
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η Αγία Μάρτυς Βάσσα ήκμασε κατά τους χρόνους του Βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει 280, και κατήγετο εκ της Εδέσσης της Mακεδονίας. Συζευχθείσα δε Ουαλλέριον τινά, ιερέα των ειδώλων, εγέννησεν εξ αυτού τρείς υιούς, Θεόγνιον, Αγάπιον,και Πιστόν, τους οποίους ανέτρεφε δια της εις Θεόν ευσεβείας, ούσα και αυτή Χριστιανή και πιστή εκ προγόνων.
Διαβληθείσα είτα υπό του ιδίου ανδρός της, παρέστη μετά των τριών υιών αυτής έμπροσθεν του Ανθυπάτου Βικαρίου, και ομολογήσασα ευτήν Χριστιανήν,ερρίφθη εν τη φυλακή μετά των δύο υιών της, Θεόγνιος δέ, ο πρεσβύτερος υιός κρεμασθείς εξεσχίσθη.
Μετά δέ τούτον έφεραν και τον δεύτερον αυτής υιόν Αγάπιον και έδειραν, τον οποίον η μήτηρ του ενεθάρρυνε και παρεκίνει είς το Μαρτύριον, μετά ταύτα εξέδαραν το δέρμα της κεφαλής του μέχρι του στήθους του, και εν όσω τον εξέδερον, ο του Χριστού αθλητής έλεγε το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα «Ουδέν ούτως ηδύ, ώς το πάσχειν υπέρ Χριστού», τουτέστιν ουδέν γλυκύτερον του υπέρ Χριστού πάσχειν.
Ύστερον εφέρθη και ο τρίτος αυτής υιός, ο Πιστός καλούμενος, και ομολογήσας την εις Χριστόν πίστιν, ετιμωρήθη με διαφόρους βασάνους και έλαβε την διά ξίφους αποκεφάλισιν μετά των αδελφών του, ούτω δέ πάραυτα και οι τρείς αποκεφαλισθέντες, έτυχον οι μακάριοι των της αθλήσεως αμαραντίνων στεφάνων.
Η δέ μήτηρ αυτών Βάσσα ερρίφθη εις την φυλακήν, εκεί ευρισκομένη, έλαβε τροφήν διά χειρός Αγγέλου και ενεδυναμώθη δι΄αυτής. Έπειτα εξαγαγόντες αυτήν εκείθεν, την προσέταξαν να ακολουθή κατόπιν Βικαρίου πορευομένου είς την Μακεδονίαν,εκεί δέ ηνάγκασαν την Αγίαν να θυσιάση είς τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη, πρώτον μεν την έβαλαν εν ύδατι, εν πυρά, και μετά ταύτα την ελιθοβόλησαν.
Επειδή δέ έμεινεν αβλαβής είς όλα τάυτα, διά τούτο εφέρθη είς τον ναόν των ειδώλων, ένθα λαβούσα το είδωλον του Διός, έσεισεν αυτό και συνέτριψεν, όθεν εδόθη είς βοράν των θηρίων, και φυλαχθείσα εκ τούτων αβλαβής, ερρίφθη είς την θάλασσαν μακράν της στερεάς ώς τριάκοντα στάδια. Και τότε μέν εφάνη η Αγία είς τους μακρόθεν ορώντας καθημένη επί θρόνου, τον οποίον τρείς άνδρες, λάμποντες υπέρ τον Ήλιον εφάνησαν ότι έβαλαν μετά της Αγίας εις πλοίον, μεθ΄ημέρας δέ οκτώ ανεφάνη η Μάρτυς επί της νήσου Άλωνος, (κειμένης κατά το μέρος του Ελλησπόντου, και τουρκεστί μεν λεγομένης Πασά λιμάνι, υποκειμένης δέ τω Αρχιεπισκόπω Προικονήσου). Οι τρείς φαινόμενοι ηλιόμορφοι άνδρες ίσως ήσαν οι προμαρτυρήσαντες τρείς υιοί της Αγίας, Θεόγνιος, Αγάπιος και Πιστός.
Τούτο δε μαθών ο εν τη Μακεδονία ευρισκόμενος Ανθύπατος παρά τινός Φιλίππου ονομαζομένου, έγραψεν είς τον Κονσουλάριον της Κυζίκου και άρχοντα της επαρχίας του Ελλησπόντου, παρακινών αυτόν να συλλάβη την Αγίαν. Όθεν αυτός ερευνήσας και ευρών την Μάρτυρα, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση είς τα είδωλα, προσέταξε να οπισθοδέσωσι τας χείρας αυτής και να συντρίψωσι τα μέλη της, και τελευταίον να κόψωσι την αγίαν της κεφαλήν, τούτων δε γενομένων,παρέδωκε την ψυχήν της είς χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του Μαρτυρίου τον αϊδιον στέφανον. Ταίς των σών Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
(Μέγας Συναξαριστής Κωνσαντ. Χ. Δουκάκη [1894])
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς καλλίτεκνος μήτηρ τῇ Τριάδι προσήγαγες, Βάσσα Ἀθληφόρε θεόφρον, τοὺς καρποὺς τῆς κοιλίας σου, Θέογνιον Ἀγάπιον Πιστόν, ἀθλήσαντας τῷ λόγῳ σου στερρῶς· μεθ’ ὧν θείας ἀπολαύουσα χαρμονῆς, σῶζε τοὺς ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Σολομονῆς προσεπιβαίνουσα τοῖς ἴχνεσι Τοῦ μαρτυρίου τοῖς ἀγῶσι παρεθάρρυνας Τῶν υἱῶν σου τὴν τριάδα, Βάσσα Θεόφρον· Ἀλλ’ ὡς πάντα ὑπερβᾶσα τὰ ἐπίπονα Ἐπωδύνων πειρασμῶν ἀπελευθέρωσον Τοὺς βοῶντάς σοθ, χαίροις Μάρτυς πολύαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Βάσις πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικούς, Βάσσα ἀνεδείχθης, τῶν υἱῶν σου τῶν εὐκλεῶν· λόγῳ γὰρ καὶ ἔργῳ, αὐτοὺς ἐνδυναμοῦσα, σὺν τούτοις ἐδοξάσθης, στερρῶς ἀθλήσασα.
Πηγή: Ορθόδοξη Παρουσία, e-MHTERIKO
Η Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης από των πρώτων χρόνων του χριστιανικού μηνύματος ανάδειξε πολλούς αγίους οι οποίοι με την ζωή και τα έργα τους αγίασαν την γη τους και πρόσφεραν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του ευσεβούς λαού της Νήσου. Άγιοι μάρτυρες και ασκητές, μοναχοί και ιερωμένοι, αρχιερείς και πρεσβύτεροι πότισαν με το τίμιο αίμα και τον ίδρωτα τους τη γη για τη δόξα και την αίγλη της Εκκλησίας.
Ένας τέτοιος Κρητικός στην καταγωγή και πολύ λίγο γνωστός ήταν και ο άγιος Αθανάσιος ο Πατελλάρος (ο καθήμενος, όπως τον ονομάζουν οι Ρώσοι) που τίμησε τον τόπο της καταγωγής του και αναδείχτηκε άγιος σε μια ξένη χώρα, όπου μέχρι σήμερα με τα θαύματα του επιμαρτυρεί την αγιότητα του.
Η εποχή που έζησε ο Αθανάσιος χαρακτηρίζεται για τις εσωτερικές της ανωμαλίες σ’ ολόκληρη την Ανατολή, ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, λόγω των επεμβάσεων των ξένων πρεσβευτών αλλά και των παπικών και προτεσταντών που τους επηρέαζαν και τους καθοδηγούσαν. Ήταν μια εποχή συγκρούσεων και αντιθέσεων, συκοφαντιών και κατηγοριών, υποκρισίας και προδοσίας, δωροδοκιών και φθηνών διακανονισμών. Ο Θρόνος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ήταν το επίκεντρο όλων αυτών των καταστάσεων.
Μέσα λοιπόν σ΄ αυτό το κλίμα γεννήθηκε γύρω στα 1580 στην Κρήτη ο Αλέξιος Πατελλάρος (ή Πατελάρος), ο μετέπειτα άγιος Αθανάσιος. Η Κρήτη τότε ήταν κάτω από τους Ενετούς κι έτσι ο μικρός Αλέξιος μορφώθηκε στα σχολεία τους και έλαβε κατώτερη και ανώτερη μόρφωση σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα. Μορφώθηκε αρκετά καλά ώστε έγινε σύντομα ένας συγκροτημένος φιλόσοφος, φιλόλογος και εξαίρετος ομιλητής. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια και κλίση προς το μοναχισμό. Γι’ αυτό πορεύθηκε προς το Όρος Σινά και το Άγιον Όρος, όπου γνώρισε και έζησε από κοντά το μοναστικό ιδεώδες. Μελέτη και προσευχή ήταν τα όπλα του, που τον βοήθησαν στην συνέχεια σε μια περιπετειώδη ζωή. Στο Άγιον Όρος εγκαταβίωσε στην μονή Εσφιγμένου, αφού προηγουμένως έζησε για λίγο σε μονή στην Θεσσαλονίκη, όπου εν τω μεταξύ χειροτονήθηκε διάκονος και πήρε το όνομα Ανανίας . Απ’ εκεί ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους και στην επιστροφή του έζησε μόνος πια σ’ ένα κελλί κοντά στις Καρυές. Η ζωή του τώρα ήταν ασκητική, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στη νηστεία, τη μελέτη και την προσευχή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και άλλαξε το όνομά του σε Αθανάσιος, το οποίο διατήρησε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Την εποχή εκείνη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο εθνομάρτυρας Κύριλλος Λούκαρις, που καταγόταν επίσης από την Κρήτη. Ο Κύριλλος Λούκαρις πληροφορήθηκε για την ανώτερη κατάρτιση, αλλά και τα προσόντα του Αθανάσιου. Στη Θεσσαλονίκη, που υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα, απέκτησε τη φήμη μεγάλου ιεροκήρυκα και θαυμάσιου χειριστή του προφορικού και γραπτού λόγου. Τον κάλεσε έτσι ο Κύριλλος Λούκαρις στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον διόρισε προσωπικό του γραμματέα και σύμβουλο. Εκτίμησε τις γνώσεις και τις αρετές του, γι’ αυτό σύντομα ο Αθανάσιος χειροτονήθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1630-1634).
Τα γεγονότα όμως στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν είχαν θετική εξέλιξη. Ο προστάτης και ευεργέτης του Κύριλλος Λούκαρις με τις ξένες επεμβάσεις, ιδιαίτερα των Ιησουϊτών, εξορίζεται στην νήσο Τένεδο και τη θέση του καταλαμβάνει ο ίδιος ο Αθανάσιος . Δεν έμεινε όμως για αρκετό χρονικό διάστημα στον Πατριαρχικό Θρόνο. Κατόρθωσε να παραμείνει μόνο σαράντα μέρες. Κατηγορίες και συκοφαντίες τον βρίσκουν στερημένο κάθε δικαιώματος αλλά και καθηρημένο. Στην κατάσταση αυτή ο Αθανάσιος βρήκε πάλι καταφύγιο στο Άγιον Όρος, στο παλαιό του κελλί στις Καρυές, αλλά όχι για πολύ. Τον Σεπτέμβριο του 1635 ο Αθανάσιος έφθασε στην Αγκώνα της Ιταλίας. Δεν έμεινε όμως για πολύ εκεί. Στις 25 Οκτωβρίου τον βρίσκουμε στην Βενετία. Με τη μεσολάβηση γνωστών του προσπάθησε να επανέλθει στο Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ή της Θεσσαλονίκης. Απαίτηση των Ενετικών αρχών και άλλων στενών συνεργατών της κούριας του Βατικανού ήταν να γράψει ομολογία πίστεως προς τον Πάπα της Ρώμης. Αυτό δεν το έκανε ο Αθανάσιος. Αφού ταξίδεψε στη συνέχεια στη Χίο, Πάτμο, Πάρο, Μήλο, Κύθηρα, Ζάκυνθο και Κέρκυρα, κατόρθωσε με την επέμβαση της Ενετικής εξουσίας να επανέλθει στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Εδώ παρέμεινε από τον Αύγουστο του 1637 μέχρι τον Ιούνιο του 1638.
Οι διαμάχες όμως στο Πατριαρχείο συνεχίστηκαν λόγω των ξένων επεμβάσεων. Έτσι στο θρόνο ανέβηκε τώρα ο Κύριλλος Κονταρής, αφού οι Ιησουίτες στραγγάλισαν τον Κύριλλο Λούκαρι. Η κατάσταση αυτή δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Έτσι ο Αθανάσιος, φοβούμενος για την ζωή του, εγκαταλείπει τη Θεσσαλονίκη και φθάνει μέσω Κωνσταντινουπόλεως στη Χίο. Αλλά και πάλι οι διάφορες συγκυρίες τον βοήθησαν να επανέλθει στη Θεσσαλονίκη, αυτή τη φορά προεδρικώς. Από τον Αύγουστο του 1639 μέχρι το 1643 παρέμεινε εκεί, έχοντας υπό την κυριαρχία του και την πατριαρχική μονή των Βλατάδων.
Στην συνέχεια ο Αθανάσιος ταξίδεψε «εις τα μέρη της άνω Μυσίας». Σε μια μονή του Ιασίου ο Αθανάσιος εφησύχαζε γράφοντας διάφορα έργα και μεταφράζοντας βιβλία της Αγίας Γραφής στη Νεοελληνική γλώσσα Με τους εκεί ηγεμόνες ανέπτυξε φιλικές σχέσεις, αφού στόχος του ήταν να επιστρέψει σαν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τελικά επιστρέφει τον Ιούνιο του 1652 και παραμένει μόνο σαράντα μέρες.
Οι σχέσεις του αγίου Αθανασίου με τη Ρωσία χρονολογούνται από την εποχή που ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Τα πολλά χρέη της μητροπόλεως του τον ανάγκασαν να απευθυνθεί στον τσάρο της Ρωσίας Αλέξιο για βοήθεια. Έτσι βλέπουμε ήδη το πρώτο του γράμμα μόλις ανέλαβε την διοίκηση της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης το 1631. Με πολύ πόνο παρακαλεί τον Τσάρο να συμπαρασταθεί στη δύσκολη αυτή περίοδο που καταδυναστεύεται από τους Τούρκους. Στις 24 Αυγούστου του 1643 επαναλαμβάνει τις παρακλήσεις του προς τον τσάρο της Ρωσίας. Στο γράμμα αυτό φαίνεται ο πόνος του Πατελλάρου για την άδικη συμπεριφορά των Τούρκων. Ονομάζει τον τσάρο της Ρωσίας μόνο προστάτη των Ορθοδόξων και τον καλεί να έλθει αρωγός και βοηθός . Είναι η μόνη ελπίδα όλων των Ορθοδόξων για να σώσει τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τα χρέη. Την πρώτη φορά, δηλ. το 1631, έστειλε το γράμμα του στον Τσάρο με κάποιο Επίσκοπο Κοσμά από τη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι αυτός ο Κοσμάς εκ μέρους του Αθανασίου έστειλε στον Τσάρο λείψανα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και άγιο μύρο από τον άγιο Δημήτριο. Μαζί με τις εκκλήσεις του Αθανασίου έφθασε και εκείνη του πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι, που υπεστήριζε τις προσπάθειες του Αθανασίου. Τόσο ο Τσάρος όσο και ο μητροπολίτης Μόσχας έστειλαν μικρό χρηματικό ποσό στον Αθανάσιο, λόγω δικών τους οικονομικών δυσκολιών.
Στη συνέχεια με την ευκαιρία της επίσκεψης κάποιου αρχιμανδρίτη Γρηγορίου από την μονή Αγίου Παντελεήμονα του Αγίου Όρους, ο Αθανάσιος γράφει ξανά στον Τσάρο και του αποστέλλει μύρο από τον άγιο Δημήτριο. Πληροφορεί μάλιστα τον Τσάρο ότι τα λείψανα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θαυματουργούν στη Θεσσαλονίκη και εισηγείται τη μεταφορά του χεριού του Αγίου στη Ρωσία για ευλογία και θεραπεία των πιστών του βασιλείου του. Στα γράμματα αυτά του Αθανασίου φαίνεται ο βαθύς του πόνος από τις ταλαιπωρίες που του προκαλούσαν οι Τούρκοι λόγω των μεγάλων χρεών της μητροπόλεως του και με έντονο τρόπο εκλιπαρεί τον τσάρο της Ρωσίας να δείξει γενναιοδωρία. Αλλά και από τη Μολδαβία διάφοροι άλλοι ιερωμένοι έγραψαν στον τσάρο της Ρωσίας προσπαθώντας να βοηθήσουν τον Αθανάσιο στις προσπάθειές του να σώσει τήν μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τα χρέη. Τον Σεπτέμβριο του 1645 μια άλλη έκκληση έφθασε στον νέο τσάρο της Ρωσίας Αλέξιο. Όλες οι άλλες είχαν απευθυνθεί στον τσάρο Μιχαήλ.
Απ’ έδώ αρχίζει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του Αθανασίου, σύντομο μεν αλλά πολύ σημαντικό για τις σχέσεις Ρωσίας και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Αθανάσιος έφθασε στη Μόσχα στις 15 Απριλίου 1653 συνοδευόμενος από πολλούς ιερωμένους και λαϊκούς , όπως τον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο και τον κελλάρη Γρηγόριο του μοναστηρίου της Αναλήψεως της Κρήτης, τον αρχιμανδρίτη Χριστόφορο από τη Θεσσαλονίκη, τον αρχιμανδρίτη Δοσίθεο από τα Ιωάννινα, και άλλους διακόνους και λαϊκούς.
Ο αυτοκράτορας της Ρωσίας στις 22 Απριλίου δέχθηκε επίσημα τον πρώην Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιο και τη συνοδεία του. Η υποδοχή ήταν λαμπρή με όλες τις πρέπουσες τιμές. Ο αυτοκράτορας έστειλε το προσωπικό του άλογο, για να μεταφέρει τον Αθανάσιο στα ανάκτορα της Μόσχας μαζί με τον Έλληνα διερμηνέα. Η άφιξη του Αθανασίου ήταν επιβλητική. Η υποδοχή από τον Τσάρο και τους δικούς του έγινε στην τραπεζαρία του παλατιού. Ένας διάκονος της αυλής του Τσάρου παρουσίασε τον Αθανάσιο και τη συνοδεία του στον Τσάρο με τα εξής λόγια: «Μεγάλε αυτοκράτορα και τσάρε, πρίγκιπα Αλέξιε Μιχαήλοβιτς, αυτοκράτορα όλης της Ρωσίας και κάτοχε πολλών κρατών – Αθανάσιος ο πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και οι άλλοι γέροντες σε σένα, μεγάλε αυτοκράτορα, υποβάλλουν την υπακοή τους» . Στη συνέχεια πρόσφερε ο Πατριάρχης τα εξής δώρα στον αυτοκράτορα: μια εικόνα του Σωτήρος Χρίστου, ένα ξύλινο ανάγλυφο σταυρό, λείψανα του Ευαγγελιστή Ματθαίου, το άγιο μύρο που ευλόγησαν οι τέσσερις πατριάρχες της Ανατολής, από τον αρχιμανδρίτη των Ιωαννίνων ένα ξύλινο σταυρό, από την Κρήτη λείψανα του αγίου Αλεξίου, ανθρώπου του Θεού. Στη συνέχεια ο Πατριάρχης Αθανάσιος εξεφώνησε λόγο και ο αυτοκράτορας ρωτούσε να μάθει σχετικά με τη σωτηρία εν συντομία. Μετά ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον Πατριάρχη να καθίσει για ν’ ακούσει τα δώρα του Τσάρου: ένα ασημένιο κύπελλο, δαμασκηνό ύφασμα και άλλα ενδύματα και εκατό ρούβλια… Η υπόλοιπη συνοδεία του Πατριάρχη έλαβε επίσης άλλα μικρότερα δώρα και χρηματικό ποσό. Ένα μικρό απόσπασμα από τον λόγο του Αθανάσιου είναι σημαντικό να αναφερθεί: «Είμαστε με το θέλημα του Θεού πτωχοί και χάσαμε τους Έλληνες βασιλείς μας για τις αμαρτίες μας και τώρα ζούμε κάτω από τον ζυγό των απίστων. Μόνο συ ο Τσάρος είσαι προστάτης και στύλος της πίστεως και βοηθός στις καταστροφές μας…».
Ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος και η συνοδεία του επισκέφτηκαν την Λαύρα του Αγίου Σεργίου και άλλες μεγάλες μονές της Ρωσίας. Εν τω μεταξύ ο Τσάρος υστέρα από παράκληση του Αθανασίου του χάρισε μια πλήρη αρχιερατική στολή με μίτρα και εγκόλπιο, όπως και πολλές εικόνες για την μονή του Αγίου Νικολάου της Μολδαβίας. Στις 12 Δεκεμβρίου εκλήθησαν εν νέου ο Πατριάρχης και η συνοδεία του από τον Τσάρο για την αποχαιρετιστήρια τελετή της επιστροφής. Τους δέχθηκε τώρα στην χρυσή αίθουσα του Θρόνου. Ακολούθησε η ίδια τελετή και προσεφέρθησαν στο τέλος φαγητά και ποτά στους υψηλούς επισκέπτες.
Ο Αθανάσιος άφησε στον Τσάρο ένα εκτενές ευχαριστήριο γράμμα και αναχώρησε με την συνοδεία του μέσα στο βαρύ χειμώνα με χιόνια και φοβερό κρύο. Γι’ αυτό κουρασμένος από την πορεία του αυτή αναγκάστηκε να σταματήσει για λίγο στην μονή της Μεταμορφώσεως στην πόλη Λουβνί της Ουκρανίας. Έφθασε περίπου εκεί στις αρχές Φεβρουαρίου του 1654. Αισθανόμενος ότι πλησιάζει το τέλος του συνέταξε την πνευματική του διαθήκη διαθέτοντας όλα τα ποσά που του έδωσε ο Τσάρος σε διάφορα μοναστήρια, όπως σ’ όλες τις μονές του Αγίου Όρους, στην μονή της Αγίας Αναστασίας στη Θεσσαλονίκη, στο μοναστήρι του Σινά, σε διάφορες μονές των Ιεροσολύμων και στις μονές Αγίου Νικολάου και Αρχαγγέλου Μιχαήλ της Ρουμανίας. Άφησε επίσης μερικά ποσά στους συνοδούς του και μερικά για τα έξοδα της κηδείας του και τα μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Στις 5 Απριλίου 1654 ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος άφησε την τελευταία του πνοή εκεί στη μονή της Μεταμορφώσεως . Σύμφωνα με τη διήγηση βρέθηκε ο Αθανάσιος με το Ευαγγέλιο στα χέρια του ευλογών τον κόσμο. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «Ω Κύριε δέξου το πνεύμα μου».
Είναι άξιο λόγου να αναφερθεί εδώ η ιδιαίτερη τιμή που έτρεφε προς τη μονή του Σινά, αφού άφησε στον τότε αρχιεπίσκοπο Ιωσήφ μια πλήρη αρχιερατική στολή, μίτρα, εγκόλπιο και ιερά σκεύη.
Το 1662 ο μητροπολίτης Γάζας Παΐσιος Λιγαρίδης (του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) σε όραμα είδε τον Αθανάσιο να τον προστάζει να ανοίξει τον τάφο του. Ο Παΐσιος Λιγαρίδης επισκεπτόταν τυχαία την μονή της Μεταμορφώσεως. Πληροφόρησε αμέσως τον τότε ηγούμενο Βίκτωρα για το παράξενο όραμά του και την εμφάνιση του Αθανασίου. Τότε όλη η αδελφότητα της Μονής ύστερα από πολύωρες παρακλήσεις και αγρυπνία, με την ευλογία του τότε μητροπολίτη Κιέβου Ιωσήφ, ανοίξανε τον τάφο του Αθανάσιου, για να βρεθούν μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Ο άγιος Αθανάσιος βρέθηκε καθιστός πάνω στο θρόνο του, όπως τάφηκε, με το σώμα του άφθορο και σε στάση δεήσεως και προσευχής. Τότε επήραν το σκήνωμα του και το τοποθέτησαν στον μεγαλοπρεπή ναό της Μεταμορφώσεως της Μονής την 1η Φεβρουαρίου 1662. Βέβαια το άφθορο λείψανο του Αγίου πολλές φορές μεταφέρθηκε από τόπο σε τόπο, όταν υπήρχε ανάγκη ανακαινίσεως του ναού. Όταν το 1684 άρχισε την ανοικοδόμηση του μεγάλου καθεδρικού ναού της Μεταμορφώσεως, το άγιο λείψανο μεταφέρθηκε στον ιερό ναό του αγίου Γεωργίου. Εκεί έμεινε μέχρι το 1692, οπότε εγκαινιάστηκε ο καθεδρικός ναός. Ο τότε μητροπολίτης Κιέβου Βαρλαάμ με πολλή μεγαλοπρέπεια εγκαινίασε το ναό και το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε εκεί. Όταν το 1728 ο θόλος του ναού γκρεμίστηκε, το ολόσωμο σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στον ξύλινο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Από εκεί υστέρα από ένα ατύχημα, για σίγουρη φύλαξη, το 1736 μεταφέρθηκε στον πέτρινο ναό του Ευαγγελισμού. Εκεί έμεινε μέχρι το 1743, όταν πια ο μεγάλος αυτός καθεδρικός ναός της Μεταμορφώσεως έλαβε την τελική του μορφή. Η τελετή έγινε από τον τότε μητροπολίτη Κιέβου Τιμόθεο, ο όποιος στη συνέχεια, στις 26 Αυγούστου 1743, έγινε μητροπολίτης Μόσχας. Εκεί στον ίδιο ναό ήταν και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Λουβέσκαγια. Το 1773 ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της Μονής. Οι αδελφοί της Μονής τότε πήραν το άγιο λείψανο και για δυό μέρες με προσευχές και δεήσεις το είχαν έξω στον κήπο της Μονής. Την τρίτη μέρα, μετά από το σβήσιμο της πυρκαγιάς το άγιο λείψανο μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό. Στις δύο πυρκαγιές που έπληξαν την Μονή το 1736 και το 1785 ο άγιος Αθανάσιος με διάφορους τρόπους θαυματούργησε, σύμφωνα με διηγήσεις του τότε ηγουμένου Παϊσίου. Στις 2 Μαΐου του 1819 με κάθε μεγαλοπρέπεια ο τότε μητροπολίτης Πολτάβας Μεθόδιος και ο ηγούμενος Κύριλλος τοποθέτησαν το άγιο λείψανο μέσα σε μεγάλη ασημένια θήκη.
Είναι επίσης ενδιαφέρον να αναφερθεί το γεγονός ότι μετά τον θάνατο του οι συνοδοί του κληρικοί του φόρεσαν άπασαν την αρχιερατική στολή με τη μίτρα και την πατερίτσα, τον κάθισαν πάνω στο θρόνο και έτσι τον έθαψαν μέσα σε τάφο από πέτρα μέσα στον ναό της Μεταμορφώσεως. Σύμφωνα με την διήγηση, άνοιξαν μέρος του δαπέδου στην είσοδο ακριβώς της κεντρικής αγίας θύρας. Εκεί που έγινε η ταφή περνούσε ο ποταμός Σούλα και το πλησιέστερο χωριό ονομαζόταν Μγκάκι, που απέχει λίγα χιλιόμετρα από την πόλη Λουβνί. Η αγιοποίηση του έγινε ύστερα από έκθεση του ηγουμένου του Μοναστηρίου προς τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξιο Μιχαήλοβιτς με ημερομηνία 6 Ιανουαρίου 1672. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η ανακήρυξη του Αθανασίου σε άγιο έγινε μεταξύ του 1672 και 1676.
Ο άγιος Αθανάσιος και το Άγιον Όρος
Από πολύ νέος ο άγιος Αθανάσιος συνδέθηκε με το Άγιον Όρος. Τούτο δείχνει ότι είχε ιδιαίτερη συμπάθεια προς το μοναχισμό. Προτού ακόμα εισέλθει στις τάξεις του ιερού κλήρου, έδειξε την αγάπη του προς το μοναχικό Ιδεώδες. Έφθασε λοιπόν στο Άγιον Όρος και εγκαταβίωσε στην μονή Εσφιγμένου. Ύστερα από μια μικρή διακοπή, όπου έμεινε στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε για δεύτερη φορά στο Άγιον Όρος. Τούτο δείχνει ότι ήταν άνθρωπος της ησυχίας και της γαλήνης. Δεν ενδιαφερόταν για τα εγκόσμια. Τη δεύτερη φορά έζησε μόνος του σ’ ένα κελλί κοντά στις Καρυές. Αυτή την φορά ήδη ήταν χειροτονημένος διάκονος με το όνομα Ανανίας.
Το 1638 σαν πρώην Θεσσαλονίκης ο Αθανάσιος, στενοχωρημένος από τις διάφορες αναταραχές στην Θεσσαλονίκη αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, καταφεύγει στο Άγιον Όρος. Εκεί παραμένει για λίγο χρονικό διάστημα, για να επιστρέψει τώρα το 1652 σαν πρώην Οικουμενικός. Στο Άγιον Όρος αγοράζει τη μονή του Ξύστρου, την οποία ανακαινίζει και γίνεται μεγαλοπρεπέστατη, γι’ αυτό και επήρε την ονομασία Σεράγιο. Σ’ αυτό το Σεράγιο ήταν αποφασισμένος ο Αθανάσιος να περάσει τις υπόλοιπες μέρες της ζωής του «αποσυρθείς εκεί να μελετήσει των βιοτικών πραγμάτων, έστω και πατριαρχική στεφομένων αγλαΐα, το επίκηρον» . Προσωπογραφίες του αγίου Αθανασίου βρίσκονται στο Σεράγιο και στην αίθουσα του Θρόνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο άγιος Αθανάσιος και η σχέση του με τον πατριάρχη Νίκωνα
Σε μια από τις ρωσικές βιογραφίες του αγίου Αθανασίου σημειώνεται ότι όταν ο Αθανάσιος βρισκόταν στη Μόσχα, του ζήτησε ο πατριάρχης Νίκωνας να τελέσει την θεία λειτουργία, στα ελληνικά φυσικά. Τούτο έγινε και έψαλλαν μάλιστα οι συνοδοί του Αθανασίου, κληρικοί και λαϊκοί. Μάλιστα στη λειτουργία παρίστατο ο Τσάρος με όλη την οικογένειά του. Τούτο έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1653. Ήθελε ο πατριάρχης Νίκωνας να εισαγάγει τυπικό της Ελληνικής Εκκλησίας, γι’ αυτό προσπάθησε να διορθώσει τα λειτουργικά βιβλία της Ρωσικής Εκκλησίας. Ο Αθανάσιος γι’ αυτό τον λόγο συνέταξε ένα σημαντικό έργο, το οποίο μάλιστα παρέδωσε στον Τσάρο, με τον έξης τίτλο: «Ερμηνεία της θείας λειτουργίας όταν Ιερουργεί αρχιερεύς κατά την τάξιν και συνήθειαν της ανατολικής Εκκλησίας, Αθανάσιος ο πρώην οικουμενικός πατριάρχης εν Μοσκοβία ούτως αξιωθείς κατά το ,αχνγ’ έτος το σωτήριον, μηνί Ιουλίω ινδ. στ’». Γι’ αυτό το επίμαχο θέμα σώζονται πολλές επιστολές του αγίου Αθανασίου τόσο προς τον πατριάρχη Νίκωνα όσο και προς τον τσάρο της Ρωσίας.
Η ορθοδοξία του αγίου Αθανασίου
Πολλοί δυτικοί συγγραφείς, αλλά και δικοί μας, θέλουν τον Αθανάσιο φιλοπαπικό, βασιζόμενοι στις σχέσεις του με ρωμαιοκαθολικούς κύκλους. Είναι γεγονός ότι ο Αθανάσιος διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς από τους ρωμαιοκαθολικούς προπαγανδιστές του Πάπα. Τα κείμενα αυτά του Αθανασίου βρίσκονται στα αρχεία της Προπαγάνδας της Πίστης άλλα και του Βατικανού. Η περίπτωση του Αθανασίου δεν ήταν η μοναδική. Λόγω των ξένων διπλωματικών επεμβάσεων στα εσωτερικά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας δημιουργούνταν ανωμαλίες στην εκλογή νέου πατριάρχη. Αυτό για τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν φυσιολογικό. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κάτω από ποιές συνθήκες ζούσαν οι εκάστοτε υποψήφιοι του Οικουμενικού Θρόνου, γι’ αυτό πρέπει η κριτική μας να είναι επιεικής και να μην τους καταδικάζουμε χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν αυτές τις καταστάσεις. Ήταν μαρτυρικές μέρες για όλους τους τότε πατριάρχες. Προσπαθούσαν να σώσουν το Πατριαρχείο, για να συνεχίσει την πορεία του μέσα σ’ αυτές ακριβώς τις αντίξοες συνθήκες. Πάντως, για την περίπτωση του αγίου Αθανασίου, φαίνεται καθαρά από τον Λόγο που εξεφώνησε στις 30 Ιουνίου 1652 πάνω στο χωρίο «Σύ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν». Αυτός ο Λόγος του Αθανασίου ήταν μια απάντηση στους Λατινόφρονες, που τον θεωρούσαν δικό τους αλλά και στους Ορθοδόξους, που αμφέβαλλαν για την σταθερότητα του στην Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και ο περίεργος τύπος, όργανο των παπικών, Αθανάσιος ο Κύπριος, έγραψε απάντηση στον λόγο του Αθανασίου με τον τίτλο «Αντιπατελλάριος» όπου τον υβρίζει και τον καταδικάζει με απρεπή και φτωχή γλώσσα.
Μερικά θαύματα του αγίου Αθανασίου
Από διάφορες ρωσικές πηγές αναφέρονται πολλά θαύματα του αγίου Αθανασίου. Κάποτε, γύρω στα 1813, μια από τις γνωστές πριγκίπισσες της Ρωσίας έπασχε από ανίατη ασθένεια για πολλά χρόνια. Είδε λοιπόν στον ύπνο της τον Άγιο, ο όποιος την καθοδήγησε πως να φθάσει στον τόπο όπου ήταν το άγιο λείψανο του. Έφθασε λοιπόν στις 25 Μαΐου στο ναό όπου ήταν τοποθετημένο το λείψανο του Αγίου. Παρακολούθησε την θεία λειτουργία με πολλή ευλάβεια. Την ίδια μέρα ήλθε και πάλιν στο ναό την ώρα του εσπερινού. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας της, άλλα και της παράλυσής της, με δυσκολία την κουβαλούσαν κάθε φορά στην εκκλησία. Αλλά προς απορία όλων η ευγενής αυτή κυρία έφθασε στην εκκλησία, αφού πρώτα σηκώθηκε μόνη της και περπάτησε χωρίς την βοήθεια κανενός. Στην συνέχεια εξομολογήθηκε στον ηγούμενο της Μονής όπου βρισκόταν το λείψανο ότι έφθασε εκεί ύστερα από διαταγή του Αγίου, που εμφανίστηκε τρείς φορές στον ύπνο της. Της έδειξε μάλιστα τη Μονή που ήταν κτισμένη πάνω σε ένα ύψωμα με τον Άγιο καθήμενο μέσα. Αφού ζήτησε πληροφορίες από συγγενείς της, που γνώριζαν τον τόπο, μεταφέρθηκε εκεί και θεραπεύτηκε τελείως.
Τον επόμενο χρόνο συνέβη ακόμα ένα θαύμα από τον Άγιο. Αυτή την φορά δεν ήταν θεραπεία του σώματος αλλά του πνεύματος. Κάποιος κύριος αμάρτανε συνέχεια με σαρκικά αμαρτήματα και στο τέλος έχασε τα λογικά του. Ήρθε σε μετάνοια. Ο αδελφός του τον πήρε για να επισκεφθούν το Κίεβο, όπου τότε υπήρχαν πολλοί άγιοι γέροντες. Καθ’ οδόν σταμάτησαν στα μέρη όπου ήταν το σκήνωμα του Αγίου. Όταν λοιπόν έφθασαν στον ναό όπου βρίσκονταν το λείψανο του Αγίου, ήταν η ώρα της θείας λειτουργίας. Ο άρρωστος αμέσως έτρεξε προς το μέρος του Αγίου κι άρχισε με δάκρυα να φιλά τον Άγιο. Είδε τότε το πρόσωπο του Αγίου σαν αγγελικό αισθανόμενος ότι ο Άγιος ήταν ζωντανός και του μιλούσε και τον ευλογούσε για την ειλικρινή του μετάνοια.Από εκείνη την ώρα ο άρρωστος αυτός βρήκε τον εαυτό του και δοξολογούσε τον Θεό για το θαύμα.
Μια άλλη περίπτωση επίσης είναι πολύ συγκινητική. Μια κυρία βρισκόταν στα τελευταία της. Όλοι την είχαν ξεγράψει και περίμεναν τον θάνατο της. Μάλιστα η περιγραφή λέγει ότι σχεδόν την είχαν βάλει μέσα στο φέρετρο. Μια συγγενής της έφερε στο σπίτι της την εικόνα του αγίου Αθανασίου. Μόλις αντίκρισε την εικόνα έπεσε σε βαθύ ύπνο. Ύστερα από προσευχές των παρισταμένων προς τον Άγιο, όταν ξύπνησε ήταν πια καλά, σαν να μην της συνέβη τίποτε και σηκώθηκε δοξολογώντας το Θεό.
Ο άγιος Αθανάσιος σύμφωνα με τα γραφόμενα από διαφόρους εμφανιζόταν συχνά σε απλοϊκούς ανθρώπους που υπέφεραν από διάφορες ασθένειες προσκαλώντας τους κοντά του και υποσχόμενος ότι θα τους θεραπεύσει. Έτσι σε όλα τα μέρη της Ρωσίας ήταν γνωστός για την αγιότητα αλλά και τα θαύματά του. Πολλά ζευγάρια ιδιαίτερα από την Σιβηρία είχαν πρόβλημα τεκνογονίας. Ο Άγιος εμφανιζόταν και τους καλούσε για μετάνοια και προσευχή. Έφθαναν λοιπόν στην Μονή, όπου ήταν το σκήνωμα του Αγίου, και υστέρα από σύντομο χρονικά διάστημα τεκνοποιούσαν.
Αναφέρεται η περίπτωση κάποιας Μαρίας από το Χάρκοβο που έπασχε από αθεράπευτη τύφλωση για τρία χρόνια. Λοιπόν οι συγγενείς της την έφεραν μπροστά στον Άγιο την ώρα της θείας λειτουργίας. Ξαφνικά την ώρα του Χειρουβικού μπόρεσε και είδε με τα ίδια της τα μάτια τον Άγιο και αμέσως έτρεξε και άναψε ένα κερί μπροστά του υποκλινόμενη με ευλάβεια για το δώρο που της έδωσε, δηλαδή την όρασή της.
Κάποια νεαρή κοπέλα από την περιοχή της Πολτάβας με το όνομα Ευφροσύνη, ήταν κωφή. Βρισκόμαστε γύρω στο έτος 1829. Την μέρα που γιορτάζει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Καζάν είδε στον ύπνο της τον άγιο Αθανάσιο καθισμένο στο θρόνο του. Την επομένη δοξολογούσε τον Θεό που την αξίωσε να δει τον Άγιο. Ενώ έκανε την προσευχή της, αισθάνθηκε ένα χέρι να την στηρίζει και ξαφνικά μπροστά στα μάτια της μητέρας της βρήκε την ακοή της. Ένα χρόνο αργότερα έπασχε από υψηλό πυρετό. Την μετέφεραν στην Μονή του Αγίου μπροστά στο άγιο σκήνωμά του. Αισθάνθηκε μια ανέκφραστη μακαριότητα. Μετά τον Όρθρο και συγκεκριμένα την ώρα της Δοξολογίας κάποια δύναμη την άγγιξε και από εκείνη την ώρα θεραπεύτηκε. Εφτά χρόνια αργότερα παντρεμένη πια και πάσχουσα από φοβερή ανίατη ασθένεια είδε στον ύπνο της τον άγιο Αθανάσιο. Αυτή προσευχόταν συνέχεια. Ο Άγιος έβγαλε την μίτρα του την άγγιξε με αυτή και την διέταξε να σηκωθεί και να δοξολογήσει τον Θεό, πράγμα που έκανε θεραπευμένη τελείως.
Ο Άγιος συνεχίζει μέχρι σήμερα να θαυματουργεί με διάφορους τρόπους σ’ αυτούς που με πίστη τρέχουν να ζητήσουν την προστασία και το έλεός του. Πολλά θαύματα γίνονται την μέρα που γιορτάζεται η μνήμη του στη Ρωσία στις 2 Μαΐου. Στο Άγιο Όρος και την Κρήτη εορτάζεται στις 21 Αυγούστου. Από όλα τα μέρη της Ρωσίας τρέχουν να προσευχηθούν μπροστά στο ολόσωμο και άφθορο σκήνωμά του, δείγμα της αγιότητας του . Ακόμα την εποχή του μεγάλου διωγμού, δηλ. του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι αθεϊστικές αρχές, για να μην μπορεί ο κόσμος να έρχεται κοντά του, αποφάσισαν να το τοποθετήσουν σε μουσείο σαν μουσειακό έκθεμα. Μάλιστα νόμιζαν ότι βάζοντας ένα αρκετά υψηλό εισιτήριο, ο κόσμος δεν θα ερχόταν. Αλλά και πάλιν έφθαναν εκεί οι πιστοί και με πολλή ευλάβεια ζητούσαν από τον Άγιο βοήθεια. Τελικά οι αρχές απομάκρυναν το άγιο λείψανο σε άγνωστο μέρος – ίσως σε κανένα υπόγειο – απ’ όπου, ύστερα από ενέργειες του σημερινού μητροπολίτη Νικόδημου, μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Χαρκόβου, όπου ο πιστός λαός του Θεού προσέρχεται και τιμά τον Άγιο λαμβάνοντας την ευλογία του.
Σχέσεις αγίου Αθανασίου και Μολδαβίας
Η σχέση του Αθανασίου με την περιοχή αρχίζει από τη στιγμή που άφησε τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης το 1643 κι έφτασε «εις τα μέρη της άνω Μυσίας». Την εποχή εκείνη ηγεμόνας της Μολδαβίας ήταν ο πολύ γνωστός Βασίλειος Λούπου, που φημιζόταν για την δυναμικότητα αλλά και την μεγαλοπρέπειά του. Ο άνδρας αυτός, αισθανόμενος τις ευθύνες του σαν ορθόδοξος μονάρχης, αναμείχθηκε ενεργά στις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Σ’ αυτό λοιπόν τον ορθόδοξο ηγεμόνα κατέφυγε ο Αθανάσιος, αφού με τα υπέρογκα χρέη της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης δεν μπορούσε να διοικήσει κανονικά και να αποτρέψει τις επεμβάσεις των Αγαρηνών και Εβραίων πιστωτών του. Στη Ρουμανία έζησε στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Γαλάτσι, αναμένοντας ή την επιστροφή του στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης ή στον Θρόνο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Υπήρχαν τότε και άλλες εσωτερικές διαμάχες ανάμεσα στον ηγεμόνα της Μολδαβίας και τους αντιπάλους του. Έτσι λίγο πριν από την πτώση του Λούπου ο Αθανάσιος αναβιβάζεται στον Πατριαρχικό Θρόνο περί το γ’ δεκαήμερο του Ιουνίου του 1652, όχι όμως για πολύ.
Πριν αλλά και μετά την μετάβασή του στη Ρωσία ο Αθανάσιος εγκωμιάζει συνεχώς τους ηγεμόνες της Μολδαβίας που τον προστατεύουν. Έτσι βλέπουμε ότι μετά την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη φθάνει στο Άγιο Όρος, όπου με χρήματα του Λούπου αγοράζει την μονή του Ξύστρου, όπου ελπίζει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Αυτή λοιπόν η σχέση του Αθανάσιου με τους ηγεμόνες της Μολδαβίας δημιούργησε ευνοϊκό κλίμα για την ήσυχη πορεία του ίδιου. Αλλά λόγοι γήρατος και υγείας δεν επέτρεψαν στον Αθανάσιο να πετύχει οτιδήποτε. Ενώ ήταν ταλαιπωρημένος και αισθανόμενος από τις πολλές απαιτήσεις τελεία εξάντληση, ο Θεός τον κάλεσε κοντά του να τον αναπαύσει για πάντα. Φυσικά με τη ζωή του και τους κόπους του έδειξε την αγάπη του προς την Εκκλησία. Μπορεί να εκλιπαρούσε τους διάφορους ηγεμόνες των Ορθοδόξων κρατών να τον βοηθήσουν να καταλάβει τους θρόνους του, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ήταν φίλος της δόξας. Αγαπούσε το έργο του ποιμένα, γι’ αυτό και ήθελε να βοηθήσει τους πιστούς χωρίς να προκαλέσει ζημιά στην εν γένει ζωή της Εκκλησίας. Έτρεφε πολλή, ίσως και υπερβολική αγάπη προς την Εκκλησία του Χριστού και πίστευε ότι με τη μόρφωση και τις γνώσεις του θα ανέβαινε το κύρος της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παρεξηγούνται οι ενέργειές του αυτές και να δίνεται η λανθασμένη εντύπωση ανθρώπου με εγωισμό και φιλοδοξία. Ήταν άνθρωπος δοσμένος στο Θεό και στην Εκκλησία.
Γενικά
Ο Αθανάσιος άφησε πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο, το οποίο παραμένει άγνωστο και ανέκδοτο. Τα διάφορα χειρόγραφα των έργων του βρίσκονται στις διάφορες βιβλιοθήκες και τα αρχεία των μεγαλουπόλεων της Ευρώπης. Οπωσδήποτε στη Ρωσία έπεσημάνθησαν τέτοια έργα, πολύ σημαντικά για την πλήρη βιογραφία του Αγίου. Ιδιαίτερα μέσα από τις επιστολές του βλέπει κανείς καθαρά το δράμα του, την ταραχώδη και ταλαιπωρημένη ζωή του. Στο Άγιον Όρος επίσης σώζεται αριθμός έργων του. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα αρχεία της Λατινικής Προπαγάνδας στη Ρώμη, όπου υπάρχουν πολλοί φάκελοι με επιστολές του αγίου Αθανασίου. Πάντως το γεγονός είναι ότι ο Αθανάσιος είχε ιδιαίτερη ευαισθησία προς τους αγίους της Εκκλησίας μας αλλά και τις ιερές ακολουθίες. Ήταν ένας πραγματικός λειτουργιολόγος. Γνώριζε την τάξη της Εκκλησίας και την ακολουθούσε. Το εκδεδομένο κείμενο «Οίκοι κδ’ εις τον πανένδοξον μέγαν Δημήτριον τον μυροβλήτην. Ποίημα του Παναγιωτάτου πρώην Θεσσαλονίκης Αθανασίου Πατελάρου Κρητός» είναι ένα δείγμα της ευαισθησίας του αγίου Αθανασίου.
Η καταγωγή του αγίου Αθανασίου δεν ήταν τυχαία. Τότε η Κρήτη, που ήταν κάτω από την επιρροή των Ενετών, είχε αρκετά ανεβασμένο βιοτικό αλλά και πνευματικό επίπεδο. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το περιβάλλον ο Αθανάσιος έζησε τα νεανικά του χρόνια. Η οικογένειά του, πλούσια και αριστοκρατικής καταγωγής, φρόντισε καί έδωσε στον Αθανάσιο άρτια ανατροφή και εκπαίδευση. Με απόφαση της Ενετικής Δημοκρατίας η οικογένεια τών Πατελλάρων τής Κρήτης γίνεται μέλος της τάξης των ευγενών της νήσου (23.9.1600). Πολύτεκνος ο πατέρας του Γεώργιος ασκούσε από το 1572 το επάγγελμα του δικηγόρου. Τρία από τα αδέλφια του διακρίθηκαν σαν επιστήμονες. Ο Αθανάσιος μορφώθηκε αποκλειστικά στην Κρήτη και μπορούμε να πούμε ότι αυτή η μόρφωση μέσα στο δικό του περιβάλλον τον βοήθησε να αναπτύξει τις πνευματικές του δυνάμεις και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες στη ζωή του. Φυσικά η παραμονή του στο Άγιον Όρος οπωσδήποτε του χάρισε την ευκαιρία να μελετήσει και να εμβαθύνει στις Γραφές, κάτι που τον συγκινούσε ιδιαίτερα. Στο τέλος έγινε ένας τέλειος ρήτορας, φιλόσοφος, ποιητής κτλ. Γνώριζε έκτος από την ελληνική, τη λατινική, την ιταλική και την αραβική. Ήταν καλός γνώστης και επιδέξιος χειριστής της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής φιλολογίας.
Σήμερα ο Αθανάσιος Πατελλάρος τιμάται από την Εκκλησία της Ρωσίας σαν άγιος γνωστός και θαυματουργός, γιατί συνεχίζει τόσους αιώνες να επισφραγίζει την αγιότητά του με την ολόσωμη παρουσία του στη γη της Ρωσίας, που τον φιλοξένησε και δέχθηκε το τίμιο σκήνωμα του στα χώματα της. Υπήρξε Κρητικός την καταγωγή, Αγιορείτης στην άσκηση, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Οικουμενικός Πατριάρχης. Είναι καιρός να τιμηθεί και από την Οικουμενική Ορθοδοξία, μια και η ζωή του ήταν δοσμένη για όλους.
(Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία )
Πηγή: Κύριος Ιησούς Χριστός
Ο Σαμουήλ ήταν ο τελευταίος και σπουδαιότερος κριτής του λαού Ισραήλ (Α' Βασιλειών 7,6-17) και ο πρώτος από τους προφήτες (Α' Βασιλειών 3,20, Πράξεις 3,24. 13,20). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Σαμουήλ θα πρέπει να κυβέρνησε τους Ισραηλίτες περίπου το 1070-1043 π.Χ..
Στους πρόποδες τοῦ ἀνατολικοῦ Βερμίου,στον εὔφορο κάμπο τῆς Ἠμαθίας πού ἐκτείνεται μέχρι τή Θεσσαλονίκη, δεσπόζει ἡ θρυλική πόλη τῆς Μακεδονίας, ἡ ἡρωική Νάουσα. Εἶναι ἡ πόλη πού ἔγινε ὁλοκαύτωμα στόν ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν τουρκικό ζυγό (1822) καί γιά τή θυσία της αὐτή ἀπέκτησε ἐπίσημα το μοναδικό τίτλο «ἡρωική πόλη».
Σέ κάθε ἐποχή, ἐπειδή «ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8), ὁ Κύριος ἀναδεικνύει Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, παρηγορώντας τόν λαό Του καί στηρίζοντας μέ τίς εὐχές τους τήν οἰκουμένη.
Ο Παπα-Θύμιος Βλαχάβας και ο Ιερομόναχος Δημήτριος
Μεγάλη συμφορά βρήκε την κλεφτουριά κείνο το χειμώνα του 1806, στα βουνά της Καλαμπάκας. Ο Μουχτάρ πασάς με δέκα πέντε χιλιάδες Αρβανίτες κύκλωσε τους 650 κλέφτες του Θοδωράκη Βλαχάβα, αδερφού του παπά Θύμιου και τους πετσόκοψε. Πολύ λίγοι γλίτωσαν. Και ύστερα χύθηκε το αρβανιτολόι μέσα στην Καλαμπάκα και πήρε τα στενά καλντερίμια των μαχαλάδων. Με τις ορμήνειες του προδότη Ντεληγιάννη, άρχισαν οι σφαγές των ανυπεράσπιστων ραγιάδων και το κούρσος των σπιτιών τους. Θρήνος και οδυρμός παντού. Βόγγηξε ο ραγιάς, η ψυχή του τρεμούλιαζε, σα λαβωμένο πουλί στη χούφτα του κυνηγού.
Όσο θα ήταν κλέφτες στην περιοχή, το κακό δεν θα σταματήσει, ήταν το σχέδιο του Μουχτάρ. Αυτό λύγισε τον λεοντόκαρδο καπετάν Βλαχάβα. Για να σταματήσει η αιματοχυσία και να φύγει ο Μουχτάρ από ‘κεί, ο παπα Θύμιος Βλαχάβας εγκαταλείπει με πίκρα την αγαπημένη του Θεσσαλία. Τράβηξε για τη Σκόπελο, να ενωθεί με τον Νικοτσάρα. Αρμάτωσε εκεί καράβια που τούδωσαν οι καπεταναίοι των νησιών και με πάθος ενεργούσε στις παραλίες αποβάσεις τολμηρότατες και κατέστρεφε τον εχθρό!
Τα κατορθώματα του παπα Βλαχάβα μέρα με τη μέρα αυξάνονταν, και οι φίλοι και οπαδοί του πλήθαιναν. Αυτό ανησύχησε την πύλη. «Τούτων ένεκα -γράφει ο Σάθας- η Πύλη αναγκάστηκε να συνεργαστεί με την Εκκλησία, να περιποιηθεί ιδιαίτερα τον Βλαχάβα και με κάθε τρόπον να τον επαναφέρει εις την προηγούμε-νην υποταγήν. Όθεν σουλτανικό φιρμάνι που χορηγούσε αμνηστείαν εις τον παπα-Θύμιον και εις όλους τους συντρόφους του, δημοσιεύτηκε με επισημότητα εις την Θεσσαλίαν και εις την Σκόπελον και ο Αλής διατάχθηκε να σταματήσει τον διωγμόν του. Και ο πατριάρχης πρόσθετε στανικώς στο φιρμάνι της Πύλης, λόγια παραινετικά, και «λύον αυτόν από πάσης προηγουμένης αμαρτίας, εξορκίζει προς εγκατάλειψιν σταδίου μώμον μέγιστον προστρίβοντος εις αυτόν, και ως χριστιανόν, και ως ιερέαν του Υψίστου».
Ύστερα από αυτές τις προτροπές, ο παπα-Βλαχάβας διαλύει τον στολίσκο του, σταματάει τις καταδρομές και αφήνει τους συντρόφους του να πάνε στα σπίτια τους. Ο Αλής φάνηκε πως ημέρεψε. Δεν ενοχλούσε κανέναν στη Θεσσαλία. Έτσι κύλησε ειρηνικά ο καιρός, ώσπου μπήκε ο χειμώνας του 1808 με τις βροχάδες και τα κρύα του. Και ξαφνικά, ο Αλή πασάς αγρίεψε. Στέλνει γραφές σ’ όλους τους αρματολούς να του παραδώσουν το Βλαχάβα. Ειδ’ άλλως, μαύρο φίδι κολοβό θα τους έτρωγε.
Τέτοια ατιμία δεν την περίμεναν οι αρματολοί. Τη μπέσα οι Αρβανίτες ποτέ δεν την είχαν πατήσει. Δεν πτοήθηκαν όμως. Παράγγειλαν στον Αλή πως αν θέλει να πιάσει το Βλαχάβα, ας ξεκινήσει με τ’ ασκέρι του. Είδε ο Αλής την απροθυμία των αρματολών να τον βοηθήσουν, αλλά δεν απελπίζεται. Βάζει μπροστά το δόλο και την απάτη, τα δυο παντοδύναμα όπλα του. Ήξερε πως ο Βλαχάβας συναγροικιόταν με τους κλεφταρματολούς Λαζαίους. Και μια μέρα τους πιάνει την αλληλογραφία. Βάνει το γραμματικό του και γράφει γραφή στον Βλαχάβα, τάχα από μέρους των Λαζαίων.
Του έγραφε:
«Αδελφέ Παπαθύμιο Βλαχάβα,
Σε προσκυνούμεν και σου δίνομεν την είδησιν, ότι το θηρίο το ανήμερον, ο Αλής έλαβε βουλή κι απόφασιν να σε χαλάσει. Γνωρίζομεν αφευκτως το πράγμα από εδικούς μας του σαραγιού. Όθεν, φυλάξου όπως ημπορείς και αύριον κινάς δια Κατερίνην μυστικώς, οπού σε καρτερούμεν και βλέπομεν αντάμα πώς θα πολεμήσωμεν την δελυράν επιβουλήν του τυράννου. Έλα το δίχως άλλο. Σε φιλούμεν αδελφικώς, ΟΙ ΛΑΖΑΙΟΙ»
Την άλλη κιόλας μέρα ξεκινά ο Βλαχάβας για την Κατερίνη, με πέντε μπιστεμένα παλικάρια. Χειμώνας βαρύς, κρύο και τα βουνά πνίγονταν στο χιόνι. Τα μονοπάτια που τα ήξερε καλά, είχαν χαθεί κάτω απ’ τ’ άσπρα σάβανα και η πορεία μέσα στις σάρες και τους γκρεμνούς ήταν μαρτύριο.
Δέκα μερόνυχτα περπάτημα χρειάστηκε να φτάσουν στην Κατερίνη. Περπά¬τησαν προφυλαχτικά και σαν έπεσε η νύχτα, προχώρησαν για τα γιατάκια των Λαζαίων, έξω απ’ την πολιτεία. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Με χίλιες προφυλάξεις χτυπούν την πόρτα.
› Ποιος είναι; ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
› Φίλοι, ο Βλαχάβας, απαντά ο ίδιος ο Βλαχάβας.
Η πόρτα ανοίγει και ο Βλαχάβας μπαίνει με τη συντροφιά του και προχωρεί. Μισοσκόταδο. Μόνο στο βάθος αχνόφεγγε ένα κρεμασμένο φαναράκι.
› Πού είσαστε μωρέ Λαζαίοι; ρωτά ο Βλαχάβας.
› Μη βιάζεσαι καπετάν Θύμιο και θα τους δεις, τ’ αποκρίνεται μια φωνή.
Κι αμέσως πέντε-δέκα φαναράκια ανάβουν, και γύρω στο Βλαχάβα και τους συντρόφους του, στέκονταν καμιά τριανταριά Αρβανίτες με τα όπλα γυρισμένα πάνω τους.
› Σκυλιά! φώναξε άγρια ο Βλαχάβας, καταλαβαίνοντας αμέσως τη χωσιά που του είχαν στήσει.
Δεν πρόφτασε να πει τίποτε άλλο. Όλοι οι Αρβανίτες πέσαν πάνω τους. Τους ξαρματώνουν, τους αλυσοδένουν. τους φέρνουν στα Γιάννενα και τους ρίχνουν στα μπουντρούμια. Πέρασαν λίγες μέρες, κι ένα πρωινό οδήγησαν το Βλαχάβα στην αυλή του σεραγιού. Περήφανος και στητός πέρασε ο γερο-αρματολός, με συνοδεία Αρβανίτες τσοχανταραίους τους δρόμους της πόλης.
«Οι ραγιάδες -γράφει ο Τάσος Βουρνάς- με βουρκωμένη την ψυχή, αμίλητοι και πνίγοντας τα δάκρυα τους στάθηκαν και κοιτούσαν τον θεριόψυχο αρματολό, καθώς περνούσε με το κεφάλι ψηλά, βαδίζοντας κατά το σαράι. Τα μαλλιά του χύνονταν λευκός αφρισμένος καταρράχτης στη ράχη του και τα γένια του κατέβαιναν στο στήθος του διχαλωτά, σαν των αγίων στο τέμπλο της εκκλησίας. Τα μάτια του, ήμερα και άτρομα, αναζητούσαν τα μάτια των ραγιάδων, για να τους εγκαρδιώσει και στα χείλη του πλανιόταν ένα υπερκόσμιο χαμόγελο. Έμοιαζε σαν προφήτης μιας καινούργιας «θεότητας», που ρίζωσε αιματοποτισμένη κι ανθούσε στα ιερά χώματα των Ελλήνων: «της λευτεριάς».
Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, βγήκε και ο Αλής στο χαγιάτι, έχοντας στο πλάι του τον Γάλλο πρεσβευτή και ιστορικό Πουκεβίλ. Ο Αλής έγνεψε να λύσουν το Βλαχάβα απ’ το παλούκι που τον είχαν δεμένο και ν’ αρχίσει το μαρτύριο.
Ήρθαν οι γύφτοι με τις βαριές και άρχισαν να του σπάνε τα κόκκαλα. Έναν πνιχτό αχό άφηναν τα θεόρατα σιδερένια σφυριά, πέφτοντας πάνω στη βασανισμένη σάρκα του ήρωα. Και απ’ το στόμα του ούτε άχνα δεν έβγαινε. Ζωντανόν ακόμα, τον έλυσαν και τον έσερναν σβαρνώντας μέσα στην πόλη. Ύστερα έσκισαν το κουφάρι του στα τέσσερα και τα κρέμασαν σε τέσσερα κεντρικά σημεία της πόλης, για να τα βλέπουν οι ραγιάδες και να φοβούνται.
Ο αυτόπτης μάρτυρας Πουκεβίλ, νά με ποιον τρόπο ανιστορά τις τελευταίες ώρες του ήρωα Βλαχάβα:
«Προσδεδεμένον επί πασσάλου εν τη αυλή του σεραγίου, επανείδον τον Ευθύμιον Βλαχάβαν, τον οποίον άλλοτε συνήντησα μετά των στρατιωτών του εν τη Πίνδω. Αι ακτίνες του φλογερού ηλίου προσέβαλαν την αγέρωχον εκείνην κεφαλήν, ήτις τον θάνατον κατεφρόνει, και άφθονος ιδρώς έρρεεν εκ της πυκνής αυτού γενειάδος. Εγνώριζε την τύχην του, και μάλλον ατάραχος, μελετώντας την σφαγήν του τυράννου, ύψωσε προς εμέ τους πλήρεις γαλήνης οφθαλμούς του, ως να με ελάμβανε μάρτυρα του κατά την εσχάτην εκείνην ώραν θριάμβου του. Μετά της γαλήνης του δικαίου, είδε την τόσον τρομεράν δια του κακούργου ώραν εκείνην εγγίζουσαν, ησθάνθη άνευ τρόμου και παραπόνου, τα κτυπήματα των δημίων. Τα δε μέλη αυτού, συρθέντα δια μέσου των οδών των Ιωαννίνων, έδειξαν εις τους εντρόμους Έλληνας τα λείψανα του τελευταίου των αρχηγών της Θεσσαλίας».
Αθάνατη θα μείνεις πολυβασανισμένη ρωμιοσύνη με τέτοιους ήρωες!
Ιερομόναχος Δημήτριος (Άγιος Δημήτριος ο Μοναχός από τη Σαμαρίνα της Πίνδου)
Ήταν τότε που η λαχτάρα για λευτεριά φούντωνε στις καρδιές των ραγιάδων και μια επαναστατική έξαψη ξαπλωνόταν σ’ όλες τις γωνιές της Ελλά¬δας. Και αυτό ανησυχούσε τον Αλή πασά. Κι έγινε πιο σκληρός για να τρομοκρατηθούν οι Χάίνηδες και να μη σηκώσουν κεφάλι.
Οι άνθρωποι του Αλή κατηγόρησαν το μοναχό Δημήτριο πως συνεργάζονταν με τον Ευθύμιο Παπά-Βλαχάβα. Και μαζί τους έπιασαν και αλυσσοδεμένους τους έφεραν στα Γιάννενα. Και μετά το μαρτυρικό θάνατο του Βλαχάβα, ήρθε η σειρά του Δημητρίου. Τον φέρνουν μπροστά στον Αλή και ακολουθεί ο εξής διάλογος, που μας τον διέσωσε ο Πουκεβίλ, που, όπως γράφει ο ίδιος, «αξίζει να γίνει γνωστός σ’ ολόκληρη τη χριστιανωσύνη, ως μνημείο που ανήκει πια στο μαρτυρολόγιο της εκκλησίας».
ΑΛΗΣ: «Έλεγες πως θα ‘ρθει η βασιλεία του Χριστού. Αυτό τι θα πει; Ότι θα πέσει ο θρόνος του σουλτάνου μας;»
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Ο Θεός βασιλεύει στην αιωνιότητα. Σέβομαι τους αυθέντες που μου έδωσε».
ΑΛΗΣ: «Τί έχεις στον κόρφο σου;»
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Την εικόνα της Παναγίας»
ΑΛΗΣ: «Να την ιδώ».
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Αυτό είναι ιεροσυλία. Ας μου λύσουν το ένα χέρι για να σου τη δείξω».
ΑΛΗΣ: «Έτσι παρασύρεις τον κόσμο. Είμαστε ιερόσυλοι, ε; Αυτά σ’ ‘εβαλαν να λες οι δεσποτάδες, που κάλεσαν τους Ρώσους, για να μας υποδουλώσουν. Μίλα, ποιοι άλλοι ήταν μαζί σου;».
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Κανείς, μόνο η συνείδηση του χρέους μου με παρακίνησε να παρηγορήσω τους χριστιανούς και να τους πείσω να σέβονται τους νόμους σου».
Ο Αλής άναψε από θυμό. Δεν κρατήθηκε άλλο και φώναξε τους δήμιους ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Έφτυσε τον Δημήτριο κατά πρόσωπο και έφυγε. Και οι μπόγηδες άρχισαν το έργο τους. Έμπηξαν στα νύχια των χεριών και των ποδιών του Δημήτριου καλάμια. Και ενώ εκείνοι του τρυπούσαν τα χέρια, ο Δημήτριος προσευχόταν:
› Κύριε, ελέησον τον δούλον σου! Δέσποινα των ουρανών, πρέσβευε υπέρ ημών! έλεγε και ξανάλεγε.
Ύστερα, οι δήμιοι του πέρασαν γύρω απ’ το κεφάλι του, μια σιδερένια αλυσίδα με γάντζους. Την έσφιγγαν και τον προκαλούσαν να ονομάσει τους συντρόφους του. Ο Δημήτριος δεν τους απαντούσε και κείνοι τον πέταξαν σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι, για να συνεχίσουν το μακάβριο έργο τους την άλλη μέρα.
Ο Επ. Φαρμακίδης γράφει πως την πρώτη μέρα τον βασάνισαν και με τον εξής τρόπο:
«…έφερον τάσι πυρωμένον πολύ, το εφόρουν ωσάν σκούφια εις την κεφαλήν του και τύλιγαν μ’ ένα σχοινί ολόγυρα την κεφαλήν του και το έστρεφαν μ’ ένα ξύλον, ωσάν εργάτη και έσφιγγαν τόσο την κεφαλήν του, όσον έβγαιναν οι βολβοί των ομμάτων του έξώ από τον τόπον τους».
Την άλλη μέρα συνέχισαν το έργο τους πιο επίσημα. Κάλεσαν με ντελάληδες να παραβρεθεί και όλος ο λαός των Γιαννίνων. Και ποιος μπορούσε ν’ αρνηθεί. Θα ξεσπούσε πάνω του η οργή του Αλή. Ο ίδιος ο Αλής δεν παρευρέθηκε. Και να πως περιγράφει ο Κ. Σάθας το μαρτύριο και το τέλος του Ιερομόναχου και μάρτυρα Δημήτριου:
«Ο μάρτυρας κρεμάστηκε όπως ο άγιος Παύλος, κατωκέφαλα, επί πυρός βραδέως καταβιβρώσκοντος το δέρμα του κρανίου. Φοβούμενοι όμως μη ταχέως εκπνεύση, αποσύρουσιν αυτόν του πυρός και θέντες αυτόν υπό σανίδα, αναβαίνουσιν επ’ αυτής και χορεύουσιν, ίνα συντρίψωσι τα οστά αυτού. Αλλά μήτε αι ακίδες, μήτε το πυρ, μήτε ο σχοινισμός, μήτε η οστεοθλασία, ηδυνήθησαν να νικήσωσι τον μάρτυρα, όστις επί τέλους εκτίσθη εντός τοίχου, με την κεφαλήν μόνον ελευθέραν και προς παράτασιν της οδύνης ετρέφετο. Εξέπνευσε την δεκάτην της αγωνίας ημέραν, το όνομα του Παντοδύναμου μετά κατανύξεως επικαλούμενος».
Και ποιος δεν θαύμασε τον ηρωισμό και την ψυχική αντοχή του μάρτυρα. Όλοι τον θεώρησαν και τον θεωρούν άγιο και σταυροκοπιούνται στ’ όνομα του.
(Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993”)
Ο Pouqueville για το μαρτυρικό τέλος του Δημητρίου αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το μαρτύριο και η επανάσταση του Βλαχάβα προετοίμαζαν τον θρίαμβο ενός ασθενικού θνητού, που είχε ως μόνα όπλα την προσευχή και την πραότητα. Ενός από τους λειτουργούς του Χριστού που έχουν προορισμό να στηρίζουν τους δειλούς στις τρικυμίες του κόσμου και των οποίων το αίμα ανακατεμένο με το αίμα του πολεμιστή ξανάφερε με το μαρτύριο την τιμή του χριστιανικού ονόματος στην πρώτη αίγλη. Ο μοναχός Δημήτριος από τη Σαμαρίνα.»
Ο μεγάλος μας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αφιέρωσε στον Νεομάρτυρα Δημήτριο και στον Εθνομάρτυρα π. Ευθύμη Βλαχάβα το περίφημο επικό ποίημα «Τα Μνημόσυνα».
Το 1984 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ενέκρινε Ασματική Ακολουθία του Αγίου την οποία συνέθεσε ο σύγχρονος υμνογράφος μας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμαρίνης τὸν γόνον εὐσεβῶν τὸ κραταίωμα, τὸν νεοφανῆ Ἀθλοφόρον, τοῦ Σωτῆρος Δημήτριον, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἐκκλησίας ἀνεδείχθη νέος ἀστήρ, καὶ τῶν βοώντων πρόμαχος· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ὀσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκλπηροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ ἁγία μνήμη σου ἁγιασμὸν χορηγοῦσα, τοῖς πιστοῖς ἐπέφανεν, Ὁσιομάρτυς Κυρίου· βίῳ γὰρ, καὶ λόγῳ θείῳ πιστοὺς στηρίξας, ἤθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ ἀνδρείως, καὶ θεόθεν ἐκοσμήθης, διπλῷ στεφάνῳ μάκαρ Δημήτριε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, χαίροις Θεσσαλίας, λαμπαδοῦχος ὁ φαεινός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, στερρῶς ὑπὲρ Κυρίου, Ὁσιομάρτυς χαῖρε, Χριστοῦ Δημήτριε
H θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας (αντίγραφο της Παναγίας του Κύκκου) (17ου αιώνος) βρίσκεται στην Ιερά Κοινοβιακή Μονή Παναγίας Ελεούσας Σαλμενίκου Αιγίου. Η Μονή εορτάζει στις 15 Αυγούστου. Μέχρι το 1947 η Μονή ήταν ανδρική, έκτοτε έγινε γυναικεία με Βασιλικόν Διάταγμα.
ΠOIΑ διδάγματα, αγαπητοί μου, αποκομίζουμε από την εορτή της Kοιμήσεως; Όσα θα σας πω, τα αντλούμε όχι από την Kαινή Διαθήκη, αλλ’ από την άλλη πηγή της Oρθοδοξίας, την ιερά παράδοση. Tι λέει λοιπόν η ιερά παράδοσης για την κοίμηση της Θεοτόκου;
Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου το 1667 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κώστας Σταματίου και η μητέρα του Μέλω. Σε ηλικία 15 χρονών έμεινε ορφανός και το 1682 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σ' ένα καπηλιό.
Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου. Εκείνος όμως είχε ήδη δεχθεί τις διαβολές του Βοεβόδα του Πηλίου. Διέταξε αμέσως εξαγριωμένος να συλληφθεί ο Άγιος και να παραδοθεί στον Βοεβόδα για να τιμωρηθεί για την αυθάδειά του. Ο Βοεβόδας διέταξε να τον δέσουν με αλυσίδες και του ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ετών για όσο χρόνο έλειπε από το χωριό του. Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως προσφύγουν οι υπόλοιποι της επιτροπής στην ίδια τη βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ απολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος όμως συμπατριώτης του Αγίου, ζηλότυπος γέρος, από φθόνο μήπως ένα ασήμαντο και φτωχό παιδί θεωρηθεί ευεργέτης του τόπου του, τον συκοφάντησε ότι αυτός υποκίνησε την όλη υπόθεση και ότι αν τον ελευθέρωνε σίγουρα θα καταμήνυε τον Βοεβόδα στην βασιλομήτορα. Έτσι ο Βοεβόδας διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά μέχρι θανάτου.
Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει:
› Τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος;
Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας:
› Εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη.
Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις. Ο άγιος ούτε καν πρόσεχε τα λόγια τους αλλά τους έλεγε:
› Μην αργοπορείτε και χάνετε τον καιρό σας, ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Οποιονδήποτε θάνατο και αν μου δώσετε θα τον δεχθώ προθυμότατα για χάρη του Χριστού μου. Μην αργοπορείτε λοιπόν. Θέλετε να με κάψετε; Να μαζέψω εγώ τα ξύλα και να ετοιμάσω την φωτιά. Θέλετε να με απαγχονίσετε; Να ετοιμάσω με τα ίδια μου τα χέρια τη θηλειά. Θέλετε να με αποκεφαλίσετε; Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω εγώ όσο χρειάζεται.
Μη μπορώντας να τον ανεχθούν άλλο διέταξε ο βεζύρης τον αποκεφαλισμό του. Αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον βασάνισαν, πριν ακόμη ξημερώσει τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανούς που συνάντησαν τους χαιρέτισε ταπεινά και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Εκείνοι κατάλαβαν τον λόγο, ακολούθησαν φοβισμένοι από μακριά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του τέλους του. Σην πύλη του Γενή τζαμιού προς τον Κεράτιο ο Άγιος γονάτισε και περίμενε τον δήμιο. Οι άπιστοι προσπάθησαν και αυτή την τελευταία στιγμή να κάμψουν το φρόνημά του, μάταια όμως. Ο δήμιος για να κάνει οδυνηρότερη την εκτέλεση τον χτύπησε τρεις φορές στο λαιμό με το ξίφος και μετά αρπάζοντας με το αιμοβόρο του χέρι τα μαλλιά του αγίου τον αποκεφάλισε. Ήταν δεκαεννέα ετών.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.
Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.
Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Ἄλλα πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ φρονήματι, ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ, διαπρέπον ἔνδοξε, ὡς στρατιώτης τοῦ Λόγου, ᾔσχυνας, τῶν ἐναντίων τὰς ἐπινοίας, ἤθλησας, μέχρι θανάτου γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, καὶ τῆς Λαυρεντίου, κωμοπόλεως ἀρωγός· χαίροις ὁ τῷ αἷμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐκχέας, Ἀπόστολε παμμάκαρ, πιστῶν βοήθεια.
Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής
Κατά την παράδοση η εικόνα της Παναγίας επέπλεε επάνω στα κύματα της θάλασσας.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...