
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί
Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να παραδεχθώ και να σας ομολογήσω, ότι αυτή τη φορά έκανα μίαν παρασπονδίαν, την εξής: Ενώ, δηλαδή, το θέμα της σημερινής ομιλίας μου είχεν ορισθεί να είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής, Προφήτης και Πρόδρομος και θα περιμένατε, δηλαδή, να ακούσετε να αναλύω και να αναπτύσσω, να ξεδιπλώνω ολόκληρο αυτό το τρίπτυχο, δηλαδή: και το Βαπτιστής , και το Πρόδρομος και το Προφήτης, όμως αναγκάστηκα από τα ίδια τα πράγματα να περιορισθώ στο πρώτο μόνο σημείον, δηλαδή στο Βαπτιστής. Κι' αυτό, διότι, όταν καταπιάστηκα με το θέμα του αγίου Ιωάννου, βρέθηκα μπροστά σε μιαν απέραντη ύλη, την οποία μου ήταν αδύνατο να δαμάσω και να σας την παρουσιάσω σε μία μόνο ομιλία τριών περίπου τετάρτων της ώρας. Αυτή, λοιπόν, ήταν η παρασπονδία μου, για την οποίαν και ζητώ συγγνώμην, αλλά και την κατανόησή σας. Αν δε ο Θεός επιτρέψει και με τις ευχές πάντα του Σεβασμιωτάτου, θα σας παρουσιάσω τον επόμενον χρόνον τις άλλες δύο πτυχές αυτού του τριπτύχου του αγίου Ιωάννου. Έτσι, περιορισμένο, λοιπόν, το σημερινό θέμα μας, θα είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής. Αλλ' επειδή και έτσι περιορισμένο, θα είναι, όπως θα διαπιστώσετε, τεράστιο, θα περιορισθώ σε μερικές μόνον επισημάνσεις, χωρίς να είναι δυνατόν ούτε αυτό να το εξαντλήσω, όπως βέβαια θα επιθυμούσα. Και ήδη επείγομαι να μπω στο θέμα μου:
Πρώτη επισήμανση: Το παρωνύμιον «Βαπτιστής»: Από τους τέσσαρες Ευαγγελιστές, ο μεν τέταρτος, ο και θεολόγος όταν μιλάει στο ευαγγέλιο του για τον Πρόδρομον, τον ονομάζει απλά και μόνο με το όνομα Ιωάννης, χωρίς ποτέ να το συνοδεύει και με το παρωνύμιον Βαπτιστής . Οι υπόλοιποι, όμως, τρεις ευαγγελιστές, οι λεγόμενοι συνοπτικοί, αναφέρουν μεν το όνομα Ιωάννης, αλλά το συνοδεύουν και με το παρωνύμιον Βαπτιστής. Ειδικότερα δε, ο ευαγγελιστής Μάρκος, εκτός του Βαπτιστής, χρησιμοποιεί τρεις φορές και την μετοχήν ο Βαπτίζων. Εξ άλλου, από τις εξω-καινοδιαθηκικές Ιστορικές πηγές, ο ιουδαίος Ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος είναι που εις το έργον του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, αφιερώνοντας ορισμένες γραμμές στο πρόσωπον και στο θρησκευτικό κίνημα, που προκάλεσεν ο άγιος Ιωάννης, του αποδίδει κι' αυτός το παρωνύμιον Βαπτιστής.
Και το μεν γεγονός καθ' αυτό, ότι αυτός ο Ιωάννης όντως είχεν αυτήν την πλατειά μαρτυρούμενην βαπτισματικήν δραστηριότητα, ουδείς ποτέ το αμφισβήτησεν. Πρόκειται, δηλαδή, για κατοχυρωμένο Ιστορικό γεγονός, που το βεβαιώνουν, πλην του ιουδαίου ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου, και οι τέσσερες ευαγγελιστές, αλλά και ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων Αποστόλων.
Παρατηρούμεν μάλιστα ότι αυτή η Ιωάννεια βαπτισματική τελετουργία καταλάμβανε τόσον σπουδαία και κεντρική θέση μέσα στο όλο δημόσιο έργο του Προδρόμου, δηλαδή μέσα στην διακονία του, ώστε ο ευαγγελιστής Μάρκος, μάλλον επειδή τη θεωρεί σπουδαιότερη, να την αναφέρει ακόμη και προ αυτού του Ιωάννειου κηρύγματος, δηλαδή, να την προτάσσει του κηρύγματος του Ιωάννου, όταν λέγει ο ευαγγελιστής αυτός: «εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων» (Μάρκ. α', 4). Να γιατί λέμε, ότι η Καινή Διαθήκη αποδίδοντας του το παρωνύμιον Βαπτιστής, θέλει να τον χαρακτηρίσει με αυτήν την πιο εντυπωσιακήν, την πιο χαρακτηριστικήν, αλλά και την πιο σημαντικήν του δραστηριότητα και, άρα, ιδιότητα.
Δεύτερη επισήμανση: Η χρονική περίοδος της βαπτισματικής δράσης του Ιωάννου: Αφετηρία, διάρκεια, λήξη της: Μας είναι, άραγε δυνατόν να προσδιορίσουμε τις αρχές αυτής της δραστηριότητας, δηλαδή, πότε ακριβώς άρχισεν ο Ιωάννης να βαπτίζει; Αυτό το πράγματι βασανιστικόν ερώτημα απασχόλησεν τους ιστορικούς της Ιστορίας της εποχής του Χριστού. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως, το πράγμα φαίνεται εύκολον. Κι αυτό, διότι ο ευαγγελιστής και πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας, ο και ιατρός Λουκάς, ακριβώς την είσοδον του Βαπτιστή στην σκηνή της δημόσιας δράσης του για την προετοιμασία του δρόμου του Μεσσία, την τοποθετεί σ' ένα τέτοιο ιστορικό πλαίσιο, όπου μάλιστα και εμφανίζονται να παρελαύνουν αρκετά πρόσωπα γνωστά και άλλοθεν, αλλά και από την κοσμικήν Ιστορίαν. Λέγει, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς, τον οποίον παραθέτω εν παραφράσει: «Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ήταν ηγεμών εις την Ιουδαίαν ο Πόντιος Πιλάτος, και τετράρχης εις την Γαλιλαίαν ο Ηρώδης αντίπας, ο δε Φίλιππος ο αδελφός του ήτο τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας, και ο Λυσανίας ήτο τετράρχης της Αβιλινής, επί των αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, ήλθε διαταγή του Θεού προς τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, εις την έρημον, όπου αυτός έμενεν.» (Λουκ. γ', 12)
Θάλεγε κανείς ότι με τόσους χρονολογικούς προσδιορισμούς, δηλαδή, δια της αναφοράς και μνημονεύσεως τόσων προσώπων εκ της Ιστορίας, θα ήταν εύκολος και ο ακριβής προσδιορισμός της έναρξης του βαπτισματικού έργου του Ιωάννου. Όμως, εάν οι προσδιορισμοί αυτοί ήσαν αρκετοί και ικανοποιητικοί για τις Ιστορικές ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής του Λουκά, δεν είναι πάντως πια για μας σήμερα. Εξ άλλου, τα χρονολογικά αυτά δεδομένα δεν είναι ούτε συγκεκριμένα, αλλ' ούτε και ακριβή, παρά μόνο φαινομενικώς. Το πρώτον μάλιστα απ’ αυτά, το μόνο που θάλεγε κανείς ότι θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει και σαν βάση για ένα τέτοιο χρονολογικό υπολογισμό, που ζητάμε, δεν αποτελεί σίγουρο δεδομένο και στοιχείο και σημείον χρονολογικής εκτίμησης και αφετηρίας. Αλλά και οι ικανότεροι και διασημότεροι Ιστορικοί γενικότερον και κατά κανόνα, παραιτούνται από την προσπάθεια να ανιχνεύσουν από πότε ακριβώς άρχιζαν και πως υπολογίζονταν τα έτη διακυβέρνησης των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Να γιατί στο ερώτημα πότε ακριβώς αρχίζει και η βαπτισματική δραστηριότητα του Ιωάννου, οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται, ή, μάλλον ποικίλλουν και κινούνται σε μια μεγάλη χρονολογική κλίμακα, σε μια γκάμμα εννέα ετών, δηλαδή από το έτος 26 μ.Χ. μέχρι και το έτος 34 μ.Χ.
Αλλ' εάν δεν μας είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε μίαν απόλυτα ακριβή στη λεπτομέρεια της χρονολογίαν έναρξης της βαπτι-σματικής δράσης του Ιωάννου, όμως, μας είναι δυνατόν, περιοριζόμενοι σε μιαν σχετικήν τοιαύτην να ικανοποιήσουμε μόνον εν μέρει αυτήν την ιστορικήν περιέργειά μας. Η σχετική δε αυτή χρονολόγηση βασίζεται στα εξής δεδομένα, που μας παρέχουν πάλιν τα ευαγγέλια:
Όταν, δηλαδή, ο Ιησούς πήγε στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτισθεί ο ίδιος, υπήρχεν ήδη μεγάλη συρροή πλήθους ανθρώπων, στις όχθες του ποταμού (Λουκ. γ', 7). Αυτό είναι το ένα στοιχείον.
Εξ άλλου, ο Βαπτιστής ήταν τότε ήδη γνωστός σ' όλο το λαό, που έτρεχε σ' αυτόν με ενθουσιασμό (Λουκ. γ', 21). Κι' αυτό είναι το δεύτερον. Πιο συγκεκριμένα δε, επίσης, η φήμη του Βαπτιστή είχεν ήδη μεγαλώσει και διαδοθεί τόσον στην Ιερουσαλήμ, όσον και σε όλην την Ιουδαία. (Ματ. γ', 5, Μάρκ. α', 5), τρίτον δεδομένον.
Επομένως, και βάσει αυτών των τριών στοιχείων, θα πρέπει να υποθέσουμεν ότι ο Ιωάννης θα πρέπει να είχεν αρχίσει ήδη να βαπτίζει, τουλάχιστον μερικούς μήνες πριν να εκδηλωθεί το κυρίως μεσσιανικόν κίνημα, αυτό, δηλαδή, του Ιησού. Αυτά τα λίγα μόνον, για τη χρονολογία γύρω από το Ιωάννειο Βάπτισμα.
Τρίτη επισήμανση: Και αφού μιλήσαμε για το χρόνο, περνάμε τώρα στο ερώτημα για τον τόπο: Πού, σε ποιες περιοχές εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Ο Λουκάς σημειώνει τα εξής για τον Ιωάννη και τη σχέση, που είχε από παιδί με την έρημον: «Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις, έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λουκ. α', 80). Ακριβώς δε, βγαίνοντας ο Ιωάννης απ’ αυτές τις ανώνυμες ερήμους, που αναφέρει ο Λουκάς, άρχισεν την αποστολή του, της οποίας το πρώτον πεδίον δράσης, ήταν επίσης μία έρημος, που αυτή όμως μας είναι γνωστή, η έρημος της Ιουδαίας (Ματθ.γ', 1).
Παλαιότεροι και νεώτεροι ερευνητές συμφωνούν τοποθετώντας αυτήν την έρημο στα πέριξ της Ιεριχούς, κοντά όμως στον Ιορδάνη. Σημειωτέον δε ότι το ποτάμι αυτό το αναφέρουν ονομαστικά και οι τέσσαρες Ευαγγελιστές. Πρέπει, όμως, να ξέρουμε ότι ο Βαπτιστής δεν έμενε σταθερά και συνέχεια στο ίδιο σημείο. Και ο μεν Ματθαίος με τον Μάρκο μας παρουσιάζουν τα πράγματα ωσάν μία ολόκληρη μερίδα ανθρώπων της Παλαιστίνης, να κατευθύνονταν προς τον Βαπτιστή, ενώ ο Λουκάς μας εμφανίζει τον Ιωάννην να κινείται αυτός ο ίδιος πλέον, και να κυκλοφορεί προσωπικώς καθ' όλην την έκταση της κοιλάδας του ποταμού (Λουκ. γ', 3), σαν να, δηλαδή, μετεκινείτο προς συνάντηση των νεωστί βαπτισθέντων υπ’ αυτού και των νεοφύτων του.
Είναι, λοιπόν, πιθανόν, ότι ακόμη και στην αρχή της δράσης του ασκούσε την διακονίαν του σύμφωνα με τις καθημερινές ανάγκες, που παρουσιάζονταν και κατά τις απαιτήσεις της στιγμής, άλλοτε στην αριστερή όχθη του ποταμού κι' άλλοτε στη δεξιάν. Οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης θεωρούν ακόμη δυνατόν, μετά τη βάπτιση του Ιησού, ο Ιωάννης, σαν για να αφήσει στον Μεσσία ελεύθερο το πεδίο δράσεως, να προτίμησε την παραμονήν του στην Υπεριορδανία. Μια τέτοια υπόθεση των καινοδιαθηκολόγων, θα μπορούσε πλην των άλλων, να εξηγήσει θαυμάσια και μίαν πληροφορία του τέταρτου ευαγγελιστή, που, αλλιώς, αυτή θα εφαίνετο όλως διόλου αντιφατική. Διότι ο τελευταίος αυτός, σημειώνει: «Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδανού, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων» (Ιω. α', 28) . Αυτή δε ακριβώς η Βηθανία, χωριό ή απλό πέρασμα του ποταμού, φαίνεται, λοιπόν, ότι εκείτο εις τον κάτω ρουν του ποταμού Ιορδάνη. Κι' αυτό είναι όλο κι' όλο, ό,τι ξέρομεν για την τοποθεσία αυτής της Βηθανίας. Αργότερα, ο Ιωάννης πέρασε και πάλιν στη δεξιά όχθη του ποταμού, αλλά, τη φορά αυτή, πολύ πιο βόρεια και έφθασε συγκεκριμένα εις την πηγήν Αίνων, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, όπου, κατά την μαρτυρίαν του τέταρτου ευαγγελιστή, υπήρχαν πολλά νερά, και όπου, κατά την ίδιαν μαρτυρίαν, και γι' αυτό ακριβώς, εγκαταστάθηκεν εκεί ο Βαπτιστής: «ότι ύδατα πολλά ην εκεί, και παρεγένοντο και εβαπτίζοντο.» (Ιω. γ', 23).
Στο μέρος δε ακριβώς αυτό ήταν όπου ήλθαν, λοιπόν, και βρήκαν τον Βαπτιστή οι δικοί του μαθητές και του είπαν αγανακτισμένοι και εμφανώς εξοργισμένοι: Στην Ιουδαία κάποιοι τελούν ένα άλλο Βάπτισμα, διαφορετικό από το δικό σου, εννοώντας το Βάπτισμα, που γινόταν εκεί κατ' εντολήν του Μεσσία Ιησού υπό των μαθητών του τελευταίου.
Αλλ' αυτό ακριβώς το περιστατικό με τους μαθητές του Ιωάννου, παρέσχεν την αφορμή στον ίδιο να δώσει, για μια ακόμη φορά, την δικήν του μαρτυρίαν υπέρ του Ιησού, σαν του μέχρι τότε αναμενόμενου και νυν ελθόντος Μεσσία.
Τέταρτη επισήμανση: Και ποιους, άραγε, εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Οι ακροατές του Βαπτιστή, άνδρες και γυναίκες (λέγω και γυναίκες, γιατί δεν υπήρχεν κανένας σοβαρός λόγος για να αποκλείονταν και να εξαιρούνταν αυτές από το Βάπτισμα του Ιωάννου), προέρχονταν κυρίως απ’ την ίδια την Ιερουσαλήμ, αλλά και γενικότερα, από την νότια Παλαιστίνη, δηλαδή, από την Ιουδαία. (Ματθ. γ', 5, Μαρκ. α, 5) .
Αλλ' επειδή ο Ιωάννης μετεκινείτο προς την αντίθετον φοράν και κατεύθυνση του ρεύματος του Ιορδανού, δηλαδή, προς τον Βορρά, μπορούμε να δεχθούμε ότι ακριβώς αυτές οι βόρειες επαρχίες δεν έμειναν ανέπαφες και ασυγκίνητες από τη γοητεία, που ασκούσεν το κήρυγμά του. Κι' όταν, όπως είπαμε, κάπως αργότερα, δηλαδή, στη δεύτερη φάση της διακονίας του, μετακινήθηκεν ο Ιωάννης και ήλθεν εις την πηγήν Αίνων, οι Γαλιλαίοι, αυτοί δηλαδή οι Παλαιστίνοι του βορρά, μπορούσαν πια ευκολότερα και ανετότερα να επωφεληθούν και απολαύσουν το κήρυγμά του, αλλά και να δεχθούν το Βάπτισμά του.
Κάποιοι, μάλιστα, απ’ αυτούς τους Γαλιλαίους δεν περίμεναν να έλθει ο Βαπτιστής μέχρις εκεί για να γίνουν και μαθητές του. Τον είχαν κι' όλας πλησιάσει και μαθήτευαν κοντά του. Τέτοιοι π.χ. ήσαν ο Σίμωνα Πέτρος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, που ήσαν ήδη μαθητές του Ιωάννου πολύ πριν μεταπηδήσουν και γίνουν, αργότερα, μαθητές του ίδιου του Μεσσία, δηλαδή του Ιησού (Ιω. α' , 35) .
Πάντως, όπως μαθαίνομεν απ’ τις πληροφορίες των ευαγγελιστών, ανάμεσα στα πλήθη, που έσπευδαν προς τον Ιωάννην και συνέρρεαν στις όχθες του πόταμου, μπορούσε να διακρίνει κανείς τα πιο ετερόκλιτα και διαφορετικά στοιχεία: Έτσι, π.χ., μπορούσες να δεις, ακόμα και κάποιους Φαρισαίους, αλλά και Σαδδουκαίους (Ματθ. γ', 7), εκεί. Επομένως, θα πρέπει, πάντως να δεχθούμεν ότι η φήμη του Βαπτιστή ήταν ήδη στο απόγειόν της, για να φθάσει, δηλαδή, στο σημείον να προσελκύσει ταυτόχρονα και τις δύο αυτές αντίπαλες μεταξύ τους θρησκευτικές παρατάξεις, των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, οι οποίες ακριβώς συναγωνίζονταν η μια την άλλην, ποια απ’ τις δυο θα ασκήσει πάνω στον εβραϊκό λαό τη μεγαλύτερη επίδραση και επιρροήν. Πάντως, είναι, επίσης, γεγονός, ότι όλα αυτά τα πρόσωπα, όσα, δηλαδή, αναφέραμε ότι επισκέπτονταν την όχθην, όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης, δεν σημαίνει και ότι ήσαν αδιακρίτως και οπωσδήποτε σίγουροι και εξασφαλισμένοι υποψήφιοι για το Βάπτισμα.
Ένας αριθμός επισκεπτών π.χ. έρχονταν από περιέργειαν. Άλλοι, πάλιν, εντυπωσιασμένοι από τους βίαιους και καυστικούς λόγους του Προδρόμου (Ματθ. γ', 7), και νιώθοντας μάλιστα ότι όσους μύδρους εξαπέλυεν ο προφήτης αυτός είναι γι' αυτούς, ότι γι' αυτούς προορίζονταν, ότι σ' αυτούς απευθύνονταν, ότι αυτούς εστόχευαν, όλοι αυτοί, λοιπόν, απέφευγαν επιμελώς και συστηματικά να ζητήσουν τον συμβολικόν καθαρμόν, όλοι αυτοί, των οποίων την υποκρισίαν καυτηρίαζεν αυτός ο αναμφισβήτητα, για τον λαόν, άνθρωπος του Θεού. Τέτοια π.χ. ήταν η περίπτωση των Φαρισαίων. Ο Λουκάς, συγκεκριμένα, μας πληροφορεί σχετικώς, ότι «οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του Θεού ηθέτησαν εις εαυτούς, μη βαπτισθέντες υπ’ αυτού» (Λουκ. ζ', 30), δηλαδή, υπό του Ιωάννου. Ευτυχώς, όμως, το μεγαλύτερον μέρος των ακροατών του Ιωάννου, το κύριον σώμα των, ήσαν απλοί άνθρωποι του λαού και μάλιστα ανάμεσά τους ήσαν και κάποιοι τελώνες, που, ως γνωστόν, εθεωρούντο ιδιαίτερα αμαρτωλοί, καθώς και αρκετοί στρατιώτες, που όλοι αυτοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο, δεν περίμεναν τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα νεύμα του Ιωάννου, για να εκτελέσουν πιστά οποίαν εντολήν θα τους έδιδεν αυτός (Λουκ. γ', 10). Αυτούς τους απλούς ανθρώπους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τους επαίνεσεν και τους εγκωμίασεν μπροστά στους δικούς του μαθητές, όταν είπεν στους τελευταίους αυτούς: και πας ο λαός ακούσας, «και οι τελώναι, εδικαίωσαν τον Θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου.» (Λουκ. ζ', 29)
Μέχρι του σημείου αυτού, αγαπητοί μου, η ομιλία ήταν κυρίως περιγραφική κάποιων λίγο-πολύ, γνωστών, ή, και ευκόλως κατανοητών πραγμάτων. Και δεν ξέρω, μάλιστα, εάν και κατά πόσον παρουσίασεν ενδιαφέρον και τράβηξε την προσοχήν σας. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι το υπόλοιπον μέρος της, θα είναι πολύ ενδιαφέρον, εάν συνεχίσετε αλλά και εντείνετε την προσοχήν σας.
Όσα σημεία θα θίξωμεν από τώρα και μέχρι τέλους, είναι στοιχεία που συνθέτουν τη γενικότερη εικόνα ενός σπουδαιότατου θέματος, που δυστυχώς σπανίως μεν το διαπραγματεύονται και ακόμη σπανιότερον το αναλύουν ορθά: Πρόκειται για το μεγάλο θέμα της καταγωγής και προέλευσης του Χριστιανισμού μέσα στην Ιστορίαν. Και για μας μεν που πιστεύομεν στην θεότητα του Χριστού και στην εν Χριστώ αποκάλυψη, η απορία γι' αυτό το ζήτημα λύνεται αυτόματα, ή, μάλλον, δεν υπάρχει καν πρόβλημα.
Κάποιοι άλλοι όμως άπιστοι ή και αιρετικοί, και πιο συγκεκριμένα οι συλλήβδην λεγόμενοι Προτεστάντες (Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί, Βαπτιστές, Αντβεντιστές και λοιποί), και μεγάλοι κατά κόσμον σοφοί καθηγητές τους, οι οποίοι βέβαια «εμωράνθησαν εν τη σοφία αυτών», όπως λέγει η Αγία Γραφή, όλοι αυτοί για το ζήτημα της προέλευσης του Χριστιανισμού, προσπαθούν να τα εξηγήσουν όλα εξελικτικά και δια της αλληλεπίδρασης ιδεών και θεσμών.
Έτσι, και για το θέμα μας ισχυρίζονται ότι το μεσσιανικό κίνημα του Ιησού και η μορφή του κινήματος, σαν Εκκλησίας, προήλθεν από το θρησκευτικο-κοινωνικόν κίνημα του Ιωάννου του Βαπτιστή. Ο Χριστός δηλαδή, λένε, δεν πρωτοτύπησεν στα περισσότερα στοιχεία, που δίδαξεν και θεσμοθέτησεν, αλλά, δήθεν, προσέλαβεν, αφομοίωσεν, συνέχισεν και το πολύ-πολύ εβελτίωσεν ή και τελειοποίησεν στοιχεία, που πήρε απ’ το πρόσφατον παρελθόν του ή από την ίδιαν την εποχήν του. Και ψάχνουν οι μωρανθέντες αυτοί σοφοί να βρουν: από ποια θρησκευτικά περιβάλλοντα και θρησκευτικο-κοινωνικο-πολιτικά κινήματα πήρε και δανείστηκεν ο Χριστός στοιχεία, από ποιους δηλαδή επηρεάστηκε για να φτιάξει το δικό του κίνημα. Έτσι βρίσκουν, οι κύριοι αυτοί την καταγωγήν του Χριστιανισμού: Οι Εσσαίοι εγέννησαν Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Ιωάννης δε ο Βαπτιστής εγέννησεν τον Ιησούν Χριστόν. Έτσι, περνούν «γενεές δεκατέσσαρες» τον Χριστιανισμόν, που δίδαξεν ο Χριστός.
Φθάνομεν, λοιπόν, και στο σημερινό μας θέμα: Λένε αυτοί: Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα που καθιέρωσεν ο Ιησούς δεν ήταν άλλο από το Βάπτισμα του Ιωάννη. Ο Ιωάννης εβάπτιζε στο νερό. Ο Ιησούς πήρε, αφομοίωσε, βελτίωσεν και συνέχισεν το Βάπτισμα του Ιωάννου. Δεν είναι άλλου είδους το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς. Επομένως, ούτε και υπάρχει πρωτογενώς και πρωτοτύπως ειδικό χριστιανικό Βάπτισμα στο νερό. Ο Χριστός υιοθέτησεν το Ιωάννειο Βάπτισμα εν ύδατι, και έδωσεν εντολήν να το συνεχίσουν οι μαθητές του και η Εκκλησία μέχρι σήμερον, αυτό το υδάτινο Βάπτισμα του Ιωάννου. Είναι Βάπτισμα σε σκέτο νερό και σε τίποτε άλλο που το πολύ-πολύ συμβολίζει κάτι. Γι' αυτό και ένα τέτοιο Βάπτισμα, δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, να τις σβύνει. Το μόνο που μπορεί είναι να καθαρίζει τις βρωμιές του σώματος. Να γιατί όλοι αυτοί οι αιρετικοί Προτεστάντες δεν δέχονται ότι το Βάπτισμα, που κάνει η Εκκλησία εν ύδατι, συγχωρεί αμαρτίες. Διότι, λένε, δεν διαφέρει, απ’ το Ιωάννειον.
Σιωπούν για τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που με τις ευχές του ιερέως κατεβαίνει από τον ουρανόν και αγιάζει το νερόν του Βαπτίσματος. Το νερό, λοιπόν, του Βαπτίσματος καθ' ημάς δεν είναι σκέτο νερό, αλλ' αγιασμένο απ’ τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και είναι αμαρτημάτων λυτήριον. Οι ίδιοι αυτοί αιρετικοί, όμως, επιφυλάσσουν για τους οπαδούς τους ένα άλλο Βάπτισμα, ένα δεύτερο Βάπτισμα, όχι υποχρεωτικά στο νερό, αλλά που τελείται κυρίως με το ακούμπημα του χεριού του τελετουργού πάνω στο κεφάλι του οπαδού του, για να του μεταδώσει -λένε- το άγιον Πνεύμα, ανεξάρτητα όμως από το νερό του Βαπτίσματος. Μιλάνε, δηλαδή, αυτοί για δύο διαφορετικά Βαπτίσματα: Το Βάπτισμα εν ύδατι και το Βάπτισμα εν Πνεύματι. Ενώ ο απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα μιλάει όχι για δύο, αλλά για ένα Βάπτισμα, όταν λέγει: Εις Κύριος, μία πίστις, εν Βάπτισμα. (Εφεσ. δ', 5). Αυτό το ένα Βάπτισμα διατηρεί και τελεί η Εκκλησία, που είναι Βάπτισμα ύδατος και ταυτόχρονα Πνεύματος.
Έχουν όμως δίκαιον όλοι αυτοί οι πλανεμένοι, όταν ισχυρίζονται ότι το εν ύδατι Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς και τηρεί μέχρι σήμερα πιστά η Εκκλησία, είναι η συνέχεια του ίδιου εκείνου υδάτινου Βαπτίσματος, που έκανε ο Ιωάννης και που δήθεν υιοθέτησεν ο Ιησούς, βάπτισμα βέβαια, που δεν συγχωρούσεν αμαρτίες;
Ταυτίζεται, λοιπόν, το Βάπτισμα του Ιωάννου με το Βάπτισμα του Χριστού; Ποιάν σχέση έχουν αυτά τα δύο; Ας δούμε αυτήν τη σχέση και ας συγκρίνομε τα δύο, συνεχίζoντας την ανάλυσή μας στο Ιωάννειο Βάπτισμα, μετά την ενημερωτικήν παρέκβαση, που ήταν απαραίτητη να κάνουμε.
Έτσι μπαίνομε στην πέμπτη επισήμανση: Αυτή αφορά στην ίδια τη βαπτισματική πράξη του Ιωάννου: Πώς, δηλαδή, με ποιόν τρόπον εβάπτιζεν αυτός;
Το Ιωάννειο Βάπτισμα γινόταν με βύθιση του βαπτιζομένου στο νερό. Όμως, η ολοκληρωτική και πλήρης βύθιση στο νερό πρέπει να ήταν εύκολη μεν στα νερά του Ιορδάνη, αλλά πολύ λιγότερο εύκολη στα νερά της πηγής Αίνων, όπου, όπως είπαμε, και εκεί εβάπτιζεν ο Ιωάννης. Βέβαια, τίποτε δεν θα εμπόδιζε τον Βαπτιστή να παίρνει με τα χέρια του νερό και να βρέχει απ' το κεφάλι και κάτω του βαπτιζομένου το μέρος του σώματος του, που ήταν έξω από το νερό.
Άλλωστε, μας είναι γνωστόν, ότι πολλοί Βαπτισμοί, τους οποίους εντέλλεται και περιγράφει ο ίδιος ο μωσαϊκός Νόμος, γίνονταν συχνά κατ' αυτόν τον τρόπο και υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Αλλά, εκτός απ’ αυτήν την υπόθεση, που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, κάτι άλλο έχει μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα. Άραγε, ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του ίδιου του Ιωάννου του Βαπτιστή κατ' αυτήν την βαπτισματική πράξη; Και μήπως ο Ιωάννης χρησιμοποιούσε κατά την βάπτιση κάποιαν στερεότυπη εκφώνηση λόγων, κάποιον χαρακτηριστικόν βα-πτισματικόν τύπον, κάποια βαπτισματική φόρμουλαν σ' αυτήν την βαπτισματική τελετή;
Οι ειδικοί που ασχολήθηκαν μ' αυτό το θέμα δίνουν αρνητικήν απάντηση σ' ένα τέτοιο ερώτημα. Ο δε λόγος του Αποστόλου Παύλου (Πρ. ιθ',4), που αναφέρουν οι Πράξεις Αποστόλων δηλώνει περισσότερον τον σκοπόν του Βαπτίσματος του Προδρόμου, παρά τον τύπον βαπτισματικής εκφώνησης του Ιωάννου. Ως προς δε τον πιθανόν ιερατικόν ρόλον του Ιωάννου κατά το Βάπτισμα, ό,τι μπορούμε να ανιχνεύσουμε στα κείμενα των Ευαγγελίων, είναι ότι: οπωσδήποτε ο ρόλος του Βαπτιστή Ιωάννου κατά το Βάπτισμα δεν ήταν απλά ο παθητικός ρόλος ενός απλού μάρτυρα, που μόνον παρίστατο και παρατηρούσε τη βύθιση των νεοφύτων στα ύδατα.
Ο Ιωάννης, επί πλέον, είχε ρόλον ενεργητικόν μεν, αλλά του οποίου τον αληθινό χαρακτήρα δεν προσδιορίζουν οι ιστορικές μας πηγές. Κι' αυτό διότι, όπως μαρτυρούν αυτές, ο Ιωάννης ήταν προσωπικά δεμένος με το Βάπτισμα, έτσι ώστε κανένας από τους μαθητές του δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τον Πρόδρομον σ' αυτό του το λειτούργημα. Μαρτυρείται, ότι όλοι όσοι έρχονταν να βαπτισθούν, επιθυμούσαν να λάβουν το Βάπτισμα απ’ τα δικά του χέρια και μόνον (Μάρκ. α', 5, Ματθ. γ', 6). Κάτι, δηλαδή, που δεν συνέβαινε με το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Χριστός. Κι' αυτή η διαπίστωση είναι μία απ’ τις πολλές διαφορές, που σημειώνομεν ότι υπήρχαν ανάμεσα στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό Βάπτισμα.
Και αφού θίξαμε κι' αυτό το σημείον, μπορούμε να μπούμε στην έκτη επισήμανση: Άραγε, το Βάπτισμα του Ιωάννου επέζησεν και συνεχίστηκε μετά τον αποκεφαλισμό του ίδιου; Και πιο συγκεκριμένα. Ήταν νόμιμον, θεμιτόν, επιτρεπτόν να συνεχισθεί και να επιβιώσει του Ιωάννου, ένα τέτοιο Βάπτισμα; Τι λέγει η ίδια η Καινή Διαθήκη; Τι μαρτυρεί η Ιστορία;
Ο μεν τέταρτος ευαγγελιστής, για το θέμα αυτό, φαίνεται να υπονοεί, ότι αμέσως μόλις συνελήφθη και φυλακίστηκεν ο Ιωάννης, το Ιωάννειο Βάπτισμα έληξεν εσταμάτησεν. Λέγει, δηλαδή, ο ευαγγελιστής αυτός: Ήρχοντο εκεί, δηλαδή εις την πηγήν Αίνων και εβαπτίζοντο εκεί, διότι ο Ιωάννης δεν είχεν ακόμη φυλακισθεί (Ιω. γ', 23-24). Αυτή η διατύπωση του Ευαγγελίου σημαίνει βέβαια, ότι με τη φυλάκιση του Ιωάννου, σταμάτησε το Βάπτισμά του.
Και κάτι ακόμη: Οι Πράξεις Αποστόλων αναφέρουν ότι είκοσι περίπου έτη μετά τη φυλάκιση και τον αποκεφαλισμόν του Ιωάννου, κάποιος Ιουδαίος ονόματι Απολλώς προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια, δεν εγνώριζε άλλο Βάπτισμα, παρά μόνον το Βάπτισμα του Ιωάννου. Το ερώτημα όμως για μας είναι: Πολύ ωραία, ο Απολλώς εγνώριζεν σαν μόνο και αποκλειστικό Βάπτισμα εκείνο του Ιωάννου. Όμως, θα ήταν δυνατόν να το είχε μεν λάβει ο ίδιος είκοσι χρόνια πριν, απ’ τα χέρια του ίδιου του Ιωάννου. Το ερώτημά μας όμως είναι άλλο: Εάν, δηλαδή, εν τω μεταξύ, το Βάπτισμα του Ιωάννου έπαψε να τελείται, εάν διεκόπη οριστικά με τον θάνατο του Βαπτιστή. Ή εάν, έστω και αυτοί που είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιον, όντως συνέχιζαν να βαπτίζουν περαιτέρω και άλλους, αλλά και εάν, κάνοντας τυχόν κάτι τέτοιο, ενεργούσαν νόμιμα, τουτέστιν σύμφωνα με την επιθυμίαν ή σχετικήν εντολήν του ίδιου του Ιωάννου, που τυχόν την είχε δώσει τουλάχιστον στους μαθητές του, πριν αποκεφαλιστεί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προκύπτει από πουθενά. Στην δε περίπτωση συγκεκριμένα του Απολλώ, που, όπως αναφέραμε, λέγεται ότι έλαβε το Βάπτισμα Ιωάννου, αλλά δεν λέγεται τίποτε σχετικά με το αν αυτός ο Απολλώς, που είχε δεχθεί αυτό το Βάπτισμα, το συνέχιζεν τυχόν, με το να βαπτίζει ενδεχομένως άλλους. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, δεν μαρτυρείται.
Ωστόσον, οι Πράξεις Αποστόλων (Πρ. ιθ', 1-7) αναφέρουν πάλιν μια δεύτερη περίπτωση: Συγκεκριμένα ο Απόστολος Παύλος συναντά στην Έφεσο κάποιους, οι οποίοι είχαν ήδη λάβει το Ιωάννειο Βάπτισμα. Διερωτώμεθα λοιπόν: Άραγε το έλαβαν απ’ τα χέρια του ίδιου του Ιωάννου; Τίποτα δεν το αποκλείει. Αυτοί οι κάτοικοι της Εφέσου θα μπορούσαν να ήσαν Ιουδαίοι, που πριν είκοσι χρόνια να ευρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, όταν, δηλαδή, ζούσεν ακόμη και εβάπτιζεν ο Ιωάννης και να είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Μάλιστα, τα λόγια που τους απευθύνει ο Παύλος, δείχνουν, ότι ο ίδιος ο Παύλος έτσι κατάλαβε το πράγμα και ότι αυτά τα λόγια του αποτελούν τρόπον τινά απάντηση σε μιαν προηγούμενη δήλωσή τους, ότι ακριβώς οι ίδιοι βαπτίσθηκαν απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Διότι ο Παύλος τους λέγει:
Ο Ιωάννης μεν εβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας. Αυτά δηλαδή τα λόγια του Παύλου δείχνουν ακριβώς ότι δεν μεσολάβησε μεταξύ Ιωάννου Βαπτιστή και των εν λόγω Εφεσίων άλλος ενδεχομένως τελετουργός του Ιωάννειου αυτού Βαπτίσματος, είτε μαθητής του Ιωάννου, είτε οπαδός του, αλλ' ούτε και κάποιος απλά βαπτισμένος, που εις την συνέχειαν τυχόν εβάπτιζε άλλους, προκειμένου να συνεχίσει και διαιωνίσει το Βάπτισμα του Ιωάννου.
Θα πρέπει, άρα, να συμπεράνουμε ότι στα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν σώθηκε κανένα ίχνος για τυχόν επιβίωση του Ιωάννειου βαπτίσματος μετά το θάνατο του Βαπτιστή.
Μήπως, όμως, στα μετακαινο-διαθηκικά κείμενα και στην Ιστορία μπορούμε να εντοπίσουμε τέτοιαν ενδεχομένην επιβίωση; Μήπως, δηλαδή, κάποιες αιρέσεις, νόμιμα ή όχι, αξίωσαν, όμως, ότι αυτές είναι οι νόμιμοι συνεχιστές μέσα στην Ιστορίαν, του Ιωάννειου Βαπτίσματος;
Ωστόσον, σώζεται και υπάρχει ένα μετακαινοδιαθηκικόν κείμενο, που είναι γνωστό με τον τίτλο: «Αναγνωρίσεις Κλήμεντος», που αναφέρει τα εξής: ότι οι μαθητές του Ιωάννου ή Ιωαννίτες είχαν θέσει σαν σκοπό τους να εμποδίσουν γενικότερα μεν τη διάδοση του Ευαγγελίου και ειδικότερα του χριστιανικού Βαπτίσματος. Πώς όμως; Με το να αποδοκιμάζουν το χριστιανικό Βάπτισμα και με το να προβάλλουν την αξίωση ότι οι ίδιοι προσέφεραν το περίφημο Βάπτισμα του Ιωάννου.
Όμως, το ζήτημα είναι όχι αυτά που λέγουν οι Αναγνωρίσεις Κλήμεντος, αλλ' ακριβώς ποιάν ιστορικήν αξία μπορούν να έχουν αυτές οι πληροφορίες ενός τέτοιου κειμένου, το οποίον θεωρείται από τους ειδικούς άνευ ιστορικής αξίας, διότι κινείται μέσα στο χώρο της φαντασίας και της προκατάληψης.
Οπωσδήποτε, όμως, ιστορικά σίγουρον είναι ότι κι αν πράγματι υπήρξε κάποτε μια τέτοια οργανωμένη αίρεση, που να ασκούσε το Βάπτισμα του Ιωάννου, όμως θα πρέπει να είχεν γρήγορα σβύσει και εξαφανισθεί, διότι απλούστατα τέτοια αίρεση ήταν άγνωστη στους τότε εκκλησιαστικούς συγγραφείς, που ασχολούνται με τις αιρέσεις της εποχής εκείνης, και μας δίνουν καταλόγους με τα ονόματα των τότε αιρέσεων.
Η μόνη φαινομενική εξαίρεση στο συμπέρασμά μας για την μη επιβίωση του Ιωάννειου Βαπτίσματος είναι αυτή που μαρτυρείται και μνημονεύεται από ένα μεγάλον αιρεσιολόγον της Εκκλησίας του δ' αιώνος, τον άγιον Επιφάνιον επίσκοπον Κύπρου, ο οποίος μιλώντας για δεκάδες αιρέσεων, κάνει λόγο και για τους λεγόμενους «Ημεροβαπτιστές». Λέγει, όμως, ο άγιος Επιφάνιος ότι αυτοί είχαν προ πολλών ετών εξαφανισθεί. Εξ άλλου, και αυτοί οι Ημεροβαπτιστές και στην εποχήν, που υπήρχαν ακόμη, δεν φαίνεται να ισχυρίζονταν ή να αξίωναν πως συνεχίζουν το Ιωάννειο Βάπτισμα. Το Βάπτισμά τους ήταν διαφορετικό από του Ιωάννου και δεν του έμοιαζεν. Κατά τις πληροφορίες του αγίου Επιφανίου, αυτοί οι Ημεροβαπτιστές επεδίδοντο σε καθημερινούς βαπτισμούς, εξ ου και η ονομασία Ημεροβαπτιστές. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για Βάπτισμα που γίνονταν άπαξ, μια μόνο φορά, όπως του Ιωάννου, αλλά για καθημερινούς τελετουργικούς καθαρμούς, που θυμίζουν όχι, πάντως, το Βάπτισμα του Ιωάννου, αλλά μάλλον αυτούς των Ιουδαίων, ή, μάλλον, ειδικότερα, τους ατέλειωτους καθαρμούς των Φαρισαίων.
Υπάρχουν, έπειτα, και κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι Μανδαίοι ή Μανδαΐτες, που μερικές χιλιάδες απ’ αυτούς σώζονται μέχρι σήμερα στη Μεσοποταμία. Είναι μεν γεγονός ότι αυτοί διατηρούν προφανώς ένα ιδιαίτερο σεβασμό για τον άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι τηρούν και διαφυλάσσουν μίαν άλλην θρησκεία, που δήθεν την κήρυξε και την δίδαξε ο ίδιος ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, εξ ου και η ονομασία τους : «Χριστιανοί του αγίου Ιωάννου».
Όμως, ερευνώντας τον χαρακτήρα του Βαπτίσματος, που εφαρμόζουν αυτοί, διαπιστώνομεν ακριβώς ότι δεν πρόκειται για μίαν βαπτισματικήν τελετήν, που, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, ανάγεται δήθεν παραδοσιακώς στον ίδιον τον Ιωάννην. Πρόκειται μάλλον για Βάπτισμα, που ενσωματώνει κάποιον στην Κοινότητά τους, πράγμα, δηλαδή, που δεν συνέβαινεν στην περίπτωση του Ιωάννου του Βαπτιστή. Επίσης, οι συχνοί τους, βαπτισμοί, ιδίως κατά τις πέντε ημέρες που διαρκεί η λεγόμενη «Μεγάλη εορτή του Βαπτίσματος», δεν έχει άλλον σκοπόν και χαρακτήρα, παρά το να τηρήσουν κάποιες απαιτήσεις μιας άλλης γνωστής αίρεσης της αρχαιότητας του περίφημου Γνωστικισμού, που είχεν τότε κυριολεκτικά συνταράξει την Εκκλησίαν.
Και με την έβδομη επισήμανση, μπαίνουμε στο πιο κρίσιμον όσον και ενδιαφέρον σημείον: Ποια, δηλαδή, η σχέση του Ιωάννειου Βαπτίσματος με το χριστιανικό;
Πρώτον: Το Βάπτισμα του Ιωάννου είναι διαφορετικό, άλλο από το χριστιανικό και κατώτερό του.
Διαπιστώνομεν από τα αρχαία κείμενα του χριστιανισμού, ότι ακόμη και κατά την περίοδο που τα δύο αυτά είδη Βαπτίσματος, δηλαδή, το Ιωάννειο και το χριστιανικόν, ετελούντο παράλληλα, όμως διακρίνονταν σαφώς μεταξύ τους και το καθένα απ’ αυτά είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, που θα αναφέρουμε. Άρα, δεν ταυτίζονταν.
Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, μόνον κάποιοι μεμονωμένοι αιρετικοί συνέχεαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα, το Ιωάννειον και το χριστιανικόν. Τέτοιοι αιρετικοί ήσαν οι Λουσιφεριανοί και οι Δονατιστές, που εναντίον τους και προς αντιμετώπισή τους κινήθηκαν ενεργητικά και ο άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος Αυγουστίνος.
Εξ άλλου, τη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα δηλώνει και η γλώσσα, που χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη , όταν κάνει λόγο για καθένα απ’ αυτά χωριστά, ή, όταν μιλάει για την σχέση αυτών των δύο και τα συγκρίνει.
Η Καινή Διαθήκη ονομάζει το πρώτο και το χαρακτηρίζει με την σύντομη έκφραση: «Το Βάπτισμα του Ιωάννου». Αντίθετα, οι πρώτοι χριστιανοί εκφράζονται ως εξής: λένε ότι έχουν βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού, ή, στο όνομα του Κυρίου. Και μόνη αυτή διαφορά στην ονομασία τους δείχνει, ότι οι πρώτες, οι αρχέγονες χριστιανικές Κοινότητες δεν εταύτιζαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα.
Η Ιωάννεια βαπτισματική τελετή, αν και θεωρούμενη θεϊκής προέλευσης, δεν ήταν παρά πλύση σωματική, που έφερε το όνομα αυτού που την τελούσεν και συμβόλιζε την προδιάθεση και προετοιμασία για τον Μεσσία και τη βασιλεία του. Ο δε απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα, επιμένει στο σημείον αυτό: «όλοι βαπτισθήκαμε στο όνομα του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. στ', 3, Γαλ. γ', 27), για να δώσει ακριβώς την ταυτότητα αυτού του χριστιανικού Βαπτίσματος σε σχέση με οποιοδήποτε τυχόν άλλο Βάπτισμα, πραγματικό ή υποθετικό. Γιατί, λοιπόν, αυτή η διαφορά ονομασίας ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα;
Πρώτον: διότι ακριβώς το χριστιανικό Βάπτισμα δεν παίρνει το όνομά του από τον τελετουργόν του, ο οποίος φυσικά δεν είναι και ο πρώτος αίτιος που προκαλεί το κύριον αποτέλεσμα του Βαπτίσματος, που είναι η εσωτερική, ψυχική κάθαρση. Παίρνει, λοιπόν, αυτό το Βάπτισμα το όνομα του όχι από τον τελετουργόν του, αλλ' από τον ίδιον τον ιδρυτήν του, τον Χριστόν. Είναι το Βάπτισμα εις Χριστόν.
Δεύτερον: Το Ιωάννειο Βάπτισμα αποτελεί προετοιμασίαν για την υποδοχήν και αποδοχήν του Μεσσία, που έρχεται. Αυτόν τον χαρακτήρα του Ιωάννειου Βαπτίσματος δείχνουν οι διαμαρτυρίες, που με άκραν ταπείνωση κάνει ο Ιωάννης. Θεωρεί τον εαυτό του, απλά, πρόδρομο του Μεσσία και κατώτερον του Μεσσία, τόσον όσον ο δούλος σε σχέση με το αφεντικό, με τον Κύριόν του, με τον Δεσπότη του. Ο ίδιος είναι επιφορτισμένος μόνον με το έργον της προετοιμασίας του δρόμου του Μεσσία. (Ιω.α',23).
Ο Ιωάννης προηγήθηκεν ως προς τη γέννησή του από τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Το δε κήρυγμα του επίσης άρχισεν πριν από εκείνο του Ιησού. Έπρεπε, φαίνεται, και το Βάπτισμα του Ιωάννου να προηγηθεί του Βαπτίσματος, που θα έδινεν ο Χριστός. Επομένως, το Βάπτισμα αυτό του Ιωάννου θεσμοθετήθηκεν με ένα ιδιαίτερο σκοπόν. Ο τέταρτος Ευαγγελιστής βάζει στο στόμα του Ιωάννου τα εξής λόγια: αλλά για να φανερωθεί εις το Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων (Ιω. α', 31) .
Ο Βαπτιστής ασταμάτητα εκήρυσσε τον Μεσσία στα πλήθη, που συνέρρεαν στις όχθες του Ιορδάνη. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος λέει κάτι το πολύ χαρακτηριστικόν, ότι ο Ιωάννης εβάπτιζε τους νεόφυτούς του «εις τον μετ' αυτόν ερχόμενον, για να πιστεύσουν σ' Αυτόν, δηλαδή, στον Ιησούν» (Πρ. ιθ'. 4) .
Όλα αυτά τα είπαμε, για να αποδειχθεί ότι δεν είναι επιστημονικά ορθόν αυτό, που κάποιοι υποστήριξαν, για δήθεν επιβιώσεις του Ιωάννειου Βαπτίσματος μέσα στην Ιστορία. Μένει τώρα να δούμε το σπουδαιότερον: άραγε επιβίωσεν το Ιωάννειο Βάπτισμα μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμόν σαν δήθεν καθαρά χριστιανικό Βάπτισμα, όπως υποστηρίζουν οι Προτεστάντες μέχρι σήμερα; Αυτό θα το δούμε κατωτέρω.
Προηγείται όμως, η έβδομη επισήμανσή μας: Ποιος, λοιπόν, ήταν ο αληθινός χαρακτήρας και η ίδια η φύση του Ιωάννειου Βαπτίσματος;
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να δεχθούμε και να ομολογήσουμε ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Καινής Διαθήκης, το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν βέβαια θεϊκής έμπνευσης, και προέλευσης. Εάν ο Ιωάννης είχε την αξίωση να επιβάλει στους Ιουδαίους ένα Βάπτισμα δικής του επινόησης, δικής του αυθεντίας, και όχι θεϊκής, οι Ιουδαίοι δεν θα το απεδέχοντο, δεν θα το ελάμβαναν, δεν θα υπετάσσοντο σ' αυτό. Διότι οι Ιουδαίοι είχαν την πεποίθηση ότι πράγματι κάθε τέτοιου είδους βαπτιστής έπρεπε να έχει λάβει από το Θεό την εντολή να βαπτίζει. Είχαν πει στον ίδιο τον Ιωάννη: Γιατί, λοιπόν, βαπτίζεις, αφού λες ότι δεν είσαι εσύ ο Χριστός, ούτε ο «προφήτης» (Ηλίας);) (Ιω. α', 25). Ο Ιωάννης όμως υπήκουε και ακολουθούσε και εφήρμοζεν τον λόγον του Θεού (Λουκ. γ', 2) και για να διαλύσει κάθε αμφιβολίαν τους, διακήρυσσε με δυνατή φωνή την δικήν του αποστολήν, που του ανέθεσεν δι' αποκαλύψεως ο ίδιος ο Θεός. «Αυτός που με έστειλεν να βαπτίζω στο νερό, ο ίδιος μου είπε· αυτός που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα....» Μόνον ο Θεός θα μπορούσε να του έχει αποκαλύψει ότι θα δει να κατεβαίνει το άγιον Πνεύμα πάνω στον Μεσσία. Επομένως ο Θεός είναι και Αυτός που του ανέθεσεν εμπιστευτικά την αποστολήν και το έργο να βαπτίζει.
Ακριβώς δε το γεγονός αυτό είχε τόσην επισημότητα και είχε τόσο ριζώσει στις ψυχές του λαού, ώστε και οι ίδιοι οι θρησκευτικοί αρχηγοί δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν να το θέσουν υπό αμφισβήτηση. Απόδειξη τούτου είναι το ακόλουθο ερώτημα, που έκανε μια μέρα ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ. Τους είπεν: Το Βάπτισμα του Ιωάννου ποιάν προέλευση είχεν; Προερχόταν απ’ τον ουρανό, απ’ τον ίδιο το Θεόν; Ή, μήπως, είχεν ανθρώπινη προέλευση και καταγωγή; Δηλαδή, μήπως αυτό ήταν άπλα επινόηση του ίδιου του Ιωάννου, που ήταν ένας άνθρωπος; (Ματθ. κα', 25). Η πρόθεση του Ιησού ήταν ολοφάνερη: Γνωρίζει ότι οι θρησκευτικοί αρχηγοί των Ιουδαίων ούτε που θα τολμούσαν να αρνηθούν τον χαρακτήρα θεϊκής προέλευσης, ουράνιας καταγωγής του Ιωάννειου Βαπτίσματος. Αλλά και κάτι άλλο, επίσης: Επειδή και ο Βαπτιστής έδωσε τη δική του μαρτυρία για τον Ιησούν σαν τον Μεσσία, μ' αυτό ακριβώς που έκανε ο Ιωάννης και χωρίς να το θέλει έδινε μαρτυρίαν και για τον ίδιο τον εαυτόν του, για τον θεϊκό χαρακτήρα δηλαδή της ίδιας της δικής του αποστολής. Αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια των εντυπωσιασμένων ακροατών του. Το αντιλήφθηκαν όλοι, το έζησαν, το εβίωσαν.
Και όταν παρά τις αντιρρήσεις του ο Ιωάννης υποχρεώθηκε να ρίξει το συμβολικόν ύδωρ στην κεφαλήν του Ιησού, του οποίου την έλευση ο ίδιος ήδη εκήρυσσεν, άρπαξε τη μοναδική αυτή ευκαιρία για να πλέξει στον Ιησού ένα εντυπωσιακόν εγκώμιο, που είχε μεγάλο αντίκτυπο στους γύρω ακροατές του (Ιω. α', 29, 34, 36).
Ο Βαπτιστής κράτησε πάντα την ίδια στάση απέναντι στον Ιησού και έδινε στους μαθητές του να καταλάβουν ότι η δική του αποστολή ήταν εφήμερη και προσωρινή. Απ’ την αρχήν κι' όλας της διακονίας του ο Ιωάννης υπαινίσσετο συνεχώς, ότι η δική του αποστολή θα έληγεν, όταν θα άρχιζεν εκείνη του Ιησού: «Εγώ σας βαπτίζω στο νερό, αλλ' Αυτός θα σας βαπτίσει στο Άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8). Αργότερα, θα πει και ότι ο ίδιος πρέπει να σβύσει, να εξαλειφθεί μπροστά στο Χριστό. Ακόμη, ότι ο ίδιος είναι ο παράνυμφος, που παραστέκεται στο γαμπρό, χαίρεται ν' ακούει τη χαρούμενη φωνή του Νυμφίου: «Εγώ πρέπει να ελαττώνομαι και Εκείνος να αυξάνει» (Ιω. γ, 29-30). Με την τέλεση του γάμου του Νυμφίου, ο ρόλος του Ιωάννη ετελείωσεν. Όλων τα βλέμματα τώρα πια ας στρέφωνται στο κύριο πρόσωπο της γαμήλιας εορτής, δηλαδή, στον γαμπρόν, ενώ ο ίδιος ο παράνυμφος θα πρέπει διακριτικά να αποσυρθεί. Πράγμα που όντως και έπραξεν ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης δεν είχεν σαν έσχατη επιδίωξή του να βαπτίσει το Χριστό, αλλά ακριβώς να οδηγήσει τους ακροατές του στο Βάπτισμα, που θα έδιδεν πλέον ο Χριστός, και που το συνιστούσεν ο Ιωάννης.
Ακολούθησε, βέβαια, μία σύντομη περίοδος, κατά την οποίαν ετελούντο παράλληλα και τα δύο αυτά Βαπτίσματα. Ξέρουμε από την Καινή Διαθήκη (Ιω. δ',1), ότι ο Ιησούς ανέπτυξε μίαν βαπτισματική δραστηριότητα μέσω των δικών Του μαθητών, πολύ μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη από εκείνην του Ιωάννου. Ευρισκόμενος δε πια ο Ιωάννης στη φυλακήν και, επομένως, έχοντας σταματήσει το Βάπτισμα, επληροφορείτο για τον αληθινό θρίαμβο εκ της διαδόσεως του Βαπτίσματος, που έκανεν ο Ιησούς δια των δικών Του μαθητών.
Τρίτον: Το Βάπτισμα του Ιωάννου είναι βάπτισμα μετανοίας εν όψει μιας επικείμενης άφεσης αμαρτιών. Αυτό, δηλαδή, προκαλούσε καλές διαθέσεις για δικαιοσύνην και ευσέβειαν και δι' αυτών οδηγούσε σε μίαν μέλλουσαν άφεση αμαρτιών.
Εξ άλλου, ο ίδιος ο Ιωάννης ευθύς εξ αρχής τοποθετήθηκεν κάνοντας μιαν σαφή διάκριση ανάμεσα στο δικό του Βάπτισμα και σ' εκείνο του ισχυρότερου του: «Εγώ σας βάπτισα στο νερό, Εκείνος θα σας βαπτίσει με άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8), λέγει ο Μάρκος, «με άγιον Πνεύμα και με φωτιάν», λέγουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς (Ματθ.γ', 11, Λουκ.γ', 16).
Κάθε ένα από τα δύο είδη Βαπτίσματος εν ύδατι και εν Πνεύματι αγίω αντιστοιχεί στο χαρακτήρα αυτού που το τελεί: ο μεν Ιωάννης, που είναι μόνον άνθρωπος, βαπτίζει στο νερό μόνον. Ο Ιησούς, που είναι Θεάνθρωπος, θα βαπτίζει και στο άγιον Πνεύμα, επί πλέον.
Ο Ιωάννης δεν έχει άλλο μέσο στη διάθεση του, παρά το υλικόν ύδωρ, του οποίου η δραστικότητα δεν είναι μεγάλη, εν προκειμένω: Το νερό το σκέτο βρέχει, μουσκεύει το σώμα, το πλένει, βγάζει τις εξωτερικές βρώμες. Δεν μπορούμε να απαιτούμε απ’ αυτό να διεισδύει και στο εσωτερικόν της ψυχής και να την καθαρίζει.
Εξ εαυτού του και μόνον, χωρίς, δηλαδή, κάθοδον της θείας Χάριτος που να το αγιάζει, είναι ανίκανο, βέβαια, το σκέτο νερό να καθαρίσει και την ψυχήν. Το Ιωάννειο Βάπτισμα, που γινόταν μόνο στο νερό, δεν είχε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Αλλ' ούτε και θα πρέπει να νομίζουμε ότι ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα, στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό, η διαφορά έγκειται στην αποτελεσματικότητά τους και μόνο, η οποία στο ένα είναι απλώς ανώτερη και στο άλλο κατώτερη. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αβυσσαλέα. Είναι, όπως λέμε στη Λογικήν, διαφορά είδους: Άλλου είδους το ένα, άλλου, διαφορετικού είδους, το άλλο.
Και όταν, λίγο μετά, γεννιέται και εμφανίζεται επίσημα η Εκκλησία την ημέραν της Πεντηκοστής, το Βάπτισμα του Ιωάννου θεωρείται πια απ’ τους απόστολους, οπωσδήποτε, ανύπαρκτο. Πώς αποδεικνύεται αυτό;
Μα, ένας μεγάλος αριθμός εκ των πρώτων χριστιανών προηγουμένως, πριν δηλαδή γίνουν χριστιανοί και ενόσω ζούσεν ακόμη ο Ιωάννης, είχαν ήδη βαπτισθεί απ’ αυτόν, τότε που όλη η χώρα της Ιουδαίας και των Ιεροσολύμων συνέρρεεν προς αυτόν.
Όμως, κατόπιν, όταν έγινε η Πεντηκοστή, ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος δεν διστάζει να πει σ' όλους αυτούς, που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην: «Πρέπει ο καθένας από σας να βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας και για να λάβετε το άγιον Πνεύμα» (Πρ. β ', 38) .
Αλλά και λίγες μέρες πριν την Πεντηκοστήν, ο ίδιος ο αναστημένος Ιησούς, την ημέραν της Ανάληψής Του, δίδει στους μαθητές Του μίαν εντολήν γενικής ισχύος, που περιελάμβανε, δηλαδή, όλους τους ανθρώπους, ακόμη και εκείνους που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην. Και αυτοί έπρεπε τώρα να βαπτισθούν με το χριστιανικό Βάπτισμα στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, τώρα πια.
Λίγο αργότερα, εξ άλλου, ο ίδιος ο Παύλος στην Έφεσο βάπτισεν στο όνομα του Ιησού, δηλαδή με το χριστιανικό Βάπτισμα, κάποιους που παλιά είχαν βαπτισθεί από τον Ιωάννην, δηλώνοντας, έτσι, ο Παύλος ότι το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν Βάπτισμα ελπίδας και προσμονής για τη Χάρη του αγίου Πνεύματος, ενώ το Βάπτισμα του Ιησού Χριστού ήταν ακριβώς αυτή αύτη η πραγματοποίηση και πραγματικότητα, η ίδια η έλευση αυτής της Χάριτος, που είχε , δηλαδή, έλθει: «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω.α',17).
Συμπερασματικώς σημειώνομεν, ότι, επομένως, το Βάπτισμα του Ιωάννου δεν ήταν ένα από τα Μυστήρια της Καινής Διαθήκης. Μόνον συγχέοντάς το με το χριστιανικό Βάπτισμα, θα έφθανε κανείς στο σημείο να το θεωρήσει Μυστήριον. Όπως όμως είδαμεν, το Ιωάννειο Βάπτισμα διαφέρει απ’ το χριστιανικό, πρώτον: ως προς την προέλευσή του: έχει μεν θεϊκήν προέλευση, αλλά δεν θεσμοθετήθηκε απ’ τον ίδιον τον Ιησού Χριστό, ο οποίος και είναι ο ιδρυτής όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας και ήταν, εξ άλλου, πρόσκαιρον και εφήμερον. Διαφέρει, δεύτερον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό ως προς την εξωτερικήν πράξη της τελέσεώς του. Τελείται με τη χρήση ενός υλικού στοιχείου, του νερού, χωρίς όμως να συνοδεύεται από βαπτισματικόν τύπον, σε αντίθεση με το χριστιανικόν που τελείται πάντα στο όνομα του Τριαδικού Θεού.
Διαφέρει, τρίτον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό Βάπτισμα, ως προς την σημασίαν του: συμβολίζει όχι την παρούσαν και ελθούσαν θείαν Χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά την μέλλουσαν, την ελευσόμενη Χάρη, αφού μόνον δια του Ιησού Χριστού η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο (Ιω., α', 17).
Τέταρτον, διαφέρει από την αποτελεσματικότητά του: το μεν χριστιανικό Μυστήριο του Βαπτίσματος ενεργεί, όπως λέμε στη Θεολογία: ex opere operato ( = εξ έργου ειργασμένου), ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ενεργούσε: ex opere operantis ( = εξ έργου του ενεργούντος).
Που θα πουν αυτά τα δυο, ότι: το μεν χριστιανικό Βάπτισμα αντικειμενικά αναγεννά τον βαπτιζόμενο. Εντυπώνει στην ψυχήν του ένα ανεξάλειπτο χαρακτήρα, τον ενσωματώνει στην Κοινότητα, δηλαδή, στην Εκκλησία του Χριστού κάνοντάς τον μέλος της, τον κάνει ικανόν και δεκτικόν των υπολοίπων Μυστηρίων της Εκκλησίας. Ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν ανίκανο να επιφέρει τέτοια αποτελέσματα.
Το Ιωάννειο Βάπτισμα, εμφανισθέν πριν απ’ την ίδρυση της Εκκλησίας, δεν ήταν δυνατόν να συγκαταλέγεται μεταξύ των αγιαστικών μέσων, που διαθέτει η χριστιανική Κοινότητα, και, όταν άρχισεν η διάδοση του Ευαγγελίου, το Βάπτισμα του Ιωάννου είχεν ήδη σβύσει και εξαφανισθεί.
Το Βάπτισμα του Ιωάννου προετοίμαζεν για την μελλοντικήν και επικείμενην είσοδον στη βασιλεία των ουρανών, όσους μετανοούσαν για τα αμαρτήματά τους και έδειχναν πίστη στην επικείμενη έλευση του Μεσσία. Όμως, επειδή αυτό το ίδιο το Βάπτισμα δεν προξενούσε αφ' εαυτού του ούτε την εσωτερικήν-ψυχικήν καθαρότητα, αλλ' ούτε και την νομικήν τοιαύτην, δηλαδή την καθαρότητα που υπεδείκνυεν και απαιτούσεν ο μωσαϊκός Νόμος, και γι' αυτούς τους δύο λόγους, δεν μπορεί κυριολεκτικά να ονομαστεί Μυστήριον.
Πρόκειται για τελετή με εξωτερικό χαρακτήρα, κάτι σαν πρελούδιο, εισαγωγή, προοίμιον στο χριστιανικό Βάπτισμα. Ο βαπτιζόμενος στα νερά του Ιορδάνη ομολογούσε δημόσια την αμαρτωλότητά του, μόνον, ζητούσε μέσω της συγγνώμης των αμαρτημάτων του την μέλλουσα εισδοχήν του στη Βασιλεία των Ουρανών, της οποίας τις πύλες άνοιξεν ο Μεσσίας Ιησούς και της οποίας η επί γης επέκτασή της είναι ο χώρος της Εκκλησίας.
* Πρόκειται για ομιλία, που θα εγίνετο επί τη εορτή του άγιου Ιωάννου του Βαπτιστή το 2005 εις την αίθουσα διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας.
Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΕΝ ΤΟΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΙΣ
Δια της Εκκλησίας οι πνευματικοί κρουνοί της χάριτος του Θεού, μέσω των επτά κυρίων μυστηρίων της, περιλούζουν όχι μόνο την ανθρωπότητα αλλά και ολάκερη την πλάση, με σκοπό την λύτρωση του ανθρώπου και την επιτέλεση του φυσικού προορισμού παντός κτιστού όντος. Λέμε «μέσω των επτά κυρίων μυστηρίων της», διότι η Εκκλησία δεν αρνήθηκε ποτέ, δια των Πατέρων και της αποστολικής Παραδόσεως, πως μυστήριο είναι όλη η εκκλησιαστική και εν χάριτι ζωή των πιστών, η ασκητική και εν μετανοία ζωή των μοναχών, ο φωτισμός και η έλλαμψη του θείου και ακτίστου φωτός. Ακόμη, μυστήρια είναι: Ο χωρισμός ψυχής και σώματος την στιγμή του θανάτου, η ατελεύτητος ζωή των αναχωρησάντων εκ του βίου τούτου, η επενέργεια των μνημοσύνων στις ψυχές των κοιμηθέντων και η προσωρινή, έως της Δευτέρας Παρουσίας, διάκριση σε αγωνιζόμενη στη γη και θριαμβεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία.
Ιδιαίτερα ο απόστολος Παύλος ονομάζει την Εκκλησία «Σώμα Χριστού» (Ρωμ. 12,5/Α΄ Κορ. 10,17/ κεφ. 12), η οποία έχει ως κεφαλή τον Χριστό και μέλη τους πιστούς. Στις λειτουργίες του φυσικού σώματος αντιστοιχούν και οι χαρισματικές λειτουργίες του εκκλησιαστικού σώματος, της νέας δηλονότι οικογένειας, στην οποία ο άνθρωπος εντάσσεται από το βάπτισμά του και εξής. Έτσι, στη γέννηση του ανθρώπου αντιστοιχεί το μυστήριο του Βαπτίσματος. Στην κίνηση και αύξηση το μυστήριο του Χρίσματος. Στην τροφή το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στην ενηλικίωση το μυστήριο του γάμου και της οικογένειας ή της μοναχικής ζωής. Στην ανάγκη για ψυχοσωματική θεραπεία ανταποκρίνεται το μυστήριο του Ευχελαίου. Στην ανάγκη για συμφιλίωση και κοινωνία με τους συνανθρώπους το μυστήριο της Μετανοίας-ιεράς Εξομολόγησης. Η Εκκλησία δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο αβοήθητο και «στην τύχη του» ούτε και κατά τον θάνατό του, αλλά ούτε και μετά. Τον ακολουθεί μέχρι την τελευταία του κατοικία με την ακολουθία της κηδείας και εύχεται γι’ αυτόν στον Θεό με τα μνημόσυνα, αλλά και κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Όλα μάλιστα τα στοιχεία της φύσεως εξαγιάζονται δια της χάριτος του Θεού, μέσω των τελετών, ακολουθιών και μυστηρίων της Εκκλησίας, ώστε να συμπεριλάβει η νέα ανθρωπότητα του Χριστού κάθε υλικοπνευματική εκδήλωση της ζωής και να βοηθήσει τους πιστούς να αναπνέουν πλήρως μέσα στη Θεία Παρουσία: Το νερό ευλογείται κατά τα άγια Θεοφάνεια, αλλά και μετατρέπεται σε αγιασμό με τις ευχές του ιερέα. Το λάδι ευλογείται και χρησιμοποιείται κατά το Βάπτισμα, το Χρίσμα και το άγιο Ευχέλαιο. Ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού. Ευχές και ευλογίες έχει όμως η Εκκλησία και για τα επαγγέλματα, την καθημερινή ζωή και τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, ούτως ώστε να τον επισκέπτεται πολύ συχνά η δύναμη του Θεού και να καλυτερεύει η ζωή του σωματοψυχικά. Έτσι, μέσω της Εκκλησίας, ο πιστός γίνεται κατ’ ενέργειαν ένα με το Θεό και αναγνωρίζει όχι σαν μαγική την αίσθηση της Θείας Χάριτος, αλλά σαν νέο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ τρόπο υπάρξεως, εν τω Σώματι του Κυρίου.
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Κάθε λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος έχει μια ξεχωριστή αποστολή, αλλά και ανταποκρίνεται αγιαστικά στην συνολική ζωή των πιστών. Έτσι:
ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ εντάσσεται ο άνθρωπος στην οικογένεια του Χριστού και υπάγεται πλέον εκτός από τη φυσική (βιολογική) και στην πρωταρχική (όπως όφειλε να είναι εν Παραδείσω), κατά θέλησιν Θεού, πνευματική του οικογένεια (Εκκλησία). Δια της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως στο νερό της κολυμβήθρας ο πιστός νεκρώνει τον παλαιόν άνθρωπο της αρχικής πτώσεως και φθοράς και αναγεννάται στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Είναι γνωστή η εντολή του Χριστού στην νεοσύστατη Εκκλησία Του: «Πηγαίνετε και κάνετε όλα τα έθνη μαθητές μου, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 44,19), αλλά και το παράγγελμα των Πράξεων: «Σήκω και βαπτίσου και ομολόγησε ότι αυτός είναι ο Κύριος για να καθαριστείς από τις αμαρτίες σου» (22,16). Ο δε απόστολος Παύλος επισημαίνει: «Όσοι βαπτισθήκατε στο Χριστό, έχετε ενδυθεί τον Χριστό» (Γαλ. 3,27). Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας αλείβει με λάδι το σώμα του πιστού, φανερώνοντας συμβολικά τη βοήθεια που παρέχει ο Θεός για να ξεφύγει ο βαπτισθείς από τις παγίδες του διαβόλου και του κακού, όπως οι αθλητές αλείβονταν με λάδι για να ξεφύγουν στην αρένα από τις παγίδες και τον σφιχτό εναγκαλισμό των αντιπάλων τους. Ακόμη, κόβει μερικές τρίχες σταυροειδώς ο ιερέας από το κεφάλι του παιδιού για να δηλώσει ότι δεν είναι πλέον δούλος κάποιου αφέντη, αλλά δούλος Χριστού, ήτοι πραγματικά ελεύθερος από τα πάθη και την αμαρτία. Την αξία του βαπτίσματος και πόσο αυτό μπορεί να αλλάξει όλη την κοινωνία, αν εμείς οι ίδιοι θελήσουμε, δείχνει η ακόλουθη ιστορία: Οι Φιτζαίοι υπήρξαν πριν εκχριστιανιστούν φυλή αγρίων και κανιβάλων στον Ειρηνικό Ωκεανό. Αφού όμως βαπτίσθηκαν και δέχθηκαν τον Χριστιανισμό (1867), την ίδια μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία αφαιρούσαν τη ζωή από τα θύματά τους, την μετέτρεψαν, αφού τη λάξευσαν, σε βαπτιστήριο και εκεί βάπτιζαν τα παιδιά τους. Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια είναι αλήθεια πως βαπτίζονταν και τα νήπια (σύμφωνα και με το Ματθ. 19,13-15). Συγκεκριμένα βαπτίζονταν ολόκληρες οικογένειες, μέσα στις οποίες υπήρχαν και πολλά παιδιά, γεγονός που επισημαίνει άλλωστε το κήρυγμα του απ. Πέτρου, ο οποίος κάλεσε όλους τους παρευρισκόμενους να βαπτισθούν (3.000 ανθρώπους), μικρούς και μεγάλους, με τα λόγια: «Αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός είναι για σας και για τα παιδιά σας» (Πράξ. 2,38-39). Αλλά και η θεοσεβής Λυδία από την πόλη των Θυατείρων «βαπτίστηκε αυτή και οι οικιακοί της» (Πράξ. 16,15), ο δεσμοφύλακας του Παύλου και του Σίλα «βαπτίστηκε αυτός και όλοι οι δικοί του» (Πράξ. 16,33), καθώς και ο «οίκος», η οικογένεια δηλαδή του Στεφανά, από τον απ. Παύλο (Α΄ Κορ. 1,16).
ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ είναι η σφραγίδα της χάριτος του Θεού πάνω στους βαπτισθέντες και η λήψη των ποικίλων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Στη Σαμάρεια λ.χ., αν και είχαν βαπτισθεί οι πιστοί από το ΔΙΑΚΟΝΟ Φίλιππο, δεν είχαν λάβει ακόμη τα χαρίσματα του Παρακλήτου, γεγονός που έγινε στη συνέχεια από τον Πέτρο και τον Ιωάννη, οι οποίοι «έθεταν τα χέρια πάνω τους και λάβαιναν Πνεύμα Άγιο» (Πράξ. 8,14-17). Το ίδιο συνέβη και στην Έφεσο από τον απ. Παύλο, όπου μόνο δι’ επιθέσεως των χεριών του Παύλου «ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς, ελάλουν τε γλώσσαις και προεφήτευον» (Πράξ. 19,1-6). Αργότερα αντικαταστάθηκε η «επίθεση των χειρών» των αποστόλων με τη χρήση και επάλειψη δι’ αγίου μύρου, δηλαδή από ευλογημένο υπό επισκόπου έλαιο, εκκλησιαστική πρακτική που μαρτυρείται από αυτά ήδη τα αποστολικά χρόνια. Δια του μυστηρίου του Χρίσματος ο πιστός, δια της δυνάμεως του Θεού και του ιδικού του αγώνος, καλείται να αποκτήσει το τριπλό αξίωμα του Κυρίου, δηλαδή να γίνει ιερέας, προφήτης και βασιλιάς. Σαν ιερέας οφείλει να ευχαριστεί τον Θεό και να προσφέρει την, ήδη στον άνθρωπο δωρηθείσα, φύση και πάλι στον Θεό με προσευχές και ύμνους. Σαν προφήτης οφείλει να ομιλεί (για), και να διδάσκει τους συνανθρώπους του, την Οδόν του Κυρίου και σαν βασιλέας οφείλει να υποτάσσει τη φύση του στο θέλημα του Θεού και να καθίσταται άρχοντας στα πάθη και κατώτερα ένστικτα.
Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ είναι το μυστήριο των μυστηρίων και «φάρμακον αθανασίας» όπως χαρακτηρίζεται τον 2ο αιώνα από τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο (Εφεσ. ΧΧ). Τον ίδιο αιώνα ο άγιος Ιουστίνος υπογραμμίζει την καθολική σ’ αυτό συμμετοχή των πιστών καθώς και την αποστολή των Τιμίων Δώρων στους απόντες (Α΄ Απολογία 67). Η Θεία Ευχαριστία είναι όχημα των πιστών προς τον Ουρανό και συνδέει όσο τίποτε άλλο κατά χάριν Θεό και ανθρώπους, αλλά και τους ανθρώπους μεταξύ τους, σύμφωνα και με παρατήρηση του φιλοσόφου Βολταίρου. Μετά δηλαδή και την Πεντηκοστή, η νέα κοινότητα των πιστών τρεφόταν και εξαρτιόταν όχι μόνο από την υλική τροφή, αλλά και από το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Έτσι πραγματοποιήθηκε και η προφητεία του ιδίου του Χριστού, που είπε: «Όταν εγώ υψωθώ από τη γη (σταυρωθώ και αναληφθώ), όλους θα τους ελκύσω προς τον εαυτόν μου» (Ιω. 12, 32-33). Κατά τη μεταβολή των Τιμίων Δώρων, το ψωμί και το κρασί μεταβάλλονται αοράτως σε σώμα και αίμα Χριστού (Ματθ. 26,26-28). Ο απ. Παύλος είναι κάθετος όσον αφορά την αλήθεια αυτής της μεταβολής και τις αρνητικές συνέπειες όσων δεν διακρίνουν το σώμα του Κυρίου (Α΄ Κορ. 11,27-30). Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους: «Εάν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας… Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου και εγώ μέσα του… Εκείνος που με τρώγει θα ζήσει ένεκεν εμού» (6,53-58). Τα ξεκάθαρα αυτά λόγια Του (και όχι μόνο αυτά) αναιρούν κάθε σκέψη περί εικονικής δήθεν μεταβολής των Τιμίων Δώρων. Την χρυσή εποχή των Κατακομβών εκατομμύρια μάρτυρες στηρίχθηκαν και υπέμειναν τα μαρτύρια με τη βοήθεια της Θείας Μετάληψης. Άλλωστε και αυτός ο μυστηριώδης Μελχισεδέκ προσέφερε «άρτον και οίνον» στον πατριάρχη Αβραάμ (Γέν. 14,18), που σημαίνει ότι υπήρχαν εξαρχής ως ιερά δώρα και δεν αντλήθηκε η έννοιά τους από παγανιστικά μυστήρια, όπως μερικοί μη ενημερωμένοι ερευνητές προσπάθησαν να αποδείξουν. Η προφητεία του Μαλαχία μάς γνωστοποιεί την προτύπωση της Θείας Κοινωνίας από πολύ παλιά, όταν λέγει δι’ αυτού ο Θεός: «Από την ανατολή του ηλίου έως τη δύση του το όνομά μου έχει δοξαστεί ανάμεσα στα έθνη και σε κάθε τόπο θυμίαμα προσάγεται στο όνομά μου και ΘΥΣΙΑ ΚΑΘΑΡΗ» (Μαλ. 1,11).
Άνευ του μυστηρίου της ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ τίποτε καλό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στον κόσμο, αφού η μετάδοση όλων των υπολοίπων μυστηρίων καθώς και η θεραπεία ψυχών και σωμάτων εξαρτάται απ’ αυτό. Η ιεροσύνη είναι χάρισμα, όχι υπαλληλικό αξίωμα, και ο ιερέας καλείται να είναι πνευματικός πατέρας-θεραπευτής ψυχών τρωθέντων από την αμαρτία, την έλλειψη ασκήσεως και κατά χάριν ζωής. Ο μόνος βέβαια αρχιερέας είναι ο Χριστός. Οι διάκονοι όμως, πρεσβύτεροι και επίσκοποι, οι τρείς αυτοί βαθμοί ιεροσύνης, δανείζουν τον εαυτόν τους στον Χριστό και δι’ αυτού εξαγιάζεται η οικουμένη. Δια των νέων κάθε φορά χειροτονιών (συνεχιζόμενη αποστολική διαδοχή) και της υγιούς αποστολικής διδαχής μεταφέρεται η αλήθεια του Θεού και η σωτηρία στις επόμενες γενεές. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν νοείται ταξική διάκριση μεταξύ των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, διότι αφενός η διάκριση σε ιερείς και λαϊκούς είναι λειτουργική και όχι ουσιαστική, αφετέρου και οι λαϊκοί κατέχουν δια του βαπτίσματός τους την λεγόμενη «γενική ιεροσύνη» και συγκαταλέγονται στο «βασιλικό ιερατείο, έθνος άγιο, λαό δικό Του» (Α΄ Πέτρ. 2,9), που εξαγγέλλει τις θαυμάσιες πράξεις Εκείνου και πορεύεται προς τη βασιλεία Του. Η γενική ιεροσύνη των χριστιανών δεν αναιρεί βέβαια την «ειδική ιεροσύνη» του κλήρου, των ποιμένων δηλαδή του λαού. Ο απ. Πέτρος αναφέρεται στους Πρεσβυτέρους ως σε μια ξεχωριστή τάξη κληρικών και καθοδηγητών του ποιμνίου, διότι λέγει: «Τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι είναι μεταξύ σας, προτρέπω εγώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυς των παθημάτων του Χριστού, … ποιμάνατε το ποίμνιο του Θεού το οποίο είναι μεταξύ σας, ασκούντες την επίβλεψη όχι αναγκαστικά αλλά θεληματικά … και όταν θα φανερωθεί ο Αρχιποιμένας, τότε θα λάβετε το αμάραντο στεφάνι της δόξας» (Α΄ Πέτρ. 5,1-4). Επιπλέον, ο απ. Παύλος αναφέρεται στον Τιμόθεο και Τίτο ως σε επισκόπους (Τιμ. Α΄ 4,14/ Τίτ. 1,5-8), αλλά και σε ιδιαίτερα εδάφια της Κ.Δ. ξεχωρίζει η διάκριση σε διακόνους, ιερείς και επισκόπους (Πράξ. 6,6/ Α΄ Τιμ. 3,8-13/ Πράξ. 14,23 & 20,17). Δεδομένου ότι στα πρωτοχριστιανικά χρόνια της Κ.Δ. ΜΟΝΟ η τάξη των ‘προφητών-επισκόπων’, στην οποία συγκαταλέγονταν π.χ. ο Παύλος και ο Βαρνάβας, μπορούσε να χειροτονήσει πρεσβυτέρους, συνεπάγεται ότι είχαν και τον ανώτερο βαθμό ιεροσύνης στην Εκκλησία μετά τους αποστόλους.
Δια της ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ οι πιστοί μετά+νοούν, δηλαδή αλλάζουν τρόπο σκέψεως και ζωής και λαμβάνουν συγχώρηση, ήτοι όχι μόνο δεν ανακρίνονται και δικάζονται, αλλά και με την άφεση που λαμβάνουν δια του ιερέως επανατοποθετούνται στο οικείο εκκλησιαστικό περιβάλλον τους, συμφιλιωμένοι με τους υπολοίπους αδελφούς τους (συν+χωρούνται). Ο Θεάνθρωπος χορήγησε δια του μυστηρίου της ιεροσύνης την εξουσία της αφέσεως των αμαρτιών στους αποστόλους Του, δηλαδή στους ποιμένες της Εκκλησίας, και όχι στο ποίμνιο, όταν τους είπε: «Αλήθεια σας λέγω, ότι όσα δέσετε στη γη θα είναι δεμένα στον ουρανό και όσα λύσετε στη γη θα είναι λυμένα στον ουρανό» (Ματθ. 18,18). Και πάλι τους λέγει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Εάν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κανενός, του είναι συγχωρημένες. Αν κανενός δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες» (Ιω. 20,22-23). Το μυστήριο της εξομολογήσεως είναι καθαρά θεραπευτικό και ξεπλένει αμαρτωλές συνειδήσεις, καθαρίζει την ψυχή από τραύματα και πάθη. Όπως πολλές φορές γυμνωνόμαστε μπροστά στο γιατρό για να εξεταστούμε, αλλά η ντροπή αυτή οδηγεί μετά στην θεραπεία και την υγεία, έτσι και στον πνευματικό μπροστά ντρεπόμαστε εξομολογούμενοι τα κρίματά μας, αλλά δια του τρόπου αυτού η ψυχή και πάλι λαμπρύνεται και οδηγείται στο δρόμο του Θεού από τον οποίον παρέκλινε. Η μεγαλοσύνη του Σπλαχνικού Πατέρα και η μετάνοια του Ασώτου Υιού φανερώνουν πεντακάθαρα την μοναδική αξία του μυστηρίου, σύμφωνα με την ομώνυμη παραβολή. Η Εκκλησία είναι ως εκ τούτου πνευματικό νοσοκομείο και η επανεύρεση της χαμένης κοινωνικότητος συντελείται δια της μετανοίας. «Ελάτε σε μένα όλοι εσείς, που είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας δώσω ανάπαυση» (Ματθ. 11,28-30), παροτρύνει ο Κύριος. Άλλωστε συχνά το κήρυγμά Του ήταν: «Μετανοείτε, διότι πλησίασε η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 4,17). Έξοχο παράδειγμα μετανοίας αποτελεί η ζωή του αγίου Διονυσίου Ζακύνθου, ο οποίος όχι μόνο έδειξε άκρα ταπείνωση και μετάνοια στη ζωή του, αλλά και στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας (προς τα τέλη 16ου αι.) συγχώρεσε και φυγάδευσε τον ίδιο το φονιά του αδελφού του, ακολουθώντας πιστά τα βήματα του Χριστού που συγχώρεσε τους σταυρωτές Του.
Με το μυστήριο του ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ παρέχεται η άφεση των αμαρτιών (όπως και με κάθε μυστήριο) και χορηγείται η ψυχοσωματική υγεία, δια της χρήσεως με άγιο λάδι. Δεν αντικαθιστά φυσικά το μυστήριο της Μετανοίας. Το μυστήριο τελείται στους Ορθόδοξους ναούς την Μεγάλη Τετάρτη το εσπέρας, ώστε να προετοιμασθούν κατάλληλα οι πιστοί για το ‘ποτήριον της Ζωής’, που θα δοθεί από τις επόμενες ημέρες. Για τους ασθενείς γίνεται στο ναό, ενίοτε όμως και στα σπίτια. Τελείται κανονικά από 7 ιερείς (μπορεί όμως να γίνει και από έναν), διαβάζονται 7 αποστολικά αναγνώσματα και 7 ευαγγελικές περικοπές και ακούγονται 7 ευχές. Στην τελευταία Ευχή γονατίζουν οι δυνάμενοι και χρίονται όλοι σταυροειδώς στο πρόσωπο και τα χέρια (έδρα πέντε αισθήσεων). Με τα λόγια του Ιακώβου του Αδελφοθέου φανερώνεται η χρήση του Ευχελαίου ως μυστηρίου και συνήθειας των χριστιανών στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες: «Ασθενεί κανείς μεταξύ σας; Ας προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας και ας προσευχηθούν επάνω του, αφού τον αλείψουν με λάδι στο όνομα του Κυρίου, και η προσευχή που έγινε με πίστη θα θεραπεύσει τον ασθενή. Ο Κύριος θα τον σηκώσει και, αν έχει διαπράξει αμαρτίες, θα του συγχωρηθούν» (Ιακ. 5,14-15). Όταν άλλωστε ο Κύριος έστειλε τους δώδεκα μαθητές Του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας και της μετανοίας, αυτοί έβγαζαν πολλά δαιμόνια και «άλειφαν πολλούς ανθρώπους με λάδι και τους θεράπευαν» (Μάρκ. 6,13).
Ο ΓΑΜΟΣ είναι το μυστήριο εκείνο που αναφέρεται «εις Χριστόν και εις την Εκκλησία», σύμφωνα και με τον απόστολο Παύλο (Εφ. 5,25-32). Δόθηκε στους ανθρώπους πριν την πτώση των πρωτοπλάστων, επομένως δεν είναι αποτέλεσμα αμαρτίας. Είναι μάλιστα μυστήριο «μέγα», καθώς όχι μόνο συντελεί εις σωτηρίαν αλλά και θεραπεύει ανάγκες ψυχολογικές, κοινωνικές και βιολογικές. Ο Θεός ήταν μάλιστα που έδωσε την εντολή τού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» στους πρώτους ανθρώπους, με σκοπό να πληρώσουν την γη και να την κατακυριεύσουν (Γεν. 1,28). «Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24) αναφέρει τόσο η Π.Δ. όσο και η Εκκλησία κατά τη διάρκεια του μυστηρίου. Από τότε και ύστερα δεν είναι πια δύο αλλά ένας άνθρωπος. Ο Χριστός τίμησε τον γάμο παρευρισκόμενος και θαυματουργώντας για πρώτη φορά στον εν Κανά γάμο, «τη παρουσία και τω δώρω», όπως γράφει και ο ιερός Χρυσόστομος (P.G. 51, 210). Ο γάμος, εκτός από την άγια και αγαπητική ζωή των συζύγων, ολοκληρώνεται και με την απόκτηση απογόνων, χωρίς να είναι αυτό φυσικά το μοναδικό ζητούμενο στη συζυγία τους. Από δω και πέρα δημιουργείται «η κατ’ οίκον Εκκλησία», όπως λέγει ο απ. Παύλος. Η σωστή παρουσία και συμπεριφορά των συζύγων είναι απαραίτητη για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών, όπως και η σωστή επικοινωνία του καθενός με τους άλλους. Μεγάλη βοήθεια προσφέρεται δια της συχνής μυστηριακής ζωής, της ελλείψεως φωνασκιών, της πίστης προς τον Θεό και της αγάπης προς όλους. Είναι απαραίτητο ακόμη οι σύζυγοι να αισθάνονται ανεξάρτητοι από πεθερικά και συγγενείς, διάγοντες βέβαια με υπευθυνότητα και σεβασμό προς εκείνους.
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Τα μυστήρια της Εκκλησίας ικανοποιούν την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να νοιώσει ότι δεν είναι μόνος, αλλά αδελφός μέσω αδελφών, και ότι έχει Πατέρα, αδελφό, και φίλο ακόμη, τον Ιησού Χριστό. Συμβάλλουν στην πνευματική μεταποίηση του ανθρώπου από άτομο σε πρόσωπο και τον καθιστούν μέτοχο της δόξης του Τριαδικού Θεού. Θεραπεύουν μάλιστα υλικές και υπαρξιακές ανάγκες του, αλλά και επιβεβαιώνουν την ενότητα σώματος και ψυχής, αφού εν τη Εκκλησία αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος ψυχοσωματικά και όχι αιρετικά, δηλαδή μόνο σωματικά, μόνο ψυχικά ή μόνο διανοητικά. Τέλος, δια των εκκλησιαστικών μυστηρίων και με τη χάρη του Χριστού μεταμορφώνεται όλο το σύμπαν σε βασιλεία του Θεού, υποχωρούν οι δαιμονικές δυνάμεις, ανακαινίζεται η πλάση και ενοποιούνται τα διεστώτα, αλλά και θεραπεύεται κάθε διαίρεση και αδυναμία εν τω λαώ, δια της προσωπικής σχέσεως με τον Θεό και τον πλησίον.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
‘Βασικές αλήθειες πίστεως και ζωής’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 2007
‘Βήματα πίστεως και ζωής’ , ΟΕΔΒ, Υπ. Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων
‘Η Καινή Διαθήκη’, Αποστολικής Διακονίας, έκδ. Θ΄, 2009
‘Η Παλαιά Διαθήκη’, Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 1981
‘Ορθόδοξη πίστη και λατρεία’, ΟΕΔΒ, 2005
‘Σύγχρονες αιρέσεις και παραθρησκευτικές λατρείες στην Ελλάδα’, Μιχαήλ Χούλη, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Ερμούπολη 2002
‘Χριστιανισμός και Θρησκεύματα’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1999
Εκπομπή "Εκκλησία και Κόσμος" της Μητροπόλεως Κασσανδρείας στο κανάλι Atlas TV που μεταδόθηκε την Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017.
Πηγή: Θρησκευτικά
Τηλεοπτικές Παραγωγές “Ενωμένη Ρωμηοσύνη” (Αχελωος TV 2016)
Παραγωγός – Παρουσιαστής: Ανδρέας Μπλάνος
Υπεύθυνος Στούντιο – Κάμερα: Φώτης Βαρδής
Ημερομηνία Εγγραφής: 15/11/16
Καλεσμένος: Κλάους Κένεθ Συγγραφέας, Μουσικός
ΣΧΟΛΙΑ – Ο Κλάους Κένεθ, Γερμανός συγγραφέας και μουσικός, σε αποκλειστική συνέντευξή του στον Αχελώο μιλά για την Ορθοδοξία ως αποκάλυψη και ζωή. Μιλά για την οδύσσεια της πολυτάραχης ζωής του ζώντας επί χρόνια μέσα στο εωσφορικό σκοτάδι και αποκαλύπτει με ποιόν θαυματουργικό τρόπο ανακάλυψε το φως, την ελευθερία και την αγάπη εκεί, όπου ποτέ δεν περίμενε να τα βρει. Μια συγκλονιστική ιστορία για το πώς ο Χριστός αποκαλύφθηκε στον Κλάους Κένεθ.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Καθὼς ὁ ἕνας χρόνος διαδέχεται τὸν ἄλλον σᾶς μιλοῦσα γιὰ τὴν νέα χρονιὰ ποὺ ἐρχόταν παρομοιάζοντας τὴν μὲ μιὰ πεδιάδα ποῦ, ἀκηλίδωτη, ἁγνή, εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ χιόνι καὶ ζητοῦσα νὰ δώσετε προσοχὴ στὸ γεγονὸς ὅτι πρέπει νὰ βαδίζουμε μὲ ὑπευθυνότητα ἐκεῖ ποὺ ἁπλώνεται τὸ λευκὸ τοπίο ποὺ εἶναι ἀκόμα παρθένο, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ βαδίζουμε, θὰ ὑπάρχει μιὰ ὁδὸς ποὺ θὰ τὸ διασχίζει, ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἢ βήματα πλανεμένα ποὺ μοναχὰ θὰ λερώνουν τὴν λευκότητα τοῦ χιονιοῦ. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε τούτη τὴ χρονιὰ περισσότερο ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές, εἶναι ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι ποὺ περιβάλλει, καλύπτει τούτη τὴ λευκότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο τοπίο, ὅπως ἕνας τροῦλος, ἕνα σκοτάδι μὲ λίγα ἢ πολλὰ ἀστέρια, πλὴν ὅμως ἕνα σκοτάδι θολό, ἐπικίνδυνο καὶ τρομακτικό. Βγαίνουμε ἀπὸ μία χρονιά, ὅπου ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοτάδι ὅπου εἶναι ἀκόμαδιαδεδομένη ἡ βία καὶ ἡ σκληρότητα.
Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κοιτάξουμε πίσω τὴν προηγούμενη χρονιά, τὰ λόγια της λιτανείας μᾶς χτυποῦν καὶ μᾶς κατηγοροῦν. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.
Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.
Στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου εἰπώθηκε κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ξανὰ κάθε νέο χρόνο. Στὸ μήνυμά του πρὸς τὸ Ἔθνος διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα: «Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»
Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.
Πηγή: Αμέθυστος, Καινή Κτίσις
Ὁμιλία Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸ προσφυγικὸ σωματεῖο «Σταυραετός», Ἀγλαντζιᾶς Λευκωσίας (09.12.2016).
Ὁ Πανιερώτατος μέσα ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἁγιότητα καὶ τὸν σύγχρονο προφητικὸ λόγο τῶν ἁγίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ἀναλύει πνευματικὰ καὶ θεολογικὰ τὴ σύγχρονη γεωπολιτικὴ στρατηγικὴ ποὺ ἐφαρμόζουν οἱ μεγάλες δυνάμεις στὴ Μέση Ἀνατολή, ἡ ὁποία εἶναι μέρος τῶν εὐρύτερων ὑποχθόνιων σχεδίων τῶν ἀνθρώπων τοῦ μυστικοῦ χρήματος, τῆς νέας τάξης πραγμάτων, ποὺ ἔχουν σὰν στόχο τὴ δημιουργία τοῦ φθαρμένου ἀνθρώπου ποὺ δὲν θὰ ἔχει καμία ἠθικὴ ἀντίσταση…
Πηγή: Εκκλησία της Κύπρου
Eἴθισται –καί εἶναι ἀπαραίτητο– στό τέλος κάθε χρονιᾶς νά γίνεται ἕνας ἀπολογισμός καί μιά ἀποτίμηση ὅσων ἔγιναν ἤ δέν ἔγιναν στή διάρκειά της. Αὐτό θά ἐπιχειρήσουμε καί μεῖς ἐδῶ μέ μεγάλη συντομία.
Τό 2016 ἦταν μιά χρονιά πολύ δύσκολη γιά τόν ἑλληνικό λαό, τοῦ ὁποίου ἡ φτωχοποίηση, ἡ ἀνεργία καί ὁ δρόμος τῶν νέων πρός τήν ξενιτειά προχώρησε ἀκόμη περισσότερο. Μάλιστα οἱ αὐτουργοί τῆς ἐπιδείνωσης εἶναι αὐτοί πού ὑποσχέθηκαν στόν λαό ὅτι θά τόν σώσουν!
Ἀλλά καί παγκοσμίως τό 2016 ἦταν μιά χρονιά ἀστάθειας καί πολέμων.
Ὅσον ἀφορᾶ στά πιό στενά δικά μας, ξεχωρίζουμε κάποια γεγονότα, τῶν ὁποίων οἱ ἐπιπτώσεις θά ἐπηρεάσουν τήν ἐκκλησιαστική, ἐκπαιδευτική, κοινωνική καί ἐθνική μας κατάσταση καί στά ἑπόμενα χρόνια.
1) Ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου. Εἶναι ὁ σύγχρονος πειρασμός γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διότι ἦλθε νά προσφέρει διορθόδοξη δογματική κατοχύρωση σέ ὅλα αὐτά, πού ἐδῶ καί δεκαετίες κακῶς –κάκιστα– γίνονται στίς σχέσεις μας μέ τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δηλαδή, ἀγαπολογίες τῶν σαλονιῶν, συμπροσευχές καί συλλείτουργα (ἔστω καί μή ὁλοκληρούμενα). Ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου ἀνεγνώρισε τίς αἱρέσεις ὡς Ἐκκλησίες, ἔστω καί «ἑτερόδοξες».
Ὅπως προφητικά ἔγραψαν ὁ ἅγιος καί ὁμολογητής Ἰουστῖνος Πόποβιτς καί ὁ σπουδαῖος ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς μακαριστός π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος (βλ. «Π», σσ.11-12), μόνο σκανδαλισμός τῶν πιστῶν καί σχίσματα θά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού ἐμελετᾶτο καί «μαγειρευόταν» ἐδῶ καί πάνω ἀπό μισόν αἰῶνα.
Ὁ πειρασμός αὐτός, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι πειρασμοί, δέν ἀφήνει τό ἀποτύπωμά του μόνο στήν ἐκκλησιαστική μας ζωή, ἀλλά ἡ ἐμβέλειά του φθάνει καί σέ ἄλλες, φαινομενικῶς ἄσχετες, περιοχές.
Γνωστός μας κληρικός ἀπό τήν Κύπρο μᾶς ἔλεγε τίς προάλλες: «Εἶναι ἄραγε ἄσχετο τό γεγονός, ὅτι ἡ τουρκική ἐπιθετικότητα καί προκλητικότητα στό Αἰγαῖο, στή Θράκη καί στήν Κύπρο αὐξήθηκε κατακόρυφα μετά τή «Σύνοδο» στό Κολυμπάρι τόν Ἰούνιο; Καί πράγματι, ὅπως στόν παλαιό Ἰσραήλ, ἔτσι καί στόν εἰκοστό αἰῶνα, γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, τήν ἀποστασία ἀπό τόν ἀληθινό Θεό ἀκολουθεῖ παιδαγωγική τιμωρία, συνήθως μέ τή μορφή ἐθνικοῦ πειρασμοῦ ἤ συμφορᾶς. Ἔτσι, μετά τό ξεκίνημα τοῦ οἰκουμενισμοῦ τό 1920 ἦρθε ἡ Μικρασιατική Καταστροφή τοῦ 1922. Μέ τό πού ξεκίνησε ὁ Ἀθηναγόρας τά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα, ἦρθε ἡ καταστροφή τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Πόλης τόν τραγικό Σεπτέμβρη τοῦ 1955 (ἀπό τριακόσιες χιλιάδες Ἕλληνες ἔμειναν σήμερα τρεῖς χιλιάδες παπποῦδες) κ.ο.κ. Καί ὅσο δέν «πιάνουμε» τό μήνυμα, αὐτό θά ἐπαναλαμβάνεται. Εἶναι ἁπλό: Ἡ ἀποστασία φέρνει ἐγκατάλειψη ἀπό τόν Θεό καί αὐτή φέρνει συμφορές σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Ἄς εὐχηθοῦμε νά «πιάσουμε» τό μήνυμα. Καί νά διορθωθοῦμε διά τῆς μετανοίας.
2) Ὁ πειρασμός τῆς μετάλλαξης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ πανθρησκειακή σαλάτα ἐντάσσεται, νομίζουμε, στό ἴδιο πλαίσιο, ὅπως καί ἡ δημιουργία τοῦ Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν μέσα στή Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.
3) Ὅσο γιά τήν προϊοῦσα ἰσλαμοποίηση τῆς Ἑλλάδος, τί νά ποῦμε; Ἄς ὄψονται αὐτοί πού μέσα καί ἔξω ἀπό τήν Ἑλλάδα ἐργάζονται ἀσταμάτητα γιά τήν μετάλλαξή της σέ πολυφυλετική, πολυθρησκευτική καί πολυπολιτισμική Βαβέλ. Ἄς ὄψονται καί κάποιοι ἐκκλησιαστικοί ταγοί, πού μπερδεύουν τόν κοσμάκη, μή μπορώντας νά καταλάβουν ὅτι, ἐάν ἡ «χριστιανική ἀγάπη» ὁδηγεῖ σέ καταστροφή τοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ τόπου καί τῆς ἴδιας σου τῆς ὕπαρξης ὡς λαοῦ, τότε δέν εἶναι ἐφαρμοσμένη ἀγάπη ἀλλά ἀσυγχώρητη ἀφέλεια, πού ἀγγίζει τά ὅρια τῆς βλακείας, τήν ὁποία κάποιοι μέσα καί ἔξω ἀπό τήν Ἑλλάδα ἐκμεταλλεύονται, γιά νά ἐξυπηρετήσουν τούς δικούς τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς καί τά συμφέροντα. Αὐτή εἶναι ἡ πικρή ἀλήθεια.
Μέσα σ᾽ αὐτό τό ζοφερό τοπίο, ὅμως, διαφαίνεται φῶς καί ἐλπίδα. Τό βασικό εἶναι ὅτι τό τιμόνι τῆς Ἑλλάδος τό κρατᾶ ἡ ἴδια ἡ Παναγία. Θά περάσουμε καί ἄλλα, ὅμως ἡ Ἑλλάδα δέν θά χαθεῖ, ἀλλά θά λάμψει μαζί μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Δέν ξέρουμε πῶς ἐργάζεται ὁ Θεός. Βλέπουμε καί στήν Εὐρώπη, ἀλλά κυρίως στίς Η.Π.Α. τήν ἀρχή μιᾶς ἀλλαγῆς τοῦ σκηνικοῦ. Ὁ νέος Ἀμερικανός Πρόεδρος Τράμπ –ἐάν δέν τόν δολοφονήσουν, ὅπως τόν Κέννεντυ, οἱ διεθνεῖς τραπεζίτες – φαίνεται ὅτι πάει κόντρα στήν παγκοσμιοποίηση καί τή διάλυση, πού αὐτή συνεπάγεται.
Τά πράγματα ὅμως δέν εἶναι εὔκολα. Ἐμεῖς καλούμαστε νά εἴμαστε συνεχῶς σέ ἐγρήγορση πνευματική καί νά εἴμαστε ἀνοιχτοί, ὥστε νά δίνουμε στόν Χριστό τήν εὐκαιρία νά μᾶς χρησιμοποιήσει στό σχέδιό του.
Ἀμήν. Καλή Χρονιά, μέ μετάνοια καί ἐπίγνωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μας, πού σαρκώθηκε ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του γιά μᾶς.
Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Πηγή: (Παρακαταθήκη, τεύχος 111)
Η Αλήθεια και η Αποκάλυψη δημιουργεί στους ανθρώπους που ζουν σαρκικά την ανάγκη της ειδωλοποίησης. Όταν ο προφήτης Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά να πάρει το πρώτο Θεϊκό Νόμο οι Εβραίοι ανάγκασαν τον Ααρών να τους κατασκευάσει θεό-μοσχάρι γιά να προσκυνούν, γιατί δεν μπορούσαν να βιώσουν το υπέρ φύση, το αιώνιο, το άκτιστο. Ήθελαν θεό που να το έχουν οι ίδιοι φτιάξει. Από τότε η ιστορία επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα.
Οι Έλληνες σοφοί Πλάτωνας, Ορφέας, Όμηρος, Σόλωνας ασχολήθηκαν με το Μωυσή. Ταξίδεψαν στην Αίγυπτο, που ζούσαν πολλοί εβραίοι, και μελέτησαν την Πεντάτευχο. Γνώρισαν την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία αλλά δεν μπόρεσαν να αναχθούν στο πνευματικό ύψος που έφτασαν οι προφήτες του Ισραήλ και γιαυτό κατέληξαν σε ειδωλοποίηση της Αποκάλυψης. Ο Πλάτωνας, παραδείγματος χάριν, στο περίφημο Συμπόσιό του, περί Έρωτος, περιγράφει την δημιουργία του Ανθρώπου με αφελή τρόπο, όχι όπως την εκφράζει αυθεντικά ο προφήτης Μωυσής, 1000 και πλέον χρόνια πριν. Στο μύθος της Διοτίμας , δηλαδή, προσπαθεί με απλοϊκό τρόπο να κατανοήσει και να εξηγήσει την δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, που είχε ακούσει από τους Εβραίους, όταν είχε βρεθεί ως δούλος στην Αίγυπτο. Ακόμη και το φοβερό μυστήριο της θεοπτίας το οποίο ο μέγας Μωυσής αποκαλύπτει στο βιβλίο της Εξόδου, ο πολύς κατά τους Έλληνες Πλάτων, δεν μπορεί να το συλλάβει σωστά και το ειδωλοποιεί με το μύθο του σπηλαίου. Άλλου είδους εμπειρία, ουράνια εμπειρία, είχε ο Μωυσής όταν κατ’ εντολή του Θεού στάθηκε μέσα στην σπηλιά ( «υπό την πέτραν») και είδε την άκτιστη Δόξα του Θεού και άλλα κατάλαβε ο Πλάτωνας . Ο Μωυσής είχε εμπειρία άκτιστου φωτός ενώ ο Πλάτωνας αναζητούσε αντιστοιχία με τα κτιστά, δηλαδή τα είδωλα των άκτιστων. Δεν μπορούσε να κατανοήσει την διαφορά κτιστού και άκτιστου.
Αλλά και ο άλλος επίσης μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης έχοντας ακούσει για τον Όντως Όντα Θεόν (που αποκαλύφθηκε στο Μωυσή μέσα στη φλεγομένη βάτο) ενθουσιάστηκε και άρχισε να ψάχνει το Όντος Όν. Επειδή όμως δεν ήταν μέλος του περιουσίου λαού που βίωνε καθημερινά την παρουσία του Όντος Αληθινού Θεού οδηγήθηκε σε πλήρες αδιέξοδο. Ηττημένος σε αυτή του την αναζήτηση αποφάνθηκε ότι το Όντος Όν είναι «το αει ζητούμενο και αεί απορούμενον». Αυτό, δηλαδή, που πάντα το ψάχνουμε και ποτέ δεν το βρίσκουμε.
Το υπερκόσμιο γεγονός της ενανθρωπίσεως του Θεού-Λόγου που άφησε άφωνη την ανθρωπότητα για 2000 χρόνια, που άλλαξε τη μορφή του Κόσμου και την λογική των ανθρώπων, ανατρέποντας αυτοκρατορίες και αναγνωρίζοντας δικαιώματα σε δούλους, γυναίκες και κάθε ταπεινό, σήμερα δεν μπορεί ο κόσμος να το βιώσει πνευματικά αλλά το ειδωλοποιεί για να το καταλάβει.
Πρώτα το ειδωλοποίησαν οι φράγκοι Πάπες που κατέκτησαν την Εκκλησία της Ρώμης. Δημιούργησα ένα Χριστό στα μέτρα τους. Όμορφο, κοσμικό, ανθρωποειδή, στερημένο από το υπερφυσικό κάλλος και την απέραντη θεϊκή ταπείνωση. Τον γλυκύτατο Ιησού, όπως λένε! Κοντά σε αυτά όλα διέγραψαν και τον τρόπο γνώσεως του Θεού μέσα από τις άκτιστες ενέργειές Του . Από άγνοια θεώρησαν κτιστές τις άκτιστες ενέργειες του Θεού που είναι γνωστές μεν στους Ορθοδόξους αλλά που δεν μπόρεσαν αυτοί να τις κατανοήσουν και να τις γευθούν . Έτσι οδήγησαν την δυτική κοινωνία να βιώνει σαν κτιστή τη θεία Χάρη, έδωσαν δηλαδή ένα είδωλο Χάριτος. Ο δυτικός κόσμος με τις ευλογίες των Παπών οδηγήθηκε μέσα από αυτή τη θεώρηση στην αθεΐα και την συγκεκαλυμένη ειδωλολατρία . Είναι ο ίδιος ο δρόμος που καταλήγει σήμερα στην διάλυση των δυτικών κοινωνιών μέσα από την παραθρησκεία και τον σατανισμό.
Δυστυχώς και στη Ελλάδα βιώνουμε κοινωνικά το ίδιο δυτικό μοντέλο Ειδωλοχριστουγέννων. Πολύχρωμα φώτα, χοντροβασίλιδες, χριστουγεννιάτικα δένδρα, ελαφάκια, παιδάκια με κερατάκια ελαφιού, κόκκινες σκούφιες, ρεβεγιόν κ.τ.ο. Με αυτό το τρόπο ειδωλοποιείται το νόημα μιας μεγάλης εορτής. Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα για τους Ορθοδόξους μια μέρα τέλειας χαράς και ευφροσύνης, μέρα πνευματικής ηδονής. Έχει ένα βαθύ υπερκόσμιο και παρήγορο μήνυμα που το μεταφέρουν παντού ακόμη και τα μικρά παιδάκια όταν καλαντίζουν, όπως: «Άναρχος Θεός παραγίνεται…» ή «Άναρχος αρχή λαμβάνει και γεννάται ο λυτρωτής…» και πολλά άλλα παρόμοια κάλαντα διαφόρων περιοχών. Η εμπειρία του αληθινού Θεού είναι ο μεγάλος πλούτος της Ανατολής.
Όποιος μελετήσει και κατανοήσει το αληθινό νόημα της εορτής, που γίνεται πιο οικείο με το λειτουργικό πλούτο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όποιος βιώσει τους ιερούς ύμνους αυτών των ημερών, δεν θα αναζητήσει είδωλα χαράς και ψυχικής ανάπαυσης αλλά θα αποκτήσει αληθινή γεύση Θεού και μαζί με αυτό θα γεμίσει μέσα του με ένα γαλήνιο άκτιστο φως που θα τον καταυγάζει από το άστρο της Βηθλεέμ.
Πηγή: Νομοκανών
Εἶναι σωστὸ νὰ δίνωνται δύο ὀνόματα στὴν βάπτιση;
Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα Του (1), καὶ κάθε νέος ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται εἶναι μία καινούργια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται στὸν κόσμο στολισμένος μὲ τὰ δικά του ἰδιαίτερα χαρίσματα καὶ γνωρίσματα, μοναδικὸς σὲ σχέση μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους συνανθρώπους του. Αὐτὴ τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐκφράζει πρωτίστως τὸ ὄνομα ποὺ λαμβάνει ὁ Χριστιανὸς μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς Ὀνοματοδοσίας. Τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου «τοῦ δίνει ταυτότητα ὡς πρόσωπο καὶ διαβεβαιώνει τὴν μοναδικότητά του. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία φροντίζει νὰ τοῦ δώση ὄνομα. Δὲν θεωρεῖ τὸ βρέφος ἁπλά ἄνθρωπο, γενικὰ καὶ ἀόριστα, οὔτε σὰν φορέα μιᾶς ἀφηρημένης καὶ ἀπρόσωπης ἀνθρώπινης φύσης…
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Εὐχὴ τῆς ὀνοματοδοσίας ὁμολογεῖ τὴν μοναδικότητα τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ θεϊκὸ δῶρο τῆς προσωπικότητός του» (2). Στοὺς ἀρχαίους χρόνους ἡ Ὀνοματοδοσία καὶ ἡ σφράγιση μὲ τὸ σημεῖο τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ γινόταν ὅταν κάποιος δήλωνε τὴν ὁριστική του ἀπόφαση νὰ βαπτισθῆ. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ αὐτὸ ἄρχισε νὰ γίνεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ, ὅπως ἔγινε ἡ ὀνοματοδοσία στὸν Κύριο καὶ στὸν Τίμιο Πρόδρομο (3). Ἡ σωστὴ αὐτὴ τάξη διατηρήθηκε σὲ ὅλη τὴν βυζαντινὴ περίοδο.
Σήμερα ἡ γεμάτη νόημα προβαπτισματικὴ ἀκολουθία τῆς Ὀνοματοδοσίας ἔχει ἀτονήσει. Διαβάζεται συνήθως πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἀντὶ τῆς ὀγδόης ἡμέρας. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ γίνεται σύγχυση καὶ νὰ θεωρεῖται ὅτι τὸ παιδὶ παίρνει ὄνομα κατὰ τὴν βάπτισή του. Δὲν θὰ πρέπη ὅμως νὰ ταυτίζεται τὸ μυστήριο τῆς Βαπτίσεως μὲ τὴν Ὀνοματοδοσία. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ βαπτιζομένου στὴν βάπτιση γίνεται ὅπως ἀκριβῶς καὶ σὲ κάθε ἄλλο Μυστήριο καὶ ἀκολουθία (Γάμο, Εὐχέλαιο, κλπ.). Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν λοιπὸν νὰ ἀποσυνδεθῆ ἡ ἀκολουθία τῆς Ὀνοματοδοσίας ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, καὶ νὰ ἐπανέλθη στὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ. Τὸ ὄνομα στὸ παιδὶ δίδεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν Εὐχὴ τῆς ὀνοματοδοσίας. Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα πλέον ὁ ἄνθρωπος θὰ καλῆται ἀπὸ τὸν καλὸ Ποιμένα Χριστό, ὁ ὁποῖος τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα, δηλαδὴ προσκαλεῖ τὰ δικά Του πρόβατα ἕνα ἕνα μὲ τὸ ὄνομά τους (4). Καὶ ἡ φράση αὐτὴ φανερώνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι μία προσωπικότητα μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη. Σὲ αὐτὴν τὴν μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία καὶ δίνει στὸ κάθε βρέφος ἕνα καὶ μοναδικὸ ὄνομα, ὅπως ἕνα ὄνομα δόθηκε καὶ στὸν Χριστὸ τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του: Ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς (5).
Ἡ συνήθεια νὰ δίδωνται στὸ παιδὶ δύο (ἢ καὶ περισσότερα) ὀνόματα εἶναι, ὄχι μόνον ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ παράλογη, ἐφ’ ὅσον σὲ κάθε πρόσωπο ἀντιστοιχεῖ πάντοτε ἕνα ὄνομα. Ἡ κυριώτερη αἰτία τοῦ συγχρόνου φαινομένου εἶναι ἡ ἑξῆς: Λόγῳ τῆς ὀλιγοτεκνίας ποὺ παρατηρεῖται τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν πατρίδα μας, οἱ γονεῖς προσπαθοῦν μὲ τὴν διπλὴ ὀνοματοδοσία νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους τοὺς παπποῦδες τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν παρεξηγήσεις. Ἡ πράξη ὅμως ἐπιβεβαιώνει ὅτι σὲ παιδιὰ ποὺ ἔλαβαν δύο ὀνόματα, ἢ ἐπικρατεῖ τὸ ἕνα ἐξ αὐτῶν, ἢ προσφωνοῦνται πότε μὲ τὸ ἕνα καὶ πότε μὲ τὸ ἄλλο, ἀναλόγως τῆς ὁμάδος τῶν συγγενῶν, ἢ (ἂν τὰ δύο ὀνόματα εἶναι μικρά) συγχωνεύονται καὶ δημιουργεῖται τρίτο ὄνομα! Οὐσιαστικὰ ἑπομένως κανεὶς ἀπὸ τοὺς προγόνους ποὺ ἔδωσαν τὸ ὄνομά τους στὸ παιδὶ δὲν εἶναι εὐχαριστημένος.
Μία ἄλλη δικαιολογία εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τάματος. Τὸ νὰ λέω ὅμως “ἔχω τάξει τὸ παιδί μου στὸν τάδε Ἅγιο, γι’ αὐτὸ θέλω νὰ βάλω δεύτερο ὄνομα” σημαίνει ἁπλὰ ὅτι ἐμπαίζω τὸν Ἅγιο ἐκπληρώνοντας τὸ τάμα… κατὰ τὸ ἥμισυ. Καὶ ναὶ μὲν ὁ Ἅγιος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐμᾶς, ἐμεῖς ὅμως ἀποδεικνυόμαστε ἀναξιόπιστοι ἀπέναντί του.
Ἕνα τελευταῖο ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι μὲ τοὺς ἰσχύοντας νόμους μπορεῖ τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ νὰ δηλωθῆ στὸ Ληξιαρχεῖο ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἤδη ἀπὸ τὴν γέννησή του, ὁπότε τὸ ὄνομα εἶναι ἤδη ἀνεγνωρισμένο ἀπὸ τὸ κράτος καὶ θὰ πρέπη ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ δεχθῆ. Τὸ ἐπιχείρημα φυσικὰ δὲν εἶναι σοβαρὸ γιὰ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νὰ τηρήση τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατ’ ἀρχὰς ὅσοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους ἔχουν τὴν δυνατότητα ἀπὸ τὴν κρατικὴ νομοθεσία νὰ τὰ ὀνοματίσουν μὲ ὅσα ὀνόματα ἐπιθυμοῦν. Ὅσοι ὅμως εἶναι πιστοὶ καὶ θέλουν νὰ τὰ βαπτίσουν θὰ πρέπη νὰ ἐνημερώνονται ἀπὸ τοὺς ποιμένες μας ἀπὸ νωρὶς γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὥστε νὰ μὴν δηλώνουν διπλὰ ὀνόματα στὸ Ληξιαρχεῖο. Γενικότερα πρέπει νὰ γίνη κατανοητὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν συμβιβάζεται ἀνεξέταστα μὲ ὁποιεσδήποτε ἀποφάσεις τῆς Πολιτείας. Ἀποδίδει τὰ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ (6).
Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση μπορεῖ νὰ δώση στὸ βρέφος μὲ τὴν Εὐχὴ τῆς ὀνοματοδοσίας τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δύο ὀνόματα ποὺ ἔχουν καταχωρηθῆ στὸ Ληξιαρχεῖο. Ἡ πολλαπλὴ ὀνομασία ἑνὸς ἀνθρώπου μόνο σύγχυση μπορεῖ νὰ δημιουργήση τόσο στὸν ἴδιο ὅσο καὶ στὸ περιβάλλον του. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος παθαίνει σύγχυση, ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία του, διότι δὲν κατανοεῖ ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ φανερώνει τὴν ὕπαρξή του. Αἰσθάνεται σὰν ἄνθρωπος χωρὶς ταυτότητα. Πρέπει νὰ εἶναι προετοιμασμένος νὰ ἀπαντᾶ σὲ δύο διαφορετικὰ ὀνόματα, καὶ εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπὸ τὸν νόμο νὰ ὑπογράφη διὰ βίου σὲ ὅλα τὰ ἐπίσημα ἔγγραφα μὲ τὰ δύο ὀνόματα. Σύγχυση βέβαια ἐπικρατεῖ καὶ στὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο στὸ εὑρύτερο, τὸ ὁποῖο δυσκολεύεται νὰ τὸν προσφωνήση καὶ προσπαθεῖ νὰ βρῆ διαφόρους τρόπους γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῆ, ἀλλὰ καὶ στὸ στενότερο. Διότι καὶ αὐτὸ χωρίζεται συνήθως σὲ δύο ὁμάδες, καὶ ἔτσι ἡ προσπάθεια νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παρεξηγήσεις δίνοντας διπλὸ ὄνομα ὁδηγεῖ κατὰ κανόνα σὲ χειρότερα ἀποτελέσματα.
Ἂν τώρα ἐξετάσουμε τὸ θέμα τῆς διπλῆς ὀνοματοδοσίας σὲ βάθος χρόνου, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ μαντεύσουμε τί πρόκειται νὰ γίνη. Στὶς ἑπόμενες γενιὲς τὰ δύο ὀνόματα θὰ πολλαπλασιασθοῦν, διότι οἱ παπποῦδες θὰ ἔχουν δύο ὀνόματα, καὶ ἔτσι θὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ μία πλήρη σύγχυση. Τὸ φαινόμενο τῶν διπλῶν ὀνομάτων ἦταν ἄγνωστο στοὺς παλαιοὺς Χριστιανούς. Βλέπουμε στὰ Συναξάρια ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἕνα μόνο ὄνομα ἔπαιρναν στὴν βάπτισή τους, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοὺς μνημονεύουμε καὶ τοὺς τιμοῦμε. Τὸ φαινόμενο ἦταν ἄγνωστο ἀκόμη καὶ στὴν ἀρχαία εἰδωλολατρικὴ Ἑλλάδα. Ἔχει δυτικὴ προέλευση (εἶναι διαδεδομένο στὸν δυτικὸ κόσμο), καὶ εἰσήχθη στὴν Ἑλλάδα ὡς ξενικὴ ἐπίδραση μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἔχει ἐπισημανθῆ πολὺ νωρὶς ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ‘Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (19 Μαΐου 1836) ἔχει ὡς θέμα «Περὶ τοῦ μὴ γίνεσθαι δεκτοὺς ἑνὸς βαπτιζομένου παιδίου πολλοὺς ἀναδόχους καὶ περὶ τοῦ μὴ διδόναι ἑκάστῳ βαπτιζομένω ὀνόματα πλείονα τοῦ ἑνός».
Μία ἑπόμενη ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (4 Νοεμβρίου 1874) εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτό: «῾Η Σύνοδος μετ’ ἀπορίας παρατηρεῖ ὅτι ξενοπρεπῆ τινὰ ἔθιμα,… ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἑξαπλοῦνται. Τὰ ἔθιμα ταῦτά εἰσι πρῶτον μὲν τὸ δύο ἢ καὶ πλείονας ἀναδόχους ἀναδέχεσθαι τὰ ἐκ τῆς ἱερᾶς κολυμβήθρας παιδία· καὶ δεύτερον τὸ διδόναι τοῖς βαπτιζομένοις δύο, τρία ἢ καὶ πλείονα ἔτι ὀνόματα. Ταῦτα τοίνυν τὰ ἔθιμα, τὰ καὶ τοῖς πάλαι χριστιανοῖς ὡς καὶ τοῖς ἐθνικοῖς Ἕλλησι, παρ’ οἷς ἓν πρόσωπον ἑνὶ προσηγορεύετο ὀνόματι, ἄγνωστα ὄντα, ἔγνω ἡ Σύνοδος ἵνα ἐκδιώξῃ καὶ φυγαδεύσῃ παντάπασι… Όθεν ἡ Σύνοδος, διὰ τῆς παρούσης ἐγκυκλίου, (ἐντέλλεται) ἵνα… ἕν μόνον ἑκάστῳ βαπτιζομένω παιδίῳ ὄνομα διδόναι καὶ ἓν καταγράφειν ἐν τῷ τῆς ‘Εκκλησίας μητρῴῳ». Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ μία νεώτερη ἐγκύκλιος τῆς 2ας Μαρτίου 1934 ἡ ὁποία ὁρίζει «ἓν μόνον ὄνομα καὶ δὴ ἑορταζομένου ῾Αγίου (νὰ) δίδεται τοῖς βαπτιζομένοις νηπίοις».
Ἡ συνήθεια τῆς ὀνοματοθεσίας λοιπὸν μὲ διπλὸ ὄνομα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ δημιουργεῖ ποικίλα προβλήματα. Εἶναι λανθασμένη στὴ βάση της, καὶ εἶναι λυπηρὸ νὰ γίνεται μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν νὰ ἐνημερώνουν τοὺς πιστοὺς οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς κινοῦνται ἀπὸ ἄγνοια. Ἐπειδὴ ἡ συχνότερη αἰτία εἶναι ἡ κεκαλυμμένη ματαιοδοξία τῶν συγγενῶν θὰ ἦταν χρήσιμο νὰ κατανοήσουμε ὅτι δὲν ἔχουμε νὰ κερδίσουμε ἀπολύτως τίποτα ὅταν φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἂν “ἀφήσουμε τὸ ὄνομά μας” στὸ ἐγγόνι μας, ἀλλὰ δὲν ἀφήσουμε κυρίως παράδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ταπεινώσεως. Εἶναι ἀνεπίτρεπτο καὶ παράλογο, σὲ μία οἰκογένεια ποὺ θέλει νὰ ζῆ κατὰ Θεόν, νὰ δημιουργοῦνται παρεξηγήσεις γιὰ τὸ θέμα τῆς ὀνοματοδοσίας τοῦ παιδιοῦ, ἐξαιτίας τόσο μικροπρεποῦς ματαιοδοξίας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει σχετικά: «Νὰ μὴν δίνουμε στὰ παιδιά μας τυχαῖα ὀνόματα, οὔτε τῶν πάππων καὶ τῶν προπάππων… ἀλλὰ ὀνόματα ἁγίων ἀνδρῶν ποὺ διέπρεψαν στὴν ἀρετή» (7). Ἡ ἀρετὴ εἶναι ποὺ μᾶς λείπει, καὶ αὐτὴν θὰ ἀναζητήση τὸ παιδὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνατροφή του. Τὸ θέμα τῆς διπλῆς ὀνοματοδοσίας δὲν εἶναι τόσο ἀσήμαντο ὅσο θεωροῦν πολλοὶ ἐκ πρώτης ὄψεως. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅτι μὲ μία καλὴ ἐνημέρωση τῶν πιστῶν θὰ μπορέσουμε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ὀρθὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ὠφέλεια θὰ εἶναι δική μας καὶ τῶν παιδιῶν μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γένεσις 1, 27.
2. Ἀρχιμ. Γεωργίου Χρυσοστόμου (νῦν Μητροπολίτου Κίτρους), Ὀνοματοδοσία, Θεσσαλονίκη 2 2013, σελ. 87-8.
3. Λουκᾶς 2, 21 καὶ 1, 59-63.
4. Ἰωάννης 10, 3.
5. Λουκᾶς 2, 21.
6. Ματθαῖος 22, 21.
7. Εἰς Γένεσιν 21, 3, PG 53, 179.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο Klaus Kenneth, ένας σύγχρονος «Οδυσσέας του πνεύματος», συζητά με τη Χριστιανική Φοιτητική Δράση για την περιπετειώδη περιπλάνησή του από το σκοτάδι της πλάνης στο φως της Ορθοδοξίας. (ανταπόκριση από την εκδήλωση εδώ και η σχετική ανακοίνωση εδώ).
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...