
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
‘’Τόν Νυμφίον ἀδελφοί ἀγαπήσωμεν, τάς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει όρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρὀνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σύν αὐτῷ εἰς τούς γάμους’’.
Τό ἀναλόγιο εἶναι τό μέγα διδασκαλεῖο τῆς Πίστεώς μας. Οἱ ὑμνογράφοι -ὅσων τά ἔργα δοκιμάστηκαν στόν χρόνο καί καταξιώθηκαν στήν ἐκκλησιολογική καί δογματική συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος- ἦσαν ἄνθρωποι θεοφώτιστοι, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι καί ἐντελῶς ἀρχάριοι στήν ζωή τήν πνευματική, βρίσκουμε μεγάλη παρηγοριά καί ἀνάπαυση στά νοήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑμνολογίας.
Ὅποια ἀπορία καί νά ἔχει κανείς πάνω σέ θέματα βίου καί Πίστεως, εἶναι βέβαιον, ὅτι θά βρεῖ ἀπαντήσεις ἀσφαλεῖς και ὑπεύθυνες μέσα στήν θεολογία τῶν λατρευτικῶν μας ὕμνων.
Στό ἀναλόγιο συναντῶνται διαχρονικῶς οἱ δάσκαλοι τῆς Ρωμαίϊκης ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, μέ τούς ἐραστές τῆς ὀκτωήχου κάθε ἐποχῆς. Συναντῶνται καί οἱ φωτισμένοι ὑμνογράφοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, δάσκαλοι ἁγιοπνευματικοί, μέ κάθε ψυχή ζῶσα καλῆς ἀνησυχίας, σέ μιά συνάντηση μετάγγισης Θείας Σοφίας. Σέ μιά συνάντηση θεοδίδακτης γνωμοδότησης προϋποθέσεων σωτηρίας.
Στό ἀναλόγιο παρίστανται, σέ κάθε ψαλμωδία, Πατέρες καί ὑμνογράφοι μαζί. Ὁ λόγος τῶν Ἁγίων μας Πατέρων, ὁ ἑρμηνευτικός τῶν Γραφῶν, γίνεται ἀκόμα πιό προσιτός στούς πιστούς, μέ τήν γραφίδα τῶν ἱερῶν μας ὑμνογράφων.
Παράδειγμα, ὁ ποιητής τοῦ ὄρθρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τρίτης: Σέ ἕναν ἀπό τούς ὕμνους του δέν κάνει τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά προσφέρει λακωνικῶς, εἰδικά γιά τίς ἡμέρες μας τίς πονηρές, μοναδικῆς ἀξίας διδασκαλία τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἔλεγε ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης: ‘’Οὐδέν ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων’’. Σέ τίποτε δέν ὠφελεῖ τόν άνθρωπο ἡ ἐνἀρετη ζωή, ἐάν τά δόγματά του εἶναι διεφθαρμένα. Ἐάν, δηλαδή, ἡ πίστη του εἶναι νοθευμένη.
Καί ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τρίτης γνωμοδοτεῖ μελωδικῶς:
’’ Τόν Νυμφίον ἀδελφοί ἀγαπήσωμεν, τάς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει όρθῇ...’’.
Ἐμπρός, ἀδελφοί μου, νά ἀγαπήσουμε τόν Νυμφίο Χριστό καί νά συγυρίσουμε τίς λαμπάδες μας.
Πῶς, ὅμως, νά δείξουμε τήν ἀγάπη μας στόν Νυμφίο Χριστό; Καί τίς λαμπάδες μας, τίς ψυχές μας, πῶς νά τίς τακτοποιήσουμε;
‘’ Ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει όρθῇ’’.
Λαμποκοπῶντας ἀπό ἀρετές καί πίστη ἀνόθευτη.
9/4/2017
Με την παρακολούθηση των Ακολουθιών, με τη νηστεία, ακόμα και με την προσευχή σε τακτά διαστήματα, δεν εξαντλείται η όλη προσπάθεια στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Ή μάλλον για να είναι όλα αυτά αποτελεσματικά και να έχουν νόημα, πρέπει να υποστηρίζονται και από αυτή την ίδια τη ζωή. Χρειάζεται δηλαδή ένας «τρόπος ζωής» που να μην έρχεται σε αντίθεση με όλα αυτά και να μην οδηγεί σε μια «διασπασμένη» ύπαρξη. Στο παρελθόν, στις ορθόδοξες χώρες η ίδια η κοινωνία πρόσφερε μια τέτοια υποστήριξη με τον συνδυασμό που είχε στα έθιμα, στις εξωτερικές αλλαγές, με τη νομοθεσία, με τους δημόσιους και ιδιωτικούς κανονισμούς, με όλα δηλαδή όσα περιλαμβάνονται στη λέξη πολιτισμός. Κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή ολόκληρη η κοινωνία υποδεχόταν ένα συγκεκριμένο ρυθμό ζωής, ορισμένους κανόνες που υπενθύμιζαν στα άτομα-μέλη της κοινωνίας την περίοδο της Σαρακοστής. Στη Ρωσία, λόγου χάρη, δεν μπορούσε κανείς εύκολα να ξεχάσει τη Σαρακοστή γιατί οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν διαφορετικά αυτή την περίοδο• τα θέατρα έκλειναν και, σε παλιότερους καιρούς, τα δικαστήρια ανέβαλλαν τη λειτουργία τους. Φυσικά όλα αυτά τα ερεθίσματα από μόνα τους, είναι φανερό, ότι δεν ήταν δυνατό να αναγκάσουν τον άνθρωπο να οδηγηθεί στη μετάνοια ή σε μια πιο ζωντανή θρησκευτική ζωή. Αλλά όμως δημιουργούσαν μια ορισμένη ατμόσφαιρα - ένα είδος σαρακοστιανού κλίματος - όπου η ατομική προσπάθεια γινόταν ευκολότερη. Ακριβώς επειδή είμαστε αδύναμοι χρειαζόμαστε τις εξωτερικές υπενθυμίσεις, τα σύμβολα, τα σημάδια. Φυσικά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος αυτά τα εξωτερικά σύμβολα ν' αποκτήσουν αυτοτέλεια, να γίνουν αυτοσκοπός, και έτσι αντί να είναι απλά μια υπενθύμιση, να γίνουν για την κοινή αντίληψη το μόνο περιεχόμενο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτόν τον κίνδυνο τον έχουμε επισημάνει παραπάνω όταν μιλήσαμε για τις εξωτερικές συνήθειες και τα πανηγύρια που αντικαθιστούν τη γνήσια προσωπική προσπάθεια. Αν όμως καταλάβουμε σωστά αυτές τις συνήθειες τότε θα γίνουν ο «κρίκος» που συνδέει την πνευματική προσπάθεια με τη ζωή.
Δεν ζούμε σε μια ορθόδοξη κοινωνία [Ο συγγραφέας, Ρώσος στην καταγωγή, ζει σήμερα στην Αμερική] και φυσικά δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί αυτό το «κλίμα της Σαρακοστής σε επίπεδο κοινωνικό. Είτε είναι Σαρακοστή είτε όχι, ο κόσμος που μας περιβάλλει, που αποτελούμε και μεις δικό του αναπόσπαστο κομμάτι, δεν αλλάζει. Κατά συνέπεια ζητιέται από μας μια νέα προσπάθεια να σκεφτούμε την απαραίτητη θρησκευτική σχέση ανάμεσα στο «εξωτερικό» και το «εσωτερικό». Η πνευματική τραγωδία της εκκοσμίκευσης είναι εκείνη που μας σπρώχνει σε μια πραγματική θρησκευτική «σχιζοφρένεια» -ένα σπάσιμο δηλαδή της ζωής μας σε δυο κομμάτια: το θρησκευτικό και το κοσμικό, που έχουν όλο και λιγότερη αλληλοεξάρτηση. Έτσι η πνευματική προσπάθεια είναι απαραίτητη για να μεταθέσει τα παραδοσιακά έθιμα και τις συνήθειες, που είναι βασικά μέσα στην προσπάθειά μας κατά την περίοδο τής Σαρακοστής. Μ' ένα πειραματικό και αναγκαστικά σχηματικό τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει αυτή την προσπάθεια σε δυο πλαίσια: στη ζωή μέσα στο σπίτι και στη ζωή έξω απ' αυτό.
Για την ορθόδοξη αντίληψη, το σπίτι και η οικογένεια αποτελούν την πρώτη και βασικότερη περιοχή της χριστιανικής ζωής ή της εφαρμογής των χριστιανικών αρχών στην καθημερινή ζωή. Το σπίτι, δηλαδή το στυλ και το πνεύμα της οικογενειακής ζωής και όχι το σχολείο, ακόμα ούτε και η Εκκλησία, είναι εκείνο που σχηματίζει μέσα μας τη θεμελιακή αντίληψη για τον κόσμο• που μορφοποιεί στο εσωτερικό μας το βασικό προσανατολισμό τον οποίο ίσως για αρκετό διάστημα δεν τον καταλαβαίνουμε, αλλά που τελικά θα γίνει ένας αποφασιστικός παράγοντος. Ο στάρετς Ζωσιμάς του Dοstοyevsky στους Αδελφούς Καραμαζώφ λέει: «εκείνος που μπορεί να έχει καλές αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία είναι σωσμένος για όλη του τη ζωή». Το σημαντικό δε είναι ότι κάνει αυτή την παρατήρηση ύστερα από τη θύμηση της μητέρας του που τον είχε πάρει μαζί της στη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Θυμάται την ομορφιά της Ακολουθίας, τη μοναδική μελωδία του κατανυκτικού «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου...». Η υπέροχη προσπάθεια για θρησκευτική αγωγή που γίνεται σήμερα στα κατηχητικά σχολεία δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, αν δεν βασίζεται στη ζωή της οικογένειας. Τι, λοιπόν, θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει στο σπίτι στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής; Επειδή είναι αδύνατο να καλύψουμε εδώ όλες τις πλευρές της οικογενειακής ζωής θα περιοριστούμε μόνο σε μια απ' αύτές.
Όλοι μας, χωρίς αμφιβολία, συμφωνούμε ότι ο τρόπος της οικογενειακής ζωής έχει ριζικά αλλοιωθεί με την παρουσία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Αυτά τα μέσα της «μαζικής ενημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ολόκληρη τη ζωή. Δεν χρειάζεται κανείς να βγει από το σπίτι για να βρεθεί «έξω». Ολόκληρος ο κόσμος είναι μόνιμα εδώ, σε απόσταση που τον φτάνουμε... ακίνητοι. Και, σιγά σιγά, η στοιχειώδης εμπειρία να βρεθούμε σ' έναν εσωτερικό κόσμο, μέσα στην ομορφιά της «εσωτερικότητας» έχει εντελώς χαθεί από το σύγχρονο πολιτισμό μας. Και αν δεν είναι η τηλεόραση, είναι η μουσική. Η μουσική έπαψε να είναι κάτι που το ακούει κανείς• σταθερά πια έγινε μια «υπόκρουση θορύβου» που συνοδεύει τις συνομιλίες μας, το διάβασμα, το γράψιμο κλπ. Στην πραγματικότητα αυτή η ανάγκη να ακούγεται συνέχεια μουσική φανερώνει την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να χαρεί τη σιωπή, να την καταλάβει όχι σαν κάτι αρνητικό, σαν μια απλή έλλειψη, αλλά ακριβώς σαν μια παρουσία και σαν την μοναδική προϋπόθεση για την πιο αληθινή παρουσία. Αν ο Χριστιανός του παρελθόντος ζούσε κατά ένα μεγάλο βαθμό σ' ένα σιωπηλό κόσμο που του έδινε πλούσιες ευκαιρίες για αυτοσυγκέντρωση στον εσωτερικό του κόσμο, ο σημερινός χριστιανός είναι αναγκασμένος να κάνει ειδική προσπάθεια για να καλύψει αυτή την αναγκαία διάσταση της σιωπής η οποία αυτή μόνο μπορεί να μας φέρει σε επαφή με τις υψηλές πραγματικότητες. Έτσι, λοιπόν, το πρόβλημα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι περιθωριακή υπόθεση, αλλά με πολλούς τρόπους είναι ένα θέμα πνευματικής ζωής ή θανάτου.
Πρέπει κανείς να συνειδητοποιήσει ότι είναι αδύνατο να μοιράσουμε τη ζωή μας ανάμεσα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής και στο τελευταίο σήριαλ. Αυτά τα δυο βιώματα είναι ασυμβίβαστα και το ένα, σίγουρα, θα σκοτώσει το άλλο. Και είναι πολύ πιθανό, εκτός αν γίνεται μια έντονη προσπάθεια, ότι το τελευταίο σήριαλ έχει πολύ μεγαλύτερες ελπίδες σε βάρος της «χαρμολύπης» -παρά το αντίθετο. Μια πρώτη «συνήθεια» που προτείνεται είναι να μειωθεί δραστικά η παρακολούθηση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης στην περίοδο της Σαρακοστής. Δεν τολμούμε να ελπίζουμε ότι θα υπάρξει μία «γενική» νηστεία, αλλά μόνο η «ασκητική» η οποία, όπως ξέρουμε, σημαίνει, πρώτα απ' όλα αλλαγή τροφής και μείωσή της. Φυσικά τίποτε το κακό δεν υπάρχει, λόγου χάρη, στο να συνεχίσει κανείς να παρακολουθεί στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση ειδήσεις, εκλεκτές σειρές, ενδιαφέροντα και πνευματικά ή διανοητικά εμπλουτισμένα προγράμματα. Εκείνο που πρέπει να σταματήσει στην διάρκεια της Σαρακοστής είναι η πλήρης «παράδοση» στην τηλεόραση -η μετατροπή δηλαδή του ανθρώπου σε «λάχανο» πάνω σε μια πολυθρόνα κολλημένο στην οθόνη που παθητικά δέχεται ό,τι βγαίνει απ' αυτή. Όταν ήμουνα παιδί (ήταν τότε η προτηλεοπτική εποχή) η μητέρα μου συνήθιζε να κλειδώνει το πιάνο την πρώτη, την τετάρτη και την έβδομη εβδομάδα της Σαρακοστής. Αυτή η ανάμνηση είναι μέσα μου ζωηρότερη από τις μακρινές Ακολουθίες της Σαρακοστής και ακόμα και σήμερα όταν παίζει το ραδιόφωνο αυτές τις μέρες με ταράζει σχεδόν όσο και μια βλαστήμια. Αναφέρω αυτή την προσωπική μου ανάμνηση μόνο σαν μια διευκρίνηση της επίδρασης που μπορούν να έχουν μερικές εξωτερικές ενέργειες στην ψυχή ενός παιδιού. Kαι αυτό που κρύβεται εδώ δεν είναι ένα απλό απομονωμένο έθιμο ή ένας κανόνας, αλλά είναι μια εμπειρία της Σαρακοστής σαν μιας ειδικής χρονικής περιόδου, σαν κάποιου πράγματος που είναι παρόν όλο το χρόνο και που δεν πρέπει να χαθεί, να ακρωτηριαστεί, να καταστραφεί. Εδώ ακόμα, όσον αφορά τη νηστεία, μια απλή απουσία ή αποχή από την τροφή δεν είναι επαρκής, πρέπει να έχει το θετικό της συμπλήρωμα.
Η σιωπή που δημιουργεί η απουσία του θορύβου του κόσμου, των θορύβων που παράγονται από τα μέσα της μαζικής επικοινωνίας, πρέπει να γεμίσει με θετικό περιεχόμενο. Αν η προσευχή είναι η τροφή για τις ψυχές μας, τροφή, επίσης, θέλει και το μυαλό μας, γιατί ακριβώς αυτό το διανοητικό μέρος του ανθρώπου είναι που καταστρέφεται σήμερα από το ασταμάτητο σφυροκόπημα της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, των εφημερίδων, των εικονογραφημένων εκδόσεων κλπ. Αυτό, λοιπόν, που προτείνουμε, παράλληλα με την πνευματική προσπάθεια, είναι μια διανοητική, θα λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, αλήθεια, αριστουργήματα, πόσους υπέροχους καρπούς της ανθρώπινης σκέψης, της φαντασίας και της δημιουργικότητας αρνούμαστε στη ζωή μας μόνο και μόνο γιατί μας είναι πολύ πιο άνετο, γυρίζοντας στο σπίτι από τη δουλειά παραδομένοι στη σωματική και διανοητική κόπωση, να πιέσουμε το κουμπί της τηλεόρασης ή να βυθιστούμε στο τέλειο κενό ενός εικονογραφημένου περιοδικού. Αλλά, πώς φανταζόμαστε ότι θα μπορούσαμε να προγραμματίσουμε την περίοδο της Σαρακοστής; Ίσως να κάνουμε ένα κατάλογο βιβλίων για διάβασμα; Φυσικά δεν είναι απαραίτητο όλα αυτά τα βιβλία να είναι οπωσδήποτε θρησκευτικά, δεν μπορούν όλοι να γίνουν θεολόγοι. Όμως υπάρχει πολλή «θεολογία» κρυμμένη σε μερικά λογοτεχνικά αριστουργήματα και καθετί που πλουτίζει τη νοημοσύνη μας, κάθε καρπός της αληθινής ανθρώπινης δημιουργίας είναι ευλογημένος από την Εκκλησία και, όταν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα, αποκτάει πνευματική αξία.
H τέταρτη και η πέμπτη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένες στη μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων της χριστιανικής πνευματικότητας: του αγίου Ιωάννου της Κλίμακας και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Θα πρέπει αυτό να το πάρουμε σαν μια ευρύτερη απόδειξη ότι εκείνο που ζητάει από μας η Εκκλησία να κάνουμε στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής είναι να εμπλουτίσουμε τον πνευματικό και διανοητικό εσωτερικό κόσμο μας, να μελετήσουμε και να στοχασθούμε πάνω σε ό,τι μπορεί να μας βοηθήσει ν' ανακαλύψουμε αυτόν τον εσωτερικό κόσμο και τις χαρές του. Από αυτή τη χαρά, από την αληθινή κλήση του ανθρώπου που εκπληρώνεται εσωτερικά και όχι εξωτερικά, ο «σύγχρονος κόσμος» δεν μας προσφέρει σήμερα ούτε καν μια γεύση• όμως χωρίς αυτή, χωρίς την αντίληψη της Σαρακοστής σαν ταξιδιού στο βάθος του είναι μας, η Σαρακοστή χάνει το νόημά της.
Τέλος, ποιο θα μπορούσε να είναι το νόημα της Σαρακοστής στις ατέλειωτες ώρες που περνάμε έξω από το σπίτι; Στις συναλλαγές μας, καθισμένοι σ' ένα γραφείο ή ασκώντας τα επαγγελματικά μας καθήκοντα, ή όταν συναναστρεφόμαστε τους συναδέλφους και τους φίλους μας; Αν και δεν είναι δυνατόν να δοθεί εδώ μια συγκεκριμένη συνταγή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως μερικές πολύ γενικές απόψεις μπορούν να λεχθούν. Και πρώτα πρώτα η Σαρακοστή είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να ελέγξουμε τον απίστευτα υπεροπτικό χαρακτήρα μας στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους, στα διάφορα γεγονότα και στη δουλειά. «Χαμογέλα!», «μη στεναχωριέσαι» κλπ. είναι σλόγκαν που στην πραγματικότητα έγιναν «διαταγές» που πρόθυμα τις δεχόμαστε και που σημαίνουν: μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μην προχωράς βαθύτερα στις σχέσεις σου με τους άλλους ανθρώπους• φύλαξε τους κανόνες του παιγνιδιού που συνδυάζει τη φιλική διάθεση με την τέλεια αδιαφορία• σκέψου τα πάντα μόνο μέσα στα πλαίσια του υλικού κέρδους, της ωφέλειας, της προαγωγής, να είσαι, μ' άλλα λόγια, ένα κομμάτι του κόσμου, ο οποίος ενώ συνέχεια χρησιμοποιεί τις μεγάλες λέξεις: ελευθερία, ευθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ακολουθεί την υλιστική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι αυτά που τρώει!
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι περίοδος για αναζήτηση νοήματος. Να βρω, δηλαδή, νόημα στην επαγγελματική μου ζωή στα πλαίσια της κλήσης μου• νόημα στις προσωπικές σχέσεις μου με τ' άλλα πρόσωπα• νόημα στη φιλία• νόημα στις ευθύνες μου. Δεν υπάρχει απασχόληση, επάγγελμα που να μη μπορεί να «μεταμορφωθεί» -έστω και για λίγο μόνο- με στόχο όχι τη μεγαλύτερη απόδοση ή την καλύτερη οργάνωση αλλά τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ίδια προσπάθεια για «εσωτερικοποίηση» όλων των σχέσεών μας είναι απαραίτητη γιατί είμαστε ελεύθερες ανθρώπινες υπάρξεις που καταντήσαμε (χωρίς τις περισσότερες φορές να το ξέρουμε) φυλακισμένοι στα συστήματα τα οποία προοδευτικά κάνουν τον κόσμο μας απάνθρωπο. Και αν στην πίστη μας υπάρχει κάποιο νόημα, αυτό πρέπει να είναι συνδεδεμένο με τη ζωή και όλα τα συνακόλουθά της. Χιλιάδες άνθρωποι νομίζουν ότι οι απαραίτητες αλλαγές έρχονται μόνο απ' έξω με την επανάσταση και την αλλαγή στις εξωτερικές συνθήκες. Στο χέρι τους είναι να αποδείξουν οι χριστιανοί ότι στην πραγματικότητα καθετί ξεκινάει από μέσα -από την πίστη και τη ζωή σύμφωνα με την πίστη αυτή. Η Εκκλησία όταν μπήκε στον ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο, δεν κατάγγειλε τη δουλεία, δεν ξεσήκωσε σε επανάσταση. Αυτή η ίδια η πίστη της, η νέα θεώρηση του ανθρώπου και της ζωής είναι κείνη που προοδευτικά καταργεί τη δουλεία. Ένας «άγιος» -και άγιος εδώ σημαίνει, πολύ απλά, κάθε άνθρωπος που παίρνει πάντοτε στα σοβαρά την πίστη του- θα κάνει πολύ περισσότερα για την αλλαγή του κόσμου παρά χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ο άγιος είναι ο μόνος αληθινός επαναστάτης σ' αυτόν τον κόσμο.
Μια τελευταία γενική παρατήρηση: η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ευκαιρία για έλεγχο στα λόγια μας. Ο κόσμος μας είναι υπερβολικά βερμπαλιστικός και μεις συνέχεια πλημμυρίζουμε από λόγια που έχουν χάσει το νόημά τους και συνεπώς τη δύναμη τους. Ο Χριστιανισμός αποκαλύπτει την ιερότητα του λόγου -ένα αληθινά θείο δώρο στον άνθρωπο. Γι' αυτό ακριβώς η ομιλία μας είναι προικισμένη με τεράστια δύναμη είτε θετική είτε αρνητική. Γι' αυτό επίσης και θα κριθούμε για τα λόγια μας: «λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. Εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση» (Ματθ. 12,36-37).
Ελέγχουμε τα λόγια μας με το να ανακαλύπτουμε τη σοβαρότητα και την ιερότητά τους, να καταλαβαίνουμε ότι μερικές φορές ένα «αστείο» που λέγεται απερίσκεπτα, μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, μπορεί να γίνει εκείνη η τελευταία «σταγόνα» που ξεχειλίζει το ποτήρι και ο άνθρωπος φτάνει στην τελική απελπισία και καταστροφή. Αλλά ο λόγος μπορεί επίσης να είναι και μια μαρτυρία. Μια τυχαία συνομιλία σ' ένα γραφείο με το συνάδελφο μπορεί να μεταδώσει καλύτερα μια θεώρηση για τη ζωή, μια διάθεση απέναντι στους άλλους ανθρώπους και στη δουλειά και να έχει περισσότερα αποτελέσματα από το τυπικό κήρυγμα. Μπορεί, από μια τέτοια συνομιλία, να πέσουν σπόροι για μια ερώτηση πάνω στη δυνατότητα μιας άλλης προσέγγισης της ζωής, σπόροι για επιθυμία να γνωρίσει κανείς περισσότερα. Δεν έχουμε, πραγματικά, ιδέα πόσο επηρεάζουμε ο ένας τον άλλον με τα λόγια, με τον τόνο της προσωπικότητας μας. Και τελικά οι άνθρωποι ελκύονται στο Θεό, όχι γιατί κάποιος μπόρεσε να τους δώσει διαφωτιστικές εξηγήσεις, αλλά γιατί είδαν σ' αυτόν το φως, τη χαρά, το βάθος, τη σοβαρότητα, την αγάπη που από μόνα τους αποκαλύπτουν την παρουσία και τη δύναμη του Θεού στον κόσμο.
Έτσι, αν η Μεγάλη Σαρακοστή όπως είπαμε στην αρχή, είναι η ανακάλυψη της πίστης από τον άνθρωπο, είναι επίσης και ανόρθωση της ζωής του, του θεϊκού νοήματός της, του κρυμμένου βάθους της. Με το να απέχουμε από την τροφή ξαναβρίσκουμε τη γλύκα της και ξαναμαθαίνουμε πώς να την παίρνουμε από τον Θεό με χαρά και ευγνωμοσύνη. Με το «να μειώνουμε» τις ψυχαγωγίες, τη μουσική, τις συζητήσεις, τις επιπόλαιες κοινωνικότητες, ανακαλύπτουμε την τελική αξία των ανθρώπινων σχέσεων, της ανθρώπινης δουλειάς, της ανθρώπινης τέχνης. Kαι τα ξαναβρίσκουμε όλα αυτά ακριβώς γιατί ξαναβρίσκουμε τον ίδιο τον Θεό, γιατί ξαναγυρίζουμε σ' Αυτόν και δι' Αυτού σε όλα όσα Εκείνος μας έδωσε μέσα από την τέλεια αγάπη και το έλεός Του. Έτσι τη νύχτα της Ανάστασης ψέλνουμε:
Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός,
ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.
Εορταζέτω γουν πάσα κτίσις,
την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται.
Μη μας αποστερήσεις αυτής της προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε!
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχὴ διχασμοῦ τῆς καρδιᾶς, σύγχυσης, χάους, φόβου (ὄχι ὑπαρξιακοῦ), ἀπληστίας, παραζάλης καὶ ἀνησυχίας. Δὲν ὑπάρχει καμιὰ δίψα ἀλήθειας. Καὶ οὔτε ἀμείλικτα ἐρωτήματα ζωῆς ἀναζητοῦν κάποια ἀπόκριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῷ ἡ λαχτάρα γιὰ μάθηση καὶ χορτασμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ σχεδὸν ἔχει νεκρωθεῖ. Συνάμα ἡ «ἀπολυταρχία τοῦ λογικοῦ» τείνει νὰ ἐπικρατήσει σ’ ἕνα σιδερένιο αἰώνα.
«Στὴν ἐποχή μας, γράφει ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος, ἔγιναν ὅλα μηχανικὰ καὶ ἀπρόσωπα, δηλαδὴ ἀνώνυμα, ἐξωτερικά⋅ ἔχασαν δηλαδὴ τὴν ἐσωτερικότητά τους. Καὶ ἡ ἀνωνυμία αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια πηγὴ τῆς σύγχρονης διαφθορᾶς».
Ὑπάρχει λοιπὸν στὸν κόσμο ἡ ἀγωνία τοῦ ἀδιέξοδου, ἔτσι ὅπως τὴ δίδαξαν ὁ Νίτσε, ὁ Σάρτρ, ὁ Καζαντζάκης καὶ ἄλλοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἔβγαλαν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῆς ἐγκοσμιότητας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ;
Ὡστόσο ὁ «Ἐκκλησιαστής» λέει: «Τὸν Θεὸ φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος» (ἔχει καθῆκον κάθε ἄνθρωπος).
Ποὺ θὰ πεῖ ὅτι ὅποιος συνειδητὰ ζεῖ μέσα στὸ ἔδαφος καὶ στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα βιώνει σωστὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, καμιὰ ὑπέρμετρη τραγικότητα, θλίψη, ἀδιέξοδο καὶ ἀπειλὴ δὲν πρέπει νὰ φωλιάζει στὴν καρδιά του. Κανένα δίλημμα δὲν πρέπει νὰ κάμψει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ χριστιανοῦ στὸ Θεό. «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ πίστευε» μᾶς παραγγέλνε ὁ Κύριος.
Βέβαια, τοῦτοι οἱ καιροί, ἕνεκα τῆς μεγάλης πνευματικῆς τους καθίζησης ἀπαιτοῦν μία ξεχωριστὴ κατάθεση προσωπικῆς καὶ συλλογικῆς προσπάθειας, ἀφοῦ ἀκόμα καὶ ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».
Καὶ εἶναι ἀρκετοὶ ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν ποιότητα ζωῆς δίχως τρολέ (τὴν κεραία ποὺ ἀπὸ ἠλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στὸ ὄχημα). Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ πιά, ὅτι τίποτα τὸ δημιουργικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ δίχως πίστη καὶ μάλιστα στὸν ἀληθινὸ Θεό. «Δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται» λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, καὶ βλέπουμε ποῦ πάει ὁ κόσμος σήμερα!
Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κίνηση καὶ διατήρηση τοῦ τρολὲ μὲ τὸν ἠλεκτροφόρο οὐρανό, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸν κάνει πάντα μόνος του! Εἶναι ἀνίσχυρος ὑποκειμενικὰ καὶ συγκυριακά. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται βοήθεια. Θέλει διαλεκτικὴ ἐνίσχυση ἀπὸ φωτισμένες μορφές, ταπεινοὺς σηματοδότες, ταγοὺς καὶ ἁγίους. Οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ βαθιὰ πίστη καὶ τὴν ἔμπρακτη, χριστιανικὴ διδαχή τους, δίνουν ἐγγυημένες λύσεις στὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Ἄλλωστε «ἡ πίστη μας χωρὶς αὐτοὺς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται». Καὶ «ἂν λησμονήσουμε αὐτὴ τὴν ἁγιότητα δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο», γράφει ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλας.
Μιὰ τέτοια μορφή, ἐπίκαιρης ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς καιρούς μας, εἶναι καὶ ὁ ἁπλοϊκός, ταπεινὸς καὶ φτωχὸς (ἕως πένης) παπα-Νικόλας Πλανᾶς. Ὁ ὁποῖος βίωσε τὸ σκάνδαλο καὶ τὴ μωρία τῆς πίστης ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ἡ Γραφὴ ὄχι γιὰ τὶς κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικὲς ἢ θύραθεν γνώσεις του, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδιατίμητη ταπεινότητά του, τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον, καὶ κυρίως γιὰ τὴ λιτότητα τοῦ βίου του. Ἦταν ἕνας ἀληθινὸς «φίλος τῆς ὑπακοῆς» στὸ θέλημα καὶ μόνο τοῦ Θεοῦ, ὑπόδειγμα χριστιανικοῦ βίου καὶ ποιμένα ὁ ὁποῖος, στ’ ἀλήθεια, «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων».
Ὁ καλὸς αὐτὸς λευίτης ἔζησε καὶ ἐργάστηκε στὴν Ἀθήνα περισσότερα ἀπὸ ἑξήντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε στὶς 2 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1932. Θεωροῦσε ὅμως πάντοτε τὸν ἑαυτό του Νάξιο καὶ περηφανευόταν γι’ αὐτό.
Ὁ Νικόλας Πλανᾶς γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀπὸ γνωστὴ καὶ πολύκλαδη οἰκογένεια τῆς Χώρας. Καὶ μεγάλωσε πλάι στὸ σπίτι τοῦ ὀνομαστοῦ τέκνου τῆς Ναξίας Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, μέσα σ’ ἕνα κλίμα μυστικῆς ἔξαρσης ποὺ καλλιεργοῦσαν τότε ἔντονα οἱ Κολλυβάδες, οἱ πατέρες τοῦ Ἄθω καὶ οἱ Γέροντες τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἄλλωστε καὶ ὁ παπποὺς τοῦ Νικόλα Πλανᾶ ἀπὸ τὴν μητέρα του ἦταν ὀφφικιοῦχος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁ οἰκονόμος Γεώργιος Μελισσουργός. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δημήτρη Φερούση «Ὁ παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανᾶς», ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1992).
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του στὰ 1868, ὁ Νικόλας Πλανᾶς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του Αὐγουστίνα καὶ τὴ μικρὴ ἀδελφή του Σουσάνα «μετανάστεψε» στὴν Ἀθήνα. Ἀφοῦ στὸ μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τὰ πλούσια βιώματα τῆς γενέθλιας γῆς καὶ τῆς οἰκογενειακῆς παράδοσης, εἶχε ἀποφασίσει τὴ σταδιοδρομία του!
Ὅταν ὁ Νικόλας Πλανᾶς ἔφυγε ἀπὸ τὸν λειμώνα τῆς ναξιακῆς γαλήνης καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα, βρέθηκε ξαφνικὰ μέσα στὴ βαβούρα καὶ τὸ ἐγκόσμιο σκόρπισμα μιᾶς νέας Βαβυλώνας. Σ’ ἕνα κλίμα πρωτευουσιάνικης ἀσύνδετης, ταραγμένης καὶ ἀσυνάρτητης ζωῆς. Ἡ ὁποία δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, συνεχιζόταν πάνω στὰ χνάρια τῆς βαυαρικῆς καὶ ὀθωνικὴς ἄρνησης καὶ ἀμετροέπειας (μεγαλοστομίας). Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀθήνας, ὡς ἕνας ἄθλιος συρφετός, προσπαθοῦσαν, μιμούμενοι τὰ εὐρωπαϊκὰ κακέκτυπα ζωῆς, συμπεριφορᾶς καὶ φιλοσοφίας, νὰ συγκροτήσουν μία ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ συνείδηση. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρωτεύουσας ἀναφέρεται ὁ Κονδυλάκης μὲ τοὺς «Ἄθλιους τῶν Ἀθηνῶν», ὁ Σουρῆς, ὁ Συνοδινὸς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συγγραφεῖς. Ἀκόμα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ποὺ ἔγραψε πικραμένος:«Φεῦ. Τίς μοι δώσει ὕδωρ καὶ δάκρυα; Ἀπὸ τὸν τόπον τῆς δοκιμασίας καὶ τὸν τόπον τῆς μικρῆς ἀναψυχῆς, ἦλθα εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὅπου ἀπὸ πολλοῦ σύρω τὸν σταυρόν μου, μὴ ἔχων πλέον δυνάμεις νὰ τὸν βαστάζω εἰς τὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν. Ἔφθασα εἰς Ἀθήνας…»
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κωστῆς Μπαστιᾶς δὲν φείδεται παρρησίας γιὰ νὰ περιγράψει τὴν κατάσταση τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσυναρτησίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν ἀλλοπρόσαλλη Ἀθήνα.
«Ὅ,τι ἱερὸ φυλάξαμε, γράφει, τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς ποδοπατιέται, ὅ,τι μᾶς κράτησε ὄρθιους, σὰν ἀσάλευτο ἀντιστήλι, γκρεμίζεται. Σὲ τέτοιο γιουρούσι τοῦ σατανᾶ, κάθε ὑποταγὴ εἶναι ἄρνηση τῆς πίστης καὶ παράδοση στὸ διάβολο».
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἦρθε ὁ Νικόλας Πλανᾶς νὰ ζήσει καὶ νὰ καταθέσει τὸ ὑστέρημα τῆς καρδιᾶς του. Νὰ στηρίξει τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια μέσα ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἀγάπη καὶ νὰ ἀνατρέψει πολλὲς κατεστημένες συνήθειες μέσα στὸ κέντρο τῆς ἀθηναϊκῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ κυνικοῦ ἀθεϊσμοῦ. Νὰ ξαναδώσει τὴν ἱερότητα καὶ τὸν χαμένο ἐνθουσιασμὸ στὸν κόσμο τῆς θρησκευτικῆς, χριστιανικῆς λατρείας. Καὶ παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς λοιδορίες νὰ ἐγκαινιάσει μαζὶ μὲ τὸ φίλο του Παπαδιαμάντη καὶ τοὺς ἄλλους «Συμποτικούς» συντρόφους του, ἕνα νέο πνεῦμα ἐκκλησιαστικῆς καθαρότητας στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης σὲ ἄρθρο του μοναδικό, μὲ τίτλο: «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ λεύκωμα «Ἡ Ἑλλὰς κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας τοῦ 1896», μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραψε: «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος».
Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Νικόλα Πλανᾶ ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ πρῶτα στεφανώθηκε, στὶς 14 τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1879 καὶ τὸν Ἰούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Πλάκας, ἔμεινε γιὰ λίγα χρόνια νὰ ὑπηρετεῖ μὲ ξεχωριστὸ ἦθος στὸν ἴδιο Ναό. Καὶ στὴ συνέχεια, στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884, χειροτονήθηκε σὲ Πρεσβύτερο στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὡς «Νικόλαος Πλανᾶς Ἱερεὺς ἐκ Νάξου» καὶ τοποθετήθηκε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Βουλιαγμένης. Ἕνεκα ὅμως τοῦ ὅτι σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ εἶχε μόνο τρεῖς οἰκογένειες ποιμένων ὡς ἐνορίτες, λειτουργοῦσε τακτικότερα στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, στὸ Μοναστηράκι, μὲ ψάλτες τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καὶ εἶχε τὴν ἱερὴ συνήθεια νὰ κάνει σχεδὸν καθημερινὲς λειτουργίες καὶ ἀγρυπνίες σὲ ὅλα τὰ ἐκκλησάκια τῆς Ἀθήνας καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτή.
Ἰδιαίτερα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὅπου τὸ τυπικὸ ἦταν ἁγιορείτικο, πλούσιο σὲ κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἔπαιξαν μεγάλο ρόλο στὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο τῆς Χώρας, ὅπως ἦταν: ὁ Νεκτάριος Κεφαλᾶς, ὁ Φιλόθεος Ζερβᾶκος, ὁ Φώτης Κόντογλου, πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ ἁγιορεῖτες Γέροντες. Οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ παπα-Νικόλα Πλανᾶ, τοῦ ὀλιγογράμματου καὶ ταπεινοῦ ἱερέα, ἔβρισκαν καὶ βίωναν τὴν «πρόγευση τῶν ἐσχάτων». Τὴν ἁγιότητα ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Ποὺ σημαίνει ὅτι μέσα στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ὑπῆρχε εἰκονισμὸς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ μετοχὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ νοητὴ θέωση τῶν «μυσταγωγικῶς παρισταμένων».
Γιὰ τὸν παπα-Νικόλα Πλανᾶ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ θέμα ὑλικῶν ὠφελημάτων. Ἔνιωθε πάντοτε πλούσιος καὶ μόνο ὅτι ὑπηρετοῦσε τὸ Θυσιαστήριο ὡς ἱερέας Χριστοῦ καὶ ἁγίαζε τὸν κόσμο. Ζοῦσε σ’ ἕνα ταπεινὸ δωματιάκι στὸ σπίτι τῆς νύμφης του ἀπὸ τὸ γιό του Ἰωάννη, κάπου στὸ Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φοροῦσε μόνιμα τὸ ἴδιο τριμμένο ρασάκι ἕως τὴν τελευτὴ τοῦ βίου του. Ἡ ὁποία ἔγινε, δίχως νὰ ἀρρωστήσει, τὴν Τσικνοπέμπτη τοῦ 1932, ἐνῷ εἶχε ξαπλώσει γιὰ νὰ κοιμηθεῖ.
Ἀργότερα γιὰ τὴ μοναδικότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανᾶ, διαμορφώθηκε ἡ συνείδηση στὸ λαὸ ὅτι θαυματουργοῦσε. Καὶ ὅτι αὐτὸ συνέβη ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Νικόλας Πλανᾶς δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο στὸ νοῦ του ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διακονία τῶν συνανθρώπων του μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Κατὰ τὴν κηδεία του, ποὺ ἔγινε στὸν Ἅγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, ὅπου ὁ ἀγαθὸς Πρεσβύτερος ὑπηρέτησε ἐπὶ πενήντα ἔτη, ἀκούστηκαν πολλοὶ ἐπαινετικοὶ λόγοι καὶ γράφτηκαν στὸν Τύπο κείμενα ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀφιλοκερδεία, τὴν ἁπλότητά του καὶ τὴν ἀπόλυτη καλοσύνη του. Τὸν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρὸς Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀπαίτησε νὰ γίνει ἡ περιφορὰ τοῦ σκηνώματός του σὲ ὅλη τὴν Πλάκα τῆς Ἀθήνας ὅπου ἔζησε καὶ διακόνησε.
Στὶς μέρες μας, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικολάου Πλανᾶ, εἶναι ἐπίκαιρη καὶ παραδειγματικὴ γιὰ τὸν Κλῆρο καὶ τὸ Λαό. Ἡ αὐτάρκειά του ἦταν πνευματική. Καὶ αὐτὸ τοῦ ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ αἰσθάνεται πλούσιος ἐνῷ ἦταν φτωχός. Νὰ ἔχει μόνιμα τὸν τρολὲ ἑνωμένο μὲ τὸν Οὐρανὸ καὶ δίχως κανένα φόβο νὰ ἀντιμετωπίζει ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς συγκυρίες, οἱ ὁποῖες καὶ στὰ χρόνια του ἦταν πολὺ σκληρὲς καὶ πιεστικές, ὅπως καὶ στὶς μέρες μας! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, μετὰ τὴν ἁγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
«Πλανᾶς ὁ Νικόλαος,
ὁ ταπεινὸς πρεσβύτερος
ὤφθη ἐκλεκτὸς Χριστοῦ ἐργάτης,
μικρὸς τὸ δέμας,
πεφωτισμένος τὸν νοῦν,
πίστει σοφῶν ὑπερτερῶν,
ὄρθρῳ καὶ νυχθημερῶν τῷ φωτὶ αὐγαζόμενος».
« Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς ἐπέλεξε,
τὴν δ’ ἔπαρσιν τῶν σοφῶν τούτοις κατῄσχυνεν.
Εὐφραίνου ἡ ταπεινὴ Νάξος,
γενέθλη Πλανᾶ χρηματίσασα
Νικόλαον τὸν ἁπλοῦν
ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ ἡ ἐκθρέψασα…»
Συντεθημένο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Πατρῶν Νικόδημο
Πηγή: Orthodox Fathers
Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει πού πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.
Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.
Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποια έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μάς δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «...συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).[...]
Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη, ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’ εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.
Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των Ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».
Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!
Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: «Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν». Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μάς λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή –η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι Ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε –μακριά, πολύ μακριά- τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Πώς θα μπορούσε η Μεγάλη Σαρακοστή να έχει όχι μια απλή επιφανειακή, αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας; Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τη διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τη Μεγάλη Σαρακοστή όπως μας μεταδίδεται κυρίως μέσα από τη λατρεία αυτής της περιόδου;
Τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν αυτοί οι ύμνοι και οι Ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά. Ζούσε τότε κανείς σε μια σχετικά μικρή και βασικά αγροτική κοινωνία, μέσα σ' ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής του. Τώρα όμως ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικές στα θρησκευτικά «πιστεύω» τους με εκκοσμικευμένες απόψεις για τον κόσμο, και μέσα σ' αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα. Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή», όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Η ερώτησή μας λοιπόν είναι πολύ ουσιαστική: πώς μπορούμε εμείς -πέρα από το να κάνουμε μια ή δυο «συμβατικές» αλλαγές στην καθημερινή ζωή μας - να τηρήσουμε τή Σαρακοστή;
Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις Ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, όπως έχουμε πει, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής.
Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή, δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («... και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.
Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό.
Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή "τηρείται" ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική καί πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας;
Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα - θα έλεγα και μοναδικά - από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια.
Αυτή η μείωση, θα πρέπει να προσθέσουμε, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιόμορφη στην Ορθοδοξία. Οι χριστιανοί της Δύσης, Καθολικοί ή Προτεστάντες, όταν αντιμετωπίζουν αυτό που εκείνοι θεωρούν «αδύνατον» αλλάζουν την ίδια τη θρησκεία, την «προσαρμόζουν» στις νέες συνθήκες έτσι ώστε να την κάνουν «εφαρμόσιμη». Πρόσφατα, λόγου χάρη, είδαμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρώτα να ελαττώνει τη νηστεία στο κατώτατο όριο και ύστερα να την ξεφορτώνεται τελείως.
Με σωστή και δικαιολογημένη αγανάκτηση, καταγγέλλουμε μια τέτοια «προσαρμογή» σαν προδοσία της χριστιανικής παράδοσης και σαν περιορισμό στο ελάχιστο της χριστιανικής πίστης. Και πραγματικά, η αλήθεια και η δόξα της Ορθοδοξίας είναι ότι δεν «προσαρμόζεται» και δεν συμβιβάζεται με τις χαμηλότερες επιδιώξεις και δεν κάνει το Χριστιανισμό «εύκολο». Αυτό είναι η δόξα για την Ορθοδοξία αλλά φυσικά, όχι για μας, τους ορθόδοξους.
Δεν είναι σήμερα, ούτε και χθες, αλλά πολύ παλιότερα που βρήκαμε ένα τρόπο να συμφιλιώνουμε τις απόλυτες απαιτήσεις της Εκκλησίας με την ανθρώπινη αδυναμία μας• και αυτό δεν γίνεται μόνο με «απώλεια του προσώπου» αλλά και με πρόσθετες αφορμές για αυτοδικαίωση και ήσυχη συνείδηση. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων συμβατικά, και ο συμβολικός τυπικισμός που διαποτίζει σήμερα όλη τη θρησκευτική μας ζωή. Έτσι, λόγου χάρη, δε θα σκεπτόμασταν ποτέ να αναθεωρήσουμε τη Λειτουργία μας και τους μοναστικούς κανονισμούς της -Θεός φυλάξοι!- θα συνεχίζαμε όμως να ονομάζουμε την Ακολουθία της μιας ώρας «ολονύκτια αγρυπνία» και υπερήφανα θα εξηγούσαμε ότι αυτή είναι η ίδια Ακολουθία που έκαναν οι μοναχοί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα τον 9ο αιώνα!
Σε σχέση με τη Μεγ. Σαρακοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις -«τι είναι νηστεία; ή «τι είναι Σαρακοστή»;- εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεί ακόμα η ενορία και να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα οργανώνοντας ένα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα».
Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά σαν ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μας δένει όχι τόσο πολύ με τον Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ' αυτά τα λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση.
Θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο στα διάφορα έθιμα. Όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή. Αυτό που συνέβηκε πάντως ήταν το ότι καθώς άλλαξε η ζωή και έπαψε λίγο λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ' ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ' ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο.
Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον, παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια. Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστίσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας καιρός είναι ν' αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας.
Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Kαι ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία• σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει τη καθημερινή ζωή.
Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας• είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας• δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές», ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή.
Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά.
Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας - έστω και για λίγο - τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή:
Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου
από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε ἐπί τῇ εἰσόδῳ εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν καί τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τίς κάτωθι Ποιμαντορικές Ἐγκυκλίους πρός τόν εὐαγῆ Κλῆρον καί τόν φιλόχριστον Λαόν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2017
* * * * *
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εἰσερχόμενοι στὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φέρνουμε στὸ νοῦ μας τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: «῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Μτθ. 6,16).
Τούτη ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου, ἔρχεται νὰ τοποθετηθεῖ ἔναντι ἑνὸς ἐρωτήματος, ποὺ ὁ καθένας μᾶς θέτει κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτές. Καὶ τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ «πῶς πρέπει νὰ νηστεύσω κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς;».
Ἡ Ἐκκλησία μας μέσα ἀπό τὶς τυπικές της διατάξεις, ὁρίζει ἕνα τρόπο νηστείας. Κατὰ τὶς ἔξι ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθὼς καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, καλούμαστε νὰ απέχουμε ἀπὸ τὸ κρέας, από τὰ αὐγά, ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται ἀπὸ αὐτὸ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια. Ἀπὸ τὴν Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς κάθε ἑβδομάδος ἡ τράπεζά μας πρέπει νὰ στερεῖται ἀκόμα καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τὰ δύο αὐτὰ εἴδη ἐπιστρέφουν πρὸς ἐνίσχυση καὶ παρηγορία.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὅμως νηστεία δὲν περιορίζεται στὸν καθορισμὸ τῶν τροφῶν, ὅπως συμβαίνει στὸ πλαίσιο ἑνὸς διαιτολογίου, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ νηστεύουμε καὶ κατ’ ἐπέκταση, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ ζήσουμε.
Ἀναζητώντας λοιπὸν τὸν τρόπο, ἐρχόμαστε νὰ προσεγγίσουμε μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ, πὼς σὲ ὅλες τὶς κατὰ Θεὸν προσπάθειές μας, οἱ δαίμονες, μᾶς σκάπτουν ὕπουλα τρεῖς λάκκους. Πρῶτα ἀγωνίζονται νὰ μᾶς ἐμποδίσουν νὰ πράξουμε τὸ καλό. Ἄν ἀποτύχουν σ᾿ αὐτό, τότε ἀγωνίζονται νὰ νοθεύσουν τὸ ἀγαθό, ὥστε νὰ μὴ γίνη κατὰ τρόπο θεάρεστο. Τέλος ἂν δὲν ἐπιτύχουν οὔτε τὴν νόθευση, προσπαθοῦν νὰ ρίξουν τὴν ψυχὴ στὴν ὑπερηφάνεια, μὲ ἀφορμὴ τὴ δῆθεν ἀρετή της (ἀπὸ τὸν 26ο Λόγο τῆς Κλίμακος: «Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν»).
Τὶς τρεῖς αὐτὲς παγίδες ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ προσέξουμε στὸν ἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν Σαρακόστη. Ἂς ὑπερπηδήσουμε τὸν πρῶτο λάκκο, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσει στὸν λογισμὸ ὅτι «ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω». Οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ ὑγεία, ἡ ἀδυναμία, ἡ καθημερινότητα ἔρχονται νὰ συμμαχήσουν σὲ τούτη τὴν παγίδευση. Ὅμως τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ οὐσιαστικὰ ὡς ἐμπόδιο στὴν ἐπιθυμία τοῦ πιστοῦ νὰ νηστεύσει. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ κανεὶς τὸ ἄλαδο, καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ στερηθεῖ κάποια τροφή, καὶ ἂν χρειάζεται ἀσβέστιο, καὶ ἂν τοῦ λείπει ὁ σίδηρος, καὶ ἂν ὁ χαρακτήρας τοῦ εἶναι ἀδύναμος, ξέρει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσκεῖ οἰκονομία. Ἂς καταφύγουμε στοὺς πνευματικούς μας, καὶ ἐκεῖνοι δὲν θὰ μᾶς στερήσουν οὔτε τὰ ἀπαραίτητα, οὔτε τὴν χαρὰ τῆς νηστείας. Ὑπάρχουν τρόποι κανεὶς καὶ νὰ νηστεύει καὶ νὰ οἰκονομεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἀποφύγουμε τὸν πρῶτο δαιμονικὸ πειρασμὸ τῆς ἄρνησης τῆς νηστείας, καὶ δὲν θὰ δώσουμε τὴν ἱκανοποίηση στὸν πονηρό, πὼς μᾶς παγίδευσε στὰ εὔκολα.
Ὁ δεύτερος λάκκος ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ὑπερβεῖ κανείς, κι αὐτὸ γιατί εἶναι διττὸς ὁ πειρασμὸς ποὺ κρύβει.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης περιγράφει τὴν νέα αὐτὴ ἐνέδρα τοῦ πονηροῦ ὡς «νόθευση τοῦ ἀγαθοῦ». Τούτη ἡ νόθευση μπορεῖ νὰ εἶναι γέννημα εἴτε τῆς αὐθαιρεσίας εἴτε τῆς ὑποκρισίας.
Ὁ τρόπος τῆς αὐθαιρεσίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὸ ἴδιον θέλημα. Νηστεύω ὅπως μου ἀρέσει, ὅποτέ μου ἀρέσει, χωρὶς καμία ἀναφορὰ καὶ χωρὶς καμία εὐλογία. Ἔτσι ὁ ὅποιος κόπος, ἡ ὅποια προσπάθεια καταβάλουμε μὲ τὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτὴ «νηστεία» γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ πάθη μας. Οἱ ἀρετὲς πνίγονται μέσα στὰ ζιζάνια τῶν παθῶν μας ποὺ θεριεύουν καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται καὶ θυμώνει, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ γιατί.
Ὁ τρόπος τῆς ὑποκρισίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὴν ἰδεατή μας εἰκόνα. Νηστεύω γιὰ νὰ ἀποκαλύψω στοὺς ἄλλους τὴ σπουδαιότητά μου, τὴν δύναμή μου, τὸν πνευματικό μου πλοῦτο. Ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα μου δὲν εἶναι ὁ ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ θλίψη γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἡ μετάνοια, ἀλλὰ ἡ βεβαιότητα «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Τούτη ἡ στάση μὲ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πνευματικὸ αὐτισμό. Δὲν εἶμαι σὲ θέση οὔτε νὰ ἐπικοινωνήσω, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἀγαπήσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κοινωνήσω ἀληθινὰ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ οὐσία ἔχω ὀλισθήσει χωρὶς νὰ τὸ κατανοῶ σὲ μία ἰδιότυπη εἰδωλολατρία, ὅπου στὴ θέση τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἔχω ἐγκαταστήσει τὸ εἴδωλο τοῦ ἰδεατοῦ ἑαυτοῦ μου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς συμβουλεύει ὅσους θέλουμε νὰ ξεπεράσουμε καὶ αὐτὸν τὸν λάκκο, νὰ καταφύγουμε στὴν ὑποταγὴ καὶ στὴν ἐξουδένωση. Μὲ τὴν ὑποταγὴ θὰ νικήσουμε τὸν πειρασμὸ τῆς αὐθαιρεσίας, μὲ τὴν ἐξουδένωση θὰ στερήσουμε τὸν ἐγωισμό μας ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ τὸν ἑδραιώνουν. Ἂς ἀσκηθοῦμε στὴν τούτη τὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, πρῶτα στὴν Ἐκκλησία, στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, καὶ ἔπειτα ὁ ἕνας χριστιανὸς στὸν ἄλλον, οἱ σύζυγοι μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ πρὸς τοὺς γονεῖς, καὶ οἱ γονεῖς πρὸς τὶς ἀλήθειες τῶν παιδιῶν τους καὶ τότε θὰ ἐπιτύχουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν δεύτερο λάκκο ποὺ χαίνει μπροστά μας. Ἡ νηστεία καὶ ὁ ἀγώνας μας ἐν γένει δὲν θὰ νοθευτοῦν ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας, ὑπηρετώντας ἀλλότριες ἐπιδιώξεις.
Ἂν κανεὶς καταφέρει νὰ ξεπεράσει τοὺς δύο πρώτους λάκκους, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸν προειδοποιεῖ πὼς τὸν περιμένει καὶ ἕνα τρίτο ὄρυγμα, προπαρασκευασμένο ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ μᾶς ρήξει ἐντός του. Τούτη ἡ φοβερὴ παγίδα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος καταφέρει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀκολουθήσει τὴν νηστεία ὅπως τοῦ ὅρισε ὁ πνευματικός του, χωρὶς νὰ τὴν νοθεύσει, ἐνεργώντας τὴν μὲ ἀγωνιστικὴ διάθεση καὶ πνεῦμα ὑπακοῆς, ὑπάρχει ἀκόμα καὶ τότε ὁ φόβος νὰ ξεγελαστεῖ ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν κατορθωμάτων του. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ἔπαρσης ποῦ γεννοῦν ἡ προσπάθεια, ἡ ἀνταπόκριση, ἡ ἐπιτυχία.
Τοῦτος ὁ λάκκος εἶναι πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί δὲν εἶναι ἀπότομος, ἀλλὰ κατέρχεσαι σὲ αὐτὸν σταδιακά, ὅπως κατεβαίνει κανεὶς σὲ μία κατηφόρα. Μὰ κι ὅταν βρεθεῖς ἐντός του, δὲν σκιάζεσαι ὅπως σὲ μία ἄβυσσο, γιατί μοιάζει μὲ πλατειὰ ὁδὸ καὶ μὲ γνώριμα μέρη. Εἶναι σκοτεινὸς μὲν καὶ χωρὶς οὐρανὸ ὁ τόπος αὐτός, ὅμως ἐσὺ ξεγελιέσαι, ἀφοῦ πιστεύεις ὄτι ὡς προχωρημένος πλέον στὰ πνευματικά, ὀφείλεις νὰ περάσεις καὶ ἀπὸ τέτοια δύσκολα μονοπάτια. Καὶ ἔτσι νηστεύεις καὶ προσεύχεσαι, ὑπακούεις καὶ ὑπομένεις, ἀσκεῖς φιλανθρωπία καὶ ἀγαθοργεῖς, ὅμως ὅλα αὐτὰ σὲ πᾶνε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά, σὲ ἀκόμα μεγαλύτερο σκότος, σὲ τόπο ποὺ συναντιέσαι μὲ τὸν ἑωσφορικὸ ἐγωισμό, ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὴν μεγαλύτερη πτώση.
Γιὰ νὰ διασωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τούτη τὴν πλάνη, πρέπει νὰ καλλιεργήσει τὴν αὐτομεμψία, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἐκεῖνο τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ χριστιανὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτὸ τοῦ εἰς βάθος καὶ μὲ αὐστηρότητα. Τούτη ἡ αὐστηρότητα δὲν ἔρχεται νὰ ζορίσει τὸν ἄνθρωπο, προκαλώντας τοῦ αἰσθήματα ἐνοχῆς ἢ κατωτερότητας. Ἀντιθέτως κατεργάζεται τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ πιστοῦ. Ἡ αὐτομεμψία μοιάζει μὲ ἐκεῖνον τὸ χειρουγρὸ ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ σώσει τὸν ἀσθενῆ του, ἀφαιρεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καρκίνωμα καὶ λίγο ὑγιῆ ἱστὸ ἀπὸ τὴν γύρω περιοχή, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος πὼς τὸν καθάρισε πλήρως. Ἔτσι καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ αὐτομέμφεται, προτιμᾶ νὰ ἀδικήσει λίγο τὸ ἴδιο του τὸν ἑαυτό, παρὰ νὰ ἀφήσει τὸν καρκίνο τῶν παθῶν ἐντός της ψυχῆς του.
Ὁ διαρκὴς αὐστηρὸς ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁδηγεῖ στὴν ἁγία ταπείνωση, ἡ ὁποία καταξιώνει τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πὼς ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν εἶναι δώρημα θεϊκό, τὸ ὁποῖο ἔχει χορηγηθεῖ γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὴ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας. Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ οἱ ἀρετὲς δὲν κατανοοῦνται σὰν ἀτομικὰ κατορθώματα, ποὺ αὐτοδικαιώνουν καὶ καταξιώνουν τὸν πιστό, ἀλλὰ ὡς θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἔχουν κατοικήσει στὴ ψυχή μας καὶ μᾶς κινοῦν καὶ μᾶς φωτίζουν. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἔπαρση τοῦ Ἐγώ, ἀλλὰ μόνο εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἐπιβλέπει ἐπὶ τοὺς ταπεινούς του δούλους.
Ἂς πορευτοῦμε ἀγαπητά μου παιδιὰ σὲ τούτη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὄχι σκυθρωποί, μὰ μὲ χαρὰ μεγάλη. Τὴ χαρὰ τῆς νηστείας, τὴν χαρὰ τῆς ἀσκήσεως, τὴ χαρὰ τῆς ὑπέρβασης τῶν παθῶν, τὴ χαρὰ τῆς καρποφορίας τῶν ἀρετῶν, τὴ χαρὰ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου.
Εὐχόμαστε διὰ τὸν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ συνοδοιπορήσει μαζί μας σὲ τούτη τὴν πνευματικὴ πορεία, ἐνισχύοντας καὶ ἁγιάζοντας ὅλους.
Εὔχομαι εὔδρομον τό Στάδιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ τὴν διαβάζουμε τὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου κρύβει πλούσια μηνύματα καὶ νοήματα. Ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀπαιτητικὴ κίνηση τοῦ μικροῦ υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα, ὁ ὁποῖος ζητάει τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας», κομμάτι δηλαδὴ τῆς περιουσίας τὸ ὁποῖο δικαιοῦται, καὶ ὁ πατέρας ἀμέσως τοῦ τὸ ἐκχωρεῖ. Ἀκολουθεῖ μιὰ ἱστορία ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν πατέρα, πανηγυριοῦ καὶ χαρᾶς, ἡ ὁποία ὅμως στιγματίζεται ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ ἀντίδραση τοῦ μεγάλου υἱοῦ, τοῦ «καλοῦ παιδιοῦ». Θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολὴ νὰ δανειστεῖ κάτι γιὰ νὰ κατανοήσει τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα, κάτι ἴσως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς μετανοίας τοῦ υἱοῦ, κάτι γιὰ νὰ διακρίνει αὐτὴ τὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, κάτι γιὰ νὰ καταλάβει πῶς μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς καὶ σωστὸς ἀλλα παράλληλα ὅμως νὰ βρίσκεται στὸ κατάντημα τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ.
Ἂς μείνουμε στὸ πρῶτο, στὴ σχέση αὐτοῦ τοῦ πατέρα μὲ τὸ παιδί του, καὶ ἂς δοῦμε κάποια βασικὰ χαρακτηριστικὰ τόσο ἀναγκαῖα νὰ τὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς, ἰδίως οἱ γονεῖς.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ τόσο ἐντυπωσιακὰ φαίνεται εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία τοῦ πατέρα. Τοῦ ζητάει τὸ παιδί του τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἐπιβάλλον σημαίνει ὅτι ἦταν...
ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ τὸ δώσει. Δὲν ἦταν ἐπιβάλλον. Ἂν ἤθελε τοῦ τὸ ἔδινε. Καὶ ὁ πατέρας χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε -κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ τὸ ἔκανε ἴσως- «διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ἀμέσως διήρεσε τὴν περιουσία καὶ τοῦ τὴν ἐξεχώρησε γνωρίζοντας τὶς ἐπιπτώσεις. Μιὰ κίνηση παράξενη. Δὲν τὸν βομβάρδισε μὲ συμβουλές, οὔτε πάλι τὸν πολιόρκησε μὲ περιορισμούς, ἀλλὰ τοῦ δημιούργησε ἕνα κλῖμα τέτοιο ποὺ δὲν ἀπηγόρευε τὴν πτώση στὴν ἐκτροπὴ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀντιθέτως δημιουργοῦσε θαυμάσια καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ὑποδοχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σημεῖο.
Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ὑπακοή• ἡ ὑποταγὴ τοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί. Δὲν ἀπαίτησε ἀπὸ τὸ παιδί του νὰ ὑποταχθεῖ σ´ αὐτὸν, παρὰ μὲ τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴν ὑπετάγη ἐκεῖνος στὸ παιδί.
Κι ἂς προχωρήσουμε στὸ τρίτο χαρακτηριστικό. Ὁ πατέρας ἀπὸ μακρυὰ κοίταζε, παρατηροῦσε μήπως ἐπιστρέψει ὁ υἱός του• πότε θὰ γυρίσει. Ἄρα εἶχε προσδοκία, εἶχε ἐλπίδα. Πόσες φορὲς ἐμεῖς ἔχουμε χάσει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, αὐτὴ τὴν προσδοκία. Καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸ παιδί του τὴν ὥρα ποὺ ἐπέστρεφε καὶ «δραμών», ἔτρεξε ὁ ἴδιος νὰ τὸ συναντήσει. Δὲν σκέφτηκε: «Τὸ παλιόπαιδο, ἂς ἔλθει ἐδῶ πέρα νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ θὰ τὰ ποῦμε». Αὐτὴ εἶναι μιὰ συνήθης ρήση. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ὁ πατέρας κάνει μιὰ νέα κίνηση. Ζώντας τόσο καιρὸ μυστικὰ τὸ δράμα καὶ τὸν πόνο του, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του καὶ τρέχει αὐτὸς στὸ παιδί του μ᾿ ἕναν ἐκστατικὸ τρόπο. Αὐτὸ σημαίνει ἐκστατικός, τὸ νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του. Τὸ τέταρτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκστατικότητα.
Καὶ «ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔπεσε στὸ λαιμό του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ἔπνιξε στὰ φιλιά, ὅπως θὰ λέγαμε στὴ σημερινὴ διάλεκτο, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ πατέρας αὐτὸς διατήρησε μέσα στὴν καρδιά του, πέρα ἀπὸ τὴ δοκιμασία τὴν ὁποία πέρασε, αἰσθήματα στοργικότητας καὶ τρυφερότητας, δηλαδὴ συγχωρητικότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέταρτο στοιχεῖο.
Ἂν προσέξει κανεὶς βλέπει ὅτι ἐνῶ γίνεται αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή, ὁ πατέρας δὲν τοῦ λέει τίποτα, κάποιες συμβουλὲς νὰ τοῦ δώσει, κάποιες παρατηρήσεις καὶ ὑποδείξεις νὰ τοῦ κάνει. Ὅλοι εἴμαστε σίγουροι ἀπὸ τὸ σκηνικὸ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ὅτι μὲ πολλὴ εὐκολία θὰ τὶς δεχόταν αὐτὸ τὸ παιδί. Καὶ δὲν τοῦ τὶς κάνει. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα, τὸν δέχτηκε στην ἀγκαλιά του. Τότε ὁ πατέρας ζήτησε νὰ τοῦ ἀλλάξουν τὰ ροῦχα καὶ ἀπὸ τὰ κουρέλια ποὺ φοροῦσε νὰ τοῦ δώσουν καινούργιο ἔνδυμα, νὰ τοῦ βάλουν δαχτυλίδι, νὰ τοῦ δώσουν παπούτσια ποὺ ἦταν ξυπόλυτος καὶ νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο θρεφτάρι ποὺ εἶχαν γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει δεῖπνο πανηγύρεως. Σὰν νὰ εἶχε φύγει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ σὰν νὰ εἶχε πολλαπλασιάσει τὴν περιουσία καὶ νὰ τοῦ ὄφειλε ὁ πατέρας ἕνα βραβεῖο καὶ ἕναν ἔπαινο. Ἠταν ὑπερβατικὸς ὁ πατέρας, πληθωρικός στὰ αἰσθήματα. Πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ὄφειλε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρόσφερε στὸ παιδί του.
Ἐπιπλέον εἶχε ἀντοχὴ καὶ δύναμη νὰ ὑπομένει τὰ ἀναπάντεχα χτυπήματα. Τὸ πρῶτο χτύπημα ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ παιδιοῦ του νὰ πάρει τὴν περιουσία ποὺ βέβαια δὲν τοῦ ἀνῆκε καὶ σίγουρα νὰ τὴν κατασπαταλήσει. Τὸ δεύτερο, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ πῶς τελικὰ ζοῦσε. Μόλις τόλμησε νὰ νοιώσει λίγα σπέρματα χαρᾶς καὶ παρηγοριᾶς ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ του, ὁ μεγάλος γυιός του, τὸ «καλό» του παιδί, τοῦ φέρθηκε τόσο σκληρὰ καὶ τόσο ἀπάνθρωπα. Ἀντοχὴ καὶ δύναμη λοιπόν τὸ πέμπτο χαρακτηριστικό.
Ὁ πατέρας αὐτὸς γνώριζε πολὺ καλὰ πότε νὰ μιλάει καὶ πότε νὰ σιωπᾶ. Στὸ μικρό του τὸ παιδί, τὸ ἄσωτο, ποὺ ἀποστάτησε, οὔτε μιὰ κουβέντα δὲν λέει. Στὸ «καλό» του τὸ παιδί, ποὺ τελικὰ ἀποδείχτηκε σκληρόψυχο καὶ σκληρόκαρδο, φέρεται μὲ ἕναν τρόπο παρακλητικό. Ἦταν παρακλητικὸς ὁ πατέρας. Πήγαινε καὶ παρακαλοῦσε τὸν μεγάλο του γυιὸ νὰ ἔλθει κι αὐτὸς νὰ συμμετάσχει στὴν εὐφροσύνη καὶ στὴν πανήγυρη.
Τί φοβερὸς ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Εἶχε μοναδικὰ χαρίσματα: ἐλευθερία, ὑπακοή, ἀντοχή καὶ δύναμη, συγχωρητικότητα, ἐκστατικότητα καὶ ὑπερβατικότητα, παρακλητικότητα, καὶ πληθωρισμὸ αἰσθημάτων. Ἕνας πατέρας τόσο ἀνώτερος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔβγαζε δύο καρπούς, οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ νὰ τοῦ πρόσφεραν ἱκανοποίηση καὶ ἀνάπαυση; Ἔχει δυὸ γυιοὺς ποὺ ὁ ἕνας μέσα ἀπὸ τὴν καλωσύνη του τὸν τυραννάει. Κι ὁ ἄλλος μέσα ἀπὸ τὴν πιστότητα καὶ τὴ συνέπειά του, μένοντας στὸ σπίτι, ἀποδεικνύεται σκληρὸς καὶ βασανιστικός, σφιχτὸς καὶ δύσκολος.
Τὸ ἕνα τὸ παιδί του, τὸ «κακό» κάνει τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζεῖ μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι εἶναι παιδί του. Τὴ λέξη «πατέρας» τὴν ἀναφέρει 3-4 φορὲς σ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολή. Ὁ γυιὸς ποὺ μένει στὸ σπίτι, τὸ «καλὸ» παιδί, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ πατέρα, ἀλλά, ὅπως πολὺ ὡραία ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αἰσθάνεται μέσα στὴν ἀγκαλιά τῆς οἰκογένειας του σὰν ἕνας δοῦλος. Ὁ πρῶτος γυιὸς μόλις δεῖ τὴν πτώση του, καὶ τὸ κατάντημά του συναισθάνεται καὶ τὴν ἐνοχή του καὶ πολὺ ἁπλᾶ τὴν ὁμολογεῖ. Ὁ δεύτερος ἀρκεῖται μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ καὶ κακῶς ἐννοούμενη συμμόρφωσή του καὶ τὸ μόνο ποὺ ξέρει νὰ κάνει εἶναι νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὶς εὐθύνες στὸν πατέρα.
Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο τὸν ἀδελφό του δὲν τὸν ὀνομάζει ἀδελφό, ἀλλὰ τὸν ὀνομάζει «παιδί σου» ὅταν ἀπευθύνεται στὸν πατέρα. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε μ´ ἕναν τρόπο ἐλεγκτικὸ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ καρπὸς ὁ δικός σου». Ἕνας ἄνθρωπος διαρκοῦς ἀρνητικότητας: «Ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι νὰ σφάξω γιὰ νὰ γλεντήσω κι ἐγώ μὲ τοὺς φίλους μου, ὁ ὁποῖος δούλεψα πραγματικὰ στὸ σπίτι σου σὰν ἕνας πιστὸς δοῦλος». «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ».
Ὑπάρχουν πολλὲς γλῶσσες, διάλεκτοι καὶ τρόποι ἐπικοινωνίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ πλατύνεται, τότε αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἄνεση ἐκφράζεται στὴν περίπτωση τοῦ πατέρα ὡς ἐλευθερία καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ὡς αἴσθηση καὶ βίωμα υἱοθεσίας. Ἀντιθέτως, στὸν πρεσβύτερο καὶ «καλὸ» υἱὸ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ στενότητα τῆς καρδιᾶς καί, ἐνῶ ζεῖ μέσα στὸ πατρικὸ σπίτι, νοιώθει ὡς δοῦλος.
Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ πατέρα μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ δὲν ἔχει λόγια, δὲν χρειάζεται λόγια. Ὑπάρχει ἡ ἀγκαλιά, τὸ φίλημα• αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ἡ διάλεκτος ἐπικοινωνίας. Καὶ ὁ καρπὸς εἶναι ἡ εὐφροσύνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ πανήγυρις. Ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ ὑπάρχει ὁ διάλογος, χρειάζεται τὸ δίκαιο, εἶναι ἀνάγκη νὰ παρουσιαστοῦν τὰ ἐπιχειρήματα. Καὶ ἀντὶ εὐφροσύνης καὶ πανηγύρεως, ἔρχεται ἡ ἀπομάκρυνση, ἡ ἀπομόνωση καὶ ἡ ὀργή γιὰ τὴν ὁποία μᾶς μιλάει τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Προχωροῦμε στὸ Τριώδιο. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ Ἐκκλησία μας βάζει αὐτὴν τὴν παραβολὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὸ πρόγραμμα μας. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει καὶ ἔτσι μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν δικοί Του ἄνθρωποι θὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ πορευθοῦμε πρὸς τὸ Πάσχα, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χαρᾶς καὶ τῆς πανηγύρεως τῆς αἰωνίου Ἀναστάσεως καὶ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός της. Ἀμήν.
Τριώδιο 2017
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ήταν δυό αδέλφια τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν
Πηγή: http://asiminakisangelos.blogspot.gr/2011/02/blog-post_20.html
Ὁ ἀναμορφωτὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Μουσικῆς, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 7ου μ.Χ. αἰῶνα, πιθανώτατα τὸ 676 μ.Χ., ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, στὴ Δαμασκὸ καὶ γι’ αὐτὸ Δαμασκηνὸς ἐπικαλεῖται. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Σέργιος, ἦταν πλούσιος χριστιανὸς καὶ λόγῳ τῆς ἐναρέτου ζωῆς του ἦταν πρωτοσύμβουλος τοῦ Ἀμηρᾶ, Ἀγαρηνοῦ ἄρχοντος τῆς Δαμασκοῦ. Γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας συμπάθειά του ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ἕνα παιδὶ, τὸ ὁποῖο ὀνόμασε Ἰωάννη καὶ τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ γίνη παγκόσμιος φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ὁποία στόλισε μὲ τόσα παναρμόνια τροπάρια.
Ἰδιαίτερη φροντίδα ἔδειχνε ὁ Σέργιος πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς ὁποίους ἀπελευθέρωνε μὲ δικά του χρήματα, καὶ πρὸς τὰ ὀρφανά. Ἔτσι ὁ Σέργιος πῆρε μὲ υἱοθεσία ἕνα ὀρφανὸ παιδὶ τῆς ἡλικίας τοῦ Ἰωάννη, ὀνομαζόμενο «Κοσμᾶ», τὸ ὁποῖο μεγάλωνε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη στὸ σπίτι του. Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων χριστιανῶν ποὺ ἔφεραν τότε οἱ Ἀγαρηνοὶ στὴ Δαμασκὸ, ἔφεραν καὶ κάποιον μοναχὸ ὀνομαζόμενο Κοσμᾶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία, τὸν ὁποῖο πλησίασε ὁ Σέργιος, καὶ ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἦταν λόγιος, τὸν ἀπελευθέρωσε, ὅπως συνήθιζε, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ διδάξη στὰ δύο παιδιὰ «τὴν Φιλοσοφίαν, Ρητορικήν, Ἀριθμητικήν, Γεωμετρίαν καὶ μάλιστα τὴν ὠφέλιμον καὶ ψυχοσωτήριον χαρμόσυνον μουσικήν». Ἀπὸ τὸν μοναχὸ Κοσμᾶ, λοιπόν, ἔμαθε μουσικὴ ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς καὶ ὁ θετὸς ἀδελφὸς του Κοσμᾶς, μετέπειτα ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, δύο μεγάλοι ποιητὲς καὶ μελοποιοὶ ποὺ κόσμησαν τὶς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καρπὸς ἐνάρετης ζωῆς καὶ μεγάλης παιδείας ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς διακρίθηκε καὶ ὑπερέβη κατὰ πολὺ τὸν δάσκαλό του στὴ μουσική, τὴν ποίηση, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τὶς ὁποῖες διδάχθηκε. Ἦταν σὲ ὅλους γνωστὴ ἡ ἱκανότητά του νὰ συνθέτη καὶ νὰ μελοποιῆ ὕμνους. Βαρυνθείς τὰ ἐγκόσμια καὶ τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ μαζὶ μὲ τὸν θετό του ἀδελφό Κοσμᾶ πῆγαν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου καὶ ἐμόνασαν. Ὁ γέροντας, στὸν ὁποῖο τὸν ὅρισε νὰ ὑποταχθῆ ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν δεχόταν, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ προστάζη «τοιοῦτον ἄνθρωπον», ἀλλὰ, γιὰ νὰ ὑπακούση στὸν Ἡγούμενό του, δέχθηκε. Πῆρε στὸ κελλί του τὸν ἀρχάριο Ἰωάννη καὶ τὸν νουθέτησε λέγοντας «πρόσεχε νὰ μὴν κάνης τίποτε, οὔτε νὰ ψάλλης κανένα τροπάριο χωρὶς τὸ θέλημά μου, γιατὶ ἔτσι ἐπιτάσσει ὁ βασικὸς κανόνας τῆς μοναχικῆς ζωῆς».
Κάποτε πέθανε ἕνας γείτονας τοῦ Ἰωάννη καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ νεκροῦ, μὴν μπορώντας νὰ ἀνθέξη τὸ γεγονός, παρακάλεσε τὸν Ἰωάννη νὰ συνθέση ὕμνον πρὸς παρηγοριά. Ὁ Ἰωάννης συνέθεσε καὶ μελοποίησε τὸν ἐξαίσιο ὕμνον «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα…», ποὺ μέχρι σήμερα ψάλλεται στὴν ἐκκλησία. Τυχαῖα τὸν ἄκουσε ὁ γέροντας νὰ τὸ ψάλλη καὶ ἐπειδὴ τὸ εἶχε κάνει χωρὶς τὴν εὐλογία του, τὸν ἔδιωξε, διότι παραβίασε τὸν βασικὸ κανόνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ὑπακοή. Μάταια παρακάλεσε ὁ Ἰωάννης ζητώντας νὰ μεσιτεύσουν πρὸς τὸν γέροντα ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις ὑποχώρησε ὁ γέροντας νὰ τὸν δεχθῆ καὶ πάλι, μὲ τὸν ὅρο νὰ καθαρίση ὅλες τὶς ἀκαθαρσίες τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα μὲ τὰ χέρια του. Ὁ Ἰωάννης μὲ χαρὰ τὸ ἔκανε προκειμένου νὰ τὸν δεχθῆ ὁ γέροντάς του.
Τὴ νύχτα φανερώθηκε στὸν γέροντα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ τοῦ λέγει: «Διατὶ ἔφραξες τοιαύτην βρύσιν θαυμάσιαν; Ἄφες τὴν πηγὴν νὰ ποτίση τὴν οἰκουμένην. Αὐτὸς ἔχει νὰ ὑπερβῆ τὴν προφητικὴν κιθάραν καὶ τὸ ψαλτήριον τοῦ Δαβίδ…». Τὸ πρωὶ ξύπνησε ὁ γέροντας καὶ ἀποκάλυψε στὸν Ἰωάννη τὴν ὀπτασία καί, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε μετάνοια, τοῦ εἶπε: «Ὦ τέκνον τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ, ἄνοιξον τὸ στόμα σου καὶ λάλησον λόγους τοὺς ὁποίους ἔγραψεν εἰς τὴν καρδίαν σου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα… Καὶ συγχώρησόν μοι δι’ ὅσα σοῦ ἔπταισα, διότι ἀπὸ τὴν ἀγνωσίαν μου σὲ ἠμπόδισα» . Τότε ἄρχισε ὁ Ἰωάννης νὰ συνθέτη καὶ νὰ ψάλλη τὰ μελίρρυτα ἐκεῖνα ἄσματα καὶ θεῖα μελωδήματα, μὲ τὰ ὁποῖα τόσο φαιδρύνεται κάθε μέρα ἡ ἐκκλησία καὶ ἀκούεται ὁ καθαρὸς ἦχος τῶν ἑορταζόντων ποὺ ψάλλουν: «Δόξα σοι, Κύριε» .
Προικισμένος μὲ τὸ ἐξαίρετο μουσικὸ αἰσθητήριο, γνώριζε ὄχι μόνο ὅτι «ἡ μεταβολὴ τῶν μουσικῶν τρόπων (ἤχων) ἐπιφέρει μετακίνησιν καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν σπουδαιοτάτων νόμων», (Πλατ.Πολιτεία 424 C), ἀλλὰ καὶ ὅτι «ἡ μουσικὴ ὡς ρυθμομελωδιὸ φαινόμενο ἀσκεῖ ὑψίστην ἐπίδρασιν εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν συναισθηματικῶν προδιαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου» (Μ.Βασίλειος). Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα μέλη τῶν ἤχων καθιέρωσε γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέλη σεμνὰ καὶ ἁρμόζοντα στὴ θεία λατρεία καὶ προσέδωσε ἔτσι στὴ θεία μελωδία τὸ ἄσπιλο κάλλος της. Εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένο ὅτι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ἀρχίζει ἡ δεύτερη σημαντικὴ ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, μὲ κύρια γνωρίσματα τὴν ἀνάπτυξη τοῦ παπαδικοῦ μέλους καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς πρώτης μουσικῆς σημειογραφίας. Μέχρι τῶν ἡμερῶν του ἡ διδασκαλία τῆς μουσικῆς γινόταν μόνο μὲ τὴ φωνητικὴ παράδοση «τὴ μεγάλη αὐτὴ διδάσκαλο», γιατὶ δὲν ὑπῆρχε θεωρητικὴ ἐργασία. Τὸ κενὸ αὐτὸ κάλυψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ὁ κράτιστος μουσικὸς πατὴρ ἐκπόνησε θεωρητικὴ μουσικὴ ἐργασία γραμμένη «κατ’ ἐρωταπόκρισιν» καὶ ἐπιγραφομένη μὲ τὸν τίτλο: «Γραμματικὴ τῆς μουσικῆς ἤτοι κανόνιον κατὰ τοὺς ὁρισμοὺς καὶ κανόνας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων».
Ἡ σημειογραφία ἢ παρασημαντική, δηλαδὴ ὁ τρόπος γραφῆς τῆς μουσικῆς, χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν ἐπιφανῆ Ἕλληνα μουσικὸ καὶ φιλόσοφο, πατέρα τῆς μουσικολογίας Ἀριστόξενο τὸν Ταραντῖνο (3ο π.Χ. αἰῶνα), μαθητὴ τοῦ Ἀριστοτέλη τοῦ Σταγειρίτη. Ἡ σημειογραφία ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου συνδέθηκαν μὲ διάφορα ἄλλα σύμβολα. Ἔτσι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ «Μαΐστορος» Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ὑπῆρχε ἕνα σύστημα γραφῆς μὲ πλῆθος σημείων καὶ γραμμάτων, τὸ λεγόμενο «ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς». Ἡ γραφὴ αὐτὴ στὴ Δύση ἐξελίχθηκε στὴ σημερινὴ σημειογραφία τῆς Εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς, ἐνῷ στὴν Ἀνατολὴ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ ἐκφωνητικοῦ συστήματος γραφῆς.
Πολλοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ εἶναι ἐφεύρημα τοῦ «Ὑφηγητοῦ» τῆς μουσικῆς καὶ μελωδοῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀστήρικτο, γιατὶ ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ προϋπῆρχε τοῦ Ἰωάννη. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ μουσικοῦ Ἀντιφωναρίου τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ συνέταξε τὸ Ἀντιφωνάριό του μὲ ἀγκιστροειδῆ γραφή. Ἡ ἐκμάθηση τῆς ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ γι’ αὐτό, ὅπως πιστοποιοῦν κριτικοὶ παρατηρητές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς τὴν τροποποίησε καὶ τὴν ἔκανε εὐκολώτερη. Παρὰ τὴν προσπάθεια τοῦ Δαμασκηνοῦ νὰ τροποποιήση τὴ γραφὴ τῆς μουσικῆς, τὸ μουσικὸ σύστημα δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι μία «μουσικὴ στενογραφία». Σημαδόφωνα ποὺ ὑποδηλώνουν ἀκόμη καὶ ὁλόκληρες μουσικὲς γραμμὲς (ὑποστάσεις) πρέπει νὰ γνωρίζη ὁ μελπήτωρ (ψάλτης) ἀπὸ μνήμης, πρᾶγμα ἐξαιρετικὰ δύσκολο. Ἡ δυσκολία αὐτὴ τοῦ μουσικογραφικοῦ συστήματος δημιούργησε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξηγήσεως καὶ συστηματικῆς ἀναλύσεως τῆς «μελικῆς ἐνέργειας τῶν σημαδοφώνων». Γι’ αὐτὸ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ γραφὴ ὑπέστη πολλὲς ἐξηγήσεις-ἀναλύσεις μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων ἀπὸ ἐξέχουσες μουσικὲς προσωπικότητες καὶ κορυφαίους μελωδούς.
Ὁ ἀείμνηστος Κ. Ψάχος παρατηρεῖ ὅτι: «Ἡ πολυσχιδὴς αὐτὴ ἐξέλιξις τῆς σημειογραφίας εἶναι ἡ πρώτη μουσικὴ γραφὴ ἡ ἀποδιδομένη στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, ὅστις τυγχάνει ὁ περισσότερον τῶν προγενεστέρων καὶ συγχρόνων αὐτοῦ ἐργασθεὶς πρὸς ἀναμόρφωσιν καὶ τελειοποίησιν τοῦ γραφικοῦ συστήματος». Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἀποτυπώνουν μελωδικὰ συστήματα καὶ ὄχι ἁπλὰ τονικά, τὸ μέτρο τῶν ὕμνων ἐξαρτᾶται προπαντὸς καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὸ μέλος αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ μέχρι τὸν 8ο μ.Χ. αἰῶνα ὁ μελοποιὸς καὶ ὁ ποιητὴς τῶν ὕμνων ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Οἱ ἱκανότητες αὐτὲς ὑπῆρχαν στὸν μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ στὸν ἅγιο Δαμασκηνό.
Στὴ μουσικὴ γραφὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ ἀποδίδονται πολλὲς Θεοτερπεῖς μελισματικὲς δημιουργίες ὅπως «τὰ ὀκτὼ μέγιστα κεκραγάρια», τὸ «Τὸ Προσταχθέν μυστικῶς…», τὸ δίχορο ἀργό «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ…», καὶ πολλὰ ἄλλα. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἡ «ὀκτώηχος», ἔργο μὲ ἀσύγκριτο φιλολογικὸ κάλλος καὶ ἄπειρο θεολογικὸ βάθος. Μερικοὶ τόλμησαν νὰ ἀμφιβάλουν γι’ αὐτό. Τὸ ὅτι συγγραφέας τῆς ὀκτωήχου εἶναι ὁ πολυγραφότατος πατὴρ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ Μαΐστωρ μαρτυρεῖται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ποὺ κρύβεται ὡς «θησαύρισμα σεπτόν» μέσα στὴν ὀκτώηχο. Ἄν πάρωμε τὸ πρῶτο γράμμα τῶν Δοξαστικῶν, τῶν ἀντιστοίχων τῆς ὀκτωήχου στοὺς ἑσπερινούς τῶν Σαββάτων κατὰ τὴ σειρὰ τῶν ἤχων πλὴν τοῦ πλαγίου τετάρτου, σχηματίζεται ἡ λέξη «ΙΩΑΝΝΟΥ», αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του (Ἰωάννης) σὲ γενικὴ πτώση. Οἱ μελουργοὶ καὶ ποιητὲς τῆς ἐκκλησίας συνέθεταν τὰ ἔργα τους aaφωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὸ καθένα ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ σφραγῖδα τοῦ ποιητῆ καὶ ἡ ἀσφάλεια τῆς γνησιότητας ποὺ, δυστυχῶς, στὴν ἐποχή μας δύσκολα ἀναγνωρίζονται.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς συνέταξε καὶ μελοποίησε κανόνες, τροπάρια, μουσικὰ ἰδιόμελα καὶ προσόμοια, ἐγκώμια στὴν Παναγία μας καὶ σὲ πολλοὺς Ἁγίους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ βρίσκονται στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ πανηγυρικοὺς λόγους, δογματικὲς μελέτες συνέταξε καὶ θεολογικὰ ἔργα οἰκοδομῆς καὶ πίστεως συνέγραψε καὶ καθιέρωσε νὰ διαβάζωνται στὴν Ἐκκλησία, μὲ σπουδαιότερο ὅλων τὸ ἔργο του «Πηγὴ Γνώσεως».
Σήμερα ὅλοι δέχονται ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός εἶναι αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν δογμάτων, ἐπηρέασε ὁλόκληρο τὸ Θεολογικὸ κίνημα τῆς Δύσης. Ὑπῆρξε ἀναμορφωτὴς τῆς μεγαλειώδους Βυζαντινῆς Μουσικῆς, γιατὶ καθάρισε τὴν Ἱερὰ μελωδία ἀπὸ μέλη ἀνάρμοστα, γιατὶ δημιούργησε πρόσθετα μελικορυθμικὰ στοιχεῖα μὲ βάση τὴν ἀρχαία ἐλληνικὴ μουσική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «τιμῶσα τὸν μακάριο Ἰωάννη Δαμασκηνό» ὡς «δογματικὸ Θεολόγο», σὰν «ἄριστο μύστη τῆς μουσικῆς» καὶ «σοφώτατο ὑμνογράφο», τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Εκκλησίας καὶ ὅρισε ἡ σεβάσμια μνήμη του νὰ ἐπιτελῆται στὶς 4 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο μωσαϊκός νόμος, ο οποίος επρόσταζε να προσφέρεται κάθε πρωτότοκο αρσενικό βρέφος στον Ναό του Σολομώντος την τεσσαρακοστή ημέρα από της γεννήσεώς του, απέβλεπε στο να προετοιμάση τον Ισραηλιτικό λαό, όπως και άλλες διατάξεις του Νόμου, για την έλευσι του Μεσσίου. Για εκείνον τον μοναδικό πρωτότοκο Υιό τής Παρθένου, ο οποίος θα ήτο ολοκληρωτικά αφιερωμένος εις τον Θεόν, δηλαδή τον Μεσσίαν. Είχε λοιπόν μεσσιανικό χαρακτήρα αυτή η εντολή. Και με παρόμοιες εντολές διατηρήθηκε στον Ισραηλιτικό λαό η συνείδησις της ανεπαρκείας του Νόμου για την σωτηρία των ανθρώπων και της προσδοκίας του ερχομένου Μεσσίου, ο οποίος θα επλήρωνε τον Νόμο και θα έφερε το πλήρωμα της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής στους ανθρώπους.
Αφορούσε λοιπόν τον Χριστόν η διάταξις αυτή, και ο Κύριος, προς τον οποίον κατέτεινε αυτή η εντολή, δεν εχρειάζετο να προσφερθή εις τον Ναόν, διότι ήτο ο ίδιος ο Ναός της Θεότητος. Ηθέλησε όμως αυτός ο Ποιητής του Νόμου να πληρώση τον Νόμον, τιθέμενος υπό τον Νόμον. Και ως δούλος και αυτός να προσφερθή εις τον Ναόν από την Μητέρα Του και τον θετό πατέρα Του και να γίνουν τα ειθισμένα και υπό του Νόμου προβλεπόμενα, οι τελετουργίες και οι προσφορές ζεύγους τρυγόνων ή δύο νεοσσών περιστερών.
Έτσι ο Κύριος, όπως και με την Περιτομή και με το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό και με άλλες πράξεις Του, κατέστησε τον εαυτό Του υπό τον Νόμον, ώστε να υπερβή τον Νόμον διά της υπακοής του εις τον Νόμον, να πληρώση τον Νόμον και να χαρίση εις τους ανθρώπους, δι’ αυτής της υποταγής Του εις τον Νόμον, την αληθινή ελευθερία. Δεν είχε ανάγκη Εκείνος να κερδίση την ελευθερία υποτασσόμενος εις τον Νόμον, διότι ήτο ο Ίδιος ο χορηγός της ελευθερίας, η όντως Ελευθερία. Αλλά για να δώση σε μας ελευθερία, εμπήκε υπό τον Νόμον. Συγχρόνως δε, για να δώση και σε μας παράδειγμα ότι, εάν θέλουμε να αποκτήσουμε την αληθινή ελευθερία, πρέπει να μπούμε και εμείς εκουσίως υπό τον Νόμον του Χριστού. Όχι βέβαια τώρα υπό τον Νόμον του γράμματος της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά υπό τον Νόμον της Χάριτος της Καινής Διαθήκης.
Αυτός είναι και ο σκοπός του Μοναχού. Ο Μοναχός εκουσίως θέτει τον εαυτό του υπό τον νόμον της υπακοής, για να αποκτήση την αληθινή ελευθερία. Και όσο καλυτέρα υπακοή κάνει, τόσο πιο ελεύθερος γίνεται. Ελεύθερος από τα πάθη, ελεύθερος από τον εγωισμό, ελεύθερος από κάθε δουλεία, ελεύθερος τελικά και από αυτόν τον θάνατον.
Θυμάστε τον μακαριστό πατέρα Αυξέντιο, ο οποίος είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής; Όταν του λέγαμε ότι είναι πια γεροντάκι και να μη πηγαίνη στην Εκκλησία, διότι τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, αυτός απαντούσε: «δεν είναι κατά Θεόν στην Εκκλησία αισθάνομαι ελευθερία». Αυτή την ελευθερία αισθάνεται ο Μοναχός, όταν κάνη την αδιάκριτο υπακοή, όπως την θέλει ο Θεός. Εάν ταλαιπωρούμεθα από λογισμούς ή από ακαταστασίες πνευματικές, αυτό συμβαίνει διότι δεν κάνουμε την υπακοή που πρέπει. Και γνωρίζετε και εσείς εκ πείρας, ότι, οσάκις κάνετε υπακοή όπως την θέλει Θεός, τότε αισθάνεσθε ελευθερία. Ας το υποσημειώσωμε λοιπόν αυτό σήμερα επ’ ευκαιρία της υπακοής που έκανε ο Κύριος -και που δεν εχρειάζετο να την κάνη για τον εαυτό Του, αλλά την έκανε για μας- στον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, για να πορευώμεθα και εμείς διά της πιστής υπακοής στην αληθινή ελευθερία των τέκνων του Θεού, την οποία ο ίδιος ο Κύριος μας εχάρισε.
Πηγή: (Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου «Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές (των ετών 1981-1991) Α’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, 2015), Η άλλη όψη, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...