Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
22 Απριλίου 2025

agioi dwdeka apostoloi 01


ΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν 2 κορυφαίων ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου. Σήμερα ἡ ἑορτὴ συνεχίζεται· εἶνε ἡ ἑορτὴ ὅλων μαζὶ τῶν 12 ἀποστόλων.

Οἱ 12 ἀπόστολοι! Εἶνε οἱ 12 θεμέλιοι λίθοι τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸ Χριστό· εἶνε οἱ 12 σάλπιγγες, ποὺ ἡ φωνή τους ἀ­κούστηκε στὰ πέρατα τοῦ κόσμου· εἶνε τὰ 12 ἀστέρια, ποὺ φωτίζουν τὸν πνευματικὸ οὐ­­ρανὸ τῆς Ἐκκλησίας.

Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; νὰ περιγράψουμε τὴ ζωή τους; νὰ διηγηθοῦμε τὸν βίο καὶ τὰ θαύματά τους; Θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸν καθένα ἀ­πόστολο νὰ κάνουμε κι ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερο κήρυγμα, μία ξεχωριστὴ ὁμιλία· θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ κάνουμε 12 κηρύγματα. Ἀλλὰ ποῦ τέ­τοια ὄρεξι! Δὲν ὑπάρχει. Ἄλλα ἀστέρια τώρα μεσουρανοῦν. Ἐκεῖνα ποὺ προβάλλει κάθε βράδυ ὁ διάβολος καὶ τὰ παιδιὰ κρατοῦν τὶς φωτογραφίες τους. Ἂν ρωτήσῃς τοὺς νέους μας, δὲν ξέρουν νὰ σοῦ ποῦν οὔτε τὰ ὀ­νόματα τῶν 12 ἀποστόλων· ξέρουν ὅμως τὰ ἀ­στέρια τοῦ Χόλλυγουντ.

Δὲν τιμῶνται οἱ ἀπόστολοι. Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο γιορτάζουν ὅλοι μαζὶ οἱ 12 αὐτοὶ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὅμως ἐλάχιστοι ἐκκλησιάζονται στοὺς ναοὺς γιὰ νὰ τοὺς τιμήσουν.

Δὲν θὰ ἐκτυλίξω τὴν πνευματικὴ ταινία τοῦ βίου τῶν ἁγίων ἀποστόλων· θὰ ἀρκεσθῶ μόνο σὲ μία γενικὴ θεώρησι καὶ παρατήρησι.

* * *

Ἡ ζωὴ τῶν ἀποστόλων διαιρεῖται σὲ δύο περιόδους· στὴν περίοδο προτοῦ νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό, καὶ στὴν περίοδο ἀφοῦ τὸν γνώρισαν. Διότι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ στὴ ζωή τους. Ὅποιος γνωρίζει τὸ Χριστὸ καὶ μετανοεῖ, τὸ ἔχει ζήσει αὐ­τό· ἔχει δύο ἐποχὲς στὴ ζωή του, τὴ μαύρη καὶ τὴ λευκή. Ἐσεῖς βλέπετε τὴ ζωή σας νὰ διαι­ρῆται ἔτσι; ἔχετε σημειώσει τέτοια μέρα, ποὺ μὲ τὸ μαχαίρι κόψατε τὴ ζωή σας στὰ δυό;

Οἱ ἀπόστολοι, προτοῦ νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό, ζοῦσαν μιὰ ἥσυχη ζωή. Ἔχετε βρεθῆ σὲ νησιά, ἔχετε δεῖ τοὺς ψαρᾶδες πῶς ζοῦν; Ἔ, ἔτσι περίπου ζοῦσαν καὶ αὐτοί. Ψάρευαν τὴ νύχτα, γύριζαν τὸ πρωί, πουλοῦσαν τὰ ψάρια ποὺ ἔπιαναν, κ᾽ ἔτσι ἔβγαζαν τὸ ψωμί τους. Εἶχαν τὴ χαρὰ τοῦ οἰ­κο­γε­νει­άρ­χου ―οἱ περισ­σότεροι ἦταν παν­τρε­μένοι―, νὰ βλέπουν στὸ τραπέζι τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους. Τὸ ὄ­νειρό τους ἦ­ταν, νὰ δοῦν τ᾽ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τους νὰ μεγαλώνουν καὶ νὰ παντρεύωνται· κι ὅταν πλέον γεράσουν κι ἀ­σπρίσουν τὰ μαλλιά τους, ν᾽ ἀφήσουν τὶς βάρ­κες καὶ τὰ ψαρέματα, ν᾽ ἀποσυρθοῦν στὸ σπίτι σὲ μιὰ γω­νιά, νὰ χαίρωνται τὰ παιδιά τους, νὰ χαϊδεύ­ουν μὲ τὰ γέρικα χέρια τους τὰ ἐγγονάκια τους, νὰ τοὺς διηγοῦνται κρατώντας τὸ κομπολόι τὶς ὄμορφες θαλασσινὲς ἱστορίες, καὶ κάπως ἔ­τσι νὰ κλείσῃ ἡ ζωή τους. Λοιπὸν ἔτσι ἔγινε;

Ὄχι. Δὲν ἔζησαν ἔτσι· δὲν πέθαναν μέσα στὶς οἰκογένειές τους. Ἔχασαν τὴν ἡσυχία, ἔπεσαν σὲ μεγάλο ἀγῶνα, καὶ τελείωσαν τὴ ζωή τους μέσα στὰ μπουντρούμια τῶν φυλα­κῶν. Γιατί; Πῶς ἄλλαξε ἡ ζωή τους; Πῶς ἄφησαν τὰ σπίτια τους κ᾽ ἔπεσαν στὴν πιὸ μεγάλη περιπέτεια; Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς τράβηξε; Εἶνε εὔκολο ἕνας ἄντρας ν᾽ ἀφήσῃ τὴ γυναῖκα του, τὸ παιδί του, τὸν τόπο του, καὶ νὰ φύγῃ καὶ νὰ περιπλανᾶται μακριά; Τί ἦταν ἐ­κεῖνο ποὺ ἄλλαξε τὰ πράγματα; Τί συν­έβη; Συνέβη κάτι ποὺ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιγράψῃ.

Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα, παρουσιάστηκε μπροστά τους, ἐκεῖ στὴν ἀκρογιαλιά, ἕνας ἄγνωστος. Ἐκεῖνος, ποὺ καὶ σήμερα ἐξ­ακολουθεῖ νὰ εἶνε ὁ μεγάλος Ἄγνωστος. Ποιός εἶνε ὁ Ἄγνωστος αὐτός; Ἂς φέρουμε τὸ ὄνομά του, ἂς πηγαίνουμε στὶς ἐκ­κλησίες του κι ἂς τοῦ ἀνάβουμε κεριά· εἶνε ἄ­γνωστος. Εἶνε ὁ Χριστός! Ἀπὸ τοὺς χίλιους ζήτημα ἕνας νὰ γνωρίζῃ τὸ Χριστό. Γιατὶ ἂν ἀ­νοίξῃς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, θὰ βρῇς τρεῖς ἔρωτες· ἀγαποῦν τὸ χρῆμα, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ δόξα. Ἂν ἀνοίγαμε ὅμως τὶς καρδιὲς τῶν ἀποστόλων, δὲν θὰ βλέπαμε τέτοιους ἔ­ρωτες. Ἄναψε μέσα τους μιὰ πυρκαϊὰ μεγάλη, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ λέγεται θεία ἀ­γάπη καὶ θεϊκὸς ἔρωτας γιὰ τὸ Χριστό. Τί τοὺς ἔταξε, τί τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ἄλλαξαν; «Δεῦ­τε ὀπίσω μου» (Ματ. 4,19). Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸν ἀκολούθησαν κι ἄλλαξε ἡ ζωή τους.

Σὰν νὰ τοὺς βλέπω τοὺς 12 αὐτοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ φιλήσουμε τὰ πόδια τους. Εἶνε ἕτοιμοι ν᾽ ἀφήσουν τὰ δίχτυα, τὰ σπίτια, τὶς γυναῖκες τους κλαμένες, τὴν πατρίδα τους, τὸν κόσμο. Ἐκεῖ ποὺ ξεκινοῦν, πλησιάζω καὶ τοὺς ρωτῶ· ―Ποιός σᾶς ξεσήκωσε; ποῦ πᾶτε; Καὶ ἀπαντοῦν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· ―Πᾶμε νὰ ὑποτάξουμε τὸν κόσμο στὸ Χριστό. ―Καὶ ποιοί εἶστε σεῖς; μὲ ποιά δύναμι; ποῦ εἶνε τὰ χρήματα, οἱ γνώσεις, τὰ ὅπλα σας; ―Δὲν ἔχουμε τίποτα ἀπ᾽ αὐτά· μόνο ὅπλο μας ἡ πίστι στὸ Χριστό… Καὶ ξεκίνησαν. Εὐλογημένη ἡ στιγμή – ὅσοι εἶστε ἄν­τρες, θυμηθῆτε τὴν ὥρα ὅταν σᾶς κάλεσε ἡ πατρίδα καὶ δώσατε τὸ παρών. Εὐλογημένη ἡ στιγμὴ ποὺ ἔπεσαν στὴ μεγάλη περιπέτεια τοῦ εὐαγγελίου. Σὰν τοὺς ἀετοὺς πέταξαν ἀ­πὸ βουνὸ σὲ βουνό, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Χριστό.

Γιὰ νὰ καταλάβετε τί δύσκολο ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα. Φαν­τα­στῆτε νὰ πάρετε 12 πρόβατα καὶ νὰ τὰ ῥίξετε μέσα σ᾽ ἕνα κοπάδι λύκων πεινασμένων. Θὰ μείνῃ τίποτα;… Ἔτσι τοὺς εἶπε ὁ Χριστός· «Ἰ­δοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέ­σῳ λύκων» (Ματθ. 10,16). Λύκοι οἱ φαρισαῖοι, οἱ αὐ­τοκράτορες, οἱ ἀξιωματοῦχοι, οἱ φιλόσοφοι. Καὶ τώρα τί βλέπω τί ἀκούω· τὰ πρόβατα νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ ὄχι μόνο τοὺς νίκη­σαν, ἀλλὰ καὶ ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους ἀρνιά! τοὺς ἀγρίους τοὺς ἔκαναν ἁγίους, τοὺς εἰδωλολάτρες τοὺς ἔκαναν Χριστιανούς. Πῶς ἔγινε αὐ­τό; Ἂν διαβάζετε τὴ Γραφή, θὰ ἔχετε δεῖ μιὰ προφητεία ποὺ λέει ὅτι θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ «θὰ βοσκήσῃ λύκος μαζὶ μὲ ἀρνί» (βλ. Ἠσ. 11,6). Αὐτὸ λοιπὸν πραγματοποιήθηκε στοὺς ἁγίους ἀποστόλους· ἔκαναν καὶ τοὺς λύ­κους πρόβατα, τοὺς ἐξημέρωσαν καὶ τοὺς ἔ­καναν κι αὐ­τοὺς ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν Κωνσταντινού­πολι ἕνας εὐσεβὴς βασιλιᾶς, τιμώντας τὴ μνήμη τους, ἔκτισε τὸν περίφημο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ διέταξε, ἐπάνω σὲ μάρμαρο νὰ γράψουν τὰ ὀνόματά τους καὶ πῶς πέθανε ὁ καθένας, ὥστε ὅ­λη ἡ Πόλις νὰ τοὺς θυμᾶται καὶ νὰ τοὺς τιμᾷ. Οἱ ἀπόστολοι δὲν πέθαναν στὰ σπίτια τους, κοντὰ στὶς γυναῖκες τους· πέθαναν σκορπισμένοι στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Πέθαναν γιὰ μᾶς· εἶνε οἱ πιὸ μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ κόσμου. Ἔγραφε λοιπὸν στὴ μαρμάρινη ἐκείνη πλάκα τὰ ἑξῆς.1ος ὁ Πέτρος σφάχτηκε στὴ ῾Ρώμη. 2ος ὁ Ἀνδρέας σταυρώθηκε στὴν Πάτρα ἀνάποδα. 3ος ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ὁ ἠγαπημένος μαθητής, πέθανε ἐξόριστος στὴν Πάτμο. 4ος ὁ Ἰάκωβος σφάχτηκε σὰν ἀρνὶ στὰ Ἰεροσόλυμα. 5ος ὁ Βαρθολομαῖος μαρτύρησε στοὺς Ἰνδούς, 6ος ὁ Θωμᾶς μαρτύρησε ἐ­πίσης στὶς Ἰνδίες χτυπημένος μὲ λόγχες· ἔτσι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, καὶ τέλος 13ος ὁ Παῦλος σφάχτηκε μέσα στὰ μπουντρούμια τῆς ῾Ρώμης. Ποτέ ὁ κόσμος δὲν χρωστοῦσε τόσα πολλὰ σὲ τόσο λίγους.

* * *

Ἀπόστολοι ἦταν, ἀγαπητοί μου, αὐτοί. Κ᾽ ἐ­μεῖς σήμερα τί εἴμαστε; Οἱ παπᾶδες, οἱ δεσπο­τάδες, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὁ πατριάρχης, ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ κληρικοί, εἴμαστε τώρα διάδοχοί τους. Ἀλλ᾽ ἔχουμε ἆραγε τὰ γνωρίσματα τῆς ἀποστολικότητος; Ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο, κηρύττουμε, κάνουμε θαύματα, ζοῦμε ἀνιδιοτε­λῶς, ἁγνά, ἀγγελικά;… Δὲν εἶνε τοῦ παρόν­τος νὰ κάνω ἔλεγχο τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἂν ἔ­χῃ τὴν πίστι, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα, τὸ ζῆλο, τὴν προθυμία. Ἐδῶ ἀπευθύνομαι στὸ λαὸ καὶ λέω τὰ ἑξῆς, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ τελειώνω.

Πόσοι εἶνε σήμερα οἱ ἐκκλησιαζόμενοι κα­τὰ μέσον ὅρον; Ἕνα ἐκκλησίασμα εἶνε πάνω – κάτω 200 Χριστιανοί; Οἱ ἀπόστολοι ἦταν 12, καὶ ἄλλαξαν ὅλο τὸν κόσμο· 200 Χριστιανοὶ σήμερα τί θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν! Δὲ λέω νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι, νὰ πᾶμε μακριά, στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία καὶ στὶς Ἰν­δίες ἢ ἀλλοῦ. Ἂς γίνουμε μικροὶ ἀπόστο­λοι. Ἐ­δῶ, δίπλα μας, κάποιοι περιμένουν. Ὑ­πάρχουν φτωχοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶ­νε, ἄρ­ρωστοι ποὺ περιμένουν μιὰ ἐπίσκεψι, αἱρετικοὶ ποὺ ταλαιπωροῦνται στὶς πλά­νες, ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἐπὶ δεκαετίες δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ. Τί περιμένουν; Ἐμᾶς! Νὰ τρέξουμε σ᾽ αὐτούς. Εἴμαστε σήμερα ἐδῶ 200. Θέλετε νὰ τιμήσουμε τοὺς ἀποστόλους; Βάζω πετραχήλι καὶ κανόνα· θὰ κολαστῆτε, ἐὰν δὲν ὁδηγήσετε μιὰ ψυχὴ στὸ Χριστό. Ποιά θὰ εἶνε ἡ ψυ­χὴ ποὺ θὰ φέρῃς ἐσὺ κοντά Του; Προσπάθησε τὸ ἔτος αὐτὸ νὰ ἐλευθερώσῃς ἀπὸ τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου μιὰ ψυχή. Χριστιανός, ποὺ δὲν εὐεργετεῖ τὸν ἄλλο καὶ δὲν ἔφερε κάποιον κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶνε Χριστιανός.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Πηγή: (Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Αγίου Ἰωάννου Γαργαρέτας – Ἀθῆναι, 30-6-1960 ἡμέρα Πέμπτη), Κηρύγματα

agios nikhtas o neos o ieromartyras 01


Του Αγιωνύμου Όρους πνευματικό ανάστημα, ο ιερομάρτυρας Άγιος Νικήτας ο Νέος, ενδεδυμένος την πανοπλία της πίστεως, ήλθε στην πόλη των Σερρών το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας, στις 30 Μαρτίου του 1808.

Ο Άγιος από μικρός απαρνήθηκε τα τερπνά του κόσμου και ζήτησε στο Περιβόλι της Παναγίας και στο αγιοτρόφο περιβάλλον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονα, να στολίσει τον κόσμο της ψυχής του, υπό την καθοδήγηση λαμπρών πνευματικών πατέρων, με όλες τις χριστιανικές αρετές, στόχο που και πέτυχε. Αφού στερεώθηκε πνευματικά στη Μονή της μετάνοιάς του, πήγε για μεγαλύτερη άσκηση στον πνευματικό στίβο, στην περιοχή της Σκήτης της Αγίας Άννας και μόνασε στην καλύβη της Αγίας Τριάδος». Μετά από μακροχρόνια πνευματική άσκηση και αφού κόσμησε το βίο του με τις καλλονές όλων των αρετών, ντύθηκε την ευπρεπή στολή της ιεροσύνης και λαμπροφόρος λειτουργούσε τα Άγια των Αγίων.

Εύγλωττος ο Άγιος στην περιγραφή των δωρεών και της αγάπης του Κυρίου προς τα κτίσματά του, σιωπούσε για ό,τι αφορούσε τον εαυτό του. Έτσι τα δύο συναξάρια που περιγράφουν το βίο του Αγίου, δίνουν λίγες και διαμετρικά αντίθετες πληροφορίες για το βίο του. Γόνο οικογένειας κρυπτοχριστιανών από την περιοχή της μαρτυρικής Τραπεζούντας του Πόντου θέλει τον Άγιο το πρώτο συναξάρι, βλάστημα της Ηπείρου το δεύτερο.

Την αιτία της παρουσίας του στην πόλη των Σερρών, ο πρώτος συναξαριστής αναζητά στην απόφαση του Αγίου να θεραπεύσει το άλγος της ψυχής του, που προκλήθηκε από την αμφίρροπη σε θέματα ευσέβειας διαγωγή των προγόνων του, με την κατάθεση της καλής προς τον Κύριο ομολογίας. Την πίστη του στο Χριστό και το ολοκαύτωμά του για αυτή την πίστη, στον τόπο όπου από ανθρώπινη αδυναμία πιθανόν ο Μάρτυρας να αρνήθηκε το Σωτήρα Κύριο, θέλει, ως αιτία της παρουσίας του Αγίου Νικήτα στα Σέρρας, ο δεύτερος συναξαριστής.

Πάντως, η πραγματικότητα είναι πως το καύχημα των Σερραίων, ο μεσίτης τους προς τον Κύριο, ήλθε στην πόλη των Σερρών και κατέλυσε στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Ηλιόκαλλης, μετόχι της Ιεράς Μονής Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου, το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας, λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία του Νυμφίου, για να κατατροπώσει με τη γενναία του άθληση των εχθρών την παράταξη. Αφού προσκύνησε στο ναό τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, ζήτησε από το διάκονο να δει τον προεστό της Μονής, πράγμα που έγινε χωρίς χρονοτριβή.

Ο προηγούμενος της Μονής Κωνσταντίνος συναντήθηκε, στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού με τον εντυπωσιακό κατά την εμφάνιση προσκυνητή και στην πρώτη συνομιλία αγάπης που είχαν ο Άγιος πληροφόρησε τον προεστό, πως ήρθε από το Άγιο Όρος και τέρμα της οδοιπορίας του είναι η πόλη της Δράμας, όπου και θα συναντούσε κάποιο δικό του άνθρωπο. Αργότερα, στη δεύτερη συνομιλία αγάπης του Μάρτυρα με τον προηγούμενο Κωνσταντίνο, ο Άγιος εξομολογήθηκε στον προεστό τη σταθερή του απόφαση να μαρτυρήσει στην πόλη των Σερρών υπέρ της πίστεως του γλυκύτατου Ιησού Χριστού.

Το πρωί, αφού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ο Άγιος Νικήτας κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, βγήκε από το Μοναστήρι της Ηλιόκαλλης και επισκέφθηκε τον τότε ερειπωμένο ναό του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτη, απ’ όπου και κατευθύνθηκε στο μεγαλοπρεπές Τζαμί του Μεχμέτ Μπέη, το ονομαζόμενο από τους Σερραίους για την ομοιότητά του με χριστιανικό ναό «Αγιά Σοφιά».

Στην είσοδο του προαύλιου χώρου του Τζαμιού ο Άγιος Νικήτας συνάντησε έναν νεαρό μουσουλμάνο, μαθητή του ιεροδιδασκαλείου και εκ γενετής χωλό στα κάτω άκρα.

Ο Άγιος σπλαχνίστηκε το παιδί και το ρώτησε αν θέλει να γίνει καλά. Ο νεαρός μουσουλμάνος, αφού απάντησε θετικά, ρώτησε το Μάρτυρα να του πει πως θα γίνει αυτό το θαύμα και τότε, ο Άγιος Νικήτας, ακτινοβολώντας από την αγάπη του προς τον Κύριο, υπέδειξε στον πάσχοντα, ως μοναδικό και αλάνθαστο ιατρικό πάσης παθήσεως, την πίστη στον Χριστό.

Θορυβημένος ο μαθητής του ιεροδιδασκαλείου από την πρωτότυπη συμβουλή, ενημέρωσε, όσο γινόταν γιαυτόν γρήγορα, το δάσκαλό του, ο οποίος με άνθρωπό του προσκάλεσε τον Άγιο στο εσωτερικό του Ιεροδιδασκαλείου και βεβαιώθηκε, μετά από μακρά συνομιλία που είχε μαζί του, πως ο καλόγερος που βρισκόταν μπροστά του ήταν καθαρός στο νου και διαπρύσιος κήρυκας της πίστης του Ιησού Χριστού. Κλονισμένος ο δάσκαλος από τις εμπεριστατωμένες απαντήσεις του Μάρτυρα σε θέματα πίστεως ενημέρωσε πάραυτα το βοεβόδα της πόλης Ισμαήλ Μπέη, που παρέπεμψε τον Άγιο, μετά από σύντομη συνομιλία που είχε μαζί του, στον γιο του Γουσούφ Μπέη.

Ο επίσημος αυτός Τούρκος συγκρότησε όμιλο από τους καλύτερα καταρτισμένους στην πίστη του Οθωμανούς και κάλεσε τον Άγιο Νικήτα μπροστά τους για να ελέγξουν την τόλμη και την πίστη του. Στη συζήτηση που ακολούθησε ο Άγιος Ιερομάρτυρας, ενδεδυμένος την πανοπλία της αληθινής πίστεως, παρατέθηκε με θάρρος προς τις αρχές και εξουσίες των μουσουλμάνων, έλεγξε σκληρά και έδειξε το μάταιο της πίστης τους και παρουσιάστηκε μπροστά τους, ως θερμότατος μεσίτης της πίστεως του Ιησού Χριστού. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους και ιδιαίτερα το σκληρότατο Γιουσούφ Μπέη, που διέταξε να κλείσουν τον Άγιο στη φυλακή, όπου, υπό την πίεση φρικτών βασανιστηρίων, ζητούσαν από το Μάρτυρα να αποκηρύξει την πίστη του στον Κύριο. Οι δήμιοί του, όταν διαπίστωσαν πως, παρά τα βασανιστήρια, απτόητος ο Μάρτυρας Νικήτας συνέχιζε να υμνεί το όνομα του Ιησού Χριστού, απελπίστηκαν και ζήτησαν τη γνώμη του Γιουσούφ Μπέη για τα περαιτέρω.

Ο Μπέης, μετά από μια ολιγόλεπτο συνάντηση που είχε με τον ιερομάρτυρα και, αφού βεβαιώθηκε πως με ρωμαλεότητα σκέψης ο ιερός Νικήτας δεν αλλάζει το σταθερό του προσανατολισμό προς την πίστη του γένους των Ελλήνων, διέταξε τον δι’ απαγχονισμού θάνατο του Αγίου το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, στις 4 Απριλίου του 1808 και, λίγο πριν οι χριστιανοί γιορτάσουν την Ανάσταση του Θεανθρώπου, ο Ιερομάρτυρας Νικήτας στην πλατεία των τσαρουχάδων, πίσω και αρκετά κοντά στο ιερό του ναού των Μεγάλων Αρχαγγέλων και Ταξιαρχών των Ουρανίων Δυνάμεων έδινε, ως ύψιστο δείγμα αγάπης στον ζωοδότη Κύριο, την πνοή του.

Το πνευματικό ανάστημα των «Αρχαγγέλων» του Αγίου Όρους, στους «Αρχαγγέλους» των Σερρών απέβαλε το φθαρτό ιμάτιο της ψυχής του και ενδύθηκε στολή αφθαρσίας.

Τρεις μέρες έμεινε το σώμα του Αγίου κρεμασμένο στην αγχόνη και, προς καταισχύνη του Γιουσούφ Μπέη που ήθελε με το θάνατο του Αγίου Νικήτα να περιορίσει τη χαρά των Σερραίων από το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου, το σώμα του Μάρτυρα παρέμεινε χωρίς αλλοιώσεις, το πρόσωπό του ήταν ήρεμο και μάλιστα την τρίτη ημέρα από το μαρτύριό του, από μια πληγή στα κάτω άκρα του Ιερομάρτυρα, άρχισε να τρέχει αίμα που πότιζε τη γη των Σερρών. Αυτόπτες μάρτυρες βεβαίωσαν πως, όσο καιρό το σώμα του Αγίου ήταν κρεμασμένο στην αγχόνη, ένα υπερκόσμιο φως καταύγαζε την περιοχή. Το θαύμα αυτό διαδόθηκε με ταχύτητα στην πόλη και το χριστεπώνυμο πλήρωμα δόξασε τον Αναστάντα Κύριο για τη μεγάλη ευλογία του υπερφυούς σημείου. Θορυβημένοι οι Τούρκοι από τα όσα θαυμάσια συνέβαιναν ενέδωσαν στο αίτημα των προεστών και επέτρεψαν να ταφεί ο Άγιος. Μετά την έκδοση της σχετικής άδειας το σώμα του Αγίου Νικήτα ενταφιάστηκε πίσω από το ιερό του Ναού του Αγίου Νικολάου, που ήταν δίπλα στο «νοσοκομείον όπερ ξενοδοχείον», σύμφωνα με μαρτυρία του αρχαίου κώδικα της Μητροπόλεως, οι Σερραίοι ονόμαζαν.

Ο χρόνος της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου μας είναι άγνωστος. Γνωρίζουμε όμως πως οι πατέρες της Σκήτης της Αγίας Άννας του Αγίου Όρους, ύστερα από αίτημα του Μητροπολίτου Κωνσταντίνου Καρδαμένη, παραχώρησαν στην Εκκλησία των Σερρών μέρος από το άγιο λείψανό του, που φυλάσσεται στον φερώνυμο ναό του Αγίου, προστατεύοντας με τη χάρη του το λαό και την πόλη των Σερρών.

Η μνήμη του ιερομάρτυρα Αγίου Νικήτα, πολιούχου της πόλεως των Σερρών, ο οποίος μαρτύρησε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, στις 4 Απριλίου του 1808, γιορτάζεται από το 1987 την Κυριακή του Θωμά.


agios nikhtas o neos o ieromartyras 02


Απολυτίκιο Ήχος α΄.
Νικήσας φερωνύμως των εχθρών την παράταξιν, Νικήτα Νεομάρτυς τη γενναία αθλήσει σου, ηγίασας την πόλιν των Σερρών, τοις άθλοις σου τοις θείοις Αθλητά. Δια τούτό σου την μνήμην την ιεράν, τιμώμεν ανακράζοντες. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι δια σου, ημίν χάριν και έλεος.

 

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης

agios iwannhs o xrysostomos 08

Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αληθείας. Πρόσεξε όμως. Έπρεπε να πιστευθή ότι απέθανεν, ότι ετάφη και ότι ανέστη. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Κύτταξε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώνουν όλα αυτά. «Ενεθυμήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν ενώ ακόμη εζούσεν»· άρα απέθανεν· «Ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να σφραγισθή ο τάφος»· άρα ετάφη· «Μήπως έλθουν οι μαθηταί του και τον κλέψουν». Άρα, εάν ο τάφος σφραγισθή δε θα γίνη καμμία απάτη. Δεν έγινε λοιπόν. Επομένως η απόδειξις της αναστάσεως, με όσα επροτείνατε σεις, έγινεν αναντίρρητος. Διότι αφού εσφραγίσθη, δεν συνέβη καμμία απάτη. Εάν δε δεν έγινε καμμία απάτη, ευρέθη όμως κενός ο τάφος, είναι φανερόν ότι ανέστη σαφώς και αναντιρρήτως.


ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

(Ματθ. 27, 62- 28, 10)

«Την δε επομένην ημέραν, μετά την Παρασκευήν, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εις τον Πιλάτον και του είπαν· Κύριε, ενεθυμήθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν, όταν ακόμη εζούσε, μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να ασφαλισθή ο τάφος έως την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί Του και τον κλέψουν και ειπούν εις τον λαόν ότι ανεστήθη από τους νεκρούς, οπότε η τελευταία αυτή απάτη θα είναι χειροτέρα από την πρώτη»

Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αληθείας. Πρόσεξε όμως. Έπρεπε να πιστευθή ότι απέθανεν, ότι ετάφη και ότι ανέστη. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Κύτταξε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώνουν όλα αυτά. «Ενεθυμήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν ενώ ακόμη εζούσεν»· άρα απέθανεν· «Ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να σφραγισθή ο τάφος»· άρα ετάφη· «Μήπως έλθουν οι μαθηταί του και τον κλέψουν». Άρα, εάν ο τάφος σφραγισθή δε θα γίνη καμμία απάτη. Δεν έγινε λοιπόν. Επομένως η απόδειξις της αναστάσεως, με όσα επροτείνατε σεις, έγινεν αναντίρρητος. Διότι αφού εσφραγίσθη, δεν συνέβη καμμία απάτη. Εάν δε δεν έγινε καμμία απάτη, ευρέθη όμως κενός ο τάφος, είναι φανερόν ότι ανέστη σαφώς και αναντιρρήτως.

Είδες ότι και χωρίς να το θέλουν υποστηρίζουν την απόδειξιν της αληθείας; Συ δε κάνε μου την χάριν να προσέξης την φιλαλήθειαν των μαθητών· ότι δεν αποκρύπτουν τίποτε από όσα λέγουν οι εχθροί, και όταν ακόμη λέγουν πράγματα υβριστικά. Να που τον ονομάζουν και πλάνον και αυτοί δεν το αποσιωπούν. Αυτά δε δείχνουν και την σκληρότητα εκείνων, αφού ούτε με τον θάνατον απέβαλαν την οργήν, και αυτών την απλότητα και φιλαλήθειαν.

Αξίζει δε να αναζητήσωμεν και τούτο, που είπεν ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ;» Διότι δεν θα το εύρη κανείς πουθενά να λέγεται τόσον σαφώς, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά. Ώστε λοιπόν εγνώριζαν αυτά που έλεγαν και ηθελημένως τα παραποιούσαν. Τι απαντά δε ο Πιλάτος; «Έχετε φρουράν, ασφαλίσατέ τον όπως γνωρίζετε. Και τον ησφάλησαν σφραγίσαντες τον λίθον μαζί με την φρουράν». Διατί αφήνει μόνους τους στρατιώτας να τον σφραγίσουν; Διότι, επειδή είχε μάθει τα σχετικά με Αυτόν, δεν ήθελε πλέον να συμπράξη με αυτούς. Αλλά διά να απαλλαγή από αυτά ανέχεται και τούτο και λέγει· Σφραγίσατέ τον όπως θέλετε σεις, διά να μη ημπορήτε να κατηγορήτε άλλους. Διότι εάν τον εσφράγιζαν μόνοι οι στρατιώται, θα ημπορούσαν να ειπούν (αν και θα ήσαν απίθανα και ψευδή όσα θα έλεγαν, αλλ’ όμως, όπως εις τα άλλα έδειχναν αναισχυντίαν, έτσι θα ημπορούσαν να ειπούν και εις την περίπτωσιν αυτήν), ότι οι στρατιώται επιτρέψαντες να κλαπή το σώμα, έδωσαν το δικαίωμα εις τους μαθητάς να πλάσουν το κήρυγμα της αναστάσεως. Τώρα όμως που οι ίδιοι εσφράγισαν τον τάφον, ούτε αυτό ημπορούν να ειπούν.

Είδες πώς πασχίζουν άθελά τους υπέρ της αληθείας; Διότι αυτοί προσήλθαν εις τον Πιλάτον, αυτοί εζήτησαν να ασφαλισθή ο τάφος, αυτοί τον εσφράγισαν μαζί με την φρουράν, ώστε να είναι κατήγοροι και ελεγκταί των εαυτών των. Αν και πότε θα ημπορούσαν να τον κλέψουν; Το Σάββατον; Και με ποίον τρόπον, αφού ούτε να εξέλθουν ήτο δυνατόν; Εάν πάλιν παρέβαιναν τον νόμον, πώς θα ετόλμων να εξέλθουν αυτοί οι τόσον δειλοί; Πώς ακόμη θα ημπορούσαν να πείσουν το πλήθος; Τί θα έλεγαν; Τί θα έκαναν; Με ποίαν διάθεσιν θα ετάσσοντο με το μέρος του νεκρού; Ποίαν επί τέλους αντιμισθίαν θα επερίμεναν; Ποίαν ανταμοιβήν; Ενώ ακόμη ήτο ζωντανός, και μόνον όταν τον είδαν να συλλαμβάνεται, έφυγαν. Και θα ωμιλούσαν με θάρρος μετά τον θάνατόν Του υπέρ Αυτού εάν δεν είχεν αναστηθή;

Και πώς θα ημπορούσαν αυτά να δικαιολογηθούν; Διότι ότι ούτε εσκέφθησαν ούτε ημπορούσαν να πλάσουν μίαν ανάστασιν η οποία δεν έγινεν, είναι φανερόν από τα εξής: Πολλά τους είχεν ειπεί και συνεχώς τους έλεγε περί της αναστάσεως, όπως είπαν και αυτοί οι ίδιοι ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ». Εάν όμως δεν ανίστατο, είναι ολοφάνερον ότι, επειδή αυτοί είχαν απατηθή και είχαν παρασυρθή εξ αιτίας Του εις πόλεμον προς ολόκληρον το έθνος, και είχαν μείνει χωρίς οικογένειαν και χωρίς πατρίδα, θα τον απεστρέφοντο και δεν θα ήθελαν να του προσδώσουν τοιαύτην δόξαν, καθόσον είχαν απατηθή και είχαν περιέλθει εις έσχατον κίνδυνον δι΄ Αυτόν.

Ότι δε δεν θα ημπορούσαν, εάν η ανάστασις δεν ήτο αληθινή, να την πλάσουν, αυτό δεν χρειάζεται ούτε απόδειξιν. Διότι εις τι θα εβασίζοντο; Εις την δεινότητα των λόγων; Αλλ’ αυτοί ήσαν πιο αμαθείς από όλους. Μήπως εις τα πολλά τους χρήματα; Αλλ’ αυτοί δεν είχαν ούτε ράβδον ούτε υποδήματα. Μήπως εις την ευγενή καταγωγήν των; Αλλ’ αυτοί ήσαν άσημοι και κατήγοντο από ασήμους γονείς. Μήπως εις την μεγάλην πατρίδα των; Αλλά κατήγοντο από ασήμαντα χωριά. Μήπως εις τον μεγάλον αριθμόν των; Αλλά δεν ήσαν περισσότεροι από ένδεκα και αυτοί μάλιστα διεσπαρμένοι. Μήπως εις τας υποσχέσεις του Διδασκάλου των; Ποίας; Διότι εάν δεν ανίστατο, ούτε εκείναι θα ήσαν δι’ αυτούς αξιόπιστοι.

Πώς δε θα υπέφεραν τον μαινόμενον όχλον; Διότι εάν ο κορυφαίος από αυτούς δεν άντεξε τον λόγον της θυρωρού που ήτο γυναίκα, όλοι δε οι υπόλοιποι όταν τον είδαν δεμένον διεσκορπίσθησαν, πώς θα διενοούντο να τρέξουν εις τα πέρατα της οικουμένης και να σπείρουν το φανταστικόν κήρυγμα της αναστάσεως; Διότι, εάν ο μεν πρώτος δεν αντέστη εις την απειλήν της γυναικός, οι δε άλλοι ούτε εις την θέαν της δεσμεύσεως, πώς ημπορούσαν να αντισταθούν εις βασιλείς και άρχοντας και πλήθη, όπου υπήρχαν ξίφη και τηγάνια και κάμινοι και μυρίου είδους θανατώσεως καθημερινώς, εάν δεν εδέχοντο την δύναμιν και την τόνωσιν του αναστάντος; Τόσα και τοιούτου είδους θαύματα είχαν γίνει και τίποτε από αυτά δεν εσεβάσθησαν οι Ιουδαίοι, αλλά εσταύρωσαν Αυτόν που τα έκαμεν· και θα έλεγαν εις αυτούς απλώς να πιστεύσουν εις την ανάστασιν; Δεν είναι δυνατά αυτά, δεν είναι· αλλά μόνον η δύναμις του αναστάντος τα έκαμεν.

Κάνε μου δε την χάριν να προσέξης την καταγέλαστον απάτην των. «Ενεθημήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν όταν ακόμη εζούσεν, ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ». Και εφ’ όσον ήτο πλάνος και εκαυχάτο ψευδώς, διατί εφοβήθητε και τρέχετε τριγύρω και δείχνετε τόσην βιασύνην; Φοβούμεθα, λέγει, μήπως Τον κλέψουν οι μαθηταί και εξαπατήσουν τα πλήθη. Αν και βεβαίως απεδείχθη ότι ο φόβος των αυτός δεν είχε κανένα λόγον, αλλά η κακία είναι πράγμα φιλόνεικον και αναιδές και επιχειρεί και τα παράλογα. Έτσι παρακαλούν να ασφαλισθή ο τάφος επί τρεις ημέρας, ωσάν να ηγωνίζοντο περί αποφάσεων, και θέλοντες να δείξουν ότι και πριν από αυτό ότι είναι πλάνος, δι’ αυτό επεκτείνουν την κακίαν των μέχρι του τάφου.

Διά τούτο ακριβώς ανεστήθη ενωρίτερα, διά να μη λέγουν ότι διεψεύσθη και ότι εκλάπη. Διότι αυτό μεν, το να αναστηθή ενωρίτερα, δεν επέτρεπε κατηγορίαν, ενώ το να αναστηθή βραδύτερον, ήτο γεμάτον υποψίας. Διότι, εάν δεν ανίστατο τότε, όταν εκάθηντο αυτοί εκεί και εφύλασσαν τον τάφον, αλλά όταν θα ανεχώρουν μετά τρεις ημέρας, θα είχαν κάτι να ισχυρισθούν και να αντείπουν, έστω και ανοήτως. Δι’ αυτό λοιπόν τους επρόλαβε. Διότι έπρεπε καθώς εκάθηντο κοντά εις τον τάφον και τον εφύλασσαν να γίνη η ανάστασις. Επίσης έπρεπε να γίνη εντός των τριών ημερών, διότι εάν εγίνετο όταν παρήρχοντο αυταί και ανεχώρουν, θα εθεωρείτο ύποπτον το πράγμα. Δι’ αυτό και επέτρεψε να σφραγίσουν τον τάφον όπως ήθελαν και στρατιώται εφύλασσαν.

Και δεν τους έμελε που έκαναν αυτά εις ημέραν Σαββάτου και ότι ειργάζοντο, αλλά μόνον εις ένα πράγμα απέβλεπαν, την πονηρίαν των, πώς δηλαδή θα επικρατήσουν με αυτήν, πράγμα το οποίον ήτο δείγμα εσχάτης μωρίας και φόβου ο οποίος τους ετάρασσε δυνατά. Διότι αυτοί οι οποίοι Τον συνέλαβαν ζωντανόν, τον εφοβούντο νεκρόν. Αν και, εάν ήτο απλός άνθρωπος, έπρεπε να έχουν θάρρος. Αλλά διά να μάθουν ότι και όταν ήτο ζωντανός με την θέλησίν Του έπαθε αυτά τα οποία έπαθεν, ετοποθετήθη και η σφραγίς και ο λίθος και η φρουρά, και δεν ημπόρεσαν να τον κρατήσουν. Με όλα αυτά ένα πράγμα μόνον επιτυγχάνεται, να γίνη γνωστή δημοσία η ταφή και έτσι να πιστευθή η ανάστασις. Διότι και στρατιώται εφύλασσαν και οι Ιουδαίοι εκάθηντο πλησίον.

«Αργά δε το Σάββατον, μόλις ήρχισε να φωτίζη η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθεν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία διά να ιδούν τον τάφον. Και τότε έγινε μεγάλος σεισμός, διότι ένας άγγελος του Κυρίου κατέβη από τον ουρανόν και αφού επλησίασεν απεκύλισε τον λίθον από την θύραν του μνήματος και εκάθητο επάνω εις αυτόν. Το πρόσωπόν του δε ήτο ωσάν αστραπή και το ένδυμά του λευκόν ωσάν το χιόνι». Μετά την ανάστασιν ήλθεν ο άγγελος. Διατί λοιπόν ήλθε και εσήκωσε τον λίθον; Διά τας γυναίκας. Διότι αυταί τον είδαν τότε εις τον τάφον. Διά να πιστεύσουν λοιπόν ότι ανεστήθη, βλέπουν τον τάφον να είναι άδειος από το σώμα. Δι’ αυτό εσήκωσε τον λίθον, δι’ αυτό έγινε και σεισμός, διά να ξυπνήσουν και να σηκωθούν. Διότι είχαν έλθει διά να βάλουν έλαιον και αυτά εγίνοντο κατά την διάρκειαν της νυκτός και ήτο φυσικόν μερικαί να έχουν αποκοιμηθή.

Και ένεκα τίνος και διατί λέγει· «Μη φοβείσθε εσείς»; Πρώτα τας απαλλάσει από τον φόβον και έπειτα ομιλεί περί της αναστάσεως. Και το «εσείς» περιέχει πολύ μεγάλην τιμήν και δείχνει ότι η εσχάτη τιμωρία αναμένει εκείνους που διέπραξαν όσα απετόλμησαν, εάν δεν μετανοήσουν. Λέγει δηλαδή, δεν πρέπει σεις να φοβήσθε, αλλά εκείνοι που Τον εσταύρωσαν.

Αφού τας απήλλαξε λοιπόν από τον φόβον, και με τα λόγια και με την εμφάνισίν του (διότι και η εμφάνισίς του ήτο χαρωπή, εφ΄ όσον έφερε τέτοιαν χαρμόσυνον αγγελίαν), επρόσθεσε λέγων «γνωρίζω ότι ζητείτε τον Ιησούν τον εσταυρωμένον». Και δεν εντρέπεται να Τον αποκαλή εσταυρωμένον, διότι αυτό ήτο η απαρχή των αγαθών. «Ανέστη». Από πού είναι φανερόν; «όπως είπεν». Ώστε και αν δυσπιστήτε εις εμέ, λέγει, θυμηθείτε τα λόγια Εκείνου και έτσι ούτε εις εμέ, θα δυσπιστήσετε.

Έπειτα ακολουθεί και άλλη απόδειξις· «Ελάτε να ιδήτε τον τόπον όπου ευρίσκετο». Δι’ αυτό εσήκωσε τον λίθον, ώστε και από αυτό να πάρουν αυταί απόδειξιν. «Και να ειπήτε εις τους μαθητάς, ότι θα τον ιδήτε εις την Γαλιλαίαν». Και με άλλα τας προετοιμάζει να διαδώσουν το χαρμόσυνον μήνυμα, πράγμα το οποίον τας κάνει να πιστεύσουν καλύτερα. Και καλώς είπεν «εις την Γαλιλαίαν», απαλλάσσων από ενοχλήσεις και κινδύνους, ώστε να μη παρεμποδίση ο φόβος την πίστιν των.

«Και εβγήκαν από το μνήμα με φόβον και με χαράν». Διατί άραγε; Διότι είδαν καταπληκτικόν και παράδοξον πράγμα, κενόν τον τάφον, όπου προηγουμένως τον είχαν ιδεί να τοποθετήται. Δι’ αυτό και τας ωδήγησε να ιδούν, διά να γίνουν μάρτυρες και των δύο, και του ενταφιασμού και της αναστάσεως. Διότι κατενόουν ότι κανείς δεν ημπορούσε να Τον πάρη, αφού εφύλασσαν τόσοι στρατιώται, εάν δεν ανέστησεν ο ίδιος τον εαυτόν Του. Δι’ αυτό και χαίρονται και απορούν και αμοίβονται για την τόσην παραμονήν των, με το να ιδούν πρώται και να διακηρύξουν όχι μόνον όσα ελέχθησαν, αλλά και όσα ωράθησαν.

Όταν λοιπόν εξήλθαν με φόβον και χαράν «τας συνήντησεν ο Ιησούς και είπε· χαίρεται. Αυταί δε έπιασαν τα πόδια Του». Και αφού έτρεξαν πλησίον του με μεγάλην χαράν, έλαβαν και διά της αφής απόδειξιν και διαβεβαίωσιν της αναστάσεως. «Και τον επροσκύνησαν». Τι τους λέγει δε Εκείνος; «Μη φοβάσθε». Και αυτός δηλαδή εκδιώκει τον φόβον των και προετοιμάζει την οδόν διά την πίστιν. «Αλλά πηγαίνετε και να ειπήτε εις τους αδελφούς μου να αναχωρήσουν εις την Γαλιλαίαν· και εκεί θα με ιδούν». Πρόσεξε ότι και Αυτός διά μέσου αυτών κηρύσσει εις τους μαθητάς το χαρμόσυνον άγγελμα, πράγμα το οποίον ανέφερα πολλές φορές, τιμών και αναθέτων χρηστάς ελπίδας εις το γένος, που κατ’ εξοχήν είχε περιφρονηθή και θεραπεύων το ασθενές φύλον.

Μήπως κανείς από σας θα ήθελε να ευρίσκετο εις την θέσιν των και να κρατήση τα πόδια του Ιησού; Ημπορείτε και τώρα όσοι θέλετε, όχι μόνον τα πόδια και τα χέρια, αλλά ακόμη και την ιεράν εκείνην κεφαλήν να αγκαλιάσετε, συμμετέχοντες εις τα φρικτά μυστήρια με καθαράν συνείδησιν. Και όχι μόνον εδώ, αλλά και κατ’ εκείνην την ημέραν θα τον ιδήτε να έρχεται με την απερίγραπτον εκείνην δόξαν και με το πλήθος των αγγέλων, εάν θελήσετε να γίνετε φιλάνθρωποι. Και θα ακούσετε όχι μόνον τα λόγια αυτά, όπως το «χαίρετε», αλλά και τα άλλα· «Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν η οποία είναι ητοιμασμένη προς χάριν σας από τον καιρόν της δημιουργίας» (Ματθ. 25, 34).

Γίνετε λοιπόν φιλάνθρωποι, διά να ακούσετε αυτά και σεις αι χρυσοφορεμέναι γυναίκες, αι οποίαι είδατε την διαδρομήν των γυναικών αυτών, αφού αποβάλετε έστω και καθυστερημένα την αρρώστιαν της επιθυμίας των χρυσαφικών. Εις τρόπον ώστε, εάν θαυμάζετε τας γυναίκας, να αντικαταστήσετε τα κοσμήματα που φορείτε με την ελεημοσύνην. Ειπέ μου, ποιον είναι το όφελος αυτών των πολυτίμων λίθων και των χρυσοκεντήτων ενδυμάτων; Χαίρεται μ’ αυτά, ισχυρίζεται, η ψυχή και ευφραίνεται.

Εγώ σε ερώτησα ποιον είναι το κέρδος· ενώ συ μου ανέφερες την ζημίαν. Διότι δεν υπάρχει χειρότερον πράγμα από το να ασχολήσθε με αυτά και να χαίρεσθε και να προσηλώνεσθε εις αυτά. Μάλιστα η φοβερά αυτή δουλεία γίνεται ακόμη πιο οδυνηρά, όταν κανείς, ενώ καθίσταται δούλος, χαίρεται. Διότι διά ποίον από τα πνευματικά πράγματα θα ενδιαφερθή ποτέ όπως πρέπει και πότε θα περιγελάση όπως αξίζει τα βιωτικά πράγματα, αυτή η οποία νομίζει ότι είναι άξιον χαράς το να είναι δεμένη με χρυσόν; Διότι αυτός που μένει εις το δεσμωτήριον και ευχαριστείται, ποτέ δεν θα θελήση να απαλλαγή, όπως και αυτή εδώ. Αλλ’ επειδή έχει γίνει αιχμάλωτος αυτής της κακής επιθυμίας, δεν ανέχεται ούτε φωνήν πνευματικήν να ακούση με όσην χρειάζεται επιθυμίαν και προθυμίαν, από φόβον μήπως αλλάξη ασχολίαν.

Ειπέ μου λοιπόν ποιον είναι το κέρδος αυτών των κοσμημάτων και αυτής της μωρίας; Ευχαριστούμαι, λέγει. Πάλιν όμως μου ανέφερες την ζημίαν και την καταστροφήν. Αλλά απολαμβάνω και πολλάς τιμάς, λέγει, από εκείνους που με βλέπουν. Και τι σημαίνει αυτό; Διότι αυτό είναι άλλη αιτία διαφθοράς, όταν ωθή εις αλαζονείαν και εις ανοησίαν. Έλα λοιπόν, αφού εσύ δεν ανέφερες το κέρδος, ανέξου εμένα να σου διηγηθώ τας ζημίας.

Ποίαι λοιπόν είναι αι ζημίαι που προκύπτουν από αυτά; η φροντίς, η οποία είναι μεγαλυτέρα από την ευχαρίστησιν. Δι’ αυτό, πολλοί από εκείνους που βλέπουν, με αυτά τα παχύτερα ευχαριστιούνται περισσότερον, παρά συ η οποία τα φορείς. Διότι συ καλλωπίζεσαι με φροντίδα, ενώ εκείνοι χωρίς αυτήν δίνουν τροφήν εις τους οφθαλμούς των. Άλλη πάλιν ζημία είναι ότι ταπεινώνεται η ψυχή και συκοφαντείται από παντού. Διότι όσαι είναι κοντά, πληγωθείσαι οπλίζονται εναντίον των ανδρών των και σου ανάπτουν φοβερούς πολέμους. Μαζί με αυτά ζημία είναι και το ότι δαπανάς όλον τον ελεύθερον χρόνον σου και όλας τας φροντίδας σου προς τον σκοπόν αυτόν, ότι δεν επιδίδεσαι πάρα πολύ εις τα πνευματικά κατορθώματα, ότι γεμίζεις από αλαζονείαν και ανοησίαν και ματαιοδοξίαν, ότι προσηλώνεσαι εις την γην και μαδιέσαι, και αντί να είσαι αετός, γίνεσαι σκύλος και χοίρος. Διότι έπαψες να βλέπης προς τον ουρανόν και να πετάς και όπως οι χοίροι κυττάζεις κάτω, περιεργαζομένη μέταλλα και κοιλώματα και κάμνουσα την ψυχήν σου άνανδρον και ανελευθέραν.

Αλλά περιφέρεσαι εμφανιζομένη εις όσους ευρίσκονται εις την αγοράν; Δι’ αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να χρυσοφορής, διά να μη γίνεσαι δημόσιον θέαμα και ανοίγης τα στόματα πολλών φιλοκατηγόρων. Διότι κανείς από όσους συναναστρέφεσαι δεν σε θαυμάζει, αλλά σε κοροϊδεύουν ως φιλάρεσκον, ως αλαζόνα, ως γυναίκα αισθησιακήν. Και εις την εκκλησίαν εάν εισέλθης, θα εξέλθης χωρίς να λάβης τίποτε, εκτός από άπειρα σκώμματα και κακολογίας και κατάρας, όχι μόνον από εκείνους που σε βλέπουν, αλλά και από τον προφήτην. Διότι αμέσως μόλις σε ιδή ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας θα φωνάξη «Τα εξής λέγει ο Κύριος εις τας θυγατέρας της Σιών αι οποίαι άρχουν· επειδή βαδίζουν με τεντωμένον τον τράχηλον και με νεύματα των οφθαλμών, και κατά το βάδισμα των ποδιών των σύρουν τους χιτώνας των και συγχρόνως παίζουν με τα πόδια των· θα ξεσκεπάση ο Κύριος τον διάκοσμόν των και αντί της ευχαρίστου οσμής θα γίνη σκόνη, θα τας ζώση δε με σχοινί αντί ζώνης» (Ησ. 3, 16, 17 και 24).

Αυτά απειλούνται εναντίον σου, εξ αιτίας τουκαλλωπισμού. Διότι δεν ελέχθησαν μόνον εναντίον εκείνων αυτά, αλλά προς κάθε γυναίκαν η οποία τας μιμείται. Και ο Παύλος όμως μαζί με εκείνον εμφανίζεται κατήγορος λέγων εις τον Τιμόθεον να συστήση εις τας γυναίκας «να στολίζωνται όχι με πλέξιμο των μαλλιών, ή με χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή με πολυτελή φορέματα» (Α’ Τιμ. 2, 9). Ώστε παντού η πολυτελής εμφάνησις είναι βλαβερά, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν εισέρχεσαι εις την εκκλησίαν, όταν περνάς μέσα από τους πτωχούς. Διότι εάν επιθυμούσες να κατηγορήσης τον εαυτόν σου πάρα πολύ, δεν θα εχρησιμοποιούσες άλλην εμφάνισιν, παρά αυτό το προσωπείον της σκληρότητος και της απανθρωπίας.

Σκέψου λοιπόν πόσας πεινασμένας κοιλίας προσπερνάς με αυτήν την περιβολήν, πόσα γυμνωμένα σώματα με αυτήν την σατανικήν εμφάνισιν. Σκέψου πόσον καλύτερον είναι να διατρέφης πεινασμένας ψυχάς, παρά να διατρυπάς το κάτω μέρος των αυτιών σου και να κρεμάς τας τροφάς μυρίων πτωχών αλόγιστα και μάταια! Μήπως ο πλούτος αποτελεί εγκώμιον; Μήπως το να φορής χρυσοκέντητα είναι έπαινος; Ακόμη και αν προήρχοντο αυτά που φορείς από τιμίους κόπους, και πάλιν θα ήτο πολύ μεγάλη κατηγορία αυτό που κάμνεις. Όταν μάλιστα προέρχωνται από αδικίαν, φαντάσου πόσον περισσότερον.

Αλλά αγαπάς τους επαίνους και την δόξαν; Βγάλε λοιπόν αυτήν την γελοίαν αμφίεσιν και τότε θα σε θαυμάσουν όλοι· τότε και δόξαν θα απολαύσης και καθαράν ευχαρίστησιν, ακριβώς όπως τώρα είσαι γεμάτη από σκώμματα, δημιουργούσα από αυτά εις βάρος σου πολλάς αφορμάς στενοχωρίας. Διότι εάν κάποιο από αυτά πέση, σκέψου πόσα κακά δημιουργούνται από αυτό. Πόσαι υπηρέτριαι θα μαστιγωθούν, πόσοι άνδρες θα ενοχληθούν, πόσοι θα οδηγηθούν εις τα δικαστήρια, πόσοι θα κλεισθούν εις την φυλακήν. Και δικαστήρια εξ αιτίας αυτού, και προσαγωγαί εις δίκην και μύριαι από παντού κατάραι και κατηγορίαι, της γυναικός από τον άνδρα, του ανδρός από τους φίλους, της ψυχής από τον εαυτόν της.

Ας υποθέσωμεν όμως ότι δεν χάνονται. Αν και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολον, αλλά και να ακόμη διασωθούν διά παντός, και όταν διασώζωνται πάλιν προκαλούν πολλήν μέριμναν και φροντίδα και δυσαρέσκειαν, και κέρδος κανένα. Διότι ποίον έσοδον γίνεται από αυτά εις την οικίαν; Ποίον όφελος εις αυτήν που τα φορεί; Όφελος βέβαια κανένα, αλλά πολλή ακαταστασία και κατηγορία από παντού. Πώς θα ημπορέσης να φιλήσης και να κρατήσης τα πόδια του Χριστού, έτσι όπως είσαι στολισμένη; Αυτόν τον στολισμόν Εκείνος τον αποστρέφεται. Δι’ αυτό κατεδέχθη να γεννηθή εις την οικίαν του μαραγκού, ή μάλλον ούτε εις εκείνην την οικίαν, αλλά εις καλύβην και φάτνην.

Πώς λοιπόν θα δυνηθής να Τον ιδής, χωρίς να έχης ωραιότητα η οποία του είναι ποθητή, χωρίς να φορής στολισμόν αξιαγάπητον εις Αυτόν, αλλά μισητόν; Διότι εκείνος που Τον πλησιάζει δεν πρέπει να καλλωπίζεται με τέτοια ιμάτια, αλλά να ενδύεται με αρετήν. Σκέψου τι είναι επί τέλους αυτό το χρυσάφι. Τίποτε άλλο παρά χώμα και στάχτη. Βάλε νερό και θα γίνη πηλός. Σκέψου και δοκίμασε εντροπήν διότι κάνεις τον πηλόν κύριον και αφήνεις τα πάντα και κάθεσαι κοντά του και τον φορείς παντού και τον περιφέρεις και όταν ακόμη εισέρχεσαι εις την εκκλησίαν, όπου προ παντός έπρεπε να τον αποφεύγης. Διότι η εκκλησία δεν εκτίσθη δι’ αυτό, διά να επιδεικνύης εις αυτήν τον πλούτον αυτόν, αλλά τον πνευματικόν πλούτον.

Συ όμως καλλωπίζεις τον εαυτόν σου από κάθε άποψιν μιμουμένη τας γυναίκας του θεάτρου και φορείς με αφθονίαν αυτά τα καταγέλαστα φρύγανα, ωσάν να εισέρχεσαι εις πομπήν. Ακριβώς δι’ αυτό εις πολλούς προκαλείται καταστροφή, και όταν τελειώση η εκκλησία, εις τας οικίας, εις τα τραπέζια, θα ακούση κανείς αυτά να διηγούνται οι περισσότεροι. Διότι αντί να συζητούν ότι αυτό και αυτό είπεν ο προφήτης και ο Απόστολος, σχολιάζουν την πολυτέλειαν των ενδυμάτων, το μέγεθος των πολυτίμων λίθων και όλην την άλλην ασχημοσύνην εκείνων που φορούν αυτά.

Αυτά και σας κάνουν αδρανείς προς την ελεημοσύνην, και εκείνους που κατοικούν μαζί σας. Διότι καμμία από σας δεν θα επροτιμούσεν εύκολα να σπάση κάποιο από τα χρυσαφικά αυτά και να θρέψη ένα πεινασμένον. Όταν δε κι η ιδία θα επροτιμούσες να ευρεθής εις στενοχωρίαν, παρά να ιδής αυτά να θραύωνται εις δύο, πώς θα ημπορούσες να θρέψης άλλον με αυτά; Διότι αι περισσότεραι διάκεινται προς αυτά ως προς έμψυχα και όχι κατώτερα από ό,τι προς τα παιδιά των.

Μακρυά από εδώ κάτι τέτοιο, λέγει. Δείξατέ το μου λοιπόν αυτό, δείξετέ το με τα έργα, διότι τώρα τουλάχιστον βλέπω τα αντίθετα. Διότι ποίος ποτέ από εκείνους που έχουν κυριευθή πάρα πολύ από αυτό το πάθος, έλυωσεν αυτά διά να γλυτώση από τον θάνατον την ψυχήν ενός παιδιού; Και διατί λέγω παιδιού; Ποίος εξηγόρασε με αυτά την ιδικήν του ψυχήν όταν εχάνετο; Αντιθέτως μάλιστα οι περισσότεροι καθημερινώς την πωλούν εξ αιτίας αυτών. Και εάν μεν τους εύρη σωματική ασθένεια κάνουν τα πάντα. Όταν όμως βλέπουν την ψυχήν να διαφθείρεται, δεν κάνουν τίποτε τέτοιο, αλλά παραμελούν και τους απογόνους και την ψυχήν των, μόνον και μόνον διά να παραμένουν αυτά δια μέσου του χρόνου. Και συ μεν φορείς μυρίων ταλάντων χρυσαφικά, ενώ το μέλος του Χριστού δεν έχει ούτε την απόλαυσιν της αναγκαίας τροφής. Αλλ’ ο μεν κοινός όλων Δεσπότης, και του ουρανού, και αυτών που ευρίσκονται εις τους ουρανούς, προσέφερε και την πνευματικήν τράπεζαν εις όλους εξ ίσου· ενώ συ δεν προσφέρεις εις Αυτόν ούτε αυτά που καταστρέφονται, διά να μείνης δεμένη συνεχώς με τας φοβεράς αυτάς αλυσίδας.

Από εδώ προέρχονται τα μύρια κακά. Από εδώ προέρχονται αι πορνείαι των ανδρών, όταν αντί να τους προετοιμάζετε να υπομένουν, τους εκπαιδεύετε να χαίρωνται με αυτά, με τα οποία στολίζονται αι γυναίκες που πορνεύονται. Δι’ αυτό και νικώνται γρήγορα. Διότι εάν τον εξεπαίδευες αυτά μεν να τα παραβλέπη, να χαίρεται δε με την σωφροσύνην, την ευλάβειαν, την ταπεινοφροσύνην, δεν θα εσκλαβώνετο εύκολα από τα πτερά της πορνείας. Διότι έτσι ημπορεί να στολισθή η πόρνη και ακόμη περισσότερον· με εκείνα όμως όχι πια. Συνήθεσέ τον λοιπόν να χαίρεται με αυτόν τον στολισμόν, τον οποίον δεν ημπορεί να τον εύρη εις την πόρνην. Πώς δε θα τον οδηγήσης εις αυτήν την συνήθειαν; Εάν αφαιρέσης αυτόν τον στολισμόν και φορέσης εκείνον. Έτσι και ο άνδρας θα βρίσκεται εν ασφαλεία και συ θα εκτιμάσαι και ο Θεός θα σας λυπηθή και όλοι οι άνθρωποι θα σας θαυμάζουν και τα μελλοντικά αγαθά θα επιτύχετε, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις αιωνίως. Αμήν.

 

Πηγή: Η άλλη όψη

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...