
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Εβδομάδα, με τα ιστορούμενα γεγονότα, τις κατανυκτικές ακολουθίες και την επίκαιρη υπέροχη υμνογραφία, οι Χριστιανοί βοηθιούνται, περισσότερο από τις άλλες ημέρες του χρόνου, να βιώσουν την αγάπη του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού προς τον άνθρωπο. Είναι μέγα το μυστήριο της Δημιουργίας και της υπέρτατης θυσίας του Θεανθρώπου, για να διδάξει στον άνθρωπο τον τρόπο της ευλογημένης επίγειας ζωής του και της σωτηρίας του.
Ο Νικόλαος Αρσένιεφ στο βιβλίο του «Αποκάλυψη αιώνιας ζωής» σημειώνει: « Η φάτνη, η δίχως σπίτι ζωή του οδοιπόρου, η διδασκαλία και η υπηρεσία, συνυφασμένα με τους διωγμούς, που Του επέβαλαν οι εχθροί Του, η σύλληψή Του, η δίκη, τα δεινοπαθήματα, η Σταύρωση και ο θάνατός Του - όλα τούτα τα πασίγνωστα συνιστούν μιαν αποκάλυψη βαθύτατης ταπεινοσύνης και αγάπης, που αποκρυσταλλώνεται στην αυτοθυσία Του. Προσέξετε όμως πόσο αυτή η πραότητα – ταπεινοσύνη συγχρόνως διαπνέεται από άρωμα Θείου μεγαλείου. Μια υπέρτατη Παρουσία ευωδιάζει σ’ αυτή την πραότητα – ταπεινοσύνη» (Ματθ. ια΄29).
Ο ιδιοφυής ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941) στο φιλοσοφικό δοκίμιό του «Η παρουσία του ανθρώπου» τονίζει ότι ο Χριστιανισμός «διδάσκει ως μέσο για να μπορεί το άτομο να νιώσει τ’ άλλα άτομα, την αγάπη και είναι φανερό πως το τωρινό άτομο δε μπορεί να σβήσει μήτε την ιστορία, μήτε το αιώνιο παράδειγμα του Χριστού». Σε άλλο σημείο του ίδιου δοκιμίου ο Σαραντάρης αναφέρει πως η αγάπη δεν μπορεί να βιωθεί από το τωρινό άτομο, γιατί αυτό είναι προσκολλημένο στην ατομική του ζωή και στον ατομικό του θάνατο, φαινόμενο, που «κατά παρεξήγηση» ονομάζεται «εγωισμός».
Προχωρώντας τη σκέψη του ο Σαραντάρης υπογραμμίζει: «Το παράδειγμα του Χριστού, το παράδειγμα του Θεού – Ανθρώπου, είναι παράδειγμα, είμαστε βέβαιοι για τούτο, για μας και για τους χριστιανούς όλων των εποχών, και, πιστεύουμε, για όλα τα άτομα της γης και όλων των μελλούμενων εποχών...Για μας η πίστη στον Θεό – Άνθρωπο οφείλει να είναι το ιδανικό των ατόμων όλων των εποχών. Πάνω σε τούτο σχεδόν δεν δεχόμαστε συζήτηση».
Το ζήτημα είναι ότι την υπέρτατη θυσία του Θεανθρώπου δεν εννόησαν και δεν εβίωσαν πολλοί άνθρωποι. Έμειναν και μένουν κλεισμένοι στον ηδονισμό τους, όποια μορφή και αν έχει αυτός. Ευλόγως ο Σαραντάρης στο ίδιο πόνημά του διερωτάται πώς όσα άτομα έχουν στις φλέβες τους το δηλητήριο του ηδονισμού των πρόσφατων αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας, και που κατά συνέπεια τους αποκλείεται η οδός της αγάπης...πώς θα πετύχουν ο Θεός – Άνθρωπος να διαμορφώσει ολάκερο τον βίο τους, να βρίσκεται παρών σε όλες τις πράξεις τους;
Οι άνθρωποι που αρνούνται να αποδεχθούν την αγάπη του Θεανθρώπου προσφεύγουν στα ανθρώπινα συστήματα για να πορευθούν. Όλα ξεκινούν με μιαν αισιοδοξία και όλα καταλήγουν στην απογοήτευση της αποτυχίας... Όσο ο άνθρωπος δεν ακολουθεί τον Θεάνθρωπο ακολουθεί στην πορεία του τον Σίσυφο.-
Πηγή: Ακτίνες
Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, εσύ που κυοφόρησες τον Σωτήρα Χριστό και Θεό μας, σ’ εσένα αναθέτω όλη την ελπίδα μου, και σ’ εσένα, την υψηλότερη από όλες τις ουράνιες αγγελικές Δυνάμεις, έχω την εμπιστοσύνη μου.
Εσύ, Πανάχραντη, φρούρησέ με με τη θεία χάρη σου. Κυβέρνησε τη ζωή μου και οδήγησέ με στο άγιο θέλημα του Υιού σου και Θεού μας. Εσύ δώρισέ μου τη συγχώρηση των αμαρτιών μου. Γίνε για μένα καταφύγιο, προστασία και βοήθεια και οδηγός, που με μεταφέρει στην αιώνια ζωή. Τη φοβερή μάλιστα ώρα του θανάτου μου, Δέσποινά μου, μη με εγκαταλείψεις, αλλά σπεύσε να με βοηθήσεις, και άρπαξέ με και σώσε με από την πικρή εξουσία των δαιμόνων· διότι έχεις στη θέλησή σου τη δυνατότητα, ως αληθινή Μητέρα του Θεού και Κυρία όλων.
Δέξου, πανευμενέστατη Παναγία Δέσποινα Θεομήτωρ, από μας τους ανάξιους δούλους σου, δώρα πολύτιμα και πρέποντα σ’ εσένα μόνο, εσύ που είσαι διαλεγμένη από όλες τις γενεές, εσύ που φάνηκες ανώτερη από κάθε δημιουργία των ουρανίων και των επιγείων, επειδή με τη μεσολάβησή σου γνωρίσαμε τον Υιό του Θεού, και με τη μεσολάβησή σου ο Κύριος των ουρανίων Δυνάμεων παρουσιάσθηκε ανάμεσά μας, και γίναμε άξιοι να λάβουμε το άγιο σώμα και αίμα του. Είσαι μακάρια εσύ στις γενεές των γενεών, Θεομακάριστη, εσύ που είσαι λαμπρότερη από τα Χερουβείμ, και ενδοξότερη από τα Σεραφείμ.
Και τώρα, πανύμνητη Παναγία Θεοτόκε, μην παύσεις να μεσιτεύεις για μας τους ανάξιους δούλους σου, για να σωθούμε από κάθε επιβουλή του Πονηρού και από κάθε δυσκολία, και να φυλαχθούμε άτρωτοι από κάθε επίθεση προερχόμενη από τα φαρμακερά βέλη του· αλλά και ως το τέλος φύλαξέ μας, με τις ικεσίες σου ακατάκριτους, ώστε σωζόμενοι με τη δική σου βοήθεια και αρωγή να αναπέμπουμε δοξολογία και αίνεση και ευχαριστία και προσκύνηση πάντοτε στον μόνο Τριαδικό Θεό και Δημιουργό όλων των δημιουργημάτων.
Αγαθή Δέσποινα και πανευγενέστατη Μητέρα του αγαθού και πανάγαθου και υπεράγαθου Θεού, ρίξε το βλέμμα σου στην προσευχή του ανάξιου και αχρείου δούλου σου με το σπλαχνικό σου μάτι, και πρόσφερε τη βοήθειά σου σ’ εμένα σύμφωνα με το πολύ έλεος της ανέκφραστης ευσπλαχνίας σου, και παράβλεψε τα αμαρτήματά μου, αυτά που έπραξα με λόγια και αυτά που έπραξα με έργα, αυτά που έπραξα με κάθε αίσθηση, τα εκούσια και τα ακούσια, αυτά που έπραξα συνειδητά και από άγνοια, και κάνε με όλον καινούριο άνθρωπο, με το να με καταστήσεις ναό του παναγίου και ζωοποιού και εξουσιαστικού Πνεύματος, που κατοίκησε και έριξε τη σκιά του στην πανάχραντη μήτρα σου, και που είναι η δύναμη του ύψιστου Θεού· διότι εσύ είσαι βοηθός εκείνων που εξαντλήθηκαν από τους κόπους, προστάτης εκείνων που κινδυνεύουν, σωτήρας εκείνων που βρέθηκαν σε κακοκαιρία, λιμάνι εκείνων που έπεσαν σε τρικυμία, ενίσχυση και βοηθός εκείνων που περικυκλώθηκαν από δυσκολίες.
Δώρισε στο δούλο σου κατάνυξη, γαλήνη των λογισμών, σταθερότητα του νου, συνετό νου, προσοχή της ψυχής, ταπεινό φρόνημα, αγιοπρεπή και ήρεμη κατάσταση, συνετό και συγκρατημένο ήθος, που φανερώνει ως αποδείξεις της εσωτερικής κατάστασης την τάξη της ψυχής και την ειρήνη, την οποία ο Κύριός μας χάρισε στους μαθητές του. Ας φθάσει η δέησή μου στον άγιο ναό σου και στο κατοικητήριο της δόξας σου. Ας χύσουν τα μάτια μου άφθονα δάκρυα, για να με καθαρίσεις από το ρύπο με τα δάκρυά μου, και να με σφουγγίσεις με τα νάματα των δακρύων, καθαρίζοντάς με από το ρύπο των παθών.
Διάγραψε το χρεόγραφο των αμαρτημάτων μου. Διασκόρπισε τα σύννεφα της λύπης μου, την ομίχλη και την ταραχή των λογισμών. Απομάκρυνε από μένα την καταιγίδα και τη θύελλα των παθών, και φύλαξέ με μέσα σε αταραξία και γαλήνη. Πλάτυνε την καρδιά μου με πνευματικό πλατυσμό. Εύφρανε και χαροποίησέ με με ανέκφραστη χαρά και με παντοτινή ευφροσύνη, ώστε να διανύσω σωστά τους ίσιους δρόμους των εντολών του Υιού σου, και να βαδίσω με ακατάκριτη συνείδηση και με άμεμπτη συμπεριφορά.
Χάρισε επίσης και καθαρή προσευχή σ’ εμένα που προσεύχομαι σ’ εσένα, ώστε με αθόλωτο νου και απερίσπαστο λογισμό να μελετώ αδιάκοπα με αχόρταγη ψυχή, νύχτα και μέρα, τα λόγια των θείων Γραφών, και να ψάλλω με ευχαριστία, και να προσεύχομαι με αγαλλίαση της καρδιάς μου, για να δοξάσω και να τιμήσω και να επαινέσω τον μονογενή σου Υιό και Κύριό μας Ιησού Χριστό, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Από το βιβλίο: Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα, τ. ΣΤ’, «Προσευχές». Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 358), Κοινωνία Ορθοδοξίας, Η άλλη όψη
Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ιδού η πέμπτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Κυριακή [που σφραγίζει την εβδομάδα] των μεγάλων αγρυπνιών και των μεγάλων ασκήσεων, την εβδομάδα των μεγάλων θρήνων και αναστεναγμών, η Κυριακή της πιο μεγάλης μεταξύ των αγίων γυναικών Αγίας, της οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας.
Σαράντα επτά χρόνια έκανε στην έρημο, και ο Κύριος της έδωσε εκείνο που σπάνια δίνει σε κάποιον από τους Αγίους. Χρόνια ολόκληρα δεν γεύθηκε ψωμί και νερό. Στην ερώτηση του αββά Ζωσιμά εκείνη απάντησε: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4, 4). Ο Κύριος την έτρεφε με έναν ιδιαίτερο τρόπο και την οδηγούσε στην ερημητική ζωή, στους ερημητικούς της αγώνες.
Και ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Η Αγία μετέτρεψε την κόλασή της σε παράδεισο! Νίκησε το διάβολο και ανέβηκε ψηλά στον Θεό! Πώς, με τι; Με τη νηστεία και την προσευχή, με νηστεία και προσευχή! Διότι η νηστεία, η νηστεία μαζί με την προσευχή, είναι δύναμη που νικά τα πάντα. Ένας θαυμάσιος ύμνος της Μ. Τεσσαρακοστής λέει: «ακολουθήσωμεν τω διά νηστείας ημίν, την κατά του διαβόλου νίκην υποδείξαντι, Σωτήρι των ψυχών ημών». Με τη νηστεία μας έδειξε τη νίκη κατά του διαβόλου… Δεν υπάρχει άλλο όπλο, δεν υπάρχει άλλο μέσον.
Νηστεία! Ιδού το μέσον για να νικήσεις το διάβολο, τον κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, η αγία Μαρία η Αιγυπτία. Τι θεία δύναμη η νηστεία!Νηστεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά να σταυρώνεις το σώμα, να σταυρώνεις ο ίδιος τον εαυτό σου.
Εφόσον υπάρχει σταυρός, η νίκη είναι σίγουρη. Το σώμα της πρώην πόρνης της Αλεξάνδρειας, της Μαρίας, με την αμαρτία παραδόθηκε στη δουλεία του διαβόλου. Αλλά όταν αγκάλιασε το Σταυρό του Χριστού, όταν πήρε αυτό το όπλο στα χέρια της, νίκησε το διάβολο. Νηστεία είναι η ανάσταση της ψυχής εκ νεκρών. Η νηστεία και η προσευχή ανοίγουν τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να αντικρύσει και να καταλάβει πραγματικά τον εαυτό του, να δει τον εαυτό του. Βλέπει τότε ότι κάθε αμαρτία στη ψυχή του είναι ο τάφος του, ο θάνατός του. Καταλαβαίνει ότι η αμαρτία μέσα στη ψυχή του δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μετατρέπει σε πτώματα όλα όσα ανήκουν στη ψυχή: τους λογισμούς της, τα συναισθήματά της και τις διαθέσεις της· σειρά από τάφους. Και τότε…, τότε ξεχύνεται θρηνητική κραυγή από τη ψυχή: «Πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Αυτή είναι η κραυγή μας κατά την αγία αυτή εβδομάδα: Κύριε, προτού χαθώ τελείως, σώσέ με. Έτσι προσευχηθήκαμε αυτή την εβδομάδα στον Κύριο, τέτοιες προσευχητικές αναβοήσεις μας παρέδωσε στο Μ. Κανόνα του ο μεγάλος άγιος πατήρ ημών Ανδρέας Κρήτης.
«Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Αυτή η κραυγή μας αφορά όλους, όλους όσοι έχουμε αμαρτίες. Ποιός δεν έχει αμαρτίες; Είναι αδύνατον αν κυττάξεις τον εαυτό σου να μή βρεις κάπου, σε κάποια γωνιά της ψυχης σου, να μη εντοπίσεις σε κάποια άκρη της μία ξεχασμένη ίσως αμαρτία. Και… κάθε αμαρτία, για την οποία δεν έχεις μετανοήσει, ειναι ο τάφος σου, είναι ο θάνατός σου. Και εσύ, για να μπορέσεις να σωθείς και να αναστήσεις τον εαυτό σου από τον τάφο σου, κράζε με τις προσευχητικές θρηνητικές κραυγές της Μ. Τεσσαρακοστής: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».
Ας μη ξεγελάμε τον εαυτό μας, αδελφοί, ας μη απατώμεθα. Και μία μόνο αμαρτία αν έμεινε στη ψυχή σου, και συ δεν μετανοείς και δεν την εξομολογείσαι αλλά την ανέχεσαι μέσα σου, αυτή η αμαρτία θα σε οδηγήσει στο βασίλειο της κολάσεως. Για την αμαρτία δεν υπάρχει τόπος στον παράδεισο του Θεού. Για την αμαρτία δεν υπάρχει τόπος στη Βασιλεία των Ουρανών. Για να αξιωθείς της Βασιλείας των Ουρανών, φρόντισε να διώξεις από μέσα σου κάθε αμαρτία, να ξεριζώσεις από μέσα σου με τη μετάνοια κάθε αμαρτία. Διότι, τίποτε δεν γλυτώνει από τη μετάνοια του ανθρώπου. Τέτοια δύναμη έδωσε ο Κύριος στην Αγία Μετάνοια.
Κοίταξε! Αφού η μετάνοια μπόρεσε να σώσει μία τόσο μεγάλη άσωτη γυναίκα, όπως ήταν κάποτε η Μαρία η Αιγυπτία, πως να μη σώσει και άλλους αμαρτωλούς, τον κάθε αμαρτωλό, και τον πιο μεγάλο αμαρτωλό και εγκληματία; Ναι, η Αγία και Μ. Τεσσαρακοστή είναι το πεδίο της μάχης, επί του οποίου εμείς οι Χριστιανοί με τη νηστεία και την προσευχή νικάμε το διάβολο, νικάμε όλες τις αμαρτίες, νικάμε όλα τα πάθη και εξασφαλίζουμε στον εαυτό μας την αθανασία και την αιώνιο ζωή. Στη ζωή των αγίων και αληθινών Χριστιανών υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα που δείχνουν ότι όντως μόνο με την προσευχή και τη νηστεία εμείς οι Χριστιανοί νικάμε τους δαίμονες, όλους εκείνους που μας βασανίζουν και θέλουν να μας παρασύρουν στο βασίλειο του κακού, στην κόλαση. Αυτή η Αγία Νηστεία…! είναι νηστεία των αγίων αρετών μας. Κάθε αγία αρετή ανασταίνει τη ψυχή μου και τη ψυχή σου εκ των νεκρών.
Προσευχή! Τι είναι η προσευχή; Είναι η μεγάλη αρετή που σε ανασταίνει και με ανασταίνει. Σηκώθηκες μήπως για προσευχή, έκραξες προς τον Κύριο να καθαρίσει τη ψυχή σου από τις αμαρτίες, από το κάθε κακό, από κάθε πάθος; Τότε οι τάφοι σου και οι τάφοι μου ανοίγουν και οι νεκροί ανασταίνονται. Ό,τι είναι αμαρτωλό φεύγει, ό,τι σύρει προς το κακό εξαφανίζεται. Η αγία προσευχή ανασταίνει τον καθένα από μας, όταν είναι ειλικρινής, όταν φέρνει όλη τη ψυχή στον ουρανό, όταν εσύ με φόβο και τρόμο λες στον Κύριο: « Δες, δες τους τάφους μου, αναρίθμητοι είναι οι τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σε κάθε ένα από αυτούς τους τάφους, νάτην η ψυχή μου, νάτην νεκρή, μακρυά από Σένα, Κύριε! Ειπέ λόγον και ανάστησον πάντας τους νεκρούς μου! Διότι, Συ, Συ, Κύριε, μας έδωσες πολλές θείες δυνάμεις να μας ανασταίνουν διά της αγίας Αναστάσεως, να μας ανασταίνουν από τον τάφο της ραθυμίας».
Ναι, με την αμαρτία, με τα πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Η ψυχή πεθαίνει, όταν χωρίζεται από τον Θεό. Η αμαρτία είναι δύναμη που χωρίζει τη ψυχή από τον Θεό. Και εμείς, όταν αγαπάμε την αμαρτία, όταν αγαπάμε τις αμαρτωλές ηδονές, στην πραγματικότητα αγαπάμε τον θάνατό μας, αγαπάμε τους τάφους, τους βρωμερούς τάφους, μέσα στους οποίους η ψυχή μας αποσυντίθεται.
Αντίθετα, όταν ανανήψουμε, όταν με τον κεραυνό της μετανοίας χτυπήσουμε την καρδιά μας, τότε…, τότε οι νεκροί μας ανασταίνονται. Τότε η ψυχή μας νικά όλους τους φονείς της, νικά τον κατεξοχή δημιουργό όλων των αμαρτιών, το διάβολο, νικά με τη δύναμη του Αναστάντος Κυρίου Ιησού Χριστού.
Γι’ αυτό, για μας τους Χριστιανούς δεν υπάρχει αμαρτία πιο ισχυρή από μας. Να είσαι βέβαιος ότι πάντοτε είσαι δυνατότερος από κάθε αμαρτία που σε βασανίζει, πάντοτε είσαι δυνατότερος από κάθε πάθος που σε βασανίζει. Πώς; -ρωτάς. Με τη μετάνοια! Και τι είναι ευκολότερο απ’ αυτήν; Πάντοτε μπορείς μέσα σου, μέσα στη ψυχή σου, να κραυγάζεις: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Η βοήθεια του Θεού δεν θα σε παραβλέψει. Θα αναστήσεις τον εαυτό σου από τους νεκρούς και θα ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο σαν κάποιος που ήρθε από εκείνον τον κόσμο, που αναστήθηκε και ζει μία νέα ζωή, τη ζωή του Αναστάντος Κυρίου, που υπάρχουν μέσα του όλες οι θείες δυνάμεις, έτσι ώστε καμμία αμαρτία πλέον δεν μπορεί να σε φονεύσει. Ίσως να ξαναπέφτεις, αλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις το όπλο, γνωρίζεις τη δύναμη με την οποία ανασταίνεσαι εκ των νεκρών. Αν πενήντα φορές την ημέρα αμαρτήσεις, αν πενήντα φορές ντροπιασθείς, αν πενήντα τάφους σκάψεις σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δος μου μετάνοια. Πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».
Ο Αγαθός Κύριος, ο οποίος γνωρίζει την ασθένεια και αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης θελήσεως, είπε: Έλα, αδελφέ. Ακόμη κι αν εβδομηκοντάκις την ημέρα αμαρτήσεις, πάλι έλα και πες: ήμαρτον (Ματθ. 18,21-22). Αυτή την εντολή δίνει ο Κύριος σε εμάς τους ανθρώπους, τους ασθενείς και αδυνάτους. Συγχωρεί τους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό και δήλωσε ότι χαρά μεγάλη γίνεται στον ουρανό για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί στη γη (πρβλ. Λουκ. ιε΄ 7). Όλος ο ουράνιος κόσμος κοιτάζει εσένα, αδελφέ και αδελφή, πως ζεις στη γη. Πέφτεις στην αμαρτία και δεν μετανοείς; Να, οι Άγγελοι κλαίνε και θλίβονται στον Ουρανό εξαιτίας σου. Μόλις αρχίσεις να μετανοείς, να, οι Άγγελοι στον Ουρανό χαίρονται, και σαν ουράνιοι αδελφοί σου χορεύουν…
Να η σημερινή μεγάλη αγία, η Μαρία η Αιγυπτία. Πόσο αμαρτωλή! Απ’ αυτήν ο Κύριος έκανε μία αγία ύπαρξη σαν τα Χερουβίμ. Με τη μετάνοια έγινε ισάγγελη· με τη μετάνοια κατέστρεψε την κόλαση, στην οποία βρισκόταν, και ανέβηκε ολόκληρη στον παράδεισο του Χριστού. Δεν υπάρχει Χριστιανός αδύνατος σ’ αυτόν τον κόσμο, έστω κι αν του επιτίθενται οι φρικωδέστερες αμαρτίες και πειρασμοί αυτού του κόσμου. Αρκεί μόνο ο Χριστιανός να μη ξεχάσει τα μεγάλα του όπλα: τη μετάνοια, την προσευχή, τη νηστεία· να επιδοθεί σε κάποια ευαγγελική άσκηση, σε κάποια αρετή: είτε στην προσευχή, είτε στη νηστεία, είτε στην ευαγγελική αγάπη, είτε στην ευσπλαχνία. Ας θυμηθούμε τους μεγάλους Αγίους του Θεού, ας θυμηθούμε την εορταζομένη σήμερα μεγάλη Αγία, την Οσία Μητέρα μας Μαρία την Αιγυπτία, και ας είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριος θα είναι άμεσος βοηθός μας. Η αγία Μαρία βίωσε τόσο θαυμαστή βοήθεια από την Υπεραγία Θεοτόκο και σώθηκε από τη φοβερή της κόλαση, από τους φοβερούς της δαίμονες. Η Υπεραγία Θεοτόκος και σήμερα και πάντοτε μας βοηθεί σε όλες τις ευαγγελικές μας αρετές: στην προσευχή, και στη νηστεία, και στην αγρυπνία, και στην αγάπη, και στους οικτιρμούς, και στην υπομονή, και σε κάθε άλλη αρετή. Εύχομαι να μας βοηθεί πάντα και να μας καθοδηγεί…
Γι’ αυτό, ποτέ να μην αποκάμεις στον αγώνα και στον πόλεμο με τις αμαρτίες σου… Σε όλες τις δυσκολίες σου και στις πιο μεγάλες πτώσεις σου να θυμάσαι την κραυγή αυτής της αγίας εβδομάδας, που έχει τη δύναμη να σε αναστήσει: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».
Πηγή: (Μετάφραση αδελφών της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους, από το βιβλίο: Πασχαλινές Ομιλίες (Pashalne Besede), Βελιγράδι 1998), Η άλλη όψη
Κυριακή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος!
Γιατί ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ αὐτόν τόν Ἅγιο στό μέσον τῆς νηστείας, ὡσάν τήν πιό ἅγια εἰκόνα, ὥστε νά ἀτενίζουν ὅλοι σέ Αὐτόν;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ποιός εἶναι αὐτός;
Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐβίωσε καί ἔγραψε τήν Κλίμακα τοῦ Παραδείσου, πού ἐβίωσε τήν ἀνάβασι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κόλασι μέχρι τόν Οὐρανό, μέχρι τόν Παράδεισο. Αὐτός ἐβίωσε τήν κλίμακα ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τήν κλίμακα πού ἐκτείνεται ἀπό τόν πυθμένα τῆς κολάσεως τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν κορυφή τοῦ παραδείσου. Ἐβίωσε καί ἔγραψε. Ἄνθρωπος πολύ μορφωμένος, πολύ σπουδαγμένος. Ἄνθρωπος πού ὡδήγησε τήν ψυχή του εἰς τάς ὁδούς τοῦ Χριστοῦ, πού τήν ὡδήγησε ὁλόκληρη ἀπό τήν κόλασι στόν παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἀναμαρτησία, καί πού θεόσοφα μᾶς περιέγραψε ὅλη αὐτή τήν πορεία, τί δηλαδή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πολεμώντας μέ τόν κάθε διάβολο πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἁμαρτία.
Μέ τήν ἁμαρτία μᾶς πολεμάει ὁ διάβολος, καί μένα καί σένα, ἀδελφέ μου καί ἀδελφή μου. Σέ πολεμάει μέ κάθε ἁμαρτία. Μήν ἀπατᾶσαι, μή νομίζῃς πώς κάποια μικρή καί ἀσθενής δύναμις σοῦ ἐπιτίθεται. Ὄχι! Αὐτός σοῦ ἐπιτίθεται! Ἀκόμη κι’ ἄν εἶναι ἕνας ρυπαρός λογισμός, μόνο λογισμός, γνώριζε ὅτι αὐτός ὁρμᾶ κατεπάνω σου. Λογισμός ὑπερηφανείας, κακῆς ἐπιθυμίας, φιλαργυρίας,... ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος λογισμῶν ἔρχεται κατεπάνω σου ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Καί σύ, τί εἶσαι ἐσύ;
Ὤ, Κλίμακα τοῦ Παραδείσου! Πῶς, πάτερ Ἰωάννη, μπόρεσες νά στήσῃς αὐτή τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό; Δέν τήν ἔσχισαν οἱ δαίμονες, δέν τήν ἔκοψαν, δέν τήν ἔσπασαν; Ὄχι!... Ἡ νηστεία του ἦταν μιά φλόγα, μιά φωτιά, μιά πυρκαϊά. Ποιός διάβολος θά τήν ἄντεχε; Ὅλοι ἔφυγαν πανικοβλημένοι, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν κινηγημένοι ἀπό τήν ἔνδοξη καί θεία του προσευχή, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν τρομοκρατημένοι ἀπό τήν νηστεία του, ὅλοι οἱ δαίμονες ἐξαφανίσθηκαν ἀπό τήν πύρινη, τήν φλογερή, προσευχή του.
Ἡ Κλίμακα τοῦ Παραδείσου!
Τί εἶναι αὐτή; Εἶναι οἱ ἅγιες ἀρετές, οἱ ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές: ἡ ταπείνωσις, ἡ πίστις, ἡ νηστεία, ἡ πραότης, ἡ ὑπομονή, ἡ ἀγαθότης, ἡ καλωσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ φιλαλήθεια, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, τά παθήματα χάριν τοῦ Χριστοῦ. Αὐτές καί ἄλλες πολλές ἅγιες καινοδιαθηκικές ἀρετές. Κάθε ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου· αὐτό εἶναι ἀρετή. Τήν τηρεῖς; Τήν ἐφαρμόζεις; Π.χ. τήν ἐντολή του περί νηστείας τήν τηρεῖς, τήν ἐφαρμόζεις; Ἡ νηστεία εἶναι ἁγία ἀρετή, εἶναι σκαλοπάτι τῆς κλίμακος ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό. Ἡ νηστεία, ἡ εὐλογημένη νηστεία, ὅπως καί ὅλη ἡ κλίμακα ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό.
Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνας μικρός παράδεισος. Κάθε ἀρετή τρέφει τήν ψυχή σου, τήν κάνει μακαρία, κατεβάζει στήν ψυχή σου θεία, οὐράνια ἀνάπαυσι. Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνα χρυσό καί διαμαντένιο σκαλοπάτι στήν κλίμακα τῆς σωτηρίας σου, στήν κλίμακα πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν Οὐρανό, πού ἐκτείνεται ἀπό τήν δική σου κόλασι μέχρι τόν δικό σου παράδεισο. Γι’ αὐτό καμμία ἀπό αὐτές δέν εἶναι ποτέ μόνη της. Ἡ πίστις στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν εἶναι ποτέ μόνη της. Ἐκδηλώνεται μέ τήν προσευχή, μέ τήν νηστεία, μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τήν ταπείνωσι, μέ τά παθήματα χάριν τοῦ πλησίον. Ὅχι μόνο ἐκδηλώνεται ἀλλά καί ζῆ κάθε ἀρετή, ἐπειδή ὑπάρχει ἡ ἄλλη ἀρετή. Ἡ πίστις ζῆ μέ τήν προσευχή, ἡ προσευχή ζῆ μέ τήν νηστεία, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν προσευχή, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τρέφεται μέ τήν εὐσπλαχνία. Ἔτσι κάθε ἀρετή ζῆ διά τῆς ἄλλης. Καί ὅταν μία ἀρετή κατοικήσῃ στήν ψυχή σου, ὅλες οἱ ἄλλες θά ἀκολουθήσουν, ὅλες σιγά-σιγά ἀπό αὐτήν θά προέλθουν καί θά ἀναπτυχθοῦν δι’ αὐτῆς καί μαζί μέ αὐτήν.
Ναί, ἡ κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Πές ὅτι νηστεύω μέ φόβο Θεοῦ, μέ εὐλάβεια, μέ πένθος, μέ δάκρυα. Μετά ὅμως τά παρατάω. Νά, ἄρχισα νά κτίζω τήν κλίμακα καί ἐγώ ὁ ἴδιος τήν γκρέμισα, τήν ἔσπασα. Ἐσύ πάλι, ἐσύ, νηστεύεις συχνά, ἐγκρατεύεσαι ἀπό κάθε σωματική τροφή. Ἀλλά νά, τόν καιρό τῆς νηστείας ἀφήνεις νά κατοικήσῃ στήν ψυχή σου ἡ ἁμαρτία, νά σπείρωνται στήν ψυχή σου διάφοροι ἀκάθαρτοι λογισμοί, ἐπιθυμίες. Σέ σένα ἀνήκει νά τούς διώχνῃς ἀμέσως μακρυά σου μέ τήν προσευχή, τό πένθος, τήν ἀνάγνωσι ἤ μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄσκησι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ, ἐνῶ νηστεύῃς σωματικῶς, τρέφῃς τήν ψυχή σου μέ κάποια ἁμαρτία ἤ μέ κάποιο κρυφό πάθος, νά! ἐσύ, ἐνῶ ἀρχίζῃς νά χτίζῃς ἕνα-ἕνα τά σκαλοπάτια τῆς νηστείας ἀπό τήν γῆ πρός τόν Οὐρανό, ἐσύ ὁ ἴδιος πάλι τά γκρεμίζεις, τά καταστρέφεις.
Ἡ νηστεία ἀπαιτεῖ εὐσπλαχνία, ταπείνωσι, πραότητα. Ὅλα αὐτά πᾶνε μαζί. Εἶναι σάν ἕνα συνεργεῖο οἰκοδόμων, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ἡ προσευχή. Αὐτή εἶναι ὁ ἀρχιμάστορας, ὁ ἀρχιτέκτονας, ὁ ἀρχιμηχανικός τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, τῶν πνευματικῶν μας ἐφέσεων, τῆς κλίμακος πού θά στήσουμε μεταξύ γῆς καί Οὐρανοῦ. Ἡ προσευχή κατέχει τήν πρώτη θέσι. Ὅταν ἡ προσευχή ἐγκατασταθῇ στήν καρδιά σου καί αὐτή φλέγεται ἀπό ἀδιάλειπτη δίψα γιά τόν Κύριο, ὅταν Αὐτόν συνέχεια βλέπει, Αὐτόν συνέχεια αἰσθάνεται, τότε μέ τήν προσευχή εἰσάγεις στήν ψυχή σου ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Τότε ὁ μηχανικός (ἡ προσευχή) ἔχει ἄριστους τεχνίτες, κτίζει γρήγορα-γρήγορα θαυμάσιες κλίμακες ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τίς κλίμακες τῶν σταδιακῶν σου ἀναβάσεων πρός τόν Θεό, πρός τήν τελειότητά Του. Ὅταν ἔχῃς δύναμι, δυνατή προσευχή, τότε καμμία νηστεία δέν θά σοῦ εἶναι δύσκολη, τότε καμμία ἀγάπη δέν θά σοῦ εἶναι ἀδύνατη. Ἁγία εὐαγγελική ἀγάπη!
Ἡ προσευχή ἁγιάζει τά πάντα μέσα σου, τήν κάθε ἄσκησί σου, τόν κάθε λογισμό σου, τήν κάθε αἴσθησί σου, τήν κάθε διάθεσί σου. Προσευχή! Δύναμις θεϊκή, τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος γιά νά ἁγιάζουμε ὁ,τιδήποτε ἐναγές μέσα μας, στήν ψυχή μας. Ἡ προσευχή σέ ἑνώνει μέ τόν Πανεύσπλαχνο Κύριο, καί Αὐτός ἐκχέει μέσα στήν καρδιά σου τήν συμπάθεια γιά κάθε ἄνθρωπο, γιά τόν ἁμαρτωλό, γιά τόν ἀδελφό πού εἶναι ἀδύναμος ὅπως καί σύ, πού πέφτει ὅπως καί σύ, ἀλλά καί πού μπορεῖ νά σηκωθῇ ὅπως καί σύ· πού τοῦ χρειάζεται ὅμως ἡ δική σου βοήθεια, ἡ ἀδελφική σου βοήθεια, ἡ προσευχητική σου βοήθεια, ἡ ἐκκλησιαστική σου βοήθεια. Τότε, ὅταν δώσῃς βοήθεια, χωρίς ἀμφιβολία θά κτίσῃς τήν δική σου κλίμακα, τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ ἀπό τήν κόλασί σου στόν παράδεισό σου· τότε, μέ βεβαιότητα στήν καρδιά θά ἀνεβαίνῃς ἀπό σκαλοπάτι σέ σκαλοπάτι, ἀπό ἀρετή σέ ἀρετή, καί θά φθάσῃς ἔτσι στήν κορυφή τῆς κλίμακος, στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν οὐράνιο Παράδεισο.
Ὅλα τά ἔχουμε, καί σύ καί ἐγώ: ἐννέα Μακαρισμοί, ἐννέα ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Αὐτό εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς νηστείας, τό εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Ἀρετές, ἀδελφοί, μεγάλες ἀρετές. Τίς δύσκολες ἀσκήσεις τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς, τῆς ταπεινώσεως, ὁ Κύριος τίς παρουσίασε ὡς Μακαρισμούς. Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. ε΄ 3)...
Ἡ ταπείνωσις! Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πίστεώς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀρετῆς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀναβάσεώς μας πρός τόν Οὐρανό, αὐτή εἶναι τό θεμέλιο τῆς κλίμακός μας. Κύριε, ἐγώ εἶμαι ἕνα τίποτα, Ἐσύ εἶσαι τό πᾶν! Ἐγώ τίποτα, Ἐσύ τό πᾶν! Ὁ νοῦς μου εἶναι τίποτα μπροστά στόν δικό Σου Νοῦ, τό πνεῦμα μου εἶναι τίποτα μπροστά στό Πνεῦμα Σου, ἡ καρδιά μου, ἡ γνῶσις μου... ὤ! τίποτα, τίποτα, μπροστά στήν γνῶσι Σου Κύριε! Ἐγώ, ἐγώ, μηδέν, μηδέν... καί πίσω ἀπό αὐτό ἀναρίθμητα ἄλλα μηδενικά. Αὐτό εἶμαι ἐγώ μπροστά Σου, Κύριε.
Ἡ ταπείνωσις! Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἁγία ἀρετή, ἡ πρώτη χριστιανική ἀρετή. Ὅλα ἀρχίζουν ἀπό αὐτήν...
Ἀλλά οἱ Χριστιανοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πού οἰκοδομοῦμε τήν κλίμακα τῆς σωτηρίας μας, πάντοτε κινδυνεύουμε ἀπό τίς ἀκάθαρτες δυνάμεις. Ποιές εἶναι αὐτές; Οἱ ἁμαρτίες, οἱ ἁμαρτίες μας, τά πάθη μας. Καί πίσω ἀπό αὐτές ὁ διάβολος, ... Ὅπως οἱ ἅγιες ἀρετές οἰκοδομοῦν τήν οὐράνια κλίμακα μεταξύ Οὐρανοῦ καί γῆς, ἔτσι καί οἱ ἁμαρτίες μας φτιάχνουν μία σκάλα γιά τήν κόλασι. Κάθε ἁμαρτία. Ἄν ὑπάρχουν ἁμαρτίες στήν ψυχή σου, πρόσεχε! Ἄν κρατᾶς μῖσος στήν ψυχή σου μιά, δυό, τρεῖς, πενήντα μέρες, πρόσεξε νά δῇς σέ τί κόλασι ἔχει μεταβληθῆ ἡ ψυχή σου. Τό ἴδιο κι ἄν κρατᾶς θυμό, φιλαργυρία, αἰσχρή ἐπιθυμία... Καί σύ, τί κάνεις; Πραγματικά, μόνος σου φτιάχνεις μιά σκάλα γιά τήν κόλασι.
Ἀλλά ὁ Ἀγαθός Κύριος μᾶς δίνει θαυμαστό παράδειγμα. Νά, στό μέσον τῆς νηστείας, προβάλλει τόν μεγαλώνυμο, τόν θαυμάσιο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Ὅλος λάμπει ἀπό τίς ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Τόν βλέπουμε πῶς ἀνεβαίνει γρήγορα καί σοφά τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου, τήν ὁποία ἔστησε ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό. Ὡς διδάσκαλος, ὡς ἅγιος ὁδηγός, μᾶς δίνει τήν Κλίμακά του σέ μᾶς τούς Χριστιανούς ὡς πρότυπο γιά νά ἀνεβοῦμε ἀπό τήν κόλασι στόν Παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό...
Εὔχομαι ὁ ἐλεήμων καί μέγας ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης τῆς Κλίμακος... νά μᾶς χειραγωγῇ στούς ἀγῶνες μας ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ στόχο τίς ἅγιες ἀρετές· νά οἰκοδομήσουμε καί ἐμεῖς μέ τήν βοήθειά του τήν δική μας κλίμακα καί ἀκολουθώντας τον νά φθάσωμε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν Παράδεισο, ὅπου ὑπάρχουν ὅλες οἱ οὐράνιες ἀναπαύσεις, ὅλες οἱ αἰώνιες χαρές, ὅπου μαζί του ἐκεῖ θά δοξάζουμε τόν Βασιλέα ὅλων ἐκείνων τῶν ἀγαθῶν, τόν Αἰώνιο Βασιλέα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ᾯ ἡ δόξα καί ἡ τιμή νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον αγώνα μας κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία, που είναι ένας περιορισμός και μερική στέρηση των τροφών. Ανήκει και αυτή σ’ έναν ευρύτερο κύκλο ειδικών αγωνισμάτων της συγκεκριμένης περιόδου, που συνήθως τον ορίζουμε ως άσκηση.
Πάντοτε η άσκηση χαρακτηρίζει τη ζωή του Ορθόδοξου πιστού· περισσότερο τις περιόδους της νηστείας. Η Ορθοδοξία είναι στη φύση της ταπεινή και ασκητική.
Οι κύριες μορφές ασκήσεως που γνωρίζουμε στην Εκκλησία μας είναι η εγκράτεια, η νηστεία, η αγρυπνία, η ορθοστασία, οι γονυκλισίες, η χαμευνία, ο κόπος, η λιτότητα, η στέρηση και η πτωχεία, η αποφυγή της πολυλογίας και η κατά το δυνατόν σιωπή.
Άσκηση και πνευματικότητα
Η άσκηση αναφέρεται στο υλικό μέρος της υπάρξεώς μας. Τι σχέση μπορεί να έχει με την πνευματικότητά μας, την οποία ζητάει να αυξήσει η Μ. Τεσσαρακοστή;
Ο απόστολος Παύλος διδάσκει ότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός· ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. ε 17). Το κατώτερο μέρος της φύσεώς μας, που υπηρετεί τις επιθυμίες της σαρκός, επιθυμεί εναντίον του ανωτέρου μέρους της υπάρξεώς μας, εναντίον της πνευματικής μας φύσεως, που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα. Και το αντίθετο· το ανώτερο και πνευματικό μέρος της υπάρξεώς μας επιθυμεί κατά του κατωτέρου. Σάρκα και πνεύμα είναι αντίθετα μεταξύ τους, βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση, σε πόλεμο αδυσώπητο και σκληρό. Ποιό θα υπερισχύσει; Που πρέπει να δώσουμε το βάρος; Ποιό από τα δύο πρέπει να ενισχύσουμε; Διότι είναι φανερό ότι όσο ενισχύεται το ένα, τόσο ατονεί και αποδυναμώνεται το άλλο.
Όσο αφαιρείς από τη σάρκα, τόσο κάνεις την ψυχή να λάμπει από την πνευματική της ευεξία, λέει ο Μ. Βασίλειος: «Όσον υφαιρείς της σαρκός, τοσούτον ποιήσεις της πνευματικής ευεξίας την ψυχήν αποστίλβειν»[1]. Γι’ αυτό και συμβουλεύει: Πρόσεξε μήπως ενισχύσεις πολύ τη σάρκα και δώσεις έτσι μεγάλη δύναμη και εξουσία στο κατώτερο. Όπως στη ζυγαριά, αν δώσεις μεγαλύτερο βάρος στον ένα ζυγό, κάνεις ελαφρότερο τον άλλον, έτσι συμβαίνει και στη σχέση του σώματος με την ψυχή. Όταν υπερτερεί το ένα, αναγκαστικά ελαττώνεται το άλλο. Όταν ενισχύεται πολύ το σώμα και βαρύνεται με την παχυσαρκία, αναγκαστικά ο νους γίνεται αδρανής και άτονος στο να επιτελεί τη δική του αποστολή. Όταν αντίθετα η ψυχή ευεκτεί και με τη μελέτη των αγαθών ανεβαίνει στο ύψος που της ταιριάζει, φυσικό είναι να μαραίνονται οι σωματικές συνήθειες και απαιτήσεις[2].
Σκοπός της ασκήσεως είναι η επικράτηση του πνεύματος, η ανάδειξη της ψυχής, η ανακάλυψη της εικόνας του Θεού στα βάθη του ανθρώπου, η καταξίωσή του. Με την άσκηση γινόμαστε περισσότερο άνθρωποι. Διότι με την άσκηση ζει περισσότερο η ψυχή μας, και η ψυχή είναι βασικά που μας καθιστά ανθρώπους. Έλεγε κάποιος που, όταν γνώρισε την πίστη, άρχισε να ζει και με νηστεία: «Όσο νηστεύω, τόσο νιώθω να ζωντανεύει η ψυχή μέσα μου, υποχωρεί η σάρκα και έρχεται η ψυχή στην επιφάνεια. Όπως όταν υποχωρούν τα νερά, βγαίνει στην επιφάνεια ο πυθμένας με όλο τον πλούτο του».
Με την άσκηση κάνουμε πνευματική τη σάρκα μας. Και αν δεν γίνει αυτό, αν δεν γίνει πνευματική η σάρκα μας, τότε αναγκαστικά γίνεται σαρκικό το πνεύμα μας. Ο άνθρωπος, που πλάσθηκε «καθ’ ομοίωσιν Θεού», γίνεται όλος σάρκα!…
Η άσκηση μας βοηθάει να παίρνουμε την προσοχή μας από τον έξω άνθρωπο και να στρεφόμαστε εντός μας. Ανακαλύπτουμε τον «έσω» άνθρωπο», ζει «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», πεθαίνει ο παλαιός και ανασταίνεται μέσα μας «ο καινός άνθρωπος ο κατά Θεόν κτισθείς» (Εφ. γ 16, Α Πέτρ. γ 4, Εφ. δ 24). Με την άσκηση επομένως φέρνουμε στην επιφάνεια τον αληθινό άνθρωπο και ανακαλύπτουμε τον Θεό, διότι ο Θεός κρύβεται στα βάθη μας.
Καταλαβαίνουμε έτσι τι σημασία έχει το να φάμε κάτι η να μην το φάμε. Ότι δεν είναι παράδοξο να πούμε: «Αυτό δεν θα το φάω για την αγάπη του Χριστού». Καταλαβαίνουμε με την άσκηση τι σχέση μπορεί να έχει το φαγητό με την αγάπη του Θεού. Και ότι ο Θεός με την άσκηση, π.χ. με τη νηστεία, δεν θέλει να μας στερήσει το φαγητό, αλλά να μας βοηθήσει να το φάμε σωστά, έτσι που να μην τρέφει μόνο το σώμα, αλλά να χορταίνει και την ψυχή. Από την Κυριακή των Απόκρεω και για περισσότερες από 50 μέρες δεν τρώμε κρέας. Αυτό μας βοηθάει, εφόσον με το σωστό πνεύμα νηστεύουμε, όταν θα φάμε το κρέας την Κυριακή του Πάσχα, να το φάμε με τέτοιον τρόπο, που να αυξάνει και το φαγητό τη χαρά της γιορτής και να δοξάζεται έτσι ο Θεός και με το φαγητό μας: «Είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α Κορ. ι 31).
Ο Χριστιανός δεν μπορεί πάντα να καλοπερνά, δεν είναι δυνατόν ο πνευματικός αγωνιστής να ζει διαρκώς με ανέσεις. Μέσα στην Αγία Γραφή ο αυθεντικός αγωνιστής της πίστεως παρουσιάζεται συχνά με τις εκφραστικές εικόνες του στρατιώτη, του μαχητή, του αθλητή, του δρομέα, του παλαιστή, του πυγμάχου. Δηλαδή του ασκητή.
Οι αθλητές ζουν με άσκηση που θα μπορούσαμε να την ζηλέψουμε οι σύγχρονοι Χριστιανοί. Εμείς ζούμε συνήθως με καλοπέραση και δεν θέλουμε να στερηθούμε όχι βέβαια τα απαραίτητα, αλλά ούτε και τα περιττά, εκείνα που συντελούν στο να ζούμε μια άνετη ζωή. Αλλά «ουδείς εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως»[3].
Οι αθλητές ζουν με πολλούς περιορισμούς, με πρόγραμμα, με ειδική αυστηρή δίαιτα, με συχνές εξαντλητικές ασκήσεις. Και αυτό για να πετύχουν μια καλύτερη επίδοση, να βελτιώσουν έστω ελάχιστα το άλμα τους, να φθάσουν στο τέρμα του δρόμου έστω κατά ένα ελάχιστο διάστημα χρόνου πιο μπροστά από τους άλλους, να ρίξουν τη σφαίρα έστω ένα εκατοστό πιο μακριά. Πόσοι κόποι και πόση αφοσίωση για κάτι τόσο μικρό και λίγο! Εμείς δεν θα καταβάλουμε τη μικρή προσπάθεια που απαιτείται, όχι για να φθάσουμε λίγο πιο πέρα, αλλά για να υπερβούμε τα όρια αυτού του κόσμου και να εισέλθουμε στην αιωνιότητα; Εμείς δεν θα κάνουμε λίγη άσκηση, όχι για να πετύχουμε για μια μόνο στιγμή ένα άλμα ελάχιστα πιο ψηλά από τη γη, αλλά για ν’ ανεβούμε και να ζήσουμε αιώνια στον ουρανό, στον Παράδεισο του Θεού;
[1] Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας Λόγος Β΄, ΕΠΕ 6, 56.
[2] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ 6, 224.
[3] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, Λόγος Δ΄, σελ. 17.
Πηγή: (αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου, από το βιβλίο «Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα», εκδ. Ο Σωτήρ), Χριστιανική Φοιτητική Δράση
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η' 34).
Αίροντες τον σταυρό, ευαρεστούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό, Τον ακολουθούμε. Αν ακολουθούμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να ακολουθούμε Εκείνον. Όποιος δεν απαρνηθή τον εαυτό του, δεν μπορεί να Με ακολουθήση (Ματθ. ι' 38).
Αν ακολουθήσης τον δικό σου νου και όχι τον νου του Χριστού, αν ακολουθήσης το θέλημά σου και όχι το θέλημα του Χριστού, όπως αναφέρεται στο άγιο Ευαγγέλιο, η ψυχή σου δεν είναι καθαρή, δεν είναι αγιασμένη, είναι χαμένη στην ζούγκλα των ψυχοφθόρων και φρικτών πλανών. Διότι η αμαρτία, το κακό, κατόρθωσε να χτίση μέσα μας, δίπλα σε εκείνη την θεοειδή ψυχή που ελάβαμε από τον Θεό, την δική της ψυχή. Αν η αμαρτία μας γίνη έξις, δημιουργεί μέσα μας την δική της ψυχή. Αν πράττωμε την αμαρτία, εκείνη σταδιακά μορφώνεται στην ψυχή μας. Κοντά σε εκείνη την θεοειδή ψυχή, την οποία ο Θεός σου έδωσε, εσύ φέρνεις ένα ξένο, ο οποίος σε αιχμαλωτίζει. Αυτός διαφεντεύει, ενώ ό,τι θεϊκό είναι μέσα σου, είναι σαν κοιμισμένο, σαν μουδιασμένο. Το απέρριψες, και εκείνο δεν ζη μέσα σου, πεθαίνει.
Η αμαρτία δημιουργεί μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεί μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της αντίληψι για τον κόσμο. Η αμαρτία επιδιώκει να καταλάβη την θέσι του Θεού στην ψυχή σου, την θέσι της Εικόνος του Θεού. Αυτό θέλει να κάνη η αμαρτία. Η αμαρτία στην πραγματικότητα θέλει να στερήση τον άνθρωπο από εκείνες τις θεϊκές ωραιότητες που έχει στην ψυχή του. Ναι, αυτός ο διάβολος αγωνίζεται δια μέσου της αμαρτίας να δημιουργήση μέσα σου και μέσα μου την δική του εικόνα. Διότι η αμαρτία πάντοτε ομοιάζει στον διάβολο. Πάντοτε, όταν την εναγκαλιζόμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στην ψυχή μας την δική του σκοτισμένη μορφή. Έτσι, με την αμαρτία, με την έξι στην αμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ένα άλλο εγώ, μία άλλη ψυχή, ένας άλλος εαυτός, εκείνος ο εαυτός, τον οποίο ζητεί ο Κύριος να απαρνηθούμε: «ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω» (Ρωμ. ζ' 19). Το κακό το δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι, ενώ το καλό είναι από τον Θεό, λέγει ο απόστολος Παύλος (Α' Τιμ. δ' 4). Εγώ θέλω να ζω σωστά, αλλά την δύναμι να το κάνω δεν την έχω. Δεν βρίσκω την δύναμι γι' αυτό, δεν βρίσκω την δύναμι μέσα μου.
Να, το σημερινό Ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει τον τρόπο για να πραγματοποιήσουμε στην ζωή μας το καλό που επιθυμούμε. Αυτός είναι η απάρνησις του εαυτού σου, της αμαρτίας σου, αυτής της αμαρτωλής ψυχής που δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου. Με την νηστεία στην πραγματικότητα απωθούμε την αμαρτωλότητα που είναι μέσα μας. Αντικαθιστούμε σταδιακά τον εαυτό μας με τον Χριστό, μέχρις ότου φθάσουμε στην τελειότητα που έφθασε ο απόστολος Παύλος, ο οποίος λέγει: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β' 20). Να, τι σημαίνει «απαρνησάσθω εαυτόν»: Σημαίνει να απαλείψουμε όλες τις (κακές) μας επιθυμίες, κάθε τι ανθρώπινο, εφάμαρτο, και να τα αντικαταστήσουμε με τον Χριστό. Να αλλάξουν, να γίνουν όλα Χριστός!
«Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκ. η' 35). Εάν, βεβαίως, απαρνηθούμε κάθε αμαρτία μας, κάθε πάθος μας· και αν ξέρουμε, αν αισθανόμαστε και αν θέλουμε να γίνη ο Χριστός ψυχή μέσα στην ψυχή μας, καρδιά μέσα στην καρδιά μας, να αντικαταστήση τον εαυτό μας, το εγώ μας με τον Εαυτό Του. Αυτή είναι η μόνη οδός, για να φυλάξουμε εγώ και εσύ και κάθε άνθρωπος την ψυχή μας από την κόλασι, από την καταστροφή, από τον διάβολο, από κάθε κακό, από τα αιώνια βάσανα, να βρούμε μέσα μας εκείνη την θεοειδή ψυχή, εκείνη την θεϊκή ψυχή, την οποία ο Θεός μας έδωσε.
Θεοειδής ψυχή! -Πού είναι άραγε;- Στον Χριστό. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να μας ειπή: Να, έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Εκείνος, ο Θεός, έγινε άνθρωπος. Εκείνος έδειξε στον εαυτό Του την Εικόνα του Θεού. Εμείς είμαστε πλασμένοι κατ' Εικόνα Θεού. Οφείλουμε να ζούμε σύμφωνα με αυτήν. Τί είναι ο νους μας; Εικόνα του νου του Χριστού, του νου του Θεού. Η δική μας υποχρέωσις είναι να κάνουμε τον νου μας όμοιο με τον νου του Χριστού, δηλαδή να χριστοποιήσουμε όλο τον νου μας και να μπορούμε να πούμε με τον απόστολο Παύλο: «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α' Κορ. β' 16). Αλλά μέχρι να ταυτίσουμε το θέλημά μας με το θέλημα του Χριστού, του Θεού, το δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, είναι πάντα αδύνατο, πάντα σκοντάφτει και βυθίζεται στην αμαρτία. Εάν έχουμε τον Κύριο Ιησού Χριστό ως το αιώνιο πρότυπό μας, το αιώνιο όραμά μας, τότε ταυτίζουμε τον εαυτό μας με το δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δεν θέλω να γίνη το θέλημά μου, αλλά το δικό Σου (Κύριε). «Πάτερ ημών, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης».
Όταν εμείς, τηρώντας τις εντολές του Θεού, θέλουμε να θεραπεύσουμε το θέλημά μας από όλες τις αδυναμίες, από όλες τις αρρώστειες του, από όλο τον θάνατό του, στην πραγματικότητα θεραπεύουμε τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία και εξορίζουμε από τον εαυτό μας κάθε τι εφάμαρτο. Ναί! Όσο ολόκληρος ο άνθρωπος επιποθεί τον Θεό, όσο στ' αλήθεια αγωνίζεται να απαρνηθή τον εαυτό του και να ακολουθή τον Χριστό, να σηκώνη τον Σταυρό, να σηκώνη τον Σταυρό του Χριστού, τότε αληθινά λαμβάνει από τον Κύριο Ιησού Χριστό την θεία δύναμι. Διότι, όπως έχει λεχθή, ο Σταυρός «ημίν τοις σωζομένοις δύναμις Θεού εστί» (Α' Κορ. α' 18). Ημίν, για μένα και για σένα και για κάθε άνθρωπο. Όταν αποφασίσης να βιάσης τον εαυτό σου να σηκώσης τον σταυρό σου, να! εσύ την ίδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αυτή την δύναμι την δίνει ο Κύριος για να μπορέσης να νικήσης κάθε αμαρτία μέσα σου, να μπορέσης να νικήσης κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, να μπορέσης να παιδαγωγήσης την γλώσσα σου να μη λέγη άπρεπα λόγια, να παιδαγωγήσης το μάτι σου να μη βλέπη εκείνα που δεν πρέπει να βλέπη. Όλη η ζωή σου να γίνη χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν του Χριστού. Για να εγκατοικίσης τον Χριστό μέσα σου! Να, αυτός είναι ο σκοπός μας, αυτό είναι το όραμά μας, αυτό είναι η ανάπαυσις και η ειρήνη και ο αιώνιος παράδεισος της ψυχής μας, κάθε ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς τον Χριστό η ανθρώπινη ψυχή δεν ειρηνεύει...
Η δική μας οδός, η οδός των Αγίων και της νηστείας, είναι βία στον εαυτό μας να πράττωμε κάθε αγαθό, διηνεκής βία του εαυτού μας προς κάθε καλό. Διότι η φύσις μας δεν θέλει το καλό. Εκείνη κλίνει στο κακό. Εσύ όμως βίασε τον εαυτό σου να πνίγης κάθε κακό που υπάρχει μέσα σου. Ο Κύριος θα σου δώση την δύναμι της Αναστάσεως για να κάνης πραγματικά κάθε καλό. Να σηκώνουμε τον σταυρό μας, να χριστοποιούμε τον εαυτό μας και να προσέχουμε ότι νηστεία δεν είναι άλλο από το να αντικαταστήσουμε τον εαυτό μας με τον Χριστό, τον Θεό μας. Μέσω κάθε αρετής ο άνθρωπος πρέπει να αντικαθιστά τον εαυτό του με τον Θεό, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Διότι, «θεός η αρετή», όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος. Και αυτή η θεία δύναμις είναι πιο δυνατή από αυτόν εδώ τον κόσμο, αυτή η δύναμις μας χαρίσθηκε για να υπερνικούμε κάθε κακό, να υπερνικούμε κάθε αμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι. Βίασε τον εαυτό σου σε κάθε καλό και ο Αγαθός Κύριος θα σου δώση την δύναμι της Αναστάσεως, ώστε να πορεύεσαι από την μεγαλύτερη θλίψι στην μικρότερη και από την μικρότερη χαρά στην μεγαλύτερη χαρά. Να βαδίζουμε όλοι προς την βασιλεία των ουρανών, έως ότου μπορέσουμε να πούμε με την Χάρι του Θεού και εμείς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν ζω πλέον εγώ· εσύ ζης μέσα μου δια των αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών». Σε Εσένα ανήκει η δόξα και η ευχαριστία, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
[Μετάφρασις αδελφών της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, από το βιβλίο PASHALNE BESEDE (Πασχαλινές Ομιλίες), Βελιγράδι 1998]
Πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», τ.31, 2006, Περιοδική έκδοσις υπό των πατέρων της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους), Η άλλη όψη
Αδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοιαν από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε; Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Ημπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να ειπή: «ευχαριστώ τον Θεόν, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.
Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.
Ότι αυτό είναι αληθές το επιβεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, στους λόγους του περί του Δαυίδ, εξηγώντας εκεί τον πεντηκοστόν ψαλμό. Λέγει ότι είναι δυνατόν κάποιος που έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρετών και περιουσίαν πολλήν, και διαπρέπει στα κοσμικά πράγματα, να ημπορή όχι μόνον αυτό, το να κλαίη δηλαδή καθημερινώς και να προσεύχεται και να μετανοή, αλλά και να φθάση στην τελειότητα της αρετής εάν θέλη, και να λάβη Πνεύμα Άγιον και να γίνη φίλος του Θεού και να απολαμβάνη την θέαν του, όπως υπήρξαν πριν από την παρουσίαν του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και στα Σόδομα ο Λωτ και, για να αφήσω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, ο Μωυσής και ο Δαυίδ. Στην δε νέαν χάρη και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος μας, ο αλιεύς και αγράμματος Πέτρος, ο οποίος μαζί με την πενθερά του και τους άλλους εκήρυττε τον Θεόν που τότε εφανερώθη. Τους δε άλλους ποίος θα τους απαριθμήση, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τους αστέρες του ουρανού; Βασιλείς, αρχιερείς, εξουσιαστάς, για να μην ειπώ τους πτωχούς και όσους έζησαν μόνο με τα απαραίτητα, των οποίων οι πόλεις και οι οικίες και οι ναοί που εκείνοι φιλοτίμως ανήγειραν, τα γηροκομεία και τα ξενοδοχεία, σώζονται και υπάρχουν μέχρι τώρα; Όλα αυτά και όταν ήσαν ακόμη εκείνοι στην ζωή τα κατείχαν και τα χρησιμοποιούσαν ευσεβώς, όχι ως κύριοί των, αλλά ως δούλοι του Δεσπότου μετεχειρίζοντο αυτά τα οποία τους έδωσε ο Κύριος, όπως ήταν αρεστόν σ’ Εκείνον, «χρησιμοποιώντας μεν τω κόσμω, ου καταχρώμενοι δε», σύμφωνα με τον Παύλον. Γι’ αυτό και τώρα, στην παρούσα ζωή, έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και στους ατελευτήτους αιώνας, στην Βασιλείαν του Θεού, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και μάλιστα εάν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονηταί των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσέχαμε τον εαυτόν μας, ουδεμίαν ανάγκη θα είχαμε αποταγής ή κουράς ή της φυγής από τον κόσμο. Και για να σε βεβαιώσω γι’ αυτό άκουσε!
Ο Θεός από την αρχήν έκαμε τον άνθρωπο βασιλέα όλων όσων υπάρχουν επάνω στην γην, αλλά και αυτών που ευρίσκονται κάτω από τoν θόλον του ουρανού. Διότι βέβαια ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, για τoν άνθρωπον εδημιουργήθησαν. Τι λοιπόν; Άραγε επειδή ήταν βασιλεύς όλων αυτών των ορατών, εβλάπτετο από αυτά στην απόκτηση της αρετής; Όχι, καθόλου, αλλά εάν εζούσε ευχαριστώντας τον Θεόν, ο οποίος τα εδημιούργησε και του τα έδωσε όλα, ακόμη περισσότερο θα ευδοκιμούσε. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολήν του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τoν εαυτόν του από την δόξαν του Θεού. Επειδή όμως το έκαμε αυτό, δικαίως εξεδιώχθη, εξωρίσθη, έζησε και απέθανε. Και θα σας ειπώ ένα πράγμα το οποίον, νομίζω, κανείς δεν το απεκάλυψε σαφώς, αλλά έχει λεχθεί σκιωδώς. Ποίον; Άκου την Θείαν Γραφή που λέγει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ (μετά την παράβασιν εννοώ). Αδάμ πού ει;». Γιατί το είπεν αυτό ο ποιητής του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρη σε συναίσθηση, και καλώντας τον σε μετάνοια, λέγει «Αδάμ πού ει;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε την γύμνωσή σου! Κοίτα ποίον ένδυμα, ποίαν δόξαν εστερήθης. «Αδάμ πού ει;». Σαν να τον παρακαλή και να του λέγη: «Ναι, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, άφησε τον τόπον όπου είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Ειπέ «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέγει αυτό, ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέγω, διότι ιδικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέγει; «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω, και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Και τι του απήντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμίαν Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, πού ει:», και εκείνος δεν ωμολόγησε ευθύς την αμαρτίαν, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα, Κύριε και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν ωργίσθη, δεν τον απεστράφη αμέσως και οριστικώς, αλλά του δίδει ευκαιρίαν να αποκριθή και δευτέραν φορά, και λέγει: «τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει; Ει μη εκ του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: «Τι λέγεις, ότι είσαι γυμνός, του λέγει, κρύβεις όμως την αμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνον το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδίαν και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ, επειδή απατήθη, ήλπιζεν ότι ο Θεός δεν εγνώριζε την αμαρτίαν του, και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν ειπώ ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου ειπή: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του ειπώ: δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω, και θα απολαύσω πάλι την πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξη, τουλάχιστον δεν θα με εξορίση!». Ενώ συλλογίζετο αυτά, όπως και τώρα κάμουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύπτουν τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάση το κρίμα του, λέγει: «Και πόθεν έγνως ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Σαν να λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ότι κρύπτεσαι από εμέ; Δεν γνωρίζω εγώ τι έπραξες; Δεν λέγεις το «Ήμαρτον»; Ειπέ, πτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβην την εντολήν σου, έπταισα ακούοντας την συμβουλή της γυναικός, έσφαλα πολύ ακολουθώντας τον λόγο της και παρακούοντας τον ιδικόν σου, ελέησόν με! Αλλά δεν λέγει τούτο, δεν ταπεινώνεται. Νεύρον από σίδερον ο αυχένας της καρδίας του, όπως ακριβώς είναι και ο ιδικός μου. Διότι εάν έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο, και όλον εκείνον τον κύκλο των μυρίων κακών, τον οποίον υπέστη όταν εξωρίσθη και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους πολλούς αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με έναν μόνον λόγο.
Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθή να ομιλήσω. Και άκου την συνέχεια, για να γνωρίσης ότι τα λόγια μου είναι αληθινά, και τίποτε δεν είναι ψεύδος από όλα αυτά. Είπεν ο Θεός στον Αδάμ. «Ην ώραν φάγεσθε από του ξύλου, ου ενετειλάμην υμίν τούτου μόνον μη φαγείν, θανάτω αποθανείσθε», δηλαδή τον ψυχικόν θάνατο, πράγμα που και έγινε την ιδίαν ώρα, γι’ αυτό και εγυμνώθη από την αθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δεν είπεν ο Θεός και τίποτε περισσότερον δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήση, και θέλοντας να τον συγχωρήση, όταν αυτός μετανοούσε, με τίποτε περισσότερον, όπως είπαμε, δεν τον απείλησε. Επειδή όμως ηρνήθη την αμαρτίαν του, και δεν μετενόησε ούτε όταν ηλέγχθη από τον Θεόν (διότι είπε: «Η γυνή, ην δέδωκάς μοι, αύτη με ηπάτησεν», σαν δηλαδή να λέγη στον Θεόν. «Σύ έπταισες. Η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αύτη με εξηπάτησε»), γι’ αυτό και ο Θεός του λέγει: «Εν κόπω και ιδρώτι φαγή τον άρτον σου, και ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι η γη» και τελευταία ότι «γη ει και εις γην απελεύση». Ήθελα να μετανοήσης, λέγει, και να επανέλθης στην προηγουμένην σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομακρυνσή σου θα σου είναι αρκετή για παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα, και στο χώμα θα επιστρέψης.
Γνωρίζεις λοιπόν τώρα ότι, επειδή μετά την παράβαση δεν μετενόησε να ειπή «Ήμαρτον», εξορίζεται και προστάσσεται να ζη με κόπο και ιδρώτα. Γι’ αυτό και κατεδικάσθη να επιστρέψη στην γην από την οποίαν ελήφθη. Και αυτό γίνεται φανερόν από την συνέχεια. Αφήνοντας λοιπόν αυτόν, έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξη ότι δικαίως και αυτή θα εξορισθή, αφού δεν θέλει να μετανοήση, και της λέγει: «Τι τούτο εποίησας;» για να ειπή τουλάχιστον αυτή το «Ήμαρτον». Διότι ποία άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεόν να της απευθύνη αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να ειπή: «Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και αθλία, και παρήκουσα εσέ τον Κυριόν μου. Ελέησόν με!». Αλλά δεν είπε αυτό. Και τι είπε; «Ο όφις εξηπάτησέ με». Ω τι αναισθησία! Και συνωμίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου ωμιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί του Θεού που σε έπλασε, και εθεώρησες προτιμοτέραν και αληθεστέραν την συμβουλήν εκείνου από την εντολήν του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή ημπόρεσε να ειπή το «Ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεόν. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου από αυτά ότι, εάν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθή, δεν θα είχαν κατακριθή, δεν θα είχαν καταδικασθή να επιστρέψουν στην γην από την οποία προήλθαν. Και τι έγινε έπειτα; Ακουσε!
Όταν εξεδιώχθησαν και έπεσαν ήδη από την αρχή μέσα στους ιδρώτες και τους σωματικούς κόπους, ήρχισαν δε να πεινούν και να διψούν, και συγχρόνως να ριγούν και να τρέμουν και να πάσχουν αυτά τα οποία και εμείς πάσχουμε σήμερα, αισθάνθησαν περισσότερο την δυστυχία και το κατάντημά τους, αλλά και την ιδίαν την κακοφροσύνη τους, και την ανέκφραστον φιλανθρωπία του Θεού. Περιπατώντας λοιπόν και καθήμενοι έξω από τον Παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιαν, εθρηνούσαν, εκτυπούσαν το πρόσωπο, εξερρίζωναν τα μαλλιά τους, καταδικάζοντας με οδυρμούς την σκληροκαρδία τους, και αυτό όχι μόνον μίαν ημέραν ούτε δύο ή δέκα, αλλά, πιστέψετέ το, σε όλην τους την ζωή. Και πώς δεν θα έκλαιαν πάντοτε και διαρκώς, ενθυμούμενοι εκείνον τον πράον και ήρεμον Δεσπότην, εκείνην την τρυφήν την ανέκφραστο, τα απερίγραπτα κάλλη των ανθέων εκείνων, την αμέριμνον εκείνην και ακοπίαστον ζωή, τις ανόδους και τις καθόδους των αγγέλων προς αυτούς; Διότι όπως εκείνοι που είχαν εκλεγή από κάποιον άρχοντα του παρόντος κόσμου ως προσωπικοί του υπηρέτες, όσον μεν διατηρούν ανόθευτον τον σεβασμό και την τιμή και την δουλεία προς τον κύριόν τους και αγαπούν αυτόν και τους ομοδούλους των, απολαμβάνουν και την προς αυτόν παρρησία και την εύνοια και την αγάπη του, ζώντας μέσα σε πολλήν άνεση και τρυφή και σπατάλη. Εάν όμως αλαζονευθούν κατά του κυρίου τους, και αποθρασυνθούν και αυθαδιάσουν εναντίον των συνδούλων τους, τότε εκπίπτουν από την προς αυτόν παρρησία και την αγάπη και την εύνοιάν του, εξορίζονται σε χώρα μακρινήν, και υποβάλλονται κατόπιν διαταγής του σε μυρίους πειρασμούς, μέσα σε κόπους και σε μεγάλες ταλαιπωρίες. Έτσι όλο και περισσότερον συνειδητοποιούν την άνεση την οποίαν απελάμβαναν, και πόσον εζημιώθησαν από την στέρησιν τόσων αγαθών.
Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι όσον ήσαν στον Παράδεισον, απελάμβαναν όλα εκείνα τα αγαθά, έπειτα όμως εξέπεσαν από αυτά και εξωρίσθησαν. Όταν αισθάνθησαν από πού έπεσαν, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιαν, επικαλούμενοι την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου τους. Αλλά Αυτός τι κάνει, ο πλούσιος σε έλεος και βραδύς σε τιμωρίες; Επειδή είδε ότι εταπεινώθησαν, την μεν απόφαση που είχε λάβει δεν την ματαιώνει εντελώς —αυτό το έκαμε προς σωφρονισμόν ιδικόν μας, και για να μην υπερηφανεύεται κανείς κατά του ποιητού των όλων— προγνωρίζοντας δε ως Θεός και την πτώση τους και την μετάνοιαν, είχε ορίσει από την αρχήν, οπωσδήποτε πριν να δημιουργήση τα πάντα, και τον καιρόν και τον χρόνον και πώς και πότε θα τους ανακαλέση από την εξορία, με τρόπο μυστικόν και από κάθε κτίσμα ανεξιχνίαστο. Πράγματι, ακόμη και αν όλα τα μυστήρια της Θείας αυτής οικονομίας αποκαλυφθούν σε κάποιους, και θελήσουν να τα γράψουν, δεν θα φθάση ούτε ο χρόνος ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, ούτε ο κόσμος όλος θα χωρέση τα βιβλία αυτά που θα γραφούν. Όπως λοιπόν από ευσπλαγχνίαν είχεν ειπεί και προορίσει από πριν, έτσι ακριβώς και έπραξε. Και αυτούς τους οποίους για την αναίδειάν τους και για την αμετανόητο καρδία και γνώμην εξεδίωξε από τον Παράδεισον, όταν μετενόησαν όπως έπρεπε, και εταπεινώθησαν αξίως, και έκλαυσαν, και εθρήνησαν, Αυτός ο ίδιος, ο μόνος Μονογενής Υιός και Λόγος, από μόνον τον προάναρχον Πατέρα, κατήλθεν, όπως όλοι γνωρίζετε, και όχι μόνον έγινε άνθρωπος όμοιος με εκείνους, αλλά και να αποθάνη όπως αυτοί κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον και επονείδιστον θάνατο. Κατήλθε δε και στον Άδη, και από εκεί τους ανέστησε. Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα έπαθε γι’ αυτούς, για να τους ανακαλέση από την μακράν εκείνην εξορίαν, εάν μετανοούσαν στον Παράδεισο, δεν θα τους συμπαθούσε; Και πώς όχι, αφού είναι από την φύση του φιλάνθρωπος, και τους εδημιούργησε ακριβώς γι’ αυτό, για να απολαμβάνουν δηλ. τα αγαθά του μέσα στoν Παράδεισο και να δοξάζουν τoν ευεργέτην τους; Ναι, πράγματι αδελφοί, αυτό, όπως φρονώ, θα εγίνετο. Για να μάθης δε και τα υπόλοιπα, και να πιστεύσης περισσότερο στoν λόγον, άκου και τα εξής! Εάν είχαν μετανοήσει όταν ακόμη ήσαν μέσα στoν Παράδεισον, εκείνον τον ίδιον Παράδεισο θα απελάμβαναν και τίποτε περισσότερο. Επειδή δε για την αμετανοησία τους εξεβλήθησαν, μετά ταύτα ζώντας μέσα στις θλίψεις, μετενόησαν και έκλαυσαν πολύ. Αυτά, όπως είπα, δεν θα τα επάθαιναν, εάν είχαν μετανοήσει μέσα στoν Παράδεισον. Για τους πόνους λοιπόν αυτούς και τους ιδρώτες και τους κόπους, και για την καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ο Δεσπότης Θεός να τους τιμήση και να τους δοξάση, αλλά και να τους κάνη να λησμονήσουν όλα εκείνα τα δεινά, τι κάνει; Πρόσεξε, παρακαλώ, το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Όταν κατήλθε στον Άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον Παράδεισον από όπου εξέπεσαν, αλλά τους ανέβασε σ’ αυτόν τον ίδιον τον ουρανόν του ουρανού. Και αφού ο Κύριος εκάθισε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός του και Θεού, τι λέγεις ότι τον έκαμε αυτόν, ο οποίος ήταν κατά φύσιν δούλος του; Τον έκαμε κατά χάριν πατέρα του! (αφού ο ίδιος αυτοαποκαλείται Υιός του ανθρώπου). Είδες σε ποίον ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης, για την μετάνοια και την ταπείνωση και τους θρήνους και τα δάκρυά του;
Ω δύναμις της μετανοίας και των δακρύων! Ω πέλαγος ανεκφράστου φιλανθρωπίας και ανεξιχνιάστου ελέους, αδελφοί! Διότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και όλους τους απογόνους του, εμάς δηλαδή τα τέκνα του, οι οποίοι μιμούμεθα την εξομολόγησιν εκείνου, την μετάνοια, τον θρήνο, τα δάκρυα και τα άλλα τα οποία προείπαμε, τους ετίμησε και τους εδόξασε, τόσον όσον και εκείνον, όσους μέχρι σήμερα κάνουν όπως έκανε εκείνος, και όσους θα τον μιμηθούν από σήμερα, είτε κοσμικοί είναι είτε μοναχοί. «Αμήν», είπεν ο αψευδής Θεός, «ουκ εγκαταλείψω αυτούς ποτέ, αλλ’ ως αδελφούς μου και φίλους και πατέρας και μητέρας και συγγενείς και συγκληρονόμους μου αναδείξω αυτούς, και εδόξασα και δοξάσω. Και εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, και της ζωής αυτών και ευφροσύνης και δόξης ουκ έσται τέλος ποτέ».
Τί ωφέλησε, ειπέ μου αδελφέ, τους πρωτοπλάστους η ακοπίαστος και αμέριμνος ζωή μέσα στον Παράδεισον, αφού εραθύμησαν, και από απιστίαν προς τον Θεόν κατεφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι εάν τον είχαν πιστεύσει, δεν θα εθεωρούσε η Εύα τον όφι πλέον αξιόπιστον, ο δε Αδάμ την Εύα πλέον αξιόπιστον από Εκείνον, αλλά θα είχαν φυλαχθή να μη φάγουν από το φυτόν. Επειδή όμως έφαγαν και δεν μετενόησαν, εξεβλήθησαν. Από την εξορίαν πάλι καθόλου δεν εβλάβησαν, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθησαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρίαν όλων μας. Διότι αφού κατήλθεν από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατετρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατον, παραδίδοντας ο ίδιος τον εαυτόν Του, και έτσι εματαίωσεν εντελώς την καταδίκην που προήλθε από την παράβαση του προπάτορος. Και αναγεννώντας και αναπλάττοντας και απαλλάσσοντάς μας τελείως από αυτήν με το άγιον βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελευθέρους στον κόσμον αυτόν, και μη ενεργουμένους τυραννικώς από τον εχθρόν. Αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιον με το οποίον μας είχε προικίσει απ’ αρχής, μας δίδει περισσοτέραν δύναμιν εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με ευχέρειαν μεγαλυτέραν από όλους τους προ της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατόν τους να μην οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι κάτω στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνωνται: να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριον βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάσταση, πλήρως όλην την αιωνίαν χαρά.
Να μη προφασίζωνται λοιπόν αυτοί που επιζητούν προφάσεις, ούτε να λέγουν ότι είναι πλήρης η επιρροή της παραβάσεως του Αδάμ επάνω μας, και ότι αυτό είναι που μας ελκύει πρός τα κάτω, προς την αμαρτία. Διότι όποιοι το σκέπτονται και το λέγουν αυτό, νομίζουν ότι ανωφελώς και ματαίως έγινε η παρουσία του Κυρίου και Θεού μας, πράγμα που μόνον οι αιρετικοί λέγουν, όχι οι πιστοί. Πράγματι, για ποίον άλλον λόγο κατήλθε και εγεύθη τον θάνατο, παρά μόνον βεβαίως για να καταργήση την καταδίκη που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώση το γένος μας από την δουλεία και ενέργειαν του εχθρού που το πολεμεί; Διότι αυτό είναι η πραγματική αυτεξουσιότης, δηλαδή το να μην εξουσιαζώμεθα με οποιονδήποτε τρόπον από κάποιον άλλον. Επειδή εμείς μεν ως τέκνα εκείνου που ημάρτησε είμεθα μέχρι τότε αμαρτωλοί, ως τέκνα εκείνου που παρέβη την εντολήν παραβάτες, ως τέκνα εκείνου που έγινε δούλος της αμαρτίας δούλοι κι εμείς της αμαρτίας, ως τέκνα εκείνου που εδέχθη την κατάραν και ενεκρώθη επικατάρατοι και εμείς και νεκροί, ως τέκνα εκείνου που επηρεάσθη από την συμβουλήν του πονηρού και υπεδουλώθη σ’ αυτόν, και έχασε το αυτεξούσιον, είχαμε κι εμείς δεχθεί την επήρειαν αυτού, και είχαμε καταδυναστευθή από την τυραννικήν του εξουσίαν. Ο Θεός όμως κατήλθε και εσαρκώθη, έγινε άνθρωπος όπως εμείς χωρίς όμως την αμαρτία, και έλυσε την αμαρτίαν, ηγίασε δε την σύλληψη και την γέννηση, και επειδή ανετράφη ολίγον κατ’ ολίγον, ευλόγησε κάθε ηλικίαν. Και όταν έγινε τέλειος άνδρας, τότε ήρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μη προτρέχωμε σε ο,τιδήποτε, και να μη προλαμβάνωμε εκείνους που ελευκάνθησαν στην σύνεση και στην αρετήν, όσοι μάλιστα είμεθα νέοι στην φρόνηση και δεν έχουμε ανδρωθή. Εδέχθη επάνω του όσα ήσαν προς το συμφέρον μας, και αφού εφύλαξε όλες τις εντολές του Θεού και Πατρός αυτού, έλυσε την παράβαση, και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκην. Έγινε δούλος αναλαμβάνοντας μορφήν δούλου, και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικόν αξίωμα, αναδεικνύοντάς μας δεσπότες του πρώην τυράννου. Και το μαρτυρούν αυτό οι άγιοι, οι οποίοι και μετά θάνατον αποδιώκουν ως αδυνάμους και αυτόν και τους υπασπιστάς του. Με την σταύρωσίν του ο ίδιος έγινε κατάρα, και έλυσε όλην την κατάρα του Αδάμ. Απέθανε, και με τον θάνατόν του κατετρόπωσε τον θάνατον. Ανέστη, και εξηφάνισε την δύναμη και την ενέργειαν του εχθρού, ο οποίος διά μέσου του θανάτου και της αμαρτίας έχει την εξουσίαν εναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανέκφραστον ενέργειαν της Θεότητος και την ζωοποιόν ενέργεια του σώματός του, ελύτρωσε τελείως όλον το γένος μας από την ενέργειαν του εχθρού. Καθαίροντας δε και ζωοποιώντας μας με το άγιον βάπτισμα και με την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων, του τιμίου σώματος και του αίματός του, μας αποκαθιστά αγίους και αναμαρτήτους. Αλλά και μας αφήνει την τιμήν του αυτεξουσίου, για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότην με την βία, αλλά με την προαίρεση. Και όπως ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισον εξ αρχής ελεύθερος, ξένος προς την αμαρτία και την βία, υπήκουσε δε στoν εχθρόν με το αυτεξούσιον θέλημά του, εξηπατήθη και παρέβη την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς, αναγεννώμενοι με το άγιον βάπτισμα, απαλλασσόμεθα από την δουλεία και γινόμεθα αυτεξούσιοι, και εάν δεν υπακούσωμε στoν εχθρόν με την ιδικήν μας θέληση, δεν ημπορεί με άλλον τρόπο να ενεργήση κάτι εναντίον μας.
Πράγματι, εάν πριν από τον νόμο και την παρουσία του Χριστού, χωρίς όλα αυτά τα βοηθήματα, πολλοί και αναρίθμητοι ευηρέστησαν τον Θεόν και ανεδείχθησαν άμεμπτοι, όπως ο δίκαιος Ενώχ, τον οποίον μετέθεσε τιμώντας τον με τον τρόπον αυτό, και ο Ηλίας τον οποίον παρέλαβε στoν ουρανόν με άρμα πύρινον, τι θα απολογηθούμε εμείς, οι οποίοι μετά την χάρη και την τοιαύτη και τόσο μεγάλην ευεργεσίαν, ούτε ίσοι με τους προ της χάριτος ευρισκόμεθα, αλλά ζούμε μέσα στην ραθυμία, και καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και τις παραβαίνουμε; Και αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων και την επισκίαση και επέλευση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος. Ότι θα τιμωρηθούμε, εάν επιμένωμε στο κακόν, περισσότερον από εκείνους που ημάρτησαν όταν επικρατούσε ο νόμος, το εδήλωσε ο Παύλος λέγοντας. «Ει γάρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».
Ας μη αποδίδη λοιπόν την ευθύνην και ας μη κατηγορή τον Αδάμ, αλλά τoν εαυτόν του καθένας από εμάς, ο οποίος περιπίπτει σε οποιαδήποτε αμαρτίαν, και ας επιδεικνύη αξίαν μετάνοια όπως εκείνος, εάν βεβαίως θέλη να επιτύχη την αιωνίαν εν Χριστώ ζωήν…
Εκείνος που συλλογίζεται πάντοτε τις αμαρτίες του, και συνεχώς βλέπει εμπρός του την μέλλουσαν κρίσιν, και μετανοεί, και κλαίει θερμώς, αυτός υπερβαίνει όλα μαζί τα πάθη και τα αμαρτήματα, και τα υπερνικά ανυψούμενος από την μετάνοιαν, ώστε να μην ημπορή ούτε ένα από αυτά να φθάση και να προσεγγίση την ψυχή του στο ύψος εκείνο που πετά. Εάν δε ο νους μας, πτερωμένος από την μετάνοια και τα δάκρυα, και από την πνευματικήν ταπείνωση που γεννάται από αυτά, δεν ανυψωθή στο ύψος της απαθείας, δεν θα ημπορέσωμε να ελευθερωθούμε, δεν θα παύσουν να μας κεντούν πότε το ένα, πότε το άλλο πάθος, και να μας κατασπαράσσουν σαν άγρια θηρία.
Μετά δε τoν θάνατον, εξ αιτίας αυτών, θα χάσωμε την Βασιλείαν των Ουρανών, και από αυτά πάλι θα τιμωρηθούμε αιωνίως. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, και ποτέ δεν θα παύσω να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσετε την σωτηρία σας, αλλά με κάθε τρόπο να προσπαθήσετε να ανυψωθήτε ολίγον από την γη. Και όταν γίνη αυτό το θαύμα, το οποίο θα σας καταπλήξη, το να ανυψωθήτε δηλαδή από την γη και να υπερίπτασθε στον αέρα, δεν θα θελήσετε πλέον να κατέλθετε ούτε καν για λίγο και να σταθήτε στην γην. Λέγοντας δε «γην» εννοώ το σαρκικόν, και «αέρα» το πνευματικόν φρόνημα. Διότι εάν ο νους ελευθερωθή από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη, και δι’ αυτού αντικρύσωμε την ελευθερίαν την οποία μας εχάρισεν ο Χριστός, δεν θα καταδεχθούμε πλέον να κατέλθωμε στην προηγουμένην δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά συμφώνως με τους λόγους του Κυρίου, δεν θα παύσωμε να γρηγορούμε και να προσευχώμεθα, έως ότου μεταβούμε προς την εκείθεν μακαριότητα και τύχωμε των αιωνίων αγαθών, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιωνων. Αμήν».
Πηγή: (10ος - 11ος αιών. Απαντα του Αγίων Πατέρων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου. Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόμ. 1, Κατήχ. Ε΄, σελ. 1-41, 87, 470 και 1054-1085. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 485 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς), Η άλλη όψη
Κάποιος ιερέας που λεγόταν Σαπρίκιος είχε στενό φίλο του τον μακάριο Νικηφόρο που ήταν λαϊκός. Τόση αγάπη είχαν μεταξύ τους, ώστε ο ένας νόμιζε ότι ζει στην ψυχή του άλλου. Από φθόνο όμως του εχθρού συνέβη κάτι που διέλυσε όλη εκείνη τη φιλία και τους έφερε σε φανερή έχθρα. Και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε ο ένας δεν μπορούσε να δει στα μάτια του τον άλλον, αλλά όταν τον συναντούσε, γύριζε το πρόσωπο και σιχαινόταν ακόμη και να τον κοιτάξει. Γιατί συνήθως οι μεγάλες φιλίες, όταν μετατραπούν σε έχθρα, εκδηλώνουν εξίσου μεγάλο μίσος.
Ωστόσο ο μακάριος Νικηφόρος, η καλοκάγαθη και πονετική αυτή ψυχή, γρήγορα συνήλθε από το πάθος, κατάλαβε ποιος ήταν ο αίτιος –ο εχθρός δηλαδή– και προσπαθούσε με θέρμη και προθυμία να επαναφέρει την αγάπη. Στην αρχή έβαλε κάποιους γνωστούς να μιλήσουν στον φίλο, ρίχνοντας στον εαυτό του το σφάλμα και παρακαλώντας θερμά να συγχωρηθεί. Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος και αμείλικτος και διόλου δεν έπαυε την έχθρα, και μάλιστα ενώ ήταν και ιερέας και λειτουργός και μαθητής του ειρηνικού και πράου και αμνησίκακου Χριστού, και μαζί με τα άλλα δίδασκε πάντοτε και για την αμνησικακία το ποίμνιό του. Ο μειλίχιος Νικηφόρος πήγε τότε ο ίδιος σε κατάλληλο καιρό στον Σαπρίκιο, έπεσε στα πόδια του και με θερμά δάκρυα τον ικέτευε να αφήσει την έχθρα και να επανέλθει στην προηγούμενη φιλία. Ο Σαπρίκιος όμως, χωρίς να συγκινηθεί καθόλου ή να λιγοστέψει την οργή του, αν και αυτός ήταν που έφταιγε για την παρεξήγηση, τον έσπρωξε αμέσως και απομακρύνθηκε, δίχως να μιλήσει ή να χαιρετίσει τον φίλο ή έστω να τον κοιτάξει.
* * *
Ενώ λοιπόν τέτοια ήταν η μεταξύ τους κατάσταση, ο ένας να προσπαθεί με κάθε τρόπο να επαναφέρει την προηγούμενη φιλία, και ο άλλος να μην παύει το μίσος, ξεσηκώθηκε πάλι διωγμός κατά των χριστιανών. Καθώς δηλαδή έγινε βασιλιάς ο Ουαλεριανός, πρόσταξε, όσοι από τους χριστιανούς υπηκόους του δεν αρνούνται την ευσέβεια, να υποβάλλονται σε φοβερές τιμωρίες και να θανατώνονται.
Όταν το πρόσταγμα αυτό έφτασε και στην πόλη όπου κατοικούσαν ο Νικηφόρος και ο Σαπρίκιος, ο δεύτερος συνελήφθη αμέσως, επειδή ήταν πιο επιφανής λόγω του αξιώματος της ιεροσύνης. Καθώς δικαζόταν από τον ηγεμόνα, πιεζόταν να αρνηθεί την ευσέβεια, αυτός όμως αντιστεκόταν γενναία και καθόλου δεν πειθόταν να προσχωρήσει στην ασέβεια. Ο ηγεμόνας, αφού έχασε κάθε ελπίδα πως θα τον πείσει, προχώρησε στα βασανιστήρια. Στην αρχή τον έβαλε σε έναν φοβερό κοχλία, ο οποίος, καθώς συρόταν και περιστρεφόταν με ειδικούς μηχανισμούς και τρόπους, έδινε σε όλους την εντύπωση ότι θα κάμψει την αντίσταση του Σαπρικίου ή, διαφορετικά, θα λιώσει και θα αφανίσει όλο του το σώμα και τελικά θα τον στερήσει με πολλή βιαιότητα από την παρούσα ζωή. Επειδή όμως αυτός άντεχε στο φοβερό εκείνο βασανιστήριο και διόλου δεν υποχωρούσε στην ομολογία του, ο διώκτης έχασε κάθε ελπίδα πως θα τον μεταβάλει και τον καταδίκασε σε θάνατο, προστάζοντας να εκτελεστεί με ξίφος. Τον πήραν λοιπόν και τον οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης.
* * *
Ο Νικηφόρος δεν έμεινε αδιάφορος σε αυτά, αλλά μαθαίνοντας ότι ο Σαπρίκιος βαδίζει τον τελευταίο του δρόμο, θεώρησε ότι αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος καιρός για τη συμφιλίωση που ποθούσε. Παρουσιάστηκε λοιπόν ξαφνικά μπροστά του, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε πολύ θερμά, τον ικέτευε να μην αφήσει τον φίλο του ασυγχώρητο, αλλά να του συγχωρήσει το σφάλμα. Και αυτός βέβαια έτσι τον ικέτευε και έβρεχε τα πόδια του με θερμά δάκρυα, ο άλλος όμως –τι άσπλαχνη και ανήμερη ψυχή!– ούτε γύρισε να κοιτάξει τον πεσμένο στα πόδια του φίλο, ούτε λύγισε από την τόση συντριβή και τα κλάματα. Αντίθετα, σφάλισε τα αυτιά του με το κερί της μνησικακίας και συνέχισε βιαστικά τον δρόμο του, θέλοντας να απομακρυνθεί γρήγορα από τις γεμάτες πόνο ικεσίες και εκκλήσεις του φίλου του.
Ο αξιοθαύμαστος όμως Νικηφόρος ούτε τότε δεν έχασε το θάρρος του, αλλά έκοψε δρόμο και τρέχοντας με όλη τη δύναμη των ποδιών του, τον συνάντησε και πάλι σε άλλο σημείο της πόλης λέγοντας τις ίδιες ή και πιο θερμές ικεσίες, όχι με τη γλώσσα και τα χείλη αλλά, θα λέγαμε, με την ίδια την ψυχή του, και με όλες του τις κινήσεις και τις εκφράσεις και με άφθονα δάκρυα εκλιπαρούσε για ευσπλαχνία. Ο άλλος ωστόσο έμεινε κουφός σε αυτά, ολόιδιος με την πέτρα· και έτσι εχθρικός και οργισμένος, σαν τρελός από τον θυμό, έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης.
Οι δήμιοι άπλωναν πια το χέρι στο ξίφος, ο Σαπρίκιος θα έσκυβε σε λίγο τον λαιμό, τα στεφάνια ήταν επάνω από το κεφάλι του, ο ίδιος ήταν έτοιμος να μεταβεί στον Αγωνοθέτη Χριστό με πολλή δόξα. Μόλις όμως οι δήμιοι τον διέταξαν να γονατίσει για τον αποκεφαλισμό, αυτός, έχοντας την ψυχή γεμάτη με το φοβερό σκοτάδι της μνησικακίας, σαν να ξέχασε τα βραβεία που είχε κιόλας στα χέρια του, σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται και σαν να έχασε τα λογικά του και να παραφρόνησε, ρώτησε γιατί θα τον θανατώσουν. «Γιατί περιφρόνησες τις βασιλικές διαταγές», του απάντησαν, «και δεν πείστηκες να θυσιάσεις στους θεούς». Τότε ο Σαπρίκιος –τι συμφορά! τι φοβερή πτώση λόγω μνησικακίας!– διακήρυξε ότι είναι και αυτός άπιστος, όπως οι φρουροί του, και μπροστά στα μάτια όλων αρνήθηκε χωρίς ντροπή την ευσέβεια.
* * *
Όταν το είδε αυτό ο ιερός Νικηφόρος, ένιωσε μεγαλύτερη οδύνη και ακόμη πιο θερμά εκλιπαρούσε τον Σαπρίκιο:
«Μη, αδελφέ και πατέρα, μη θελήσεις να προδώσεις τον Θεό, ο οποίος σε δημιούργησε και στον οποίο θα επιστρέψεις με τον θάνατο. Μην ατιμάσεις τους νόμους της ευσέβειας και μην αρνηθείς την ομολογία που έδωσες μπροστά στον Θεό και τους αγγέλους. Σεβάσου τα προηγούμενα μαρτύριά σου για τον Χριστό, τις φοβερές εκείνες περιστροφές του κοχλία, την πρωτοφανή κακοποίηση του σώματος. Τίμησε το μέγα αξίωμα της ιεροσύνης. Μη γίνεις κακό παράδειγμα για τους άλλους και υπόδειγμα ασέβειας. Μη, σε παρακαλώ εσένα τον φίλο, και γονατίζω και πέφτω στα πόδια σου· μη διαψεύσεις την ομολογία που έδωσες για την αγία Τριάδα. Τα βραβεία πια είναι σχεδόν στα χέρια σου, τα στεφάνια του μαρτυρίου επάνω από το κεφάλι σου.»
Αυτά έλεγε στον φίλο του και σπάραζε η ψυχή του. Επειδή όμως ο Σαπρίκιος κυριευόταν όλο και πιο πολύ από την παραφροσύνη και η καρδιά του, όμοια με του Φαραώ, σκληραινόταν περισσότερο και δεν μαλάκωνε από τα λόγια αυτά, προτίμησε να αποχωριστεί την ευσέβεια παρά να αποβάλει τη μνησικακία. Τότε ο ενάρετος Νικηφόρος, λιώνοντας από τον σφοδρό ζήλο για την ευσέβεια και για τον φίλο του και μην έχοντας τι άλλο να κάνει, πήρε τη θέση του στο μαρτύριο: έκανε την ίδια ομολογία, επιδίωκε τον ίδιο θάνατο, έσκυβε τον λαιμό, ζητούσε το ξίφος και με πολύ θάρρος όπλιζε εναντίον του τα χέρια των δημίων. Εκείνους ωστόσο τους συγκρατούσε για την ώρα το ότι ο ηγεμόνας δεν είχε ενημερωθεί ούτε τους είχε δώσει σχετική διαταγή. Μόλις όμως κάποιος από τους εκεί συγκεντρωμένους πήγε τρέχοντας και τα είπε αυτά στον ηγεμόνα, εκείνος μετέφερε την καταδικαστική απόφαση στον μάρτυρα. Και όταν οι δήμιοι παρέλαβαν το έγγραφο της καταδίκης, ο καλός Νικηφόρος θανατώθηκε με το ξίφος. Σε λίγη ώρα και με λίγον πόνο κέρδισε την ουράνια βασιλεία και αναδείχτηκε νικηφόρος στην πράξη μάλλον παρά στο όνομα.
* * *
Έτσι οι άθλοι, οι κόποι και οι κακοπάθειες του σώματος δεν μπορούν τόσο να μας φέρουν κοντά στον Θεό, όσο μπορούν η συμπόνια και η φιλανθρωπία της ψυχής και το κορυφαίο από όλα τα αγαθά, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Και οι αρετές αυτές έχουν άριστα νομοθετηθεί για εμάς από τον ίδιο τον Κύριο και διδάσκαλό μας.
Στίχος
Τόν ἐκ παλαίου κλητικόν Νικηφόρον
Τμηθέντα γνώθι πρακτικόν Νικηφόρον.
Φασγάνω ἀμφ’ ἐνάτη, Νικηφόρε, δειροτομήθης.
Απολυτίκιον Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθεῖς τήν ψυχήν, τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, ἐκπληρωτῆς ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι, ὅθεν καί τόν πλησίον, ὡς σαῦτον ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καί τόν ὄφιν καθεῖλες, ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοία, ἠμᾶς διατήρησον.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Χορός Ἀγγελικός.
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συνδεθείς Νικηφόρε, διέλυσας τρανῶς, τήν κακίαν τοῦ μίσους· καί ξίφει τήν κάραν σου, ἐκτμηθείς ἐχρημάτισας, Μάρτυς ἔνθεος, τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος· ὃν ἱκέτευε, ὑπέρ ἡμῶν τῶν ὑμνούντων, τήν ἔνδοξον μνήμην σου.
Κοντάκιον Ήχος γ΄. Η Παρθένος σήμερον.
Πτερωθεῖς ἀοίδιμε, τή τοῦ Κυρίου ἀγάπη, καί τόν τούτου ἔνδοξε, Σταυρόν ἔπ’ ὤμων βαστάσας, ἤσχυνας τοῦ διαβόλου τάς μεθοδείας, ἤθλησας μέχρι θανάτου καί ἀληθείας, διά τοῦτο ἀνεδείχθης, ὁπλίτης μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἐκπληρωτής, πεφηνὼς κατηλλάγης τῷ δυσμενεῖ, πρὸς σὲ τὴν διάνοιαν, τὴν αὐτοῦ Μάρτυς ἔχοντι, καὶ τὴν διὰ ξίφους, τελείωσιν εἴληφας, ἀντ' ἐκείνου Μάκαρ, Θεοῦ σε καλέσαντος· ὅθεν νικηφόρον, φερωνύμως δειχθέντα, αὐτὸς ἐστεφάνωσεν, ὡς Δεσπότης ἀξίως σε, Ἀθλοφόρε, ἀήττητε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὴν τοῦ Παύλου σαφῶς διδασκαλίαν ἐπόθησας, καὶ τοῖς στέρνοις τοῖς σοῖς Ἔνδοξε κατεφύτευσας, βοῶν· Ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ, αὕτη τὸν Κτίστην ἄνθρωπον τέλειον ἡμῖν ἐχαρίσατο, δι' ἀγάπην πάντα ὑπέμεινεν, ἥλους καὶ σταυρόν, ὄξος καὶ ἐμπτύσματα, λόγχῃ ἐπάγη πλευρὰν ἁγίαν, δι' ἧς ἀνέβλυσεν ἡμῖν αἷμα καὶ ὕδωρ θεουργόν, ὃν ποθήσας, ἐφάνης νικηφόρος, ὡς καὶ τῇ κλήσει, ὁπλίτης, μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Πλήρης ὧν ἀγάπης της πρός Θεόν, ἠγάπησας μάκαρ, τόν πλησίον ὡς σεαυτόν ὅθεν καί ἀθλήσας, τοῦ μίσους τόν ἐργάτην, καθεῖλες Νικηφόρε, Χριστῷ πειθόμενος.
Πηγή: (από το βιβλίο ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΜΒ’ - Μνησικακία, Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη, 2003, μετάφραση-επιμέλεια Χρισταφακόπουλος Δημήτρης) Κοινωνία Ορθοδοξίας
Η παραβολή του Ασώτου παρουσιάζει το Θεό σαν άνθρωπο, τον αληθινά φιλάνθρωπο και τους δύο γιούς, καθώς και τις δύο κατηγορίες των ανθρώπων, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Ο μικρός είπε· δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας. Η δικαιοσύνη είναι αρχική κατάσταση του ανθρώπου, γι’ αυτό κι ο μεγάλος δεν παρεκκλίνει· υστερογέννητο κακό η αμαρτία, γι’ αυτό και παρεκκλίνει ο μικρός, αυτός, δηλαδή που συναυξήθηκε με την αμαρτία που μπήκε στον κόσμο έπειτα. Και με άλλο νόημα λέγεται ο αμαρτωλός άνθρωπος «νεώτερος γιός», σαν νεωτεριστής κι αποστάτης στο πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας». Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, με επακολούθημα την αυτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό είναι αυτεξούσιο. Μας παραχωρεί ο Κύριος το λόγο, για να τον χρησιμοποιούμε κατά το θέλημά μας, σαν δικό μας κτήμα. Και τον παραχωρεί σ’ όλους εξίσου, γιατί όλοι είμαστε εξίσου λογικοί, εξίσου αυτεξούσιοι. Άλλοι όμως κάνουμε λογική χρήση της τιμητικής παραχώρησης κι άλλοι εξευτελίζουμε το θείο δώρο. Και όλα γενικά όσα μας έχει δώσει Θεός, ας τα θεωρήσουμε περιουσία μας, τον ουρανό, τη γη, την πλάση όλη, το νόμο, τους προφήτες. Αλλά ο μικρός γιός ενώ είδε τον ουρανό, και τον θεοποίησε, τη γη και την προσκύνησε, δεν θέλησε να πορευτεί στις γραμμές του νόμου, δολιεύτηκε τους λόγους των προφητών. Ο μεγαλύτερος όμως γιός τα χρησιμοποίησε όλα για τη δόξα του Θεού.
Στο ίδιο μέτρο τους τα παραχώρησε και τους άφησε να πορευτούν κατά το θέλημά τους· δεν υποχρεώνει κανένα που δεν θέλει να τον υπηρετεί. Αν ήθελε να μας υποχρεώσει, ούτε λογικούς θα μας δημιουργούσε ούτε αυτεξούσιους. Όλα αυτά ο μικρός τα σπατάλησε αμέσως. Και ο λόγος, η αποδημία του στα μακρινά. Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος απομακρυνθεί από το Θεό και θέσει τον εαυτό του πέρα από το θείο φόβο εξαντλεί όλα τα θεία δώρα. Όταν μένουμε κοντά στο Θεό, τίποτα τέτοιο δεν κάνουμε που οδηγεί στην απώλεια κατά το λόγο «απ’ την αρχή έβλεπα τον Κύριο δίπλα μου, στα δεξιά μου παντοτινά για να μην ταραχτώ». Όταν όμως απομακρυνθούμε απ’ αυτόν κι αποστρατήσουμε από το θέλημά του, πράττουμε και πάσχουμε τα χειρότερα, πάλι κατά το λόγο «όσοι απομακρύνονται από σένα θα χαθούν».
«Σκόρπισε» λοιπόν την περιουσία του κι ήταν φυσικό. Γιατί η αρετή έχει ένα όνομα και είναι κάτι απλό. Η κακία όμως είναι ποικίλη και προκαλεί πολλές πλάνες. Η ανδρεία, λόγου χάρη, έχει ένα όνομα και αναφέρεται στο πότε, πώς και σε ποιους πρέπει να λειτουργεί το θυμικό μας. Της κακίας, όμως είναι δύο τα είδη, η δειλία και η θρασύτητα. Βλέπεις ότι η λέξη διασπάται και χάνεται η ενότητα της αρετής; Και όταν εξάντλησε την περιουσία του και δεν περπατούσε πια ο άνθρωπος σύμφωνα με το λόγο, εννοώ τις διατάξεις του φυσικού νόμου, αλλά μήτε το γραπτό νόμο ακολουθούσε, μήτε τους προφήτες άκουε, πέφτει μεγάλη πείνα, όχι πείνα τροφών αλλά πείνα του λόγου του Κυρίου.
Και αρχίζει να στερείται, γιατί δεν φοβόταν τον Κύριο παρά ήταν μακριά του -επειδή για όσους φοβούνται τον Κύριο δεν υπάρχει στέρηση. Και πώς δεν υπάρχει στέρηση για όσους φοβούνται; Γιατί όποιος φοβάται τον Κύριο θα θέσει την ικανοποίησή του μέσα στον κύκλο των εντολών του. Γι’ αυτό και βασιλεύει στο σπίτι του τιμή και πλούτος και αντίθετα, σκορπίζει αυτός και μοιράζει στους φτωχούς· τόσο πολύ απέχει ο ίδιος από τη στέρηση. Αυτός λοιπόν που αποδήμησε μακριά από το Θεό και δεν έχει μπροστά στα μάτια του το φοβερό του πρόσωπο, στερείται κατά φυσικό λόγο, αφού καμιά θεϊκή καταβολή δεν ενεργεί μέσα του. Και αφού πήγε, δηλαδή αφού προόδευσε και πρόκοψε στην κακία, έγινε, μισθωτός, σ’ ένα πολίτη της χώρας εκείνης. Ο μισθωτός του Κυρίου γίνεται ένα πνεύμα μαζί του· ο μισθωτός της πορνικής φύσεως των δαιμόνων γίνεται ένα σώμα μ’ αυτούς, όλος σάρκα, χωρίς να γίνεται μέσα του καμιά εισχώρηση του πνεύματος, όπως στους ανθρώπους πριν από τον κατακλυσμό. Γιατί όπως νά ‘ναι πολίτες της χώρας που απέχει από το Θεό είναι οι δαίμονες. Και αυτός, αφού πρόκοψε και έγινε δυνατός στην κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδή και στους άλλους δάσκαλος της κακίας και των βρώμικων πράξεων. Γιατί όλοι που δοκιμάζουν ευχαρίστηση με την ακαθαρσία των αισχρών πράξεων και των υλικών παθών είναι χοίροι. Γιατί του χοίρου τα μάτια ποτέ δεν μπορούν να κοιτάξουν προς τα επάνω, επειδή έχουν μια αλλόκοτη διάπλαση. Γι’ αυτό και οι χοιροβοσκοί, όταν δεν μπορούν να σταματήσουν τις κραυγές του χοίρου που κρατούν, τον γυρίζουν ανάσκελα και τον κάνουν έτσι να μετριάζει τις κραυγές του. Γιατί αυτός ξαφνιάζεται και σωπαίνει βλέποντας ψηλά και πράγματα που δεν είδε ποτέ. Τέτοια είναι τα μάτια όσων τρέφονται με τα αισχρά, ποτέ δεν βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπόν βόσκει όποιος νικά πολλούς στην αισχρότητα, όπως οι πορνοβοσκοί, οι αρχιληστές, οι αρχιτελώνες. Όλοι αυτοί βόσκουν χοίρους. Και επιθυμεί τούτος ο αξιοθρήνητος να χορτάσει από αμαρτία και κανένας δεν του δίνει το χορτασμό της.
Κανένας δεν χορταίνει την αισχρότητα, όποιος εξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως και η ηδονή μένει; Ή την ίδια στιγμή που τη νιώθει κανένας περνά, και βρίσκεται ο αξιοθρήνητος με άδεια χέρια; Με χαρούπια παρομοιάζεται η αμαρτία, που έχει γλυκύτητα και σκληράδα· η ευχαρίστησή της προσωρινή, ενώ η τιμωρία της αιώνια. Κανένας λοιπόν δεν δίνει χορτασμό από τις αισχρότητες σ’ όποιον εντρυφά μέσα σ’ αυτές. Γιατί ποιός θα του δώσει τον κορεσμό και θα παύσει την πείνα του; Ο Θεός; Μα δεν είναι κοντά, γιατί βρίσκεται σε μακρινή αποδημία από το Θεό αυτός που τρώει τα χαρούπια. Μήπως οι δαίμονες; Πώς όμως, αφού αυτοί επιδιώκουν περισσότερο να μη γίνει ποτέ σταμάτημα της κακίας και χορτασμός της;
«Κι αφού ήρθε στον εαυτό του· είπε· πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου πετούν τα τρόφιμά τους κι εγώ πεθαίνω της πείνας…» Ήρθε στον εαυτό του ο ως τότε άσωτος. Ώσπου έπραττε τις αισχρότητες ήταν έξω από τον εαυτό του, λέγεται ότι κατασπατάλησε την περιουσία του, και είναι φυσικό. Γι’ αυτό είναι έξω από τον εαυτό του. Γιατί αυτός που δεν καθοδηγείται από το λόγο αλλά ζει σαν άλογος και γίνεται οδηγός της αλογίας των άλλων, είναι έξω από τον εαυτό του και δεν μένει πάνω στην ουσία του, το λόγο. Και όταν αναλογιστεί ποιός ήταν και σε ποιά αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του με τον αναλογισμό και τη μετάνοια από την περιπλάνησή του.
Μισθωτούς πάλι εννοεί τους κατηχουμένους που δεν έφτασαν ακόμα να γίνουνε γιοί, επειδή ακόμα δεν φωτίστηκαν. Όμως οι κατηχούμενοι έχουν περισσεύματα από λογικές τροφές, ακούοντας τα αναγνώσματα καθημερινά. Άκουσε τα εξής για να μάθεις τη διαφορά γιου και μισθωτού. Εκείνων που σώζονται οι κατηγορίες είναι τρεις. Οι πρώτοι ασκούν την αρετή, επειδή φοβούνται την τιμωρία. Για τούτο κάνει υπαινιγμό κι ο Δαυίδ λέγοντας· «καθήλωσε με το φόβο σου τη σάρκα μου· με παραλύει της τιμωρίας σου ο φόβος». Οι δεύτεροι φαίνονται ότι είναι μισθωτοί, επειδή τρέχουν να ευαρεστήσουν το Θεό από επιθυμία της αμοιβής. «Πίεσα τον εαυτό μου να εκτελέσω το θέλημά σου για την αιώνια ανταμοιβή μου». Όσοι όμως είναι γιοί εκτελούν τις εντολές του από αγάπη προς το Θεό καθώς πάλι ο ίδιος ο Δαυίδ λέει· «Πόσο Κύριε, αγάπησα το νόμο σου· όλη την ημέρα είναι το μελέτημά μου». Και πάλι· «Άπλωσα τα χέρια μου στις εντολές σου, που τις αγάπησα, και όχι που τις φοβήθηκα». Και πάλι· «Με γεμίζουν από θαυμασμό τα έργα σου, κι επειδή είναι θαυμαστά, γι’ αυτό τα ερεύνησε η ψυχή μου». Και δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοί αλλά και όσοι μέσα στην Εκκλησία δεν είναι πιο δοκιμασμένοι. Όταν λοιπόν κάποιος, που ήταν στην τάξη των γιών κι έπειτα αποκηρύχτηκε για τις αμαρτίες του, βλέπει ν’ απολαμβάνουν άλλοι τα δώρα του Θεού και να μετέχουν στα θεία μυστήρια και στον θείο άρτο, τότε είναι η ώρα γι’ αυτόν τον θλιβερό επίλογο.
Αλλά θα σηκωθώ, από την πτώση δηλαδή της αμαρτίας, και θα πάω στον Πατέρα μου και θα του πω Πατέρα, αμάρτησα μπροστά στον ουρανό, επειδή τον εγκατέλειψα και προτίμησα τη σιχαμερή ηδονή κι από την πατρίδα μου τον ουρανό πρόκρινα τη χώρα του λιμού. Αμαρτάνει απέναντι του χρυσού κατά κάποιο τρόπο όποιος προτιμά το μολύβι κι αμαρτάνει στον ουρανό, όποιος προτιμήσει τη γη. Αστοχεί πάντως από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό. Σημείωσε ότι όταν έκανε την αμαρτία, δεν ένιωθε ότι βρισκόταν μπροστά στο Θεό, όταν όμως κάνει την εξομολόγησή του, αισθάνεται ότι έχει αμαρτήσει μπροστά του. Σηκώθηκε και ήρθε στον Πατέρα του. Δεν πρέπει μόνο να επιθυμούμε, ό,τι αρέσει στο Θεό αλλά και να το πράττουμε. Και καθώς είδες τη θερμή μετάνοια, κοίταξε και την ευσπλαχνία του Πατέρα του. Δεν περίμενε το γιό να έρθει κοντά του. Τρέχει και τον αγκαλιάζει. Έχοντας το πατρικό φίλτρο, αν και Θεός, με όλο του το είναι, ολόκληρο τον αγκαλιάζει, για να τον σφιχτοπεριπλέξει από παντού με τον εαυτό του, όπως έχει λεχθεί· «Και θα σε περιντύσει, η δόξα του Θεού». Και πρώτα, όταν ο γιός απομακρύνθηκε, ήταν καιρός ν’ απομακρυνθεί κι ο Πατέρας από το σφιχταγκάλιασμα. Όταν τον πλησίασε με την προσευχή και την επιστροφή του, ήρθε η ώρα να τον αγκαλιάσει. Πέφτει λοιπόν στον τράχηλό του, δείχνοντας στον παλαιό αποστάτη να γίνει υπάκουος. Και για να επιβεβαιώσει τη συμφιλίωση τον καταφιλεί, εξαγνίζοντας πρώτα το στόμα του ακάθαρτου, καθώς το πρόθυρο του σπιτιού κι έπειτα προχωρεί τον εξαγνισμό και στον εσωτερικό του κόσμο.
«Και είπε στους δούλους του ο Πατέρας. Φέρτε την πρώτη στολή του και ντύστε τον και βάλτε του δαχτυλίδι στο χέρι και στα πόδια του παπούτσια. Φέρτε και το μοσχάρι το σιτευτό και θυσιάστε το κι ας φάμε κι ας ευχαριστηθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και ξαναέζησε και είχε χαθεί και βρέθηκε. Κι άρχισαν να διασκεδάζουν». Δούλους μπορείς να θεωρήσεις τους αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα που αποστέλλονται στη διακονία της σωτηρίας των άξιων. Γιατί αυτοί στολίζουν όποιον επιστρέφει από την κακία με την πρώτη στολή, που φορούσαμε πριν αμαρτήσουμε, το ρούχο της αφθαρσίας ή την πολυτιμότερη απ’ όλες τις άλλες, που είναι η στολή του βαπτίσματος. Γιατί αυτήν πρώτη φορώ κι αυτή μου σκεπάζει την ασκήμια μου. Ή τους αγγέλους λοιπόν μπορείς να θεωρήσεις δούλους, που διακονούν σ’ όσα εμείς τελούμε και μ’ όσα παίρνουμε τον αγιασμό. Μπορείς να θεωρήσεις και τους ιερείς, που και με το βάπτισμα και με την διδασκαλία ντύνουν εκείνον που επιστρέφει και το Χριστό μας φορούν σαν πρώτη στολή – όσοι βαπτιστήκαμε στ’ όνομα του Χριστού, το Χριστό ντυθήκαμε. Μας δίνουν έπειτα δαχτυλίδι στο χέρι, τη σφραγίδα του χριστιανισμού, που με τα έργα μας πήραμε, γιατί το χέρι είναι της πράξης σύμβολο και της σφραγίδας το δαχτυλίδι. Όποιος λοιπόν βαπτίζεται και καθένας που επιστρέφει από την κακία οφείλει να έχει πάνω στο χέρι του, δηλαδή πρακτική δύναμη τη σφραγίδα και το γνώρισμα του Χριστιανού, για να μπορεί να δείχνει ότι κατά την εικόνα του πλάστη του ανανεώθηκε. Μπορείς κι αλλιώς να θεωρήσεις το δαχτυλίδι, σαν αρραβώνα του Πνεύματος, ότι ο Θεός δίνει τα πιο τέλεια αγαθά, όταν είναι η ώρα τους. Αλλά τώρα σαν εγγύηση μας δίνει τα χαρίσματα εκείνα, σαν αρραβώνα των μελλοντικών, σε άλλους θαυματουργική ικανότητα, σε άλλους δύναμη διδασκαλίας, σε άλλους κάτι άλλο κι έπειτα απ’ αυτά ελπίζουμε θετικά και τα πιο τέλεια. «Υποδήματα στα πόδια του», για να προφυλάγονται από τους σκορπιούς, τα αμαρτήματα που θεωρούσαν μικρά και κρυφά, όπως είπε ο Δαυίδ αλλά θανατηφόρα και αυτά. Αλλά βέβαια κι από τα φίδια, τις αμαρτίες που πιστεύεται ότι βλάπτουν φανερά. Και με άλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ’ αυτόν που αξιώθηκε την πρώτη στολή, επειδή ο Θεός τον ετοιμάζει για το κήρυγμα και την ωφέλεια των άλλων. Ο χριστιανισμός είναι ωφέλεια του διπλανού του.
Δεν είναι άγνωστο ποιό είναι το μοσχάρι το σιτευτό, που θυσιάζεται και τρώγεται. Χωρίς αμφιβολία είναι ο αληθινός γιός του Θεού, αφού έγινε άνθρωπος κι έλαβε σάρκα που είναι άλογη και κτηνώδης, μ’ όλο που την έχει γεμίσει με τις δικές τους ιδιότητες. Απ’ αυτή την άποψη θεωρείται μοσχάρι, άπειρος από το ζυγό της αμαρτίας και σιτευτό, επειδή είχε από την αρχή του κόσμου οριστεί γι’ αυτό το μυστήριο. Και θα φανεί ίσως ακόμα πιο παράδοξο αυτό που θα πω αλλά θα το πω. Ο άρτος της κοινωνίας, επειδή κατά το φαινόμενο αποτελείται από σιτάρι, μπορεί να λεχθεί σιτευτός. Κατ’ άλλο νόημά του όμως επειδή είναι σάρκα θα μπορούσε να λεχθεί μοσχάρι. Οπότε μόσχος και σιτευτός είναι το ίδιο. Καθένας λοιπόν που βαπτίζεται και γίνεται γιός του Θεού ή καλύτερα αποκαθίσταται στη θέση του γιού και γενικά καθένας που καθαρίζεται από την αμαρτία κοινωνεί αυτό το σιτευτό μοσχάρι και γίνεται αιτία χαράς και στον Πατέρα και στους δούλους του, αγγέλους και ιερείς, επειδή επέστρεψε από το θάνατο στη ζωή και από την απώλεια βρέθηκε. Όσο βρισκόταν μέσα στη κακία, ήταν νεκρός, δεν υπήρχε γι’ αυτόν ελπίδα. Όσον είχε ανθρώπινη φύση τη μεταβλητή, που μπορεί από την κακία να μεταπέσει στην αρετή, λέγεται ότι είχε χαθεί. Αυτή είναι μετριότερη έκφραση από την πρώτη.
Γιατί είπε την παραβολή ο Κύριος;
Ο μεγάλος γιός ήταν στο χωράφι. Στο γυρισμό καθώς πλησιάζοντας στο σπίτι άκουσε τραγούδια και χορούς, κάλεσε κάποιο παιδί από τους υπηρέτες και ρωτούσε τί γινόταν. Κι αυτό του είπε ότι γύρισε ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, επειδή του ήρθε γερός. Θύμωσε και δεν ήθελε να μπει. Βγήκε ο Πατέρας και τον παρακαλούσε κι εκείνος του είπε· Σκέψου πόσα χρόνια σε υπηρετώ χωρίς ποτέ να παρακούσω το λόγο σου και ποτέ δεν μου έδωσες ένα ερίφι να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε τούτος εδώ ο γιός του, που σπατάλησε τη περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξαν το μοσχάρι το σιτευτό. Και του είπε· Παιδί μου, συ είσαι πάντα μαζί μου κι όλα τα δικά μου είναι δικά σου· έπρεπε όμως να διασκεδάσεις και να χαρείς, γιατί ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ξανάζησε κι είχε χαθεί και βρέθηκε». Εδώ είναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πώς παρουσιάζεται φθονερός ο γιός ο ενάρετος στα άλλα κι υπάκουος στον πατέρα του;
Τούτο θα βρει τη λύση του, αν κανένας αναλογιστεί, γιατί λέχθηκε η παραβολή. Χωρίς αμφιβολία, επειδή οι καθαροί κι αυτοδικαιολόγητοι Φαρισαίοι διαμαρτύρονται, που ο Χριστός δεχόταν τις πόρνες και τους τελώνες. Γι’ αυτό η παραβολή αυτή μπήκε στη σειρά των προηγουμένων της. Λέχθηκε λοιπόν, γιατί οι Φαρισαίοι γόγγυζαν, επειδή ήσαν, όπως νόμιζαν, πιο δίκαιοι από τους τελώνες. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο του γιού, που φαίνεται ότι γογγύζει, αντιπροσωπεύει όλους εκείνους που σκανδαλίζονται για τη γενική ευτυχία και σωτηρία των αμαρτωλών. Τούτο όμως δεν είναι φθόνος αλλά ξεχείλισμα της φιλανθρωπίας του Θεού, που δεν γνωρίζουμε το λόγο της και γι’ αυτό γεννά το γογγυσμό. Μήπως κι ο Δαυίδ δεν παρουσιάζει κάποιον που σκανδαλίζεται για την ειρήνη των αμαρτωλών; Το ίδιο και ο Ιερεμίας λέει· «Γιατί προχωρεί ο δρόμος των ασεβών; Σαν φυτά τους φύτεψες και έκαναν ρίζες». Αυτά όλα είναι σημάδια της αδύνατης και φτωχής διάνοιας των ανθρώπων, που ανάβει κι απορεί για την ανάξια τάχα ευτυχία των πονηρών. Με την παραβολή αυτή ο Κύριος μιλάει κάπως έτσι στους Φαρισαίους. Ας είναι. Σεις είστε δίκαιοι κατά το παράδειγμα του γιού εκείνου κι αρεστοί στον Πατέρα. Σας παρακαλώ, εσάς τους δίκαιους και καθαρούς, να μη γογγύζετε για τη χαρά που κάνουμε για τη σωτηρία του αμαρτωλού, γιατί κι αυτός είναι γιός. Δεν εμφανίζεται λοιπόν εδώ φθόνος, αλλά διορθώνει ο Κύριος το φρόνημα των Φαρισαίων με την παραβολή, ώστε αν αυτοί είναι δίκαιοι κι έχουν εκτελέσει κάθε εντολή του Θεού, να μη θυμώνουν για το δέξιμο των αμαρτωλών. Και δεν είναι παράδοξο αν θυμώνουμε για όσα νομίζουμε πως γίνονται ανάξια. Είναι τόση η φιλανθρωπία του Θεού και τόσο άφθονα μας μεταδίδει τ’ αγαθά του, ώστε μπορεί απ’ αυτό να γεννηθεί γογγυσμός. Τούτο το λέμε στις καθημερινές συναναστροφές. Πολλές φορές, ευεργετούμε κάποιον κι όταν μας δείχνει αχαριστία του λέμε ότι με κατηγορούν όλοι γιατί σου έκανα τόσες ευεργεσίες. Μπορεί να μη μας κατηγόρησε κανένας αλλά πλάθουμε το περιστατικό, επειδή θέλουμε να παρουσιάσουμε το μέγεθος της φιλανθρωπίας.
Αυτός είναι αποκλειστικά ο σκοπός της παραβολής. Αφορά τους Φαρισαίους που γόγγυζαν για τους αμαρτωλούς που δεχόταν ο Κύριος και διδάσκει αν είμαστε δίκαιοι, να μην αποδιώκουμε τους αμαρτωλούς μήτε να γογγύζουμε, όταν τους δέχεται ο Θεός. Μικρός γιός οι πόρνες κι οι τελώνες· ο μεγαλύτερος, οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς που θεωρούνταν καθ’ υπόθεση δίκαιοι, σαν να λέει ο Θεός: «Ας υποθέσουμε ότι σεις είστε αληθινά δίκαιοι και δεν έχετε παραβιάσει καμιά εντολή μου· δεν πρέπει λοιπόν να δέχεστε όσους επιστρέφουν από την αμαρτία;». Αυτού του είδους τους γογγυστές διδάσκει με την παραβολή. Το μόνο αληθινό είναι ότι ο μεγάλος γιός αντιπροσωπεύει τους δίκαιους και ο μικρός όσους αμαρτάνουν και επιστρέφουν.
Η οικονομία ολόκληρη της παραβολής έγινε για τους Φαρισαίους· τους διδάσκει ο Κύριος να μη δυστροπούν για το δέξιμο των αμαρτωλών κι ας ήσαν αυτοί δίκαιοι. Κανένας λοιπόν ας μη δυστροπεί με τις αποφάσεις του Θεού αλλά ας ανέχεται να ευτυχούν και να σώζονται όσοι θεωρούνται αμαρτωλοί. Πώς ξέρεις εσύ αν δεν μετανόησε κάποιος, που εσύ νομίζεις αμαρτωλό, και γι’ αυτό έγινε δεκτός; Και πού γνωρίζεις αν έχει αρετές αφανέρωτες, που για χάρη τους τον βλέπει ο Θεός με αγάπη;
Πηγή: (ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Τρίκκης καί Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, Τόμ. Β΄, Αθήναι 1969, σελ. 130-141) Η Άλλη Όψις
Μέσα στο πολυπληθές νέφος των ενδόξων μαρτύρων της χριστιανικής πίστεως κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες συγκαταλέγεται και η αθληφόρος παρθενομάρτυς του Χριστού Αγία Τατιανή, η οποία αναδείχθηκε «τῆς Ἐκκλησίας θεῖον κλέισμα», «τῶν διακόνων σεπτόν ἐγκαλλώπισμα», «τῆς ἀρετῆς τό καύχημα» και «τῆς θυσίας τό ἀγλάισμα».
Η τιμώμενη από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 12 Ιανουαρίου πάνσεμνος νύμφη και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Αγία Τατιανή, η «περιβεβλημένη ταῖς ἀρεταῖς τό ἀήττητον, καί πεποικιλμένη ἐλαίῳ τῆς ἁγνείας καί τῷ αἵματι τῆς ἀθλήσεως», καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε επί των ημερών του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235μ.Χ.). Ήταν γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας και ο πατέρας της είχε διατελέσει τρεις φορές ύπατος που ήταν το ανώτατο αιρετό δημόσιο αξίωμα των Ρωμαίων. Η αρχοντική καταγωγή και η ευμάρεια της οικογένειάς της εξασφάλισαν στην ενάρετη και όμορφη Τατιανή την απαιτούμενη αγωγή και παιδεία.
Το γεγονός μάλιστα αυτό την κατέστησε αξιοπρόσεκτη και περιζήτητη μέσα στην κοινωνία της Ρώμης. Παράλληλα όμως η πλήρης αφοσίωσή της στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και ο διαρκής πνευματικός της αγώνας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, την παρακίνησαν στο να προσφέρει πλουσιοπάροχα τις υπηρεσίες της ως διακόνισσα που αποτελούσε άλλωστε θεσμό της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας. Έτσι επιδόθηκε με όλες τις φυσικές δυνάμεις και τα πνευματικά της χαρίσματα στη διακονία των συνανθρώπων και κυρίως των αναξιοπαθούντων, αφού το έργο των διακονισσών ήταν πρωτίστως τα έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Γι’ αυτό και περιποιόταν τους ασθενείς, εφοδίαζε με τρόφιμα τους ενδεείς και τους πεινασμένους, επισκεπτόταν τους φυλακισμένους και καθοδηγούσε τις γυναίκες στον δρόμο της εναρέτου πολιτείας και της εν Χριστῴ ζωής και σωτηρίας.
Μάλιστα η αριστοκρατική καταγωγή της σε συνδυασμό με τον ένθεο και ακάματο ζήλο, με τον οποίο επιτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, την έκαναν να αποκτήσει ξεχωριστή θέση μεταξύ των χριστιανών, ενώ οι ειδωλολάτρες απορούσαν με το θυσιαστικό πνεύμα και την αυταπάρνηση που επιδείκνυε στο φιλανθρωπικό έργο και τη διακονία των αναξιοπαθούντων. Αξιομνημόνευτος ήταν ο ενθουσιασμός που είχε, όταν βοηθούσε τους ιερείς στις βαπτίσεις των γυναικών, αλλά και όταν τηρούσε την τάξη στις γυναίκες κατά την τέλεση των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας, ενώ απέναντι σε κάθε αναξιοπαθούντα αδελφό επιδείκνυε αξιοθαύμαστη στοργή και ευαισθησία.
Το θεάρεστο όμως έργο της θεομακαρίστου νύμφης του Χριστού Αγίας Τατιανής προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, το μίσος των ειδωλολατρών της Ρώμης. Γι’ αυτό και όταν κηρύχθηκε διωγμός εναντίον των χριστιανών επί των ημερών του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου, βρήκαν την ευκαιρία οι φανατικοί ειδωλολάτρες να καταγγείλουν στις ρωμαϊκές αρχές την πάνσεμνο Τατιανή ως χριστιανή. Έτσι συνελήφθη για την πίστη της και οδηγήθηκε ενώπιον των αρχόντων για να απολογηθεί. Κατά την ανάκριση που διατάχθηκε, η ενάρετος και ευσεβής Τατιανή ομολόγησε με ξεχωριστή παρρησία και αξιοθαύμαστο θάρρος την πίστη της στον Ενανθρωπήσαντα Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα.
Όμως παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν είτε με υποσχέσεις για πλούσια δώρα είτε με κολακείες ή ακόμα και με απειλές για φρικτά μαρτύρια, δεν κατόρθωσαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να τη μεταπείσουν να αρνηθεί τη χριστιανική της πίστη και να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Μάλιστα κατ’ εντολήν του ίδιου του αυτοκράτορος οδηγήθηκε μετά βίας στον ειδωλολατρικό ναό του Απόλλωνα για να προσφέρει θυσία στα άψυχα είδωλα. Εκεί αφού προσευχήθηκε με όλη της τη δύναμη στον Κύριο, συνταράχθηκαν τα ειδωλολατρικά αγάλματα που βρίσκονταν μέσα στο ναό και μάλιστα με τέτοια ένταση, ώστε όλα κατέπεσαν και συνετρίβησαν. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε τον αυτοκράτορα και τους παριστάμενους στρατιώτες σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά και τη θαρραλέα ομολογία της στον Ιησού Χριστό, δόθηκε η εντολή να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια.
Αρχικά τη χτύπησαν ανελέητα στο πρόσωπο, ενώ με σιδερένια νύχια της έσχισαν τα βλέφαρα και τα μάγουλα. Η Τατιανή παρέμεινε όμως σταθερή και αλύγιστη στη χριστιανική της πίστη, ενώ προσευχόταν για τη σωτηρία των βασανιστών της, ώστε να γνωρίσουν και εκείνοι τον αληθινό Θεό. Έτσι η προσευχή της αθληφόρου μάρτυρος ήταν τόσο δυνατή, ώστε οκτώ στρατιώτες πίστεψαν στο όνομα του Κυρίου και της ζήτησαν να τους συγχωρήσει. Η μεταστροφή όμως των βασανιστών της Αγίας εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος έδωσε αμέσως τη διαταγή να τους κρεμάσουν και να τρυπήσουν τα σώματά τους με κοφτερά σπαθιά, ενώ κατόπιν τους αποκεφάλισαν.
Μετά τη μαρτυρική τελείωση των οκτώ βασανιστών οδηγήθηκε και πάλι η αθληφόρος μάρτυς ενώπιον των αρχόντων για να την πείσουν να θυσιάσει στους ψεύτικους ειδωλολατρικούς θεούς. Μάλιστα προσπάθησαν να τη δελεάσουν με διάφορες υποσχέσεις και κολακείες. Όμως η πλήρης αφοσίωσή της στον Ιησού Χριστό εξαγρίωσε και πάλι τους φανατικούς ειδωλολάτρες, οι οποίοι αφού τη γύμνωσαν, άρχισαν να τη χτυπούν με σιδερένια ραβδιά. Κατόπιν την κρέμασαν και της κατέσχισαν το αγνό της σώμα με σιδερένια άγκιστρα και χτένια, ενώ στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή. Όμως κανένα από τα φρικτά βασανιστήρια δεν έκαμψε το σθεναρό αγωνιστικό της φρόνημα και την ακλόνητη πίστη της στον ένα και αληθινό Θεό.
Προκειμένου μάλιστα να την ταπεινώσουν και να τη διασύρουν, της έκοψαν όλες τις τρίχες της κεφαλής της, ξυρίζοντάς την. Μ’ αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο εξευτελισμού πίστευε ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ότι θα λύγιζε και θα αναγκαζόταν ντροπιασμένη να προσκυνήσει τα άψυχα και ψευδή είδωλα. Εκείνη όμως θεωρούσε τον ονειδισμό για τον Χριστό τιμή, η οποία θα προστίθετο στις πολλαπλές ευλογίες που είχε ήδη δεχθεί πλουσιοπάροχα από τον Θεό. Όμως τα φρικτά βασανιστήρια της παρθενομάρτυρος Τατιανής, τα οποία υπέμεινε με ανείπωτη αγαλλίαση και υπομονή, συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, αφού διατάχθηκε να τη ρίξουν και σε πυρακτωμένο καμίνι. Αλλά και μέσα στη φωτιά η αθληφόρος μάρτυς του Χριστού διαφυλάχθηκε σώα και αβλαβής χάρη στην πανσθενουργό δύναμη του Κυρίου, όπως είχε συμβεί και με τους εν Καμίνῳ Αγίους Τρεις Παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία για να την κατασπαράξουν, αλλά εκείνα δεν της επιτέθηκαν καθόλου και έτσι δεν της προξένησαν απολύτως καμία βλάβη.
Βλέποντας ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος το συνεχιζόμενο ακμαίο αγωνιστικό φρόνημα και την ακλόνητη χριστιανική πίστη της πολυάθλου μάρτυρος παρά τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκε, διέταξε να την αποκεφαλίσουν έξω από την πόλη. Τότε η πάνσεμνος νύμφη του Χριστού οδηγήθηκε στον χώρο της θανατικής της εκτέλεσης και αφού προσευχήθηκε στον Ουράνιο Νυμφίο που την αξίωσε να μείνει μέχρι τέλους αφοσιωμένη και πιστή σ’ Εκείνον, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, δέχθηκε με αγαλλίαση το επίγειο τέλος της. Έτσι με τη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική της τελείωση έλαβε επάξια από τον αθλοθέτη Κύριο τον καλλίνικο και αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου για να συνευφραίνεται αιώνια μαζί με τον Νυμφίο Χριστό. Έκτοτε η θεομακάριστος διάκονος και πάνσεμνος νύμφη του Χριστού Αγία Τατιανή, η οποία αναδείχθηκε «κλέος καί σεπτό ἐγκαλλώπισμα τῶν χριστομαρτύρων», τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 12 Ιανουαρίου.
Παράλληλα υμνείται και γεραίρεται τόσο μέσα από την Ασματική της Ακολουθία, η οποία εποιήθη στο Άγιον Όρος το 1916 με την επιμέλεια του εξ Αιγίνης Μοναχού Διονυσίου, του ενασκουμένου στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων όσο και μέσα από τον Παρακλητικό Κανόνα που συντάχθηκε προς τιμήν της από τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Νικόδημο Αεράκη, Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, κατόπιν παρακλήσεως της φιλαγίου κ. Σουλτάνας Χαραλάμπους Παπαστάμου εκ Πτολεμαΐδος. Από τα ιερά της λείψανα η τιμία κάρα της μεταφέρθηκε μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και κατά το έτος 1490 στη Μονή Μπίστριτσα που βρίσκεται πλησίον της πόλεως Κραϊόβα της Ρουμανίας, αλλά από το 1955 φυλάσσεται πλέον στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Δημητρίου Κραϊόβας.
Η Αγία παρθενομάρτυς Τατιανή τιμάται ιδιαιτέρως στην Αίγινα, αφού στη θέση Λάκκα της πόλεως Αιγίνης υπάρχει ομώνυμος ιερός ναός, ο οποίος ανεγέρθηκε στις αρχές του 20ου αιώνος μετά από τις κατ’ όναρ αλλεπάλληλες εμφανίσεις της ίδιας της Αγίας στην Ελένη Θεοδοσίου Μοίρα (το γένος Ιωάννου Κολοκέντη) και την επακολουθείσα θαυματουργική ανεύρεση της ιεράς εικόνος της. Όλα ξεκίνησαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1898, όταν ένα απροσδόκητο όνειρο συντάραξε την ηρεμία της νύχτας στο σπίτι της Ελένης Μοίρα. Στην ευσεβή αυτή γυναίκα εμφανίσθηκαν ξαφνικά στον ύπνο της δύο λευκοντυμένες γυναίκες, οι οποίες της παρέδωσαν μία επιστολή. Στην αξιοπερίεργη αυτή ουράνια οπτασία δεν έδωσε αρχικά καμία απολύτως σημασία. Μετά όμως από οκτώ ημέρες παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ένας ηλικιωμένος, ο οποίος καθόταν στην κορυφή ενός βουνού.
Αφού την κάλεσε κοντά του, ξαφνικά το βουνό εξαφανίσθηκε και η ευσεβής Ελένη βρέθηκε μέσα σε μία εκκλησία, όπου στο Άγιο Βήμα εκτός από την Αγία Τράπεζα υπήρχε μία χρυσή εικόνα και ένα αναμμένο καντήλι, ενώ μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα συναξάριο με την επιγραφή: «Το μαρτύριον της Αγίας Τατιανής». Μετά την απροσδόκητη αυτή αποκάλυψη άρχισε η ευσεβής γυναίκα φωνάζοντας να καλεί τους χριστιανούς να προσκυνήσουν, αλλά μία γυναίκα μ’ ένα βρέφος στα χέρια, της απαγόρευσε να φωνάζει. Η δυσερμήνευτη αυτή οπτασία έκανε την Ελένη να απορεί και να διστάζει, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνουν αυτά που είδε και τι πρέπει να κάνει.
Επί πέντε όμως συνεχή έτη παρουσιαζόταν η Αγία Τατιανή στον ύπνο της, εκφράζοντας έντονα το παράπονο για τον δισταγμό και την αδιαφορία που επιδείκνυε στο να σκάψει στο σημείο του κτήματός της που όριζε η ίδια η Αγία, ώστε να ανευρεθεί η ιερά εικόνα της και να ανεγερθεί κατόπιν ιερός ναός επ’ ονόματί της. Μετά όμως από τις αλλεπάλληλες κατ’ όναρ εμφανίσεις της Αγίας αποφάσισε κάποια στιγμή η Ελένη να άρει τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς της και να σκάψει στο σημείο του κτήματός της στη θέση Λάκκα της πόλεως Αιγίνης για να διαπιστώσει, εάν τα όνειρά της ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου του 1903 και κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ευρέθη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, κατόπιν ευρέθη εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (επ’ ονόματί του τιμάται το αριστερό κλίτος του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης), ενώ στις 17 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης και εορτασμού του πολιούχου του νησιού Αγίου Διονυσίου (επ’ ονόματί του τιμάται το δεξιό κλίτος του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης), ανευρέθη η ιερά εικόνα της Αγίας Τατιανής.
Το θαυμαστό και υπερφυές αυτό γεγονός προκάλεσε αισθήματα απερίγραπτης πνευματικής αγαλλίασης στους ευσεβείς κατοίκους του ευλογημένου νησιού της Αίγινας και όλοι επιδόθηκαν με ιδιαίτερη χαρά και επιμέλεια στην ανέγερση του ιερού ναού στο κτήμα, όπου ανευρέθη η ιερά εικόνα της Αγίας. Πρόκειται μάλιστα για τον μοναδικό σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο καταγεγραμμένο ναό επ’ ονόματί της, ο οποίος σήμερα αποτελεί παρεκκλήσιο του χρονολογούμενου από το 1806 ιστορικού Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης.
Μετά τη θαυματουργική ανεύρεση της ιεράς εικόνος της Αγίας Τατιανής και την ανέγερση του ομωνύμου ιερού ναού η Ελένη Θεοδοσίου Μοίρα αφιερώθηκε στον Θεό και μάλιστα μετά τη χηρεία της εκάρη μοναχή λαμβάνοντας το όνομα Τατιανή. Πάμπολλα είναι και τα θαύματα που έχει επιτελέσει η αθληφόρος μάρτυς δια της χάριτος του Θεού. Μεταξύ αυτών παιδί που συνταξίδευε με τη μητέρα του και έπεσε στη θάλασσα, διασώθηκε από την Αγία, αφού βρέθηκε μέσα σε λέμβο, ενώ κοπέλα από το Καστελλόριζο που έπασχε από αιμορραγία και θεραπεύθηκε, δώρισε από ευγνωμοσύνη ένα βραχιόλι στον ναό της Αγίας στην Αίγινα.
Αλλά και κατά τη διάρκεια της ανεγέρσεως του ναού στην Αίγινα δεκατριάχρονο κορίτσι είδε κατ’ όναρ την Αγία Τατιανή, η οποία του έδωσε την εντολή να ανοίξει πλησίον του ναού πηγάδι, από το οποίο ανέβλυσε άφθονο νερό. Όμως ακόμη και κατά τα τελευταία χρόνια αρκετοί είναι αυτοί που έχουν γίνει αποδέκτες των θαυμάτων της Αγίας, γεγονός που επιβεβαιώνει περίτρανα τη ζωντανή της παρουσία και τη θαυματουργική της χάρη στο ευλογημένο νησί της Αίγινας. Ας επικαλεσθούμε λοιπόν τις πρεσβείες της στη σημερινή τεχνοκρατική εποχή μας για να παραδειγματιστούμε από τον ένθερμο ζήλο της στη διακονία των αναξιοπαθούντων αδελφών μας, αλλά και από την ακλόνητη πίστη της στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον μόνο αληθινό Θεό.
Βιβλιογραφία
[1] Αεράκη Νικοδήμου Γ., Αρχιμανδρίτου –Ιεροκήρυκος, Κανών Παρακλητικός της Αγίας ενδόξου μάρτυρος Τατιανής, Αθήναι 2009.
[2] Βίος και Ακολουθία της Αγίας Τατιανής, Επιμέλεια Αθηνάς Νικολάου Χριστοπούλου, Αθήνα 1989.
Η Αγία Τατιανή με έσωσε από τα πυρά των βομβαρδιστικών
Ήταν Αύγουστος του 2006, είχε ήδη περάσει όλο το καλοκαίρι κι εγώ κάλυπτα δημοσιογραφικά τον πόλεμο Λιβάνου-Ισραήλ ακόμη. Σε εκείνον τον πόλεμο άλλαξα εντελώς φιλοσοφία στη ζωή μου. Είχα χάσει τους συνεργάτες μου στον βομβαρδισμό της Τήρου στο Νότιο Λίβανο την ώρα που εγώ είχα βγει από το νοσοκομείο για να φέρω ένα συνάδελφο στο καταφύγιο κι εκείνοι είχαν μείνει μέσα. Είχα γλυτώσει από έναν δεύτερο βομβαρδισμό στο χωριό Κάνα όπου σκοτώθηκαν 54 παιδιά μεσα στο καταφύγιο για το οποίο γεγονός σχεδόν δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη στον αέρα των ειδήσεων αφού ήμουν από τους λίγους δημοσιογράφους στο χωριό που βομβαρδιζόταν ανελέητα (δεν θελω να πω πολλά).
Τώρα προς το τέλος Αυγούστου και αφού ο Νότιος Λίβανος είχε ισοπεδωθεί έπρεπε να φύγω από την πλευρά της Συρίας και να βγω από τη χώρα μέσα στη νύχτα. Σε αυτόν τον πόλεμο είχα έναν καλό άγγελο που την έλεγαν Τατιάνα που με όλη της την οικογένεια με βοήθησαν και με έσωσαν πολλές φορες προσφέροντάς μου ασφαλή μέρη να μένω.
Το βράδυ εκείνο που έφευγα λοιπόν η Τατιάνα με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε μια μικρή εικόνα μιας Αγίας που δεν ήξερα. Ήταν ανήσυχη για την έκβαση της εξόδου μου από τη χώρα. «Είναι η Αγία Τατιάνα μου είπε, σε παρακαλώ πάρτην μαζί σου. Θα σε προστατεύει».
Το ίδιο βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα περνούσα την κατεστραμμένη περιοχή και τις βομβαρδισμένες γέφυρες με τον λιβανέζο οδηγό που θα με περνούσε στα σύνορα της Συρίας. Είχε μείνει μία και μοναδική γέφυρα που ήταν ακόμη στη θέση της και απο αυτήν επιχειρήσαμε να περάσουμε.
Ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια μας λίγο πριν τα σύνορα με τη Συρία άρχισαν τα βομβαρδιστικά να γαζώνουν πίσω μας τη γέφυρα που μόλις περνούσαμε. Έσφιξα την εικόνα στα χέρια μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Κοίταξα τον οδηγό που είχε πατήσει τέρμα το γκάζι κάνοντας το αυτοκίνητο να μουγκρίζει και κλείνοντας τα μάτια μου προσευχήθηκα ώσπου βρέθηκα πια στο σημείο των Συνόρων με τη Συρία έχοντας ξεπεράσει τον κίνδυνο. Η μοναδική γέφυρα που ένωνε τις δύο χώρες είχε πια ισοπεδωθεί!
Εκεί οι Σύριοι στρατιώτες με ρωτούσαν δίνοντάς μου τσάι μαραμίγιε ποιον άγιο είχα βοηθό……
Γράφω αυτήν την ιστορία γιατί σήμερα* γιορτάζει η Αγία αυτή η οποία μαρτύρησε για την πίστη της και έτσι θέλω να ΕΥΧΗΘΩ χρόνια πολλά και στην μακρινή μου φίλη Τατιάνα που ζει, Δόξα τω Θεώ ασφαλής, ακόμη στο Λίβανο.
*Το κείμενο γράφτηκε στις 12 Ιανουαρίου 2017, ημέρα που εορτάζει η Αγία Τατιανή.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἰσχύϊ τῆς πίστεως, κραταιωθεῖσα σεμνή, νομίμως ἐνήθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Τατιανὴ ἔνδοξε· πάσας γὰρ τὰς ἰδέας, τῶν δεινῶν ἐνεγκοῦσα, ᾔσχυνας τὸν Βελίαρ, τῇ ἀτρέπτῳ σου στάσει· ἐξ οὗ τῆς κακοτροπίας πάντας ἀπάλλαξον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Παρθένος σεμνή, καὶ Μάρτυς ἀπερίτρεπτος, ἐδείχθης σαφῶς, Τατιανὴ θεόνυμφε· Χριστὸν γὰρ ποθήσασα, δι’ ἀγώνων τοῦτον ἐδόξασας· ὃν δυσώπει ῥῦσαι ἡμᾶς, παθῶν ἀδοξίας, καὶ παντοίων δεινῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν αἱμάτων σου ταῖς βαφαῖς, βάψασα χιτῶνα, ἀφθαρσίας πορφυραυγῆ, ᾧ καὶ στολισθεῖσα, Τατιανὴ θεόφρον, πρὸς φῶς ἀθανασίας, χαίρουσι ἔδραμες.
Πηγή: Καλλιμασιά, Σημεία Καιρών
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...