσείο Ύδρας, Εκδόσεις Μίλητος, Α΄ Έκδοση 2009.
[4] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Άγιος Μακάριος Ξυλοκάστρου –Ένας περικαλλής ναός αφιερωμένος στον θαυματουργό ιεράρχη της Κορίνθου, Εφημερίδα «Ημερήσια Κορίνθου», Αρ. φυλ. 7338,09 -04-2010.
[5] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η διέλευσή του από την Κεφαλληνία, Περιοδικό «Οδύσσεια Κεφαλλονιάς –Ιθάκης», τεύχος 2010.
[6] Ο Άγιος Μακάριος Νοταράς: Γενάρχης του Φιλοκαλισμού –Μητροπολίτης Κορίνθου (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα 2006.
[7] Παπαδοπούλου Στυλιανού Γ., Ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου, Εκδόσεις «Ακρίτας», Α΄ Έκδοση, Αθήνα 2000.
[8] Χαροκόπου Αντωνίου Ν., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731 – 1805), Έκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 2001.
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (1731-1805): Ο ευκλεής ιεράρχης της Κορίνθου και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού», Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος, Εκπαιδευτικός, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ Ι. ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΝΟΤΑΡΑ
(ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ Ι. ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ)
Βρισκόμαστε στης αρχές του 20ου αιώνος στον Πειραιά, που δεν θύμιζε σε καμία περίπτωση την σημερινή πολύβουη μεγαλούπολη, αφού η περισσότεροι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και έβλεπες τους ανθρώπους να κυκλοφορούν όχι με αυτοκίνητα αλλά με άμαξες και μόνιππα και οι αγωγιάτες με τους αγρότες με τα άλογα και τα γαϊδούρια τους φορτωμένα να δουλεύουν για τα προς το ζην. Ένας τέτοιος λοιπόν είναι και ο ήρωας της ιστορία μας αυτής ο Γεώργιος Φωτεινός καταγόμενος από την Ύδρα άνθρωπος μεροκαματιάρης που πάσκιζε από το πρωί ως το βράδυ δουλεύοντας για να θρέψει την αυτόν τη γυναίκα του την Ευδοκία και τους γονείς τους.
Τα χρόνια κυλούσαν με το συνηθισμένο τους ρυθμό και έφτασε στο έτος 1922. Η Ελλάδα είχε χάσει τον Μικρασιατικό από τα τουρκικά στρατεύματα του Μουσταφά-Κεμάλ Αττατούρκ και χιλιάδες άνθρωποι αναγκάσθηκαν να ξεριζωθούν από της πατρογονικές τους εστίες και να μεταναστέψουν στην μητέρα Ελλάδα ιδρύοντας εκεί νέους συνοικισμούς με τα ονόματα τον παλαιών τους πατρίδων. Έτσι έφτασαν και στην παλιά Κοκκινιά την γειτονία του κυρ-Γιώργη και έχτισαν εκεί της πρόχειρες παράγκες τους προσπαθώντας να ορθοποδήσουν και να αρχίσουν μια νέα ζωή με μόνη ελπίδα τους το θεό και της εικόνες των αγίων που είχαν πάρει μαζί τους στην προσφυγιά.
Όμως η πρόχειρες παράγκες τους δεν ήταν αρκετές να τους προστατεύσει από τον βαρύ χειμώνα, και τη βροχή που ανελέητα έμπαινε μέσα και απειλούσε ακόμα και να τους πνίξει. Σε μια τέτοια κατάσταση βρέθηκαν οι πρόσφυγες τέλος του 1922 αρχές του 1923. Μια ξαφνική νεροποντή μεγάλης εντάσεως τους ανάγκασε να μαζέψουν άρον - άρον τους μπόγους με τα πράγματά τους και να αποφασίσουν να μετοικίσουν ψηλότερα γατί η περιοχή είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη λίμνη με νερά και λάσπες. Οι κάτοικοι βλέποντάς τους σε αυτή την κατάσταση έτρεξαν να βυθίσουν στην μεταφορά με ότι μέσο διέθεταν ακόμα και με τα χέρια.
Μαζί τους έτρεξε και ο Γιώργης με το κάρο του (σούστα), φόρτωσε όσους μπόγους και ανθρώπους μπορούσε μέσα στην αναταραχή και ξεκίνησε να πάει στο σημείο που είχαν συμφωνήσει οι πρόσφυγες. Ξαφνικά μετά από αρκετά μέτρα το άλογο άρχισε να αφηνιάζει και να τραντάζεται προς τα πίσω με κίνδυνο να ανατρέψει το φορτίο του. Μάταια ο κυρ-Γιώργος προσπαθούσε τραβώντας,με τη βοήθεια και άλλων να κάνουν το ζώο να προχωρήσει (νόμισαν ότι είχε κολλήσει στα λασπόνερα) αυτό όχι μόνο δεν προχωρούσε αλλά συνέχιζε τα ίδια αναγκάζοντας το αφεντικό του μετά τα παρακάλια να χρησιμοποιήσει το καμτσίκι για να το συνετίσει αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα σ’ αυτή την κατάστασης ξαφνικά το άλογο άρχιζε να πατάει με το πόδι του ένα συγκεκριμένο σημείο και μετά από λίγο φάνηκε σα να αναδυόταν από τα νερά ένα τετράγωνο πράγμα. Τότε το άλογο χλιμίντρισε και αφού σήκωσε το πόδι του, άρχισε και πάλι να κινείται κανονικά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Περίεργος ο κόσμος που έτρεξε να δει τη συμβαίνει παρατήρησε ότι το τετράγωνο αυτό ξύλο δεν ήταν μια απλή σανίδα αλλά κάτι είχε ζωγραφισμένο επάνω. Ο Γεώργιος το πήρε και προσπάθησε να το καθαρίσει με ότι μέσο βρήκε.
Σιγά - σιγά άρχιζε να καθαρίζει η μορφή και να φαίνεται η εικόνα ενός μονάχου ιερέα, διάβασαν και την επιγραφή Άγιος Μακάριος ο Κορίνθου και την επιγραφή /ημερομηνία 1850 Νοεμβρίου 10. Αμέσως όλοι άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να ασπάζονται την ιερή εικόνα με πίστη απορώντας για το θαύμα της ευρέσεως και διασώσεως της από τη νεροποντή. Ρώτησε τότε ο Γιώργος τους παριστάμενους αν κάποιος είχε αυτήν την εικόνα (κατάλαβε ότι η εικόνα έπεσε από κάποιον πάνω στον πανικό) αλλά κανένας την είχε ξαναδεί, έτσι με φόβο θεού την πήρε στο σπίτι του και την έβαλε στο εικονοστάσι του έως ότου βρει τον κάτοχο της.
Έτσι για αρκετές μέρες προσπαθούσε να βρει κάποιον αλλά δεν κατέστη δυνατό και με τη σύμφωνη γνώμη όλων, κλήρου και λαού αποφάσισε να την κρατήσει. Το πράγμα μαθεύτηκε και κάθε τόσο ερχόταν κόσμος να δει την θαυματουργή εικόνα που ο εικονιζόμενος της δεν είναι άλλος από τον Άγιο Μακάριο (κατά κόσμο Μιχαήλ Νοταρά) (Τρίκαλα Κορινθίας 1731- +Βροντάδο Χίος 17 Απριλίου 1805) που δεν ήταν ένας απλός ιερομόναχος όπως εμφανίζεται στην εικόνα αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου που αφού ποίμανε την Αρχιεπισκοπή Κορίνθου για πολλά χρόνια, εκδιώχθηκε από την θέση του για δήθεν συμμετοχή του στην επανάσταση του Ρώσου ναυάρχου Αλεξίου Ορλόφ και αναχώρησε για την Ύδρα, την Χίο, την Πάτμο, και μετά για το Άγιο Όρος που ανεδείχθη μαζί με τον μοναχό Νικόδημο τον αγιορείτη σε ηγέτη των Κολλυβάδων…
… Τα χρόνια περνούσαν ώσπου έφτασε το 1940 και η κήρυξης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου , δυστυχία , κακουχίες και στερήσεις και αρρώστιες , το 1941 έπεσε τόσο μεγάλη πείνα ώστε η άνθρωποι πουλούσαν τα υπάρχοντα τους για λίγες φέτες ψωμί. Ο Γιώργος και η γυναίκα του αντιμετώπιζαν και αυτή το ίδιο πρόβλημα. Πούλησαν σχεδόν τα πάντα για να επιζήσουν αλλά όχι της εικόνες τους, τελικά δεν άντεξαν της ταλαιπωρίες και πέθαναν το 1942.
Τα λιγοστά υπάρχοντα που τους είχαν απομείνει τα μοιράστηκαν οι συγγενείς τους, την εικόνα του αγίου Μακάριου την πήρε η αδερφή του Γεώργιου. Μετά από χρόνια πέρασε στα χέρια της κόρης της, κυρίας Δέσποινας Δελλή η οποία μετά από ένα ταξίδι της στην Πάτμο γύρο στο 1988-90 επισκέφτηκε το Μοναστήρι και εκεί γνώρισε τον παλιό Καθηγούμενο της Ι.Μ. και Έξαρχο της Πάτμου (1961-1963) και σχολάρχη της Πατμιάδος Σχολής π. Παύλο Νικηταρά (+1999), (θειο του σημερινού θεοφιλέστάτου Καθηγουμένου και Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου κ. Αντίπα Νικηταρά), και σε επόμενο ταξίδι της του παρέδωσε την εικόνα όπου έκτοτε φυλάσσεται στην Μονή, όπου τιμάται ιδιαιτέρως.
Το έτος 2005 επί τη συμπληρώσει 200 χρόνων από τον θάνατο του άγιου η πατριαρχική εξαρχία Πάτμου με σχετική εισήγηση του έξαρχου της κ.κ. Αντίπα και την ευλογία του Παναγιότατου Οικουμενικού Πατριάρχου στην δικαιοδοσία του οπίου ανήκει η μόνη ,η εξαρχία, και τα γύρω νησιά (τα συν- αποτελούμενα την Εξαρχία), (Λειψοί, Λέβιθα, Αρκοί κ.α.),αποφάσισε ν’ αφιερώσει το ημερολόγιο του στον άγιο Μακάριο Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου.
Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω εκ βάθους καρδίας τον καθηγητή και τέως σχολικό επιθεωρητή Δρ. Αντώνιο Χαροκόπο, για τη συνεργασία μας , την αγάπη και την εκτίμηση του προς εμένα , την κ. Δέσποινα Δελλη την κάτοχο της ιεράς εικόνας, χωρίς την βοήθεια της το περιστατικό αυτό θα παρέμενε άγνωστο, καθώς και τον Εκκλησιάρχη της Μονής μας, Ιερομόναχο π. Κύριλλο για της πολύτιμες πληροφορίες του, τον υπεύθυνο της βιβλιοθήκης της μονής κ. Ιωάννη Ματθ. Μελιανό, συνάδελφο και φίλο, τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού θρόνου π. Νικηφόρο εφημέριο του ενοριακού Ι. Ναού του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου στην πατρίδα μου τους Λειψούς, που από παιδί ακόμα με νουθετούσε και με οδηγούσε προς την αυλή του Κυρίου, τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη π. Αμβρόσιο Ψωμιά, Ηγούμενου-Δικαίου της Ι. Μονής (Σκήτης) των Αγίων Πατέρων στη Χίο, τον ευχαριστώ για την αγάπη του στην ταπεινότητα μου και την βοήθεια του και της πληροφορίες του προς με , στο πρόσφατο ταξίδι μου στην αγία και πολύπαθη αυτή νήσο, και τους μοναχούς της Ιεράς αυτής μονής, τον Αιδ. Πρωτ. Γ. Κωνσταντίνου για την αγάπη και την φιλοξενία του, καθώς και τον πνευματικό μου πατέρα κ.κ Αντιπα θεοφ. Καθηγουμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του θεολόγου, Πατριαρχικό Έξαρχο της νήσου Πάτμου, και μόνιμο αντιπρόσωπο της Α.θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη για το ενδιαφέρον και την αγάπη που δείχνει για την ελάχιστοτητά μου όλα αυτά τα χρόνια από της χειροθεσίας μου έως σήμερα.
Ελάχιστος δούλος παρά Κυρίου
Ήσυχος Κυριάκος
Υποδιάκονος της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου
Βοηθός της Κ.Δ. στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] ΙΩΣΗΦ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΥ «ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΟΥ ΝΟΤΑΡΑ», ΕΚΔ. ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ Κ.Μ. ΠΡΟΚΙΔΟΥ, ΕΝ ΧΙΩ 1863.
[2] ΔΡ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ν. ΧΑΡΟΚΟΠΟΥ «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ» ,ΑΘΗΝΑ 2001 ΕΚΔ. ΑΣΤΗΡ –ΑΛ.& Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
[3] ΘΕΟΦ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΕΞΑΡΧΟΥ ΠΑΤΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΑΝΤΙΠΑ -(ΠΑΥΛΟΥ) ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΔΡ.Θ. «ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΞΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΤΜΟΥ», ΕΚΔ. ΕΠΕΚΤΑΣΗ ,2005.
[4] ΑΡΧΙΜ. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΨΩΜΙΑ –ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ-ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ Ι. ΣΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΧΙΟΥ.
[5] «ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΙ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ ΧΙΩ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ,ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ –ΧΙΟΣ 2003.
[6] ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥ – ΑΡΧΙΜ. ΝΗΦΩΝΟΣ ΑΣΤΥΦΙΔΗ «ΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΩΝ ΕΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΕΙ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ ΧΙΩ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ – ΑΝΘΟΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ , ΑΘΗΝΑΙ 1973.
[7] ΘΕΟΦ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΕΞΑΡΧΟΥ ΠΑΤΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΑΝΤΙΠΑ «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΝ ΠΑΤΜΩ ΔΙΑΛΑΜΞΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» , ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ, ΑΘΗΝΑ-ΠΑΤΜΟΣ 2006.
[8] ΑΡΧΙΜ. ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ «ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΤΗ ΛΕΙΨΩ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ», ΕΚΔ. Ι. ΗΣΥΧ. ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΛΕΙΨΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1999.
[9] ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΦΛΩΡΕΝΤΗ ««ΒΡΑΒΕΙΟΝ» ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΠΑΤΜΟΥ»» ΕΚΔ. ΙΔΡΥΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ , ΑΘΗΝΑ 1980.
[10] ΑΡΧΙΜ. ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ «Η ΛΕΙΨΩ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ» ,ΕΚΔ. Ι. ΗΣΥΧ. ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΛΕΙΨΩΝ Β΄ ΕΚΔΟΣΗ., ΑΘΗΝΑ 1994, Γ΄ ΕΚΔ. 2003.
(Πηγή: «ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ Ι. ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΝΟΤΑΡΑ ΑΡΧΙΕΠ. ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΠΟΥ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ Ι. ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.», Ήσυχου Κυριάκου, Υποδιακόνου, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ προνοίᾳ τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοῦ καὶ διδαχαῖς, τιμῶμέν σε ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς· θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστᾶ σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ γεραίρουσα, πόλις ἡ Χίος ἐνθέως, τὸν Κορίνθου πρόεδρον, Μακάριον θείοις ὕμνοις· οὗτος γὰρ, ἐν ὁσιότητι βιοτεύσας, γέγονε, Νεομαρτύρων θεῖοις ἀλείπτης· μεθ’ ὧν πάντοτε πρεσβεύει, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν λαμπρότητα βεβειῶν· χαίροις ὁ τῆς Χίου, λαμπτὴρ καὶ ἀντιλήποτωρ, Μακάριε θεόφρον, Κορίνθου πρόεδρε.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Μέγας Συναξαριστής
Εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἀπόψε θὰ μιλήσουμε σύντομα. Θὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ φράσι ἑνὸς τροπαρίου τῆς Μεγάλης Τετάρτης ποὺ λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια» (3ο τροπ. αἴν. Μ. Τετ.). Θὰ δοῦμε πρῶτα τὴ ῥαθυμία καὶ κατόπιν τὴ μετάνοια. Παρακαλῶ προσέξτε.
«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» (Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.)
Ο αρχιμανδρίτης πατήρ Σεραφείμ Ζαφείρης, αναλύει θέματα που άπτονται της πίστης και της κοινωνίας κάθε Κυριακή 18:00 στην αίθουσα συγκεντρώσεων της Χριστιανικής Εστίας Λαμίας, στην πλατεία Διάκου.
Χθες, αγαπητοί μου, μιλήσαμε για το θαύμα της ξηρανθείσης συκής, πού είναι σύμβολο του ανθρώπου ή του λαού πού δεν έχει να παρουσίαση καρπούς. Συνεχίζουμε τώρα.
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες Mνήμες)
Σχόλιο Τ.Ι.: Ακολουθεί κείμενο σχετικό με το Ιστορικό, Πολιτισμικό, και Θεολογικό υπόβαθρο της εποχής κατά την οποία εμφανίστικε το Κολλυναδικό Κίνημα τον 18ο αιώνα. Πρόκειται για την εργασία του Νικολάου Ντανυλέβιτς, Ρώσου Φοιτητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, «νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ» (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν «Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας», τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ «Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις» (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν «νέων φιλοσόφων» (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος:
«Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές (5).»
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει». Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν «δογματικὸν ἀγῶνα». Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ «Κολλυβάδες». Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου «Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως» (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν:
«... νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον» (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783).
Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ «ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία». Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως. Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ
«οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς «καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς «Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους», ἀκόμη δὲ καὶ «Φραγμασόνους» (8).»
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: «Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων»(10). Ἦταν «φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος , κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης «Φιλοκαλίας». Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς «Φιλοκαλίας» καὶ τοῦ «Εὐεργετινοῦ» καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν «Ὁμολογία πίστεως» (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν «Φιλοκαλία» σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε «πολυγραφότατος» ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία.
«Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα (13).»
Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα «Τούλιος» καὶ ὑπογράφεται ὡς «Πάριος». Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε «ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη»(14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ «Πηδαλίου» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο «ψευδάδελφο». Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν «ἐνσαρκώσεων» καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
«Ναί, ὑπάρχει», ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ «κανόνας τῆς λατρείας» τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι:
«... ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (16).»
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι «ἀνοίκειον», δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ «ἁμαρτιῶδες» γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: «Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου» (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν «Ὁμολογία πίστεώς» του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων:
α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ
β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται «μετὰ κολλύβων», καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ «θρῆνος εἰσάγεται». Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: «Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς».
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι:
«... ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι (18).»
Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται,
«... καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους (19)».
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν «οὐράνιο Ἄρτο».
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν:
«... τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς (20)».
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας». Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ
«... ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων (21).»
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε «Φιλοκαλία». Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν «θησαυρὸ», νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν».
«Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο (22).»
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν» στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία» ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε
«... ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ (24).»
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ «Φιλοκαλικὸ κίνημα» ἀντὶ γιὰ «κολλυβαδικὸ», λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ «... νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος (25)». Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος «κολλυβαδικό» κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν «φιλοκαλικὴ» ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο.
«Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον" (27).»
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ «νέο μοναστῆρι», ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του «νέος κοινοβιάρχης», γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, «τοῦ Λογιωτάτου», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης:
«Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος (29).»
Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς «ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων (30)».
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον «μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Τὸ Χατζόπουλο», μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά:
«Οὗτοι... ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί; (31).»
Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: «Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!», ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους» Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη...
Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, «ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα (33)».
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός:
«Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο...
Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας (34).»
Ἰούνιος 2001.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988.
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν).
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν).
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον).
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Πηγή: Αγιορείτικες Mνήμες, Η Άλλη Όψις, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες μνήμες http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2013/07/3386-18.html )
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, "νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ" (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν "Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας", τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ "Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις" (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν "νέων φιλοσόφων" (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. " Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές" (5).
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: "Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει). Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν "δογματικὸν ἀγῶνα". Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ "Κολλυβάδες". Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου "Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως" (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν "νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον" (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783). Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ "ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία". Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως.
Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ «οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς "καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας". Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς "Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους", ἀκόμη δὲ καὶ "Φραγμασόνους"» (8).
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: "Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων" (10). Ἦταν "φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος", κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης "Φιλοκαλίας". Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς "Φιλοκαλίας" καὶ τοῦ "Εὐεργετινοῦ" καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν "Ὁμολογία πίστεως" (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν "Φιλοκαλία" σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε "πολυγραφότατος" ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία. "Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα" (13). Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα "Τούλιος" καὶ ὑπογράφεται ὡς "Πάριος". Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε "ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη" (14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ "Πηδαλίου" τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο "ψευδάδελφο". Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ.
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν "ἐνσαρκώσεων" καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
"Ναί, ὑπάρχει", ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ "κανόνας τῆς λατρείας" τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν "κανόνα τῆς πίστεως". Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι "ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας" (16).
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι "ἀνοίκειον", δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ "ἁμαρτιῶδες" γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: "Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου" (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν "Ὁμολογία πίστεώς" του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων: α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται "μετὰ κολλύβων", καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ "θρῆνος εἰσάγεται". Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: "Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς".
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι "ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι" (18). Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται, "καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους" (19).
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν "οὐράνιο Ἄρτο".
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν "τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα", καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ "ποτήριο τῆς ζωῆς" (20).
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς "Φιλοκαλίας". Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ "ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων" (21). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε "Φιλοκαλία". Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν "θησαυρὸ", νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν".
"Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο" (22).
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν "Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν" στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία" ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε "ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ" (24).
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ "Φιλοκαλικὸ κίνημα" ἀντὶ γιὰ "κολλυβαδικὸ", λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ "νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος" (25). Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος "κολλυβαδικό" κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν "φιλοκαλικὴ" ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο. «Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον"» (27). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ "νέο μοναστῆρι", ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του "νέος κοινοβιάρχης", γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, "τοῦ Λογιωτάτου", ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης: "Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος" (29). Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς "ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων" (30).
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον "μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος". Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του "Τὸ Χατζόπουλο", μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά: "Οὗτοι...ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί;" (31). Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: "Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!", ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ "σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους" Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη... Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, "ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα" (33).
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός: " Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο... Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας" (34).
Ἰούνιος 2001.
* * * * * *
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις http://www.alopsis.gr/alopsis/kolybade.htm )
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Πηγή: , , Ορθόδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/4361/saint.aspx
Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ Ἐκκλησία μας, φιλόστοργη μάνα, κάνει μία «οἰκονομία»· ὥρισετὰ «γράμματα» τοῦ ὄρθρου τῆς αὐριανῆς ἡμέρας νὰ διαβάζωνται σήμερα.
Το Σάββατο του Λαζάρου κατέχει ξεχωριστή θέση στο λειτουργικό ημερολόγιο. Δεν ανήκει στις σαράντα ημέρες της μετάνοιας της Μ. Τεσσαρακοστής, ούτε και στις οδυνηρές ημέρες της Μ. Εβδομάδας, αυτές που αρχίζουν από τη Μ. Δευτέρα και τελειώνουν τη Μ. Παρασκευή. Μαζί με την Κυριακή των Βαΐων συνθέτουν ένα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο των γεμάτων πόνο ημερών που ακολουθούν. Δύο σημαντικά περιστατικά συνδέονται με τη Βηθανία: Εκεί ανέστησε τον Λάζαρο και από εκεί ξεκίνησε ο Ιησούς την πορεία και άνοδο Του προς τα Ιεροσόλυμα.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα γεγονός που, όπως θα δούμε, έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδώς με την Ανάσταση του Κυρίου μας και παίζει, ως προς αυτή, το ρόλο μιας έμπρακτης προφητείας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότιο Λάζαρος μας παρουσιάζεται στο κατώφλι της Μ. Εβδομάδας αναστημένος, ως προάγγελος της νίκης του Χριστού επί του θανάτου, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, παραμονές των Θεοφανείων, προανήγγειλε τον Επιφανέντα Χριστό. Πέρα όμως από τον πρωταρχικό αυτό χαρακτήρα της, η ανάσταση του Λαζάρου έχει και κάποιες δευτερεύουσες πτυχές τις οποίες είναι χρήσιμο να εξετάσουμε:
Η ανάσταση του Λαζάρου αναγγέλλει την ανάσταση των νεκρών η οποία έρχεται ως συνέπεια της Αναστάσεως του Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεώτα τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος και δι’ ενός προσφιλούς την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν». Το Σάββατο του Λαζάρου είναι, κατά κάποιο τρόπο, η εορτή όλων των νεκρών. Μας δίνει την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την πίστη μας στην Ανάσταση. Ο Κύριός μας, τονώνοντας το ηθικό της Μάρθας, μας δίνει σχετικά με τους κεκοιμημένους μας μια πολύτιμη διδασκαλία. Είπε στη Μάρθα: «Αναστήσεται ο αδελφός σου». Η Μάρθα απάντησε: «Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί κατά τη γενική ανάσταση της εσχάτης ημέρας». Και ο Ιησούς ανταπάντησε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Η πίστη της Μάρθας ήταν ανεπαρκής σε δύο σημεία. Προέβαλε στο μέλλον, και μόνο στο μέλλον, την ανάσταση του αδελφού της και, δεύτερον, δεν αντιλαμβανόταν αυτή την ανάσταση παρά μόνο σε σχέση με ένα γενικό νόμο. Ο Ιησούς όμως της δείχνει ότι η ανάσταση είναι ένα γεγονός ήδη παρόν, επειδή Αυτός δεν προξενεί απλώς, αλλά είναι η ανάσταση και η ζωή. Οι κεκοιμημένοι μας ζουν διά και εν Χριστώ. Η ζωή τους συνδέεται με την προσωπική παρουσία του Χριστού και εκδηλώνεται εν αυτή. Εάν θελήσουμε να ενωθούμε πνευματικά με ένα κεκοιμημένο αδελφό μας που αγαπούσαμε πολύ, δεν θα προσπαθήσουμε να τον ζωντανέψουμε στη φαντασία μας, αλλά θα έρθουμε σε επικοινωνία με τον Ιησού και εν Αυτώ θα τον βρούμε.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια θαυμάσια επεξήγηση του χριστολογικού δόγματος. Μας δείχνει πώς, στο πρόσωπο του Ιησού, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώνονται χωρίς να συγχέονται: «Ανάστασις και ζωή των ανθρώπων υπάρχων, Χριστέ, εν τω μνήματι Λαζάρου επέστης, πιστούμενος ημίν τας δύο ουσίας σου». Αφενός, στον Ιησού ο άνθρωπος μπορεί να λυγίσει μπροστά στη συγκίνηση και να θλιβεί για την απώλεια ενός φίλου: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον δε οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν». Αφετέρου, ο Θεός, εν Χριστώ, μπορεί να διατάξει τον θάνατο ως έχων εξουσία: «Φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω. Και εξήλθεν ο τεθνηκώς…».
Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου παρακινεί τον αμαρτωλό να ελπίζει ότι, ακόμη και αν είναι πνευματικά νεκρός, μπορεί να ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσιν, ως συμπαθής εξανάστησον, δέομαι». Είναι κάποιες φορές που μια τέτοια πνευματική ανάσταση φαίνεται εξίσου αδύνατη όπως και η ανάσταση του Λαζάρου: «Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστί». Όλα όμως είναι δυνατά για τον Ιησού, από το να μεταστρέψει τον πιο σκληρόκαρδο αμαρτωλό μέχρι να αναστήσει ένα νεκρό: «Λέγει ο Ιησούς, άρατε τον λίθον…».
Να λοιπόν τι θα μάθουμε, αν πάμε το Σάββατο αυτό στη Βηθανία, στον τάφο του Λαζάρου. Εμείς όμως δεν θέλουμε να συναντήσουμε τον Λάζαρο. Θέλουμε να συναντήσουμε στη Βηθανία τον Ιησού και να ξεκινήσουμε μαζί Του τη φετινή Μ. Εβδομάδα. Μας προσκαλεί ο ίδιος και μας περιμένει. Η Μάρθα ήρθε κρυφά να πει στην αδελφή της: «Ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σοι». Και η Μαρία «ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς Αυτόν». Ο Κύριος με καλεί. Θέλει κατά τις ημέρες του Πάθους Του να μην τον εγκαταλείψω. Θέλει, αυτές ακριβώς τις μέρες να αποκαλυφθεί σε μένα – που μπορεί ήδη να «όζω» – με ένα τρόπο καινούριο και υπέροχο. Κύριε, έρχομαι.
Πηγή: Αγιος Παντελεήμων Δραπετσώνας
O Άγιος Γαβριήλ, ήταν υιός γεωργικής οικογένειας, με βαθιά θρησκευτική πίστη. Γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1684, από τους Αναστασία και Πέτρο Γκοβντέλοβ, στο χωρίο Ζβιέρκι, κοντά στη μικρή πόλη Ζαμπ(λ)ούντοφ, στη σημερινή Πολωνία. Κατά το βάπτισμά του, στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του μοναστηριού της πόλης, στο Ζαμπ(λ)ούντοφ, έλαβε το όνομα Γαβριήλ, προς τιμήν του Αρχάγγελου Γαβριήλ.
Ο π. Γεώργιος Σκρέκας διετέλεσε Ιερεύς και Εφημέριος στον Ιερό Ναό της Αναλήψεως του Κυρίου, στην Μεγάρχη Τρικάλων, στην Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών.
Η συνέχεια στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://holy-martyrs.com/index.php?title=Γεώργιος_Σκρέκας
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...