
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Όσιος Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελνόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμεί στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος
Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του. έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.
Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρονακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τύχωνα. Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέρωντα Τύχωνα το 1968. Ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει.
Στην Παναγούδα
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Οι ασθένειες του Γέροντα
Το ιστορικό
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του.
Τελικά την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 (με το νέο ημερολόγιο) και ώρα 11:30 το βράδυ την ησυχία τάραξε μια δυνατή βροντή! Κατόπιν με συνεχείς αστραπές φωτιζόταν όλο το Άγιον Όρος.
Το απόγευμα εγινε γνωστό ότι ο γέροντας είχε περάσει πιά στην αιωνιότητα.
Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουλίου.
Πηγή: Με παρρησία...
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει μὲ ξεχωριστὴ λαμπρότητα τὴ Σύναξη τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ οἱ μνῆμές τους σὲ διάφορες ἡμερομηνίες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ τὸ συλλογικὸ ἑορτασμὸ τιμᾶται σύμπασα ἡ χορεία τῶν μεγάλων αὐτῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς συνεχιστὲς τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς γῆς, ἔστρεψαν τὸ ροῦ τῆς ἱστορίας καὶ ἄλλαξαν κυριολεκτικὰ τὴ μορφὴ τοῦ κόσμου. Χάρη στὸν ἰδικό τους ἀγώνα, τὶς ἀφάνταστες προσωπικὲς τους θυσίες, τὴ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριό τους ἐθεμελιώθηκε ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο.
Ἡ λέξη «Ἀπόστολος» σημαίνει τὸν ἀπεσταλμένο. Ἐν προκειμένῳ Ἀπόστολοι ὀνομάσθηκαν οἱ ἐκλεγμένοι καὶ καλεσμένοι ἀπὸ τὸν Κύριο Μαθητές Του νὰ συνεχίσουν τὸ σωστικό Του ἔργο, μετὰ τὴν εἰς τοὺς οὐρανοὺς Ἀνάληψή Του. Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὴν χαρακτηριστική Του προτροπὴ ἔγιναν οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ὡς τὴν Πεντηκοστὴ καλοῦνταν Μαθητές, ἔγινε ἀμέσως μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Κυρίου, στὴ Γαλιλαία. Εὐθὺς μετὰ τὴ Βάπτισή Του κατευθύνθηκε στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γενησαρέτ, ὅπου ἀπευθύνθηκε στοὺς ἐκεῖ ἁλιεῖς, στοὺς ὁποίου εἶπε: «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». Ἄλλοι, «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν, ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ».
Οἱ μαθητὲς ὁρίσθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο σὲ τρεῖς κύκλους ἤτοι: τὸ στενὸ κύκλο τῶν Δώδεκα, τὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα καὶ τὸν εὐρύτατο κύκλο τῶν πολυπληθῶν φίλων Του. Μεγαλύτερη σημασία εἶχε ὁ κύκλος τῶν Δώδεκα. Αὐτοὶ εὑρίσκονταν πλησίον Του καὶ σ’ αὐτοὺς ἀποκάλυψε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ εἶχαν τὴν εὐλογία καὶ τὴ δόξα νὰ ὁρισθοῦν ὡς οἱ κατ’ ἐξοχὴν συνεχιστὲς τοῦ ἔργου Του, διότι μόνο σὲ αὐτοὺς εἶπε: «Ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ἡμῶν μένῃ». Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοὺς κατέστησε ἐπίσημα διαδόχους καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου Του: «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ἐπίσης στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπου εἶχαν συναχθεῖ οἱ ἕνδεκα μαθητές, λίγο πρὶν τὴν Ἀνάληψη, τοὺς εἶπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».
Ὡς πρὸς τὴν ἐκλογὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν... τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Οἱ Ἅγιοι Δώδεκα Ἀπόστολοι εἶναι: ὁ Ἀπόστολος Πέτρος († 29 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας († 30 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου († 30 Ἀπριλίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου († 9 Ὀκτωβρίου), ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης († 24 Σεπτεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος († 14 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος († 11 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς († 6 Ὀκτωβρίου), ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος († 16 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας († 19 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Ματθίας († 9 Αὐγούστου), ὁ Ἀπόστολος Σίμων ὁ Ζηλωτής († 10 Μαΐου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾷ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίῳ καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμᾶς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοῶντας· χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ δωδεκάχορδος καὶ εὔσημος νάβλα, τῶν πανευφήμων καὶ σοφῶν Ἀποστόλων, ἐμπνεομένη Πνεύματος ταῖς θείαις αὐγαῖς, πᾶσι μὲν ἐκήρυξεν, εὐσεβείας τὸν φθόγγον, γλώσσας δὲ ἐφίμωσεν, ἀσεβείας τῷ λόγῳ· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν τρανῶς· χαίρετε μύσται, Χριστοῦ καὶ διάκονοι.
Μεγαλυνάριον.
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾷ, Φίλιππον Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής
Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει: α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Τὰ γεγονότα τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.
Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν.
Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε:
«Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».
Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία:
«Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».
Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας.
Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τ[πης παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας· ὃνπερ γὰρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης κῆρυξ, ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνθος τὸ θεόσδοτον ἐκφυέν, σήμερον ἐκ στείρας, εὐωδίας ἁγιασμοῦ, ἔπλησε τὰ πάντα, τὴν ἔρημον τὰ ὄρη, τῶν ποταμῶν τὰ ῥεῖθρα, Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής
Ο άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ' αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο - γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται...Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος - γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι' αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Πηγή: (Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, φθάσαμε στὸ τέλος τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου. Πρώτη ἑορτὴ εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἐξαίρει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς φράγκους, ποὺ ἑορτάζουν μεγαλοπρεπέστερα τὰ Χριστούγεννα· οἱ ὀρθόδοξοι στὴν Ἀνατολὴ ὡς βασιλίδα τῶν ἑορτῶν ἔχουμε τὸ Πάσχα· σαράντα μέρες ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Μετὰ τὴν Ἀνάστασι εἶνε ἡ ἀνάληψις τοῦ Κυρίου, ποὺ ἑωρτάσαμε πρὸ δέκα ἡμερῶν. Τί νόημα ἔχουν οἱ ἑορτὲς αὐτές; Ἡ Ἀνάστασις· ζῇ καὶ βασιλεύει ὁ Χριστός. Ἡ Ἀνάληψις· «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας».
* * *
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε Πεντηκοστή, τὴ μεγάλη ἑορτὴ ποὺ εἶνε ἡ συμπλήρωσις τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας καὶ σημαίνει τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἂν πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄρος, σὲ βυζαντινοὺς ναούς, θὰ δῆτε πῶς ζωγραφίζεται ἡ Πεντηκοστή.
Βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι, ὄχι ὅπως οἱ σημερινοὶ ποὺ μοσχοπωλοῦν τὸ Χριστὸ ἀλλὰ τεχνῖτες ποὺ ζωγράφιζαν μὲ πίστι κι ἀνακάτευαν τὰ χρώματα μὲ τὰ δάκρυά τους καὶ νήστευαν γιὰ νὰ ζωγραφίζουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, δημιούργησαν εἰκόνες θαυματουργές. Ἀπὸ τὶς σημερινὲς εἰκόνες ἀμφιβάλλω ἂν μέσα σὲ δέκα χιλιάδες θὰ βρεθῇ μία ποὺ νά ᾽νε θαυματουργή. Ἡ κάθε εἰκόνα ἔχει βέβαια ἀφ᾿ ἑαυτῆς τὴν ἀξία της, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἰκονίζει, ἀλλὰ ἄλλη χάρι ἔχει ὅταν προέρχεται καὶ ἀπὸ μάτι καὶ χέρι ἑνὸς ἁγιασμένου ζωγράφου.
Στὴ βυζαντινὴ λοιπὸν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς θὰ δῆτε ὅτι στὸ κέντρο ζωγραφίζεται ἕνας προφήτης, ὁ προφήτης Ἰωήλ. Εἰκονίζεται νὰ κρατάῃ ἕνα εἰλητάριο κ᾽ ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ εἶνε γραμμένο τὸ ῥητὸ «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα…» (Ἰωὴλ 3,1-2).
Θέλω νὰ μιλήσω, ἀλλὰ διστάζω. Διότι τί ὠφελούμεθα ἀπὸ τὶς ἑορτές; Τώρα γιὰ πολλοὺς ἑορτὴ ἴσον γλέντι, διασκέδασι, χορός… Δὲν λιγοστεύουμε τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ τὶς αὐξάνουμε. Ἐνῷ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἑορτὴ εἶνε χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πνευματική, ἐμεῖς ἑορτάζουμε κατὰ τρόπο ἰουδαϊκὸ καὶ εἰδωλολατρικό. Σ᾽ ἐμᾶς ἁρμόζει ἡ φρικτὴ ἐκείνη προφητεία τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου» (Ἠσ. 1,14).
Διστάζω ἀκόμη, διότι ἡ Πεντηκοστὴ εἶνε ἑορτὴ ποὺ δίδει στὸν ἱεροκήρυκα τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα. Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὕλη, σκουλήκια, ἀκάθαρτα ζῷα· ταπεινοί, ἁμαρτωλοί, «ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντες, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος» (Ἠσ. 6,5). Πῶς νὰ λαλήσουμε σήμερα περὶ Πνεύματος ἁγίου, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ συγκλονίζεται ἀπὸ τὰ ἀθεϊστικὰ κηρύγματα, τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν ἐν γένει διαφθορά;
Θά ᾽πρεπε στὴ θέσι μου νὰ εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρας, τὰ ἄυλα ἐκεῖνα πνεύματα ποὺ δὲν εἶχαν οὔτε μόριο σαρκικότητος καὶ ποὺ ὅταν προσεύχονταν δὲν πατοῦσαν τὴ γῆ. Καὶ θά ᾿πρεπε κ᾽ ἐσεῖς οἱ ἀκροαταί μου νὰ εἶστε ἐξαγνισμένοι, ὥστε τὰ πνεύματά μας νὰ συντονισθοῦν καὶ νὰ ὑψωθοῦμε ὅπως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι στὸ ὑπερῷο, γιὰ νὰ ἔλθῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς Πνεῦμα ἅγιο.
Ἰδού γιατί διστάζω νὰ μιλήσω. Ἀλλὰ ἕνα ῥητὸ ἀπὸ τὶς σημερινὲς εὐχὲς τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς γονυκλισίας μὲ κάνει νὰ παραμερίσω τοὺς δισταγμούς. Πιστέψτε με, δὲν θὰ ἄνοιγα τὸ θέμα αὐτό, ἐὰν δὲν μὲ ἐνθάρρυναν τὰ λόγια ἐκεῖνα· «…Ἰδού γὰρ φόβῳ παρίσταμαί σοι, εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους σου τὴν ἀπόγνωσιν ἀπορρίψας τῆς ψυχῆς μου». Στέκω, λέει, μὲ φόβο μπροστά σου, Κύριε, ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ῥίχνω τὴν ἀπόγνωσι τῆς ψυχῆς μου στὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους σου (3η εὐχή).
῾Ρίχνω λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ τὸν ἑαυτό μου στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπικαλούμενος τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος τολμῶ νὰ ψελλίσω λίγες λέξεις. Ἢ μᾶλλον δὲν θὰ μιλήσω ἐγώ· θὰ γίνω ἕνα μικρόφωνο γιὰ ν᾽ ἀκούσετε τὶς γνῶμες τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
* * *
Πεντηκοστή! «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα…». Ἡ ἔκχυσις τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀγαπητοί μου, στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται μὲ πολλὰ ὀνόματα. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ παίρνω ἕνα μόνο, τὸ ὄνομα «δωρεά». Γιατί λέγεται ἔτσι; Διότι εἶνε τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων ὅσων ὁ Θεὸς χάρισε καὶ χαρίζει.
Ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶνε τὸ μόνο ἀγαθὸ ποὺ ἔλαβε ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ τὸ Θεό. «Ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Πράξ. 17,28), ἐπαναλαμβάνοντας φράσι ἀρχαιοτέρου ποιητοῦ (τοῦ Ἀράτου). Κολυμποῦμε μέσα στὸ πέλαγος τῶν ἐνεργειῶν καὶ δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Τί ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴ τὸ ἔχουμε ὡς δωρεὰ ἀπὸ τὸ Θεό!
Ἀφήνω τὰ δῶρα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα· ὑπενθυμίζω τὶς σπουδαιότερες τακτικὲς δωρεὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ψηλά, ἀπ᾽ τὸν οὐρανό.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς τακτικὲς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν καὶ ἔκτακτες δωρεές, ὅπως ἦταν π.χ. στὴν παλαιὰ διαθήκη τὸ μάννα, ἡ γλυκυτάτη ἐκείνη τροφή, ποὺ ἔπαιρνε στὸ στόμα τῶν Ἑβραίων ὅποια γεῦσι ἐπιθυμοῦσαν, γινόταν ὅ,τι ἤθελαν. Καὶ ὅμως οἱ ἀγνώμονες ἐπότισαν τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου «ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν» (Μ. Παρ. ὄρθρ., ἀντίφ. ιβ΄). Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
* * *
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, ἕως ἐδῶ ὅλες αὐτὲς τὶς δωρεὲς μὲ ἐνδιαφέρον. Σᾶς εἶπα πράγματα κατανοητὰ καὶ ἁπτά, πράγματα ποὺ τὰ ξέρουμε καὶ τὰ ζοῦμε, ἀφοῦ ἡ ζωή μας εἶνε συνυφασμένη μ᾽ αὐτά.
Ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος δὲν περιορίζεται ἕως ἐδῶ, στὴ φυσικὴ μόνο σφαῖρα, στὴ ζωὴ τοῦ σώματος. Δὲν εἶνε σῶμα μόνο· εἶνε καὶ πνεῦμα, καὶ κυρίως πνεῦμα. Ἔχει λοιπὸν καὶ ἄλλη ζωή, ζῇ καὶ στὴ σφαῖρα τοῦ πνεύματος. Καὶ ἐκεῖ, στὴ σφαῖρα τοῦ πνεύματος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλου εἴδους ἐφόδια. Πῶς νὰ σᾶς δώσω νὰ τὸ καταλάβετε; Ζητῶ τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ.
Παραπάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ὑλικὲς δωρεές, ποὺ τὶς αἰσθανόμεθα ὅλοι γιατὶ ἀπὸ αὐτὲς ζοῦμε καὶ ἐξαρτώμεθα, εἶνε μία ἄλλη, μεγάλη, ὑψίστη δωρεά. Ὅλες αὐτὲς οἱ δωρεές, τακτικὲς καὶ ἔκτακτες, εἶνε μικρές. Ἡ μεγάλη δωρεὰ εἶνε ἡ σημερινή, εἶνε τὸ Πνεῦμα ἅγιο· «…λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 2,38). Σπουδαῖα καὶ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωή μας τὸ φῶς, τὸ νερό, ὁ ἀέρας· ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε ἁπλῶς εἰκόνες καὶ σύμβολα τῆς μεγάλης αὐτῆς δωρεᾶς ποὺ λέγεται Πνεῦμα ἅγιον.
Ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἦταν προφητευμένο ἀπὸ τὴν παλαιὰ διαθήκη διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ. Ἦταν ὑπόσχεσι τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητάς του προτοῦ ν᾽ ἀναληφθῇ στοὺς οὐρανούς. Ἦταν ἡ ὁλοκλήρωσι τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας, τοῦ μεγαλειώδους ἔργου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ δόξα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Χωρὶς τὴν δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας θὰ ἦταν ἀτελὲς καὶ ἀνολοκλήρωτο. Σήμερα τὸ ἔργο τοῦτο ὡλοκληρώθηκε. Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Α΄ μέρος ἀπομαγνητ. ἑσπερ. ὁμιλίας· ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» – Ἀθῆναι τὴν 28-5-1961), π. Αυγουστίνος Καντιώτης
Εἶναι γνωστή σέ ὅλους, ὅσοι διαβάζουν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἱστορία γιά τόν πύργο τῆς Βαβέλ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ια΄ 1-9, διαβάζουμε γιά τόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό τῶν ἀνθρώπων : «δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καί πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλή ἕως τοῦ οὐρανοῦ». Αὐτός ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμοιάσει στόν Θεό, ἔφερε τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν στά ἔθνη : «δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλώσσαν, ἵνα μή ἀκούσωσιν ἕκαστος τήν φωνήν τοῦ πλησίον».
Βαβέλ σημαίνει σύγχυση. Φιλοδόξησαν οἱ ἄνθρωποι ἑνότητα, χωρίς τόν Θεό.
Στήν Καινή Διαθήκη, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, β΄ κεφάλαιο, καί ἔπειτα ἀπό τήν ἐπαγγελία τοῦ Σωτῆρος ὅτι θά στείλει ἄλλον Παράκλητον, μετά τήν Ἀνάληψή Του, «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις…….ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν». Στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Βαβέλ δίνει τή θέση της στήν ἑνότητα κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός .» ( Κολ. γ΄ 11).
Πεντηκοστή! Πάντες οἱ βαπτιζόμενοι στο ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ζοῦν την ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, κοινωνώντας το Σῶμα και το Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, πού σήμερα πορεύεται μέ τό ΕΓΩ του, ἄν θέλει νά ζήσει ὄχι μόνο στόν χρόνο, ἀλλά καί στό ὑπέρχρονο, ὀφείλει νά ἀσπαστεῖ τό κήρυγμα τῆς ἑνότητος τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ἑνότητα πού προσφέρει ὁ Χριστός εἶναι πρόσκληση σέ ὅλα τά ἔθνη, γιά νά ζήσουν ὡς Σῶμα τό ὁποῖο θά πορεύεται στό ἀτέρμονο. Διαφορετικά, ἡ Βαβέλ θα ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή μοναξιά , ἀπομόνωση, ἀπελπισία καί στόν πνευματικό θάνατο.
Ἐγωϊσμός ἤ Ταπείνωση; Θάνατος ἤ Ἀνάσταση; Κοινωνία ἤ Μοναξιά; Τέλος ἤ Αἰώνια Ζωή;
Ἡ αἰώνια ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου βρίσκει τή λύση της στή λέξη ΧΡΙΣΤΟΣ.
«Ὃτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος. Ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε. Καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς).
Εἶναι γνωστή σέ ὅλους, ὅσοι διαβάζουν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἱστορία γιά τόν πύργο τῆς Βαβέλ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ια΄ 1-9, διαβάζουμε γιά τόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό τῶν ἀνθρώπων : «δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καί πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλή ἕως τοῦ οὐρανοῦ». Αὐτός ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμοιάσει στόν Θεό, ἔφερε τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν στά ἔθνη : «δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλώσσαν, ἵνα μή ἀκούσωσιν ἕκαστος τήν φωνήν τοῦ πλησίον».
Βαβέλ σημαίνει σύγχυση. Φιλοδόξησαν οἱ ἄνθρωποι ἑνότητα, χωρίς τόν Θεό.
Στήν Καινή Διαθήκη, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, β΄ κεφάλαιο, καί ἔπειτα ἀπό τήν ἐπαγγελία τοῦ Σωτῆρος ὅτι θά στείλει ἄλλον Παράκλητον, μετά τήν Ἀνάληψή Του, «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις…….ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν». Στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Βαβέλ δίνει τή θέση της στήν ἑνότητα κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός .» ( Κολ. γ΄ 11).
Πεντηκοστή! Πάντες οἱ βαπτιζόμενοι στο ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ζοῦν την ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, κοινωνώντας το Σῶμα και το Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, πού σήμερα πορεύεται μέ τό ΕΓΩ του, ἄν θέλει νά ζήσει ὄχι μόνο στόν χρόνο, ἀλλά καί στό ὑπέρχρονο, ὀφείλει νά ἀσπαστεῖ τό κήρυγμα τῆς ἑνότητος τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ἑνότητα πού προσφέρει ὁ Χριστός εἶναι πρόσκληση σέ ὅλα τά ἔθνη, γιά νά ζήσουν ὡς Σῶμα τό ὁποῖο θά πορεύεται στό ἀτέρμονο. Διαφορετικά, ἡ Βαβέλ θα ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή μοναξιά , ἀπομόνωση, ἀπελπισία καί στόν πνευματικό θάνατο.
Ἐγωϊσμός ἤ Ταπείνωση; Θάνατος ἤ Ἀνάσταση; Κοινωνία ἤ Μοναξιά; Τέλος ἤ Αἰώνια Ζωή;
Ἡ αἰώνια ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου βρίσκει τή λύση της στή λέξη ΧΡΙΣΤΟΣ.
«Ὃτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος. Ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε. Καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς).
ΛΑΜΠΡΑ, ἀγαπητοί μου, καὶ χαρμόσυνος ἡμέρα ἀνέτειλε σήμερα, ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ τῆς μητρός του Ἑλένης. Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη εἶνε δύο ὀνόματα γνωστὰ καὶ δημοφιλῆ ὄχι μόνο στὸν Ἑλληνικὸ λαὸ ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Πλῆθος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν φέρουν τὰ ὀνόματα αὐτά. Καὶ ὄχι μόνο ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ πρίγκιπες καὶ βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες καὶ στρατηγοί. Ἐπίσης πολλοὶ ναοὶ πόλεων καὶ χωριῶν, ἐξωκκλήσια καὶ παρεκκλήσια τιμῶνται ἐπ᾽ ὀνόματί των καὶ ἑορτάζουν σήμερα. Ἑορτάζει δὲ καὶ ὁ ὡραῖος ναός των στὸ Ἀμύνταιο τῆς ἱ. μητροπόλεως Φλωρίνης, ποὺ ἀνηγέρθη σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα.
Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τὴν ἱστορία Μέγας. Καὶ τὸ ἐπίθετο αὐτό, ποὺ σπανίως ἀπονέμεται, δὲν εἶνε χαριστικό· δὲν εἶνε τίτλος εὐγενείας ὅπως μερικοὶ τίτλοι ἀριστοκρατῶν τῆς Δύσεως. Ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, ὅπως θὰ δοῦμε.
Μέγας ὠνομάστηκε, ἐπίσης ἀνταξίως, καὶ τὸ ἔνδοξο τέκνο τῆς Μακεδονίας μας, ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ ἦταν πράγματι μέγας, διότι μὲ τὴν μικρὰ σχετικῶς μακεδονικὴ φάλαγγα κατώρθωσε νὰ φθάσῃ μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀσίας, μέχρι Γάγγη ποταμοῦ, καὶ νὰ ἱδρύσῃ τὴν δική του αὐτοκρατορία· μιὰ αὐτοκρατορία ποὺ ἔσπειρε τὸν σπόρο τοῦ ἑλληνισμοῦ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν σπορὰ τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Διότι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐνεπνεύσθη τὴν δημιουργία μιᾶς χριστιανικῆς πολιτείας. Καὶ ὄχι μόνο συνέλαβε τὴν ἰδέα, ἀλλὰ καὶ ἀγωνίσθηκε ἀνενδότως γιὰ τὴν πραγματοποίησί της. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ χριστιανικὸ κράτος του, τὸ γνωστὸ στὴν παγκόσμιο ἱστορία μὲ τὸ ὄνομα Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία εἶνε ἐξαίρετο καὶ μοναδικὸ κράτος· μοναδικὸ ὡς πρὸς τὸν σκοπό, μοναδικὸ καὶ ὡς πρὸς τὴν διάρκεια.
Ὡς πρὸς τὸν σκοπὸ πρῶτον. Ποιό κράτος σήμερα ἔχει τὰ ἰδεώδη ποὺ εἶχε τὸ Βυζάντιο;
Ὑπάρχουν κάπου 160 κράτη, ποὺ οἱ σημαῖες τους κυματίζουν στὸ προαύλιο τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν. Ποιό ἀπὸ τὰ κράτη αὐτὰ ἔχει τὰ ἰδανικὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἔζησε καὶ μεγαλούργησε τὸ Βυζάντιο; Ποιός εἶνε ὁ σκοπὸς τῶν κρατῶν αὐτῶν σήμερα; Ἐὰν σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε τὸ «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32), πολὺ περισσότερο σκοπὸς ἑνὸς κράτους δὲν πρέπει νὰ εἶνε ἡ ὕλη. Σκοπὸς λοιπὸν τοῦ κράτους τοῦ Βυζαντίου δὲν ἦτο ἡ ὕλη (ἡ ὑλικὴ εὐημερία, ἡ ἀνάπτυξις, ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πηγῶν, τῶν ὑδάτων καὶ τοῦ ὑπεδάφους, ἡ ἐπιβολὴ διὰ τῆς βίας, οἱ κατακτήσεις). Ὁ σκοπὸς τοῦ Βυζαντίου ἦτο ὑψηλός, οὐράνιος, ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ φαντάστηκε στὴν Πολιτεία του ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν πραγματοποιήσῃ ἀλλ᾽ ἀπέτυχε. Σκοπὸς τοῦ Βυζαντίου ἦτο ἡ ἐφαρμογὴ καὶ ἡ κήρυξις καὶ διάδοσις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἐκχριστιάνισις καὶ ὁ ἐκπολιτισμὸς τῶν βαρβάρων λαῶν.
Τὸ Βυζάντιο λοιπὸν ὑπῆρξε τὸ κέντρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀκτινοβόλησε ἡ χριστιανικὴ πίστις σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Μοναδικὸ κράτος ὡς πρὸς τὸν στόχο ποὺ ἔθεσε. Μοναδικὸ ὅμως καὶ ὡς πρὸς τὴ διάρκεια ποὺ εἶχε. Ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία. Πόσα χρόνια κράτησαν τὰ καθεστῶτα τοῦ κόσμου τούτου; Πόσο διήρκεσε ἡ δημοκρατία τοῦ Περικλέους στὴν Ἀθήνα; πόσο βάσταξε τὸ ὀλιγαρχικὸ πολίτευμα τοῦ Λυκούργου στὴν Σπάρτη; πόσο ἔζησε τὸ βασίλειο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου; πόσο διήρκεσε ἡ βασιλεία τῶν Περσῶν, τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Βαβυλωνίων καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν; Τὸ πολὺ τέσσερις – πέντε αἰῶνες. Ἐνῷ ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, μοναδικὸ φαινόμενο, βάσταξε 1.100 χρόνια. Καὶ ἦταν τὸ κέντρο ὅλης τῆς οἰκουμένης, ὁ φάρος, ὁ προμαχών, ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ ποὺ ἀγωνιζόταν γιὰ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη.
Ἡ Κωνσταντινούπολις, στὴν ὁποία ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετέφερε σκοπίμως τὴν ἕδρα του, ἔγινε ἡ νέα πρωτεύουσα. Σ᾽ αὐτὴν τὸ ὑψηλότερο οἰκοδόμημα ἦταν μία κολώνα, ἐπάνω στὴν ὁποία ἀκτινοβολοῦσε μεγάλος σταυρός. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, θείᾳ ἐμπνεύσει, ἀντελήφθη ὅτι εἶνε ἀδικία νὰ καταδιώκωνται οἱ Χριστιανοί, ποὺ δὲν εἶνε κακοποιὰ στοιχεῖα, ἄξιοι καταδίκης καὶ ἐξοντώσεως. Ἐπείσθη, ὅτι οἱ Χριστιανοί, ὅπου κι ἂν βρίσκωνται, εἴτε ὡς στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὶ εἴτε ὡς ὑπάλληλοι εἴτε ὡς ἁπλοῖ πολῖτες, εἶνε τὸ ἅλας καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Καὶ ἐνῷ ἡ ῾Ρώμη κατέρρεε, ἡ νέα ῾Ρώμη, ἡ Κωνσταντινούπολις, ἤκμαζε μὲ τὸ χριστιανικὸ στοιχεῖο.
Ἐπάνω στὸ νέο αὐτὸ ἀνθηρὸ στοιχεῖο, στὸ στερεὸ τοῦτο ἔδαφος, θεμελίωσε τὸ κράτος του ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, κράτος μὲ μοναδικὸ προσανατολισμό· νὰ ζήσῃ τὸ ἴδιο ἀλλὰ καὶ νὰ διαδώσῃ σὲ ἄλλους τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ἐδῶ ἔγκειται ἡ μεγάλη του προσφορά. Ὄχι δὲ μόνο ἡ Κωνσταντινούπολις ἀλλὰ καὶ ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ δευτέρα πόλις τῆς αὐτοκρατορίας, ἦταν κέντρο ἱεραποστολικό. Ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολι ξεκίνησαν ἀετοὶ τοῦ πνεύματος, μεγάλοι ἱεραπόστολοι καὶ ἐθναπόστολοι. Ξεκίνησε ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος, καὶ κήρυξαν στοὺς Σέρβους, στοὺς Βουλγάρους, στοὺς ῾Ρουμάνους· ἔφτασαν μέχρι τὰ ἄκρα τοῦ βορρᾶ σπείροντας τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ βαπτίζοντας.
Στὸ ἔδαφος ἀκόμη τοῦ Βυζαντίου συνῆλθαν οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Σύνοδοι. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔκανε τὴν ἀρχή. Τὸ 325 μ.Χ. συνεκάλεσε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τοὺς 318 θεοφόρους πατέρας στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνέταξε τὸ σπουδαιότερο μετὰ τὴν ἁγία Γραφὴ κείμενο. Δὲν ὑπάρχει, τὸ τονίζω, μεγαλυτέρα φιλοσοφία στὸν κόσμο ἀπὸ τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐγκλείουν τὰ σύντομα λόγια τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, τοῦ «Πιστεύω». Τὸ «Πιστεύω» εἶνε γραμμένο ὄχι ἁπλῶς μὲ μολύβι καὶ μὲ μελάνι· εἶνε γραμμένο μὲ τὰ αἵματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεώς μας. Στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντίου συνεκλήθησαν καὶ ὅλες οἱ ἑπόμενες οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.
Στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἱδρύθηκαν ἀκόμη τὰ περίφημα μοναστήρια. Τὰ μοναστήρια δὲν ἦσαν, ὅπως διαβάλλουν οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, ἑστίες ῥαστώνης καὶ ὀκνηρίας καὶ τεμπελιᾶς, ἀλλὰ ὑπῆρξαν πανεπιστήμια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· χάρις στὰ μοναστήρια ἐκεῖνα, καὶ ἰδίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διεσώθη ὁ πλοῦτος τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ποιήσεως.
Ἡ Κωνσταντινούπολις λοιπὸν βάσταξε 1.100 χρόνια. Καὶ μετά; Ὤ συμφορά! Στὶς 29 Μαΐου ―ἐπέτειο ποὺ πρέπει νὰ πενθῇ τὸ γένος καὶ νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες λυπηρὰ σὲ ὅλο τὸν Ἑλληνισμό―, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 βάρβαρα στίφη, ἄξεστοι Ἀσιᾶται ἐλαυνόμενοι ἀπὸ μανία καταστροφῆς διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου, εἰσῆλθαν μέσα στὴν Πόλι. Καὶ τότε ἐπὶ τῶν ἐπάλξεών της ἔπεσε ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ, ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὸν πρῶτο· Κωνσταντῖνος ὁ Α΄ ἐκεῖνος (324-337), καὶ πάλι Κωνσταντῖνος ὁ ΙΑ΄ αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος (1449-1453). Καὶ ἡ πρώτη πρᾶξις τῶν κατακτητῶν ποιά ἦταν; Ἕνας βάρβαρος ἀνέβηκε στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας, ξερρίζωσε τὸν τίμιο σταυρό, καὶ στὴ θέσι του ὕψωσε τὴν ἡμισέληνο, τὸ σύμβολο τοῦ σκότους καὶ τῆς βαρβαρότητος. Τότε πλέον ἔσβησε τὸ μεγαλούργημα τοῦ Βυζαντίου, ἀπέθανε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία.
Ἀπέθανε; Ὄχι, ὄχι! Τὰ ἄτομα ἀποθνῄσκουν, οἱ ἰδέες δὲν ἀποθνῄσκουν. Ἡ ἰδέα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ζῇ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων. Ζῇ ὡς παράδοσις, ὡς θρῦλος, ὡς ἱστορία. Ζῇ! Ἐγὼ πιστεύω ἀκραδάντως καὶ παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου προφητεύω βασιζόμενος στοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὅτι ―ὄχι ἡ δική μας γενεά, διότι ἁμάρτησε πολὺ καὶ ἐθνικῶς καὶ πολιτικῶς καὶ θρησκευτικῶς― μία νέα γενεά, ἡ ὁποία ἔρχεται, θὰ δῇ νὰ πραγματοποιῆται τὸ «Πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ᾽νε». Αὐτοί, τὸ πιστεύω καὶ τὸ διαλαλῶ, θ᾽ ἀξιωθοῦν νὰ ἑορτάσουν καὶ νὰ λειτουργήσουν μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Τὸ ὄνειρο αὐτὸ θὰ γίνῃ πραγματικότης ὑπὸ ἕνα ὅρον· ἐὰν τὸ κράτος μας, ὡς διάδοχο τοῦ Βυζαντίου, ἐμπνευσθῇ ἀπὸ τὰ ἰδεώδη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐὰν ὡς ἔμβλημά μας ἔχουμε τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα». Τὰ ἄλλα κράτη στὶς σημαῖες τους ἔχουν ἄλλα σύμβολα. Ἡ Ἑλλὰς ἔχει τὸν τίμιο σταυρό. Μὲ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα» θὰ προχωρήσουμε. Καὶ παρ᾽ ὅλα τὰ ἐμπόδια εἶμαι βέβαιος ὅτι τὸ ἔθνος τοῦτο, τὸ μικρὸ σὲ ἔκτασι ἀλλὰ μεγάλο σὲ ἰδεώδη, θὰ ζήσῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 21-5-1976), π. Αυγουστίνος Καντιώτης
Μόλις ηκούσαμε τον υιό της βροντής, τον Ιωάννην, ή μάλλον το Άγιον Πνεύμα που από αλιέα και χειροτέχνη τον έκαμε συγγραφέα και κήρυκα θείων όντως και υψηλών υποθέσεων, να μας εκθέτη το θαύμα της σωματικής και πνευματικής αναβλέψεως του εκ γενετής τυφλού. Στο προηγούμενο κεφάλαιον ανέλυσε την πολλή και εκτεταμένη διάλεξι του Κυρίου, με την οποία καθωδηγούσε τον απειθή και δύστροπον εβραϊκό λαό στην θεογνωσία του Πατρός και του Υιού, απομακρύνοντας τον νου τους από την έννοια της μοναρχίας• τους ήνοιγε την πόρτα για να περάσουν από την νομική παράδοσι στην χάριν, οδηγώντας τους ομαλώς από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, όπως κάποτε από την έρημο προς την πλούσια και εύφορον γη.
Αλλά αν και εφανέρωνε ποικιλοτρόπως και την ιδική του προΰπαρξι, ότι δηλαδή υπάρχει προαιωνίως και ευρίσκεται πάντοτε σε συνάφεια με τον Πατέρα, και εφώναζε με σαφήνεια στα ώτα των κωφών: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι», εκείνοι δεν αντελήφθησαν την δύναμι του λόγου, ούτε εκείνο, το οποίον δεν παρεδέχθησαν, το ήλεγξαν με κάποιαν επιστημονικήν αντίρρησι⋅ αλλά αντί των λόγων έπιασαν τους λίθους και ενώ ευρίσκοντο ακόμη μακρυά από τον σταυρόν, εγύμναζαν τα φονικά τους χέρια για την δολοφονία. Εκείνος όμως που πάντοτε προέκρινε την μακροθυμίαν εμπρός στον υβριστή και βλάσφημο λαόν, απέφυγε την οργή και την οχλαγωγία τους• απέδρασε, όχι όμως με τρόπο ταπεινό, αλλά θεϊκό⋅ εστάθη μεταξύ τους, τόσο κοντά ώστε να τον φθάνουν με τα χέρια τους, αλλά δεν τον έβλεπαν, και ενώ ήγγιζε τους εξοργισμένους, δεν εφαίνετο.
Είχαν μείνει τότε εμβρόντητοι, φονεύοντας με την προαίρεσι, χωρίς όμως να ευρίσκουν τρόπο να εκτονώσουν την οργή τους˙ όμοιοι με τους απείρους κυνηγούς, οι οποίοι, εάν φοβίσουν και διώξουν το κυνήγι παράκαιρα και το ελάφι εύρη διέξοδο σε κάποιο δάσος και διαφύγη κρυφά, περιπλανώνται χωρίς λόγο στην κοιλάδα περιφέροντας τα δίκτυα ασκόπως, τραβώντας μαζί τους και τα σκυλιά ματαίως. Εγώ δε, αν και κατά τα άλλα είμαι αχρείος, δεν ελησμόνησα πως είμαι δούλος και οφείλω να εξεγερθώ κατά των υβριστών υποστηρίζοντας τον Δεσπότη μου. Γι’ αυτό και θα φωνάξω στους Εβραίους σαν να είναι σήμερα παρόντες και έχουν καταληφθή από μανία: Λιθοβολείτε, ελεεινοί, τον Ευεργέτη; Και ποιος σάς ξεδίψασε κάποτε από μία πέτρα; Πετάτε λίθους σ’ αυτόν που ενομοθέτησε την ζωή σας με τις λίθινες πλάκες; Στον λίθο τον εκλεκτό και πολύτιμο που προεφήτευσεν ο Ησαΐας; Στον λίθο τον νοητό που απεσχίσθη από τον απότομο βράχο χωρίς ανθρώπινο χέρι, όπως ο θεσπέσιος Δανιήλ σάς εδίδαξε; Λιθοβολείτε τον «λίθον τον ακρογωνιαίον» ο οποίος συνήνωσε τους δύο τοίχους, της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης; Και αν εσείς δεν πιστέψετε, «δυνατός ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ»• δηλαδή να συνάξη στον Χριστό λαόν περιούσιο, τους απεριτμήτους εθνικούς. Αυτή την επαγγελία εδέχθη και ο Αβραάμ, όταν ο Θεός του είπε ότι «ευλογηθήσονται εν σοί πάντα τα έθνη»⋅ διότι βλέποντας ο Θεός με την απόρρητο πρόγνωσί του το μέλλον, εχάρισε στον αρχηγό της πίστεως ως τέκνα όλους εκείνους που επρόκειτο στο μέλλον να πιστέψουν.
Επειδή προέβλεπε την επανάστασι των Εβραίων, αλλά και τους λίθους έβλεπε, που θα εσήκωναν εναντίον του τα ψευδώνυμα τέκνα του, τα είχε συμπεριλάβει στους αποκηρυγμένους. Και επειδή κηρύττοντάς τους την αλήθεια, δεν τους έπειθε να ευσεβούν, ενώ ήταν παρών, εκρύβη και καθώς τον έβλεπαν, εξηφανίσθη, ώστε με αυτήν την θαυματουργία του να τους κάνη να συγκατατεθούν ότι πράγματι ήταν ο Χριστός και Θεός από τον Αβραάμ παλαιότερος. Έτσι παρελογίζοντο οι ανόητοι Εβραίοι, και ο Κύριος και Σωτήρας μας σαν κάποιος ιατρός σοφός και επιμελής, αφού το πάθος δεν υπεχώρησε με την πρώτην επέμβασι, μεταχειρίζεται άλλον τρόπο θεραπείας.
Θέλει να θεραπεύση τους διανοητικώς τυφλούς δια μέσου ενός σωματικώς τυφλού που έτυχε να ευρίσκεται εκεί, ο οποίος δεν ετυφλώθη από κάποιαν αρρώστεια, αλλά από λάθος της φύσεως είχε έλθει έτσι στην ζωή. Βλέποντας, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπον εστάθη, έτοιμος να τον θεραπεύση με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη λογική και τέχνη. Επειδή η ιατρική και η θεραπευτική της ασχολείται με τα νοσήματα εκείνα τα οποία παρουσιάζονται, όταν ήδη η φύσις έχει φέρει στο φως έναν άρτιον οργανισμό, και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δεν ασχολείται όμως με την θεραπεία μιας σωματικής βλάβης η οποία έχει γεννηθή μαζί με τον άνθρωπο, αλλά ούτε όλα τα νοσήματα που συμβαίνουν αργότερα μπορεί να θεραπεύση, και το μαρτυρούν αυτό οι ακρωτηριασμένοι άνθρωποι, των οποίων ουδείς ιατρός επανώρθωσε την στέρησι των μελών, γι’ αυτό ακριβώς και οι μαθηταί συμπονώντας για το πάθημα και βλέποντας έναν άνθρωπο που δεν είχε δοκιμάσει την μεγαλύτερη απ’ όλες απόλαυσι του φωτός, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την αιτία της κακώσεως αυτής⋅ ηρώτησαν λοιπόν τον Κύριο με απλότητα, για να μάθουν εάν από ιδική του αμαρτία ή από ευθύνη των γονέων του ήλθε έτσι στην ζωή.
Και τα δύο όμως σκέλη της ερωτήσεως έχουν κάτι το επιλήψιμο⋅ διότι δεν θα κατεκρίνετο εξαιτίας των γονέων του, αφού ο Θεός δεν τιμωρεί άλλον αντ’ άλλου⋅ ούτε βέβαια επλήρωνε για ιδικά του αμαρτήματα, αφού εγεννήθη έτσι τυφλός⋅ επειδή κανείς δεν αμαρτάνει πριν από την γέννησι. Η ερώτησις λοιπόν δεν ήταν τόσο επιτυχής⋅ να ιδούμε όμως πως απεκρίθη η Αλήθεια, ο Κύριός μας, στην ερώτησι. Αυτό το πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δεν προήλθε από αμαρτίες, αλλά αποτελεί ετοιμασία μελλοντικής οικονομίας, ώστε αυτός που θεωρείται κοινός άνθρωπος να ενεργήση υπεράνθρωπα και ο Κτίστης των όλων, μετά την πρώτη να εύρη αφορμή για νέα δημιουργία⋅ έτσι από το μερικό να επιβεβαιώση το γενικό και ο σκληρός και δύστροπος λαός να πεισθή να τον προσκυνή αντί να τον πετροβολή. Ας φωτισθούν λοιπόν οι οφθαλμοί που δεν βλέπουν, για να λάμψη στις ψυχές των ασυνέτων ο ήλιος της δικαιοσύνης. Ας γίνη αυτό το παράδοξο, να πλασθούν οφθαλμοί, για να μάθουν οι επαναστάται ότι ο λεγόμενος υιός του Ιωσήφ, εάν πράγματι είχε πατέρα τον ξυλουργό, θα ημπορούσε μεν να διορθώση ένα σπασμένο σκαμνί ή να κολλήση τα ξύλα που έχασαν την επαφή τους ή να στερεώση κάποια σπασμένη δοκό• αλλά δεν θα ημπορούσε να φτιάξη ένα μέλος ανθρώπου και μάλιστα το ομορφότερο, τον οφθαλμό, ο οποίος δημιουργείται από την φύσι με τον πιο προσεκτικό και πολύπλοκον τρόπο, άλλος από αυτόν που έχει εξ αρχής την εξουσία επάνω στην φύσι.
Και εάν κάποιος θελήση να ερευνήση με προσοχή τα ανθρώπινα μέλη, ιδιαιτέρως σ’ αυτό το μέρος του σώματος θα διαπιστώση την παντοδύναμο και ποικίλη σοφία του Θεού, ο οποίος ετίμησε την μικρή περιοχή που καταλαμβάνει αυτό το μέλος επιδεικνύοντας τόσο μεγάλη τέχνη. Διότι από όλα τα άλλα, αυτό το μέλος περισσότερο το διακρίνει μία χάρις• και είναι απαλώτατο και άσαρκο, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας το τρυφερό με το στερεό και το μαλακό με το σκληρό. Είναι διανθισμένο και με διάφορα χρώματα⋅ το κέντρο του είναι ζωγραφισμένο μαύρο⋅ διασπά όμως την μονοχρωμία ένας συνδυασμός από ποικιλόχρωμους ομοκέντρους κύκλους που το περιβάλλει⋅ ώστε το κεντρικό τμήμα έχει και το βαθύτερο χρώμα, ενώ η περιφέρεια προχωρεί βαθμιαίως προς μία ξανθότερη απόχρωσι. Αυτούς τους κύκλους τους περιβάλλει ένας χιτώνας χρώματος λευκού γυαλιστερός και λαμπερός, που έχει όμως και κάτι για να μειώνη την λευκότητα, μοιάζει δε με κρύσταλλο καθαρό. Το κόκκινον ευρίσκεται στην άκρη, εκεί που αναβλύζει το δάκρυ, ώστε να δίδη χάρι στο λευκό και στο μαύρο.
Επίσης, είναι εσωτερικώς τόσο λείος και διαφανής και ομοιογενής ως προς την πυκνότητα, ώστε να δημιουργή είδωλα των μορφών που ευρίσκονται εμπρός του και να αποτυπώνη σαν ακριβής καθρέπτης τα χαρακτηριστικά των συνομιλητών γι’ αυτό και ο κεντρικός κύκλος ονομάζεται κόρη, αφού στον οφθαλμό που βλέπει τον απέναντί του σχηματίζεται ανθρωπίνη μορφή. Όπως δεν είναι δυνατόν σ’ αυτόν που βλέπει σε καθρέπτη να μην ιδή μέσα στο υλικό τα ιδικά του χαρακτηριστικά, έτσι και σ’ εκείνον που βλέπει κατά πρόσωπο έναν άνθρωπο είναι αδύνατον να μη σχηματίση στον οφθαλμό την μορφή του. Οι άνθρωποι λοιπόν καθώς βλέπονται μεταξύ τους γίνονται ο ένας καθρέπτης του άλλου.
Αξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπόν ο οφθαλμός• αυτός μου αποκαλύπτει τον Θεόν, εξετάζοντας με ακρίβεια όλη την κτίσι και υποδεικνύοντας από τα έργα τον τεχνίτη• αυτός από τα ορατά εξηγεί τα αόρατα⋅ με αυτόν εγνώρισα τον ήλιο και έμαθα την διακόσμησι του ουρανού, εζωγράφησα την ομορφιά των αστέρων, την υπόστασι της γης, την φύσι της θαλάσσης• των σπόρων την διαφορά, των φυτών την ποικιλία και των χρωμάτων την διαφορετικήν χροιά⋅ του σκότους την κατήφεια και του φωτός την λαμπρότητα, και όλα γενικώς όσα ο Θεός έκτισε επαινώντας τα ως .καλά λίαν.. Ώστε, εάν δεν υπήρχε ο οφθαλμός, η κτίσις θα εγήρασκε χωρίς να έχη αυτόπτες μάρτυρες, αφού κα είς δεν θα έβλεπε την και την δύναμι του Θεού που υπάρχει μέσα της.
Εξ αιτίας λοιπόν αυτής της θαυμαστής λειτουργίας της οράσεως εκτίσθησαν και τώρα αυτοσχέδιοι οφθαλμοί, ώστε να απομακρύνωμε εμείς τις μικροπρεπείς έννοιες που μας προξενεί η σάρκα του Μονογενούς, αποβάλλοντας από την ψυχή με την μεγαλειώδη αυτήν ενέργεια κάθε ταπεινή και γήινη υπόληψι περί αυτού• και να μάθωμε ότι το μακάριον φως και κάλλος της θεότητος το εδέχθηκε ένα πήλινο σκεύος, διακονώντας όπως ο λύχνος διακονεί το φως. Πραγματοποιεί δε με τα ίδια του τα χέρια την θεραπείαν ο Κύριος και δεν χρησιμοποιεί τον λόγο μόνο για να ενεργήση, αυτός που με πρόσταγμα μόνον εδημιούργησε όλον τον κόσμο και με δύο μικρές λέξεις εθεράπευσε τον παράλυτο. Αλλά και με το στόμα και με τα χέρια και με πολλήν φροντίδα θεραπεύει την τυφλότητα, ώστε από τις ενέργειές του να προξενήση στους απίστους την βεβαία πίστι. Έπτυσε στο έδαφος και με τον τρόπον αυτόν έφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας και την γην για την θεραπεία, ώστε να δείξη πως με εκείνο το χώμα από το οποίον είχε πλασθή αρχικώς ολόκληρο το σώμα δημιουργείται αυτή την στιγμή και το μέρος αυτό που του λείπει. Το αναμιγνύει δε με σίελο και κολλά έτσι τους διάχυτους κόκκους, ώστε να έχουν συνοχή, για να μας δείξη φανερά ότι με την δύναμι του στόματός του ο Λόγος κατώρθωσε τα πάντα. Επειδή «τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών».
Αλλά και για έναν άλλο λόγο θεραπεύει με πτύσμα: για να συνεφέρη προς κατάνυξι και φόβον αυτούς που λίγο αργότερα πρόκειται να τον υβρίζουν πτύοντάς τον. Και όμως δεν εμείωσε το θράσος των μαινομένων, αλλά υπέμεινε εμπτυσμούς πολλούς εκείνος που τα κατώρθωσε όλα αυτά με το πτύσμα. Με την πρώτην αυτή λοιπόν ενέργεια φανερώνει την δημιουργική του δύναμι˙ και προστάζοντας τον τυφλό να πλυθή στού Σιλωάμ την κολυμβήθρα μας δεικνύει την δια του ύδατος σωτηρία, την οποίαν εχάρισε ο απεσταλμένος Σιλωάμ (Σιλωάμ ερμηνεύεται απεσταλμένος). Διότι τότε βλέπουμε αληθώς, όταν εξέλθωμε από το μυστικόν ύδωρ του βαπτίσματος˙ τότε μας λαμπρύνει το φως της χάριτος, όταν η δύναμις αυτού του μυστηρίου αποπλύνη την ακαθαρσία και τις κηλίδες των αμαρτιών. Και όλοι όσοι με την εντολή του Σιλωάμ λουζόμεθα, βλέπουμε το πνευματικόν φως «το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Ω του θαύματος και της μεγάλης ευεργεσίας! Έφυγε από την κολυμβήθρα ο προ ολίγου τυφλός, στολισμένος στο πρόσωπο με την προσθήκη των οφθαλμών και βλέποντας καθαρά τις ηλιακές ακτίνες. Με έκπληξι είδαν οι γείτονες και οι γνωστοί το γεγονός⋅ εθορυβήθησαν από τον πρωτοφανή τρόπο της θεραπείας˙ περιεφέρετο στην πόλιν ο άνθρωπος βλέποντας, για να βλέπεται από όλους το πρωτάκουστο και παράδοξον έργον εκείνου που εγεννήθη στην Βηθλεέμ, του μικρού βρέφους το οποίο στην φάτνη ετυλίχθη με σπάργανα. Επειδή αυτά είναι που έκαναν τους Ιουδαίους να απιστούν στην θεότητα. Ω, σεις, λοιπόν, ανόητοι και παχυκάρδιοι, βάλετε στον νού σας όλους τους ανθρώπους των αιώνων. Αρχίσετε απ’ τον Αδάμ και ερευνήσετε όλους τους μεταγενεστέρους˙ ευρίσκετε να έγινε σε κάποιον άλλο αυτό που συνέβη τώρα; Υπάρχει στον κόσμο παράδειγμα παρόμοιας θεραπείας; Αλλά σεις επιμένετε να διασύρετε τον Κύριό μου και τον αποκαλείτε τέκνο του ξυλουργού – «ουχ ούτος εστιν ο του τέκτονος υιός;» – του οποίου γνωρίζετε τους αδελφούς και την κατοικία. Απαριθμήσετε όλα τα ταπεινά, φιλονικήσετε, υποτιμήσετέ τον, όσο θέλετε. Αν όμως τίποτε παρόμοιο δεν έγινε ποτέ από άνθρωπο, ούτε ο κόσμος εγνώρισε άλλο περιστατικό, τότε ανοίξετε τα μάτια σας και αντικρύσετε την αλήθεια, κατακρίνοντας την άγνοιά σας. Νιφθήτε και σεις στον Σιλωάμ για να μην αποθάνετε τυφλοί.
Αλλά από ό,τι φαίνεται, καθόλου δεν συνήλθαν. Ούτε με τα λόγια ηθέλησαν να μάθουν, ούτε η πράξις τους εδίδαξε, ούτε τα θαύματα τους επροξένησαν σεβασμό⋅ αντιθέτως, από την υπερήφανον αχαριστία τους επιχειρούσαν με μύριους τρόπους όλα να τα εξαφανίσουν και να τα διασύρουν. Αλλά η κακουργία αντεστρέφετο κατά του εαυτού τους˙ διότι όσον απιστούσαν και με τις ερωτήσεις τους προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα γεγονότα, τόσο περισσότερον εβεβαιώνετο η αλήθεια⋅ έπαθαν ό,τι και τα θηρία εκείνα τα οποία επληγώθησαν από κάποιον, αλλά επειδή δεν έχει εισχωρήσει βαθειά στα σπλάγχνα τους το μαχαίρι, ορμούν εξαγριωμένα στον άνθρωπον εκείνον αποτελειώνοντας μόνα τους την σφαγή.
Την εριστικότητά τους την έδειξαν κατ’ αρχήν ψάχνοντας εάν τους επαρουσιάσθη ο ίδιος ο τυφλός ή άλλος αντί για εκείνον. Γι’ αυτό σαφώς τους διεβεβαίωνε ο άνθρωπος αναγγέλλοντάς τους και την διαδικασία της θεραπείας, ότι δηλαδή το φάρμακο της τυφλώσεως ήταν ο πηλός, με τον οποίο τον έχρισε ο Ιησούς- και όταν εξέπλυνε τον πηλό στην κολυμβήθρα, ευρήκε το φως του. Αυτά περιεργάζοντο οι γείτονες και τα έμαθαν, τα αναζητούσαν και οι Φαρισαίοι και δεν επείθοντο. Δεύτερο τέχνασμα με το οποίον απεπειράθησαν να διαστρεβλώσουν το γεγονός ήταν η προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν ο Χριστός εκείνος που τον εθεράπευσε. Επειδή δε ο άνθρωπος ανεκήρυττε τον Σωτήρα και με την ομολογία του κηρύγματος ανταπέδιδε την χάρι διαφημίζοντας τον ευεργέτη, εκείνοι του έκλειναν το στόμα και με το μυαλό ζαλισμένο, επειδή είχαν τι να κάνουν, επανέρχονται πάλι στην ίδια συζήτησι. Περιεργάζονται εάν ήταν τυφλός εκ γενετής, αναζητούν τους γονείς του ανθρώπου και εξετάζουν τι κάθε τι με ακρίβεια, όχι για να βεβαιώσουν το γεγονός, αλλά για να εύρουν κάποιαν αφορμή να διαψεύσουν το θαύμα και κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία να ανατρέψουν την ορμητικότητα του πλήθους που επίστευσε.
Τι υπερβολή κακίας! Να πολεμούν την αλήθεια και να διασύρουν, αντί να προσκυνούν, τον ευεργέτη⋅ αντί να θαυμάζουν την δύναμί του, προσπαθούν να παρουσιάσουν σαν ασήμαντα τα γεγονότα. Πεισθήτε και από τους γονείς, Φαρισαίοι, για το ότι ο άνθρωπος εγεννήθη μαζί με την τύφλωσι⋅ τρέξετε πάλι στον τυφλό και δεύτερη και τρίτη φορά, για να σάς αποκαλύψη εκείνος την κακία και την επιβουλή που κρύβουν αυτά τα επιχειρήματα.
Αλλά σεις όταν δοκιμάσετε την πρώτην απογοήτευσι, προχωρείτε στην δεύτερη⋅ όταν δοκιμάσετε την δεύτερη, στην τρίτη, και ούτω καθεξής. Ακολουθείτε την πορεία της κακούργου αλεπούς. Είστε από παντού περικυκλωμένοι με τα δίκτυα της αληθείας⋅ αδυνατείτε να αρνηθήτε το θαύμα, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Παρ’ όλα ταύτα δεν αμελείτε με κάθε τρόπο να περιπλέκετε το πράγμα, υφαίνοντας ιστόν αράχνης με όλη σας την τέχνη• ανίσχυρος όμως και ανώφελος είναι η επιβουλή σας. Προγονική η αρρώστια σας. Απίστων πατέρων όμοια τέκνα. Έτσι αντιμετώπιζαν κι εκείνοι τα θαύματα της Αιγύπτου. Εσώζοντο από πολέμους παραδόξως και ανελπίστως και απιστούσαν σ’ αυτόν που εχάριζε την σωτηρία⋅ ετρέφοντο με τροφές που υπερέβαιναν την φύσι και ήσαν πιο αχάριστοι κι από αυτούς που λιμοκτονούν υπεδέχοντο το μάννα που τους απεστέλλετο από τον ουρανό και ποθούσαν την δυσωδία των σκόρδων και των κρεμμυδιών της Αιγύπτου. Με στήλη νεφέλης εσκεπάζοντο την ημέρα για να μη ταλαιπωρούνται από το καύμα του ηλίου και με στήλη φωτεινή εφωτίζοντο την νύκτα, απολαμβάνοντας άλλον, νέο φωστήρα εκτός από την σελήνη⋅ και σαν να μην είχαν ευεργετηθή με καμμία θεϊκή ενέργεια, όταν ο Μωϋσής είχε ανεβή στο όρος για να του δοθή ο νόμος και καθυστερούσε να επιστρέψη, αυτοί εζητούσαν και εύρισκαν νέους και ανύπαρκτους θεούς.
Είστε όντως κληρονόμοι της αχαριστίας τους⋅ και τον νόμο δεν αγαπήσατε, και την χάρι μισείτε⋅ σάς χρειάζεται ράβδος, φτιαγμένη όχι από καρυδιά, για επιστασία, αλλά από σίδηρο. Βλέπετε έναν άνθρωπο που αν και τον είδε το φως, αυτός ευρίσκεται στο σκοτάδι μέχρι τέτοια ηλικία. Δεν ξέρει τι είναι η δράσις και οδηγείται από ξένους οφθαλμούς⋅ κάθε ημέρα κάθεται εμπρός στον ναό φανερώνοντας την συμφορά του, για να προσελκύση πολλούς σε ελεημοσύνη και έχει όλη την πόλι μάρτυρα του πάθους του. Σε μία στιγμή τον βλέπετε να θεραπεύεται και να αναβλέπη, όχι με συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων, ούτε με χρήσι χειρουργικών εργαλείων, αλλά μόνο με λάσπη κι αυτή από πτύσμα⋅ και πως δεν θαμβώνεσθε, δεν εκπλήττεσθε, δεν πίπτετε στην γη να προσκυνήσετε αυτόν που από την γη έπλασε τους οφθαλμούς, σεβόμενοι την θεϊκήν ενέργεια; Αντιθέτως, σεις κινδυνεύετε να διαρραγήτε από τον φθόνο και ζηλεύετε τον Θεό σαν αντίζηλο, σαν δημιουργοί τον Δημιουργό, σαν κοινό άνθρωπο τον Θεάνθρωπο. Και διαβάζετε μεν της Παλαιάς Διαθήκης τα βιβλία, όσα εγράφησαν εκεί για να οικονομήσουν τον λαό, και όσα διδάσκουν περί των βασιλέων και της ιστορίας τους, πείθεσθε δε και παραδέχεσθε όσα γράφουν για τον καθένα. Ότι τον Μωϋσή λίγο έλειψε να τον εκλάβουν ως Θεό και τον Ελισσαίο τον υπερεθαύμαζαν και τον διδάσκαλό του τον Ηλία πολύ τον εξυμνούσαν και όλους τους αγίους κάθε γενεάς, οι οποίοι έλαβαν τις ενέργειες του Θεού και πραγματοποίησαν τα μεγάλα και πασίγνωστα, τους τιμάτε ως αγγέλους. Σε τίποτε δεν αμφισβητείτε τους αρχαίους, ούτε απιστείτε στις διηγήσεις των πατέρων σας, μολονότι οι άνθρωποι εκ φύσεως δίδουν λιγώτερη πίστι στην ακοή.
Αυτό όμως που συνέβη στις ημέρες σας με τους οφθαλμούς εκείνου και το είδατε με τους οφθαλμούς τους ιδικούς σας, ημπορείτε δε και με τα δάκτυλα να το ψηλαφήσετε και να ακούσετε με ακρίβεια την εξιστόρησί του, αυτό με τόσην απιστία και αχαριστία κακοτρόπως το επιβουλεύεσθε, καταπατώντας τις προφητείες και προσπαθώντας να διαψεύσετε την εκπλήρωσί τους. Αφού όσα βλέπουμε τώρα να πραγματοποιούνται, είχε προφθάσει ο Ησαΐας να μας τα διδάξη λέγοντας: «Ιδού ο Θεός ημών κρίσιν (δικαιοσύνη) ανταποδίδωσι, και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. Τότε ανοιγήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται, τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογιλάλων» (τότε θα πηδά ως έλαφος ο κουτσός και τρανή θα γίνη η γλώσσα των κωφαλάλων).
Αυτά δεν είναι λόγια του Πέτρου και του Ιωάννου, ούτε κάποιου από τα πρόσωπα που υποπτεύεσθε, ώστε να απιστήσετε στην αλήθειαν υποθέτοντας ότι χαρίζονται στον Κύριο και κάνουν διαφήμισι⋅ είναι λόγια της ιδικής σας προφητείας, εάν βέβαια αναγνωρίζετε τους Προφήτες σας, και μάλιστα τον μεγαλύτερο από τους Προφήτες και διδασκάλους του Νόμου. «Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν
Πηγή: (4ος – 5ος αιών, Migne, P.G. τ.40, στ. 249, Περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία" (Μάιος 2010). Από το συλλογικό έργο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», Ι. Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ – Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ), Αντιαιρετικό Εγκόλπιον, Η άλλη όψη
«Ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται» (Ιω. 5, 14)
«ΠΡΟΣΕΞΕ, έχεις γίνει καλά· από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Αυτή τη συμβουλή έδωσε ο Κύριος στον παράλυτο που θεράπευσε, όπως ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο.
Αγαπητοί αδελφοί! Η συμβουλή του Κυρίου έχει και για μας πολύ μεγάλη σημασία. Κι αυτό, γιατί μας πληροφορεί ότι για τις ασθένειες και τα άλλα δεινά της επίγειας ζωής μας ευθύνονται οι αμαρτίες μας. Και όταν ο Θεός μας απάλλάξει από μιαν ασθένεια ή άλλη δυστυχία, τότε, αν αρχίσουμε πάλι να ζούμε αμαρτωλά, θα μας βρουν νέα δεινά, χειρότερα από τα πρώτα, που ήταν παιδαγωγικές και σωφρονιστικές θείες τιμωρίες.Η αμαρτία είναι η αιτία όλων των θλίψεων του ανθρώπου στον χρόνο και στην αιωνιότητα. Οι θλίψεις αποτελούν τη φυσική συνέπεια της αμαρτίας, όπως οι πόνοι αποτελούν τη φυσική συνέπεια των σωματικών ασθενειών, τη χαρακτηριστική τους ενέργεια. Η αμαρτία με την πλατιά της έννοια, δηλαδή η πτώση της ανθρωπότητας και ο αιώνιος θάνατός της, περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους χωρίς καμιάν εξαίρεση. Κάποιες αμαρτίες αποτελούν θλιβερή κληρονομιά ολόκληρων κοινοτήτων ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος, τέλος, έχει τα προσωπικά του πάθη και, συνακόλουθα, τα προσωπικά του αμαρτήματα, αμαρτήματα που ανήκουν αποκλειστικά στον ίδιο. Η αμαρτία σ’ όλες αυτές τις μορφές της είναι η αιτία και η αρχή των θλίψεων και των δεινών της ανθρωπότητας γενικά, των επιμέρους ανθρωπίνων κοινωνιών και κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η δηλητηριασμένη από την αμαρτία φύση μας απέκτησε την ιδιότητα να αμαρτάνει, απέκτησε τη ροπή προς την αμαρτία, υποτάχθηκε στην τυραννική εξουσία της αμαρτίας, παράγει μέσα της την αμαρτία και δεν μπορεί ν’ απαλλάξει καμιά μορφή της δραστηριότητάς της από την παρουσία της αμαρτίας. Ο μη ανακαινισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να μην αμαρτάνει, ακόμα κι αν θέλει να μην αμαρτάνει (βλ. Ρωμ. 7, 14-25).
Τρεις τιμωρίες έχει ορίσει η θεία δικαιοκρισία για τις αμαρτίες όλης της ανθρωπότητας. Οι δύο έχουν επιβληθεί ήδη· απομένει η επιβολή της τρίτης. Η πρώτη τιμωρία ήταν ο αιώνιος θάνατος, που επιβλήθηκε στη ρίζα της ανθρωπότητας, τους προπάτορες, για την παράβαση της εντολής του Θεού στον παράδεισο (βλ. Γεν. 2, 16-17· 3, 1-19). Η δεύτερη ήταν ο παγκόσμιος κατακλυσμός (βλ. Γεν. 7, 10-24), που επιβλήθηκε επειδή οι άνθρωποι άφησαν τη σάρκα να κυριαρχήσει στο πνεύμα τους (βλ. Γεν. 6, 3), διαπράττοντας όλο και περισσότερες αμαρτίες (βλ. Γεν. 6, 5) και εξομοιώνοντας έτσι τον εαυτό τους με τα άλογα ζώα (Πρβλ. Ψαλμ. 48, 13, 21). Η τελευταία τιμωρία θα είναι η διάλυση και το τέλος του ορατού κόσμου για την αποστασία των ανθρώπων από τον Σωτήρα Χριστό, για την παράδοσή τους στα πονηρά πνεύματα και τη διαρκή κοινωνία τους μ’ αυτά.
Όχι σπάνια κάποια συγκεκριμένη αμαρτία κυριεύει ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων, επισύροντας τη θεία τιμωρία. Έτσι, οι Σοδομίτες κάηκαν με φωτιά που έπεσε από τον ουρανό για την άνομη ικανοποίηση της σάρκας τους (βλ. Γεν. 19, 12-25). Οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν αρκετές φορές από αλλόφυλους εχθρούς για την αποστασία τους από τον αληθινό Θεό και τη μεταστροφή τους στην ειδωλολατρία (Βλ. Κριτ. 2,11-15· 3, 1-8· 6, 1-6· 10, 6-9). Και στη μεγαλόπρεπη Ιερουσαλήμ, την οικοδομημένη με διαλεχτές πέτρες, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καθώς οι Ρωμαίοι την κατέσκαψαν, σφάζοντας ή αιχμαλωτίζοντας όλους τους κατοίκους της, με επιταγή του Θεού, για την απόρριψη και τη θανάτωση του Σωτήρα. Είναι μεταδοτική ασθένεια η αμαρτία. Δεν είναι εύκολο ν’ αντισταθεί ένας άνθρωπος σε κάποιαν αμαρτία, όταν έχει παρασυρθεί σ’ αυτήν μια ολόκληρη κοινωνία.
Παράδειγμα προσωπικής τιμωρίας από τον Θεό για προσωπικό αμάρτημα αποτελεί η πολύχρονη ασθένεια του παραλύτου που θεράπευσε ο Κύριος (βλ. Ιω. 5, 1-15). Αφού είπαμε μόνο όσα είναι αναγκαία να γνωρίζουμε και όσα ήταν δυνατό ν’ αναφέρουμε εδώ για την αμαρτωλότητα όλου του ανθρωπίνου γένους και των επιμέρους ανθρωπίνων κοινωνιών, θα εξετάσουμε πιο αναλυτικά την προσωπική αμαρτωλότητα του κάθε ανθρώπου. Αυτή η εξέταση είναι απολύτως απαραίτητη και εξαιρετικά ωφέλιμη για μας, καθώς μπορεί να έχει σωτήρια επίδραση στη διαγωγή μας, μεταβάλλοντάς την από άνομη σε θεάρεστη. Ο θείος νόμος θα μας φωτίσει, διδάσκοντάς μας ότι ο Κύριος δεν είναι μόνο ελεήμων αλλά και δικαιοκρίτης, γι’ αυτό στην αμαρτωλή ζωή θα επιβάλει την ανάλογη τιμωρία. Γνωρίζοντάς το, λοιπόν, θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για ν’ απαλλαγούμε από τα προσωπικά μας πάθη και ν’ αντισταθούμε στις επιλήψιμες συνήθειες της κοινωνίας, ώστε, συνακόλουθα, να λυτρωθούμε τόσο από τις πρόσκαιρες όσο και από τις αιώνιες τιμωρίες του Θεού.
Οι άγιοι πατέρες επισημαίνουν (βλ. Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία Α’, 1-3) ότι μέχρι τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους από τον Θεάνθρωπο όλοι οι άνθρωποι βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία της αμαρτίας και έκαναν, θέλοντας και μη, το θέλημά της. Μετά τη λύτρωση, όσοι πίστεψαν στον Χριστό και αναγεννήθηκαν με το άγιο Βάπτισμα, δεν εξουσιάζονται πια τυραννικά από την αμαρτία, αλλά έχουν την ελευθερία είτε ν’ αντισταθούν σ’ αυτήν είτε ν’ ακολουθήσουν εκούσια τις υποβολές της. Αν κάνουν το δεύτερο, χάνουν πάλι την ελευθερία τους και μπαίνουν κάτω από τον ζυγό της αμαρτίας (βλ. Ματθ. 12, 43-45). Αν, με τη χειραγωγία του λόγου του Θεού, κάνουν το πρώτο, με τον καιρό θα νικήσουν πλήρως την αμαρτωλότητά τους. Και νικώντας την αμαρτωλότητά τους, νικούν συγχρόνως και τον αιώνιο θάνατο.
Όποιος νικά τη δική του αμαρτωλότητα, τα προσωπικά του πάθη, μπορεί εύκολα ν’ αντισταθεί και στις επιλήψιμες συνήθειες, στα κοινά πάθη, στις γενικευμένες πλάνες της κοινωνίας. Αυτό το βλέπουμε στους άγιους μάρτυρες: Έχοντας νικήσει την αμαρτία στον εαυτό τους, αντιστέκονταν αποτελεσματικά στην ειδωλολατρική πλάνη του λαού, ομολογούσαν τον Ιησού Χριστό και επισφράγιζαν την ομολογία τους με το αίμα τους. Απεναντίας, όποιος παρασύρεται και τυφλώνεται από την προσωπική του αμαρτωλότητα, δεν είναι δυνατό να μην παρασυρθεί από την εμπάθεια ή την πλάνη του κοινωνικού περίγυρου· δεν τη βλέπει καθαρά, δεν την αντιλαμβάνεται πλήρως και, προπάντων, δεν μπορεί να της εναντιωθεί με αυταπάρνηση, επειδή της ανήκει με την καρδιά. Η ουσία του πνευματικού μας αγώνα έγκειται στη διάλυση της φιλίας μας με την αμαρτία, στον πόλεμο εναντίον της αμαρτίας, στην κατανίκηση της αμαρτίας μέσα στον νου και την καρδιά μας, κατανίκηση με ευεργετικά αποτελέσματα και για το σώμα.
«Ο αληθινός θάνατος», λέει ο όσιος Μακάριος ο Μέγας, «είναι κρυμμένος μέσα στην καρδιά. Από τον θάνατο αυτό ο άνθρωπος νεκρώνεται εσωτερικά (αν και εξωτερικά φαίνεται ότι ζει). Όποιος, όμως, “έχει περάσει από τον θάνατο στη ζωή” (Ιω. 5, 24) μυστικά (μέσα στην καρδιά του), αυτός πραγματικά ζει αιώνια και δεν πεθαίνει ποτέ. Μολονότι τα σώματα τέτοιων ανθρώπων λιώνουν πρόσκαιρα, θα αναστηθούν ένδοξα (Πρβλ. Α’ Κορ. 15, 43), γιατί έχουν αγιαστεί. Γι’ αυτό και τον θάνατο των αγίων τον ονομάζουμε κοίμηση» (“Περί φυλακής καρδίας”, 2).
Όλοι οι άγιοι, χωρίς καμιάν εξαίρεση, μολονότι από την παρούσα πρόσκαιρη ζωή είχαν νικήσει τον αιώνιο θάνατο και είχαν αποκαλύψει την αιώνια ζωή μέσα τους, πέρασαν πολλές βαριές θλίψεις και δοκιμασίες (Βλ. Εβρ. 12, 4-11) Γιατί, άραγε; Φυσική και δίκαιη είναι η επιβολή θείων τιμωριών στους αμαρτωλούς. Γιατί, όμως, το ραβδί του Θεού πέφτει πολλές φορές βαρύ πάνω στους εκλεκτούς Του; Την απάντηση μας τη δίνουν η Αγία Γραφή και οι θεοφόροι πατέρες:
Είναι αλήθεια ότι στους ανθρώπους που έχουν ορθή πίστη και θεάρεστη διαγωγή, η αμαρτωλότητα έχει νικηθεί. Είναι αλήθεια ότι το Άγιο Πνεύμα έχει ενοικήσει στους ανθρώπους αυτούς και έχει νεκρώσει μέσα τους τον αιώνιο θάνατο. Ωστόσο, δεν τους έχει επιβληθεί ισόβια παραμονή τους στο καλό και αδυναμία διαπράξεως του κακού, δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελευθερία επιλογής είτε του καλού είτε του κακού (Βλ. Οσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Περί ελευθερίας νοός λόγος 3). Η αμετάπτωτη παραμονή στο καλό είναι χαρακτηριστικό του μελλοντικού κόσμου. Η επίγεια ζωή μέχρι την τελευταία της στιγμή είναι πεδίο αγώνων εκούσιων και ακούσιων.
«Με σκληρές ασκήσεις ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποδουλώνω, από φόβο μήπως, ενώ θα έχω κηρύξει στους άλλους, εγώ ο ίδιος κριθώ ακατάλληλος», λέει ο μέγας Παύλος (Α’ Κορ. 9, 27). Και το λέει για ένα σώμα στολισμένο και αγιασμένο από τη θεία χάρη, ένα σώμα που δεν το έβλαπταν τα δηλητήρια των φιδιών (Βλ. Πράξ. 28, 3-6), ένα σώμα που και τα ρούχα του επιτελούσαν θεραπείες (Βλ. Πράξ. 19, 12). Ακόμα κι ένα τέτοιο σώμα, λοιπόν, χρειαζόταν διαρκή και σκληρή άσκηση, ώστε να διατηρείται η νέκρωσή του ως προς την αμαρτία, ώστε να μην αναζωογονηθούν από τη ραθυμία και τη λήθη τα νεκρωμένα του πάθη, ώστε να μην αναστηθεί μέσα του ο αιώνιος θάνατος.
Όσο ο χριστιανός —ακόμα κι αν είναι εκλεκτό σκεύος του Αγίου Πνεύματος— βρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο, ο αιώνιος θάνατος μπορεί ν’ αναστηθεί μέσα του και η αμαρτωλότητα μπορεί να κυριέψει πάλι την ψυχή και το σώμα του. Ο προσωπικός αγώνας του δεν επαρκεί για την αποτροπή της πτώσεως στην αμαρτία, που φωλιάζει στην ίδια του τη φύση και επιδιώκει διαρκώς να ξανακυριαρχήσει πάνω του. Του χρειάζεται και η βοήθεια του Θεού. Ο Θεός, λοιπόν, θα τον βοηθήσει με τη χάρη Του αλλά και με κάποια πατρική δοκιμασία. Το είδος και η ένταση της δοκιμασίας ποικίλλουν κατά περίπτωση.
Στον μεγάλο Παύλο δόθηκε, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, «ένα αγκάθι στο σώμα του, ένας υπηρέτης του σατανά, για να τον ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανεύεται» (Πρβλ. Β’ Κορ. 12, 7) για τα υψηλά πνευματικά του μέτρα, για τις μεγάλες οπτασίες και αποκαλύψεις που του χάρισε ο Κύριος (βλ. Β’ Κορ. 12, 1), για το πλήθος των πνευματικών του χαρισμάτων, για τα εξαίσια θαύματα που επιτελούσε. Τόσο έχει αλλοιωθεί η φύση μας από το δηλητήριο της αμαρτίας, ώστε ακόμα και η αφθονία της θείας χάριτος μπορεί να γίνει αιτία υπερηφάνειας και απώλειάς μας.
Έτσι, ούτε τιμή ούτε δόξα ούτε αναντίρρητη υπακοή περίμεναν τον Παύλο, όταν κήρυσσε τον Χριστό στην οικουμένη, αποδεικνύοντας την αλήθεια του κηρύγματός του με θαύματα. Ο σατανάς του ετοίμαζε παντού εναντιώσεις, εξευτελισμούς, διωγμούς, συμφορές, θάνατο. Κατανοώντας ότι όλα αυτά γίνονταν με παραχώρηση του Θεού, ο απόστολος αναφωνεί: «Γι’ αυτό χαίρομαι για τα παθήματά μου, για τις βρισιές, τις θλίψεις, τους διωγμούς και τις στενοχώριες που πέρασα για χάρη του Χριστού» (Β’ Κορ. 12, 10). Ο Παύλος έβλεπε την ανάγκη της εξασθενίσεως του σώματος για την καταστολή των σαρκικών παθών και ο Οφθαλμός της θείας πρόνοιας έβλεπε την ανάγκη των θλίψεων για την προφύλαξη της ψυχής του Παύλου από την υπερηφάνεια.
Ακόμα και η πιο καθαρή ανθρώπινη ψυχή έχει μέσα της κάποιαν, ελάχιστη έστω, τάση προς την υπερηφάνεια (Πρβλ. Οσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Περί ελευθερίας νοός λόγος 4). Να γιατί οι δούλοι του Θεού υποβάλλουν τον εαυτό τους σε εκούσιες στερήσεις και κόπους. Να γιατί, επίσης, υποβάλλονται σε ακούσιες θλίψεις και δοκιμασίες με παραχώρηση της θείας πρόνοιας, η οποία με τον τρόπο αυτό προφυλάσσει την άσκησή τους από τον μολυσμό της αμαρτίας.
Ο δρόμος της επίγειας ζωής ήταν για όλους τους αγίους γεμάτος αγκάθια και τριβόλια, γεμάτος δυσκολίες και κινδύνους. «Άλλοι», λέει ο απόστολος, «βασανίστηκαν ως τον θάνατο… Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν με στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες —ο κόσμος δεν ήταν άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους—, πλανήθηκαν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης» (Εβρ. 11, 35-38).
Ο όσιος Συμεών ο Μεταφραστής σημειώνει στον βίο του αγίου Ευσταθίου: «Δεν είναι ευάρεστο στον Θεό να τιμώνται και να δοξάζονται πρόσκαιρα και ανώφελα σ’ αυτόν τον κόσμο της πλάνης και της ματαιότητας οι δούλοι Του, για τους οποίους Εκείνος έχει ετοιμάσει στους ουρανούς ασφαλή τιμή και αιώνια δόξα» (βλ. Συναξάρι αγίου μάρτυρος Ευσταθίου, 20 Σεπτεμβρίου). Γιατί; Επειδή, όπως λέει ο αββάς Ισαάκ, με πολύ μεγάλη δυσκολία βρίσκεται άνθρωπος που μπορεί να σηκώσει την τιμή, ίσως μάλιστα δεν βρίσκεται καθόλου, ούτε ακόμα κι αν γίνει κανείς ισάγγελος (Πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί Α’, 1).
Μετά την προπατορική πτώση οι ψυχές μας έγιναν ασταθείς και ευμετάβλητες. Όταν μεταβάλλονται τα πράγματα, οι περιστάσεις και η κατάστασή μας, το πνεύμα μας μεταβάλλει ανάλογα τη διάθεσή του, η οποία επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις εξωτερικές συνθήκες (Πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί Α’, 8). «Κολλήθηκε στο χώμα η ψυχή μου» (Ψαλμ. 118, 25), λέει στον Θεό ο προφήτης, εκπροσωπώντας κάθε πεσμένο άνθρωπο. Από το χώμα θα με σηκώσει και θα με οδηγήσει στη σωτηρία «το δεξί Σου χέρι» (Ψαλμ. 17, 36), το πανάγιο θέλημά Σου και η θεία πρόνοιά Σου, διαλύοντας με τις θλίψεις την πρόσκαιρη ευτυχία μου και συνάμα παρηγορώντας με πνευματικά με τη χάρη Σου, που κάνει την καρδιά μου να τείνει προς τα ουράνια. Χωρίς αυτή τη βοήθειά Σου, εξαιτίας της ροπής μου προς το κακό, την οποία δεν μπορώ να χαλιναγωγήσω με τις δικές μου μόνο δυνάμεις, θα προσηλωνόμουν ολόψυχα στα υλικά, τα μάταια και ολέθρια, και θα απατούσα τον εαυτό μου, έχοντας λησμονήσει την αιωνιότητα. Έτσι, θα έχανα οριστικά και τα αιώνια αγαθά.
Με υποταγή στον Θεό, με ευχαριστία προς τον Θεό, με δοξολόγηση του Θεού δέχονταν οι αληθινοί υπηρέτες Του τις θλίψεις που τους έβρισκαν με παραχώρηση της θείας πρόνοιας. Γνώριζαν, όπως ο απόστολος Παύλος, πως αυτές ήταν ωφέλιμες και αναγκαίες, δικαιολογημένες και ευεργετικές. Έτσι, ταύτιζαν το θέλημά τους με το θείο θέλημα, γι’ αυτό όχι μόνο δεν δυσανασχετούσαν, αλλά και χαίρονταν με τα παιδαγωγικά χτυπήματα του Κυρίου. Τέτοια ήταν η διάθεση της καρδιάς, τέτοιος ήταν ο τρόπος σκέψεως των αγίων μπροστά στις συμφορές. Πνευματική παρηγοριά και χαρά, ανακαίνιση της ψυχής με αισθήματα της μελλοντικής αιωνιότητας -αυτοί ήταν οι καρποί της ταπεινοφροσύνης τους.
Τι να πούμε εμείς, οι αμαρτωλοί, για τις θλίψεις μας; Και πρώτα-πρώτα, ποια είναι η αιτία τους; Πρωταρχική αιτία των βασάνων των ανθρώπων είναι, όπως είδαμε, η αμαρτία. Πολύ καλά θα κάνει, λοιπόν, κάθε αμαρτωλός, αν, κάθε φορά που τον βρίσκει μια θλίψη, αναλογίζεται τις αμαρτίες του, ομολογεί τις αμαρτίες του, αποδοκιμάζει τις αμαρτίες του, κατηγορεί τον εαυτό του για τις αμαρτίες του και αναγνωρίζει τη θλίψη σαν δίκαιη τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες του.
Αλλά υπάρχει άλλη μία αιτία των θλίψεων: Είναι η ευσπλαχνία του Θεού προς τον αδύναμο άνθρωπο. Παραχωρώντας θλίψεις για τους αμαρτωλούς, ο Θεός τους ταρακουνά, προκειμένου να συνέλθουν, να εναντιωθούν στα πάθη τους, να θυμηθούν την αιωνιότητα, να στραφούν σ’ Εκείνον. Οι θλίψεις αποδεικνύουν ότι ο Θεός δεν έχει ακόμη λησμονήσει τους αμαρτωλούς αυτούς, ότι δεν τους έχει ακόμη αποστραφεί, ότι διακρίνει ακόμη στις ψυχές τους κάποια δυνατότητα μετάνοιας, διορθώσεως και σωτηρίας.
Αμαρτωλοί που τιμωρείστε από τον Θεό, παραδεχθείτε το! «Όποιον αγαπά ο Κύριος, τον διαπαιδαγωγεί, και μαστιγώνει καθέναν που παραδέχεται για παιδί Του» (Εβρ. 12, 6). Αυτό εξαγγέλλει η Αγία Γραφή, νουθετώντας μας, παρηγορώντας μας, ενισχύοντάς μας. «Αρπάξτε και κρατήστε σφιχτά τη (φρόνηση που σας χαρίζει η) διαπαιδαγώγησή σας (με τις θλίψεις) από τον Κύριο, μην τυχόν (για την αμέλειά σας) οργιστεί κάποτε ο Κύριος, και καταστραφείτε για την παρέκκλισή σας από τον ίσιο δρόμο» (Ψαλμ. 2, 12). Δεχθείτε την τιμωρία, αναγνωρίζοντας- πως την αξίζετε. Δεχθείτε την τιμωρία, δοξολογώντας τον δικαιοκρίτη αλλά και εύσπλαχνο μέσα στη δικαιοκρισία Του Θεό. Δεχθείτε την τιμωρία, εξετάζοντας χωρίς αυτοδικαίωση τη μέχρι τώρα διαγωγή σας. Δεχθείτε την τιμωρία με δάκρυα μετάνοιας, με Εξομολόγηση των αμαρτιών σας, με διόρθωση του βίου σας. Για την εξωτερική διόρθωση δεν χρειάζεται συνήθως πολύς χρόνος και μεγάλος κόπος, όπως, απεναντίας, για την εσωτερική διόρθωση —τη διόρθωση του τρόπου σκέψεως, τη διόρθωση των αισθημάτων, τη διόρθωση της προαιρέσεως.
Έχετε ξεφύγει από τον δρόμο της αρετής με τα αμαρτήματά σας; Μην τον χάσετε τελειωτικά με τον γογγυσμό, με την ενοχοποίηση άλλων, με τη δικαιολόγηση του εαυτού σας απέναντι στη συνείδηση που σας ελέγχει, με την απελπισία, με τη βλασφημία του Θεού. Το δοσμένο από τον Θεό μέσο βοήθειας για την επάνοδό σας στον δρόμο της ευσέβειας, δηλαδή τη θλίψη, την οποία δοκίμασε ακόμα και ο αναμάρτητος Σωτήρας μας, μην το μετατρέψετε σε μέσο καταστροφής σας. Διαφορετικά, δίκαια θα οργιστεί ο Κύριος μ’ εσάς και θα σας εγκαταλείψει. Δεν θα ασχολείται μαζί σας, σαν να είστε ξένοι προς Αυτόν. Δεν θα σας στέλνει παιδαγωγικές θλίψεις, σαν να είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά Του (πρβλ. Εβρ. 12, 8). Θα σας αφήσει να σπαταλήσετε την επίγεια ζωή σας σύμφωνα με τις αμαρτωλές επιθυμίες της εμπαθούς καρδιάς σας, και θα προστάξει τον θάνατο να σας θερίσει ξαφνικά σαν ζιζάνια, που έγιναν αυτοπροαίρετα τροφή της φωτιάς της γέεννας (πρβλ. Ματθ. 13, 40-42).
Όσοι υπομένουν, όπως πρέπει, ως το τέλος τις δοκιμασίες, στις οποίες τους υποβάλλει παιδαγωγικά ο Θεός, αποκτούν παρρησία σ’ Αυτόν, γίνονται παιδιά Του, όπως μαρτυρεί ο απόστολος: «Αν δείχνετε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας, ο Θεός σας μεταχειρίζεται σαν παιδιά Του» (Εβρ. 12, 7). Γεμίζει με πνευματικά αγαθά ο Κύριος τον άνθρωπο που υπομένει μια δοκιμασία με ταπεινό πνεύμα και κατανυκτική προσευχή. Και όταν εκπληρωθεί ο πνευματικός σκοπός της δοκιμασίας, της δίνει τέλος.
Αυτό έκανε ο Κύριος και στην περίπτωση του παραλύτου, ο οποίος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια κειτόταν, ανάμεσα σε πλήθος άλλων αρρώστων, σε μια στοά της δεξαμενής Βηθεσδά, ελπίζοντας να θεραπευθεί. «Γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος κατέβαινε στη δεξαμενή και ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος (στη δεξαμενή) μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε» (Ιω. 5, 4). Πόσο μαρτυρική ήταν η ζωή εκείνου του παραλύτου από την αρρώστια και τη φτώχεια! Μην έχοντας άλλο μέσο θεραπείας, περίμενε μόνο ένα θαύμα. Η παράλυσή του, πάντως, ήταν προφανώς τιμωρία για κάποιες αμαρτίες, όπως δείχνει η συμβουλή που του έδωσε ο Κύριος, όταν τον θεράπευσε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Την ίδια συμβουλή έδωσε αργότερα και στην αμαρτωλή γυναίκα, που τη συγχώρησε. «Πήγαινε» της είπε, μολονότι, σύμφωνα με τον νόμο, έπρεπε να θανατωθεί με λιθοβολισμό, «πήγαινε, κι από δω και πέρα μην αμαρτάνεις πια» (Ιω. 8, 11).
Η θεραπεία τόσο της ψυχής όσο και του σώματος δίνεται από τον εύσπλαχνο Κύριο μ’ έναν όρο, μόνο μ’ έναν όρο: την αποδέσμευση από την αμαρτία, και μάλιστα από τη θανάσιμη αμαρτία. Η αμαρτία της γυναίκας ήταν θανάσιμη. Φαίνεται ότι και του παραλύτου η αμαρτία τέτοια ήταν. Αυτές ακριβώς οι αμαρτίες είναι που αιχμαλωτίζουν την ψυχή και την οδηγούν στην αιώνια κόλαση. Όποιος, λοιπόν, έχει βυθιστεί στον βούρκο των θανάσιμων αμαρτιών, προκειμένου να βγει από κει, χρειάζεται ιδιαίτερη θεία βοήθεια. Και η βοήθεια αυτή παρέχεται από τον Θεό με κάποια δοκιμασία, η οποία εξωτερικά φαίνεται ως σωφρονιστική τιμωρία, αλλά μυστικά αποτελεί κλήση σε μετάνοια. Σε μετάνοια καλείται ο άνθρωπος είτε με κάποιαν αρρώστια, όπως έγινε στην περίπτωση του παραλύτου, είτε με διωγμό από ανθρώπους, όπως έγινε στην περίπτωση του Δαβίδ (Βλ. Α’ Βασ. 19, 1 κ. ε.), είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Όποια κι αν είναι η θεία τιμωρία, πρέπει να τη δεχθούμε με ταπείνωση και αμέσως να επιδιώξουμε την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο την έστειλε ο Θεός: Να σταματήσουμε τη διάπραξη της αμαρτίας, που αποτελεί την αιτία της τιμωρίας μας, και να φροντίσουμε για τη θεραπεία της ψυχής μας με το φάρμακο της μετάνοιας. Η αμαρτία μας υποδεικνύεται αξιόπιστα από την ίδια τη συνείδησή μας. Η άφεσή της και η λύτρωση από τη συνέπειά της, τη θλίψη, μας παρέχονται από τον Θεό με τον μοναδικό όρο που αναφέραμε πιο πάνω: την οριστική εγκατάλειψή της. Και η εγκατάλειψη της αμαρτίας γίνεται πιο εύκολη, όταν έχουμε αντιληφθεί και διαπιστώσει πόσο ολέθρια είναι για μας και πόσο βδελυκτή στον Θεό.
Η επανάληψη μιας αμαρτίας για την οποία, αφού τιμωρηθήκαμε σωφρονιστικά από τον Κύριο, μετανοήσαμε και συγχωρηθήκαμε, συνεπάγεται ακόμα μεγαλύτερα δεινά, και μάλιστα δεινά αιώνια μετά τον σωματικό θάνατο. Τριάντα οκτώ χρόνια ταλαιπωρήθηκε ο παράλυτος για την αμαρτία του. Αυστηρή, πολύ αυστηρή τιμωρία! Αλλά ο Κύριος προαναγγέλλει ακόμα πιο αυστηρή τιμωρία για την επιστροφή στην αμαρτία. Ποια τιμωρία μπορεί να είναι πιο αυστηρή από μια τριανταοκτάχρονη παράλυση με όλες τις επακόλουθες στερήσεις; Καμιά άλλη παρά μόνο τα αιώνια βάσανα του άδη, που περιμένουν όλους τους αμετανόητους και αδιόρθωτους αμαρτωλούς.
Αμήν.
Πηγή: (“Ασκητικές ομιλίες Α’” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής), Η άλλη όψη
Ἀπολαμβάνοντας ἐλεύθερα τίς ἐκκλησιαστικές μας ἑορτές, πανηγυρίζοντας μάλιστα ὅλο χαρά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δύσκολα θά ἔρθουμε στή θέση τῶν ρώσων ἀδελφῶν μας πού στά χρόνια τοῦ στυγνοῦ ἀθεϊσμοῦ στερούνταν αὐτή τή μεγάλη εὐφρόσυνη καί λαμπροφόρα ἠμέρα, εἰδικά ὅσοι εὑρίσκονταν φυλακισμένοι στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ἡ ἀκόλουθη διήγηση εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων Τρόϊτσκυ, ἱερομάρτυς καί πρόμαχος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» Ἔκδόσεις Ἄθως, Ἀθήνα 2012. Βρισκόμαστε στά 1926.
Πάσχα στό νησί Πόποβα
Τήν ἄνοιξη τοῦ 1926 ἀποφάσισαν νά τόν φέρουν [τόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα] πίσω στά Σολοφκύ. Στό στρατόπεδο μεταγωγῶν, στό νησί Πόποβα ἔφτασε λίγο πρίν τό Πάσχα. Τήν πασχαλινή ἀκολουθία ἐτέλεσε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο Νεκτάριο Τρεζβίνσκυ καί τόν ἱερέα Παῦλο Τσεχράνωφ σέ ἕνα μισοτελειωμένο φοῦρνο παρά τήν αὐστηρή ἀπαγόρευση τῆς διοικήσεως τοῦ στρατοπέδου. Νά πῶς περιγράφει αὐτό τό γεγονός ὁ π. Παῦλος Τσεχράνωφ:
«Πλησίαζε τό Πάσχα. Πῶς θά ἤθελα ἀκόμη καί σ’αὐτές τίς συνθῆκες νά κάνουμε τήν Πασχαλινή ἀκολουθία! ʺΠῶς θά γίνει αὐτό;ʺ σκεπτόμουνα ʺἈκόμη καί τώρα, πού ἀκόμη καί γιά νά κουβεντιάσεις εἶναι δύσκολο καί πρέπει νά χωθεῖς ἀνάμεσα στό πλῆθος, πῶς νά μήν ψάλλουμε τό ʺΧριστός Ἀνέστηʺ τήν πασχαλινή νύχτα; ʺ. Ἀποφάσισα λοιπόν νά προετοιμάσω τους ἄλλους πατέρες. Ἔκαμα συζητήσεις μέ τόν καλοκάγαθο ἐπίσκοπο Νεκτάριο Τρεζβίνσκυ, τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱλαρίωνα, τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη, τόν ἐπίσκοπο Ραφαήλ καί τόν ἐπίσκοπο Γαβριήλ... Ὅμως μόνο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων καί ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος συμφώνησαν νά τελέσουμε τήν πασχαλινή ἀκολουθία στόν μισοτελειωμένο φοῦρνο, ὅπου ὑπῆρχαν μόνο ἀνοίγματα χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Οἱ ὑπόλοιποι ἀποφάσισαν νά κάμουν τήν ἀκολουθία στήν παράγκα τους, στήν Τρίτη κουκέτα, κάτω ἀπό τήν ὀροφή ἔχοντας ʺπαρέαʺ τόν κοιτῶνα τοῦ λόχου τῆς διοικήσεως. Ἀλλά ἐγώ ἀποφάσισα νά ψάλλω τήν ἀκολουθία ἔξω ἀπό τήν παράγκα, ὥστε, ἔστω κι αὐτές τίς στιγμές, νά μήν ἀκούω αἰσχρολογίες.
Συμφωνήσαμε. Ἔφτασε τό Μεγάλο Σάββατο. Ἡ αὐλή καί οἱ παράγκες ἦσαν γεμάτες σάν βαρέλια μέ σαρδέλλες ἀπό τούς κρατουμένους πού εἶχαν φθάσει ἀπό τή δουλειά τοῦ ἐφοδιασμοῦ ξυλείας. Ἀλλά μᾶς συνέβη τότε καινούργια δοκιμασία. Βγῆκε διαταγή τοῦ διοικητή πρός τούς ὑπευθύνους τῶν λόχων τῶν κρατουμένων μέ τήν ὁποία δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νύξη γιά πασχαλινή ἀκολουθία καί ἀπό τίς 8 τό βράδυ δόθηκε ἐντολή νά μήν ἀφήνουν νά μπεῖ κανένας ἀπό ἄλλους λόχους κρατουμένων σέ ἄλλη παράγκα. Μέ θλίψη μοῦ ἀνήγγειλαν τό νέο οἱ ἐπίσκοποι Μητροφάνης καί Γαβριήλ. Ὅμως ἐγώ συνέχιζα τόν... ʺἐξάψαλμοʺ: ʺΠαρ’ ὅλα αὐτά θά προσπαθήσουμε νά κάνουμε ἀκολουθία στό φοῦρνοʺ. Ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος συμφώνησε ἀμέσως καθώς καί ὀ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος ζήτησε νά ἐγερθοῦμε στίς 12 τά μεσάνυχτα.
Στίς 11μ.μ. κατευθύνθηκα στήν παράγκα ὅπου ἔμενε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος. Οἱ πόρτες ἦσαν ὀρθάνοιχτες, ἀλλά, καθώς μπῆκα μέσα γρήγορα, μοῦ ἔκλεισε τό δρόμο ὁ στρατιώτης ὑπηρεσίας.
- Δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα νά μπεῖ ἀπό ἄλλους λόχους.
Σταμάτησα ἀναποφάσιστος. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος ἦταν ἕτοιμος.
- Τώρα, τώρα! μοῦ εἶπε.
Τράβηξα γιά τόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα. Μπαίνοντας ὁρμητικά στήν παράγκα προχώρησα δίπλα ἀπό τό στρατιώτη ὑπηρεσίας, ὁ ὁποῖος μοῦ φάνηκε γνωστός καί συμπαθής.
- Παρακαλῶ, κάνετε γρήγορα καί φύγετε. Δέν ἐπιτρέπεται...
Ἔγνεψα μέ τό κεφάλι μου, πλησίασα στόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα, ὁ ὁποῖος κοιμόταν. Τόν ἄγγιξα στήν μπότα του καί σηκώθηκε.
- Ἔφτασε ἡ ὥρα, τοῦ εἶπα ψυθυριστά.
Ὅλη ἡ παράγκα κοιμόταν. Βγῆκα ἔξω. Στό δρομάκι μέ περίμενε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος. Γρήγορα ἦρθε κοντά μας ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων. Ἥσυχα, ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλο, προχωρήσαμε πρός τό πίσω μέρος τῶν παραπηγμάτων. Πέρα ἀπό τό δρόμο βρισκόταν ὁ σκελετός τοῦ μισοφτιαγμένου φούρνου μέ ἀνοίγματα ἀντί γιά πόρτες καί παράθυρα. Γλυστρήσαμε μέσα ἕνας - ἕνας. Ὅταν βρεθήκαμε στό ἐσωτερικό τοῦ κτιρίου διαλέξαμε ἕνα τοῖχο, πού μᾶς ἔκρυβε καλλίτερα ἀπό τό βλέμμα ὅσων περνοῦσαν στό δρομάκι, καί ʺκολλήσαμεʺ σ’ αὐτόν. Ἀριστερά ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος, στή μέση ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων καί δεξιά, ἐγώ.
Ἀρχίστε, εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος.
Τόν Ὄρθρο; ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων.
Ὄχι, ὅλα κατά τάξιν, ἀπό τό Μεσονυκτικό.
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν... πρόφερε ἥσυχα ὁ ἐπίσκοπος Ἰλαρίων.
- Κύματι θαλάσσης... ἀρχίσαμε νά ψάλλουμε τόν Κανόνα τοῦ Μεσονυκτικοῦ. Καί μέ ἕνα παράδοξο τρόπο ἔβρισκαν μέσα στίς καρδιές μας ἀνταπόκριση αὐτά τά λόγια μέ τή συναρπαστική μελωδία. ʺδιώκτην, τύραννον ὑπό γῆς ἔκρυψαν...ʺ. Καί ὅλη αὐτή ἡ τραγωδία τοῦ διώκοντος Φαραώ σ’ αὐτή τήν εἰδική κατάσταση γινόταν αἰσθητή στίς καρδιές μας μέ ὅσο ποτέ ἄλλοτε δριμύτητα : Ἡ λευκή θάλασσα μέ τό λευκό παγωμένο κάλυμμα, τά δοκάρια τοῦ πατώματος, στά ὁποῖα στεκόμασταν λές καί ἦταν ὁ χῶρος τοῦ ἀναλογίου, ὁ φόβος νά μή μᾶς δοῦν σέ κάποιο ἔλεγχο. Ὅμως ἡ καρδιά μας ἦταν ὅλο χαρά πού τελούσαμε τήν πασχαλινή ἀκολουθία, παρά τήν αὐστηρή ἀπαγόρευση τοῦ διοικητοῦ.
Ψάλαμε τό Μεσονυκτικό. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων ἔβαλε Εὐλογητό γιά τόν Ὄρθρο.
- Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ...εἶπε ψιθυριστά, κοιτώντας προσεχτικά τή νυχτερινή καταχνιά, ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων.
Ἐμεῖς ψάλαμε τό ʺΧριστός Ἀνέστηʺ. Δέν ἤξερα τί νά κάνω. Νά κλάψω ἤ νά γελάσω ἀπό χαρά. Πόσο θά ἤθελα νά ψάλλουμε μέ δυνατή φωνή τά θαυμάσια τροπάρια μέ τούς εἱρμούς τους! Ὅμως μᾶς καθοδηγοῦσε ἡ περίσκεψη. Τελειώσαμε τόν Ὄρθρο.
- Χριστός Ἀνέστη! εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων καί οἱ τρεῖς μας ἀσπαστήκαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὁ ἐπίσκοπος ἔκαμε Ἀπόλυση καί ἔφυγε γιά τήν παράγκα του...
Αὐτή ἡ πασχαλινή ἀκολουθία ἔμεινε στή μνήμη τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος. Τό Μαϊο τοῦ 1927 μοῦ ἔγραψε: ʺΘυμᾶμαι τό προηγούμενο Πάσχα. Πόσο ξεχώριζε ἀπό τό σημερινό! Πόσο πανηγυρικά τό γιορτάσαμε τότε!».
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...