
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο «Βίος τον Αντωνίου» (Vita Antonii) δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τη ζωή του Αγ. Αντωνίου, δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τις αρχές του μοναχισμού, αλλά είναι και η αρχαιότερη μοναστική βιογραφία που έχουμε. Κατά την παράδοση η συγγραφή της έχει αποδοθεί στον Αγ. Αθανάσιο. Αυτό είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα. Εντούτοις, δεν υπάρχει ακόμα σοβαρός λόγος για να αποκλείσουμε το να έχει γράψει ο Άγ. Αθανάσιος ένα αρχικό σχετικό κείμενο, η ένα μέρος ενός αρχικού κειμένου, στο οποίο άλλοι αργότερα έχουν ίσως κάνει προσθήκες. Οπωσδήποτε, δεν έχει τόση σπουδαιότητα το ποιος έγραψε αυτό το βιβλίο, όσο το περιεχόμενο του. Ο Αγ, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έγραψε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» μας δίνει την εικόνα, τη μορφή, το χαρακτήρα της πρώτης μοναστικής ζωής. Ο «Βίος» αποκαλύπτει ένα δυναμισμό στην πνευματική ζωή του μοναχισμού, μια μέθοδο που γεννά όλο και πιο βαθιά πνευματική ανάπτυξη η οποία τελικά καταλήγει στη μορφή μιας πνευματικής «πατρότητας».
Ο συγγραφέας γράφει ότι του ζήτησαν να «περιγράψει τον τρόπο ζωής του μακαρίου Αντωνίου». Αυτοί που του ζήτησαν αυτή την περιγραφή ήθελαν να μάθουν «αν αυτά που ειπώθηκαν γι’ αυτόν είναι αληθινά». Υπήρχε μια επιθυμία «να μιμηθούν» τον τρόπο ζωής του αγ. Αντωνίου και ο συγγραφέας συμφωνεί ότι «η ζωή του Αντωνίου είναι ένα επαρκές υπόδειγμα πειθαρχίας (discipline)» -πραγματικά η ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται στο «Βίο» για την «πειθαρχία» είναι η λέξη «άσκησις». Ο συγγραφέας τους συμβουλεύει να πιστέψουν αυτά που άκουσαν και τους ενθαρρύνει επιπλέον να ανακαλύψουν περισσότερα για τη ζωή του «αλλά σκεφθείτε μάλλον ότι σας έχουν πει μόνο λίγα πράγματα, γιατί οπωσδήποτε αυτοί δύσκολα μπορούσαν να σας έχουν δώσει λεπτομέρειες για τόσο σπουδαία γεγονότα. Και επειδή Εγώ, με δική σας παράκληση, έχω κληθεί να θυμηθώ μερικά γεγονότα σχετικά με αυτόν, και θα στείλω όσα μπορώ να πω σ' ένα γράμμα, μην αμελήσετε να ρωτήσετε εκείνους που αποπλέουν από εδώ: γιατί πιθανόν, όταν όλοι θα έχουν αφηγηθεί ό,τι γνωρίζουν γι’ αυτόν, η περιγραφή να μην είναι ανάλογη προς τα κατορθώματα του». Ο συγγραφέας γράφει ότι «είχε διακαή πόθο να μάθει οποιαδήποτε νεότερη πληροφορία» όταν έλαβε το αίτημα τους, και ήθελε να στείλει ορισμένους μοναχούς που είχαν γνωρίσει καλά τον Αντώνιο να ρωτήσουν για τη ζωή του. Αλλά η «εποχή για θαλασσινά ταξίδια έφθανε στο τέλος της» και ο συγγραφέας «βιαζόταν να γράψει … ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, αφού τον είχε δει πολλές φορές». Ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι ήταν «ακόλουθος για πολύν καιρό» του Αντωνίου. Ο συγγραφέας είναι συνετός και συμβουλεύει ότι αυτοί θα έπρεπε να έχουν ως αντικειμενικό τους σκοπό την αλήθεια, «ώστε κανένας τους να μην δυσπιστήσει επειδή θα ακούει περισσότερα, ούτε πάλι να καταφρονήσει του ανδρός επειδή θα ακούει λιγότερα του δέοντος».
Η περιγραφή της πρώτης ζωής του Αντωνίου και ό,τι τον οδήγησε στη «δοκιμασία» του μεταφέρει μια ρεαλιστική εικόνα του ασκητισμού εκείνης της εποχής. «Ο Αντώνιος … ήταν εκ καταγωγής Αιγύπτιος. Οι γονείς του ήταν από καλή οικογένεια και είχαν σημαντική περιουσία (στην Κόμα της Μέσης Αιγύπτου, κατά τον Ιστορικό Σωζόμενον). Αφού οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, ο Αντώνιος ανατράφηκε στην ίδια πίστη». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος δεν αγαπούσε το σχολείο «δεν ανεχόταν να μάθει γράμματα». Ο λόγος που δίνεται είναι ασαφής «μη ενδιαφερόμενος να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά». Το κείμενο υπονοεί ότι ο Αντώνιος ήταν, τρόπον τινά, από τον χαρακτήρα του, επιρρεπής στη μοναξιά και την απομόνωση. Ο Αντώνιος παρακολουθούσε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες κανονικά «με τους γονείς του πήγαινε στον οίκο του Κυρίου, και ούτε σαν παιδί ήταν οκνηρός ούτε όταν μεγάλωσε τις καταφρονούσε». Ήταν «προσεκτικός» στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και «φύλαγε ό,τι διαβαζόταν μέσα στην καρδιά του». Τονίζεται ότι ήταν υπάκουος γιος. Ο συγγραφέας έχει άμεσα απεικονίσει τον χαρακτήρα του: είχε τάση προς απομόνωση, ενδιαφερόταν σοβαρά για τη θρησκεία του και ήταν υπάκουος. Η στάση του Αντωνίου έναντι της οικονομικής ανέσεως της οικογενείας του είναι σπουδαία «αν και ως παιδί μεγάλωσε μέσα σε αρκετή οικονομική άνεση, δεν ταλαιπώρησε τους γονείς του ζητώντας τους ποικίλα και πολυτελή φαγητά, ούτε αυτά ήταν γι’ αυτόν πηγή ευχαριστήσεως».
Ύστερα ήρθε ο θάνατος και των δυο γονιών. «Έμεινε μόνος με μια μικρή αδελφή: η ηλικία του ήταν περίπου δεκαοκτώ η είκοσι ετών, και έπεσε πάνω του η φροντίδα του σπιτιού και της αδελφής του. «Έξι μήνες ύστερα από το θάνατο των γονέων του ο Αντώνιος ήταν, ως συνήθως, στον οίκο του Κυρίου «συγκεντρωμένος στον εαυτό του και σκεπτόμενος». Σκεφτόταν «πως οι Απόστολοι άφησαν τα πάντα και ακολούθησαν το Σωτήρα (Ματθαίος 4:20), και πως οι πρώτοι Χριστιανοί πούλησαν τα υπάρχοντα τους και τα έφεραν και τα έθεσαν στα πόδια των Αποστόλων για να διανεμηθούν στους φτωχούς (Πράξεις 4:35)». «Αναλογιζόμενος αυτά τα πράγματα μπήκε στην Εκκλησία και συνέβη να διαβάζεται το ευαγγέλιο και άκουσε τον Κύριο να λέγει στον πλούσιο, αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντα σου και μοίρασε τα στους φτωχούς, και ακολούθησε με, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό' (Ματθαίος 19:21). Ο Αντώνιος, σαν να τον είχε βάλει ο Θεός να θυμηθεί τους αγίους, και σαν να είχε διαβαστεί η περικοπή γι’ αυτόν, βγήκε αμέσως από την Εκκλησία και έδωσε όλα τα κτήματα των προγόνων του στους χωρικούς -αυτά ήταν τριακόσια στρέμματα («άρουραι») «παραγωγικής και πολύ καλής γης». Ο συγγραφέας γράφει ότι το έκανε αυτό «ώστε αυτά να μην είναι πια βάρος σ' αυτόν και την αδελφή του». Μερικοί ερμηνεύουν αυτό με μια έννοια που υπάρχει στο γράμμα η στο πνεύμα του κειμένου ότι το έκανε αυτό για να αποφύγει τους φόρους. Ο Αντώνιος ύστερα μάζεψε τα υπόλοιπα «κινητά υπάρχοντα», τα πούλησε, και τα έδωσε στους φτωχούς, «κρατώντας λίγα για την αδελφή του».
Και πάλι στην Εκκλησία, ο Αντώνιος ακούει την ευαγγελική προτροπή «Μη μεριμνάτε λοιπόν για την αυριανή ημέρα» (Ματθαίος 6:34). «Φαίνεται ότι αυτό ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να δώσει, ό,τι είχε απομείνει στους φτωχούς και να ξεκινήσει για τη «δοκιμασία» του. Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι υπήρχε ήδη ένας καθιερωμένος θεσμός για την άσκηση, ιδιαίτερα για τις παρθένες. «Αφού ανέθεσε την αδελφή του σε γνωστές και πιστές παρθένες, και βάζοντας την σ' ένα σπίτι για παρθένες «εις παρθενώνα» για να την μεγαλώσουν, ο ίδιος αφιερώθηκε εκείνο τον καιρό σε άσκηση έξω από το σπίτι του, αδιαφορώντας για τον εαυτό του και ασκώντας τον με υπομονή». Ο συγγραφέας ύστερα προσθέτει τη σημαντική δήλωση «επειδή δεν υπήρχαν τότε ακόμα τόσο πολλά μοναστήρια στην Αίγυπτο, και κανένας απολύτως μοναχός δεν ήταν γνωστός στην μακρινή έρημο». Το κείμενο καθίστα σαφές ότι υπήρχε ήδη μια ασκητική παράδοση για παρθένες και μια μη συστηματικά οργανωμένη μοναστική ζωή. «Όλοι όσοι ήθελαν να προσέξουν τον εαυτό τους ησκούντο μόνοι τους κοντά στο χωριό τους».
Ο Αντώνιος μιμήθηκε τη ζωή «ενός γέροντος» σ' ένα γειτονικό χωριό. Όποτε ο Αντώνιος άκουγε «για έναν καλό άνθρωπο οπουδήποτε, σαν σοφή μέλισσα, πήγαινε και τον αναζητούσε». Αν και η λέξη «όρκος» δεν χρησιμοποιείται (στο κείμενο) φανερά, είναι φανερό ότι ο Αντώνιος είχε ήδη πάρει αποφάσεις που εμπίπτουν μέσα στο πνεύμα του όρκου. Μια τέτοια απόφαση η ένας τέτοιος «όρκος» είναι ότι «επιβεβαίωσε την απόφαση του να μην γυρίσει στο πατρικό του σπίτι ούτε να θυμάται τους συγγενείς του, αλλά να διαθέσει όλη την επιθυμία και την ενέργεια του στην τελειοποίηση της ασκήσεώς του». Εκείνο που θα ευχαριστούσε το Λούθηρο και τον Καλβίνο, τουλάχιστον μερικώς, είναι ότι ο Αντώνιος «εργαζόταν με τα χέρια του, γιατί είχε ακούσει, αυτός που είναι οκνηρός, να μην τρώει» (Β΄ Θεσ. 3:10). Τα χρήματα που ο Αντώνιος έπαιρνε από την εργασία του τα χρησιμοποιούσε για να αγοράζει ψωμί, και τα υπόλοιπα «τα έδινε στους φτωχούς» (Ματθαίος 5:7). Την ώρα που ο Αντώνιος εργαζόταν, συνέχιζε την πνευματική ζωή της προσευχής: «Προσευχόταν συνεχώς, γιατί ήξερε ότι ο άνθρωπος έπρεπε αδιαλείπτως να προσεύχεται κατ' ιδίαν» (Α' Θεσ. 5:17).
Ύστερα στο κείμενο περιγράφεται το ιδεώδες της εν αγάπη πνευματικής αδελφότητας. Ο Αντώνιος «ηγαπάτο από όλους». Πρόσεχε τις ιδιαίτερες περιοχές «του ζήλου και της ασκήσεως» όπου άλλοι ήταν πιο προχωρημένοι από αυτόν. «Έβλεπε τη φιλανθρωπία του ενός· την ακατάπαυστη προσευχή του άλλου- μάθαινε την απαλλαγή κάποιου από την οργή και την αγαθότητα ενός αλλού. Πρόσεχε κάποιον καθώς αγρυπνούσε, και άλλον καθώς μελετούσε· τον έναν τον θαύμαζε για την υπομονή του, τον άλλον για τη νηστεία του και για το ότι κοιμόταν στο έδαφος· την πραότητα του ενός και τη μακροθυμία του άλλου τις παρατηρούσε με προσοχή, ενώ πρόσεχε την προς τον Χριστό ευσέβεια και την αμοιβαία αγάπη που εμψύχωνε όλους».
Το κείμενο του «Βίου του Αντωνίου» τονίζει επίσης ότι ο Αντώνιος θυμόταν τις Αγιογραφικές περικοπές που διαβάζονταν στην Εκκλησία «κανένα από όσα ήταν γραμμένα δεν άφηνε να πέσει στο έδαφος, αλλά τα θυμόταν όλα, κι ύστερα η μνήμη του, του χρησίμευε ως βιβλίο». Το κείμενο μιλά αλλού για το σεβασμό του προς το διάβασμα. Εκείνο που συχνά παραλείπεται από μερικούς σχολιαστές του Αντωνίου είναι η ζωή της προφορικής παραδόσεως. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πολύ συχνά σκλάβος του γραπτού κειμένου, ξεχνά πολύ συχνά ότι οι κοινωνίες ήκμαζαν κάποτε στηριζόμενες μόνο στον προφορικό λόγο. Οι άνθρωποι της αρχαιότητας μπορούσαν να απομνημονεύσουν τεράστια τμήματα του παραδοσιακού τους πνευματικού πολιτισμού. Είναι απλώς το φαινόμενο του γραπτού λόγου που επέτρεψε στο σύγχρονο άνθρωπο να υποδουλωθεί, τρόπον τινά, σ' αυτόν, να διαβάζει μάλλον ένα κείμενο παρά να το ακούει και να το απομνημονεύει. Ένας συγγραφέας γράφει ότι «ένας αριθμός Αγιογραφικών χωρίων ήταν γνωστός (στον Αντώνιο), αλλά για μια συνεχόμενη και βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής από αυτόν, η από αυτούς γενικά τους αναχωρητές, δεν έχουμε ίχνη». Μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι ακριβής και βασίζεται πάνω στη σύγχρονη προσέγγιση της αναλύσεως της Αγίας Γραφής ως γραπτού λόγου. Ο Αντώνιος — και γενικά οι πρώτοι μοναχοί γνώριζε την περισσότερη, αν όχι όλη την Καινή Διαθήκη «από στήθους». Επιπλέον, η γνώση τους, για την Αγία Γραφή επεκτεινόταν και στην Παλιά Διαθήκη, μεγάλα τμήματα της οποίας απομνημόνευαν. Το ότι αυτός δεν ήταν ικανός να «συνδέει λογικά» τα διάφορα τμήματα της Αγίας Γραφής, είναι μια κρίση που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα και προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να δομεί ή να συνδέει λογικά υλικό που απομνημονεύεται «εν τη καρδία».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου για την οδό της «δοκιμασίας» του ήταν να «αγωνιστεί να ενώσει τις ιδιότητες του καθενός». Το ιδεώδες της ασκητικής αναζητήσεως είναι να προοδεύει χωρίς ζηλοτυπία για τους άλλους και χωρίς να προκαλεί τη ζηλοτυπία των άλλων. Αυτό το ιδεώδες αποτυπώνεται καθαρά μέσα στο «Βίο τον Αντωνίου». «Και αυτό το έκανε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίξει τα αισθήματα κανενός, και τους έκανε να χαίρονται γι’ αυτόν. Έτσι όλοι σ' εκείνο το χωριό και οι καλοί άνθρωποι με τους όποιους σχετιζόταν, όταν έβλεπαν ότι ήταν άνθρωπος αυτού του είδους, συνήθιζαν να τον ονομάζουν Αγαπημένο του Θεού ('θεοφιλή'). Και μερικοί τον υποδέχονταν σαν γιο, και άλλοι σαν αδελφό».
Ο «Βίος του Αντωνίου» αποκαλύπτει ότι η αντίθεση προς την ασκητική και μοναστική ζωή αρχίζει από τις εισηγήσεις του διαβόλου, ο οποίος αγωνίζεται πάντα να εμποδίσει αυτήν την οδό, αυτήν τη «δοκιμασία». Τα δαιμονικά μέσα με τα οποία επιχειρείται να εμποδιστεί αυτή η οδός μπορεί να είναι άλλοτε λεπτά και άλλοτε χονδροειδή, και πάντοτε υποβάλλουν στον υποψήφιο ασκητή την αμφιβολία για την ορθότητα της οδού, πάντοτε υποβάλλουν τη σκέψη ότι αυτή μπορεί να μην είναι λογική. Η προσπάθεια του διαβόλου είναι «να του ψιθυρίσει την ανάμνηση του πλούτου του, την φροντίδα για την αδελφή του, τις απαιτήσεις των συγγενών, την αγάπη του χρήματος, την αγάπη της δόξας, τις διάφορες ευχαριστήσεις του τραπεζίου και τις άλλες ανέσεις της ζωής». Και ύστερα έρχονται οι υπομνήσεις «της δυσκολίας της αρετής και των κόπων που αυτή απαιτεί, της αδυναμίας του σώματος, και του μάκρους της ζωής». Αυτό, διακηρύσσει ο «Βίος του Αντωνίου», δεν απέδωσε, ακριβώς εξαιτίας του «καθορισμένου σκοπού» του Αντωνίου.
Ύστερα ακολουθεί η περιγραφή του πνευματικού αγώνα του Αντωνίου κατά της προσπάθειας του διαβόλου να αποτρέψει τον Αντώνιο από την οδό της «δοκιμασίας» του φέρνοντας τον αντιμέτωπο με την αδυναμία της σάρκας, και με τον σεξουαλικό πειρασμό. «Γιατί αυτά είναι η πρώτη παγίδα για τους νέους αυτός επιτίθεται κατά του νέου, (του Αντωνίου), ενοχλώντας τον τη νύχτα και βασανίζοντας τον την ημέρα, έτσι ώστε ακόμα και οι θεατές είδαν τον αγώνα που γινόταν μεταξύ τους. Ο διάβολος του υπέβαλε αχρείες σκέψεις και ο Αντώνιος τις αντιμετώπιζε με προσευχές. Ο διάβολος του άναβε τη λαγνεία και ο Αντώνιος, κοκκινίζοντας από ντροπή, οχύρωνε το σώμα του με πίστη, προσευχές και νηστείες. Και μια νύχτα ο διάβολος … μεταβλήθηκε ακόμα και σε γυναίκα και μιμείτο όλα τα φερσίματα της μόνο και μόνο για να παγιδεύσει τον Αντώνιο. Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας γεμάτο το νου του με τον Χριστό και με την ευγένεια που εμπνέεται από το Χριστό, και σεβόμενος την πνευματικότητα της ψυχής του, έσβησε τον αναμμένο άνθρακα της απάτης του διαβόλου. Και πάλι ο εχθρός του υπέβαλε 'το λείον της ηδονής'. Αλλά ο Αντώνιος, γεμάτος θλίψη και οργή, έστρεψε τις σκέψεις του στο απειλούμενο πυρ και τον κατατρώγοντα σκώληκα … και πέρασε μέσα από τον πειρασμό αβλαβής». Το σχόλιο μέσα στο «Βίο του Αντωνίου» γι’ αυτόν τον αγώνα είναι οπωσδήποτε του Αθανασίου. «Γιατί ο Κύριος εργαζόταν μαζί με τον Αντώνιο, ο Κύριος που για μας έγινε σαρξ και έδωσε στο σώμα τη νίκη κατά του διαβόλου, ώστε όλοι όσοι αληθινά πολεμούν να μπορούν να λένε: όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου (Α' Κορινθίους 15:10)». Εδώ ο «Βίος του Αντωνίου» όχι μόνο εκφράζει τη συνεργιστική οδό δηλώνοντας ότι «ο Κύριος συνεργούσε με τον Αντώνιο», αλλά το υποστηρίζει καθαρά αυτό από τον Απ. Παύλο, από ένα χωρίο που μίλα για την προτεραιότητα της χάριτος του Θεού. Αυτό το χωρίο δεν πρέπει να λησμονείται όταν κανείς συναντά τον πνευματικό αγώνα στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική πνευματικότητα. Η ουσία του οράματος, η ουσία του αγώνα, πάντα γνωρίζει για την πρωτοβουλία του Θεού και για την προτεραιότητα της χάριτος, ανεξάρτητα από το πόσο τα κείμενα μπορεί συχνά να τονίζουν την πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ο «Βίος του Αντωνίου» ύστερα περιγράφει πως παρουσιάστηκε ο διάβολος στον Αντώνιο ως παιδί -παίρνοντας ένα ορατό σχήμα «σύμφωνα με το νου του» και μιλώντας σ' αυτόν «με ανθρώπινη φωνή». «Είμαι ο φίλος της πορνείας και έχω πάρει μαζί μου για τους νέους διεγερτικά που οδηγούν σ’ αυτήν. Ονομάζομαι πνεύμα πορνείας». Οι λέξεις του κειμένου που σχολιάζουν τις προηγούμενες προτάσεις είναι σπουδαίες. Ο Αντώνιος έχει θριαμβεύσει κατά του διαβόλου στην πρώτη συμπλοκή που είχε μαζί του. Εν τούτοις το κείμενο εξηγεί: «Αυτή ήταν η πρώτη πάλη του Αντωνίου κατά του διαβόλου, ή μάλλον αυτή η νίκη ήταν του Σωτήρος εν τω Αντωνίω». Σ’ αυτήν τη δήλωση βρίσκεται η ουσία της βασικής και θεμελιώδους θεολογικής κατανοήσεως της πνευματικής «δοκιμασίας» στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική σκέψη. Το δεύτερο μέρος του σχολίου προστίθεται σχεδόν παρενθετικά. Πράγματι, σε πολλά κείμενα της ασκητικής και μοναστικής γραμματείας αυτό αργότερα θα παραλείπεται. Αλλά εάν παραλείπεται, παραλείπεται γιατί αυτό αποτελεί προφανή προϋπόθεση ολόκληρης της Χριστιανικής ζωής, ολόκληρης της πνευματικής «δοκιμασίας». Αυτός είναι ο αυθεντικός συνεργισμός της Ανατολικής και Βυζαντινής παραδόσεως και ο Αντώνιος «εργάζεται» και ο Θεός «εργάζεται», όμως είναι σαφές ότι όλα προέρχονται από τον Θεό, ότι ακόμα και στην πνευματική «δοκιμασία» του ανθρώπου το έργο, η ενέργεια, η δύναμη, και η νίκη προέρχονται από τον Κύριο μας, είναι στ' αλήθεια το έργο του Κυρίου μας. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το χωρίο Ρωμαίους 8:3-4.
Αλλά η «δοκιμασία» συνεχίζεται. Η πνευματική ζωή δεν σταματά ποτέ, όπως ολοφάνερα διευκρινίζεται από την Καινή Διαθήκη. «Αλλά ούτε ο Αντώνιος, αν και ο πονηρός δαίμονας είχε νικηθεί, σταμάτησε στο εξής την προσπάθεια του … , ούτε ο εχθρός, αν και ηττήθηκε, σταμάτησε να στήνει παγίδες στον Αντώνιου. Και πάλι ο συγγραφέας επικαλείται τη γνώση της Καινής Διαθήκης από τον Αντώνιο. «Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας μάθει από τις Γραφές (Εφεσίους 6:11) ότι οι μέθοδοι (αι μεθοδείαι) του διαβόλου είναι πολλές, συνέχιζε με ζήλο την άσκησή του, κατανοώντας ότι, αν και ο διάβολος δεν μπόρεσε να απατήσει την καρδιά του με την ηδονή του σώματος, θα προσπαθούσε να τον δελεάσει με άλλα μέσα». Ο Αντώνιος αποφάσισε να αυξήσει την καταστολή «του σώματος» για να το κρατήσει «σε υποταγή» (Α' Κορινθίους 9:27). «γι’ αυτό σχεδίαζε να συνηθίσει τον εαυτό του σ’ έναν αυστηρότερο τρόπο ζωής». Ο σκοπός αυτής της αυστηρότερης μορφής ασκήσεως είναι να εξασθενίσει το σώμα για να έλθει το αποτέλεσμα των λόγων του Αγ. Παύλου: «όταν ασθενώ, τότε είμαι ισχυρός» (Β΄ Κορινθίους 12:10). Ο Αντώνιος έλεγε ότι «ο τόνος της ψυχής τότε υγιαίνει όταν οι ηδονές του σώματος είναι ασθενείς».
Ο συγγραφέας λέγει ότι ο Αντώνιος είχε φθάσει «σ' αυτόν τον αληθινά θαυμάσιο σκοπό του» «ότι η πρόοδος στην αρετή, και η απάρνηση του κόσμου για χάρη της, δεν θα έπρεπε να μετρείται με το χρόνο, αλλά με τον πόθο και τη σταθερότητα του σκοπού», Ο Αντώνιος, σαν να ήταν στην «αρχή της ασκήσεως του», απέρριπτε σκέψεις του παρελθόντος και «αναλάμβανε μεγαλύτερους πόνους για την προκοπή του, επαναλαμβάνοντας συχνά τους λόγους του Παύλου: «ξεχνώντας τα περασμένα, και προχωρώντας προς τα εμπρός» (Φιλιπ. 3:14). Αν και η δεύτερη άποψη της σκέψεως του Απ. Παύλου στο στίχο 14 δεν περιέχεται στο «Βίο τον Αντωνίου», όμως προϋποτίθεται από το κείμενο: «Τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείο της επουράνιας κλήσεως του Θεού δια Ιησού Χριστού». Ο Απ. Παύλος ύστερα προσθέτει: «Όσοι λοιπόν είμαστε τέλειοι, ας σκεφτόμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο» («όσοι ουν τέλειοι, τούτο φρονώμεν»). Είναι σαφές ότι τέτοια κείμενα του Απ. Παύλου εκφράζουν έναν πνευματικό δυναμισμό, μια ανάπτυξη στην πνευματικότητα. Είναι ακόμα φανερό ότι το τέρμα είναι η «άνω κλήσις» — και αυτή η «άνω κλήσις» ή η «κλήσις άνωθεν» συνδέεται με την «τελείωση». Ο Αντώνιος, όπως φαίνεται, εφαρμόζει τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το στίχο 18:15 από την Α' Βασιλειών «Ζη ο Κύριος, μπροστά στον οποίο σήμερα στέκομαι». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του «σήμερα» για τη δυναμική πορεία της πνευματικής «δοκιμασίας». «Γιατί ο Αντώνιος παρατήρησε ότι, λέγοντας 'σήμερα' ο προφήτης [Ηλίας], δεν μετρούσε τον χρόνο που πέρασε, αλλά την κάθε μέρα την έπαιρνε ως αρχή, σαν να άρχιζε πάντα από την αρχή». Και πάλι η προτεραιότητα της θελήσεως του Θεού τοποθετείται στη σωστή της προοπτική: «αυτός πρόθυμα προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται κατάλληλος προ του Θεού, όντας καθαρός στην καρδιά και πάντα έτοιμος να υποταγεί στη βουλή του Θεού και στον Θεό μόνο». Και ο Αντώνιος βρήκε στον Ηλία ένα πρότυπο του ερημίτη: «Και αυτός συνήθιζε να λέγει ότι στη ζωή του μεγάλου Ηλία ο ερημίτης έπρεπε να βλέπει τη δική του ζωή σαν σε καθρέπτη».
Το επόμενο βήμα στο δρόμο της «δοκιμασίας» του Αντωνίου είναι η είσοδος του στα «μνήματα». Ο «εχθρός φοβήθηκε ότι σε λίγο χρόνο ο Αντώνιος θα γέμιζε την έρημο με την άσκησή» του. Το κείμενο ισχυρίζεται ότι ένα πλήθος δαιμόνων επιτέθηκε κατά του σώματος του Αντωνίου μέσα στα μνήματα και «τόσο πολύ τον καταπλήγωσε ώστε αυτός έπεσε στο έδαφος άφωνος από τον υπερβολικό πόνο». Εκείνο που ακολουθεί στο κείμενο είναι και πάλι η «πρόνοια του Θεού» η οποία προστατεύει εκείνους «που ελπίζουν στον Θεό». Να, και πάλι οι δυο θελήσεις, οι δυο δραστηριότητες, του Θεού και του ανθρώπου, που συμμετέχουν στην πορεία. Αυτή τη φορά η γλώσσα είναι η ίδια με εκείνη που θα εύρισκε κανείς στις Γραφές. Αν και καθεαυτήν η γλώσσα θα μπορούσε να υπονοεί ότι η ελπίδα του ανθρώπου προκαλεί τη δραστηριότητα του Θεού, τα συμφραζόμενα όπως τα συμφραζόμενα γενικώς της Γραφής- παραπέμπουν κάποιον στην προϋπόθεση της πρωτοβουλίας του Θεού. Η γλώσσα αντανακλά απλώς τον ανθρώπινο ρεαλισμό.
Ο Αντώνιος μεταφέρεται πίσω στην Εκκλησία σε κατάσταση σχεδόν πτώματος. Αλλά ανέλαβε αρκετά, ώστε να μπορέσει, με βοήθεια, να γυρίσει στα μνήματα για να αντιμετωπίσει πάλι τον εχθρό. Ο Αντώνιος αναφωνεί ότι δεν θα ξαναφύγει από «τα χτυπήματα τους» και παραθέτει από την Προς Ρωμαίους επιστολή 8:35 «τίποτα δεν θα με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού». Ο Αντώνιος ύστερα ψάλλει από τους Ψαλμούς (26:3) «Εάν παραταχθεί εναντίον μου ένα ολόκληρο στρατόπεδο, δεν θα φοβηθεί η καρδιά μου». Ο Αντώνιος προκαλεί τους δαίμονες, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με τη μορφή θηρίων και ερπετών», αναφωνώντας: «Γιατί η πίστη στον Κύριο μας είναι για μας σφραγίδα και τείχος ασφαλείας». Το κείμενο παρατηρεί ότι ο «Κύριος ήταν κοντά του». Ο Αντώνιος προκαλεί τον Θεό: «Που ήσουνα; Γιατί δεν εμφανίστηκες στην αρχή να σταματήσεις τους πόνους μου;» Το κείμενο αναφέρει ότι «η φωνή» του Θεού του μίλησε: «Αντώνιε, ήμουνα εδώ, αλλά περίμενα να δω το αγώνισμα σου. Αφού, λοιπόν, έχεις αντέξει… θα είμαι πάντα βοηθός σου, και θα κάνω γνωστό παντού το όνομά σου». Η απάντηση του Αντωνίου ήταν να σηκωθεί και να προσευχηθεί. «Έλαβε τόση δύναμη ώστε να αισθάνεται πως είχε περισσότερη τώρα δύναμη στο σώμα του από όση είχε προηγουμένως».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου στην οδό της «δοκιμασίας» του είναι να φύγει για την έρημο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αντώνιος απαντά σχεδόν πάντα στην επίθεση του εχθρού παραθέτοντας χωρία από την Αγία Γραφή. Στην πρώτη του συμπλοκή στην έρημο παραπέμπει στο χωρίο Πράξεις 8:20. Ο Αντώνιος «όλο και πιο σταθερός στο σκοπό του», εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρούριο, μέσα στο οποίο «αυτός κατέβηκε σαν σε άσυλο, και έμεινε μόνος μέσα, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω ή να βλέπει κάποιον που ερχόταν. Έτσι πέρασε πολύν καιρό ασκούμενος, και παίρνοντας άρτους, που τους έριχναν από πάνω προς τα κάτω δυο φορές το χρόνο». Όταν έρχονταν γνωστοί του, αντί να τον βρουν νεκρό, τον άκουγαν να ψάλλει από τους ψαλμούς. «Ας εγερθεί ο Θεός και ας διασκορπιστούν οι εχθροί του! Και ας φύγουν από μπροστά του αυτοί που τον μισούν! όπως χάνεται ο καπνός, ας χαθούν αυτοί! όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φωτιά, έτσι και οι κακοί ας χαθούν από το πρόσωπο του Θεού!» (Ψαλμοί 67:2-3). Και από τον Ψαλμό 117:10: «όλα τα έθνη με εκύκλωσαν, και με το όνομα του Θεού αμύνθηκα εναντίον τους».
Το αποτέλεσμα της «δοκιμασίας» του Αντωνίου ήταν γόνιμο. Αυτός έγινε «ο άτεκνος πατέρας πολυάριθμων απογόνων». Όπως ένας συγγραφέας έχει σωστά παρατηρήσει: «μετά τη μετάβαση από τη συνήθη ζωή στην κοινοβιακή ζωή, ύστερα από το πέρασμα από αυτήν σε όλο και πληρέστερο αναχωρητισμό, έως ότου αυτός ο ίδιος ο αναχωρητισμός αναπτυχθεί πλήρως σε πνευματική πατρότητα. Δεν υπάρχει τίποτε το στατικό σ’ αυτήν την ιδέα· αντίθετα το κάθε τι τείνει διαρκώς να υπερβεί ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί… . [αυτός είναι] ο καθαρά ευαγγελικός χαρακτήρας της κλήσεως του Αντωνίου». Όπως αναφέρει ο «Βίος του Αντωνίου», ο Αντώνιος «συνέχισε την εν απομονώσει άσκησή του επί είκοσι σχεδόν χρόνια». Ήλθε ο καιρός που εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να μιμηθούν την άσκησή του και οι γνωστοί του «άρχισαν να γκρεμίζουν και να βγάζουν την πόρτα με τη βία».
Η περιγραφή που ακολουθεί στο «Βίο του Αντωνίου» δείχνει ότι ο Αντώνιος είναι ένα πολύ καλά ισορροπημένο πνευματικό πρόσωπο. «Τότε για πρώτη φορά τον είδαν έξω από το φρούριο εκείνοι που ήλθαν να τον δουν. Και αυτοί, όταν τον είδαν, παραξενεύτηκαν για ό,τι είδαν, γιατί αυτός φορούσε το ίδιο ένδυμα όπως και πριν, και δεν ήταν ούτε παχύς, όπως ένας άνθρωπος που δεν ασκείται, ούτε ισχνός από τη νηστεία και τους αγώνες του με τους δαίμονες, αλλά ήταν όπως ακριβώς τον ήξεραν πριν από την απομόνωση του. Και πάλι, η ψυχή του ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, γιατί ούτε συστέλλετο σαν να ήταν θλιμμένη, ούτε αναπαυόταν με ευχαρίστηση, ούτε κατεχόταν από γέλιο η κατήφεια, γιατί δεν ενοχλείτο όταν έβλεπε το πλήθος, ούτε υπερευφραινόταν όταν τον χαιρετούσαν τόσο πολλοί. Αλλά ήταν απόλυτα ήρεμος, γιατί οδηγείτο από τη λογική και βρίσκόταν σε μια φυσιολογική κατάσταση. Για μέσου αυτού ο Κύριος θεράπευε τις σωματικές ασθένειες πολλών παρόντων, και καθάριζε άλλους από τα πονηρά πνεύματα. Και ο Θεός έδινε χάρη στον Αντώνιο όταν μιλούσε, ώστε να παρηγορεί πολλούς που ήταν λυπημένοι, και να συμφιλιώνει αμέσως αυτούς που διαφωνούσαν, προτρέποντας όλους να προτιμούν την αγάπη του Χριστού από ό,τιδήποτε μέσα στον κόσμο. Και ενώ τους παρότρυνε και τους συμβούλευε να θυμούνται τα μέλλοντα αγαθά, και την αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς, «ο οποίος δεν λυπήθηκε τον δικό του Υιό, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας» (Ρωμαίους 8:32), έπειθε πολλούς να ακολουθήσουν την ερημική ζωή. Και έτσι συνέβη στο τέλος να εμφανιστούν κελιά ακόμα και στα βουνά, και η έρημος αποικίστηκε από μοναχούς, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τους συγγενείς τους, και κατέγραψαν τους εαυτούς τους στη βασιλεία των ουρανών».
«Όταν ο Αντώνιος μιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπο, όλοι χαίρονταν. Σε μερικούς μεγάλωνε η αγάπη της αρετής, σε άλλους απομακρυνόταν η αδιαφορία, και σε άλλους σταματούσε η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. Και όλοι επείθονταν να καταφρονούν τις επιθέσεις του Πονηρού, και θαύμαζαν για τη χάρη που δινόταν στον Αντώνιο από τον Κύριο για τη διάκριση των πνευμάτων. Έτσι τα κελιά τους ήταν στα βουνά, σαν ιερά σκηνώματα, γεμάτα από ιερούς ομίλους ανδρών οι οποίοι έψαλλαν Ψαλμούς, αγαπούσαν τη μελέτη, νήστευαν, προσεύχονταν, χαίρονταν με την ελπίδα των μελλόντων, ασκούνταν στην ελεημοσύνη, και είχαν αγάπη και αρμονία μεταξύ τους. Και πραγματικά, ήταν δυνατό, τρόπον τινά, να δει κανείς μια ιδιαίτερη χώρα, γεμάτη με ευσέβεια και δικαιοσύνη. Γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε ο άδικων ούτε οι αδικούμενοι, ούτε οι επιπλήξεις του φοροσυλλέκτη. Αλλ' αντί αυτών υπήρχε ίνα πλήθος ασκητών, και ο κοινός σκοπός όλων τους ήταν να επιτύχουν την αρετή».
Ο Αντώνιος μιλά πολύ για την εμπειρία του με τους δαίμονες. Εντούτοις, θέτει ακόμα και την εμπειρία του μέσα σε σωστή ισορροπία όταν μιλά γι’ αυτήν στους άλλους. Τους προειδοποιεί να μην φοβούνται τους δαίμονες, για το πως να διακρίνουν αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο των δαιμονικών δυνάμεων, και να μην υποκύπτουν στον πειρασμό να «εκβάλλουν δαιμόνια». «δεν είναι πρέπον να καυχάται κανείς όταν εκβάλει δαιμόνια, ούτε να το παίρνει επάνω του όταν θεραπεύει ασθένειες. Ούτε είναι πρέπον εκείνος μόνο που εκβάλλει δαιμόνια να εκτιμάται πολύ, ενώ αυτός που δεν τα εκβάλλει να μην εκτιμάται καθόλου. Αλλά ο άνθρωπος ας μαθαίνει την άσκησή του καθενός και ή να την μιμείται, ή να την αμιλλάται, ή να την διορθώνει. Γιατί η επιτέλεση «σημείων» δεν είναι δικό μας έργο, αλλά έργο του Σωτήρος. Και αυτός έτσι έλεγε στους μαθητές του: 'Μη χαίρεστε για το ότι σας υποτάσσονται τα πνεύματα, αλλά να χαίρεστε γιατί τα ονόματα σας είναι γραμμένα στους ουρανούς' [Λουκάς 10:20}. Γιατί το γεγονός ότι τα ονόματα μας είναι γραμμένα στον ουρανό είναι μια απόδειξη της ενάρετης ζωής μας, αλλά το να εκβάλλεις δαιμόνια είναι μια χάρη του Σωτήρος που σου δίνεται. Γι’ αυτό σ' αυτούς που καυχώνταν για τα 'σημεία' και όχι για την αρετή, και έλεγαν: 'Κύριε, στο όνομά σου δεν εκβάλαμε δαιμόνια, και στο όνομα σου δεν κάναμε πολλά θαύματα;' [Ματθαίος 7:22], Εκείνος απάντησε, αλήθεια, σας λέγω, δεν σας γνωρίζω', γιατί ο Κύριος δεν γνωρίζει τας οδούς των κακών. Αλλά θα πρέπει πάντα να προσευχόμαστε, όπως σας είπα προηγουμένως, ώστε να λάβουμε τη δωρεά της διακρίσεως των πνευμάτων ώστε να μπορούμε, όπως γράφεται στην Α' Ιωάν. 4:1, να μην πιστεύουμε σε κάθε πνεύμα».
Υπάρχουν εμφανίσεις αγγέλων, κατά τον Αντώνιο, και αυτός συμβουλεύει πως να διακρίνουμε αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο δαιμονικών δυνάμεων. «Η οπτασία των αγίων δεν είναι τεταραγμένη». Ο Αντώνιος παραθέτει από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (12:19): «γιατί αυτοί δεν θα φιλονεικούν, ούτε θα φωνάζουν ούτε θα ακούει κανένας τη φωνή τους». «Αλλά αυτή έρχεται τόσο ήσυχα και απαλά ώστε αμέσως χαρά, ευχαρίστηση και θάρρος έρχονται στην ψυχή. Γιατί ο Κύριος, που είναι η χαρά μας, είναι μαζί τους, και η δύναμη του Θεού Πατέρα. Και οι σκέψεις της ψυχής παραμένουν γαλήνιες και ατάραχες, ώστε αυτή, φωτιζόμενη τρόπον τινά από αυτήν με ακτίνες, να βλέπει αυτούς που εμφανίζονται. Γιατί την διακατέχει η αγάπη για ό,τι είναι θεϊκό και για τα μέλλοντα, και θα ήθελε πολύ να ενωθεί πλήρως με αυτά αν μπορούσε να πάει μαζί τους. Αλλά αν, επειδή είναι άνθρωποι, μερικοί φοβούνται την οπτασία των καλών, εκείνοι που εμφανίζονται (στην οπτασία) αφαιρούν αμέσως το φόβο όπως έκανε ο Γαβριήλ στην περίπτωση του Ζαχαρία (Λουκάς 1:13)· και όπως έκανε ο Άγγελος (Ματθαίος 28:5) που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο ιερό μνημείο1 και όπως έκανε αυτός που είπε στους ποιμένες στο ευαγγέλιο, «Μη φοβάσθε» (Λουκάς 1:41). Γιατί ο φόβος σ’ αυτούς προξενήθηκε όχι από δειλία, αλλά από την αναγνώριση της παρουσίας ανωτέρων όντων. Τέτοια λοιπόν είναι η φύση των οπτασιών των αγίων».
Ο Αντώνιος έχει πολλά να πει για το φόβο, για το αβλαβές αποτέλεσμα του στον άνθρωπο, για την εκρίζωση του με τη σταθερή πίστη. «Και αυτό ας είναι μια ακόμα απόδειξη για σας: όσες φορές η ψυχή παραμένει φοβισμένη υπάρχει μια παρουσία των εχθρών. Γιατί οι δαίμονες δεν απομακρύνουν το φόβο της παρουσίας τους όπως έκανε ο μεγάλος αρχάγγελος Γαβριήλ για τη Μαρία και τον Ζαχαρία, και όπως έκανε αυτός που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο μνημείο. Άλλα μάλλον, όποτε βλέπουν φοβισμένους ανθρώπους, αυξάνουν τα απατηλά τους τεχνάσματα ώστε οι άνθρωποι να φοβηθούν περισσότερο. Και τελικά ορμούν εναντίον τους και τους κοροϊδεύουν λέγοντας, 'πέσετε κάτω και προσκυνείστε μας… '. Αλλά ο Κύριος δεν το ανέχεται να μας απατά ο διάβολος, γιατί τον επιπλήττει όσες φορές σχεδιάζει τέτοια απατηλά τεχνάσματα εναντίον του, λέγοντας, 'Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί είναι γραμμένο, πρέπει να προσκυνήσεις Κύριο, τον Θεόν σου, και αυτόν μόνον να λατρεύσεις' - Ματθαίος 4:10. Γι’ αυτό, καταφρονείτε όλο και περισσότερο τον πανούργο (διάβολο), γιατί ό,τι ο Κύριος έχει πει, το είπε για μας, ώστε οι δαίμονες, ακούγοντας παρόμοια λόγια από μας, να τρέπονται σε φυγή δια του Κυρίου ο οποίος τους επιτίμησε μ' αυτά τα λόγια».
«Αλλά η επιδρομή και η 'τεταραγμένη φαντασία' των πονηρών πνευμάτων είναι φορτωμένες από σύγχυση, από θορύβους, από ήχους και κραυγές τέτοιες όπως η ταραχή που προξενούν οι αγροίκοι νεκροί ή οι ληστές. Από αυτά δημιουργείται φόβος στην καρδιά, ταραχή και σύγχυση σκέψεως, αθυμία, μίσος εναντίον εκείνων που ζουν μια ζωή ασκήσεως, αδιαφορία, θλίψη, ανάμνηση των συγγενών και φόβος θανάτου, και τέλος επιθυμία κακών πραγμάτων, αμέλεια για την αρετή και ακατάστατα ήθη. Γι’ αυτό, όποτε έχετε δει κάτι και είστε φοβισμένοι, αν ο φόβος σας αφαιρείται αμέσως και στη θέση του έρχεται ανείπωτη χαρά, φαιδρότης, θάρρος, ανανεωμένη δύναμη, ηρεμία σκέψεως και όλα εκείνα που πριν ανέφερα, τόλμη και αγάπη προς το Θεό πάρετε θάρρος και προσευχηθείτε. Γιατί η χαρά και η σταθερή κατάσταση της ψυχής δείχνουν την αγιότητα εκείνου που είναι παρών.
Έτσι χάρηκε ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, (Ιωάννης 8:56). Έτσι και ο Ιωάννης εσκίρτησε από χαρά στη φωνή της Μαρίας, της Θεοτόκου (Λουκάς 1:41). Αλλά αν με την εμφάνιση κάποιου υπάρχει σύγχυση, χτυπήματα απέξω, κοσμική επίδειξη, φόβοι θανάτου και άλλα που έχω ήδη μνημονεύσει, γνώριζε τότε ότι αυτό είναι μια επίθεση πονηρών πνευμάτων». Επανειλημμένα ο Αντώνιος τονίζει ότι «ο Κύριος είναι μαζί μας».
Ο «Βίος τον Αντωνίου» περιέχει πολλές διεισδυτικές, γνωστικές και αισθηματικά σταθερές συμβουλές. Αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή σε μερικές άλλες πλευρές του «Βίου». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος «ήταν ανεκτικός στη διάθεση και ταπεινός στο πνεύμα» και ότι «τηρούσε τον κανόνα της Εκκλησίας με πολλή αυστηρότητα, και ήθελε όλοι οι κληρικοί να τιμούνται πάνω από αυτόν. Γιατί δεν ντρεπόταν να σκύβει το κεφάλι του σε Επισκόπους και ιερείς, και αν ερχόταν κάποτε σ' αυτόν ένας διάκονος για βοήθεια συζητούσε μαζί του για το τι ήταν ωφέλιμο, αλλά του έδινε το προβάδισμα στην προσευχή, γιατί δεν ντρεπόταν να μαθαίνει από αυτόν … και επιπλέον η όψη του είχε μεγάλη και θαυμάσια χάρη. Αυτό το δώρο το είχε επίσης από τον Κύριο».
Ο «Βίος του Αντωνίου» περιγράφει τη στάση του Αντωνίου έναντι των Αρειανών. «Και κάποτε επίσης αυτός, όταν Οι Αρειανοί ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι οι γνώμες του Αντωνίου ήταν ίδιες με τις δικές τους, δυσαρεστήθηκε πολύ και έπνεε μένεα εναντίον τους. Ύστερα, όταν κλήθηκε από τους Επισκόπους και όλους τους αδελφούς, κατέβηκε από το όρος, και μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, κατήγγειλε τους Αρειανούς, λέγοντας ότι η αίρεση τους ήταν η τελευταία από όλες και πρόδρομος του αντίχριστου. Και δίδαξε στους ανθρώπους ότι ο Υιός του Θεού δεν ήταν ένα δημιούργημα, ούτε είχε έρθει στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά ότι αυτός ήταν ο Αιώνιος Λόγος και η Σοφία της Ουσίας του Πατρός. Και γι’ αυτό είναι ασέβεια να λέμε, ήταν μια εποχή που αυτός δεν υπήρχε, γιατί ο Λόγος συνυπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα. Γι’ αυτό να μην έχετε επαφή με τους ασεβέστατους Αρειανούς. Γιατί δεν υπάρχει κοινωνία ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι (Β΄ Κορινθίους 6:14)… Όταν αυτοί λένε ότι ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος του Θεού, είναι ένα δημιούργημα, δεν διαφέρουν καθόλου από τους ειδωλολάτρες, αφού αυτοί λατρεύουν αυτό που δημιουργήθηκε μάλλον παρά το Δημιουργό Θεό, τον Κύριο των πάντων».
Ο «Βίος του Αντωνίου» δίνει ενδιαφέρουσες συναντήσεις του Αντωνίου με τους Έλληνες, με τους οποίους συζητούσε με την βοήθεια διερμηνέως. Μια συζήτηση ήταν για την πίστη και τους αποδεικτικούς λόγους. Ο Αντώνιος έρωτα μερικούς «σοφούς» Έλληνες που είχαν έρθει σ' αυτόν ζητώντας «ένα λόγο για την πίστη μας στο Χριστό»: «Επειδή εσείς προτιμάτε να στηρίζεστε στους αποδεικτικούς λόγους, και επειδή εσείς, έχοντας αυτήν την τέχνη, θέλετε και εμείς να μη λατρεύουμε τον Θεό παρά μόνο ύστερα από τέτοια απόδειξη, πέστε μας πρώτα πως ακριβώς γνωρίζονται τα πράγματα γενικά και Ιδιαίτερα η γνώση του Θεού. Με αποδεικτικό λόγο ή με την ενέργεια της πίστεως; Και ποιο είναι καλύτερο, η πίστη που έρχεται δια της ενεργείας του Θεού, ή η δια λόγων απόδειξη; … Σ' αυτούς που έχουν την «δια πίστεως ενέργειαν», ο αποδεικτικός λόγος είναι άχρηστος, η ακόμα και περιττό . Γιατί ό,τι γνωρίζουμε με την πίστη αυτό προσπαθείτε να το αποδείξετε με τα λόγια, και συχνά δεν μπορείτε ούτε να εκφράσετε τι νοούμε. Έτσι η δια πίστεως ενέργεια είναι καλύτερη και ισχυρότερη από τους σοφιστικούς σας συλλογισμού,. Εμείς λοιπόν οι Χριστιανοί έχουμε το μυστήριο όχι με τη σοφία των Ελληνικών λόγων, αλλά με τη δύναμη της πίστεως που μας δίνεται πλούσια από τον Θεό δια του Ιησού Χριστού… Εμείς πείθουμε με την πίστη η οποία ολοφάνερα προηγείται της δια επιχειρημάτων αποδείξεως». Ο Αντώνιος ύστερα τους ζήτα να εκβάλουν τους δαίμονες «ιδού, υπάρχουν εδώ μερικοί που ενοχλούνται από τους δαίμονες». Μόλις ο Αντώνιος καθάρισε τους ανθρώπους από τους δαίμονες, οι φιλόσοφοι «εθαύμαζον». Και η απάντηση του Αντωνίου προς αυτούς είναι ουσιώδης: «Γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; δεν είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε αυτά τα πράγματα, αλλά ο Χριστός που τα κάνει αυτά μέσω εκείνων που πιστεύουν σ' αυτόν … είναι η πίστη δια της αγάπης που ενεργείται μέσα μας προς τον Χριστό». Εδώ για άλλη μια φορά δίνεται η αυθεντική προοπτική, μια προοπτική που είναι πάντα παρούσα, πάντα τόσο σύμφυτα προφανής και γνωστή ώστε να γίνεται απλά μια προϋπόθεση για την ασκητική και μοναστική ζωή.
Ο συγγραφέας θεωρεί το θάνατο του Αντωνίου σπουδαίο. «Αξίζει εγώ να διηγηθώ και σεις να ακούσετε ποιο ήταν το τέλος του. Γιατί αυτό το δικό τον τέλος αξίζει να το μιμηθούμε. Κατά τη συνήθεια του, αυτός επισκέφτηκε τους μοναχούς που βρίσκονταν στο «έξω όρος». Έχοντας μάθει από την πρόνοια ότι το τέλος του πλησιάζει, είπε στους αδελφούς, 'Αυτή είναι η τελευταία μου επίσκεψη σε σας. Και θα εκπλαγώ αν ξαναειδωθούμε σ’ αυτήν τη ζωή'. Και όταν αυτοί το άκουσαν αυτό, έκλαιγαν, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον γέροντα. Αλλά αυτός, σαν να απέπλεε από ξένη πόλη για να γυρίσει στην πατρίδα του, μίλησε χαρούμενα, και τους παρότρυνε «να μην ολιγωρούν στους κόπους, να μην λιποψυχούν στην άσκησή τους, αλλά να ζουν σαν να πεθαίνουν κάθε μέρα». Και όπως τους είχε πριν πει, 'να φυλάγουν την ψυχήν από ρυπαρούς λογισμούς, να μιμούνται πρόθυμα τους αγίους, και να μην προσεγγίζουν τους Μελετιανούς σχισματικούς … ούτε να έχουν καμιά σχέση με τους Αρειανούς… Να τηρούν, τις παραδόσεις των πατέρων, και κυρίως την αγία πίστη στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, την οποία μάθατε από τις Γραφές, και την οποία Εγώ σας υπενθύμησα πολλές φορές'. Αλλά όταν οι αδελφοί τον παρακάλεσαν θερμά να μείνει μαζί τους και να πεθάνει εκεί, αυτός δεν το δέχτηκε για πολλούς μεν άλλους λόγους… Αφού αποχαιρέτησε τους μοναχούς στο έξω Όρος, ήρθε στο «μέσα όρος» όπου συνήθιζε να μένει. Και ύστερα από μερικούς μήνες ασθένησε. Και αφού κάλεσε αυτούς που ήταν εκεί…, τους είπε: Εγώ, όπως έχει γραφεί, πορεύομαι την οδόν των πατέρων, γιατί βλέπω να με καλεί ο Κύριος. Προσέχετε και μη χάσετε τη μακρόχρονη άσκησή σας, αλλά σαν να αρχίζετε τώρα, διατηρήσετε με ζήλο την προθυμία σας. Γιατί γνωρίζετε την επιβουλή των δαιμόνων, πόσο άγριοι αυτοί είναι, αλλά πόσο λίγη δύναμη έχουν. Γι’ αυτό μην τους φοβάστε, αλλά μάλλον αναπνέετε πάντοτε τον Χριστό και πιστεύετε σ' αυτόν. Ζήσετε σαν να πεθαίνετε καθημερινά. Προσέχετε τον εαυτό σας και να θυμάστε τις παραινέσεις που ακούσατε από μένα… γι’ αυτό να είστε πάντα όλο και προθυμότεροι να είστε οπαδοί πρώτα του Θεού και ύστερα όλων των αγίων, ώστε, μετά το θάνατο, να σας δεχτούν και αυτοί ως γνωστούς και φίλους 'εις τας αιωνίους σκηνάς' … . Θάψετε, λοιπόν, το σώμα μου και κρύψετε το κάτω από τη γη, και κάνετε αυτό που σας είπα, ώστε να μην γνωρίζει κανείς τον τόπο της ταφής μου παρά μόνον εσείς. Γιατί κατά την ανάσταση των νεκρών θα το ξαναπάρω άφθαρτο από τον Σωτήρα. Μοιράσετε τα ενδύματα μου. Στον Αθανάσιο τον επίσκοπο δώσετε μια μηλωτή (δέρμα προβάτου) και το ιμάτιο πάνω στο οποίο κοιμάμαι, το οποίο ο ίδιος μου το έδωσε καινούριο, αλλά το οποίο πάλιωσε μαζί μου. Στον Σεραπίωνα τον Επίσκοπο δώσετε την άλλη μηλωτή, και σεις κρατείστε το τρίχινο ένδυμα. Λοιπόν, σας αποχαιρετώ, παιδιά μου, γιατί ο Αντώνιος φεύγει, και δεν θα είναι πια μαζί σας'. Η όψη φαινόταν χαρούμενη πέθανε και προστέθηκε στους πατέρες … η φήμη του έφθασε παντού … Γιατί ο Αντώνιος φημίστηκε όχι για τα συγγράμματα, ή για την κοσμική σοφία, ή για καμιά τέχνη, αλλά μόνο για την ευσέβεια του προς τον Θεό. Το ότι αυτό ήταν δώρο Θεού κανένας δεν θα το αρνηθεί… Διάβαζε λοιπόν αυτούς τους λόγους στους υπόλοιπους αδελφούς ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να μάθουν ποια έπρεπε να είναι η ζωή των μοναχών και να μπορέσουν να πιστέψουν ότι ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν».
Αρνητικές εκτιμήσεις του «Βίου του Αντωνίου»
Ο Harnack φέρνει τον «Βίο του Αντωνίου» ως παράδειγμα κειμένου που στερείται κάθε αξίας. «Αν μου επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσω σκληρή γλώσσα, δεν θα δίσταζα να πω ότι κανένα βιβλίο δεν είχε ασκήσει πιο αποβλακωτική –verdummender- επίδραση στην Αίγυπτο, την Δυτική Ασία, και την Ευρώπη από το «Βίο τον Αντωνίου». Θα ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς πιο ειλικρινά στους δαίμονες από τους Χριστιανούς του δεύτερου αιώνα. Αλλά εκείνη η εποχή αγνοούσε ακόμα τα φανταστικά μ' αυτούς τεχνάσματα, που σχεδόν μετέτρεψαν τον Χριστιανικό κόσμο σε μια κοινωνία απατημένων απατεώνων (αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτα για τους Χριστιανούς από τον Πλωτίνο εξηπάτων και αυτοί ηπατημένοι»). Όταν σκεφτόμαστε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» γράφτηκε από έναν Αθανάσιο, τίποτε άλλο δεν μπορεί πια να μας εκπλήξει».
Ο Harnack επιβεβαιώνει τη μεγάλη επίδραση του «Βίου τον Αντωνίου», μια επίδραση που αυτός, φυσικά, θεωρεί ότι ήταν άκρως επιζήμια. Το σχόλιο του Nygren για την επίδραση του «Βίου του Αντωνίου» στηρίζεται στα γεγονότα, δεν είναι παράφορο όπως του Harnack. Εντούτοις καταφέρνει να το χρωματίσει αρνητικά. «Ο Αθανάσιος είναι ο μεγάλος συνήγορος της Παρθενίας -βρίσκει μια από τις καλύτερες αποδείξεις της θεότητας του Χριστού στο γεγονός ότι ο Χριστός πέτυχε όσο κανένας άλλος να κερδίσει τους ανθρώπους στην αρετή της Παρθενίας- και της μοναστικής ευσέβειας — ένα γεγονός ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της δομής της σκέψεως του. Ως συγγραφέας του «Βίου τον Αντωνίου», ο Αθανάσιος βοήθησε περισσότερο ίσως από κάθε άλλον να διαμορφωθεί το ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού. Είναι σημαντικό ότι η ιστορία του ερημίτη Αντωνίου ήταν η αιτία της μεταστροφής του Αυγουστίνου». Ο Nygren βρίσκει στη διήγηση του Αυγουστίνου γι’ αυτήν στο έργο του De Confessione 8, 6, 15 την «τάση του Έρωτος». Ο Nygren συγκρίνει τη ζωή του ερημίτη με την οικοδομή ενός πύργου, ενδεικτικού του Ερωτικού τρόπου σκέψεως, και παραθέτει από το έργο του Holl «Gesammelte Aufsatze zur Kirchengeschichte» (II, σελ. 396), την εξής μαρτυρία: «στον αγώνα του μοναχού να πλησιάσει τον Θεό δίνεται μια αφελής, εξωτερική εξήγηση όταν ο Στυλίτης ανεβαίνει σ' ένα στύλο για να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τον ουρανό».
Ο Nygren προχώρησε από την επίδραση του Βίου του Αντωνίου πάνω στον Αγ. Αυγουστίνο στο Στυλίτη για να δηλώσει ότι κατά την εκτίμηση του «Βίου του Αντωνίου» από τον Άγ. Αυγουστίνο υπήρχε μια Ερωτική τάση, μια τάση που φυσικά δεν ήταν αυθεντικά Χριστιανική. Ένας άλλος Προτεστάντης συγγραφέας γράφει ότι ο Άγ. Αντώνιος «είναι ο πιο περίφημος, ο πιο γνήσιος, ο πιο σεβάσμιος εκπρόσωπος αυτής της αφύσικης και εκκεντρικής αγιότητας … Όλη η εποχή της Νικαίας τιμούσε τον Αντώνιο ως πρότυπο αγίου. Αυτό το γεγονός τονίζει πολύ χαρακτηριστικά την τεράστια διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη, την παλιά καθολική και την ευαγγελική Προτεσταντική αντίληψη της φύσεως της Χριστιανικής θρησκείας. Το ιδιάζον Χριστιανικό στοιχείο στη ζωή του Αντωνίου, ιδιαίτερα μετρούμενο με τα μέτρα του Παύλου, είναι πολύ μικρό».
Δυστυχώς το μέτρο με το οποίο κρίνουν αυτοί οι συγγραφείς τον Άγ. Αντώνιο και όλον τον αρχαίο Χριστιανισμό είναι ένα μέτρο εντελώς ξένο προς το μέτρο της αρχαίας Εκκλησίας, ένα μέτρο μιας τελείως διαφορετικής κατανοήσεως του Χριστιανισμού, που παρεισέφρυσε για πρώτη φορά μέσα στη ζωή του Χριστιανισμού με το Λούθηρο. Οι ορθολογιστές και οι υλιστές βρίσκουν επίσης το μοναχισμό αποκρουστικό. Τα σχόλια του Γίββωνος είναι πολύ γνωστά. «δεν υπάρχει ίσως καμιά φάση στην ηθική ιστορία της ανθρωπότητας που να έχει βαθύτερο και πιο οδυνηρό ενδιαφέρον από αυτήν την ασκητική επιδημία. Ένας βδελυρός, διεστραμμένος και κάτισχνος μανιακός, χωρίς γνώση, χωρίς πατριωτισμό, χωρίς φυσική στοργή, που ξοδεύει τη ζωή του μέσα σε μια μακροχρόνια ρουτίνα ενός αχρήστου και στυγερού αυτοβασανισμού, και που δειλιάζει μπροστά στα φρικαλέα φαντάσματα του παραληρούντος μυαλού του, είχε γίνει το ιδεώδες των εθνών που είχαν γνωρίσει τα κείμενα του Πλάτωνος και του Κικέρωνος και τις ζωές του Σωκράτη και του Κάτωνος».
Τα κείμενα του Αγίου Αντωνίου
Ο Αντώνιος είχε επίσης αλληλογραφία με μοναχούς, αυτοκράτορες, και ανθρώπους με υψηλά αξιώματα. Κανένα από τα γράμματα που έστειλε σε πολιτικά πρόσωπα, που τα υπαγόρευε στην Κοπτική γλώσσα, δεν σώζονται. Υπάρχουν επτά επιστολές, που απευθύνονται σε Αιγυπτιακά μοναστήρια. Ο Αγ. Ιερώνυμος είναι ο πρώτος που μνημονεύει αυτές τις επιστολές στο έργο του De νiris illustribus (88). Ο Αγ. Ιερώνυμος τις είχε διαβάσει σε Ελληνική μετάφραση. Η συλλογή έχει φθάσει ως εμάς σε μεταγενέστερες Λατινικές μεταφράσεις άλλων μεταφράσεων. Η πρώτη από τις επτά γνήσιες επιστολές επιζεί επίσης στα Συριακά. Στα Κοπτικά επιζεί η έβδομη, καθώς και το πρώτο μέρος της πέμπτης επιστολής και το τέλος της έκτης. Μια μετάφραση στη Γεωργιανή γλώσσα έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα.
Αυτό που είναι γνωστό ως ο «Κανόνας του Ayίου Αντωνίου» δεν είναι γνήσιο. Ενώ σώζεται σε δυο Λατινικές μεταφράσεις, η ίδια η φύση του φανερώνει ότι συντέθηκε από αρκετά χέρια. Επίσης πολυάριθμα κηρύγματα έχουν αποδοθεί στον Αντώνιο. Είναι προφανές ότι έκανε κηρύγματα ή ομιλίες. Μια συλλογή είκοσι ομιλιών υπάρχει σε Λατινική μετάφραση, αλλά καμιά από αυτές δεν είναι γνήσια - Sermones ad filios suos monachos. Ένα άλλο κήρυγμα, που διασώζεται επίσης στα Λατινικά, είναι επίσης νόθο - Sermo de vanitate mundi et resurrectione mortuorum (Κήρυγμα Περί της Ματαιότητος του κόσμου και της Αναστάσεως των Νεκρών)
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 166-189)), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Στις 4 Ιαννουαρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των δεκατριών Βατοπαιδινών Οσιομαρτύρων. Όταν η Εκκλησία δοκιμαζόταν από τον κίνδυνο του Παπισμού, μετά τη Σύνοδο της Λυώνος το 1274, επί λατινόφρονος αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και Πατριαρχείας Ιωάννη Βέκκου (1276 - 1282), το Άγιο Όρος ανέδειξε μάρτυρες, ομολογητές της Ορθοδοξίας.
Παρενθετικά να αναφέρομε ότι η Πρώτη σύνοδος της Λυών είχε συγκληθεί το έτος 1645 και η Δεύτερη σύνοδος της Λυών από το έτος 1272 μέχρι το έτος 1274. Αυτή τη Δεύτερη σύνοδο της Λυών, Παπικοί την καλούν 14η ‘’οικουμενική σύνοδό’’ τους.
Οι δεκατρείς Βατοπαιδινοί Οσιομάρτυρες (μεταξύ αυτών και ο Ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου Ευθύμιος), μαρτύρησαν το 1279/1280. Ο Ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου Ευθύμιος, μαρτύρησε με τον δια θαλασσίου πνιγμού θάνατον και τους δώδεκα Βατοπαιδινούς μοναχούς τους κρέμμασαν οι Λατινόφρονες.
«Τον προεστώτα Ευθύμιον, Βατοπέδης, ος δεθείς αλύσεσι, κατεποντίσθη εν τω βυθώ, ως ελέγξας πλάνην, λατινοφρόνων στερρότατα» (Ασματική Ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων).
Και τι δεν επινόησε το εκ του πονηρού αλλότριον πάθος των Λατινοφρόνων , εναντίον των Ομολογητών της Ορθοδοξίας. Τι μαρτύρια επινόησε η προδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Ο σκοτασμός που ακολουθεί την προδοσία της Ορθόδοξης Πίστης, δεν αφήνει περιθώρια στην εν Χριστώ αγάπη, την εν αληθεία αγάπη.
«Τους του Άθω Πατέρας και αγγέλους εν σώματι, Ομολογητάς και Οσίους, Ιεράρχας και Μάρτυρας, τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς, μιμουμενοι αυτών τας αρετάς, η του Όρους πληθύς πάσα των μοναστών, κραυγάζοντες ομοφώνως∙ δόξα τω στεφανώσαντι υμάς, δόξα τω αγιάσαντι, δόξα τω εν κινδύνοις ημών προστάτας δείξαντι» (Απολυτίκιον των Αθωνιτών Αγίων από την Ασματική Ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων), ψάλλομε στην Εκκλησία μας.
Οι ομολογητές Οσιομάρτυρες της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, δεν δέχθηκαν να συνηγορήσουν στις φιλενωτικές προσπάθειες του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μαρτύριό τους. Αυτούς τους ομολογητές Οσιομάρτυρες ‘’εν ύμνοις και ωδαίς’’ τιμούμε και αυτών καλούμαστε να μιμηθούμε τις αρετές.
*Πάρθηκαν και στοιχεία από το βιβλίο «Οι Άγιοι του Αγίου Όρους», Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου.
Πηγή: Ακτίνες
Η απόδειξη δια των προφητειών περί της θεότητας του Χριστού
Σύμφωνα με τον κορυφαίο φυσικομαθηματικό Πασκάλ (17ος αιώνας), η άπειρη και οντολογική απόσταση μεταξύ Θεού και κόσμου μπορεί να γεφυρωθεί μόνο με την Χάρη της Θεότητας του Χριστού, ο οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος για να ενώσει στην Θεανδρική του υπόσταση Θεό και άνθρωπο και στο Σταυρό και την ανάστασή Του να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Όπως δέχεται ο Πασκάλ, αλλά διακηρύσσει και η Εκκλησία, ισχυρότατη μαρτυρία περί της θεότητος του Ιησού αποτελούν οι προφητείες στην Παλαιά Διαθήκη που αναφέρονται στον Χριστό και οι οποίες υπολογίζονται περίπου σε τρεις εκατοντάδες. Σύμφωνα με σύγχρονους υπολογισμούς, η πιθανότητα να συμπέσουν σε ένα πρόσωπο 48 μόλις προφητείες εκφράζεται με το κλάσμα 1 προς 10157. Ο αριθμός αυτός είναι ασύλληπτος και απίθανος. Το γεγονός ότι στον Χριστό συνέπεσαν και επαληθεύτηκαν πολύ περισσότερες προφητείες, καθιστά και μαθηματικά ακόμη βέβαιο ότι ΜΟΝΟ Εκείνος υπήρξε ΙΣΤΟΡΙΚΑ ο αναγγελθείς Μεσσίας (βλ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου: ‘Τι είναι ο Χριστός’, στ’ έκδοση, εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1995, & Peter Stoner: ‘Μιλάει η επιστήμη’, εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1990).
Η μέγιστη αποστολή του Ιωάννη του Πρόδρομου ως προαπεσταλμένου και δείκτη του Μεσσία
Όσο περνούσαν τα χρόνια ο Θεός φανέρωνε με τους προφήτες Του, όλο και πιο καθαρά, τα χαρακτηριστικά Εκείνου που επρόκειτο να έρθει για να τους λυτρώσει. Στη Π.Δ. ο ίδιος ο Θεός προαναγγέλλει δια του προφήτου Μαλαχία τον ερχομό Του στη γη, γιατί λέγει: «Θα αποστείλω τον αγγελιοφόρο μου για να προετοιμάσει το δρόμο ΜΟΥ. Ο αγγελιοφόρος της διαθήκης, στον οποίον προσβλέπετε, ήδη έρχεται. Τότε ΕΓΩ, ο Κύριος (Γιαχβέ, στο Εβραϊκό κείμενο), που εσείς με περιμένετε, θα εισέλθω ξαφνικά στο ναό μου» (3,1). Εφόσον ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αναγνωρίζεται από τον Χριστό ως ο Πρόδρομος της Παρουσίας του Κυρίου (Λουκ. 7,27) και ο Πρόδρομος προαναγγέλλει τον Ιησού Χριστό (‘Ιδού ο αμνός του Θεού’) ευνόητο είναι ότι ο Χριστός ταυτίζεται με το Θεό, είναι ο ίδιος ο σαρκωθείς Θεός. Πράγματι, ο μέγιστος προφήτης Ιωάννης, ο προϊστάμενος των ασκητών αγίων της ερήμου, ο νέος προφήτης Ηλίας, η ζωντανή γέφυρα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εμφανίζεται στα ιερά κείμενα να είναι ο προπομπός της επίγειας παρουσίας του Θεού, γιατί λέγει ο προφήτης: «Ακούστε! Κάποιος φωνάζει: “Ετοιμάστε στην έρημο ένα δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε εκεί το δρόμο να περάσει ο Θεός μας”» (Ησαΐας 40,3). Και συνεχίζει ο χαρισματικός Ησαΐας: «Βάλε φωνή με δύναμη, Ιερουσαλήμ…. Να ο Θεός σας! Ο Κύριος ο Θεός έρχεται να εξουσιάσει με δύναμη…» (40,9-10). Αλλά και ο πατέρας του Προδρόμου, ο ευσεβής ιερέας Ζαχαρίας, εν Πνεύματι Αγίω αναγνωρίζει την αποστολή του Βαπτιστή μεταξύ των ανθρώπων: «Και συ, παιδί, προφήτης του υψίστου θα ονομαστείς. Γιατί θα προηγηθείς πριν από τον Κύριο, για να του ετοιμάσεις τους δρόμους του, για να κάνεις γνωστή στο λαό τη σωτηρία δια της συγχωρήσεως των αμαρτιών τους, χάρις στο μεγάλο έλεος του Θεού μας …» (Λουκ. 1,76). Το θαυμαστό δεν βρίσκεται μόνο στο πλήθος των προφητειών, αλλά κυρίως στο ότι το ερχόμενο πρόσωπο (ο Ιησούς Χριστός) εξισώνεται με το Θεό Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης. Και ακόμη πιο καθαρά, οι προφήτες αναφέρουν ότι ο προάγγελος του Μεσσία θα δράσει στον Ισραήλ, θα είναι ένας και μοναδικός και ότι το έργο του Μεσσία θα είναι κυρίως έργο λύτρωσης αμαρτιών και όχι πολιτικό ή κοινωνικό (βλ. ‘Τι είναι ο Χριστός’, όπου ανωτέρω). Η συνείδηση επομένως της Εκκλησίας αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ‘μείζονος εν γεννητοίς γυναικών’ και ‘περισσότερον προφήτου’ (Λουκ. 7,28 & 26), Ιωάννου του Βαπτιστού, τον ουρανόσταλτο αγγελιοφόρο, τον μεγάλο χάριν του Χριστού μαγνήτη ψυχών, που κατέδειξε στους συγχρόνους του τον Ιησού ως Υιό του Θεού.
Η Βάπτιση του Χριστού ως Θεοφάνεια και ως εγκαίνια της εκκλησιαστικής και λειτουργικής αναγέννησης των πιστών
Η Βάπτιση του Κυρίου ήταν η αρχή της δημόσιας δράσης του. Τριάντα ετών πλέον, επισκέφτηκε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στον Ιορδάνη ποταμό και του ζήτησε να Τον βαπτίσει. Λέει λοιπόν ο Ιωάννης στους παρευρισκόμενους για τον Ιησού: «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΜΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» (Ιω. 1,29). Τον ονομάζει λοιπόν ο Ιωάννης, ήδη από τη βάπτισή Του, προβατάκι (αμνό), εικόνα της πραότητας και της υπομονής, που προορίζεται να θυσιαστεί (να σταυρωθεί) ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, για όλη την Οικουμένη. «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ για τον οποίο εγώ σας είπα», συνεχίζει ο Ιωάννης να αποκαλύπτει (και προς τους μαθητές του), ότι «ύστερα από εμένα έρχεται κάποιος που είναι ανώτερός μου, γιατί ΥΠΗΡΧΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΩ» (Ιω. 1,30). Είναι βέβαιο ότι μιλάει εδώ για τον Ιησού ως τον προϋπάρχοντα και αιώνιο Θεό. Μέχρι τότε ο Ιησούς εθεωρείτο για όλους «γιος του ξυλουργού» Ιωσήφ (Μτθ. 13,55). Κατά τη βάπτισή Του έγιναν τα αποκαλυπτήριά Του ως Υιού του Θεού. Ο Χριστός ως άνθρωπος υπήρξε αναμάρτητος. Γι’ αυτό μόλις βαπτίστηκε ανέβηκε αμέσως από το νερό, αφού δεν είχε αμαρτίες για να εξομολογηθεί (Μθ. 3,16).
«Και νά, ΑΝΟΙΞΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ», για να κατοικήσει μονίμως (Μτθ. 3,16) επ’ Αυτού, σε διάκριση από τους προφήτες της Π.Δ., στους οποίους εχορηγείτο προσωρινά. Στον Ιησού δωρίζεται ως στον ηγέτη της νέας αγιασμένης ανθρωπότητας (Εκκλησίας) για να μεταμορφώνει πλέον πνευματικά τους πιστούς (πρβλ. Ησαΐα 61,1-3: Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ…). «Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα Ουράνια (οπότε για πρώτη φορά εμφανίζεται τόσο καθαρά και δημόσια η ύπαρξη της Αγίας Τριάδος), που έλεγε: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΥΙΟΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΜΟΥ (στον οποίον αναπαύομαι και δια του οποίου η σωτηρία)» (Ματθ. 3,17). Φανερώνει η φωνή αυτή την αγάπη, τη χαρά και τη συμμετοχή του Θεού Πατέρα στο μυστήριο του Υιού Του, αφού ο ίδιος φαίνεται ότι τον ενθρονίζει ως Μεσσία με το Άγιο Πνεύμα. Χρίεται δηλονότι ο Ιησούς βασιλιάς του νέου κόσμου του Θεού (ενός κόσμου πλέον χαράς, δικαιοσύνης, ειρήνης, ελευθερίας, αγάπης κ.α.), από τον ίδιο μάλιστα τον Πατέρα Του, πλην όμως Η ΧΡΙΣΗ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ήτοι ο Ιησούς δεν είναι απλός άνθρωπος όπως οι βασιλείς του Ισραήλ (λ.χ. Σαούλ, Δαυίδ, Σολομώντας), οι οποίοι ενθρονίζονταν με λάδι ή μύρο από τους προφήτες, αλλά εμφανώς Θεάνθρωπος.
Και ο Ιωάννης διακήρυξε φανερά και είπε: «Είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του. Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν, Αυτός (ο Θεός) όμως που με έστειλε να βαπτίζω (ΜΟΝΟ) με νερό, Εκείνος μου είπε: “Σε όποιον δεις να κατεβαίνει και να μένει πάνω Του το Πνεύμα, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΒΑΠΤΙΖΕΙ (πλέον) ΜΕ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ” (ως εκχέων, Λειτουργικά έκτοτε, τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος). Κι αυτό εγώ το είδα (το Πνεύμα που κατέβηκε προς Αυτόν) και διακήρυξα δημόσια (ως αυτόπτης μάρτυρας) πως αυτός είναι ο Υιός του Θεού (ο Ένας και Μόνος κατά τη φύση, όπως γράφει και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας)» (Ιω. 1,32-34) {βλ. και “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην…”, Π.Ν. Τρεμπέλα, σελ. 71-73).
Τέλος, όπως φάνηκε εξ Ουρανού ότι ο Χριστός είναι ο φυσικός Υιός του Θεού, έτσι και εμείς καθιστάμεθα ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΑ ΥΙΟΙ του Θεού μέσω του Αγίου Βαπτίσματος, που σημαίνει είσοδο στην οικογένεια του Θεού και συνδέεται με τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού (Ρωμ. 6,3 κ.ε.). Και όπως χρίστηκε ο Ιησούς με το Πνεύμα ως πνευματικός ηγέτης του νέου κόσμου-λαού του Θεού, έτσι και εμείς με το άγιο Χρίσμα δεχόμεθα τα χαρίσματα της Δόξης Του και γινόμαστε μέτοχοι της ανέσπερης Βασιλείας του Θεού. Με την είσοδο της χάριτος του Θεού στην ανθρωπότητα, ένεκα του αγιαστικού έργου του Χριστού και δια της Πεντηκοστής που οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16,13), φάνηκε, από τα άγια πλέον Θεοφάνεια, πως «Τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί» (από την ευχή του μεγάλου Αγιασμού, του Σωφρονίου Ιεροσολύμων).
Ο Κύριος γεννήθηκε ως άνθρωπος και, ζώντας ως διάκονος και υπηρέτης για μας, μαρτύρησε δια του λόγου και δια του αίματός Του για να ενωθούν οι πιστοί με το Θεό και να ζήσουν αιώνια. Και εμείς ακολουθούντες τον Αρχηγό της Ζωής οφείλουμε να δαπανώμεθα υπέρ των άλλων, να παλεύουμε κατά των παθών και να μαρτυρούμε την Τριαδική αλήθεια, διάγοντες εν ταπεινώσει και μετανοία, αφού είναι γνωστό πως «η βασιλεία του Θεού κερδίζεται με προσπάθεια και την κατακτούν αυτοί που αγωνίζονται» (Μτθ. 11,12).
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, προσκαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ γιορτάσουν τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, μ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγος: «Δεῦτε ἴδετε ξένον κατακλυσμόν, πολὺ βελτίονα καὶ κρείττονα, τοῦ ἐπὶ Νῶε, θεωρούμενον· τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἐκεῖ τὸ ὕδωρ ἐθανάτωσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος διὰ τοῦ βαπτισθέντος τοὺς θανόντας ἐζωοποίησεν· ἐκεῖ ὁ Νῶε ἐκ ξύλων ἀσήπτων κιβωτὸν συνεπήξατο, ἐνταύθα δὲ ὁ Χριστός, ὁ νοητὸς Νῶε, ἐκ τῆς ἀφθόρου Μαρίας τὴν τοῦ σώματος Κιβωτὸν κατεσκεύασεν· ἐκεῖ περιστερά, κάρφος ἐλαίας βαστάζουσα, τὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εὐωδίαν ἐμήνυσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς παραγενόμενον, τὸν ἐλεήμονα ὑποδείκνυσι Κύριον». Σὰν ἕνας δεύτερος κατακλυσμός, πραγματικά, εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἕνας κατακλυσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πνευματικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εἰσαγωγή του καὶ πάλι στὸν Παράδεισο. Γι΄ αὐτὸ κι ὁ στίχος, ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, λέγει:
Τοὺς οὐρανοὺς Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σχίσαν,
Τοὺς αὐτὸ μὴ χραίνοντας ἔνδον εἰσάγει
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, γιορτάζουμε τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ἅγιο Πρόδρομο, στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα ποὺ τὸ ἐπέρασεν ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατὰ πάντα τὸ «νόμο», θέλησε νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ὁ «Θεὸς ἐν σώματι» καὶ ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γνήσιος καὶ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί»· ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες, στὶς τόσο νοσταλγικὲς προφητεῖες τους, μὲ πολλὴ προσδοκία ἐκήρυχναν.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχεν ἔρθει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ βάπτιζε «βάπτισμα μετανοίας», κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ –ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄ 2-3). Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες, ὄντας ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ πληρώσει καὶ σ΄ αὐτὸ τὸ «νόμο» ἦρθε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δειλιάζει, καὶ συλλογιζόμενος τὴν ἀναξιότητά του μπρὸς στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ:
«Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;» -«Πῶς ἐκτείνω χείρα καὶ ἄψωμαι κορυφῆς κρατούσης τὰ σύμπαντα; Εἰ καὶ Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ΄ οἶδά σε Θεὸν προαιώνιον· ἐπὶ γῆς βαδίζεις, ὁ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφείμ· καὶ δοῦλος, Δεσπότην βαπτίζειν οὐ μεμάθηκα»! Μὰ ὁ Χριστὸς ἀφοπλίζει τὴ λογικὴ δειλία τοῦ Βαπτιστοῦ, λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια: «Ἅφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν ἐστι πληρῶσαι πάσαν δικαιοσύνην». Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ φέρει πιὰ ἄλλην ἀντίσταση, ἔστερξε νὰ βαπτίσει τὸ Χριστό. Κ΄ εἶδεν εὐθὺς ὁ Ἰωάννης τὴ στιγμὴ ἐκείνη, νἀνοίγωνται οἱ οὐρανοί· νὰ κατεβαίνει «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδη, ὡσεὶ περιστερὰ ἐπ΄ αὐτόν». Κι ἄκουσε νἂρχεται φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὧ ηὐδόκησα»!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑφτὰ λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε: α) «βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν», β) νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στὸ νερό, γ) νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία κι ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ νὰ τὸν παραχώσει μὲς στὸ νερό, δ) ν΄ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο, τὸν Βαπτιστή, ε) νὰ «πληρώση» τὸν νόμο, στ) ν΄ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ζ) νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ στὸ βάπτισμα. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει κ΄ ἕναν η) ν΄ ἁγιάσει τὴν φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τινὰς ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».
Καὶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μία χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ τὴ μεταφέρουμε κ΄ ἐμεῖς ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα ποὺ (ὁ Χριστὸς) βαπτίσθηκε κι ἁγίασε ὅλα τὰ νερά. Γι΄ αὐτό, λοιπόν, καὶ στὴ γιορτὴ αὐτή, κατὰ τὸ μεσονύχτι (ἐπειδὴ κατὰ τὴν Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ χριστιανοὶ) καὶ παίρνουνε νερὸ γιὰ τὰ σπίτια τους· ὅπου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τὰ νερὰ σήμερα, τὸ φυλάγουν ὅλο τὸ χρόνο.
Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται φανερό, ἀπ΄ τὸ ὅτι τὰ νερὰ ποὺ παίρνουμε (τὰ Φῶτα) δὲν ἀλλοιώνονται καὶ δὲν μυρίζουν, ὅσος καιρὸς κι ἂν περάσει· ἀλλὰ βαστοῦνε ἕνα χρόνο· ὁλάκερο, πολλὲς φορὲς καὶ δυὸ καὶ τρία χρόνια· καί, ὕστερ΄ ἀπὸ τόσα χρόνια, αὐτὸ τὸ νερὸ συναγωνίζεται σὲ φρεσκάδα καὶ σὲ καθαρότητα κ΄ ἐκεῖνα τὰ νερὰ ποὺ μόλις τώρα τὰ πῆραν ἀπὸ τὸ πηγάδι». Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς κάθε χρόνο νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἡμέρες μας –ἰδίως στὰ χωριά μας, ποὺ μὲ θερμὴ πίστη κ΄ εὐλάβεια, αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ βάζουν δίπλα ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα, στὸν ἱερώτερο τόπο κάθε σπιτιοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς δὲν ἔλαβε οὔτε τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ἐνδυμάτων, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό μας, μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μία κατάδυση καὶ μία ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου. Καὶ λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐρχότανε νὰ βαπτισθοῦνε σ΄ αὐτόν, τοὺς βαστοῦσε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὥσπου νὰ ἐξομολογηθοῦνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους, κ΄ ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ παρέχει ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶχε ἐπιστέγασμά της τὸ βάπτισμα: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας».
Ὅμως, καθὼς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μάρκος, ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Γιατί; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση, ποὺ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι, οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι, βαπτιζόμενοι, ἐπειδὴ ἦτον ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τὸ νερὸν βουτημένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας των, καὶ τότε ἔβγαινον ἀπὸ τὸ νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξὺ διάστημα καιροῦ. Ὁ δὲ Κύριος, ἐπειδὴ ἦτον ἀναμάρτητος, καὶ ἁμαρτίας δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ, διὰ τοῦτο, εὐθὺς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω». Κ΄ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σὰν εἶδος γέφυρας, ποὺ μᾶς πέρασε ἀπ΄ τὸ ἰουδαϊκὸ-σωματικό, στὸ χριστιανικὸ-πνευματικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ μᾶς χαρίζει μιὰν ἄσπιλη κι ἀμόλυντη πνευματικὴ καθαρότητα.
Ἀπ΄ ὅλο τὸν ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων, ποὺ ὑπομνηματίζει μὲ τὸν πνευματικώτερο καὶ ποιητικώτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς Βαπτίσεως, μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ τελευταῖο τροπάριό της η΄ ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:
Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.
Ἤδη μὲ τὴν ἔκφραση «λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις», ὁ ἱερὸς μελωδὸς μᾶς μεταδίδει τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὴν ἔνθεη συγκίνηση, εἰσάγοντάς μας σὲ μία πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἂς ἀσπροφορέσει, λέγει, κάθε ἀνθρώπινη, κάθε γήινη φύση, γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνεβεῖ στὸ προτερινὸ ὕψος της. Κι ὄχι μόνο γι΄ αὐτό, μὰ ἀκόμη, πρέπει ν΄ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται κάθε πλάση ἀνθρώπινη, γιατί ὁ θεῖος Λόγος τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὴν καθάρισε ἀπ΄ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐκατάστησε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη –«τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη».
Ὁ τίτλος αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κειμένου εἶναι: «ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». Καὶ ὑπάρχει ἕνας σοβαρὸς λόγος, ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ τίτλος κι ὄχι ἕνας ἄλλος, πιὸ κατανοητὸς ἴσως στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ποιητικώτατη προφητικὴ αὐτὴ φράση τῶν Ψαλμῶν εἶναι πλουτισμένη μ΄ ἕνα ἀσυνήθιστο καὶ ἀνυποψίαστο, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ φιλακόλουθους, πνευματικὸ βάθος. Ἂς προχωρήσουμε στὸ βαθὺ αὐτὸ νόημα, μὲ ὁδηγὸ καὶ συνέκδημο τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο –ποὺ πρέπει κάποτε νὰ πιάσει στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς μας μιὰν ὁλόκληρη ἕδρα, γιὰ νὰ μπορέσει ν΄ ἀξιοποιήσει τοὺς θησαυροὺς τῆς ἁγίας κηρυκτικῆς πείρας του ἡ Ἐκκλησία κ΄ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη.
Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μέ τὴ γνωστὴ μέθοδό του, πὼς ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης –ποὺ ἦταν πολυφημισμένος στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ σ΄ αὐτὸν- πηγάζει ἀπό δύο πηγές: ἡ μία λέγεται Ἰὸρ κ΄ ἡ ἄλλη Δάν. Καθὼς προχωροῦν τὰ δύο αὐτὰ ποτάμια, ἑνώνονται καὶ γίνονται ἕνα ποτάμι ποὺ ὀνομάζεται (ἀπ΄ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰὸρ καὶ Δᾶν) Ἰορδάνης καὶ χύνεται στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικώτατη, ὅπως τὴν φανερώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγὲς του συμβολίζουν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τοὺς δύο προπάτορες, ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀνέβλυσε –σὰν ἄλλος Ἰορδάνης- ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Κι ὅλο τοῦτο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; στὴ νέκρωση καὶ στὸ θάνατο –ὅπως ὁ Ἰορδάνης στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνεσε γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κ΄ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἔπαθε ἀπάνω στὸ σταυρό, καὶ κατήργησε, μὲ τὸν θάνατό του, τὸν θάνατο. Ἔτσι ἐχάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω, τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». (Ρωμ. Στ΄ 3).
Θὰ τελειώσουμε μ΄ ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, ποὺ ἡ ἔκδοση τῶν λόγων του –ἀγνώστων σχεδὸν ὡς τὰ τώρα- τιμᾶ τὴν «Πηγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Βιβλίου», ποὺ ἔβαλε τὴ δαπάνη καὶ τὴ φροντίδα γιὰ νὰ τυπωθοῦν, καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια. «Ἀλλ΄ ἐκεῖνο τὸ ὕστερον, λέγει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ ἀναπτερώνει, διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται τὸ βάπτισμα. Εἶναι τοῦτο, οἱ ἀνοιγόμενοι Οὐρανοί. Ὢ βάπτισμα, θύρα τοῦ Παραδείσου! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλείς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλίμαξ τῶν Οὐρανῶν, ὢ βάπτισμα, ἡ κολυμβήθρα τῆς ἀναγεννήσεως! Ὢ βάπτισμα, τὸ λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας! Ὢ βάπτισμα, τῆς υἱοθεσίας μυστήριον! Ὢ βάπτισμα, ἡ ταφὴ τῆς ταφῆς, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάστασις τῆς ἀναστάσεως, διὰ τοῦ ὁποίου “συνθάπτομαι Χριστῷ καὶ συνανίσταμαι Χριστῶ”… Διὰ τ΄ ἐμᾶς εἶναι ἀνοιμένες οἱ θεόδμητες ἐκεῖνες πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ ἐμεῖς κατακυλιούμεστάνε χάμετες στὴν γῆν. Γιὰ τ΄ ἐμᾶς χύνεται τόσον καὶ τηλικοῦτον φῶς καὶ καθαρίζει μας καὶ λούει μας, καὶ ἀφαιρεῖ τὲς πονηρίες ἠμῶν “ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” καὶ φωτίζει μας».
Δικαιολογημένη, λοιπόν, ἡ χαρὰ τῶν χριστιανῶν. «Τὰ σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω». «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνη ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα» καὶ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον»!
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας» τοῦ Π.Β. Πάσχου, τῶν ἐκδόσεων «Ἀστὴρ»), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Στὰ Θεοφάνεια ἢ γνωστὰ καὶ ὡς Ἐπιφάνεια ἑορτάζεται ἡ ἀνάμνηση τῆς Βάπτισης τοῦ Κυρίου στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, αὐτὴ ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ καὶ διαχωρίστηκε ἐπὶ πάπα Ρώμης Ἰουλίου (336 – 352 μ. Χ.), καὶ ἔκτοτε τὰ μὲν Χριστούγεννα ἑορτάζονται στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐνῷ ἡ Βάπτιση στὶς 6 Ἰανουαρίου. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, ἡ συνήθεια στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, οἱ κατηχούμενοι νὰ βαπτίζονται τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων.
Τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων μὲ τὸ ὁποῖο συνδέονται τὰ περισσότερα ἔθιμα εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων. Ὁ ἁγιασμὸς γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς στὴν ἐκκλησία καὶ λέγεται πρωτάγιαση, φώτιση, πρῶτος ἁγιασμός, μικρὸς ἁγιασμός. Καὶ ἡ παραμονὴ λέγεται ἐπίσης Πρωτάγιαση, μέρα τοῦ Σταυροῦ ἢ μέρα τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἐνῷ ἡ καθεαυτὴ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς λέγεται Ὁλόφωτα ἢ Ἁγιάση.
Ὁ ἱερέας γυρίζει τὴν παραμονὴ στὰ σπίτια ραντίζοντάς τα μὲ ἁγιασμό, διώχνοντας ἔτσι μακριὰ κάθε κακό. Παλαιότερα, συνέδεαν τὸν «φωτισμὸ» (ραντισμὸ) τῶν σπιτιῶν μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῶν καλικαντζάρων, τοὺς ὁποίους φαντάζονταν νὰ φεύγουν περίτρομοι στὴν παρουσία τοῦ παπᾶ.
Στὰ παλιὰ χρόνια, ἕνα πολὺ διαδεδομένο ἔθιμο τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων ἦταν ἡ πλειοδοσία μεταξὺ τῶν πιστῶν γιὰ νὰ σηκώσουν τὴν εἰκόνα τῆς Βάπτισης καὶ τὸν Σταυρό, καθὼς καὶ τὰ ἄλλα εἰκονίσματα, προτοῦ ξεκινήσουν γιὰ τὸ μέρος ὅπου θὰ τελεστεῖ ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός. Στὰ παραθαλάσσια μέρη, οἱ νέοι συναγωνίζονται ἀκόμη καὶ σήμερα ποιὸς θὰ ἀνασύρει πρῶτος τὸν σταυρὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα, μόλις τὸν ρίξει ὁ ἱερέας. Καθὼς ἔτσι θὰ ἔχει τὸ προνόμιο νὰ τὸν περιφέρει πάνω στὸ στολισμένο δίσκο καὶ νὰ δέχεται συνάμα τὶς τιμὲς καὶ τὶς εὐχὲς ὅλων τῶν παρευρισκομένων.
Ἕνα ἀκόμη ἐνδιαφέρον ἔθιμο σχετικὰ μὲ τὴν κατάδυση τοῦ Σταυροῦ εἶναι τὸ πλύσιμο τῶν εἰκόνων ἢ καὶ τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων, ὅπως συνηθίζεται σὲ ὁρισμένα μέρη. Στὴ Λῆμνο π.χ. ὅταν ρίξει ὁ παππὰς τὸν σταυρὸ στὴ θάλασσα, οἱ γυναῖκες παίρνουν ἀπὸ σαράντα κύματα νερὸ καὶ μὲ αὐτὸ πλένουν τὰ εἰκονίσματα τοῦ σπιτιοῦ τους δίχως νὰ μιλοῦν. Τὸ νερὸ αὐτό, ἐπειδὴ θεωρεῖται ἁγιασμένο, τὸ ρίχνουν μετὰ στὴν ἐκκλησία σὲ μέρος ποὺ νὰ μὴν πατιέται.
Ὅπως στὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά, ἔτσι καὶ στὰ Φῶτα συνηθίζεται νὰ ἑτοιμάζουν εἰδικὰ ψωμιά, ὅπως στὴν Κεφαλονιὰ ἡ λεγόμενη φώτιστα, στολισμένη μὲ σταυρὸ καὶ μὲ σχέδια γενικὰ ποὺ θυμίζουν ἁγιασμὸ (κουβαδάκι κ.λπ.). Εἰδικὰ ψωμιά, ἐπίσης, παρασκευάζονται καὶ γιὰ τὰ ζῶα τοῦ σπιτιοῦ. Στὴ Νάξο π.χ. κάνουν τὸ λεγόμενο «βουδόψωμο», καθότι σὲ πολλὰ μέρη ὑπάρχει ἡ δοξασία ὅτι τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων τὰ ζῶα μιλοῦν, γι’ αὐτὸ οἱ γεωργοὶ φροντίζουν νὰ τὰ περιποιηθοῦν ὅσο μποροῦν καλύτερα, γιὰ νὰ εἶναι εὐχα- ριστημένα καὶ νὰ μὴν παραπονεθοῦν στὸν Θεὸ γιὰ κακοπέραση!
Πηγή: Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη
Ἡ πηγὴ τῶν εὐαγγελικῶν διδαγμάτων ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ῥύακας, καὶ εἴ τις διψῶν πίνει ἐξ ἐκείνης τῆς πηγῆς, καὶ ζωοποιεῖται· ζωοποιεῖται δὲ κατὰ πνεῦμα καὶ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν, εὐφροσύνην ὑπὲρ οἶνον δεχόμενος. Ἀκόρεστος γὰρ ἡ γλυκύτης τῶν πνευματικῶν λογίων· οὐ γὰρ εὐφραίνει κοιλίαν, ἀλλὰ καρδίαν, καὶ λογισμοὺς εὐσεβῶν εἰς φιλοθεΐαν ἄγει. Ἤκουες γὰρ ἀρτίως ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου βοῶντος πρὸς τὸ συνελθὸν πανταχόθεν καὶ βαπτιζόμενον τὸ τῶν Ἰουδαίων πλῆθος· Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος· ὀπίσω, διὰ τὸν τόκον τῆς γεννήσεως. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι.
Καὶ ποῖα ὑποδήματα βαστακτέα ὑπεφέρετο ὁ Κύριος, ὅτι ἔλεγεν, Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι; Ἐνταῦθα ὑποδήματα, τὰ τῆς οἰκονομίας μυστήρια λέγει· ὑποδήματα γὰρ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Κυρίου προσαγορεύεται...
Καὶ τούτου μάρτυς ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου κράζων· Ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου. Διὰ τοῦτο καὶ ὑποπόδιον ἤκουσεν ἡ τοῦ Κυρίου ἐνανθρώπησις, ὡς ἐπὶ γῆς ὀφθεῖσα, καὶ τὸ τέρμα τῆς γῆς καταλαβοῦσα. Ὅπερ καὶ ὁ προφήτης ἐκ τῶν ἑκατέρων τὴν ἐμφάνειαν ποιούμενος ἐκέκραγεν· Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί. Οὗ τὸ πτύον ἐν χειρὶ αὐτοῦ· καὶ τὸν μὲν σῖτον συνάξει εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος, καὶ τὸν ἰσχυρότερον Κύριον σαλπίζοντος, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτιζόμενοι ἀντέβαινον τῷ Ἰωάννῃ, λέγοντες· Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα, ὦ προφῆτα;
Τί σεαυτὸν συκοφαντεῖς; σὺ τοῦ μεγάλου Ζαχαρίου υἱὸς, σὺ καὶ ἀνθρώποις ποθητὸς,
καὶ θηρίοις φοβερός. Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα; τί ἀδολεσχεῖς; Οὐκ ἔστι σοῦ ἰσχυρότερος. Σὺ καὶ κατ' ἐπαγγελίαν ἐτέχθης, σὺ ὑπὸ Γαβριὴλ ἐμηνύθης, σὺ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ἐφανερώθης, σὺ τὴν γλῶτταν τοῦ γεννήσαντός σε δεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ διέλυσας, σὺ Ἰωάννης κέκλησαι, ὃ χάρις Θεοῦ ἑρμηνεύεται.
Tί τοίνυν συκοφαντεῖς ἑαυτόν; Οὐκ ἔχεις τὸν ἰσχυρότερόν σου. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ὡς δοῦλος ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου μαρτυρῶν, θεϊκὴν ἀξίαν σφετερίσασθαι μὴ καταδεξάμενος, ἀντεβόα τοῖς ἀντιβαίνουσιν ὄχλοις λέγων· Ὑμεῖς, ὃ οὐκ οἴδατε, λέγετε· ἐγὼ, ὃ οἶδα, μαρτυρῶ. Ἰσχυρότερός μου ἔρχεται. Ἐγὼ δι' ἐκεῖνον, ἐκεῖνος οὐ δι' ἐμέ· ἐγὼ ἐκ στείρας, ἐκεῖνος ἐκ παρθένου· ἐγὼ στρατιώτης, ἐκεῖνος βασιλεύς· ἐγὼ πρόδρομος, ἐκεῖνος οὐράνιος· ἐγὼ τὸ Πνεῦμα δεδανεισμένος, ἐκεῖνος ζωὴν παρέχει πᾶσιν ἀνθρώποις· ἐγὼ μετανοίας κήρυξ, ἐκεῖνος υἱοθεσίας δοτήρ· ἐγὼ βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, προκαθαίρων ὑμᾶς ὡς σκεύη ῥερυπωμένα ταῖς ἁμαρτίαις, ἐκεῖνος ἐμβαλεῖ τὸ μύρον τῆς χάριτος· Αὐτὸς βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρὶ, οὐ καυστικῷ, ἀλλὰ ἁγιαστικῷ. Ἐγὼ νουθεσίας γλῶτταν κινῶ, ἐκεῖνος δικαιοκρισίας πτύον βαστάζων, καὶ τοὺς μὲν δικαίους ὥσπερ σῖτον ὡραῖον ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῶν οὐρανῶν ἀνενέγκει, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ μὴ μετανοήσαντας ὡς ἄχυρα τῷ ἀσβέστῳ πυρὶ παραδώσει. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ἐκεῖνον προσμείνατε, παρ' ἐκείνου τὸ τέλειον δέξασθε βάπτισμα· ἐγὼ λύχνος ἐν μέρει, ἐκεῖνος ἥλιος πανταχοῦ. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστί.
Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος καὶ παραπλήσια τούτων, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθέντες ὄχλοι προσέμενον ἀντιβάλλοντες πρὸς ἀλλήλους, καὶ λέγοντες· Καρτερήσωμεν καὶ ἴδωμεν τὴν μέλλουσαν διαβαίνειν βασιλείαν ἢ φαντασίαν· ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις· ἰσχυρότερον αὐτοῦ παραγενέσθαι λέγει, πτύον καὶ πῦρ καὶ Πνεῦμα φέροντα.
Ἐν τούτοις τῶν ὄχλων καραδοκούντων κοσμικῆς βασιλείας παρουσίαν, ἑνὶ ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης καὶ Θεὸς ἄνωθεν διαβαῖνον, ἰδὲ καὶ ὁ Κύριος τῇ ὄψει τῆς ἐνανθρωπήσεως, μόνος, λιτὸς, μονοχίτων, ὡς εἷς τῶν ὅλων ἀνθρώπων, ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην φθάσας, προσέκλινε τὴν κεφαλὴν τῷ Ἰωάννῃ, θέλων ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθῆναι.
Ταύτην τοίνυν τὴν ταπεινὴν θέαν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπιστασίας ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης παρὰ πολλὴν προσδοκίαν θεασάμενος, ἰλιγγίασεν, ἠπόρησε, καὶ ἐξεπλάγη· τόπος φυγῆς περιεβλέπετο, θέλων δραπετεῦσαι· καὶ οὐχ ηὕρησεν· ἀοράτος γὰρ ἦν κρατούμενος καὶ συνεχόμενος· ἐβόα πρὸς τὸν κρατοῦντα Κύριον λέγων·
Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Τί ποιεῖς, Δέσποτα; τί προδίδως με τοῖς ὄχλοις εἰς θάνατον; Νῦν ὡς ψευδολόγον. ὄχλοι λιθάσουσιν· ἐγὼ μεγάλα περὶ σοῦ ἐκήρυξα, καὶ σὺ ὡς λιτὸς καὶ ξένος παραγέγονας. Τί ποιεῖς, Δέσποτα; καὶ ἄνω Υἱὸς βασιλέως, καὶ κάτω Υἱὸς βασιλέως· καὶ οὐδαμῶς σκῆπτρον βασιλικόν; Δεῖξόν σου τὴν ἀξίαν· τί μόνος καὶ λιτὸς παραγέγονας; ποῦ σου τὸ τῶν ἀγγέλων στῖφος; ποῦ τὸ τῶν ἀρχαγγέλων τάγμα; ποῦ σου ἡ ἑξαπτέρυγος τῶν Χερουβὶμ λειτουργία; ποῦ τὸ πτύον; ποῦ τὸ πῦρ; ποῦ σου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον; Μωϋσῆν ἐδόξασας, νεφέλην φωτεινὴν παρέστησας, στῦλον πυρὸς πορεύεσθαι αὐτῷ αρεσκεύασας, τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀγγελικῇ δόξῃ περιήστραψας, τὸν δοῦλον ἐν τοσαύτῃ δόξῃ ἠμφίασας, καὶ σὺ ὁ Δεσπότης ἐν ἰδιωτικῷ σχήματι παραγενόμενος τὴν κεφαλήν μοι προσκλίνεις; Ἀνάνευσον, κεφαλὴ πάντων ὑπάρχεις· δεῖξον ὅπερ εἶς· ἔδειξας τὰ ταπεινὰ, δεῖξον καὶ τὰ ὑψηλά· βάπτισον τοὺς παρόντας, καὶ πρὸ πάντων ἐμέ. Τί βαπτίσαι θέλων;
Ὁ Ἰορδάνης οὐ δέξεται· ἐγνώρισέ σε τὸν ποιητὴν, ἀνέτρεψε τὰ ῥεῖθρα εἰς τὰ ὀπίσω, οὐ προβαίνει εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ἀρνεῖται τὴν τάξιν. Τὰ στοιχεῖα γνωρίζουσι, κἀγὼ μὴ γνωρίσω; Εἰ θέλεις βαπτισθῆναι, ἑαυτὸν βάπτισον. Οὐκ ἐκτείνω τὰς χεῖρας· ἀρνοῦνται τὴν σύνθεσιν, ναρκῶσι, συστέλλονται· ὃ οὐκ ἐδιδάχθησαν κρατεῖν, οὐκ ἐπιδέχονται. Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Οἶδά σε τίς εἶ, καὶ γινώσκεις ὅτι οἶδά σε. Τί με κρύπτεις τὸν εἰδότα σε; Ἐν τῇ νηδύϊ τῆς μητρός μου ὑπάρχων κατεσφαλισμένος, καὶ πρὸ καιροῦ τὴν ἔξοδον μὴ εὑρίσκων, μόνον ἐθεασάμην σε φερόμενον ὑπὸ τῆς παρὰ σοῦ φερομένης· ἐγνώρισά σε, καὶ τί λαλεῖν μὴ εὑρίσκων, τὸ τῆς μητρός μου χρησάμενος στόμα, ἐβόησα δι' αὐτῆς τὰ ἐμὰ λέγων· Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἐκεῖ οὐκ ἐσφάλην, καὶ ὧδε οὐ γινώσκω; Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
Ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτὸν, καθὼς ἀρτίως ἤκουες· Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες ἄρτι· οὐκ οἶδας ὃ λέγεις· ἐγὼ οἶδα ὃ πραγματεύομαι. Τὴν δόξαν τῆς θεότητός μου ζητεῖς ἀποκαλυφθῆναί σοι· οὐκ ἔχει ὁ καιρός· πάντα καλὰ ἐν καιρῷ αὐτῶν. Σὺ ἀληθεύεις, ἀλλ' οὐ πιστεύῃ· ἄπιστον γὰρ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος· οὐ γεννήματα ἐχιδνῶν αὐτοὺς προσηγόρευσας; Πῶς οὖν τούτοις ἀνακαλυφθῆναί με θέλεις; Οὐ δέχονταί σου τὴν περὶ ἐμοῦ μαρτυρίαν· ὑπονοοῦσί σε διὰ τὸ ὕποπτον, ὡς εἶναι πρόδρομον· Ἄφες ἄρτι, μείζονα μαρτυρίαν δέξονται. Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην.
Ὁ δὲ Ἰωάννης λέγει πρὸς αὐτόν· Πῶς, Δέσποτα;
Καὶ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ὥσπερ περιετμήθην, ἵνα τὸν νόμον πληρώσω, βαπτίζομαι ἵνα τὴν χάριν κυρώσω. Ἐὰν μέρος πληρώσω, καὶ μέρος καταλείψω, κολοβὸν καταλιμπάνω τὴν οἰκονομίαν· δεῖ με πάντα πληρῶσαι, ἵνα μετὰ ταῦτα γράψῃ Παῦλος· Πλήρωμα νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες, Ἰωάννη, τὴν τοῦ ὕδατος φύσιν ἁγιασθῆναι· δεῖ με πάντα πληρῶσαι. Εἰ μὴ ἐγὼ ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, οὐ καταδέξεται βασιλεὺς ὑπὸ ἱερέως πτωχοῦ βαπτισθῆναι. Ἄφες ἄρτι, ἄφες ἄνωθεν τὸν Πατέρα ἐπιβοῆσαι, Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἵνα μὴ ἄρχωνται οἱ Ἰουδαῖοι λέγειν υἱὸν τοῦ τέκτονος, ἀλλὰ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Ἄφες ἄρτι· μὴ ἀντίβαινε τῷ Ἀδάμ· δεύτερος Ἀδὰμ γέγονα, τὸν ἐκείνου ῥύπον τῶν πλημμελημάτων ἐκπλῦναι θέλων· εἰ μὴ ἐγὼ βαπτισθῶ, πῶς ἐκεῖνος καθαρισθήσεται; Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τριάκοντα ἐτῶν βαπτίζομαι, τὸν ἐκείνου χρόνον ἐκδεχόμενος, ἵνα τῷ ἐκείνου τὸ ἐμὸν κυρωθῇ. Ἄφες ἄρτι, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου· Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων.
Καὶ ἦν ἰδεῖν θεωρίαν φρικώδη.
Ἥψατο μὲν τῆς κορυφῆς τοῦ Δεσπότου σύντρομος ὁ Ἰωάννης· ἄνωθεν δὲ οὐρανῶν ἀνοιχθέντων, κατεσκόπουν ἄγγελοι τὸ γενόμενον· Πνεύματος δὲ χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς τῇ τοῦ Δεσπότου κεφαλῇ προσφοιτῶσα, τὴν τοῦ Ἰωάννου δεξιὰν παρωθεῖτο. Εἱστήκει δὲ τὸ πλῆθος ἀπορούμενον ἐπὶ πλέον, καὶ τὸ, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους λαλοῦν. Εἶτα ὡς ἀποκρινάμενος τοῖς πλήθεσι, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους ζητοῦσιν, ἐβόησεν ὁ Πατὴρ, λέγων· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε. Βοᾷ τὴν εἰς τὸν Υἱὸν ὁ γεννήτωρ φιλοστοργίαν, ἵνα μάθῃς τὴν τοῦ Κτίστου περὶ τὸν κόσμον διάθεσιν, ὅτι τοιοῦτον ὑπὲρ τῶν τοιούτων δούλων Υἱὸν ἀπέδωκεν, ὑπὲρ μισουμένων τὸν ποθούμενον, ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν τὸν ἀναμάρτητον, ὑπὲρ ἀδόξων τὸν ἔνδοξον.
Δοξάσωμεν οὖν τὸν ἐπιφανέντα Δεσπότην σὺν τῷ Πατρὶ, καὶ τὸν Υἱὸν, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, νῦν, καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή:Θρησκευτικά
Στα μελαγχολικά φώτα των πολυκατοικιών, στα νοσοκομεία και φυλακές, στους δρόμους και τις ρίμες της ζωής, στα αζήτητα και το περιθώριο υπάρχουν άγιες ψυχές, που ομολογούν Χριστό.
Αυτούς δεν θα τους ανακηρύξει ποτέ κανείς. Έλεγαν οι παλιοί αγιορείτες, «ε.. παιδί μου, υπάρχουν πολλοί άγιοι αφανείς, που δεν τους ξέρει κανείς μονάχα ο Θεός και θα τους εμφανίσει σε δύσκολες εποχές και μέρες…». Κανείς μας δεν μπορεί να πει στο Θεό σε πια ανθρώπινη καρδιά θα αναπαυθεί. Είναι απόλυτα δική του επιλογή. Γι αυτό και στην Βασιλεία Του θα βρεθούμε προ εκπλήξεων. Αυτός γνωρίζει τα παιδιά του, τις ψυχές που λάμπουν μόνο εκείνος ξέρει να διακρίνει.
Όπως εκείνη του νεωκόρου, από μία ενορία των Αθηνών, που μόλις τελείωνε η Θεία Λειτουργία έτρεχε στα φαρμακεία πότε να του δώσουν και άλλοτε να αγοράσει με τον πενιχρό του μισθό φάρμακα, ώστε να τα μοιράσει σε σπίτια και νοσοκομεία. Έλιωσε τα πόδια του στην αγάπη. Άγιασε η καρδιά του.
Να θυμηθούμε την γλυκιά μου Σιμόν Βέιλ που πέθανε 33 ετών κοπέλα, από ασιτία στα μέσα του β΄παγκοσμίου πολέμου, αρνούμενη να φάει θέλοντας με τον τρόπο αυτό να συμμετάσχει στην πείνα του δοκιμαζόμενου λαού.
Εκείνη την πανέμορφη κοπέλα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, που υπέφερε από καρκίνο κι’ όμως, μέσα στην οδύνη των χημοθεραπειών, δεν σταμάτησε να ψελλίζει, «Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός…..».
Ο ταπεινός αγρότης από την Κρήτη, που αγόγγυστα φρόντιζε, έλουζε, περιποιούνταν και τραγουδούσε στην κατάκοιτη γυναίκα του.
Η μητέρα εκείνη που χώρισε και μόνη της μεγάλωσε τέσσερα παιδιά. Προσευχόταν και έλεγε «Χριστέ μου κράτα με, να τα μεγαλώσω, βάστα με να τα καταφέρω». «Πάτερ», μου έλεγε, «δεν είχαμε να φάμε. Στο σκοτάδι ζούσαμε στην αρχή. Ρεύμα δεν είχα, κι όμως δεν έδωσα το κορμί και την ψυχή μου στον διάολο. Ο Θεός με φώτισε και έμαθα να ράβω. Με την βελόνα και καθαρίζοντας σπίτια μεγάλωσα και πάντρεψα όλα τα παιδιά μου. Δεν με άφησε ο Θεός. Μου έστειλε ευλογία και έδινα και σε άλλους που είχαν ανάγκη. Γιατί είχα νιώσει τι θα πει πείνα».
Η γριά πλύστρα που ανάγκασε τον Εβραίο νομπελίστα συγγραφέα Σίνγκερ να πει, ότι δεν θα είχε νόημα ο παράδεισος δίχως αυτήν την Πλύστρα.
Την Αγία Μαρία Σκόμπτσοβα των Παρισίων, που θα συλληφθεί από τις Ναζιστικές φασιστικές δυνάμεις και αφού θα οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ζώντας σε σκληρές δοκιμασίες και απάνθρωπες συνθήκες, στο τέλος θα οδηγηθεί σε θάλαμο αερίων Μεγάλο Σάββατο του 1945, στο Ravensbrück, επιλέγοντας να πάρει τη θέση μιας καταδικασμένης Εβραίας μητέρας.
Και σαφέστατα τόσοι άλλοι, ανώνυμοι και αφανείς «άγιοι» της καθημερινότητας, που αγάπησα και φανέρωσαν τον Χριστό στην ζωή της βιοπάλης. Γιατί οι «άγιοι» δεν είναι απαραίτητο να φοράνε πάντα ράσο. Μπορεί να ντύνονται με μπλου τζιν ή φούστα πλισέ. Ένα μονάχα είναι βέβαιο, ότι πάντες στάθηκαν γυμνοί από κάθε εξουσία μπροστά στο Θεό και τον άνθρωπο και έλιωσαν την ζωής τους στην αγάπη. Άλλωστε τι νόημα θα είχε ο παράδεισος χωρίς όλους αυτούς;
Πηγή: Ομοθυμαδόν
Γιατί γιορτάζουν τὰ Χριστούγεννα αὐτοὶ πού δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό;
Σχόλιο Κατάνυξις: «Ἁλιεύσαμε τὴ συγκεκριμένη εἴδηση ἀπὸ περιέργεια γιὰ τὸν εὐφάνταστο τίτλο. Ἡ συνέχεια τοῦ ἄρθρου ὑπῆρξε ἀποκαλυπτική, γιὰ τὶς πολιτικὲς καὶ τὴ μεθοδολογία τῆς νέας τάξης πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸν ὕποπτο ρόλο τῶν Μὴ Κυβερνητικῶν Ὀργανώσεων, στὴν ἐπιβολὴ τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Σῆμα κατατεθὲν στὶς πρακτικές τους, τὸ μίσος καὶ ἡ ἀποστροφὴ σὲ κάθε τι Ὀρθόδοξο καὶ Πατριωτικό. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ δῆθεν ὑπηρετοῦν τὴν ὑψηλὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου "οὐμανισμοῦ", χωρὶς διαφορές, χρωματικές, φυλετικὲς ἢ θρησκευτικές, οἱ ἴδιοι προετοιμάζουν τὴν παγκόσμια διακυβέρνηση καὶ πανθρησκεία, ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν ἀριθμοποίηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὑπονομεύοντας δολίως τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία τῆς ἀθάνατης ἀνθρώπινης ψυχῆς».
Διαβάστε τό ἀπαράδεκτο ἄρθρο τῆς Μ.Κ.Ο….
Ἴσως νὰ μὴν ἀναρωτήθηκες ποτέ.
Ἴσως καὶ πάλι νὰ μὴν σοῦ πέρασε καν ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι –κυρίως στὴ χώρα μας- ποὺ χαίρονται καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν ἑορταστικὴ περίοδο τῶν Χριστουγέννων, χωρὶς ὅμως νὰ πιστεύουν στὸν Χριστιανισμό.
Ἡ ἀνεξάρτητη ΜΚΟ «Ὅμιλος Ἀνθρωπιστῶν Κύπρου» μὲ κείμενό της, ἀπομυθοποιεῖ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ξεκαθαρίζοντας πώς οἱ γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων, ὅπως καὶ ἄλλες μεγάλες χριστιανικὲς ἑορτές, πέραν τοῦ θρησκευτικοῦ ὑπόβαθρου ποὺ διαθέτουν, εἶναι καὶ μία πολὺ καλὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ συναντηθεῖς μὲ ἀγαπημένα πρόσωπα, νὰ ἀνταλλάξεις εὐχὲς καὶ νὰ περάσεις ὄμορφα.
«Οἱ ἀνθρωπιστὲς ἀπολαμβάνουν τὰ Χριστούγεννα χωρὶς κανένα αἴσθημα ἐνοχῆς καὶ χωρὶς νὰ νιώθουν ὑποχρέωση καὶ καθῆκον πρὸς μία ἀνώτερη ὀντότητα».
Γράφει ὁ Ὅμιλος Ἀνθρωπιστῶν Κύπρου*
Ἡ περίοδος τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἀδιαμφισβήτητα ἡ ἀγαπημένη πολλῶν ἀνθρώπων. Ὄχι ὅλων. Ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ εἴτε δὲν πιστεύουν καὶ δὲν θέλουν νὰ γιορτάσουν τὴν χριστιανικὴ παράδοση εἴτε αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν νὰ συμμετέχουν σὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦν «καταναλωτικὴ» γιορτὴ ποὺ στηρίζεται πλέον κατὰ πολὺ στὸν ὑλισμό.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη μερίδα ἀνθρώπων ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ γιορτάσουν τὴν περίοδο αὐτὴ ἐνῶ ἡ θρησκεία δὲν παίζει κανένα ρόλο στὴ ζωή τους.
Εἶναι αὐτοὶ οἱ μὴ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι, ὑποκριτές;
Θὰ ἔπρεπε νὰ νιώθουν ἐνοχὲς πού ἐνῶ δὲν πιστεύουν, γιορτάζουν; Καμία ἀπολύτως ἐνοχή!
Ὁ Ἀνθρωπισμὸς ἀπορρίπτει τὴν ἰδέα τοῦ ὑπερφυσικοῦ καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς καὶ ὑπερασπίζεται τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ λαμβάνει ἠθικὲς ἀποφάσεις ποὺ βασίζονται στὴ λογική, τὴν ἐνσυναίσθηση, στὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν συνάνθρωπο καὶ στὴ φιλοδοξία του πρὸς τὸ γενικότερο καλό τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἡ ἀνθρωπιστικὴ ἠθικὴ εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἀνθρώπινης φύσης, μὲ βάση τὴν κατανόηση καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους, χωρὶς νὰ χρειάζεται καμία ἐξωτερικὴ ἔγκριση. Οἱ ἀνθρωπιστὲς ἐξηγοῦν πὼς ἔχουμε μία μόνο ζωὴ καὶ σημασία ἔχει πὼς καλύτερα μποροῦμε νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε, ἐδῶ καὶ τώρα.
Πῶς μποροῦν ὅμως οἱ ἀνθρωπιστὲς μὲ αὐτὴ τὴν κοσμικὴ προσέγγιση στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη νὰ γιορτάζουν θρησκευτικὲς γιορτὲς ὅπως εἶναι τὰ Χριστούγεννα;
Ὅπως καὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες γιορτές, ὀνομαστικές, γενεθλίων ἀκόμα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν χριστιανικῶν γιορτῶν, οἱ ἀνθρωπιστὲς βρίσκουν εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσουν χρόνο μὲ δικούς τους ἀνθρώπους, νὰ ἀλληλοευχηθοῦν «χρόνια πολλὰ» καὶ νὰ ἀνταλλάξουν δῶρα χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανένα θρησκευτικὸ ὑπόβαθρο.
Τὰ Χριστούγεννα ἀποτελοῦν μία σημαντικὴ εὐκαιρία συνεύερεσης μὲ οἰκογένεια καὶ φίλους γιὰ νὰ διασκεδάσουν καὶ νὰ εὐθυμήσουν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πιὸ κρύας καὶ σκοτεινῆς ἐποχῆς τοῦ χρόνου.
Τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἐλπίδας κυριαρχεῖ τὴν περίοδο αὐτὴ χωρὶς τὴν παρουσία θεοῦ στὴ ζωή τους καὶ φέρνει τὴν ἴδια χαρὰ στοὺς ἀνθρωπιστὲς ὅπως σὲ ὅλους τούς θρησκευόμενους ἀνθρώπους.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο περνοῦν οἱ ἀνθρωπιστὲς τὰ Χριστούγεννα χωρὶς κανένα αἴσθημα ἐνοχῆς καὶ χωρὶς νὰ νιώθουν ὑποχρέωση καὶ καθῆκον πρὸς μία ἀνώτερη ὀντότητα. Ὑποκρισία δὲν εἶναι νὰ στολίζεις τὸ δέντρο, ἕνα ἔθιμο μὲ παγανίστικες ἐξάλλου ρίζες, χωρὶς νὰ θρησκεύεις.
Κάθε ἄλλο. Ὑποκρισία εἶναι νὰ ἐπικαλεῖσαι τὴ θρησκεία σου γιὰ νὰ στολίσεις ἕνα δέντρο. Καὶ ὑποκρισία εἶναι νὰ συμμετέχεις σὲ κάτι, χωρὶς νὰ λὲς ἀνοιχτὰ καὶ ἐλεύθερα τὶς δικές σου πεποιηθήσεις.
Καλὰ Χριστούγεννα, καλὰ Σατουρνάλια!
Χρόνια Πολλὰ τελοσπάντων!
Πηγή: sigmalive, Κατάνυξις, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Τριπλή εορτή σήμερα! Οι δύο από τις εορτές έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα: η εορτή της περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως και η εορτή και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας, Ουρανοφάντορος. Και κοντά σ’ αυτές τις δύο γιορτές υπάρχει θα λέγαμε και η πολιτική εορτή της ενάρξεως του νέου πολιτικού έτους, η πρωτοχρονιά και η πρωτομηνιά, η οποία όμως κι αυτή προσλαμβάνει, μέσα στην Εκκλησία για όλους μας, πνευματικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως μία κοσμική εορτή και να κάνουμε κι εμείς τα του κόσμου. Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της σημερινής ημέρας, το μεν Ευαγγέλιο του Όρθρου, από το κατά Ιωάννην Άγιο Ευαγγέλιο, ορίστηκε εξ αιτίας της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου· και εκεί, όσοι ήσαν το πρωί στον Όρθρο, άκουσαν ότι ο Χριστός μάς ομίλησε για τον καλό ποιμένα, ποιος είναι ο καλός ποιμήν· κι ότι τα πρόβατα ακούν τη φωνή του καλού ποιμένος, ενώ του κακού ποιμένος την φωνήν ως ξένου, ως αλλοτρίου, δεν την ακούν. Αλλοτρίω δε, ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν (Ιωάν., 10, 5). Και ορίστηκε αυτή η περικοπή, διότι καλός ποιμήν, κατ’ εξοχήν, καθ’ υπερβολήν μέγας ποιμήν της Εκκλησίας είναι ο εορταζόμενος σήμερα άγιος, ο Μέγας Βασίλειος.
Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της Κυριακής έχουν σχέση με την εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας, η οποία βέβαια δεν αναπτύσσεται εκτενώς μέσα στο Ευαγγέλιο· όπως ακούσαμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας είπε ότι συμπληρώθηκαν οι οχτώ ημέρες του περιτεμείν το παιδίον (Λουκ., 2, 21) και ότι οδήγησαν στο ναό τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό μετά από οκτώ ημέρες και εκεί έγινε η περιτομή, όπως προέβλεπε ο Μωσαϊκός νόμος και συγχρόνως του έδωσαν και το όνομα Ιησούς, κατά την περιτομήν, το οποίο ήδη είχε αναγγείλει ο Άγγελος.
Η Αποστολική περικοπή, από την προς Κολασσαείς επιστολή, έχει κι αυτή σχέση με την περιτομή, κάνει λόγο για την περιτομή την χειροποίητο, αυτήν την οποίαν υπέστη και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την Ιουδαϊκή περιτομή, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε από μας τους χριστιανούς. Γνωρίζετε όλοι ότι κατά τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας μας έγινε πολύ μεγάλο ζήτημα, ανάμεσα στους ιουδαΐζοντας χριστιανούς και στους μη ιουδαΐζοντας, αν θα έπρεπε και οι χριστιανοί, και εμείς, να περιτεμνόμαστε· κάποιο διάστημα μάλιστα και ο Απόστολος Πέτρος παρασύρθηκε και υποστήριζε και αυτός ότι πρέπει όλοι μας να περιτεμνόμαστε, όπως οι Ιουδαίοι, και τον ήλεγξε αυστηρώς ο Απόστολος Παύλος και τελικώς η Α’ Αποστολική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα το 49-50 μ.Χ., αποφάσισε ότι δεν πρέπει οι χριστιανοί να τηρούν τη διάταξη αυτή του Μωσαϊκού νόμου και να περιτεμνόμαστε. Αυτά όμως είναι εισαγωγικά.
Αυτό το οποίο σήμερα εδώ επέλεξα να σας αναπτύξω εν ολίγοις, είναι κάτι που έχει σχέση με την αποστολική περικοπή, η οποία είναι από την προς Κολασσαείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου, αλλά έχει σχέση επίσης και με μία νοοτροπία, η οποία έχει καλλιεργηθεί στις ημέρες μας, νοοτροπία και συνήθειες, οι οποίες μοιάζουν πολύ με αυτά που ζούσαν οι χριστιανοί στις Κολοσσές και τις οποίες συνήθειες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος. Και οι συνήθειες αυτές τις οποίες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος είναι ότι, ενώ είχαν γίνει πολλοί χριστιανοί, εξακολουθούσαν να τηρούν διατάξεις παλαιές, να παρασύρονται από την κοσμική νοοτροπία κι από τον κοσμικό τρόπο διαβιώσεως και ζωής, κι έτσι ουσιαστικώς να μην τηρούν όσα προβλέπει το Ευαγγέλιο, όσα προβλέπουν οι εντολές του Κυρίου.
Ακούσατε λοιπόν πριν από λίγο, ότι μας είπε ο Απόστολος Παύλος Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν (Προς Κολασ., 2, 8). Να προσέχετε, λέγει, να μην υπάρξει κάποιος ο οποίος θα σας ξεγελάσει, θα σας παρασύρει με την φιλοσοφία αλλά και με την ψεύτικη απάτη, όπως επίσης και κατά τα στοιχεία του ανθρώπου, του κόσμου, κατά τις συνήθειες του κόσμου και ου κατά Χριστόν. Διότι στον Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα σωματικώς κι εμείς είμαστε γεμάτοι από το Χριστό, και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, κι όποιος είναι γεμάτος από το Χριστό δεν έχει ανάγκη να γεμίζει και από τις κοσμικές συνήθειες και από τις κοσμικές εορτές. Και στη συνέχεια μας κάνει λόγο για την περιτομή την αχειροποίητο εν ω περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω· έχουμε υποστεί κι εμείς οι χριστιανοί μία περιτομή, σε μας όμως δεν απέκοψαν τμήμα του δέρματός μας, όπως στη σωματική περιτομή τη χειροποίητο, αλλά σε μας περιέκοψαν τα αμαρτήματα, το σώμα της αμαρτίας εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού αυτή είναι η δική μας αχειροποίητος περιτομή, ότι με το βάπτισμά μας απεκδυόμεθα τα αμαρτήματά μας, κόπτονται τα αμαρτήματά μας· και περισσότερο ότι αυτή την περιτομή εμείς την κάνουμε πράξη στη ζωή μας, περικόπτοντας όχι σωματικό μέρος, αλλά περικόπτοντας τις αμαρτίες μας. Αυτή λοιπόν εδώ η περικοπή του Αποστόλου Παύλου, συνειρμικά, μ’ έκανε να σκεφτώ ότι όντως έχει κυριαρχήσει μία νοοτροπία, η οποία εξακολουθεί και η οποία επιδεινώνεται τις ημέρες αυτές των εορτών και κατά την ημέρα της σημερινής εορτής. Δεν ξέρω αν και σε άλλες χρονιές ήταν και σε μας το εκκλησίασμα τόσο αραιωμένο, πάντοτε ήταν αραιωμένο διότι οι περισσότεροι ξενυχτούν, πολλοί από το εκκλησίασμα το δικό μας έχουν φύγει και βρίσκονται αλλού, αλλά παρατηρώ κάθε χρόνο ερχόμενος το πρωί στην εκκλησία ότι η Πρωτοχρονιά είναι η μόνη μέρα που η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη αυτοκίνητα, σαν να είναι καθημερινή. Τις Κυριακές που έρχομαι υπάρχει ησυχία, ξεκουράζονται όλοι, κοιμούνται τις Κυριακές, δεν παν στην εκκλησία· τώρα κυκλοφορούν, κυκλοφορούν, κυκλοφορούν και γιατί κυκλοφορούν; Διότι τη νύχτα ξενυχτούν, διότι υπάρχει αυτή η εσφαλμένη αντίληψις ότι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι αυτή την ημέρα· τα στοιχεία του κόσμου, κατά την παράδοση των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Θεόν· κι ότι πρέπει να γλεντήσουμε τη βραδιά αυτή της Πρωτοχρονιάς, να ξεδώσουμε, να χαρούμε, εις τρόπον ώστε αν αυτή η μέρα μας πάει καλά, όλες οι άλλες ημέρες θα πάνε καλά. Πολλές φορές αναφέρθηκα σ’ αυτή την κακή πρόληψη, την κακή δεισιδαιμονία και είπα ότι ο χρόνος μας και η ζωή μας αγιάζεται όχι παρατηρώντας μήνας και καιρούς και ενιαυτούς, όχι βλέποντας αν την 1η του μηνός θα πάμε καλά ή αν την 1η της χρονιάς, του έτους, θα πάμε καλά, αλλά αγιάζοντας τη ζωή μας με την αρετή.
Υπάρχει επίσης και μια άλλη συνήθεια και νοοτροπία κοσμική, η οποία και αυτή κυριαρχεί αυτές τις ημέρες, η ευχή –πολλές φορές το έχω πει κι αυτό, ας το επαναλάβω- η ευχή «Χρόνια πολλά». Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, αφού και όλοι μας, κι εγώ από συνήθεια, όπου βρεθώ λέω «Χρόνια πολλά», τι να πω; Και για να μειώσω λίγο αυτή την ευχή, που δεν είναι χριστιανική ευχή το «Χρόνια πολλά», προσθέτω «Χρόνια πολλά και ευλογημένα»· τουλάχιστον να είναι ευλογημένα, να μην είναι απλώς «χρόνια πολλά», αλλά να είναι ευλογημένα, να είναι κατά Χριστόν τα «χρόνια πολλά». Και η άλλη ευχή «πάνω απ’ όλα υγεία»· όπου βρεθείς «πάνω απ’ όλα υγεία», υγεία, υγεία, υγεία, υγεία να έχετε, πάνω απ’ όλα υγεία. Κι όλοι εύχονται για μακροημέρευση, εις έτη πολλά, για χρόνια πολλά, να είσαι γερός, να ζήσεις, να χαρείς, να είσαι υγιής… Όλα αυτά, αγαπητοί μου, είναι στοιχεία του κόσμου, είναι παραδόσεις ανθρώπων, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, και δεν είναι χριστιανική νοοτροπία, δεν είναι χριστιανική διδαχή, δεν προκύπτουν όλα αυτά από το Ευαγγέλιο, δεν προκύπτουν από τη ζωή των Αγίων, δεν είναι παράδοση της Εκκλησίας μας, δεν είναι παράδοση των Αγίων Πατέρων.
Σχετικώς λοιπόν με αυτά σήμερα, ήθελα να σας παρουσιάσω μερικές σκέψεις, λέγοντας γενικώς τα εξής: κατά την Πίστη, της Εκκλησίας μας στο σχέδιο του Θεού ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ένα ον, το οποίο θα ζούσε αιωνίως, όχι απλώς χρόνια πολλά, θα ζούσε αιωνίως ο άνθρωπος· δεν θα υπήρχε ούτε το γήρας, ούτε η φθορά, ούτε ο θάνατος, αλλά θα είχαμε μία αιώνια ζωή. Και το Ευαγγέλιο μας λέει ότι αυτή την αιώνιο ζωή πρέπει πάντοτε να έχουμε στο νου μας, διότι αυτή η αιώνιος ζωή μπορεί ξανά να κερδηθεί. Την χάσαμε αυτή τη ζωή στον Παράδεισο εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αυτή η αιώνιος ζωή είναι μπροστά μας· γιατί λοιπόν να κοιτάζουμε και να ενδιαφερόμαστε εδώ για τα «χρόνια πολλά», πόσο θα ζήσουμε και να μην ενδιαφερόμαστε για την αιώνια ζωή, την ατελεύτητη ζωή και να ευχόμαστε, όπως πολλές φορές έχω πει, «Καλό Παράδεισο»! Πού να ευχηθείς «Καλό Παράδεισο»; Θα θεωρηθεί αυτό ότι αυτό είναι μία ευχή, που λες να πεθάνει: «Καλό Παράδεισο», άντε να πεθάνεις τώρα. Αλλά υπάρχει καλύτερη ευχή; Σαν να του λες να κληρονομήσεις την αιώνια ζωή, να κληρονομήσεις τον Παράδεισο. Δεν υπήρχε λοιπόν στο σχέδιο του Θεού η φθορά και ο θάνατος και το γήρας. Ο Αδάμ και η Εύα δεν γεννήθηκαν βρέφη, για να μεγαλώσουν, να γεράσουν και να πεθάνουν· πλάστηκαν και δημιουργήθηκαν από το Θεό στην κατάσταση της νεότητος, για να μείνουν αιώνια νέοι και αθάνατοι και να φτάσουν στην αγήρω μακαριότητα, στην αγήραστη ευφροσύνη της αιωνίου ζωής. Η εμφάνιση όμως του κακού, της αμαρτίας, η ανυπακοή και ο εγωισμός του ανθρώπου απέναντι του Θεού ανέτρεψαν αυτόν τον αρχικό σχεδιασμό και οδήγησαν το Θεό σε προσαρμογή του σχεδίου, στις νέες πλέον συνθήκες της αμαρτίας, τις οποίες συνθήκες δημιούργησε ο άνθρωπος. Αν ο άνθρωπος εξακολουθούσε να είναι αθάνατος, μετά από την αμαρτία, θα διαιώνιζε το κακό στην ύπαρξή του και θα έδινε στο κακό αιώνια υπόσταση. Για να μη γίνει, λοιπόν, το κακό αθάνατο, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται ,πολύ ωραία φράση από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός δρώντας ευεργετικά και θεραπευτικά, επιτρέπει την εκδήλωση της φθοράς, του γήρατος, και του θανάτου με τη διαδικασία αυτή της φθοράς των κυττάρων του οργανισμού, για να διακοπεί η συνέχιση του κακού της αμαρτίας. Δεν υπάρχει ούτε μία ημέρα στη ζωή μας χωρίς αμαρτία. Γιατί ουδείς καθαρός από ρύπου, κι αν μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης. Γι’ αυτό η παράταση της ζωής, η μακροβιότητα, τα πολλά χρόνια, τα οποία ευχόμαστε όλοι μας και τα οποία οραματίζονται να επιτύχουν οι ιατροί με έρευνα κτλ, αν δεν συνοδεύονται όλα αυτά, η μακροβιότητα, τα χρόνια πολλά, αν δεν συνοδεύονται και από προσπάθεια τελειοποιήσεως στην αρετή και στην αγιότητα, αν είναι απλώς χρόνια πολλά κι όχι χρόνια άγια, χρόνια ενάρετα είναι επιζήμια, γιατί παρατείνουν τη διάπραξη της αμαρτίας και του κακού και οδηγούν σε συσσώρευση αμαρτιών. Όσο πιο πολύ ζούμε, όσο πιο πολλά χρόνια ζούμε, τόσο πιο πολλές αμαρτίες συγκεντρώνουμε και συσσωρεύουμε.
Αυτή η νέα, λοιπόν, θεώρηση του χρόνου της ζωής, σε σχέση με την αρετή και με την αγιότητα, άλλαξε ριζικά την αξιολόγηση όλων αυτών, της μακροβιότητος, της ευχής «χρόνια πολλά» και στην Αγία Γραφή και στην εκκλησιαστική Παράδοση. Από την Αγία Γραφή να σας σημειώσω εδώ, μόνον, αυτό που κι άλλη φορά και στο Αρχονταρίκι κάτω είπαμε, ότι εκεί ο Απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του, τι λέει για την ζωή μας; Ελάτε, λέει, εσείς που προγραμματίζετε για αύριο και μεθάυριο, όπως προγραμματίζουμε όλοι μας: το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, θα κάνουμε εκείνο, ας πάμε εδώ και ας πάμε εκεί, ας κάνουμε το χρόνο αυτό εκείνο και το άλλο. Ποία γαρ η ζωή υμών; Πώς σχεδιάζετε, λέει, εσείς για όλα αυτά, το χρόνο αυτό θα κάνουμε αυτό, το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, να ζήσουμε χρόνια πολλά. Ποία γαρ η ζωή υμών; ατμίς γαρ έσται η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε και αφανιζομένη. Τι είναι η ζωή μας; Η ζωή μας είναι ένας ατμός, μία ατμίς, η οποία ξαφνικά εμφανίζεται όπως ο ατμός και σε λίγο εξαφανίζεται, αυτός ο ατμός. Μας λέει λοιπόν, κι άλλη φορά το είπαμε, αντί να λέμε θα κάνουμε αυτό κι αυτό κι αυτό τα χρόνια που θα ζήσουμε, να λέμε εάν ο Κύριος θελήσει και ζήσομεν και ποιήσομεν και ζήσομεν ετούτο και εκείνο.
Και σε πολλά άλλα χωρία η Αγία Γραφή μας ομιλεί για το πόσο η ζωή μας είναι σύντομη, ο καιρός συνεσταλμένος εστί (Α’ Κορινθ., 7, 29). Πέρα όμως από αυτό, υπάρχει στην Πατερική Παράδοση κι επειδή σήμερα γιορτάζει ο Μέγας Βασίλειος, ιδιαίτερα από τη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, θέλω να παρουσιάσω μερικές σκέψεις γύρω από το θέμα αυτό, σχετικά με το θέμα αυτό της μακροβιότητος και του γήρατος και του θανάτου. Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι υπάρχουν γέροντες -όλοι ευχόμαστε να φθάσουμε στη γεροντική ηλικία και ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μας, φτάνει αυτό; – υπάρχουν γέροντες λέει, οι οποίοι με την αμαρτωλή ζωή τους καταισχύνουν, ντροπιάζουν το γήρας και αποδεικνύονται αφρονέστεροι και των νηπίων ακόμη· ενώ αντιθέτως υπάρχουν νέοι, οι οποίοι χωρίς να έχουν λευκές τρίχες, άσπρα μαλλιά, συμπεριφέρονται σαν να ήσαν γέροντες και αξίζουν γι’ αυτό σεβασμού και τιμής αυτοί οι νέοι που συμπεριφέρονται ως γέροντες. Ενθυμείστε ότι ο Άγιος Σάββας, τον οποίον εδώ ιδιαιτέρως τιμούμε και τον εικονογραφήσαμε στις αγιογραφίες μας, τόσο συνετός ήταν από νεαράς ηλικίας είκοσι ετών, ώστε ο Μεγάλος Ευθύμιος τον ονόμαζε παιδαριογέροντα· παιδάκι, που είχε τη σύνεση γέροντος, παιδαριογέρων, παιδαριογέροντας. Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Πλείον γαρ τω όντι εις πρεσβυτέρου σύστασιν της εν θριξίν λευκότητας το εν φρονήσει πρεσβυτικόν» (Εις τον προφήτην Ησαΐαν 2, 101, PG 30, 284.). Περισσότερο λέγει, για να θεωρηθεί κανένας πρεσβύτερος, δεν είναι οι λευκές τρίχες, η λευκότητα στις τρίχες, αλλά είναι το εν φρονήσει πρεσβυτικόν, να είναι κανείς πρεσβύτης στη φρόνηση, στην αρετή και στην αγιότητα.
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τον χειμαρρώδη λόγο του, λέγει σχετικά απευθυνόμενος σε γέροντες, που αξίωναν σεβασμό, απλώς λόγω μόνον του γήρατος: «Η πολιά τότε αιδέσιμος, όταν τα της πολιάς πράττη. όταν δε νεωτερίζη, των νέων καταγελαστότερος έσται…» (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65). Οι γέροντες, λέει, τότε είναι σεβαστοί, όταν συμπεριφέρονται σαν γέροντες, όταν όμως νεωτερίζουν –και σκεφτείτε τώρα, που έχουν καταντήσει οι γέροντες της εποχής μας· οι γέροντες της εποχής μας έχουν εκτραπεί οι περισσότεροι τελείως, μ’ αυτήν τη συνήθεια των Κ.ΑΠ.Η. και τους γάμους των γερόντων σε μεγάλη ηλικία- τι να σεβαστούν σ’ αυτούς τους γέροντες; Οι οποίοι φτάνουν σε ηλικία 65 κι 70 και 80 ετών και σκέφτονται γάμους, είτε όντες εν χηρεία, είτε ακόμη από διαζύγια· αυτοί νεωτερίζουν, τι να σεβαστείς σ’ αυτούς τους γέροντες; Και γαρ την πολιάν τιμώμεν, ουκ επειδή το λευκόν χρώμα του μέλανος προτιμώμεν, τιμούμε, λέει, την πολιάν, τ’ άσπρα μαλλιά, όχι γιατί προτιμούμε το λευκό χρώμα από το μαύρο, αλλ’ ότι τεκμήριόν εστι της εναρέτου ζωής, το να είναι κανένας γέροντας σημαίνει πως είναι ενάρετος, και ορώντες από τούτου στοχαζόμεθα την ένδον πολιάν, κι όπως βλέπουμε να είναι κανένας άσπρος απ’ έξω, τι ωραία εικόνα, σκεφτόμαστε και πως μέσα είναι κάτασπρος, είναι λευκός και στην ψυχή, και από τούτου στοχαζόμεθα την ένδον πολιάν· τώρα πολλοί βάφουν τα μαλλιά τους, οι γέροντες, ακόμα και οι γυναίκες βάφουν τα μαλλιά τους, ενώ δέστε τι συμβολισμός είναι αυτός· τα άσπρα μαλλιά είναι σύμβολο της εσωτερικής καθαρότητος. Και από τούτου ορώντες στοχαζόμεθα την ένδον πολιάν, την εσωτερική λευκότητα. Μη αξίου τοίνυν διά την πολιάν τιμάσθαι, όταν αυτήν αυτός αδικής (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65), μην αξιώνεις λοιπόν να τιμάσαι για τα λευκά μαλλιά, όταν εσύ τα αδικείς. Αυτή, λοιπόν, η αντιμετώπιση αποσυνδέει τον άνθρωπο από τα σωματικά γνωρίσματα και τον αξιολογεί με βάση τα πνευματικά γνωρίσματα. Κι έτσι η Αγία Γραφή μας λέει πως μπορεί κανένας να είναι διαρκώς νέος, να υπάρχει διαρκής νεότης· μη σκέφτεστε τα χρόνια πολλά, τα χρονολογικά, τα αστρονομικά έτη, τα πολιτικά έτη, μη σας νοιάζει αυτό, μπορεί να υπάρξει διαρκής νεότης, λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Υπάρχει πολιά σφριγώσα και γήρας ακμάζον· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός, νενεύρωτο ο τόνος της πίστεως, ακόμη, λέει, κι αν γεράσει κανένας μπορεί να είναι νέος· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός; Ατόνησε η σάρκα; Μπορεί να νευρωθεί ο τόνος της Πίστεως. Και επικαλείται γι’ αυτό, το παράδειγμα του πατριάρχου Αβραάμ, ο οποίος ενώ στη νεότητά του δεν είχε πνευματικές επιτυχίες – αυτό είναι για όλους μας που βρισκόμαστε σε μεγάλη ηλικία, μπορούμε και σε μεγάλη ηλικία να έχουμε πνευματικές επιτυχίες. Ο πατριάρχης Αβραάμ ξέρετε σε τι ηλικία εκλήθη από τον Θεόν; Σε ηλικία 75 ετών. Μεγαλύτερος από μένα– από την ηλικία των 75 ετών ο πατριάρχης Αβραάμ έκανε αυτά που έκανε και διέπρεψε ως άγιος και ως πατριάρχης. Και λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στον Αβραάμ, ο οποίος σε τόσο μεγάλη ηλικία κατόρθωσε τόσο πολλά, τοιαύτα γαρ της Εκκλησίας τα κατορθώματα, ότι η ατονία του σώματος ουδέν λυμαίνεται την προθυμίαν της πίστεως· το σώμα αν είναι άτονο, αυτό δε σημαίνει πως και η πίστις μπορεί να ατονήσει. Κόσμος γαρ Εκκλησίας πολιά κατεσταλμένη, και πίστις επτερωμένη και εν τούτω χαίρει η Εκκλησία μάλλον, η Εκκλησία χαίρεται πιο πολύ αν κάποιος στην Πίστη, στην ψυχή του είναι επτερωμένος, όχι αν το σώμα του είναι υγιές και ζωντανό. Επί μεν γαρ των έξω πραγμάτων ο γέρων άχρηστος, έξω στον κόσμο λέει ότι ο γέροντας είναι άχρηστος. Αλλ’ ου τα της Εκκλησίας τοιαύτα, στην Εκκλησία δεν ισχύει αυτό, αλλ’ όταν γηράσωσιν οι εν αρετή διάγοντες, τότε μάλλον χρήσιμοι καθίστανται· ου γαρ σαρκών ευτονία, αλλά πίστεως επίτασις ζητείται όταν λοιπόν γεράσουν οι άνθρωποι και διάγουν εν αρετή, τότε είναι περισσότερο χρήσιμοι. (Λόγος εις τον μακάριον Αβραάμ 1, PG 50, 737-738).
Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή άλλωστε, πολλές φορές το ακούμε στα αναγνώσματα, ιδιαίτερα στους εσπερινούς, μας λέγει γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον· γιατί εύχεστε να ζήσετε πολλά χρόνια; Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται· ούτε τα γηρατειά μετρώνται με το πόσων ετών είναι κανένας, καυχόμαστε μερικοί, εγώ είμαι 80, 85 ετών, ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά δε εστί φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. (Σοφία Σολομώντος, 4, 8) Από την Αγία Γραφή, από την Παλαιά Διαθήκη είναι αυτό, η πολιά λέει, το γήρας είναι η φρόνησις και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος και τα γεράματα φαίνονται από τον ακηλίδωτο βίο.
Υπάρχουν νέοι, οι οποίοι κατορθώνουν σε λίγα χρόνια την αρετή και την τελειότητα κι είναι έτοιμοι γι’ αυτό να εισέλθουν στην αιωνιότητα. Τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς, (Σοφ. Σολ. 4, 13), υπάρχουν νέα παιδιά, τα οποία φεύγουν σε ηλικία 20-25 ετών κι ήταν ήδη άγια, τα παιδιά αυτά· δεν ισχύει γι’ αυτούς το «χρόνια πολλά», πολύ καλύτερα όμως που έφυγαν σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία· οι άγιοι δεν επιθυμούν να έχουν πολυχρόνια ζωή στον παρόντα βίο, χρόνια πολλά και χρόνια πολλά, οι άγιοι βιάζονται να φύγουν, να παν στην αιώνια ζωή, εκεί είναι ο κλήρος μας· και επείγονται και βιάζονται να αποθάνουν, για να είναι μαζί με τον Χριστό, αισθάνονται εδώ ως πάροικοι και ως παρεπίδημοι, ως μετανάστες και ζητούν να τελειώσει ο χρόνος αυτός της παροικίας, για να κατοικήσουν στον μόνιμο και κατάλληλο χώρο.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει ένα δύο καταπληκτικά κείμενα γύρω από το θέμα, κι άλλη φορά σας έχω μνημονεύσει, ας τα υπενθυμίσω απλώς τώρα. Απευθυνόμενος προς τους νέους ο Μέγας Βασίλειος τους λέγει τα εξής: ότι εμείς, λέγει, παιδιά μου –άντε να τα πεις τώρα αυτά στα νέα παιδιά· ελάχιστοι νέοι είναι που ακούν αυτόν τον λόγο, τα παιδιά μας απόψε βρισκόταν τα περισσότερα στις καφετέριες και στα μπαρ κι εδώ κι εκεί- εμείς, λέει, παιδιά μου, τον ανθρώπινον τούτον βίον ουδέν είναι χρήμα παντάπασιν υπολαμβάνουμεν, θεωρούμε ότι αυτή η ζωή, την οποίαν εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε, να ζήσουμε, να ζήσουμε πολλά, ν’ απολαύσουμε αυτή τη ζωή, ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι εμείς αυτή τη ζωή δεν την εκτιμούμε καθόλου. Οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. (Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318). Τίποτα από τα θεωρούμενα αγαθά αυτής της ζωής δεν έχει αξία, γιατί έχει χρονικό τέλος. Κι ονομάζει μερικά: οὔκουν προγόνων περιφάνειαν, όχι η καταγωγή μας, δεν είναι μεγάλο πράγμα, οὐκ ἰσχὺν σώματος, όχι να έχουμε δυνατό σώμα, οὐ κάλλος, όχι ομορφιά, οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἄν τις εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, όλα αυτά δεν τα κρίνουμε ούτε άξια ευχής. Εμείς όμως αντίθετα ευχόμαστε «Χρόνια πολλά», να καλοπεράσουμε, να ζήσουμε, να είμαστε υγιείς, τα σώματά μας να είναι ισχυρά, ουδέ ευχής άξιον κρίνομεν· ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ή βλέπουμε σ’ αυτούς οι οποίοι τα έχουν και τους ζηλεύουμε· αλλά τι κάνουμε εμείς; Να τι κάνουμε, που έλεγα η αιώνιος ζωή· ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Εμείς, η δική μας η προοπτική, των χριστιανών, δεν είναι μικρή και στενή, δεν περιορίζεται εδώ σ’ αυτή τη ζωή αλλ’ επί μακρότερον πρόιμεν ταις ελπίσι, πηγαίνουμε πολύ μακριά με τις ελπίδες μας και τα κάνουμε όλα για την αιώνια ζωή. Αυτό από τον «Λόγο προς τους νέους».
Υπάρχει επίσης κι ένα άλλο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, από ένα θαυμάσιο λόγο «Εις το πρόσεχε σεαυτώ», το οποίο επέλεξα ακριβώς γιατί κάνει λόγο γι’ αυτά που συζητούμε την ημέρα αυτή, για την μακροημέρευση, να ζήσουμε πολλά χρόνια, να μακροημερεύσουμε. Λέει λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος, εξηγώντας της Παλαιάς Διαθήκης το «Πρόσεχε σεαυτώ», να προσέχεις τον εαυτό σου. Τι σημαίνει, λέει, αυτό το «πρόσεχε τον εαυτό σου»; Μή τη σαρκί πρόσεχε, μη νομίζεις όταν λέει η Αγία Γραφή πρόσεχε σεαυτώ, ότι λέει να προσέχουμε την υγεία μας, τη σάρκα μας. Μή τη σαρκί πρόσεχε, μηδέ το ταύτης αγαθόν εκ παντός τρόπου δίωκε· και ποιο είναι το αγαθό της σαρκός; Εμείς πάνω απ’ όλα η υγεία· μην προσέχετε την υγεία, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Υγείαν και κάλλος και ηδονών απολαύσεις, και μακροβίωσιν· μηδέ χρήματα και δόξαν, και δυναστείαν θαύμαζε, (Εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ, 6) μη τα θαυμάζετε αυτά, ούτε την υγεία, ούτε την μακροημέρευση, ούτε τίποτα, μην τα θαυμάζετε όλα αυτά· τι να κάνομε όμως; Υπερόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου. Τα σαρκικά αφήστε τα, γιατί είναι προσωρινά, να φροντίζεται για την ψυχή σας που είναι αθάνατη.
Και υπάρχει επίσης ένα πολύ ωραία χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου, αφού σήμερα γιορτάζει, εδώ να το υπενθυμίσουμε. Ο Μέγας Βασίλειος, στο «Λόγο προς τους νέους» λέγει γι’ αυτή τη μακροημέρευση και για το να φτάσουμε σε πολύ γεροντική ηλικία –χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά- λέει: Εγώ δε καν το Τιθωνού τις γήρας, καν το Αργανθωνίου λέγη, καν το του μακροβιωτάτου παρ’ ημίν Μαθουσάλα, εγώ λέει, ακόμα κι αν με παρουσιάσει κανένας τα γηρατειά του Τιθωνού, από την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι αυτό, ή του Αργανθωνίου, κι αυτός σε πολύ μεγάλη ηλικία, αν μου φέρει κανείς σαν παράδειγμα ακόμη και τον Μαθουσάλα – μαθουσάλεια χρόνια – ος χίλια έτη, τριάκοντα δεόντων, βιώναι λέγεται, ο οποίος λέγεται ότι έζησε 970 χρόνια, χίλια χρόνια μείον τριάκοντα, καν σύμπαντα τον αφ’ ου γεγόνασιν άνθρωποι χρόνον αναμετρή, κι αν μετρήσει όλο το χρόνο αφ’ ότου έγιναν οι άνθρωποι, ως επί παίδων διανοίας γελάσομαι, εγώ για όποιον σκέφτεται έτσι, να φτάσει να ζήσει, να ζήσει, να ζήσει χρόνια πολλά, εγώ θα τον περιπαίξω σαν να είναι παιδί, εις τον μακρόν αποσκοπών και αγήρω αιώνα, γιατί εγώ βλέπω στον μακρόν αιώνα, τον ατελεύτητο, ακόμα και χίλια χρόνια να ζήσει κανένας δεν είναι τίποτε μπροστά στον αιώνα τον αγήρω και αιώνιο, ου πέρας ουδέν έστι τη επινοία λαβείν, ου μάλλον γε η τελευτήν υποθέσθαι της αθανάτου ψυχής, ο οποίος δεν έχει τελειωμό. (Προς τους νέους 8, PG 31, 588.).
Σήμερα, λοιπόν, αγαπητοί μου, που γιορτάζουμε τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος κάνει αυτές τις θαυμάσιες σκέψεις και που όλοι μας παρασυρμένοι από τη νοοτροπία αυτή την κοσμική, ευχόμαστε «Χρόνια πολλά» και «πάνω απ’ όλα υγεία», ας ξανασκεφτούμε ότι όλα αυτά είναι κοσμική νοοτροπία, ανθρώπινες παραδόσεις, δεν είναι κατά Χριστόν. Ο Θεός θέλει η ζωή μας να είναι γεμάτη αρετή και αγιότητα, είτε σύντομη, είτε μακρά· η μακρινή ζωή δεν μας προσφέρει τίποτε περισσότερο, εκτός αν, η μακρινή ζωή από τον Θεόν δίδεται για να βοηθήσουμε τους άλλους ανθρώπους. Και η μόνη μας επιδίωξη πρέπει να είναι, όχι εδώ τα χρόνια πολλά, αλλά η αιώνιος ζωή, την οποία μακάρι κι εμείς να κληρονομήσουμε μαζί με τους αγίους. Αμήν.
Πηγή: (Απομαγνητοφωνημένο Κύρηγμα, Πηγή και Απομαγνητοφώνηση: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου), Η άλλη όψη
Ὁ, νῦν, σεβασμιώτατος Σιατίστης ἀποφασίζοντας νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὰ Χριστούγεννα, μᾶς μιλᾶ γιὰ τὰ πάντα: Συνδέει τὴν ἀνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μᾶς βοηθᾶ νὰ διακρίνουμε τὰ καθέκαστα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ὡς μιὰ διαδοχὴ γεγονότων ποὺ ἀφηγεῖται σφαιρικώτερα, βαθύτερα καὶ ἐν τέλει ἀκριβέστερα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη αὐτὸ καθαυτὸ τό, τρέχον, ἱστορικό μας παρόν!
Ἐκφωνήθηκε στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ '90, στὴν Κύπρο.
Πηγή: Έκτακτο Παράρτημα
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...