
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μου το βεβαιώνει η συνείδησή μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.
Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.
Δεύτερον, ο νους μού λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.
Τρίτον, η βούληση μού λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασιστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.
Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες, που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάστασή Του Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού· μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φώς του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας, και ότι άκουσε τη φωνή Του, και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν την μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Και αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, ως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.
Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή, και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδησή τους, δονεί την ψυχή τους, και ευφραίνει την καρδιά τους.
Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και τους αντιπάλους του Χριστού. Μονο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων, και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων, και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.
Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές, που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στη ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού.
Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.
Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ.
Αληθώς Ανέστη ο Χριστός.
Πηγή: (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", Εκδ. Εν πλω, 2008 σ. 70-72), Η άλλη όψη
1.-. Ἐκεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους.
Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή, http://www.alopsis.gr/alopsis/kathodos.htm
Τὸ Πάσχα τοῦ 1549 μ.Χ. οἱ Ἀρμένιοι κατώρθωσαν νὰ δωροδοκήσουν τὸν Τοῦρκον Διοικητήν, καὶ νὰ ἐκδώσῃ ἀπαγορευτικὴν διαταγὴν πρὸς τὸν Ἕλληνα–Ὀρθόδοξον Πατριάρχην Σωφρόνιον Δ΄, ὥστε νὰ μὴν ἔχει πρόσβασιν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ διὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἁγίου Φωτός. Οἱ φρουροὶ ἔκλεισαν τὴν Ἁγίαν Πόρτα καὶ ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄ μὲ τὸ ἱερατεῖον καὶ τοὺς πιστούς του παρέμειναν ἔξω προσευχόμενοι, ἀναμένοντες τὴν ἔκβασιν τῶν γεγονότων. Πράγματι ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου μας ἦταν ἄμεσος. Παρὰ τὰς ἀπέλπιδας προσπαθείας τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχου, τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν ἔλαμψε εἰς τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον ἢ εἰς ἄλλον σημεῖον ἐντὸς τοῦ Ναοῦ. Τὸ Ἅγιον Φῶς ἐξῆλθε διαπερνὸν τὴν Κολόναν, ἡ ὁποία μέχρι σήμερον φαίνεται σχισμένη καὶ μαυρισμένη, καὶ πρὸς μεγάλην κατάπληξιν ἤναψαν τὰ κεριά, τὰ ὁποῖα ἐκρατοῦσε εἰς τὰς χεῖρας του ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης. Εἰς τὴν συνέχειαν ὁ Πατριάρχης ἔδωσε τὸ Ἅγιον Φῶς εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν αὐλήν, ἐνῶ ὁ Ἀρμένιος ἔφυγε ντροπιασμένος. Τὸ ἀξιοθαύμαστον γεγονὸς ἐμαρτύρησε ὁ Ἐμίρης Τοῦνομ, ὁ ὁποῖος ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦτο φρουρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόρτα. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψῃ καὶ νὰ γίνῃ Χριστιανός. Οἱ Τοῦρκοι τὸν σκότωσαν διὰ νὰ μὴν μαθευθῇ τὸ γεγονός. Συμφώνως πρὸς ἄλλην ἐκδοχήν, ὅταν ἀντελήφθη τὸ θαῦμα ἀνεφώνησε πρὸς τοὺς συγκεντρωμένους: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις». Οἱ Τοῦρκοι διὰ τὴν ἀλλαξοπιστίαν του τὸν ἔκαψαν ζωντανόν. Τὰ ὀστᾶ του σήμερον φυλάσσονται εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς. Ὅταν ὁ Σουλτάνος ἐπληροφορήθη τὸ θαῦμα, ἐξέδωσε φιρμάνιον καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἀποκλειστικὸν δικαίωμα διὰ τὴν λῆψιν τοῦ Ἁγίου Φωτὸς εἰς τὸν Ἑλληνορθόδοξον Πατριάρχην.
ΠΗΓΗ: http://www.jerusalem-patriarchate.info/gr/sxismeni_kolona.htm
Αποσπάσματα από την ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Νεαπόλεως και Σαμαρείας κ. Αμβροσίου, που εκφωνήθηκε στο Συνοδικό της Ιεράς ημών Μονής του Οσίου Γρηγορίου την 24ην Οκτωβρίου 1986.
******
α) Περί του Αγίου Φωτός
Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, αφού τελείωση η ακολουθία του Επιταφίου, το Ιερατείο φέρει τον Επιτάφιο μέσα στο Ιερό Βήμα και περιφέρεται γύρω από την αγία Τράπεζα τρεις φορές ψάλλοντας το: «Ο Ευσχήμων Ιωσήφ...». Στην πομπή είναι παρατεταγμένοι εξ αρχιερείς αριστερά, εξ δεξιά και στο μέσον ο Πατριάρχης, ενώ τέσσαρες αρχιερείς κρατούν στις πλάτες των το Αντιμήνσιο, το οποίον είναι γεωργιανό και πολύ ωραίο. Όταν πρόκειται να το εναποθέσουν στην Αγία Τράπεζα, λέγουν το Ευαγγέλιο, στο οποίο ερωτούν τι θα γίνη με εκείνον τον πλάνο, ο οποίος είπε ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθή, μήπως έλθουν οι μαθηταί Του και τον κλέψουν και γίνη η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Στο σημείο αυτό που λέγει: «Έχετε κουστωδίαν ασφαλίσατε τον τάφο, ως οίδατε», έχουν σβηστή όλα τα καντήλια μέσα στον Πανάγιο Τάφο, ενώ τρεις αστυνομικοί εβραίοι και δύο κληρικοί, ένας αρμένιος και ένας ημέτερος σφραγίζουν τον Τάφο με βουλοκέρι.
Την Παρασκευή το πρωί ανοίγουμε εμείς τη θύρα του ναού της Αναστάσεως και το Σάββατο την ανοίγουν οι Αρμένιοι με την σειρά. Ο κόσμος έχει κατακλύσει τον Ναό από την Παρασκευή το βράδυ, όπου και διανυκτερεύουν. Το πρωί άλλοι άνθρωποι από τις 3.30 περιμένουν έξω από την θύρα του ναού. Μόλις ανοίξη, μπαίνουν μέσα και καταλαμβάνουν όλους τους χώρους. Το μεσημέρι στις 12 η ώρα ο Πατριάρχης αναμένει εις την αίθουσα του Πατριαρχείου με άλλους επισήμους, αρχιερείς από άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, προξένους διαφόρων κρατών και άλλους επισήμους.
Στις 12 το μεσημέρι κτυπά η μεγάλη καμπάνα, της οποίας ο απόηχος ακούγεται μέχρι την Βηθανία. Τότε σηκώνεται ο Πατριάρχης με εγκόλπιο και επανωκαλλύμμαυχο, μπαίνει στο Ιερό του Ναού της Αναστάσεως, όπου από το 1770, επί πατριάρχου Πολυκάρπου, εδόθη ευλογία να μπαίνουν μέσα και οι γυναίκες, αλλά μόνο για εκείνη την ημέρα. Τούτο γίνεται διότι τότε, αλλά και τώρα, ήταν δύσκολο να έρχωνται οι προσκυνηταί στους Αγίους Τόπους πολλές φορές, οπότε, όταν ήρχοντο μίαν φοράν, θα έπρεπε παντοιοτρόπως να ιδούν το Άγιο Φως. Επί πλέον η Αγία Τράπεζα έχει απογυμνωθή απ’ όλα τα ιερά αντικείμενα, τα οποία απαγορεύεται να τα εγγίζουν οι λαϊκοί. Μαζί με τον Πατριάρχη μπαίνουν στο Ιερό και δύο υπάλληλοι του υπουργείου Θρησκευμάτων, ο στρατιωτικός διοικητής των Ιεροσολύμων και της Βηθλεέμ και ο Πολιτικός διοικητής. Αμέσως μετά έρχονται οι Εβραίοι, οι Κόπται και οι Συριανοί, δηλαδή οι παλαιοί Χαλδαίοι, και φιλούν το χέρι του Πατριάρχου, για να πάρουν κατόπιν το Άγιο Φως. Μόλις φύγουν αυτοί, δίνει την ευλογία στους ιερείς να ντυθούν και τελευταίος φεύγει ο ίδιος για να ντυθή στο Σκευοφυλάκιο.
Έχουν παραταχθή τώρα οι ψάλται, έλληνες και άραβες, ακολουθούν οι κληρικοί με τα ράσα τους, μετά οι ντυμένοι κληρικοί και τελευταίος ο Πατριάρχης με τους διάκους του. Καθένας απ’ αυτούς κρατεί από ένα δίσκο, στους οποίους υπάρχουν από μία δέσμη με 33 κεριά δεμένα εξωτερικά με άσπρες κορδέλλες. Ο ένας διάκονος λέγει: «Ευλόγησον, Δέσποτα, την Αγίαν Είσοδον». Εκατέρωθεν της πομπής προπορεύονται και καμμιά σαρανταριά λάβαρα, ενώ στο τέλος, πίσω από τον Πατριάρχη, ακολουθεί το τελευταίο λάβαρο που εικονίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ο Πατριάρχης λέγει: «Ευλογημένη η είσοδος...» και όλοι αρχίζουν το «Η Ανάστασίς Σου, Χριστέ Σωτήρ...» και το «φως ιλαρόν...» αργά. Και τα δύο αυτά ψάλλονται τρεις φορές ελληνικά και τρεις αραβικά. Έτσι περιφέρονται πέριξ του Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου. Τα καντήλια είναι όλα σβηστά· και των Λατίνων, και των Αρμενίων, και τα ιδικά μας. Στην τρίτη περιφορά μπαίνουν όλοι μέσα στο Ιερό και ο Πατριάρχης στέκεται μπροστά στην πύλη του Παναγίου Τάφου. Εκεί του βγάζουν την μίτρα, τα εγκόλπια, τον σάκκο, το ωμοφόριο, το επιγονάτιο και μένει με το στιχάριο, την ζώνη, τα επιμανίκια και το επιτραχήλιο. Δίπλα είναι και ο αρμένιος αρχιμανδρίτης κατά τον ίδιο τρόπο. Ανοίγει λοιπόν η πύλη, αφού πρώτα βγάλουν τα βουλοκέρια και τα μοιράζουν στους πιστούς χάριν ευλογίας. Τότε παίρνει τους δύο πυρσούς στα χέρια, τις δύο δέσμες κεριών κάτω από την μασχάλη του, κάνει στον λαό υπόκλισι και εισέρχεται πρώτος μέσα στο Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, εμπρός δε μένει ο αρμένιος και κλείνει η πόρτα.
Τώρα τελειώσαμε την διαδικασία περί του Αγίου Φωτός.
Εφέτος το Πάσχα ήταν μαζί μας ο μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος. Με ερώτησε:
— Βγαίνει το Άγιο Φως, Σεβασμιώτατε;
— Δεν θα σου δώσω την άπάντησι εγώ, Δέσποτα μου. Θα την πάρης ο ίδιος, κατά την διάρκεια της τελετής.
Τον τοποθετήσαμε στα μπροστινά στασίδια του Παναγίου Τάφου, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται για προξένους άλλων χωρών. Εκεί πρώτος στεκόμουν εγώ, δίπλα μου ο Άγιος Γρεβενών. Του λέγω:
— Παρατήρησε, Δέσποτά μου, υπάρχει κανένα καντήλι αναμμένο;
Ήταν εκεί περί τα 50 καντήλια των ορθοδόξων, λατίνων και αρμενίων. Πράγματι δεν υπήρχε κανένα αναμμένο.
Μπήκε λοιπόν, ο Πατριάρχης μέσα και άρχισε να διαβάζη την ευχή του Αγίου Φωτός. Ο αρμένιος στέκεται στον αποκυλισθέντα λίθο, ο Πατριάρχης, όπως είπαμε, γονατιστός μέσα και παντού υπάρχει σκοτάδι.
Εφέτος (1986) για πρώτη φορά -παραδόξως- διέταξαν οι αστυνομικοί εβραίοι τους φωτορεπόρτερς να σταματήσουν τα φλας και τις κάμερες για να φαίνεται καλλίτερα η παρουσία του Θείου Φωτός.
Ενώ ο Πατριάρχης ήταν ακόμη μέσα στον Πανάγιο Τάφο, σε μια στιγμή με σκουντάει ο Άγιος Γρεβενών και μού λέγει:
— Για κοίταξε απέναντι, στα καντήλια των λατίνων, είναι κανένα αναμμένο; Και πες μου.
Κυττάζοντας προς ανατολάς, είδα ένα καντήλι αναμμένο. Όπως βλέπουμε από δεξιά το δεύτερο.
— Αν έβλεπες, Δέσποτα μου, πώς ήλθε το Άγιο Φως σ' αυτό το καντήλι! Έτσι σιγά-σιγά, όπως ακριβώς την νύκτα φέγγουν τ' άστρα. Έτσι ήλθε κατ' ευθείαν μετά προσοχής και έπεσε επάνω στο φυτίλι και άναψε.
— Χαίρω πάρα πολύ, Δέσποτα μου, του λέγω, διότι ο Κύριος σου έδωσε την απάντησι που ζητούσες από εμένα, και μπορεί να νόμιζες ότι θα ήταν ευσεβοφάνειες. Τώρα κύττα και στον Πανάγιο Τάφο και πες μου, ποια καντήλια βλέπεις αναμμένα;
Κυττάζει προς τα εκεί, όπου είναι έξι και έξι και στο μέσον ένα μεγάλο. Από τα ευρισκόμενα στα αριστερά ήταν αναμμένο όχι το πρώτο, αλλά το δεύτερο και το τρίτο. Του λέγω:
— Τι είναι αυτό; Και μου άπαντα:
— Θα διακηρύξω σ' ολόκληρο τον κόσμο και πάντοτε σ' όλη την ζωή μου ότι είδα εγώ με τα μάτια μου το Άγιο Φως ν' ανάβη τα καντήλια.
Συζητούντες ακούσαμε φωνές και σφυρίγματα από τους άλ\λους. Τι συνέβαινε; Είχε βγει το Άγιο Φως. Ο Πανάγιος Τάφος έχει δύο οπές, την μία δεξιά και την άλλη αριστερά από την οποία δίνει τον πυρσό με το Θείο Φως στους Αρμενίους, ενώ από την πρώτη στους Ορθοδόξους. Μόλις έδωσε ο Πατριάρχης τον πυρσό στον αρμένιο αρχιμανδρίτη, για να δώση αυτός προς τον πατριάρχη του το Άγιο Φως, τι γίνεται; Φεύγει το Φως από κάτω με ταχύτητα και τρέχει επάνω στο μπαλκόνι, όπου στεκόταν ο αρμένιος πατριάρχης, και του ανάβει τα κεριά.
Ο Πατριάρχης κλώτσησε με τα πόδια του την πόρτα, διότι δεν μπορούσε με τα χέρια, επειδή κρατούσε τις αναμμένες δέσμες των κεριών, και στάθηκε να πάρουμε το Θείο Φως. Αυτό, όπως βγαίνει, έχει γαλάζιο χρώμα, όπως το οινόπνευμα, και κατόπιν σιγά-σιγά παίρνει το κανονικό του χρώμα. Αλλά στην αρχή, όταν ακόμη είναι γαλάζιο, δεν καίει καθόλου.
Εφέτος ήλθαν τρεις αμερικανίδες κυρίες και τους είπα να πάνε μέσα στο Ιερό για να το ιδούν καλλίτερα. Μου λέγουν:
— Μα, Σεβασμιώτατε, μέσα στο Ιερό δεν θα ιδούμε τίποτε. Τους λέγω:
— Εγώ δεν έχω κάρτες εισόδου να σας δώσω, αλλά νομίζω ότι είναι προτιμώτερο να ιδήτε το Άγιο Φως από το Ιερό.
Εκεί ήταν και αρκετοί ιερείς από την Ελλάδα και κόσμος πολύς.
Σε μια στιγμή λοιπόν, το βλέπουμε, και εγώ το είδα, παρά την αναξιότητά μου, και άλλοι πιστοί το είδαν, ενώ μερικοί από τους παπάδες δεν το έβλεπαν και μου έλεγαν: «Πού είναι, πάτερ; Δεν το βλέπουμε». Από εκείνες τις δύο οπές, αγαπητοί μου, βγήκαν δύο φλόγες, προτού βγη ο Πατριάρχης, και έφθασαν αργά και παράλληλα μπροστά στην πόρτα του Παναγίου Τάφου. Έφυγαν από εκεί, επέρασαν το Καθολικό και ήρχοντο προς το Ιερό. Φώναζε ο κόσμος από το Ιερό, οι αμερικανίδες το έβλεπαν, ενώ κάτι κυρίες και δύο παπάδες έλεγαν: «Μα, που είναι, πάτερ; Δεν το βλέπουμε».
— Τι να σας κάνω; Τι φταίω εγώ; Τους λέγω. Να! να! δεν το βλέπετε;
Οι δύο φλόγες μπαίνουν μέσα από την Ωραία Πύλη και εκεί χωρίσθηκαν μεταξύ τους. Η μία επήγε προς την κόγχη της Προθέσεως και εκεί εξαφανίσθηκε και η άλλη προς την κόγχη του Διακονικού και επίσης εξαφανίσθηκε.
Μόλις χάθηκαν αυτές οι δύο φλόγες, κτύπησε η πόρτα και βγήκε ο Πατριάρχης έξω από τον Πανάγιο Τάφο με το Άγιο Φως.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός του Θείου Φωτός με τις αμερικανίδες έγινε το Πάσχα του 1985.
Εγώ, όταν ήμουνα μικρό παιδί, έβλεπα το Άγιο Φως ως αστραπή να γυρίζη μέσα στο Καθολικό του Ναού της Αναστάσεως κάνοντας πολλές στροφές.
Τώρα θα σας ειπώ πώς είδαν το Άγιο Φως ο παπά-Βασίλειος Μπαραμπούτης, προϊστάμενος του ναού Αγίου Λουκά Αθηνών και η κόρη του Ελένη που είχαν έλθει αυτό το Πάσχα του 1986 με την πρεσβυτέρα του στους Αγίους Τόπους.
Η κόρη του Ελένη διηγείται ως έξης περί της εμφανίσεως του Θείου Φωτός:
— Όταν μπήκε ο Πατριάρχης μέσα, μετά από λίγο είδα να ανοίγη το Κουβούκλιο και να βγαίνουν απ’ εκεί δεκάδες άσπρα-ολόασπρα περιστέρια, τα οποία κατέκλυσαν όλο τον ναό, εγύριζαν μέσα παντού πολλές φορές και μετά έφυγαν.
Ο πατήρ Βασίλειος είπε στην παπαδιά του:
— Σήμερα, παπαδιά, αν πεθάνω, είμαι κατενθουσιασμένος...
— Γιατί, παπά-Βασίλη; Τι σου συμβαίνει και είσαι χαρούμενος;
— Είδα το Άγιο Φως.
— Πώς το είδες;
— Όταν μπήκε μέσα ο Πατριάρχης και περίμενα, τι να ιδώ; Άνοιξε από επάνω ο τρούλλος και μπήκαν μέσα με ταχύτητα δεκάδες περιστέρια άσπρα, τα οποία μπήκαν όλα μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Κατόπιν βγήκαν από τις οπές και εγέμισαν το Ναό της Αναστάσεως.
Κάποτε ερώτησα εγώ τον μακαριστό πατριάρχη Βενέδικτο:
— Πες μου, Μακαριώτατε, πώς βγαίνει το Άγιο Φως; Και μου λέγει:
— Εάν ποτέ γίνης πατριάρχης και βγάλης το Άγιο Φως, θα ήθελα να σε ερωτούσα, τι αισθάνθηκες και πώς επήρες το Άγιο Φως, για να το μεταδώσης στον κόσμο που με λαχτάρα το περιμένει.
Άρα η λήψις του Θείου Φωτός γίνεται κατά θαυματουργικό τρόπο μέσα από τον τάφο και δεν έχει καμμία λογική εξήγησι.
β) Περί του οσίου ερημίτου
Όταν επήγα στους Αγίους Τόπους και εόρτασα για πρώτη φορά Πάσχα το 1954, είδα ένα κληρικό με άσπρα γένεια, αδύνατο, χλωμό και ξυπόλητο που ερχόταν με ένα φαναράκι στο χέρι το Μέγα Σάββατο, ακολουθούμενος και από δύο επίσης ξυπόλητες καλόγριες. Ένας διάκος τότε ονόματι Χρυσόστομος, άκουσα να λέη:
— Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν εδώ την εμφάνισί τους μία φορά τον χρόνο. Πού και πώς ζουν κανείς δεν ξέρει. Συνέχισαν αυτοί να έρχωνται ακόμη επί 4-5 χρόνια δηλαδή μέχρι το 1959 και έκτοτε εξαφανίσθηκαν.
Σε διάφορες συζητήσεις που έκαναν μερικοί τότε έλεγαν ότι αυτός ο ερημίτης ήταν κάποιος μητροπολίτης επαρχίας της Πελοποννήσου και, αφού παραιτήθηκε του αξιώματος και της θέσεώς του, ήλθε ν' ασκητεύση στον Ιορδάνη ποταμό, πλησίον του ασκητηρίου της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας μαζί με τις δύο μοναχές.
Το επόμενο έτος 1955, ενθυμούμαι, είπε στον Σεβασμιώτατο Βενέδικτο ο ανωτέρω διακο-Χρυσόστομος ότι θέλει να παρακολουθήση αυτούς τους τρεις ερημίτας, να ιδή, όταν παίρνουν το Άγιο Φως πού πηγαίνουν. Πράγματι επήρε την ευλογία του Σεβασμιωτάτου, ο οποίος δεν είχε γίνει τότε πατριάρχης και περίμενε στον πύργο να ιδή τον κληρικό με το φαναράκι του αναμμένο, όπως συνήθιζε. Πράγματι έφθασε ο ερημίτης αυτός με τις δύο μοναχές στο μέσον της αυλής και ο διακο-Χρυσόστομος έτρεξε να τους προλάβη. Εκείνοι για συντομία επέρασαν από το πορτάκι της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας. Όταν έφθασε εκεί ο διάκος, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε εμπρός τους είδε κατά πού έκαμαν. Κανείς δεν ξέρει πού επήγαν και πού ακριβώς ασκούντο. Μετά το 1959 έπαυσαν να έρχωνται. Φαίνεται ότι κοιμήθηκαν εν Κυρίω.
γ) Πώς είδε το Άγιο Φως μία αγράμματη και απλοϊκή γυναίκα
Στα Ιεροσόλυμα ήλθε μία απλή γυναίκα και επήρε και ένα εισιτήριο το Πάσχα για να ιδή το Άγιο Φως. Αυτό το εισιτήριο είναι τιμητικές κάρτες, τις οποίες έχει τυπώσει το Πατριαρχείο χρώματος λευκού, ροζ και πρασίνου. Οι λευκές προσφέρονται δωρεάν για τους επισήμους που στέκονται μπροστά στον Πανάγιο Τάφο, οι χρώματος ροζ γι' αυτούς που στέκονται πέριξ του Παναγίου Τάφου και οι πράσινες γι' αυτούς που θα σταθούν πέριξ του τρούλλου του Παναγίου Τάφου.
Ήλθε λοιπόν, αυτή η απλή και αγράμματη γυναικούλα και μου λέγει:
— Εγώ γράμματα δεν ξέρω, πάτερ, και ήλθα εδώ να ιδώ το Άγιο Φως.
— Όταν τελείωσης τα προσκυνήματα, της λέγω, να πέρασης από εδώ να σου δώσουμε πτυχίο θεολογίας.
— Δίνετε εδώ τέτοιο πτυχίο; Με ρώτησε.
— Ναι, λέγω, το δίνει το Πατριαρχείο, αφού πρώτα εξετασθής.
— Καλά, εγώ τι εξετάσεις να κάνω;
Όταν εγύρισε από τα προσκυνήματα, την ερώτησα:
— Τι είδες, γιαγιά;
— Τι να σου ειπώ, παιδάκι μου, μου έκανε εντύπωσι εκεί στο πηγάδι που συνάντησε ο Χριστός την Αγία Φωτεινή.
— Και ποια είναι αυτή η Φωτεινή;
— Δεν ξέρεις ποια είναι αυτή η Φωτεινή που είχε πέντε άνδρες και της είπε ο Χριστός ότι πρέπει με το πνεύμα μας να λατρεύουμε τον Θεό;
— Καλά, πού αλλού επήγες;
— Πήγαμε και στην Κανά.
— Θυμάσαι τι ήταν η Κανά;
— Πώς! Έμενα μ' αρέσει και το κρασάκι και επλύναμε και τις στάμνες που ευλόγησε ο Χριστός!
Την ερώτησα για τα άλλα προσκυνήματα. Είπε σχετικά.
Μερικά τα είχε μπερδέψει. Της λέγω:
— Γιαγιά, θα πέρασης εδώ και την Μεγάλη Εβδομάδα και μετά θα έλθης εδώ να σου δώση ο Πατριάρχης το πτυχίο.
— Ώστε έτσι, θα μου το δώση;
— Ναι, θα σου το δώση. Σου έκανα εγώ μερικές ερωτήσεις, θα σε ρωτήση και εκείνος και θα σου δώση το πτυχίο.
Όταν τελείωσε το προσκύνημα, το Μεγάλο Σάββατο ήλθε η καϋμένη και επήρε μία κάρτα από τον νυν Πατριάρχη Διόδωρο για να ιδή το Άγιο Φως. Αντί όμως να έλθη το πρωί στις Οκτώ, ήλθε το μεσημέρι στις 12.30. Τότε ως διάκονος ήταν ο νυν έξαρχος Ειρηναίος και του λέγει:
— Να μπω, πάτερ, μέσα;
— Δεν έχει μέρος, κυρά μου. Πού θα πας;
— Ε, πώς δεν έχει μέρος για; Έκανε αυτή• ήταν τουρκομερίτισσα.
— Δεν βλέπεις που είναι μέχρι την πόρτα παντού κόσμος;
— Ε, φώναξε εκείνη, κάντε λίγο στην πάντα.
— Πήγαινε κάτω στον Πανάγιο Τάφο, μπορεί να σε βάλουνε εκεί, της λέγει ο Διάκονος.
Πάει η καϋμένη κάτω και εκεί οι Αρμένιοι στην πόρτα δεν την άφηναν να περάση. Ήταν αργά και το ιδικό μας μέρος ήταν κατάμεστο κόσμο που έφθανε περί τις 25 χιλιάδες.
Όποτε ξαναανεβαίνει πάλι επάνω και, αφού είδε και απόειδε η καϋμένη, έδωσε και τα 33 κεράκια της σ' άλλον και έβαλε τα κλάμματα λέγοντας: «Εγώ τόσα χρόνια εργαζόμουνα και μάζευα δραχμή-δραχμή για να έλθω και ιδώ το Άγιο Φως και σήμερα να μη μπορώ να μπω μέσα; Θεέ μου και Χριστέ μου, γιατί μου κάνεις αυτό το κακό σήμερα;»
Εκάθισε λοιπόν στο καμπαναριό, δίπλα στην ταράτσα απελπισμένη σχεδόν και έβλεπε τους άλλους κάτω που εγύριζαν εδώ και εκεί και μιλούσαν περί του Αγίου Φωτός.
Είχε πάει η ώρα 1.20, όταν σε μια στιγμή η γερόντισσα βγάζει μία φωνή:
— Το Άγιο Φως! το Άγιο Φως!
Είδε τους ουρανούς ν' ανοίγουν και να κατέρχεται το Φως, όπως η αστραπή, και να εισέρχεται διά του τρούλλου του Παναγίου Τάφου. Ήταν η πρώτη που είδε το Άγιο Φως. Όταν κατέβαινε κάτω, συνήντησε και τους άλλους και πριν να φύγη, μου είπε:
— Θα μου δώσης το πτυχίο;
— Ναι, θα σου το δώσω.
Επήγα στο Πατριαρχείο, επήρα ένα πιστοποιητικό προσκυνητού, έγραψα το όνομά της και της το έδωσα. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1958.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΌΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΤΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΕΤΟΣ 1987 ΑΡΙΘΜ. 12
Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;
Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψο-κινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή;
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα ανα-στάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος;
Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους; Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα• γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.
Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.
Αλλά και τα οθόνια γιατί κοίτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».
Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελλάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατώρθωναν κάτι τέτοιο;
Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;
Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επι-κρατήσουν.
Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.
Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.
Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεω-ρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.
Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.
Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα• αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;
Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.
Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τε-λείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2
Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;
Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.
Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικώτερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.
Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ• Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.
Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.
Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του.
Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.
Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος• μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.
Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:
Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
1) Τις σχετικές πληροφορίες αντλούμε από τον περίφημο Ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ που ανέφερε τα εξής στο Μ. Συνέδριο του Ισραήλ: «Τον τελευταίο καιρό εμφανίσθηκε ο Θευδάς που ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος μεγάλος και του προσκολλήθηκαν περίπου τετρακόσιοι άνδρες. Αλλά φονεύθηκε εκείνος και όλοι οι οπαδοί του διαλύθηκαν και εξαφανίσθηκαν. Μετά από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος... και παρέσυρε αρκετό λαό πίσω του. Χάθηκε κι εκείνος, και όσοι τον πίστευαν διασκορπίσθηκαν» (Πράξ. 5, 36-37).
2) Εννοεί τον Απ. Θωμά, πρβλ. Ιωάν. 11, 16.
Πηγή: Η άλλη όψη
Σκέψου, αγαπητέ, την αιτία της αρνήσεως του Αποστόλου Πέτρου, που είναι η αμέλεια, η οποία φαίνεται φανερή σ’ αυτά τα τρία· στον τρόπο, με τον οποίον ακολουθούσε τον διδάσκαλο του• στον σκοπό για τον οποίον τον ακολουθούσε και στα αποτελέσματα που του προξένησε η αμέλεια. Ο τρόπος που τον ακολουθούσε ήταν από μακριά· «Ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά» (Ματθ. 26,58} που σημαίνει ότι ο Πέτρος κυριευόταν από μία χλιαρότητα και αμέλεια και ούτε εντελώς ήθελε να εγκαταλείψει τον διδάσκαλό του, ούτε τελείως να τον ακολουθεί, αλλά ήθελε στην περίπτωση αυτή και να φαίνεται ότι είναι μαθητής του και να μη κινδυνεύσει για τον διδάσκαλο του.
Πάλι, το τέλος και ο σκοπός του Πέτρου, για τον οποίον ακολουθούσε τον Ιησού, δεν ήταν να πάει να πεθάνει μαζί του, αλλά κάποια περιέργεια, για να κάνει μία θεωρία, όχι σαν δικός του μαθητής, αλλά σαν ένας ξένος περιηγητής και να δει το τέλος του τόσο μεγάλου έργου. «Και όταν μπήκε μέσα κάθισε μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος» (Ματθ. 26,58).
Ακολούθησε τον Ιησού και ο Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής αλλά όχι από μακριά, αλλά από κοντά και μπήκε στην αυλή του αρχιερέως όχι για να δει το τέλος και το αποτέλεσμα, αλλά, αν τύχαινε, να πεθάνει μαζί με τον διδάσκαλο του· και αυτό συνέβαινε, επειδή δεν ήταν χλιαρή η αγάπη του προς τον Κύριο, αλλά τον αγαπούσε τόσο πολύ, που ούτε για ώρα δεν δεχόταν να φύγει από κοντά του. Γι’ αυτό και δεν πήγε μόνος του να βάλει μέσα τον Πέτρο, αλλά είπε στη θυρωρό και εκείνη τον έβαλε μέσα, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος· «Βγήκε τότε ο μαθητής ο άλλος, ο οποίος ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό και έβαλε τον Πέτρο μέσα» (Ιω. 18,16).
Πια ήταν τα αποτελέσματα της αμέλειας του Πέτρου; η τέλεια λησμοσύνη και ο λήθαργος, για να πω έτσι, που τον έπιασε στα λόγια του διδασκάλου του, ακόμη και τότε που τον αρνήθηκε, σε σημείο που αν ο Κύριος δεν γύριζε να τον δει, σίγουρα ο Πέτρος δεν θα αισθανόταν καθόλου ότι τον αρνήθηκε• «Ο Κύριος γύρισε και κοίταξε στο πρόσωπο τον Πέτρο και θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο του Κυρίου» (Λουκ. 22,61} και η τέλεια άγνοια και η αθέτηση των παραγγελιών, που έδωσε ο Κύριος στο υπερώο και στον κήπο, για να παραμένει ο ίδιος άγρυπνος· «Σιμών, Σίμων ο σατανάς σάς ζήτησε, για να σας κοσκινίσει, όπως το σιτάρι» (Λουκ. 22,31)· και πάλι• «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις» (Μάρκ. 14,37). Και επί πλέον η μεγάλη λύπη που τον κατέβαλε ολοκληρωτικά εξ αιτίας της οποίας και κοιμόταν και δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του, όπως λέει ο Λουκάς· «Ήλθε στους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη» (Λουκ. 22,45).
Τώρα αυτή η μεγάλη αμέλεια του Πέτρου πώς ήταν δυνατό να καταλήξει σε κάτι άλλο, παρά σε μία φανερή πτώση; «Από τεμπελιές πέφτει το δοκάρι της στέγης» (Εκκλ 10,18). Γι’ αυτό η αμέλεια αυτή του Πέτρου παρομοιάζεται με την ψυχρότητα του τότε καιρού· γιατί λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης• «Στέκονταν εκεί οι δούλοι και οι υπηρέτες, οι οποίοι είχαν ανάψει κάρβουνα για να ζεσταθούν, διότι έκανε κρύο· στεκόταν δε μαζί τους και ο Πέτρος και ζεσταινόταν» (Ιω. 18,18). Και πραγματικά ο Πέτρος ήταν ψυχρός από την αγάπη του Θεού και του διδασκάλου του, όπως λέει ο σοφός Θεοφάνης ο Κεραμέας και γι’ αυτό θερμαινόταν από τη φωτιά και από τη ζέστη του κόσμου και της σάρκας την οποία ανάβουν οι υπηρέτες του διαβόλου, η οποία κατόπιν συνέχεια εξευτελίζει και διαπομπεύει τον ταλαίπωρο αμαρτωλό και τον κάνει αρνητή του Θεού· ο Ιωάννης όμως όντας θερμός στην αγάπη του Θεού δεν χρειάσθηκε να ζεσταθεί από τέτοια καταραμένη φωτιά.
Ω παγκάκιστη αμέλεια! Καλά σε ονόμασε ο άγιος Μάρκος ο ασκητής άθεη στην επιστολή του προς τον Νικόλαο, διότι σε όλο το μέλλον κάνεις τους ανθρώπους άθεους και αρνητές του Χριστού· καλά είπε ο ίδιος Μάρκος ότι οι τρεις μεγάλοι γίγαντες του διαβόλου κα των παθών είσαι εσύ και η λησμοσύνη και η άγνοια· καλά σε τοποθέτησαν οι θεολόγοι στην πρώτη θέση από εκείνα που οδηγούν στην καταστροφή, η οποία παρασύρεις μαζί σου και τους άλλους τρεις βαθμούς της απώλειας την τύφλωση του νου, την πώρωση της καρδιάς και τον αδόκιμο νου.
Τώρα εσύ, αγαπητέ, που διαβάζεις αυτά, μπες μέσα στον εαυτό σου και εξέτασε καλά την καρδιά σου, η οποία μερικές φορές είναι τόσο μυστική, ώστε όχι μόνο στους άλλους είναι αγνώριστη, αλλά ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό σου, όπως αναφέρεται· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς και ποιός μπορεί να την γνωρίσει;» (Ιερεμ, 17,9). Μπες μέσα στην καρδιά σου και ίσως βρεις εκεί όλα αυτά τα ελαττώματα, διότι και συ, όταν σου συμβεί κάποια περίπτωση και κάποιος πειρασμός, αμέσως όπως ο Πέτρος λησμονείς όλους τους φωτισμούς και τις υποσχέσεις που σου έδωσε ο Θεός μέσα από τις άγιες Γραφές του, για να γνωρίσεις την μηδαμινότητα που έχουν οι ηδονές και τα καλά του κόσμου· και το παράξενο είναι ότι ξεχνάς και αυτήν την εμπειρία και την δοκιμή, που έκανες τόσες και τόσες φορές στα καλά του κόσμου, δοκιμάζοντάς τα πάντοτε και βρίσκοντάς τα ψεύτικα όλα, πράγμα το οποίο ο Πέτρος δεν το έπαθε, γιατί αυτός δεν δοκίμασε άλλη φορά τι είναι η άρνηση. Κάνεις μερικές φορές κάποιο καλό έργο, αλλά ποιός ξέρει μήπως το καλό αυτό το έχεις ανακατεμένο μαζί με κάποιο κοσμικό σκοπό; δηλαδή ή για να σε δοξάσει ο κόσμος ή για να κερδίσεις κάτι ή για να φαίνεσαι καλλίτερος από τους άλλους; Θέλεις να ακολουθείς τον Ιησού, αλλά με μία ενδιάμεση κατάσταση δηλαδή ούτε όλος να δοθείς στον Θεό, ούτε όλος στον κόσμο· δηλαδή ζητάς έναν δρόμο που να μη είναι ούτε ο πλατύς δρόμος που οδηγεί στην απώλεια ούτε ο στενός και γεμάτος θλίψεις που οδηγεί στην σωτηρία· αλλά ζητάς έναν δρόμο, που να μπορείς και συ να ακολουθήσεις τον Χριστό, όπως ο Πέτρος από μακριά, αλλά χωρίς να παραιτείσαι καθόλου από την υπηρεσία των παθών σου.
Ω παγκάκιστη αμέλεια, που κυριεύει ακόμη κι εσένα αδελφέ! Μη κατηγορείς, λοιπόν, στο εξής τον μακάριο Πέτρο, που νικήθηκε από την αμέλεια, αλλά να κατηγορείς τον εαυτό σου, διότι νικιέσαι από αυτήν. Και εκείνος βέβαια, νικήθηκε μία φορά, ενώ εσύ νικιέσαι καθημερινά. Μη κατακρίνεις τον Πέτρο, γιατί αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά να κατακρίνεις τον εαυτό σου· διότι μολονότι ομολογείς τον Θεό με τα λόγια, τον αρνείσαι όμως με τα έργα, κάνοντας αντίθετα σ’ εκείνα που διατάζει, όπως λέει ο Παύλος· «Ομολογούν ότι γνωρίζουν τον Θεό, τον αρνούνται όμως με τα έργα». Να κατακρίνεις τον εαυτό σου, γιατί όσες φορές ορκίζεσαι ψεύτικα, ή όσες φορές αρνείσαι την αλήθεια και δεν θέλεις να την ομολογήσεις ή από πείσμα ή από υπερηφάνεια ή αυταρέσκεια, τόσες φορές αρνείσαι τον Χριστό, που είναι η αλήθεια• «Εγώ είμαι η αλήθεια» (Ιω. 14,6) όσες φορές βασίζεσαι στην δύναμή σου και προσκυνείς σαν είδωλο την περιουσία σου, αρνείσαι τον Χριστό· γι’ αυτό και ο άγιος Παύλος ονόμασε την πλεονεξία ειδωλολατρεία (Κολοσ. 3,5). Και για να μιλήσω γενικά· οτιδήποτε προτιμάς περισσότερο από την αγάπη του Χριστού, κι αν ακόμη εκείνο είναι μία βελόνα, λέγεται άρνηση του Χριστού· γι’ αυτό είπε και ο ιερός Χρυσόστομος, ότι με πολλούς τρόπους μπορεί κάνεις να αρνείται τον Χριστό.
Γι’ αυτό, και συ αδελφέ, μιμήθηκες τον Πέτρο στην αμαρτία, ας μιμηθείς και την μετάνοιά του· επειδή, σύμφωνα με τον σοφό Νικήτα, γι’ αυτό τον λόγο γράφτηκαν τα σφάλματα των αγίων, για να μιμηθούμε εμείς την μετάνοια τους· «Μαθαίνουμε από τις άγιες Γραφές τις πτώσεις των άγιων, για να γίνουμε μιμητές και της μετάνοιάς τους» (Σειρ. Εις το κατά Ματθαίον). Εκείνος μία φορά αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά μετανοούσε σε όλη του τη ζωή• διότι, λέει ο άγιος Κλήμης, ο μαθητής του, ότι όσες φορές ο Πέτρος άκουγε τον πετεινό που φώναζε, θυμόταν την άρνηση που έκανε και έκλαιγε· λέει και ο Ευαγγελιστής Μάρκος για τον Πέτρο ότι «Άρχισε να κλαίει» (Μάρκ. 14,72), πράγμα, που ερμηνεύοντας ο ιερός Θεοφύλακτος το λέει αντί το ‘αρξάμενος’. Διότι αφού άρχισε μία φορά να κλαίει, δεν σταμάτησε να κλαίει σε όλη του την ζωή.
Και συ να μετανοήσεις από τα βάθη της καρδιάς σου προς τον Θεό σε όλη σου την ζωή· και, όσες φορές θυμάσαι τις αμαρτίες σου, να κλαις και να χύνεις γι’ αυτές δάκρυα πολύ πικρά· γιατί λέει ο άγιος Ιερώνυμος, ότι «Η μεν προσευχή καταπραΰνει τον Θεό, που είναι οργισμένος, ενώ τα δάκρυα τον αναγκάζουν να ελεήσει». Και ο άγιος Χρυσόστομος λέει ότι μετά την βροχή ο αέρας γίνεται καθαρός και ξάστερος, και μετά τα δάκρυα η ψυχή και ο νους γίνονται καθαρά και ξάστερα. Ο Πέτρος ακούγοντας εκείνον τον πετεινό, πού φώναξε, ξύπνησε και συναισθάνθηκε την αμαρτία του και εσύ ακούγοντας τον Κύριο, που σου φωνάζει «Γρηγορείτε» (Μάρκ. 13,37), ξύπνα από την αμέλεια, έλα σε συναίσθηση των αμαρτιών σου και στάσου άγρυπνος.
Εκείνος όσο ήταν στην αυλή του αρχιερέως μαζί με τους στρατιώτες δεν μπορούσε να κλάψει και να μετανοήσει, αλλά έκλαψε μόλις βγήκε έξω από την αυλή• «Και. μόλις βγήκε έξω έκλαψε πικρά» (Ματθ. 26,75). Και εσύ, αν δεν βγεις έξω από την αναισθησία του νου σου, που έχει πωρωθεί, όπως λέει αλληγορικά ο ιερός Θεοφύλακτος και αν δεν απομακρυνθείς από τα αίτια της αμαρτίας και αν δεν απομακρυνθείς εντελώς από το κακό, δεν μπορείς να κλάψεις τις αμαρτίες σου και να δείξεις αληθινή μετάνοια.
Εκείνος από την αμαρτία της αρνήσεως απέκτησε μετάνοια, απέκτησε ταπείνωση, δηλαδή το να μην έχει εμπιστοσύνη στη δύναμή του, αλλά στη βοήθεια του Θεού· απόκτησε το να μην απελπίζεται και τη συμπόνοια στους αμαρτωλούς Και συ από τις προηγούμενες αμαρτίες που έχεις κάνει, μάθε να ταπεινώνεσαι· μάθε όχι να κατηγορείς τους άλλους όταν αμαρτάνουν, αλλά να τους συμπονάς και να τους διδάσκεις να μην απελπίζονται.
Εκείνος με τη μεγάλη μετάνοια, που έδειξε, δέχθηκε πάλι την αποστολική αξία, που έχασε και έγινε πάλι κορυφαίος των Αποστόλων· και εσύ εάν μετανοείς με τέτοια θερμότητα, μπορείς να δεχθείς την χάρι της υιοθεσίας που έχασες με την αμαρτία σου, και να γίνεις πάλι υιός Θεού και κληρονόμος της βασιλείας του.
Γνώρισε, λοιπόν, ότι αιτία όλων σου των πταισμάτων ήταν η αμέλειά σου και να ντραπείς μπροστά στον θεϊκό σου διδάσκαλο· και από δω και πέρα αποφάσισε να αρχίσεις μία καινούργια ζωή με νέα θερμότητα και με σκοπούς όλους θεϊκούς δηλαδή για να δοξάζεις τον Θεό και για να ασφαλίσεις τη σωτηρία σου. Και, τέλος πάντων, επειδή η αμέλεια έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί πάλι να σε ρίξει στην πτώση της αμαρτίας μολονότι είναι φοβερή και η δύναμη του διαβόλου• «Αυτοί όμως αμέλησαν (οι καλεσμένοι στους γάμους) και πήγαν ο ένας στο χωράφι του και ο άλλος στο εμπόριό του» (Ματθ. 22,5) γι’ αυτό παρακάλεσε τον Κύριο να σε ελευθερώσει από την μία και από την άλλη, αλλά το σπουδαιότερο να σε ελευθερώσει από τον εαυτό σου, γιατί συ ο ίδιος είσαι για τον εαυτό σου ένας εχθρός χειρότερος από κάθε διάβολο, καθώς αναφέρεται· «Εκείνοι που αμαρτάνουν είναι εχθροί της ζωής τους» (Τωβίτ 12,10).
(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πνευματικά Γυμνάσματα», εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγ. Όρους, σ. 291-295)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2705
“Η σκέψη του θανάτου είναι ικανή να παρακινήσει τον αμαρτωλό σε μετάνοια. Μας είναι και γνωστός και άγνωστος ο θάνατος. Γνωστός, γιατί ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε. Άγνωστος, γιατί δεν ξέρουμε πότε, πού και πώς θα πεθάνουμε. Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο περισσότερο μικραίνει η ζωή μας, τόσο λιγοστεύουν οι μέρες μας και πλησιάζουμε στο θάνατο. Είμαστε πιο κοντά του σήμερα απ΄ό,τι χθές, αυτή την ώρα απ΄ό,τι την προηγούμενη. Ο θάνατος βαδίζει αόρατος πίσω απ΄τον καθένα και τον αρπάζει τότε που δεν το υποπτεύεται. Εντούτοις, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι - και μάλιστα οι υγιείς και οι δυνατοί - κάνουν τις ακόλουθες σκέψεις για τον ευατό τους:
- Εγώ θα ζήσω ακόμη αρκετά. Είναι πολύ μακριά το τέλος μου. Θα μαζέψω πλούτη και θα ευφραίνομαι. Μα ορμάει ξαφνικά εναντίον τους ο θάνατος και σβήνουν τα όνειρα και οι επιθυμίες. Και πεθαίνει γρήγορα εκείνος που έταξε στον εαυτό του μακροζωία. Και αφήνει τ΄αγαθά του και το σώμα του στον κόσμο εκείνος που ήθελε να συγκεντρώνει πλούτη. Άγνωστο λοιπόν μας είναι το τέλος, χριστιανοί.
Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για το καλό μας, τα καθόρισε έτσι, ώστε να είμαστε πάντα έτοιμοι και να καταφεύγουμε στην ειλικρινή μετάνοια. Με ό,τι θα φύγει ο άνθρωπος από δω, μ΄αυτό και θα παρουσιαστεί μπροστά στο κριτήριο του Χριστού.
Αδελφοί, ας συλλογιστούμε προσεκτικά αυτά τα λόγια κι ας μετανοήσουμε, για να μην ταξιδέψουμε προς την αιωνιότητα με τις αμαρτίες μας και εμφανιστούμε μ΄αυτές σ΄εκείνο το δικαστήριο. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας υποσχέθηκε το έλεός Του, δεν μας υποσχέθηκε όμως ότι θα ζούμε το επόμενο πρωί. Και τούτο, για να είμαστε προσεκτικοί, και όταν ξυπνάμε, να θυμόμαστε το θάνατό μας, να διορθώνουμε τον εαυτό μας, να ετοιμαζόμαστε για την έξοδό μας, ώστε να έχουμε μακάριο τέλος. Είναι φοβερή η ώρα του θανάτου.
Όλοι οι άγιοι τη σκέφτονταν κι έκλαιγαν, ικετεύοντας τον φιλάνθρωπο Θεό να τους ελεήσει εκείνη την ώρα. Εκπληκτικό! Να κλαίνε οι άγιοι στη σκέψη του θανάτου, και οι αμαρτωλοί ωστόσο να μη συγκινούνται, αν και καθημερινά κάποιον βλέπουν να πεθαίνει. Φτωχοί αμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε, ενώ ο διάβολος σαν κλέφτης αρπάζει τη σωτηρία μας; Ας γράψουμε στη μνήμη μας την ώρα του θανάτου και ας είμαστε έτοιμοι. Απ΄αυτήν θα εξαρτηθεί, αν ο άνθρωπος θα είναι αιώνια ευτυχισμένος ή αιώνια δυστυχισμένος.
Από το θάνατο ανοίγουν για τον καθένα οι πύλες της αιωνιότητας, ο δρόμος για την αιώνια μακαριότητα ή την αιώνια δυστυχία. Απ΄αυτόν τον σταθμό αρχίζει ο άνθρωπος να ζει ή να πεθαίνει αιώνια. Πού βρίσκονται τώρα όσοι έζησαν πρίν από μας και πέρασαν τη ζωή τους αμετανόητα, με κραιπάλες και ηδονές; Έφυγαν απ΄αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας εδώ όλες τους τις χαρές. Οδηγήθηκαν καθένας στον τόπο του, περιμένοντας την τελευταία Κρίση, οπότε θα λάβουν την αμοιβή των έργων τους.
Γι΄αυτό εφόσον δεν ήρθε ακόμα για μας εκείνη η ώρα, ας στραφούμε ολόψυχα προς το Θεό μας με την πίστη και τη μετάνοια, ώστε να κερδίσουμε την αιωνιότητα. Αγαπητέ χριστιανέ! Ο θάνατος μας ακολουθεί βήμα προς βήμα χωρίς να τον βλέπουμε, και το τέλος φτάνει τότε που δεν το περιμένουμε. Γι΄αυτό να βρίσκεσαι συνέχεια σε κατάσταση μετάνοιας, έτοιμος παντού και πάντοτε για την αναχώρησή σου. Ο συνετός δούλος είναι πάντα άγρυπνος και περιμένει πότε θα τον καλέσει ο Κύριός του.
Αγρύπνα κι εσύ και περίμενε πότε θα σε καλέσει ο Κύριός σου, ο Χριστός. Να ζεις όπως θα ήθελες να σε βρει ο θάνατος. Να ζεις με ευσέβεια και να εργάζεσαι με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία σου. Έτσι δεν θα στερηθείς την αιώνια σωτηρία, που μας δώρισε ο Κύριός μας με το αίμα Του και το θάνατό Του. Έτσι θα τελειώσεις τη ζωή σου χριστιανικά. Και είναι πραγματικά μακάριοι οι νεκροί εκείνοι πού πεθαίνουν πιστοί στον Κύριο και ενωμένοι μαζί Του".
Πηγή: (Από το βιβλίο “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ), Η άλλη όψη
«Ὡς ἐνιαύσιος ἀμνός, ὁ εὐλογούμενος ἡμῖν, στέφανος χρηστός ἑκουσίως, ὑπέρ πάντων τέθυται, Πάσχα τό καθαρτήριον· καί αὖθις ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος, δικαιοσύνης ἡμῖν ἔλαμψεν Ἥλιος» (Ἀναστάσιμος Κανών, ὠδή δ΄).
Κατά τήν ἔξοδό του ἀπό τήν αἰγυπτιακή τυραννίδα ὁ ἰσραηλιτικός λαός προσετάχθη ἀπό τόν Θεό νά φάγῃ τόν πασχάλιο ἀμνό (Ἔξ. ιβ΄ 3-10), ὁ ὁποῖος προετύπωνε τό ἀληθινό Πάσχα, «τόν Ἀμνόν τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (πρβλ. Ἰω. α΄ 29) καί θυσιαζόμενο ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας.
Τήν Μ. Παρασκευή θά δοῦμε καί πάλι τόν Κύριό μας ὑψωμένο ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, καταπληγωμένο καί πάσχοντα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ἁγιογραφία τῆς Σταυρώσεως δέν Τόν παριστᾶ ὡς ἕνα ταλαίπωρο διά σταυροῦ κατάδικο σέ ἐπώδυνο καί ἀτιμωτικό θάνατο, ἀλλά ὡς τόν Θεάνθρωπο Κύριο, πού πονᾶ καί πάσχει ὡς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά καί πού ὡς Κύριος τῆς δόξης δεσπόζει τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. Γι' αὐτό καί προτιμᾶ ἀντί τοῦ «Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεύς Ἰουδαίων», τήν γραφή «Ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης».
Καί πράγματι, ὁ Κύριός μας ἀνέβηκε ἑκουσίως ἐπάνω στόν Σταυρό ὡς Βασιλεύς πού θυσιάζεται γιά τούς ὑπηκόους του. Συγχρόνως ὡς ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς πού τελεῖ τήν μόνη ἀληθινή καί σώζουσα θυσία, πού ἁγιάζει τόν σύμπαντα κόσμον. Ὁ Σταυρός εἶναι τό θυσιαστήριο, ἐπί τοῦ ὁποίου τελεῖ τήν λυτρωτική γιά τόν κόσμο θυσία Αὐτός πού εἶναι συγχρόνως καί θῦμα καί θύτης. Θυσιάζει τόν ἑαυτό Του ἀπό ἄπειρη ἀγάπη γιά τό πλάσμα Του. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέγει ὅτι, ἄν καί θά μποροῦσε μέ ἁπλούστερο τρόπο νά μᾶς σώσῃ, προτίμησε αὐτόν τόν ἐπώδυνο καί ἀτιμωτικό θάνατο, γιά νά δείξῃ τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη Του πρός τό λογικό πλάσμα Του καί γιά νά μᾶς παρακινήσῃ νά μή προτιμοῦμε τίποτε περισσότερο ἀπό Αὐτόν.
Στήν πρό τοῦ Πάθους Ἀρχιερατική προσευχή Του ὁ Κύριος ἀναφέρει: «ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν» (Ἰω. ιζ΄ 19), πού σημαίνει, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ὅτι προσφέρω τόν ἑαυτό μου θυσία, ὡς θῦμα ἄμωμο, ἀφιερωμένο στόν Θεό, στό ἐπί τοῦ Σταυροῦ θυσιαστήριο, ὥστε διά τού αἵματος τῆς θυσίας μου νά γίνουν ὅλοι οἱ μαθητές μου μέτοχοι τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας πού πηγάζει ἀπό αὐτήν τήν θυσία (PG 74, 544).
Στήν συνέχεια οἱ ἁγιαζόμενοι πιστοί γίνονται καί αὐτοί θύματα ἅγια, ἀφιερωμένα στόν Θεό (Ἰω. Χρυσ., ΕΠΕ 14, 592), ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος «παραστῆσαι τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ΄ 1).
Ὅμως, ἄν καί ὁ Κύριος ἔπαθε καί ἀπέθανε ὑπέρ τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, πολλοί ἔμελλε νά μείνουν ἀποξενωμένοι τῆς Χάριτός Του, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας. Αὐτός ἦταν, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, καί ὁ μεγαλύτερος πόνος Του. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: Ἄν ἐλυπήθη τόσο πολύ βλέποντας τήν Ἱερουσαλήμ, ὥστε «ἔκλαυσε καί ἐθρήνησε διά τήν αἰχμαλωσίαν καί καταστροφήν ὅπου ἔμελλε νά πάθῃ ἀπό τούς Ρωμαίους... πόσο μᾶλλον τότε ἐλυπεῖτο καί ἔκλαιε δι' αὐτούς βλέποντας πῶς ἐσταύρωσαν Αὐτόν πού ἔμελλε νά τούς σώσῃ».
Ὅμως πολύ περισσότερο ἀπό τήν κακία τῶν σταυρωτῶν Του «ἐλύπει τήν ψυχήν τοῦ Κυρίου ἡ ἀχαριστία τῶν Χριστιανῶν, διότι ἐστοχάζετο πόσοι ἀπό αὐτούς τούς πιστούς καί ἐξαγορασμένους μέ τό αἷμά Του Χριστιανούς ἔχουν νά καταπατήσουν αὐτό τό πάντιμον αἷμα καί πάθος Του, πόσοι ἔχουν νά καταφρονήσουν τάς ἐντολάς Του, πόσους ἔχει νά κερδίσῃ ὁ διάβολος» (Πνευμ. Γυμνάσματα, Μελέτη ΛΑ΄). Γι' αὐτό καί πρός τίς γυναῖκες πού ἔκλαιαν βλέποντάς Τον νά αἴρῃ τόν Σταυρόν Του, ἔλεγε: «Μή κλαίετε ἐπ' ἐμέ, πλήν ἐφ' ἑαυτάς κλαίετε καί ἐπί τά τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ΄ 28).
Καί πράγματι, ἡ ζωηφόρος θυσία τοῦ Κυρίου μας ἐπί τοῦ Σταυροῦ μένει ἀνενεργός, ἄν καί ἐμεῖς δέν συνεργήσουμε θυσιάζοντας καθ' ἡμέραν τό ἐγωϊστικό μας θέλημα, τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες μας καί τίς ἀντίθεες κινήσεις τῆς ψυχῆς μας, καί καθιστώντας διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τούς ἑαυτούς μας θυσία εὐάρεστη στόν Θεό.
Κατά τόν ἅγιο Αὐγουστῖνο, τρεῖς σταυροί ὑπῆρχαν στόν Γολγοθᾶ: Ὁ Σταυρός τοῦ Ἀναμαρτήτου, πού εἶναι ἀκατανόητος καί ἀσύλληπτος στήν πεπερασμένη διάνοιά μας. Ὁ σταυρός τοῦ μετανοοῦντος ληστοῦ, πού προσιδιάζει σέ ὅλους τούς ἀγωνιζομένους Χριστιανούς, πού καθιστοῦν τόν ἑαυτό τους μέ τήν μετάνοιά τους ἁγία θυσία γιά τόν Θεό. Καί ὁ σταυρός τοῦ ἀμετανοήτου ληστοῦ, πού ἐγωιστικά αἰρόμενος ἀποκλείει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν χαρά τῆς ὑποφωσκούσης ἐνδόξου καί λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.
Ὁ Κύριός μας δέν ἔπαυσε μέχρι σήμερα νά ἀγωνιᾷ, νά πονᾷ καί νά φροντίζῃ γιά τήν σωτηρία μας. Τό λέγει πολύ ὄμορφα ὁ Ἴδιος: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε΄ 17). Κατά τούς ἁγίους Πατέρας, ὁ Κύριος δέν ἔπαυσε νά προνοῇ γιά τά δημιουργήματά Του, νά τά συντηρῇ καί νά τά διακυβερνᾷ, κυρίως ὅμως νά φροντίζῃ γιά τόν ἁγιασμό τοῦ κατ' εἰκόνα Του πλασθέντος δημιουργήματός Του.
Στήν ἀγωνία αὐτή καί τόν πόνο τοῦ Κυρίου μας συμμετέχουν καί ὅλοι οἱ πιστοί δοῦλοί του. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης δέν ἔπαυε καθ' ὅλη τήν ζωή του νά πονᾷ καί νά κλαίῃ ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ, δηλαδή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καί μάλιστα ὅσο περισσότερο ἁγιάζεται κάποιος, τόσο περισσότερο αὐξάνουν καί οἱ ὀδύνες του γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Πῶς λοιπόν καί σήμερα οἱ πιστοί Χριστιανοί μποροῦν νά ἡσυχάζουν, βλέποντας τήν ἁμαρτία καί τό σκότος νά κυριαρχοῦν; «Ἀθυμία κατέσχε με ἀπό ἁμαρτωλῶν τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τόν νόμον σου», ἀνακράζουν θρηνητικά μαζί μέ τόν προφητάνακτα Δαυίδ (Ψαλμ. 118). Ὁ πόνος τους γίνεται πιό βαθύς, καθώς βλέπουν νά λιγοστεύῃ ἡ πίστις στόν Ἀναστάντα Χριστό. Ἀκόμη, καθώς βλέπουν νά «βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρά κριτῶν ἀδίκων» κατά τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης, ὁ ὁποῖος μέσῳ τῆς Πανθρησκείας ἐξισοῦται μέ τούς πλάνους “θεούς” τῶν ἐθνῶν, καί κατά τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου. Περνᾶ ἡ Μ. Ἑβδομάδα καί τό Ἅγιον Πάσχα, χωρίς τήν συγκλονιστική αἴσθησι, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός, ὁ Ἐνανθρωπήσας προαιώνιος Λόγος τοῦ Πατρός, πάσχει, σταυροῦται, ἀποθνήσκει καί θάπτεται ὡς ἄνθρωπος θνητός, γιά νά μᾶς ἀναστήσῃ ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο ὡς Θεός ἀθάνατος, ὅτι σηκώνει ὡς φιλάνθρωπος τήν καθημερινή μας ταλαιπωρία καί τόν καθημερινό μας ποικιλότροπο θάνατο, ὥστε ἐμεῖς νά ζοῦμε ἐλεύθεροι ἀπό τήν ἀπελπισία καί τά ἀδιέξοδα.
Διότι ἡ τελική πρᾶξις τῆς ἱστορίας δέν εἶναι ὁ σταυρός, τό πάθος, ἡ ἀγωνία καί ὁ πόνος. Εἶναι ἡ ἀνάστασις.
Ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, μετά τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε καί ἐπλήρωσε τά σύμπαντα μέ τό ὑπέρλαμπρο Φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του, χαρίζοντας τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του σέ ὅσους συμπορεύονται καί συσταυρώνονται καθημερινά μαζί Του. Καί ἡ ἀκλόνητη πίστις στόν Χριστό εἶναι σταυρός καί ἀνάστασις.
Τό ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου διαλύει ὅλα τά σκότη τῆς ἁμαρτίας, τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. «Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος Αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ΄ 9).
Ἄς ἀφήσουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί, τά νεκρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας, ἄς προσφέρουμε τό σῶμα καί τήν ψυχή μας καθαρά ἀπό κάθε μολυσμό, ἄς τρέξουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν μόνο Νικητή τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας, γιά νά γευθοῦμε καί ἐμεῖς τήν ἀτελεύτητη χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἰδίως σήμερα πού ὅλα μᾶς φαίνονται χωρίς φῶς, χωρίς ἐλπίδα, χωρίς προοπτική.
Συγχρόνως, ἄς μή παύσουμε νά ἀγωνιοῦμε καί νά πενθοῦμε γιά τούς «ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» ἀδελφούς μας, παρακαλώντας τόν Κύριο τῆς Δόξης νά ἀνοίξῃ τά μάτια τῆς ψυχῆς τους, ὥστε νά καταλαμφθοῦν καί αὐτοί ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του καί ὅλοι μαζί νά δοξάζουμε εἰς αἰῶνας αἰώνων τόν Ἀναστάντα Κύριο καί Θεό μας, γευόμενοι τήν ἀνέκφραστο γλυκύτητα, τήν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», τῆς ἑνώσεως μαζί Του.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
† Ἀρχιμ. Γεώργιος
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2703
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς
τοῦ Ἰσραήλ».’Ἱωάνν. ιβ’ 13)
Ὅταν ἐγώ βλέπω τόν Ἰησοῦν Χριστόν νά ἐμβαίνῃ μέ τόσην τιμήν, μέ τόσην δοξολογίαν, μέ τόσον θρίαμβον μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, ἠμπορῶ νά λογιάσω μέ δίκαιον λόγον, πώς ἀπό τόν φθόνον καί μῖσος τῶν ἀρχιερέων, τῶν πρεσβυτέρων καί γραμματέων δέν ἔχει πλέον νά φοβῆται κανένα κακόν. Ὦ πόλις ἁγία, ὄντως πόλις τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ! «δεδοξασμένα ἐλαλήθη περί σοῦ» εἰς τούς περασμένους αἰῶνας, δεδοξασμένα θέλουσι λαληθῇ περί σοῦ καί εἰς τούς αἰῶνας τούς μέλλοντας, διά τήν εὐχαριστίαν καί ἀγάπην, ὅπου δείχνεις πρός τόν θεῖον σου εὐεργέτην! Εὐγνώμονες παῖδες Ἑβραίων, ἐπαινῶ τήν ἀγαθήν σας διάθεσιν· ἐσεῖς τώρα πιάνετε κλάδους ἐλαιῶν καί βαΐα φοινίκων, σύμβολα νίκης, μέ τά ὁποῖα προαπαντᾶτε, ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τόν θαυματουργόν τοῦτον υἱόν Δαυΐδ· δείχνετε μίαν καρδίαν πώς εἶσθε ἕτοιμοι νά πιάσετε καί τά ὅπλα, διά νά τόν φυλάξετε κάθε καιρόν ἀπό τῶν ἐχθρῶν του τά μηχανήματα.
Ἰησοῦ μου, ἐδῶ μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ ἐσύ πλέον δέν φοβεῖσαι· οὗτος δι᾽ ἐσέ εἶναι τόπος καταφυγῆς· καί ἄν ἐσείσθη ὅλη ἡ πόλις διά τήν εἴσοδόν σου, θέλει σεισθῇ πάλιν ὅλη ἡ πόλις διά τήν φύλαξίν σου. Γραμματεῖς, πρεσβύτεροι καί ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, εἰς μάτην κοπιάζετε· τί συμβουλεύεσθε εἰς τά συνέδρια; τί μελετᾶτε εἰς τάς συναγωγάς, ἐσεῖς δέν ἔχετε καμμίαν δύναμιν νά κακοποιήσετε τοῦτον τόν Ναζωραῖον, τόν ὁποῖον ἕνας ἀναρίθμητος λαός ὑποδέχεται μέ τόσην πανήγυριν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».
Μά τί λέγω ἐγώ; ὦ ἀκατάστατοι διαλογισμοί τῶν ἀνθρώπων! ὤ ψευδής ἐπίδειξις τῆς μιαιφόνου πόλεως! ὤ προσωρινή περιποίησις τοῦ ἀχαρίστου λαοῦ! ἡ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὅπου σήμερον εἶναι θέατρον τόσον λαμπρᾶς ἑορτῆς, εἰς ὀλίγας ἡμέρας θέλει γένει θέατρον τῆς φρικτῆς τραγῳδίας. Αὐτή, ὅπου τόν δέχεται ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, θέλει τόν προσηλώσει εἰς ἕνα ξύλον, ὡς ἕνα κατάδικον· αὐτός ὁ λαός, ὅπου τώρα σείει τά βαΐα, θέλει πελεκήσει τόν Σταυρόν· αὐτός, αὐτός ὅπου τώρα φωνάζει τό: Ὡσαννά, θέλει φωνάζει τό σταυρωθήτω. Καί λοιπόν σήμερον τόση τιμή εἰς ὀλίγας ἡμέρας τόση καταφρόνησις; αὐτοί οἱ ἴδιοι, ὅπου τώρα τόν προσκυνοῦσαν, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι, ὅπου τόν σταυρώνουσι; ναί. Τοῦτο ἔπαθε τότε ὁ Χριστός ἀπό τούς Ἑβραίους καί τοῦτο τό ἴδιον παθαίνει τώρα ἀπό τούς Χριστιανούς, ὅπου ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις μέ τά λόγια τόν προσκυνοῦσι, μέ τά ἔργα τόν σταυρώνουσι· μέ τήν ἐξωτερικήν ἐπίδειξιν «Ὡσαννά», μέ τήν ἐσωτερικήν διάθεσιν «σταυρωθήτω». Τοῦτο θέλει εἶσθαι τῆς σημερινῆς διδαχῆς ἡ ὑπόθεσις, ἤγουν: μέ ποῖον τρόπον πρέπει οἱ Χριστιανοί νά τιμῶσι τά πάθη τοῦ Χριστοῦ εἰς ταύτας τάς ἁγίας ἡμέρας.
ΜΕΡΟΣ Α’
Ἀφοῦ ἔκαμε τό δεῖπνον τό Μυστικό ὁ Ἰησοῦς Χριστός, συντροφιασμένος μέ τούς μαθητάς του, ἔρχεται πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν κέδρων, εἰς τό χωρίον Γεθσημανῆ· ἦτον εἰς τήν ἀρχήν τῆς νυκτός καί, ἀφήνοντάς τους ἐκεῖ παίρνει μαζῆ του τούς τρεῖς, Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην. Παραμερίζει νά προσευχηθῇ καί, στοχαζόμενος τό πάθος του, περίλυπος ἔγεινεν ἡ ψυχή του ἕως θανάτου. Καλή καρδία, ὦ Ἰησοῦ, μή λυπᾶσαι· ἐγώ βλέπω ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, ὅπου ἔρχεται πρός σέ μετά φανῶν καί λαμπάδων· αὐτοί πρέπει νά εἶναι καλοί ἄνθρωποι, διατί ἀλλέως δέν ἐπεριπατοῦσαν τήν νύχτα μέ τό φῶς. Βλέπω καί περιπατεῖ ἔμπροσθεν τους ἕνας ἄνθρωπος, ὅπου ἀπό τό σχῆμα μέ φαίνεται ἕνας σου μαθητής. Βλέπω καί ἐκεῖνοι σιμώνουσιν, ἐτοῦτος σέ χαιρετᾷ: «χαῖρε Ραββί»· μάλιστα σέ φιλεῖ «καί κατεφίλησεν αὐτόν». Ἐκεῖ ὅπου εἶναι φιλήματα, ἐκεῖ ὅπου εἶναι χαιρετισμοί, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἕνας μαθητής, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι φανοί καί λαμπάδες, ἠμπορεῖ νά εἶναι κανένα κακόν; καλή καρδία, ὦ Ἰησοῦ, μή φοβεῖσαι. Μά τέλος πάντων τί γίνεται; ἐκεῖνοι οἱ λαμπαδοφόροι ἄνθρωποι εἶναι σπεῖρα στρατιωτῶν, εἶναι πλῆθος ὑπηρετῶν, ὅπου ἔρχονται διά νά πιάσωσι τόν Ἰησοῦν καί νά τόν σύρουσιν εἰς τόν θάνατον· ἐκεῖνος ὁ μαθητής εἶναι ὁ προδότης Ἰούδας, ὅπου τόν ἐπώλησε διά τριάκοντα ἀργύρια, καί τώρα ἔρχεται νά τόν παραδώσῃ· ἐκεῖνος ὁ χαιρετισμός εἶναι δόλιος, ἐκεῖνο τό φίλημα εἶναι τό σημεῖον τῆς προδοσίας· «ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστι, κρατήσατε αὐτόν». Ὥστε ὅπου ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα; βέβαια ὤ μεγάλη συμφορά τοῦ Ἰησοῦ! δίκαιον ἔχει, δίκαιον ἔχει νά λέγῃ: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ἕνα ὅμοιον πρᾶγμα συμβαίνει τήν ἡμέραν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅταν γίνεται ἡ ἀνάμνησις τῶν ἁγίων καί φρικτῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος. Πλῆθος πολύ, ἡ πρόοδος τῶν Σταυρῶν καί τῶν ἁγίων Τάφων κρατεῖ ἀπό τό ἕνα ἕως τό ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, συνδρομή ἀναρίθμητος ἱερωμένων καί λαϊκῶν, καί ἰδιωτῶν μεγάλων καί μικρῶν, ὅπου προάγονται καί ἀκολουθοῦσι τήν ἱεράν λιτανείαν· στενοχωροῦνται εἰς κάθε τόπον κάθε ἡλικίας ἄνθρωποι, ὅπου συντρέχουσιν εἰς τό θέαμα· κρέμονται ἀπό τά παράθυρα ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί παιδιά καί γέροντες, διά νά ἰδοῦσι τήν σεβασμίαν παράταξιν. Φωτοχυσία μεγάλη φανῶν καί λαμπάδων, εἰς τρόπον ὥστε λάμπει μία ἡμέρα εἰς τό σκότος τῆς νυχτός· εἶναι ὅλα σημεῖα μιᾶς ἐξαιρέτου θερμῆς εὐλαβείας. Ὅποιος ἰδῇ τί γίνεται καί μέσα εἰς τάς ἐκκλησίας καί ἔξω εἰς τάς πλατείας καί τάς ὁδούς, θέλει λογιάσει πώς ὅλη ἡ πόλις, ὡσάν ἡ Νινευή, ὅταν ἔκαμεν ἐκείνην τήν δημοσίαν μετάνοιαν διά νά ἐξιλεώσῃ τόν Θεόν, εἶναι ὅλη πόνος, συντριβή, κατάνυξις· καί πῶς, ἄν ὅλαις ταῖς ἡμέραις τοῦ χρόνου ἐστάθημεν ἁμαρτωλοί, τήν Μεγάλην Παρασκευήν ἡμεῖς εἴμεσθεν ἀληθινά μετανοημένοι; Μ᾽ ὅλον τοῦτο, ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα· ἡ μεγάλη ἐκείνη παρρησία δέν εἶναι ἄλλο παρά μία ἐπίδειξις θεατρική· ἀπό ἐκεῖνο τό πολύ πλῆθος, ὅπου συντρέχει διά νά ἑορτάση τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, μερικοί ὁλότελα δέν ἐμετανόησαν· βλέπουσιν τόν Χριστόν εἰς τόν Σταυρόν καί ἐκεῖνος δέν ἐχωρίσθη ἀκόμη ἀπό τήν πόρνην· τοῦτος δέν ἐπέστρεψεν ἀκόμη τό ξένον πρᾶγμα, οὗτος ὁ ἄλλος ἀκόμη δέν ἐσυγχώρησεν τόν ἐχθρόν του, δέν ἄφησε τήν κακήν του συνήθειαν καί δέν ἔχει γνώμην νά κάμῃ καμμίαν διόρθωσιν τῆς ζωῆς του· ἄλλοι ἐμετανόησαν, μά πρός ὥρας ἐμετανόησαν πώς ἥμαρτον, μετ᾽ ὀλίγον θέλουσι μετανοήσει πώς ἐμετανόησαν: ἄλλοι ἔχουσι γνώμην νά ἐξομολογηθῶσι, μά ἔχουσι καί γνώμην εὐθύς, ὅπου ἀναστηθῇ ὁ Χριστός, πάλιν νά τόν ξανασταυρώσουσιν: «ἀνασταυροῦντες ἑαυτοῖς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ καί παραδειγματίζοντες», καθώς λέγει ὁ μακάριος Παῦλος.
Ὦ Θεέ! καί οἱ Χριστιανοί τιμῶσι τόν Χριστόν εἰς τά πάθη του μόνον μέ τά χείλη, μά ἡ καρδιά τους εἶναι πολλά μακράν, ἔτσι ἐπαραπονεῖτο ὁ Θεός, μέ τό στόμα τοῦ Ἡσαΐου, καί αὐτός ὁ Χριστός εἰς τό ἱερόν Εὐαγγέλιον: «Ὑποκριταί, καλῶς προεφήτευσε περί ὑμῶν Ἡσαΐας, λέγων ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι αὑτῶν καί τοῖς χείλεσί με τιμᾷ· ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾽ ἐμοῦ». Τέτοιας λογῆς ἀνίσως καί τήν μεγάλην ἐκείνην Παρασκευήν μίαν φοράν ἐσταυρώθη ὁ Χριστός ἀπό τούς Ἰουδαίους, κάθε μεγάλην Παρασκευήν ξανασταυρώνεται ὁ Χριστός ἀπό τούς Χριστιανούς, διατί ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα· καί μ᾽ ὅλον τοῦτο· τότε ἔπρεπε μάλιστα οἱ Χριστιανοί νά φαίνωνται πλέον εὐλαβεῖς καί πλέον εὐχάριστοι.
Ἀποστάτησεν ὁ λαός τῆς Ἀντιοχείας καί Σέλευκος ὁ Βασιλεύς μετά βίας ἐλυτρώθη ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἀποστατῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νά τοῦ πάρωσι καί τήν ζωήν, ἀφ᾽ οὗ τοῦ ἐπήρασι τήν βασιλείαν. Μοναχός φεύγει κρυφίως ἀπό τά βασίλεια, ἐβγαίνοντας ἀγνώριστος ἀπό τήν χώραν, περιπατεῖ ὅλην τήν νύκτα καί πρός τήν αὐγήν φθάνει εἰς μίαν παραθαλασσίαν, ὅπου κάθεται νά πάρῃ ὀλίγην ἀναπνοήν. Κουρασένος εἰς τό κορμί διά τόν κόπον, περίλυπος εἰς τήν ψυχήν διά τήν καταστροφήν, καί μέ πολλούς ἀναστεναγμούς στέκει καί συλλογίζεται τήν συμφοράν του. Μά οἱ ἀποστάται, ὅπου τόν ἤθελον ἀποθαμένον, ἀκολουθοῦσι τά ἴχνη του· φθάνουσι καί αὐτοί εἰς τόν ἴδιον τόπον· τόν ξανοίγουσι μακρόθεν, τόν γνωρίζουσι· τρέχουσι τότε μέ ὅλον τόν θυμόν εἰς τό πρόσωπον, μέ τάς ρομφαίας εἰς τάς χεῖρας, καί ὁρμοῦσι καταπάνω του, διά νά πίωσι τό αἷμα του. Πλησιάζουσι· καί ἐδῶ, βλέποντες ἕνα Βασιλέα, τόν ἴδιόν τους Βασιλέα, μοναχόν, χωρίς καμμίαν συντροφίαν, τεθλιμμένον, χωρίς καμμίαν παρηγορίαν, γυμνόν ἀπό κάθε βασιλικήν στολήν, κείμενον εἰς τήν γῆν, ὅλον περιχυμένον ἀπό τά δάκρυα, κρατοῦσιν εἰς τό πρῶτον τόν θυμόν καί τάς χεῖρας, τόν λυποῦνται, μετανοοῦσιν εἰς τήν ἀποστασίαν ὅπου ἔκαμαν· τόν παρηγοροῦσιν μέ λόγια συμπαθητικά· τόν σηκώνουσιν ἀπό τήν γῆν· τόν προσκυνοῦσι πάλιν διά βασιλέα ζητοῦσι συγχώρησιν εἰς τά περασμένα· τόν συντροφεύουσιν εἰς τήν πόλιν· τόν ἀνεβάζουσιν εἰς τόν θρόνον καί τοῦ ὀμνύουσιν εἰς τό ἐρχόμενον πίστιν καί ὑπακοήν! Τόσον ἴσχυσεν εἰς καρδίας καί βαρβάρων καί ἀποστατῶν ἡ ὄψις δυστυχισμένου βασιλέως.
Αἴ, χριστιανοί, ἐκεῖνος, τόν ὁποῖον τήν μεγάλην Παρασκευήν βλέπομεν καρφωμένον εἰς ἕνα σταυρόν, στεφανωμένον μέ ἀκάνθας, ἄμορφον ἀπό τά ραπίσματα, ὅλον αἱματωμένον ἀπό τάς πληγάς, εἶναι ὁ βασιλεύς τῆς Δόξης, εἶναι ὁ βασιλεύς ἡμῶν, εἰς τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἐβαπτίσθημεν, τοῦ ὁποίου τό εὐαγγέλιον πιστεύομεν, τοῦ ὁποίου τήν βασιλείαν ἐλπίζομεν. Αἱ ἁμαρτίαι μας τόν ἔφεραν εἰς μίαν κατάστασιν τόσον ἐλεεινήν· καί λοιπόν ἐκείνην τήν ὥραν, ὅπου τόν βλέπομεν, εἶναι τόσον πέτριναι αἱ καρδίαι μας, καί δέν συτρίβονται ἀπό τόν πόνον; τότε ἔπρεπε νά λέγωμεν, μά νά τό λέγωμεν ἐκ καρδίας καί μέ ὅλην τήν συντριβήν: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, εἶναι δίκαιον Ἐσύ νά εἶσαι προσηλωμένος εἰς ἕνα Σταυρόν καί ἐγώ νά κείτωμαι ἀκόμη εἰς τόν κράββατον μέ τήν πόρνην! Ἐσύ νά φορῇς τόν ἀκάνθινον στέφανον καί ἐγώ νά ἔχω τόσους κακούς λογισμούς εἰς τήν κεφαλήν! Ἐσύ νά ἔχῃς ἀνοικτήν τήν πληγωμένην πλευράν καί ἐγώ νά κρατῶ εἰς τήν καρδίαν κατά τοῦ πλησίον μου μῖσος αἰώνιον! Ἐσύ νά ἔχῃς καρφωμένα χέρια καί πόδια καί ἐμέ τά χέρια μου νά εἶναι γεμᾶτα ἀδικίας, τά πόδια νά τρέχουσιν εἰς τήν ἀπώλειαν! Ἐσύ νά ἔχῃς καταξεσχισμένας τάς καθαρωτάτας σάρκας ἀπό τάς μάστιγας καί ἐγώ νά ἔχω τήν σάρκα μου μολυσμένην ἀπό τόσας ἀκαθαρσίας! Ἐγώ ἔπρεπε νά βαστῶ τοιοῦτον σταυρόν· ἐγώ νά λάβω τόσα πάθη· ἐγώ νά ὑποφέρω τοιοῦτον θάνατον· μά, ἄν δέν ἠμπορῶ νά ἀποθάνω διά ἐσέ, κἄν ἄς μετανοήσω· ἄν δέν ἠμπορῶ νά χύσω τό αἷμα μου, κἄν ἄς χύσω τά δάκρυά μου· ἄν δέν ἠμπορῶ νά δώσω τήν ζωήν μου διά τήν ζωήν σου, κἄν ἄς δώσω τήν ἀγάπην μου διά τήν ἀγάπην σου. Ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ἔκαμες τόσα δι᾽ ἐμέ τόν ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον, καί ἐγώ τί ὀλιγώτερον ἠμπορῶ νά κάμω διά ἐσέ, παρά νά σέ ἀγαπῶ, παρά πλέον νά μήν πταίσω; Καί λοιπόν ἐγώ μετανοῶ, ἐγώ ἀθετῶ τά περασμένα μου σφάλματα καί ἁμαρτίας καί ὀμνύω ἀπ᾽ ἐδῶ καί ἐμπρός αἰώνιον ἀγάπην εἰς τό ὄνομα σου καί ὑπακοήν εἰς τόν νόμον σου.
Ἔτσι ἔπρεπε νά λέγωμεν, ἔτσι νά κάμωμεν τήν μεγάλην Παρασκευήν· καί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅπου διά τοῦτο κάθε χρόνον μᾶς ἐνθυμίζει τοῦ Χριστοῦ τό πάθος καί θάνατον. Ἡ ἑορτή τῶν χριστιανῶν, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐξόχως εἰς τάς ἁγίας ταύτας ἡμέρας νά εἶναι «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια». Ἐπίδειξις ἀγαθῶν ἔργων, ὄχι μόνον φανῶν καί λαμπάδων· εὐλάβεια ψυχῆς, ὄχι μόνον κατ᾽ ἐπιφάνειαν· πολιτείας ἀκρίβεια, ὄχι μόνο θεατρική παρρησία. Ἀλλέως, ὅταν ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα, ἠξεύρετε τί ἦτον καλλίτερον νά κάμωμεν; ἀκούσατέ το. Εἰς τόν πόλεμον ὅπου ἔκαμεν ὁ βασιλεύς Σαούλ ἐναντίον τῶν Φιλισταίων, ἀπέθανεν ἐσφαγμένος μέ τήν ἴδιαν του δεξιάν· ὅταν τό ἤκουσεν ὁ Δαυΐδ, ἔσχισε τά ἱμάτιά του, ἔκαμε θρῆνον μέγαν καί εἶπεν πρός ὅλον τόν λαόν· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ὁ βασιλεύς Σαούλ ἀπέθανε· σιωπή τό λοιπόν, δέν θέλω τινάς νά τό φανερώσῃ, διά νά μή τό ἀκούσωσι καί χαροῦσιν οἱ ἐχθροί· «μή ἀπαγγείλατε ἐν Γάθ, μηδέ εὐαγγελίσησθε ἐν ἐξόδοις Ἀσκάλωνος, ἵνα μή εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων». Ἔρχεται ἡ ἁγία καί μεγάλη Παρασκευή καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ἐνθυμίζει, πώς ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Βασιλεύς ὑμῶν, ἀπέθανεν ἐπάνω εἰς ἕνα Σταυρόν διά τήν ἀγάπην μας· καί λοιπόν σιωπή· σφαλίξατε, ὦ ἱερεῖς τάς ἐκκλησίας, κρύψατε εἰς τά ἐνδότερα τοῦ θυσιαστηρίου τόν Ἐσταυρωμένον καί τόν Σταυρόν· μή ἀκουσθῇ, μή φανῇ τοιοῦτον πρᾶγμα, καί χαροῦσιν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως. Μά πῶς; νά φέρωμεν ἀπό τό ἕνα εἰς τό ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως τόν Σταυρόν, νά σύρωμεν ἀπό τάς ὁδούς καί ἀπό τάς πλατείας τόν Ἐσταυρωμένον, νά κηρύττωμεν φανερά πώς ἐκεῖνος ἔλαβε τοιοῦτον ἐπώδυνον καί ἐπονείδιστον θάνατον διά ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὡς τόσον, ἔξω ἀπό ἐκείνην τήν φαινομένην παρρησίαν, νά μή δείχνωμεν πρός αὐτόν κανένα σημάδι πόνου καρδιακοῦ, εὐλαβείας ἀληθινῆς, ἀγάπης καί εὐχαριστίας; Τί θέλουσι λέγει τότε οἱ Ἑβραῖοι, ὅπου τόν ἐσταύρωσαν; θέλουσι λέγει: οἱ Χριστιανοί πιστεύουσι πώς ἐκεῖνος εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ· οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦσι, πώς ἐκεῖνος ἐσταυρώθη διά τήν ἀγάπην τους, καί οἱ Χριστιανοί τόσον μόνον κάνουσι διά τόν εὐεργέτην τους; ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ δέν εἶναι ἔτσι, καθώς οἱ Χριστιανοί πιστεύουσιν, ἤ καί αὐτοί οἱ Χριστιανοί ἀληθινά δέν τόν πιστεύουσιν. «Εἰ υἱός ἐστι τοῦ Θεοῦ καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, καί πιστεύσομεν εἰς αὐτόν»· ἔτσι θέλουσι βλασφημεῖ καί τώρα οἱ Ἑβραῖοι, καθώς καί τότε εἰς τό πάθος τοῦ Χριστοῦ· ἔτσι θέλουσι περιγελᾷ τήν ὑπόκρισιν τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν διά τό καλλίτερον σφαλίσατε – λέγω πάλιν - ἱερεῖς, τάς ἐκκλησίας, κρύψατε τόν Σταυρόν καί τόν Ἐσταυρωμένον· μή φανῆ, μήν ἀκουσθῇ τοιοῦτον πρᾶγμα, διά νά μή χαροῦσιν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως: «ἵνα μή εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων».
Καί λοιπόν δέν ἔχει νά γενῇ τήν μεγάλην Παρασκευήν ἡ συνηθισμένη πρόοδος, ἡ λιτανεία καί παρρησία, ὅπου γίνεται κάθε χρόνον; τό εἶπα· πλήν, ἐπειδή καί ἔτσι θέλετε, ἄς γένῃ· μά ἄς γένῃ καθώς πρέπει· καθώς εἶναι τά φαινόμενα, ἔτσι ἄς εἶναι καί τά γινόμενα· καθώς εἶναι ἡ ἐξωτερική, ἔτσι ἄς εἶναι καί ἡ ἐσωτερική εὐλάβεια. Μέ τούς φανούς καί μέ τάς λαμπάδας, ἄς ἀνάπτη μέσα εἰς τήν καρδίαν μας ἡ ἀγάπη πρός Ἐκεῖνον, ὅπου διά τήν ἀγάπην μας ἀπέθανε· ἀπό τόν ἀκάνθινόν του στέφανον, ἄς πάρωμεν κατάνυξιν καί συντριβήν· ἀπό τάς πληγάς του, ἄς παρακινηθῶμεν νά σκληραγωγοῦμεν τήν σάρκα· ἀπό τόν Σταυρόν του, ἄς μάθωμεν τήν ὑπομονήν· ἀπό τόν θάνατόν του, ἄς καταλάβωμεν πόσον μέγα κακόν εἶναι ἡ ἁμαρτία· ἡ ἡμέρα τῆς μεγάλης Παρασκευῆς, ἄς εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς μετανοίας μας, ἄς εἶναι ἡ λιτανεία «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια» καί ἄς γένῃ.
Από το φως της Μεγάλης Πέμπτης – με το Μυστικό Δείπνο: την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας – μπαίνουμε στο σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής, στην ημέρα δηλαδή του Πάθους του Κυρίου, του Θανάτου και της Ταφής Του.
Στην πρώτη Εκκλησία αυτή η ημέρα, η Μεγάλη Παρασκευή, ονομαζόταν «Πάσχα του Σταυρού». Πραγματικά, αυτή η ημέρα, είναι η αρχή της Διάβασης, του Περάσματος, του οποίου το βαθύτερο νόημα θα μάς αποκαλυφθεί σιγά – σιγά, πρώτα στη θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου και Ευλογημένου Σαββάτου και ύστερα, στη χαρά της Αναστάσιμης Ημέρας.
Ας δούμε πρώτα τι είναι αυτό το Σκοτάδι. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι απλά και μόνο συμβολικό ή αντικείμενο ανάμνησης.
Πολύ συχνά, όταν συμμετέχουμε στις όμορφες και κατανυκτικές ακολουθίες αυτής της ημέρας, νιώθουμε την επιβλητική θλίψη που τις διακατέχει, αλλά ταυτόχρονα βιώνουμε και κάποιο αίσθημα αυτοθαυμασμού και αυτοδικαίωσης.
Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια κάποιοι «κακοί» άνθρωποι θανάτωσαν το Χριστό. Σήμερα εμείς, οι «καλοί» Χριστιανοί, στολίζουμε πολυτελείς Τάφους στις Εκκλησίες μας! Δεν είναι αυτό τρανό σημάδι της καλοσύνης μας;…
Ναι, αλλά η Μεγάλη Παρασκευή δεν ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το παρελθόν. Δεν είναι μια απλή ανάμνηση γεγονότων, αλλά είναι ημέρα που αποκαλύπτεται η Αμαρτία και το Κακό, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μάς καλεί ν’ αναγνωρίσουμε την τραγική πραγματικότητά τους και τη δύναμή τους στον «κόσμο τούτο».
Γιατί η Αμαρτία και το Κακό δεν εξαφανίστηκαν, αλλά, αντίθετα, αποτελούν ακόμα το βασικό νόμο του κόσμου και της ζωής μας. Αλλά μήπως και μεις, οι αυτοκαλούμενοι Χριστιανοί, συχνά δεν έχουμε τη λογική του κακού που είχαν οι Αρχιερείς των Εβραίων, ο Πόντιος Πιλάτος, οι Ρωμαίοι στρατιώτες και όλο εκείνο το πλήθος που μισούσε, βασάνιζε και φόνευε τον Χριστό;
Ποια στάση θα κρατούσαμε άραγε αν ζούσαμε στα Ιεροσόλυμα την εποχή του Πιλάτου; Αυτή είναι μια ερώτηση που απευθύνεται στον καθένα μας μέσα από τις λέξεις των ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής. Τούτη η ημέρα είναι πραγματικά η «ημέρα του κόσμου τούτου», κρίνεται ο κόσμος μας, αληθινά και όχι συμβολικά, και καταδικάζεται. Είναι μια πραγματική και όχι τελετουργικά καταδίκη της ζωής μας…
Είναι η αποκάλυψη της αληθινής φύσης «του κόσμου τούτου» που προτίμησε τότε, αλλά και τώρα συνεχίζει να προτιμάει, το σκοτάδι αντί το φως, το κακό αντί το καλό, το θάνατο αντί τη ζωή. Έχοντας καταδικάσει τον Χριστό σε θάνατο ο «κόσμος τούτος» καταδίκασε ταυτόχρονα και τον εαυτό του σε θάνατο. Στο μέτρο που και μεις αποδεχόμαστε το πνεύμα του «κόσμου τούτου», την αμαρτία του, την προδοσία του κατά του Θεού, είμαστε και μεις επίσης καταδικασμένοι. Αυτό είναι το πρώτο και φοβερά ρεαλιστικό νόημα της Μεγάλης Παρασκευής: μια καταδίκη σε θάνατο…
Αλλά αυτή η ημέρα, οπότε φανερώθηκε και θριάμβευσε το Κακό, είναι επίσης και ημέρα Λύτρωσης. Ο Θάνατος του Χριστού αποκαλύπτεται σωτήριος για μάς, γίνεται πηγή λύτρωσης. Και είναι αυτός ο Θάνατος σωτήριος γιατί είναι η πλήρης, η τέλεια και η υπέρτατη Θυσία.
Ο Ιησούς Χριστός προσφέρει το Θάνατό Του στον πατέρα Του, τον προσφέρει επίσης και σε μάς. Στον πατέρα Του γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να «πατήσει» (να καταστρέψει) το θάνατο, να σώσει τους ανθρώπους από το θάνατο. Αυτό είναι και το θέλημα του πατέρα: οι άνθρωποι να σωθούν από το θάνατο δια του θανάτου. Σε μάς προσφέρει ο Χριστός το Θάνατό Του γιατί στην πραγματικότητα ο Χριστός πεθαίνει αντί για μας. Ο θάνατος είναι ο φυσικός καρπός της αμαρτίας, είναι η τιμωρία σαν φυσική συνέπεια της αποστασίας.
Ο άνθρωπος διάλεξε να αποξενωθεί από τον Θεό, αλλά μη έχοντας ζωή αφ’ εαυτού του, πεθαίνει. Στον Χριστό δεν υπάρχει αμαρτία, επομένως δεν υπάρχει θάνατος. Δέχεται όμως να πεθάνει για μάς, μόνο και μόνο γιατί μάς αγαπάει. Προσλαμβάνει και μοιράζεται μαζί μας την ανθρώπινη φύση μέχρι τέλους. Παίρνει επάνω Του την τιμωρία (θάνατος) που η ανθρώπινη φύση έχει να πληρώσει, γιατί ο Χριστός προσλαμβάνει ολόκληρη τη φύση μας μαζί με το φορτίο του ανθρώπινου ξεπεσμού. Πεθαίνει ο Χριστός γιατί έχει ουσιαστικά ταυτίσει τον Εαυτό Του με μάς, έχει κυριολεκτικά επωμιστεί την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής.
Ο Θάνατος Του, λοιπόν, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του. Και επειδή ο Θάνατός Του είναι αγάπη, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, αλλάζει αυτόματα η φύση του θανάτου. Από τιμωρία γίνεται πράξη που αντανακλά αγάπη και συγχώρεση, δηλαδή ο θάνατος γίνεται το τέλος της αποξένωσης από τον Θεό και της μοναξιάς. Η καταδίκη μετατρέπεται σε συγγνώμη, σε ζωή…
Τελικά, ο Θάνατος του Ιησού Χριστού είναι σωτήριος θάνατος επειδή εκμηδενίζει την πηγή του θανάτου: το Κακό. Ο Χριστός δέχεται το θάνατο από αγάπη για τον άνθρωπο, και προσφέρει τον Εαυτό Του στους φονευτές Του, οι οποίοι κερδίζουν φαινομενικά τη νίκη. Όμως στην ουσία αυτή η νίκη είναι η ολοκληρωτική και αποφασιστική ήττα του Κακού.
Για να θριαμβεύσει το Κακό θα πρέπει να εκμηδενίζεται το Καλό και να αποδεικνύει το Κακό σαν τέλεια αλήθεια για τη ζωή, να δυσφημίζεται το Καλό και, με μια λέξη, να φανερώνει το Κακό την υπεροχή του. Αλλά ύστερα από όσα έπαθε ο Χριστός, είναι ο μόνος που θριαμβεύει. Το Κακό δεν έχει την παραμικρή δύναμη επάνω Του, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να δεχτεί το Κακό σαν αλήθεια. Έτσι με τον Χριστό η υποκρισία αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπό της σαν υποκρισία, ο φόνος σαν φόνος, ο φόβος σαν φόβος, και καθώς ο Ιησούς Χριστός σιωπηλά πορεύεται προς το Σταυρό και το Τέλος, η ανθρώπινη τραγωδία φτάνει στην αποκορύφωσή της.
Ο θρίαμβος του Χριστού, η νίκη Του κατά του Κακού, η δόξα Του γίνονται όλο και περισσότερο εμφανή. Βλέπουμε δε σταδιακά αυτή τη νίκη να την αναγνωρίζουν, να την ομολογούν και να την διακηρύσσουν πρώτα η γυναίκα του Πιλάτου, ύστερα ο συσταυρωμένος ληστής και ο κεντηρίωνας. Και καθώς ο Χριστός πεθαίνει στο Σταυρό, αφού αποδέχτηκε ολόκληρη τη φρίκη του θανάτου: την απόλυτη μοναξιά («Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;»), δεν έμεινε παρά να ακουστεί η τελευταία ομολογία: «αληθώς Θεού Υιός ην ούτος»…
Αυτός, λοιπόν, είναι ο Θάνατος, αυτή είναι η Αγάπη, η Υπακοή και η πληρότητα της Ζωής που καταστρέφει ό,τι έκανε το θάνατο παγκόσμιο μοιραίο προορισμό. «Και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη…» (Ματθ. 27, 53). Ήδη αρχίζει να ακτινοβολεί η ανάσταση… Αυτό είναι το διπλό μυστήριο της ημέρας αυτής, της Μεγάλης Παρασκευής, και οι ακολουθίες με τους υπέροχους ύμνους το αποκαλύπτουν και μάς καλούν να συμμετέχουμε σ’ αυτό.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...