
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Αὐτός εἶναι ἡ φωνή πού γεννήθηκε ἀπό τόν κωφάλαλο πατέρα. Αὐτός πού μέ τή σιωπή τοῦ πατέρα του κατάργησε τή στειρότητα τῆς μάνας του. Αὐτός φανέρωσε τόν «Ἀμνό τοῦ Θεοῦ» μέ τό δάχτυλό του, δίνοντας σ’ αὐτό δύναμη πιό μεγάλη καί ἀπό τόν καλύτερο ρήτορα.
«Την χείραν σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου».
Δυό φορές τιμά σήμερα χριστιανοί μου η Εκκλησία, τον Τίμιο Πρόδρομο και Βαπτιστή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Μια για να τον τιμήσει ως πρωταγωνιστή και μάρτυρα του μεγάλου θαύματος της Βαπτίσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, μαζί με την μαρτυρία του για την αποκάλυψη των Θεοφανείων, δηλαδή της Αγίας Τριάδος,
και άλλη μια φορά γιατί σαν σήμερα μεταφέρθηκε το δεξιό αγιασμένο χέρι του, αυτό που «ήψατο την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου», στην Κωνσταντινούπολη.
Επί λέξει σήμερα ο Συναξαριστής μας λέγει: «Τη εβδόμη αυτού του μηνός η σύναξις του Αγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Συνέδραμε δε και η της παντίμου και αγίας αυτού χειρός προς την Βασιλεύουσα μετένεξις».
Η σημερινή γιορτή ονομάζεται κυρίως Σύναξις του Τιμίου Προδρόμου, και έτσι την ξέρουμε. Τι σημαίνει όμως Σύναξη ενός Αγίου ή πολλών αγίων; Σημαίνει την Σύναξη ή την συγκέντρωση των χριστιανών, των πρώτων χριστιανικών αιώνων, για να τιμήσουν πρόσωπο άγιο και ιερό, που κατείχε πρωτεύοντα ρόλο στο μεγάλο θαύμα μιας Δεσποτικής ή Θεομητορικής εορτής.
Στα Θεοφάνεια παραδείγματος χάρη, τα πρόσωπο αυτό ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Στη Γέννηση του Θεανθρώπου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος. Στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Στην Υπαπαντή του Κυρίου ήταν ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος. Στην εορτή των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ήσαν οι δώδεκα Απόστολοι. Στο Γενέθλιο της Θεοτόκου πάλι, ήσαν οι γονείς της Ιωακείμ και Άννα. Την επομένη ημέρα όλοι αυτοί γιορτάζουν, που αναφέραμε. Και στην Μεγάλη γιορτή της Πεντηκοστής, συνάζοντο ή συγκεντρώνοντο οι χριστιανοί, για να τιμήσουν το Πανάγιον Πνεύμα, ως το τρίτον πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ομοούσιον και συνάναρχον με τον Πατέρα και τον Υιόν. Μία σύνταξις, μία προσκύνησις, μία τιμή και δόξα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν.
Έτσι λοιπόν χριστιανοί μου, συγκεντρωθήκαμε και μείς σήμερα όλοι εδώ, όσοι βρισκόμαστε, οι λίγοι ή οι πολλοί, δεν έχει σημασία, για να τιμήσουμε τον μέγα Πρόδρομο και προφήτη Ιωάννη, ο οποίος αξιώθηκε να αγγίξει την άχραντη κορυφή της κεφαλής του Δεσπότου και Σωτήρος Χριστού, να Τον βαπτίσει και να γίνει μάρτυρας της καθόδου του Αγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς, -το ακούσαμε και στα Ευαγγελικά Αναγνώσματα- και να ακούσει την φωνήν του Θεού Πατρός που βεβαίωνε ότι «σύ ει ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Αυτό σημαίνει ότι ο Τίμιος Πρόδρομος, αξιώθηκε από τον Θεό του λαμπροτέρου αξιώματος και της μεγαλυτέρας τιμής, που δεν αξιώθηκαν ούτε άγγελοι, ούτε αρχάγγελοι, ούτε όλοι οι προφήτες μαζί. Αυτός και μόνον κατέστη ο Βαπτιστής του Θεανθρώπου, και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και είναι ο μεγαλύτερος όλων των προφητών, και όχι ο Ησαΐας, ή ο Ιερεμίας, ή ο Δανιήλ ή ο Ηλίας και άλλοι. Το βεβαίωσε και ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητάς του αλλά και σε μας, ότι «ουκ εγήγερται εκ γεννητοίς γυναικών, μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού».
Αδελφοί μου, σύμφωνα με όσα μας λένε οι ιεροί Συναξαριστές, το Άγιο μαρτυρικό σώμα του Τιμίου Προδρόμου, ετάφη απ’ τους μαθητάς του στην πόλη Σεβαστή της Ιουδαίας. Ο Ευαγγελιστής όμως Λουκάς, λίγα χρόνια αργότερα, για ευλογία και χάρη απέκοψε το δεξιό χέρι του Τιμίου Προδρόμου, αυτό με το οποίον άγγιξε, το επαναλαμβάνω, την άχραντη κορυφή του Δεσπότου Χριστού, τη στιγμή της Βαπτίσεως, και το πήρε μαζί του, στην Αντιόχεια της Συρίας, όπου πολλά και μεγάλα θαύματα επιτελούντο. Εγίνοντο θαύματα κάθε μέρα, όπως οι τυφλοί να αναβλέπουν, οι λεπροί να καθαρίζονται, οι παράλυτοι να περπατούν, οι βωβοί να ομιλούν, οι κωφοί να ακούνε, δαιμόνια να εξέρχονται, και να ελευθερώνονται δυστυχισμένες υπάρξεις από την δαιμονοκρατία, ακόμα και θεομηνίες να αποτρέπονται, και πολλά άλλα βέβαια αξιόλογα θαύματα.
Λίγο πριν από το ολοκαύτωμα και την καταστροφή των Ιεροσολύμων, από τον τότε Ρωμαίο στρατηγό Τίτο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα, το 70 μΧ, αναφέρεται και κάποιο άλλο παράδοξο θαύμα, το οποίον θα σας το διηγηθώ περίπου, όπως μας το περιγράφει ο βιογράφος του και Συναξαριστής.
Στα περίχωρα της Αντιοχείας, υπήρξε, - τα άγρια θηρία βέβαια κατέβαιναν μέχρι τα χωριά και τις πόλεις, γνωστό αυτό - , ένα αγριότατο αιμοβόρο θηρίο, που τους χειμωνιάτικους μήνες, καιροφυλακτούσε σε κάποιο τρίστρατο πέρασμα, και κατέτρωγε τους περαστικούς.
Οι ειδωλολάτρες της περιοχής, που είχαν θεοποιήσει αυτό το θηρίο, και δεν ξέραν αν ήταν πάντοτε το ίδιο. Πίστευαν πως θα το εξευμένιζαν, αν του πρόσφεραν το χειμώνα ένα θύμα αγνό και καθαρό, δηλαδή έναν έφηβο νέο, ή μια νεαρά άγαμη κοπέλα. Και το θύμα επελέγετο κατόπιν κληρώσεως ανάμεσα εκεί στους κατοίκους.
Μια χρονιά ο κλήρος έπεσε σε μια νέα κοπέλα, αλλά κατηχουμένη όμως στη χριστιανική πίστη, της οποίας οι γονείς της ήταν ήδη χριστιανοί. Μόλις το πληροφορήθηκε ο πατέρας ότι επελέγη η κόρη του για να ριχθεί στο θηρίο, φωτίστηκε και έτρεξε για βοήθεια στον Τίμιο Πρόδρομο. Έπεσε στα γόνατα όπως είναι φυσικόν, και με πολλά δάκρυα παρακαλούσε τον Άγιο Πρόδρομο να κάμει το θαύμα του, και να σώσει τη μονάκριβη κόρη του.
Στο τέλος, προσκυνώντας το χέρι του Τιμίου Προδρόμου, εντελώς αυθόρμητα σκύβει, δαγκάνει με τα δόντια του, το μεγάλο δάκτυλο, τον αντίχειρα, και το κόβει. Και όπως το κρατούσε μέσα στα δόντια του, στο στόμα του, τρέχει γρήγορα, πολύ γρήγορα προς το μέρος που είχαν οδηγήσει την κόρη του, για να την κατασπαράξει το θηρίο. Ευτυχώς δεν είχε φανεί ακόμα το θηρίο.
Σε λίγο ακούστηκε το φοβερό του μουγκρητό, φαίνεται πως είχε μυριστεί τα θύματά του. Μόλις φάνηκε το θηρίο και είδε έτοιμη τη λεία του, επιτέθηκε αμέσως με φοβερή αγριότητα και με ανοιχτό το στόμα. Αλλ’ ω, του θαύματος των θαυμάτων, ο πατέρας ψυχραιμότατα, ρίπτει το αγιασμένο δάκτυλο του Τιμίου Προδρόμου, μέσα στο ανοικτό στόμα του θηρίου το οποίο πέφτει αμέσως νεκρό, κάτω. Και συγχρόνως ξερνάει και βγάζει ακέραιο το αγιασμένο εκείνο δάκτυλο.
Τότε ο πατέρας μαζί με την κόρη του, πήραν με πολύ ευλάβεια το δάκτυλο, εδόξασαν τον Άγιο Πρόδρομο για το θαύμα, και το επέστρεψαν στη θέση του, εκφράζοντας με πολλούς τρόπους, την ευγνωμοσύνη τους για τη σωτηρία τους. Γρήγορα αυτό το παράδοξο θαύμα έγινε γνωστό, αλλά και στα πολλά χρόνια που ακολούθησαν, διότι το δάκτυλο έμεινε εκεί στην Αντιόχεια για πολλές εκατοντάδες, όπως και πολλά άλλα τα οποία άρχισαν να ακούγονται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, γι’ αυτό και οι βασιλείς και οι άρχοντές της, ήθελαν τη μεταφορά της αχράντου αυτής χειρός.
Αυτό επραγματοποιήθηκε, - είναι ιστορικό το γεγονός, γι’ αυτό τα λέγω όλα αυτά- γύρω στο 960 μΧ, επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Πορφυρογεννήτου, από κάποιο διάκονο Ιώβ, της Εκκλησίας της Αντιοχείας. Η υποδοχή της δεξιάς χειρός του Τιμίου Προδρόμου, ήταν μεγαλοπρεπέστατη και αυτοκρατορική. Και όπως καταλαβαίνετε, η προσκυνηματική προσέλευσις των χριστιανών ήτο κατά χιλιάδες, όχι μόνον από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από τα περίχωρά της. Αυτό το πράγμα γιορτάζουμε μαζί με τη Σύναξη σήμερα. Ιδού λοιπόν τι γιορτάζουμε. Πρώτον την Σύναξη του Τιμίου Προδρόμου, και δεύτερον την ανάμνηση της επιστροφής της τιμίας χειρός του «της αψαμένης την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου» στην Βασιλεύουσα Πόλη.
Ιδού αδελφοί μου ευκαιρίες που μας δίδει η Εκκλησία μας, για να παραδειγματιζόμεθα από τους βίους των Αγίων, για να αποταμιεύουμε γνώσεις Θείας Χάριτος και ευλογίας, για να γιορτάζουμε πάνδημα τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, και δη της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, για να συναντώμεθα, με πνεύμα αληθινής αγάπης, στον ίδιο Ιερό Ναό, στην ίδια Αγία Τράπεζα, στο ίδιο στο κοινό Άγιο Ποτήριο, για να καλλιεργούμε από κοινού, τη μετάνοια, την ταπεινοφροσύνη, τη θέρμη της πίστεως, τη βεβαιωμένη ελπίδα της σωτηρίας, την ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον και γενικά βέβαια τους πνευματικούς ασκητικούς αγώνες με την κατά δύναμιν νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια και υπομονή.
Και είθε χριστιανοί μου σε όλα αυτά, να μας ενισχύουν
οι πρεσβείες του Τιμίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Αγίου Ιωάννου,
Αμήν.
Πηγή: Αναβάσεις
Φάνηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί τόν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καί καταπάτησε γιά πάντα τόν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἅγιασε τίς πηγές τῶν ὑδάτων καί φώτισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα μίχθηκαν μέ μεγαλύτερα θαύματα. Σήμερα, ἀπό τή χαρά πού ἔφερε ὁ Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί ἀπ᾿ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινή γιορτή ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπό ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτιᾶς. Γιατί κείνη τήν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθώς βάσταζε πάνω της στήν ἀγκαλιά τῆς φάτνης τόν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορτάζουμε τά Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καί ἡ θάλασσα. Καί εὐφραίνεται γιατί διά μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαβαίνει μέρος καί αὐτή στήν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.
Στήν γιορτή τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεός φάνηκε βρέφος μικρό, νιογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τή δική μας νηπιότητα. Σήμερα ὅμως τόν βλέπουμε τέλειο ἄνθρωπο, τέλειο Υἱό, ἀπό τέλειο Πατέρα γεννημένον. Ἐκεῖ φανέρωσε τό θεῖο βρέφος τό ἀστέρι πού ἀνέτειλε ἀπό τήν ἀνατολή, καί ἐδῶ ὁμολογεῖ γι᾿ Αὐτόν ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεός Πατέρας, ἀπό τόν Ὁποῖον γεννήθηκε πρό τῶν αἰώνων. Ἐκεῖ Τοῦ πρόσφεραν -ὡσάν σέ βασιλιά- δῶρα οἱ Μάγοι, πού πεζοπόρησαν ἀπό τήν ἀνατολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό φερμένοι Τοῦ πρόσφεραν τή διακονία πού πρέπει μόνο σέ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στά σπάργανα καί ἐδῶ λύνει μέ τό βάπτισμα τίς σειρές τῶν παραπτωμάτων καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σάν βασιλική ἀλουργίδα τόν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγή τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρα τά ποταμίσια κύματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ἰδεῖτε παράδοξα θαύματα.
Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λούζεται στοῦ Ἰορδάνη τά νερά. Ἡ φωτιά βουτάει καί σμίγει μέ τά νερά. Καί ὁ Θεός ἀπ̉ ἄνθρωπο ἁγιάζεται. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καί ἀνυμνεῖ:
«Εὐλογημένος νά ̉σαι Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου!!» Σύ πού ἔρχεσαι διά τῆς Προνοίας Σου μέσα ἀπ᾿ ὅλα τά κτίσματά Σου. Σύ πού συντηρεῖς τό ὕψος τοῦ στερεώματος καί ἔντεχνα ὁδηγεῖς σάν ἥμερο ἄλογο μέ χαλινάρι τήν τροχιά τοῦ Ἥλιου. Σύ πού βάζεις σέ τάξη χωρίς διόλου ν᾿ ἀνακατεύονται τά πλήθη τῶν ἀστέρων καί μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιά νά ἀναπνέουμε ἀσταμάτητα ζωή. Σύ πού ζεσταίνεις καί ζωογονεῖς τή μάννα γῆ ὥστε νά μᾶς χαρίζει τούς καρπούς της ὁλοχρονίς. Σύ πού δαμάζεις καί σταματᾶς τή πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντάς την ὁλοτρόγυρα μ᾿ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπό ἀμμοχάλικο. Σύ πού σπρώχνεις τά νερά ἀπό τῆς γῆς τά σπλάχνα καί φτιάχνεις τίς πηγές. Σύ πού καθοδηγεῖς τίς ποταμίσιες ὄχθες νά πορεύονται χωρίς χαμό καί περιπλάνηση ὡς τή θάλασσα. Τοῦτα ὅλα τά θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καί ἀπό τά κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
— Πές μας λοιπόν, Ποιός εἶν᾿ Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;
— Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ᾿ ἀνθρώπινη μορφή. Ἀλλά δέν τό λέει αὐτό μόνον ὁ προφήτης Δαυΐδ. Τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού συμφωνεῖ μαζί του καί διδάσκει: «Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄνθρωπο καί μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικούς ἀλλά ὅλους μας. Σ᾿ ὅλους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες χαρίζει μέ τό βάπτισμα τή σωτηρία καί ὑποδείχνει τό σωτήριο αὐτό λουτρό σάν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεάν σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού τό ζητάει. Ἐλᾶτε νά δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολύ μεγαλύτερον καί δυνατότερον ἀπ᾿ ἐκεῖνον πού γίνηκε τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ τό νερό ἔπνιξε τούς ἀνθρώπους καί ἐδῶ τό νερό τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε.
Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτό στέρεα ἀπό ξύλα καί ἐδῶ ὁ Χριστός ὁ νοητός Νῶε, προσέλαβε ἀπό τήν ἄφθορο παρθένο Μαρία τήν κιβωτό τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τήν κιβωτό ἐξωτερικά μέ ἄσφαλτο πίσσα. Ἐδῶ ὁ Χριστός δυνάμωσε καί περιφρούρησε τήν κιβωτό τοῦ σώματος μέ τό χρῖσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερά πού βάσταζε κλαδί ἐληᾶς προμήνυσε τήν εὐωδιά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τή μορφή ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καί σ᾿ ὅλους φανέρωσε τόν ἐλεήμονα Κύριο. Ἀλλά μέ καταπλήττει ἡ ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δέν ἀρκέστηκε, Αὐτός ὁ γεννημένος τέλειος Υἱός ἀπό τέλειο Πατέρα, νά γεννηθῆ καί ἐπί γῆς τέλειο βρέφος ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας.
Δέν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι σύνθρονος μέ τόν Θεό Πατέρα νά λάβει τή μορφή τοῦ δούλου ἀλλά καί σάν τόν τελευταῖο ἁμαρτωλό προσέρχεται νά βαπτισθεῖ. Ἀλλά ἄς μή γίνει ἡ κοινή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο γι᾿ αὐτούς πού τούτη τήν ὥρα μέ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστός ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχικό καθαρισμό, ἀλλά γιά νά οἰκονομήσει μέ δυό τρόπους τό συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καί μέ τό νερό νά μᾶς δωρήσει τήν ἁγιαστική χάρη καί νά προτρέψει τόν καθένα μας νά βαπτιστεῖ. Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Γαλιλαία στόν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ̉ αὐτόν. Τό τί συνέβηκε τότε ἀδερφοί μου δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καί ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς.
Χάνεται ἡ λαλιά μή τολμώντας νά ἐξιστορίσει τά ἀνέκφραστα. Γι‹ αὐτό λοιπόν καί ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τόν Δεσπότη μας Χριστό νά τόν πλησιάζει, μέ πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά:
— Γιατί βιάζει ἐμένα τόν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Δέν εἶμαι ἐγώ σέ θέση νά ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νά τολμήσω νά Σέ βαπτίσω; Πότε συνέβηκε νά καθαριστεῖ ἡ φωτιά ἀπό τό ξερό χορτάρι; Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τήν πηγή; Πῶς νά βαπτίσω Ἐσένα τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος γιά τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νά Σέ βαπτίσω Δέσποτά μου; Δέν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δέν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δέν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἄν καί ἔκλινες οὐρανούς καί κατέβηκες, τίποτα ἀπό τά θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν παρέβηκες.
– Τί κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ᾿ ἀναγκάζεις νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Ποτέ καί τίποτα δέν τόλμησα νά κάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅσα παροργίζουν τήν ἀγαθωσύνη Σου. Σάν δουλικό πιστό γεμάτο ἀγάπη καί σεβασμό γιά τόν ἀφέντη του πρότρεξα καί ἐμήνυσα στόν κόσμο τήν παρουσία Σου. Ἐνῶ βρισκόμουνα ἀκόμη μέσ᾿ τήν κοιλιά τῆς μάννας μου, δανείστηκα τήν γλώσσα της καί Θεό τοῦ κόσμου Σέ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νά Σέ δεχθοῦν, νά Σ᾿ ἀπαντήσουν. Πές μου λοιπόν Κύριέ μου, πῶς θ᾿ ἀνεχθεῖ νά δεῖ ὁ ἥλιος τόν Παντοκράτορα Θεό ἔτσι νά ἐξευτελίζεται ἀπό τήν τόλμη ἑνός δούλου Του καί δέν θά ρίξει καυτερές φωτοβολίδες νά μέ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τούς καιρούς τούς ἄσωτους Σοδομίτες; Πῶς θά ἀντέξει ἡ γῆ νά δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τούς ἀγγέλους, ἀπέριττα νά βαπτίζεται ἀπό χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καί δέν θ᾿ ἀνοίξει τά σπλάχνα της γιά νά μέ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τόν Ἀβειρών καί τόν Δαθάν; Πῶς νά βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δέν μολύνθηκες ἀπό τής φυσικῆς γέννησης τό λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ χιλιολερωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος νά ἁγνίσω τόν Θεό; Θεό ἀναμάρτητο; Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα καί Σύ ἔρχεσαι σέ μένα; Μ᾿ ἔστειλες νά βαπτίζω, Κύριέ μου, καί δέν παράκουσα τήν ἐντολή Σου. Πρότρεπα ὅλους πρός τό βάπτισμα καί τούς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τίς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτός πού ἔρχεται πίσω μου δέν εἶναι βλοσυρός καί αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθός καί Υἱός Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δέν φέρεται γιά λίγο μονάχα μ᾿ ἀγαθωσύνη καί ὕστερα νά ἀλλάζει διάθεση γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἀλλά τό ἔλεός Του μένει εἰς τόν αἰώνα. Καί ἐπειδή τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γι᾿ αὐτό καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί διέλυσε τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος Τσοπάνης καί ἔδιωξε ἀπό τό κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τούς λύκους τοῦ διαβόλου. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός καί χάρισε μέ τό βάπτισμα τήν υἱοθεσία στούς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί μέ τό θάνατό Του θανάτωσε τόν θάνατο ὡς ἀθάνατος καί ἀξίωσε νά ζήσουν ζωή ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πέσει στή φθορά καί στό θάνατο.
Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεός Πατέρας ἀγαλώμενος μέ τήν ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί μέ βροντερή φωνή ξεχειλισμένη ἀπό αἰσθήματα πού πλημμυρίζουνε μιά πατρική καρδιά, ἀνακράζει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Καί γιά νά μήν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα -ἄν εἶναι δηλαδή Υἱός ὁ Βαπτιστής ἤ ὁ Χριστός- ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, σάν ἄσπρο περιστέρι καί δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτιζόταν καί πού ὁ Θεός Πατέρας τόν μαρτυροῦσε στούς ἀνθρώπους σάν μονογενή Υἱό Του. Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, τό κράτος, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση σήμερα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Στά πλαίσια τῶν Φιλολογικῶν καί Θεολογικῶν μαθημάτων τῆς Ἑστίας Πατερικῶν Μελετῶν, τήν Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου καί ὥρα 19:00 στήν αἴθουσα ἐκδηλώσεων τοῦ Δημαρχείου Ἀμαρουσίου πραγματοποιήθηκε ὁμιλία ἀπό τόν φιλόλογο κ. Κων/νο Γανωτῆ μέ θέμα: «Ὁ ἰαμβικός κανόνας τῶν Χριστουγέννων».
Πηγή: Εστία Πατερικών Μελετών
«Επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τιτ. β΄ 11-13).
Όσοι πιστοί πανηγυρίζουμε θεοπρεπώς και εφέτος τα άγια Χριστούγεννα του Κυρίου μας. Χαιρόμαστε, διότι η Χάρις του Θεού φανερώθηκε στον κόσμο μας στο πρόσωπο του «μορφήν δούλου» λαβόντος και νηπιάσαντος Θεού Λόγου και κατέλυσε το σκότος της αμαρτίας και του διαβόλου. Χαιρόμαστε και πανηγυρίζουμε την «εν Χριστώ» σωτηρία μας.
Όμως, κατά τον λόγο του Κυρίου μας, αν και «το φως (ο Χριστός) ήλθε στον κόσμο», «οι άνθρωποι αγάπησαν περισσότερο το σκότος παρά το φως, γιατί τα έργα τους ήσαν πονηρά» (πρβλ. Ιω. γ΄ 19).
Εφέτος την χαρά μας έρχεται να σκιάση το ψηφισθέν επαίσχυντο νομοσχέδιο, το λεγόμενο «Σύμφωνο συμβίωσης των ομοφιλοφύλων», με απλά λόγια η «νομιμοποίησις της ανομίας».
Αυτή η νομιμοποίησις της ανομίας, η νομιμοποίησις της αμαρτίας είναι η αποκορύφωσις της αποστασίας μας από τον Θεό.
Ο νόμος του Θεού περιφρονείται. Ο νόμος του Θεού εκδιώκεται. Και εν τέλει θεωρείται παράνομος.
Ο Θεός, μας λένε οι άγιοι Πατέρες, κρύπτεται μέσα στις εντολές Του, μέσα στον Νόμο Του. Όταν εκδιώκουμε τον Νόμο του Θεού από την ζωή μας, εκδιώκουμε τον ίδιο τον Θεό. Εκδιώκουμε την Αγάπη, εκδιώκουμε την Ειρήνη, εκδιώκουμε την ίδια την Ζωή.
Έτσι μένουμε νεκροί πνευματικά, και εντός ολίγου η δυσωδία της αποσυνθέσεως της νεκρής πνευματικά ζωής μας γίνεται αποπνικτική.
Έλεγε ο μακαριστός και διαπρεπής λόγιος ζωγράφος Φώτης Κόντογλου: «Τον σημερινόν άνθρωπο, που δεν πιστεύει σε τίποτα, θαρρείς πως τον έπιασε μιά εωσφορική μανία να συντρίψει τα πάντα, για να γυρίσει ο κόσμος στο χάος απ’ όπου εβγήκε… τώρα ο άνθρωπος δεν παραδέχεται ούτε Θεό, ούτε τάξη στον κόσμο, ούτε σκοπό κανέναν και θέλει να βυθιστεί στο έρεβος της ανυπαρξίας» (Φ. Κόντογλου, «Το φρέαρ της αβύσσου», εν Ευλογημένο καταφύγιο, σελ. 224-225).
Ποιος λοιπόν μπορεί να μας λυτρώση από αυτό το σκότος, από αυτή την δυσωδία, από αυτή την σήψι, που όλο και πιό πολύ μας πνίγει;
Μόνον ο ίδιος ο Θεός. Αυτός, που εμείς αποστρεφόμαστε και συστηματικά και με πείσμα και μίσος τον διώχνουμε από την ζωή μας.
Από εμάς δεν ζητάει τίποτε άλλο ο Θεός παρά να μετανοούμε. Ζητάει την μετάνοιά μας. «Ήγγικεν η Βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω» (Μαρ. α΄ 15). Να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως, να αλλάξουμε τρόπο ζωής.
Τα νομοσχέδια αλλάζουν, όταν εμείς θα αλλάξουμε. Η μετάνοια είναι το αντίδοτο και το αντίβαρο σε όλη αυτή την αποστασία, σε όλη αυτή την πνευματική σήψι. Η οδός της αγιότητος είναι το αντίβαρο στην αποστασία.
Ο ίδιος ο Θεός μας έδειξε τον δρόμο. Ήλθε στην γη, έγινε άνθρωπος, έζησε μαζί μας, έπαθε, απέθανε, και την τρίτη ημέρα ανέστη εκ νεκρών για την σωτηρία μας, «ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν» (Α΄ Πετ. β΄ 21), δείχνοντάς μας δηλαδή με την παναγία ζωή Του τον δρόμο που οδηγεί στην Αγάπη, που οδηγεί στην Ζωή την αιώνιο.
Αυτόν τον δρόμο καλούμαστε και εμείς να ακολουθήσουμε.
Αυτόν τον δρόμο ακολούθησαν οι Άγιοι της Πίστεώς μας.
Ας «προευτρεπίσωμε», λοιπόν, τον «έσω άνθρωπον», για να υποδεχθή τον Λυτρωτή μας, που μας εξαγόρασε από την αμαρτία και μας έκανε «καινόν άνθρωπον», καινούριο άνθρωπο (Εφ. δ΄ 24). Ας «ευτρεπίσωμε το σπήλαιο» της ψυχής μας αρνούμενοι «την ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες» και κάθε μολυσμό «σαρκός και πνεύματος», για να το προσφέρωμε έτσι στον Κύριό μας.
Ο Κύριος ετέχθη και επλήρωσε τα σύμπαντα με την θεϊκή Του ευωδία. Ας τρέξουμε οπίσω Του με την σύμφωνη με τις εντολές Του ζωή μας.
Μετά πολλής εν Κυρίω αγάπης και ευχών
Άγια Χριστούγεννα 2015
Ο Καθηγούμενος της εν Αγίω Όρει
Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου
Αρχιμ. Χριστοφόρος
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Η παρακάτω επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1925 και απευθυνόταν στους μικρούς αναγνώστες της Διάπλασης των παίδων, περιοδικού που διεύθυνε με επιτυχία για 50 χρόνια (1896-1944, 1946-1948). O Ζακυνθινός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας αναπολεί, με νοσταλγία αλλά και χιούμορ, τα παιδικά του χρόνια και την οικογενειακή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, σε συνδυασμό με τα έθιμα και τις παραδοσιακές συνήθειες του τόπου του.
.
Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925
Αγαπητοί μου,
Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα… την Πρωτοχρονιά. Πώς; Ακολουθούσα κανένα δικό μου καλαντάρι*, ή είχα προσηλυτισθεί σε καμιά αίρεση;… Τίποτ’ απ’ αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς… κουλούρα.
Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή* κάποια κουλούρα.
Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής, -αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα,* σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ’ αυτήν; Και πού να ‘βρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;
– Χριστούγεννα αύριο, μου ‘λεγαν. Και του χρόνου!
– Πού είναι τα; Απαντούσα. Δεν τα βλέπω!…
Και δεν τα ‘βλεπα πραγματικώς. Ή, να πω καλύτερα, τα ‘βλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα – τα ‘βλεπα εκεί κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και -αλίμονο!- με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή… Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαψαν τα μάτια μου, έκλαψε όμως η ψυχή μου, – ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται…
Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, -ε, φυσικά, τι κι αν έλειπα; Δεν είχα κιόλα πεθάνει!- και, μαζί μ’ ένα χριστόψωμο κι ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλά αργούσε. Δεν είχε εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για δέματα.
(Αχ, κι αυτός ο Έδισσον! Τι κάνει;…) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και το ‘τρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.
Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή. Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω… κατόπιν εορτής.
Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καημένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον… Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν’ αφήσει, να ξεσυνηθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ’ ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το αντίθετο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου. Και η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά… τα Θεοφάνεια.
Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά μητέρα μου.
– Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα!
– Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.
Πραγματικώς, παράγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε. Αλλά θα το πιστέψετε; Δε μ’ ενθουσίασε καθόλου! «Πού το τσουρέκι μας; Έλεγα. Αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από καθετί και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν το ‘χα, δε μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνηθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ’ ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά…
Μη δεν ήταν το ίδιο;
Όχι, το ίδιο ήταν απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος… Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνηθίσει τα πράματα της πατρίδας μου και είχα συνηθίσει τ’ αθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι ακόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ’ έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ’ το καλύτερο τσουρέκι. Αλλά όταν, με τον καιρό, λιγόστεψε κι έσβησε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα εγκλιματιστεί* πια Αθηναίος. Κι ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα από το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει να ‘ναι Ζακυθινός, και να μένει στη Ζάκυθο.
Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και το μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι, ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο* με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολύμπιων Θεών. Δε θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός -ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;- όταν πέτυχε μια φορά κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκενος τον δοκίμασε μ’ ένα μεγάλο μορφασμό.
– Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
– Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!
Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;… Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες* δε συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να το ‘κανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι’ αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατιρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα Ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη -στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως- που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει… τ’ ωραίο χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!
Σας ασπάζομαι
Φαίδων
Γ. Ξενόπουλος, Αθηναϊκές επιστολές,
Αδελφοί Βλάσση
****
*καλαντάρι: ημερολόγιο * πομπή: τελετή * ζαφουράνα: ζαφορά, κρόκος, είδος φυτού που καλλιεργείται για τις χρωστικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες * είχα εγκλιματιστεί: είχα συνηθίσει στο νέο τρόπο ζωής * εφάμιλλο: ισοδύναμο, ισάξιο * Λάκαινες: Σπαρτιάτισσες
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β Γυμνασίου)
Πηγή: Ψηφιακό Σχολείο, Αβέρωφ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο.Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ’ ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι.
Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι’ ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ’ οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα.
Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ’ εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ’ Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ’ οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι’ ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ’ ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ’ ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ’ ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος.
Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ’ ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι’ ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ’ ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι’ ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ.
Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ’ ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ’ ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι’ ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ’ ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ’ ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε.
Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ’ ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ’ ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι’ ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι’ ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.
Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι’ ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».
Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι’ ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ’ ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του.
Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ’ ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε.
Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ’ ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ’ ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ’ ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ’ ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου;
Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη.
Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ’ ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. «Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι’ ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι’ ἄνοιγε τὰ μάτια του κ’ ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος.
Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ’ ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ’ ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ’ ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί.
Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ’ ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ’ ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».
Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι’ ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι’ οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου».
Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους.
Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ’ ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια».
«Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ’ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες.
Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ’ ἄλογο, κι’ ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ’ ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ’ ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα.
Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ’ ἄγρια τὰ κύματα, κ’ ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25».
Κι’ ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».
Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;»
Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι’ ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;»
Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ’ ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».
Σημειώσεις
1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.
Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949
Πηγή: Myriobiblos, Αβέρωφ
Καλῶς καὶ ὠφελίμως οἱ προλαβόντες ἱερεῖς καὶ τὴν ἡμέραν ἐγκωμιάσαντες, τὸν δεσπότην τῆς ἡμέρας ἐδόξασαν καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀκροατὰς πνευματικῶς ᾠκοδόμησαν.
Ἐχρῆν μὲν ἡμᾶς τοὺς ἀμαθεῖς σιωπᾶν, ἐπειδὴ μάλιστα καὶ ἡ σὰρξ ἀσθενὴς καὶ ἡ γλῶσσα τραυλὴ καὶ ἡ διάνοια ῥᾳθυμοτέρα καθέστηκεν.
Ἀναγκαζόμεθα δι’ ὑμᾶς τοὺς ἀκροατὰς τὸν εὐτελέστατον ἡμῶν λόγον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ προβάλλεσθαι, ἵνα καὶ τὴν ἡμέραν ἐγκωμιάσωμεν καὶ ὑμᾶς εἰς ζῆλον θεοσεβείας προκαλεσώμεθα.
Σήμερον Χριστὸς ἐτέχθηκαὶ κόσμος ἐφωτίσθη·
Σήμερον Χριστὸς ἐν φάτνῃ καὶ διάβολος ἐνεπαίχθη·
Σήμερον Πέρσαι καὶ πάντα τὰ ἔθνη διὰ τοῦ ἀστέρος εὐαγγελίζονται,
Ἡρώδης δὲ καὶ ἡ συναγωγὴ διὰ τῶν μάγων θορυβοῦνται·
Σήμερον Ἰωσὴφ καὶ Μαρία καὶ Χριστὸς ἐν τῷ σπηλαίῳ, ὡς Ἀβραὰμ καὶ Σάρρα καὶ Ἰσαὰκ ἐν τῇ σκηνῇ,
Ἡρώδης δὲ καὶ ἡ συναγωγή, ὡς Ἄγαρ καὶ Ἰσμαὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Σήμερον Ἡρώδης μαίνεται καὶ μάγοι ἀγάλλονται· ἐκεῖνοι τὰ δῶρα καὶ οὗτος τὸ ξίφος· τοῖς μάγοις ὁ ἀστὴρ ὁδὸς εἰς σωτηρίαν, τῷ Ἡρώδῃ οἱ ἀρχιερεῖς ὁδὸς εἰς φόνον· τὰ ἔθνη τὰ βάρβαρα χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν καὶ οἱ νομομαθεῖς Ἰουδαῖοι ξύλον καὶ ἥλους καὶ λόγχην· ἱππεῖς καὶ τοξόται ἄνδρες τούτων καταφρονήσαντες, τὰ δῶρα λαβόντες, τῷ ἀστέρι ἠκολούθησαν· καὶ οἱ τὸν νόμον καὶ τοὺς προφήτας ἀναγινώσκοντες, τούτων καταφρονήσαντες, τὸν δεσπότην τούτων ἐσταύρωσαν·
Εκεῖνοι τὸν ἐν σπαργάνοις ἐσφιγμένον τιμῶσιν· οὗτοι δὲ τὸν ἐν σημείοις καὶ τέρασι ἀθετοῦσιν.
Ἐκεῖνοι τὸν ἀστέρα ἰδόντες, ἀπὸ ἀπιστίας εἰς πίστιν μετῆλθον· οὗτοι δὲ τὸν σωτῆρα ἰδόντες, ἀπὸ θεοσεβείας εἰς ἀσέβειαν ἐτράπησαν.
Ἐκεῖνοι τοὺς θεοὺς αὐτῶν καταλείψαντες, αὐτὸν τὸν Χριστὸν περιέρχονται ζητοῦντες· οὗτοι δὲ τὸν Χριστὸν καταλείψαντες, τὸν Βαραββᾶν ἔχειν οἱ ἄθλιοι αἰτοῦνται.
Σήμερον τὰ ἔθνη ὡς ἀρνία σκιρτῶσιν, ἔχοντες τὸν Χριστὸν μεθ’ ἑαυτῶν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ὡς κηρίον τήκονται, τὸν ἀντίχριστον ἐκδεχόμενοι.
Ὅτι δὲ ἀντίχριστον δέχονται οἱ Ἰουδαῖοι, μάρτυς ὁ Χριστός· ἐὰν γάρ, φησίν, ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ἰδίῳ ὀνόματι, ἐκεῖνον λήψονται.
Σήμερον αἱ ἐκκλησίαι τῶν ὀρθοδόξων καθάπερ λειμῶνες ῥόδων καὶ κρίνων καὶ ἴων τὴν πνευματικὴν αὐτῶν εὐωδίαν τῷ θεῷ ἀναπέμπουσιν.
Αἱ δὲ τῶν αἱρετικῶν παρασυνάξεις, καθάπερ σκοτεινόχροα ἄνθη, ἀντὶ εὐωδίας δυσωδίαν οἱ ἄθλιοι πνέουσιν.
Σήμερον ὁ θεὸς λόγος δι’ ἡμᾶς ἄνθρωπος ἐγένετο, καὶ ὁ θνητὸς ἄνθρωπος ἀθάνατος κατὰ χάριν γεγένηται.
Σήμερον Μαρία ἔτεκε καὶ κόσμος ἐφωτίσθη, ἐκείνη ἐν τῷ σπηλαίῳ καὶ ἡ οἰκουμένη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
Τίς δὲ ἦν χρεία τῆς ἐκ Μαρίας γεννήσεως· ἵνα ἡμεῖς τῷ ὁμοιοπαθεῖ προσελθόντες ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν.
Γεννᾶται Χριστὸς ἐκ Μαρίας, ἵνα τοὺς ἀποστόλους ἐκλέξηται ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς θεραπεύσῃ, ἵνα τοὺς νεκροὺς ἐγείρῃ, ἵνα τοὺς λεπροὺς καθαρίσῃ, ἵνα τοὺς ἐνεργουμένους ἐλευθερώσῃ.
Γεννᾶται ἐκ Μαρίας, ἵνα τὰ ἔθνη φωτίσῃ, ἵνα τοὺς Ἰουδαίους διδάξῃ, ἵνα τὸ βάπτισμα ἀνοίξῃ, ἵνα τὸν προδότην ἐλέγξῃ, ἵνα Ζακχαῖον καλέσῃ, ἵνα τὸν Ναθαναὴλ μακαρίσῃ.
Γεννᾶται ἐκ Μαρίας, ἵνα τὸν ἀπατήσαντα τὴν Εὔαν ὄφιν ἀποκτείνῃ, ἵνα τὸν Ἀδὰμ διὰ τοῦ λῃστοῦ εἰς τὸν παράδεισον εἰσαγάγῃ, ἵνα τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ τὸ αἷμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ἡμῖν χαρίσηται.
Τίνος δὲ ἕνεκεν μορφὴν δούλου ἀνέλαβεν; ἵνα καὶ οἱ δοῦλοι προσελθόντες αὐτῷ ἐλευθερωθῶσιν, … ἵνα τὸ θυσιαστήριον πήξῃ.
Διὰ τί δὲ ἐταπείνωσεν ἑαυτόν; ἐπειδὴ ἡμεῖς οὐκ υνάμεθα προσεγγίσαι τῇ ἀκράτῳ αὐτοῦ θεότητι.
Καὶ γὰρ οἱ σοφοὶ τῶν θηρευτῶν τοῦτο ποιοῦσι· ὁ βουλόμενος στρουθίον θηρεῦσαι, στρουθίον προβάλλεται· ὁ βουλόμενος πέρδικα θηρεῦσαι, πέρδικα προβάλλεται· ὁ βουλόμενος περιστερὰν θηρεῦσαι, περιστερὰν προβάλλεται, ἵνα τὸ ὅμοιον διὰ τοῦ ὁμοίου θηρευθῇ.
Οὕτως καὶ ὁ Χριστὸς ἐποίησεν· τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐσαγήνευσεν, τὸν διάβολον διὰ τῆς
ταπεινοφροσύνης κατεπάτησεν, τὸν Σατανᾶν διὰ τῆς ἀνοχῆς αὐτοῦ ἐσκύλευσεν, καὶ τοῖς τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φυλάττουσι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἡτοίμασεν.
Σήμερον ἄγγελοι δοξολογοῦσι καὶ ἄνθρωποι προσκυνοῦσι καὶ νεκροὶ ἱκετεύουσιν.
Σήμερον τρεῖς τά εις δῶρα αὐτῷ προσφέρουσιν· τὸν χρυσὸν ὡς βασιλεῖ ἄνθρωποι, λίβανον ὡς θεῷ ἄγγελοι, σμύρναν νεκροὶ ὡς «διὰ τῶν νεκρῶν».
Διάφορα εἴδη προσφέρουσιν, ἐπειδὴ γένη διάφορα τὴν προσκύνησιν αὐτῷ σήμερον ἄγουσιν.
Δεῦτε οὖν ὅσοι τῶν ἐμῶν λόγων ἀκροαταὶ τυγχάνετε, χριστιανικῶς ἑορτάσωμεν σήμερον.
Πῶς ἔσται τοῦτο; μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδώσωμεν, ὅτι γέγραπται ἐν παροιμίαις· ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
Μὴ αἴτιος σκανδάλου γίνου, ὅτι λέγει ἐν εὐαγγελίοις ὁ κύριος· ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ὅστις σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ῥιφῇ εἰς τὴν θάλασσαν.
Μετάδος τῷ δεομένῳ στέγης, σκέπης, σιτίων, ὁ ὑπὲρ τὴν χρείαν τούτοις χρώμενος· ὅτι πάλιν φησὶν ὁ κύριος· μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
Μὴ μέγα φρόνει· ὁ γὰρ δοκῶν τι εἶναι μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ.
Τοὺς ἱερεῖ ςὑμῶν πολλῆς τιμῆς καὶ δορ υφορίας ἀξιώσατε·
Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες.
Ἀπέχεσθε πορνείας καὶ πνικτοῦ καὶ αἵματος.
Ἐπικατάρατος γὰρ ἐναντίον κυρίου ὁ ἐσθίων αἷμα ἢ πνικτὸν ἢ θηριάλωτον ἢ πετεινόθνητον ἢ θηράθνητον ἐν παγίδι τεθνηκός· καὶ ἐξολο θρευθῇ ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ.
Τὴν συνήθειαν τῶν ὅρκων ἐκκόψατε, τὸν γεννηθέντα Χριστὸν δοξάζοντες, ὅτι αὐτῷ πρέπει τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: (ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ, Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας (σ.Π/Β: η αυθεντική πηγή στάθηκε αδύνατο να βρεθεί και χρησιμοποιήθηκε η αναδημοσίευση από το ΕΥΔΡΟΜΟΥΝΤΩΝ ΑΛΕΙΠΤΗΣ.), Αβέρωφ
Πρωτ. Ἀριθμ. Διεκπ. |
Χριστούγεννα 2015 |
Πρὸς
Τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ΧΡΟΝΙΑ σας ΠΟΛΛΑ!
Τί μεγάλη ἡ σημερινή μέρα! Πόσο συγκλονιστικὸ πραγματικὰ τὸ νόημά της! Ἀφοῦ ἑτοιμάσαμε καὶ προευτρεπίσαμε τὶς καρδιές μας, τώρα ζοῦμε τὴ μεγάλη χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μιὰ γραφικὴ περιγραφή, μιὰ ὄμορφη ἱστοριούλα. Ὁ Κύριος γεννᾶται γιὰ τὴ σωτηρία μας θαυμαστῶς, «ἐκ Παρθένου». Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, παίρνει μορφὴ ὑλική, ὁ ἀόρατος φαίνεται, ὁ ἄναρχος γεννιέται, ὁ ἄχρονος εἰσέρχεται στὸν χρόνο. Μέσα στὸ φτωχὸ καὶ ταπεινὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ κρύβεται τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος, ὁ παντέλειος Θεός. Ποιά μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση! Ποιό σημαντικότερο γεγονός γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά!
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀρχίζει μὲ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἡ Καινὴ Διαθήκη ξεκινᾶ μὲ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, μὲ τὴν ἀναδημιουργία καὶ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὥστε νὰ ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του ἐπὶ τῆς γῆς, νὰ ἐκπληρωθεῖ ὁ προορισμὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Σήμερα πραγματώνεται ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ, σήμερα ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποκτᾶ τὴ δόξα τῆς ἀλήθειας της, σήμερα ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, σήμερα ἑρμηνεύεται ἡ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλάση καὶ δημιουργία μας, σήμερα «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν» τῆς κατασκευῆς μας ἀναβαθμίζεται σὲ προοπτικὴ «κοινωνίας θείας φύσεως» γιὰ ὅλους μας. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πλάσμα Θεοῦ γίνεται μεθεκτὸς Θεοῦ. Σήμερα ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν πρόκληση τῆς σημερινῆς κοσμικῆς ἀνθρωπολογίας. Τὸ μήνυμα τῶν Χριστουγέννων εἶναι σίγουρα πιὸ ἐπίκαιρο παρὰ ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σύγχρονη ἀντίληψη καὶ πρακτικὴ ἀγωνίζεται λυσσαλέα νὰ τὸ διαγράψει καὶ νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Ἀπὸ ἐτῶν ὑπερτονίζεται ὁ κοσμικὸς ἑορτασμὸς εἰς βάρος τῆς θρησκευτικῆς ἑορτῆς. Τὰ δεντράκια, τὰ ἀστεράκια, τὰ λαμπιόνια, τὰ δῶρα, τὰ γλυκίσματα σταδιακὰ ἀντικατέστησαν τὸ θρησκευτικὸ χρῶμα τῶν Χριστουγέννων. Τὰ παραδοσιακὰ κάλαντα μὲ τὸ ὄμορφο θρησκευτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ περιεχόμενο ἔδωσαν τὴ θέση τους σὲ ἐπίκαιρα τραγουδάκια γυμνὰ ἀπὸ ἔμπνευση, στεγνὰ ἀπὸ ζωή, ἐντελῶς ἀποξενωμένα ἀπὸ κάθε πνευματικὸ νόημα. Ἡ Παρθένος Μαρία ἔμεινε μόνον Μαρία. Ὁ Χριστὸς καὶ ὡς λέξη συστηματικὰ ἄρχισε νὰ συρρικνώνεται, σταδιακὰ νὰ ξεθωριάζει καὶ ἐπιμελῶς νὰ περιθωριοποιεῖται. Ἤδη ὁ κόσμος γιορτάζει Χριστούγεννα χωρὶς πίστη, δίχως πνεῦμα, δίχως νόημα, χωρὶς Χριστό. Ἴσως ἡ πραγματικὴ κρίση νὰ εἶναι ὅτι χάσαμε τὰ Χριστούγεννα.
Ἱερὲς ἔννοιες ὅπως ζωή, ψυχή, ἠθική, φύλο ἔχουν πλέον προσλάβει παραμορφωμένη σημασία. Ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖται τύχη, ἡ ψυχὴ ἑρμηνεύεται ὡς βιοχημικὴ διεργασία, ἡ ἠθικὴ ἔχει καταντήσει δεοντολογικὸ κατασκεύασμα, ἡ ἐπιστήμη ἐπιστρατεύεται γιὰ νὰ συμπιέσει τὸν θεόμορφο ἄνθρωπο σὲ βιολογικὴ μηχανή. Ἡ ἱερὴ παρακαταθήκη τοῦ ἀνδρικοῦ ἢ γυναικείου φύλου ἐκφυλίζεται σὲ ἐπιλογὴ ἡδονικοῦ προσανατολισμοῦ. Ὁ γάμος ἐξισώνεται μὲ ἕνα σύμφωνο συμβίωσης. Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ πέρασμα στὴν αἰωνιότητα ἀλλὰ ἐπιστροφὴ στὴν ἀνυπαρξία. Ἡ τιμὴ τῆς ταφῆς τοῦ νεκροῦ σώματος ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν μηδενισμὸ τῆς βίαιας ἀποτέφρωσης καὶ ἡ εὐλογία τῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας ἀπὸ κάτι ποὺ βαφτίζεται πολιτικὴ κηδεία. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καταντήσει ἕνα ἐπίπεδο ὑλικὸ ὂν στερημένο πνεύματος, προοπτικῆς καὶ ἀξίας. Πρὶν πεθάνει, ἡ ἀθεΐα τοῦ ἔχει ἤδη ρουφήξει τὴ ζωή.
Ἡ ἀθεϊστικὴ ἀντίληψη ἐπαγγέλλεται τὴν εἰρήνη καὶ σπέρνει παντοῦ πολέμους. Μιλάει γιὰ ἀξίες καὶ καλλιεργεῖ ἐμπάθειες καὶ διαστροφές. Ὑποστηρίζει τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ προκαλεῖ πρωτοφανῆ μεταναστευτικὰ κύματα. Ἔφτιαξε ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο δὲν χωρᾶμε. Λέγει ὅτι κέντρο της εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ θεσμοθετεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀσέβεια ἢ νομιμοποιεῖ τὸν παραλογισμὸ σὲ ὅλες του τὶς μορφές. Διακηρύττει τὴ δημοκρατία καὶ ἀπαξιώνει πλήρως τὸ πολιτικὸ σύστημα. Τὸν Θεὸ τὸν δέχεται μόνον γιὰ νὰ τοῦ ἀποδίδει εὐθύνες γιὰ τὰ δικά της ἐγκλήματα. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε∙ ὁ ὑλισμὸς, ὁ μηδενισμὸς καὶ ἡ ἀθεΐα ἀπέτυχαν παταγωδῶς. Τὸ μόνο ποὺ πέτυχαν εἶναι νὰ μᾶς ἐπιβάλουν τὴ δικτατορία τους. Καὶ ὅλα αὐτὰ καταστρέφοντας τὰ Χριστούγεννα.
Μέσα ὅμως σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν βοὴ τῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ὕβρεως κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιμένει νὰ ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸ στόμα τοῦ ὑμνογράφου «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε», διότι γεννᾶται «τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα», γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά Του. Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας, τὸ κέντρο τῆς σωτηρίας μας. Δίπλα στὸν ἄνθρωπο τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς κοσμικῆς ἀθεϊστικῆς ἀντίληψης μοιάζει μὲ ὅ,τι πιὸ ἀποκρουστικὸ ὑπάρχει.
Δὲν θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ σᾶς εὐχηθῶ συμβατικὰ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, λέγοντας δυὸ λέξεις, χωρὶς νὰ καταλάβετε οὔτε ἐσεῖς οὔτε κι ἐγὼ τὸ νόημά τους. Θέλω ὅμως νὰ σᾶς εὐχηθῶ νὰ ζήσουμε ὅλοι μας ὡς Ἐκκλησία τὴ χαρὰ καὶ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀταλάντευτη ἐλπίδα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη «δι’ ἡμᾶς ἐκ Παρθένου», ὅτι εἶναι «μεθ’ ἡμῶν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» καὶ ὅτι προσδοκᾶ νὰ «σκηνώσει ἐν ἡμῖν» γιὰ πάντα.
Ὁ Χριστὸς εἶναι δικός μας, ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας, ὁ Χριστὸς εἶναι μέσα μας.
Εὔχομαι σὲ ὅλους σας
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...