
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το λαξευμένο μέσα σε πέτρα μοναστήρι στο Όρος Χαματούρα στη Κούσπα του Λιβάνου είναι ένα Ελληνoρθόδοξο μοναστήρι που ανήκει στο Πατριαρχείο της Αντιοχείας και είναι ένα από τ' αρχαιότερα στην χώρα. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά είναι ευρύτερα γνωστό ως Ιερά Μονή της Χαματούρας, που είναι το όνομα του βουνού στο οποίο το μοναστήρι είναι κτισμένο.
Κατά τα τέλη του 13ου μ.Χ. αιώνα, στη Μονή της Θεοτόκου της Χαματούρας, ο Άγιος Ιάκωβος άρχισε την ασκητή του ζωή. Μετά, όταν το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Μαμελούκους, εγκαθίδρυσε το μοναχισμό κατά μήκος της περιμέτρου των ερειπίων του μοναστηριού. Με τον καιρό, ξανάκτισε το μοναστήρι αναβιώνοντας και δίνοντας νέο σθένος στη μοναστική ζωή της περιοχής.
Η πνευματική του ζωηρότητα, η δυναμικότητα, και η δημοτικότητα του μεταξύ των πιστών επέστησε την προσοχή των Μαμελούκων που καθόρισαν στο μυαλό τους να σταματήσουν τον ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα του και να τον προσηλυτίσουν στο Ισλάμ. Αυτός αρνήθηκε πεισματικά τις αδυσώπητες τους πιέσεις. Όταν οι φρικτές απόπειρες εξαναγκασμού από του Μαμελούκους απέτυχαν, έσυραν τον Άγιο Ιάκωβο, μαζί με κάποιους μοναχούς και λαϊκούς από την Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται πάνω από το Όρος της Χαματούρας, στην πόλη της Τρίπολης (την πρωτεύουσα του Βορείου Λιβάνου) και τον παρέδωσαν στον γουαλί (ηγεμόνα).
Για σχεδόν ένα χρόνο, υπέμενε τεράστια βασανιστήρια. Εντούτοις, δεν παραδόθηκε ψυχικά ή να αποκηρύξει την πίστη του, παρά το ότι έπαιρνε κολακείες αλλά και απειλές και εκφοβισμό από τους Μαμελούκους. Αν και παραξενεμένοι από το πείσμα και την επιμονή του Αγίου Ιακώβου, στο τέλος καθώς ήταν η συνήθεια τους για τη τιμωρία τους εχθρούς τους, στις 13 Οκτωβρίου ο Άγιος Ιάκωβος αποκεφαλίστηκε. Επιπλέον, οι Μαμελούκοι έκαψαν το σώμα του για να διασφαλίσουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα του έδινε μια έντιμη ταφή ως μάρτυρα, μια ταφή που αρμόζει σε ένα άγιο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά το θάνατό του και ο Θεός βλέποντας τα βάσανα και την ακλόνητη πίστη του, του απονέμει αιώνιες δάφνες και χάρη, και σήμερα λάμπει ως μάρτυρας το ίδιο όπως ήταν σαν φάρος κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του. Ήταν κατά αυτή τη χρονική περίοδο που η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακοίνωσε την αγιότητα του Αγίου Ιακώβου, και που τον πρόσθεσε στο κατάλογο των τιμημένων αγίων μαρτύρων της, και προσευχήθηκε για την μεσολάβηση του.
Ο Άγιος μας είχε σχεδόν ξεχαστεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτό οφείλεται στα πολλά βάσανα που πέρασε η Ορθόδοξη Εκκλησία κάτω από διάφορα μουσουλμανικά σουλτανάτα που αποδυνάμωσαν τη χριστιανική πνευματική ζωή και οδήγησαν σε αισθητή πτώση τη χριστιανική ευμάθεια. Επιπρόσθετα, χειρόγραφα και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν αποσταλεί στο εξωτερικό και να μεταφραστούν, ή είχαν ξεχαστεί, απολεσθεί, ή καταστραφεί.
Ωστόσο, καταγραμμένα περιστατικά από τους προσκυνητές του μοναστηριού, αυτοί που είδαν οράματα από τον Άγιο Ιάκωβο, και πολλοί άλλοι που αναγνώρισαν την παρουσία του, επιβεβαίωσαν τη γνησιότητα της αγιοσύνης του. Δοξάζοντας το όνομα του θεού, ο Άγιος Ιάκωβος επίσης επούλωσε και έκανε πολλούς καλά.
Έχουμε πρόσφατα ανακαλύψει μια σαφή μνεία για τον Άγιο Ιάκωβο σε ένα χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας Μπελεμεντίου, σε ένα Γεροντικό, που είναι μία βιογραφία αγίων ή συλλογή διηγημάτων για τη ζωή των άγιων. Σε ένα χειρόγραφο του αρχείου της Μονής Μπελεμεντίου, υπ αριθμόν 149, δείχνει σαφώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 13 Οκτωβρίου. Η Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Κούσπα, Χαματούρα στο Λίβανο, τίμησε τη μνήμη του για πρώτη φορά, στις 13 Οκτωβρίου το 2002 μ.Χ., σε μια ολονύκτια προσευχή (αγρυπνία). Ένας αριθμός από ιερείς, διακόνους, και πιστούς συμμετείχαν σε εκείνη την αξέχαστη μέρα, όπου οι παρευρισκόμενοι έψαλλαν το τροπάριο και την ακολουθία του Αγίου Ιακώβου, που προετοιμάστηκε και συντάχθηκε από τους μοναχούς του μοναστηριού.
Σήμερα, οι πιστοί και οι προσκυνητές συνεχώς αναφέρουν τις εμφανίσεις του αγίου, τις θαυματουργές θεραπείες, και άλλα ευλογημένα έργα του. Όλα αυτά άναψαν τον πνευματικό ζήλο για τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου, και δοξάζοντας τον Θεό, τιμώντας τον Άγιο Ιάκωβο τον Χαματουρίτη που εξακολουθεί να είναι ζωντανός ανάμεσά μας στο μοναστήρι του κάνοντας θαυμαστά έργα, προσκλήσεις, και εμφανίσεις στους πιστούς.
Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία
Η πτωχή Ελληνίδα
Η Αγία νεομάρτυς Χρυσή καταγόταν από την επαρχία των Μογλενών της Μακεδονίας. Μογλενά ελέγετο η Βορειοδυτική Μακεδονία. Το χωριό της το λέγανε Σλάτενα. Σήμερα ονομάζεται Χρυσή. Πήρε το όνομα της Αγίας.
Οι γονείς της Χρυσής ήτανε φτωχοί και άσημοι χωρικοί. Ζύμωναν το χώμα των ολίγων χωραφιών τους με τον ιδρώτα τους, για να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Είχαν μαζί με την Αγία και άλλες τέσσαρες θυγατέρες. Οι αγράμματοι αυτοί γονείς διδάξανε στα παιδιά τους την πίστη.
Όση όμως φτώχεια υλική είχε η Χρυσή, τόση φυσική και πνευματική ομορφιά της είχε χαρισθεί από τον Θεό. Ήταν προκομμένη κοπέλα. Ήταν νέα με πολλά ψυχικά χαρίσματα.
Ποιους εμιμήθη
Είχε πολλή πίστη, στο Θεό. Επέδρασε πολύ στην ζωή της ο βίος και το μαρτύριο του Αγ. Ιακώβου του Νεομάρτυρος, ο οποίος καταγόταν από εκείνα τα μέρη, και μαρτύρησε με φρικτά βάσανα. Επίσης η μεγάλη της πίστη οφείλεται εκτός άλλων και στον πάτερ Κοσμά τον Αιτωλό, που μαρτύρησε 16 χρόνια πριν από την Αγία.
Ο σατανικός έρωτας του άπιστου
Ένας Τούρκος της περιοχής, βλέποντας την τόση ωραιότητα και. ομορφιά της Χρυσής, αναστατώθηκε. Πληγώθηκε η καρδιά του από σατανικό έρωτα. Την ερωτεύθηκε τρελά. Ήθελε να την κάμει δική του. Γι' αυτό προσπαθούσε να εύρη κατάλληλη στιγμή και να την αιχμαλωτίσει. Έτσι και έγινε αφού την αιχμαλώτισε πρώτα με παρακάλια και με εκβιασμούς προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Ύστερα αφού έβλεπε ότι δεν τα κατάφερνε την έστειλε στις γυναίκες για να τα καταφέρουν αυτές.
Και τί δεν έκαμαν, εκείνες για να της αλλάξουν την γνώμη. Επί έξι μήνες μηχανεύτηκαν τα πάντα. Πήγαν σε όλες τις μάγισσες και έκαμαν μάγια για να την κάνουν ν' αγαπήσει τον Τούρκο. Αλλά την Χρυσή, πού ήταν πιστή χριστιανή, πού ζούσε σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, πού εκκλησιαζόταν τακτικά, πού εξομολογείτο και μεταλάμβανε τα Άχραντα Μυστήρια, όλα αυτά τα έργα τα σατανικά δεν την έπιαναν.
Επί ένα εξάμηνο αυτή έμενε ακλόνητη. Γι αυτό κάλεσαν τούς γονείς της και τούς συγγενείς της όλους και με μεγάλες φοβέρες τούς διέταξαν να την παρακινήσουν να τουρκέψει, διότι αλλιώς και αυτή θα θανάτωναν άλλα και εκείνους θα βασάνιζαν και θα ζημίωναν αφάνταστα. Δεν θα τους άφηναν τίποτα από την περιουσία τους.
Τότε οι γονείς τις την παρακάλεσαν να αρνηθεί τον χριστό ώστε να σωθεί και αυτή και η οικογένεια της. Της έλεγαν επίσης ότι ο Χριστός θα καταλάβει και θα την συγχωρέσει για την αμαρτία αυτή, λόγω της βίας. Αλλά φλεγότανε η καρδιά της από το πυρ της αγάπης του Χριστού. Και γι αυτό δεν κάμφθηκε καθόλου από τα δάκρυα των γονιών της και την συμπάθεια των δικών της, όπως ήταν φυσικό. Η ευλογημένη Χρυσή κράτησε τον εαυτόν της επάνω από τις σαρκικές συγγένειες. Ήταν επάνω από τούς νόμους της φύσεως. Γι αυτό στράφηκε προς τούς γονείς και τις αδελφές της και τους είπε τούτα τα αξιοθαύμαστα και σοφότατα λόγια:
› Σεις, που με παρακινείτε να αρνηθώ τον Χριστό, τον Αληθινό Θεό, δεν είσθε πια γονείς μου και αδελφές μου, ούτε θέλω να σας ξέρω στο έξης, για γονείς και αδελφές. Αλλά αντί για σας στο εξής θα έχω Πατέρα τον Θεό, Μητέρα την Παναγία, αδερφούς τους Αγίους και τις Αγίες. Και έτσι τους απομάκρυνε.
Φρικτά Μαρτύρια
Βλέποντας ο μιαρός εκείνος επίδοξος εραστής της παρθένου, ότι καμία δύναμις δεν μπόρεσε να την μεταπείσει, άλλαξε τακτική. Άφησε κατά μέρος τα γλυκά λόγια, και τις υποσχέσεις και άρχισε να βασανίζει την Μάρτυρα. Επί τρεις μήνες την ξυλοκοπούσε ανηλεώς κάθε μέρα. Της καταπλήγωναν το σώμα. Αλλά η Μάρτυς υπέμεινε, για τον Νυμφίο Χριστό, καρτερικότατα τα βασανιστήρια.
Έπειτα όταν είδαν ότι παρ’ όλα αυτά δεν υπέκυπτε, χρησιμοποίησαν άλλο μαρτύριο πιο φρικτό. Άρχισαν να την γδέρνουν ζωντανή. Της έβγαζαν λωρίδες από το δέρμα της και τις άφηναν κρεμασμένες μπροστά της, για να δειλιάσει. Το αίμα έτρεχε από το παρθενικό σώμα της και πότιζε την μαρτυρική γη. Τί πόνοι ήσαν εκείνοι! Και όμως για την πίστη βαστούσε. Για τον Χριστό τον Νυμφίο της τα υπέμεινε. Ο νους της ήταν στα αιώνια αγαθά.
Στην πυρακτωμένη σούβλα
Όταν είδαν οι άπιστοι, ότι η πίστης της ήταν σταθερή και φλογερή και κατάλαβαν πώς έχαναν μόνον τον καιρό τους, άρπαξαν την Αγία από τα μαλλιά, στήριξαν έπειτα ο ένα σταθερό αντικείμενο το κεφάλι της και με φρικτά, δαιμονικά ουρλιαχτά εκδικήσεως, πίεσαν την πυρακτωμένη σούβλα στο αυτί της.
Το καμένο μέταλλο προχώρησε από το ένα αυτί και βγήκε από το άλλο. Καπνοί έβγαιναν από το στόμα και από την μύτη της.
Οι πόνοι σφαδάζουν το σώμα της Αγίας. Συγκλονίζεται από το φρικτό μαρτύριο, αλλά δεν χάνει την πίστη της. Σ την ώρα της μεγάλης οδύνης η δύναμις του Παντοδυνάμου Θεού την ενισχύει.
Ο Χριστός δεν εγκαταλείπει την Μάρτυρά Του. Της δυναμώνει την πίστη. Το φρικώδες τραύμα της σιδερένιας σούβλας δεν την ρίχνει σε αναισθησία, κώμα θανάτου ή θάνατον. Και αυτό προκαλεί τον θαυμασμό των αλλόπιστων...
Την αφήνει ο Θεός ζωντανή, για να βλέπουν οι πιστοί και οι άπιστοι το αλύγιστο φρόνημα της Μάρτυρος και να καταλάβουν πόση αγάπη για τον Χριστό είχε στην καρδιά της. Οι σκληροί και βάρβαροι και άπιστοι εκείνοι άνθρωποι, δεν μπορούσαν να υποφέρουν και πεισμάτωσαν γιατί νικήθηκαν από ένα κορίτσι. Γι' αυτό κρέμασαν την Νύμφη του Χριστού σε μια αγριαπιδιά. Τρέξανε κατόπιν όλοι τους με τα μαχαίρια και κόβανε κομμάτια από το σώμα της παρθένου. Αι! Έπειτα από τα τόσα βάσανα, παρέδωσε την αγία και ολόλευκη σαν το κρίνο, αγνή ψυχή της εις τον Νυμφίο της Χριστό. Έτσι η Αγία έλαβε από τον Χριστό διπλό στεφάνι. Το στεφάνι της παρθενίας και το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Τα άγια και παρθενικά και μαρτυρικά λείψανα της παρθένο μάρτυρος τα πήραν κρυφά μερικοί θαρραλέοι Χριστιανοί και τα Ενταφίασαν με ευλάβεια και πολύν σεβασμό. Μαρτύρησε η Αγία Χρυσή στις 13 Οκτωβρίου του 1795.
Ἀπολυτίκια Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Σκεῦος χρύσεον τῆς παρθενίας καί ἀκήρατος Νύμφη Κυρίου ἐχρημάτισας Χρυσή καλλιπάρθενε• τήν γάρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα ὑπέρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας. Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τόν Νυμφίον σου δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.
Ἦχος ἅ΄.
Τῆς ἔρημου πολίτης Ἀλμωπία καυχᾶται τοῖς σπαργάνοις σου πανσεμνέ, καί Μακεδονία γεραίρει τήν ἁγίαν σου ἄθλησιν, Χρυσή Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἰσότιμε Μαρτύρων εὐκλεῶν• μέθ ΄ὧν πρέσβευε ἀπαύστως ὑπέρ ἠμῶν, τῶν πίστει ἐκβοώντων σοῖ• δόξα τῷ δεδωκότι σοί ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διά σου, ἠμίν χάριν καί ἔλεος.
Ἦχος δ΄.
Ταχύ προκατάλαβε Φυτόν εὐθαλέστατον, ἐν Ἀλμωπία φυέν, ἀθλήσει ἐδόξασας, Παρθενομάρτυς Χρυσή, Χριστόν τόν Θεό ἠμῶν. Ὅθεν Μακεδονία, μυστικῶς ἀρδευθεῖσα, ρείθροις τῶν σῶν αἱμάτων, κατά χρέος τίμα σέ. Ἀλλά Χριστόν ἱκέτευε, ὑπέρ τῶν εὐφημουντῶν σέ. Τήν ἀμνάδα πάντες τήν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς παρθενίας τόν ἀσύλητον θησαυρόν, τήν νύμφην Κυρίου, ὅλην κεχρυσωμένην, Χρυσήν τήν ἀθλοφόρον ὕμνοις τιμήσωμεν.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, τῷ Παναγίω τήν ἁγνείαν ἄφθορον, τήν σήν ἐτήρησας Χριστῷ καί ὑπέρ φύσιν ἠγώνισαι, Παρθενομάρτυς, Χρυσή, ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον
Τήν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τήν κεχρυσωμένην σώματι τέ καί τή ψυχή, Χρυσήν τήν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες• Χαῖρε νύμφη τοῦ Κυρίου, ἁγνή καί πάγχρυσε.
Χαίροις ἡ Κυρίου περιστερά, ἡ κεχρυσωμένη τά μετάφρενα ψαλμικῶς, καί ἠργυρωμένας τάς πτέρυγας πλουτοῦσα, Χρυσή μου νεομάρτυς, σκέπε τούς δούλους σου.
Ὥσπερ καλλικέλαδος ἀηδών Χρυσή νεομάρτυς, ἐπί δένδρον τό τοῦ Χριστοῦ ὄνομα ἐφώνεις, λιγυρῶς καί ἐκεῖθεν, εἰς καλιᾶν ἀνέπτης τήν ἐπουράνιον.
Πηγή: Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία
Στη Μικρασιάτικη Γαλάτεια της Παφλαγονίας το έτος 957 βλέπει το φως της ζωής ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Οι γονείς του, ευγενείς και διακεκριμένοι στην επαρχία που ζούσαν, ενδιαφέρονται για την παιδεία και την αγωγή του μικρού Συμεών. Για τον λόγο αυτό και τον στέλνουν 6 μόλις ετών στην Κωνσταντινούπολη σε συγγενικά τους πρόσωπα, τα οποία κατείχαν θέσεις μέσα στα ανάκτορα. Από αυτή την ηλικία δέχεται τα πρώτα μαθήματα και σύντομα επιδίδεται στην ταχυγραφία και καλλιγραφία.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀποτελεῖ, ὅπως ξέρουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι ἡ βασιλεία αὐτὴ ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ αἰώνιος. Τούτη τὴν ἀλήθεια διακηρύττει καὶ ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος σ’ ἕναν ὕμνο του:
«Ἡ Βασιλεία σου, Χριστὲ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ Δεσποτεία σου, ἐν πάσῃ γενεὰ καὶ γενεά.»
Πολλοὶ μέχρι σήμερον πολέμησαν τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοεμφανίσθηκε πάνω στὴ γῆ, πολλοὶ τὴν καταδίωξαν καὶ τὴν πολέμησαν. Τί πέτυχαν; Μᾶς τὸ λέει ἡ ἱστορία μὲ τὸ στόμα τοῦ χρυσορρήμονος τῆς Ἀντιοχείας:
«Οἱ πολεμήσαντες ἀπωλόντο.»
Αὐτοὶ δηλαδὴ ποῦ τὴν πολέμησαν χάθηκαν! Κι ἡ Ἐκκλησία;
«Αὐτὴ ὑπὲρ τὸν Οὐρανὸν ἀναβέβηκε.»
Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι φυτεμένη στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς βεβαιώνει:
«Καὶ πύλαι Ἅδου οὗ κατισχύσουσιν Αὐτῆς.»
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, συγκροτεῖ καὶ στερεώνει τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἀνέδειξε διὰ μέσου τῶν αἰώνων τοὺς ἐμπνευσμένους ἐργάτες της. Τοὺς ζηλωτὲς καὶ ἀτρόμητους ἐργάτες, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δὲν δίστασαν καὶ στὰ μαρτύρια νὰ βαδίσουν καὶ τὴν ζωή τους νὰ θυσιάσουν γιὰ χάρη Του.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνέδειξε τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀγράμματους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, Ἀποστόλους καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ καὶ τοὺς φωτισμένους Ἱεράρχες, τοὺς φλογεροὺς μάρτυρες, καὶ ἀκατάβλητους ἀσκητές. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συντηρεῖ καὶ στὶς ἡμέρες μας καὶ ἐνισχύει τὶς χιλιάδες τῶν ἱεραποστόλων καὶ συγχρόνων μαρτύρων καὶ ὁσίων, ποὺ βρίσκονται στὰ διάφορα μέρη τοῦ αἱματόβρεκτου πλανήτη μας.
Μπορεῖ ἐμεῖς νά μὴν τοὺς ξέρουμε. Νὰ μὴν τοὺς βλέπουμε. Νὰ μὴν τοὺς προσέχουμε, γιατί ἄλλα πράγματα μᾶς συγκινοῦν καὶ μᾶς ἑλκύουν. Πράγματα συνήθως εὐτελὴ καὶ ἁμαρτωλά. Ὅμως αὐτοὶ ὑπάρχουν. Καὶ εἶναι πολλοί. Στρατιὲς ὁλόκληρες ἀπαρτίζουν τὴν στρατευόμενη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁσίους τοὺς μεγάλους καὶ θαυμαστούς, ποὺ σὰν ἄστρο φωτεινὸ στολίζει περίλαμπρα τὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπίκτητος ὁ Θαυματουργός. Ἀλαμανὸς ἦταν καὶ αὐτός. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμανοὺς ἁγίους, ποὺ ἦρθαν καὶ ἔζησαν στὸ νησί μας (την Κύπρον) τὸν 12ο αἰώνα. Μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴν Γερμανία. Ἤσαν Ἕλληνες ἐργάτες ποὺ ἐργάζονταν ἐκεῖ. Ἔλαβαν ὅλοι μέρος στὴν Β’ Σταυροφορία 1147 – 1149 ποὺ δημιουργήθηκε μὲ σκοπὸ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Ἁγίους Τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μωαμεθανῶν. Μετὰ τὴν διάλυση τῆς στρατιᾶς αὐτῆς, προτοῦ ἀκόμη φθάσει στὴν Παλαιστίνη, οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες συνῆλθαν ὅλοι καὶ ἀποφάσισαν νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν. Τὰ Ἱεροσόλυμα τὰ κρατοῦσαν ἀκόμη τότε οἱ Εὐρωπαῖοι. Ἀφοῦ πραγματοποίησαν τὸν ἱερὸ ἐκεῖνο πόθο τους, συνῆλθαν καὶ πάλι καὶ ἀποφάσισαν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ἀσκητεύσουν ἐκεῖ στὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου. Οἱ Σαρακηνοὶ ὅμως καὶ οἱ Λατίνοι τοὺς καταδίωκαν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα μαζεύτηκαν καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ φύγουν. Κατέβηκαν στὴν παραλία, μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο. Τὸ καράβι ποὺ τοὺς ἔφερνε, προτοῦ φτάσει σὲ λιμάνι, τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Εὐτυχῶς ὅμως τὸ πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ σώθηκε ὅλο καὶ βγῆκε στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἀπὸ ἐκεῖ διασκορπίσθηκαν σὲ ὁλόκληρο τὸ νησὶ καὶ ἀσκήτεψαν ἄλλοι «ἐν ὄρεσι» καὶ ἄλλοι «ἐν σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς».
Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, ὁ χρονογράφος τῆς Κύπρου, στὸ χρονικό του, νὰ πὼς περιγράφει τὸ σχετικὸ γεγονός:
«Ὄνταν οἱ Σαρακηνοὶ ἐπῆραν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τότε ἐβγήκαν οἱ πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ ὅπου ἐγλυτώσαν καὶ ἐπῆγαν ὅπου ηὔραν καταφύγιν, ἤσαν ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐπῆγαν ὅπου φτάσαν καὶ ἤρταν καὶ εἰς τὴν περίφημον Κύπρον μία συντροφιά, ὅπου ἤσαν (300) ὀνομάτοι, καὶ γροικώντα, ὅτι Ἕλληνες ἐφεντεύγαν τὸν τόπον, διὰ τὸν φόβον ἐπῆγαν εἰς τὸ ἕναν μέρος καὶ εἰς τὸ ἄλλον καὶ ἐσγάψαν τὴν γῆν καὶ ἐμπήκαν μέσα καὶ ἐπροσεύχουνταν τῷ θεῷ καὶ ἤσαν δυὸ τρεῖς ἀντάμα, καὶ εἶχαν τινὰ δουλευτὴν ἀποὺ τοὺς ἐδούλευγεν τὸ ἐχρειάζουνταν διὰ τὴν ζωήν τους. Καὶ ἐποθάναν εἰς τὸν αὐτὸ νησίν, καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τοὺς ἐφανερώθησαν δι’ ἀγγέλου, ἄλλοι διὰ τὰ θαυμαστὰ θαύματα.»
Ὁ Μαχαιρᾶς ἀναφέρει μάλιστα καὶ τὰ ὀνόματα 67 ἀπὸ τοὺς τριακόσιους αὐτοὺς ὁσίους. Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο μᾶς λέγει, πὼς ἀφοῦ προχώρησε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἦρθε στὰ βόρεια τῆς Κύπρου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Κάζα Πιφάνη, τὸ σημερινὸ Καζάφανι, ποὺ ἀπέχει κάπου τέσσερα μίλια ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κερύνειας:
«Εἰς τὴν Περιστερώναν τῆς Μεσαορίας εὑρίσκεται ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ θαυματουργός, εἰς τὴν Ὀρμετίαν (Ὀρμήδια) ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος στρατιώτης... καὶ πρὸς τοῦ Κάζα Πιφάνη ὁ ἅγιος Ἐπίκτητος.»
Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἅγιος διέμενε σ’ ἕνα ἔρημο μέρος. Ἀργότερα προχώρησε, βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ ἔστησε τὸ ἀσκητήριό του. Ὁ ἀγώνας του πολύπλευρος, ἐντατικός, ἀδιάλειπτος. Ὅπλα ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ μελέτη, ἡ ἄσκηση. Πόθος ἕνας: Νὰ νικήσει τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη του. Νὰ νικήσει τὸν κατώτερο ἑαυτό του καὶ νὰ γίνει ἐκεῖνος ποὺ θέλει ὁ Κύριος. Νὰ γίνει ὁ ἐνάρετος, ὁ τέλειος, ὁ ἅγιος:
«Ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι ὥσπερ καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοὶς Οὐρανοὶς τέλειός ἐστι.»
Αὐτὸ δὲν συνιστᾶ καὶ ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Νὰ γίνει ὁ τέλειος στὴν ἀρετή. Καὶ τὸ ἐπιτυγχάνει. Μὲ τὴν αὐστηρὴ νηστεία ἐπιτυγχάνει νὰ καταστέλλει τὶς σαρκικὲς ὁρμὲς καὶ μὲ τὴν κατανυκτικὴ καὶ συνεχὴ προσευχὴ νὰ ὑψώνει τὸ πνεῦμα του σὲ ἄλλους κόσμους. Μὲ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν προσεκτικὴ ἄσκηση κατορθώνει μέρα μὲ τὴ ἡμέρα νὰ ταπεινώνει καὶ νὰ ἐξουδετερώνει «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν τοὶς παθήμασι καὶ ταὶς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ» (Γαλ. ε’ 24) καὶ στὴν θέση του νὰ βάνει τὸν νέο ἄνθρωπο. Νὰ ντύνεται, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος, «τὸν νέον, τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολασ. γ’ 10). Δηλαδὴ νὰ ντύνεται τὸ νέο, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ξανακαινουργώνεται ὥστε νὰ προχωρεῖ σὲ βαθύτερη γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνεται ὁλοένα καὶ τελειότερη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκτισε.
Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο ζωῆς τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Ἡ Θεία χάρις «ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» πλούσια ἐπεσκίασε τὸν ὅσιο. Οἱ ἱερές του προσπάθειες καθαγιάζονται καθημερινὰ καὶ ἡ ζωή του γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐνάρετη κι ἁγία. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ φωτίζονται καὶ ὁ ζηλωτὴς ἀσκητὴς ἐπιτυγχάνει αὐτὸ ποὺ ποθεῖ καὶ ἀγωνίζεται. Ἐπιτυγχάνει νὰ ἀναδειχθεῖ κάποια μέρα «παρὰ τῷ Θεῷ ἐκλεκτός, ἔντιμος, ἅγιος».
Ὁποία στ’ ἀλήθεια τιμὴ καὶ χαρὰ γιὰ τὸν τακτικὸ ἐργάτη τῆς ἀρετῆς! Αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως ἐπιτυγχάνει καὶ ὁ καθένας πιστὸς ἀρκεῖ μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση νὰ θέτει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τὸν χρηστὸ ζυγὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ν’ ἀγωνίζεται σκληρὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ νὰ ζεῖ κάθε μέρα ζωντανὰ καὶ συνειδητὰ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ζωή. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μόνο μιὰ ὡραῖα διδασκαλία. Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι πρὸ πάντων βίωμα. Ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ σὰν θελήσει καὶ σὰν ἀγωνισθεῖ νὰ εὐαρεστήσει στὸν Κύριο. Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ βεβαιώνει καὶ ἡ καθημερινὴ πείρα τὸ μαρτυρεῖ.
Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Ὅσιός μας. Κάθε μέρα ἀγωνιζόταν στὴ σπηλιά του νὰ ζεῖ τὴν χριστιανικὴ ζωή. Κι ὄχι μονάχα ὁ ἴδιος φρόντιζε νὰ εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἀληθινοῦ πιστοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦτο συνεβούλευε σὲ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Γιατί καὶ τοῦτο ἐγένετο.
Ὅπως ἡ εὐωδία τῶν λουλουδιῶν τραβάει σ’ αὐτὰ τὶς εὐγενικὲς μέλισσες, ἔτσι καὶ τοῦ Ἁγίου μας, τῆς ἀρετῆς του ἡ εὐωδία, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπ’ τὴν ταπεινὴ σπηλιά, ἄρχισε νὰ ἑλκύει γύρω του διψασμένες ψυχές, ποὺ ποθοῦσαν μία καλύτερη ζωή. Σὲ λίγο ἕνας ὁλόκληρος συνοικισμὸς σχηματίστηκε γύρω ἀπ’ τὴν σπηλιά. Στὶς εὐγενικὲς αὐτὲς ψυχὲς ποὺ τὸ βράδυ, ὑστέρα ἀπὸ τὴν κούραση τῆς ἡμέρας, τὸν ἐπισκέπτοντο, ὁ Ἅγιος προσέφερε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ στοργὴ καὶ ἁπλότητα. Καὶ τὶς παρηγοροῦσε καὶ τὶς καθοδηγοῦσε καὶ τὶς ἐνίσχυε. Μὰ καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπὸ μακριὰ ὁ Ἅγιος τοὺς δεχόταν καὶ τοὺς χάριζε μαζὶ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες του. Κοντά του βρίσκανε οἱ δυστυχισμένοι τὴν προστασία. Οἱ ἄρρωστοι τὴν ὑγεία. Οἱ θλιμμένοι καὶ βασανισμένοι τὴν παρηγοριά. Καὶ ὅταν γέροντας πιὰ παρέδωκε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο, πλήθη λαοῦ καὶ ἀπὸ μακρινὰ μέρη μαζεύτηκαν καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κήδευσαν τὸ ἅγιο σκήνωμα ἐκεῖ στὴ σπηλιά. Τιμώντας δὲ τὸν Ἅγιο βάπτισαν τὸν συνοικισμὸ μὲ τ’ ὄνομά του, τὴν δὲ σπηλιὰ τὴν χρησιμοποίησαν γιὰ ἐκκλησία τους. Ἡ σπηλιὰ σώζεται ὡς σήμερα. Ἔχει τὴν μορφὴ κατακόμβης ἢ ἀσκητηρίου λαξευμένου πάνω στὸ βράχο.
Στὴν σπηλιὰ κατεβαίνει κανεὶς, ἀπὸ μία μικρὴ κυκλικὴ κλίμακα. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς κλίμακας ὑπῆρχε μία πηγὴ ποὺ ἔβγαζε γάργαρο νερό. Ἀπὸ αὐτὸ ἔπινε ὁ Ἅγιος. Καὶ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ ποτίζει καὶ τὰ λίγα λαχανικά, ποὺ καλλιεργοῦσε γιὰ νὰ τρέφεται. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου τὸ νερὸ χρησιμοποιόταν σὰν ἅγιασμα μέχρι ποὺ ἡ πηγὴ στέρεψε ἐξαιτίας τῆς ἀνομβρίας. Μέσα στὴν σπηλιὰ βλέπει κανεὶς καὶ σήμερα τὸ πέτρινο κρεβάτι τοῦ Ἁγίου καὶ μία πέτρα ποὺ ὁμοιάζει μὲ ἀνθρώπινο κεφάλι καὶ τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦσε ὁ ἀσκητὴς γιὰ προσκέφαλο. Σὲ μία γωνιὰ βρίσκεται καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου. Ἐπάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ αὐτὴ κτίστηκε ἀργότερα, περὶ τὰ τέλη τοῦ ιβ’ αἰώνα, ἡ ἐκκλησία τῆς κοινότητος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία οἱ κάτοικοι πολὺ τὴν σεβόντουσαν. Σ’ αὐτὴ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν σπηλιὰ καὶ τοποθετήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1856 καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου.
Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ὅσιος, ὅσο καιρὸ ζοῦσε, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἀναφέρουμε γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια μερικά:
α) Θεραπεία ἐνὸς τυφλοῦ
Κάποτε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Πάφου ζοῦσε ἕνας τυφλὸς νέος, ποὺ μέρα καὶ νύκτα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ φῶς του. Κάποια βραδιὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο, ποὺ ἦλθε καὶ τοῦ εἶπε:
› Παιδί μου, οἱ προσευχές σου εἰσακούσθηκαν. Ὁ Κύριός μας μὲ ἔστειλε νὰ σὲ κάμω καλά. Ἔλα λοιπὸν στὸ σπίτι μου, νὰ πλύνεις τὸ πρόσωπό σου μὲ τὸ νερό μου καὶ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς θὰ τὸ ἀποκτήσεις.
› Νὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου;
Ρώτησε ὁ νέος.
› Καὶ ποῦ εἶναι, γέροντά μου, τὸ σπίτι σου; Πές μου, ποὺ βρίσκεται μονάχα.
› Τὸ σπίτι μου, ὁ ναός μου βρίσκεται κοντὰ στὴν Κερύνεια. Ὅταν ἔρθεις ὡς ἐκεῖ, ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη θὰ συναντήσεις ἕναν ἱερέα συνεπαρχιώτη σου. Ρώτησέ τον ποὺ εἶναι τὸ σπίτι μου καὶ αὐτὸς θὰ στὸ δείξει μὲ προθυμία.
Τότε ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ ἦταν κάποιος Παπά-Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῆς Πάφου. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ τυφλὸς νέος ὁδηγημένος ἀπὸ τοὺς γονεῖς ξεκίνησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Κερύνειας. Ὅταν ἔφτασαν ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη βρῆκαν πραγματικὰ τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο. Ὅταν ἔφτασαν, ὁ ἱερέας τοὺς κατέβασε στὴν σπηλιὰ καὶ ὁ νέος ἔνιψε τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ἅγιασμα τοῦ Ἁγίου. Κατόπιν ἀνέβηκαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου μόλις ὁ νέος στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ τυφλὰ μάτια ἄνοιξαν! Καὶ ὁ νέος τελείως θεραπευμένος ἄρχισε νὰ κάμνει τὸν σταυρό του καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ λέγοντας:
› Αὐτός, ὁ γέροντας τῆς εἰκόνας μοῦ φανερώθηκε καὶ μὲ κάλεσε στὸ σπίτι του. Αὐτὸς τώρα μ’ ἔκανε καλά. Δόξα σοὶ ὁ Θεός!
β) Θεραπεία ἐνὸς δαιμονιζομένου
Ἐκεῖ στὴν Κακοπετριὰ ζοῦσε μία οἰκογένεια μ’ ἕνα παιδὶ δαιμονιζόμενο. Πολλὰ ξόδεψαν οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς γιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί τους μὰ τίποτα. Τὸ κακὸ γινόταν ἀπὸ μέρα σὲ μέρα καὶ χειρότερο. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος τοῦ Εὐαγγελίου, ἔτσι καὶ τὸ δεκαπεντάχρονο ἐκεῖνο παιδὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀφήνει στὸ κορμὶ του κανένα ἔνδυμα. Ἡ κατάστασή του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα εἶχε ἐξελιχθεῖ σ’ ἕνα δράμα τρομερό. Τάματα οἱ καημένοι οἱ γονεῖς καὶ προσευχὲς καὶ δάκρυα. Μιὰ μέρα ἡ πονεμένη μητέρα, ἐνῶ γονατιστὴ προσευχόταν σὲ μία γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ της, τὴν ὥρα ποὺ στὸ διπλανὸ δωμάτιο τὸ ἄρρωστο παιδὶ οὔρλιαζε τρομερά, κάποια στιγμὴ ποὺ εἶχε τὰ μάτια κλειστὰ καὶ ὁ πόνος τῆς σούβλιζε κυριολεκτικὰ τὴν καρδιά, εἶδε ἕνα ὅραμα. Μιὰ ὀπτασία στάθηκε μπροστά της καὶ μία φωνὴ τῆς εἶπε:
› Κόρη μου, τὸ παιδί σου, μπορεῖ νὰ γίνει καλά. Φτάνει μονάχα νὰ τὸ φέρεις στὸ σπίτι μου, ποὺ βρίσκεται σ’ ἕνα χωριὸ ἀνατολικὰ τῆς Κερύνειας.
Ἡ πονεμένη μητέρα σηκώθηκε μὲ μιᾶς κι ἔτρεξε καὶ τὸ εἶπε στὸν σύζυγό της, ποὺ τὴν στιγμὴ ἐκείνη εἶχε γυρίσει ἀπ’ τὴ δουλειά. Τὴν ἑπομένη, ἀφοῦ σηκώθηκαν πρωὶ καὶ ἔκαμαν τὴν προσευχή τους ξεκίνησαν μὲ συντροφιὰ τὸ ἄρρωστο παιδὶ γιὰ τὸ χωριὸ τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἔφτασαν στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, βρῆκαν μπροστὰ τους τὸν ἱερέα, ποὺ λὲς καὶ τοὺς περίμενε. Μὲ τὴν καθοδήγησή του κατέβηκαν πρῶτα στὴν σπηλιά. Ἐκεῖ ὁ ἱερέας ἔκαμε μία παράκληση καὶ ὑστέρα ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ κάτω τὴν πέτρα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἅγιος γιὰ προσκέφαλο, σταύρωσε μ’ αὔτην τὸ ἄρρωστο παιδὶ τρεῖς φορές. Μόλις τέλειωσε, τὸ δυστυχισμένο παιδὶ ἔβγαλε μία σπαρακτικὴ κραυγὴ καὶ ἔπεσε κάτω. Κυλίστηκε μερικὲς φορὲς καὶ ὕστερα σταμάτησε. Τέντωσε τὰ μέλη καὶ ἔμεινε σὰν πεθαμένο. Στὴ στάση αὐτὴ κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Μετὰ τινάχτηκε ὁλόκληρο σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο καὶ σηκώθηκε θεραπευμένο. Ἀνέβηκε τὴν κυκλικὴ κλίμακα, μπῆκε στὸ ναὸ καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀφοῦ ἔκαμε μερικὲς μετάνοιες προχώρησε καὶ μὲ σεβασμὸ ἀσπάστηκε πολλὲς φορὲς τὴν εἰκόνα λέγοντας:
› Σ’ εὐχαριστῶ, Ἅγιέ μου. Σ' εὐχαριστῶ. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!
γ) Τὸ παράλυτο παιδί
Στὴν Περιστερώνα τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας μιὰ εὐκατάστατη οἰκογένεια εἶχε παιδὶ παράλυτο. Πολλὰ χρήματα ξόδεψε σὲ γιατρούς, μὰ τίποτα. Τὸ παιδὶ τὸ πῆραν καὶ ἔξω ἀπ’ τὴν Κύπρο. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ εἶδαν κανένα καλὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ παιδὶ μεγάλωνε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Καὶ οἱ πονεμένοι οἱ γονεῖς μὲ δάκρυα ἔβρεχαν κάθε μέρα τὸ ψωμί τους. Στὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος μονάχα στὴν πίστη βρίσκει παρηγοριά. «Ἡ παιδεία Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα», λέγει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ πόνος βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ στραφεῖ λίγο περισσότερο στὸν ἑαυτό του. Νὰ κάμει μίαν αὐτοεξέταση. Νὰ μετανοήσει. Νὰ συντριβεῖ. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς. Ἡ ἀρρώστια τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ τους, ξύπνησε μέσα τους τὴν πίστη. Μετανόησαν καὶ οἱ δύο καὶ ἐξομολογήθηκαν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὴν δοκιμασία τους σὰν τὸν σταυρό τους μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή. Κάποιο βράδυ ποὺ ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ προσευχόταν γονατιστὴ καὶ ἔκλαιε εἶδε μπροστὰ της ἕναν γέροντα ποὺ τῆς εἶπε:
› Καημένη μητέρα, παῦσε νὰ κλαίγεις. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶδε τὰ δάκρυά σου καὶ μ’ ἔστειλε νὰ σὲ βοηθήσω. Πάρε τὸ παιδί σου τὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ καὶ φέρε το στὸ σπίτι μου, ποὺ βρίσκεται στὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο. Φέρε το καὶ θὰ πάρεις αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.
Συγκινημένη ἡ πονεμένη μάνα σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὸν σύζυγό της. Τοῦ εἶπε ὅ,τι τῆς συνέβη. Ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε μὲ προσοχή. Σὰν τελείωσε, ἔκαμαν καὶ οἱ δυὸ τὸν σταυρό τους καὶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε. Τὴν ἄλλη μέρα ἡ πιστὴ γυναίκα, σηκώθηκε πρωί, πῆρε ἀλεύρι καὶ ἔκαμε μία «λειτουργία». Τὴν ἑπομένη πῆραν τὸ ἄρρωστο παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ – ἦταν πέντε χρόνων – καὶ ἐξεκίνησαν. Τὸ βράδυ φιλοξενήθηκαν στὸ χωριό. Τὴν Κυριακὴ πολὺ πρωὶ πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Μὲ κατάνυξη παρακολούθησαν τὴν Θεία Λειτουργία καὶ κοινώνησαν ὅλοι, τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Σὰν τέλειωσε ἡ Θεία Λειτουργία μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ κατέβηκε στὴν σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου μὲ τὴ νεωκόρο ὁδηγὸ καὶ τὸν ἱερέα. Ἐκεῖ ἡ μητέρα ἄλλαξε τὰ ἐνδύματα τοῦ παιδιοῦ της καὶ τοῦ φόρεσε ἄλλα. Ἔκαμαν παράκληση καὶ ὁ ἱερέας ἀφοῦ πῆρε τὴν πέτρα ποὺ ὁ Ἅγιος χρησιμοποιοῦσε γιὰ προσκέφαλο, σταύρωσε τὸ παράλυτο παιδὶ τρεῖς φορὲς στὸ στῆθος καὶ στὴ ράχη. Τὰ ἀκίνητα πόδια ἀπ’ τὴν ἀρρώστια κινήθηκαν. Τὸ παιδὶ κάθισε, σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζει. Στ’ ἀλήθεια! «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».
Πολλὰ ἄλλα θαύματα ἀναφέρονται νὰ ἔγιναν ἀπὸ τὸν Ἅγιό μας. Πολλοὶ ἀκόμη καὶ Τοῦρκοι ἐξ αἰτίας τῶν θαυμάτων πίστεψαν καὶ βαπτίστηκαν στὸν Χριστὸ μὲ ἀναδόχους ἀπ’ τὸ χωριό.
Ὁ Ἅγιος Ἐπίκτητος, τὸ χωριὸ ὅπου ἔζησε ὁ Ἄγιος μας, εἶναι σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ χωριὰ ποὺ πατᾶ μὲ τὶς ἀρβύλες του ὁ βάρβαρος κατακτητής. Χρόνια τώρα ἡ ἐκκλησία τοῦ χωρίου εἶναι κλειστὴ καὶ τὰ καντήλια σβηστά. Γιατί ἄραγε; Πῶς γίνεται τοῦτο;
Ἀνεξιχνίαστοι, ἀδελφοί μου, αἱ βουλαὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἂς μὴ παραπονούμεθα. Ἂς ἔχουμε τὴν εἰλικρίνεια νὰ ὁμολογήσουμε, πὼς τὰ τελευταία χρόνια κάναμε καὶ ἐμεῖς κάτι τὸ ἀνεπίτρεπτο. Ἐγκαταλείψαμε τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε. Νὰ ἡ αἰτία τῶν δεινῶν μας. Ἐγκαταλείψαμε ὡς ὀρθόδοξος καὶ προνομιοῦχος λαὸς τὴν πίστη μας, τὶς παραδόσεις μας, τὰ χριστιανικὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας. Τὸ νησί μας, ἡ Νῆσος τῶν Ἁγίων, ἔγινε σήμερα ἡ νῆσος τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τῆς ἀποστασίας, τῶν αἱρέσεων, τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ μὲν πίστη μας δὲν ἔχει νὰ πάθει τίποτε ἀπ’ τὴν διαγωγή μας. Ἐμεῖς ἔχουμε νὰ πάθουμε. Ἐμεῖς ἔχουμε νὰ ὑποφέρουμε...
Τώρα ὅμως ποὺ κτυπήσαμε στὸ ἀνώφλι, ἂς δοῦμε ἐπιτέλους τὸ κατώφλι. Κι ἂς κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας κι ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε, ἡ εὐλογία θὰ ξαναγυρίσει καὶ πάλι στὸν τόπο μας. Οἱ Ἅγιοί μας καὶ πάλιν θ’ ἀρχίσουν νὰ θαυματουργοῦν. Καὶ οἱ ἐχθροὶ θὰ φύγουν. Καὶ ἐμεῖς πανευτυχεῖς θὰ στραφοῦμε μὲ χαρὰ στὰ σπίτια μας. Θὰ ξανοίξουμε τὶς ἀραχνιασμένες ἐκκλησιές μας. Καὶ θὰ γιορτάσουμε τὸ Πάσχα τῆς ἐλευθερίας μας. Ὡς τότε, ἂς πηγαίνουμε νοερὰ στὶς σκλαβωμένες ἐκκλησιές μας. Νοερά, ἂς μεταφερόμαστε καὶ στοῦ Ἁγίου μας τὴν σπηλιὰ καὶ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἂς τοῦ ψάλλουμε κάθε φορὰ τοῦτο τὸν ὕμνο:
«Πάτερ παμμάκαρ Ἐπίκτητε, τὴν σὲ τιμώσαν φαιδρῶς, νῆσον Κύπρον διάσωζε, πάσης περιστάσεως, τῇ θερμῇ προστασία σου, καὶ ἐξαιρέτως ταύτην τὴν χῶραν σου σεμνυνομένην τῷ σῷ ὀνόματι, σκέπε ἑκάστοτε καὶ χορηγεῖ πάντοτε ταύτῃ, σοφέ, τὰ τῆς εὐλογίας σου θεία δωρήματα.»
Ἅγιε Ἐπίκτητε, πρέσβευε ὑπὲρ ἠμῶν.
(σ.σ.: Η εκκλησία του Αγίου Επίκτητου, δυστυχώς έχει μετατραπεί σε τζαμί αφού βρίσκεται στην κατεχόμενη Κύπρο. Στο εσωτερικό της εκκλησίας υπάρχει το ασκητικό σπήλαιο – τάφος του Αγίου.)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, στερρῶς ἀνύσας, εὐηρέστησας, Χριστῷ ὁσίως, Θεοφόρε παμμάκαρ Ἐπίκτητε. Καὶ δοξασθεῖς τῇ τοῦ Πνεύματος χάριτι, ἡμᾶς λύτρωσε κινδύνων καὶ θλίψεων. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριο
Χάριν κεκλημένος παρά Θεοῦ, Ἐπίκτητε Πάτερ, ὡς θεράπων αὐτού σεπτός, φύλαττε καί σκέπε, ἐκ πάσης ἐπήρειας τούς ἐπί καλούμενούς σε εἰς βοήθειαν.
Πηγή: Ιερός Ναός Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς Μυτιλήνης
Πρόκειται για έναν από τους επιφανέστερους και πολυγραφότερους αρχιερείς της Εκκλησίας μας κι εναν από τους μεγαλύτερους οικουμενικούς πατριάρχες.
Ο κατά κόσμον Φωκάς γεννήθηκε περί το 1300 στη Θεσσαλονίκη από μητέρα εβραϊκής καταγωγής. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση παρά του Θωμά Μαγίστρου, του οποίου υπήρξε και υπηρέτης. Νωρίς ασπάσθηκε τον μοναχισμό και μετέβη στο όρος Σινά. Άπό εκεί ήλθε στον «ιερόν Άθωνα, τον χρυσούν όντως και φίλτατον, και πρόξενον των καλών εις όλους τους εις αυτόν οικήσαντας και οικούντας» κατα τον βιογράφο του.
Στην αρχή μόνασε στη Μονή Βατοπαιδίου, όπου γνωρίσθηκε και συνδέθηκε με τον άγιο Σάββα τον δια Χριστόν σαλό, του οποίου, όπως είδαμε υπήρξε άριστος βιογράφος. Κατόπιν μόνασε στη Μονη Μεγίστης Λαύρας. Ως Λαυριώτης μοναχός συνδέθηκε με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, του οποίου υπήρξε επίσης εξαιρετικός βιογράφος, και υπέγραψε τον Αγιορειτικό Τόμο του 1339. Το 1342 διαδέχθηκε στην ηγουμενία τον Μακάριο, πού εκλέχθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Η ηγουμενία του δεν ήταν δίχως προβλήματα. Η στάση του στο ησυχαστικό ζήτημα από την αρχή ήταν στο πλευρό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Το 1346 έγραψε δύο λόγους‡ περί του θαβωρίου φωτός και κατά του Ακινδύνου.
Το 1347 εξελέγη μητροπολίτης της πρωτόθρονης Ηράκλειας με τον τίτλο «Πρόεδρος των υπερτίμων» από τον πατριάρχη Ισίδωρο. Το 1350 χειροτόνησε τον Αγιορείτη άγιο Κάλλιστο Α' πατριάρχη. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο του 1351 για το ησυχαστικό ζήτημα, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο παρά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και συνέταξε τον Τόμο των Πρακτικών της Συνόδου. Ο ίδιος πατριάρχευσε στον Οικουμενικό Θρόνο δύο φορές‡ 1353-1354 και 1364-1376. Το 1368 συνοδικά αναγνώρισε την αγιότητα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και καθώρισε τη μνήμη του τη Β' Κυριακή των Νηστειών, συνθέτοντας την ιερά ακολουθία του, τακτοποιώντας οριστικά το ησυχαστικό ζήτημα και καταδικάζοντας τους αντιπαλαμιστές. Η πατριαρχεία του αγίου Φιλοθέου υπήρξε πλούσια σε σημαντική ποιμαντική δράση. Είχε μεγάλη συγγραφική και διοικητική δραστηριότητα Διηύθυνε τα εκκλησιαστικά θέματα με σύνεση και διάκριση, ώστε κατέστησε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως οικουμενικό φάρο. Εργάσθηκε σθεναρά κατά της οθωμανικής απειλής και της λατινικής προπαγάνδας, με την τόνωση και την ενότητα των Ορθοδόξων Ο πάπας Ουρβανός ο Ε΄ απέρριψε την πρότασή του για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου προς ορθή ένωση των εκκλησιών.
Ο άγιος Φιλόθεος χάρη στη μεγάλη του μόρφωση αναδείχθηκε σε εξαιρετικό και πολυμερή συγγραφέα. Τα πολλά του έργα μπορούν να διαιρεθούν σε δογματικά, αντιρρητικά κατά των Νικηφόρου Γρηγορά, Ακίνδυνου, Βαρλαάμ και Μανουήλ Πετριώτη, πολλά έργα του είναι αγιολογικά, και κυρίως Αγιορειτών αγίων, όπως Γρηγορίου Παλαμά, Γερμανού Μαρούλη, Ισιδώρου Βουχειρά και Σάββα Βατοπαιδινού, ως και Νικόδημου του Νέου‡ έγραψε επίσης περί της αγίας Ανυσίας, Δημητρίου Μυροβλύτου, Αγίων Άποστόλων, Τριών Ιεραρχών, Αγίων Πάντων, Ονουφρίου, Φεβρωνίας, Φωκά, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Θεοδώρου Τήρωνος, Αποστόλου Θωμά και άλλα. Άλλα τέλος έργα του είναι ομιλητικά, ερμηνευτικά, λειτουργικά, κανονικά, ιστορικά, ποιητικά, ευχολογικά και άλλα. Τα έργα του αγίου Φιλοθέου καλύπτουν όλους σχεδόν τους θεολογικούς κλάδους.
Υπήρξε βαθύς θεολόγος, θαυμάσιος συναξαριογράφος, ιδιαίτερα των συγχρόνων του Αγιορειτών, των οποίων τους βίους παρουσίασε υπόδειγμα για τους συμμοναστές του. Ώς υμνογράφος διακρίθηκε για το βαθύ περιεχόμενο και το γλαφυρό ύφος, παρουσιάζοντας υψηλές δογματικές έννοιες, συναγωνιζόμενος αρχαιότερους ομοίους του. Ο άγιος ως Βατοπαιδινός μοναχός και Λαυριώτης ηγούμενος, μητροπολίτης Ηρακλείας και οικουμενικός πατριάρχης αγωνίσθηκε παντού και πάντοτε με αυταπάρνηση και αγάπη για την Εκκλησία, πού στη διακονία της έθεσε τον λόγο και τη γραφίδα του. Υπεράσπισε με σθένος την Ορθοδοξία, ανέπτυξε σχέσεις με τα άλλα πατριαρχεία, βοήθησε τις Σλαβικές Εκκλησίες, έξουδετέρωσε τις προσηλυτιστικές προσπάθειες των Λατίνων και αναδείχθηκε σε σεβάσμιο εκκλησιαστικό και εθνικό άνδρα. Παραιτήθηκε της πατριαρχείας το 1376 λόγω γήρατος και εκοιμήθη το 1379. Κηδεύτηκε με βασιλικές τιμές κι ετάφη στη μονή του Ακαταλήπτου. Ο τάφος του έγινε πηγή θαυμάτων.
Νωρίς τιμήθηκε ως άγιος κι αγιογραφήθηκε στο Καθολικό της μονής Ρασάβα της Σερβίας από συμπατριώτες του Θεσσαλονικείς ζωγράφους. Σε Καθολικά του Αγίου Όρους αγιογραφείται στις Λιτές μεταξύ των υμνογράφων. Στα τέλη του 18ου αιώνα ανώνυμος λόγιος Φιλοθεΐτης μοναχός έγραψε ωραία βιογραφία και ασματική ακολουθία. Στο Άγιον Όρος υπάρχουν τρεις κώδικες με τον βίο και την ακολουθία του αγίου Φιλοθέου. Νεώτερη ακολουθία σύνθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Η μνήμη του εορτάζεται την Ε' Κυριακή των Νηστειών, τιμάται και στις 11 Οκτωβρίου ως διάσημος ασκητής, μοναχός και φύλακας της Ορθοδοξίας, συγκαταλεγόμενος μετά των αγίων Φωτίου, Μάρκου του Ευγενικού και Γρηγορίου του Παλαμά.
Πηγή: (Βατοπαιδινό Συναξάρι, Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Έκδοσις: Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007) Αγιορείτικες Μνήμες
Ο άγιος Φίλιππος, άλλος από τον Φίλιππο τον μαθητή του Κυρίου, καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, ήταν έγγαμος και από τον γάμο του απέκτησε τέσσερις θυγατέρες, προφήτιδες και οι τέσσερις της Εκκλησίας. Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο δεύτερο βιβλίο του των Πράξεων των Αποστόλων τον μνημονεύει σε διάφορα περιστατικά. Καταστάθηκε από τους αγίους Αποστόλους Διάκονος της Εκκλησίας, για να υπηρετεί τις ανάγκες των χριστιανών, μαζί με τον άγιο Στέφανο και τους υπολοίπους διακόνους. Μετά τον διωγμό που ξέσπασε με τον θάνατο του αγίου Στεφάνου, πήγε στη Σαμάρεια, όπου κήρυξε και μαθήτευσε πολλούς στη χριστιανική πίστη, μεταξύ των οποίων και τον μάγο Σίμωνα, τον οποίο και βάπτισε. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μνημονεύει το περιστατικό, κατά το οποίο ο Φίλιππος ηρπάγη από άγγελο, για να πλησιάσει έναν αξιωματούχο αιθίοπα, τον οποίο, αφού βρήκε να αναγινώσκει τον προφήτη Ησαΐα, κατήχησε και βάπτισε. Έπειτα αφού οδηγήθηκε και πάλι από άγγελο του Κυρίου στην πόλη της Αζώτου, φώτισε με τον λόγο του τους κατοίκους εκεί, οπότε μετά έφτασε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Εκεί επιτέλεσε μαζί με το κήρυγμα πολλά θαύματα, ίδρυσε εκκλησία, και τέλος εξεδήμησε προς τον Κύριο.
Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς προτιμά να αφιερώσει αρκετούς στίχους από το βιβλίο του «Πράξεις των Αποστόλων» στον απόστολο Φίλιππο, από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και έναν από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, και όχι για παράδειγμα στον Απόστολο Φίλιππο, τον μαθητή του Χριστού εκ των δώδεκα, ή τον Απόστολο Ναθαναήλ ή άλλους από τους Αποστόλους, πέραν βεβαίως του Αποστόλου Πέτρου και κυρίως του μετέπειτα Αποστόλου Παύλου, γεγονός που σημαίνει ότι ο Διάκονος Φίλιππος ήταν μία προσωπικότητα που δεν μπορούσε εύκολα κανείς να την ξεπεράσει και να μη την λάβει σοβαρώς υπ’ όψιν. Τα περιστατικά βεβαίως που διασώζονται από τη ζωή του πράγματι επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή, διότι τον βλέπουμε αφενός να δρα με τρόπο που θυμίζει τους μεγάλους Αποστόλους: έντονη ιεραποστολική φλόγα, δύναμη λόγου, επιτέλεση θαυμάτων, καθοδήγηση από αγγέλους, ίδρυση εκκλησιών, αφετέρου όλη η οικογένειά του να έχει επίσης μία ιδιαίτερη παρουσία στην Εκκλησία. Ιδιαιτέρως οι θυγατέρες του, τις οποίες μνημονεύει ο άγιος Λουκάς, υπήρξαν «παρθένοι και προφητεύουσαι», δηλαδή αφιερωμένες στον Θεό με το χάρισμα της προφητείας, άρα με τη δυνατότητα να προφητεύουν και να διδάσκουν τον λαό.
Ο εκκλησιαστικός μας υμνογράφος αναφέρεται συχνά στο χάρισμα λόγου που είχε ο άγιος Φίλιππος ο Διάκονος. Τέτοιο χάρισμα που το Πνεύμα του Θεού είδαμε ότι τον έστελνε σε διάφορες αποστολές, προκειμένου να καθοδηγήσει και να πείσει όχι μόνο απλούς, αλλά και μορφωμένους και υψηλά ισταμένους ανθρώπους. Το περιστατικό με τον αιθίοπα αξιωματούχο αποτελεί ένα μικρό δείγμα της αλήθειας αυτής. Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του όρθρου είναι αρκετά αποκαλυπτικός πάνω σ’ αυτό: «Ιόν ψυχόλεθρον φυγείν και σωτήριον χάριν υποδέξασθαι πείθεις, μελιρρύτοις λαλιαίς, τους απωσθέντας μακράν αγνωσία, Φίλιππε θεόπνευστε». Δηλαδή: Φίλιππε θεόπνευστε, πείθεις αυτούς που είναι μακριά από τον Θεό, λόγω της άγνοιάς τους, αφενός να αποφύγουν το δηλητήριο της μη ορθής πίστεως που καταστρέφει τις ψυχές, αφετέρου να δεχτούν τη χάρη του Θεού που οδηγεί στη σωτηρία, «μελιρρύτοις λαλιαίς». Ο λόγος του αγίου Φιλίππου ήταν πολύ πειστικός, έτσι ώστε να αποδέχονται οι άνθρωποι την πίστη του Χριστού. Χρησιμοποιεί όμως ο υμνογράφος και μία πολύ όμορφη φράση, που δείχνει κατεξοχήν τη δύναμη λόγου του αγίου: «μελιρρύτοις λαλιαίς». Δηλαδή, όταν μιλούσε ο άγιος για τον Χριστό, μιλούσε με τέτοιον τρόπο, που τα λόγια του ήταν σαν να έρρεε μέλι. Πρέπει να εννοήσουμε ότι το μελίρρυτο των λόγων του δεν έγκειτο μόνον στο περιεχόμενο, αλλά και στη μορφή και στον τρόπο που χρησιμοποιούσε. Πρόβαλλε βεβαίως πάντοτε τον Χριστό – «την του Λόγου δόξαν διηγούμενος» θα πει κάπου αλλού ο υμνογράφος, δηλαδή διηγείτο τη δόξα του Κυρίου Ιησού ως Θεού και ανθρώπου, και μάλιστα επιβεβαιώνοντας τη διήγηση αυτή και με θαύματα: «εν σημείοις φοβεροίς» - αλλά με καλλιέπεια λόγου, με ήρεμο και προσιτό στους ανθρώπους που απευθυνόταν τρόπο.
Και γίνεται βεβαίως παράδειγμα διαχρονικό σ’ αυτό. Ο λόγος της Εκκλησίας μας, η κατήχησή της στους ανθρώπους, αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει πάντοτε να έχει: πρώτον, να προβάλλει τον Ιησού Χριστό, ως τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε προς χάρη των ανθρώπων. Όπως το λέει και ο απόστολος των εθνών: «ουκ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Και δεύτερον: τον Χριστό που προβάλλει, να το κάνει με τρόπο όχι εξουσιαστικό, όχι με τον κακώς εννοούμενο κηρυγματικό τρόπο, δηλαδή ξερά δασκαλίστικο, αλλά ως αύρα απαλή, σαν μέλι που ευχαριστεί όχι τα αυτιά, αλλά τις καρδιές των ανθρώπων, με τον τρόπο που δίδαξαν αργότερα και οι μεγάλοι τρεις Ιεράρχες, προστάτες της παιδείας, που και εκείνοι «μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας» χαρακτηρίζονται. Δεν νομίζουμε ότι τελικώς ήταν τυχαίο που το Πνεύμα του Θεού χρησιμοποίησε τόσο έντονα τον άγιο Φίλιππο για να κηρύξει την πίστη του Χριστού. Ο Θεός δηλαδή αξιοποιεί κάθε φορά για την πραγματοποίηση του έργου Του τους ανθρώπους που έχουν τα αντίστοιχα προς το έργο αυτό χαρίσματα. Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν ήταν από τους ιδιαιτέρως προικισμένους από τον Θεό, που κατέθεσε ολόκληρο τον εαυτό του στην υπηρεσία Εκείνου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’.
Θείας πίστεως. Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τὴ Ἐκκλησία, ὡς Διάκονος Τοῦ Λόγου Ἀπόστολε, θεοσημείαις δὲ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τὰ πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Φίλιππε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ', Ἐπεφάνης σήμερον.
Μιμητὴς γενόμενος, τοῦ Διδασκάλου, δι' αὐτὸν Ἀπόστολε, ταὶς τῶν Ἁγίων τῶν αὐτοῦ, χρείαις πιστῶς διηκόνησας, ὅθεν σὲ πάντες, πιστοὶ μακαρίζομεν.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐλατὴρ τῶν δαιμόνων ἀναδειχθείς, καὶ φωστὴρ τῶν ἐν σκότει ἀποφανείς, ἔδειξας τὸν Ἥλιον, ἐκ Παρθένου ἐκλάμψαντα, καὶ ναοὺς εἰδώλων, συντρίψας ἀνήγειρας, ἐκκλησίας Μάκαρ, εἰς δόξαν Θεοῦ ἡμῶν· ὅθεν σε τιμῶμεν, καὶ τὴν θείαν σου μνήμην, πιστῶς ἑορτάζομεν, καὶ συμφώνως βοῶμέν σοι· Ὦ Ἀπόστολε Φίλιππε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Το όνομά τους δεν θα το βρείτε στα σχολικά εγχειρίδια. Οι εθνομηδενιστές και οι «φιλελεύθεροι» συνοδοιπόροι τους, τρέμουν τα συγκεκριμένα πρότυπα. Εμείς όμως, σε πείσμα των ξεπουλημένων, δεν θα παύσουμε να θυμίζουμε τα έπη των ιερομαρτύρων και εθνομαρτύρων μας.
Ο Άγιος Ευλάμπιος και η αδελφή του, Αγία Ευλαμπία, που η Εκκλησία μας γιορτάζει, στις 10 Οκτωβρίου, γεννήθηκαν στην Νικομήδεια, από ευσεβείς γονείς. Από τους ευσεβείς και ενάρετους γονείς, τους δόθηκε Χριστιανική ανατροφή και παρά το νεαρό της ηλικίας τους, έγιναν, φανατικοί οπαδοί, των Χριστιανικών Αληθειών. Είχαν πλούσια σωματικά και ψυχικά χαρίσματα, που από νωρίς έκαναν την εμφάνισή τους και τους έκαναν να ξεχωρίζουν, από τους συνομήλικές τους. Έζησαν, όταν βασιλιάς στη Ρώμη, ήταν, ο σκληροτράχηλος και αιμοχαρής Μαξιμιλιανός και ηγεμόνας της Νικομήδειας, ο αιμοβόρος Μάξιμος.
Με αφορμή τα αυτοκρατορικά διατάγματα, που εξέδωσαν και στάλθηκαν παντού, οι Χριστιανοί, ήταν αναγκασμένοι ή στα είδωλα να θυσιάσουν ή να υποστούν τα επακόλουθα, της άρνησής τους. Συλλήψεις και διώξεις παντού, ήταν, στην ημερησία διάταξη. Ο νεαρός Ευλάμπιος δεν μπορούσε να αντέξει, να βλέπει τους Χριστιανούς να υποφέρουν, όπως και δεν μπορούσε να βλέπει, να υβρίζεται και να προσβάλλεται, το Όνομα του Θεού. Γι’ αυτό εγκαταλείπει την Νικομήδεια και επιλέγει σαν τόπο εγκατάστασής του, μια έρημη τοποθεσία, όπου, για τον εαυτό του εφαρμόζει, αυστηρή, ασκητική ζωή. Γρήγορα όμως, διαπιστώνει, ότι αυτή η ζωή, ήταν, χωρίς δράση ή τουλάχιστον, όπως, θα την ήθελε. Γι’ αυτό εγκαταλείπει την έρημο και πηγαίνει στην πόλη, με σκοπό να παρουσιαστεί, στους ειδωλολάτρες ηγεμόνες, προκειμένου να τους προκαλέσει, με την πίστη του και την ευσέβειά του και να λάβει πιο γρήγορα, το φωτοστέφανο, της άθλησής του. Μόλις πάτησε τα πόδια του στην πόλη και γνώρισε από κοντά τα αντιχριστιανικά διατάγματα, άρχισε να τα περιγελά και να μιλεί περιφρονητικά, γι’ αυτά. Όσοι τον άκουσαν να μιλά, έτσι, γι’ αυτά, αμέσως κατάλαβαν, ότι είναι Χριστιανός, τον συλλαμβάνουν, προκειμένου να τον οδηγήσουν στον ηγεμόνα, για να δώσει εξηγήσεις, γι’ αυτή του την συμπεριφορά.
Ο ηγεμόνας, αντικρύζοντας τον νεαρό Ευλάμπιο και βλέποντας την ηλικία του, πίστεψε ο αιμοβόρος τύραννος, πως θα ήταν, εύκολη υπόθεση, γι’ αυτόν. Ξεκινά, με ήπιους και σε χαμηλούς τόνους την ανάκριση, ζητώντας επίμονα να μάθει, γιατί μίλησε έτσι για τους θεούς, τονίζοντάς του συγχρόνως, ότι το συμφέρον του είναι, να θυσιάσει στα είδωλα, για να αποφύγει, τα βασανιστήρια. Τότε, εισπράττει με θάρρος, την απάντηση του Αγίου:
› Αν άρχοντά μου γνώριζες, πιο είναι το συμφέρον σου, θα προσκυνούσες τον Ένα και Αληθινό Θεό, που είναι ο Δημιουργός, του Ουρανού και της Γης. Οι δικοί σου θεοί, είναι ψεύτικοι και τους χρησιμοποιείς, προκειμένου να κοροϊδεύεις, τους απλοϊκούς οπαδούς σου. Μ’ αυτό τον τρόπο τους οδηγείς στην Κόλαση, όπου, θα βασανίζονται, αιώνια.
Δεν πρόλαβε ο Άγιος, να τελειώσει τις θαρραλέες του φράσεις και ο τύραννος, αγριεμένος, δίδει εντολή στους στρατιώτες του, να ξεγυμνώσουν τον Άγιο και ν’ αρχίσουν να τον χτυπούν, αλύπητα. Ήταν τόσο το μίσος τους, που το αγνό νεανικό κορμί του Αγίου, γέμισε πληγές και πολύ γρήγορα μεταβλήθηκε, σε μια λίμνη, αίματος. Για να τον κάνει, όμως, ο αιμοχαρής τύραννος, να πονέσει περισσότερο, δίδει εντολή, να τον κρεμάσουν σε δέντρο και να συνεχίσουν να τον χτυπούν, με το ίδιο μίσος. Κόντευε, να του λιώσουν τις σάρκες και άρχισαν να φαίνονται, όλα του τα κόκαλα. Ο Άγιος με την προσευχή του, έδειχνε να τα υπομένει όλα, με πρωτοφανή καρτερία. Οι παρευρισκόμενοι, θαύμαζαν το Θεό του Αγίου και γίνονταν Χριστιανοί, εκτός από τον αιμοβόρο τύραννο, που μελετούσε πιο θα είναι, το επόμενο, βασανιστήριο.
Αφού διαπίστωσε, ότι ο Άγιος δεν κάμπτεται με υποσχέσεις, αλλά και βασανιστήρια, σοφίζεται το δαιμονικό του μυαλό, να του εξαρθρώσει τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών, προκειμένου να τον κάνει να πονέσει περισσότερο. Του δένει τα δάκτυλα, με δερμάτινα λουριά και άρχισαν να του τα τραβούν, μέχρι που τα εξάρθρωσαν, όλα. Ακολούθησε, η εξάρθρωση των αγκώνων και των ποδιών, ελπίζοντας, ότι ο Άγιος, θα ξεψυχούσε από τους πόνους. Όμως με τις προσευχές του κατάφερνε ο Άγιος, να βγαίνει νικητής και να εξοργίζει, έτσι, τον αναίσθητο τύραννο. Και σαν, να μην έφθαναν μόνο τα βασανιστήρια, που επέβαλλε στον Άγιο, άρχισε ακόμη να φλυαρεί και να υβρίζει τον Μόνο Αληθινό Θεό Του, βλασφημώντας τον Σταυρό του Χριστού και τη Σάρκωσή Του. Ο Άγιος Ευλάμπιος, του χαρακτηρίζει τότε, τους δικούς του θεούς, φονιάδες και πολεμοχαρείς, που τον κάνουν θηρίο ανήμερο και τον εξοργίζουν περισσότερο.
Δίδει, αμέσως εντολή, να πυρακτώσουν σιδερένιο κρεβάτι και αφού γίνει κατακόκκινο από την πυρά, να ξαπλώσουν και να δέσουν επάνω, τον Άγιο. Μόλις, τέλειωσαν οι προετοιμασίες, οι δήμιοι αρπάζουν, σαν αρπακτικά κοράκια, τον Άγιο και τον τοποθετούν επάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι. Ίσα που πρόλαβε, να κάνει το σταυρό του και να παρακαλέσει τον Θεό, να τον βοηθήσει. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσαν το θέαμα. Το πυρακτωμένο κρεβάτι, μεταβλήθηκε, σε ένα μαλακό στρώμα. Ο Άγιος ευχαριστούσε και δοξολογούσε τον Θεό, λυπόταν όμως, γιατί παρά τα βασανιστήρια που του έκαναν, δεν πίστευαν, στον Αληθινό Θεό. Γι’ αυτό ζητά, από τον αιμοχαρή τύραννο, να τον οδηγήσει, στο ναό των ειδώλων. Πίστεψε ο ασεβής, ότι ο Άγιος θα ασεβούσε και θα προσκυνούσε, τους ψεύτικους ειδωλολατρικούς θεούς. Η είδηση απλώθηκε γρήγορα και πολλοί έσπευσαν, να παρακολουθήσουν, το θέμα. Ο Άγιος οδηγήθηκε μπροστά στο βωμό των ειδώλων, με ξεχωριστές τιμές. Σταματά, απέναντι στο μεγαλύτερο και σπουδαιότερο είδωλο, το ακουμπά λίγο, με το χέρι του και του λέγει:
› Με τη Δύναμη του Θεού, σε διατάζω, να πέσεις κάτω στη γη και να γίνεις χώμα και σκόνη.
Ο συγκεντρωμένος όχλος, που παρακολουθούσε το θέαμα, πίστεψε στον Αληθινό Θεό του Αγίου και πολλοί βαπτίστηκαν και έγιναν Χριστιανοί.
Ανάμεσα στο συγκεντρωμένο όχλο, ήταν και η αδελφή του, η Ευλαμπία, που με δάκρυα στα μάτια, τον πλησιάζει και του λέγει:
› Είμαι η αδελφή σου Ευλάμπιε, που μας γέννησε και μας ανέθρεψε, η ίδια μάνα. Πρέπει μαζί να πεθάνουμε, για την αγάπη μας, στον Αληθινό Θεό.
Ο αιμοβόρος τύραννος, έδειχνε να τα έχει χαμένα. Δεν πίστευε στα μάτια του, γι’ αυτά που έβλεπε, να συμβαίνουν και δάγκωνε τις σάρκες του, από το κακό του. Άρχισε να προκαλεί την νεαρή Ευλαμπία, ότι προσποιείται και κάνει την Χριστιανή, ενώ έχει εραστή τον Ευλάμπιο και δεν είναι, αδελφός της. Αμέσως εισπράττει την απάντηση, από την νεαρή Ευλαμπία:
› Άκουσε τύραννε, για να μάθεις. Είμαι Χριστιανή και πιστεύω στο Μόνο Αληθινό Θεό, τον οποίο, προσκυνώ και λατρεύω. Μην ελπίζεις, ότι θα με τρομάξουν, τα όποια βασανιστήρια, εφαρμόσεις σε μένα. Μάθε ακόμη, ότι ο Ευλάμπιος είναι πραγματικά αδελφός μου, όχι μόνο στη σάρκα, αλλά και στην ψυχή.
Ο σκληρόκαρδος τύραννος, πριν καν προφθάσει, η νεαρή Ευλαμπία, να ολοκληρώσει τις φράσεις της, δίδει εντολή στους δήμιους, να την χτυπούν το πρόσωπο, μέχρι, που να το παραμορφώσουν. Το αγνό νεανικό της πρόσωπο, γέμισε από πληγές και από αίματα. Ο αδελφός Ευλάμπιος, δίπλα της, την ενθάρρυνε, να παραμείνει ανδρεία και να μην δειλιάσει. Αφού βεβαιώθηκε ο τύραννος, ότι και η νεαρή Ευλαμπία, δεν κάμπτεται, δίδει εντολή στους δήμιους, να βράσουν καζάνι με νερό και να ρίξουν μέσα, τους δυο Αγίους. Μόλις, ετοιμάστηκε το καζάνι και άρχισε να κοχλάζει το νερό, έριξαν πρώτο τον Άγιο Ευλάμπιο και προσκαλούσε την αδελφή του Ευλαμπία, να μην δειλιάσει, αλλά, να κάνει το ίδιο, γιατί το νερό παραμένει, δροσερό. Έτσι και οι δυο, μέσα στο ζεματιστό νερό, υμνούσαν και δοξολογούσαν, τον Θεό. Πολλοί από το συγκεντρωμένο πλήθος, πίστεψε, στο Αληθινό Θεό των Μαρτύρων και έγιναν Χριστιανοί.
Μόνο, το ανθρωπόμορφο τέρας, ο ηγεμόνας, δεν έβλεπε αυτά που συνέβαιναν και δίδει εντολή στους δήμιους, να τυφλώσουν τον Άγιο Ευλάμπιο. Πίστεψε, ο ασεβής, ότι έτσι, θα έκαμπτε την αδελφή του και θα την μετέστρεφε, πιο εύκολα. Στη συνέχεια δίδει εντολή, να κάψουν καμίνι, προκειμένου, να τους βάλει μέσα, για να τους ξεφορτωθεί. Μέχρις, ότου, μαζέψουν τα ξύλα, για να πυρακτώσουν το καμίνι, κρεμάει ο ασεβής την Αγία Ευλαμπία, από τα μαλλιά, για να την κάνει να πονάει και να υποφέρει, σε όλο το διάστημα της προετοιμασίας, που απαιτούνταν, να κάψουν το καμίνι. Μόλις, ετοιμάστηκαν όλα, οι δήμιοι παραλαμβάνουν τον τυφλό Άγιο Ευλάμπιο και τον οδηγούν στο καμίνι, ενώ, η αδελφή του μπαίνει στο καμίνι, τρέχοντας. Ο κόσμος, με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσε το θέαμα. Το πυρακτωμένο καμίνι, μεταβλήθηκε σε δροσιά, γιατί Άγγελος Κυρίου τους προστάτευε και οι Άγιοι, ξέσπασαν σε ύμνους, ευχαριστούντες και δοξολογούντες τον Θεό. Την ίδια ακριβώς ώρα οι παρευρισκόμενοι ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές και αναφωνούσαν, ότι είναι ο Αληθινός Θεός, ο Θεός των Αγίων και έγιναν Χριστιανοί.
Μόνο, ο αιμοχαρής και αιμοβόρος τύραννος, δεν πίστευε στο θαύμα που συνέβαινε και απογοητευμένος από το αποτέλεσμα, δίδει εντολή να τους αποκεφαλίσουν. Την ίδια στιγμή οι δήμιοι, παραλαμβάνουν τον Άγιο Ευλάμπιο και του κόβουν το κεφάλι, ενώ, η αδελφή του Ευλαμπία αφήνει την τελευταία της πνοή, πριν, προφθάσουν οι δήμιοι και την ακουμπήσουν, με τα ακάθαρτα χέρια τους. Ήταν στις 10 Οκτωβρίου και τη μέρα αυτή, γιορτάζεται από την Εκκλησία μας.
ΠΗΓΕΣ:
1. Εκδόσεις Ορθόδοξου Τύπου, « ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ», Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου.
2. Απολυτίκια Αγίων, Byzmusic.gr, π. Νικόδημος Καβαρνός.
(Πηγή: «Οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία», Σταυριανάκης Κωνσταντίνος)
«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’ ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’ έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν.»
Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), τονίσαμε, με βάση τους ύμνους της ακολουθίας τους, ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’ αυτούς και ως φιλαδελφία, και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα.
«Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα»: Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού.
«Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα, και η αγνεία τη απαθεία συμμιχθείσα, αβλαβώς διεφύλαξε της γνώμης το εύτονον∙ όπου γαρ Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται.»
Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη στη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού.
«Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς»: Με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’ αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω:
«...όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται.»
Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».
Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’ αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!
(Πηγή: «ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ», παπά Γιώργης Δορμπαράκης, Ακολουθείν)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῆς φύσεως θεσμῶ, συνημμένοι ἐνθέως, ὁμόψυχοι στερρῶς, ὡς ὀμαίμονες θεῖοι, αὐτάδελφοι Μάρτυρες, ἐν ἀθλήσει ὠράθητε, ὦ Εὐλάμπιε, σὺν τὴ σεμνὴ Εὐλαμπία, ὅθεν στέφανον, νικητικὸν δεδεγμένοι, ἠμᾶς διασῴζετε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Εὐλάμπιον, καὶ Εὐλαμπίαν τιμῶμεν, οὗτοι γὰρ τῶν τυραννούντων μηχανουργίας, ᾔσχυναν τῇ δυναστείᾳ τοῦ σταυρωθέντος· ἀνεδείχθησαν διόπερ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα πιστοὶ τῶν Ἀθλοφόρων σήμερον, ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς καὶ ὕμνοις εὐφημήσωμεν, ὅτι τῶν εἰδώλων καθεῖλον τὴν πλάνην, πολυθεΐας τὸ πῦρ κατασβέσαντες, καὶ δαίμονας ᾔσχυναν, τῶν δὲ τυράννων τὸν θυμὸν οὐκ ἔπτηξαν ξίφη τε καὶ πῦρ μὴ δειλιάσαντες, οὔτε θηρίων ὁρμὰς ἀγρίων, ἀγωνισάμενοι καλῶς, Εὐλάμπιος ὁ εὐκλεής, σὺν τῇ σεπτῇ Εὐλαμπίᾳ, ἀδελφοὶ σύναθλοι δειχθέντες, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Μαρτύρων σεπτὴ δυάς, Εὐλάμπιε μάκαρ, σὺν τῇ Εὐλαμπίᾳ τῇ ἀδελφῆ, καὶ διακοσίους, Ἁγίους Ἀθλοφόρους, ὑπὲρ ἡμῶν Κυρίῳ, ἀεὶ πρεσβεύσατε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἐκλαμπρὸν ἐν ἄθλοις καὶ θεαυγῆ, Εὐλάμπιε Μάρτυς, Εὐλαμπία ἡ εὐκλεής, σὲ τεθεαμένη, ἐκλάμπρως κοινωνεῖ σοι, τῶν ὑπερλάμπρων πόνων· μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.
Πηγή: Σταυριανάκης Κωνσταντίνος, Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Απ’ τα πρώτα παιδικά μας χρόνια, τότε που στο σχολείο ακούγαμε το δάσκαλο να μας μιλάει για το Διονύσιο Φιλόσοφο ή Σκυλόσοφο και το Κίνημα του, παραμένει ζωντανό στη μνήμη μας το δράμα του προδομένου και γδαρμένου ζωντανού Δεσπότη κάθε φορά δε που μας δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τα κείμενα και τα γεγονότα της εποχής του και των μεταγενέστερων εποχών, εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως το δράμα εκείνο δε συνδέεται μονάχα με το Διονύσιο το Φιλόσοφο και τους λίγους αγωνιστές της λευτεριάς που στήριξαν την Επανάσταση του είναι ταυτόχρονα και δράμα ολόκληρου του Γένους μας, σε τελευταία ανάλυση δράμα δικό μας.
Και τούτο γιατί η Επανάσταση του 1611, υπήρξε το πρώτο απελευθερωτικό Κίνημα των υπόδουλων Ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Κατέληξε, δυστυχώς, σε οικτρή αποτυχία σημάδεψε όμως το γεγονός αυτό, αποφασιστικά μάλιστα, την ιστορία της πόλης μας, της Ηπείρου και ολοκλήρου του Ελληνικού Γένους, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Και σήμερα ακόμα που συμπληρώθηκαν 390 ολόκληρα χρόνια από την εκδήλωση του, μπορούμε με το νου και την καρδιά, να συλλάβουμε το μεγαλείο του, ιδιαίτερα κάτω απ’ τις αντίξοες συνθήκες που έγινε το ξετύλιγμα του.
Το περίφημο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην εποχή του οποίου τα Γιάννινα είχαν αποβεί μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κέντρο αξιόλογο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, είχε σβήσει οριστικά από καιρό.
Απ’ το 14ο αιώνα είχε γίνει αισθητή η εμφάνιση των Τούρκων στη Βαλκανική. Στα 1430 καταλαμβάνουν και καταστρέφουν τη Θεσσαλονίκη. Ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ δίνει εντολή στο στρατηγό Σινάν να καταλάβει τα Γιάννινα. Πριν εκτελέσει τη διαταγή ο Σινάν στέλνει τελεσίγραφο στο Μητροπολίτη και τους προκρίτους και ζητάει την πόλη και τα κάστρα της. Μπροστά στην απειλή της καταστροφής και του εξανδραποδισμού οι Γιαννιώτες διαπραγματεύονται την αναίμακτη υποταγή. Τα Γιάννινα περιέρχονται στους Τούρκους στις 9 Οκτωβρίου του 1430. Με τη συνθήκη, που υπογράφτηκε στο Κλειδί της Μακεδονίας, ο Σινάν παραχωρούσε αρκετά προνόμια στους Γιαννιώτες.
Διαφωτιστικός, στο σημείο αυτό, ο περίφημος «Ορισμός» του Σινάν Πασά, όπως τον αντέγραψε, απ’ τον Σιναϊτικό Κώδικα, ο Κων/νος Αμαντος και τον παρουσίασε στα «Ηπειρωτικά Χρονικά», το έτος 1930.
«Του Σινάν πασά ορισμός και χαιρετισμός εις τον πανιερώτατον μητροπολιτών Ιωαννίνων και εις τους εντιμότατους άρχοντες, μικρούς τε και μεγάλους.
Να ηξευρετε οτι μας έστειλεν ο μέγας αυθεντης να παραλάβωμεν του Δούκα τον τόπον και τα κάστρη του. Και ωρισέν μας γουν ούτως! ότι οποίον κάστρο και χώρα προσκύνηση με το καλόν, να μηδέν έχει κανένα φόβον, ούτε κακόν ούτε κουρσεμόν αλλ’ ούτε κανέναν χαλάσμον. και οποίον κάστρο και χώρα δεν προσκυνήσουσιν, ώρισεν να τα καταλύσω και να τα χαλάσω εκ θεμελίων, ώσπερ εποίησα και την θεσσαλονίκην. Διά τούτο γράφω και λέγω σας ότι να προσκυνήσετε με το καλόν και μηδέν πλανηθείτε και ακούσετε των Φράγκων τα λογία ότι τίποτε δεν σας θέλουν ωφελήσει, πλην αν σας χαλάσουν καθώς εχαλάσασιν και τους θεσσαλονικαίους. Και ένεκεν τούτου ομνέω σας τον θεόν του Ουρανού της γης και τον προφήτην Μωάμεθ και εις τα επτά μουσάφια και εις τους εκατόν εικοσιτέσσαρες χιλιάδες προφηταις του Θεού και εις την ψυχήν μου και εις την κεφαλην μου και εις το σπαθί όπου ζώνομαι ότι να μηδέν έχετε κανέναν φόβον, μήτε αιχμαλωτισμόν, μητε πιασμόν παιδιών, μήτε εκκλησίας να χαλάσωμεν. Ο μητροπολίτης να έχει την κρίσιν του την ρωμαϊκήν και όλα τα εκκλησιαστικά δικαιώματα: οι άρχοντες όσοι έχουσιν τιμάρια, πάλιν να τα έχουσιν τα γονικά τους, τα υποστατικά τους και τα πράγματα τους όλα να τα έχουν χωρίς τινός λόγου και άλλα είτι ζητήματα θέλετε ζητήσει να σας τα δώσωμεν. Ει τε και σταθείτε πεισματικά και δεν προσκυνήσετε με το καλόν να ηξεύρετε ότι ωσπερ εδιαγουματίσαμεν την Θεσσαλονίκην και εχαλάσαμεν ταις εκκλησίαις και ερημώσαμεν και αφανίσαμεν τα πάντα, ούτως θέλομεν χαλάσει εσάς και τα πράγματα σας και το κρίμα να το γυρέψη ο θεός απ’ εσάς».
Ο «Ορισμός» του Σινάν Πασά εξασφάλιζε στους Γιαννιώτες, όχι σε όλους βέβαια, αλλά στο μητροπολίτη και στους «εντιμότατους άρχοντες» πολύτιμα προνόμια. Προνόμια όμως που δεν τα απολάμβαναν πάντοτε και τα οποία εύκολα τα καταπατούσαν αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την εφαρμογή τους. Όπως κι αν εφαρμόστηκε όμως ο «Ορισμός» του Σινάν Πασά, γεγονός που δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει είναι ότι ο Ορισμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μονάχα για την Ήπειρο, αλλά και για ολόκληρη την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Είναι η πρώτη συμφωνία που έγινε επίσημα από τους Τούρκους για την κατάκτηση ενός τόπου. Σε αυτή τη συμφωνία που θα επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη της Ηπείρου, θα στηριχτούν και άλλες περιοχές, όπως η Χίος και οι Κυκλάδες, για να εξασφαλίσουν τα προνόμια τους.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, από τον ηγεμονικό θρόνο των Ιωαννίνων, κυβερνούσε, σαν απόλυτος μονάρχης, την Ήπειρο ο περίφημος Ασλάν πασάς, κτήτορας του ομώνυμου τζαμιού, στο οποίο σήμερα στεγάζεται το δημοτικό μουσείο, και γενάρχης, της δυναστείας των Ασλάν. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει από καιρό να παραβιάζουν τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στους ραγιάδες και, συχνά, προέβαιναν σε πρωτόγνωρες βιαιοπραγίες που μετέβαλαν τη ζωή των Ηπειρωτών σε πραγματικό μαρτύριο. Αισθάνονταν να τρέμουν κάπως τα πόδια τους και βρίσκονταν πάντοτε σε άγρυπνη επιφυλακή απέναντι των χριστιανών ηγεμόνων της Ευρώπης, αλλά και απέναντι του ατίθασου ραγιά, που αψηφούσε καταστροφές και μαρτύρια και αγωνιζόταν, με μανία, εναντίον τους.
Την ίδια εποχή η Ευρώπη, και συγκεκριμένα η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, αποτελούσε το κέντρο του «πολιτισμένου» κόσμου.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τις ανακαλύψεις και το χρήμα των αποικιών ρέει άφθονο. Δυο είναι οι κύριοι εχθροί της Χριστιανικής Ευρώπης : οι αιρετικοί και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τους αιρετικούς φροντίζει η Ιερά Εξέταση. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η φροντίδα ανατίθεται στους υπόδουλους λαούς. Όλη η Βαλκανική Χερσόνησος, ειδικότερα δε η Ήπειρος, η Αλβανία, η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος, οργώνεται κυριολεκτικά από απεσταλμένους των Ευρωπαίων αυτοί εκμεταλλεύονται τον πόθο των σκλαβωμένων για την λευτεριά τους ξεσηκώνουν, αλλά γρήγορα τους προδίνουν και τους πουλάνε στο σουλτάνο. Η κίνηση πάντως στη Δύση εναντίον της Τουρκίας είναι ζωηρότατη αυτή η κίνηση ηλεκτρίζει τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Η μεγάλη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1511, στην οποία πήραν μέρος και οι Έλληνες, και στην οποία καταστράφηκε ο Τουρκικός στόλος, αναπτέρωσε, οπωσδήποτε, τις ελπίδες. Λίγα χρόνια αργότερα ο αρματολός της Βόνιτσας και του Λούρου Θεόδωρος Γρίβας κήρυξε την επανάσταση στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο. Την ίδια εποχή εξεγέρθηκαν οι αρματολοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμας. Όλες αυτές τις επαναστατικές κινήσεις υποκινούσαν και υπέθαλπαν οι Χριστιανοί της Δύσης. Αυτοί, αφού, με υποσχέσεις, ξεσήκωναν το ραγιά, τον εγκατέλειπαν, τελικά, στην εκδικητική μανία των Τούρκων και τον πρόδιναν αδίσταχτα.
Όμως ο πολύπαθος ραγιάς ποτέ δεν έχασε το θάρρος και δεν απέβαλε την ελπίδα για την εθνική του αποκατάσταση. Μόλις έβρισκε την ευκαιρία ξεσηκωνόταν. Δίπλα στο ραγιά οι φωτισμένοι δάσκαλοι του Γένους που είχαν υψώσει, από πολύ ενωρίς, τον πυρσό της διαφώτισης, πιστεύοντας, πολύ πριν από τον Κοραή, πως το Γένος για να λυτρωθεί πρέπει πρώτα να μορφωθεί. Και δίπλα σ’ αυτούς και λαμπροί κληρικοί, απ’ τους οποίους οι πιο πολλοί ήταν βαθιά καλλιεργημένοι. Και αυτοί πήραν στα χέρια τους τις τύχες του Έθνους, προσπάθησαν και κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη Θρησκεία και τον Εθνισμό τους, γιατί είχαν μέσα τους βαθιά την πεποίθηση πως ο Θεός δεν ήταν δυνατό να έχει εγκαταλείψει το δουλωμένο Γένος και πως μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα αποχτούσε τη λευτεριά του.
Μια τέτοια φλογερή ιδιοσυγκρασία ήταν ο Διονύσιος. «Πρωτοστάτης γενόμενος κατά το Σπυρίδωνα Λάμπρο της μακράς σειράς των ηρώων και μαρτύρων οίτινες κατά τους χρόνους της δουλείας και κατά τας ημέρας του περί ανεξαρτησίας αγώνος ηγωνίσθησαν και εθυσιάσθησαν προς εξυπηρέτησιν της πατρίδος».
Ο Διονύσιος καταγόταν απ’ την Ήπειρο και πιθανώς απ’ την επαρχία της Παραμυθιάς : Έγινε από μικρή ηλικία μοναχός και εμόνασε στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι, που βρισκόταν τότε στην ακμή του και αποτελούσε ένα ισχυρό κληρικό φέουδο, είχε 18 Μετόχια, πολλά και πλούσια κτήματα σε 25 χωριά της Ηπείρου. Επειδή ξεχώρισε ανάμεσα στους άλλους συμμαθητές του, στάλθηκε, στη συνέχεια, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στα διάσημα πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβας στην Ιταλία. Εκεί σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία, φυσική και ιατρική. Γύρω στα 1580 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνεχίζει τις σπουδές του ασχολείται με τη λογική, τη γραμματική, την ποιητική, ακόμα και με την αστρομαντεία. Σε αυτές τις πλούσιες γνώσεις που απέκτησε με τις σπουδές του και με τα ταξίδια του, οφείλεται, φαίνεται, και η ονομασία του «φιλόσοφος». Σπουδαίες ενδείξεις για την εκπαίδευση και τη μόρφωση του Διονυσίου, μας δίνει ακόμα και ο πιο σκληρός επικριτής του, ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, ο οποίος μαρτυρεί ότι «δεν εθεώρει εαυτόν απλώς ο ίδιος ο Διονύσιος Φιλόσοφον, αλλ’ υπό πάντων ούτως ετιτλοφορείτο».
Στην Κωνσταντινούπολη ο Διονύσιος πήρε ενεργό μέρος και στις ενδοεκκλησιαστικές έριδες, από τις οποίες, εκείνη την εποχή, συγκλονιζόταν το Πατρειαρχείο ήταν Ιεροδιάκονος του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία. Στη μια αντιμαχόμενη πλευρά ανήκει ο Ιεροδιάκονος Διονύσιος και στην άλλη ο διάκονος Μάξιμος. Οι δυο αυτοί κληρικοί θα συναντηθούν αργότερα στα Γιάννινα από τη διαμάχη τους αυτή στην Κωνσταντινούπολη εξηγείται το πάθος και το μίσος του Μαξίμου εναντίον του Διονυσίου, όπως αυτά εκδηλώνονται μέσα από το «Στηλιτευτικό λόγο» του, που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Ο Πατριάρχης Ιερεμίας αναγνωρίζει τη μόρφωση και τα προσόντα του Διονυσίου, τον προάγει αρχικά σε Μέγα Αρχιδιάκονο και ένα χρόνο αργότερα, το 1593, σε επίσκοπο Λαρίσης. Ο Διονύσιος μεταφέρει την έδρα της επισκοπής από τη Λάρισα στην Τρίκκη. Ως λόγος αυτής της μετακίνησης αναφέρεται το γεγονός ότι η Λάρισα είχε τότε πολύ λίγους κάτοικους, αυτό όμως δε φαίνεται ότι ευσταθεί. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δημήτριος Σαλαμάγκας στο βιβλίο του «Η Σπηλιά του Σκυλοσόφου» η Λάρισα ήταν εκείνη την εποχή μια μεγάλη σε πληθυσμό πόλη υποθέτει δε ότι αυτή η μετακίνηση έγινε για να μπορέσει ο Διονύσιος να οργανώσει καλύτερα την εξέγερση εναντίον των Τούρκων.
Ως επίσκοπος Τρίκκης ο Διονύσιος έζησε το δράμα του υπόδουλου Ελληνισμού. Το σκλαβωμένο Γένος είχε παραδοθεί στους βασανισμούς, στην εξαθλίωση και στους εξισλαμισμούς. Ο ραγιάς δεν μπορούσε να υπομείνει άλλο τους Τούρκους. Αυτό το βάρος της Τούρκικης Τυραννίας το ένιωσε καλά ο Διονύσιος. Για να τινάξει αυτό το βάρος προχώρησε στα δυο γνωστά απ’ την ιστορία κινήματα του, το πρώτο στη Θεσσαλία το 1600, και το δεύτερο στα Γιάννινα το 1611.
Κατά το μήνα Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 1600 κήρυξε ο Διονύσιος την επανάσταση του κατά του Σουλτάνου. Ο Διονύσιος προετοίμασε αυτή την εξέγερση και ήρθε σε συνεννόηση με τους αρματολούς των Αγράφων. Δεν είναι δυστυχώς γνωστό πώς προπαρασκευάστηκε, πόσο χρονικό διάστημα διήρκεσε και με ποια μέσα έγινε η εξέγερση. Το μόνο που ιστορικά γνωρίζουμε είναι ότι η εξέγερση αυτή απέτυχε. Κατά πάσα πιθανότητα ο Διονύσιος έπεσε θύμα προδοσίας. Με τη βοήθεια ίσως Ισπανών ή Νεαπολιτών ο Διονύσιος κατάφερε να ξεφύγει στην Ιταλία, εγκαταλείποντας την αρχιερατική του έδρα και το ορμητήριο της επανάστασης. Η σχετική Εκκλησιαστική Πράξη του Πατριαρχείου, με την οποία απομακρύνθηκε απ’ την αρχιερατική του έδρα, χαρακτηρίζει την επανάσταση του Διονυσίου ως «πράγμα επιβλαβές και επόλεθρον κατά τε της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, της επαρχίας αυτού ταύτης και παντός του Γένους των ευσεβών τολμηρώς και αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του Πολυχρονίου βασιλέως σουλτάν Μεχμέτ και πολλά των ατόπων διανοήθεις και σκεψάμενος, πάνυ οντα μετά επίβουλης και κινδύνων θανατηφόρων, πολλούς μεν των ιερωμένων και λαϊκών, αλλά δη και αρχιερέων, αισχίστων θανάτων υποπεσείν παρεσκεύασεν».
Ο μητροπολίτης Τρίκκης Σεραφείμ, ο οποίος αργότερα ονομάστηκε άγιος, πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, επειδή στήριξε το Διονύσιο. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Διονύσιος δεν καθαιρέθηκε από το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά θεωρήθηκε έκπτωτος από το μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας, τον οποίο επί έξι μήνες είχε εγκαταλείψει.
Η αποτυχία της Θεσσαλικής επανάστασης δεν αποθάρρυνε το Διονύσιο. Σκοπό της ζωής του ο φιλόπατρης αυτός ιεράρχης είχε θέσει τη λύτρωση του Γένους από τη σκλαβιά ήξερε καλά ότι η εκπλήρωση ενός τέτοιου υψηλού σκοπού δεν μπορούσε να γίνει χωρίς θυσίες. Αυτό ακριβώς τον οδήγησε στην Ιταλία και στη Ισπανία, όπου ήλπιζε ότι θα εξασφαλίσει τα απαραίτητα μέσα για να ξεκινήσει νέα επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Με την υπόσχεση για βοήθεια από τους ξένους, και ιδιαίτερα από τους Ισπανούς, επιστρέφει ο Διονύσιος, το 1609, στην Ήπειρο. Στην Ήπειρο, την ίδια εποχή, βρέθηκε, αφού πιάστηκε αιχμάλωτος από πειρατές και εξαγοράστηκε από τους Ηπειρώτες, ο Μάξιμος. Τον είχαν φέρει οι Γιαννιώτες ως δάσκαλο στα Γιάννινα. Οι δρόμοι του Μαξίμου και του Διονυσίου ξανασμίγουν, μετά την Κων/λη, στα Γιάννινα. Έτσι το παλιό μίσος του Μαξίμου θα ξαναξυπνήσει μετά την αποτυχία της εξέγερσης του 1611 και θα αποβεί ο πιο σκληρός επικριτής του Διονυσίου.
Ο Διονύσιος επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι, απ’ όπου είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του. Επί δύο χρόνια οργώνει τα χωριά της Θεσπρωτίας και προπαγανδίζει τις ιδέες του για την εξέγερση. Ίσως δεν είναι τυχαίο που διάλεξε να ξεσηκώσει πρώτα τους κατοίκους της Παραμυθιάς. Δεν ήταν μόνο που η Παραμυθιά ήταν η περιοχή που γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Ήταν επίσης το γεγονός ότι η περιοχή ελεγχόταν από ντόπιους φυλάρχους πρόθυμους να κάνουν πόλεμο προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους. Τέτοιες δυνατότητες δεν παρείχαν οι κάτοικοι του Ζαγορίου και των Κουρέντων, γιατί τα προνόμια της περιοχής που είχαν εξασφαλίσει με τον ορισμό του Σινάν Πασά εύκολα μπορούσαν να τους οδηγήσουν να προδώσουν οποιοδήποτε κίνημα που θα έβλαπτε τα συμφέροντα τους.
Παράλληλα ο Διονύσιος είχε φροντίσει να βρει και ανάλογα στηρίγματα μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων. Το Κάστρο εκείνη την εποχή ήταν ένα απόρθητο φρούριο και θα ήταν αδύνατο σε εξεγερμένους χωρικούς να κατακτήσουν τα Γιάννινα, χωρίς να έχουν συμμάχους τους Καστρινούς. Αυτό το ήξερε καλά, με την πολιτική πείρα που διέθετε, ο Διονύσιος. Κάποια στηρίγματα, ασφαλώς, είχε στο Κάστρο ο Διονύσιος. Ανάμεσα απ’ αυτά και ο επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Ματθαίος που αναπλήρωνε στα καθήκοντα του το βαριά άρρωστο μητροπολίτη Μανασσή. Μια μεγάλη μερίδα όμως των Καστρινών, αυτών που ήταν οικονομικά ισχυροί, ήταν ικανοποιημένη με την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στα Γιάννινα. Στο Κάστρο των Ιωαννίνων επικρατούσε ακόμα το παλιό φεουδαρχικό σύστημα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απολάμβαναν πλούσια τα προνόμια τους από τους Τούρκους.
«Μέσα στο Γιαννιώτικο Κάστρο, γράφει ο Σαλαμάγκας ζούσε η αντίδραση. Προστατευμένη από τα τείχια του, ζούσε εκεί η δύναμη και ο πλούτος, η χλιδή και η ασφάλεια, ο χορτασμένος εγωισμός που δε νιώθει την ξένη αθλιότητα, την ξένη κατάθλιψη, τον ξένο πόνο. Οι άνθρωποι οι συντηρητικοί, οι σκεπτικιστές, οι διστακτικοί και συμφεροντολόγοι, οι έτοιμοι πάντα για κάθε συμβιβασμό και κάθε ταπεινή υποτέλεια οι οκνηροί, οι δειλοί, οι δύσπιστοι. Οι άνθρωποι που ζούσαν κι αυτοί, όπως κι ο κατακτητής, από τον ιδρώτα και το αίμα του αγρότη, οι μεγάλοι φεουδάρχες και αξιωματούχοι».
Δεν ξέρω αν είναι κάπως υπερβολικοί ή αυστηροί αυτοί οι χαρακτηρισμοί του Σαλαμάγκα. Όμως, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, αμέσως πιο κάτω, «ιστορία δεν είναι μονάχα να λιβανίζεις και να δικαιολογείς. Ιστορία είναι και να δέρνεις, να εξευτελίζεις και να κεραυνώνεις φτάνει μονάχα να έχεις προθέσεις αγαθές».
Αυτό που επισημαίνει ο Σαλαμάγκας συνέβηκε επανειλημμένα και εξακολουθεί να συμβαίνει δυστυχώς και σήμερα. Ο άνθρωπος ο χορτάτος, παραδομένος στον πλούτο, στη χλιδή και στην ασφάλεια, δε νιώθει την αθλιότητα του άλλου, δε συμμερίζεται τον πόνο του.
Αυτό, φαίνεται, συνέβη και κατά το ιστορικό εκείνο βράδυ της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου του 1611 τότε που εκδηλώθηκε το Κίνημα του Διονυσίου. Ο Ασλάν Πασάς απουσιάζει από τα Γιάννινα. Στα Γιάννινα βρίσκεται μόνο ο Οσμάν Πασάς με λιγοστούς άντρες. Η Οθωμανική συνοικία βρίσκεται στη συνοικία του Αγίου Νικολάου στην Αγορά. Οι επαναστάτες επιτίθενται πρώτα στην Οθωμανική συνοικία. Ο Οσμάν Πασάς, την τελευταία στιγμή, κατορθώνει να σωθεί με 30 άντρες. Σειρά έχουν, έπειτα, οι Καστρινοί. Οι επαναστάτες επιτίθενται εξαγριωμένοι. Το αρχικό σύνθημα «Κύριε Ελέησον» συμπληρώνεται από τα συνθήματα «χαράτσι, χαρατσόπουλο» και «αναζούλι – αναζουλόπουλο» με τα οποία υπονοούσαν τους μισητούς νέους φόρους που, πριν λίγο, είχαν επιβληθεί από το σουλτάνο. Στους επαναστάτες έρχονται να προστεθούν και ντόπιοι φτωχοί και κατατρεγμένοι. Τα Γιάννινα παραδίνονται στις φλόγες. Οι Καστρινοί ξέρουν ότι αν οι επαναστάτες μπουν μέσα στο Κάστρο θα τους αντιμετωπίσουν ως μισητά αφεντικά. Γι’ αυτό κρατούν τις πόρτες του Κάστρου κλειστές. Έτσι το Κίνημα του Διονύσιου είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Το «Χρονικό» μάλιστα που είχε υπόψη του ο Αραβαντινός, αναφέρει ρητά πως μόλις ξημέρωσε «οι Ρωμαίοι του Κάστρου, επειδή ήταν λίγοι οι Τούρκοι, ενώθηκαν με αυτούς και τότε όλοι μαζί επολέμησαν τον κακοδιονύσιον και τον κατεχάλασαν». Αν η καταγγελία αυτή είναι αληθινή, τότε εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η αποτυχία του Κινήματος. Οι επαναστάτες, όσοι απ’ αυτούς είχαν απομείνει, διαλύονται. Η εκδίκηση των Τούρκων κατά των επαναστατών υπήρξε απερίγραπτα φριχτή. Άλλοι κάηκαν ζωντανοί, άλλοι σουβλίστηκαν, άλλοι κρεμάστηκαν. Ο ίδιος ο Διονύσιος καταφεύγει στη γνωστή μέχρι σήμερα σπηλιά κάτω από το κάστρο στις όχθες της Λίμνης. Το τέλος του υπήρξε τραγικό. Ο συντάκτης του «Ηπειρωτικού Χρονικού», μας δίνει τις σχετικές λεπτομέρειες.
«Συλλαβόντες αυτόν – αναφέρει – ηγαγον δέσμιον προς τους Τούρκους, οίτινες, χωρίς τινός εξετάσεως, τον έγδαρον ζωντανόν και γεμίσαντες το δέρμα του άχυρον, τον περιέφερον από πόλεως εις πόλιν και τέλος εις αυτήν την Κωνσταντινουπολιν».
Στην Κωνσταντινούπολη, όπως αναφέρει σε επιστολή του ο εκεί Ενετός πρεσβευτής, την οποία δημοσίευσε στα «Ηπειρωτικά Χρονικά» ο Κων/νος Μέρτζιος, το ανήκουστο αυτό θέαμα δεν άρεσε στο Μέγα Βεζύρη «διότι μόλις έφθασαν ενώπιον του, τους ηρώτησε με αυστηρόν ύφος διατί δεν τον έφεραν ζωντανόν και αμέσως διέταξε να ρίψουν τα κεφάλια και το δέρμα εις τον σταύλον των αλόγων του Σουλτάνου και ούτως έλαβε πέρας το οικτρόν τούτο συμβάν».
Το γεγονός πάντως ότι το σώμα του γδαρμένου επαναστάτη Διονυσίου, το περιέφεραν από πόλη σε πόλη και μέχρι την Κωνσταντινούπολη, μαρτυρεί ότι το επαναστατικό του Κίνημα δεν ήταν μικρό και τυχαίο, ούτε είχε τοπική μόνο σημασία. Αντίθετα αποδεικνύει ότι η σημασία του ήταν ευρύτερη και το ενδιαφέρον γενικότερο. Με τη θηριωδία αυτή οι Τούρκοι εκδικήθηκαν το Διονύσιο για τα δύο επαναστατικά του κινήματα. Και δεν περιορίστηκαν μόνο στο Διονύσιο. Οι συνέπειες υπήρξαν πράγματι τραγικές για τα Γιάννινα και για την Ήπειρο ολόκληρη. Οι Χριστιανοί εκδιώχτηκαν απ’ το Κάστρο. Δεν έμεινε τίποτε σ’ αυτό που να θύμιζε Βυζαντινή πόλη. Οι εκκλησίες καταστράφηκαν. Πολλοί Γιαννιώτες αναγκάστηκαν να πάρουν το γνώριμο δρόμο της ξενιτιάς. Ο φόβος και ο τρόμος κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Ήπειρο. Με βάση αυτές τις συνέπειες κρίθηκε και κατακρίθηκε ο Διονύσιος και το Κίνημα του. Ένα κίνημα που απέτυχε και απέτυχε οικτρώς. Όπως όμως αναφέρει ο Μητροπολίτης Παραμυθίας και Φιλιατών Αθηναγόρας σε άρθρο του με τίτλο «Διονύσιος ο Σκυλόσοφος», «η αποτυχία του Κινήματος του Διονυσίου, οφείλεται, εκτός των άλλων, και στην αντιπατριωτική διαγωγή του Μαξίμου και των ομοφρονούντων με αυτόν, η επέμβαση των οποίων επέφερε την τραγικήν καταστροφήν». Την καταστροφή αυτή απηχούσε παλιότερο δημοτικό τραγούδι του Λαού της Ηπείρου με τους παρακάτω στίχους :
Δεσπότη μου, Τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι,
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γέμισαν τα χανδάκια
κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβει και να καίει.
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχ’ η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρων οι κότες πίτουρα να νταβουλάν οι γύφτοι
για να ξυπνάει η Τουρκιά να κάνει ραμαζάνι.
«Αλλ’ έστι δίκης οφθαλμός» συνεχίζει ο Αθηναγόρας. «Ο σπόρος της ελευθέριας του οποίου ο σοφός και ηρωικός Ιεράρχης Διονύσιος, ο Πρωτοπόρος ούτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αφθόνως επότισε με το ιερό αίμα του, απέφερε τους καρπούς του το έθνος βραδέως, αλλ’ ασφαλώς απετίναξε τον επικατάρατον ζυγόν του και απήλαυσε την πολυπόθητον ελευθερίαν του, την οποίαν τόσον ωνειροπόλησε και υπέρ της οποίας εμαρτύρησεν ο οπτασιαστής και ονειροπόλος Ιεράρχης. Έκτοτε τρεις όλοι διέρρευσαν αιώνες και ελεύθεροι πλέον οι νέοι της Ηπείρου, οι απόγονοι των σφαγιασθέντων μαρτύρων εν ενθουσιασμώ και ιερώ συναγερμώ, την Οκτωβρίου 1930, ακριβώς εκεί, επί του ιερού χώρου, όπου οι λυσσώδεις εχθροί του ηρωικού Ιεράρχου τον συνέλαβαν, έστησαν θριαμβευτικώς πολύτιμον αναμνηστικήν στήλην επί ταις μεγάλαις εορταίς της Αναστάσεως του Έθνους, εις αϊδιον μνήμην της τιμής και της ευγνωμοσύνης του Γένους προς τα αθάνατα και. μαρτυρικά αυτού τέκνα».
Δεν του έφτασε όμως του Διονυσίου το μαρτυρικό τέλος. Ήρθε δίπλα σ’ αυτό να προστεθεί η δημόσια διαπόμπευση του, με δυο κείμενα της εποχής του, που έχουν, ίσως, και τα δυο κοινή την προέλευση τους: Το Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, το μονάχο, παλιό γνώριμο και αντίπαλο, όπως είδαμε, του Διονυσίου, υβριστή και ακούσιο βιογράφο του.
Πρώτο κείμενο με τίτλο :
«Το Ηπειρωτικόν Χρονικόν περί της Επαναστάσεως του Διονυσίου εν Ιωαννίνοις».
Το κείμενο αυτό το διέσωσε ο Πουκεβίλ και το παρουσίασε αργότερα ο Δημ. Σάρρος στο περιοδικό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κων/πόλεως.
Ανώνυμος ο συντάκτης αυτού του Χρονικού, μερικοί το αποδίδουν και αυτό στο Μάξιμο, κρίνοντας απ’ τις πολλές ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στο Χρονικό και στο Στηλιτευτικό του Μαξίμου. Σκληρές και άδικες οι κρίσεις του δίνουν – έμμεσα – μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στα Γιάννινα την εποχή του Κινήματος.
Ας δούμε όμως αυτούσια ορισμένα αποσπάσματα απ’ αυτό το κείμενο:
«Αλλ’ ως να μην ητον ταύτα τα κακά ικανά, ο εχθρός του κάλου διάβολος εφθόνησε, βλέπων ότι οι της Ηπείρου Χριστιανοί ούτε από Τουρκικήν μάχαιραν κατεκόπησαν, ούτε την πολιτικήν των δύναμιν έχασαν, ότι όλη η εξουσία ήτον αυτών. Αυτοί είχον τα σπαϊλίκια και τιμάρια, αυτοί και διέτασσον και εσύναζαν τους φόρους, και αυτή η πολεμική δύναμις ήτον όλη εις χείραν των οι δε Τούρκοι όχι μόνον κανόνι του Κάστρου να ρίξουν, αλλ’ ουδέ να κατοικήσουν εις αυτό είχον άδειαν.
Κατά το 1611 έτος εφάνη ο Τρίκκης Διονύσιος, άνθρωπος αστρολόγος και λεκανομάντης, όστις διά τοιαύτα άσεμνα και άτοπα έργα και από τον θρόνον του εξώσθη και έμεινεν η Τρίκκη υπό την του Λαρίσσης επίσκεφιν διά φόβον των Τούρκων έως το 1709 έτος, ότε ηλθεν αρχιερεύς εις αυτήν ο Κωνστάντιος, άνθρωπος ενάρετος και σοφός. Ο δε κακοδιονύσιος, ο του αυτού επαγγέλματος ανάξιος, φυγών μετ’ αισχύνης πολλής και φόβου εκείθεν προς τα μέρη της Ιταλίας κατέφυγεν. Ολίγον δε καιρόν διατρίφας εις τας εκεί πόλεις, ήλθε, κακή τύχη ημών, εις τούτους τους τόπους και εκατοίκησεν εις το του Αγιου Δημητρίου μοναστήριον, το μεταξύ των χωρίων Κερασόβου και Ραντοβίστη κείμενον, εις το οποίον ητον πρότερον. Διατρίψας δε εκεί αρκετό ν καιρόν κατέβη έπειτα εις τα Ιωάννινα, όπου είχε τινάς φίλους και ιδών τους Τούρκους ολίγους και κατοικούντας έξω του Κάστρου, εμελέτησε βουλην δυστυχεστάτην εις την πόλιν ταύτην και εισελθών εις τινα φίλον του, Ταγάν το όνομα, και άλλους γνωρίμους, κοινολογείται προς αυτούς ότι έκαμε το θεμάτιον, και διά της αστρολογίας εγνώρισεν ότι μέλλει να γένη ελευθερωτής όχι μόνον των Ιωαννίνων αλλά και των λοιπών πόλεων, μάλιστα και εις την Κωνσταντινουπολιν να εισέλθη, και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθεί. Εκείθεν δ’ εξελθών τα των Ιωαννίνων περίχωρα και τα του ανωτέρω μοναστηρίου και άλλας χώρας περιηρχετο φέρων πλόσκαν επί του ώμου και κιρνών τους γεωργούς, ποιμένας, βουχόλους, και άλλους χωρικούς, προσοικειούτο τοιούτους απαίδευτους και απολέμους στρατιώτας.
Έπειτα του αυτού έτους την δεκάτην Σεπτεμβρίου εκστράτευσαν μετά του αρχηγού των καλογήρου την νύκτα κατά των Ιωαννίνων και εισελθόντες εις την πόλιν έβαλαν φωτίαν εις την του τότε πασά Ασουμάν κατοικίαν και έκαυσαν πολλούς ανθρώπους και τον βασιλικόν θησαύρον ο δε πασάς με την γυναίκα του πηδήσαντες από το παράθυρον έφυγον γυμνοί την νύκτα και εσώθησαν. Το άθλιον εκείνο των γεωργών και βοσκών στράτευμα με τον ψευδοαστρολόγον στρατηγόν του εφώναζαν το Κύριες ελέησον, και χαράτζι χαρατζόπουλον, και αναζουλι αναζουλόπουλον, αινιττόμετοι τον νέον φόρον, τον οποίον όχι προ πολλών ημερών οι Τούρκοι είχαν επιβάλει. Ούτοι δε ακούσαντες το Κύριε ελέησον εγνώρισαν ότι ήλθον και αυτών οι Χριστιανοί και παρευθύς έδραμον όλοι έφιπποι και δυνατά αρματωμένοι, και τρέφαντες αυτούς εις φυγην ευκόλως, ως πεζούς και μη έχοντας άρματα πολέμου, κατέκοψαν πολλούς, όχι μόνον από τους πολεμίους αλλά και αναίτιους διότι, επειδή εξημέρωνε Κυριακή, εδέχοντο εις τους δρόμους τους ερχόμενους εις την αγοράν και τους έκοπναν
Ήθελαν να κάμουν κοινήν σφαγήν όλων των κατοικούντων το Κάστρον Χριστιανών, όμως τινές φρόνιμοι και από τους προεστοτέρους αυτών τους εμπόδισον. Οι δε Ιωαννίται δεν εφείσθησαν την κατάστασιν των παντάπασιν εις αποφυγήν ταύτης της σφαγής,
Ο δε της αποστασίας αρχηγός Διονύσιος, ως ηχούσε τους αλαλαγμούς των Τούρκων και είδε τους μεθ’ εαυτού σκορπισθέντας, έφυγε και ελθών εκρύφθη εις το σπήλαιον της εκκλησίας Ιωάννου του Προδρόμου, όπου τώρα κείται το τζαμί του Ασλάν πασά. Έγινε δε μεγάλη περί αυτού ζήτησις και ουδείς άλλος εδυνήθη να τον εύρη παρά το μισόχριστον των Ιουδαίων γένος, οι οποίοι φέροντες τον δέσμιον τον παρέδωσαν εις τους κριτάς, και διά προσταγής των αρχόντων Τούρκων, χωρίς τινός εξετάσεως, τον έγδαραν ζωντανόν, και γεμίσαντες το δέρμα του άχυρον το περιέφεραν από πόλιν εις πόλιν και τέλος και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν. Λέγεται δε οτι εσηκώθη και ο βασιλεύς να τον ιδη, και ούτως επληρώθη το της προφητείας του λοξόν, ότι έμελλε να υπάγη και εις την Κωνσταντινούπολιν, και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθή».
Εχθρικό, πέρα για πέρα, το πνεύμα του Χρονικού, υβριστικό και χλευαστικό το ύφος του, στοιχεία με τα οποία επιχειρεί να αμαυρώσει τη μνήμη του Διονυσίου και να υποβαθμίσει τη σημασία του Κινήματος του.
Δεύτερο κείμενο με τίτλο:
«Του σοφωτάτου Μαξίμου Ιερομόναχου του Πελοποννησίου, Λόγος Στηλιτευτικος κατά Διονυσίου και των συναποστησάντων αυτώ εις Ιωάννινα».
Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το δεύτερο κείμενο, δε βρίσκεται, βέβαια, στις ύβρεις που ο Μάξιμος, κληρικός αυτός, απευθύνει στο Διονύσιο και στους συνεργάτες του. Αυτές εκπορεύονται από το πάθος και το μίσος που κυριαρχούν στην ψυχή του. Δε διστάζει ο Μάξιμος να αποκαλέσει «οιωνοσκόπο, λεκανομάντη και απατεώνα, απαίδευτο και αμαθή, εκμεταλλευτή της απλοϊκότητας και της αγραμματοσύνης, το Διονύσιο, χυδαίους και βάναυσους τζομπαναρέους, χωριάτες και κακομοίρηδες τους συνεργάτες του.
Το ενδιαφέρον του Στηλιτευτικού του Μαξίμου βρίσκεται στο γεγονός ότι ο συντάκτης του, από ιδιοσυγκρασία ή σκοπιμότητα, από πεποίθηση ή από φόβο, εκφράζει, κατά τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, τις διαθέσεις των αρχόντων και των ισχυρών του κάστρου, απέναντι σε κάθε επαναστατική κίνηση, αποκαλύπτει την αντιπατριωτική και αντιχριστιανική συμπεριφορά του, γίνεται, έστω και ακούσια, απολογητής του ραγιαδισμού και της υποτέλειας.
Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, ο Μάξιμος στον «Στηλιτευτικό» του. «Ώσπερ αι των σπουδαίων πράξεις μεγάλα τω όντι τους των καλών εραστάς ωφελείν δύνανται γραφή παραδιδόμεναι, ούτω δήπου και αι των φαύλων τόλμαι ουδέν ήττον τους τα φαύλ’ αποστυγούντας τε και αποδιοπομπουμένους ωφελήσαιεν αν.
Δι’ ο δή και τά τω εξαγίστω εκείνω Διονυσίω έναγχος ενταυθοί πεπραγμένα κακά και πέρα κακών γραπτέον δειν μοί κατεφάνη, ως έχοιεν δήπουθεν οι των φαύλων πράξεων απέχεσθαι βουλόμενοι οιόν τι εναργές σημείον εις το τα φαύλα δύνασθαι μισείν και όσον οιόν τε μη εγχειρεί ν εθέλειν τούτοις πώποτε.
Διονύσιος ουν ουτοσίν αρχιερατικού ηξιώθη ποτέ τάγματος (ου γαρ ανέχομαι γένος αυτού και π(ατρ)ίδα και τάλλα ειπείν πολλών ένεκα) και της κατά Τρίκκην επέβη μ(ητ)ροπόλεως. Επανάστασιν δε κακείσε πεποιηκέναι βουληθείς εφωράθη, ουκ ολίγων και τότε φονευθέντων εκ ταυτησί της αιτί(ας). Εκείθεν δ’ όμως τέως αποδράς, ως ουκ ωφελεν, ες Ιταλίαν επέπλει. Πλην αλλά κακείθεν μετ’ αισχύνης ότι πλείστης εκδιωχθείς, ως ουκ εφησυχάζων ην, εν τοις μέρεσι τούτοις αφίκετο, κακή τύχη ημίν φυλαττόμενος, κακά επί κακοίς ημίν τοις ασμένως αυτόν υποδεξαμένοις επινοών.
Έδει σε, ταλαίπωρε, μοναχικήν μετιόντα πολιτείαν, μη τα ανοίκεια και ακατάλληλα τω μοναχικώ επαγγέλματι ζητειν τε και πράττειν. Τίνι γαρ των πάλαι ή των νυν, των ταύτην / επανηρημέν(ων) την πολιτείαν, βασιλείας, επιγείου ή των της βασιλεί(ας) εμέλησεν όλως;
Αλλ’ έλαβες καν τούτω σεαυτόν απολέσαντα τας φρένας, και σχότει δεινώ καλυφθέντα, το μη συνιέναι βουληθήναι οίαν είχες τιμήν, την αρχιερωσυνην έχων. Ουδεμία γάρ γένοιτ’ αν μείζων τιμη της αρχιερωσύνης, τω γ’ αξίως ταυτησίν ηξιωμένω και άξια ταύτης έργα πράσσοντι. Συ δ’ αλλά τω όντι ταύτης κατεφρόνησας, άλλο τι μείζον ή κάλλιον είναι οιηθείς. Αλλά και βασιλεύειν τυχόν μετά του αρχιερατεύειν εβούλου κατά ταυτόν.
Πώς ταύτα, Διονύσιε, ουκ ελογίσω, φιλόσοφος, καθ’ άπερ υπο πάντων των αμαθία συντεθραμμένων ενομίζου, και μάντις ων; Διατί εις τοσούτον ολεθρον τον αμαθή και απλούστατον καθειλκυσας λαόν; Πώς ουχ εμαντεύσω, μαντικής αντιποιούμενος, την σην απώλειαν; Μάλλον δε, και μαντικής ηστινοσούν άνευ, πώς ου συνείδες, οι κακών έμελλες κατελθείν, τοιαύτ’ επιχειρήσας πράγματα, οία των αν(θρώπ)ων ουδείς;
Τίνα την απολογίαν άρα, τοσούτων εκ της τοιαύτης αιτί(ας) απολεσθέντων και δη και τέλεσι αφανισθέντων, δώσεις, άθλιε, τω Θεώ κριτή καθεζομένω; Τα δάκρυα δε και οι αναστεναγμοί των αναίτιως πασχόντων πού οίει καταπεσείν; Ουκ ήρκει τοις Χριστιανοίς, α καθ’ εκάστην επασχόν τε και πάσχουσι δεινά;
Προς δε τοις ειρημένοις, ει διά πολλών θλίψεων δει ημάς, κατά την του Παύλου φωνήν, εισελθείν εις την βασιλείαν των ου(ρα)νών, συ απήλλαξας τούτων τους αν(θρώπ)ους, απέκλεισας δήπου αυτοίς την εις ου(ρα)νόν φέρουσαν οδόν και μόνοις τοις κατα την γην αγαθοίς προστετηκέναι παρεσκευασας αυτούς.
Νυν ήσθοντο πρώτον ως κακόν επανάστασις, και το μικρούς μείζοσι, και ισχυροτέροις αδυνάτους, και ολίγους πλείοσι πολεμείν εθέλειν.
Παραμυθείσθαι και γενναίως φέρειν τα δεινά, ουκ επανίστασθαι, παραινείν αυτοίς προσήκε, Διονύσιε, και τιμάν τους βασιλείς παρά Θ(εο)ύ δοθέντας, ουκ αντιτάσσεσθαι τούτοις νουθετείν εχρήν. Ει γαρ μη προς Θ(εο)ύ ήσαν δεδομένοι, και ασεβείς οντες, ουκ αν ίστασθαι ηδύναντο. Ουδέν γαρ μη βουλομενου θ(εο)υ δυνατόν ίστασθαι. Του Θ(εο)ύ δε τούτους ημίν επιστήσαντος δί ας οίδεν αιτίας, ημίν μεν άδηλους εκείνω δε και πάνυ εκδήλους, φέρειν ανάγκη. Α γαρ τω θ(ε)ώ βουλητόν αγαπάν ημάς χρη, και μη αφηνιάσαντας ατακτείν.
Πασιν ωςπερ τις θανατηφόρος και πικρότατος όφις μετέδωκας του ιού. Νέος ημιν Ιουλιανός διά της σης αποστασίας κατέστης. Νέος τω όντι διάβολος. Ως γαρ εκείνος του παραδείσου διά της απάτης τον πρωτοπλαστον εξέβαλεν, ούτω και συ, τοις εκείνου τρόποις και τέχναις χρησάμενος, της ης είχομεν μιχράς, ελευθερί(ας) τε και παρρησί(ας) το παράπαν απεστέρησας».
Με τέτοιες πρωτάκουστες ιδέες είχαν διαποτίσει την ψυχή τους ο Μάξιμος και οι ομοϊδεάτες του. Ιδέες που ξεπερνούν, οπωσδήποτε, κάθε όριο εθνικής και θρησκευτικής προδοσίας. Με αυτές τις ιδέες ήθελαν να διαποτίσουν και την ψυχή του δυστυχισμένου ραγιά και να τον πείσουν πως ο Θεός μας έδωσε τη σκλαβιά για τις πολλές μας αμαρτίες και πως μόνο με τη σκλαβιά θα κερδίσουμε την αιώνια βασιλεία και όχι ετούτη τη ζωή, τη φθαρτή και τη μάταιη! Με τέτοιες ιδέες δεν είναι καθόλου παράδοξο πως ο Μάξιμος «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη και χωρίς αιδώ», όπως θα έλεγε ο Καβάφης, στηλιτεύει ανηλεώς το Διονύσιο.
Υποστήριξαν μερικοί ότι στην ανοικτίρμονα κατά του Διονυσίου επίθεση, την οποία ούτε ο φρικαλέος θάνατος του ηρωικού πρεσβύτη εμάλαξε, συνετέλεσε ασφαλώς και ο τρόμος απ’ τον οποίο είχαν καταληφθεί οι Γιαννιώτες μετά την τραγική αποτυχία του Κινήματος και τις κακουργίες των Τούρκων, καθώς και η επιθυμία του Μαξίμου να εξευμενίσει τους Τούρκους. Όμως ο Μάξιμος, από πάθος εμπνεόμενος, απέβλεπε όχι τόσο στο παρόν, όσο στο μέλλον. Νόμιζε πως αυτός μόνο κατείχε το μονοπώλιο της σοφίας και δεν μπορούσε να ανεχθεί να αποκαλείται ο Διονύσιος Φιλόσοφος: ήταν ο Μάξιμος άνθρωπος εμπαθής και φθονερός. Έστησε σε βάρος του Διονυσίου ένα ανόσιο οικοδόμημα, το οποίο όμως σύντομα κατέρρευσε και συνέτριψε τον ίδιο. Θέλησε να παραδώσει το μάρτυρα Διονύσιο στη χλεύη των μεταγενέστερων και στο αιώνιο ανάθεμα, σ’ αυτό ασφαλώς αποσκοπούσε και η υβριστική ονομασία Σκυλόσοφος, με την οποία αυτός και οι ομοϊδεάτες του θέλησαν να εξευτελίσουν τον πραγματικό Διονύσιο, αυτή όμως η ονομασία έχει καθιερωθεί σ’ όλες τις συνειδήσεις των ανθρώπων, όχι μόνο στην Ήπειρο, αλλά και στην Ελλάδα ολόκληρη, σύμβολο ιερό και τίτλος ύψιστης τιμής
Τί κι αν οι σύγχρονοι του τον έγδαραν ζωντανό;
Τί κι αν οι διάφοροι Μάξιμοι στηλίτευσαν την επανάσταση του και επιδίωξαν να προσβάλουν τη μνήμη του;
Ήρθε, ύστερα απ’ αυτούς, ως αδέκαστος κριτής η ιστορία, με τα δικαστήρια και τους δικαστές της και απέδωσε Δικαιοσύνη. Καταδίκασε στην αιώνια περιφρόνηση το σοφολογιότατο Μάξιμο και τους ομοϊδεάτες του, ενώ περιέβαλε με το φωτοστέφανο της δόξας και της αιώνιας μνήμης το Διονύσιο που πρόταξε τα γέρικα μεν, αλλά γεμάτα από το ακατανίκητο αίσθημα της λευτεριάς και της φιλοπατρίας στήθη του και τον ανάδειξε ως τη μεγαλύτερη εθνική φυσιογνωμία του 17ου αιώνα, καθώς με το μαρτύριο του έδειξε στις μελλούμενες γενιές το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν για να τινάξουν από πάνω τους το δυσβάσταχτο ζυγό της σκλαβιάς.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ιδιαίτερη σημασία της Επανάστασης του 1611. Υπήρξε το εγερτήριο σάλπισμα του αλύτρωτου Ελληνισμού που απ’ την πρώτη μέρα της σκλαβιάς άρχισε να προετοιμάζει το έδαφος για την εθνική του αποκατάσταση και διαμόρφωσε το εθνικό του ιδεώδες, τη γνωστή σε όλους μας Μεγάλη Ιδέα. Αυτή η Μεγάλη Ιδέα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και στις μέρες μας, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Μεγάλη Ιδέα ενός Έθνους παραμένει αναλλοίωτη ανά τους αιώνες, δε νοείται μόνο ως απλή γεωγραφική, ποσοτική έννοια: αλλάζει συνεχώς περιεχόμενο, από την απελευθέρωση και την αύξηση του εδάφους, μετατοπίζεται στην ανύψωση του βιοτικού, του πνευματικού και του ηθικού επιπέδου του Λαού. Η εθνική ολοκλήρωση δεν είναι για ένα Λαό το τέρμα. Είναι ταυτόχρονα αφετηρία για νέους ανώτερους σκοπούς του Έθνους, για δημιουργία μιας πραγματικής αναγέννησης που αποτελεί, κατ’ επέκταση το νέο εθνικό ιδεώδες, τη νέα Μεγάλη Ιδέα. Αυτό το εθνικό ιδεώδες βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το ευρύτερο ανθρωπιστικό ιδεώδες, που συνίσταται στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία των λαών. Βρίσκεται επίσης σε αρμονία με το λεγόμενο κοινωνικό ιδεώδες που συνίσταται στην απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, στην κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο.
Στη διαμόρφωση αυτού του ιδεώδους, με όλες του τις μορφές, σημαντικός μπορεί και πρέπει να είναι ο ρόλος που καλούνται, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, να διαδραματίσουν οι πνευματικοί άνθρωποι : οι εκπαιδευτικοί, οι λογοτέχνες, οι συγγραφείς, οι επιστήμονες, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι.
Χρειάζεται, όλοι μαζί, να επιστρατεύσουμε εκείνες τις δημιουργικές δυνάμεις με τις οποίες, ως Λαός, επιβιώσαμε και, κατά περιόδους, μεγαλουργήσαμε. Χρειάζεται πάνω απ’ όλα να διαφυλάξουμε άσβεστη την εθνική μας συνείδηση, πηγή αστείρευτη για την πραγματική μας αφύπνιση. Αφύπνιση που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε, μια για πάντα, τα διλήμματα που σκόπιμα μας βάζουν γύρω απ’ την προκοπή και τη σωτηρία του τόπου μας, όπως αυτά παρουσιάζονται απ’ τον ποιητή με τους στίχους:
Ποιος, θα μας σώσει, Ανατολή για Λύση;
Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει
για πίσω θα γυρίζει ο παλιός;
Πορεία αδιέξοδη απ’ την οποία μπορούμε και πρέπει να απαλλαγούμε, θα το πετύχουμε μονάχα όταν η πίστη μας στον άνθρωπο γίνει το επίκεντρο κάθε πολιτιστικής προσφοράς μας. Όταν βαθιά εδραιωθεί στην ψυχή μας η πίστη στην απεριόριστη δυνατότητα του Λαού μας να προσδιορίζει μόνος του τη ζωή και τη μοίρα του.
Τότε, εκφράζοντας, κατά τον καλύτερο τρόπο, το αίτημα της εποχής μας για εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, θα μπορούμε, μαζί με τον ποιητή μας, να πάρουμε σαφή θέση στο παραπάνω ερώτημα και, χωρίς δυσκολία, να δώσουμε την απάντηση:
Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση
Μηδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει
Όταν ξυπνήσουν κάποτε οι Λαοί.
Προς αυτή την κατεύθυνση ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος, πριν από 390 χρόνια, μας έδειξε το δρόμο. Σε μας απομένει το χρέος να τον ακολουθήσουμε.
Πηγή: e Γιάννινα
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ υπήρξε πατριάρχης και ιδρυτής του εβραϊκού έθνους. Το αρχικό του όνομα είναι Άβραμ, έχει επικρατήσει όμως να ονομάζεται Αβραάμ, που σημαίνει "πατέρας ενός λαού" ή "πατέρας πλήθους (πολλών)". Ήταν γιος του Θάρα (Θάρρα) και αδερφός του Ναχώρ και του Αρράν (Γένεση 11,26. Ιησούς του Ναυή 24,2). Ο Αβραάμ υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 2000 π.Χ., αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Αβραάμ θα πρέπει να έζησε περίπου το 2166-1991 π.Χ. Η οικογένειά του προερχόταν από τη φυλή του Σημ, αλλά κατοικούσε στην Ουρ των Χαλδαίων. Ο πατέρας του ο Θάρρα, όπως και όλη η οικογένειά του αρχικά ήταν ειδωλολάτρες (Ιησούς του Ναυή 24,2).
Παρόλα αυτά ο Αβραάμ στάθηκε ως παράδειγμα πίστης στην ιστορία γι' αυτό και πήρε τον τίτλο του "φίλου του Θεού" (Β' Παραλειπομένων 20,7). Σύζυγός του ήταν η Σάρρα ή Σάρα, αδερφή από πατέρα όχι όμως από μητέρα (Γένεση 11,29 και 20,12). Ο Αβραάμ απέκτησε τον Ισαάκ από τη Σάρρα (Γένεση 21,1-8. Ιησούς του Ναυή 24,4), τον Ισμαήλ από την Άγαρ (Γένεση κεφ. 16) και τους Σομβράν (Ζεμβράμ ή Ζιμράν), τον Ιεζάν (Ιεξάν ή Ιοξάν), τον Μαδάλ (Μαδάμ ή Μαδά), τον Μαδιάμ (Μαδιάν), τον Ιεσβώκ (Σοβάκ ή Ισβάκ) και τον Σωκέ (Σωέ ή Σουάχ) από τη Χεττούρα (Γένεση 25,1-4. Α' Παραλειπομένων 1,32-33). Πέμπτος απόγονος του Αβραάμ και απόγονος του Ησαύ ήταν ο Ιώβ, γιος του Ζαρέ (Ζαρέθ) (Ιώβ 42,17γ).
Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ μετά το θάνατο του αδερφού του Ναχώρ, μαζί με την οικογένειά του, τον πατέρα του και τον ανιψιό του Λωτ, εγκατέλειψε την Ουρ για να πάει στη Χαρράν της Μεσοποταμίας (Γένεση 11,27-31).
Μια μέρα ο Κύριος είπε στον Αβραάμ:
› Φύγε από τη χώρα σου και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω. Θα κάνω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω, θα κάνω το όνομα σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία για τους άλλους. Μ' εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης.
Έτσι ο Αβραάμ αναχώρησε όπως του είπε ο Κύριος. Ήταν 75 ετών όταν έφυγε από τη Χαρράν. Μαζί του πήρε τη γυναίκα του τη Σάρα και το Λωτ, γιο του αδερφού του, όλα τα υπάρχοντα και τα κοπάδια των ζώων που είχαν συγκεντρώσει, καθώς επίσης τους δούλους που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν και έφτασαν στη Χαναάν (Γένεση 12,1-5. Ιησούς του Ναυή 24,3).
Ο Αβραάμ διέσχισε τη χώρα ως την περιοχή της Συχέμ, την οποία τότε την κατοικούσαν οι Χαναναίοι. Εκεί του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε:
› Αυτήν τη γη θα τη δώσω στους απογόνους σου.
Τότε ο Αβραάμ έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο και πρόσφερε θυσία προς τον Κύριο. Μετά από εντολή του Θεού ο Αβραάμ προχώρησε προς τα βουνά και εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ. Έχτισε ακόμη ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσευχήθηκε σ' αυτόν (Γένεση 12,6-9).
Εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν και ο Αβραάμ κατέβηκε στην Αίγυπτο γιατί η πείνα ήταν μεγάλη. Εκεί φοβούμενος, μήπως κακοποιηθούν από τους κατοίκους, είπε ότι η Σάρρα ήταν αδερφή του μόνο από πατέρα και όχι από μητέρα. Η ομορφιά της Σάρρας τόσο πολύ γοήτεψε τους άρχοντες της Αιγύπτου, που την πήραν στα ανάκτορα του Φαραώ, προσφέροντας πλούσια δώρα στον Αβραάμ. Αλλά ο Κύριος χτύπησε με μεγάλες συμφορές το φαραώ και τους αυλικούς του και κάποια νύχτα, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο που τον ανάγκασε να δώσει πίσω τη Σάρρα στον Αβραάμ και να τους διατάξει να φύγουν από την Αίγυπτο (Γένεση 12,10-20).
ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΛΩΤ
Ο Αβραάμ μετά τη φυγή από την Αίγυπτο πήγε προς το νότιο τμήμα της Χαναάν, μαζί με τη γυναίκα του τη Σάρρα και το Λωτ. Προχώρησε προς τη Βαιθήλ όπου εγκαταστάθηκε. Και ο Αβραάμ και ο Λωτ είχαν αποκτήσει αρκετά πρόβατα, βόδια και σκηνές. Η χώρα όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν και οι δύο μαζί, γιατί τα υπάρχοντα τους ήταν πάρα πολλά. Οι βοσκοί του Αβραάμ μάλωναν με τους βοσκούς του Λωτ.
Ο Αβραάμ για να μην υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους είπε στο Λωτ να διαλέξει την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ καθώς ήταν πλεονέκτης, διάλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη. Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των Σοδόμων και των Γομόρρων. Πριν καταστρέψει ο Κύριος τα Σόδομα και τα Γόμορρα, η περιοχή ήταν σαν παράδεισος, σαν τη χώρα της Αιγύπτου. Έτσι ο Αβραάμ έμεινε στη Χαναάν ενώ ο Λωτ έστησε τις σκηνές του κοντά στα Σόδομα. Οι άνθρωποι όμως των Σοδόμων και των Γομόρρων ήταν πολύ κακοί και πάρα πολύ αμαρτωλοί ενώπιον του Κυρίου (Γένεση 13,1-13).
Αβραάμ και Μελχισεδέκ Κατόπιν ο Αβραάμ έφυγε και εγκαταστάθηκε στη Μαβρή κοντά στη Χεβρών όπου έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο (Γένεση 13,18). Αργότερα ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ μαζί με άλλους βασιλιάδες πολέμησαν με τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Στον πόλεμο που ακολούθησε ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του νίκησαν και λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Καθώς έφευγαν πήραν αιχμάλωτο τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γένεση 14,1-12).
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ που γλίτωσε ειδοποίησε τον Αβραάμ, ο οποίος όταν άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και μαζί με τον Μαμβρή τον Αμοραίο και τα αδέρφια του, καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ. Τη νύχτα ο Αβραάμ χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως την περιοχή που είναι αριστερά της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λώτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γένεση 14,13-16). Επιστρέφοντας συνάντησε τον ιερέα Μελχισεδέκ και βασιλιά του Σαλήμ ο οποίος τον ευλόγησε. Ο Αβραάμ τότε του έδωσε το ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα, ενώ τα υπόλοιπα τα έδωσε στο βασιλιά των Σοδόμων (Γένεση 14,17-24).
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος είπε σε όραμα στον Αβραάμ:
› Μη φοβάσαι, Άβραμ. Εγώ είμαι η ασπίδα σου. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Ο Αβραάμ απάντησε:
› Κύριε, εγώ φεύγω άτεκνος. Αφού δεν μου έδωσες απογόνους, κληρονόμος του σπιτιού μου θα είναι ο δούλος του σπιτιού μου, ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό.
Ο Κύριος του αποκρίθηκε:
› Δε θα σε κληρονομήσει αυτός, αλλά εκείνος που θα γεννηθεί από τα σπλάχνα σου. Όπως είναι στον ουρανό τ' αστέρια, έτσι αναρίθμητοι θα είναι και οι απόγονοι σου.
Ο Αβραάμ πίστεψε στον Κύριο και γι' αυτή του την πίστη ο Κύριος τον αναγνώρισε δίκαιο. Ο Κύριος του είπε ακόμα:
› Εγώ είμαι ο Κύριος, που σ' έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη χώρα για ιδιοκτησία σου. Οι απόγονοί του αφού πρώτα υποδουλωθούν στην Αίγυπτο θα επιστρέψουν και θα κατακτήσουν τη γη Χαναάν (Γένεση κεφ. 15).
Η ΑΓΑΡ ΚΑΙ Ο ΙΣΜΑΗΛ
Τα χρόνια όμως περνούσαν και η Σάρρα επειδή δεν έκανε παιδιά, έδωσε στον Αβραάμ τη δούλη της Άγαρ για μια νύχτα. Όταν η Άγαρ είδε ότι ήταν έγκυος, άρχισε να φέρεται στην κυρά της με περιφρόνηση. Τότε η Σάρρα άρχισε να κακομεταχειρίζεται την Άγαρ, κι εκείνη έφυγε από κοντά της.
Η Άγαρ από παρότρυνση του Θεού επέστρεψε και γέννησε γιο και ο Αβραάμ τον ονόμασε Ισμαήλ. Εκείνη την εποχή ο Άβραμ ήταν 86 ετών (Γένεση κεφ. 16).
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Ο πατριάρχης Αβραάμ Όταν ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, του φανερώθηκε πάλι ο Κύριος και του είπε:
› Εγώ είμαι ο Θεός παντοκράτορας. Να ζεις σύμφωνα με το θέλημα μου και να είσαι τέλειος. Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους.
Ο Αβραάμ έπεσε με το πρόσωπο του στη γη και ο Κύριος του είπε:
› Αυτή είναι η διαθήκη που κάνω μαζί σου. Δε θα ονομάζεσαι πια Άβραμ αλλά Αβραάμ γιατί θα σε κάνω πατέρα πλήθους εθνών. Θα αποκτήσεις πολλούς απογόνους και θα γίνεις γενάρχης λαών και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Τη διαθήκη μου τη συνάπτω μαζί σου, αλλά θα ισχύει και για όλες τις γενιές των απογόνων σου. Θα είναι διαθήκη αιώνια, ώστε να είμαι Θεός δικός σου και των απογόνων σου. Σ' εσένα και τους απογόνους σου θα δώσω όλη τη χώρα όπου τώρα κατοικείς, όλη τη χώρα της Χαναάν .
Είπε ακόμα ο Θεός στον Αβραάμ:
› θα πρέπει, όμως, να τηρείς τη διαθήκη μου τόσο εσύ όσο και οι επόμενες γενιές των απογόνων σου. Αυτή είναι η διαθήκη μου που θα τηρείτε: Κάθε αρσενικό παιδί θα περιτέμνεται. θα κάνετε την περιτομή, κι αυτή θα αποτελεί το σημείο της διαθήκης ανάμεσα σ' εμένα και σ' εσάς. Κάθε παιδί θα περιτέμνεται την όγδοη ημέρα από τη γέννησή του. Θα πρέπει οπωσδήποτε καθένας που γεννήθηκε στο σπίτι σου ή αγοράστηκε με χρήματα, να περιτέμνεται. Έτσι η διαθήκη μου θα μαρτυρείται στο σώμα σας και θα είναι διαθήκη αιώνια (Γένεση 17,1-14).
Έτσι ο Αβραάμ, σύμφωνα με τη διαταγή του Θεού άλλαξε το όνομά του, από "Άβραμ" που λεγόταν και σήμαινε "ο υψηλός ή υπέροχος πατέρας", σε "Αβραάμ" που σημαίνει "πατέρας πολλών". Την ίδια μέρα ο Αβραάμ έκανε περιτομή στο γιο του τον Ισμαήλ, αλλά και σε όλους τους άνδρες υπηρέτες του. Ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, όταν έκανε περιτομή στον εαυτό του και ο Ισμαήλ δεκατριών. Η διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ και τους απογόνους του αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,9-10).
Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Η φιλοξενία του Αβραάμ Αμέσως μετά ο Κύριος παρουσιάστηκε και πάλι στον Αβραάμ, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι. Ο Αβραάμ είδε τρεις άνδρες να στέκονται απέναντι του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. Ο Αβραάμ είπε:
› Κύριε μου, αν έχω την εύνοια σου, μην προσπεράσεις το δούλο σου. Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και μετά μπορείτε ν' αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. Θα φέρω και λίγο ψωμί να πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε.
Εκείνοι απάντησαν:
› Κάνε όπως είπες.
Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα:
› Πάρε γρήγορα αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσε το και κάνε πίτες.
Μετά πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άνδρες. Αυτός στεκόταν απέναντι τους κάτω από τα δέντρα ενώ εκείνοι έτρωγαν.
Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ:
› Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;
Αυτός απάντησε:
› Εκεί, στη σκηνή.
Και ο Κύριος είπε:
› Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει γιο.
Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και γι' αυτό η Σάρρα γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν:
› Αφού γέρασα, είναι δυνατό να κάνω παιδί; Και ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας.
Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ:
›Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ' αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο (Γένεση 17,15-27. 18,1-15).
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΜΕΣΟΛΑΒΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΟΜΟΡΡΑ
Όταν ο Θεός φανέρωσε στον Αβραάμ την επερχόμενη καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, ο Αβραάμ παρακάλεσε να μην το πράξει (Γένεση 18,16-33). Μετά εγκαταστάθηκε στα Γέραρα όπου και πάλι παρουσίασε τη Σάρρα ως αδερφή του (Γένεση 20,2-12).
Από 'κει οι άντρες έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους κατευοδώσει. Τότε ο Κύριος είπε:
› Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. Θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα.
Οι δύο από τους άνδρες έφυγαν από 'κει και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ.
Αβραάμ και Λωτ Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε:
› θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν κάποιοι δίκαιοι στην πόλη. θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των λίγων δικαίων που βρίσκονται σ' αυτήν; Δε γίνεται να θανατώσεις δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;
Ο Κύριος του απάντησε:
› Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων έστω και δέκα δικαίους, δε θα καταστρέψω την πόλη και την περιοχή για χάρη των δέκα (Γένεση 18,16-33).
Οι δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ. Ο Λώτ τους φιλοξένησε και τους περιποιήθηκε. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι, οι οποίοι φώναζαν στο Λωτ και ήθελαν να κακοποιήσουν τους δύο ξένους. Τότε οι δύο άγγελοι τύφλωσαν όλους όσους ήταν έξω από το σπίτι και είπαν στο Λωτ να πάρει την οικογένειά του και να φύγει από την πόλη γιατί όλη η περιοχή θα καταστραφεί. Να φύγει και να μην κοιτάξει πίσω του ό,τι και να γίνει.
Όταν ο Λωτ απομακρύνθηκε τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίησή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος (Γένεση 19,1-29).
ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΑΒΙΜΕΛΕΧ
Ο Αβραάμ αναχώρησε από 'κει για τα νότια της Χαναάν και εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Εκεί, όπως και στην Αίγυπτο, επειδή φοβόταν μήπως κακοποιηθούν από τους κατοίκους, παρουσίασε τη Σάρρα για αδερφή του.
Έτσι, ο Φιλισταίος βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ έστειλε και πήρε τη Σάρρα στο παλάτι του. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο Θεός στο όνειρο του και του πρόσταξε επειδή ήταν δίκαιος να μην αμαρτήσει παίρνοντας τη γυναίκα που ανήκει σε άλλο, και πολύ περισσότερο σ' ένα δίκαιο όπως ο Αβραάμ. Και εξαιτίας του περιστατικού έκανε ο Κύριος, ώστε καμιά γυναίκα στο παλάτι να μην μπορεί να γεννήσει.
Τότε ο Αβιμέλεχ πήρε χίλια δίδραχμα, πρόβατα και βόδια, δούλους και δούλες και τα έδωσε ως δώρα στον Αβραάμ. Μαζί του έδωσε πίσω και τη Σάρρα τη γυναίκα του και του πρόσταξε να μείνει όπου του αρέσει. Τότε ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον απάλλαξε και έτσι μπορούσαν η γυναίκα του και οι δούλες του να γεννούν και πάλι (Γένεση κεφ. 20).
Αργότερα ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ έκαναν συμφωνία ειρήνης και ανανέωσαν τη φιλία τους. Κατά τη συμφωνία ο Αβραάμ παραπονέθηκε στον Αβιμέλεχ για τα πηγάδια που άνοιξε ο Αβραάμ και οι δούλοι του Αβιμέλεχ τα είχαν πάρει με τη βία. Ο Αβιμέλεχ δεν γνώριζε το περιστατικό και διέταξε να αποδοθούν στον Αβραάμ τα πηγάδια. Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και μοσχάρια και τα έδωσε ως δώρα στον Αβιμέλεχ. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά αρνιά και τα έδωσε στον Αβιμέλεχ, ως απόδειξη ότι αυτός άνοιξε το πηγάδι που ονομάστηκε Πηγάδι του όρκου. Ο Αβιμέλεχ επέστρεψε στο παλάτι του και ο Αβραάμ φύτεψε ένα κυπαρίσσι εκεί στο πηγάδι και προσευχήθηκε στον Κύριο. Και έμεινε ο Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων για πολύ καιρό (Γένεση 21,22-34).
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΑΓΑΡ
Η εκδίωξη της Άγαρ Ο Κύριος φρόντισε για τη Σάρρα, όπως είχε υποσχεθεί. Έτσι η Σάρρα έμεινε έγκυος και γέννησε ένα γιο στον Αβραάμ, στα γηρατειά του, στο χρόνο που του είχε ορίσει ο Κύριος. Ο Αβραάμ ονόμασε το γιο που του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ. Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ (Γένεση 21,1-8).
Μια μέρα η Σάρρα είπε στον Αβραάμ να διώξει την Άγαρ και το παιδί της, έτσι ώστε ο Ισμαήλ να μην έχει δικαιώματα κληρονομιάς με τον Ισαάκ.
Τα λόγια αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον Αβραάμ, αλλά με παρότρυνση του Κυρίου ότι θα φροντίσει ο ίδιος για την Άγαρ, ο Αβραάμ την έδιωξε μαζί με το παιδί.
Πράγματι ο Κύριος φρόντισε την Άγαρ όσο ήταν στην έρημο και όταν το παιδί μεγάλωσε εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και έγινε τοξότης. Κατόπιν η μάνα του του διάλεξε γυναίκα από την Αίγυπτο (Γένεση 21,9-21).
Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο Κύριος θέλησε να δοκιμάσει τον Αβραάμ και του είπε:
› Αβραάμ! Πάρε το γιο σου το μονογενή, που τον αγαπάς, τον Ισαάκ, και πήγαινε να τον θυσιάσεις στη γη Μοριά, σ' ένα από τα βουνά που εγώ θα σου δείξω.
Ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε στην εντολή του Κυρίου. Σηκώθηκε νωρίς το πρωί, πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του και το γιο του τον Ισαάκ. Έσχισε τα ξύλα για τη θυσία και ξεκίνησε για τον τόπο που του είπε ο Θεός. Την τρίτη μέρα κοίταξε και είδε τον τόπο από μακριά. Τότε είπε στους δούλους του:
› Καθίστε εσείς εδώ με το γαϊδουράκι, κι εγώ με το παιδί θα πάμε ως εκεί να προσκυνήσουμε κι έπειτα θα γυρίσουμε.
Πήρε ο Αβραάμ τα ξύλα της θυσίας και τα φόρτωσε πάνω στον Ισαάκ το γιο του, πήρε στο χέρι του τη φωτιά και το μαχαίρι, και προχώρησαν. Κάποια στιγμή ο Ισαάκ είπε στον πατέρα του:
› Πατέρα μου, έχουμε τη φωτιά και τα ξύλα, αλλά πού είναι το αρνί για τη θυσία;.
Ο Αβραάμ αποκρίθηκε:
› Ο Θεός θα φροντίσει για το αρνί της θυσίας, παιδί μου.
Και συνέχισαν το δρόμο τους.
Όταν έφτασαν στον τόπο που τους είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ έχτισε εκεί το θυσιαστήριο, ετοίμασε τα ξύλα, έδεσε το γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει το παιδί του. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου του φώναξε από τον ουρανό και του είπε:
› Αβραάμ, Αβραάμ! Μην απλώσεις χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, γιατί τώρα ξέρω ότι φοβάσαι το Θεό και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου.
Ο Αβραάμ κοίταξε τριγύρω και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σ' ένα θάμνο. Έτρεξε, το πήρε και το θυσίασε αντί για το γιο του. Ο άγγελος του Κυρίου φώναξε για δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό και του είπε:
› Εγώ ο Κύριος ορκίζομαι στον εαυτό μου, ότι επειδή έκανες την πράξη αυτή και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου, θα σε ευλογήσω με το παραπάνω και θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ' αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο που είναι στις ακτές της θάλασσας. Ο απόγονος σου θα κατακτήσει τις πόλεις των εχθρών του. Με τον απόγονο σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες στην εντολή μου.
Μετά ο Αβραάμ γύρισε στους δούλους του και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το Πηγάδι του όρκου, και εγκαταστάθηκε εκεί (Γένεση κεφ. 22). Ο Αβραάμ επειδή δέχτηκε πρόθυμα να υπακούσει στο θέλημα του Θεού γι' αυτό και ονομάστηκε "πατήρ της πίστης" (Ρωμαίους 4,11)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΡΡΑΣ
Μετά από 12 χρόνια η Σάρρα πέθανε σε ηλικία 127 ετών στη Χεβρών (Αρβόκ ή Κιριάθ-Αρβά), στη Χαναάν. Ο Αβραάμ τη θρήνησε και την πένθησε εκεί. Ύστερα πήγε και μίλησε στους Χετταίους κατοίκους της Χεβρών και τους ζήτησε να του δώσουν έναν ιδιόκτητο τάφο για να θάψει τη γυναίκα του. Οι κάτοικοι της πόλης, επειδή τον θεωρούσαν άνθρωπο ευνοημένο του Θεού, του είπαν να κάνει ότι είναι απαραίτητο.
Ο Αβραάμ προσκύνησε τους Χετταίους κατοίκους της πόλης και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Εφρών, γιο του Σαάρ, να του πουλήσει το σπήλαιο Μαχπελά, που ανήκει σ' αυτόν και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του, για ιδιόκτητο τάφο.
Ο Εφρών αποκρίθηκε στον Αβραάμ για να τον ακούσουν όλοι ως μάρτυρες, ότι του χαρίζει τον αγρό και το σπήλαιο που βρίσκεται σ' αυτόν. Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε πάλι τους Χετταίους και είπε στον Εφρών για να τον ακούσουν όλοι, ότι θέλει ν' αγοράσει τον αγρό. Ο Εφρών είπε στον Αβραάμ ότι η γη αξίζει 400 ασημένιους σίκλους.
Τότε ο Αβραάμ συμφώνησε με τον Εφρών και του ζύγισε την ποσότητα του ασημιού που είχε αυτός ορίσει παρουσία των Χετταίων. Έτσι, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελά, απέναντι από τη Μαμβρή, μαζί με το σπήλαιο και όλα τα δέντρα που ήταν μέσα σ' αυτόν σε όλη του την έκταση, περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Αβραάμ ως ιδιόκτητος τάφος. Το δικαίωμα του αυτό αναγνωρίστηκε από όλους τους Χετταίους που ήταν εκεί παρόντες στην πύλη της πόλης. Έπειτα απ' αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του αγρού της Μαχπελά (Γένεση κεφ. 23).
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ όταν ήταν 140 ετών, έστειλε στη Μεσοποταμία τον δούλο του Ελιέζερ για να βρει νύφη στον Ισαάκ. Έτσι ο Αβραάμ πάντρεψε το γιο του με τη Ρεβέκκα (Γένεση 24,1-28). Αργότερα, παρόλο που ήταν πολύ γέρος, παντρεύτηκε τη Χεττούρα από την οποία απέκτησε 6 γιους, τον Σομβράν (Ζεμβράμ ή Ζιμράν), τον Ιεζάν (Ιεξάν ή Ιοξάν), τον Μαδάλ (Μαδάμ ή Μαδά), τον Μαδιάμ (Μαδιάν), τον Ιεσβώκ (Σοβάκ ή Ισβάκ) και τον Σωκέ (Σωέ ή Σουάχ), οι οποίοι ίδρυσαν αντίστοιχες φυλές (Γένεση 25,1-4. Α' Παραλειπομένων 1,32-33).
Ο Αβραάμ μεταβίβασε όλη του την περιουσία στον Ισαάκ. Στα παιδιά των παλλακίδων του έδωσε δώρα και τα έστειλε, ενώ ακόμα ζούσε, μακριά από τον Ισαάκ σε χώρα της Ανατολής (Γένεση 25,5).
Ο Αβραάμ έζησε 175 χρόνια και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Οι γιοι του Ισαάκ και Ισμαήλ τον έθαψαν στη σπηλιά Μαχπελά, στον αγρό του Εφρών, εκεί που είχε ταφεί και η Σάρρα (Γένεση 23,1-20. 25,7-10).
Ο ΑΒΡΑΑΜ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η ζωή του Αβραάμ ήταν ζωή πίστης προς το Θεό και τον αποκάλεσαν "φίλο του Θεού". Την πίστη αυτή δεν την πρόδωσε ακόμα και όταν πήρε την εντολή από το Θεό να θυσιάσει τον μονογενή του γιο τον Ισαάκ. Ο Θεός φανερώθηκε αρκετές φορές στον Αβραάμ και του αποκαλύφθηκε μέσα από οράματα αλλά και την επίσκεψη αγγέλων στο σπίτι του. Εκτός όμως της πίστης του ήταν άνθρωπος φιλόξενος γεμάτος αγάπη για τους άλλους, πράος και ειρηνικός. Η μεγάλη του καρδιά φάνηκε και στα γεγονότα όπου χάρισε την πιο εύφορη γη στον αχάριστο Λωτ, αλλά και στη συνομιλία που είχε με το Θεό προκειμένου να Τον πείσει να ματαιώσει τα σχέδια Του για την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων.
Ο Αβραάμ θεωρείται ως "πατριάρχης" και γενάρχης του Ισραηλιτικού γένους (Πράξεις 13,26), του λευιτικού ιερατείου (Εβραίους 7,5), και του Ιησού Χριστού (Ματθαίος 1,17). Το πρόσωπο του Αβραάμ τιμάται με μοναδικό τρόπο από Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Η ιστορία του περιγράφεται με λεπτομέρειες στο βιβλίο της Γένεσης (11,26-25,10).
Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, ο Αβραάμ αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,8-19). Ακόμη αναφέρεται στις γενεαλογίες των Ισραηλιτών (Α' Παραλειπομένων 1,27-28). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους και στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον ανιψιό του τον Λωτ.
Το συγκινητικό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, που ο Αβραάμ επιχείρησε να προσφέρει το παιδί του θυσία στο Θεό, για να δείξει τη μεγάλη του πίστη, έγινε πηγή έμπνευσης πολλών μεγάλων καλλιτεχνών, ιδιαίτερα στην εποχή της Αναγέννησης. Ακόμη η θυσία του Αβραάμ ήταν το επεισόδιο που ενέπνευσε πολλούς ποιητές.
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΩΤ
Ο Λωτ ήταν γιος του Αρράν (Αράν) και ανιψιός του Αβραάμ (Γέν. 11,27). Εκτός από την περιγραφή της ζωής του, το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στην Παλαιά Διαθήκη, εκτός μόνο στους απογόνους του (Δευτερονόμιο 2,9-19).
Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται από τον Ιησού (Λουκάς 17,28-32), όπου προβάλλει το αρνητικό παράδειγμα της συζύγου του Λωτ. Για τον ίδιο λόγο αναφέρεται και στην Β' επιστολή Πέτρου, τον οποίο αποκαλεί "δίκαιο" (Β' Πέτρ. 2,7). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον θείο του Αβραάμ.
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ Ο ΛΩΤ
Όταν ο Αβραάμ, ο Θάρρα και η Σάρρα έφυγαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη Χαρράν, ο Λωτ τους συνόδευσε (Γέν. 11,31). Στη συνέχεια ο Λωτ ακολούθησε τον Αβραάμ, όταν ο Κύριος του να πάει στη Χαναάν (Γέν. 12,4,5). Επειδή όμως εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν ο Αβραάμ, η Σάρρα και ο Λωτ αναγκάστηκαν να πάνε στην Αίγυπτο (Γέν. 12,10). Όταν η πείνα πέρασε ξαναγύρισαν και πάλι πίσω στη Χαναάν (Γέν. 13,1).
Ο Λωτ, όπως και ο θείος του, είχε αποκτήσει κι αυτός αρκετά υπάρχοντα, πρόβατα, βόδια και σκηνές (Γέν. 13,5-6), η περιοχή όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν μαζί με τον Αβραάμ, με αποτέλεσμα οι βοσκοί τους να μαλώνουν μεταξύ τους. Ο Αβραάμ για να μην υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους είπε στο Λωτ να διαλέξει την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ καθώς ήταν πλεονέκτης, διάλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη (Γέν. 13,8-13). Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των αμαρτωλών κατοίκων των Σοδόμων.
Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ, ο βασιλιάς των εθνών Θαργάλ, ο βασιλιάς της Σεναάρ Αμαρφάλ και ο βασιλιάς της Ελλασάρ Αριώχ κήρυξαν τον πόλεμο στο Βαλλά, βασιλιά των Σοδόμων, στο Βαρσά, βασιλιά των Γομόρων, στο Σινόβ, βασιλιά της Αδαμά, στο Συμοβόρ, βασιλιά της Σεβωείμ, και στο βασιλιά της Βελά (Σηγώρ).
Στον πόλεμο που ακολούθησε οι τέσσερις πρώτοι βασιλιάδες νίκησαν τους πέντε δεύτερους. Οι νικητές λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορα και πήραν όλα τα αποθέματα τροφίμων. Πήραν ακόμη αιχμάλωτο και τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα και έφυγαν (Γέν. 14,11-12).
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ γλίτωσε και τα ανάγγειλε όλα αυτά στον Αβραάμ. Όταν ο Αβραάμ άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και καταδίωξε τους τέσσερις βασιλιάδες. Τη νύχτα χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως την περιοχή που είναι βόρεια της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λωτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γέν. 14,13-16).
Ο ΛΩΤ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ
Κάποιο βράδυ δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα. Ο Λωτ τους φιλοξένησε, τους περιποιήθηκε και τους ετοίμασε το δείπνο.
Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν:
› Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ' τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!
Τότε ο Λωτ τους παρακάλεσε και τους έλεγε,
› μην τους κάνετε κανένα κακό. Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ότι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε, γιατί είναι φιλοξενούμενοι μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου.
Εκείνοι όμως φώναζαν:
› Φύγε από 'κει!
Και μεταξύ τους έλεγαν:
› Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!
› Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ' ότι σ' εκείνους.
Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.
Τότε οι δύο άγγελοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ' έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
Είπαν τότε οι δυο άγγελοι στο Λωτ:
› Πάρε τη γυναίκα σου, το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη και φύγετε γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής και ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα.
Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε:
› Σηκωθείτε και φύγετε από 'δω, γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη.
Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του.
Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν:
› Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης.
Κι επειδή καθυστερούσε, οι δυο άγγελοι τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας άγγελος στο Λωτ:
› Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς.
Τότε ο Λωτ του είπε:
› Σε παρακαλώ, κύριε μου, επειδή δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά, εκεί κοντά είναι η πόλη που λέγεται Σηγώρ. Άσε με να καταφύγω σ' αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί.
Ο άγγελος του είπε:
› Θ' ακούσω κι αυτόν το λόγο σου και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες. Τρέξε λοιπόν να καταφύγεις σ' αυτήν και δεν θα κάνω τίποτα, μέχρις ότου φτάσεις εκεί.
Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ. Τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίηση του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος. Σε όλη την περιοχή ανέβαινε από τη γη καπνός, σαν να έβγαινε από καμίνι. Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε το Λωτ από την καταστροφή (Γέν. 19,1-29). Ο Κύριος δεν λυπήθηκε την πόλη, στην οποία κατοικούσε ο Λωτ, ούτε τους κατοίκους της για τις αμαρτίες τους (Σοφία Σειράχ 16,8).
Ο ΛΩΤ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ
Ο Λωτ φοβόταν να μείνει στη Σηγώρ, γι' αυτό έφυγε και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του. Εκεί, μια μέρα οι κόρες του αφού τον μέθυσαν, κοιμήθηκαν μαζί του και απέκτησαν παιδιά.
Η μεγαλύτερη γέννησε γιο και τον ονόμασε Μωάβ, ο οποίος υπήρξε ο γενάρχης των Μωαβιτών. Γέννησε και η μικρότερη γιο και τον ονόμασε Αμμών (Αμμάν), ο οποίος είναι ο γενάρχης των Αμμωνιτών (Γέν. 19,30-38).
Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.
Πηγή: Ορθόδοξοι Ορίζοντες (Αβραάμ), Ορθόδοξοι Ορίζοντες (Λωτ)
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...