
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Θαυμαστές παρεμβάσεις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σέ περιπτώσεις ἀπόπειρας αἱρετικῶν νά μολύνουν τήν Πίστη τῶν Ὀρθοδόξων.
Στίς ἡμέρες μας, ὁ ἀντίχριστος κάνει τήν δουλειά του μέ πρωτοφανή δόλο καί μάλιστα ἐντελῶς ἀνεπαίσθητα. Μᾶς ξεγελάει πανεύκολα μέ διάφορες προφάσεις καί ψευτοδικαιολογίες καί χωρίς νά τό καταλάβουμε, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἄρνηση καί τήν περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας.
Μᾶς λένε, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοί σωτηρίας. Μᾶς λένε, ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι ''ἐκκλησίες''. Μᾶς λένε, ὅτι οἱ παπικοί καί οἱ προτεστάντες ἔχουν ἱερωσύνη καί μυστήρια ἔγκυρα. Μᾶς λένε, νά κρατήσουμε καθαρή μονάχα τήν ἀγάπη καί τήν Ἀλήθεια νά τήν στρογγυλέψουμε. Μᾶς λένε, ὅτι μποροῦμε νά συμπροσευχόμαστε δημοσίως μέ τόν ὁποιοδήποτε αἱρετικό, ἀκόμη καί μέ ἀλλόθρησκο.
Δέν μᾶς λένε, ὅμως, γιά ὅλα τά παραπάνω, πρῶτον, τί λέει τό Εἀγγέλιο. Δεύτερον, τί μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τρίτον, τί προβλέπεται, γιά ὅλες τίς παραπάνω δογματικές καί ἐκκλησιολογικές παρεκτροπές, τόσον ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, ὅσον καί ἀπό τίς Ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν μας Συνόδων.
Ὁ ἐχθρός, γιά ὅσους προσέχουν καί ἐνδιαφέρονται γιά τήν σωτηρία τους, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δέν βρίσκεται ἁπλά ἐντός τῶν τειχῶν, ἀλλά ἔχει πλέον θρονιαστεῖ στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας: στίς καρδιές τῶν περισσοτέρων ἀξιωματούχων της. Γι' αὐτό καί δέν τόν ὑποψιαζόμαστε, γι' αὐτό καί παρασυρόμαστε χωρίς τήν παραμικρή ἀντίσταση. Ἔλεγε ὁ ἀγαπημένος μας Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος: Ζοῦμε στά χρόνια τοῦ ἀντιχρίστου καί κοιμόμαστε μέ τά τσαρούχια.
Ἡ ἀνθρωποκτόνος παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς) ἔχει διεισδύσει γιά τά καλά στίς περισσότερες ἐνορίες μας καί ἐμεῖς συνεχίζουμε νά ζοῦμε, σάν νά μή συμβαίνει ἁπολύτως τίποτε!
Κλῆρος καί λαός ἔχουμε πέσει σέ ὕπνο βαθύ, ὕπνο θανατηφόρο. Τό δηλητήριο τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει δηλητηριάσει καί νοῦν καί καρδίαν. Μᾶς ἔχει ὑπνωτίσει καί μᾶς σπρώχνει κατευθεῖαν πρός τήν ὀλέθρια ἀθεΐα, τοὐτέστιν πρός τήν ἀπώλεια.
Ἐμεῖς, σήμερα, ἐν ὀνόματι μιᾶς νοθευμένης καί ψεύτικης ἀγάπης, ὀνομάζουμε τούς αἱρετικούς ''ἀδελφές ἐκκλησίες''. Τούς προκαθημένους τους, τούς προσφωνοῦμε ''ἁγιώτατους'' καί τούς πολυχρονίζουμε ψαλμωδικῶς ἐντός τῶν Ἱερῶν μας Ναῶν. Τούς καλοῦμε καί συμπροσευχόμαστε μαζί τους μέσα στίς ἐκκλησιές μας, λειτουργούμαστε παρέα μαζί τους κ.α.π.
Ρωτήσαμε τήν Παναγιά μας, πού λέμε ὅτι θά τήν τιμήσουμε στίς δεκαπέντε τοῦ μηνός, ἐάν συμφωνεῖ μέ ὅλα αὐτά τά ὑβριστικά καί ἐπαίσχυντα ’’κατορθώματά μας’’; Διότι ἡ Παναγιά μας ἔχει φανερώσει τήν στάση Της ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καί ἡ στάση Της εἶναι ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν δική μας: Ὑπάρχουν θαυμαστές ἱστορικές μαρτυρίες, πού βεβαιώνουν, ὅτι ἡ Δέσποινά μας, ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς ’’ἡμέτερους’’ λατινόφρονες, τούς ἀποκαλεῖ ''ἐχθρούς δικούς Της καί τοῦ Κυρίου, ὑποκριτές καί ἀσεβέστατους’’.
Στίς 15 Αὐγούστου ἑορτάζομε τήν πάνσεπτο Κοίμησή Της.
Πόσοι ἀπό ἐμᾶς, τούς βαπτισμένους στήν κολυμβήθρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, θά βροντοφωνάξουμε τήν ἡμέρα αὐτή ὁμολογιακῶς, ὅπως καί Ἐκείνη τό ἔπραξε, τό ὄχι στήν παρουσία αἱρετικῶν καί λατινοφρόνων μέσα στούς ἱερούς μας ναούς; (Γερμανία, Σμύρνη, Φανάρι κ.α.)
Πόσοι ἀπό ἐμᾶς, τούς βαπτισμένους στό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἡμέρα τῆς Παναγίας, θά μιμηθοῦμε τήν Κυρία μας Θεοτόκο καί, ἀγαπῶντες ἐν ἀληθείᾳ, θά διαμηνύσουμε φωναχτά στούς σύγχρονους Χριστομάχους καί Πνευματομάχους (ὀπαδούς τοῦ Κολυμπαρίου), ὅτι εἶναι ἐχθροί τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγιᾶς μας, ἀσεβέστατοι καί ὑποκριτές;
Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές καί γιά ὅσους ἔχουν λίγο παραπάνω ὑπομονή στό διάβασμα, παρατίθενται στήν συνέχεια καί οἱ προαναφερθεῖσες σχετικές μαρτυρίες.
Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τοῦ ’’ΧΑΙΡΟΒΟ’’
Βρισκόμαστε στά 1274. Αὐτοκράτορας στήν Πόλη εἶναι ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος καί πατριάρχης ὁ ἀμείλικτος διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Ἁγιορειτῶν πατέρων, ὁ λατινόφρων Ἰωάννης Βέκκος. Μόλις ἔχει ὑπογραφεῖ στήν Λυών ἡ ψευδοένωση Ὀρθοδόξων καί παπικῶν, καί ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα μαζί μέ ’’δικούς μας’’ ἑνωτικούς καταφθάνουν στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἐπιβάλλουν τήν ἐφαρμογή τῆς προδοτικῆς συμφωνίας.
Σέ ἔνα κελλί, πού βρίσκεται σέ ἀπόσταση ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ζωγράφου, ἀσκήτευε τότε ἕνας γέροντας πολύ μεγάλης ἀρετῆς. Ὁ ἐνάρετος αὐτός γέροντας εὐλαβεῖτο βαθύτατα τήν Κυρία Θεοτόκο καί εἶχε καθημερινό κανόνα τήν ἐπαναλαμβανόμενη ἀνάγνωση τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας, σέ ὄρθια μάλιστα στάση μπροστά στήν Εἰκόνα της.
Κάποια ἡμέρα καί ἐνῷ βίωνε ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις λέγοντας μέ λαχτάρα τό ’’Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε’’, ἄκουσε τήν Παναγία ἀπό τήν ἱερή Της εἰκόνα νά τοῦ λέει: ’’Χαῖρε καί σύ, Γέρων τοῦ Θεοῦ. Μή φοβοῦ, ἀλλά ἀπελθών ταχέως εἰς τήν Μονήν, ἀνάγγειλον τοῖς ἀδελφοῖς καί τῷ Καθηγουμένῳ, ὅτι οἱ ἐχθροί ἐμοῦ τε καί τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. Ὅστις οὖν ὑπάρχει ἀσθενής τῷ πνεύματι, ἐν ὑπομονῇ κρυβήτω, ἕως παρελθεῖν τόν πειρασμόν. Οἱ δέ στεφάνων μαρτυρικῶν ἐφιέμενοι, παραμενέτωσαν ἐν τῇ Μονῇ. Ἄπελθε οὖν ταχέως...’’.
Ὁ γέροντας, μετά ἀπό αὐτό, δέν στάθηκε οὔτε λεπτό. Ἀμέσως ξεκίνησε γιά τό μοναστήρι, τήν ἱερά Μονή Ζωγράφου, γιά νά ἐνημερώσει τούς πατέρες καί νά τούς μεταφέρει τίς ὁδηγίες τῆς Παναγίας. Φτάνοντας στήν Ἱερά Μονή, ὁ εὐλαβής καί ἐνάρετος γέροντας ζεῖ τό θαῦμα γιά δεύτερη φορά: Μπροστά στήν πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ βλέπει ὄρθια τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ κελλιοῦ του, ἀπό τήν ὁποία καί ἄκουσε τήν φωνή τῆς Θεοτόκου!
Κρατῶντας, τώρα, στήν ἀγκαλιά του τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας, παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Ἡγουμένου καί τῶν πατέρων καί τούς λέει: Σεβαστοί μου πατέρες, ἡ Κυρία Θεοτόκος μοῦ ἀποκάλυψε, ὅτι οἱ ἐχθροί Της καί ἐχθροί τοῦ Υἱοῦ Της σέ λίγο καταφθάνουν στό Μοναστήρι. Ὅποιοι ἀπό τούς πατέρες καταλαβαίνουν, ὅτι δέν θά ἀντέξουν στό μαρτύριο, μέχρι νά ἡσυχάσουν τά πράγματα, ἄς κρυφτοῦν κάπου μακριά. Ὅσοι, ὅμως, πατέρες εἶναι ἕτοιμοι νά μιμηθοῦν τούς Μάρτυρες καί νά στεφανωθοῦν, ἄς παραμείνουν στό Μοναστήρι.
Οἱ πατέρες ἔπραξαν, ὅπως άκριβῶς ὥρισε ἡ Παναγία. Οἱ ἀσθενέστεροι κρύφθηκαν μέσα στό δάσος. Οἱ πιό δυνατοί, ὁ ἡγούμενος καί ἄλλοι 25 μοναχοί, παίρνοντας μαζί τους τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας κλείστηκαν στόν πύργο τῆς Μονῆς, περιμένοντας τούς ἐχθρούς Της.
Πράγματι, σέ λίγο κατέφθασαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἑνωτικοῦ αὐτοκράτορα καί τοῦ λατινόφρονα πατριάρχη Βέκκου, συνοδευόμενοι καί ἀπό ὁμάδα ἀπεσταλμένων τοῦ πάπα. Οἱ 26 ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πατέρες δέν κάμφθηκαν οὔτε στιγμή ἀπό τίς ὑποσχέσεις καί τά καλοπιάσματα τῶν αἱρετικῶν. Ἀρνήθηκαν ἐξ ἀρχῆς νά συλλειτουργήσουν μέ τούς παπικούς καί τούς λατινόφρονες ’’δικούς μας’’. Ἐπέκριναν ἐντονώτατα τίς ἑνωτικές ἀπόπειρες καί κατεδίκασαν εὐθέως τίς πλάνες τῶν παπικῶν.
Σέ λίγο, ὁ πύργος τῆς Μονῆς παραδόθηκε στήν πυρά. Ἡ ὀργή τῶν ἑνωτικῶν καί τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων, διά τῆς πυρᾶς, ὁδήγησε τούς Ὁμολογητές πατέρες κατευθεῖαν στήν ἀγκαλιά τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ. Ἀπό τόν πύργο τόν κατακαμένο σώθηκε μονάχα ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἀπό τότε τήν ἀποκαλοῦν ’’Χαίροβο’’ (στά Βουλγαρικά σημαίνει τό Χαῖρε τό Ἀρχαγγελικό). Αυτά συνέβησαν στίς 10 Ὀκτωβρίου 1274.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τούς Ὁμολογητές Ἱερομάρτυρες κάθε χρόνο στίς 10 Ὀκτωβρίου, τήν ἡμέρα, δηλαδή, τοῦ μαρτυρίου τους.
Ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, ἡ Παναγία τοῦ Χαίροβο, φυλάσσεται στήν Ι.Μ. Ζωγράφου, γιά νά μᾶς θυμίζει τήν στάση Της ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καί τούς ’’δικούς μας’’ λατινόφρονες.
***
Θαυμαστή διήγηση
γιά τόν μοναχό, πού εἶχε στό κελλί του
αἱρετικά κείμενα τοῦ Νεστορίου
Στήν Λαύρα τοῦ Καλαμῶνος κοντά στόν Ἰορδάνη, ὁ ἀβᾶς Κυριακός ὁ πρεσβύτερος διηγήθηκε στούς προσκυνητές τό παρακάτω συμβάν: ’’Ἕνα βράδυ εἶδα σάν ζωντανό ὄραμα στόν ὕπνο μου μιά γυναῖκα πολύ σεμνή, ντυμένη στά πορφυρά, ἔχοντας κοντά Της δύο τίμιους καί ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες. Στέκονταν καί οἱ τρεῖς ἔξω ἀπό τό κελλί μου. Καθώς ἔβλεπα τήν σεμνοπρεπή γυναῖκα, τήν πῆρα γιά τήν Δέσποινά μας, τήν Κυρία Θεοτόκο. Καί τούς δυό ἄνδρες πού ἦταν μαζί της, γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο.
Βγῆκα ἔξω καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία νά μπεῖ στό κελλί μου καί νά μοῦ δώσει τήν εὐχή καί τήν εὐλογία Της, μά Ἐκείνη δέν ἤθελε νά περάσει μέσα. Ἐγώ ἐπέμενα καί κάποια στιγμή ἀκούω τήν Θεοτόκο νά μοῦ λέει:
Μέσα στό κελλί σου ἔχεις τόν ἐχθρό μου καί ἔρχεσαι νά μέ καλέσεις νά μπῶ καί ἐγώ ἐκεῖ; Καί λέγοντας αὐτά στράφηκε ἀλλοῦ καί ἔφυγε.
Ξύπνησα τρομαγμένος καί προβληματισμένος, προσπαθῶντας νά βρῶ τί ἔδιωξε τήν Παναγία ἀπό τό κελλί μου. Πέρασε πολλή ὥρα ἐρευνῶντας τόν ἑαυτό μου, τίς πράξεις, τίς σκέψεις μου, ἀλλά, δέν ἔβρισκα νά ἔχω κάνει κάτι, νά ἔχω πεῖ κάτι βλάσφημο γιά τήν Παναγία ἤ πού νά εἶναι φταίξιμο καί προσβολή γιά Ἐκείνην.
Προκειμένου νά διώξω τήν λύπη καί τούς στενάχωρους λογισμούς, πού μέ κατέλαβαν, πῆρα στά χέρια μου ἕνα βιβλίο τοῦ μακαρίου Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου νά διαβάσω. Ἀνοίγοντας, ὅμως, τό βιβλίο ἐκεῖνο, βρίσκω, μέ πολλή μεγάλη μου ἔκπληξη, στίς τελευταῖες σελίδες, δύο λόγους τοῦ ὑβριστοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχη Νεστορίου. Τότε κατάλαβα, ὅτι ὁ ἐχθρός τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἦταν αὐτοί οἱ λόγοι.
Σηκώθηκα καί τό ἐπέστρεψα τό βιβλίο σέ ἐκεῖνον, πού μοῦ τό εἶχε δανείσει. Τοῦ ἐξήγησα τό τί συνέβη καί ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ἀδελφός, χωρίς νά χάσει καιρό, ἔκοψε ἀπό τό βιβλίο τά φύλλα μέ τούς λόγους τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου, τά ἔριξε στήν φωτιά καί εἶπε: Δέν θά ἀφήσω νά παραμείνει οὔτε μιά στιγμή μέσα στό κελλί μου ὁ ἑχθρός τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου.
***
Παναγία τοῦ Πόπσκαγια
(Παναγία παπαδική -Ἱερά Μονή Χιλανδαρίου)
Στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱερά Μονή Χιλανδαρίου, ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τήν ὀνομασία ’’Πόπσκαγια’’, πού σημαίνει ’’Παναγία τῶν παπάδων’’.
Κάποτε, παρουσιάστηκε στήν Μονή ἕνας ἄγνωστος παπάς, ὁ ὁποῖος αὐτοσυστήθηκε μέ τό ὄνομα Ἱερώνυμος. Ἦταν, ὅμως, αἰρετικός καί στόχος του ἦταν νά παρασύρει τούς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ στήν κακοδοξία του.
Σέ μιά λιτανεία, ἐνῷ κρατοῦσε ὁ ἴδιος στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀκούστηκε φωνή ἀπό τό Θεῖο Βρέφος νά τόν ἀποκαλεῖ ὑποκριτή, ἀσεβέστατο καί αἱρετικό. Ἀμέσως ὁ αἱρετικός ἱερέας ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἔτσι ἡ εἰκόνα ἔλαβε τήν ὀνομασία ’’Παναγία τῶν παπάδων’’ καί οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τήν τιμοῦν ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα, διότι τούς προστάτεψε ἀπό τόν παπά τόν αἱρετικό.
ΠΗΓΕΣ:
Τά κείμενα μέ τά θαυμαστά γεγονότα ἁλιεύθηκαν ἀπό τήν ἠλ. δ/νση:
http://alavastron.blogspot.com/2016/08/Panagia-Theotokos-1.html
Ἔγινε μετατροπή τῶν κειμένων στό πολυτονικό καί παρουσιάστηκαν τό μέν πρῶτο διασκευασμένο, ἐνῷ τά ἄλλα δύο αὐτούσια.
Η μεγάλη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού:
«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ' εμαυτού ου λαλώ. ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί. ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14, 10-11).
Μεγάλα και αμέτρητα ήταν τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: με ένα μόνο λόγο του ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, του αρχισυναγώγου, τον γιο της χήρας της Ναΐν, ακόμα και τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν στον τάφο τέσσερεις ολόκληρες ημέρες. Με ένα λόγο του μόνο επιτίμησε τους ανέμους και τα κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ και έγινε απόλυτη γαλήνη. Με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς γυναίκες και παιδιά, και με τέσσερα ψωμιά τέσσερεις χιλιάδες.
Ας θυμηθούμε πως κάθε μέρα θεράπευε τους ασθενείς, γιατρεύοντας κάθε είδους ασθένεια, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. Πως ξαναέδινε την όραση στους τυφλούς και την ακοή στους κουφούς με ένα μόνο άγγιγμά του. Δεν φτάνουν αυτά;
Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους ανθρώπους οι οποίοι τον ζήλευαν, για τους ανθρώπους
για τους οποίους ο μέγας προφήτης Ησαΐας είπε:
«Ακοή ακούσετε και ου συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς» (Ματθ. 13, 14-15).
Σε όλα αυτά, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τους βαρήκοους ανθρώπους και με τα συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το μέγα θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος Θαβώρ. Σ' αυτόν, που έλαμψε με ένα εκθαμβωτικό θείο φως, εμφανίστηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας και προσκύνησαν τον δημιουργό του νόμου. Με φόβο και τρόμο έβλεπαν το θαυμαστό αυτό θέαμα οι εκλεκτοί απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης. Και μετά από τη νεφέλη, που τους σκέπασε, ακούστηκε η φωνή του Θεού:
«Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).
Οι άγιοι απόστολοι κήρυξαν σ' όλο τον κόσμο, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι «αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα».
Ο κόσμος ολόκληρος, όταν το άκουσε, θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό και να προσκυνήσει τον Αληθινό Υιό του Θεού.
Θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την μεταμόρφωσή του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν πιστεύουν οι Εβραίοι ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας.
Όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ.
Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε:
«Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λκ. 12, 32).
Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού:
«Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8).
Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε:
«Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφάλας υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (Λκ. 21, 28).
Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι. Αμήν.
1956
Απολυτίκιον.
Μετεμορφώθης εν τω Όρει, Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον, πρεσβείαις της Θεοτόκου. Φωτοδότα, δόξα σοι.
Πηγή: («Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ, Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)», Τεύχος 2. ΜΑΪΟΣ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001. Θεσ/νίκη, Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»), Αναβάσεις
ΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν 2 κορυφαίων ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου. Σήμερα ἡ ἑορτὴ συνεχίζεται· εἶνε ἡ ἑορτὴ ὅλων μαζὶ τῶν 12 ἀποστόλων.
Οἱ 12 ἀπόστολοι! Εἶνε οἱ 12 θεμέλιοι λίθοι τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸ Χριστό· εἶνε οἱ 12 σάλπιγγες, ποὺ ἡ φωνή τους ἀκούστηκε στὰ πέρατα τοῦ κόσμου· εἶνε τὰ 12 ἀστέρια, ποὺ φωτίζουν τὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; νὰ περιγράψουμε τὴ ζωή τους; νὰ διηγηθοῦμε τὸν βίο καὶ τὰ θαύματά τους; Θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸν καθένα ἀπόστολο νὰ κάνουμε κι ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερο κήρυγμα, μία ξεχωριστὴ ὁμιλία· θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ κάνουμε 12 κηρύγματα. Ἀλλὰ ποῦ τέτοια ὄρεξι! Δὲν ὑπάρχει. Ἄλλα ἀστέρια τώρα μεσουρανοῦν. Ἐκεῖνα ποὺ προβάλλει κάθε βράδυ ὁ διάβολος καὶ τὰ παιδιὰ κρατοῦν τὶς φωτογραφίες τους. Ἂν ρωτήσῃς τοὺς νέους μας, δὲν ξέρουν νὰ σοῦ ποῦν οὔτε τὰ ὀνόματα τῶν 12 ἀποστόλων· ξέρουν ὅμως τὰ ἀστέρια τοῦ Χόλλυγουντ.
Δὲν τιμῶνται οἱ ἀπόστολοι. Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο γιορτάζουν ὅλοι μαζὶ οἱ 12 αὐτοὶ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὅμως ἐλάχιστοι ἐκκλησιάζονται στοὺς ναοὺς γιὰ νὰ τοὺς τιμήσουν.
Δὲν θὰ ἐκτυλίξω τὴν πνευματικὴ ταινία τοῦ βίου τῶν ἁγίων ἀποστόλων· θὰ ἀρκεσθῶ μόνο σὲ μία γενικὴ θεώρησι καὶ παρατήρησι.
* * *
Ἡ ζωὴ τῶν ἀποστόλων διαιρεῖται σὲ δύο περιόδους· στὴν περίοδο προτοῦ νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό, καὶ στὴν περίοδο ἀφοῦ τὸν γνώρισαν. Διότι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ στὴ ζωή τους. Ὅποιος γνωρίζει τὸ Χριστὸ καὶ μετανοεῖ, τὸ ἔχει ζήσει αὐτό· ἔχει δύο ἐποχὲς στὴ ζωή του, τὴ μαύρη καὶ τὴ λευκή. Ἐσεῖς βλέπετε τὴ ζωή σας νὰ διαιρῆται ἔτσι; ἔχετε σημειώσει τέτοια μέρα, ποὺ μὲ τὸ μαχαίρι κόψατε τὴ ζωή σας στὰ δυό;
Οἱ ἀπόστολοι, προτοῦ νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό, ζοῦσαν μιὰ ἥσυχη ζωή. Ἔχετε βρεθῆ σὲ νησιά, ἔχετε δεῖ τοὺς ψαρᾶδες πῶς ζοῦν; Ἔ, ἔτσι περίπου ζοῦσαν καὶ αὐτοί. Ψάρευαν τὴ νύχτα, γύριζαν τὸ πρωί, πουλοῦσαν τὰ ψάρια ποὺ ἔπιαναν, κ᾽ ἔτσι ἔβγαζαν τὸ ψωμί τους. Εἶχαν τὴ χαρὰ τοῦ οἰκογενειάρχου ―οἱ περισσότεροι ἦταν παντρεμένοι―, νὰ βλέπουν στὸ τραπέζι τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους. Τὸ ὄνειρό τους ἦταν, νὰ δοῦν τ᾽ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τους νὰ μεγαλώνουν καὶ νὰ παντρεύωνται· κι ὅταν πλέον γεράσουν κι ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά τους, ν᾽ ἀφήσουν τὶς βάρκες καὶ τὰ ψαρέματα, ν᾽ ἀποσυρθοῦν στὸ σπίτι σὲ μιὰ γωνιά, νὰ χαίρωνται τὰ παιδιά τους, νὰ χαϊδεύουν μὲ τὰ γέρικα χέρια τους τὰ ἐγγονάκια τους, νὰ τοὺς διηγοῦνται κρατώντας τὸ κομπολόι τὶς ὄμορφες θαλασσινὲς ἱστορίες, καὶ κάπως ἔτσι νὰ κλείσῃ ἡ ζωή τους. Λοιπὸν ἔτσι ἔγινε;
Ὄχι. Δὲν ἔζησαν ἔτσι· δὲν πέθαναν μέσα στὶς οἰκογένειές τους. Ἔχασαν τὴν ἡσυχία, ἔπεσαν σὲ μεγάλο ἀγῶνα, καὶ τελείωσαν τὴ ζωή τους μέσα στὰ μπουντρούμια τῶν φυλακῶν. Γιατί; Πῶς ἄλλαξε ἡ ζωή τους; Πῶς ἄφησαν τὰ σπίτια τους κ᾽ ἔπεσαν στὴν πιὸ μεγάλη περιπέτεια; Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς τράβηξε; Εἶνε εὔκολο ἕνας ἄντρας ν᾽ ἀφήσῃ τὴ γυναῖκα του, τὸ παιδί του, τὸν τόπο του, καὶ νὰ φύγῃ καὶ νὰ περιπλανᾶται μακριά; Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἄλλαξε τὰ πράγματα; Τί συνέβη; Συνέβη κάτι ποὺ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιγράψῃ.
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα, παρουσιάστηκε μπροστά τους, ἐκεῖ στὴν ἀκρογιαλιά, ἕνας ἄγνωστος. Ἐκεῖνος, ποὺ καὶ σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ὁ μεγάλος Ἄγνωστος. Ποιός εἶνε ὁ Ἄγνωστος αὐτός; Ἂς φέρουμε τὸ ὄνομά του, ἂς πηγαίνουμε στὶς ἐκκλησίες του κι ἂς τοῦ ἀνάβουμε κεριά· εἶνε ἄγνωστος. Εἶνε ὁ Χριστός! Ἀπὸ τοὺς χίλιους ζήτημα ἕνας νὰ γνωρίζῃ τὸ Χριστό. Γιατὶ ἂν ἀνοίξῃς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, θὰ βρῇς τρεῖς ἔρωτες· ἀγαποῦν τὸ χρῆμα, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ δόξα. Ἂν ἀνοίγαμε ὅμως τὶς καρδιὲς τῶν ἀποστόλων, δὲν θὰ βλέπαμε τέτοιους ἔρωτες. Ἄναψε μέσα τους μιὰ πυρκαϊὰ μεγάλη, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ λέγεται θεία ἀγάπη καὶ θεϊκὸς ἔρωτας γιὰ τὸ Χριστό. Τί τοὺς ἔταξε, τί τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ἄλλαξαν; «Δεῦτε ὀπίσω μου» (Ματ. 4,19). Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸν ἀκολούθησαν κι ἄλλαξε ἡ ζωή τους.
Σὰν νὰ τοὺς βλέπω τοὺς 12 αὐτοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ φιλήσουμε τὰ πόδια τους. Εἶνε ἕτοιμοι ν᾽ ἀφήσουν τὰ δίχτυα, τὰ σπίτια, τὶς γυναῖκες τους κλαμένες, τὴν πατρίδα τους, τὸν κόσμο. Ἐκεῖ ποὺ ξεκινοῦν, πλησιάζω καὶ τοὺς ρωτῶ· ―Ποιός σᾶς ξεσήκωσε; ποῦ πᾶτε; Καὶ ἀπαντοῦν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· ―Πᾶμε νὰ ὑποτάξουμε τὸν κόσμο στὸ Χριστό. ―Καὶ ποιοί εἶστε σεῖς; μὲ ποιά δύναμι; ποῦ εἶνε τὰ χρήματα, οἱ γνώσεις, τὰ ὅπλα σας; ―Δὲν ἔχουμε τίποτα ἀπ᾽ αὐτά· μόνο ὅπλο μας ἡ πίστι στὸ Χριστό… Καὶ ξεκίνησαν. Εὐλογημένη ἡ στιγμή – ὅσοι εἶστε ἄντρες, θυμηθῆτε τὴν ὥρα ὅταν σᾶς κάλεσε ἡ πατρίδα καὶ δώσατε τὸ παρών. Εὐλογημένη ἡ στιγμὴ ποὺ ἔπεσαν στὴ μεγάλη περιπέτεια τοῦ εὐαγγελίου. Σὰν τοὺς ἀετοὺς πέταξαν ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Χριστό.
Γιὰ νὰ καταλάβετε τί δύσκολο ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα. Φανταστῆτε νὰ πάρετε 12 πρόβατα καὶ νὰ τὰ ῥίξετε μέσα σ᾽ ἕνα κοπάδι λύκων πεινασμένων. Θὰ μείνῃ τίποτα;… Ἔτσι τοὺς εἶπε ὁ Χριστός· «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10,16). Λύκοι οἱ φαρισαῖοι, οἱ αὐτοκράτορες, οἱ ἀξιωματοῦχοι, οἱ φιλόσοφοι. Καὶ τώρα τί βλέπω τί ἀκούω· τὰ πρόβατα νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ ὄχι μόνο τοὺς νίκησαν, ἀλλὰ καὶ ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους ἀρνιά! τοὺς ἀγρίους τοὺς ἔκαναν ἁγίους, τοὺς εἰδωλολάτρες τοὺς ἔκαναν Χριστιανούς. Πῶς ἔγινε αὐτό; Ἂν διαβάζετε τὴ Γραφή, θὰ ἔχετε δεῖ μιὰ προφητεία ποὺ λέει ὅτι θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ «θὰ βοσκήσῃ λύκος μαζὶ μὲ ἀρνί» (βλ. Ἠσ. 11,6). Αὐτὸ λοιπὸν πραγματοποιήθηκε στοὺς ἁγίους ἀποστόλους· ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους πρόβατα, τοὺς ἐξημέρωσαν καὶ τοὺς ἔκαναν κι αὐτοὺς ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν Κωνσταντινούπολι ἕνας εὐσεβὴς βασιλιᾶς, τιμώντας τὴ μνήμη τους, ἔκτισε τὸν περίφημο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ διέταξε, ἐπάνω σὲ μάρμαρο νὰ γράψουν τὰ ὀνόματά τους καὶ πῶς πέθανε ὁ καθένας, ὥστε ὅλη ἡ Πόλις νὰ τοὺς θυμᾶται καὶ νὰ τοὺς τιμᾷ. Οἱ ἀπόστολοι δὲν πέθαναν στὰ σπίτια τους, κοντὰ στὶς γυναῖκες τους· πέθαναν σκορπισμένοι στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Πέθαναν γιὰ μᾶς· εἶνε οἱ πιὸ μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ κόσμου. Ἔγραφε λοιπὸν στὴ μαρμάρινη ἐκείνη πλάκα τὰ ἑξῆς.1ος ὁ Πέτρος σφάχτηκε στὴ ῾Ρώμη. 2ος ὁ Ἀνδρέας σταυρώθηκε στὴν Πάτρα ἀνάποδα. 3ος ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ὁ ἠγαπημένος μαθητής, πέθανε ἐξόριστος στὴν Πάτμο. 4ος ὁ Ἰάκωβος σφάχτηκε σὰν ἀρνὶ στὰ Ἰεροσόλυμα. 5ος ὁ Βαρθολομαῖος μαρτύρησε στοὺς Ἰνδούς, 6ος ὁ Θωμᾶς μαρτύρησε ἐπίσης στὶς Ἰνδίες χτυπημένος μὲ λόγχες· ἔτσι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, καὶ τέλος 13ος ὁ Παῦλος σφάχτηκε μέσα στὰ μπουντρούμια τῆς ῾Ρώμης. Ποτέ ὁ κόσμος δὲν χρωστοῦσε τόσα πολλὰ σὲ τόσο λίγους.
* * *
Ἀπόστολοι ἦταν, ἀγαπητοί μου, αὐτοί. Κ᾽ ἐμεῖς σήμερα τί εἴμαστε; Οἱ παπᾶδες, οἱ δεσποτάδες, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὁ πατριάρχης, ὅλοι ἐμεῖς οἱ κληρικοί, εἴμαστε τώρα διάδοχοί τους. Ἀλλ᾽ ἔχουμε ἆραγε τὰ γνωρίσματα τῆς ἀποστολικότητος; Ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο, κηρύττουμε, κάνουμε θαύματα, ζοῦμε ἀνιδιοτελῶς, ἁγνά, ἀγγελικά;… Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ κάνω ἔλεγχο τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἂν ἔχῃ τὴν πίστι, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα, τὸ ζῆλο, τὴν προθυμία. Ἐδῶ ἀπευθύνομαι στὸ λαὸ καὶ λέω τὰ ἑξῆς, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ τελειώνω.
Πόσοι εἶνε σήμερα οἱ ἐκκλησιαζόμενοι κατὰ μέσον ὅρον; Ἕνα ἐκκλησίασμα εἶνε πάνω – κάτω 200 Χριστιανοί; Οἱ ἀπόστολοι ἦταν 12, καὶ ἄλλαξαν ὅλο τὸν κόσμο· 200 Χριστιανοὶ σήμερα τί θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν! Δὲ λέω νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι, νὰ πᾶμε μακριά, στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία καὶ στὶς Ἰνδίες ἢ ἀλλοῦ. Ἂς γίνουμε μικροὶ ἀπόστολοι. Ἐδῶ, δίπλα μας, κάποιοι περιμένουν. Ὑπάρχουν φτωχοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε, ἄρρωστοι ποὺ περιμένουν μιὰ ἐπίσκεψι, αἱρετικοὶ ποὺ ταλαιπωροῦνται στὶς πλάνες, ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἐπὶ δεκαετίες δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ. Τί περιμένουν; Ἐμᾶς! Νὰ τρέξουμε σ᾽ αὐτούς. Εἴμαστε σήμερα ἐδῶ 200. Θέλετε νὰ τιμήσουμε τοὺς ἀποστόλους; Βάζω πετραχήλι καὶ κανόνα· θὰ κολαστῆτε, ἐὰν δὲν ὁδηγήσετε μιὰ ψυχὴ στὸ Χριστό. Ποιά θὰ εἶνε ἡ ψυχὴ ποὺ θὰ φέρῃς ἐσὺ κοντά Του; Προσπάθησε τὸ ἔτος αὐτὸ νὰ ἐλευθερώσῃς ἀπὸ τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου μιὰ ψυχή. Χριστιανός, ποὺ δὲν εὐεργετεῖ τὸν ἄλλο καὶ δὲν ἔφερε κάποιον κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶνε Χριστιανός.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Όταν συμπληρωνόταν η πεντηκοστή ημέρα μετά την Ανάσταση, της οποίας έφθασε τώρα η μνήμη, ενώ όλοι οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι μαζί και ευρίσκονταν ομόψυχοι στο υπερώο (οίκος) εκείνου του ιερού, αλλά και στο προσωπικό του υπερώο, στο νου του, συναγμένος ο καθένας τους (διότι ήσαν σε ησυχία και αφιερωμένοι στη δέηση και στους ύμνους προς το Θεό), ξαφνικά, λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «ακούσθηκε ήχος από τον ουρανό, σαν από ορμή βιαίου ανέμου και εγέμισε τον οίκο όπου κάθονταν».(Πραξ.2, 1-11). Είναι βίαιος γιατί νικά τα πάντα και ξεπερνά τα τείχη του πονηρού, γκρεμίζει κάθε οχύρωμα του εχθρού, ταπεινώνει τους υπερήφανους, ανυψώνει τους ταπεινούς στη καρδιά και διασπά τους συνδέσμους των αμαρτημάτων. Γέμισε δε ο οίκος εκείνος στον οποίο κάθονταν, καθιστώντας τον, κολυμβήθρα πνευματική και εκπληρώνοντας την επαγγελία του Σωτήρα, που τους έλεγε, πριν αναληφθεί: «Ο μεν Ιωάννης βάπτισε με νερό, εσείς δε θα βαπτισθήτε με άγιο Πνεύμα, όχι έπειτα από πολλές μέρες».
Αλλά και το όνομα που έδωσε σ' αυτούς το έδειξε να αληθεύει. Διότι δια του ήχου αυτού από τους ουρανούς οι Απόστολοι έγιναν πραγματικά υιοί βροντής. «Και φάνηκαν σ' αυτούς γλώσσες διαμεριζόμενες ωσάν πυρός και στον καθένα τους κάθισε από μια κι' εγέμισαν όλοι άγιο Πνεύμα και μιλούσαν άλλες γλώσσες, όπως τους έδιδε το Πνεύμα να μιλούν».
Αλλά για ποιό λόγο φάνηκε το Πνεύμα σε σχήμα γλωσσών;
Αφ' ενός για να επιδείξει τη συμφυϊα του, τη σχέση του με το Λόγο του Θεού, γιατί τίποτε δεν είναι συγγενέστερο από τη γλώσσα προς το λόγο. Συγχρόνως δε και για τη χάρη της διδασκαλίας, γιατί ο κατά Χριστό διδάσκαλος χρειάζεται χαριτωμένη γλώσσα.
Γιατί δε φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα με πύρινες γλώσσες;
Όχι μόνο για το ομοούσιο του Πνεύματος προς το Πατέρα και τον Υιό (γιατί πυρ είναι ο Θεός μας), αλλά και για τη διπλή ενέργεια του κηρύγματος των Αποστόλων. Γιατί μπορεί συγχρόνως να ευεργετεί και να τιμωρεί. Όπως το πυρ έχει διπλή ιδιότητα και να φωτίζει και να φλογίζει, έτσι και ο λόγος της διδασκαλίας, αυτούς που υπακούουν φωτίζει και αυτούς που απειθούν παραδίδει τελικά σε πυρ και κόλαση. Είπε δε γλώσσες, όχι πυρός, αλλά σαν πυρός, για να μη νομίσει κανείς ότι το πυρ εκείνο είναι αισθητό και υλικό, αλλά να αντιληφθούμε την επιφάνεια του Πνεύματος σαν με παράδειγμα.
Για ποιό λόγο δε οι γλώσσες φάνηκαν να διαμερίζονται σ' αυτούς
Γιατί μόνο στο Χριστό που ήλθε και αυτός από πάνω δεν δίδεται με μέτρο το Πνεύμα από το Πατέρα. Εκείνος και κατά σάρκα ακόμη είχε ολόκληρη τη θεία δύναμη και την ενέργεια, ενώ σε κανέναν άλλο δεν έγινε χωρητή όλη η χάρη του Πνεύματος, αλλά ατομικά ο καθένας αποκτά άλλος το ένα και άλλος το άλλο από τα χαρίσματα, για να μη νομίσει κανείς ότι η από το Πνεύμα διδόμενη στους αγίους χάρη είναι φύση.
Το δε εκάθισε δεν υποδηλώνει μόνο το δεσποτικό αξίωμα, αλλά και το ενιαίο του θείου Πνεύματος. Κάθισε πάνω στό καθένα τους και πληρώθηκαν όλοι άγιο Πνεύμα, γιατί και όταν μερίζεται κατά τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειές του, δια της καθεμιάς ενέργειας παρευρίσκεται και ενεργεί ολόκληρο το άγιο Πνεύμα, αμερίστως μεριζόμενο και ολοκληρωτικά μετεχόμενο, κατά την εικόνα της ηλιακής ακτίνας. Λαλούσαν δε άλλες γλώσσες, δηλαδή διαλέκτους, διότι έγιναν όργανα του θείου Πνεύματος, ενεργούντα και κινούμενα κατά τη θέληση και δύναμη εκείνου.
Αυτά προαναγγέλθηκαν και μέσω των προφητών του, όπως δια του Ιεζεκιήλ: «θα σας δώσω καρδιά νέα και Πνεύμα νέο θα βάλω μέσα σας, το Πνεύμα μου». (Ιεζ. 36,26). Δια του Ιωήλ: «και κατά τις έσχατες μέρες θα εκχύσω από το Πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα». (Ιωήλ 2,28). Δια του Μωυσή: «ποιός θα καταστήσει προφήτες όλο το λαό του Κυρίου, όταν δώσει ο Κύριος σ' αυτούς το Πνεύμα του;».
Ο ίδιος δε ο Κύριος έλεγε: «όποιος πιστεύει σε μένα, θα ρεύσουν ποτάμια ζωντανού ύδατος από την κοιλιά του» το οποίο ερμηνεύοντας ο ευαγγελιστής: «τούτο το έλεγε περί του Πνεύματος που επρόκειτο να λαμβάνουν οι πιστεύοντες σ' αυτόν». (Ιω. 17,39). Έλεγε επίσης στους μαθητές του: «εάν με αγαπάτε, θα τηρήσετε τις εντολές μου, κι' εγώ θα ζητήσω από τον Πατέρα να σας στείλει άλλο Παράκλητο, για να μείνει μαζί σας αιωνίως, το Πνεύμα της αληθείας» και «ο δε Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα» και «θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια». (Ιω.14,15 - 14,26 - 15,26 - 17,39).
Τώρα λοιπόν εκπληρώθηκε η επαγγελία και κατήλθε το άγιο Πνεύμα, σταλμένο και δοσμένο από το Πατέρα και τον Υιό και αφού περιέλαμψε τους αγίους μαθητές και τους άναψε θείως ως πραγματικές λαμπάδες και τους ανέδειξε σε φωστήρες υπερκοσμίους και παγκοσμίους. Όπως δε, αν κανείς ανάψει από τη φωσφόρο λαμπάδα άλλη και από 'κείνη άλλη και ούτω καθεξής, κρατώντας το με τη διαδοχή, έχει πάντοτε το φως μόνιμα, έτσι δια της χειροτονίας των Αποστόλων επί τους διαδόχους των διαδίδεται η χάρη του θείου Πνεύματος δι' όλων των γενεών και φωτίζει όλους τους υπακούοντας στους ποιμένες και διδασκάλους.
Το άγιο Πνεύμα που δεν αποστέλλεται μόνο, αλλά και αποστέλλει τον από τον Πατέρα Υιό πάνω στη γη και μας δίδαξε τα θαυμαστά και μεγάλα. Διότι το άγιο Πνεύμα ήταν πάντοτε και συνυπήρχε με τον Υιό στον Πατέρα, συνδημιουργώντας στο καιρό τους τα δημιουργηθέντα και συνανακαινίζοντας τα φθαρέντα και συγκρατώντας τα διαμένοντα, πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν και διέπον και εφορών. Όχι μόνο παντού, αλλά και πάνω από το παν, ούτε σε όλο τον αιώνα και το χρόνο μόνο, αλλά και πριν από κάθε αιώνα και χρόνο».
Πηγή: (απόσπασμα από τις Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμος 10ος), Ή άλλη όψη
Του Αγιωνύμου Όρους πνευματικό ανάστημα, ο ιερομάρτυρας Άγιος Νικήτας ο Νέος, ενδεδυμένος την πανοπλία της πίστεως, ήλθε στην πόλη των Σερρών το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας, στις 30 Μαρτίου του 1808.
Ο Άγιος από μικρός απαρνήθηκε τα τερπνά του κόσμου και ζήτησε στο Περιβόλι της Παναγίας και στο αγιοτρόφο περιβάλλον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονα, να στολίσει τον κόσμο της ψυχής του, υπό την καθοδήγηση λαμπρών πνευματικών πατέρων, με όλες τις χριστιανικές αρετές, στόχο που και πέτυχε. Αφού στερεώθηκε πνευματικά στη Μονή της μετάνοιάς του, πήγε για μεγαλύτερη άσκηση στον πνευματικό στίβο, στην περιοχή της Σκήτης της Αγίας Άννας και μόνασε στην καλύβη της Αγίας Τριάδος». Μετά από μακροχρόνια πνευματική άσκηση και αφού κόσμησε το βίο του με τις καλλονές όλων των αρετών, ντύθηκε την ευπρεπή στολή της ιεροσύνης και λαμπροφόρος λειτουργούσε τα Άγια των Αγίων.
Εύγλωττος ο Άγιος στην περιγραφή των δωρεών και της αγάπης του Κυρίου προς τα κτίσματά του, σιωπούσε για ό,τι αφορούσε τον εαυτό του. Έτσι τα δύο συναξάρια που περιγράφουν το βίο του Αγίου, δίνουν λίγες και διαμετρικά αντίθετες πληροφορίες για το βίο του. Γόνο οικογένειας κρυπτοχριστιανών από την περιοχή της μαρτυρικής Τραπεζούντας του Πόντου θέλει τον Άγιο το πρώτο συναξάρι, βλάστημα της Ηπείρου το δεύτερο.
Την αιτία της παρουσίας του στην πόλη των Σερρών, ο πρώτος συναξαριστής αναζητά στην απόφαση του Αγίου να θεραπεύσει το άλγος της ψυχής του, που προκλήθηκε από την αμφίρροπη σε θέματα ευσέβειας διαγωγή των προγόνων του, με την κατάθεση της καλής προς τον Κύριο ομολογίας. Την πίστη του στο Χριστό και το ολοκαύτωμά του για αυτή την πίστη, στον τόπο όπου από ανθρώπινη αδυναμία πιθανόν ο Μάρτυρας να αρνήθηκε το Σωτήρα Κύριο, θέλει, ως αιτία της παρουσίας του Αγίου Νικήτα στα Σέρρας, ο δεύτερος συναξαριστής.
Πάντως, η πραγματικότητα είναι πως το καύχημα των Σερραίων, ο μεσίτης τους προς τον Κύριο, ήλθε στην πόλη των Σερρών και κατέλυσε στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Ηλιόκαλλης, μετόχι της Ιεράς Μονής Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου, το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας, λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία του Νυμφίου, για να κατατροπώσει με τη γενναία του άθληση των εχθρών την παράταξη. Αφού προσκύνησε στο ναό τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, ζήτησε από το διάκονο να δει τον προεστό της Μονής, πράγμα που έγινε χωρίς χρονοτριβή.
Ο προηγούμενος της Μονής Κωνσταντίνος συναντήθηκε, στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού με τον εντυπωσιακό κατά την εμφάνιση προσκυνητή και στην πρώτη συνομιλία αγάπης που είχαν ο Άγιος πληροφόρησε τον προεστό, πως ήρθε από το Άγιο Όρος και τέρμα της οδοιπορίας του είναι η πόλη της Δράμας, όπου και θα συναντούσε κάποιο δικό του άνθρωπο. Αργότερα, στη δεύτερη συνομιλία αγάπης του Μάρτυρα με τον προηγούμενο Κωνσταντίνο, ο Άγιος εξομολογήθηκε στον προεστό τη σταθερή του απόφαση να μαρτυρήσει στην πόλη των Σερρών υπέρ της πίστεως του γλυκύτατου Ιησού Χριστού.
Το πρωί, αφού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ο Άγιος Νικήτας κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, βγήκε από το Μοναστήρι της Ηλιόκαλλης και επισκέφθηκε τον τότε ερειπωμένο ναό του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτη, απ’ όπου και κατευθύνθηκε στο μεγαλοπρεπές Τζαμί του Μεχμέτ Μπέη, το ονομαζόμενο από τους Σερραίους για την ομοιότητά του με χριστιανικό ναό «Αγιά Σοφιά».
Στην είσοδο του προαύλιου χώρου του Τζαμιού ο Άγιος Νικήτας συνάντησε έναν νεαρό μουσουλμάνο, μαθητή του ιεροδιδασκαλείου και εκ γενετής χωλό στα κάτω άκρα.
Ο Άγιος σπλαχνίστηκε το παιδί και το ρώτησε αν θέλει να γίνει καλά. Ο νεαρός μουσουλμάνος, αφού απάντησε θετικά, ρώτησε το Μάρτυρα να του πει πως θα γίνει αυτό το θαύμα και τότε, ο Άγιος Νικήτας, ακτινοβολώντας από την αγάπη του προς τον Κύριο, υπέδειξε στον πάσχοντα, ως μοναδικό και αλάνθαστο ιατρικό πάσης παθήσεως, την πίστη στον Χριστό.
Θορυβημένος ο μαθητής του ιεροδιδασκαλείου από την πρωτότυπη συμβουλή, ενημέρωσε, όσο γινόταν γιαυτόν γρήγορα, το δάσκαλό του, ο οποίος με άνθρωπό του προσκάλεσε τον Άγιο στο εσωτερικό του Ιεροδιδασκαλείου και βεβαιώθηκε, μετά από μακρά συνομιλία που είχε μαζί του, πως ο καλόγερος που βρισκόταν μπροστά του ήταν καθαρός στο νου και διαπρύσιος κήρυκας της πίστης του Ιησού Χριστού. Κλονισμένος ο δάσκαλος από τις εμπεριστατωμένες απαντήσεις του Μάρτυρα σε θέματα πίστεως ενημέρωσε πάραυτα το βοεβόδα της πόλης Ισμαήλ Μπέη, που παρέπεμψε τον Άγιο, μετά από σύντομη συνομιλία που είχε μαζί του, στον γιο του Γουσούφ Μπέη.
Ο επίσημος αυτός Τούρκος συγκρότησε όμιλο από τους καλύτερα καταρτισμένους στην πίστη του Οθωμανούς και κάλεσε τον Άγιο Νικήτα μπροστά τους για να ελέγξουν την τόλμη και την πίστη του. Στη συζήτηση που ακολούθησε ο Άγιος Ιερομάρτυρας, ενδεδυμένος την πανοπλία της αληθινής πίστεως, παρατέθηκε με θάρρος προς τις αρχές και εξουσίες των μουσουλμάνων, έλεγξε σκληρά και έδειξε το μάταιο της πίστης τους και παρουσιάστηκε μπροστά τους, ως θερμότατος μεσίτης της πίστεως του Ιησού Χριστού. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους και ιδιαίτερα το σκληρότατο Γιουσούφ Μπέη, που διέταξε να κλείσουν τον Άγιο στη φυλακή, όπου, υπό την πίεση φρικτών βασανιστηρίων, ζητούσαν από το Μάρτυρα να αποκηρύξει την πίστη του στον Κύριο. Οι δήμιοί του, όταν διαπίστωσαν πως, παρά τα βασανιστήρια, απτόητος ο Μάρτυρας Νικήτας συνέχιζε να υμνεί το όνομα του Ιησού Χριστού, απελπίστηκαν και ζήτησαν τη γνώμη του Γιουσούφ Μπέη για τα περαιτέρω.
Ο Μπέης, μετά από μια ολιγόλεπτο συνάντηση που είχε με τον ιερομάρτυρα και, αφού βεβαιώθηκε πως με ρωμαλεότητα σκέψης ο ιερός Νικήτας δεν αλλάζει το σταθερό του προσανατολισμό προς την πίστη του γένους των Ελλήνων, διέταξε τον δι’ απαγχονισμού θάνατο του Αγίου το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, στις 4 Απριλίου του 1808 και, λίγο πριν οι χριστιανοί γιορτάσουν την Ανάσταση του Θεανθρώπου, ο Ιερομάρτυρας Νικήτας στην πλατεία των τσαρουχάδων, πίσω και αρκετά κοντά στο ιερό του ναού των Μεγάλων Αρχαγγέλων και Ταξιαρχών των Ουρανίων Δυνάμεων έδινε, ως ύψιστο δείγμα αγάπης στον ζωοδότη Κύριο, την πνοή του.
Το πνευματικό ανάστημα των «Αρχαγγέλων» του Αγίου Όρους, στους «Αρχαγγέλους» των Σερρών απέβαλε το φθαρτό ιμάτιο της ψυχής του και ενδύθηκε στολή αφθαρσίας.
Τρεις μέρες έμεινε το σώμα του Αγίου κρεμασμένο στην αγχόνη και, προς καταισχύνη του Γιουσούφ Μπέη που ήθελε με το θάνατο του Αγίου Νικήτα να περιορίσει τη χαρά των Σερραίων από το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου, το σώμα του Μάρτυρα παρέμεινε χωρίς αλλοιώσεις, το πρόσωπό του ήταν ήρεμο και μάλιστα την τρίτη ημέρα από το μαρτύριό του, από μια πληγή στα κάτω άκρα του Ιερομάρτυρα, άρχισε να τρέχει αίμα που πότιζε τη γη των Σερρών. Αυτόπτες μάρτυρες βεβαίωσαν πως, όσο καιρό το σώμα του Αγίου ήταν κρεμασμένο στην αγχόνη, ένα υπερκόσμιο φως καταύγαζε την περιοχή. Το θαύμα αυτό διαδόθηκε με ταχύτητα στην πόλη και το χριστεπώνυμο πλήρωμα δόξασε τον Αναστάντα Κύριο για τη μεγάλη ευλογία του υπερφυούς σημείου. Θορυβημένοι οι Τούρκοι από τα όσα θαυμάσια συνέβαιναν ενέδωσαν στο αίτημα των προεστών και επέτρεψαν να ταφεί ο Άγιος. Μετά την έκδοση της σχετικής άδειας το σώμα του Αγίου Νικήτα ενταφιάστηκε πίσω από το ιερό του Ναού του Αγίου Νικολάου, που ήταν δίπλα στο «νοσοκομείον όπερ ξενοδοχείον», σύμφωνα με μαρτυρία του αρχαίου κώδικα της Μητροπόλεως, οι Σερραίοι ονόμαζαν.
Ο χρόνος της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου μας είναι άγνωστος. Γνωρίζουμε όμως πως οι πατέρες της Σκήτης της Αγίας Άννας του Αγίου Όρους, ύστερα από αίτημα του Μητροπολίτου Κωνσταντίνου Καρδαμένη, παραχώρησαν στην Εκκλησία των Σερρών μέρος από το άγιο λείψανό του, που φυλάσσεται στον φερώνυμο ναό του Αγίου, προστατεύοντας με τη χάρη του το λαό και την πόλη των Σερρών.
Η μνήμη του ιερομάρτυρα Αγίου Νικήτα, πολιούχου της πόλεως των Σερρών, ο οποίος μαρτύρησε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, στις 4 Απριλίου του 1808, γιορτάζεται από το 1987 την Κυριακή του Θωμά.
Απολυτίκιο Ήχος α΄.
Νικήσας φερωνύμως των εχθρών την παράταξιν, Νικήτα Νεομάρτυς τη γενναία αθλήσει σου, ηγίασας την πόλιν των Σερρών, τοις άθλοις σου τοις θείοις Αθλητά. Δια τούτό σου την μνήμην την ιεράν, τιμώμεν ανακράζοντες. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι δια σου, ημίν χάριν και έλεος.
ΜΕΛΕΤΗ ΛΒ’
Στην Ανάσταση του Κυρίου, στην οποία οφείλουμε να χαρούμε μαζί
Α’. Με τον Χριστό που αναστήθηκε.
Β’. Με την αγιώτατη μητέρα του.
Γ’. Με το σώμα μας.
Α’.
Σκέψου, αγαπητέ, ότι εμείς παρακινούμενοι από τον προφήτη Δαυίδ που λέει να ευφραινώμαστε στην ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου λέγοντας· «Αυτή είναι η ημέρα, την οποία έκανε ο Κύριος· ας χαρούμε και ας ευφρανθούμε σ’ αυτήν» (Ψαλμ. 117, 23), είμαστε υποχρεωμένοι πρώτα απ’ όλα να χαρούμε μαζί με τον Ιησού Χριστό, ο οποίος στην χαρμόσυνη Ανάστασί του απέκτησε πάλι, και μάλιστα με αμέτρητο κέρδος όλα εκείνα που είχε χάσει στο πάθος του. Τέσσερα πράγματα είχε χάσει τότε· την χαρά, την ωραιότητα, την τιμή και την ζωή. Τώρα, όμως που αναστήθηκε, έλαβε πάλι την ζωή· αλλά τι είδους ζωή; μία ζωή, που θανάτωσε εντελώς τον θάνατο και γι’ αυτό θα είναι για πάντα μόνο ζωή, χωρίς να φοβάται να δεχθή άλλη φορά τον θάνατο· «Ο Χριστός αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς δεν θα πεθάνη πια· ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω του» (Ρωμ. 6, 9). Έλαβε πάλι την τιμή και την εξουσία, επειδή εκείνος ο ίδιος που προηγουμένως λογαριαζόταν κατώτερος από άνθρωπο και καταφρονείτο χειρότερα από ένα σκουλήκι, τώρα ανασταίνεται και αρχίζει να βασιλεύη στον ουρανό και στην γη· γι’ αυτό και έλεγε μετά την Ανάστασι· «Μου δόθηκε κάθε εξουσία στον ουρανό και στην γη» (Ματθ. 28, 18). Έλαβε πάλι την χαρά, επειδή γκρεμίστηκαν εντελώς τα μεσότοιχα, που κρατούσαν προηγούμενως εκείνο το πέλαγος της χαράς μόνο στο ανώτερο μέρος της ψυχής του Κυρίου· και τώρα όλο το πλήρωμα της χαράς εκείνης που ήταν δέσμιο για τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια, ξεχύθηκε, για να πλημμυρίση τις κατώτερες δυνάμεις της ψυχής και τα μέλη του λυτρωτή. Γι’ αυτό και, όταν αναστήθηκε από τον τάφο, ο πρώτος λόγος που έβγαλε από το άγιο στόμα του, φανέρωνε αυτή του την χαρά· «Και να, τις συνάντησε ο Ιησούς και τις είπε χαίρετε» (Ματθ. 28, 9). Έλαβε πάλι την ωραιότητα και την δόξα, διότι εκείνος που ήταν χθες και προχθές άμορφος, άδοξος, ανείδεος, τώρα αναστήθηκε από το μνήμα σαν ένας νυμφίος από τον νυφικό θάλαμο, πάρα πολύ ωραίος, όλος δόξα, όλος με την μορφή του ηλίου· επειδή η χάρις και η δόξα του σώματος του Χριστού, που αναστήθηκε, είναι τόσο υπερβολική, που στον ουρανό αυτή θα είναι η ανώτατη μακαριότητα της ψυχής και του σώματος και όλων των αισθήσεών μας. Και θα είναι αρκετή να γνωρίση σε όλους τους μακαρίους, τόσο αγγέλους όσο και ανθρώπους, έναν παράδεισο, μέσα στον οποίο θα ευφραίνονται αχόρταγα σε όλους τους αιώνες· θέλεις να το καταλάβης καλλίτερα;
Σχημάτισε με τον νου σου έναν ήλιο τόσο λαμπρό, που με το φως του να σκεπάζη χιλιάδες ήλιους, όπως και αυτός ο αισθητός ήλιος σκεπάζει όλα τα άστρα. Τώρα, ένας ήλιος τόσο λαμπρός, θα είναι σαν ένα μικρό κάρβουνο συγκρινόμενος με το ένδοξο σώμα του Ιησού, το οποίο με την υπερβολική του λάμψι θα απορροφήση την λάμψι τόσων μυριάδων μακάριων σωμάτων των αγίων, από τα οποία το καθένα θα είναι λαμπρότερο από αυτόν τον ήλιο, καθώς είναι γραμμένο· «Τότε οι δίκαιοι θα λάμψουν ως ο ήλιος στην βασιλεία του πατέρα τους» (Ματθ. 13, 43)· εδώ το «ως» δεν σημαίνει ομοίωσι, αλλά υπεροχή· δηλαδή θα λάμψουν περισσότερο από τον ήλιο, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος. Αυτή είναι εκείνη η δόξα και ωραιότητα που ζητούσε ο Χριστός με τόση παράκλησι από τον ουράνιο Πατέρα του πριν από το πάθος λέγοντας· «Δόξασέ με, συ, πατέρα, κοντά σου με την δόξα που είχα μαζί σου, πριν να υπάρξη ο κόσμος» (Ιω. 17, 5)· με αυτά τα λόγια δείχνει, ότι επιζητούσε και ήθελε να εξαπλωθή η δόξα της θεότητάς του, για να δοξασθή πάρα πολύ έτσι και η ανθρωπότητά του, διότι χωρίς αυτή την δόξα και ωραιότητα της ανθρώπινης φύσεως του Ιησού Χριστού, κανένας δεν θα μπορούσε να δεχθή την δόξα και μακαριότητα και στην συνέχεια κανένας δεν θα μπορούσε να γίνη μακάριος, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος· διότι η ανθρωπότητα του Θεού Λόγου, που έμεινε σαν γέφυρα ανάμεσα στον Κτίστη και στα λοιπά χτίσματα, δέχεται από τον Θεό όλο το πλήρωμα της δόξας και της μακαριότητάς του, το μετριάζει κατά κάποιο τρόπο κι έτσι μέσα από αυτή μεταδίδει την δόξα αυτή σε όλους τους μακάριους και αγγέλους και ανθρώπους. Αλλά δεν την μεταδίδει όπως η ίδια την δέχεται από τον Θεό ακέραιη και ολόκληρη, διότι είναι αδύνατο να την δεχθή έτσι κανένα απλό κτίσμα· αλλά συσκιασμένη και μετριότερη, για να την δεχθούν οι μακάριοι, τόσο οι άγγελοι, όσο και οι άνθρωποι.
Το ότι οι άγγελοι δέχονται την δόξα και μακαριότητα μέσα από τον αναστημένο Ιησού Χριστού, μαρτυρεί ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγοντας ότι τα τάγματα των αγγέλων μετέχουν στην φωτοδοσία του Ιησού όχι με κάποιες εικόνες αλλά με άμεση μετουσία στην γνώσι των θεουργικών του φώτων [Τα λόγια του θείου Διονυσίου, που αναφέρει για την πρώτη τάξι των Θρόνων, των Χερουβίμ και των Σεραφίμ είναι τα εξής: «Επίσης αξιώνονται να μετέχουν του Ιησού όχι από εικόνες πλασμένες μ’ ευλάβεια που αποτυπώνουν σε μορφές το καθ’ ομοίωσι, αλλά πλησιάζοντας τον πραγματικά με μία άμεση πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεϊκών φώτων» (Περί ουρανίου ιεραρχίας, κεφ.ζ’)]. Και ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει: «Μετά την σάρκωσι φανερώθηκε ο Θεός στους αγγέλους όχι σε ομοίωμα της δόξας του, αλλά χρησιμοποιώντας σαν περιβολή το αληθινό και ζωντανό κάλυμμα της σάρκας» (Διάλ. α’ κατά Ευτυχ.)· ο άγιος Ισαάκ μάλιστα λέει, ότι «πριν από την σάρκωσι δεν μπορούσαν οι άγγελοι να εισέλθουν στα υψηλότερα μυστήρια της θεώσεως, όταν όμως έλαβε σάρκα ο Λόγος του Θεού, τους ανοίχθηκε θύρα μέσω του Ιησού» (Λόγ. πδ’ σελ. 478). Και πάλι· «Αυτή η πρώτη τάξις των ασωμάτων με θάρρος λέει, ότι δεν γνωρίζει τίποτε από μόνη της, αλλά έχει διδάσκαλό της τον μεσίτη Ιησού εκείνον, από τον οποίον δέχεται την γνώσι και την μεταδίδει στους κατωτέρους» (αυτόθι σελ. 477).
Ότι δε και οι μακάριοι άγιοι μέσα από την ανθρώπινη φύσι του Ιησού βλέπουν την δόξα του Θεού, βεβαίωσε ο Κύριος λέγοντας· «Πατέρα, θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι που μου έδωσες για να βλέπουν την δόξα μου» (Ιω. 17, 24)· και δεν σταματάει μέχρις εδώ, αλλά προσθέτει· «την οποία μου έδωσες», για να φανερώση με αυτό την δόξα, που δόθηκε στην ανθρώπινη φύσι του. Ω δόξες! ω λαμπρότητες! ω μεγαλεία της Αναστάσεως του Κυρίου! Πραγματικά «αυτή είναι η ημέρα, την οποία δημιούργησε ο Κύριος». Διότι την δεύτερη και τρίτη ημέρα δημιούργησε το πρωτόγονο εκείνο φως και την τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη είχε το φως ο ήλιος που τον δημιούργησε την τέταρτη μέρα. Την Κυριακή, που είναι και η πρώτη μέρα, την δημιούργησε ο Κύριος από την ανυπαρξία στην ύπαρξι μόνος και άμεσα και κατά την κοσμογενεσία, (γιατί σύμφωνα με τους θεολόγους το φως της πρώτης ημέρας δεν άρχισε από το πρωί αλλά από το μεσημέρι), και τώρα πάλι μόνος ο νοητός Ήλιος Χριστός την δημιούργησε, όταν αναστήθηκε από το μνήμα σαν από ορίζοντα· και αυτή η Κυριακή τώρα, βέβαια, είναι εικόνα του μέλλοντος αιώνος· ενώ τότε θα είναι αυτός ο ίδιος ο όγδοος αιώνας [Και τα δυο αυτά τα βεβαιώνει ο μέγας Βασίλειος· διότι απορώντας ο άγιος γιατί ο Μωυσής ωνόμασε την Κυριακή μία και όχι πρώτη, λέγει· «Θέλοντας λοιπόν, να ελκύση τον νου μας προς την μέλλουσα ζωή, ωνόμασε μία την εικόνα του μέλλοντος αιώνος την απαρχή των ημερών, την συνομίληκη του φωτός, την αγία Κυριακή· αυτήν που έχει τιμηθή με την Ανάστασι του Κυρίου. Λέγει. «Εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί ημέρα μία» (ομιλ. β’ εις την Εξαήμερον). Το ότι η Κυριακή πρόκειται να είναι αυτός ο όγδοος αιώνας λέει πάλι εκεί ο ίδιος ο μέγας Βασίλειος· «Επειδή, ο λόγος γνωρίζει, ότι η ημέρα εκείνη πρόκειται να είναι ανέσπερη και αδιάδοχη και ατέλειωτη, την οποία και ο ψαλμωδός την ωνόμασε όγδοη, γιατί βρίσκεται έξω από τον εβδομαδιαίο κύκλο, τότε είτε την αναφέρεις ως ημέρα είτε ως αιώνα, την ίδια έννοια έχει» (ό. π.). Σχεδόν τα ίδια λενε για την Κυριακή και ο θεολόγος Γρηγόριος στην Πεντηκοστή και ο Νύσσης και ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την επιγραφή του 6ου ψαλμού υπέρ της ογδόης. Και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος “στην Καινή Κυριακή”. Γι’ αυτό και η Εκκλησία του Χριστού, όλη την διακαινήσιμη εβδομάδα την υπολογίζει ως μία ημέρα της λαμπροφόρου Κυριακής, για να δείξη με αυτό, ότι όλος ο εβδοματικός αυτός αιώνας της παρούσας ζωής πρόκειται να γίνη μία ημέρα, η όγδοη και Κυριακή, που θα είναι ο όγδοος εκείνος αιώνας της μέλλουσας ζωής· διότι κατά το μεσονύκτιο της Κυριακής πρόκειται να γίνη η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και να έλθη ο Χριστός,ο άδυτος ήλιος της δικαιοσύνης, όπως αναφέρουν οι θεοφόροι Πατέρες. Λοιπόν, εκείνη η Κυριακή, αφού δεχθή για μία φορά το φως από τις ακτίνες εκείνου του ήλιου, δεν θα έχη πλέον εσπέρας αλλά θα είναι μία ανέσπερη ημέρα και αδιάδοχη στους αιώνες των αιώνων]. Πραγματικά! «Ας αναστηθή ο Θεός και ας διασκορπισθούν οι εχθροί του» (Ψαλμ. 117, 23)· οι εχθροί του δαίμονες· ο εχθρός του θάνατος· ο εχθρός του η αμαρτία· ο εχθρός του άδης· οι εχθροί του Ιουδαίοι που τον σταύρωσαν και τον μισούν. Πράγματι κινδύνευε το καράβι να πνίγη και δεν μπορούσε να συνεχίση να ταξιδεύη, μέχρι που ο Ιωνάς ρίχθηκε στην θάλασσα και τον κατάπιε το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος που δεν μπορούσε να προχωρήση στο αγαθό·θάλασσα είναι τα πάθη και οι θλίψεις του κόσμου·Ιωνάς ο Χριστός·κήτος ήταν ο θάνατος και ο άδης. Ρίχθηκε ο Χριστός στην θάλασσα και τα πάθη· τον κατάπιε ο θάνατος και ο άδης· και επειδή η ζωοποιός θεότητα δεν χωρίσθηκε ούτε από το νεκρό σώμα, που βρισκόταν στον τάφο, ούτε από την ψυχή που κατέβηκε στον άδη, γι’ αυτό νέκρωσε και τον θάνατο, νέκρωσε και τον άδη και αναστήθηκε τριήμερος και έτσι ο κόσμος που κινδύνευε σώθηκε· «Όπως ο Ιωνάς ήταν στην κοιλιά του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα είναι και ο Υιός του ανθρώπου στην καρδιά της γης τρεις μέρες και τρεις νύχτες» (Ματθ. 12, 40).
Τώρα εσύ, αδελφέ, μπορείς να μελετήσης αυτές τις αλήθειες και να μη γεμίση η καρδιά σου από χαρά για την υπέρτατη ευδαιμονία και δόξα, στην οποία βλέπεις ότι έφθασε ο Λυτρωτής σου με την Ανάστασι όχι μόνον κατά την ψυχή αλλά και κατά το πανάγιο σώμα του; Γι’ αυτό επιθύμησε, λοιπόν, ν’ απολαύσης όλες τις χάρες των αγγέλων και όλων των αγίων, που συναναστήθηκαν σήμερα και ελευθερώθηκαν από τον άδη, για να συγχαρής μαζί τους τον αναστάντα Δεσπότη και για να ευφρανθής με όλη σου την καρδιά για την καινούργια αυτή χαρά και δόξα και νίκη του, στοχαζόμενος πως η δική του χαρά είναι και χαρά δική σου· η δική του δόξα είναι και δόξα δική σου· και η δική του νίκη είναι και νίκη δική σου· και γενικά, όσα προνόμια και αξιώματα έλαβε αυτός με την Ανάστασί του, όλα γίνονται και δικά σου με την πίστι και την θερμή σου αγάπη προς αυτόν. Δικά του ως κεφαλής που είναι· δικά σου ως μέλους που είσαι· εκείνου ως πατέρα· και δικά σου ως υιού· εκείνου ως αρχιστράτηγου και βασιλιά και δικά σου ως στρατιώτη και υποτακτικού του βασιλιά· εκείνου αγαπώμενου και εσένα ως αγαπώντα, επειδή η αγάπη έχει φυσικό ιδίωμα να κάνη κοινά τα των φίλων, σύμφωνα με την παροιμία: «Τα των φίλων κοινά». Και όπως χθες και προχθές γίνατε κοινωνοί στα πάθη και στην θλίψι του Κυρίου με την πίστι και την αγάπη, έτσι και σήμερα, είναι δίκαιο να γίνετε κοινωνοί στην χαρά, στην δόξα και στην Ανάστασί του· «Κατά το μέτρο που γίνεσθε κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού, να χαίρεσθε, για να αισθανθήτε χαρά και αγαλλίασι και όταν αποκαλυφθή η δόξα του» (Α’ Πέτρ. 4,13).
Και αν ο Αβραάμ, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, είδε αυτή την ημέρα της Αναστάσεως του Σωτήρα και χάρηκε, όταν έλαβε ζωντανό τον γυιο του, όπως είπε ο Κύριος· «Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας αισθάνθηκε αγαλλίασι, διότι περίμενε να δη την ημέρα μου και την είδε και χάρηκε» (Ιω. 8, 56)· πώς λοιπόν, εσύ, αδελφέ, να μη χαρής σ’ αυτή την ημέρα του Κυρίου, κατά την οποία η φθορά μεταβλήθηκε σε αφθαρσία, ο θάνατος σε ζωή, ο ακάνθινος στέφανος σε ρόδα και άνθη, ο κάλαμος, η λόγχη, τα καρφιά, ο σταυρός και τα λοιπά όργανα του πάθους και της ατιμίας έγιναν όργανα δόξης και απαθείας; Πώς να μη ευφρανθής αυτήν την ημέρα, κατά την οποία οι άγγελοι στον ουρανό αγάλλονται απολαμβάνοντας και αυτοί με την Ανάστασι την σωτηρία; δηλαδή την τέλεια ατρεψία και ακινησία προς το κακό, την οποία δεν είχαν προηγουμένως, όπως μαρτυρεί ο Θεολόγος Γρηγόριος στον λόγο του στο Πάσχα λέγοντας· «Σήμερα σωτηρία στον κόσμο, και όσος ορατός και όσος αόρατος»· και ο σχολιαστής του Νικήτας [Τα λόγια του σοφού Νικήτα είναι τα εξής· «Οι άγγελοι όντας δυσκίνητοι προς το κακό αλλ’ όχι ακίνητοι, μετά την Ανάστασι του Χριστού έγιναν, λοιπόν, και ακίνητοι, όχι από την φύσι, αλλά με την χάρι του Θεού· η ατρεψία τους είναι η σωτηρία τους, διότι δεν φοβούνται πλέον την μεταβολή προς το χειρότερο και την καταστροφή, που προέρχεται από αυτήν. Ακίνητοι, όμως, έγιναν οι Άγγελοι προς το κακό μετά την Ανάστασι, επειδή και έμπρακτα έμαθαν από τον Δεσπότη Χριστό την ταπείνωσι, ο οποίος ταπεινώθηκε όχι μόνο επειδή έγινε άνθρωπος, αλλά κυρίως επειδή καταδέχθηκε να πλένη τα πόδια των μαθητών του και έγινε υπήκοος μέχρι των παθών και του σταυρικού θανάτου και της ταφής». Γι’ αυτό και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπε· «Από εδώ οι άγγελοι δέχθηκαν την ατρεψία, έμπρακτα μαθαίνοντας από τον Κύριο, ότι δρόμος, που οδηγεί στον ουρανό και μας κάνει όμοιους με τον Θεό, δεν είναι η έπαρσις, αλλά η ταπείνωσις» (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν)] ερμηνεύει· Οι προπάτορες στον άδη ευφραίνονται, όσοι είναι στα μνήματα ανασταίνονται, οι Απόστολοι στην γη χαίρονται και ο άδης ο ίδιος πανηγυρίζει μαζί με όλα τα επίγεια και τα επουράνια και άλλο δεν ακούγεται σε κάθε μέρος παρά το «Χριστός ανέστη». Πώς εσύ να μη χαίρεσαι αυτήν την ημέρα της χαράς που είναι των «εορτών εορτή και πανήγυρις των πανηγύρεων», κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο; Άνοιξι της Εκκλησίας ανάμεσα στις εποχές· ήλιος ανάμεσα στ’ άστρα, χρυσός ανάμεσα στα μέταλλα και βασίλισσα των ημερών μεταξύ όλων των ημερών του χρόνου; Γνώριζε ότι, αν δεν χαρής πνευματικά σε όλα αυτά τα υπερφυσικά χαρίσματα της Αναστάσεως του Χριστού, είναι κακό σημάδι για σένα ότι δεν αγαπάς τον αναστάντα Χριστό και άρα δεν είσαι αληθινός χριστιανός αλλά ξένος και αλλότριος του Χριστού, διότι δεν συγχαίρεις στην χαρά και την δόξα του Κυρίου σου.
Γι’ αυτό, αδελφέ, άναψε στην καρδιά σου μία φλόγα αγάπης προς τον αναστάντα Χριστό, ευφραινόμενος στην ευτυχία και στο δικό του καλό περισσότερο, απ’ όσο θα ευφραινόσουν, αν ήταν δικό σου. Και επειδή σήμερα έγιναν καινούργια όλα, τα πάντα, όπως λέγει ο Παύλος· «Τα αρχαία πέρασαν, έχουν γίνει όλα καινούργια» (Β’ Κορ. 5, 17)· καινούργιος ο τάφος· καινούργια τα σινδόνια· καινούργια η Ανάστασις του Κυρίου· καινούργιοι oι αναστάντες προπάτορες και δίκαιοι· καινούργιος ο ουρανός· καινούργια η γη· ψάλλε και συ, λοιπόν, καινούργια άσματα, όπως σε προστάζει ο Δαβίδ· «Ψάλατε στον Κύριο καινούργιο τραγούδι» (Ψαλμ. 149, 1). Και συλλογίζου καινούργιους λογισμούς· κάνε έργα καινούργια· ζήσε ζωή καινούργια και αντάξια της καινούργιας Αναστάσεως του Χριστού·εσύ όταν βαπτίσθηκες συμπέθανες και συντάφηκες μαζί με τον Χριστό στην αγία κολυμβήθρα και συναναστήθηκες μαζί του και υποσχέθηκες να ζήσης μία καινούργια ζωή, όπως λέει ο Παύλος· «Με το βάπτισμα έχουμε ταφή μαζί του στον θάνατο ώστε, όπως ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς με την δόξα του Πατέρα, έτσι και εμείς να ζήσουμε μία νέα ζωή» (Ρωμ. 6, 4). Πρέπει να ντραπής που μέχρι τώρα παρέβαινες την υπόσχεσι αυτή κι έζησες μία ζωή παλιά και διεφθαρμένη· και αποφάσισε από σήμερα και στο εξής να ανακαινίσης την πρώτη εκείνη υπόσχεσι, που έδωσες στο άγιο βάπτισμα και να ζήσης μία άλλη, καινούργια ζωή· όχι με διασκεδάσεις και ξεφαντώματα και χορούς και τραγούδια· όχι με φιληδονίες και φιλοδοξίες· όχι με φιλαργυρίες και άλλες αμαρτίες· διότι αυτά είναι της παλιάς ζωής και του ανθρώπου, πουαπέβαλες στο άγιο Βάπτισμα και, όποιος τα κάνει αυτά, θα πεθάνη· «Διότι, εάν ζήτε κάτω από την εξουσία της σάρκας θα πεθάνετε» (Ρωμ. 8, 13). Αλλά με την παρθενία και την αφθαρσία του σώματος· με την καθαρότητα και απάθεια της ψυχής· με την πνευματική γνώσι και θεωρία του νου και με τις υπόλοιπες αρετές που δίνουν ζωή, και με καλά έργα, τα οποία είναι γνωρίσματα της νέας ζωής του καινούργιου ανθρώπου και της αναστάσεως του Χριστού, ο οποίος αφού αναστήθηκε έζησε μία νέα ζωή, ελεύθερη μέχρι και από τα αδιάβλητα πάθη της ανθρωπίνης φύσεως όπως η πείνα, η δίψα, το ψύχος και τα λοιπά, έτσι κι εσύ, αφού με την πίστι αναστήθηκες με τον Χριστό, οφείλεις να ζης ελεύθερος τουλάχιστον από τα διαβλητά πάθη και αμαρτίες και να διατηρής καθαρή αυτή τη νέα ζωή που σου χάρισε ο Χριστός·και μη σε πλανήση ο διάβολος λέγοντάς σου αυτές τις άγιες ημέρες· “τώρα είναι ανάστασις και λαμπρή· φάγε, πιες διασκέδαζε, ξεφάντωνε”. Διότι λέει ο ιερός Χρυσόστομος ότι, μολονότι πέρασε ο καιρός της νηστείας, ο καιρός όμως της εγκράτειας είναι πάντοτε μαζί μας και μάλιστα διότι η Αγία Πεντηκοστή ακολουθεί και μας αναμένει και μας προσμένει και πρέπει τις ημέρες αυτές να καθαριζώμαστε, για να δεχθούμε στην ψυχή μας την έλευσι και την χάρι του Αγίου Πνεύματος· διότι έτσι ψάλλει και η Εκκλησία μας· «Αφού διδαχθήκαμε από τον Χριστό νέο και καινούργιο τρόπο ζωής ας τον διατηρήσουμε μέχρι τέλους, ιδιαίτερα, όμως ας φροντίσουμε, να απολαύσουμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος». Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος είπε· «Πώς θα μας υποδεχθή η Πεντηκοστή, όταν με τέτοιο τρόπο περιφρονήθηκε η εορτή του Πάσχα; Την Πεντηκοστή έγινε σε όλους φανερή η αρχή και η επιδημία του Αγίου Πνεύματος· εσύ, όμως, πρόλαβες και έκανες τον εαυτό σου κατοικητήριο του αντίθετου πνεύματος, έγινες ναός ειδώλων, αντί να γίνης ναός του Θεού με την ενοίκησι του Αγίου Πνεύματος, και επέσυρες έτσι την κατάρα του Προφήτη, που είπε από μέρους του Θεού· “Θα μεταστρέψω τις εορτές τους σε πένθος” (Αμώς 6, 16)». (Στο τέλος του λόγου κατά μεθυόντων). Ευχαρίστησε τον Κύριο για τα χαρίσματα, που σου έδωσε μέσα από την Ανάστασί του και ιδιαίτερα διότι με την ανάστασί του σε έκανε καινούργιο αντί παλιό· «Εάν κανείς είναι ενωμένος με τον Χριστό, αυτός είναι καινούργια κτίσις» (Β’ Κορ. 5, 17). Και επειδή, σύμφωνα με τους νηπτικούς και θεόσοφους Πατέρες τρεις είναι οι αναστάσεις που ενεργούνται μυστικά και ηθικά στον άνθρωπο, η μία του σώματος, η άλλη της ψυχής και η άλλη του νου [Μη απορήσης, αναγνώστα, αν λέμε εδώ τρεις αναστάσεις, ενώ στον επόμενο συλλογισμό της Μελέτης αυτής αναφέρουμε δύο αναστάσεις, ψυχής και σώματος· διότι αυτές σε δυο συμπεριλαμβάνονται, της ψυχής και του νου, επειδή ο νους με την επίνοια ξεχωρίζει από την ψυχή]·η μία της αρετής που κατορθώνεται με την πρακτική φιλοσοφία, η άλλη του λόγου, που κατορθώνεται με την θεωρία των όντων και την πνευματική γνώσι και η άλλη της υπέρλογης σιγής που κατορθώνεται με την αρπαγή προς τον Θεό. Παρακάλεσε τον Κύριο, που αναστήθηκε σήμερα, να ενεργήση και σε σένα με την χάρι του τις τρεις αυτές αναστάσεις και να ζωοποιήση το σώμα σου, που νεκρώθηκε από την εμπάθεια, την ψυχή σου, που νεκρώθηκε από την ηδυπάθεια, και τον νου σου, που νεκρώθηκε από την προσπάθεια· και έτσι, αφού ζωοποιήση αυτά τα τρία μέρη με την απάθεια, να σε αξιώση να αναστηθής από εδώ μαζί με αυτόν όχι μόνο με την απλή πίστι, αλλά με την πείρα και με την νοερή αίσθησι, ώστε να λες αληθινά και όχι με τα λόγια μόνο το· «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον»· και να βασιλεύη και να ζη ο Χριστός μόνο μέσα σου κι εσύ αντίστροφα να βασιλεύεσαι και να ζης μόνο μέσα στον Χριστό, σύμφωνα με την παραγγελία που σου δίνει ο Απόστολος· «Ώστε εκείνοι που ζουν, να μη ζουν πλέον για τον εαυτό τους αλλά για εκείνον που πέθανε γι’ αυτούς και αναστήθηκε» (Β’ Κορ. 5, 15).
Β’
Σκέψου, αγαπητέ, ότι κατά δεύτερο λόγο έχουμε χρέος να συγχαρούμε με την Παναγία Παρθένο, που, όταν είδε τον Υιό και Θεό της ότι αναστήθηκε, γέμισε αμέσως από τόση μεγάλη χαρά, όσο μεγάλη ήταν και η προηγούμενη θλίψις που δοκίμασε στα πάθη του. Οι πόνοι και οι θλίψεις της μετριούνται με την γνώσι, που είχε για την αμέτρητη αξία του σαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπη που είχε προς αυτόν, όχι μόνο ως Θεό μαζί και γέννημα των σπλάγχνων της, αλλά ως μονογενή Υιό της και επειδή αυτή μόνη ήταν μητέρα του χωρίς πατέρα, θέματα τα οποία δεν άφηναν την αγάπη της να μοιρασθή σε άλλα πράγματα, αλλά την πολλαπλασίαζαν μόνο στον γλυκό της Υιό. Έτσι, επειδή τον γνώριζε περισσότερο, τον αγαπούσε και περισσότερο από όσο τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν όλοι οι άγγελοι στον ουρανό· έτσι επόμενο είναι να πούμε ότι η Παναγία Παρθένος έπαθε στο πάθος του Υιού της περισσότερο από όσο έπαθαν όλα μαζί τα κτίσματα· και ότι η λύπη της δεν βρίσκει άλλη παρόμοια για να συγκριθή, παρά μόνο την λύπη, που δοκίμασε ο αγαπημένος της Ιησούς· «Και την δική σου την ψυχή, θα την διαπεράση ρομφαία» (Λουκ. 2, 35). Αφού όμως αυτή πρώτη πήγε κατά το μεσονύκτιο, για να δη τον τάφο του Υιού της· και αφού γι’ αυτή και μόνη έγινε ο σεισμός και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο συνήθης διακονητής και τροφέας και ευαγγελιστής της [Ότι ο θείος Γαβριήλ ήταν αυτός, που κατέβηκε από τον ουρανό και αποκύλισε τον μεγάλο λίθο από την πόρτα του μνημείου του Κυρίου, το αναφέρουν πολλά ασματικά τροπάρια της Εκκλησίας], κατέβηκε από τους ουρανούς και κύλησε την πέτρα από την πόρτα του τάφου και καθόταν πάνω σ’ αυτήν σαν αστραπή και με μορφή ολόλευκη σαν το χιόνι· «Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό, πλησίασε και κύλισε τον λίθο από την πόρτα του μνήματος και καθόταν πάνω του. Το πρόσωπό του ήταν σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι» (Ματθ. 28, 2-3). Αφού, λέω, κατέβηκε ο θείος Γαβριήλ, ω, πώς μεταβλήθηκε αμέσως σε υπερβολική χαρά η υπερβολική της λύπη! ω, πόσο αγαλλίασε το πνεύμα της όταν είδε ότι γι’ αυτή μόνο ανοίχθηκε ο τάφος του Υιού της; (Γιατί όπως για την Θεοτόκο ανοίχθηκαν στους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και για την Θεοτόκο ανοίχθηκε ο ζωοποιός τάφος του Κυρίου) καθώς λέει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος· «Εγώ πάντως νομίζω ότι γι’ αυτήν πρώτα ανοίχθηκε εκείνος ο ζωηφόρος τάφος· διότι γι’ αυτήν πρώτη και μέσω αυτής όλα ανοίχθηκαν σ’ εμάς, όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό και όσα βρίσκονται κάτω στη γη» (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και όταν πρώτη αυτή είδε την Ανάστασι του Υιού της, ω! πόσο χάρηκε, όταν πλησιάζοντας στον αγαπητό της Ιησού έπιασε με απόλυτη ευλάβεια και αγάπη τα άγια πόδια του και τα προσκύνησε! Και όταν είδε ότι είναι γεμάτα από θείο φως και από το φως της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκύτατου Υιού της, που πριν από λίγο ήταν όλα καταξεσχισμένα· όλα άτιμα και άμορφα! Ιδιαίτερα, όμως πόσο χάρηκε, όταν άκουσε από το θεϊκό στόμα του Υιού της τον χαροποιό εκείνο λόγο, που της είπε το χαίρε. Μολονότι και ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήταν μαζί της και η Μαγδαληνή Μαρία και έπιασε και αυτή τα πόδια του Κυρίου και άκουσε και αυτή το χαίρε, με σκοπό να μη αμφισβητήται η Ανάστασις του Κυρίου, αν μαρτυρείτο μόνο από την Παναγία Μητέρα του, λόγω της φυσικής συγγένειας όπως το αποδεικνύει ισχυρά ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και, λοιπόν, ποιος νους μπορεί να καταλάβη τι είδος τελειότητα αγάπης και χαράς υπήρξε μεταξύ της Θεοτόκου και του Χριστού, μεταξύ μίας τέτοιας Μητέρας και ενός τέτοιου Υιού;
Έτσι, αν η Θεοτόκος είναι φυσική Μητέρα του Χριστού και θετή και πνευματική μητέρα όλων των χριστιανών και τέτοια μητέρα, ώστε, όπως ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη ονομάσουμε πατέρα στην γη, επειδή κυρίως ένας είναι ο πατέρας μας, ο επουράνιος· «Και κανένα μη ονομάσετε πατέρα σας στην γη, διότι ένας είναι ο Πατέρας σας εκείνος που είναι στους ουρανούς» (Ματθ. 23, 9)· έτσι ακριβώς έχουμε δίκαιο να πούμε ότι και εμείς άλλη κυρίως μητέρα δεν έχουμε, παρά μόνο την Θεοτόκο. Αν, λέω, η Θεοτόκος είναι η μητέρα των χριστιανών, οφείλεις και συ, αδελφέ, ως χριστιανός και υιός της Παρθένου να χαρής μαζί της σ’ αυτή την μεγάλη χαρά της· διότι, αν στον καιρό της τόσης ευτυχίας της δεν χαρής μαζί με την Παναγία, σίγουρα θα φανής ανάξιος της αγάπης της. Και αν φανής ανάξιος της αγάπης της, θα φανής και ανάξιος να γίνης δεκτός κάτω από την σκέπη της· κι αν αυτή, η μητέρα όλων μας, δεν σε δεχθή κάτω από την σκέπη της, αλλοίμονο σε σένα! Ποια ελπίδα θα απομείνη για την σωτηρία σου; Επειδή αυτή είναι η μητέρα της ελεημοσύνης και μέσα από τα χέρια της περνούν όλες οι χάρες του Θεού, τόσο στον ουρανό, όσο και στην γη, τόσο στους αγγέλους όσο και στους ανθρώπους· διότι αυτή, αφού έγινε μεθόριο μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, δέχεται από την Τρισήλια Θεαρχία όλες τις υπερφυσικές δωρεές και τα χαρίσματα και τα μεταδίδει σαν πολύ φιλάνθρωπη βασίλισσα σ’ όλες τις τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, ανάλογα με την αγάπη που έχουν προς αυτήν· αυτή, λοιπόν, είναι και ο ταμιούχος αλλά ταυτόχρονα και χορηγός του πλούτου της θεότητας και χωρίς την μεσιτεία της δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος όπως αναφέρει υπέροχα γι’ αυτήν ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος στον α’ λόγο των Εισοδίων [Τα λόγια του ιερού Πατέρα είναι τα εξης· «… Μόνο αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και άκτιστης φύσεως και κανείς δεν θα μπορούσε να έλθη προς τον Θεό, παρά μόνο μέσω αυτής και του μεσίτη που προήλθε από αυτήν και κανένα από τα χαρίσματα του Θεού δεν θα δινόταν στους αγγέλους και στους ανθρώπους παρά μέσω αυτής». Και πάλι· «Κάθε πρόοδος θείας φωτοφάνειας και κάθε αποκάλυψις θείων μυστηρίων και κάθε ιδέα πνευματικών χαρισμάτων χωρίς αυτήν είναι για όλους αδύνατη. Αυτή, δεχόμενη πρώτη το πλήρωμα του πληρούντος τα σύμπαντα, το καθιστά χωρητό σε όλους κατανέμοντας στον καθένα κατά την δύναμί του, σύμφωνα με την αναλογία και το μέτρο της καθαρότητάς του, ώστε αυτή να είναι ταμείο και πρύτανις του πλούτου της θεότητας» (Λόγος ΛΖ’ Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου). «Και προς αυτήν προσβλέπουν και σ’ αυτήν έχουν πεποίθησι οι ανώτατες χερουβικές ιεραρχίες, και γενικά σε όλους και σε όλες κατά το μέτρο του απαθούς και θείου πόθου προς αυτήν και του αΰλου και ατελεύτητου έρωτα θα επακολουθήση και η στάσις και η καθαρότητα του θείου φωτισμού» (Λόγος ΝΓ’ εις την Είσοδον… της Θεοτόκου)]. Γι’ αυτό και ο Κύριος θέλησε οι πρεσβείες της Θεοτόκου να είναι νόμοι απαράβατοι και να δέχωνται το έλεος και την ευσπλαγχνία του για όσους εκείνη πρεσβεύει· «Το στόμα της ανοίγει σοφά και όπως αρμόζει, ενώ η ελεημοσύνη ανέστησε τα τέκνα της και πλούτησαν» (Παροιμ. 29, 28). Και ο άγιος Γερμανός λέγει· «Δεν πρόκειται ποτέ να σε παρακούση· επειδή πειθαρχεί σε όλα και για όλα ως Θεός, επειδή είσαι η αληθινή άχραντη Μητέρα του» (Λόγ. εις την Κοίμησιν). Να χαίρεσαι, λοιπόν, με όλη σου την καρδιά μαζί με αυτήν την Δέσποινα του ουρανού και της γης της χαράς το δοχείο· επειδή σ’ αυτήν πρώτη δόθηκε η χαρά και πριν από την Ανάστασι στον Ευαγγελισμό της και μετά την Ανάστασι, σήμερα. Να χαίρεσαι μαζί με την Θεοτόκο, όπως χαίρεται μαζί της και όλη η Εκκλησία του Χριστού σε αμέτρητα μέρη των ασματικών τροπαρίων της ψάλλοντάς της χαρμόσυνα και πανηγυρικά, άλλοτε: «Ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε, χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε· ο σος υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου»· άλλοτε πάλι· «Εσύ αγνή Θεοτόκε να χαίρεσαι κατά την έγερσι του τόκου σου», άλλοτε πάλι· «Βλέποντας αναστημένο τον Υιό σου και Θεό σου να χαίρεσαι, Θεοχαρίτωτε, αγνή, με τους Αποστόλους»· και άλλοτε πάλι· «Αυτή που σαν Μητέρα πόνεσε στο πάθος σου περισσότερο από όλους, έπρεπε και κατά την δόξα της ανθρωπίνης φύσεώς σου να απολαύση υπερβολική χαρά». Τι λέω; Να χαίρεσαι μαζί με την Θεοτόκο, όπωςχαίρεται μαζί της και όλη η άλογη και αναίσθητη κτίσις και χαίρεται στην Ανάστασι του Υιού της και της προσφέρει ως δώρα όλα τα καλλίτερα και εξαιρετικά δώρα και χάρες της γλυκυτάτης ανοίξεως. Και δεν βλέπεις μόνος με τα μάτια σου, ότι τώρα ο ουρανός είναι καθαρώτερος; ότι ο κύκλος της σελήνης είναι λαμπρότερος και αργυροειδέστερος και όλος ο χορός των αστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δεν βλέπεις ότι τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τα ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχρωμα και ευωδέστατα άνθη και ρόδα της, που άλλα βγήκαν τελείως από τους κάλυκές τους και δείχνουν σε όσους τα βλέπουν την ροδόπνοη χάρι τους, ενώ άλλα βγήκαν λίγο και άλλα ακόμη είναι κλεισμένα στους κάλυκές τους σαν σε νυφικό θάλαμο; Δεν ακούς με τα αυτιά σου την συμφωνία και την εναρμόνια μουσική, που τώρα μελωδούν με τις γλυκύτατες φωνές τους πάνω στα χρυσοπράσινα και πυκνόφυλλα δέντρα τα αηδόνια, τα χελιδόνια, τα τρυγόνια, τα κοτσύφια, οι κούκοι, οι πέρδικες, οι κίσσες, οι φάσσες, οι σπίνοι και όλα τα ωδικά όρνια και πουλιά και πως συναγωνίζονται να νικήσουν το ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστροφα κελαηδήματά τους; Και ότι κατασκευάζουν με τόση τέχνη τις φωλιές τους και τα μεν θηλυκά κάθονται και ζεσταίνουν τα αυγά μέσα σ’ αυτές, ενώ τα αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαηδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις ότι τώρα οι βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; ότι οι ποταμοί ελεύθεροι από τους χειμωνιάτικους πάγους τρέχουν πλουσιώτερα και ποτίζουν, από όπου περνούν, το πρόσωπο της γης; Ότι τα περιβόλια ευωδιάζουν; Ότι το χορτάρι κόβεται; Ότι τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν πάνω στους χλοηφόρους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις ότι οι φιλόπονες μέλισσες βγαίνοντας τώρα από τις κυψέλες τους βομβούν γλυκύτατα και πετούν τριγύρω από τους λειμώνες και τα περιβόλια και κλέβουν τα άνθη και πλάθουν τις κηρήθρες τους, τοποθετώντας τις ευθείες γραμμές απέναντι στις γωνίες για μεγαλύτερη ασφάλεια και ομορφιά συγχρόνως του έργου τους και κατασκευάζουν το γλυκύτατο μέλι; Δεν βλέπεις ότι τώρα ησυχάζουν οι άνεμοι; Ότι πνέουν οι γλυκιές αύρες του ζέφυρου; Ότι η θάλασσα είναι γαλήνια και ήρεμη· ότι οι ναύτες ταξιδεύουν άφοβα και ότι τα δελφίνια συνταξιδεύουν με τα πλοία φυσώντας και κολυμπώντας πάρα πολύ όμορφα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτες με ευθυμία; Δεν βλέπεις ότι τώρα οι γεωργοί ζέβοντας τα βόδια και οργώνοντας την γη με το άροτρο είναι γεμάτοι χαρά με τις καλές ελπίδες των καρπών; Ότι οι ποιμένες και οι βοσκοί κατασκευάζοντας φλογέρες και σουραύλια περνούν την άνοιξι μέσα στα δένδρα και ότι οι ψαράδες ρίχνοντας τα δίχτυα και τους γρίπους στην θάλασσα τα βγάζουν τώρα γεμάτα ψάρια; Δεν βλέπεις ότι τώρα όλα τα ορατά κτίσματα, όπου κι αν γυρίσης να δης είναι τερπνά, ευωδιαστά, δροσερά, πολύ χαρούμενα και ευφρόσυνα ευχαριστώντας τις πέντε αισθήσεις του σώματος; Και ότι φαίνονται σαν να αναστήθηκαν και αυτά μαζί με τον Χριστό και να ζωντάνεψαν, ενώ προηγουμένως ήταν σαν νεκρωμένα και θαμμένα από την ψύχρα και δριμύτητα του χειμώνα; Και, για να μιλήσω με συντομία, να χαίρεσαι και εσύ, αδελφέ, με την Θεοτόκο, όπως χάρηκαν μαζί της και οι θείες Μυροφόρες, η Μαγδαληνή Μαρία, η Σαλώμη και η Ιωάννα. Γιατί, μπορείς αν θέλης να γίνης και συ στην ψυχή σαν αυτές, όπως σε παρακινεί ο Θεολόγος Γρηγόριος στον λόγο του “Εις το Πάσχα” λέγοντας· «Και αν είσαι κάποια Μαρία ή Σαλώμη ή Ιωάννα, δάκρυσε κατά τα χαράματα, δες πρώτη τον λίθο κυλισμένο, ίσως και τους αγγέλους και τον ίδιο τον Ιησού»· εδώ ο σχολιαστής Νικήτας λέγει· «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, που καθαρίσθηκε με τον λόγο των ευαγγελικών εντολών, σαν από δαιμόνια, από την προσκόλλησι στα γήϊνα της εβδοματικής αυτής ζωής. Σαλώμη, που ερμηνεύεται ειρήνη, είναι η ψυχή εκείνη, που θα νικήση τα πάθη, και θα υποτάξη το σώμα στην ψυχή και με την θεωρία των πνευματικών νοημάτων θα αποκτήση την γνώσι των όντων και γι’ αυτό θα κατέχη την τέλεια ειρήνη. Ιωάννα πάλι, ερμηνεύεται περιστερά, και είναι η ψυχή εκείνη η άκακη και πολύ καρποφόρα στις αρετές που με την πραότητα απέβαλε κάθε πάθος και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώσι και διάκρισι. Αν γίνη τέτοια η ψυχή σου, αγαπητέ, πήγαινε σαν τις μυροφόρες με προθυμία και γρηγοράδα (γιατί ο όρθρος δηλώνει προθυμία και ταχύτητα) στον τάφο, δηλαδή στο βάθος όπου είναι κρυμμένος ο λόγος των επίγειων και των ουράνιων και στην δική σου καρδιά [Διότι λέει ο άγιος Μάξιμος ότι «μνημείο δεσποτικό είναι η καρδιά κάθε πιστού» (κεφ. ξα’ της α’ εκατοντ. των θεολογικών)] και ζήτησε με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθης αν αναστήθηκε μέσα σου ο λόγος της αρετής και της γνώσεως. Αν ζητήσης με τέτοιον τρόπο, πρώτα θα δης να φεύγη από την καρδιά σου ο λίθος, δηλαδή η πώρωσις της ασάφειας του λόγου, και αφού φύγει αυτή, θα δης τους αγγέλους, δηλαδή τις κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν ότι αναστήθηκε μέσα σου ο λόγος της αρετής και της γνώσεως, που είχε νεκρωθή εξ αιτίας της κακίας, επειδή στην ψυχή του φαυλόβιου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν νεκρός. Και κατόπιν θα δης και αυτόν τον ίδιο τον λόγο να σου εμφανίζεται στον νου γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζη από πνευματική χαρά τις νοερές δυνάμεις της ψυχής σου. Έτσι, αφού πληροφορηθής την ανάστασι του λόγου με την πρακτική, να χαίρεσαι και με την άλλη Μαρία, δηλαδή την Μητέρα του Θεού, που περιέχεται στον τύπο της θεωρητικής ζωής που αφού πρόλαβε και είδε μία φορά την Ανάστασι του Υιού της πληροφορήθηκε και ησύχασε και δεν ξαναπήγε στον τάφο σαν τις άλλες Μυροφόρες επειδή και η θεωρία προηγείται και νοεί απλά, ενώ η πράξις ακολουθεί και αποκτά την γνώσι με την πείρα [Από το παράδειγμα του Ιωάννη, που είναι τύπος της θεωρίας και του Πέτρου, που είναι τύπος της πράξεως, πίστεψέ τα αυτά. Διότι, όπως λέει το Ευαγγέλιο, οι δύο αυτοί έτρεχαν μαζί, αλλά ο Ιωάννης έφθασε νωρίτερα από τον Πέτρο· «Ο άλλος μαθητής λέει, έδραμε τάχιον του Πέτρου». Πάλι· Ο μεν Ιωάννης βλέπει «τα οθόνια κείμενα μόνα» και πιστεύει, ενώ ο Πέτρος εισέρχεται στον τάφο και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριο και τα υπόλοιπα και έτσι πιστεύει»]. Η μεγαλύτερη όμως χαρά που μπορείς να προξενήσης στην Θεοτόκο, είναι να πάρης απόφασι να νικάς κάθε στιγμή τα πάθη σου και να παρθενεύης για την αγάπη της Παρθένου· και για να γίνης άξιος να σε υπερασπίζεται και να σε έχη για παιδί της, φρόντιζε να υποτάσσεσαι και να υπηρετής όσο μπορείς περισσότερο αυτήν και τον μονογενή της Υιό και να δουλεύης και παρακάλεσέ την να σε συναριθμήση με τους ευλαβείς δούλους της και να σε αξιώση να χαίρεσαι μαζί της αιώνια στον ουρανό, ψάλλοντας σ’ αυτήν εκείνο το δαβιτικό· «Θα θυμηθώ το όνομά σου σε όλες τις γενιές· γι’ αυτό οι λαοί θα σε δοξολογήσουν στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. 44, 17).
Γ’.
Σκέψου, αγαπητέ, ότι κατά τρίτο λόγο πρέπει να χαρούμε μαζί με το σώμα μας· διότι ο Κύριος που αναστήθηκε από τους νεκρούς δεν ευχαριστήθηκε μόνο με τον τύπο του θανάτου και της αναστάσεώς του, που είναι το άγιο Βάπτισμα. Διότι το άγιο Βάπτισμα αυτά έχει ως τύπο, όπως λέει ο θείος Παύλος·«Αν ενωθήκαμε μαζί του σε έναν θάνατο σαν τον δικό του, τότε θα ενωθούμε μαζί του και σε μία ανάστασι σαν την δική του» (Ρωμ. 6, 5), δεν ευχαριστήθηκε, λέω, με τον τύπο της αναστάσεώς του να συγχωρήση το προπατορικό μόνον αμάρτημα και να αφήση την ποινή και τα αποτελέσματά του να ενεργούν, αλλά σήμερα με την πραγματική του ανάστασι εξαλείφει ακόμη και αυτήν την ποινή και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος που είναι ο θάνατος· «Τελευταίος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α’ Κορ. 15, 26) και έτσι με τελειότητα, ως νέος Αδάμ, σηκώνει από την μέση την αμαρτία του παλαιού Αδάμ με όλες τις ρίζες και τους κλάδους και τους καρπούς της. Διότι με την δύναμι της σημερινής αναστάσεως χαρίζει σε όλους τους ανθρώπους την ανάστασι των σωμάτων, τόσο εκείνων που πιστεύουν σ’ αυτόν, όσο και εκείνων που απιστούν. Και ως προς αυτό το σημείο είναι ανώτερο το χάρισμα του νέου Αδάμ από την αμαρτία του παλαιού Αδάμ, διότι όσοι ήταν συμμέτοχοι του αμαρτήματος εκείνου, εκείνοι πέθαναν· όσοι όμως μετέχουν στην πίστι του Χριστού, δεν ανασταίνονται μόνοι, αλλά ακόμη και όσοι δεν έγιναν μέτοχοι της πίστεως όπως λέει ο κριτικός Φώτιος ερμηνεύοντας το αποστολικό εκείνο· «Αλλά το δώρο της χάριτος δεν είναι όπως το αμάρτημα. Διότι, εάν λόγω του αμαρτήματος του ενός πέθαναν οι πολλοί, η χάρις και η δωρεά του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού, περίσσευε στους πολλούς» (Ρωμ. 5, 15)·
Και η αιτία είναι η εξής· όπως ο Κύριος ανέλαβε όλη την φύσι των ανθρώπων στην θεϊκή του υπόστασι, έτσι ανακαίνισε και όλη την φύσι, αφού ανέστησε και αυτούς τους άπιστους οι οποίοι αμάρτησαν μαζί με τον Αδάμ φυσικά και όχι προαιρετικά·επειδή, όμως δεν ήθελαν να πιστέψουν στον νέο Αδάμ, γι’ αυτό και τα σώματά τους τα οποία πρόκειται να αναστηθούν, θα έχουν μεγάλη και ασύγκριτη διαφορά με τα σώματα των πιστών, που θα αναστηθούν. Διότι εκείνα θα είναι σκληρά, βαρεία, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χοντρά και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τους πρόκειται να αυξάνουν ή να ελαττώνωνται ανάλογα με την απιστία τους και την κακία τους· ενώ αντίθετα, τα σώματα των πιστών και ορθοδόξων θα είναι μαλακά, ελαφριά, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και όλα αυτά τα ευλογημένα χαρακτηριστικά τους πρόκειται να αυξάνουν ή να ελαττώνωνται ανάλογα με την πίστι και την αρετή τους, όπως αναφέρει γενικά για τα γνωρίσματα αυτά ο Απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους κεφ. 15, 42 λέγοντας· «Εκείνο που σπείρεται είναι φθαρτό, εκείνο που ανασταίνεται άφθαρτο. Σπέρνεται άδοξο, ανασταίνεται ένδοξο· σπέρνεται σε κατάστασι αδυναμίας, ανασταίνεται σε κατάστασι δυνάμεως· σπέρνεται σώμα φυσικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό».
Σκέψου, λοιπόν, αδελφέ, πόσο μας αγάπησε ο δεσπότης μας Ιησούς Χριστός ώστε δεν θέλησε να είναι αθάνατος και μακάριος κατά την ψυχή και το σώμα χωρίς εμάς, αλλά θέλησε και τα δικά μας σώματα να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου και να ζουν πάλι μαζί μ’ αυτόν για πάντα δοξασμένα και μακάρια· «Διότι, αν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός με τον Ιησού, θα φέρη μαζί του εκείνους που κοιμήθηκαν» (Α’ Θεσσαλ. 4, 14). Επειδή με τον θάνατο και την Ανάστασί του μας έκανε άξιους για μία τέτοια ζωή και μακαριότητα, γενόμενος για χάρι μας πατέρας μας αθάνατος κι εμείς αθάνατα τέκνα του στους αιώνες των αιώνων, σύμφωνα με τον τίτλο που του έδωσε ο προφήτης «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. 9, 6). Μάλιστα, θέλησε να υπηρετήση στην ανάστασί μας· όχι μόνον σαν μισθός δικός μας αλλά και σαν αρχέτυπο· ώστε το σώμα μας όταν αναστηθή, να έχη μεγάλη αναλογία και ομοιότητα συγκρινόμενο με εκείνο το δοξασμένο δικό του σώμα· «Θα μεταμορφώση το ταπεινό μας σώμα, ώστε να λάβη την ίδια μορφή προς το ένδοξο σώμα του» (Φιλιπ. 3, 21). Και όπως ο αισθητός ήλιος όταν στέλνη τις ακτίνες του σ’ ένα καθαρό καθρέφτη, ο καθρέφτης εκείνος γίνεται άλλος ήλιος, έτσι κι ο νοητός Ήλιος, ο Χριστός, στην μέλλουσα ανάστασι στέλνοντας τις ακτίνες του στα αναστημένα σώματά μας, θα τα κάνη να λάμπουν όπως άλλοι ήλιοι όμοιοί του, όπως είναι γραμμένο: «Τότε οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως τον ήλιο στην βασιλεία του πατέρα τους» (Ματθ. 13, 43).
Ω θαυμάσιες εφευρέσεις που βρήκε ο γλυκύτατός μας Ιησούς για να μας ευεργετήση! Ω ασύγκριτα χαρίσματα, που μας χάρισε με την Ανάστασί του! Και τι άλλο μεγαλύτερο και θεοπρεπέστερο μπορούσε να μας χαρίση απ’ αυτό που μας χάρισε, δηλαδή το να δοξάση αιώνια με τόση μεγαλοπρέπεια όχι μόνο την ψυχή, αλλά και αυτό το σώμα μας; Έστω, η ψυχή είναι τελικά καθαρό πνεύμα· είναι συγγενές με τους αγγέλους και εικόνα της θεότητας· γι’ αυτό δεν φαίνεται τόσο υπερβολική αγάπη το να πάθη ο Κύριος για να την δοξάση αιώνια. Αλλά τι είδος υπερβολή αγάπης είναι αυτή, το να πάθη τόσο ένας Υιός του Θεού, για ν’ αξιώση μιας αιωνίας δόξας το σώμα μας που είναι χώμα και στάχτη; Που είναι ένα σκεύος γεμάτο από δυσωδία και ακαθαρσία και που απομακρύνθηκε μάλιστα τόσες και τόσες φορές από το θεϊκό του θέλημα με τις κακές του επιθυμίες; Αλήθεια, αν εμείς θέλαμε να καταξεσχίσουμε το σώμα μας με χίλια μαρτύρια για τον Ιησού Χριστό· αν θέλαμε να το καρφώσουμε στον σταυρό για την αγάπη του· ή, το λιγότερο, αν το κρατούσαμε καθαρό από κάθε είδους αμαρτίας και μολυσμό, πάλι δεν άξιζε το σώμα μας ν’ απολαύση στον ουρανό ένα προνόμιο τόσο υψηλό, ώστε να δοξασθή μαζί με το σώμα του Λυτρωτή μας· «Τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν έχουν καμμία αξία συγκρινόμενα με την δόξα, που πρόκειται να αποκαλυφθή» (Ρωμ. 8, 18). Και τώρα να απολαύση αυτό το προνόμιο αυτό το σώμα, αφού πρόσβαλε τον Θεό, για να ικανοποιήση τον εαυτό του και αφού μολύνθηκε με τόσες αμαρτίες, μόνο διότι καθαρίστηκε κάπως με την μετάνοια; Αυτό εκπλήττει κάθε νου, αυτό αφήνει άφωνη κάθε γλώσσα.
Ω μακάριες λοιπόν, που είναι οι ελπίδες των χριστιανών, που αναμένουν με βεβαιότητα ν’ απολαύσουν τα σώματά τους μία τέτοια ανάστασι και δόξα! Αυτές οι ελπίδες της αναστάσεως κάνουν σήμερα να χαίρωνται οι προπάτορες και οι προφήτες. Ο Άβελ, που τον σκότωσαν· ο Νώε, που δεν πιστευόταν· αυτός που φιλοξενήθηκε στα ξένα, δηλαδή ο Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ· ο Ιώβ, που λεπρώθηκε· ο Μωυσής που διώχθηκε, ο Ααρών, που συκοφαντήθηκε· ο Ιησούς του Ναυή, που πολεμούσε· ο πεινασμένος Δαυίδ, ο απελπισμένος Ηλίας, ο Ελισσαίος που τον κορόιδευαν, ο Ησαΐας που τον πριόνισαν· ο Ιερεμίας που τον έρριξαν στον λάκκο· ο Μιχαίας που τον ράπισαν, ο Ναβουθαί, που τον λιθοβόλησαν. Αυτές οι ελπίδες κάνουν να ευφραίνωνται οι απόστολοι και οι μάρτυρες ο Ιάκωβος και Παύλος που αποκεφαλίσθηκαν· ο Πέτρος και ο Ανδρέας που σταυρώθηκαν· ο Ιωάννης ο θεολόγος που ήπιε δηλητήριο και ρίχθηκε σε βραστό λάδι· ο Ματθαίος και ο Πολύκαρπος, που πυρπολήθηκαν· οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Ευστάθιοι και όλοι οι υπόλοιποι· αυτές οι ελπίδες κάνουν σήμερα να χαίρωνται όλοι οι όσιοι και οι ασκητές, που περιπλανήθηκαν σε ερημιές σε όρη και σε σπήλαια ταλαιπωρούμενοι και βασανίζοντας την σάρκα τους με διάφορες κακοπάθειες και όσο περισσότερο βασανίζονταν, τόσο περισσότερο χαίρονταν· γιατί; για να δεχθούν ενδοξότερη ανάστασι· «Δεν δέχθηκαν την σωτηρία, για να επιτύχουν καλλίτερη ανάστασι» (Εβρ. 11, 35).
Αυτές οι μακάριες ελπίδες της αναστάσεώς σου πρέπει να κάνουν και σένα, αδελφέ, να χαίρεσαι στις θλίψεις σου, να πλουτίζης στη φτώχεια σου· να παρηγορήσαι στις ασθένειές σου και να ευφραίνεσαι σε όλες τις δυστυχίες που σου έρχονται· γιατί όσο περισσότερο θλιβείς και κακοπαθήσεις εδώ, τόσο πιο ένδοξη ανάστασι θα δεχθής· «Για να επιτύχουν καλλίτερη ανάστασι». Ώστε, αν τυφλωθής να χαίρεσαι, γιατί αυτά τα μάτια θα λαμπρυνθούν περισσότερο και θα δουν καθαρότερα το φως της τρισήλιου θεότητας· αν μείνης κουλός να χαίρεσαι, γιατί αυτά τα χέρια θα υψώνωνται με περισσότερη παρρησία στον Θεό· αν μείνης κουτσός να χαίρεσαι, γιατί θα χορεύης καλλίτερα στον παράδεισο· αν λεπρωθή όλο σου το σώμα, να χαίρεσαι, γιατί θα αναστηθή ενδοξότερο, λαμπρότερο και ωραιότερο. Αν μετανοής και κλαις για τις αμαρτίες σου, να χαίρεσαι, γιατί με τα δάκρυα αυτά θα πλυθής από κάθε μολυσμό και θα αναστηθής καθαρότερος. Και για ποιο λόγο τότε φρίττεις και τρέμεις τόσο πολύ την μετάνοια; γιατί αποφεύγεις τόσο κάθε είδους πειρασμό και θλίψι, αντί να επιθυμής να έλθουν επάνω σου όλες οι τιμωρίες για να δοκιμασθή τώρα σε αυτές σαν το χρυσάφι και να αναστηθής λαμπρότερος; Και τι νομίζεις; ένας αναμάρτητος Ιησούς ήταν ανάγκη να πάθη τόσα βάσανα, για να μπη στην δόξα, που οφειλόταν στο θεϊκό σώμα του για πολλούς λόγους; «Δεν έπρεπε ο Χριστός να τα πάθη όλα αυτά και να εισέλθη στην δόξα του;» (Λουκ. 14, 26)·και συ θέλεις να μη πάθης τίποτε και να μπης στην ίδια δόξα, αφού έγινες ανάξιος γι’ αυτήν τόσες φορές όσες αμάρτησες;
Βγάλε από τον νου σου αυτή την πλάνη· ανάμεσα από όλο το πλήθος των δικαίων, όπως αναφέρει ο Θεολόγος Ιωάννης στην Αποκάλυψί του, κανένας δεν μπόρεσε να απολαύση τόση ευδαιμονία με άλλον τρόπο, παρά μόνο με την μεγάλη θλίψι· «Αυτοί είναι εκείνοι που έρχονται από την μεγάλη θλίψι» (Αποκ. 9, 14)· και συ επιθυμείς να γίνη για σένα μία καινούργια πόρτα στον Παράδεισο, για να περάσης άκοπα και να χαίρεσαι με την ψυχή και το σώμα όλες τις απολαύσεις του ουρανού, αφού υπηρέτησες τις αισθήσεις σου με όλες τις απολαύσεις της γης; Ανόητος που είσαι! Ένας Παύλος χαιρόταν να συγκοινωνή με τα παθήματα του Χριστού με τα βάσανα και να συμμετέχη στον θάνατό του, για να απολαύση την μελλοντική δόξα της αναστάσεως· «Να βρεθώ ενωμένος μαζί του… συμμετέχοντας στα παθήματά του, συμμετέχοντας στον θάνατό του με την ελπίδα να φθάσω στην ανάστασι των νεκρών» (Φιλιπ. 3, 10) και συ θέλεις να απολαύσης αυτή την δόξα της αναστάσεως τρώγοντας και πίνοντας και χωρίς να δοκιμάσης καμμία θλίψι και δοκιμασία; πλανεμένος που είσαι από τον κόσμο και τον διάβολο! Διότι πρέπει να γνωρίζης ότι όπως ο άνθρωπος είναι διπλός αποτελούμενος από ψυχή και σώμα, έτσι και η ανάστασις είναι διπλή, πρώτη και δεύτερη. Η πρώτη είναι της ψυχής που την ενεργεί η χάρις του αγίου Πνεύματος στην παρούσα ζωή, μέσα από την εργασία τωνεντολών του Χριστού και την κάθαρσι των ψυχικών και σωματικών παθών, για την οποία ανάστασι έχει γραφή στην Αποκάλυψι: «Αυτή είναι η ανάστασις η πρώτη» (Αποκάλ. 20, 5). Η δεύτερη ανάστασις είναι του σώματος που πρόκειται να γίνη στην συντέλεια του κόσμου. Και όποιος αξιωθή από εδώ ν’ αναστηθή κατά την ψυχή, αυτός δεν θα δοκιμάση τον δεύτερο θάνατο, που είναι η κόλασις αλλά θα αναστηθή με το σώμα, για να ζήση και να συμβασιλεύση αιώνια με τον Χριστό, κατά την Αποκάλυψι πάλι· «Μακάριος και άγιος αυτός που συμμετέχει στην πρώτη ανάστασι· επάνω του δεν έχει εξουσία ο δεύτερος θάνατος» (Αποκ. 20, 6). Όποιος όμως δεν αναστηθή από εδώ κατά την ψυχή, αυτός κινδυνεύει όχι να δοξασθή με την ανάστασι του σώματος, αλλά να κολασθή με το σώμα και με την ψυχή. Διότι λέει και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ότι, όπως ο αληθινός θάνατος δηλαδή η αμαρτία, ο αίτιος του πρώτου και του δευτέρου, δηλαδή του πρόσκαιρου και του παντοτινού θανάτου της ψυχής και του σώματος άρχισε μέσα στον τόπο της ζωής, δηλαδή στον Παράδεισο, έτσι και η αληθινή ζωή, που είναι η αρετή και η ένωσις με τον Θεό, πρέπει να αρχίση από τον τόπο του θανάτου, δηλαδή από την παρούσα ζωή. Και όποιος αυτή την ζωή δεν φροντίσει να την αποκτήση από εδώ, αυτός ας μη απατά τον εαυτό του με κενές ελπίδες ότι θα την αποκτήση εκεί· «Ώστε και η πραγματική ζωή, η πρόξενη της αθάνατης και της πραγματικής ζωής έχει την αρχή της σ’ αυτόν τον τόπο του θανάτου και όποιος δέν φροντίζει να την αποκτήση εδώ στην ψυχή του, ας μη απατά τον εαυτό του με κενές ελπίδες ότι θα την λάβη εκεί» (Λόγος εις την Ξένην).
Πρέπει να ντραπής αδελφέ, για την άγνοια, που είχες γύρω από αυτές τις αλήθειες και γιατί νόμισες ότι θ’ απολαύσης την μέλλουσα δόξα της αναστάσεως χωρίς θλίψεις και βάσανα· γι’ αυτό μη αφήσης τον εαυτό σου να πλανηθή άλλο. Αποφάσισε από τώρα και μπρος να υπομένης θεληματικά κάθε κόπο για την αρετή· να υπομένης ευχάριστα και κάθε ακούσιο πειρασμό για την ελπίδα της μελλοντικής αναστάσεως που σε προσμένει. Όπως ο γεωργός για την ελπίδα των καρπών υπομένει κόπους, χιόνια, βροχές, χειμώνες και καλοκαίρια· και ο πραγματευτής για το κέρδος τρέχει πάνω – κάτω μέσα από ξηρά και θάλασσα· και ο στρατιώτης για την ελπίδα της νίκης δεν σκέπτεται καθόλου τον πόλεμο· και ο ασθενής για την ελπίδα της υγείας πίνει με χαρά τα πικρά φάρμακα. Και επειδή ο Κύριος είναι η ανάστασις και η ζωή· «Όποιος πιστεύει σε μένα, κι αν πεθάνη, θα ζήση» (Ιω. 11, 25)· γι’ αυτό παρακάλεσέ τον να τυπώση μέσα στην καρδιά σου αυτόν τον λογισμό· “Εγώ θα αναστηθώ οπωσδήποτε και θα συνδοξασθώ μαζί με τον Ιησού, πρέπει, λοιπόν, να ετοιμάζομαι“· ώστε με αυτόν τον λογισμό και την ελπίδα να καθαρίζης τις αισθήσεις και όλα τα μέλη σου από κάθε είδος μολυσμού και αμαρτίας, όπως είναι γραμμένα «Όποιος έχει αυτήν την ελπίδα σ’ αυτόν, αγνίζεται, όπως εκείνος είναι αγνός» (Α’ Ιω. 3, 3)· και έτσι ενεργώντας, θα ετοιμασθής από εδώ με μία ζωή καθαρή, αγία και άξια, για να δεχθής έμπρακτα τέτοιες εξαίρετες επαγγελίες κατά τόν καιρό εκείνο· δηλαδή για να αναστηθής όχι σε ανάστασι κρίσεως, όπως πρόκειται να αναστηθούν οι αμαρτωλοί, αλλά σε ανάστασι ζωής, όπως πρόκειται να αναστηθούν οι δίκαιοι· «Εκείνοι που έκαναν το καλό θα αναστηθούν για ζωή, ενώ εκείνοι που έκαναν το κακό θα αναστηθούν για την καταδίκη» (Ιω. 5, 29).
Πηγή: («ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ» ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2008), Η άλλη όψη
2. Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλι θα πω Πάσχα, προς τιμή της Αγίας Τριάδας. Αυτή είναι η γιορτή των γιορτών και το πανηγύρι των πανηγυριών, που ξεπερνά τόσο πολύ όλες τις άλλες, όχι μόνο τις ανθρώπινες και από τα κάτω προερχόμενες, αλλά ακόμη και τις γιορτές του ίδιου του Χριστού και αυτές που τελούνται προς τιμήν Του, όσο ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρες…
Σήμερα αυτήν την Ανάσταση γιορτάζουμε, όχι πια ως κάτι που ελπίζουμε, αλλ’ ήδη ως γεγονός, που συνάζει κοντά της όλον τον κόσμο. Ο καθένας λοιπόν ας προσφέρει ως καρπό κάτι διαφορετικό τον καιρό αυτό, και ας φέρει δώρο γιορτινό, ή μικρό ή μεγάλο, απ’ όσα είναι πνευματικά κι αγαπητά στο Θεό, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Γιατί, δώρο αντάξιο προς τη γιορτή, μόλις και μετά βίας θα μπορούσαν να πετύχουν και οι άγγελοι, οι πρώτοι νοεροί και καθαροί, και επόπτες και μάρτυρες της θεϊκής δόξας, έστω κι αν είναι εφικτό σ’ αυτούς κάθε είδος υμνολογίας.
Εμείς θα προσφέρουμε λόγο, το πιο ωραίο και πολύτιμο απ’ όσα αγαθά έχουμε υμνώντας το Λόγο και μ’ άλλον τρόπο, για την ευεργεσία του προς τους ανθρώπους. Θ’ αρχίσω δε από το σημείο αυτό. Γιατί δεν ανέχομαι να προσφέρω θυσία τους λόγους, για το μεγάλο θύμα και τη μέγιστη ημέρα και να μην ανατρέξω προς το Θεό και να ξεκινήσω από κει. Καθαρίστε προς χάρη μου και το νου και την ακοή και τη διάνοια, όσοι εντρυφάτε στα τέτοια πράγματα (επειδή για το Θεό και θεϊκός είναι ο λόγος), ώστε να φύγετε, αφού εντρυφήσετε πράγματι σ’ αυτά που δεν τελειώνουν ποτέ…
17…Γιατί αν κι είναι καλός ο νέος ζυγός και το φορτίο ελαφρό, όπως ακούς στο Ευαγγέλιο, όμως εξαιτίας της ελπίδας και της ανταπόδοσης της άλλης ζωής το λέει, που είναι αυτή η ανταπόδοση πολύ πιο πλουσιοπάροχη απ’ την κακοπάθεια της εδώ ζωής. Επειδή αλλιώς ποιός δε θα’ λεγε, ότι το Ευαγγέλιο είναι πολύ κοπιαστικότερο και δυσκολότερο απ’ τις διατάξεις του νόμου; Διότι ο νόμος απαγορεύει τη διάπραξη των αμαρτημάτων, ενώ εμείς κατηγορούμαστε και για τις αιτίες τους σχεδόν σαν να τα είχαμε διαπράξει. «Δεν θα μοιχεύσεις», λέει ο νόμος. Ενώ εσύ πρέπει ούτε και να επιθυμήσεις, αναφλέγοντας το πάθος από το περίεργο και πονηρό βλέμμα. «Δεν θα φονεύσεις», λέει εκείνος. Συ δε όχι μόνο δεν πρέπει να ανταποδώσεις το κτύπημα, αλλά ν’ αφήσεις και τον εαυτό σου στη διάθεση αυτού που κτυπά.
Πόσο είναι πιο φιλοσοφημένα από εκείνα! «Δεν θα παραβείς τους όρκους σου», λέει εκείνος. Συ δε δεν θα πρέπει ούτε και να ορκιστείς καθόλου, ούτε λίγο ούτε πολύ, κι αυτό γιατί την επιορκία την γεννάει ο όρκος. «Δεν θα ενώσεις άλλο σπίτι με το σπίτι σου και άλλο χωράφι με το χωράφι σου, καταπιέζοντας τον φτωχό», λέει εκείνος ο νόμος. Συ όμως παίρνεις την εντολή να κάνεις πέρα, με προθυμία, κι από αυτά που απέκτησες δίκαια, και να μείνεις γυμνός για χάρη των φτωχών, έτσι ώστε ανάλαφρα να σηκώνεις το σταυρό και ν’ αποκτήσεις πλούτο εκεί που δεν βλέπονται.
23. Θα γίνουμε δε μέτοχοι του Πάσχα, τώρα μεν τυπικά ακόμη, και, αν είναι το παλαιό, ακόμη πιο ανεπίσημα (διότι το νομικό Πάσχα, τολμώ να το πω, ήταν πιο αμυδρός τύπος του τύπου). Ύστερα δε από λίγο τελειότερα και καθαρότερα, όταν θα το πίνει καινούργιο μαζί μας ο Λόγος στη βασιλεία του πατρός, αποκαλύπτοντας και διδάσκοντάς μας όσα τώρα φανέρωσε με μέτρο.
Διότι είναι καινούργιο πάντοτε αυτό που τώ ρα γίνεται γνωστό. Ποιά δε είναι η πόση και η απόλαυση, εμείς μεν πρέπει να το μάθουμε, εκείνος δε να το διδάξει και να ανακοινώσει το λόγο στους μαθητές του. Γιατί η διδασκαλία είναι τροφή και γι’ αυτόν που τρέφει. Αλλά εμπρός κι εμείς ας γίνουμε μέτοχοι του νόμου με τον τρόπο που λέει το Ευαγγέλιο, δηλ. πνευματικά και όχι κατά γράμμα. Με τρόπο τέλειο και όχι ατελή. Αιώνιο και όχι πρόσκαιρο.
Ας κάνουμε πρωτεύουσά μας, όχι την κάτω Ιερουσαλήμ, αλλά την ουράνια Μητρόπολη. Όχι αυτήν που καταπατείται τώρα από στρατόπεδα, αλλ ‘ αυτήν που δοξάζεται από τους αγγέλους. Ας θυσιάσουμε, όχι νέα μοσχάρια, ούτε αρνιά «που έχουν κέρατα και νύχια», στα οποία υπάρχει κατά μεγάλος μέρος νέκρα και αναισθησία. Αλλά ας προσφέρουμε στο Θεό θυσία ευχαριστίας στο ουράνιο θυσιαστήριο μαζί με τις αγγελικές χοροστασίες.
Ας διασχίσουμε το πρώτο καταπέτασμα, ας προσέλθουμε στο δεύτερο, ας πλησιάσουμε με σεβασμό στα ’για των Αγίων. Θα πω το μεγαλύτερο, ας προσφέρουμε θυσία στο Θεό τους εαυτούς μας. Μάλλον ας προσφέρουμε θυσία την κάθε μέρα μας και την κάθε μας κίνηση. Ας δεχόμαστε τα πάντα για χάρη του Λόγου, ας μιμούμεθα το πάθος Του με τα πάθη μας, ας τιμάμε το αίμα Του με το αίμα μας, ας ανερχόμαστε στο σταυρό με προθυμία. Είναι γλυκά τα καρφιά, κι ας είναι πολύ οδυνηρά. Γιατί το να πάσχουμε μαζί με το Χριστό και για χάρη του Χριστού είναι προτιμότερο απ’ την τρυφή με άλλους.
[…] 24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος, σήκωσε το σταυρό και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθείς μαζί Του ως ληστής, γνώρισε το Θεό σαν ευγνώμων δούλος. Αν κι Εκείνος λογιάσθηκε με τους ανόμους για χάρη σου και την αμαρτία σου, γίνε συ έννομος για χάρη Εκείνου. Προσκύνησε αυτόν που κρεμάστηκε στο σταυρό για σένα, έστω κι αν κρέμεσαι κι εσύ. Κέρδισε κάτι κι απ’ την κακία. Αγόρασε τη σωτηρία με το θάνατο. Μπες με τον Ιησού στον Παράδεισο, ώστε να μάθεις από τι έχεις ξεπέσει. Δες τις εκεί ομορφιές. ’σε το ληστή που γογγύζει, να πεθάνει έξω μαζί με τη βλασφημία του. Κι αν είσαι Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ζήτησε το σώμα απ’ το σταυρωτή. Ας γίνει δικό σου αυτό που καθάρισε τον κόσμο. Κι αν είσαι Νικόδημος, ο νυκτερινός θεοσεβής, ενταφίασέ τον με μύρα.
Κι αν είσαι κάποια Μαρία ή η άλλη Μαρία ή η Σαλώμη ή η Ιωάννα, δάκρυσε πρωί-πρωί. Δες πρώτη την πέτρα σηκωμένη, ίσως δε και τους αγγέλους κι αυτόν τον ίδιο τον Ιησού. Πες κάτι, άκουσε τη φωνή. Αν ακούσεις «Μη μ’ αγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου το Λόγο, αλλά μη λυπηθείς. Γιατί ξέρει σε ποιους θα φανερωθεί πρώτα. Καθιέρωσε την Ανάσταση. Βοήθησε την Εύα, πού ‘πεσε πρώτη, και πρώτη να χαιρετήσει το Χριστό και να το ανακοινώσει στους μαθητές. Γίνε Πέτρος ή Ιωάννης. Σπεύσε στον τάφο, τρέχοντας μαζί ή προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τον καλό συναγωνισμό. Κι αν σε προλάβει στην ταχύτητα, νίκησε με το ζήλο σου, όχι παρασκύβοντας στο μνημείο, αλλά μπαίνοντας μέσα.
Κι αν σαν Θωμάς χωρισθείς απ’ τους συγκεντρωμένους μαθητές, στους οποίους εμφανίζεται ο Χριστός, όταν τον δεις, μην απιστήσεις. Κι αν απιστήσεις, πίστεψε σ’ αυτούς που στο λένε. Κι αν ούτε και σ’ αυτούς πιστέψεις, δείξε εμπιστοσύνη στα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνει στον ’δη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποιο είναι το σχέδιο της διπλής καταβάσεως, ποιος είναι ο λόγος της: απλώς σώζει τους πάντες με την εμφάνιση Του ή κι εκεί ακόμα αυτούς που τον πιστεύουν;
28. Τώρα δε είμαστε αναγκασμένοι ν’ ανακεφαλαιώσουμε το λόγο ως εξής: Δημιουργηθήκαμε, για να ευεργετηθούμε. Ευεργετηθήκαμε, επειδή δημιουργηθήκαμε. Μας δόθηκε ο Παράδεισος, για να ευτυχήσουμε. Λάβαμε εντολή, για να ευδοκιμήσουμε με τη διαφύλαξή της, όχι γιατί ο Θεός αγνοούσε αυτό που θα γινόταν, αλλά γιατί νομοθετούσε το αυτεξούσιο.
Απατηθήκαμε, γιατί μας φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε την εντολή. Είμαστε αναγκασμένοι σε νηστεία, γιατί δε νηστεύσαμε, καθώς εξουσιασθήκαμε απ’ το δένδρο της γνώσης. Γιατί ήταν παλιά η εντολή και σύγχρονη με μας, σαν κάποια διαπαιδαγώγηση της ψυχής και σωφρονισμό απ’ τις απολαύσεις. Τη λάβαμε εύλογα, για να απολαύσουμε με την τήρησή της αυτό που χάσαμε με τη μη διαφύλαξή της. Χρειασθήκαμε Θεό που σαρκώθηκε και πέθανε, για να ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, για να καθαρισθούμε. Αναστηθήκαμε μαζί Του, επειδή μαζί Του και νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, επειδή συναναστηθήκαμε.
29. Είναι πολλά μεν λοιπόν τα θαύματα της τότε εποχής: Θεός που σταυρώνεται, ήλιος που σκοτίζεται και πάλι ανατέλλει (γιατί έπρεπε και τα κτίσματα να συμπάσχουν με τον Κτίστη). Καταπέτασμα που σχίζεται, αίμα και νερό που χύνεται απ’ την πλευρά (το μεν αίμα, γιατί ήταν άνθρωπος, το δε νερό γιατί ήταν πάνω απ’ τον άνθρωπο). Γη, που σείεται, πέτρες που σχίζονται για χάρη της πέτρας (που είναι ο Χριστός), νεκροί που ανασταίνονται, ως επιβεβαίωση της τελευταίας και κοινής αναστάσεως. Τα σημεία δε στον τάφο, τα μετά τον τάφο, ποιος θα μπορούσε επάξια να τα υμνήσει; Τίποτε δε δεν υπάρχει σαν το θαύμα της σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αίματος αναπλάθουν τον κόσμο όλο και γίνονται σαν χυμός γάλακτος για όλους τους ανθρώπους, που συνδέουν και συνάγουν εμάς σε μια ενότητα.
30. Αλλ ‘ ω Πάσχα, το μέγα και ιερό, που καθαρίζεις τον κόσμο όλο! Γιατί θα σου μιλήσω σαν κάτι έμψυχο. Ω Λόγε Θεού και φως και ζωή και σοφία και δύναμη! Γιατί χαίρομαι μ’ όλα σου τα ονόματα! Ω γέννημα κι ορμή και σφραγίδα του μεγάλου νου! Ω Λόγε που νοείσαι κι άνθρωπε που φαίνεσαι, ο οποίος φέρεις τα πάντα προσδεδεμένα στο λόγο της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθείς το λόγο αυτό, όχι ως απαρχή, αλλ ‘ ως συμπλήρωση ίσως της δικιάς μας καρποφορίας, ευχαριστία το ίδιο κι ικεσία, για να μην κακοπάθουμε εμείς τίποτε περισσότερο πέρα απ’ τους αναγκαίους κόπους κι ιερούς πόνους για τις εντολές σου, με τους οποίους ζήσαμε μέχρι τώρα.
Κι ας σταματήσεις την εναντίον μας τυραννία του σώματος (βλέπεις, Κύριε, πόσο μεγάλη είναι και πόσο μας λυγίζει), ή την κρίση σου, αν θέλαμε να καθαρισθούμε από σένα. Αν δε τερματίσουμε άξια με τον πόθο μας και γίνουμε δεκτοί στις ουράνιες σκηνές, αμέσως κι εδώ θα σου προσφέρουμε θυσίες δεκτές στο άγιό σου θυσιαστήριο. Πατέρα και Λόγε και Πνεύμα άγιο. Γιατί σε σένα αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
«Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 47-51»
Απόδοση στη νεοελληνική Πρωτοπρ. Γωργίου Δορμπαράκη
Πηγή: Αποστολική Διακονία, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Κατηχητικός λόγος του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου σχετικά με τη σημασία της θυσίας του Ιησού Χριστού, για την ζωή του ανθρώπου.
Πηγή: (από το βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», έκδοσις Ι.Μ. Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου), Χριστιανική Φοιτητική Δράση, Η άλλη όψη
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
(Ματθ. 27, 62- 28, 10)
«Την δε επομένην ημέραν, μετά την Παρασκευήν, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εις τον Πιλάτον και του είπαν· Κύριε, ενεθυμήθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν, όταν ακόμη εζούσε, μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να ασφαλισθή ο τάφος έως την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί Του και τον κλέψουν και ειπούν εις τον λαόν ότι ανεστήθη από τους νεκρούς, οπότε η τελευταία αυτή απάτη θα είναι χειροτέρα από την πρώτη»
Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αληθείας. Πρόσεξε όμως. Έπρεπε να πιστευθή ότι απέθανεν, ότι ετάφη και ότι ανέστη. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Κύτταξε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώνουν όλα αυτά. «Ενεθυμήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν ενώ ακόμη εζούσεν»· άρα απέθανεν· «Ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να σφραγισθή ο τάφος»· άρα ετάφη· «Μήπως έλθουν οι μαθηταί του και τον κλέψουν». Άρα, εάν ο τάφος σφραγισθή δε θα γίνη καμμία απάτη. Δεν έγινε λοιπόν. Επομένως η απόδειξις της αναστάσεως, με όσα επροτείνατε σεις, έγινεν αναντίρρητος. Διότι αφού εσφραγίσθη, δεν συνέβη καμμία απάτη. Εάν δε δεν έγινε καμμία απάτη, ευρέθη όμως κενός ο τάφος, είναι φανερόν ότι ανέστη σαφώς και αναντιρρήτως.
Είδες ότι και χωρίς να το θέλουν υποστηρίζουν την απόδειξιν της αληθείας; Συ δε κάνε μου την χάριν να προσέξης την φιλαλήθειαν των μαθητών· ότι δεν αποκρύπτουν τίποτε από όσα λέγουν οι εχθροί, και όταν ακόμη λέγουν πράγματα υβριστικά. Να που τον ονομάζουν και πλάνον και αυτοί δεν το αποσιωπούν. Αυτά δε δείχνουν και την σκληρότητα εκείνων, αφού ούτε με τον θάνατον απέβαλαν την οργήν, και αυτών την απλότητα και φιλαλήθειαν.
Αξίζει δε να αναζητήσωμεν και τούτο, που είπεν ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ;» Διότι δεν θα το εύρη κανείς πουθενά να λέγεται τόσον σαφώς, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά. Ώστε λοιπόν εγνώριζαν αυτά που έλεγαν και ηθελημένως τα παραποιούσαν. Τι απαντά δε ο Πιλάτος; «Έχετε φρουράν, ασφαλίσατέ τον όπως γνωρίζετε. Και τον ησφάλησαν σφραγίσαντες τον λίθον μαζί με την φρουράν». Διατί αφήνει μόνους τους στρατιώτας να τον σφραγίσουν; Διότι, επειδή είχε μάθει τα σχετικά με Αυτόν, δεν ήθελε πλέον να συμπράξη με αυτούς. Αλλά διά να απαλλαγή από αυτά ανέχεται και τούτο και λέγει· Σφραγίσατέ τον όπως θέλετε σεις, διά να μη ημπορήτε να κατηγορήτε άλλους. Διότι εάν τον εσφράγιζαν μόνοι οι στρατιώται, θα ημπορούσαν να ειπούν (αν και θα ήσαν απίθανα και ψευδή όσα θα έλεγαν, αλλ’ όμως, όπως εις τα άλλα έδειχναν αναισχυντίαν, έτσι θα ημπορούσαν να ειπούν και εις την περίπτωσιν αυτήν), ότι οι στρατιώται επιτρέψαντες να κλαπή το σώμα, έδωσαν το δικαίωμα εις τους μαθητάς να πλάσουν το κήρυγμα της αναστάσεως. Τώρα όμως που οι ίδιοι εσφράγισαν τον τάφον, ούτε αυτό ημπορούν να ειπούν.
Είδες πώς πασχίζουν άθελά τους υπέρ της αληθείας; Διότι αυτοί προσήλθαν εις τον Πιλάτον, αυτοί εζήτησαν να ασφαλισθή ο τάφος, αυτοί τον εσφράγισαν μαζί με την φρουράν, ώστε να είναι κατήγοροι και ελεγκταί των εαυτών των. Αν και πότε θα ημπορούσαν να τον κλέψουν; Το Σάββατον; Και με ποίον τρόπον, αφού ούτε να εξέλθουν ήτο δυνατόν; Εάν πάλιν παρέβαιναν τον νόμον, πώς θα ετόλμων να εξέλθουν αυτοί οι τόσον δειλοί; Πώς ακόμη θα ημπορούσαν να πείσουν το πλήθος; Τί θα έλεγαν; Τί θα έκαναν; Με ποίαν διάθεσιν θα ετάσσοντο με το μέρος του νεκρού; Ποίαν επί τέλους αντιμισθίαν θα επερίμεναν; Ποίαν ανταμοιβήν; Ενώ ακόμη ήτο ζωντανός, και μόνον όταν τον είδαν να συλλαμβάνεται, έφυγαν. Και θα ωμιλούσαν με θάρρος μετά τον θάνατόν Του υπέρ Αυτού εάν δεν είχεν αναστηθή;
Και πώς θα ημπορούσαν αυτά να δικαιολογηθούν; Διότι ότι ούτε εσκέφθησαν ούτε ημπορούσαν να πλάσουν μίαν ανάστασιν η οποία δεν έγινεν, είναι φανερόν από τα εξής: Πολλά τους είχεν ειπεί και συνεχώς τους έλεγε περί της αναστάσεως, όπως είπαν και αυτοί οι ίδιοι ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ». Εάν όμως δεν ανίστατο, είναι ολοφάνερον ότι, επειδή αυτοί είχαν απατηθή και είχαν παρασυρθή εξ αιτίας Του εις πόλεμον προς ολόκληρον το έθνος, και είχαν μείνει χωρίς οικογένειαν και χωρίς πατρίδα, θα τον απεστρέφοντο και δεν θα ήθελαν να του προσδώσουν τοιαύτην δόξαν, καθόσον είχαν απατηθή και είχαν περιέλθει εις έσχατον κίνδυνον δι΄ Αυτόν.
Ότι δε δεν θα ημπορούσαν, εάν η ανάστασις δεν ήτο αληθινή, να την πλάσουν, αυτό δεν χρειάζεται ούτε απόδειξιν. Διότι εις τι θα εβασίζοντο; Εις την δεινότητα των λόγων; Αλλ’ αυτοί ήσαν πιο αμαθείς από όλους. Μήπως εις τα πολλά τους χρήματα; Αλλ’ αυτοί δεν είχαν ούτε ράβδον ούτε υποδήματα. Μήπως εις την ευγενή καταγωγήν των; Αλλ’ αυτοί ήσαν άσημοι και κατήγοντο από ασήμους γονείς. Μήπως εις την μεγάλην πατρίδα των; Αλλά κατήγοντο από ασήμαντα χωριά. Μήπως εις τον μεγάλον αριθμόν των; Αλλά δεν ήσαν περισσότεροι από ένδεκα και αυτοί μάλιστα διεσπαρμένοι. Μήπως εις τας υποσχέσεις του Διδασκάλου των; Ποίας; Διότι εάν δεν ανίστατο, ούτε εκείναι θα ήσαν δι’ αυτούς αξιόπιστοι.
Πώς δε θα υπέφεραν τον μαινόμενον όχλον; Διότι εάν ο κορυφαίος από αυτούς δεν άντεξε τον λόγον της θυρωρού που ήτο γυναίκα, όλοι δε οι υπόλοιποι όταν τον είδαν δεμένον διεσκορπίσθησαν, πώς θα διενοούντο να τρέξουν εις τα πέρατα της οικουμένης και να σπείρουν το φανταστικόν κήρυγμα της αναστάσεως; Διότι, εάν ο μεν πρώτος δεν αντέστη εις την απειλήν της γυναικός, οι δε άλλοι ούτε εις την θέαν της δεσμεύσεως, πώς ημπορούσαν να αντισταθούν εις βασιλείς και άρχοντας και πλήθη, όπου υπήρχαν ξίφη και τηγάνια και κάμινοι και μυρίου είδους θανατώσεως καθημερινώς, εάν δεν εδέχοντο την δύναμιν και την τόνωσιν του αναστάντος; Τόσα και τοιούτου είδους θαύματα είχαν γίνει και τίποτε από αυτά δεν εσεβάσθησαν οι Ιουδαίοι, αλλά εσταύρωσαν Αυτόν που τα έκαμεν· και θα έλεγαν εις αυτούς απλώς να πιστεύσουν εις την ανάστασιν; Δεν είναι δυνατά αυτά, δεν είναι· αλλά μόνον η δύναμις του αναστάντος τα έκαμεν.
Κάνε μου δε την χάριν να προσέξης την καταγέλαστον απάτην των. «Ενεθημήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν όταν ακόμη εζούσεν, ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ». Και εφ’ όσον ήτο πλάνος και εκαυχάτο ψευδώς, διατί εφοβήθητε και τρέχετε τριγύρω και δείχνετε τόσην βιασύνην; Φοβούμεθα, λέγει, μήπως Τον κλέψουν οι μαθηταί και εξαπατήσουν τα πλήθη. Αν και βεβαίως απεδείχθη ότι ο φόβος των αυτός δεν είχε κανένα λόγον, αλλά η κακία είναι πράγμα φιλόνεικον και αναιδές και επιχειρεί και τα παράλογα. Έτσι παρακαλούν να ασφαλισθή ο τάφος επί τρεις ημέρας, ωσάν να ηγωνίζοντο περί αποφάσεων, και θέλοντες να δείξουν ότι και πριν από αυτό ότι είναι πλάνος, δι’ αυτό επεκτείνουν την κακίαν των μέχρι του τάφου.
Διά τούτο ακριβώς ανεστήθη ενωρίτερα, διά να μη λέγουν ότι διεψεύσθη και ότι εκλάπη. Διότι αυτό μεν, το να αναστηθή ενωρίτερα, δεν επέτρεπε κατηγορίαν, ενώ το να αναστηθή βραδύτερον, ήτο γεμάτον υποψίας. Διότι, εάν δεν ανίστατο τότε, όταν εκάθηντο αυτοί εκεί και εφύλασσαν τον τάφον, αλλά όταν θα ανεχώρουν μετά τρεις ημέρας, θα είχαν κάτι να ισχυρισθούν και να αντείπουν, έστω και ανοήτως. Δι’ αυτό λοιπόν τους επρόλαβε. Διότι έπρεπε καθώς εκάθηντο κοντά εις τον τάφον και τον εφύλασσαν να γίνη η ανάστασις. Επίσης έπρεπε να γίνη εντός των τριών ημερών, διότι εάν εγίνετο όταν παρήρχοντο αυταί και ανεχώρουν, θα εθεωρείτο ύποπτον το πράγμα. Δι’ αυτό και επέτρεψε να σφραγίσουν τον τάφον όπως ήθελαν και στρατιώται εφύλασσαν.
Και δεν τους έμελε που έκαναν αυτά εις ημέραν Σαββάτου και ότι ειργάζοντο, αλλά μόνον εις ένα πράγμα απέβλεπαν, την πονηρίαν των, πώς δηλαδή θα επικρατήσουν με αυτήν, πράγμα το οποίον ήτο δείγμα εσχάτης μωρίας και φόβου ο οποίος τους ετάρασσε δυνατά. Διότι αυτοί οι οποίοι Τον συνέλαβαν ζωντανόν, τον εφοβούντο νεκρόν. Αν και, εάν ήτο απλός άνθρωπος, έπρεπε να έχουν θάρρος. Αλλά διά να μάθουν ότι και όταν ήτο ζωντανός με την θέλησίν Του έπαθε αυτά τα οποία έπαθεν, ετοποθετήθη και η σφραγίς και ο λίθος και η φρουρά, και δεν ημπόρεσαν να τον κρατήσουν. Με όλα αυτά ένα πράγμα μόνον επιτυγχάνεται, να γίνη γνωστή δημοσία η ταφή και έτσι να πιστευθή η ανάστασις. Διότι και στρατιώται εφύλασσαν και οι Ιουδαίοι εκάθηντο πλησίον.
«Αργά δε το Σάββατον, μόλις ήρχισε να φωτίζη η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθεν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία διά να ιδούν τον τάφον. Και τότε έγινε μεγάλος σεισμός, διότι ένας άγγελος του Κυρίου κατέβη από τον ουρανόν και αφού επλησίασεν απεκύλισε τον λίθον από την θύραν του μνήματος και εκάθητο επάνω εις αυτόν. Το πρόσωπόν του δε ήτο ωσάν αστραπή και το ένδυμά του λευκόν ωσάν το χιόνι». Μετά την ανάστασιν ήλθεν ο άγγελος. Διατί λοιπόν ήλθε και εσήκωσε τον λίθον; Διά τας γυναίκας. Διότι αυταί τον είδαν τότε εις τον τάφον. Διά να πιστεύσουν λοιπόν ότι ανεστήθη, βλέπουν τον τάφον να είναι άδειος από το σώμα. Δι’ αυτό εσήκωσε τον λίθον, δι’ αυτό έγινε και σεισμός, διά να ξυπνήσουν και να σηκωθούν. Διότι είχαν έλθει διά να βάλουν έλαιον και αυτά εγίνοντο κατά την διάρκειαν της νυκτός και ήτο φυσικόν μερικαί να έχουν αποκοιμηθή.
Και ένεκα τίνος και διατί λέγει· «Μη φοβείσθε εσείς»; Πρώτα τας απαλλάσει από τον φόβον και έπειτα ομιλεί περί της αναστάσεως. Και το «εσείς» περιέχει πολύ μεγάλην τιμήν και δείχνει ότι η εσχάτη τιμωρία αναμένει εκείνους που διέπραξαν όσα απετόλμησαν, εάν δεν μετανοήσουν. Λέγει δηλαδή, δεν πρέπει σεις να φοβήσθε, αλλά εκείνοι που Τον εσταύρωσαν.
Αφού τας απήλλαξε λοιπόν από τον φόβον, και με τα λόγια και με την εμφάνισίν του (διότι και η εμφάνισίς του ήτο χαρωπή, εφ΄ όσον έφερε τέτοιαν χαρμόσυνον αγγελίαν), επρόσθεσε λέγων «γνωρίζω ότι ζητείτε τον Ιησούν τον εσταυρωμένον». Και δεν εντρέπεται να Τον αποκαλή εσταυρωμένον, διότι αυτό ήτο η απαρχή των αγαθών. «Ανέστη». Από πού είναι φανερόν; «όπως είπεν». Ώστε και αν δυσπιστήτε εις εμέ, λέγει, θυμηθείτε τα λόγια Εκείνου και έτσι ούτε εις εμέ, θα δυσπιστήσετε.
Έπειτα ακολουθεί και άλλη απόδειξις· «Ελάτε να ιδήτε τον τόπον όπου ευρίσκετο». Δι’ αυτό εσήκωσε τον λίθον, ώστε και από αυτό να πάρουν αυταί απόδειξιν. «Και να ειπήτε εις τους μαθητάς, ότι θα τον ιδήτε εις την Γαλιλαίαν». Και με άλλα τας προετοιμάζει να διαδώσουν το χαρμόσυνον μήνυμα, πράγμα το οποίον τας κάνει να πιστεύσουν καλύτερα. Και καλώς είπεν «εις την Γαλιλαίαν», απαλλάσσων από ενοχλήσεις και κινδύνους, ώστε να μη παρεμποδίση ο φόβος την πίστιν των.
«Και εβγήκαν από το μνήμα με φόβον και με χαράν». Διατί άραγε; Διότι είδαν καταπληκτικόν και παράδοξον πράγμα, κενόν τον τάφον, όπου προηγουμένως τον είχαν ιδεί να τοποθετήται. Δι’ αυτό και τας ωδήγησε να ιδούν, διά να γίνουν μάρτυρες και των δύο, και του ενταφιασμού και της αναστάσεως. Διότι κατενόουν ότι κανείς δεν ημπορούσε να Τον πάρη, αφού εφύλασσαν τόσοι στρατιώται, εάν δεν ανέστησεν ο ίδιος τον εαυτόν Του. Δι’ αυτό και χαίρονται και απορούν και αμοίβονται για την τόσην παραμονήν των, με το να ιδούν πρώται και να διακηρύξουν όχι μόνον όσα ελέχθησαν, αλλά και όσα ωράθησαν.
Όταν λοιπόν εξήλθαν με φόβον και χαράν «τας συνήντησεν ο Ιησούς και είπε· χαίρεται. Αυταί δε έπιασαν τα πόδια Του». Και αφού έτρεξαν πλησίον του με μεγάλην χαράν, έλαβαν και διά της αφής απόδειξιν και διαβεβαίωσιν της αναστάσεως. «Και τον επροσκύνησαν». Τι τους λέγει δε Εκείνος; «Μη φοβάσθε». Και αυτός δηλαδή εκδιώκει τον φόβον των και προετοιμάζει την οδόν διά την πίστιν. «Αλλά πηγαίνετε και να ειπήτε εις τους αδελφούς μου να αναχωρήσουν εις την Γαλιλαίαν· και εκεί θα με ιδούν». Πρόσεξε ότι και Αυτός διά μέσου αυτών κηρύσσει εις τους μαθητάς το χαρμόσυνον άγγελμα, πράγμα το οποίον ανέφερα πολλές φορές, τιμών και αναθέτων χρηστάς ελπίδας εις το γένος, που κατ’ εξοχήν είχε περιφρονηθή και θεραπεύων το ασθενές φύλον.
Μήπως κανείς από σας θα ήθελε να ευρίσκετο εις την θέσιν των και να κρατήση τα πόδια του Ιησού; Ημπορείτε και τώρα όσοι θέλετε, όχι μόνον τα πόδια και τα χέρια, αλλά ακόμη και την ιεράν εκείνην κεφαλήν να αγκαλιάσετε, συμμετέχοντες εις τα φρικτά μυστήρια με καθαράν συνείδησιν. Και όχι μόνον εδώ, αλλά και κατ’ εκείνην την ημέραν θα τον ιδήτε να έρχεται με την απερίγραπτον εκείνην δόξαν και με το πλήθος των αγγέλων, εάν θελήσετε να γίνετε φιλάνθρωποι. Και θα ακούσετε όχι μόνον τα λόγια αυτά, όπως το «χαίρετε», αλλά και τα άλλα· «Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν η οποία είναι ητοιμασμένη προς χάριν σας από τον καιρόν της δημιουργίας» (Ματθ. 25, 34).
Γίνετε λοιπόν φιλάνθρωποι, διά να ακούσετε αυτά και σεις αι χρυσοφορεμέναι γυναίκες, αι οποίαι είδατε την διαδρομήν των γυναικών αυτών, αφού αποβάλετε έστω και καθυστερημένα την αρρώστιαν της επιθυμίας των χρυσαφικών. Εις τρόπον ώστε, εάν θαυμάζετε τας γυναίκας, να αντικαταστήσετε τα κοσμήματα που φορείτε με την ελεημοσύνην. Ειπέ μου, ποιον είναι το όφελος αυτών των πολυτίμων λίθων και των χρυσοκεντήτων ενδυμάτων; Χαίρεται μ’ αυτά, ισχυρίζεται, η ψυχή και ευφραίνεται.
Εγώ σε ερώτησα ποιον είναι το κέρδος· ενώ συ μου ανέφερες την ζημίαν. Διότι δεν υπάρχει χειρότερον πράγμα από το να ασχολήσθε με αυτά και να χαίρεσθε και να προσηλώνεσθε εις αυτά. Μάλιστα η φοβερά αυτή δουλεία γίνεται ακόμη πιο οδυνηρά, όταν κανείς, ενώ καθίσταται δούλος, χαίρεται. Διότι διά ποίον από τα πνευματικά πράγματα θα ενδιαφερθή ποτέ όπως πρέπει και πότε θα περιγελάση όπως αξίζει τα βιωτικά πράγματα, αυτή η οποία νομίζει ότι είναι άξιον χαράς το να είναι δεμένη με χρυσόν; Διότι αυτός που μένει εις το δεσμωτήριον και ευχαριστείται, ποτέ δεν θα θελήση να απαλλαγή, όπως και αυτή εδώ. Αλλ’ επειδή έχει γίνει αιχμάλωτος αυτής της κακής επιθυμίας, δεν ανέχεται ούτε φωνήν πνευματικήν να ακούση με όσην χρειάζεται επιθυμίαν και προθυμίαν, από φόβον μήπως αλλάξη ασχολίαν.
Ειπέ μου λοιπόν ποιον είναι το κέρδος αυτών των κοσμημάτων και αυτής της μωρίας; Ευχαριστούμαι, λέγει. Πάλιν όμως μου ανέφερες την ζημίαν και την καταστροφήν. Αλλά απολαμβάνω και πολλάς τιμάς, λέγει, από εκείνους που με βλέπουν. Και τι σημαίνει αυτό; Διότι αυτό είναι άλλη αιτία διαφθοράς, όταν ωθή εις αλαζονείαν και εις ανοησίαν. Έλα λοιπόν, αφού εσύ δεν ανέφερες το κέρδος, ανέξου εμένα να σου διηγηθώ τας ζημίας.
Ποίαι λοιπόν είναι αι ζημίαι που προκύπτουν από αυτά; η φροντίς, η οποία είναι μεγαλυτέρα από την ευχαρίστησιν. Δι’ αυτό, πολλοί από εκείνους που βλέπουν, με αυτά τα παχύτερα ευχαριστιούνται περισσότερον, παρά συ η οποία τα φορείς. Διότι συ καλλωπίζεσαι με φροντίδα, ενώ εκείνοι χωρίς αυτήν δίνουν τροφήν εις τους οφθαλμούς των. Άλλη πάλιν ζημία είναι ότι ταπεινώνεται η ψυχή και συκοφαντείται από παντού. Διότι όσαι είναι κοντά, πληγωθείσαι οπλίζονται εναντίον των ανδρών των και σου ανάπτουν φοβερούς πολέμους. Μαζί με αυτά ζημία είναι και το ότι δαπανάς όλον τον ελεύθερον χρόνον σου και όλας τας φροντίδας σου προς τον σκοπόν αυτόν, ότι δεν επιδίδεσαι πάρα πολύ εις τα πνευματικά κατορθώματα, ότι γεμίζεις από αλαζονείαν και ανοησίαν και ματαιοδοξίαν, ότι προσηλώνεσαι εις την γην και μαδιέσαι, και αντί να είσαι αετός, γίνεσαι σκύλος και χοίρος. Διότι έπαψες να βλέπης προς τον ουρανόν και να πετάς και όπως οι χοίροι κυττάζεις κάτω, περιεργαζομένη μέταλλα και κοιλώματα και κάμνουσα την ψυχήν σου άνανδρον και ανελευθέραν.
Αλλά περιφέρεσαι εμφανιζομένη εις όσους ευρίσκονται εις την αγοράν; Δι’ αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να χρυσοφορής, διά να μη γίνεσαι δημόσιον θέαμα και ανοίγης τα στόματα πολλών φιλοκατηγόρων. Διότι κανείς από όσους συναναστρέφεσαι δεν σε θαυμάζει, αλλά σε κοροϊδεύουν ως φιλάρεσκον, ως αλαζόνα, ως γυναίκα αισθησιακήν. Και εις την εκκλησίαν εάν εισέλθης, θα εξέλθης χωρίς να λάβης τίποτε, εκτός από άπειρα σκώμματα και κακολογίας και κατάρας, όχι μόνον από εκείνους που σε βλέπουν, αλλά και από τον προφήτην. Διότι αμέσως μόλις σε ιδή ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας θα φωνάξη «Τα εξής λέγει ο Κύριος εις τας θυγατέρας της Σιών αι οποίαι άρχουν· επειδή βαδίζουν με τεντωμένον τον τράχηλον και με νεύματα των οφθαλμών, και κατά το βάδισμα των ποδιών των σύρουν τους χιτώνας των και συγχρόνως παίζουν με τα πόδια των· θα ξεσκεπάση ο Κύριος τον διάκοσμόν των και αντί της ευχαρίστου οσμής θα γίνη σκόνη, θα τας ζώση δε με σχοινί αντί ζώνης» (Ησ. 3, 16, 17 και 24).
Αυτά απειλούνται εναντίον σου, εξ αιτίας τουκαλλωπισμού. Διότι δεν ελέχθησαν μόνον εναντίον εκείνων αυτά, αλλά προς κάθε γυναίκαν η οποία τας μιμείται. Και ο Παύλος όμως μαζί με εκείνον εμφανίζεται κατήγορος λέγων εις τον Τιμόθεον να συστήση εις τας γυναίκας «να στολίζωνται όχι με πλέξιμο των μαλλιών, ή με χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή με πολυτελή φορέματα» (Α’ Τιμ. 2, 9). Ώστε παντού η πολυτελής εμφάνησις είναι βλαβερά, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν εισέρχεσαι εις την εκκλησίαν, όταν περνάς μέσα από τους πτωχούς. Διότι εάν επιθυμούσες να κατηγορήσης τον εαυτόν σου πάρα πολύ, δεν θα εχρησιμοποιούσες άλλην εμφάνισιν, παρά αυτό το προσωπείον της σκληρότητος και της απανθρωπίας.
Σκέψου λοιπόν πόσας πεινασμένας κοιλίας προσπερνάς με αυτήν την περιβολήν, πόσα γυμνωμένα σώματα με αυτήν την σατανικήν εμφάνισιν. Σκέψου πόσον καλύτερον είναι να διατρέφης πεινασμένας ψυχάς, παρά να διατρυπάς το κάτω μέρος των αυτιών σου και να κρεμάς τας τροφάς μυρίων πτωχών αλόγιστα και μάταια! Μήπως ο πλούτος αποτελεί εγκώμιον; Μήπως το να φορής χρυσοκέντητα είναι έπαινος; Ακόμη και αν προήρχοντο αυτά που φορείς από τιμίους κόπους, και πάλιν θα ήτο πολύ μεγάλη κατηγορία αυτό που κάμνεις. Όταν μάλιστα προέρχωνται από αδικίαν, φαντάσου πόσον περισσότερον.
Αλλά αγαπάς τους επαίνους και την δόξαν; Βγάλε λοιπόν αυτήν την γελοίαν αμφίεσιν και τότε θα σε θαυμάσουν όλοι· τότε και δόξαν θα απολαύσης και καθαράν ευχαρίστησιν, ακριβώς όπως τώρα είσαι γεμάτη από σκώμματα, δημιουργούσα από αυτά εις βάρος σου πολλάς αφορμάς στενοχωρίας. Διότι εάν κάποιο από αυτά πέση, σκέψου πόσα κακά δημιουργούνται από αυτό. Πόσαι υπηρέτριαι θα μαστιγωθούν, πόσοι άνδρες θα ενοχληθούν, πόσοι θα οδηγηθούν εις τα δικαστήρια, πόσοι θα κλεισθούν εις την φυλακήν. Και δικαστήρια εξ αιτίας αυτού, και προσαγωγαί εις δίκην και μύριαι από παντού κατάραι και κατηγορίαι, της γυναικός από τον άνδρα, του ανδρός από τους φίλους, της ψυχής από τον εαυτόν της.
Ας υποθέσωμεν όμως ότι δεν χάνονται. Αν και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολον, αλλά και να ακόμη διασωθούν διά παντός, και όταν διασώζωνται πάλιν προκαλούν πολλήν μέριμναν και φροντίδα και δυσαρέσκειαν, και κέρδος κανένα. Διότι ποίον έσοδον γίνεται από αυτά εις την οικίαν; Ποίον όφελος εις αυτήν που τα φορεί; Όφελος βέβαια κανένα, αλλά πολλή ακαταστασία και κατηγορία από παντού. Πώς θα ημπορέσης να φιλήσης και να κρατήσης τα πόδια του Χριστού, έτσι όπως είσαι στολισμένη; Αυτόν τον στολισμόν Εκείνος τον αποστρέφεται. Δι’ αυτό κατεδέχθη να γεννηθή εις την οικίαν του μαραγκού, ή μάλλον ούτε εις εκείνην την οικίαν, αλλά εις καλύβην και φάτνην.
Πώς λοιπόν θα δυνηθής να Τον ιδής, χωρίς να έχης ωραιότητα η οποία του είναι ποθητή, χωρίς να φορής στολισμόν αξιαγάπητον εις Αυτόν, αλλά μισητόν; Διότι εκείνος που Τον πλησιάζει δεν πρέπει να καλλωπίζεται με τέτοια ιμάτια, αλλά να ενδύεται με αρετήν. Σκέψου τι είναι επί τέλους αυτό το χρυσάφι. Τίποτε άλλο παρά χώμα και στάχτη. Βάλε νερό και θα γίνη πηλός. Σκέψου και δοκίμασε εντροπήν διότι κάνεις τον πηλόν κύριον και αφήνεις τα πάντα και κάθεσαι κοντά του και τον φορείς παντού και τον περιφέρεις και όταν ακόμη εισέρχεσαι εις την εκκλησίαν, όπου προ παντός έπρεπε να τον αποφεύγης. Διότι η εκκλησία δεν εκτίσθη δι’ αυτό, διά να επιδεικνύης εις αυτήν τον πλούτον αυτόν, αλλά τον πνευματικόν πλούτον.
Συ όμως καλλωπίζεις τον εαυτόν σου από κάθε άποψιν μιμουμένη τας γυναίκας του θεάτρου και φορείς με αφθονίαν αυτά τα καταγέλαστα φρύγανα, ωσάν να εισέρχεσαι εις πομπήν. Ακριβώς δι’ αυτό εις πολλούς προκαλείται καταστροφή, και όταν τελειώση η εκκλησία, εις τας οικίας, εις τα τραπέζια, θα ακούση κανείς αυτά να διηγούνται οι περισσότεροι. Διότι αντί να συζητούν ότι αυτό και αυτό είπεν ο προφήτης και ο Απόστολος, σχολιάζουν την πολυτέλειαν των ενδυμάτων, το μέγεθος των πολυτίμων λίθων και όλην την άλλην ασχημοσύνην εκείνων που φορούν αυτά.
Αυτά και σας κάνουν αδρανείς προς την ελεημοσύνην, και εκείνους που κατοικούν μαζί σας. Διότι καμμία από σας δεν θα επροτιμούσεν εύκολα να σπάση κάποιο από τα χρυσαφικά αυτά και να θρέψη ένα πεινασμένον. Όταν δε κι η ιδία θα επροτιμούσες να ευρεθής εις στενοχωρίαν, παρά να ιδής αυτά να θραύωνται εις δύο, πώς θα ημπορούσες να θρέψης άλλον με αυτά; Διότι αι περισσότεραι διάκεινται προς αυτά ως προς έμψυχα και όχι κατώτερα από ό,τι προς τα παιδιά των.
Μακρυά από εδώ κάτι τέτοιο, λέγει. Δείξατέ το μου λοιπόν αυτό, δείξετέ το με τα έργα, διότι τώρα τουλάχιστον βλέπω τα αντίθετα. Διότι ποίος ποτέ από εκείνους που έχουν κυριευθή πάρα πολύ από αυτό το πάθος, έλυωσεν αυτά διά να γλυτώση από τον θάνατον την ψυχήν ενός παιδιού; Και διατί λέγω παιδιού; Ποίος εξηγόρασε με αυτά την ιδικήν του ψυχήν όταν εχάνετο; Αντιθέτως μάλιστα οι περισσότεροι καθημερινώς την πωλούν εξ αιτίας αυτών. Και εάν μεν τους εύρη σωματική ασθένεια κάνουν τα πάντα. Όταν όμως βλέπουν την ψυχήν να διαφθείρεται, δεν κάνουν τίποτε τέτοιο, αλλά παραμελούν και τους απογόνους και την ψυχήν των, μόνον και μόνον διά να παραμένουν αυτά δια μέσου του χρόνου. Και συ μεν φορείς μυρίων ταλάντων χρυσαφικά, ενώ το μέλος του Χριστού δεν έχει ούτε την απόλαυσιν της αναγκαίας τροφής. Αλλ’ ο μεν κοινός όλων Δεσπότης, και του ουρανού, και αυτών που ευρίσκονται εις τους ουρανούς, προσέφερε και την πνευματικήν τράπεζαν εις όλους εξ ίσου· ενώ συ δεν προσφέρεις εις Αυτόν ούτε αυτά που καταστρέφονται, διά να μείνης δεμένη συνεχώς με τας φοβεράς αυτάς αλυσίδας.
Από εδώ προέρχονται τα μύρια κακά. Από εδώ προέρχονται αι πορνείαι των ανδρών, όταν αντί να τους προετοιμάζετε να υπομένουν, τους εκπαιδεύετε να χαίρωνται με αυτά, με τα οποία στολίζονται αι γυναίκες που πορνεύονται. Δι’ αυτό και νικώνται γρήγορα. Διότι εάν τον εξεπαίδευες αυτά μεν να τα παραβλέπη, να χαίρεται δε με την σωφροσύνην, την ευλάβειαν, την ταπεινοφροσύνην, δεν θα εσκλαβώνετο εύκολα από τα πτερά της πορνείας. Διότι έτσι ημπορεί να στολισθή η πόρνη και ακόμη περισσότερον· με εκείνα όμως όχι πια. Συνήθεσέ τον λοιπόν να χαίρεται με αυτόν τον στολισμόν, τον οποίον δεν ημπορεί να τον εύρη εις την πόρνην. Πώς δε θα τον οδηγήσης εις αυτήν την συνήθειαν; Εάν αφαιρέσης αυτόν τον στολισμόν και φορέσης εκείνον. Έτσι και ο άνδρας θα βρίσκεται εν ασφαλεία και συ θα εκτιμάσαι και ο Θεός θα σας λυπηθή και όλοι οι άνθρωποι θα σας θαυμάζουν και τα μελλοντικά αγαθά θα επιτύχετε, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις αιωνίως. Αμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
1.-. Ἐκεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους.
Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...