
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἀρχαγγελικὼς ὁμιλῶν τῇ Παρθένῳ,
Τὸ χαιρ᾿ ἀκούεις παρ᾿ αὐτῆς, Ἰωάννη.
Πτωχοὺς ἐλεῶν ὁ νέος Ἐλεήμων,
Μισθὸν λαμβάνει μὴ κενούμενον πλοῦτον.
Εἰκᾶδ᾿ ἐνάτη ὁ νέος Ἐλεήμων,
Ἔλαβε πότμον εἰρηναιον Ἰωάννης.
Βιογραφία
«Τῇ 29η τοῦ μηνός Ἀπριλίου μνήμη του εν Ἁγίοις Πατρός ημών Ἰωάννου Μητροπολίτου Θηβῶν καί ἐξάρχου πάσης Βοιωτίας τοῦ Καλοκτένους καί νέου Ἐλεήμονος.»
Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας:
«… διά να μάθη τις τόν βίον ἀνθρώπου παλαιοτέρας ἐποχής, πρέπει νά γνωρίση την κοινωνικήν καί πολιτικήν κατάστασιν τῶν χρόνων ἐκείνων, να γνωρίζη τόν τρόπον τῆς ζωῆς τῶν τότε ἀνθρώπων, την χώραν, είς τήν ὁποίαν ἐκείνος ἔζησε, καί ἐπί τούτων στηριζόμενος ὡς ἐπί ἀσφάλῶν θεμελίων νά μελετήση καί περιγράψη τόν βίον τοῦ προσώπου.»
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη. Η εποχή στην οποία έζησε ο Άγιος (12ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από σοβαρά ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές ανακατατάξεις όχι μόνο στην περιοχή της Βοιωτίας, αλλά και σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τα βόρεια σύνορα της μέχρι τα ακρότατα, τα νοτιότατα σύνορα. Η Αυτοκρατορία επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού απειλείται από παντού από εχθρούς οι οποίοι οραματίζονταν τον πλούτο του Κράτους. Οι Νορμανδοί με το βασιλιά τους Ρογήρο κατέρχονταν προς τα νότια καί απειλούσαν τις ακραίες περιοχές του Βυζαντίου. Οι πρώτοι Σταυροφόροι εγκαθιδρυμένοι από πολλά χρόνια στην περιοχή των Ιεροσολύμων, απειλούνταν από τους Σαρακηνούς και ζητούσαν βοήθεια από τη Δύση την οποία και έδωσαν οι βασιλείς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄ καί της Γερμανίας Κονράδος Γ΄. Ταυτόχρονα οι Νορμανδοί εισβάλλουν στην Ελλάδα, καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, περιπλέουν την Πελοπόννησο, λεηλατούν την Αιτωλοακαρνανία, εισπλέουν στον Κορινθιακό καί μέσω της Κρίσας (σημερινό Χρυσό) επιτίθενται εναντίον των Θηβών.
Η Θήβα την εποχή εκείνη είχε μεγάλη ακμή. Ήταν σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Φημισμένα ήταν τα μεταξουργεία των Θηβών. Η πόλη κατείχε τα πρωτεία στη Στερεά Ελλάδα καί ήταν πρωτεύουσα της. Εκεί είχε την έδρα του ο Μητροπολίτης Θηβών ο οποίος έφερνε τον τίτλο «Έξαρχος πάσης Βοιωτίας». Στην πόλη αυτή επέδραμαν οι Νορμανδοί, την βρήκαν ανυπεράσπιστη, επειδή τα βασιλικά στρατεύματα φρόντιζαν την Κωνσταντινούπολη, και την κατέλαβαν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του εθνικού μας Ιστορικού Παπαρρηγόπολου:
«Χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν καί έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων, καί ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες καί γυναίκες, καί μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί.»
Την ίδια εποχή λεηλατήθηκαν η Κόρινθος, η Ευβοια καί η Αθήνα. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο Πάνορμο της Σικελίας όπου δίδαξαν την τέχνη του μεταξιού στους κατοίκους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς – τον Κωνσταντίνο Καλοκτένη και τη σύζυγό του Μαρία – ο Ιωάννης. Παρά όμως την κοινωνική καταξίωση και την οικονομική ευμάρεια, οι γονείς του, πριν φυσικά από την γέννηση του μονογενούς υιού τους, ήταν σε πνευματική δοκιμασία επειδή δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν.
Συντροφιά στον ψυχικό πόνο τους είχαν την αδιάλειπτη προσευχή και το πρόσωπο της Θεομήτορος στην οποία και υπεσχέθηκαν ότι εάν αποκτούσαν ένα παιδί θα το αφιέρωναν στην Εκκλησία. Εισακούστηκαν οι εκτενείς και ζώπυρες υποσχέσεις τους, οπότε μετ’ ολίγον εγεννήθη το πρωτότοκο παιδί τους, το οποίο εβάπτισαν και ονόμασαν Ιωάννη. Θαυμαστή η γέννηση του παιδίου και έκδηλη η παρουσία του θεού στη ζωή του. Καρπός προσευχής και πίστεως ο μικρός Ιωάννης και επρόκειτο να διακονήσει την Αγία Εκκλησία επαληθεύοντας την υπόσχεση των γονέων του ότι το παιδίον που θα αποκτούσαν, θα το αφιέρωναν στον Χριστό και την Εκκλησία του.
Οι ευσεβείς γονείς ανέθρεψαν το παιδί τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Ο μικρός Ιωάννης ήταν προικισμένος και κεκοσμημένος με τα χαρίσματα και τα τάλαντα που χορηγεί το Πανάγιο Πνεύμα. Ήταν ευφυής, επιμελής και αριστούχος μαθητής απολαμβάνοντας την αγάπη, την εκτίμηση και το δίκαιο έπαινο των διδασκάλων του. Στο πρόσωπο του παιδιόθεν υπήρχε ο συγκερασμός της κατά θεόν και κατά κόσμον σοφίας καθώς και το χριστιανικό ήθος σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελικού λόγου.
«Από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν καί ευφυΐαν, εγένετο πρότυπο αληθούς μαθητού.»
Ο μικρός Ιωάννης είχε ιδιαίτερη πνευματική σχέση με τη Θεοτόκο προς και την οποία αδιαλείπτως έψαλλε τους ύμνους της και εκείνη, όπως καταγράφει ο συγγραφέας πρωθιερεύς π. Γεώργιος Αθ. Παπαγεωργίου, τον απεκάλυψε θαυμαστώ τω τρόπω το μέλλον του μέσα στην Εκκλησία: «Χαίροις και συ των Θηβών προστάτα». Τούτο συνέβη, όταν ο μικρός Ιωάννης προσφωνούσε την Θεομήτορα με τον στίχο: «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε». Και όντως απεδείχθη Επίσκοπος και προστάτης Θηβών.
Δωδεκαετή τον παρέδωσε ο πατέρας του στον Μέγα Δομέστικο της Βυζαντινής Αυλής, στον αρχηγό των στρατιωτικών, προκειμένου να τον εκπαιδεύσει στα στρατιωτικά. Όμως η κλίση του προς την Εκκλησία παρά προς το στρατό, η επίδραση της μητέρας του, αλλά και η ευχή που είχαν κάνει οι γονείς του, υποχρέωσαν τον Μέγα Δομέστικο να τον κατατάξει στην τάξη των ιερομονάχων. Έκτοτε ο Ιωάννης άρχισε να προετοιμάζεται με περισσότερη δραστηριότητα για το υψηλό αξίωμα. Από μικρή ηλικία έδειξε την κλήση του στα γράμματα. Σπούδασε τα «ἱερά γράμματα», Ρητορική, Φιλοσοφία άλλες «θύραθεν ἔπιστῆμες».
Εν τω μεταξύ η εκκλησιαστική κατάσταση στην πόλη των Θηβών ήταν απελπιστική. Ο Μητροπολίτης Θηβών από τη μεγάλη λύπη για την κατάσταση αυτή και λόγω των καταπιέσεων των Νορμανδών πέθανε. Ο νέος Μητροπολίτης που εκλέγεται στην Κωνσταντινούπολη, πεθαίνει καθ’ οδόν. Το Πατριαρχείο δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη την κατάσταση της Θήβας. Κάτω όμως από την πίεση των Θηβαίων επέλεξε ως καταλληλότερο πρόσωπο για την έδρα Πάσης Βοιωτίας τον Ιωάννη, ο οποίος μόναζε σε Μονή της Κωνσταντινούπολης. Εξελέγη Επίσκοπος Θηβών χειροτονηθείς στον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Λουκά Χρυσοβέργη (1156-1169) στον ναό της Του Θεού Σοφίας.
Ο λαός των Θηβών υπεδέχθη με πνευματική ευφροσύνη τον νέο Επίσκοπο και πνευματικό του πατέρα καθώς η φήμη για την πολύπλευρη μόρφωσή του και κυρίως για το ήθος και την πνευματικότητά του είχαν φθάσει πολύ πριν την άφιξή του. Η ενθρόνιση του Επισκόπου Ιωάννου έγινε στον Μητροπολιτικό ναό των Θηβών (Λόντζα) που και σήμερα είναι αφιερωμένος στην Θεοτόκο.
Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε άνθρωπος του πνεύματος και της δράσης. Ο νέος Επίσκοπος από της πρώτης στιγμής έγινε μέτοχος και κοινωνός των πνευματικών και υλικών δυσχερειών του ποιμνίου του. Δεν παρέμεινε εφησυχασμένος στις «δάφνες του επισκοπικού αξιώματος» και δεν επεδίωξε να γευθεί την κοσμική δόξα, τον υλικό πλούτο και την ραστώνη-ακηδία του θρόνου του. Πάντα ταύτα δεν υπήρχαν στη σκέψη, τις επιλογές και τις πράξεις του. Όχι μόνο ανακούφιζε τους πτωχούς Χριστιανούς της επαρχίας του με την ελεημοσύνη, αλλά αγωνίσθηκε και έδωσε ώθηση στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Βρήκε κατεστραμμένη την πόλη και την περιοχή και γι’ αυτό ξεκινά αμέσως το δύσκολο έργο του.
Και πράγματι με την είσοδο του ο Άγιος στην πόλη άρχισε αμέσως να εργάζεται για την ευτυχία της. Τα εμπόδια ήταν πολλά. Από τη μία οι Νορμανδοί είχαν στην κυριολεξία αφανίσει κάθε πλούτο από την περιοχή και από την άλλη οι 2.000 περίπου Εβραίοι, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το φρόνημα των Θηβαίων προσφέροντες δουλειά και χρήματα. Η απουσία υλικών αγαθών και η διάβρωση της Χριστιανικής πίστης ήταν δύο μέτωπα εναντίον των οποίων έπρεπε να αγωνισθεί ο Άγιος.
Η ανέγερση του Ναού της Θεοτόκου με χρήματα από την πατρική του περιουσία, η πατρική διδασκαλία του, η διαρκής ελεημοσύνη του και βοήθεια έκανε πολλούς Εβραίους και Αρμένιους να ασπαστούν τη Χριστιανική πίστη, ο δε πιστός λαός από τότε του έδωσε το όνομα του Νέου Ελεήμονος. Ως άλλος Μέγας Βασίλειος, ο Επίσκοπος Θηβών Ιωάννης ο Καλοκτένης ως αφιλάργυρος και φιλάνθρωπος πνευματικός πατέρας κατασκεύασε στην πόλη των Θηβών την ονομαστή «Ιωαννιάδα» μια «Νέα Βασιλειάδα», ένα νέο οργανωμένο συγκρότημα ευαγών φιλανθρωπικών και κοινωφελών ιδρυμάτων υπέρ του ποιμνίου του. Πίστευε ότι ο Επίσκοπος δεν θα πρέπει να συγκεντρώνει αφειδώς χρήματα προς «ιδίον όφελος» αλλά για την διακονία και ψυχοσωματική ενίσχυση του λαού του με «έργα ευποιΐας». Στο πλαίσιο τούτο ανήγειρε Γηροκομείο, πτωχοκομείο και εξοπλισμένο για τα δεδομένα της εποχής του Νοσοκομείο στην πόλη των Θηβών.
Η μέριμνα του Αγίου επεκτάθηκε και στην εκπαίδευση των νέων κορασίδων και τούτο αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι ανίδρυσε «Πρότυπο Παρθενώνα» (Σχολή Γυναικών) στον οποίο οι γυναίκες της πόλεως και της πέριξ περιοχής της Βοιωτίας ελάμβαναν την στοιχειώδη εκπαίδευση και μάθαιναν γράμματα και διάφορες τέχνες όπως ραπτική, κέντημα κ.α. Με τα χειροτεχνήματα τους, βοηθούσαν τους εμπερίστατους. Πολλές από τις κοπέλες που φοιτούσαν στον Παρθενώνα, όπου εδίδασκαν μοναχές, εκτός από τον οικογενειακό, ακολουθούσαν και τον μοναχικό βίο.
Εκτός από αυτά ο Άγιος έκανε πολλά έργα κοινής ωφέλειας στην πόλη. Η εκτροπή του ποταμού Ισμηνου προσέφερε στην πεδιάδα των Θηβών, αλλά και στα προάστια, Πυρί και Άγιος Θεόδωρος, γονιμότητα και δύναμη. Έθεσε σε λειτουργία 25 υδρόμυλους που λειτουργούσαν μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες, και θεμελίωσε υδραγωγεία. Το ποτάμι αυτό πήρε αργότερα το όνομα Αγίαννης. Στο σημείο της εκτροπής οι Θηβαίοι έκτισαν ναό προς τιμήν του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Με δική του πρωτοβουλία κατασκευάστηκαν πετρόκτιστες γέφυρες – μία εξ αυτών στον ποταμό Άσωπο σώζεται μέχρι και σήμερα και είναι γνωστή ως η «γέφυρα του Μητροπολίτη» ή «γέφυρα του Αγιάννη», διευκολύνοντας τη διέλευση των ανθρώπων.
Άοκνες όμως υπήρξαν οι προσπάθειες του και για την αποξήρανση της πεδιάδος στην επαρχία Θηβών όπου λόγω της ελονοσίας αποδεκατίζονταν οι κάτοικοι της περιοχής. Οι τάφροι που κατασκεύασε προς τον σκοπό τούτου φέρουν ακόμη και σήμερα το όνομά του: «Αγιάννης». Ο πολυπράγμων, ευφυής και δραστήριος Επίσκοπος Ιωάννης ενδιαφέρθηκε και για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου με την καθιέρωση νέων μορφών καλλιέργειας για τους αγρότες της επαρχίας του. Έτσι έπεισε τον εντόπιο αγροτικό πληθυσμό να καλλιεργήσει συστηματικά μορεόδεντρα εκ των οποίων τα φύλλα χρησιμεύουν για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα προκειμένου να παραχθούν τα λεγόμενα «κουκούλια» εκ των οποίων κατασκευάζονται οι μεταξωτές ίνες.
Όλα τα έργα τα επέβλεπε καθημερινά προσωπικώς:
«Δεν άφησε το πλοίον εις την διάκρισην των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλαττε τούτο από πάσης επικινδύνου πορείας, ίνα μη επιπίπτουν εις τους βράχους συντριβή» σημειώνει ο Συναξαριστής.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Άγιος τη δύσκολη εκείνη εποχή όχι μόνο έσωσε την πόλη από ολοσχερή καταστροφή, τέτοια που ούτε τα θεμέλια της δεν θα βρίσκαμε σήμερα, αλλά και την ανύψωσε σε θέση περιωπής και την κατέστησε μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο. Γι’ αυτό οι Θηβαίοι ενόσω ακόμη ζούσε ο Άγιος τον είχαν ανακηρύξει προστάτη τους.
Ως επίσκοπος της Εκκλησίας ο Άγιος Ιωάννης διακρινόταν και για τη θεολογική του κατάρτιση την οποία χρησιμοποιούσε ως «πνευματικό εργαλείο» για την διαφύλαξη ανοθεύτου της ορθοδόξου πίστεως και Ευαγγελικής αληθείας από την κακόδοξη πλάνη και το εωσφορικό ψεύδος των αιρέσεων. Το υψηλό επίπεδο της Θεολογικής καταρτίσεως του Αγίου Πατρός πιστοποιείται και εκ του γεγονότος ότι έλαβε μέρος στην εν Κωνσταντινουπόλει συγκληθείσα Σύνοδο κατά το έτος 1166 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού, στην οποία θεολόγησε ορθοδόξως σχετικά με την ερμηνεία του δύσκολου χωρίου του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: «Ότι ο πατήρ μου μείζων μου εστί». Από τα πρακτικά αυτής της Συνόδου, διασώζεται η θεολογική διδασκαλία του Αγίου:
«Ἐρωτηθεὶς ὁ Θηβῶν Ἰωάννης εἶπεν: Ἐπεί τὸν Υἱὸν συγκτίστην καὶ συνδημιουργὸν τῷ Πατρὶ οἶδα, δι’ Αὐτοῦ γὰρ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν , ἴσον ἔχω Τοῦτον τῷ Πατρί. Ἐπεί δ’ εἶπεν ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι, καὶ ἐτυπώθη τῆ προτεραία κατεξετασθῆναι, πῶς τινες τῶν Ἁγίων προσέθεντο. Καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον νοῶ τοῦτο εἰρῆσθαι παρ’ Αὐτοῦ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἄκραν συγκατάβασιν πρὸς τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην ἣν προσελάβετο, καθ’ ἣν παραπλησίως ἡμῖν σαρκὸς καὶ αἵματος κεκοινώνηκεν.»
Η μαρτυρία αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι αποδεικνύει τη μεγάλη θεολογική κατάρτιση και τη βαθιά πίστη του Αγίου. Έλαβε δε μέρος και στην επί του ιδίου θεολογικού ζητήματος συγκληθείσα Σύνοδο του 1170.
Ο Άγιος Ιωάννης πιθανότατα εκοιμήθη ως Επίσκοπος Θηβών περί τα τέλη του ΙΒ΄ μ.Χ. αιώνος και ακριβέστερα περί το 1193. Η δε ιερά μνήμη του τιμάται υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας και από την τοπική Εκκλησία της αγιοτόκου Βοιωτίας, την 29η Απριλίου εκάστου έτους, καθώς είναι ο προστάτης, πολιούχος και πνευματικός Έφορος των Θηβών.
Το ιερό λείψανό του δεν ευρέθη ακόμη και υπεστηρίχθη κατά καιρούς από τους διαφόρους ερευνητές και μελετητές ότι το σκήνωμα του Αγίου Πατρός πιθανότατα ενταφιάσθηκε στον περίβολο του ιερού Μητροπολιτικού ναού της Θεοτόκο, τον οποίο ο ίδιος ως επίσκοπος Θηβών ανήγειρε, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι μετεφέρθη από τον Μητροπολιτικό ναό στον μετέπειτα ανεγερθέντα προς τιμήν του ναό των Θηβών ή ακόμη ότι μετεφέρθη στον ναό των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως. Υπεστηρίχθη και η άποψη ότι το λείψανό του εκλάπη από τους Φράγκους και μετεφέρθη στο Βατικανό. Σήμερα σώζεται μόνο η προσωπική του σφραγίδα, ένα βυζαντινό μολυβδόβουλο με το οποίο κατά την βυζαντινή περίοδο οι αρχιερείς εσυνήθιζαν να σφραγίζουν τα επίσημα εκκλησιαστικά και άλλα κρατικά έγγραφα που τους αφορούσαν στο πλαίσιο της εν γένει εκκλησιαστικής και πνευματικής δικαιοδοσίας τους.
Μετά την εν Κυρίω Κοίμηση του Αγίου Ιωάννου Καλοκτένη ο ευσεβής λαός των Θηβών και της όλης επαρχίας ανήγειρε πολλούς ναούς προς τιμήν του εκ των οποίων άλλοι κατεστράφησαν κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας ενώ νέοι ανηγέρθησαν στην ίδια τοποθεσία που είχαν ανεγερθεί οι πρώτοι. Σήμερα και επί των ερειπίων του παλαιού καταστραφέντος ναού του Αγίου Ιωάννου δεσπόζει ο νέος ναός, ο οποίος ανηγέρθη κατά το έτος 1900 επί της κεντρικής πλατείας των Θηβών με εξ ολοκλήρου δαπάνη των Βασιλέων Γεωργίου Α΄ και της συζύγου του Όλγας.
Πολλά τα θαύματα που μέχρι και σήμερα επιτελεί ο Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης, καθώς έχει παρρησία ενώπιον του τρισάγιου Θεού. Στους δε δίσεκτους χρόνους που ζούμε και ο λαός μας αναζητά πολλές φορές απεγνωσμένα «το γνήσιο και αληθινό», την «ορθοδοξία και την ορθοπραξία» από τους Επισκόπους και εν γένει τους κληρικούς της Εκκλησίας, η μορφή, η βιοτή και το εν γένει πνευματικό, φιλανθρωπικό και κοινωφελές έργο του Επισκόπου και Μητροπολίτου Αγίου Ιωάννου του Καλοκτένη αποτελούν «κανόνα και πρότυπο» αξιομίμητο. Δεν είναι μάλιστα διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Άγιος Ιωάννης ονομάστηκε ως ο «Νέος Ελεήμων». Από «ελεήμονες επισκόπους» έχει ανάγκη η Εκκλησία και το πλήρωμά της, και όχι από διαχειριστές της εκκλησιαστικής εξουσίας που επαναπαύονται στις «δάφνες» του «επισκοπικού αξιώματος». Ο Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης ήταν Επίσκοπος και όχι δεσπότης. Στην σύγχρονη όμως εποχή και σε πολλές των περιπτώσεων ο όρος Επίσκοπος ως πράξη και διακονία είναι «νεκρός τίτλος» αφού έχει, δυστυχώς, αντικατασταθεί με τον όρο «Δεσπότης» και σε λόγους και σε πράξεις «δεσποτισμού».
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ'.
Ἐκ μέσης τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας ψυχῆς, τὰ ῥέοντα ἔφυγες, καὶ ἐπιπόνῳ ζωή, τὴν σάρκα ἐξέτηξας· ἔσπευσας Ἱεράρχα, Βοιωτὼν Ἰωάννη, φίλος Χριστοῦ γενέσθαι, διὰ οἶκτον πενήτων· διὸ καὶ νέος ἐλεήμων, ἐκλήθης μακάριε.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ σοφὲ τοὺς οἴακας, ἐπιστημόνως χειρισθεὶς ταύτην ἀκύμαντον, διεχήρησας μακάριε Ἰωάννη, τὰς ζαλώδεις καταιγίδας ἐκκρουσάμενος, καὶ βιαίας τρικυμίας τῶν αἱρέσεων· ὅθεν κράζω Σοι· Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγχνε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἀναβὰς εἰς τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν, καὶ τῇ θεία ἐκείνη καταυγασθείς, ὢ Πάτερ λαμπρότητι, τῶν δογμάτων τοῦ Πνεύματος, ἀληθῶς ἐδείχθης φωστὴρ διαυγέστατος, ἀστραπαῖς φωτίζων, τοῦ Πνεύματος ἅπαντας· ὅθεν καὶ ὁμίχλην, τῶν παθῶν ἐκδιώξας, λαὸν σου ἐποίμανας, θεαρέστως μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμεν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν φωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ποιμένα σε Θηβῶν, καὶ προστάτην τιμῶντες, χήρων καὶ ὀρφανῶν, μὴ κενούμενον πλοῦτον, ἀξίως δοξάζομεν, Ἰωάννη τὴν μνήμην σου, ἢν ἐδόξασεν, ὁ τῶν ἁπάντων Δεσπότης, ὃν ἱκέτευε, ἐκ πειρασμῶν καὶ κινδύνων, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, Πάτερ τοῦ βίου Σου, καὶ τὴν λαμπρότητα,τῆς πολιτείας Σου, ἡ Θεοτόκος Μαριάμ, ἐδήλωσε παραδόξως· ὅθεν καὶ Ποιμένα σε, Βοιωτία προσήκατο, ἤν περ καὶ ἐποίμανας, θεία ῥάβδῳ τῶν λόγων σου, τὴν θάλασσαν παθῶν διαῤῥήξας, τὸν νέον Ἰσραὴλ ἐκλυτρούμενος.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννην, τὸν Βοιωτίας ἐλεήμονα νέον, χρεωστικὼς τιμήσωμεν φιλέορτοι, πόθῳ ἐκμιμούμενοι, τὴν αὐτοῦ πολιτείαν, ἵνα ὑπαντήσωμεν, τῷ Χριστῷ ἐν ἐλέω, λαμπαδηφόροι πάντες οἱ πιστοί, ἐν οὐρανίοις σκηναῖς ἀγαλλόμενοι.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος σαρκοφόρος, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὴν φλόγα τῆς σαρκὸς κατασβέσας· καὶ τὰ θανατηφόρα Σατάν, καὶ πυρφόρα βέλη κραταιῶς Ὅσιε, συνέτριψας· διὰ τοῦτο Σοι κράζω Ἰωάννη ταὐτά:
Χαῖρε, ποιμὴν λογικῶν προβάτων·
Χαῖρε, λιμὴν τῶν ἐν ζάλη τοῦ βίου.
Χαῖρε, τῶν πενήτων τροφὴ ἀδαπάνητε·
Χαῖρε, τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλε.
Χαῖρε, ὅτι διεσκέδασας τὴν ὁμίχλην τῶν παθῶν·
Χαῖρε, ὅτι κατεφώτισας τὰς καρδίας τῶν πιστῶν.
Χαῖρε, τοῦ Βυζαντίου ὁ θεοφυτος κλάδος·
Χαῖρε, τῆς Βοιωτίας ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης.
Χαῖρε, λαμπρὸν Θεοῦ ἐνδιαίτημα·
Χαῖρε, σεπτὸν Ναοῦ ἐγκαλλώπισμα.
Χαῖρε, γυμνῶν ἀναπήρων τε σκέπη·
Χαῖρε, Θηβῶν μέγα κλέος καὶ στῦλε,
Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγγνε.
Μεγαλυνάριον
Τῶν Ἀρχιερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν κινδῦνοις, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· Χαίροις ὁ τὸ χαῖρε, παρὰ τῆς Θεοτόκου, λαβὼν ω Ἰωάννη, Θηβῶν τὸ καύχημα.
Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία , Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τὸ ὄνομα Λάζαρος σημαίνει «Ὁ Θεὸς εἶνε ἡ ἐλπίδα μου». Πρὶν πολλὰ χρόνια στὴ Θεσσαλονίκη, περπατώντας μιὰ μέρα στὸ Ἑπταπύργιο, εἶδα πρωῒ – πρωῒ ἕνα πλανώδιο λαχανοπώλη μὲ τὸ καροτσάκι του φορτωμένο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι μιὰ ἐπιγραφή, ποὺ εἶχε πάνω στὸ καροτσάκι. Ἔγραφε· «Ἔχει ὁ Θεός». Ἔπιασα κουβέντα μαζί του. Ἦταν καμμιὰ τριανταπενταριὰ χρονῶν. Εἶχε 6-7 παιδιά· νοίκιαζε σπιτάκι στὸ ἄκρο τῆς πόλεως. Γύριζε ἔτσι ὅλους τοὺς δρόμους· χωρὶς κανένα ἄλλο ἔσοδο. «Μ᾿ αὐτὸ τὸ καροτσάκι», λέει, «ζῶ τὴν οἰκογένεια. Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, ποὺ δὲ᾿ μ᾿ ἐγκατέλειψε. Γι᾿ αὐτὸ ἔγραψα τὸ “Ἔχει ὁ Θεός”». Τί μεγάλο πρᾶγμα νὰ ἔχῃ κανεὶς τὴν ἐλπίδα του στὸ Θεό!
Γόνος αρχοντικής οικογένειας της Πικαρδίας (βόρεια Γαλλία), ο νεαρός Ρικχάριος φιλοξένησε κάποτε δύο Ιρλανδούς ιεραπόστολους που τους είχαν κακομεταχειριστεί οι κάτοικοι της περιοχής αυτής γύρω από τις εκβολές του ποταμού Σομ,
῾Ο ῞Αγιος ᾿Απόστολος καί Εὐαγγελιστής Μάρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καί ᾿Ιωάννης, ἦταν ᾿Ιουδαῖος ῾Ελληνιστής καί μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια καί κατά τή συνήθεια τῆς ἐποχῆς νά παίρνουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καί ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικό ἤ ρωμαϊκό, ὀνομάστηκε καί Μάρκος. ῾Η οἰκογένειά του διέθετε τό προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στήν ῾Ιερουσαλήμ γιά τίς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. ῾Ορισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητές δέχονται ὅτι στό σπίτι αὐτό ἔλαβε χώρα τό τελευταῖο δεῖπνο τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τούς Μαθητές Του καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων»126, ὁ ὁποῖος θά ἔδειχνε στούς δύο Μαθητές πού ἔστειλε ὁ ᾿Ιησοῦς γιά τήν προετοιμασία τοῦ δείπνου τό «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον»127, ἦταν ὁ ᾿Ιωάννης Μάρκος.
Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού
1. Άλλες γυναίκες απέκτησαν δύναμη και άλλες πλούτη, είπε ο σοφώτατος Σολομών προφητικά μιλώντας ότι όχι μόνον άνδρες μα και γυναίκες σε διάφορες εποχές έλαμψαν με την ομορφιά διαφόρων αρετών. Έγιναν κοινωνοί χαρισμάτων του θείου Πνεύματος κι έκαναν με τρόπο απίστευτο τέρατα και σημεία θαυμαστά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Γιατί χίλιες μύριες γυναίκες στην εποχή του νόμου και αργότερα στα χρόνια της χάρης η Γραφή εμφανίζει να μεταβάλλουν την ασθένεια του γένους σε γενναίο φρόνημα. Αυτές με εγκράτεια και σκληρή άσκηση κατατρόπωσαν γενναία και με τη δύναμη του Υψίστου, αυτόν, που στα παλιά ξεγέλασε την προμήτορα Εύα κι είναι του ανθρώπινου γένους εχθρός και αντίπαλος, κι έτσι κέρδισαν λαμπρά της νίκης τρόπαια.
2. Μια απ' αυτές είναι και η σεβάσμια και ξακουστή για τα θαύματά της Ελισάβετ. Αυτή πατρίδα της είχε τη μεγαλούπολη Ηράκλεια της Θράκης. Οι γονείς της ήταν ξακουστοί και ονομαστοί από αρχοντική γενιά, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρετή τους. Του πατέρα της τ' όνομα ήταν Ευνομιανός και είχε για δεύτερη φορά γίνει ύπατος. Η μητέρα της ονομαζόταν Ευφημία. Αυτοί, όπως του καθενός το όνομα δηλώνει, ζούσαν με αγάπη και αφοσίωση στον Θεό κι αδιάκοπα δίδασκαν τον νόμο του Κυρίου. Γι' αυτό σ' όλους ήταν γνωστοί κι όλοι τούς τιμούσαν. Κατοικούσαν κοντά στην πόλη που ανέφερα, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και τώρα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια και άψογο τρόπο ζωής έχοντας πρότυπο τον Ιώβ και με πάθος ποθώντας να μιμηθούν τη φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθούσαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές. Γι' αυτό, όπως εκείνος, αποκτούν «εξ επαγγελίας» καρπό αντάξιο της ψυχικής τους ομορφιάς και αγαθοεργίας. Και το πως απόκτησαν αυτό το παιδί, θα το φανερώσει πεντακάθαρα ή διήγηση που θα ακολουθήσει.
Είχαν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε πού παντρεύτηκαν κι ήταν ακόμη άτεκνοι. Στερημένοι από παιδί, όπως ήταν φυσικό, πικραίνονταν και λυπούνταν κι αδιάκοπα παρακαλούσαν τον καρδιογνώστη Θεό να τους διαλύσει τη λύπη της ατεκνίας και να τους χαρίσει παιδί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί το θέλημα των πιστών του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευχή τους, που η εκπλήρωσή της έμελλε να τον ευαρεστήσει.
3. Υπήρχε λοιπόν στον τόπο κάποιο παλιό έθιμο να συγκεντρώνονται στη μνήμη της καλλίνικης μάρτυρος Γλυκερίας, όσοι γύρω κατοικούσαν, και να γιορτάζουν μαζί με όσους ζούσαν μέσα στην πόλη μια ολόκληρη εβδομάδα. Η μνήμη της Γλυκερίας τελείται στις δεκατρείς Μαΐου. Τότε ήρθαν μαζί με άλλους και οι εξαίρετοι γονείς της οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες. Επισκέπτονταν τους αγίους ναούς της πόλης που σ' αυτούς φυλάγονται τα τίμια λείψανα των σαράντα αγίων γυναικών, του διακόνου Αμμώς και πολλών άλλων αγίων. Γι' αυτούς τους αγίους και την πανέμορφη και λαμπρή οικοδόμηση του ναών μας αφηγείται λεπτομερέστερα ο βίος του μεγάλου ανάμεσα στους ιεράρχες Παρθενίου[2]. Αυτούς τούς αγίους τούς τιμούσαν όπως τους έπρεπε, τους επαινούσαν παραθέτοντας κοινή τράπεζα και γέμιζε η ψυχή τους ευφροσύνη. Λιτάνευαν τότε την πολυσέβαστη κάρα της μάρτυρος που αποκεφαλίστηκε για την αγάπη του Χριστού. Αυτήν την κάρα της αγίας, ο πατέρας της οσίας Ευνομιανός, καθώς τελούνταν η θεία μυσταγωγία από τον τότε αρχιερέα της πόλης Λέοντα στον ιερό ναό της Θεομήτορος με τ' όνομα Θησαυρός, την αντίκρυσε μια να χαμογελάει κι άλλοτε πάλι να λυπάται. Αυτό το λογάριασε σαν φανερό σημάδι της πίστης του στη μάρτυρα και γέμισε η ψυχή του με χαρά και λύπη μαζί.
Η σύναξη τέλειωσε αφού ο κόσμος είχε κάνει μεγάλης διάρκειας προσευχή στον χώρο του Καταχειλά, έτσι ονομαζόταν εκεί ο ναός της Παναγίας. Τότε, κατά τις δώδεκα η ώρα, αφού και πάλι συνάχτηκαν στον λαμπρό ναό της μάρτυρος Γλυκερίας, τέλεσαν τον εσπερινό κι όλοι από κει έφυγαν, ενώ μόνος ο Ευνομιανός μαζί με τη γυναίκα του την Ευφημία έμεινε σ' εκείνο τον τόπο. Εκεί ικέτευε την αθληφόρο με θέρμη περισσή, να λύσει τα δεσμά της στείρωσής τους και παρ' ελπίδα να τους χαρίσει παιδί. Τράβηξε η προσευχή τους ως τα μεσάνυχτα και τότε έγειραν χάμω και τους πήρε για λίγο ο ύπνος. Ύστερα ξύπνησαν και, ω του θαύματος και των φρικτών του Θεού μυστηρίων, παρουσιάζεται στον άνδρα σε όνειρο η γλυκύτατη, όπως τ' όνομά της δήλωνε, μάρτυρα Γλυκερία και του λέγει:
› Γιατί μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζητάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου το δώσει; Όμως, αν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέστε σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος το γρηγορώτερο ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θ' αναδειχθεί όμοια στην ψυχή με τη μητέρα του Ιωάννη του προδρόμου και βαπτιστή.
Αυτός με όρκο συμφώνησε ότι θα κάνει αυτά πού ζήτησε α αγία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού κι έφυγε από κοντά του. Ο άνδρας όταν ξύπνησε, διηγόταν το όραμα στη γυναίκα, ενώ και εκείνη έλεγε ότι είδε παρόμοιο. Το ίδιο και ο θεοφιλέστατος αρχιεπίσκοπος προικισμένος με διορατικό χάρισμα, όπως ακριβώς ή μάρτυς του Χριστού, έτσι κι εκείνος νουθετούσε τους δυο τους με συμβουλές. Ύστερα από τη γιορτή, αφού τους φιλοξένησε τρεις μέρες, τους ευλόγησε και ειρηνικά τούς ξεπροβόδισε για το σπίτι τους.
4. Η γυναίκα αμέσως συνέλαβε και αφού συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, σύμφωνα με την αληθινή προφητεία της μάρτυρος, γέννησε κορίτσι. Όταν πέρασαν σαράντα μέρες, ο Ευνομιανός πήρε το παιδί με τη μητέρα και το έφερε στην πόλη. Έφθασε στον ναό της σεβαστής μάρτυρος, πλησίασε στη σεπτή της εικόνα πού ήταν τοποθετημένη στα δεξιά, πρόσπεσε με το πρόσωπο στη γη και την ευχαριστούσε μ' όλη του την καρδιά με δάκρυα συγκερασμένα με χαρά. Έπειτα έστησε το βλέμμα του στην εικόνα κι όταν, όπως της έπρεπε, εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του, είδε κάποιο παράξενο κι εξαίσιο μαζί θέαμα. Η απεικόνισή της δηλαδή άστραψε πιότερο από τον ήλιο, κίνησε τα χείλη ήρεμα και είπε:
› Καιρός να ξεπληρώσεις, Ευνομιανέ, τις συμφωνίες σου με τον Θεό.
Γέμισε ή ψυχή του από φόβο και τρόμο κι έμεινε να βλέπει το θέαμα αποσβολωμένος. Έπειτα πήγαν στον σεβαστό αρχιεπίσκοπο, τον χαιρέτησαν, όπως τους ήταν συνήθεια, με σεβασμό και τον θερμοπαρακάλεσαν να κάνει χριστιανό το παιδί τους. Εκείνος αφού τους δέχθηκε, το βάφτισε και τούδωσε το όνομα Ελισάβετ, όπως προείπε η μάρτυς. Πρόσθεσε πολλές ευχές γι' αυτούς κι ύστερα γύρισε στο παιδί και είπε:
› Παιδί μου, ας με σπλαγχνιστεί με τη δική σου μεσιτεία ο Θεός κι ας μου χαρίσει συγχώρεση για τις αμαρτίες μου.
Έπειτα απ' αυτά γύρισαν στο σπίτι τους με πλημμυρισμένη την ψυχή από χαρά. Το κορίτσι μεγάλωνε και πρόκοβε σε χάρη Θεού. Όταν πια έγινε τριών χρόνων, ο πατέρας της άρχισε να της μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Σ' αυτά τόσο πολύ φάνηκε επιδέξια και ικανή, που τους βίους των άγίων και μόνο που τους άκουγε, μπορούσε να τους διηγείται. Μόλις συμπλήρωνε τα δώδεκα χρόνια, η μητέρα της έφυγε από την πρόσκαιρη ζωή. Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει, αυτή όμως ούτε να το ακούσει δεν άντεχε. Ποθούσε πιο πολύ να νυμφευθεί τον αθάνατο νυμφίο Χριστό.
Κύλησαν από τον θάνατο της μητέρας τρία χρόνια κι ο Ευνομιανός, ο πατέρας της, έφυγε απ' αύτή τη ζωή χαρούμενος προς τον Κύριο. Η μακαρία Ελισάβετ απόμεινε ορφανή. Όμως αμέσως δόθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, τον πατέρα των ορφανών. Λαχτάρησε τον μοναχικό και ακτήμονα βίο. Γι' αυτό το χρυσάφι και το ασήμι, που γι' αυτήν είχαν αποθησαυρίσει οι γονείς της, και την άλλη της περιουσία, πού ήταν αξιόλογη, μοίρασε στους φτωχούς και με τα χέρια των φτωχών την κατέθεσε στον Θεό. Στους δούλους πάλι και στις δούλες της χάρισε την ελευθερία τους.
5. Αναχώρησε στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, χωρίς πια να κοιτάξει πίσω. Έφθασε στο ιερό μοναστήρι του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, που έχει τ' όνομα «Μικρός Λόφος», όπου ηγουμένη ήταν κάποια θεία της από τον πατέρα της. Εκεί απαρνήθηκε τον κόσμο, φόρεσε το αγγελικό σχήμα και ολόψυχα δόθηκε στους ασκητικούς αγώνες.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέτυχε κάθε είδος αρετής και γέμισε με όλα τα χαρίσματα του Πνεύματος. Με μακροχρόνιες νηστείες δουλαγωγούσε τό σώμα της και το τυραννούσε, όπως ο μέγας Μωυσής κι ο Θεσβίτης Ηλίας. Έμενε δίχως να φάει πολλές φορές σαράντα ολόκληρες μέρες, ενώ ποτέ δεν έβαζε στο στόμα της λάδι, αλλά τρεφόταν μόνο με τον ζωντανό και επουράνιο άρτο. Κι όσο συνεχώς στολιζόταν με την ταπείνωση που εξυψώνει, και με τα μάτια της καρδιάς ατένιζε νοερά τη θεϊκή ομορφιά, τόσο δεν ήθελε ούτε και στο ελάχιστο να υψώσει τα μάτια της προς τον ουρανό, ώστε περισσότερο από τρισήμιση χρόνια είχε στραμμένο το βλέμμα της στη γη, χωρίς ούτε μια φορά να το σηκώσει προς τον ουρανό. Την ακτημοσύνη τη θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο πλούτο και γι' αυτό την αγαπούσε εξαιρετικά. Είχε πάντοτε ένα μόνο χιτώνα φορώντας στολή αφθαρσίας, που με την απάθειά της είχε γι' αυτήν υφανθεί απ' τον Θεό. Κι όπως η ψυχή της καιγόταν από τον θεϊκό έρωτα, δεχόταν με ευκολία την παγωνιά του χειμώνα κι είχε γυμνά τα πόδια της από υποδήματα, έτσι ωραία καθώς πορευόταν προς το βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης. Το σώμα της ποτέ δεν δέχτηκε να το πλύνει με θερμό νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το κάθε μέρα, όπως το λέει ο ψαλμωδός, με τις αστείρευτες πηγές των δακρύων της[3]. Και καθαρίζοντάς το από κάθε βρωμιά, καλλιεργούσε την ψυχή της έτσι, που νάχει όψη θεϊκή.
6. Συμπληρώθηκαν από τότε που μόνασε δυο χρόνια, κι η ηγουμένη της μονής, αδελφή του πατέρα της, έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την οσία. Αυτήν, ο μέγας Γεννάδιος[4], που ήταν πατριάρχης, σύμφωνα με το έθιμο την όρισε και τοποθέτησε ηγουμένη της μονής. Και τέτοια αναδείχτηκε στα κατά Θεόν έργα και στα προτερήματα και σε τόσο μεγάλο ύψος υπεροχής αρετής και τελειότητας έφθασε, ώστε με τη μεγάλη δύναμη που απέκτησε να κάνει πολλά θαύματα, να θεραπεύει αγιάτρευτες αρρώστιες, να διώχνει δαίμονες με του Χριστού την επίκληση, ν' αξιωθεί θεϊκή έλλαμψη και ουράνια αποκάλυψη κι ακόμα να προβλέπει και να προλέγει τα μέλλοντα. Μ' αυτό το χάρισμα πρόβλεψε με θεϊκή αποκάλυψη και τη μεγάλη πυρκαϊά[5], που από θεόσταλτη οργή άναψε στην πόλη και την προείπε στον ευσεβή Λέοντα, βασιλιά τότε των Ρωμαίων.
Τα ίδια και με όμοιο τρόπο προφήτεψε και στον στυλίτη Δανιήλ, που μόναζε στον Άναπλο. Κι αν οι προσευχές αυτών των δύο δεν έφθαναν στον Θεό, ολόκληρη σχεδόν η πόλη θα γινόταν στάχτη. Γι' αυτό από τότε μεγάλη εμπιστοσύνη είχε ο ευσεβής εκείνος βασιλιάς στην οσία και την τιμούσε, όπως της άξιζε. Θέλοντας μάλιστα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, της χάρισε για το μοναστήρι της, που ήταν μικρό και φτωχό, ένα από τα βασιλικά κτήματα στην τοποθεσία Έβδομο, που είχε το όνομα του αγίου Βαβύλα. Σ' αυτόν τον τόπο ήταν χαλάσματα από αρκετά παλιά κτίσματα κι ανάμεσά τους από πολύ καιρό φώλιαζε μεγάλο φίδι. Αυτό προξενούσε βλάβη σε πολλούς απ' τούς διαβάτες κι έκανε τον τόπο να είναι για τον καθένα άβατος. Γι' αυτό ολόκληρη η πόλη κατεχόταν από λύπη και αμηχανία, χωρίς να μπορεί ν' απαλλαγεί από τη συμφορά. Αυτό το έμαθε η αγία από κάποιους πού κατοικούσαν εκεί και εμπνευσμένη από θεϊκό ζήλο παίρνει το όπλο του τιμίου Σταυρού και φθάνει στον τόπο. Υψώνει το βλέμμα της στον ουρανό, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού, καλεί το θηρίο και το κάνει άθελά του να βγει απ' τη φωλιά. Το σφραγίζει με το σημείο του Σταυρού, γεμίζει με σάλιο το στόμα της, φτύνει το κεφάλι, το καταπατάει με τα πόδια της και το σκοτώνει λέγοντας:
› Θα πατήσω πάνω στα δηλητηριώδη φίδια, την ασπίδα και τον βασιλίσκο, και θα καταπατήσω το λεοντάρι και τον δράκοντα περιζωσμένη από τη δύναμη του τιμίου Σταυρού.
Έτσι απάλλαξε από την απειλή του φιδιού αυτούς που ζούσαν σ' εκείνη την πόλη. Απ' αυτό το γεγονός κι έπειτα γεμάτη από αισιοδοξία και σαν να πήρε κάποια σίγουρη πληροφορία ότι μπορεί με του Θεού τη δύναμη να νικήσει και τον νοητό, όπως και τον αισθητό δράκοντα, άρχισε με θάρρος να κάνει θαύματα.
7. Η φήμη γι' αυτήν διαδόθηκε σ' όλη την πόλη. Κάποιος απ' τους ευγενείς και πλούσιους, που είχε μοναχοκόρη που τυραννιόταν από συνεχή αιμορραγία, κι ενώ τα πιο πολλά από την περιουσία του τα είχε ξοδέψει σε γιατρούς, σε τίποτε δεν μπόρεσε να την ωφελήσει. η αρρώστια τύχαινε να είναι ισχυρότερη από την επιστήμη τους. Τέλος, απογοητευμένος για τη σωτηρία της απ' τούς γιατρούς, φέρνει την κόρη και τη ρίχνει στα πόδια της αγίας κράζοντας με δάκρυα:
› Σώσε μου το δυστυχισμένο μου κορίτσι, δούλη του Θεού. Στον Θεό και στα δικά σου χέρια και τις ευχές το εμπιστεύομαι, κι αν θέλεις, πάρε όλο μου το βίος.
Κι αυτή του είπε.
› Όσα στο σπιτικό σου ορίζεις, κράτα τα εσύ ο ίδιος σαν δικά σου, γιατί καθόλου δεν μου χρειάζονται. Εσύ όμως, αν αδίστακτα πιστεύεις και υπόσχεσαι ότι σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου ως το τέλος της ζωής σου θα είσαι ταπεινός και θα ελεείς τους φτωχούς, η κόρη σου θα θεραπευθεί.
Όταν ο άνθρωπος συμφώνησε ότι οπωσδήποτε θα τα κάνει αυτά, εκείνη αφού άλειψε με άγιο έλαιο του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου το κορίτσι κι ενώ παράλληλα προσευχήθηκε, το θεραπεύει και το στέλνει με τον πατέρα του στο σπίτι χαρούμενο και με καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη.
Αλλά και πολλές άλλες γυναίκες που πέθαιναν από την ίδια ασθένεια της αιμορραγίας έρχονταν σ' αυτήν με ολόψυχη πίστη και τις θεράπευε σταματώντας μ' ένα παρόμοιο τρόπο την αιμορραγία. Μαζί μ' αυτές και κάποιος άνδρας εκ γενετής τυφλός, όταν άκουσε για τα θαύματα της οσίας, έρχεται σ' αυτήν χειραγωγούμενος από άλλους.
› Σπλαχνίσου με, έλεγε, πιστή μαθήτρια του Θεού, και άνοιξέ μου τα μάτια για να δω το γλυκό φως και να δοξάσω με τη μεσιτεία σου τον Δημιουργό όλου του κόσμου.
Λυγίζει η οσία από φιλανθρωπία στους θρήνους του και χωρίς να βραδύνει υψώνει ικετευτικά τα χέρια της στον ουρανό, παίρνει λάδι του αγίου, αλείφει τα μάτια του τυφλού και σε επτά ημέρες τον κάνει να βλέπει καθαρώτατα, ενώ εκείνος μεγαλόφωνα δόξαζε τον Θεό.
8. Έτσι η αγία ακτινοβολώντας κι αστράφτοντας με τα παράδοξα θαύματά της, γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε την ώρα που τελούνταν η θεία μυσταγωγία στον ναό, βλέπει να αστράφτει ένα απερίγραπτο φως και το πανάγιο Πνεύμα σαν ολόλευκο σενδόνι να κατεβαίνει μετά τον Χερουβικό ύμνο μέσα στο θυσιαστήριο και να καλύπτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην αγία Τράπεζα. Γέμισε τότε θάμβος κι έκπληξη. Όμως αυτό που είδε, δεν το είπε σε κανέναν μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της περίσσευε, όπως έλεγε, να δει την πατρίδα της. Ήρθε στην Ηράκλεια, προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των αγίων και μπήκε στον ναό της Θεοτόκου, που είχε την προσωνυμία των Χαλκοπρατείων.
Ενώ προσευχόταν, παρουσιάζεται κάποια γυναίκα σαν νάταν από εκείνες τις ξακουστές κι αρχόντισσες της πόλης. Την αγκαλιάζει με αγάπη αληθινή, την ασπάζεται και της λέει:
› Καλώς ήρθες πολυαγαπημένη μητέρα.
Και η οσία της λέει.
› Ποια είμαι εγώ κυρία μου, η άσημη ξένη, που έτσι με τόση χαρά μ' αγκάλιασες και με φίλησες, εμένα που ποτέ δεν με έχεις δει;.
Εκείνη πάλι είπε:
› Πριν συλληφθείς στην κοιλιά της μητέρας σου, κατοικώντας εδώ σε γνωρίζω. Αν θέλεις, έλα στο σπίτι μου και θα πληροφορηθείς γι' αυτό.
Όταν ρώτησε η οσία:
› Πού είναι το σπίτι σου, κυρία μου;
› Στα δεξιά του ναού του αγίου ιερομάρτυρα Ρωμανού θα με δεις, είπε και με το λόγο αυτό έγινε άφαντη.
Τότε γεμάτη φόβο κι έκσταση η οσία έψαχνε παντού στον ναό ζητώντας νάβρει αυτήν που παρουσιάστηκε μπροστά της. Καθώς πουθενά δεν την έβλεπε, έφθασε βιαστικά στον πανέμορφο ναό του ιερομάρτυρα Ρωμανού. Εκεί προσευχήθηκε κι ενώ θαύμαζε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του ναού, βρέθηκε στο δεξιό μέρος. Βγήκε από την πύλη και όταν είδε την εικόνα της αγίας και την αναγνώρισε, της φάνηκε ότι ήταν όραμα αυτό που είδε στον ναό της Θεοτόκου.
Αυτά σκεφτόταν και τότε κάποια φωνή ακούστηκε απ' την εικόνα και της έλεγε:
› Αυτή που τώρα βλέπεις κι' εκείνη που είδες πριν στον ναό, είμαι εγώ. Αλλά γρήγορα γύρισε πίσω στο μοναστήρι σου, γιατί σύντομα πρόκειται ν' αφήσεις τα γήινα και να ταξιδέψεις στην ουράνια πατρίδα.
Γέμισε φόβο και φρίκη η ψυχή της αγίας. Κι όταν έπεσε στον νάρθηκα του ναού και κοιμήθηκε, πάλι βλέπει τη μάρτυρα του Χριστού να της λέγει.
› Όπως καί πιο μπροστά σου είπα, πήγαινε στο μοναστήρι σου, γιατί ο καιρός της εκδημίας σου είναι κοντά. Είκοσι τέσσερες μέρες ακόμη και φεύγεις ειρηνικά προς τον Κύριο, ύστερα από την ετήσια γιορτή που τελείται στο μοναστήρι στη μνήμη του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
9. Μόλις λοιπόν ξύπνησε η οσία, αφού εκτέλεσε τα πρέποντα για την αναχώρηση καθήκοντα κι ευχαρίστησε και προσκύνησε τη μάρτυρα, βγήκε από την πόλη. Μπήκε σε πλοίο και ξαναγύρισε στο μοναστήρι της την πρώτη Απριλίου. Από τότε δεν έπαυσε να συμβουλεύει την αδελφότητα και να παρακαλεί και να διδάσκει τονίζοντας όλα όσα συντελούν στη σωτηρία. Όταν οι ορισμένες μέρες για την εκδημία της συμπληρώθηκαν, τέλεσε μεγαλόπρεπα τη λαμπρή και παλλαϊκή γιορτή του αοιδίμου μάρτυρα Γεωργίου. Όταν μετάλαβε τα ζωοποιά κι άχραντα μυστήρια, αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της όπως ο ήλιος, και πλημμυρισμένη από χαρά και αγαλλίαση ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό και με ευφροσύνη φώναξε
› Τώρα, Κύριε, μπορείς ν' αφήσεις την δούλη σου να πεθάνει, σύμφωνα με τα λόγια της καλλινίκης σου μάρτυρος, γιατί τα μάτια μου είδαν το έργο της σωτηρίας.
Απ' τις δώδεκα το μεσημέρι βυθίστηκε σε υψηλό πυρετό, που κράτησε μέχρι την άλλη μέρα. Κατά τις εννέα το πρωί κοιμήθηκε ειρηνικά κι απόθεσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού στις 24 Απριλίου. Το τίμιο λείψανό της έσπευσαν όλοι απ' τα γύρω μοναστήρια και το κήδεψαν λαμπρά με ψαλμούς και ύμνους στον ναό του μάρτυρα Γεωργίου. Το λείψανο μέχρι σήμερα με του Θεού τη δύναμη και τη χάρη σώζεται ανέπαφο και ακέραιο κι αναγνωρίζεται σαν κοινό ιατρείο για όσους το πλησιάζουν με πίστη. Γιατί καθένας που με απλότητα και σωστή προαίρεση προσεγγίζει τη σεβάσμια σορό και επικαλείται το θεοδώρητο όνομά της, απ' οποιαδήποτε αρρώστια κι αν κατέχεται, αμέσως με τις πρεσβείες της απολαμβάνει την κατάλληλη από την αρρώστια θεραπεία.
10. Αλλά βέβαια αξίζει να θυμηθούμε και να διηγηθούμε σύντομα και τα θαύματα που έγιναν μετά τη μετάσταση της μακαρίας, για να ωφεληθούν όσοι τα ακούνε.
Κάποιος άνδρας που είχε παράλυτο το χέρι του, παράτησε κάθε ιατρική συμβουλή σαν ανώφελη και έτρεξε στον τάφο της οσίας έχοντας πάρει θάρρος μόνο από την πίστη του σ' αυτήν. Μ' αυτήν την πίστη σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε θαυματουργική θεραπεία. Είχε δηλαδή συμβεί σ' αυτόν, σύμφωνα με τον λόγο του Ευαγγελίου, όπως πίστεψε, και αποκαταστάθηκε υγιές το παράλυτο χέρι του όπως ήταν και το άλλο, αφού χρίστηκε με αγιασμένο λάδι.
Κάποιος άλλος τυφλός πλησίασε τη σορό της οσίας με την ίδια προθυμία και πίστη, και αφού αλείφθηκε με όμοιο τρόπο με το άγιο λάδι, έφυγε βλέποντας ολοκάθαρα και μεγαλύνοντας τη θαυματουργή δύναμη και χάρη της οσίας.
Άλλος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα κι άγρια παιδευόταν απ' αυτό, πρόσπεσε στην άγια λάρνακα της οσίας κι αμέσως ελευθερώθηκε από τον ολέθριο δαίμονα. Γύρισε στο σπίτι του ήρεμος διηγούμενος σ' όλους τα μεγαλεία του Θεού.
Τέτοια ήταν τα θαύματα της οσίας θαυματουργού Ελισάβετ και άλλα πολύ πιο πολλά άπ' αυτά και πιο αξιοθαύμαστα. Αυτά δεν καταγράφηκαν στο παρόν βιβλίο, για να μην γίνει κουραστικό, άλλά έχουν γραφεί σε άλλο μέρος.
11. Τέτοιος ο βίος της οσίας, τόσα πολλά τα έργα και τα χαρίσματα, που μ' αυτά ο Κύριος των πάντων τη δόξασε αξίως και όσο ζούσε και όταν έφυγε από αυτή τη ζωή. Με τις πρεσβείες της και όλοι εμείς, όσοι ποθούμε ν' απολαμβάνουμε την προστασία της και τη βοήθειά της, μακάρι να κρατηθούμε πάντοτε ανώτεροι από τα σωματικά και τα ψυχικά πάθη κι έτσι να διαφύγουμε τα σκάνδαλα των αοράτων και ορατών εχθρών χωρίς βλάβη. Και αφού διανύσουμε ειρηνικά τον παρόντα βίο, να ζήσουμε μαζί της την εκεί μακαριότητα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, πού σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και σ' όλους τούς αιώνες των αιώνων. Αμήν[6].
Σημειώσεις - Παραπομπές:
[1] Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού είναι από το βιβλίο ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ, τ. Β' του καθηγητού Δημητρίου Γ. Τσάμη καί εκδόσεως της Αδελφότητος «Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 356-377.
Ευχαριστούμε την Αδελφότητα για την άδεια ανατυπώσεως του θαυμαστού βίου της οσίας Ελισάβετ προς δόξαν Θεού, τιμήν της Οσίας και ψυχικήν ωφέλειαν των ορθοδόξων χριστιανών.
[2.] Πρόκειται για τον επίσκοπο Λαμψάκου που η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Φεβρουαρίου.
[3] Τα δάκρυα αυτά δεν νοούνται με τη μεταφορική τους σημασία, αλλά στην κυριολεξία. Στα πρώτα στάδια της πνευματικής προόδου αναφαίνονται τα δάκρυα της μετανοίας και, όταν ο πιστός φθάσει στις υψηλότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής, τα χαροποιά δάκρυα της κατανύξεως. Βλ. σχετικά Δημ. Τσάμη, Αγιολογία, σ. 86 έ., 91, 104 κ.α.
[4] Πρόκειται για τον Γεννάδιο Α', πατρ. Κων/πόλεως (458-471). Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου.
[5] Πρόκειται για την φοβερή πυρκαϊά του 465, επί βασιλείας Λέοντος του μεγάλου.
[6] Η μνήμη της όσίας Ελισάβετ εορτάζεται στις 24 Απριλίου (βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 625-627).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τᾶς ἀπαρχᾶς, ἀμέμπτω σου πολιτεία, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ἐλισάβετ τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς παρθενίας τέμενος, καὶ ἀρετῶν θησαύρισμα, τὴν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις χρηστότητα, ὥσπερ πηγὴ ἀκένωτος, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἐλισάβετ καθαίρεις τὰ ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.
Κάθισμα Ἦχος πλ. γ’. Θείας πίστεως.
Πόνους ἤνεγκας, τῆς ἐγκρατείας, χάριν εἴληφας, τῆς ἀπαθείας, καὶ ἰαμάτων Ἐλισάβετ θεόπνευστε, τοῦ θεραπεύειν παντοῖα νοσήματα, καὶ ἀπελαύνειν δαιμόνων ἐνέργειαν· Ἀξιάγαστε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριον
Ὡς ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καὶ ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης
Ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατά κόσμον ᾿Ανδρόνικος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στήν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας, τή σημερινή ῾Υπάτη, κοντά στό ὄρος Μολύβιον, ἀπό γονεῖς πού ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατική τάξη·«... γονέων ἐπιφανῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων». ῾Η μητέρα του ἀπέθανε κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καί μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀναπαύθηκε καί ὁ πατέρας του. ῎Ετσι, ὁ μικρός ᾿Ανδρόνικος ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του σέ πολύ μικρή λικία. Τότε εὑρῆκε συμπαράσταση, στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιά ὅλα του τά ἀναγκαῖα καί γιά τή μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
῞Οταν τό ἔτος 1319 Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπό τούς Φράγκους, ὁ ᾿Ανδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καί μάλιστα, χαριτωμένος καθώς ἦταν στή μορφή, ἐκινδύνευσε νά σταλεῖ στό σπίτι τοῦ κατακτητοῦ ᾿Αλφόνσου Φαδρίγου σάν ζωντανό λάφυρο. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως κατάλαβε τίς προθέσεις του καί ἐσώθηκε μέ τή φυγή. ᾿Αφοῦ συναντήθηκε μέ τόν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζί καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπό βαριά ἀρθρίτιδα, στή μονή τοῦ ᾿Ακαπνίου στή Θεσσαλονίκη. ῎Ετσι ὁ νεαρός ᾿Ανδρόνικος, τό ἔτος 1319 (σέ λικία 16-17 ἐτῶν), ἔμεινε γιά τρίτη φορά ὀρφανός χωρίς κανένα προστάτη καί, προκειμένου νά ἐξοικονομήσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή του, προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στή Θεσσαλονίκη. ῾Η μεγάλη του ἀγάπη γιά τά γράμματα ἀφ᾿ ἑνός καί ἔλλειψη χρημάτων ἀφ᾿ ἑτέρου τόν ἀναγκάζουν νά πηγαίνει στά σχολεῖα τῶν διδασκάλων καί καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά παρακολουθεῖ τά μαθήματα.
῾Η ροπή του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό τόν ὁδήγησαν στό ῞Αγιον ῎Ορος. Νεαρός ὅμως καθώς ἦταν καί ἀγένειος δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς πατέρες. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐκάμφθηκε. Παίρνοντας τήν εὐχή τῶν πατέρων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν ῾Αγίων. Συγκατοίκησε μέ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τά ἐξαιρετικά καί σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἐπλησίαζε τά χαρακτηριστικά ἑνός παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νά μείνει στό συχαστήριό τους καί νά τόν κάνουν προεστῶτα. ῾Ο ἴδιος ὅμως μέ ταπείνωση ἀρνήθηκε.
Στήν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μέ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἐπηρέασαν τή ζωή του, ὅπως τόν ῞Οσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τόν Δανιήλ τόν ῾Ησυχαστή, τόν ᾿Ισίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1347-1350) ὑποστήριξε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατόπιν τόν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί πολλούς ἄλλους ῾Αγίους Πατέρες, ἀπό τούς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικά σάν τή μέλισσαπού «συλλέγει τά καίρια».
Στή συνέχεια, μάλλον γιά βιοποριστικούς λόγους, μετέβη στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα. ᾿Εκεῖ ἐγνωρίσθηκε μέ κάποιο φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του ἐσκέφθηκε νά τόν παντρέψει μέ τή θυγατέρα του. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τίς βλέψεις του καί γιά νά μήν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τήν Κρήτη, συνάμα καί τήν κοσμική ζωή, καί ἐπέστρεψε καί πάλι στό ῞Αγιον ῎Ορος, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «ὡς καλός στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», διότι ἐπίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νά βιώσει τό ἀσκητικό ἰδεῶδες.
᾿Αρχικά κατέφυγε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καί εἰδικά στήν ὀρεινή τοποθεσία τήν λεγόμενη Μηλέα. ᾿Εκεῖ ἔγινε δεκτός ἀπό δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινουπολίτη καί τόν Μωυσῆ. Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ρασοφορία του ἀπό τόν γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάσθηκε ᾿Αντώνιος. Πολύ γρήγορα ἔγινε καί μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας τό ὁριστικό του πιά μοναχικό ὄνομα ᾿Αθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔγινε γνωστός καί ἐπέρασε μέσα στό χορό τῶν ῾Οσίων τῆς ᾿Εκκλησίας, καθώς καί τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ ᾿Ορθοδόξου μοναχισμοῦ, καί εἰδικότερα στήν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
῾Ο ᾿Αθανάσιος κατά τήν παραμονή του στό ῎Ορος ἀσκήθηκε στίς κατά Θεόν ἀρετές, στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί στήν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τίς δοκιμασίες καί τίς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καί ὑπομονετικά. Τίς σκληρές μά ἥσυχες στιγμές τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦρθαν νά ταράξουν οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν ᾿Αγαρηνῶν Τούρκων καί οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν ᾿Αθωνικῶν παραλίων. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό ῞Αγιον ῎Ορος καί νά καταφύγουν σέ μέρος ἀσφαλέστερο. ῾Ο μέν Μωυσῆς μετέβη στή μονή τῶν ᾿Ιβήρων, ὁ δέ ᾿Αθανάσιος μαζί μέ τόν γέροντα καί θεῖο του Γρηγόριο καί μέ ἕναν ἄλλο μοναχό με το ὄνομα Γαβριήλ κατέφυγαν πρός τά δυτικά μέρη τῆς ῾Ελλάδος.
᾿Αφοῦ ἐπέρασαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στή Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. ᾿Εκεῖ πολλοί ἐπιφανεῖς ἠθέλησαν νά κρατήσουν κοντά τους τούς ἁγιορεῖτες ἀσκητές καί νά τούς προσφέρουν τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐδέχθησαν, κυρίως γιατί ὁ ᾿Αθανάσιος ἀποστρεφόταν τήν κοσμική καί πολυθόρυβη ζωή τῶν πόλεων καί ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικό γιά ἄσκηση, ἀπομόνωση καί συχία. Μετά ἀπό κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονή τῶν δύο ῾Οσίων στή Σκήτη τῆς Βεροίας, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐπορεύθησαν πρός τόν ᾿Επίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, μέ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου, κατέφυγαν στούς θεόκτιστους Θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν.
Φθάνοντας περί τό 1333-1334 στόν τόπο ἐκεῖνο εὑρῆκαν μέν τούς λίθους, ὅπως τούς εἶχε περιγράψει ὁ ᾿Ιάκωβος, ἀλλά «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων». ῞Ενας μόνο λίθος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ πιό γειτονικός πρός τήν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατά τήν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπό κάποιο βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σέ λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν καί μετονόμασε τό βράχο Στύλο. Σ᾿ αὐτό τό λίθο λοιπόν πηγαίνοντας ὁ ᾿Αθανάσιος μέ τόν γέροντά του Γρηγόριο εὑρῆκαν μέσα ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερό, καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.
῾Ο γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τή σκληρότητα τοῦ τόπου ἠθέλησε νά φύγει καί νά γυρίσει πίσω. ῾Ο ᾿Αθανάσιος ὅμως, ἀντιλαμβανόμενος τίς προθέσεις του, τόν ἐνεθάρρυνε. Και ἐπειδή πολύς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπό τήν πόλη, καθώς αὐτό τό μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σέ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος σύχαζε τίς ἕξι μέρες τῆς ἑβδομάδος καί ἀνέβαινε στό Στύλο μόνο κάθε Κυριακή γιά τήν ἀγρυπνία ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί ἔτρωγε στήν κοινή τράπεζα, κατέβαινε καί πάλι κάτω στό κελλί του.
Μετά ἀπό μικρό διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύχτα ἐδέχθηκε ἐπίθεση ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν ὅτι κάτι θά εὕρισκαν νά ἁρπάξουν ἀπό τό κελλί του. ᾿Εκεῖ ὅμως δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λίγο λάδι καί λίγα ξερά ψωμιά. Τούς ληστές τότε ἀντιλήφθηκε ἀπό ψηλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαάμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τούς ἔδιωξε μέ τή σφενδόνα του, ὅπως τούς λύκους. Στή συνέχεια ὁ ᾿Αθανάσιος, προκειμένου νά εὑρίσκεται μακριά ἀπό ληστές καί νά συχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπό τό γέροντά του γιά ν᾿ ἀνεβεῖ στόν Πλατύλιθο, δηλαδή στό σημερινό βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σ᾿ αὐτόν λοιπόν τό βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στά 1343-1344 ὁ ᾿Αθανάσιος καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά πιά, ποθώντας τήν ἀνεύρεση περισσότερης συχίας καί τήν τελειότερη ἄσκηση.
᾿Αρχικά ὁ ᾿Αθανάσιος ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά τοῦ βράχου. Λίγο ἀργότερα ὅμως ἐδέχθηκε καί δύο ἄλλους ἀδελφούς, πού ἦρθαν γιά νά συγκατοικήσουν μέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν ὅρο πού τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τόν ἕνα ἀπό αὐτούς, τόν ᾿Ιάκωβο, τόν ἔστειλε στόν ᾿Επίσκοπο καί τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα. Στό βράχο ὁ ῞Οσιος ἀσκητής ἐδημιούργησε πρόχειρη τήν κατοικία του καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή.
Μέ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα ὁ ᾿Αθανάσιος διευκόλυνε τόν τρόπο ἀνόδου στό βράχο μέ τή δημιουργία στοᾶς καί τήν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακος. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ἐπίσης τήν ἐπίδραση, τήν πνευματική ἀκτινοβολία καί αἴγλη πού ἀσκοῦσε ὁ ᾿Αθανάσιος καί στούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς. Μέ τή χρηματική συνεισφορά κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, καί μέ τή βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ ᾿Αθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ.
Μέ τήν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καί μέ τήν καθημερινή αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τό νά ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καί νά φροντίζει μόνος του τόν ἑαυτό του θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τήν ὁμόνοια, ἀλλά τή διχόνοια καί τή φιλονικία. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἀπεφάσισε νά ἐπιβάλει στούς ἀδελφούς πού εἶχε στήν ὑποταγή του κοινοβιακό τύπο ζωῆς μέ αὐστηρό μοναστικό κανονισμό. ῾Η φήμη τοῦ συχαστοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καί γεροντάδες ἦλθαν μέ τή συνοδεία τους νά ὑποταχθοῦν σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος καί πνευματικότατος ᾿Ιγνάτιος, ὁ ὁποῖος μέ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καί ἔμεινε κοντά στόν ᾿Αθανάσιο, καί ὁ πνευματικός ᾿Αγάθων, πού πρίν ὑπῆρξε συμμοναστής του στό ῞Αγιον ῎Ορος. ῞Ολοι τους διακρίθηκαν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑποταγή, τόσο πρός τόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο, ὅσο καί μεταξύ τους.
῾Ο ῞Οσιος, πού καμιά στιγμή δέν ἔπαψε νά νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σέ προχωρημένη λικία, ἀσθένησε. Μετά και ἀπό τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί τήν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιά σαράντα περίπου μέρες, σέ λικία 78 ἐτῶν, ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό ἔτος 1380, συναριθμούμενος καί αὐτός στή χορεία τῶν μεγάλων ῾Οσίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
(Πηγή: «ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΩΝ - Βίος Καὶ Πολιτεία Τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν ᾿Αθανασίου, Τοῦ Μετεωρίτου», orthodoxos.com.gr)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ζωῆς ἐν τῇ πέτρᾳ στηρίξας Ὅσιε, τῆς ψυχῆς σου τὰς βάσεις ἀπὸ νεότητος, Ἀθανάσιε σοφὲ στερρῷ φρονήματι, ἐπὶ πέτραν ὑψηλήν, τοῦ Μετεώρου τὴν ζωήν, διέδραμες θεοφόρε· καὶ νὺν ζωῆς ἀθανάτου, κατατρυφῶν ἡμῶν μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω ποθῶν, τὴν κλίμακα ἐτέκτηνας, τὰ κάτω μισῶν, σαργάνην Πάτερ ἔπλεξας, δι’ ὧν πρὸς ὕψος ἔδραμες, ἀπαθείας σοφὲ Ἀθανάσιε· ἐν ὑψηλῇ γὰρ πέτρᾳ τὸ φῶς, ὁσίων ἐκλάμπεις ἀρετῶν τοῖς ἐν γῇ.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθανάσιε ἱερέ, τῆς ἀθανασίας, δένδρον ὄντως πανευθαλές· χαίροις Μετεώρων, ὁ θεῖος λαμπαδοῦχος, καὶ Μοναζόντων γνώμων, πρὸς τελειότητα.
(Πηγή: «Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης», Μέγας Συναξαριστής)
Ὅσιος Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης
Ο άγιος Ιωάσαφ ήταν υιός τού ευσεβή ηγεμόνα της Ηπείρου και Θεσσαλίας Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου (1359-1370), πού καταγόταν από τον βασιλικό οίκο των Νεμάνια και ανακηρύχθηκε «τσάρος τών Ελλήνων, των Σέρβων και των Αλβανών». Η μητέρα του Θωμαΐδα ήταν κόρη τού δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Β΄ Ορσίνη (1323-1335) και αδελφή τού τελευταίου δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Β΄ Ορσίνη (1338-1340, 1356-1359).
Ο κατά κόσμον Ιωάννης γεννήθηκε κατά το 1349-50. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν άπό τή βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων.... Η μητέρα της μητέρας του, η γιαγιά του Μαρία Παλαιολογίνα, ήταν δισέγγονη τού βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) άπό τον πατέρα της Ιωάννη Παλαιολόγο και εγγονή άπό τή μητέρα της Ειρήνη τού Θεόδωρου Μετοχίτη, πού ήταν κτίτορας της περίφημης μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, και είχε παντρευτεί τον Σέρβο βασιληά Στέφανο Γ΄ Ούρεση (1321-1331), πού ήταν παππούς τού Ιωάννη. Ο Ιωάννης είχε ένα νεώτερο ετεροθαλή αδελφό, τον Στέφανο, τή Μαρία Αγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, πού ήταν παντρεμένη με τον δεσπότη των Ιωαννίνων Θωμά (+1384).
Το 1359-60 ο Ιωάννης αναγορεύθηκε στην Καστοριά συναυτοκράτορας με τον πατέρα του σε ηλικία μόλις δέκα ετών. Μετά δέκα έτη περίπου, πέθανε ο πατέρας του και τον διαδέχθηκε στην εξουσία. Η ευσεβής οικογένειά του τον βοήθησε άπό μικρό να έχει ένα ιδιαίτερο ζήλο για την πνευματική ζωή και όχι για τα κοσμικά πράγματα. Επισκεπτόταν συχνά τις εκκλησίες και τα μοναστήρια και συμμετείχε στις ιερές ακολουθίες και τις θειες λειτουργίες, ιδιαίτερα στις μονές τού Αγίου Όρους και τών Μετεώρων. Κατά τον θάνατο τού πατέρα του βρισκόταν στό Άγιον Όρος. Επέστρεψε στα Τρίκαλα και παραχώρησε την εξουσία και τή διοίκηση της Θεσσαλίας στον συγγενή του Καίσαρα Αλέξιο Άγγελο Φιλανθρωπινό το 1372. Το έτος αυτό, στην ηλικία τών 22 ετών, ο Ιωάννης Ούρεσης Παλαιολόγος, ο τελευταίος γόνος της ένδοξης δυναστείας τών Νεμανιδών, κατέφυγε στην ιερά μονή τού Πλατυλίθου, της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος τού Μεγάλου Μετεώρου. Εκεί μετονομάσθηκε Ιωάσαφ άπό τον όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη (+1380), τού οποίου υπήρξε πνευματικός πατέρας και καθοδηγός. Αυτός, προ της μακαρίας κοιμήσεώς του, τού παραχώ ρησε «πάσαν την εξουσίαν και αρχήν» της μονής. Μετήλλαξε τή βασιλική πορφύρα με το μοναχικό τρίχινο ράσο.
Ο Ιωάσαφ, όταν εκοιμήθη ο Γέροντάς του όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος. Μετά την εκδημία του, επέστρεψε στο Μεγάλο Μετέωρο και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως διάδοχος, κατά τή διαθήκη τού οσίου πνευματικού του πατρός. Το 1381 υπογράφει «Ιωάννης Ούρεσης ο Παλαιολόγος ο δια του Θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείς Ιωάσαφ μοναχός». Το 1384-85 ο Ιωάσαφ μεταβαίνει στα Ιωάννινα για να παρηγορήσει και ενισχύσει την πρόωρα χήρα αδελφή του Μαρία Αγγελίνα, πού ο σύζυγός της Θωμάς Πρελιούμποβιτς είχε δολοφονηθεί, και η δια είχε ανακηρυχθεί κυβερνήτρια τού δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο κίνδυνος της απειλής τών Αλβανών ανάγκασε τή Μαρία να έλθει σε δεύτερο γάμο με τον κόμη Ιζαού Μπουντελμόντι άπό την Κεφαλλονιά, κατόπιν συνδρομής τού Ιωάσαφ και να ειρηνεύσει το δεσποτάτο και να επιστρέψει ήσυχος στα Μετέωρα με δώρα άπό την αδελφή του, πού τα χρησιμοποίησε για τή μονή του, μαζί με μεταγενέστερες πλούσιες δωρεές, οι όποιες μεγάλυναν το Μεγάλο Μετέωρο και τον κατέστησαν δεύτερο κτίτορα.
Το 1393-1394 οι Τούρκοι κατέλαβαν τή Θεσσαλία και ο άγιος αναγκάσθηκε να αναχωρήσει για το Άγιον Όρος.
Μαζί του είχε τον ιερομόναχο Σεραπίωνα και τους μοναχούς Φιλόθεο και Γεράσιμο. Εγκαταστάθηκαν στη μονή Βατοπαιδίου, στην οποία προσέφεραν δώρα, χρήματα και ένα χρυσό σταυρό. Σε αυτούς παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, όπως φαίνεται σε έγγραφο πού υπογράφουν και οι Βατοπαιδινοί πατέρες Θεοδώρητος Καθηγούμενος και Ιγνάτιος Προηγούμενος. Το 1394 ο Πρώτος τού Αγίου Όρους ιερομόναχος Ιερεμίας Διονυσιάτης έδωσε Κελλί στις Καρυές, για να κατοικεί ο Ιωάσαφ με τή συνοδεία του. Ο Πρώτος τού Αγίου Όρους Νεόφυτος Διονυσιάτης σε έγγραφό του αναφέρει ότι «ο κατά κόσμον ευγενέστατος και εν μοναχοίς οσιώτατος κυρ Ιωάσαφ» το 1396 αναχώρησε για τα Μετέωρα.
Ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιωάσαφ τον ονομάζει «αειθαλές δένδρον και υψίκομον, τον κυρ Ιωάσαφ, όπερ θάλπει πάντας" τον άγιον, τον γλυκύν, τον πράον, τον ήσυχον, τον αγχίνουν ...» σε επιστολή του, όπου αναφέρει ότι έχει και μεγάλη συνοδεία μοναχών.
Ο όσιος Ιωάσαφ εκοιμήθη το 1422-23 ως απλός μοναχός σε ένα μικρό κελλί τού Μεγάλου Μετεώρου, το όποιο αγάπησε και λάμπρυνε με πολλά έργα, μεγαλώνοντας το μικρό Καθολικό, πού το αγιογράφησε, συμπλήρωσε με απαραίτητες οικοδομές και αφιέρωσε κτήματα και χειρόγραφα. Ήταν ολόψυχα αφιερωμένος στό ιδεώδες τού μοναχικού βίου, ταπεινόφρων, υπάκουος, κοινοβιάτης μοναχός, ακούραστος ασκητής και γι΄ αυτό σεβαστός και αγαπητός απ΄ όλους.
Στην ωραία και αιθέρια ιερά μονή τού Μεγάλου Μετεώρου φυλάγεται η τίμια κάρα τού οσίου Ιωάσαφ σε αργυρά λειψανοθήκη και αποτελεί μαζί με τού αγίου Γέροντά του Αθανασίου πολύτιμο και ανεκτίμητο θησαυρό και σεβάσμιο προσκύνημα289. Στό σκευοφυλάκειο της μονής φυλάγονται προσωπικά σκεύη τού οσίου, καθώς και φορητές εικόνες. Στη μονή τοιχογραφείται μαζί με τον όσιο Αθανάσιο.
Η ιερά ακολουθία του υπάρχει στους κώδικες της μονής του: 209 τού 1551 και 128 τού 17ου αιώνος και είναι ποίημα τού Ιουστίνου Δεκαδύο. Συνυμνείται με τον όσιο Αθανάσιο. Η ακολουθία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1788 στη Βενετία. Παρακλητικό Κανόνα και Χαιρετιστήριους Οίκους συνέθεσε πρόσφατα η μοναχή Θεοτέκνη.
(Πηγή: «1140 - Όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης (+1422/3)», Αγιορείτικες Μνήμες)
Πηγή: orthodoxos.com.gr, Μέγας Συναξαριστής, Αγιορείτικες Μνήμες
Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε δημιούργημα τύχης· δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτὴ εἶνε ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καὶ κορυφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.
Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής:
«Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸπαρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν,ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως.»
Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό του Έβρου για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον χωρικό Χρήστο Αργυρίου. Τα λείψανά του μετεφέρθησαν έπειτα από χρόνια στην μητρόπολη της Ανδριανουπόλεως.
Στο συγγραφικό έργο του Κυρίλλου ανήκει ο Πίναξ χορογραφικός της Μεγάλης Αρχισατραπείας του Ικονίου, ένα έργο που δημοσιεύθηκε στην Βιέννη το 1812 μ.Χ. για να ακολουθήσει η Ιστορική περιγραφή του προεκδοθέντος χορογραφικού πίνακος του Ικονίου. Το δεύτερο αυτό σύγγραμμα, τό οποίο εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1815 μ.Χ., αποτελεί μίαν επεξήγηση του Πίνακος, ενώ περιλαμβάνει και μία περιγραφη της Ανδριανουπόλεως και των περιοχών γύρω από την Θράκη. Των γεωγραφικού περιεχομένου έργων του προηγήθηκε η συλλογή ποιημάτων «Ιερογραφική Αρμονία», με έμμετρα των Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου και Ν. Ξανθοπούλου, η οποία τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1802 μ.Χ. Διασώζονται επίσης 158 κηρύγματά του, καθώς και μία συλλογή από αρχαίες επιγραφές που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος.
Αναγνωρίστηκε ως Άγιος της Εκκλησίας μας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλαδος με ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Νικηφόρου (Πράξις 403/8-7-1993). Η μνήμη του τιμάται την 18ην Απριλίου και μεταφέρεται την Κυριακή του Θωμά. Στην μνήμη του Αγίου Ιερόμαρτυρα Κύριλλου του ΣΤ΄ παραθέτουμε άρθρο που δημοσίευσε για το έργο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 25 Μαρτίου 1987 ο Τάσος Λιγνάδης.
Οι πνευματικές ικανότητες
Ο Κωνσταντίνος Σερπετζόγλου γεννήθηκε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1760 στην Αδριανούπολη, από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του Βασίλειος καταγόταν από την Καισάρεια και, αν βασισθούμε στο επώνυμό του, θα πρέπει να ήταν κατασκευαστής σιροπίων (σερπέτια, τουρκιστί τα μελίκρατα κατά τον Α. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι). Ο Κωνσταντίνος είχε τρείς αδελφές, η μητέρα του όμως Μοσχονή ποθούσε για το αγόρι της, που φαινόταν ευφυές και επιμελέστατο, να μάθει τα ελληνικά γράμματα όσο γινόταν καλύτερα. Ο μικρός πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και το πρώτο του ελληνικό βιβλίο – όπως στους περσσότερους Έλληνες της Τουρκοκρατίας – το αλφαβητάρι του, ήταν το Ψαλτήρι. Πάνω σ’ αυτό έμαθε να συλλαβίζει και να γράφει την γλώσσα των προγόνων του. Οι πνευματικές του ικανότητες διεφάνησαν όμως όταν γράφτηκε στην Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως, που ήταν ιδρυμένη από το 1550. Ο Κωνσταντίνος διάβασε αρχαίους Έλληνες κλασικούς, τους Πατέρες της Εκκλησίας και είχε την τύχη να τον διδάξουν σημαίνοντες καθηγητές. Ο υψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης έφηβος, απέκτησε γρήγορα φήμη, χάρις στα πνευματικά του προσόντα. Όταν τελείωσε τη Σχολή, εργάσθηκε για ένα βραχύ διάστημα ως δάσκαλος. Μετά, αντί να φύγει στην Ευρώπη ή στη Ρωσία και να γίνει γιατρός ή έμπορος, όπως συνηθιζόταν τότε για τους προικισμένους νέους, αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1791, μετονομάσθηκε σε Κύριλλο και έγινε γραμματεύς – ήταν άριστος καλλιγράφος – της Ιεράς Μητροπόλεως, όταν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν ο Καλλίνικος, ο οποίος είχε διαβλέψει τις πλούσιες πνευματικές του ικανότητες. Όταν ο Καλλίνικος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1801) κάλεσε στην Πόλη τον Κύριλλο και τον διόρισε Μέγα Αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου.
Ο Κύριλλος, όπως η πλειονότης των ιερωμένων της εποχής, πίστευε θερμά ότι η μόρφωση του υποδούλου Γένους ήταν η κατά το ήμισυ εξασφάλιση της προσεχούς ελευθερίας. Γι’ αυτό βάλθηκε με όλες του τις δυνάμεις να έλθει αρωγός σε δραστηριότητες παιδείας δηλαδή ελληνομάθειας. Μαζί με τον Δημήτριο Μουρούζη – τον αργότερα διερμηνέα της Πύλης – που είχε επίσης την άποψη ότι η μόρφωση θα έκανε τους Έλληνες να υπερισχύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την υποκαταστήσουν, όπως έγινε και με τους Ρωμαίους, συνεργάσθηκαν, για να αναστήσουν την Μεγάλη του Γένους Σχολή, που πρό της Αλώσεως ήταν η κορυφαία Σχολή των Ελλήνων στην οποίαν οι τρόφιμοι διδάσκονταν, εκτός από την αρχαία ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και φυσική. Χρειάσθηκε να ξεπερασθούν πολλά εμπόδια και να διασκεδασθούν οι αντιδράσεις των Τούρκων, για να επαναλειτουργήσει η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με πρωτοβουλία του Κυρίλλου – ο οποίος είχε γίνει στο μεταξύ αρχιμανδρίτης – ανοίχθηκε ένας μεγάλος έρανος ανάμεσα στους Έλληνες της αυτοκρατορίας και έτσι εξασφαλίστηκαν οι πόροι λειτουργίας της. Ο Κύριλλος, εκτός από τα κατά Κυριακήν κηρύγματά του από άμβωνος, ασχολήθηκε και με την συγγραφή. Το 1802 το Τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κων/λεως εξέδωκε το βιβλίο του «Ιερογραφική αρμονία» που είχε ως αντικείμενο του τη βυζαντινή ποίηση του Γεωργίου Πισίδου, του Θεοδώρου Προδρόμου και του Νικηφόρου Ξανθοπούλου.
Ο ζήλος του για την οργάνωση της Ελληνικής Παιδείας
Το 1803 ο Κύριλλος, σε ηλικία περίπου 30 ετών έγινε Μητροπολίτης Ικονίου. Ήταν μια περιοχή στην οποίαν επικρατούσε το τουρκικό στοιχείο. Επειδή δεν υπήρχαν ούτε ιερείς ούτε δάσκαλοι, οι ΄Ελληνες είχαν ξεχάσει την γλώσσα τους και το μόνο που τους συντηρούσε ως Γένος ήταν η μακρινή ανάμνηση της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Κύριλλος αναγκάσθηκε να κάνει το κήρυγμά του στα τουρκικά, για να γίνεται κατανοητός και σιγά σιγά άρχιζε να τους εισάγει στην ελληνική γραφή και από εκεί στη γλώσσα. Τους έγραφε δηλαδή τα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες (καραμανλίδικα) και βαθμιαία άρχισαν οι Έλληνες να μαθαίνουν την γλώσσα τους με ιερείς και διδασκάλους που μετεκάλεσε ο Κύριλλος και με την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Εκεί, στο Ικόνιο, πατρίδα των μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, έγραψε ένα απολυτίκιο κατά την εορτή τους (15 Ιουλίου) το οποίο περιελήφθη στην Ακολουθία…
Εκτός από την υμνογραφία ο Κύριλλος συνέταξε ένα Χωρογραφικό Πίνακα της περιοχής του Ικονίου (τυπώθηκε το 1812 στη Βιέννη με επιστασία του Άνθιμου Γαζή), και μια Ιστορική Περιγραφή της περιοχής της Αδριανουπόλεως (και τα δύο κείμενα βρίσκονται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη). Από την Ιστορική Περιγραφή αποσπώ ένα κομμάτι χάριν παραδείγματος απλής γραφής:
«Η Αδριανούπολις εκαλείτο το πάλαι Ορεστιάς, από Ορέστου, του υιού του Αγαμέμνονος, έπειτα κτισθείσα και αυξηθείσα υπό του αυτοκράτορος των Ρωμαίων Αδριανού Αιλίου, γαμβρού του Τραϊανού, ονομάσθη Αδριανούπολις και Αιλία· κείται δε εν μέσω σχεδόν της Ρωμανίας (Ρούμελι κοινώς, ο εστί γη των Ρωμαίων).»
Ουσία και Αρτηρία
Επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιώ τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται στον Κύριλλο ως παράδειγμα αναγωγής στον ιστορικό ρόλο της Ορθοδοξίας. Και σκέφτομαι αυτόν τον ρόλο όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κρατιδίου, όταν η Εκκλησία πρωτοστατούσε οικουμενικώς με τα ίδια ιδεολογικά μέσα αφυπνίσεως στον αλύτρωτο και στον απόδημο ελληνισμό…
… Οι αιώνες της σκλαβιάς «δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική ψυχή μας γιατί υπήρξαν οι Κύριλλοι». Μιλώντας με το παράδειγμα του Κυρίλλου ανάγομαι αυτομάτως στις χιλιάδες των Κυρίλλων, δηλαδή στην Εκκλησία της Ορθοδοξίας, που κράτησε σε διαρκή εγρήγορση και αγονάτιστη την συνείδηση του Γένους ως επαλήθευση παθών και αναστάσεως…
Όταν το 1810 πέθανε ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γαβριήλ, οι αδριανουπολίτες εζήτησαν από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναλάβει τον δεσποτικό θρόνο της πόλης τους ο συντοπίτης τους Κύριλλος. Έτσι και έγινε. Ο Κύριλλος, μόλις επέστρεψε από το Ικόνιο στη γενέτειρά του, άρχισε εμμέσως τις προσφιλείς του δραστηριότητες για την ελληνική παιδεία και εμερίμνησε για την Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως. Είναι δε χαρακτηριστικό το εξής: Επειδή είχε μάθει ότι σ’ εκείνη την σχολή εσπούδαζε – ο κατόπιν διάσημος φωστήρας της επιστήμης – Στέφανος Καραθεοδωρής, που ήταν και μακρινός συγγενής του, εζήτησε να τον δεί, για να τον χρησιμοποιήσει. Όταν τον επληροφόρησαν ότι ο Καραθεοδωρής είχε φύγει για την Ευρώπη, για να σπουδάσει την ιατρική, είπε λυπημένος τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού: «Επέταξε μας το πουλί, οπούχαμε στα χέρια!». Το 1813 ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/λεως έμεινε κενός, επειδή η τουρκική διοίκηση υποπτευόμενη τον Πατριάρχη Ιερεμία ότι ευνοούσε ανατρεπτικές κινήσεις, τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Οι συνοδικοί του Πατριαρχείου εξέλεξαν στην θέση του, παρά την θέλησή του τον Κύριλλο, τον οποίον οι Τούρκοι δέχθηκαν να ενθρονίσουν με τους γνωστούς τίτλους: «Ανώτατος βαθμούχος Παναγιώτατος Ρωμηός, Πατριάρχης Σταμπούλ».
Στην θέση του, στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανουπόλεως ο Κύριλλος άφησε τον εκ Χίου σοφό Δωρόθεο Πρώιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο νέος Πατριάρχης άρχισε πάλι τις ενέργειές του για την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επέτυχε να πείσει τελικά τον Κωνασταντίνο Κούμα, τον διάσημο σχολάρχη της Σχολής της Σμύρνης, να αναλάβει την μεγάλη Σχολή του Γένους. Παράλληλα, εργάσθηκε με ζήλο για την επανίδρυση της σχολής της Τραπεζούντος, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε τόση αμάθεια καταλάβει την περιοχή της ένδοξης βυζαντινής πόλης:
«... ώστε μηδέ το χαρακτηριστικόν του ελληνικού και χριστιανικού γένους (την καθομιλουμένην φαμέν διάλεκτον) σώζεσθαι παρά πάσιν καθαράν και ακεραίαν και περί τα ήθη δε πολλήν συμβαίνειν την διαφθοράν.»
Η επανιδρυθείσα Σχολή της Τραπεζούντος ακτινοβόλησε έως την Καταστροφήν του 1922. Ο άοκνος ζήλος του Κυρίλλου για την Παιδεία επεξετάθει σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη μάλιστα πρόνοια επέδειξε για την οργάνωση των μοναστηριών, που τα θεωρούσε πνευματικές εστίες του Ελληνισμού. Το 1815 ίδρυσε στην Κων/λη «Μουσικήν Σχολήν της νέας βυζαντινής Τεχνολογίας και μουσικής μεθόδου» (από την οποίαν ύστερα από λίγα χρόνια προτάθηκε και εγκρίθηκε σύστημα μετρικής καταγραφής της βυζαντινής μουσικής, από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, Γεώργιο Χουρμούζιο και Γρηγόριο Λευίτη, που ισχύει από τότε).
Τους έσφαξαν μπροστά στις οικογένειές τους
Παρενθετικώς ως πρός την περίοδο αυτή, ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει δύο πράγματα που έχουν σχέση με το θέμα μας: Πρώτον, υπήρχε από τότε κυρίως στις μορφωμένες τάξεις του Γένους η αντιδικία μεταξύ δυτικοφρόνων και ρωσοφρόνων, που οι συνέπειες της δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δεύτερον, η εποχή της πατριαρχείας του Κυρίλλου ΣΤ΄ συμπίπτει με την ίδρυση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, για το έργο της οποίας δεν ήταν απληροφόρητοι οι Τούρκοι. Το 1818 ήρθαν στην Πόλη πρώτα ο Σκουφάς και μετά ο Τσακάλωφ και με τους Σέκερη και Κουμπάρη εμύησαν τους δημογέροντες, τους προέδρους και τους μεγαλεμπόρους. Δεν άργησαν να αντιδράσουν οι Τούρκοι. Στις 13 Δεκεμβρίου 1818 εξεθρόνισαν τον Κύριλλο ως ανίκανο να κρατήσει τους λαούς σε υποταγή. Πατριάρχης έγινε για Τρίτη φορά ο Γρηγόριος ο Ε΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταβολές αυτές γίνονταν βάσει επιλογών, αναλόγως κατά το αν επικρατούσαν δυτικόφρονες ή ρωσόφρονες εισηγήσεις. Ο Κύριλλος επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Όταν το 1821 ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αντιλαμβανόμενος ότι η Ρωσία, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα εκινείτο και για να αποτρέψει την καθολική σφαγή των χριστιανών της αυτοκρατορίας, προέβει στον αφορισμό, η Αδριανούπολη κατάλαβε τι την περίμενε. Ο αφόρισμος απέτρεψε κατά ένα μέρος την απειλή της γενικής εξολοθρεύσεως αλλά δεν εμπόδισε την καταδίκη των κεφαλών του Γένους, όπως συνέβει με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και πλείστων άλλων. Τον Απρίλιο του 1821, την Μ. Εβδομάδα συνελήφθησαν όλες οι κεφαλές των Ρωμηών στην Αδριανούπολη και πρώτος ο φιλικός Μητροπολίτης Πρώιος. Την Κυριακή του Θωμά οι Γενίτσαροι τους έσφαξαν όλους μπροστά στις οικίες τους και ενώπιον των οικογενειών τους. Και ενώ αυτοί σφάζονταν ήλθε φερμάνι από τον Τούρκο Βεζύρη προς τον Τούρκο Νομάρχη, που έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Επειδή εξικριβώθη ότι και ο εκ της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείας των Ρωμαίων απολυθείς και εν Αδριανουπόλει εξορισθείς Κύριλλος, ο προκάτοχος του εκτελεσθέντος Πατριάρχου, ενέχεται επίσης εις το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους και εδέησε να εξαλειφθεί και ούτος εκ του προσώπου της γης προς παραδειγματισμόν των άλλων, εξέδωκα μυστικώς το υψηλόν τούτο φιρμάνιον, δι ου διατάσσω την απαγχόνισιν του ειρημένου Κυρίλλου εντός της Αδριανουπόλεως, μετά της ην περιβάλλεται ενδυμασίας.»
Ηυδόκησεν ο Κύριος
Την Δευτέραν μετά την Κυριακήν του Θωμά ο Κύριλλος οδηγήθηκε έφιππος προ του νομάρχη, κατά την περιγραφή. Μετά σιωπή λέει ο Τούρκος:
› Κατά τας ημέρας αυτάς πολλά δεινά ενέσκηψαν κατά του έθνους των Ελλήνων.
Ο Κύριλλος απάντησε:
› Ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος.
Ο Τούρκος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά ο Ιεράρχης του είπε:
› Θάρρει ηγεμών, όλοι μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου.
Ήπιε τον προσφερθέντα καφέ και ανεχώρησε. Έξω από το διοικητήριο, τον περίμεναν οι Γενίτσαροι. Τον δένουν και τον οδηγούν στην Μητρόπολη, διασχίζοντας δρόμους, όπου ο λαός ανήμπορος να βοηθήσει έβλεπε «τον Ποιμένα αγόμενον ως πρόβατον επί σφαγήν». Πριν φθάσει η πομπή στην Μητρόπολη, ο Κύριλλος πρόλαβε να δεί δύο ακέφαλα σώματα που έσταζαν αίμα. Ήταν του πρωτοσύγκελλου Θεοκλήτου και του ιερομονάχου Ιακώβου Αρζουμάνογλου. Στο κιγκλίδωμα του παραθύρου του Συνοδικού της Μητροπόλεως, οι Τούρκοι κρέμασαν το σχοινί και του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό. Ήταν στις 18 Απριλίου 1821.
Το σώμα του Κυρίλλου έμεινε κρεμασμένο στο κιγκλίδωμα τρεις μέρες. Δίπλα του κρεμασμένος και ο πρωτοσύγκελλος Αγαθάγγελος και άλλοι στενοί φίλοι του Κυρίλλου. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν την ταφή του πρώην Πατριάρχη, καθώς και των κληρικών και των προεστώτων. Τα πτώματα τους ρίχθηκαν στα νερά του Έβρου. Το σκήνωμα του Κύριλλου το βρήκε στο φράκτη ενός νερόμυλου ένας πιστός πατριώτης και το έθαψε μέσα στο σπίτι του. Ύστερα από οκτώ χρόνια με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρώσοι εισέρχονται στην Αδριανούπολη (1829) και υπογράφεται στην πόλη αυτή η γνωστή Συνθήκη με την οποίαν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Πέρασαν εκατό χρόνια από τον απαγχονισμό του Κυρίλλου και το 1920 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Αδριανούπολη. Τότε, έγινε πάνδημο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα ανοίχθηκε το επί εκατό χρόνια κλειστό παράθυρο, από το κιγκλίδωμα του οποίου είχαν κρεμάσει τον Πατριάρχη και έθεσαν εκεί μία πινακίδα με το ακόλουθο επίγραμμα:
«Κυρίλλω τω ΣΤ΄ γόνω μεν τήσδε πόλεως ευκλεεί, δεξιώς δε την Ολκάδα της Μ. Εκκλησίας οιακοστροφήσαντι υπέρ πίστεως και πατρίδος τον δι’ αγχόνης υποστάντι θάνατον η Πατρίς ελευθερωθείσα και μεγάλη ήδη τούτο ιδρύσατο σήμα μνημείον μεν της προς αυτόν αϊδίου τιμής και σεβασμού δείγμα δ’ αρετής τοις επιγιγνομένοις.»
Με την καταστροφή του 1922 η Αδριανούπολη παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους και όλος ο πληθυσμός την εγκατέλειψε. Η Μητρόπολη εγκαταστάθηκε στην Ορεστιάδα.
* * * * * *
Ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο οφείλω τις πληροφορίες αυτές, αφιερώνει στους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς την έρευνα του. Εγώ, περιορίζομαι απλώς να απευθύνω το σημείωμα τούτο στους Έλληνες πολιτικούς με την ευχή, όταν υψώνουν χέρι και κεφάλι στην Εκκλησία, να μή ξεχνούν ότι μπορούν να μιλάνε και να ενεργούν ελεύθεροι τώρα, επειδή τότε «υπήρξαν οι Κύριλλοι».
Εξεδόθη σύντομη βιογραφία του Αγίου όπου δημοσιεύονται και αυθεντικές μαρτυρίες αυτοπτών για τα πολλά θαύματα πού έχει επιτελέσει ο Άγιος. Τμήμα των τιμιωτάτων λειψάνων του Ιερομάρτυρος ανευρέθη στην Ιερά Βατοπεδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου του Αγίου Όρους -σήμερα δε φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου› υπάρχει εκεί μια μικρή ασημένια λειψανοθήκη με ένα μικρό τεμάχιο Αγίου Λειψάνου και παλαιό χειρόγραφο πού αναφέρει ότι ο Άγιος Κύριλλος εμαρτύρησε στις 18 Απριλίου 1821.
Στις 26 Ιουνίου 1988 θεμελιώθηκε παρεκκλήσιο του Αγίου με δαπάνες της κας Λίνας Καλλά-Χατζή εις μνήμην του συζύγου και των γονέων της. Ο τάφος του Αγίου ανοίχθηκε στις 11 Μαΐου 1989, οπότε μυρόβλησε όλο το Πύθιο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού. Τέλος στις 8 Ιουλίου 1993 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέταξε τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα Κύριλλο Στ΄ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
(Πηγή: από το βιβλίο «ΚΑΤΑΡΡΕΩ › ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ» Τάσου Λιγνάδη, Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – 6, Φεβρουάριος 1996, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 237-247, Διακόνημα)
Ο Άγιος στη Γερμανία (1998)
Με λένε Βασιλική και μένω στη Γερμανία. Εγέννησα πριν από ένα χρόνο ένα κοριτσάκι το βάπτισα και το είπα Μαρίνα, ένα υγιέστατο παιδάκι ήταν, ξαφνικά όμως όταν έγινε οκτώ μηνών έμεινε παράλυτο. Δεν κουνούσε ούτε χέρια ούτε πόδια και το έπιαναν σπασμοί. Το πήγα στο νοσοκομείο δεν μπορούσαν να βρούν οι γιατροί από που έπαθε αυτή την ανίατη αρρώστεια, εγώ δεν έπαψα να καίω το καντηλάκι του Αγίου Κυρίλλου και στο κομοδίνο του παιδιού μου είχα την εικόνα του Αγίου και τον παρακαλούσα μέρα και νύχτα για το παιδί μου. Μετά από 7 μήνες παίρνω την εικόνα του Αγίου και τη βάζω επάνω του, αμέσως αυτή την στιγμή άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, οί γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν και με ρωτούσαν ποιός Άγιος ειναι και πώς τον λένε και τους είπα ολόκληρη την ιστορία με τον Άγιο Κύριλλο και το θαύμα. Δοξάζω το Θεό όπου η χάρις του Αγίου έκανε καλά το παιδί μου. Είθε η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ να σκεπάζει όλο τον κόσμο!
Ο Αγιος στο Βέλγιο (18-3-98)
Ονομάζομαι Ελένη Καραφυλλάκη και ο σύζυγος Μιχάλης. Πατρίδα μας είναι το ακριτικό χωριό του Έβρου, η πατρίδα του Μεγάλου μας Αγίου Κυρίλλου, το Πύθιο. Εμείς όμως μένουμε έδω και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στο Βέλγιο. Ο σύζυγος μου ασθένησε πολύ βαριά και έπρεπε να κάνει 3 εγχειρήσεις. Ηταν πολύ σοβαρές, και αφορούσαν το συκώτι, τον πνεύμονα και το νεφρό του. Πήγαμε σε πολλούς γιατρούς έδω στο Βέλγιο οι οποίοι μας παρουσίασαν τα πράγματα πολύ δύσκολα αφού δεν υπήρχε συγκεκριμένη θεραπεία. Μια μέρα όπως γυρίσαμε στο σπίτι μετά το γιατρό άρχισα να κλαίω απαρηγόρητη και απελπισμένη όπως ήμουν βγάζω από το συρτάρι μου το βιβλιαράκι με το βίο του Αγίου, το αγκαλιάζω και φωνάζω με πίστη:
› Άγιε μου, σώσε τον άνδρα μου.
Το βράδυ βλέπω στον ύπνο μου το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, με τον Άγιο Κύριλλο (τον αναγνώρισα από την άγια εικόνα του στο βιβλίο) και μου λέει:
› Ελένη παιδί μου, μη στεναχωριέσαι, ο Άγιος διάβασε τον άνδρα σου και δεν έχει τίποτα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαμε στο νοσοκομείο για εξετάσεις και περάσαμε άπό τον ακτινολόγο ο οποίος κοιτάζοντας τις ακτινογραφίες μας είπε:
› Οί άκτινογραφίες είναι πεντακάθαρες. Ή έγινε μεγάλο θαύμα ή λάθος διάγνωση είχαμε κάνει!
Μεγάλη η χάρη του Αγίου. Πάντοτε θα τον επικαλούμαστε εγώ και η οικογένειά μου με πίστη.
(Πηγή: «Θαύματα του Αγίου Κυρίλλου Στ’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» Διακόνημα)
Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998
Ονομάζομαι Γιαννούλα Παπαδούλη και είμαι κάτοικος του χωρίου Ποιμενικόν Νέας Ορεστιάδος. Πριν ένα χρόνο είχα πάρει την εικόνα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ και στην προσευχή μου παρακαλούσα τον Άγιο να με αξιώσει να πάω στο Πύθιο να προσκυνήσω στην εκκλησία και στον τάφο του. Φέτος την Κυριακή του Θωμά που ήταν η μνήμη του πήγαμε με’ την αδελφή μου Αθηνά και το γαμπρό μου Στρατή στην Εκκλησία του.
Εκεί προσκυνήσαμε την εικόνα Του και είδαμε και οι τρεις μας μερικά γράμματα στο μέτωπο Του. Τα διαβάσαμε αλλά τα ξεχάσαμε αμέσως. Μόνο το γράμμα Α θυμόμαστε όλοι. Δε μπορέσαμε να δώσουμε καμία εξήγηση. Κατάπληκτοι πήραμε λίγο λαδάκι από το καντηλάκι που καίγεται μπροστά στην εικόνα του για να σταυρώσουμε τον ετοιμοθάνατο πατέρα μας που υπέφερε από καρκίνο. Δυστυχώς όλο το αίμα του είχε αλλοιωθεί και οι γιατροί από το Νοσοκομείο Διδυμοτείχου, μας είπαν ότι δεν έχει νόημα να κάθεται μέσα και να τον πάρουμε στο σπίτι για να πεθάνει ήσυχος.
Μόλις τον σταυρώσαμε άνοιξε τα μάτια του, ζήτησε να φάει και υστέρα κοιμήθηκε ήρεμα. Το πρωί ξύπνησε και αισθανόταν εντελώς καλά σαν να μην είχε υποστεί καμία ταλαιπωρία. Δοξάζουμε το Θεό και το θαυματουργό του Άγιο, τον Άγιο Κύριλλο τον ΣΤ’ πού είναι προστάτης μας! Κάθε χρόνο θα τον προσκυνούμε με πίστη την ημέρα της μνήμης του.
(Πηγή: «Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998» Διακόνημα)
Απολυτίκιον Ήχος α’.
Της ερήμου πολίτης. Βυζαντίου τον θρόνον αρεταίς κατεκόσμησας, Ανδριανουπόλεως θρέμμα, Ιερότατε Κύριλλε· ζηλώσας, γαρ τας τρίβους αθλητών δεινώς αγχόνη ηωρήθης απηνώς και Πυθίου ανεδείχθης πανσθενουργός προστάτης· όθεν κράζομεν· Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε κραταιώσαντι, δόξα τω νεοάθλων κοινωνόν σε αναδείξαντι.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ΄.
Τη Υπερμάχω. Τον Πατριάρχην τον φιλόθεον και άριστον οφθέντα πάσιν αθλητήν εγκωμιάσωμεν, Βυζαντίου τον κοσμήτορα και ποιμένα αληθή του εν πικρά δουλεία στένοντος ορθοδόξων δήμου, θείοις μελωδήμασιν ανακράζοντες· Χαίροις, πάντιμε Κύριλλε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ο προθύμως αποκτανθείς ως ποιμήν, θεόφρον, Εκκλησίας Χριστού καλός, Κύριλλε τρισμάκαρ, υπέρ του σου ποιμνίου Αγαρηνών προτάσσων την ιταμότητα.
Πολλές φορές εἶχα ἀκούσει τούς Δωδεκανήσιους συμφοιτητές μου νά μιλοῦνε μέ πολύ σεβασμό γιά τόν ἄγνωστο σέ μένα, π. Ἀμφιλόχιο, τόν
Γέροντα τῆς Πάτμου, ὅπως τόν ἔλεγαν. Ἀλλά καί ἡ καθηγήτρια τῶν Παιδαγωγικῶν τῆς Σχολῆς μας, μακαριστή Μαρία Πετρούτσου, πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῶν παραδόσεών της ἀνέφερε γνῶμες τοῦ κληρικοῦ αὐτοῦ. Αὐτά ἄναψαν τήν ἐπιθυμία μου νά τόν γνωρίσω.
Ἡ εὐκαιρία δέν ἄργησε νά ρθεῖ. Μιά μέρα στό διάλειμμα μέ πλησίασε ὁ Ροδίτης συμφοιτητής μου Λουκᾶς καί μοῦ λέγει: «ἦρθε στή Ρόδο γιά ἰατρικές ἐξετάσεις ὁ π. Ἀμφιλόχιος, θέλεις νά πᾶμε νά τόν γνωρίσεις;» Δόξασα τό Θεό γιά τήν εὐκαιρία πού μοῦ ἔδωσε νά ἰκανοποιήσω μιά ἐπιθυμία μου. «Κανόνισε, τοῦ λέγω, νά πᾶμε».
Πράγματι τό ἀπόγευμα τῆς ἄλλης ἡμέρας βρεθήκαμε μπροστά σέ μιά σιδερένια πόρτα τῆς ὁποίας τό κουδούνι ἔγραφε: «Μετόχιον ῾Ι. Μ. Εὐαγγελισμοῦ Μητρός τοῦ ᾽Ηγαπημένου». Μιά μοναχή μᾶς ἄνοιξε καί μᾶς ὁδήγησε στό ἀρχονταρίκι ὅπου μᾶς περίμενε ὁ Γέροντας π. Ἀμφιλόχιος. Ὁ Γέροντας ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, σωστό κυπαρίσσι. Ἀφοῦ τόν χαιρετίσαμε, καθήσαμε κι ἀκούγαμε τά, πράγματι, σοφά του λόγια. Ἀρχισαν κι οἱ ἐρωτήσεις. Τήν περίοδο ἐκείνη εἶχαν ἀρχίσει τά ἀλισβερίσια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τό Βατικανό, ἦταν φυσικό νά πάρουμε τή γνώμη τοῦ Γέροντα: «Ὁ Χριστός, παιδιά μου, ἴδρυσε μία ἐκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία μας, τήν ᾽Ορθοδοξία μας. Μόνο αὐτή κρατάει ἀνόθευτη καί ἀκέραια τή διδασκαλία Του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι κάτι πρόσθεσαν ἤ κάτι ἀφαίρεσαν, γι᾽ αὐτό εἶναι σχηματικοί ἤ αἰρετικοί. Πάντως οἱ παπικοί θέλουν μέ κάθε τρόπο νά μᾶς ὑποτάξουν καί νά μᾶς ἀφομοιώσουν. Τό τί ὑπέφεραν οἱ ᾽Ορθόδοξοι Ἕλληνες κατά τήν κατοχή τῶν Δωδεκανήσων ὄχι μόνον ἀπό τούς Ἰταλούς στρατιῶτες ἀλλά καί ἀπό τούς Ἰταλούς μισιονάριους πού εἶχαν ἔλθει στά Δωδεκάνησα γιά νά μᾶς παρασύρουν στόν παπισμό˙ χρειάζεται πολλή προσοχή καί προσευχή ἐκ μέρους μας. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι τό σκάφος τῆς ᾽Εκκλησία μας δέν τό κυβερνοῦν ἄνθρωποι ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος Χριστός.
- Γέροντα, πῶς θά καταλάβουμε ἄν ἕνας κληρικός εἶναι εὐλαβής, ἄν φοβᾶται τό Θεό; τόν ρώτησα.
- Παιδί μου, αὐτό εἶναι πολύ εὔκολο. ᾽Εσύ πᾶς μέσα στό ἱερό. Τό ἱερό θά σέ βοηθήσει νά καταλάβεις ἄν ὁ ἱερέας εἶναι εὐλαβής κι ἔχει πάνω του φόβο Θεοῦ. Δές πῶς συμπεριφέρεται, ὄχι μόνον τήν ὥρα πού λειτουργεῖ ἀλλά καί τίς ἄλλες ὧρες πού βρίσκεται μέσα σ᾽ αὐτό. Ἄν γελάει, ἄν ἀστειεύεται, ἄν φωνάζει, ἄν δέν ἔχει συναίσθηση ὅτι βρίσκεται στά ῞Αγια τῶν ῞Αγίων, ἄν δέν πιστεύει ὅτι τό ἱερό εἶναι γεμάτο ἀπό Ἀγγέλους πού ἀκατάπαυστα δοξολογοῦν τόν Κύριο πού εἶναι πάνω στήν ῾Αγία Τράπεζα, τότε ὁ κληρικός αὐτός ἔχει ἐξοικειωθεῖ μέ τό ῾Ιερό. Οἱ κληρικοί αὐτοί θά δώσουν γιά τή συμπεριφορά τους αὐτή μιά μέρα λόγο στό Θεό. Τούς κληρικούς αὐτούς νά τούς ἀποφεύγετε. Ἡ ἐξοικείωση μέ τά ῞Αγια εἶναι πολύ εὔκολη, εἶναι μεταδοτική.
Ἡ ἄλλη μου ἐρώτηση ἦταν: -Γέροντα, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ᾽Επίσκοπο;
- Τά παραπάνω ἰσχύουν καί γιά τούς ᾽Επισκόπους καί γιά ὅλους ὅσοι μπαίνουν μέσα στό ῾Ιερό. Μόνο γιά τόν ᾽Επίσκοπο πρέπει νά προσθέσουμε καί κάτι ἄλλο. Ὁ ᾽Επίσκοπος κρίνεται καί ἀπό τόν ὁδηγό του, μή σᾶς φαίνεται παράξενο. Ὁ ὁδηγός εἶναι ὁ καθρέπτης του.
Δυστυχῶς ἠ ὥρα εἶχε περάσει κι ἔτσι ἀφοῦ πήραμε τήν εὐχή του καί ἀσπασθήκαμε τή δεξιά του ξεκινήσαμε νά φύγουμε. Ἡ φωνή τοῦ Γέροντα μᾶς ἔκανε νά σταματήσουμε:
- Λουκᾶ, παιδί μου πρόσεξε μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό ἀναλόγιο κι ἐσύ, Γιῶργο, μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό ἱερό. Ἄντε στήν Εὐχή τοῦ Θεοῦ καί πεῖτε καί κανένα Κύριε ἐλέησον καί γιά μένα, τό ἔχω μεγάλη ἀνάγκη.
Σιωπηλοί καί μέ αἰσθήματα χαρμολύπης φύγαμε ἀπό τό ῾Ιερό Μετόχιο.
Τέκνον τῆς Πάτμου
Τήν ἄλλη μέρα ὁ συμφοιτητής μου Λουκᾶς μοῦ ἔδωσε τίς πρῶτες πληροφορίες γιά τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο. Τόν γνώριζε καλά. ᾽Εξάδελφος του, ὁ νῦν Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας Ἀμφιλόχιος, ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, κατά κόσμον Ἀθανάσιος Μακρῆς, γεννήθηκε στό ἱερό νησί τῆς ἀποκάλυψης, τήν Πάτμο τό 1889. Οἱ γονεῖς του, ᾽Εμμανουήλ καί Εἰρήνη, ἄνθρωποι εὐλαβείς καί ἐνάρετοι, τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» καί φρόντισαν νά ἀποκτήσει ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Τοῦ μιλοῦσαν μέ πολλή εὐλάβεια γιά τήν ἁγία μας ᾽Ορθοδοξία καί γιά τήν πατρίδα μας, τήν ῾Ελλάδα. Ὁ Γέροντας εἶχε τρία ἀδέλφια: τόν Νικόλαο, πού κοιμήθηκε σέ μικρή ἡλικία, τήν Αἰκατερίνα, μετέπειτα Μαγδαληνή μοναχή καί τήν Καλλιόπη, μετέπειτα Μάρθα μοναχή.
Ἀπό μικρός βοηθοῦσε τούς γονεῖς του στίς γεωργικές ἐργασίες καί στό ψάρεμα. Τοῦ ἔμαθαν ἀκόμα τήν ἀξία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τήν ὑποχρέωσή του νά ἐφαρμόζει στή ζωή του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τακτικά μέ τούς γονεῖς του πήγαινε γιά προσκύνημα στό σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως ἤ ἀνέβαιναν στό καστρομονάστηρο τοῦ ῾Αγίου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Στά προσκυνήματα αὐτά γνώρισε καί συνδέθηκε μέ ὁσιακές μορφές πού ἀσκοῦνταν ἐκεῖ. Οἱ πατέρες δίδασκαν στούς πιστούς ὅτι πρέπει νά ἀγαποῦν τήν ᾽Ορθόδοξη πίστη μας καί ὅτι ἡ ᾽Ορθοδοξία εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Κύριός μας καί ὅτι μόνον αὐτή κρατᾶ ἀνόθευτη καί ἀκέραια τή διδασκαλία Του, «ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν ἀλήθεια διότι ἥ πρόσθεσαν σ᾽ αὐτά πού δίδαξε ὁ Κύριος καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἤ ἀφαίρεσαν δογματικές ἀλήθειες». Αὐτά καί ἄλλα πού τοῦ ἔλεγαν οἱ μοναχοί ὁ Ἀμφιλόχιος τά ἔβαζε μέσα του καί σιγά σιγά ἄναψε ἡ ἐπιθυμία του νά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο.
Ἀργότερα ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Ἀπό μικρό παιδί ἔβλεπα τόν ἄγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο τόν ὁποῖο ἀγαποῦσα πάρα πολύ, προσευχόμουν σ᾽ αὐτόν καί τόν παρακαλοῦσα νά γίνω μαθητής του καί ὁπαδός του». Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔδωσε ἀπάντηση στίς προσευχές του. Ἔτσι σέ ἡλικία 17 ἐτῶν, τό Μάρτιο τοῦ 1906 μέ τήν εὐχή τῶν γονέων του περνᾶ τήν κεντρική πύλη τῆς Μονῆς τοῦ ἡγαπημένου Μαθητή τοῦ Κυρίου μας ὄχι γιά προσκύνημα, ἀλλά γιά νά γίνει μέλος τῆς ἀδελφότητος. Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς μέ χαρά τόν δέχτηκε, τόν γνώριζε ἀπό πολλά χρόνια, καί τόν ἔγραψε στόν κατάλογο τῶν δοκίμων τῆς Μονῆς. Μέ τήν ὑπακοή, τήν προσευχή καί τή μελέτη πατερικῶν κειμένων γρήγορα ξεπέρασε στήν ἀρετή πολλούς μοναχούς πού ἀσκοῦνταν ἐκεῖ ἀπό χρόνια καί γι᾽ αὐτό τόν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου χρόνου κείρεται μικρόσχημος μοναχός καί παίρνει τό ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Οἱ νέοι ἀγῶνες, τά νέα παλαίσματα καί ὁ μεγαλύτερος πόλεμος ἀπό τόν μισόκαλο διάβολο δέν πτοοῦν τόν στρατιώτη τοῦ Κυρίου μας. Στό στόμα καί τό νοῦ του ἔχει συνεχῶς τήν εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Τὸ 1911 μὲ λαχτάρα ἐπισκέπτεται τὸ ῞Αγιον ῎Ορος κι ἔτσι ἐκπληρώνει μιά παλαιά του ἐπιθυμία.
Ὁ ἡγούμενος καί ἡ γεροντία τῆς Μονῆς βλέποντας τήν πνευματική του πρόοδο ἀποφάσισαν νά γίνει μεγαλόσχημος μοναχός. Στὶς 23 Μαρτίου 1913 στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἀπολλοῦ κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν εὐλαβή καί αὐστηρὸ Πνευματικό, Ἱερομόναχο Μακάριο Ἀντωνιάδη. Μετά τή μεγασχημία του μέ τήν εὐλογία τῶν Πατέρων πηγαίνει γιά προσκύνημα στούς ῾Αγίους Τόπους.
Τήν ἴδια χρονιά γνωρίζει τόν ταπεινό, μαρτυρικό καί σοφό Ἀρχιθύτη Μητροπολίτη Πενταπόλεως ῞Αγιο Νεκτάριο μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά κι ἔγινε μαθητής του. Ὁ σύνδεσμος αὐτός δέν διακόπηκε ποτέ καί σήμερα συνεχίζεται εἰς τούς οὐρανούς ὅπου καί οἱ δύο ἀπολαμβάνουν τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Στίς 27 Ἰανουαρίου 1919 μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Μονῆς χειροτονεῖται Διάκονος στόν ἱερό Ναό ῾Αγίου Νικολάου Κῶ καί στίς 5 Ἀπριλίου τοῦ ἰδίου ἔτους στό Βαθύ τῆς Σάμου στόν ἰερό ναό τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος παίρνει τό δεύτερο βαθμό τῆς ἱεροσύνης
Ἀπό τό 1920-1926 ὑπηρετεῖ τήν ἐκκλησία ἀπό διάφορες ἐπάλξεις.
Στίς 14 Νοεμβρίου 1935 ψηφίζεται, ἀπό τή Πατμιακή Ἀδελφότητα, Καθηγούμενος καὶ Πατριαρχικός Ἔξαρχος Πάτμου. Τό ὑψηλό του ἀξίωμα δέν τόν ἔκανε, ὅπως δυστυχῶς γίνεται, ἐγωιστή καί ἀλαζόνα ἀλλά ὑπηρέτησε τό μοναστήρι μέ ταπείνωση, σύνεση καί αὐταπάρνηση. Σύντομα, τό 1937, ἦρθε σέ ρήξη μέ τούς Ἰταλούς κατακτητές. Ἀντιστάθηκε μέ γενναιότητα καί σθένος στὰ σχέδια τους γιὰ τὸν ἐξιταλισμό τῶν Δωδεκανήσων, τήν αὐτονόμηση τῶν νησιῶν ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τήν ὑπαγωγή τους στὸν Πάπα τῆς Ρώμης. Τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα του ἦταν νά χάσει τήν ἡγουμενία καί νά ἐξορισθεῖ ἀπό τήν Πάτμο στήν ἡπειρωτική ῾Ελλάδα.
Κατά τήν ἐξορία του δέν τόν κυρίεψε ἡ κατάθλιψη καί ἡ μελαγχολία, οὔτε ἔπεσε στήν ἀδράνεια, ἀλλά θεώρησε ὅτι αὐτή ἦταν δῶρο ἀπό τό Θεό γιά νά ἐργαστεῖ γιά τή δόξα Του καί γιά τήν Πατρίδα. Δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά ἐργαστεῖ κι ἐδῶ μέ ἱεραποστολικό ζῆλο. Οἱ κατακτητές νόμισαν ὅτι φεύγοντας ἀπό τήν Πάτμο ὁ γέροντας θά διαλυόταν τό τεράστιο πνευματικό του ἔργο. Πόσο ἀπατήθηκαν! Μπορεῖ νά ἔφυγε γιά λίγο ἀπό τήν ἀγαπημένη του Πάτμο, ἀλλ᾽ ὠφέλησε πολύ τήν ὑπόλοιπη ῾Ελλάδα μέ τήν ἱεραποστολική του δράση.
Μέσα του κυριαρχοῦσε τό ἐρώτημα «πῶς θά σωθοῦν οἱ Ἕλληνες ἀπό τόν ἐξιταλισμό καί τούς μισιονάριους τοῦ Πάπα». «Μέ τήν ἵδρυση μοναστηριῶν» ἀπαντᾶ ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Πάτμο ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει τὸ ἱερὸ γυναικεῖο κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, μὲ τὴν ἄμεση συνεργασία τῆς πνευματικῆς του κόρης, τῆς δασκάλας ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, Καλλιόπης Γούναρη, τῆς μετέπειτα πρώτης Ἡγουμένης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχίας μοναχῆς.
Τό 1939 τοῦ ἀνατέθηκαν καθήκοντα ἐφημερίου στό ναό «Παναγία Διασώζουσα» καί τό 1940 ἱδρύει τό ἱερό Κάθισμα τοῦ ῾Αγίου Ἰωσήφ στή θέση Κουβάρι.
Οἱ Πατέρες ἐκτιμῶντας τίς ἰκανότητές του καί τήν πνευματικότητά του τό 1942 τοῦ ἐμπιστεύονται τά καθήκοντα τοῦ ἐφημερίου τοῦ ῾Ιεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Κι ἐδῶ φάνηκαν τά τάλαντά του καί τά προσόντα του. Καλλώπισε τό ναό τῆς Ἀποκαλύψεως μέ τοιχογραφίες καί ἀνακαίνισε τό δάπεδο τοῦ ναϊδρίου τῆς ῾Αγίας Ἄννης.
Τό Μάρτιο τοῦ 1947 μετά ἀπό πολλούς ἀγῶνες καί θυσίες στά Δωδεκάνησα κυματίζει ξανά ἡ Γαλανόλευκη. Στή Ρόδο στά χρόνια τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς οἱ παπικές καλόγριες εἶχαν ἱδρύσει ὀρφανοτροφεῖο στό ὁποῖο προσπαθοῦσαν νά ὡθήσουν στόν παπισμό τίς ὀρθόδοξες κοπέλες πού ἀνέτρεφαν. Ὅταν οἱ καθολικές καλόγριες ἔφυγαν μαζί μέ τά στρατεύματα κατοχῆς, ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Τιμόθεος καί ὁ διοικητής Δωδεκανήσων κάλεσαν τόν π. Ἀμφιλόχιο νά ἀναλάβει τό ὀρφανοτροφεῖο. Ὁ Γέροντας παρά τά προβλήματα ὑγείας πού εἶχε, πῆγε στήν Κάλυμνο νά βρεῖ τή δασκάλα ῾Ερασμία, μετέπειτα μοναχή ᾽Εμμέλεια γιά νά ἀναλάβει μαζί μέ τή μοναχή Εὐστοχία τό ὀρφανοτροφεῖο. Οἱ δυό αὐτές ἀδελφές ἐργάσθηκαν ἀφιλοκερδῶς καί μέ αὐταπάρνηση στό μετερίζι πού τίς ἀνατέθηκε καί μάλιστα βραβεύθηκαν ἀπό τήν βασίλισσα Φρειδερίκη.
Ὁ Γέροντας πίστευε ὅτι οἰ μοναχοί εἶναι οἱ εὔζωνοι τῆς ἐκκλησίας γι᾽ αὐτό προσπάθησε νά ἱδρύσει πολλά μοναστήρια. «Τά μοναστήρια, ἔλεγε, θά διαφυλάξουν ἀνόθευτη τήν πίστη μας. Αὐτά θά ἀγωνισθοῦν γιά νά ἐπικρατήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή γῆ». Ἔτσι ἵδρυσε τό 1950 τό ῾Ιερό Γυναικεῖο Κοινόβιο τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ Αἰγίνης καί τό 1954 ἀνέλαβε τήν πνευματική ἐπιστασία τῆς ἀνασυσταθείσης ῾Ιεράς Γυναικείας Μονῆς Ευαγγελισμοῦ Ἰκαρίας.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος σέ ὅλη του τή ζωή βασανίζονταν ἀπό διάφορες ἀσθένειες καί ἦταν εὐαίσθητος στά κρυολογήματα. Τέλη Μαρτίου 1970 προσβλήθηκε ἀπό πνευμονία, κατάλαβε ὅτι σύντομα θά ἀφήσει τό μάταιο τοῦτο κόσμο καί ὅτι θά φύγει ἀπό τή στρατευομένη ᾽Εκκλησία καί θά γίνει πολίτης τῆς Θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας.
Ἡ ὁσιακή του κοίμηση
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι βαριά ἄρρωστος διαδόθηκε ἀστραπιαία παντοῦ. Τά πνευματικοπαίδια του ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ πλανήτη κατέφθασαν στό ἱερό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἄν καί δέν εἶχε δυνάμεις δέν ἔπαψε νά δίνει τίς τελευταῖες του συμβουλές.
Ἔδωσε σέ ὅλους τίς συμβουλές πού ὁ καθένας εἶχε ἀνάγκη. Ὁ π. Ἀμφιλόχιος εἶχε τό προορατικό χάρισμα. Στήν προσπάθεια τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν νά τόν κρατήσουν μέ ὀρούς λίγες μέρες στή ζωή, παρακαλοῦσε κι ἔλεγε: -ἀφῆστε με, καλά μου παιδιά, νά φύγω, ἦρθε ἡ ὥρα μου.
- Γιατί, Γέροντα, τούλεγαν, δέ μένεις μαζί μας καί τοῦτο τό Πάσχα; Δίσταζε νά ἀπαντήσει. Μετά ἀπό ἐπίμονες ἐρωτήσεις εἶπε, στόν π. Παῦλο: -Εἶδα τήν Παναγία καί τόν Θεολόγο πρό ὁλίγου καί τούς παρεκάλεσα νά μείνω κοντά σας κι αὐτό τό Πάσχα, ἀλλά μοῦ εἶπαν δέ γίνεται ἄλλο, ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση, Πάσχα θά κάμεις στούς Οὐρανούς μαζί μας. Αὐτό τό λέγω σάν ἐξομολόγηση, ἐπειδή μέ πιέζετε, μήν τό πεῖτε σέ ἄλλους.
Λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του χρειάσθηκε νά κάνει μία ἐξέταση αἵματος. Μικροβιολόγος δέν ὑπῆρχε στήν Πάτμο καί ἔτσι τοῦ πῆραν αἷμα καί τό μετέφεραν σέ ἕνα μικροβιολόγο στή Λέρο γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐξέταση. Ὅταν ἔφθασε τό αἷμα στό ἰατρεῖο καί ὁ ἰατρός τό ἄνοιξε, βρέθηκε πρό ἐκπλήξεως τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί αὐτός πού τό μετέφερε. Τό αἷμα εὐωδίαζε, ἀνεξήγητα γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, ὄχι ὅμως καί γιά τή θεία, πού οἰκονομεῖ τά πάντα ὥστε νά μαρτυρεῖ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, καί νά ἀναδεικνύει ὅλους τούς ἐκλεκτούς δούλους του, μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος γνωρίζει.
Ὁ ἀλησμόνητος Γέροντας στίς 16 Ἀπριλίου 1970 μέ πλήρη διαύγεια τῶν αἰσθήσεών του ἔφυγε ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο γιά τήν οὐράνια πατρίδα πού τόσο ποθοῦσε κι ἐπιθυμοῦσε καί πῆγε νά πάρει ἀπό τά χέρια τοῦ ἀδέκαστου Κριτή τό στεφάνι τῆς ἁγιότητος.
Ἔφυγε ὁ Γέροντας ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφοῦ ἔδωσε ὅλη του τή ζωή γιά τούς ἄλλους,τούς ἀδελφούς του καί ἀδελφούς τοῦ Κυρίου μας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ὡς δόκιμος ἐργάτης στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τήν ᾽Εκκλησία καί τήν Πατρίδα σάν καλός χριστιανός καί γνήσιος ῾Ελληνας.
Τό λείψανό του, ὅπως ὁμολογοῦσαν ὅλοι ὅσοι παρευρέθηκαν στήν ἐξόδιο ἀκολουθία, πῆρε μορφή οὐράνια, ὅψη χαρούμενη κι εἰρηνική. Ἀπέραντη γαλήνη βασίλευε στό ἀσκητικό του πρόσωπο, πράγματι ἁγιασμένου ἀνθρώπου ἔκφραση, πού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω....
Ἄς δοῦμε τώρα τούς τομεῖς στούς ὁποίους ἐργάσθηκε μέ αὐταπάρνηση καί θεϊκό ζῆλο ὁπ. Ἀμφιλόχιος.
῾Ιδρύει τήν ῾Ιερά Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος, «ἀφορισμένος ἐκ κοιλίας μητρός του» γιά μοναχός εἶναι φυσικό νά ἤθελε κι ἄλλοι νά ἀκολουθήσουν τό δρόμο του. Πέρασε κατά τήν ἐπίγεια ζωή του ἀπό ὅλα τά στάδια τοῦ μοναχισμοῦ. Ἔκανε δόκιμος στό Μοναστήρι, ὑποτακτικός, μικρόσχημος καί μεγαλόσχημος μοναχός, ἱερομόναχος, ἡγούμενος καί τέλος Γέροντας μοναστικῶν ἀδελφοτήτων. Ὁ παππούλης θεωροῦσε τό μοναχισμό ὡς μαρτύριο καί ὄχι σάν ἐφαλτήριο γιά δόξες, τιμές, ἀνέσεις καί ἀξιώματα. Ἔλεγε: «Τὸ νὰ παραμένεις πιστὸς στὸ Μοναχισμὸ θεωρεῖται μαρτύριο».
Ἡ προσεκτική καί ἁγία ζωή του ἔγινε μαγνήτης νά συγκεντρωθοῦν γύρω του κοπέλες πού ἐπιθυμοῦσαν νά ζήσουν τόν ἰσάγγελο βίο. Ἔτσι τό 1937 ἀποφάσισε νά δώσει ζωή στό ἐρημητήριο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πού βρισκόταν στό νοτιοδυτικό τμῆμα τοῦ νησιοῦ καί ἔχει ἐκπληκτική θέα πρός τόν κόλπο τῶν Κήπων, ἀφοῦ εἶναι χτισμένο στήν ἄκρη τοῦ βράχου. Τή χρονιά αὐτή μετά τίς ἀπαραίτητες διαδικασίες τό ἐρημητήριο ἔγινε γυναικεία Μονή ἀφιερωμένη στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου Μητρός τοῦ ᾽Ηγαπημένου. Στά ὑπάρχοντα ἐρειπωμένα κτήρια πού ἀνακαινίσθησαν προστέθηκαν καί νέα καί στό χῶρο ἐγκαταστάθηκαν οἱ πρῶτες μοναχές ὑπό τήν καθοδήγηση τῆς Γεροντίσσης Εὐστοχίας. Ἡ Μονή, πού πῆρε μεγάλη πνευματική ἀνάπτυξη χάρη στό ἄγρυπνο καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τοῦ π. Ἀμφιλοχίου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τήν Ἰταλική κατοχή, καθῶς οἱ μοναχές στήν προσπάθειά τους νά διατηρήσουν τήν ῾Ελληνική γλώσσα ἵδρυσαν «κρυφά σχολεῖα» σέ ὅλους τούς συνοικισμούς τῆς Πάτμου καί παράλληλα ἀσχολήθηκαν μέ τή διδασκαλία της στά μικρά παιδιά.
Ἡ ἐθνική του δράση
Τό 1923 τά Δωδεκάνησα περνοῦν στήν κυριαρχία τῶν Ἰταλῶν μέ πρῶτο κυβερνήτη τόν Μάριο Λάγκο. Ὁ Ἰταλός κυβερνήτης τά πρῶτα διατάγματα πού ἔβγαλε εἶχαν ὡς στόχο τήν ἀπόπειρα ἀλλοίωσης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης καί ἐξιταλισμοῦ τῶν Δωδεκανησίων. Σύμφωνα μέ διάταγματοῦ 1925, οἱ κάτοικοι θεωροῦντανἸταλοί πολίτες , ἐνῶ τό 1926 ὁρίστηκε σχολικός κανονισμός βάσει τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία τῆς ἰταλικῆς γλώσσας ἦταν υποχρεωτική, ἱδρύθηκε δέ Διδασκαλεῖο γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν δασκάλων. Ἀπό τό 1929 γιά τήν ἄσκηση ἑνός ἐπαγγέλματος πού ἀπαιτοῦσε πανεπιστημιακές σπουδές, ἔγινε ὑποχρεωτική ἡ φοίτηση ἤ τουλάχιστον ἡ μετεκπαίδευση στό Πανεπιστήμιο τῆς Πίζας˙ γιά νά διευκολύνει τή φοίτησή τους τούς ἔδινε ὑποτροφίες.
Παράλληλα, ἔγινε προσπάθεια νά ἀποδυναμωθεῖ ἡ ᾽Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία. Στήν ἀρχή μέ διάταγμα τοῦ 1926 ἡ ᾽Ορθόδοξη ἐκκλησία ἔχασε τήν ἐποπτεία τῶν κοινοτικῶν σχολείων. Τό 1928 ἱδρύθηκε ἀρχιεπισκοπή τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας μέ ἕδρα τή Ρόδο κι ἀμέσως ἐνισχύθηκε ὁ ρόλος της στήν εκπαίδευση. Τήν ἐποχή ἐκείνη στά Δωδεκάνησα ὅπως εἶναι φυσικό ἡ διδασκαλία στά σχολεία γινόταν στήν ἰταλική γλώσσα μέ ἀποτέλεσμα τά ἑλληνόπουλα νά κινδυνεύουν νά μή μιλοῦν τά ἑλληνικά.
Τό γεγονός αὐτό δέν ἄφησε ἀμέριμνο τόν π. Ἀμφιλόχιο. Ἡ ἑλληνική του συνείδηση δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μείνει ἀδρανής γι᾽ αὐτό ἀποφάσισε νά κάνει ὅ,τι ἔκανε ἡ ἐκκλησία κατά τήν τουρκοκρατία˙ ἵδρυσε κρυφά σχολεῖα.
Μέ τήν προτροπή του δημιουργήθηκαν σέ ὅλα τά νησιά κατηχητικά σχολεῖα στά ὁποία τά ἑλληνόπουλα μαζί μέ τήν ὀρθόδοξη κατήχηση διδάσκονταν τήν ἐλληνική γλώσσα καί τήν ἱστορία.
Ἡ μακαριστή Παιδαγωγός Μαρία Πετρούτσου γράφει γιά τήν περίοδο αὐτή:
«Συνδεθήκαμε ἰδιαίτερα μέ τόν π. Ἀμφιλόχιο καθῶς συνεργαστήκαμε στό «Κρυφό Σχολειό» ὅταν τό 1937 ἡ Ἰταλική Κυβέρνηση κατάργησε τήν ῾Ελληνική Παιδεία καί στά σχολεῖα τά ῾Ελληνόπουλα τῆς Δωδεκανήσου διδάσκονταν μόνο τήν Ἰταλική γλώσσα.
Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε τότε γιά μένα τό στήριγμα, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεού κι ὁ σοφός συμπαραστάτης. Ὅταν ἡ δική μου συνείδηση ἐπαναστατοῦσε γιά τά ὅσα ἤμουν ὑποχρεωμένη νά λέω ἤ νά κάνω στό δημόσιο τότε Σχολεῖο, ὅταν ἄγρια τρικυμία ἀναστάτωνε τό εἶναι μου, ἔτρεχα στό Γέροντα νά βρῶ ἀνακούφιση.«Δέν ἀντέχω ἄλλο, Γέροντα!», τοῦ ἔλεγα μέ λυγμούς, «θά παραιτηθῶ!». ᾽Εκεῖνος, μέ ἄκουγε ψύχραιμος, ἀλλά κατά βάθος ὑπέφερε μαζί μου. Μοῦ ἔλεγε: «Ἔ, ἔ! Νά παραιτηθεῖς, Μαρία! Νά μείνουν τά ἑλληνόπουλα μόνα τους μαζί μέ τούς Ἰταλούς δασκάλους (ἤμουν ἡ μοναδική ἑλληνίδα στό δημόσιο σχολεῖο). ᾽Εσύ θά ἡσυχάσεις κι ἐκείνα δέν θά βλέπουν πιά ἕναν ἄνθρωπο δικό τους νά βρίσκεται κοντά τους!». Ἔτσι, μέ βοηθοῦσε νά βλέπω τό βαθύτερο νόημα τοῦ σταυροῦ μου καί νά τόν αἰσθάνομαι ἐλαφρύτερο. Ὅταν ἦταν ἀργία, πήγαινα μέ τά παιδιά στήν ἐξοχή γιά νά μαζέψουμε χόρτα καί ἀγριολούλουδα, μέ σκοπό νά περάσουμε κι ἀπό τήν Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιά νά τόν συναντήσουμε, νά τά συμβουλέψει, νά τά ἐξομολογήσει. Ἡ Γερόντισσα τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχία, μᾶς μάθαινε τραγούδια ἐθνικοῦ καί θρησκευτικοῦ περιεχομένου καί ἐκκλησιαστικούς ὕμνους. Μερικοί τούς ἔλεγαν ὅτι οἱ ἐπισκέψεις μας ἐκεῖ στό Μοναστήρι ἦταν ἐπικίνδυνο πρᾶγμα. Ἀλλά ἐκείνοι δέν λογάριαζαν τίποτα.
Ἡ πατρίδα μας ὀφείλει πολλά στόν Γέροντα τῆς Πάτμου, π. Ἀμφιλόχιο, γιά τή δράση του κατά τήν περίοδο τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς. Ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο μέ τήν ἵδρυση «κρυφῶν σχολείων» ἀλλά καί μέ τίς συμβουλές καί κυρίως μέ τό παράδειγμά του κράτησε ζωντανό τό ἐθνικό φρόνημα τῶν κατοίκων τῶν Δωδεκανήσων καί ἀναπτέρωσε τίς ἐλπίδες τους ὅτι σύντομα τά νησιά θά ἑνωθοῦν μέ τή μητέρα πατρίδα, τήν ῾Ελλάδα.
Πολύ θλίβονταν ὅταν ἀντίκριζε ἀπό τήν Πάτμο τά βουνά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὅπου ὑπάρχουν οἱ ἑπτά σβησμένες Λυχνίες τῆς Ἀποκαλύψεως, δηλαδή ἡ Ἔφεσος, ἡ Σμύρνη, ἡ Πέργαμος, τά Θυάτειρα, οἱ Σάρδεις, ἡ Φιλαδέλφεια καί ἡ Λαοδίκεια. Ἡ μόνη Λυχνία πού ἦταν ἀναμμένη ἤτανε ἡ Λυχνία τῆς Ἀποκαλύψεως (στήν Πάτμο).
Σέ ὁμαδα προσκυνητῶν εἶπε: «Ἔχουμε ἕνα ἀνεξόφλητο χρέος πρῶτα πρός τούς κρυπτοχριστιανούς ἀπέναντι οἱ ὁποίοι περιμένουν μέχρι τώρα κάτι ἀπό ἐμᾶς καί δεύτερο στόν τουρκικό λαό ὁ ὁποῖος στό σύνολό του μάλλον περίπου κατά τό 50% εἶναι Ἕλληνες ἐξισλαμισθέντες.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος πίστευε ἀκράδαντα πώς ἡ ῾Ελλάδα μποροῦσε νά παίξει σπουδαῖο ρόλο στίς μέρες μας, διότι ἡ πανοπλία της εἶναι ἡ ᾽Ορθόδοξη πίστη μας ἡ ὁποία, μόνον αὐτή, μπορεῖ νά δώσει ζωή στήν πεθαμένη πνευματικά Εὐρώπη καί στήν ταλαιπωρημένη Μικρά Ασία καί ὄχι ὁ καλπάζων τεχνικός πολιτισμός.
Πρωτότυπο ἐπιτίμιο
Ἡ ἱερά νῆσος τῆς Πάτμουἔχει ἔδαφος βραχῶδες καί ἄγονο καί τόπράσινό της ἀκόμα καί σήμερα εἶναι ἐλάχιστο. Ὁ μακαριστός π. Ἀμφιλόχιος γνωρίζοντας τήν ἀξία πού ἔχει γιά ἕνα τόπο ἕνα δένδρο ἄρχισε νά φυτεύει δένδρα καί νά τά περιποιεῖται. Τήν ἀγάπη του αὐτή πρός τά φυτά προσπάθησε νά τήν περάσει καί στά πνευματικά του παιδιά. Αὐτό τό κατόρθωσε μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Ὅταν τά πνευματικοπαίδια του πήγαιναν νά καταθέσουν στό πετραχήλι του τίς πτώσεις τους, ἄν ἔπρεπε σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ἐκκλησίας νά τούς βάλει κάποιο ἔπιτίμιο, αὐτός γιά κανόνα τούς ἔβαζε νά φυτέψουν ἕνα ἤ δύο δένδρα καί νά τά περιποιοῦνται μέχρι νά μεγαλώσουν. Μ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό τρόπο ἄρχισε νάπρασινίζει τό νησί καί νά ἀλλάζει ἡ ὅψη του.
῾Ιεραπόστολος
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος, ὅπως προαναφέραμε, ἔδρασε σέ ὅλη του τή ζωή καί σέ ὅλους τούς τομεῖς πού τοῦ ἀνέθεσε ἡ ᾽Εκκλησία ἱεραποστολικά. Δεχόταν μέ τήν ἴδια ἀγάπη καί τούς ᾽Ορθόδοξους καί τούς ἑτερόδοξους, χωρίς αὐτό, φυσικά, νά σημαίνει ὅτι ἔκαμνε ὁποιαδήποτε ὑποχώρηση δογματική ἤ στά τῆς πίστεως. Οἱ ἑτερόδοξοι μπροστά του ἔκλιναν τό γόνυ τους καί ἀρκετοί μεταστράφηκαν στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾽Ορθοδοξία μας.
Ἕνα, ἀπό τά πολλά, παράδειγμα εἶναι καί τό παρακάτω. Μία Ἀγγλίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου χάρι στόν Γέροντα βαπτίσθηκε ᾽Ορθόδοξη˙ ὅταν τή ρώτησαν -τί ἦταν αὐτό, πού τήν ἔκανε νά ἔρθει στήν ᾽Ορθοδοξία, ἀπάντησε: «Δύσκολη ἡ ἐρώτησή σας. Ἄν, ὅμως ἐπιμένετε νά σᾶς ἀπαντήσω, σᾶς λέω ὅτι γιά μένα ᾽Ορθοδοξία εἶναι αὐτός ὁ Γέροντας».
Ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Καλλίστος Γουέαρ μετεστράφη στήν ᾽Ορθοδοξία μετά τή γνωριμία του μέ τόν Γέροντα. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβονίου κ. Ἀμφιλόχιος (Ράντοβιτς) ὁμολογεῖ ὅτι ἀποφάσισε νά γίνει κληρικός μετά τήν ἐξομολόγηση πού ἔκανε στό Γέροντα καί τήν προτροπή του νά εἰσέλθει στίς τάξεις τοῦ κλήρου.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος συμβούλεψε τόν μακαριστό ἱεραπόστολο π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο νά πάει στήν Οὐγκάντα καί νά ἐργασθεῖ ἱεραποστολικά.
Ὁ Σεβ. κ. Ἀμφιλόχιος (Τσούκος) πού διακόνησε τήν ᾽Εκκλησία ὡς ἱεραπόστολος στήν Ἀφρική, μέ τήν προτροπή τοῦ Γέροντα, καί σήμερα εἶναι Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας ὅπου καί ἐργάζεται στήν εὐρύτερη περιοχή της ἀθόρυβα ἱεραποστολικά ἦταν, πνευματικοπαίδι τοῦ π. Ἀμφιλοχίου.
Ἡ μοναχή ᾽Εμμέλεια, εἴχαμε τήν εὐλογία νά τή γνωρίσουμε, πού γιά χρόνια ἐργάστηκε μέ αὐταπάρνηση καί θεῖο ζῆλο στό ᾽Ορφανοτροφεῖο θηλέων τῆς Ρόδου, ἐκτός ἀπό τή διοίκηση τοῦ ᾽Ορφανοτροφείου, ἀνέπτυξε παράλληλα μεγάλη ἱεραποστολική δραστηριότητα στή Ρόδο κάνοντας κατηχητικά καί κύκλους συμμελέτης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Οἱ Ροδίτες ἀκόμα τήν ἐνθυμοῦνται καί τή φέρνουν σάν παράδειγμα πρός μίμηση.
Νέος ῞Αγιος τῆς ᾽Εκκλησίας
Ὅσοι γνώρισαν τό σεμνό καί φωτισμένο κληρικό, τόν π. Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, ὁμολογοῦν ὅτι ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Οἱ πιστοί ὅταν εἶχαν προβλήματα καί δυσκολίες κετέφευγαν σ᾽ αὐτόν νά τά ξεπεράσουν. Μ᾽ ἕνα τηλέφωνο ἤ μ᾽ ἕνα γράμμα γνώριζαν στό Γέροντα τό πρόβλημά τους καί τόν παρακαλοῦσαν νά προσευχηθεῖ γι᾽ αὐτούς. Οἱ προσευχές του πάντα ἔφερναν τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, ἀρκεῖ νά ἦταν σύννομο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Πολλοί ὁμολογοῦν ὅτι πολλές φορές μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ διάβαζε τή σκέψη τους, εἶχε δηλαδή τό προορατικό χάρισμα. Μέ τίς κατάλληλες συμβουλές πολλούς ἔσωσε ἀπό ἐπικίνδυνα μονοπάτια καί ἀπό βέβαιες πτώσεις. Διάβαζε τόν συνομιλητή του καί ποτέ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἔπεφτε ἔξω.
Ἀλλά καί τό λείψανό του μετά τήν κοίμησή του πῆρε μορφή οὐράνια, ὅψη χαρούμενη κι εἰρηνική, ἀπέραντη γαλήνη βασίλευε στό ἀσκητικό του πρόσωπο, πράγματι ἁγιασμένου ἀνθρώπου ἔκφραση, πού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω....
Ὁ ἱερομόναχος π. ᾽Ηλίας Καλατζῆς ἔγραψε: -Τὀ 1981, στίς 19 Σεπτεμβρίου, κατόπιν πιέσεων πολλῶν πιστῶν καί τῶν ὑπευθύνων τῆς Μεγάλης Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πραγματοποιήθηκε ἡ ἐκταφή τῶν λειψάνων τοῦ Γέροντος. Ὅταν ἀνοίχθηκε ὁ τάφος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μέσα στά πεῦκα, ὅλη ἡ γύρω περιοχή εὐωδίασε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ παρευρισκόμενοι νά ἀρχίσουν νά ἀναρωτιοῦνται τί συμβαίνει. Ἡ εὐωδία διαρκοῦσε καί μετά τήν πλύση τῶν ἁγίων λειψάνων. Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου Ἰσίδωρος -ὁ μετέπειτα μακαριστός ἐπίσκοπος Τράλλεων - ὁ ὁποῖος παρευρισκόταν στήν ἐκταφή, χρειάστηκε νά φύγει γιά λίγο ἀπό τό νησί γιά ἀνάγκες τῆς Μονῆς μας. Ὅταν ἐπέστρεψε μοῦ εἶπε: -Μύρισε τά χέρια μου, ἀκόμη εὐωδιάζουν μετά τό ἄγγιγμα τῆς κάρας τοῦ Γέροντα.
Γιά τήν κατάταξη τοῦ π. Ἀμφιλοχίου στό ἁγιολόγιο τῆς ᾽Εκκλησίας μας οἱ ἀδελφές τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ὑπέβαλλαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως εἶναι καθιερωμένο, τεκμηριωμένο φάκελο μέ ὅλες τίς ἀποδείξεις ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι σήμερα κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ὅτι συναγάλλεται καί δοξολογεῖ τόν ῞Υψιστο μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς ἄλλους ῾Αγίους. Πιστεύουμε ὅτι σύντομα ἡ ᾽Εκκλησία μας θά τόν ἀνακηρύξει ὡς ἅγιο καί θά ὁρίσει τήν ἡμέρα πού τόν κάλεσε ὁ Θεός κοντά Του ὡς ἡμέρα πού θά ἑορτάζουμε τή μνήμη του.
Ἀπό τίς νουθεσίες του
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος, ἄν καί ἦταν ἀσθενικῆς κράσεως, δέν ἔπαυε νά νουθετεῖ καί νά συμβουλεύει ὅσους τοῦ τό ζητοῦσαν. Μέ συγκίνηση οἱ πιστοί θυμοῦνται ἀκόμα τίς συμβουλές του. Μερικές ἀπό αὐτές θά δοῦμε στή συνέχεια. Ἔλεγε:
Ἀπευθυνόμενος στίς μοναχές εἶπε: -Τή Γερόντισσα νά τἠν ἀγαπᾶτε. Στή συνέχεια λέγει στή Γερόντισσα: -Ὁ Θεός νά σᾶς ἐνισχύει νά ὁδηγήσετε καλῶς τό ποίμνιον πού σᾶς ἔδωκε νά διευθύνετε. Θά αἰσθάνομαι πολλή χαρά ὅταν σᾶς βλέπω νά προχωρεῖτε. Νά παρακαλεῖτε νά μέ βάλει καί μένα ὁ Κύριος εἰς τήν θέση σας. Πάντα θά εὔχομαι νά ζήσουμε ἀενάως εἰς τήν δόξαν τοῦ Παραδείσου. Θέλω νά συνέχισεις πιστά τό ἔργον μου ὅταν θά φύγω. Θά χαίρομαι ὅταν θά βλέπω ὅτι προχωρεῖτε εἰς τίς ἅγιες γραμμές τοῦ Μοναχισμοῦ....
Θαύματα
Ἕνα ἀπό τά τεκμήρια ὅτι ἕνας πιστός εἶναι κοντά στό Θεό, δηλαδή εἶναι ἅγιος, εἶναι ἡ θαυματουργία. Ὁ μακαριστός Γέροντας ἔκανε, μέ τίς προσευχές του, πολλά θαύματα ὅταν ζοῦσε καί κάνει καί σήμερα ἀρκεῖ νά τοῦ τό ζητήσουμε μέ πίστη καί ταπείνωση. Ἀπό τό πλῆθος τῶν θαυμάτων του θά μεταφέρουμε ἐδῶ ὁρισμένα.
Θαύματα πού ἔγιναν ὅταν ζοῦσε. Ὁ Γέροντας ἐνῶ βρισκόταν στό κελί του, στή Μονή τῆς Πάτμου, ἀκούει κάποια ῾Ελένη ἀπό τήν Ἰκαρία νά τόν φωνάζει νά πάει νά τή σώσει.
Δέ χάνει καιρό, κατεβαίνει στό λιμάνι τοῦ νησιοῦ καί ὡς ἐκ θαύματος βρίσκει ἰστιοφόρο πού ἔφευγε γιά τήν Ἰκαρία. Θαλασσοδαρμένος φθάνει στόν προορισμό του κι ἀμέσως ρωτᾶ ἄν ὑπάρχει κάποια ῾Ελένη χήρα καί πληροφορεῖται ὅτι πρό ἡμερῶν ἔχασε τόν ἄνδρα της˙ ἀμέσως ρώτησε νά μάθει ποῦ μένει. Ὅταν ἐνημερώθηκε σπεύδει χωρίς καθυστέρηση, ἡ φωνή τῆς ῾Ελένης σριφογυρίζει στό μυαλό του. ᾽Εκεῖ πού βάδιζε βλέπει μιά ἔξαλλη γυναίκα νά τρέχει ἀπελπισμένη, τή φωνάζει μέ τό ὄνομα της καί τῆς λέγει: «῾Ελένη, ποῦ πηγαίνεις, γιά σένα ἦλθα». Ἡ πονεμένη γυναίκα συνέρχεται, βλέπει τόν πνευματικό, σκέπτεται αὐτό πού θά ἔκανε καί ἐξομολογεῖται ὅτι πήγαινε νά πνιγεῖ στή θάλασσα. Ἡ γυναίκα σώθηκε, τό θαῦμα ἔγινε, ὅπως ἡ ἴδια τό ὁμολόγησε.
Πνευματικό του τέκνο, ἡ Μ.Κ., διηγήθηκε ὅτι τό Νοέμβριο τοῦ 1954 ἐπισκέφθηκε τόν Γέροντα στήν Πάτμο καί τή φιλοξένησε στό ῾Ι. Κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γιά δύο μερες παρέμενε στόν πῦργο τῆς Μονῆς˙ τήν τρίτη μέρα ὁ ἀείμνηστος ἐπέμενε νά μή κοιμηθεῖ πλέον στό μέρος αὐτό, πρᾶγμα πού ἔγινε. Τή νύκτα ἐκείνη ἔπεσε ἀκριβῶς σ᾽ αὐτό τό κρεβάτι κεραυνός. Εἶναι τυχαῖο γεγονός ἡ σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου μέ τήν ἐπιμονή τοῦ πνευματικοῦ του πατρός;
Θαύματα μετά τήν κοίμησή του. Μία πιστή ἐξιστορεῖ. «1η Μαΐου 1991. Πρωί πρωί παίρνω ἕνα τηλεφώνημα ἀπό τήν ῾Ι. Μονή Εὐαγγελισμοῦ Πάτμου, μέ τό ὁποῖο μέ εἰδοποιοῦν, ὅτι ἡ νύμφη τοῦ π. ᾽Ηλία, Εἰρήνη Καλαντζῆ εἶχε εἰσαχθεί ἐπειγόντως στόν «Εὐαγγελισμό» μέ συμπτώματα ὀξείας παγκρεατίτιδας κι ὅτι ἡ κατάστασή της ἦταν πολύ κρίσιμη˙ μοῦ εἶπαν νά μεταφέρω στήν ἀσθενή ἀπό τό ἁγιασμένο νερό μέ τό ὁποῖο πλύθηκαν τά ἱερά λείψανα τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀμφιλοχίου -μετά τήν ἐκταφή-, τό ὁποῖο φύλαγα ὡς ἁγίασμα στό σπίτι μου. Ἀμέσως πῆγα στό νοσοκομεῖο ὅπου βρίσκω τήν Εἰρήνη σέ κωματώδη σχεδόν κατάσταση˙ στά χέρια της ὀροί, στή μύτη σωληνάκια, μόλις καἰ μιλοῦσε˙ γεμάτη πίστη τῆς λέω: ὁ π. ᾽Ηλίας μοῦ παρήγγειλε νά σοῦ φέρω τό νεράκι τοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου, αὐτό θά σέ κάνει καλά˙ πράγματι ἀμέσως μέ τή βοήθεια συγγενοῦς της, πού παρεστέκετο στήν ἀσθενή, ἀλείψαμε μέ τό νεράκι τήν περιοχή τοῦ σώματός της, ὅπου ἦταν τό πάσχον ὄργανον. Τήν ἄλλη μέρα οἱ δικοί της μοῦ εἶπαν ὅτι μετά τήν ἐπάλειψη μέ τό ἁγιασμένο νερό παρουσίασε μία ἀπροσδόκητη γιά τούς ἰατρούς βελτίωση, πού συνεχίστηκε στίς ἐπόμενες μέρες ὡς τήν τελεία ἀποθεραπεία της».
-Ἡ Νίκη Τραχανίδου, κόρη τοῦ ᾽Εμμανουήλ Γαμπιεράκη ἀπό τόν Κάμπο τῆς Πάτμου, διηγήθηκε. «῏Ηλθα ἀπό τόν Πειραιά, πού μένω, στήν Πάτμο. Ἡ πρώτη μου δουλειά, ἦταν νά πάω νά προσκυνήσω τόν τάφο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου. Ἀπό τό καντήλι τοῦ τάφου του πῆρα λαδάκι καί τό ἔφερα στόν Πειραιά. Μιά μέρα συνάντησα μιά γνωστή μου κυρία ἡ ὁποία μοῦ εἶπε ὅτι ἑτοιμαζόταν νά κάνει ἐγχείρηση στό πόδι, διότι κινδύνευε. Τῆς εἶπα νά ἔλθει νά τήν ἀλείψω μέ τό λάδι τοῦ τάφου τοῦ Γέροντα. Πράγματι ἦλθε σπίτι μου κι ἀφοῦ κάναμε παράκληση στήν Παναγία, τήν ἄλειψα μέ λαδάκι στό πονεμένο πόδι καί σέ ὅλο τό σῶμα. Τό βράδυ στόν ὕπνο μου βλέπω τό Γέροντα ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε, ὅτι θά γίνει καλά καί νἄρθει στήν Πάτμο νά προσκύνησει τόν τάφο μου καί νά ὁμολογήσει τό θαῦμα. Ἡ ἀσθενής κυρία ἔγινε καλά, ἀπόφυγε τήν ἐγχείρηση καί πῆγε στήν Πάτμο νά ἐκπληρώσει τήν ὑποχρέωσή της. Ὁμολόγησε τό θαῦμα μπροστά στίς Μοναχές καί τούς προσκυνητές πού ἦταν ἐκεῖ».
Τέλος ὁ ῾Ιερομόναχος Ἀμφιλόχιος Διακάκης ἐνημέρωσε τή Μονή γράφοντας: -Πρό ἐτῶν, ξαφνικά στίς 2.30 τό πρωί, μέ ἔπιασε ἕνας ὀξύς πόνος, ὅπως λέμε κολικός. Μή γνωρίζοντας ὅμως τί σημαίνει κολικός καί πῶς ἐκδηλώνεται, νόμιζα ὅτι πεθαίνω ἐκείνη τήν ὥρα. Λέγω τότε· «Γέροντά μου, σῶσε με». Αὐτομάτως σταμάτησε ὁ πόνος καί τό πρωί διαπίστωσα τήν πτώση μιᾶς πέτρας στό μέγεθος τοῦ κριθαριοῦ. ᾽Εδῶ ἦταν τό θαυμαστό σημεῖο. Εἴχαμε θεραπεία κολικοῦ. Οἱ γιατροί μάλιστα ἀπόρησαν γιά τό γεγονός, γιατί στίς ἐξετάσεις ποῦ ἔγιναν φάνηκε ἡ ἀποβολή πέτρας. Δέν πρόλαβα νά ὁλοκληρώσω τήν ἐπίκληση τοῦ Γέροντα καί αὐτόματα παρενέβη.
Ὁμολογοῦν
Τήν ἁγιότητα τοῦ Γέροντα δέν τήν φανερώνουν μόνον τά θαύματά του, τήν τονίζουν καί τήν παραδέχονται κι ὅσοι τόν γνώρισαν. Ἄς δοῦμε τίς γνῶμες τους καί πῶς τόν σκιαγρφοῦν.
-Ὁ ᾽Επίσκοπος Διοκλείας κ. Κάλλιστος Ware, Καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς ᾽Οξφόρδης καί γνωστός συγγραφέας, γράφοντας σ᾽ ἕνα βιβλίο του γιά τήν πνευματική ζωή στήν ῾Ελλάδα λέει ὅτι ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ὑπήρξε ὁ μεγαλύτερος πνευματικός τῆς ῾Ελλάδας τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
-Ὁ μακαριστός Καρδιολόγος καί Καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γ. Παπαζᾶχος ἔλεγε: ᾽Επρόκειτο πραγματικά γιά ἕναν ἅγιο Γέροντα. Τόν συναντοῦσα στήν Πάτμο, ὅπου μόναζε, ἀλλά καί στήν Ἀθήνα. Μιά φορά πού εἶχε ἔρθει, εἶχα τήν εὐλογία νά τόν φιλοξενήσω στό σπίτι μου. ῏Ηταν γαλήνιος, ἤπιος, χαιρόσουν καί μόνο νά τόν βλέπεις. Τήν πρώτη φορά, πού τόν συνάντησα στήν Πάτμο, μόλις μέ εἶδε ἀπό μακριά, χωρίς νά μέ γνωρίζει, ἄνοιξε τά χέρια του καί μοῦ φώναξε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος». Μ᾽ ἀγκάλιασε ὕστερα καί μέ φίλησε. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν Γερόντων˙ σ᾽ ἀγκαλιάζουν καί ζεσταίνουν πραγματικά τήν ψυχή σου. Μετά μέ πῆρε καί μοῦ εἶπε: -Ἔλα νά καθίσουμε ἔξω στόν πρωτογιό μου. -Ποιό πρωτογιό σας, Γέροντα; -Αὐτό, πού βλέπεις ἐδῶ πέρα, εἶναι ὁ πρωτογιός μου. -Ποιό, παππούλη; -Αὐτό τό πεῦκο. ῏Ηταν ἕνα πεῦκο, κάτω ἀπό τό ὁποῖο εἶχε βάλει ἕνα μακρόστενο τραπέζι, ὅπου ἔτρωγε μέ διάφορους ἀνθρώπους, πού πήγαιναν νά τόν ἐπισκεφθοῦν. Καί συνέχισε: -Βλέπεις; ᾽Επάνω στόν κορμό του ἔχω καρφώσει αὐτό τό σιδερένιο σταυρό. Τό πεῦκο, λοιπόν, αὐτό εἶναι ὁ πρωτογιός μου καί τόν ἔχω κάνει καί μεγαλόσχημο. Ἔλα τώρα νά κάνουμε τό ἑξῆς. Νά μή μιλήσεις καθόλου καί ν᾽ ἀκούσεις πῶς ὁ πρωτογιός μου μιλᾶ μέ τή θάλασσα. Πραγματικά, φυσοῦσε ὁ ἀέρας μέσα ἀπό τά κλαδιά τοῦ πεύκου ἀκουγόταν τό θρόισμα τᾶν πευκοβελόνων κι ἀπό κάτω ἀκουγόταν τό κῦμα τῆς θάλασσας. ῏Ηταν μιά σκηνή ἀπερίγραπτης εὐδαιμονίας «νά κάθομαι κοντά σ᾽ ἕνα τέτοιο ἅγιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν μιλοῦσε, ἀλλά προσευχόταν, ἐπικοινωνοῦσε μέ τό Θεό. Κάποια στιγμή μοῦ εἶπε:
-Αὐτή ἡ πλαγιά, πού τώρα εἶναι γεμάτη πεῦκα, ἦταν ἐντελῶς ξερή. Ὅποιος, λοιπόν, ἐρχόταν κοντά μου γιά ἐξομολόγηση, τοῦ ἔβαζα μετά «κανόνα» νά φυτέψει δέντρα. -Πολύ ὡραῖο αὐτό, νά πρασινίσει μία κατάξερη πλαγιά ἀπό τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Γέροντας ὑπέφερε ἀπό σάκχαρο, ἦταν διαβητικός. Ὅταν ἔμεινε στό σπίτι μας, ἡ γυναίκα μου ἀντιμετώπισε κάποια δυσκολία ὅσον ἀφορούσε τό διαιτολόγιό του. Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: -Κόρη μου, καμιά στενοχώρια, ὅ,τι ἔχεις ἐτοιμάσει. Ὁ Ἀμφιλόχιος εἶναι ἁπλός. Πράγματι, ἦταν τόσο ἁπλός, πού σ᾽ ἔβγαζε ἀμέσως ἀπό τή δύσκολη θέση κι ἔμπαινε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέσα στήν καρδιά σου. ῏Ηταν τόσο ἐξαγιασμένος ἄνθρωπος, πού προσωπικά δέν ἔχω ἀμφιβολία ὅτι ἡ διοικοῦσα ᾽Εκκλησία θά τόν ἀνακηρύξει καί ἐπίσημα ἅγιο.
Ὁ εὐπατρίδης τῆς ᾽Εκκλησίας
Ὅλοι ὅσοι τόν γνώρισαν ὁμολογοῦν ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας τῆς Πάτμου ἦταν μιά χαρισματική καί δυσεύρετη μορφή μέσα στή νεώτερη ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Τοῦ ταιριάζει ἀπόλυτα ὁ τίτλος τοῦ εὐπατρίδη. Τόν Γέροντα τόν διέκρινε μία σπάνια πνευματική ἀρχοντιά καί εὐγένεια καί ὑπῆρξε ὁμολογουμένως ἕνας ἀπό τούς βασικούς πρωτεργάτες τῆς ἀναγέννησης τοῦ μοναχισμοῦ,«τοῦ εὐζωνικοῦ τάγματος τῆς ᾽Εκκλησίας»,ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε. Ἄν ἡ ζωή μᾶς φέρει στήν Πάτμο ἄς μήν ἀμελήσουμε νά πᾶμε στό μοναστήρι του νά προσκυνήσουμε τόν τάφο του καί νά τοῦ ποῦμε τούς καημούς καί τά προβλήματά μας. Ὁ Γέροντας πάντα ἀκούει ὅτι τοῦ ζητοῦνε οἱ πιστοί, τρέχει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἐναποθέτει στά πόδια Του τά αἰτήματά μας καί παρακαλεῖ γιά τήν ἐκπλήρωσή τους.
Ας ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς προσευχές του. Ἀμήν.
Γεώργιος Θ. Μηλίτσης, διδάσκαλος
(Πηγή: Γεώργιος Θ. Μηλίτσης, διδάσκαλος, Άγια Μετέωρα)
Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής: Την αγιοκατάταξη του αποφάσισε σήμερα, Τετάρτη, 29 Αυγούστου 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία συνεδριάζει στο Φανάρι, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, αποφάσισε την Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018, την αγιοκατάταξη του Γέροντος της Πάτμου Αμφιλοχίου Μακρή (1889-1970).
(Πηγή: Τράπεζα Ιδεών)
(Πηγή: Eastern Orthodoxy)
(Πηγή: Άπαντα Ορθοδοξίας)
Σοφαί νουθεσίαι του αγιασμένου Πατρός Αμφιλοχίου Μακρή...
(νουθεσίαι του αγιασμένου Πατρός Αμφιλοχίου Μακρή προς Μοναχές)
Ερώτησις: Αφού βλέπετε, Γέροντα, τόσο καθαρά τις αδυναμίες μας, τα λάθη μας, γιατί δεν μας τα υποδεικνύετε;
Απάντησις: Λυπούμαι για όσα βλέπω ως πατέρας, αλλά ελπίζω εις την καλλιτέρευσιν. Υποδεικνύω όσα πρέπει, αλλά πιο κερδισμένος είσαι, όταν χύσης δυο ή τρία δάκρυα εμπρός εις τον Χριστόν δι' αυτά, παρά να πης πολλά λόγια. Εκείνος είναι ο ιατρός και παιδαγωγός μας. Ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός, αλλά εμείς εκλείσαμε τα μάτια μας και βλέπομε σκοτεινά. Αφού προχωρούμε έτσι άλλοι λασπώνονται και άλλοι σκοτώνονται.
Πολλές φορές την ήμερα έρχεται ο Χριστός και σου χτυπά, αλλά εσύ έχεις δουλειές...
Εκείνος που ταράσσεται δεν σκέπτεται λογικά, ορθά. Κάμνε υπομονήν και θα βραβευθής με στέφανον. Θέλω να είσθε ήρεμες για να συναντώμεθα. Άμα είσθε κουρασμένες δεν λειτουργούν οι ασύρματοι.
Ερώτησις: Πώς κατορθώνετε να έχετε τέτοια υπομονή και καρτερία εις τα διάφορα;
Απάντησις: Η χάρις του Θεού βοηθά. Πάντα πιστεύω παιδί μου εις την δύναμιν του Θεού που όλα τα μεταβάλλει και τα ρυθμίζει προς το συμφέρον της ψυχής μας.
Ερώτηση: Πώς πρέπει, Γέροντα, να σκεπτώμεθα τον Χριστό;
Απάντησις: Πάντα με αγάπη, πρέπει να φέρνωμε στη μνήμη μας το Χριστό. Μπορεί να κρατούμε στα χέρια μας μια φωτογραφία ενός ανθρώπου αλλά επειδή δεν τον γνωρίζομεν, ή μάλλον δεν αγαπούμεν δεν μας συγκινεί. Ενώ όταν πάρωμε την φωτογραφία της μάννας μας αμέσως η ψυχή μας σκιρτά και κλαίει από αγάπη.
Ερώτησις: Θα σωθούμε, Γέροντα;
Απάντησις: Μα γι' αυτό βάλαμε τα ράσα για να σωθούμε. Ο πνευματικός αγώνας θα μας οδηγήση εις τον Παράδεισον. Το ότι πολεμούμε τους λογισμούς, ο κόπος αυτός θα μας βάλη εις τον Παράδεισο.
(Πηγή: (Αναδημοσίευσις από το περιοδικόν «Άγιος Νεκτάριος» Θεσ/νίκης του 1982), (Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων, Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Η Ακολουθία του Αγίου Αμφιλοχίου Μακρή
Η ακολουθία ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή
Πηγή: (Ιωάννης Παναγόπουλος)
Εἰσερχόμενοι στήν Μ. Ἑβδομάδα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νά «συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς ἵνα καί συζήσωμεν Αὐτῷ». Αὐτό ἀκριβῶς παριστάνει μιά τοιχογραφία στήν ἱ. Μονή Διονυσίου στό ἅγιο Ὄρος, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Ἑσταυρωμένος μοναχός.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...