
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Όσο και ν΄ αναζητάς ανάπαυσι και παρηγοριά σ’ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο δεν θα την βρης. Την ειρήνη και την παρηγοριά μπορεί να τη δώση στην ψυχή μόνον ο Κύριος, με τη χάρι Του. Όπως ο ίδιος είπε: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνη την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω. 14. 27).
Σκέψου, πού και σε ποιά γήινη απόλαυσι θα βρης την ειρήνη και την ανάπαυσι; Πού θα βρης την εσωτερική γαλήνη και τη μόνιμη χαρά; Μήπως στη δόξα; Αλλά σήμερα είσαι τιμημένος και αύριο ατιμασμένος. «Πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσε» (Ησ. 40. 6-7). Αλλά μήπως στον πλούτο; Όχι μόνο ειρήνη και ανάπαυσι δεν σου χαρίζει, αλλ’ αντίθετα πολλή μέριμνα και ανησυχία και ανασφάλεια, μέρα και νύχτα. Οι άνθρωποι σε φθονούν και σε αντιπαθούν, κι εσύ πάλι δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος με όσα έχεις. Θέλεις ν’ αποκτάς όλο και περισσότερα, ξεχνώντας πως τίποτε απ’ τον πλούτο σου δεν θα σου μείνη. Λέει ο πλούσιος: «”Εύρον ανάπαυσιν και νυν φάγομαι εκ των αγαθών μου”, και ουκ οίδε τίς καιρός παρελεύσεται και καταλείψει αυτά ετέροις και αποθανείται» (Σοφ. Σειρ. 11. 19).
«Καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός, επιστρέψει του πορευθήναι ως ήκει, και ουδέν ου λήψεται εν μόχθω αυτού, ίνα πορευθή εν χειρί αυτού… ώσπερ γαρ παρεγένετο, ούτω και απελεύσεται, και τις η περισσεία αυτού, ή μοχθεί εις άνεμον;» (Εκκλ. 5. 14-15). Μην ξεχνάς ακόμη πως ο πλούτος γίνεται αφορμή για πολλές αμαρτίες και θανάσιμες πτώσεις, όπως διαπιστώνει και ο απόστολος: «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν» (Α’ Τιμ. 6. 9). Γι’ αυτό τον λόγο και ο Κύριος αναφώνησε κάποτε με πόνο: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται!… Ευκοπώτερόν εστι κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν!» (Μαρκ. 10. 23, 25). Τί θα προτιμήσης, λοιπόν; Τον πρόσκαιρο πλούτο ή τη βασιλεία του Θεού;
Αλλά μήπως θα βρης γαλήνη και ανάπαυσι στη σαρκική ηδονή; Ούτε εκεί υπάρχει. Η σαρκική αμαρτία – το ξέρεις καλά, αν τη δοκίμασες – συνοδεύεται από εσωτερική πικρία, ψυχικό βάρος, συνειδησιακό έλεγχο. Και όταν η ψυχή πωρωθή, τότε επέρχεται η τελεία εγκατάλειψις από τον Θεό και η τελεία υποδούλωσις στη φιληδονία. Κανένα άλλο πάθος δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο τόσο σκληρά και αναπόδραστα όσο αυτό. Κι αφού τον υποδουλώση, γεννά μέσα του άπειρα άλλα κακά: τη σκληροκαρδία, την αναισθησία, την αποχαύνωσι, τη βλασφημία, την οργή, τέλος δε και την τελεία απιστία. Ο λόγος του Θεού δεν συγκινεί τις καρδιές των φιληδόνων, Γιατί τ’ αγκάθια του πάθους πνίγουν κάθε καλό σπόρο που πέφτει μέσα τους: «…το δε εις τας ακάνθας πεσόν, ούτοί εισιν οι ακούσαντες και υπό… ηδονών του βίου πορευόμενοι συμπνίγονται και ου τελεσφορούσι» (Λουκ. 8. 14), εξηγεί ο Κύριος στην παραβολή του σπορέως.
Λοιπόν; Αν στη δόξα δεν υπάρχη ανάπαυσις· αν στον πλούτο δεν υπάρχη ανάπαυσις· αν στην ηδονή δεν υπάρχη ανάπαυσις· τότε πού θ’ αναπαυθούμε; Ας ακούσουμε τον ψαλμωδό: «Εν εικόνι διαπορεύεται πας άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται… Και νυν τις η υπομονή μου; Ουχί ο Κύριος;» (Ψαλμ. 38. 7-8).
Η ελπίδα σου, η προσδοκία σου, η χαρά σου, η ανάπαυσίς σου η παντοτινή είναι ο Κύριος. Ο ελεήμων και οικτίρμων και μακρόθυμος, ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος, ο Θεός της ειρήνης, ο Θεός πάσης παρακλήσεως, ο Νυμφίος της ψυχής σου, που της κράζει με πόθο: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή… ελεύση και διελεύση από αρχής πίστεως…» (Ασμα 4.1, 8).
Κράτησε, αδελφέ μου, μέσα στην καρδιά σου και τα λόγια του Κυρίου προς την πολυμέριμνη Μάρθα: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δέ εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθή μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής» (Λουκ. 10. 41-42). Άφησε κι εσύ τις βιοτικές μέριμνες. Κάθησε ταπεινά «παρά τους πόδας του Ιησού» και ανάπαυσε την ψυχή σου με τη θαλπωρή της θείας παρουσίας Του. Σου φτάνει αυτό. Υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος; Υπάρχει μεγαλύτερη δόξα; Υπάρχει και μεγαλύτερη ηδονή;
Πηγή: (Από το βιβλίο “Πνευματικό Αλφάβητο” του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996), Ορθόδοξοι Πατέρες
Πρόσφατα κοιμήθηκε ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Ἀντώνιος Παπαδόπουλος. Ἄν καί δέν ἦταν καθηγητής μου, ἐν τούτοις μᾶς συνέδεε μιά μακρά καί εἰλικρινής φιλία. Πρίν κοιμηθῆ δημοσίευσε τό τελευταῖο βιβλίο του μέ τίτλο «Ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν Χριστό Παντοκράτορα, μέ τήν Παναγία μητέρα Του καί πολλούς ἁγίους, ὁ θεολογικός λόγος τοῦ ἁγίου "πρός τούς πάλαι αἱρετικούς" καί τούς κακοδόξους ἀντιησυχαστές». Ἑτοίμασα μιά παρουσίαση στήν ἐφημερίδα μας, τήν ἔστειλα γιά νά τήν διαβάση καί χάρηκε ὑπερβολικά. Τήν δημοσιεύω στήν συνέχεια, μέ τίς ἀπαραίτητες προσαρμογές, ὡς μνημόσυνο στήν μνήμη ἑνός παραδοσιακοῦ θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας καί καλοῦ Χριστιανοῦ.
………….
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀφ' ἑνός μέν ἀντιμετώπισε στήν ἐποχή του τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ, ἀφ' ἑτέρου δέ συνόψισε τήν διδασκαλία ὅλων τῶν μέχρι τήν ἐποχή του Πατέρων, παρουσιάζοντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, μέσα ἀπό τήν δική του ἐμπειρία.
Ἡ θεολογία πού ἀνέπτυξε εἶναι θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κατοχυρώθηκε συνοδικῶς ἀπό τίς Συνόδους τῶν ἐτῶν 1341, 1347, 1351, 1368. Ἰδιαιτέρως δέ ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1351, ὅπως ἀνέλυσε ὁ π. Δημήτριος Κουτσούρης στήν διατριβή του μέ τίτλο «Σύνοδοι καί θεολογία γιά τόν ἡσυχασμό» (ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν καί Λεβαδείας) ἦταν μιά μεγάλη Σύνοδος καί, ὅπως γνωρίζουμε, θεωρεῖται ἀπό πολλούς καί ἀποκαλεῖται ὡς Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ δέ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε πλήρως τίς ἀποφάσεις της, τίς ἔβαλε δέ καί στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δυστυχῶς, στήν ἐποχή μας οἱ δυτικοί θεολόγοι καί μερικοί ὀρθόδοξοι ἀμφισβητοῦν τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τήν Μεγάλη αὐτή Σύνοδο, καί μάλιστα τήν παρακάμπτουν, παρουσιάζοντας ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού συγκλήθηκε στήν Κρήτη εἶναι ἀπευθείας συνέχεια τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου!!
Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος ἦταν ἀπό τούς καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν μέ τήν παρουσία τους καί τήν προσφορά τους τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἐπιστήμη, πού εἶχε ἀναφορά στήν πατερική παράδοση, κυρίως στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Σέ αὐτήν τήν ἐποχή ὁ μακαριστός καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Ἀντώνιος Παπαδόπουλος ἐξέδωσε ἕνα βιβλίο γιά τήν ἀξία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τήν θεολογία πού δίδασκε καί παρουσιάζει τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν μεγάλη αὐτή πατερική μορφή καί εἶναι μιά ἰσχυρή ἀπάντηση στούς ἀμφισβητοῦντας.
Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος ἦταν ἀπό τούς καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν μέ τήν παρουσία τους καί τήν προσφορά τους τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἐπιστήμη, πού εἶχε ἀναφορά στήν πατερική παράδοση, κυρίως στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὅταν ἤμουν φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ἐκεῖνος ἦταν διδάκτωρ τῆς Σχολῆς, ἐργαζόταν στήν Σχολή καί προετοιμαζόταν γιά τήν ἄνοδό του στήν καθηγητική ἕδρα. Ἔκτοτε παρακολουθοῦσα τά κείμενά του, τήν φιλία του μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί γενικά τήν ἐπιστημονική του ἐξέλιξη. Συγκαταλεγόταν μεταξύ τῶν καθηγητῶν ἐκείνων πού ἀσχολήθηκαν μέ τό ἔργο καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, μέ τήν δυναμική παρότρυνση καί παρουσία τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Παναγιώτου Χρήστου, ὁ ὁποῖος καί σέ ἐμᾶς τούς φοιτητές ἄναψε τήν ἀγάπη γιά τόν μεγάλο αὐτόν ἡσυχαστή ἅγιο.
Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, μέ τόν ὁποῖο διατηροῦσα στενή ἐπικοινωνία καί μέ τιμοῦσε μέ τήν φιλία του, ἐξέδωσε πρίν τόν θάνατό του ἕνα βιβλίο μέ τίτλο «Ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν Χριστό Παντοκράτορα, μέ τήν Παναγία μητέρα Του καί πολλούς ἁγίους, ὁ θεολογικός λόγος τοῦ ἁγίου "πρός τούς πάλαι αἱρετικούς" καί τούς κακοδόξους ἀντιησυχαστές». Ὅπως φαίνεται ἀπό ὁλόκληρο τόν τίτλο πρόκειται γιά ἕνα πρωτότυπο ἔργο, πού ἑρμηνεύει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα ἀπό τίς εἰκόνες καί ἁγιογραφίες σέ διαφόρους Ναούς. Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ ἁγιογράφηση τῶν ἁγίων δείχνει τήν συνείδηση τοῦ λαοῦ καί τήν ἀποδοχή τῆς ἁγιότητας καί τῆς διδασκαλίας τους.
Ἔχουν γραφῆ πολλά καί ἀξιόλογα βιβλία καί κείμενα γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος συνόψισε ὅλη τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 14ο αἰώνα, πού γιά πρώτη φορά ἦλθαν κοντά δύο ρεύματα, τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ καί τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, καθώς ἐπίσης ἐγράφησαν διάφορα ἀρνητικά γιά τήν διδασκαλία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου ἀπό συγχρόνους ξένους θεολόγους γιά νά τόν μειώσουν. Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος κατόρθωσε νά παρουσιάση ὅλα αὐτά τά ἑρμηνευτικά ἔργα, φίλων καί πολεμίων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μέσα ἀπό τίς «ἀπεικονίσεις» τοῦ ἁγίου στούς Ἱερούς Ναούς.
Μέ ὅσα θά γραφοῦν κατωτέρω θά γίνη μιά μικρή παρουσίαση αὐτοῦ τοῦ πρωτότυπου ἔργου.
1. Ἡ νηπτική γνώση τοῦ καθηγητοῦ
Κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος μᾶς ἔδωσε στό παρελθόν πολλά δείγματα τῆς ἀσχολίας του μέ νηπτικά-ἡσυχαστικά κείμενα. Πέραν τοῦ ὅτι ὑπῆρξε μέλος τοῦ ἐπιστημονικοῦ δυναμικοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης τότε πού γίνονταν πολλές συζητήσεις καί ζυμώσεις καί ἔρευνες γύρω ἀπό τό πρόσωπο, τό ἔργο καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, συγχρόνως ἔγραψε σημαντικά βιβλία καί κείμενα γύρω ἀπό σχετικά θέματα.
Εἰδικότερα, ἀναφέρομαι στό σύγγραμμά του μέ τίτλο «Θεολογική γνωσιολογία κατά τούς νηπτικούς Πατέρας» (Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1977), στό ὁποῖο παρουσιάζεται ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ἰδιαιτέρως τούς νηπτικούς, συνδέεται μέ τήν θέωση ἤ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ μοναδική ὁδός γιά νά φθάση κανείς στήν θεογνωσία εἶναι ἡ διέλευση ἀπό τά στάδια τῆς τελειώσεως, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ θεῖος φωτισμός καί ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Στό σημαντικό αὐτό βιβλίο παρουσιάζονται ἀναλυτικά ἡ πίστη καί ἡ γνώση, ἡ πηγή καί ὁ φορεύς τῆς γνώσεως, ἡ ὁδός τῆς γνώσεως, ἡ οὐσία καί τό περιεχόμενο τῆς γνώσεως, οἱ ἀληθεῖς γνωστικοί, ἡ ἄγνοια καί ἡ πλάνη.
Διαβάζοντας κανείς τό σημαντικό αὐτό βιβλίο ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, κατά τούς νηπτικούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, διαφέρει σαφῶς ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ σχολαστικισμοῦ γιά τήν γνώση∙ οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ διαβαίνουν στήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ∙ οἱ νηπτικοί Πατέρες, ὡς ἐμπειρικοί θεολόγοι, διακρίνουν μεταξύ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀκατάληπτη, καί τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας μετέχουν∙ ὁ νοῦς, πού διακρίνεται ἀπό τήν λογική, ἀποκτᾶ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐλλάμψεως∙ τά κτιστά ρήματα πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἐμπειρικοί Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες, δέν ταυτίζονται μέ τήν Ἀποκάλυψη, καί πολλά ἄλλα. Μεταξύ ὅλων αὐτῶν ἀναφέρεται καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ἡ ἀντίκρουση πού κάνει στίς σχολαστικές θεωρίες τοῦ Βαρλαάμ.
2. Οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στούς Ἱερούς Ναούς
Ἀναφέρθηκα προηγουμένως στό παλαιότερο βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ γιά τήν θεολογική γνωσιολογία κατά τούς νηπτικούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά δείξω ὅτι εἶχε τήν ὑποδομή νά μελετήση καί νά παρουσιάση τίς εἰκόνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στούς διαφόρους Ναούς. Στό νέο του βιβλίο ὁ καθηγητής παρατηρεῖ:
«Ὁ ἐξεικονισμός τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐμφανίζεται πολύ νωρίς, εὐθύς δηλ. μετά τήν εἰς Κύριον ἐκδημία του ἤ μετά τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του μεταξύ τῶν Ἁγίων (1368). Ἡ ἐποχή τῶν Παλαιολόγων συνηγορεῖ στήν περαιτέρω ἐξεικόνιση τοῦ Ἡσυχαστῆ Ἁγίου, ἀλλ’ ὄχι μόνον. Ἡ θεολογία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι τό πρῶτον γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἁγιογραφίας ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰώνα».
Ἡ ἀποδοχή τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας συνετέλεσε ὥστε ἀμέσως μετά τήν ἔνδοξη κοίμησή του νά συμπεριληφθῆ στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί νά ἁγιογραφηθῆ καί νά τοποθετηθῆ σέ σημαντικές θέσεις μέσα στούς Ἱερούς Ναούς, πλησίον μεγάλων ἁγίων. Στό βιβλίο αὐτό καταγράφονται οἱ ἁγιογραφήσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στούς Ἱερούς Ναούς. Θά γίνη μιά σύντομη ἀναφορά.
α) Εἰκονίζεται μέ τόν Χριστό Παντοκράτορα, ὅπως ἀνευρίσκεται στό νότιο παρεκκλήσιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βλατάδων. Στόν θόλο τοῦ παρεκκλησίου «εἰκονίζεται ὁ Χριστός Παντοκράτορας καί στά σφαιρικά τρίγωνα ἀπό κάτω ἀπό τόν Χριστό τέσσερις (4) Θεολόγοι», μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ θεολογική σημασία εἶναι ἐμφανής «ἀφοῦ οὐσιαστικά ἀπαντάει σ’ ὅλα τά αἱρετικά ρεύματα». Ὁ σεσαρκωμένος Λόγος, ἡ δόξα τῆς Θεότητός Του πού ἀκτινοβόλησε στό ὄρος Σινᾶ, ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς φίλους Του, τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Θεότητος ἦταν κεντρικό θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου.
β) Εἰκονίζεται μέ τήν Κυρία Θεοτόκο, ὅπως φαίνεται στό παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Παναγία Μαυριώτισσα Καστοριᾶς τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλά καί σέ ἄλλους ἱερούς Ναούς τῆς Παναγίας. Αὐτό εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν προστάτευσε στήν ζωή του, ἀλλά καί ὁ ἅγιος τήν παρουσίασε ὡς τύπο καί ὑπόδειγμα ἡσυχαστοῦ στά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Παρουσιάζει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα ἀπό τίς ἱερές εἰκόνες, καθώς ἐπίσης ἀντικρούει μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου τά ὅσα γράφουν καί ἑρμηνεύουν οἱ παλαιοί καί σύγχρονοι βαρλααμιστές καί ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
γ) Εἰκονίζεται μέ τούς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες, ἤτοι τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὅπως παρατηρεῖται στό παρεκκλήσι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Παναγίας τῆς Μαυριώτισσας Καστοριᾶς (16ος αἰώνας) μεταξύ τῶν ὁποίων προστίθεται καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἡ σύνδεση εἶναι προφανής, γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι συνεχιστής τῆς διδασκαλίας τους, πού τήν συνόψισε καί τήν παρουσίασε γιά νά ἀντιμετωπίση τήν αἵρεση τοῦ βαρλααμισμοῦ πού ἐκφράσθηκε τόν 14ο αἰώνα.
δ) Εἰκονίζεται μέ ἄλλους τρεῖς μεγάλους Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὅπως παρατηρεῖται στήν Ἱερά Μονή Βλατάδων. Πρόκειται γιά τούς τέσσερεις μεγάλους Θεολόγους, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦσαν ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τους.
ε) Εἰκονίζεται μεταξύ τῶν μεγάλων ἁγίων καί Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καί Κυρίλλου, ὅπως ἀνευρίσκεται σέ πολλούς Ναούς (π.χ. στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στή Φυτειά Ἠμαθίας, περί τό ἔτος 1765. Καί ἐδῶ ὑπάρχει θαυμαστή συσχέτιση μεταξύ τῆς θεολογίας τῶν δύο μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο σέ βημόθυρο στήν Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου, τοῦ 18ου αἰῶνος καί ἀλλοῦ. Ἐπίσης, εἰκονίζεται μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας.
στ) Εἰκονίζεται μέ τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ὅπως ἀνευρίσκεται στόν Ἱερό Ναό τῆς Νέας Παναγίας Θεσσαλονίκης, τό 1727, ἀφοῦ ἄλλωστε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπεδείχθη, μετά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, θεόπνευστος ἑρμηνευτής καί τοῦ ὁποίου τήν θεολογία ἀκολούθησε.
ζ) Εἰκονίζεται μαζί μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο Πάπα Ρώμης (6ος-7ος αἰώνας μ.Χ.), ὅπως ἀνευρίσκεται στήν εἴσοδο τοῦ Διακονικοῦ στό Καθολικό τῆς Μονῆς Πέτρας στά Θεσσαλικά Ἄγραφα (1625). Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία αὐτός ὁ εἰκονισμός, γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἦταν Ὀρθόδοξος καί ἡσυχαστής Πατέρας καί ἡ ἀπεικόνιση αὐτή ἔγινε «σέ μιά ἐποχή ταραγμένη ἐξ αἰτίας τῆς πολεμικῆς τῶν Ἰησουϊτῶν καί λατινοφρόνων κατά τοῦ Ἡσυχασμοῦ».
η) Εἰκονίζεται μέ μεγάλους Ἁγίους καί Ἡσυχαστές, ἤτοι τόν Μέγα Ἀντώνιο, ἅγιο Σάββα, , τόν Μέγα Θεοδόσιο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, τόν ἅγιο Εὐθύμιο τόν Μέγα, τόν ἅγιο Εὐθύμιο τόν Νέον καί ἄλλους, ὅπως ἀνευρίσκονται σέ πολλούς Ἱερούς Ναούς. Μέ αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι διάδοχος καί ἐκφραστής ὅλων αὐτῶν τῶν μεγάλων ὁσίων ἀσκητῶν.
θ) Εἰκονίζεται μέ πολλούς «πιστούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ», ὅπως κυρίως καί πρό παντός μέ τόν ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, ἐπειδή μέ ὄνειρο πού εἶδε, αὐτός τόν κράτησε στήν Θεσσαλονίκη καί ἔτσι εἶναι συμπολιοῦχος μαζί του. Ἐπίσης, ὑπάρχουν πολλά κοινά σημεῖα μεταξύ τῶν δύο, ὅπως τά περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ ὁμιλίες του γιά τόν ἅγιο Δημήτριο, πολιοῦχο Θεσσαλονίκης, ἐπειδή καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε μάρτυς τοῦ Χριστοῦ μέ τούς ἀγῶνες του. Ἀκόμη, εἰκονίζεται μαζί μέ ἄλλους μάρτυρες, ὅπως τόν Ἀντύπα, τόν Εὔπλο, καί τόν ἅγιο Ρωμανό τόν μάρτυρα.
ι) Εἰκονίζεται μέ «θεοειδεῖς ἁγίους», οἱ ὁποῖοι καλλιέργησαν «τήν θεομίμητον καί ψυχόσωστον εὐσπλαχνίαν», ὅπως τόν ἅγιο Νικόλαο Ἀρχιεπίσκοπον Μύρων τῆς Λυκίας καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα, Ἀρχιεπίσκοπον Ἀλεξανδρείας σέ διαφόρους Ναούς, γιατί δείχνει τήν φιλάνθρωπη καί εὔσπλαχνη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου.
ια) Εἰκονίζεται μέ δύο μεγάλους καί θαυμαστούς Ἱεράρχες, ἤτοι τόν ἅγιο Ἀχίλλιο, Ἐπίσκοπο Λαρίσης, καί τόν ἅγιο Γρηγόριο Ἀρμενίας σέ Ναούς, καί μέ αὐτό φανερώνεται ἡ πνευματική συγγένεια μαζί τους, γιατί ἀγωνίσθηκαν ὁ μέν πρῶτος (ἅγιος Ἀχίλλιος) ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁ δεύτερος (ἅγιος Γρηγόριος Ἀρμενίας) κατά τῆς εἰδωλολατρείας.
ιβ) Ὁ εἰκονισμός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν ἅγιο Ἰωάσαφ, πού εἶναι ἀλληγορικός, εὑρίσκεται στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης καί μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ ἁγιογράφος τιμᾶ στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰωάσαφ τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό πού ὑπῆρξε «φίλος καί ὑπερασπιστής τῆς διδασκαλίας του» καί ὁ ὁποῖος ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἰωάσαφ.
Σέ ὅλες αὐτές τίς ἁγιογραφίες ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰκονίζεται τίς περισσότερες φορές ὡς Ἀρχιερέας κρατώντας εἰλητάριο ἤ τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά καί ὡς μοναχός, διότι συνέδεε στενά καί τά δύο, ἤτοι ἦταν μέγας ἡσυχαστής μοναχός, ἀλλά καί μέγας Ἀρχιερεύς ἡσυχαστής, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν διδασκαλία του.
Στίς ἁγιογραφίες-ἀπεικονίσεις αὐτές φαίνεται ὅτι ἡ κοινή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας κατέταξε τόν ἅγιο Γρηγόριο στούς μεγάλους Πατέρας, καί ὅτι ἦταν ἡ ἔκφραση τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν ὁσίων, τῶν μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, ἀλλά καί φίλος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ.
3. Σημαντικές θεολογικές θέσεις
Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος παρουσιάζοντας τίς εἰκόνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἀπό διαφόρους Ἱερούς Ναούς κάνει καί διάφορες παρατηρήσεις καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο εἰσάγει τόν ἀναγνώστη στά βασικά σημεῖα τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου. Θά τονισθοῦν μερικά ἀπό αὐτά.
Κατ’ ἀρχάς, ἐκτίθενται οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου καί τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ πού ἦταν κατ’ ἐξοχήν ἀντίθετοι στήν διδασκαλία τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων, ἀπό διαφόρους λόγους ὁ καθένας ἀπό αὐτούς, καί τούς ὁποίους ἀντιμετώπισε ὁ μεγάλος ἡσυχαστής καί θεολόγος ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ἔπειτα, ἀναφέρονται πολλές φορές τά ὅσα γράφει ὁ Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, γι’ αὐτόν. Τόν ὀνομάζει «Θεολόγον», «Χρυσολόγον», «Θεόπτην», τόν συγκαταλέγει μέ τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας καί Θεολόγους.
Ἀκόμη, ἀναφέρεται σέ πολλά σημεῖα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως ἡ ἀδιαίρετη διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό∙ ὅτι ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι φιλοσοφική καί στοχαστική, ἀλλά ἐμπειρική˙ ὅτι οἱ φυσικές ἐνέργειες δέν εἶναι ἀπρόσωπες οὔτε ὅμως προσωπικές, ἀλλά εἶναι τῆς θείας οὐσίας καί κοινές στά τρία πρόσωπα, δηλαδή ἐνυπόστατες˙ γιά τό πῶς ἑρμηνεύεται ἡ φράση «ὑποστατικό ἤ ἐνυπόστατο φῶς» καί πολλά ἄλλα.
Εἰδική ἀναφορά γίνεται γιά τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν σέ ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τά θέματα αὐτά ὅτι τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ἀπετέλεσαν τά κεντρικά σημεῖα τοῦ διαλόγου μεταξύ τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁμόφρονές του ἑρμήνευσαν τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου μέσα ἀπό τήν πλατωνική καί νεοπλατωνική προοπτική, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τά ἑρμήνευσε πατερικά καί στήν πραγματικότητα ἦταν «συνεχιστής τῶν Πατέρων καί τοῦ Διονυσίου, εἶναι καί ἕνας Νέος Διονύσιος».
Ὁ καθηγητής παραπέμπει σέ πολλούς ἑρμηνευτές τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως τόν Παναγιώτη Χρήστου, τόν Γεώργιο Μαντζαρίδη, τόν Λόσκυ, τόν Μέγεντορφ κ.ἄ., ἰδιαιτέρως δέ ἀποδέχεται τίς ἑρμηνεῖες τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη σέ ὅλα τά σημεῖα, ἀκόμη ἀποδέχεται καί τήν κριτική πού ἄσκησε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐναντίον τοῦ περσοναλισμοῦ στήν θεολογία, ἀφοῦ «στήν πατερική διδασκαλία ὑπάρχουν στόν Θεό κοινά καί ἀκοινώνητα, ὁπότε δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων. Στόν Χριστό ἡ ἕνωση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση εἶναι ὑποστατική. Ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι ἡ μετοχή στήν θεία ἐνέργεια». Ἀποδέχεται δέ ἀκόμη τήν θέση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ὅτι «ὁ περσοναλισμός εἶναι μιά «ψευδομόρφωση», ὅπως στό παρελθόν ἦταν ὁ σχολαστικισμός».
4. Ἡ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός Παῦλον Ἀσάνην
Διαβάζοντας κανείς τό βιβλίο αὐτό διαπιστώνει ὅτι ἕνα ἀπό τά κεντρικά σημεῖα του εἶναι ἡ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στόν Παῦλον Ἀσάνην καί καταλαβαίνει τήν σπουδαιότητά της.
Ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι σημαντική. Ἀπεστάλη πρός τόν Παῦλον Ἀσάνην πού ἀνῆκε σέ βλαχοβουλγαρική βασιλική οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἐγκαταστάθηκε στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί ἦταν στενά συνδεδεμένος μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ἐπίσης, ἡ σύζυγος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Καντακουζηνοῦ, φίλου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἦταν Ἀσάναινα.
Ὁ Παῦλος Ἀσάνης ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο γιά τίς ἀπόψεις τοῦ Ἀκινδύνου γιά τό Φῶς στό Θαβώρ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε συγκεντρώσει ὅλα τά κείμενα τοῦ Ἀκινδύνου γιά τό θέμα αὐτό καί ἀναλύει ὅτι ἰσχυριζόταν ὅτι τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ πού ἔλαμψε στό ὄρος Θαβώρ ἦταν κτιστό, ἀφοῦ κανείς ἀπό τούς ἁγίους δέν εἶδε κάτι ἄκτιστο, διότι ἡ θεία ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια δέν χωρίζεται ἀπό τήν οὐσία καί ταυτίζονται μεταξύ τους. Οἱ καθαροί στήν καρδιά (Μωϋσῆς-Παῦλος) βλέπουν κτιστό φῶς πού εἶναι φάσμα. Ἔτσι ἡ Χάρη-Φῶς εἶναι ἄκτιστη, ἀλλά εἶναι ἑνωμένη μέ τήν οὐσία καί γι’ αὐτό κανείς δέν τήν εἶδε. Αὐτό πού εἶδαν οἱ ἅγιοι ἦταν κτιστό φῶς, φάσμα. Ὅπως φαίνεται, ὁ Ἀκίνδυνος εἶχε δεχθῆ τήν ἄποψη τῆς σχολαστικῆς θεολογίας περί ταυτίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας, τό γνωστό actus purus.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ αὐτήν τήν ἐπιστολή ἀνασκευάζει αὐτήν τήν αἱρετική ἄποψη καί ὑπογραμμίζει ὅτι εἶναι ἀφροσύνη νά συμφωνήση κανείς ὅτι τό ἴδιο εἶναι καί κτιστό καί ἄκτιστο, ὁρατό καί ἀόρατο, οὐσία καί μή. Ἐπίσης, τονίζει ὅτι, ἀφοῦ διακατέχεται ἀπό μιά τέτοια ἄποψη, πρέπει νά φθάση καί στό σημεῖο νά ἀπορρίψη τήν διάκριση τῆς ὑποστάσεως στόν Θεό, ὁπότε ἤ θά καταλήξη στόν σαβελλιανισμό πού ταυτίζει τόν Υἱό μέ ἄλλη ὑπόσταση ἤ στόν ἀρειανισμό πού τόν διακρίνει. Στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὁ Θεός διαιρεῖται ἀδιαιρέτως καί κατά τίς ὑποστάσεις καί κατά τίς ἐνέργειές Του.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποφαίνεται ὅτι «ὡς ἀδιαιρέτως καί κατά τάς ὑποστάσεις καί κατά τάς ἐνεργείας τό θεῖον διαιρεῖται ... τοῦτο δέ, ὡς ἡνίκα διαιρεῖται κατά τάς ὑποστάσεις τό ἀδιαίρετον ἔχον κατά τάς ἐνεργείας, ἡνίκα δέ κατά τάς δυνάμεις καί ἐνεργείας διαιρεῖται μένον κατά τάς ὑποστάσεις ἀδιαίρετον» (τόμος 4ος, σελ. 170).
Πρόκειται γιά μιά σαφέστατη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τήν ὁποία ὄχι μόνον ἀντικρούει τόν Γρηγόριο Ἀκίνδυνο, ἀλλά καί συγχρόνους βαρλαμιστάς, οἱ ὁποῖοι ταυτίζουν τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργεια στόν Θεό, δίνουν προτεραιότητα στόν Πατέρα, ἐπειδή διαθέτει, κατ’ αὐτούς, «μία ἐλεύθερη βούληση, αἰώνια, ἀΐδια» μέ τήν ὁποία γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα, καθώς ἐπίσης παραθεωροῦν ὅτι ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό ἀπό τήν οὐσία Του.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σαφῶς ἀποφαίνεται ὅτι «τῶν θείων πατέρων πολλαχοῦ θεολογούντων ἔργον θείας φύσεως εἶναι τήν προαιώνιον γέννησιν» καί ὅτι «ὑπερκεῖσθαι (τῶν ἐνεργειῶν) τήν θείαν οὐσίαν οὖσαν τῶν ἑαυτῆς ἐνεργειῶν». Ἔτσι, ἡ προαιώνια γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἔγινε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός, καί ἡ οὐσία εἶναι ἡ αἰτία τῶν θείων ἐνεργειῶν, οἱ ὁποῖες προχέονται ἀπό τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια, πού εἶναι οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως, ἄλλο εἶναι τό ἐνέργημα, πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα, ἄλλος ὁ ἐνεργῶν, καί ἄλλο τό ἐνεργητικό πού εἶναι ἡ φύση-οὐσία.
5. Ἐπίκαιρες ἀναφορές στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή
Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος στό βιβλίο του αὐτό δέν παραμένει μόνον στόν διάλογο πού ἔγινε μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἀντιησυχαστῶν, ἀλλά κάνει προεκτάσεις καί στήν ἐποχή μας.
Σέ ἕνα σημεῖο γράφει ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τίς εἰκόνες «ὄχι μόνο ἀναχαιτίζουν "πάλαι κακοδοξίαν", καί ἐκεῖνες τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά προφανῶς προφητικῇ ἐμπνεύσει δύναται νά ἀπαντήση στούς μεταγενεστέρους ἀντιησυχαστές, Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες, πού δέν γνωρίζουν ἤ δέν ἐπεδίωξαν νά γνωρίσουν τήν διδασκαλία τοῦ "Θεολόγου καί Χρυσολόγου Πατρός"».
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι «ἡ σημερινή θεολογία συνομιλεῖ μέ τόν δυτικό ὀρθολογισμό. Ὁ διάλογος ὑποδεικνύει τήν ἀσκητική ζωή Παλαμᾶ-Γρηγορίου (τοῦ Διαλόγου) καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων». Πρέπει, δηλαδή, στόν σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο δυτικό τρόπο ζωῆς νά παρουσιασθῆ καί χρησιμοποιηθῆ ἡ ἡσυχαστική παράδοση, ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Αὐτό τό ἴδιο πρέπει νά γίνη καί μέ τήν αἵρεση τοῦ Filioque.
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι ὁ διάλογος μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς θά πρέπει νά διεξάγεται μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Γράφει:
«Ὁ Διάλογος μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν δύναται νά διεξαχθεῖ χωρίς τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, τήν ὁποία μέ δικό του θεολογικό λόγο ἀνέπτυξε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Δέν θέλω νά πιστεύσω αὐτό πού λέχτηκε ὅτι στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα μέ τήν πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ἄρχισε νά παραμερίζεται ἡ σύσταση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί ὅτι υἱοθετήθηκε ἄλλη προδιάθεση θεολογικοῦ διαλόγου. Δέν μπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι υἱοθετοῦνται ἄλλες προϋποθέσεις γιά τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους, καί δή μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Μία Μεταπατερική θεολογία χωρίς ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία ἐν χάριτι ἡσυχίας καί προσευχῆς εἶναι ἕνας ἄκαρπος διάλογος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μίλησε γιά ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν ἡσυχασμό πού εἶναι ἡ μόνη μέθοδος πού ὁδηγεῖ τόν πιστό στή μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τήν καταλλαγή. Χωρίς τήν ἀποδοχή τῆς ἄκτιστης χάριτος δέ μποροῦμε νά ἔχουμε μυστηριακή κοινωνία, παρά μία μυστηριακή «συγκοινωνία» (π. Ἰω. Ρωμανίδης). Πάντες οἱ Ἅγιοι, ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι σήμερα, πού ζοῦμε τήν πληρέστερη ἀποκάλυψη τῆς Πεντηκοστῆς πρό τῆς δευτέρας παρουσίας, μετέχουμε τῆς Ἀκτίστου Χάριτος.
Εἶναι σημαντικό ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος σέ ὁμιλία πού ἐκφώνησε ἐνώπιον τοῦ Καρδιναλίου τῶν Παρισίων Jean Marie Lustiger στήν Παναγία τῶν Παρισίων τό 1995, τόνισε ὅτι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται μέ τή μέθεξη τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ Θεοῦ».
Τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Ἀντωνίου Παπαδοπούλου πού παρουσίασα πιό πάνω εἶναι σημαντικό ἀπό κάθε πλευρά, διότι παρουσιάζει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα ἀπό τίς ἱερές εἰκόνες, καθώς ἐπίσης ἀντικρούει μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου τά ὅσα γράφουν καί ἑρμηνεύουν οἱ παλαιοί καί σύγχρονοι βαρλααμιστές καί ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.–
© 2015 Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”.
Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά. Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα.
“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.
Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή, ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.
Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.
Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων; Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;
Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.
Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τό πένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττική), Η άλλη όψη
Τα νοήματα του Ευαγγελικού λόγου είναι εν Αγίω Πνεύματι διατυπωμένα, για αυτό έχουν διαχρονική αξία και αιώνια προοπτική.
Κάθε διδασκαλία, παραβολή, διήγησις, περιγραφή, κάθε λέξις, κάθε “κεραία” που περιέχεται στο Ευαγγέλιο του Χριστού έχει μέγιστο βάθος και σημασία. Δεν εξαντλούνται μόνο σε μία επιφανειακή ερμηνεία που τα ιδικά μας πτωχά πνευματικά μέτρα μπορούν να συλλάβουν.
Αυτά ισχύουν και για την θεοπαράδοτη προσευχή, το γνωστό μας “Πάτερ ημών”, την οποία ο ίδιος ο Κύριος παρέδωσε στην Εκκλησία Του ως παράδειγμα προσευχής για όλους μας.
Οι Άγιοι Πατέρες μας εβίωσαν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ετήρησαν τις άγιες εντολές Του. Η ζωή τους, ο λόγος τους, έγιναν προέκτασις του Ευαγγελίου και η εν Πνεύματι Θεού εμπειρία τους πλουτίζει την αγία Παράδοσι της Εκκλησίας. Φανερώνουν το μέγα βάθος των σωτηρίων λόγων του Δεσπότου Χριστού και αποδεικνύουν ότι οι εντολές Του “βαρείαι ουκ εισι” αλλά μπορούν να τις εφαρμόζουν οι Χριστιανοί κάθε εποχής, ελέγχοντας έτσι την ολιγοπιστία, αμέλεια και φυγοπονία μας.
Έχοντας τους παλαιούς και νέους Αγίους Πατέρας ως ερμηνευτάς της Κυριακής Προσευχής ερευνούμε και ψηλαφούμε το βάθος της αναπέμποντάς την προς τον Κύριο.
Ικετεύουμε τον Σωτήρα Χριστό να δίδη και σε μας, τους συγχρόνους Χριστιανούς, την Χάρι Του, ώστε η εν Χριστώ ζωή μας να θεμελιούται στην προσευχή – ως κοινωνία μετά του ζώντος Θεού. Αλλά και αντιστρόφως η προσευχή μας να είναι έκφρασις της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή μας και να πηγάζη απ’ αυτήν. Με άλλα λόγια, προσευχή να είναι η ίδια η ζωή μας, η οποία πάλι θα βαθαίνη και θα εμπνέη και τους λόγους που θα απευθύνουμε στον Άγιο Θεό.
(Μάρτιος 1997)
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ(*)
Η αγία Ορθόδοξος πίστις μας δεν είναι μία από τις ιδεολογίες ή τις φιλοσοφίες ή ακόμη και τις θρησκείες του κόσμου αυτού.
Ο Θεός τον Ορθοδόξων δεν είναι ο θεός των φιλοσόφων, δηλαδή μία ιδέα ή μία υψίστη απρόσωπη αρχή ή μία θρησκευτική αξία, στην οποία αναγόμαστε αρχίζοντας από τις κατώτερες αξίες.
Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε σε Θεό προσωπικό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα. Αυτός ο Τριαδικός Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του σε εμάς δια του δευτέρου προσώπου Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ο Ιησούς Χριστός σαρκώνεται, κηρύσσει το Ευαγγέλιο, θαυματουργεί, σταυρώνεται, ανίσταται εκ των νεκρών, αναλαμβάνεται στους ουρανούς και αποστέλλει τον Παράκλητο, για να μας ενώση με τον Θεό Πατέρα και να αποκαταστήση την διαταραχθείσα σχέσι μαζί Του. Να μας φέρη σε προσωπική συνάντησι, κοινωνία, και ένωσι με τον Θεό.
Αφού ο Θεός είναι προσωπικός, δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε έξω από την αγαπητική μαζί Του σχέσι που καλλιεργεί η προσευχή. Αν ο Θεός ήταν ιδέα, θα μπορούσαμε να τον γνωρίσουμε με λογικές αποδείξεις. Προσεύχου και αγάπα τον Θεό για να τον γνωρίσης, μπορούμε να πούμε σε κάποιον που ψάχνει για τον Θεό.
Δια της προσευχής ο απρόσιτος Θεός γίνεται σε μας προσιτός. Ο άγνωστος Θεός γίνεται γνωστός. Ο ξένος Θεός γίνεται οικείος και φίλος.
Αυτόν τον δρόμο μας υπέδειξε ο θεάνθρωπος Κύριός μας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός προσευχόταν συχνά “ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού”.
Μας δίδαξε ακόμη ότι πρέπει να προσευχώμεθα με ταπείνωσι, αμνησικακία, υπομονή. Μας άφησε δε και τύπον, υπόδειγμα προσευχής την γνωστή σε όλους τους χριστιανούς “Κυριακή Προσευχή”, το “Πάτερ ημών”.
Η αξία της προσευχή αυτής είναι ανθρωπίνως ανεκτίμητος:
Πρώτον, διότι είναι θεοπαράδοτος.
Δεύτερον, διότι με αυτήν προσευχήθηκαν και αγιάστηκαν η Παναγία μας, οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Μάρτυρες, οι όσιοι Πατέρες, οι ευσεβείς χριστιανοί όλων των αιώνων.
Τρίτον, διότι συνοψίζει όλο το Ευαγγέλιο και όλα τα δόγματα της Πίστεώς μας.
Κατά τον άγιο Μάξιμο: “Η προσευχή αυτή περιέχει αίτηση όλων όσα προξένησε με την κένωσή Του κατά την σάρκωση ο Λόγος του Θεού, και διδάσκει να επιδιώκουμε εκείνα τα αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός και Πατέρας, μέσω της φυσικής μεσιτείας του Υιού, χορηγεί αληθινά με το “Άγιο Πνεύμα”. Είναι δε τα δώρα αυτά επτά: “Θεολογία, υιοθεσία δια της Χάριτος, ισοτιμία προς τους αγγέλους, μετοχή στην αιώνιο ζωή, αποκατάστασις της φύσεως που στρέφεται απαθώς στον εαυτό της, κατάλυσις του νόμου της αμαρτίας, και κατάργησις της τυραννίας του πονηρού που κυριάρχησε πάνω μας με απάτη” (Ερμηνεία στο «Πάτερ ημών», Φιλοκαλία, έκδ. «Περιβόλι της Παναγίας», τομ. 2ος, σελ. 253).
Είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή της Εκκλησίας. Στις ακολουθίες του ημερονυκτίου απαγγέλλεται 16 φορές, κατά δε την Μεγ. Τεσσαρακοστή 22 φορές.
Είναι ακόμη τρόπον τινά και μία σύνοψις της θείας Λειτουργίας.
Γι’ αυτό εθεώρησα σκόπιμο στην αποψινή μου ομιλία να σας καλέσω να εμβαθύνωμε και εντρυφήσωμε στα θεία και σωτήρια νοήματά της, με χειραγωγούς τους αγίους Πατέρας μας, ώστε να την προσευχώμεθα με περισσότερο πόθο και επίγνωσι.
Πάτερ
Η Κυριακή προσευχή αρχίζει με αυτή την επίκλησι. Μας διδάσκει ο Κύριος να ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα.
Πατέρα, γιατί είναι ο δημιουργός και πλάστης μας. Ο χορηγός του είναι, της ζωής.
Πατέρα, γιατί για μας του χριστιανούς είναι και ο χορηγός του ευ είναι, της υιοθεσίας, την οποία μας εχάρισε δια του Ιησού Χριστού. Προ Χριστού, λόγω της αποστασίας μας από τον ουράνιο Πατέρα μας, είμεθα όχι μόνο χωρισμένοι από αυτόν, αλλά και εχθροί Του. Ο κατά φύσιν Υιός του Θεού Πατρός με την ενανθρώπησί του και τον σταυρικό Του θάνατο μας συμφιλίωσε με τον Θεό Πατέρα και μας έκανε κατά χάριν παιδιά Του. Την χάρι της υιοθεσίας ελάβαμε με το άγιο Βάπτισμα. Έτσι εγίναμε και αδελφοί του Χριστού, που είναι ο πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς.
Είναι λοιπόν Πατέρας, γιατί μας δίδει την ζωή΄ και όχι μόνο την ζωή, αλλά εν Χριστώ την ζωή Του.
Και όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: “Ο γαρ Πατέρα ειπών τον Θεόν, και αμαρτημάτων άφεσιν και κολάσεως αναίρεσιν και υιοθεσίαν και κληρονομίαν και αδελφότητα την προς τον Μονογενή και Πνεύματος χορηγίαν, δια της μιας ταύτης ωμολόγησε προσηγορίας” (Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον, ομιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
Προσφωνούντες τον πανάγιον Θεόν και παντοδύναμον Δημιουργόν του παντός “Πατέρα”, ομολογούμε όσα έκανε για μας τα ανάξια παιδιά Του, και μάλιστα δια του Κυρίου μας ΙησούΧριστού εν Αγίω Πνεύματι. Έτσι η επίκλησις “Πάτερ” μας ανάγει στο τριαδικό του Θεού.
Γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: “Πρεπόντως ο Κύριος διδάσκει αμέσως ν’ αρχίσουν (οι προσευχόμενοι) από την θεολογία΄ επίσης εισάγει τα όντα, Αυτός που είναι κατά την ουσία αίτιος των όντων. Γιατί τα λόγια της προσευχής περιέχουν φανέρωση του Πατέρα και του ονόματος του Πατέρα, και της βασιλείας του Πατέρα, για να μάθομε ευθύς εξαρχής να σεβόμαστε την εν Μονάδι
Τριάδα και να την προσκυνούμε. Επειδή όνομα του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι ο Μονογενής Υιός. Και βασιλεία του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι το Άγιο Πνεύμα” (ένθ’ ανωτ., σελ. 256).
Η άπειρη αγάπη και φιλανθρωπία Του μας επιτρέπει και προτρέπει να τον ονομάζουμε πατέρα μας.
Ιλιγγιά ο νους του ευσεβούς ανθρώπου.
«Ποιός θα μου δώσει πτέρυγας ωσεί περιστεράς κατά το ψαλμικό, γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, για να μπορέσω να υψωθώ επάνω από όλα τα αισθητά, τα αλλοιούμενα και μεταβαλλόμενα, στον Αμετάβλητο και Αναλλοίωτο και με κατάσταση της ψυχής άτρεπτη και ακλινή να Τον οικειωθώ πρώτα με την προαίρεσί μου και έπειτα να Τον επικαλεσθώ με την πολύ οικεία επίκλησι και να ειπώ: «Πατέρα». Τί ψυχή πρέπει να έχει αυτός που έτσι θα ομιλήση στον Θεό; Πόση παρρησία; Ποια συνείδησι;” (Εις την Προσευχήν, Λόγος 2ος, Ε.Π.Ε. τομ. 8ος, σελ. 43).
Μεγάλο και ανεκτίμητο το δώρο. Όσες φορές θελήσουμε, μπορούμε να απευθυνθούμε στον Θεό και να τον ονομάσουμε Πατέρα μας.
Και ακόμη, όταν ο χριστιανός αξιωθή και λάβη αισθητώς την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, τότε και αισθάνεται καρδιακά την πατρότητα του Θεού και την υιότητα την ιδική του. Αισθάνεται υιική και τρυφερή αγάπη προς τον Θεό Πατέρα. Αισθάνεται ως φιλοπάτωρ υιός φιλοστόργου Πατρός.
Το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κράζει στην καρδιά μας αββά ο Πατήρ, δηλαδή Πατερούλη, Πατερούλη, δημιουργώντας αυτή την τρυφερή αγάπη προς τον Θεό. “Ότι δε εστέ υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον΄ αββά ο πατήρ”.
Κατ’ εικόνα του ουρανίου Πατρός μπορούμε και εμείς οι άνθρωποι να γινώμεθα αληθινοί πατέρες, πνευματικοί ή σαρκικοί. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι δεν ονομάζουμε τον Θεόν Πατέρα κατ’ αναλογίαν των ανθρώπων πατέρων, αλλά τους ανθρώπους πατέρας κατ’ εικόνα του Θεού Πατρός, “εξ ού, κατά τον μέγαν Παύλον, πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται”
(Λόγος 2ος κατά Γρηγορά, παρ. 69).
Αν οι επίγειοι πατέρες αντανακλούν την χάρι και την ευλογία του ουρανίου Πατρός, τότε είναι και αληθινοί πατέρες. Χωρίς αυτή την χάρι δεν είναι αληθινοί και γνήσιοι πατέρες και δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στα παιδιά τους. Όταν οι άνθρωποι απομακρύνονται από τον ουράνιο Πατέρα, δεν μπορούν να γίνουν γνήσιοι και σωστοί πατέρες.
Πόσοι άνθρωποι δεν υποφέρουν σήμερα γιατί δεν γνώρισαν ένα αληθινό και στοργικό πατέρα;
Ετερόδοξος χριστιανός, που προσήλθε στην Ορθοδοξία, είπε ότι έγινε ορθόδοξος γιατί μόνο στην Ορθοδοξία βρήκε πνευματικούς πατέρας, χάρισμα που χάθηκε στον δυτικό χριστιανισμό.
Θυμούμαι την περίπτωση του Ρουμάνου συγγραφέως Βιργκίλ Γκεωργκίου που, όπως αναφέρει ο ίδιος, στο πρόσωπο του πτωχού αλλά αγίου ιερέως πατέρα του είδε το πρόσωπο του Θεού. Αυτό το όραμα δεν τον άφησε ποτέ να απομακρυνθή από τον Θεό στο διάστημα της πολυκυμάντου ζωής του.
Προσφωνώντας τον Θεό, Πατέρα, αναγνωρίζουμε την πατρική Του πρόνοια για μας. Δεν είμαστε ορφανοί. Δεν βρισκόμαστε στην ζωή γιατί έτσι το θέλει κάποια τύχη ή τυφλή ειμαρμένη. Είμαστε πλάσματα της αγάπης Του και βρισκόμαστε συνεχώς κάτω από την πατρική Του παρακολούθησι και φροντίδα. Ακόμη και πίσω από τις δοκιμασίες της ζωής βρίσκεται η παιδαγωγούσα και θεραπεύουσα αγάπη Του.
Την πατρική αγάπη του Θεού μας υπενθυμίζει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: “Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπούμεν τον Θεόν μας, διατί μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην, ευρύχωρον, εδώ πρόσκαιρα να κατοικούμεν, τόσες χιλιάδες – μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, αέρα, ημέρα, νύκτα, φωτιά, ουρανόν, άστρα, ήλιον, φεγγάρι. Όλα αυτά δια ποιόν τα έκαμε; δια τ’ εμάς. Τί μας εχρεωστούσε; τίποτε. Όλα χάρισμα. Μας έκαμεν ανθρώπους και δεν μας έκανε ζώα, μας έκαμεν ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς και όχι ασεβείς και αιρετικούς. Και με όλον οπού αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την Κόλασιν, αλλά ακαρτερεί την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας του ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά και να κάνωμεν τα καλά, να εξομολογηθούμεν, να διορθωθούμεν, να μας αγκαλιάση, να μας φιλήση, να μας βάλη εις τον Παράδεισον να χαιρώμασθε πάντοτε. Τώρα τέτοιον γλυκύτατον Θεόν και τέτοιον γλυκύτατον αυθέντην και δεσπότην δεν πρέπει και εμείς να τον αγαπούμεν και, αν τύχη ανάγκη, να χύσωμεν και το αίμα μας χιλιάδες φορές δια την αγάπην του, καθώς το έχυσεν και εκείνος δια την αγάπη μας; (Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές, Ι. Μενούνου, Αθήνα 1979, σελ. 121).
Συναίσθημα λοιπόν ασφαλείας, που διώχνει κάθε ανασφάλεια και άγχος, πηγάζει από την εν πίστει επίκλησι του Θεού ως Πατέρα μας.
Μεγάλη η τιμή να ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα μας, αλλά και μεγάλη η ευθύνη που προκύπτει για μας, που πρέπει να ζούμε ζωή αντάξια του ουράνιου Πατέρα μας. Ας θυμηθούμε τους λόγους του Κυρίου μας: “Γίνεσθε ουν οικτίρμονες καθώς και ο Πατήρ υμών οικτίρμων εστί” (Λουκ. 6, 36). “Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν” (Ματθ. 5, 48).
Γράφει σχετικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: “Διά τούτο ο Κύριος μας παραγγέλλει τί λογής να προσευχώμεθα προς τον κατά χάριν Πατέρα μας, δια να φυλαττώμεθα πάντοτε υποκάτω εις την χάριν της υιοθεσίας έως τέλους΄ εις το να είμεθα δηλαδή τέκνα Θεού όχι μόνον κατά την αναγέννησιν και το βάπτισμα, αλλά και κατά την εργασίαν και πράξιν. Επειδή εκείνος οπού δεν κάμνει έργα πνευματικά άξια της άνωθεν αναγεννήσεως, αλλά σατανικά, ο τοιούτος δεν είναι άξιος να ονομάζη Πατέρα τον Θεόν, αλλά τον εναντίον Διάβολον κατά τον λόγον του Κυρίου μας: “Υμείς εκ του πατρός του Διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν” (Ιωάν. 8, 44)΄ ήγουν, εσείς είσθε γεννημένοι κατά την κακίαν από τον πατέρα σας τον Διάβολον, και τας κακάς επιθυμίας του πατρός σας αγαπάτε να κάμνετε. Μας προστάζει δε να τον ονομάζωμεν Πατέρα μας, ένα μέν, δια να μας πληροφορήση πως εγεννήθημεν κατά αλήθειαν τέκνα Θεού με την αναγέννησιν του θείου Βαπτίσματος΄ άλλο δε, ότι πρέπει να φυλάττωμεν και τα σημάδια, ήγουν τας αρετάς του Πατρός μας, εντρεπόμενοι τρόπον τινά την συγγένειαν οπού έχομεν με αυτόν” (Περί συνεχούς Μεταλήψεως, Αθήναι 1887, σελ. 24).
Ημών
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κύριος μας διδάσκει να προσφωνούμε τον Θεό όχι μόνο Πατέρα, αλλά Πάτερ ημών. Πατέρα μας. Όχι Πατέρα μου. Έτσι μας αποτρέπει από μια εγωιστική σχέσι με τον Θεό. Υπάρχει ο Θεός και εμείς, όχι ο Θεός και εγώ. Έτσι η καρδιά μας ανοίγει για όλους τους συνανθρώπους μας που είναι, λόγω της κοινής καταγωγής μας από τον Θεό Πατέρα, κατά φύσιν αδελφοί μας. Και προς όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς που, λόγω της κοινής πίστεώς μας και κοινής γεννήσεώς μας από την ίδια πνευματική κοιλία της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα, είναι επιπλέον και κατά χάριν και κατά πνεύμα αδελφοί μας.
Πώς μπορείς να έχης τον Θεό Πατέρα χωρίς να δέχεσαι τους συνανθρώπους σου και μάλιστα τους ομοπίστους σου ως αδελφούς;
«Μας διδάσκει ο Κύριος, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, να προσευχώμεθα για όλους, να αναφέρουμε τις δεήσεις για το κοινό σώμα και καθόλου να μη επιδιώκουμε το ατομικό μας συμφέρον, αλλά σε κάθε περίπτωσι το του πλησίον. Έτσι και την έχθρα αφαιρεί και την αφροσύνη καταστέλλει, και τον φθόνο εκβάλλει, και την μητέρα όλων των αγαθών την αγάπη εισάγει, και την ανωμαλία εξορίζει των ανθρωπίνων πραγμάτων και δείχνει ότι είναι πολύ μεγάλη η ομοτιμία του βασιλέως προς τον πτωχό, αφού στα μέγιστα και αναγκαιότατα μετέχουμε όλοι.
Με το να δεχθή να κληθή πατέρας όλων εχάρισε σε όλους την ίδια ευγενική καταγωγή και άρα και ομοτιμία. Έτσι όλοι είμαστε ενωμένοι και κανείς δεν έχει περισσότερο από τον άλλο, ούτε ο πλούσιος από τον πτωχό, ούτε ο κύριος από τον δούλο, ούτε ο άρχων από τον αρχόμενο, ούτε ο βασιλεύς από τον στρατιώτη, ούτε ο φιλόσοφος από τον βάρβαρο, ούτε ο σοφός από τον αγράμματο» (ένθ’ ανωτ. σελ. 669).
Όπως θα ιδούμε περαιτέρω, και τα λοιπά αιτήματα της Κυριακής προσευχής μας βοηθούν να ξεπεράσουμε τον νοσηρό ατομικισμό και εγωκεντρισμό μας, την φιλαυτία, και να ανοιχθούμε και προσφερθούμε στον Θεό Πατέρα και στους αδελφούς μας. Να αποκτήσουμε δηλαδή την φιλοθεΐα, που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την φιλανθρωπία-φιλαδελφία.
Ο εν τοις ουρανοίς
Ο Πανάγιος Θεός είναι Πατέρας μας, αλλά και ο μόνος εν τοις ουρανοίς Πατέρας. Διευκρινίζει ο άγιος Χρυσόστομος: “Το δε εν τοις ουρανοίς’ όταν είπη, ουκ εκεί τον Θεόν συγκλείων τουτό φυσιν, αλλά της γης απάγων τον ευχόμενον και τοις υψηλοίς προσηλών χωρίοις και ταις άνω διατριβαίς” (ένθ’ ανωτ. σελ. 668). Δεν περιορίζει δηλαδή τον Θεό στον ουρανό αλλά υψώνει από την γη τον προσευχόμενο και τον προσηλώνει στους ανώτερους χώρους και τις άνω κατοικίες.
Την αγιότητα λοιπόν του Θεού Πατρός δηλώνει το “εν ουρανοίς” και όχι τον τόπο του πανταχού παρόντος Θεού.
Έτσι θεολογεί και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: “Διότι η διάστασις ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο δεν είναι τοπική, ώστε να χρειαστούμε κάποιο τέχνασμα ή κάποια επινόησι, για να μεταφέρουμε το βαρύ και παχυλό και χωμάτινο τούτο σαρκίο στην ασώματο και νοερά διαγωγή. Αλλά επειδή η αρετή είναι νοητώς χωρισμένη από το κακό, στην προαίρεσι μόνο του ανθρώπου απόκειται το να είναι σε εκείνο, προς το οποίο κλίνει με την επιθυμία του” (ένθ’ ανωτ. σελ. 51).
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μας δίδει την πρακτική και ηθική συνέπεια της φράσεως αυτής: “Αλλ’ επειδή ο Πατέρας μας είναι εις τους ουρανούς, πρέπει και ημείς να βλέπωμεν με τον νούν μας εις τον ουρανόν, εκεί όπου είναι η πατρίδα μας, η άνω Ιερουσαλήμ, και όχι κάτω εις την γην ωσάν τους χοίρους, αλλ’ εις αυτόν τον γλυκύτατόν μας Σωτήρα και Δεσπότην και εις τα ουράνια κάλλη του Παραδείσου. Όχι μόνον εις καιρόν προσευχής, αλλά παντοτεινά και εις κάθε καιρόν πρέπει να έχωμεν τον νουν μας εις τον ουρανόν, δια να μη σκορπίζεται εδώ κάτω εις τα φθαρτά και πρόσκαιρα πράγματα” (ένθ’ ανωτ. σελ. 28).
Αγιασθήτω το όνομά σου
Είναι το πρώτο αίτημα της Κυριακής προσευχής. Το “αγιασθήτω” σημαίνει “δοξασθήτω”, κατά τον άγιο Χρυσόστομο.
Δεν έχει ασφαλώς ο άκτιστος Θεός την ανάγκη να δοξάζεται από τα κτιστά του πλάσματα. Θέλει όμως να τον δοξάζουμε, γιατί αυτό ωφελεί εμάς τους ανθρώπους.
Μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο να δοξάζουμε τον εαυτό μας με δόξα ψευδή, που δεν μας ανήκει. Η φιλοδοξία είναι γέννημα της φιλαυτίας.
Δοξάζοντας τον Θεό τοποθετούμεθα σωστά στον κόσμο, αναγνωρίζοντας τον Θεό ως άξιο δόξης, γιατί αυτός είναι ο Δημιουργός, ο Πατέρας, ο Πανάγιος, ο Λυτρωτής, η Αρχή και το Τέλος, το Κέντρο του κόσμου. Ενώ εμείς είμεθα πλάσματά Του, που υπάρχουμε και ζούμε γιατί εκείνος το θέλει.
Δοξάζοντας τον εαυτό σου εξαπατάσαι. Δοξάζοντας τον Θεό αναγνωρίζεις την φύσι σου, τον προορισμό σου, ότι δηλαδή δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, δεν είσαι η πηγή της ζωής και της αγιότητος, δεν είσαι από μόνος σου άπειρος και αθάνατος. Με άλλα λόγια δέχεσαι τα όριά σου.
Όταν οι άνθρωποι δοξάζουν τον εαυτό τους δεν μπορούν να δοξάσουν τον Θεό. Αυτό έπαθαν οι πρωτόπλαστοι. Αυτό έπαθαν οι διδάσκαλοι του Ισραήλ, για τους οποίους ομιλεί ο Κύριος στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: “Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρ’ αλλήλων λαμβάνοντες και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;” (Ιω. 5, 44). Αυτό παθαίνει και η σύγχρονη ουμανιστική μας φιλοσοφία, που θέλει τον άνθρωπο κέντρο του κόσμου. Την στάσι του ουμανιστού ανθρώπου συνοψίζει ο Γάλλος άθεος συγγραφεύς Ζ. Π. Σάρτρ, όταν λέγη πρός τον Θεό: “Όταν υπάρχης Σύ, δεν μπορώ να υπάρχω εγώ. Ή Συ ή εγώ”.
Και όμως ο άνθρωπος τότε αληθινά δοξάζεται, όταν δοξάζη τον Θεό, όταν μέσα στο Θεό μπορεί να γίνη όχι ανεξάρτητος από τον Θεό, όχι ψευδοθεός, αλλά Θεός κατά Χάριν, άναρχος, και ατελεύτητος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη έδειξαν για μια ακόμη φορά πως, όταν οι άνθρωποι αρνούνται να δοξάσουν τον Θεό, θεοποιούν κάποιον άνθρωπο που τον δοξάζουν ως θεό. Τα είδωλα όμως πέφτουν και οι αρνούμενοι να δοξάσουν τον αληθινό Θεό βρίσκονται στο χάος.
Και ακόμη, ο άνθρωπος που αρνείται να δοξάση τον Θεό, στο τέλος αντί δόξης περιβάλλεται την αθλιότητα ακατονόμαστων παθών και κακιών.
Οι χριστιανοί μπορούν να συντελέσουν στο να δοξάζεται ο Θεός, όταν ζουν ζωή αγία. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου: “Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς” (Ματθ. 5, 16).
Αντίθετα όταν δεν έχουμε πολιτεία αντάξια του Θεού, στον οποίον πιστεύουμε, “βλασφημείται το όνομα του Θεού δι’ υμάς εν τοις έθνεσι” (Ρωμ. 2, 24). Γι’ αυτό και η ευχή “αγιασθήτω το όνομά σου” σημαίνει τελικά, κατά τον άγιο Χρυσόστομο: “καταξίωσον… ούτως ημάς βιούν καθαρώς, ως δι’ ημών άπαντάς σε δοξάζειν” (ένθ’ ανωτ. σελ. 672).
Κατά τον ίδιο Άγιο, είναι δείγμα τελείας φιλοσοφίας το να δίδουμε σε όλους το παράδειγμα ακηλίδωτου βίου, ώστε κάθε ένας που μας βλέπει να αναπέμπη στον Κύριο την δοξολογία γι’ αυτό (ένθ’ ανωτ.).
Το όνομα του Θεού δοξάζεται, όταν οι χριστιανοί αδιάλειπτα, καρδιακά και νοερά κράζουν: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Ελέχθη ήδη ότι το όνομα του Θεού είναι ο Ιησούς Χριστός. Η επίκλησις του θείου ονόματος αγιάζει τον άνθρωπο. Και όταν ο άνθρωπος αγιάζεται, δοξάζεται και ο ουράνιος Πατέρας.
Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να εκφράσω την άποψη ότι η ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”, είναι σύνοψις της Κυριακής προσευχής. Η επίκλησις και τα τρία πρώτα αιτήματα συνοψίζονται στο “Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού”, ενώ τα τρία τελευταία στο “ελέησόν με τον αμαρτωλόν”.
Έτσι η ευχή εκφράζει το πνεύμα της Κυριακής προσευχής, και ακόμη προετοιμάζει τον ευχόμενο να λέγη με περισσότερο ζήλο και πνευματική αίσθησι το “Πάτερ ημών”.
Ελθέτω η Βασιλεία σου
Όταν ο Θεός βασιλεύη στον άνθρωπο, ο άνθρωπος ελευθερώνεται, ειρηνεύει, αναπαύεται, αγιάζεται. Όταν δεν βασιλεύη ο Θεός στον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος στην τυραννία του διαβόλου που τον υποδουλώνει στα πάθη, στην φιλαυτία και τον φέρνει στην ανία, στο κενό, στην πλήξι, στην μοναξιά, κάνοντας την ζωή του κόλασι.
Ο σημερινός κόσμος που αρνείται την βασιλεία του Θεού, βασανίζεται από φρικτές δαιμονικές καταστάσεις, όπως την μαγεία, τις δεισιδαιμονίες, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία, τα εγκλήματα, την διάλυσι της οικογενείας.
Μας διδάσκει λοιπόν ο Κύριος να ζητούμε να έλθη η Βασιλεία του, που κατά τους αγίους Πατέρας είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: “Επειδή η ανθρώπινη φύσις αυτοθελήτως εσκλαβώθη εις τον ανθρωποκτόνον Διάβολον, δια τούτο μας προστάζει ο Κύριός μας να παρακαλούμεν τον Θεόν να μας ελευθερώση από την πικράν τυραννίαν του
Διαβόλου. Αλλεοτρόπως δε τούτο δεν γίνεται πάρεξ εάν έλθη η βασιλεία του Θεού εις ημάς, ήγουν το Πνεύμα το Άγιον, δια να αποδιώξη από λόγου μας τον τύραννον εχθρόν και να βασιλεύση εις ημάς… Δια τούτο πρέπει να λέγωμεν κατά τον θείον Μάξιμον΄ «Ελθέτω σου το Πνεύμα σου το Άγιον, όπως καθαρίση ημάς ολικώς ψυχή τε και σώματι»΄ ήγουν, ας έλθη το Πνεύμα το Άγιον, δια να μας καθαρίση τελείως και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, δια να γίνωμεν κατοικία αξία εις το να υποδεχθώμεν όλην την Αγίαν Τριάδα δια να βασιλεύση εις το εξής ο Θεός εις ημάς, ήγουν εις τας καρδίας μας, καθώς είναι γεγραμμένον΄ “η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν” (Λουκ. 17, 21) (ένθ’ ανωτ. σελ. 35-36).
Μας λέγει η Γένεσις ότι κατά την δημιουργίαν του κόσμου σκότος εκάλυπτε την άβυσσο και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Το Άγιο Πνεύμα εδίωξε τα σκοτάδια και εμορφοποίησε το χάος. Σκότος και χάος βασιλεύει και στο εσωτερικό του ανθρώπου. Μόνον όταν ο άνθρωπος αφήση το Άγιο Πνεύμα να κατοικήση μέσα του, καθαρίζεται από τα πάθη, φωτίζεται, βρίσκει την εσωτερική του ισορροπία και ενότητα. Γι’ αυτό και στην προσευχή προς το Άγιο Πνεύμα, το “Βασιλεύ ουράνιε”, που είναι επέκτασις του “ελθέτω η βασιλεία Σου”, λέμε: “ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον αγαθέ τας ψυχάς ημών”.
Γράφει σχετικά και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: “Αν λοιπόν ζητήσουμε να έρθει σ’ εμάς η βασιλεία του Θεού, αυτά να ικετεύσομε το Θεό με όλη τη δύναμή μας: Ν’ απαλλαγώ από τη φθορά, να ελευθερωθώ από το θάνατο, να μου χαλαρωθούν τα δεσμά της αμαρτίας, να μη βασιλεύει επάνω μου ο θάνατος, ν’ αδρανήσει πια η εναντίον μου τυραννική εξουσία της κακίας, να μη με νικήσει ο εχθρός ούτε να μ’ αιχμαλωτίσει με την αμαρτία΄ αλλά ας έρθει σ’ εμένα η βασιλεία σου, για να αποχωρήσουν από μένα ή καλύτερα να αποχωρήσουν στο μη ον τα πάθη που κυριαρχούν τώρα και βασιλεύουν” (Εις την Προσευχήν, Λόγος 3ος, ένθ’ ανωτ. σελ. 69).
Είναι φανερό από τα ανωτέρω ότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι μια εξωτερική τακτοποίησις του κόσμου, αλλά η ενοίκησις του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας, που έχει ως αποτέλεσμα την μεταμόρφωσι του κόσμου μέσω των μεταμορφωμένων ανθρώπων.
Γι’ αυτό η ορθόδοξος Εκκλησία μας ουδέποτε επεδίωξε την κατάκτησι του κόσμου, όπως ο δυτικός χριστιανισμός, αλλά την εν Χριστώ μεταμόρφωσί του. Και ο ορθόδοξος μοναχισμός δεν είναι ακτιβιστικός – των έργων -, αλλά ησυχαστικός, της προσευχής και της θεωρίας, μέσω της οποίας ο άνθρωπος αγιάζεται και μεταμορφώνεται σε καινή κτίσι.
Η μετοχή των Αγίων στο άκτιστο φως της Αγίας Τριάδος είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, μετοχή στην Βασιλεία του Θεού, στην δόξα του και στην λαμπρότητά του.
Γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης
Το εγωιστικό θέλημα εχώρισε τον άνθρωπο από τον Θεό, τον εξώρισε από τον παράδεισο και έγινε αιτία όλων των κακών. Αν δεν απαρνηθή ο άνθρωπος το εγωιστικό του θέλημα και δεν υιοθετήση το άγιο θέλημα του Θεού, δεν μπορεί να θεραπευθή από την βαρειά αρρώστια της φιλαυτίας και του εγωισμού.
Την ανυπακοή του Αδάμ και της Εύας στο άγιο θέλημα του Κυρίου ήλθε να διορθώση ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, και η νέα Εύα, η Θεοτόκος, με την τελεία υπακοή Τους.
Ο Χριστός έγινε υπήκοος στο θέλημα του Πατρός Του μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού θανάτου. Κατά την αγωνία της Γεθσημανή ο Κύριος παρεδόθη τελείως στο θέλημα του Θεού Πατρός: “Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο΄ πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ” (Ματθ. 26, 39).
Μας άνοιξε έτσι τον κλειστό μέχρι τώρα δρόμο προς τον Θεό δια της υπακοής Του και έγινε ο πνευματικός γενάρχης της γενεάς των υπηκόων τέκνων του Θεού.
Κάθε χριστιανός που αποτάσσεται προ του Αγίου Βαπτίσματος τον διάβολο και συντάσσεται με τον Χριστό, υπόσχεται να εισέλθη στην υπακοή του Χριστού.
Την χάρι να κάνουμε εμείς και όλοι οι άνθρωποι το άγιο θέλημα του Κυρίου ζητούμε με το αίτημα αυτό. Ζητούμε δε να γίνη το θέλημα του Θεού ολοκληρωτικά, όπως γίνεται από τους αγίους αγγέλους, που κάνουν τελεία υπακοή στον Θεό. Ερμηνεύει ο άγιος Χρυσόστομος: “ούτω και ημάς καταξίωσον τους ανθρώπους μη εξ ημισείας το θέλημά σου ποιείν, αλλά πάντα καθάπερ θέλεις πληρούν”. Και προσθέτει: “Και πάλιν την υπέρ της οικουμένης πρόνοιαν έκαστον ημών των προσευχομένων αναδέχεσθαι επέταξεν. Ουδέ γάρ είπε, γενηθήτω το θέλημά σου εν εμοί, ή εν ημίν΄ αλλά, πανταχού της γης, ώστε λυθήναι την πλάνην και φυτευθήναι την αλήθειαν και εκβληθήναι κακίαν άπασαν και επανελθείν αρετήν, και μηδέν ταύτην διαφέρειν λοιπόν τον ουρανόν της γης. Ει γαρ τούτο γένοιτο, φησίν, ουδέν διοίσει τα κάτω των άνω, ει και τη φύσει διέστηκεν, αγγέλοις ετέροις της γης ημίν επιδεικνυμένοις” (ένθ’ ανωτ. σελ. 674).
Ο άγιος Χρυσόστομος εκήρυττε και ζητούσε από τους χριστιανούς να ζουν την τέλεια χριστιανική ζωή, ώστε πριν μεταστούν στην αιώνια ζωή να ζουν την Βασιλεία του Θεού. Να γίνη η γη ουρανός.
Οι άνθρωποι τηρούν τις εντολές του Θεού ή από φόβο να μη κολαστούν, ή για να λάβουν αμοιβή από τον Θεό, ή από καθαρή και ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό. Στην πρώτη περίπτωση ενεργούν σαν δούλοι, στην δεύτερη σαν μισθωτοί και στην τρίτη σαν υιοί. Προς αυτό το τελευταίο πρέπει να τείνουμε όλοι. Να κάνουμε το θείο θέλημα από καθαρή αγάπη προς τον Θεό, ως υιοί Του. Αυτό είναι δείγμα τελειότητας. Έτσι κάνουν και άγιοι άγγελοι στον ουρανό.
Όσο ο άνθρωπος κάνει το δικό του θέλημα, δεν μπορεί να βρη αληθινή εσωτερική αναύπασι. Όταν όμως κάνη το θέλημα του Θεού, συμφιλιώνεται με τον Θεό και ειρηνεύει. Αυτή είναι και η άνωθεν ειρήνη που ζητούμε στη Θεία Λειτουργία.
Μέσα στις εντολές του Θεού κρύβεται ο ίδιος ο Θεός κατά τους αγίους Πατέρας. Γι’ αυτό και όποιος τηρεί τις εντολές του Θεού ενώνεται με τον Θεό.
Αλλά και όταν ακόμη κάνουμε όλα τα διαταχθέντα, θα αισθανόμαστε ως “αχρείοι δούλοι”, κατά τον λόγο του Κυρίου, γιατί δεν σωζόμαστε από τα καλά μας έργα, αλλά από την Χάρι του Θεού. Η φαρισαϊκή αυτοδικαίωσι (ηθικισμός) δεν έχει καμμία σχέσι με το ταπεινό ορθόδοξο χριστιανικό ήθος. Όπως εδίδαξε και ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, τα καλά μας έργα αποτελούν προϋπόθεσι για να λάβουμε την Χάρι του Θεού, αλλά και καρπό της΄ ποτέ όμως δεν μπορούν να αποτελούν τον σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι πάντα η απόκτησις της θείας Χάριτος.
Η τήρησις των εντολών του Θεού, που κατά βάθος εκφράζουν την περιεκτική αρετή της αγάπης, οδηγεί στην αληθινή ελευθερία, την ελευθερία της αγάπης που ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον εγωισμό. Η ελευθερία του εγωισμού είναι ψευδοελευθερία. Οι χριστιανοί διαλέγοντας την υπακοή τους προς τον Θεό διαλέγουν την ελευθερία της αγάπης, που προϋποθέτει το σταύρωμα και την θυσία του εγωισμού μας.
Είναι αυτό που λέγουν οι άγιοι Πατέρες μέσα από τον αγώνα και την εμπειρία τους: “Η υπακοή ζωή, η ανυπακοή θάνατος”.
Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον
Κατά τον άγιο Χρυσόστομο, όσον αφορά την πολιτεία, το ήθος, ο Κύριος επιτάσσει να ζητούμε αγγελική διαγωγή και να εκπληρώνουμε ότι οι άγγελοι εκπληρώνουν. Επειδή όμως εμείς ως άνθρωποι φέρουμε σάρκα, μας εδίδαξε να ζητούμε και τα αναγκαία για το σώμα. Να μη ζητούμε την πολυτέλεια και την τρυφή, αλλά τον άρτον τον επιούσιον (δηλαδή τα βασικά και απαραίτητα), και μάλιστα “σήμερον”, χωρίς αγωνιώδη μέριμνα, “ώστε μη περαιτέρω συντρίβειν εαυτούς τη φροντίδι της επιούσης ημέρας” (ένθ’ ανωτ. σελ. 672).
Με το αίτημα αυτό ζητούμε, κατά τους αγίους Πατέρας, όχι μόνο τον υλικό άρτο, αλλά κυρίως τον πνευματικό Άρτο, που είναι ο Χριστός. Ο Χριστός προσφέρεται σε μας με το λόγο Του και με το Σώμα και με το Αίμα Του. Σε κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται αυτή η προσφορά.
Στο πρώτο μέρος της θείας Λειτουργίας, το διδακτικό, προσφέρεται ο λόγος του Θεού με τους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης στα Αντίφωνα και στη συνέχεια με το Αποστολικό και το Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Στον Άγιον Όρος ψάλλονται και οι μακαρισμοί.
Στο δεύτερο μέρος της θείας Λειτουργίας μετέχουμε στην θυσία του Χριστού και κοινωνούμε το σταυρωθέν και αναστάν Σώμα Του. Γι’ αυτό και προ της θείας Κοινωνίας απαγγέλλουμε την Προσευχή αυτή, αφού προηγηθή η εκφώνησις “και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας ακατακρίτως τολμάν επικαλείσθαι Σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα, και λέγειν”.
Έτσι η προσευχή αυτή συνδέεται άμεσα με την Θεία Ευχαριστία και μας οδηγεί στην ευχαριστιακή χρήσι του κόσμου. Ζητώντας από τον Θεό τα αγαθά, Τον αναγνωρίζουμε ως τον μόνο χορηγό κάθε καλού, και όλα τα δώρα της ζωής τα αναγνωρίζουμε ως δικά Του δώρα.
Αυτό μας βοηθεί να έχουμε ταπείνωσι, ευγνωμοσύνη και ευχαριστία προς τον Θεό. “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω”, “Άξιον και δίκαιον”, “Υπέρ τούτων απάντων ευχαριστούμεν σοι… των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων… ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν”.
Μας βοηθεί ακόμη να αντιπροσφέρουμε στον Θεό τα δώρα Του΄ “Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα”.
Τώρα μπορούμε να τηρούμε την σωστή στάσι απέναντι των δώρων του Θεού, ανθρώπων και πραγμάτων, που επειδή είναι δώρα του Θεού δεν πρέπει να τα περιφρονούμε ή να τα ατιμάζουμε ή να τα εκμεταλλευώμεθα. Έτσι μπορούμε να κάνουμε την σωστή ευχαριστιακή χρήσι του κόσμου αποφεύγοντας την πνευματικώς καταστροφική κατάχρησι ή παράχρησι. Αν είχαμε υιοθετήσει τον ευχαριστιακό τρόπο ζωής, θα σεβώμαστε την κτίσι που μας περιβάλλει και δεν θα είχαμε φθάσει στην σημερινή φοβερή οικολογική καταστροφή.
Ας προσέξουμε και τούτο. Ο σύγχρονος καταναλωτικός τρόπος ζωής έρχεται σε πλήρη αντίθεσι με το πνεύμα του αιτήματος αυτού. Δεν είναι ευχαριστιακός, αλλά αχαριστιακός. Δεν είναι φιλάδελφος, αλλά εγωιστικός και ατομικιστικός. Δεν αγαπά την λιτότητα, τον επιούσιο, αλλά επιδιώκει την αλόγιστη σπατάλη και πολυτέλεια. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η υπερκαταναλωτική κοινωνία μας τελικά γίνεται ο τάφος μας και η αιτία πολλών αδικιών και κοινωνικών κακών.
Είναι ακόμη αξιοπρόσεκτο ότι δεν ζητούμε τον άρτο τον επιούσιο μόνο για τον εαυτό μας, όπως και στα προηγούμενα αιτήματα, αλλά για όλους μας. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τους αδελφούς σου, όταν ζητάς από τον Θεό τα υλικά και πνευματικά αγαθά.
Στο “ημών” και στο “ημίν” του αιτήματος αυτού βασίζεται η ορθόδοξος κοινωνιολογία, φιλανθρωπία και φιλαδελφία. Μας θυμίζει τον πολλαπλασιασμό από τον Κύριο των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων στην έρημο για να χορτάση όλος ο λαός. Όπως και την κοινοκτημοσύνη των πρώτων χριστιανών των Ιεροσολύμων και των συγχρόνων μοναστικών κοινοβίων.
Εδώ ακόμη βασίζεται και η ορθόδοξος ιεραποστολή. Πως μπορούμε να μη πονέσουμε και να μην ενδιαφερθούμε για την μετάδοσι του ουρανίου Άρτου σ’ αυτούς που λιμοκτονούν πνευματικά;
Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών
Όσο ο άνθρωπος ζη εγωκεντρικά, δεν μπορεί να συγχωρήση τον συνάνθρωπό του. Ο θιγόμενος εγωισμός του δεν του το επιτρέπει. Όταν όμως αποφασίση δια της μετανοίας να ζήση θεοκεντρικά, τότε συγχωρεί όσους τον εστενοχώρησαν, αδίκησαν και έβλαψαν.
Η απαλλαγή από την μνησικακία θέλει αγώνα, γιατί ο εγωισμός δυναστεύει τον έσω άνθρωπο. Γι’ αυτό ο Κύριος μας εδίδαξε να ζητούμε την συγχώρησί μας από τον Θεό, υπό τον όρο ότι και εμείς θα συγχωρούμε τους πταίοντας σε μας.
Θα μπορούσε, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, να μας συγχωρή ο Κύριος χωρίς να απαιτή προηγουμένως να συγχωρούμε εμείς τους συνανθρώπους μας. “Αλλ’ όμως και ούτω την αυτού φιλανθρωπίαν επιδείκνυται…, αλλά βούλεταί σε και εντεύθεν ευεργετείσθαι, μυρίας σοι πανταχόθεν παρέχων ημερότητος και φιλανθρωπίας αφορμάς και το εν σοί θηριώδες εκβάλλων και τον θυμόν σβεννύς και πανταχόθεν σε συγκολλών τω μέλει τω σω” (ένθ’ ανωτ. σελ. 680).
Πράγματι με την μνησικακία και εχθρότητα χωρίζεσαι από τον αδελφό σου, που είναι δικό σου μέλος, αφού αμφότεροι είσθε μέλη Χριστού και άρα αλλήλων μέλη. Με την άφεσι και την συμφιλίωσι επανασυνδέεσαι και συγκολλάσαι με το δικό σου μέλος. Πως μπορείς αλήθεια να αναπαύεσαι, όταν κάποιο μέλος σου είναι αποκολλημένο από το σώμα σου; Μόνο αν δεν είσαι μέλος του Σώματος του Χριστού ή αν είσαι νεκρό μέλος Του δεν θα αισθάνεσαι και τον αδελφό σου ως ιδικό σου μέλος.
Ο χριστιανός που ζη θεοκεντρικά, ζη κατά μίμησιν του ουράνιου Πατρός. Αφού συγχωρεί ο Θεός, συγχωρεί και αυτός. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ζητά από τον Θεό, την ιδική του συγχώρησι, χωρίς ο ίδιος να συγχωρή τα ελαφρότερα παραπτώματα του συνδούλου του; Θα ωμοίαζε προς τον πονηρό δούλο της γνωστής παραβολής που, ενώ ο εύσπλαχνος Κύριος του εχάρισε ένα τεράστιο χρέος, αυτός δεν εχάριζε στον σύνδουλό του ελάχιστο ποσό.
Μας βοηθεί το αίτημα αυτό ακόμη να διατηρούμε ταπεινό φρόνημα, γιατί μας υπενθυμίζει όχι μόνο την προσωπική μας αμαρτωλότητα, αλλά και την αμαρτωλότητα της ανθρωπίνης φύσεως, στην οποία εύστοχα αναφέρεται ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης:
«Ας μετρήσομε λοιπόν αρχίζοντας από δω τα πλημμελήματα των ανθρώπων απέναντι στο Θεό.
Κατά πρώτον ο άνθρωπος έγινε ένοχος τιμωρίας στο Θεό, γιατί απομακρύνθηκε από το δημιουργό του κι αυτομόλησε στις τάξεις του εχθρού, αφού έγινε δραπέτης κι αποστάτης από τον φυσικό Κύριό του.
Δεύτερο, γιατί αντάλλαξε την αυτεξούσια ελευθερία του με την ολέθρια δουλεία της αμαρτίας και προτίμησε, αντί να είναι κοντά στο Θεό, να εξουσιάζεται από τη δύναμι της καταστροφής.
Αλλά από ποιό κακό θα μπορεί να θεωρηθεί δεύτερο το να μη βλέπει την ομορφιά του δημιουργού, αλλά να στρέψει το πρόσωπό του στην ασχήμια της αμαρτίας;
Αλλά και η περιφρόνηση των θεϊκών αγαθών και η προτίμηση προς τα δολώματα του πονηρού σε ποιό βαθμό τιμωρίας μπορεί να ταχθεί;
Επίσης η καταστροφή της εικόνας και ο αφανισμός της σφραγίδας, που μας σφράγισε κατά την αρχική δημιουργία μας, και η απώλεια της δραχμής και η αναχώρηση από το πατρικό τραπέζι και ο εθισμός στον βρωμερό βίο των χοίρων και η κατασπατάληση του πολύτιμου πλούτου και όσα άλλα παρόμοια πλημμελήματα μπορούμε να βρούμε στη Γραφή και να σκεφθούμε με το νου μας, ποιός λόγος μπορεί να τ’ αριθμήσει;
Επειδή λοιπόν σε τέτοια πλημμελήματα είναι ένοχο το ανθρώπινο γένος απέναντι στο Θεό και πρέπει να εκτίσει τιμωρία, γι’ αυτό νομίζω μας παιδαγωγεί ο Λόγος με τα λόγια της προσευχής, να μη δείχνομε καθόλου θάρρος κατά τη συνομιλία μας με το Θεό, επειδή έχομε τάχα καθαρή συνείδηση, ακόμα κι αν είναι κάποιος όσο γίνεται περισσότερο απαλλαγμένος από τα ανθρώπινα πλημμελήματα» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εις την Προσευχήν, Λόγος 5ος, ένθ’ ανωτ. σελ. 107).
Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού
Και μη επιτρέψης, Κύριε, να πέσωμε σε πειρασμό, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρό.
Δύο ειδών είναι οι πειρασμοί κατά τον άγιο Μάξιμο. Οι ενήδονοι και οι ενόδυνοι. Αυτοί που φέρουν ηδονή και αυτοί που φέρουν οδύνη. Οι πρώτοι είναι εκούσιοι και γεννούν τα πάθη. Οι δεύτεροι είναι ακούσιοι και διώχνουν τα πάθη. Τους εκούσιους πρέπει να αποφεύγουμε. Τους ακούσιους να μη επιδιώκουμε και να απευχώμεθα, διότι είμεθα αδύνατοι και μπορεί να υποκύψουμε΄ αλλ’ όταν έλθουν, να τους υπομένουμε με γενναιότητα ως “καθαρτήριον” της ψυχής.
Αναφερόμενος στο θέμα των οδυνηρών πειρασμών ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παρατηρεί: “Ο Θεός λοιπόν κινούμενος εις συμπάθειαν της ταλαιπωρίας και παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεί να μας έρχονται οι πειρασμοί, και κάποτε να είναι πολύ φρικτοί και φοβεροί, κατά διαφόρους τρόπους, δια να ταπεινούμεθα και να γνωρίζωμεν τον εαυτόν μας, αγκαλά και μας φαίνονται πως είναι ανωφελείς΄ και εδώ δείχνει εν ταυτώ την αγαθότητα και την σοφίαν του΄ επειδή με εκείνο που φαίνεται εις ημάς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μας ωφελεί΄ επειδή ταπεινούμεθα περισσότερον΄ το οποίον είναι πλέον χρειαζόμενον από όλα εις την ψυχήν μας”.
Διδάσκοντάς μας ο Κύριος να μη επιδιώκουμε του πειρασμούς, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, μας εκπαιδεύει να γνωρίζουμε την αδυναμία μας, και έτσι καταστέλλει το “φύσημα”, την οίησι, την υπερηφάνεια. Όταν όμως έρχωνται οι πειρασμοί χωρίς εμείς να τους ζητούμε, τότε πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε με γενναιότητα, “ίνα και το γενναίον αντιδειξώμεθα και το ακενόδοξον”.
Παρατηρεί ακόμη ο άγιος Χρυσόστομος ότι ο Κύριος δεν λέγει από των “πονηρών”, δηλαδή πονηρών ανθρώπων, αλλά από του “πονηρού”, δηλαδή του διαβόλου, για να μας διδάξη να μη αιτιώμεθα και μνησικακούμε κατά των ανθρώπων που μας στεναχωρούν, αλλά κατά του διαβόλου που τους υποκινεί. Καλεί δε τον διάβολο πονηρό, “κελεύων ημάς άσπονδον προς αυτόν έχειν πόλεμον”, και ακόμη για να δείξη ότι η πονηρία δεν είναι φυσική κατάστασις, αλλά αποτέλεσμα της κακής προαιρέσεως.
Ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα
Είναι φυσικό να τελειώνη η Προσευχή με την δοξολογία του Θεού και όχι με την παράκλησι να ρυσθούμε από τον πονηρό. Τον τελευταίο λόγο στον κόσμο έχει ο παντοδύναμος Θεός, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, και όχι ο διάβολος που κατά παραχώρησιν φαίνεται πολλές φορές να κινή τα νήματα της ιστορίας. Ο διάβολος μπορεί να φέρη αναστάτωσι, να επικρατεί προσωρινά στον κόσμο με τα όργανά του, αλλά τελικά θα γίνη το θέλημα του Κυρίου.
Η εξουσία του Αντιχρίστου είναι προσωρινή. Ο Χριστός είναι ο Αιώνιος Κύριος και Βασιλεύς. Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Γι’ αυτό και μόνο στον Τριαδικό Θεό ανήκει η δόξα.
Παρατηρεί πάλιν το χρυσούν στόμα της Εκκλησίας: “Αφού λοιπόν μας έφερε σε κατάστασι αγωνίας με την ανάμνησι του εχθρού και έκοψε από την ρίζα όλη την ραθυμία μας, πάλι μας ενθαρρύνει και αναπτερώνει το φρόνημά μας θυμίζοντάς μας τον Βασιλέα, του οποίου είμαστε υπήκοοι, και φανερώνοντάς τον δυνατώτερο από όλους λέγει «Σου γαρ εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα». Επομένως, εφ’ όσον η βασιλεία είναι δική του, κανείς δεν πρέπει να φοβάται, διότι δεν υπάρχει κανείς που να του αντιστέκεται και να μοιράζεται την εξουσία μαζί του» (Αγ. Χρυσοστόμου, ένθ’ ανωτ. σελ. 683).
* * *
Όσο η αδυναμία και ο περιορισμένος χρόνος επέτρεψε, εμβαθύναμε στα θεία λόγια της Κυριακής Προσευχής.
Η ψυχή μας πληρούται ευχαριστίας προς τον φιλάνθρωπο Κύριο που μας παρέδωσε την αγία αυτή προσευχή, δύναμι, φως και παρηγορία στον δρόμο της ζωής μας.
Όλα τα αιτήματα της Κυριακής προσευχής μας βοηθούν να ελευθερωθούμε από την φιλαυτία μας, να μη ζούμε εγωιστικά για τον εαυτό μας, αλλά για τον Θεό μας και τον συνάνθρωπό μας. Όσο αδειάζουμε από την φιλαυτία μας, τόσο εισέρχεται μέσα μας ο Θεός.
Ας μου επιτραπεί να πω ένα τολμηρό λόγο όχι από προσωπική πείρα, αλλά από την πείρα των Αγίων και του Αγίου Όρους: Αν αδειάσουμε τελείως από την φιλαυτία και τον εγωισμό μας, όλος ο Θεός θα έλθη μέσα μας. Το λέγει άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος: “Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν”. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να χαρή την πιο αληθινή χαρά και ανάπαυσι, εκείνη την χαρά που υποσχέθηκε ο Κύριος στους μαθητές Του και που ουδείς δύναται να άρη απ’ αυτού.
Είναι λυπηρό ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν λέγουν ή δεν θέλουν να ειπούν την Κυριακή προσευχή. Πληροφορούμεθα ότι υπάρχουν εκπαιδευτικοί, οι οποίοι την ώρα που απαγγέλλεται η Κυριακή προσευχή στα Σχολεία είτε δεν βγαίνουν στο προαύλιο να συμπροσευχηθούν με τους μαθητές είτε στέκονται με τα χέρια πίσω για να δείξουν ότι κάνουν κάτι που δεν πιστεύουν. Όσοι αρνούνται τον Χριστό και την Προσευχή Του, συνειδητά ή ασυνείδητα, όσοι ζουν εγωκεντρικά και φίλαυτα, λέγουν μία άλλη προσευχή: – Δεν λέγουν: “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς”, αλλά λέγουν: Εαυτέ μου, εσένα έχω για Θεό επί της γης. – Δεν λέγουν: “Ελθέτω η βασιλεία Σου”, αλλά: ελθέτω η βασιλεία μου. – Δεν λέγουν: “Γεννηθήτω το θέλημά Σου”, αλλά: γεννηθήτω το θέλημά μου. – Δεν λέγουν: “Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον”, αλλά: τα υλικά αγαθά με σπατάλη και πολυτέλεια εγώ εξασφαλίζω για τον εαυτό μου. – Δεν λέγουν: “Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών”, αλλά: δεν ζητώ από κανένα συγχώρησι, ούτε συγχωρώ κανένα. – Δεν λέγουν: “Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού”, αλλά: ζητώ όλες τις θεμιτές και αθέμιτες ηδονές και μισώ κάθε λυπηρό. – Δεν λέγουν: “Ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα”, αλλά: ότι μου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα. Όχι μόνο οι αρνηταί του Χριστού, αλλά και εμείς οι χριστιανοί συμβαίνει να έχωμε κάποτε πειρασμούς και πτώσεις σ’ αυτή την εγωκεντρική, ατομικιστική και διαβολική ζωή.
Αυτός ο εγωκεντρισμός είναι που κάνει σήμερα την ζωή μας αδιέξοδο.
Η κρίσις που περνά σήμερα η πατρίδα μας στην πολιτική, στην παιδεία, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικονομία, εδώ νομίζω ότι οφείλεται.
Αρνηθήκαμε το πνεύμα του Χριστού, το πνεύμα της Κυριακής προσευχής.
Αν δεν υπάρξη μετάνοια αρχόντων και αρχομένων, δεν βλέπω λύση του αδιεξόδου.
Κανένα κόμμα και καμμία ιδεολογία δεν μπορεί να μας σώσει.
Θα υπάρξη λύσις και φως, εάν θελήσουμε οι νεοέλληνες να ξαναπούμε ταπεινά και απλά το “Πάτερ ημών” και ακόμη αν θελήσουμε να προσαρμόσουμε την πορεία μας στο πνεύμα της προσευχής αυτής.
Και αν αυτό δεν θελήσουν να το κάνουν οι πολλοί, ας αγωνισθούμε να το κάνουμε εμείς, ο πιστός και εκκλησιαζόμενος λαός. Γιατί δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να παρασυρώμεθα και εμείς από τον ασφυκτικό κλοιό του αθεϊστικού ατομικισμού, που μας περισφίγγει, και χωρίς να το καταλαβαίνουμε να αντικαθιστούμε την φιλοθεΐα και φιλανθρωπία με την φιλαυτία.
Αυτός είναι ένας μεγάλος πειρασμός, για τον οποίο θα πρέπει να ειπούμε: “Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού, ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν”.
Πηγή: (Ομιλία εκφωνηθείσα κατά την Β’ Κυριακήν των Νηστειών του 1990 εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης), Η άλλη όψη
Διάλεξα ἕνα κομμάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα τό «Πάτερ ἡμῶν», γιατί νομίζω εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική προσευχή, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι «Κυριακή» προσευχή, ἡ προσευχή ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος.
Καί νομίζω ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τήν προσευχή πού Ἐκεῖνος ἔκανε, μᾶς ἔδωσε τή ζωή πού Ἐκεῖνος ἔζησε καί μᾶς δίδαξε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν Του· κι αὐτό εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως μᾶς εἶπε ἄλλη φορά «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰω. ιε´ 5)· ὅπως ἡ σχέση τοῦ κλήματος καί τῆς ἀμπέλου εἶναι μιά σχέση ὀργανική καί ἀθόρυβα προχωρᾶ ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τά κλήματα, ἔτσι καί ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ὅλη τήν ὕπαρξή Του, ὁπότε, μέσα στήν προσευχή αὐτή - ἄν τήν κάνουμε συνειδητά καί ἄν τήν ζοῦμε - νομίζω ὅτι ζοῦμε ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Ἀλλά ἂς ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε τήν προσευχή αὐτή καί νά τήν παρακολουθοῦμε φράση πρός φράση.
Ἡ πρώτη φράση λέει: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Νομίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μας ἡ μεγάλη εἶναι μιά· πολλές φορές ἀπογοητευόμαστε καί ξεχνᾶμε ἕνα πρᾶγμα: ὄχι ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Ἂν ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι, εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Λέμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ἀγαποῦν τό παιδί τους ὄχι γιατί εἶναι καλό, ἀλλά γιατί εἶναι παιδί τους· ὁπότε εἶναι μεγάλο πρᾶγμα ἄν αὐτή τή συνείδηση τήν ἀποκτήσουμε καί νοιώσουμε ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς νά ποῦμε τό Θεό Πατέρα μας. Γιατί αὐτή ἡ λέξη τά λέει ὅλα. Ἀμέσως μᾶς βάζει μέσα στό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νά εἶναι κανένας ὀρφανός, μπορεῖ νά τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ δικοί του, μπορεῖ ὅλα νά τά ἔχει χάσει καί νά αἰσθάνεται μόνος· ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ὁ Θεός εἶναι Πατέρας του, νοιώθει μιά ἀσφάλεια, μιά σιγουριά καί ὅλος ὁ κόσμος γίνεται σπίτι του.
Θά τολμοῦσα νά πῶ καί τό ἑξῆς: μήπως δέν θἆταν καλύτερα νά μᾶς ἐγκαταλείψουν ὅλοι, γιά νά νοιώθουμε αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Θαρρῶ πώς κι αὐτό μποροῦμε νά τό ποῦμε. Γι᾿ αὐτό, βλέπετε κι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς Του λέγει: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ διψῶντες, μακάριοι οἱ πεινῶντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες...». Δηλ. Μακάρι νά στερηθοῦμε τή στοργή τήν ἀνθρώπινη, νά τά χάσουμε ὅλα, γιά νά νοιώσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Θυμᾶμαι μιά φορά πού εἴχαμε ρωτήσει μιά γριά στό Παρίσι, Ρωσίδα, τί εἶναι μοναχός, καί αὐτή μᾶς εἶπε αὐθόρμητα ὅτι μοναχός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρέμεται ἀπό ἕνα σχοινί, καί τό σχοινί αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὅτι αὐτό τελικά μποροῦμε νά τό ποῦμε γιά κάθε ἄνθρωπο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά δύναμη στή ζωή του καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι ὅτι ὁ Θεός τὸν ἀγαπᾶ. Ἤλθαμε στή ζωή καί ἐλπίζουμε, γιατί κάποιος μᾶς ἀγαπᾶ· κι αὐτός ὁ κάποιος εἶναι δυνατός ἄσχετα ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι.
«Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Πατέρας μας λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιος ποὺ μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά εἶναι ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐράνιος Πατέρας, ὁπότε, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλος ὁ οὐρανός γίνεται σπίτι μας. Ἔτσι, λοιπόν, μποροῦμε νά νοιώθουμε ἄνετα κι ἐλεύθερα. Γι᾿ αὐτό, λέγεται, ὅτι ὅταν εἶπαν στόν Εὐάγριο Ποντικό, ἕνα ἀπό τούς πρώτους ἀσκητές τῆς Νιτρίας, ὅτι ὁ πατέρας του πέθανε, αὐτός ἀντέδρασε αὐθόρμητα καί λέει: «Μή βλαστημεῖτε· ὁ Πατέρας μου δέν πέθανε ποτέ»!
Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν πρώτη φράση ὁ Κύριος μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κάνει δικούς Του ἀδελφούς, καί μᾶς λέει τὸν Πατέρα Του νά τὸν λέμε καί δικό μας Πατέρα. Καί κάτι ἄλλο λένε οἱ Πατέρες: Λέμε τό Θεό «Πάτερ ἡμῶν» - δέν λέμε ἁπλῶς Πατέρα μου - ὁπότε ὁ Θεός εἶναι ὅλων Πατέρας μας καί, ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε μεταξύ μας ἀδελφοί.
Ἡ ἑπόμενη φράση λέει, «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου...».
Σ᾿ αὐτές τίς δύο φράσεις οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας βλέπουν τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἔτσι λοιπόν, σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις «Πάτερ ἡμῶν... ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς. Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. (Ὑπάρχει μάλιστα μιά γραφή τοῦ Εὐαγγελίου παλαιότερη, πού ἀντί νά λέει «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» λέει «ἐλθέτω τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καί καθαρισάτω ἡμᾶς). Ὁπότε ἐδῶ ἔχουμε παροῦσα τήν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι αὐτό πού λέμε: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα..., καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν..., καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον...».
»Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου...». Παρακαλοῦμε ἐμεῖς νά ἁγιασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, ἄν βλέπουμε αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» μποροῦμε νά τό συνδέσουμε μέ ἐκεῖνο πού λέει ὁ Κύριος: «Ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰω. ιζ´ 19). Καί τό «ἁγιάζω ἑμαυτόν» τοῦ Κυρίου σημαίνει ὅτι, ἐγώ θυσιάζω τὸν ἑαυτό μου γιά νά ἁγιασθοῦν ἐν ἀληθείᾳ, στήν πραγματικότητα, οἱ πιστοί. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν καί ἐμεῖς λέμε «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου», εἶναι σάν νά λέμε, ἄς ἁγιασθεῖ ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἡ ἀπολύτρωση καί ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν. Καί, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», νά ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στήν Πεντηκοστή· καί πάντοτε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά συνεχής Πεντηκοστή.
Μέσα, λοιπόν, σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις βλέπουμε παροῦσα ὅλη τήν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλά, μποροῦμε νά δοῦμε σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις, καί τήν πραγματικότητα τῆς ἐπικλήσεως τῆς κεντρικῆς εὐχῆς τῆς Θείας Λειτουργίας: Αὐτό πού ὁ ἱερεύς, παρακαλεῖ τὸν Οὐράνιο Πατέρα, νά στείλει δηλ. τό Πνεῦμα τό πανάγιον καί νά ποιήσει τὸν ἄρτον καί τὸν οἶνον Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Καί φθάνουμε στήν τέταρτη φράση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κεντρική φράση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», καί τό κεντρικό σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί τῆς δικῆς μας ζωῆς: εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά σου».
Ἴσως αὐτή ἡ φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου», μπορεῖ νά παρομοιασθεῖ μέ τό «Ἀμήν» τῆς ἐπικλήσεως. Καί αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ κατάληξη καί ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν προηγουμένων φράσεων· στίς προηγούμενες φράσεις λέμε, «ἁγιασθήτω τό Ὄνομά σου», «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», «γενηθήτω τό θέλημά σου». Ἀναφερόμαστε στό Θεό, λέμε τό ὄνομά Του νά ἁγιασθεῖ, ἡ βασιλεία Του νά ἔλθει, τό θέλημά του νά γίνει. Δίνουμε τά πάντα στό Θεό, καί αὐτό ἐπικυρώνεται καί ἀνακεφαλαιώνεται μ᾿ αὐτή τή φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου».
Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία ἔχει τό «γενηθήτω τό θέλημά σου», θά εἶναι καλά νά θυμηθοῦμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, γιατί κατέβηκε ἀπ᾿ τὸν Οὐρανό: «Ἐγώ καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Καί τό ἄλλο πάλι πού λέει, ὅτι «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί...»· ἡ κρίσις μου εἶναι δίκαιη καί σωστή γιατί «οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Καί κάτι ἄλλο: θυμᾶστε πού ὁ Κύριος συναντήθηκε μέ τή Σαμαρείτιδα· ὅταν ἦλθαν οἱ μαθητές, εἶπαν στόν Κύριο: «Ραββί, φάγε»· κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε, ὅτι «ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ἡμεῖς οὔκ οἴδατε...». Ἐγώ ἔχω νά φάω ἕνα φαγητό τό ὁποῖο ἐσεῖς δέν ξέρετε. «Ἐμόν βρῶμα ἐστίν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον».
Αὐτό, λέει, πού ἐμένα μέ τρέφει εἶναι νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό βασικό πρᾶγμα τό ὁποῖο καθορίζει τή ζωή τοῦ Κυρίου καί τή ζωή τή δική μας. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε τὸν Κύριο στή συνέχεια, τήν ὥρα τῆς Γεθσημανῆ, δηλ. τήν ὥρα τῆς πραγματικῆς ἀγωνίας - θἄλεγε κανείς τήν ὥρα ἑνός δυνατοῦ σεισμοῦ πού τά πάντα δοκιμάζονται, καί ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» - νά λέει «Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐάν μή αὐτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. κστ´ 42). Αὐτό ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Κύριος νά λέμε, καί ἐκεῖνος τό εἶπε στή δύσκολη στιγμή καί προχωρεῖ ὁ Κύριος ἤρεμα, ἀλλά παντοκρατορικά πρός τό πάθος ἀκριβῶς γιατί λέγοντας, «ὄχι τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου νά γίνει», ἀμέσως στρέφεται ἐσωτερικά, παίρνει ἄλλη δύναμη καί προχωρεῖ.
Δέν θἆταν ἄσχημα νά πᾶμε τώρα γιά μιά στιγμή καί στή δικιά μας ζωή. Ἀγωνιζόμαστε στή ζωή μας, ἀρχίζουμε, ἔχουμε σχέδια, ἔχουμε προγράμματα, προχωρᾶμε καλά, ἀλλά σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν περάσει τή Γεθσημανῆ του. Καί τήν ὥρα πού τά πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τά πάντα ἀνασταίνονται, καί τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι τό νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί ὄχι τό δικό μου, αὐτό εἶναι ποὺ μὲ τρέφει. Ἐκείνη τή στιγμή πού τά πάντα καταστρέφονται καί δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα πουθενά καί κανένα φῶς, καί τά πάντα εἶναι σκεπασμένα μέ σκοτάδι, ἄν ὁ ἄνθρωπος πεῖ - Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου, ἀμέσως παίρνει μιά ἄλλη δύναμη, ἀνασταίνεται καί προχωρεῖ παντοκρατορικά καί σεμνά πρός τήν ὁδό, πρός τή διάβαση, πρός τό Πάσχα πού εἶναι ὁ Χριστός, σέ μιά ἐξέλιξη πού δέν σταματᾶ ποτέ. Καί τότε, ἐκ τῶν ὑστέρων, θά εὐχαριστεῖ κανείς τό Θεό ὄχι γιά τίς εὐκολίες, ἀλλά γιά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του καί γιά τή Γεθσημανῆ του, ἡ ὁποία τὸν ἀνάγκασε, μέσα στήν ἐξάρθρωση τοῦ ἑαυτοῦ του, νά πεῖ τό λογισμό του ἐλεύθερα, νά καταλήξει στό: «Θεέ μου, νά γίνει τό δικό σου θέλημα».
Νομίζω ὅτι αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» μοιάζει μέ τό «γενηθήτω» τό δημιουργικό (αὐτό πού λέει ὁ Κύριος, «Εἶπε καί ἐγενήθησαν, ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν»), καί μέ τό λειτουργικό γενηθήτω (ὅταν ὁ ἱερεύς ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νά καταπέμψει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ποιήσει τὸν ἄρτον Σῶμα Χριστοῦ καί τό ἐν τῷ Ποτηρίῳ Αἷμα Χριστοῦ καί λέει τό Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν, ὁπότε ἤδη ἔγινε τό μυστήριο. Ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ δημιουργικοῦ γενηθήτω καί τοῦ λειτουργικοῦ). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητά πεῖ, Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί σέ μένα, μοιάζει καί μέ αὐτό πού εἶπε ἡ Παρθένος στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου»· νά γίνει σέ μένα, στήν ὕπαρξή μου, μέσα μου, κατά τό ρῆμα σου· Θεέ μου, νά γίνει κατά τό θέλημά σου. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί παίρνει μιά ἄλλη δύναμη.
Λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ὑπακούοντας στό Θεό, νά γίνει Θεός κατά χάριν, καί νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος νέους κόσμους: ὁ ἄνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ὁ ἀδύνατος παίρνει ἄλλη δύναμη καί ὁ νεκρός παίρνει νέα ζωή καί προχωρεῖ. Τότε καταλαβαίνει ὅτι, πράγματι, εἶναι τροφή πραγματική τό νά καταλήξει νά πεῖ ἤρεμα, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί ὄχι τό δικό μου».
Γι᾿ αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ ἀληθινός θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού πάει στό πανεπιστήμιο καί παίρνει ἄριστα ἐπειδή θυμᾶται μερικές χρονολογίες καί μερικά ὀνόματα ἢ γράφει μιά ἐργασία· ἀλλά, ἀληθινός θεολόγος πού γνωρίζει ποιά εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος στή δύσκολη στιγμή λέγει: μή τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν γενέσθω θέλημα. Τότε ὅλος ὁ Θεός μπαίνει μέσα του, τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει θεολόγο, τὸν κάνει θεό κατά χάριν καί προχωρεῖ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μέ ἕνα ἄλλο τρόπο μπροστά. Καί ὅπως ὁ Κύριος ἀναστημένος προχωροῦσε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος ἀλλά καί παντοδύναμος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προχωρεῖ εἴτε τά προβλήματα εἶναι λυμένα ἢ ἀνοικτά. Γι᾿ αὐτό ἄν τυχόν περνᾶμε δυσκολίες ἄς λέμε τό λογισμό μας ἐλεύθερα· ὅπως θέλει κανείς νά ἐκφρασθεῖ, ἄς ἐκφρασθεῖ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Ἀλλά στή συνέχεια ἄς ποῦμε, Θεέ μου, ἐγώ δέν ξέρω, ἐσύ ξέρεις, ἐσύ μέ ἀγαπᾶς πιό πολύ ἀπό ὅ,τι τούς ἀγαπῶ ἐγώ καί πιό πολύ ἀνήκουν σέ σένα ὅλοι ἀπ᾿ ὅ,τι ἀνήκουν σέ μένα. Ὁπότε ἄς γίνει τό θέλημά σου. Ἂν τυχόν τό θέλημά σου ἐξωτερικά φαίνεται καταστροφή, νἆναι καταστροφή. Καλύτερα μιά θεοθέλητη καταστροφή παρά ὁποιαδήποτε ἐπιτυχία μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, πού εἶναι ἀληθινό χαντάκωμα καί ἀληθινή καταστροφή. Τότε τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ φράση ποὺ μᾶς τρέφει καί μᾶς ἀνασταίνει σέ ἕνα ἄλλο χῶρο.
Ἡ ἄλλη φράση εἶναι, «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Ἐδῶ πέρα, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Χριστός, βάζει τὸν καθένα μας ὑπεύθυνα γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν λέει, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου στή ζωή μου», ἀλλά νά γίνει τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς, νά γίνει σ᾿ ὁλόκληρη τή γῆ. Θυμᾶμαι σ᾿ ἕνα νησί, στήν Κῶ, πού εἶχα πάει μιά φορά εἶχα δεῖ μιά γριούλα. Μοῦ λέει, «Ἐγώ δέν ξέρω γράμματα καί δέν ξέρω νά κάνω καμιά προσευχή, μά οὔτε τό Πιστεύω μπορῶ νά πῶ οὔτε τό Πάτερ ἡμῶν. Γι᾿ αὐτό, τό βράδυ ὅταν πέσω νά κοιμηθῶ, κάνω τό σταυρό μου καί παρακαλῶ ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλον τὸν κόσμο». Μέ ρωτᾶ, «Καλά κάνω;» Τῆς λέω, «Καλά κάνεις».
Βλέπετε, ἡ γριούλα εἶχε συλλάβει τό μυστικό τῆς εὐχῆς αὐτῆς· καί ἐπειδή ζοῦσε μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἐπειδή εἶχε τή χάρη τοῦ Χριστοῦ πού κυκλοφοροῦσε μέσα στήν ὕπαρξή της ἀθόρυβα, ὅπως πάει ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τό κλῆμα, γι᾿ αὐτό, χωρίς νά ξέρει γράμματα, ἔκανε αὐτό τό ἀληθινό: παρακαλοῦσε ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν λέμε «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Παρακάτω λέμε, «τόν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον».
Ὅταν φθάσουμε στό σημεῖο νά περάσουμε τή Γεθσημανῆ καί νά ποῦμε στή δύσκολη στιγμή, «Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά σου» καί δέν δυσανασχετοῦμε, δέν ἀγανακτοῦμε, ἀλλά αὐτό τό δεχόμαστε μέ καρτερία καί ἠρεμία, τότε νομίζω ὅτι εἶναι ἱκανό τό πνευματικό μας στομάχι νά χωνέψει τήν ὄντως τροφή. Καί ἡ ὄντως τροφή πάλιν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἴδατε ὅτι εἶπε: «Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τίς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. στ´ 51). Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀληθινός ἄρτος, ὁ ζωντανός, πού κατέβηκε ἀπό τὸν οὐρανό· καί ἄν κανείς φάει ἀπ᾿ αὐτόν τὸν ἄρτο θά ζήσει καί δέν πρόκειται νά πεθάνει. Δηλ. παίρνει ἀπό τώρα μιά δύναμη καί μιά χάρη, ἡ ὁποία τὸν βοηθᾶ νά ξεπεράσει τό θάνατο· ἤδη ἀπό τώρα, ἐνῶ βρίσκεται ἐν σαρκί, βρίσκεται μέσα στήν αἰώνια ζωή.
Γι᾿ αὐτό ὅταν λέει ὁ Κύριος, «τόν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον», τί ἀκριβῶς θέλει νά πεῖ; Καί λένε οἱ Πατέρες ὁ «ἐπιούσιος» σημαίνει ὁ ἄρτος πού ἀφορᾶ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὁ ἄρτος τῆς ἐπιούσης ἡμέρας. Ἐπιοῦσα ἡμέρα εἶναι ἡ ἑπόμενη μέρα· καί ἑπόμενη μέρα εἶναι ὁ ἑπόμενος αἰών, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι λοιπόν, παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς ἀξιώσει τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», τοῦ οὐρανίου ἄρτου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς Τὸν δώσει σάν τροφή ἀληθινή ἀπό σήμερα. Καί ἐνῶ βρισκόμαστε ἐν σαρκί, ἐνῶ βρισκόμαστε σ᾿ αὐτό τὸν κόσμο, ὁ ἀληθινός ἄρτος πού θά μᾶς τρέφει νἆναι ὁ ἄρτος τῶν ἀγγέλων, ὁ ἄρτος τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», ὁ ἄρτος τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας.
»Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Ἐδῶ πέρα θυμόμαστε τήν προσευχή τοῦ Κυρίου πού εἶπε γιά τούς σταυρωτές του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ´ 34). Ὁ Κύριος τούς συγχώρεσε καί ἐπειδή δέν ὑπῆρχε καμιά δικαιολογία γι᾿ αὐτό, ὁ Κύριος βρῆκε μιά δικαιολογία γι᾿ αὐτούς, ὅτι δέν ξέρουν τί κάνουν.
»Καί ἄφες ἡμῖν..., ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν...». Ἡ φράση αὐτή ἔχει κάτι λίγο πιό ἀπαιτητικό. Δέν μᾶς λέει ὁ Κύριος νά παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς βοηθήσει νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ἀλλά λέμε ὅτι ἐμεῖς ὁπωσδήποτε συγχωροῦμε. Καί λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι ἐδῶ πέρα, ἐμεῖς σάν νά λέμε στό Θεό Πατέρα νά λάβει ἐμᾶς σάν ὑπόδειγμα καί νά μᾶς συγχωρήσει καί ἐμᾶς.
Ἀλλά ἄν τυχόν ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε, τότε τίποτε δέν γίνεται, τό εἶπε ὁ Κύριος ξεκάθαρα: «Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ Πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. στ´ 15). Μπορεῖ νά πηγαίνουμε στά Κατηχητικά, μπορεῖ νά πηγαίνουμε στίς ὁμιλίες, στήν ἐκκλησία, νά κοινωνοῦμε καί νά προχωροῦμε στήν πνευματική ζωή, μπορεῖ νά κάνουμε θαύματα, καί ὅμως νά μή συγχωροῦμε κάποιον. Ἀλλά ἐάν δέν συγχωροῦμε δέν γίνεται ἀπολύτως τίποτα.
Στό σημεῖο αὐτό θἄθελα νά θυμηθοῦμε κάτι πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στούς ἀνθρώπους πού ἀπευθυνόταν: «Πονάω γιατί δέν ἔχω χρόνο νά σᾶς δῶ ὅλους χωριστά τὸν καθένα σας καί νά ἐξομολογηθεῖτε καί νά μοῦ πεῖτε τά παράπονά σας καί νά σᾶς πῶ καί ἐγώ ὅ,τι μέ φωτίσει ὁ Θεός. Ἀλλά ἐπειδή δέν μπορῶ νά σᾶς δῶ ὅλους, θά σᾶς πῶ μερικά πράγματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἐφαρμόσετε. Κι ἄν αὐτά ἐφαρμόσετε θά προχωρήσετε καλά. Τό πρῶτο εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας». Καί γιά νά τούς κάνει νά καταλάβουν τί ἤθελε νά πεῖ, τούς δίνει ἕνα παράδειγμα: «Ἤλθαν δύο νά ἐξομολογηθοῦν, ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος. Ὁ Πέτρος μοῦ εἶπε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τὸν καλό δρόμο. Ζῶ στήν ἐκκλησία, ἔχω κάνει ὅλα τά καλά, προσεύχομαι, κάνω ἐλεημοσύνες, ἔχω κτίσει ἐκκλησίες, ἔχω κτίσει μοναστήρια, ἔχω ἕνα μικρό ἐλαττωματάκι, ὅτι δέν συγχωρῶ τούς ἐχθρούς μου». Καί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅτι, «Ἐγώ, αὐτόν τὸν ἀποφάσισα γιά τήν κόλαση, κι εἶπα «ὅταν πεθάνει θά τὸν πετάξουν στό δρόμο νά τὸν φᾶνε τά σκυλιά»». Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐξομολογήθη καί μοῦ λέει: «Ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τό στραβό δρόμο, ἔχω κλέψει, ἔχω ἀτιμάσει, ἔχω σκοτώσει, ἔχω κάψει ἐκκλησίες, μοναστήρια, δηλ. εἶμαι σάν δαιμονισμένος· μόνο ἕνα καλό ἔχω, ὅτι συγχωρῶ τὸν ἐχθρό μου». Καί λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, «ἐγώ κατέβηκα, τὸν ἀγκάλιασα, τὸν φίλησα καί τοῦ εἶπα σέ τρεῖς μέρες νά κοινωνήσει».
Αὐτός πού εἶχε ὅλα τά καλά, μέ τήν κακότητα νά μή συγχωρεῖ τὸν ἐχθρό του, ὅλα αὐτά τά μόλυνε, ὅπως ἔχουμε 100 ὀκάδες ζυμάρι καί βάζουμε λίγο προζύμι καί κουφίζει ὅλο τό ζυμάρι. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ ἄλλος πού ἔχει κάνει ὅλα τά κακά, συγχωροῦσε τὸν ἐχθρό του· αὐτό ἔδρασε μέσα σ᾿ ὅλα αὐτά σάν μιά φλόγα κεριοῦ καί τἄκαψε ὅλα. Νομίζω, ὅτι αὐτό εἶναι βασικό. Καί πολλές φορές ἡ ζωή μας ὁλόκληρη βγάζει μιά ἀποφορά ἀντί νἄναι ἄρωμα Χριστοῦ, καί δέν ξέρουμε γιατί γίνεται αὐτό. Νά συγχωροῦμε, λοιπόν. Νά μήν κρατήσουμε καμιά κακότητα γιά κανένα. Τότε ἡ ζωή μας θά προχωρήσει μπροστά. Ἂν αὐτό δέν κάνουμε, τότε ὅλες οἱ θεολογίες μας κι ὅλες οἱ ἁγιότητές μας πᾶνε χαμένες. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς λέει ὁ Κύριος, «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα φτάνει γιά νά σέ βάλει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα μπορεῖ νά βρωμίσει ὅλη τή ζωή μας.
»Καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ».
Λέμε, «μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος λέει, «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰάκ. α´ 2). Τήν ἀπορία μᾶς τήν λύνουν οἱ Πατέρες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί: ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία· σ᾿ αὐτούς παρακαλοῦμε τὸν Κύριον νά μήν ἐπιτρέψει νά μποῦμε καί νά παρασυρθοῦμε. Ἀπ᾿ τήν ἄλλη μεριά ὑπάρχουν ἄλλοι πειρασμοί καί δοκιμασίες, οἱ ἀπροαίρετοι καί ὀδυνηροί πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι κολάζουν τήν φιλαμαρτήμονα γνώμη, οἱ ὁποῖοι σταματοῦν τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, λοιπόν, παρακαλοῦμε νά μήν πέσουμε στούς πρώτους πειρασμούς, τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς, ἀλλά ἄν τυχόν πέσουμε στίς ἄλλες δοκιμασίες πρέπει νά τίς δεχόμαστε μέ κάθε χαρά, γιατί αὐτοί οἱ πειρασμοί φέρνουν τήν γνώση, τήν ταπείνωση, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί θυμᾶστε αὐτό πού λέει στό Γεροντικό: «ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος». Ἂν βγάλεις ἀπό τή ζωή μας τούς πειρασμούς, αὐτές τίς δοκιμασίες, κανείς δέν πρόκειται νά σωθεῖ.
»...ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Ἡ τελευταία φράση αὐτῆς τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ πρώτη φράση τῆς προσευχῆς εἶναι τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δέ εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ ζωή μας κινεῖται μεταξύ τοῦ πονηροῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρός δέν ἄφησε κανένα ἀπείραστο· οὔτε τὸν πρῶτο Ἀδάμ στόν Παράδεισο οὔτε τό δεύτερο Ἀδάμ, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν βγῆκε στήν ἔρημο. Καί λέει ὁ Κύριος πάλι, ὅτι «τό γένος τοῦτο ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Μαρκ. θ´ 29). Δέν μποροῦμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τὸν πονηρό παρά μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία. Δέν φεύγει ὁ πονηρός μέ τή λογική ὅπως δέν φεύγει τό καρκίνωμα μέ τίς ἀσπιρίνες. Δέν φεύγει ὁ διάβολος μέ τίς ἐξυπνάδες. Λέγει καί ἕνας μοναχός, ὅτι ὁ μεγαλύτερος δικηγόρος δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα μέ τό μικρότερο διάβολο. Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά ἀρχίζομε συζήτηση μέ τὸν πονηρό. Ἂς τὸν ἀφήνουμε καί νά φεύγουμε.
Τό θέμα στήν πνευματική ζωή εἶναι νά ἀποκτήσουμε τή διάκριση τήν πνευματική, νά ξεκαθαρίζουμε τά πράγματα ἄν κάτι εἶναι ἀπό τό Θεό ἢ ἀπό τό διάβολο. Μά θά πεῖ κανένας: Ἐγώ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος· πῶς μπορῶ νά ἀποκτήσω αὐτή τή διάκριση; Νομίζω τά πράγματα εἶναι ἁπλά ἐάν τυχόν κάνουμε συνειδητά αὐτή τήν προσευχή ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος. Μποροῦμε τώρα νά ἀρχίσουμε ἀπό πίσω: ἐάν συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας ἀσυζητητί· ἐάν τρεφόμεθα μέ τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἐάν στή δύσκολη στιγμή λέμε, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου» καί ἐάν νοιώθουμε τό Θεό, Πατέρα μας, τότε, ἐνῶ εἴμαστε πάρα πολύ ἀδύνατοι, θά εἴμαστε ταυτόχρονα καί πανίσχυροι. Ἐάν, ἀντίθετα, κάνουμε τό θέλημά μας καί δέν συγχωροῦμε τὸν ἄλλο, τότε τὸν διάβολο ἀπό μυρμήγκι τὸν κάνουμε λιοντάρι καί δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα μέ καμιά δύναμη. Ἀντίθετα, ἐάν λέμε: τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά γίνει, ἐγώ δέν ξέρω τίποτα· ἄν συγχωροῦμε ἀσυζητητί· ἄν τή στιγμή ποὺ μᾶς ἔχουν σκοτώσει, ἐμεῖς, σκοτωμένοι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν κρατᾶμε καμιά κακότητα γι᾿ αὐτόν ποὺ μᾶς σκότωσε καί λέμε ἔχει ὁ Θεός, δέν πειράζει· τότε ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος, εἶναι παντοδύναμος καί μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα καί ὁ διάβολος μπροστά του εἶναι μυρμήγκι. Καί προχωρεῖ ἐλεύθερα.
Θυμᾶστε, στή Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» καί εἶπε «οὐ τό ἐμόν θέλημα γενέσθω», ἀναφέρεται ἐκεῖ στήν Ἁγία Γραφή ὅτι, «ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτό» (Λουκ. κβ´ 43). Καί ἐπίσης ὅταν στήν ἔρημο εἶπε, «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις», τότε τὸν ἄφησε ὁ διάβολος «καί ἰδού ἄγγελοι προσῆλθον καί διηκόνουν αὐτῷ» (Ματθ. δ´ 10-11). Ἔτσι, λοιπόν, συμβαίνει καί σ᾿ ἐμᾶς· ἄν λέμε τήν προσευχή αὐτή, ἄν ζοῦμε τή ζωή αὐτή, ὁ πονηρός φεύγει, ἡ διάκριση ἡ πνευματική ἔρχεται μέσα μας καί ἄγγελοι μᾶς διακονοῦν. Καί μποροῦμε νά νοιώσουμε αὐτή τή συντροφιά τῶν ἀγγέλων· καί μποροῦμε ἀπό τώρα νά ζήσουμε στόν Οὐρανό· καί μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε αὐτές τίς φράσεις τίς κυπριακές καί νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωή μας γίνεται τότε «ἀγγελόκτιστη», «Θεοσκέπαστη». Τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ μικρός γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παντοδύναμος...
Πηγή: Η άλλη όψη
Ερώτηση: Για την Κύπρο τι είπε ο Άγιος Παΐσιος;
Είσαι φανατική Κυπραία. (γέλιο στο ακροατήριο) Μια ερώτηση αναμενόμενη από Κυπριακό ακροατήριο.
Μου ‘κανε εντύπωση στον Λίβανο, δεν με ρώτησε ούτε ένας. Με συγχωρείς που το λέω τούτο. Δεν με ρώτησε ένας, τι θα γίνει ο Λίβανος; Τί σου είπε ο γέρων Πορφύριος, ο γερων Παΐσιος, ο Ιάκωβος; Και έτρεμα. Λέω, αν με ρωτήσουν να πω ψέματα; Τι θα τους πεις;
Με ρωτούσαν όμως κάποια ωραία. Ποιά είναι η διαφορά του διαλογισμού από την προσευχή; Πως θα ζήσω την μετάνοιά μου; Εάν έρθει ένας τζιχαντιστής πως θα τον αντιμετωπίσω για να πεθάνω Ορθόδοξος;
Πρόσεξε, οι άνθρωποι ετοιμάζονται για μαρτύριο και ‘μεις ετοιμάζουμε τα ψυγεία μας. Αυτή είναι η διαφορά μας. Πρέπει να καταλάβουμε δηλαδή πόσο μεταλλαγμένοι έχουμε γίνει.
...
Ξέρεις, οι Κύπριοι, πήγαιναν πάρα πολλοί στον Γέροντα Παίσιο. Εμείς ήμασταν παιδιά τότε που πηγαίναμε. Μετά μεγαλώσαμε βέβαια. Εγώ τον γνώρισα όταν ήμουν 20 χρονών την πρώτη φορά και την τελευταία φορά που πήγα ήμουν ήδη 30. .. Οι πιο πολλοί Κύπριοι -εγώ δεν το ‘κανα προσωπικά παρόλο που είμαι πρόσφυγας και πονεμένος από τον πόλεμο- η μόνη τους ερώτηση ήταν, Γέροντα τι θα γίνει με την Κύπρο; Δεν εβάζαν ερωτήσεις οι Κύπριοι πιο πολύ πνευματικές. Έβαζαν πολιτικές. Αντιμετώπιζαν τον Άγιο σαν μαντείο των Δελφών.
Αποτέλεσμα;
Έχασαν οι ίδιοι μία ευκαιρία να διδαχτούν πνευματική ζωή.
...
Και ένα τελευταίο παράδειγμα.
Τέλη Αυγούστου φέτος. Στο Χαλέπι. Ξέρετε είναι μεγάλη πόλη της Συρίας. Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Η μισή τώρα είναι κατεχόμενη από τζιχαντιστές και η άλλη μισή από χριστιανούς, κυβερνητικές μάλλον δυνάμεις της Συρίας. Και έχει πολλούς εκεί χριστιανούς, και στην πόλη και γύρω στα χωριά.
Ένα από τα χωριά το κατέλαβαν οι φανατικοί τζιχαντιστές. Πήγαν σε μία οικογένεια όπου ήταν χριστιανός και ο άντρας και η γυναίκα και τα τρία παιδιά, δύο μεγάλες κόρες και ένας μικρός γιος 12 χρονών. Μόλις αυτοί είδαν την οικογένεια των χριστιανών τους επιτέθηκαν και τους είπαν, για να γλιτώσετε να γίνεται μωαμεθανοί. Ο πατέρας είπε, όχι προτιμούμε να μας σκοτώσετε. Άρχισαν να δέρνουν τον πατέρα και ο πατέρας ήταν ανένδοτος. Είπε, σκοτώστε με αλλά εγώ δεν γίνομαι μουσουλμάνος, δεν πουλώ την πίστη μου.
Οπότε, αυτοί κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με έναν στέρεο στην πίστη χριστιανό και είδαν ότι είχε έναν γιο μικρό 12 χρονών. Παράτησαν τον πατέρα και έπιασαν το γιο, 12 χρονών, και άρχισαν να τον δέρνουν. Και ξύπνησε στον πατέρα που ηθελε να μαρτυρήσει πριν δύο λεπτά το πατρικό φίλτρο. Πατέρας. Και τους λέει, μόλις είδε ότι θα σκότωναν τον γιο του αυτοί οι βάρβαροι, σταματάτε, θα γίνω μουσουλμάνος αλλά να αφήσετε τα παιδιά μου να ζήσουν. Και αυτοί χάρηκαν γιατί πέτυχαν τον σκοπό τους.
Μόλις άκουσε ο μικρός γιος που έτρωγε το ξύλο ότι ο πατέρας του θα γίνει μουσουλμάνος για να ζήσει αυτός .. 70-80 χρόνια, του λέει,
Πατέρα αυτά μας έμαθες τόσα χρόνια; Για να ζήσω εγώ ακόμα 50-60 χρόνια θα πουλήσεις την πίστη σου; Θα προδώσεις τον Isa; (τον Ιησού)
Όχι, ... να μας σκοτώσουν όλους αλλά τον Ιησού να μην τον προδώσουμε.
Μόλις ο πατέρας είδε τι γιο έκαμε λέει, συγνώμη γιε μου, ο Θεός να με συγχωρέσει που είπα προηγουμένως έτσι. .. Πρώτα .. τις κόρες μου και τη γυναίκα μου να τις σκοτώσετε και ύστερα εμάς.
Εκνευρίστηκαν οι βάρβαροι και είπαν, πρώτα θα σκοτώσουμε εσάς για να φοβηθούν οι γυναίκες.
Βλέπετε; Όλα τα αισθήματα τα αξιοποιούν.
Σκότωσαν το γιο πρώτα, μετά τον πατέρα, εβίασαν τη μάνα και τις κόρες και μετά όταν ήρθε η σειρά τους να τις σφαγιάσουν είπε η μάνα, αφήστε μας να κάνουμε μια προσευχή πριν πεθάνουμε. Και είπε μαζί με τις κόρες της εκφώνως το Πάτερ ἡμῶν. Και όταν εφτάσαν εκεί που εμείς ζητούμε να συγχωρέσει ο Θεός αυτούς που μας έβλαψαν [να συγχωρέσει εμάς θέλει να πει] ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν, έλαμψε το πρόσωπο και των τριών τόσο πολύ και το έλεγαν συνεχώς .. ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Τους συγχωρούσαν και ήταν χαρούμενες, αυτές, που είχαν βιαστεί πριν 5 λεπτά και είχαν δει τον άντρα τους, τον πατέρα τους, το γιο τους να σκοτώνεται. Και είπε ο ένας, αυτές τώρα βλέπουν τον Isa (τον Ιησού). Δεν εξηγείται αλλιώς να ‘χουν τέτοιο φως και τέτοια χαρά πάνω τους.
Σκεφτείτε λοιπόν, εμείς οι χριστιανοί του θερμοκηπίου. Δίπλα, υπάρχουν άνθρωποι που αγιάζουν δια του μαρτυρίου.
Πηγή: Αβέρωφ
Ολόκληρη η ομιλία στο: Μητροπολίτης Μόρφου κ.κ. Νεόφυτος: Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί...; [19 Νοεμβρίου 2015]
Σπανίως προσέχουμε την παρουσία του Θεού. Δεν βλέπουμε το Θεό μπροστά μας, δεν τον αισθανόμαστε δίπλα, μέσα μας! Ένας κόσμος ολόκληρος βρίσκεται στο σκοτάδι της αγνωσίας και στη σκιά του θανάτου, πεινασμένος και διψασμένος για την τροφή της ζωής, περιπλανώμενος σαν το πρόβατο χωρίς ποιμένα, καταπονημένος απ’ τις εχθρικές δυνάμεις του σκότους, μακριά από τον Κύριο που είναι τόσο κοντά μας. Ταξιδεύουμε στο δρόμο της ζωής και ο Χριστός είναι μαζί μας, όμως οι οφθαλμοί μας «κρατούνται», όπως εκείνων των δύο μαθητών που βάδιζαν προς Εμμαούς (Λουκ. 24:16).
Δεν βρισκόμαστε στο σκοτάδι εξαιτίας του ήλιου, αλλ’ επειδή κλεινόμαστε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Δεν ταιριάζει στην αγαθότητα και αγάπη του Θεού, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο ον, να μην υπολογίσει αυτή την ιδιότητά μας και να μας επιβάλει τη θεία του παρουσία. Ο Θεός, ο οποίος είναι παντοδύναμος και πανταχού παρών, δεν μας επιβάλλεται, αλλά δέχεται να τον κρατάμε σε απόσταση, περιμένει εμείς να τον δούμε, να μην τον παραβλέψουμε. Αυτός ο παντοδύναμος περιμένει από μας να διώξουμε την απόσταση, στην οποία τον κρατάμε: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. 3:20).
Αλλά τι είναι η παράδοξη αυτή απόσταση ανάμεσα σε μας και το Θεό, ο οποίος είναι πανταχού παρών;
Ο Αδάμ στον παράδεισο αδιάκοπα ευφραινόταν με τη θέα του Θεού (Γεν. 3:8), ενώ, όταν αμάρτησε, κρύφτηκε από το πρόσωπο του Θεού. Δεν έγινε ο Θεός αόρατος, αλλά η αμαρτία έκρυψε τον άνθρωπο, ώστε να μη βλέπει το Θεό. Όπως ένα τείχος εμποδίζει την όραση και δεν βλέπει κανείς απ’ την άλλη πλευρά, έτσι και η αμαρτία κλείνει τον ορίζοντα της θέας του Θεού, μας κλείνει μέσα στον εαυτό μας σαν μέσα σ’ ένα τείχος, μας κάνει όλο και πιο ανόμοιους προς το Θεό και γι’ αυτό αισθανόμαστε όλο και πιο μακριά απ’ Αυτόν, ο οποίος είναι τόσο κοντά μας.
Μόνον η απαλλαγή από την αμαρτία εξαφανίζει το διαχωριστικό τείχος. Κατά το μέτρο που ο άνθρωπος προοδεύει στην εργασία της απαλλαγής από τα πάθη και στην επιτέλεση των εντολών, η ανομοιότητα εξαφανίζεται, η απόσταση μικραίνει και η παρουσία του Θεού γίνεται όλο και πιο ολοφάνερη, όλο και πιο φωτεινή. Γι’ αυτό και η αίσθηση της παρουσίας του Θεού δεν είναι κάτι στατικό, δεν είναι παντού και για όλους το ίδιο, αλλά ο καθένας βρίσκεται μπροστά στο Θεό σε διαφορετική απόσταση, σε μια απόσταση προσωπική, σύμφωνα με το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται.
Αν και κάθε αμαρτία μάς απομακρύνει από το Θεό και η εργασία της απαλλαγής από τα πάθη μας πλησιάζει, εντούτοις μέσα στο πλήθος των αμαρτιών και των αρετών κάποιες έχουν ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας.
Ας σταματήσουμε στους δυο μαθητές που πορεύονταν προς Εμμαούς. Γιατί οι οφθαλμοί τους «εκρατούντο», ώστε να μη γνωρίσουν τον Διδάσκαλο; Το βλέπουμε από τη παρατήρηση, που τους κάνει ο Κύριος ονομάζοντάς τους ανόητους και «βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται» (Λουκ. 24:25). Η αδύνατη και αμφίβολη πίστη τους ήταν αυτό που εμπόδιζε τους οφθαλμούς τους, ώστε να μη βλέπουν το Χριστό. Η πίστη είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11:1), γι’ αυτό οι οφθαλμοί της πίστης είναι πολύ πιο διεισδυτικοί από τους οφθαλμούς του σώματος και η όρασή τους δεν είναι απατηλή. Δεν αισθανόμαστε και δεν βλέπουμε τον Κύριο, που βρίσκεται μπροστά μας. Αυτό συμβαίνει από απιστία ή από την αδύναμη και αμφίβολη πίστη μας.
Ας δούμε και τους άλλους μαθητές που ψάρευαν μαζί με τον Πέτρο. Πλησίαζαν στην ακτή στεναχωρημένοι γιατί δεν είχαν πιάσει κανένα ψάρι ολόκληρη τη νύχτα. Κάποιος, που βρισκόταν στην αμμουδιά –αυτοί δεν ήξεραν ότι ήταν ο Ιησούς (Ιω. 21:4)– τους λέει να ρίξουν τα δίχτυα στα δεξιά του πλοίου και αυτοί ρίχνοντάς τα τα βγάζουν γεμάτα ψάρια. «Ο Κύριος εστίν» φώναξε ο μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς. Τον γνώρισε με τους οφθαλμούς της αγάπης. Η αγάπη σαν κάτι, από το οποίο δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο, μας δίνει μια γνώση πιο τέλεια απ’ ό,τι η πίστη, επειδή, όπως μας διαβεβαιώνει ο ίδιος ο μαθητής της αγάπης, «πας ο αγαπών γινώσκει τον Θεόν» (Α’ Ιω. 4:7).
Δεν βλέπουμε και δεν αισθανόμαστε την παρουσία του Κυρίου, διότι η αγάπη μας προς Αυτόν είναι ψυχρή ή λείπει εντελώς.
Η αδύνατη πίστη κρατούσε τους οφθαλμούς των μαθητών, ώστε να μην αναγνωρίζουν το Διδάσκαλο, ενώ η αγάπη του αγαπημένου μαθητή τον γνώρισε.
Η πίστη επομένως και η αγάπη μας βοηθούν να δούμε και να αισθανθούμε τον Κύριο, ο οποίος είναι πάντοτε μπροστά μας. Αυτή την εμπειρία είχε ο ψαλμωδός, όταν έλεγε: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός» (Ψαλμ. 15:8). Και γι’ αυτό εξάλλου η Εκκλησία μας καλεί να πλησιάσουμε τον Κύριο στον ευχαριστιακό δείπνο «μετά… πίστεως και αγάπης». Αλλά η πίστη και η αγάπη είναι τα δύο άκρα της πνευματικής ανόδου, της οποίας, κατά τον άγιο Μάξιμο, οι βαθμίδες είναι η πίστη, ο φόβος του Θεού, η εγκράτεια, η υπομονή, η ελπίδα, η απάθεια και η αγάπη (Περί αγάπης Α’, 3). Επειδή η άνοδος από τη μία βαθμίδα στην άλλη γίνεται με μια ακατάπαυστη εργασία κάθαρσης από τα πάθη, γι’ αυτό «οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5:8).
Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης (†)
Πηγή: (Αποσπάσματα από το άρθρο «Εν τω φωτί τού προσώπου του Θεού». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 5 (1980).), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Ἐμεῖς ἐδῶ, χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν πατρίδα. Ἐτούτη ἡ γῆ δὲν εἶναι ἐδική μας, εἶναι διὰ τὰ ζῶα, ἡ θάλασσα διὰ τὰ ὀψάρια, ὁ ἀέρας διὰ τὰ πετεινά. Διὰ τοῦτο ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἔκαμε μὲ τὸ κεφάλι ὀρθοὺς καὶ μᾶς ἔβαλεν τὸν νοῦν εἰς τὸ ἀπάνω μέρος, εἰς τὴν κεφαλήν, διὰ νὰ στοχαζώμασθε πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας, διατὶ ἐδῶ, εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον, καν βασιλεῖς νὰ γένωμεν, δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἀναπαυθοῦμεν. Ἐτοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ὡσὰν ἕνα χάνι. Εἰς τὸ χάνι ὁπού θέλεις νὰ πηγαίνης, κάθεσαι πολὺν καιρὸν ἐκεῖ ἢ μία βραδιὰ καὶ ὕστερα φεύγεις νὰ πᾶς εἰς τὸ σπίτι σου ὀγλήγορα; Διατὶ ἐδῶ δὲν ἔχει κανένας πατρίδα. Πατρίδα ἔχομε, καθὼς εἴπαμεν, τὴν οὐράνιον βασιλείαν.
Ὅθεν, ἀδελφοί μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάσκω καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω, πλὴν ἀποτολμῶ πάλιν καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦ Χριστὸν καὶ Θεὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση καὶ αὐτὴν τὴν χῶραν καὶ ὅλα τα χωρία τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τὰ σπίτια σας, νὰ εὐλογήση καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναίκας, τὰ παιδιά σας, τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρώτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ εὐσπλαγχνισθῆ ὁ Κύριος νὰ συγχωρέση τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλά, εἰρινικά, ἠγαπημένα καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωὴν καὶ μετὰ ταῦτα νὰ πηγαίνετε καὶ εἰς τὸν Παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μᾶς τὴν ἀληθινήν, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, νὰ δοξάζετε καὶ νὰ προσκυνᾶτε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἐπάνω εἰς ἕξι ἡμέρες ὁ Θεὸς ἃς μᾶς τὰ ἔκαμεν ὅλα, εἰς δὲ τὴν ἕβδομην ἡμέραν, ἤγουν τὴν Κυριακήν, ἠσύχασεν δίδοντας καὶ εἰς ἠμᾶς παράδειγμα ὅτι ἕξι ἡμέρας νὰ ἐργαζώμεθα διὰ ἐτοῦτα τὰ κοσμικὰ καὶ γήινα πράγματα καὶ τὴν ἁγίαν Κυριακὴν νὰ ἠσυχάζωμεν καὶ νὰ ἀπέχωμεν ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ ἐργαζώμεθα τὰ οὐράνια. Ἤγουν ἀπὸ ὅλον τὸν ταχὺ νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ ἀκούωμεν τὰ βιβλία τῶν Ἁγίων καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, τί μᾶς παραγγέλει ὁ Χριστός μας νὰ κάνωμεν, νὰ στοχαζώμεθα τὸν θάνατον, τὴν Κόλασιν, τὸν Παράδεισον, ἀκόμη νὰ στοχαζώμεθα τὴν ψυχήν μας, ὅπου εἶναι τιμιώτερον πράγμα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἂν τὴν χάσωμεν αὐτήν, πλέον ἐχάσαμεν ὅλα καὶ ἂν τὴν κερδίσωμεν αὐτή, ἐκερδίσαμεν ὅλα. Καὶ νὰ ἐνδυώμεθα ταπεινά τα ρουχαλάκια μας καὶ νὰ τρώγωμεν τὸ ἀρκετόν μας καὶ νὰ μὴν ἀργολογοῦμεν, ἀλλὰ νὰ φροντίζωμεν πῶς νὰ στολίσωμεν τὴν ψυχήν μας μὲ ὁμιλίες καλές, μὲ ἤθη χρηστά, διὰ νὰ τὴν κάμωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ὄχι νὰ ξεφαντώνωμεν καὶ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ πολυπίνωμεν, νὰ τραγουδοῦμεν καὶ νὰ χορεύωμεν καὶ νὰ μεθοῦμεν καὶ νὰ ξερνοῦμεν, μήτε νὰ κάνωμεν πραγματεῖες καὶ ἀλισβερίσια, διατὶ ἐκεῖνο τὸ κέρδος, ὁπού γίνεται τὴν Κυριακὴν καὶ κάθε ἄλλην δεσποτικὴν ἑορτήν, εἶναι ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον καὶ βάνομεν φωτιὰ εἰς τὰ σπίτια μας καὶ καιόμεσθε καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀκόμη νὰ μὴ τρώγωμεν ὀψάρια τὲς Τετράδες καὶ τὲς Παρασκευὲς ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καὶ ὅποιος τρώγει νὰ ἠξεύρη ὅτι σταυρώνει τὸν Χριστὸν καὶ συναριθμεῖται μὲ τοὺς θεοκτόνους Ἑβραίους καὶ πηγαίνει μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν Κόλασιν.
Πηγή: (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία) ὸ Ἰωάννη Μενούνου, Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ»)
Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε τόπο ἐμφανίζονται ὁρισμένοι ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, ὑπάρχουν μερικὰ πνευματικὰ ἀναστήματα, τὰ ὁποῖα μὲ ἀξιοθαύμαστη φλόγα ψυχῆς, μὲ ῥωμαίϊκο φιλότιμο, μὲ πολὺ κόπο, αὐταπάρνηση καὶ μὲ αὐτὴ ἀκόμη τὴν προσφορὰ τῆς ζωῆς τους ἀγωνίζονται νὰ διδάξουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ προβάλλουν τὶς ἀξίες καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ Γένους μας, ὅλα ὅσα καθορίζουν τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας.
Ἕνας ξεχωριστὸς ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή, ἡ δράση καὶ ἡ διδασκαλία σημάδεψαν τὰ δύσκολα χρόνια τῆς μακραίωνης Ὀθωμανικῆς δουλείας εἶναι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἱερομάρτυρας, Ἰσαπόστολος καὶ χωρὶς ὑπερβολὴ ὁ γενάρχης τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῶν ἀξιῶν καὶ τῆς ταυτότητας τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ μεγαλύτερος ἀναγεννητὴς τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ στὴν ἐποχή του, ἕνας πού μόνος του ἔκανε γιὰ τὸ σκλαβωμένο Γένος ὅσα κάνει καὶ ὅσα δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ κάνη στὶς ἡμέρες μας ἕνα ὁλόκληρο Ὑπουργεῖο Παιδείας, Θρησκευμάτων καὶ Πολιτισμοῦ ἢ καὶ ἐν μέρει τὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν.
Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ἐγχείρημα νὰ ἀσχοληθεῖ κάποιος καὶ νὰ χαράξει λίγες γραμμὲς γιὰ τὸν ἀναγεννητῆ τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τοῦ εὐλογημένου Ὀρθόδοξου λαοῦ μας, τὸν πνευματοφόρο Ἁγιορείτη μοναχό, τὸν πυρακτωμένο ἀπὸ τὴ μεγάλη πίστη στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, τὸν «ἅγιο τῶν σκλάβων», τόν «μεγάλο διδάχο», τόν «προφήτη τοῦ Γένους», τὸν Ἅγιο ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀγαποῦσε βαθύτατα καὶ τὸν τιμοῦσε ὡς Ἅγιο ἐνῷ ἀκόμη ζοῦσε. Καὶ τοῦτο διότι ἐκεῖνος μὲ ἐλάχιστα καὶ στοιχειώδη μέσα, πάμπτωχος καὶ ἀσκητικός, περιέτρεξε, κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνα, ὁλόκληρη σχεδὸν τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα καὶ τὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ ἀξιώθηκε νὰ διδάξει τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ τελικὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν του. Καὶ ἐνῷ φαίνεται ὅτι ἐμεῖς ζοῦμε σὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἐποχὲς καὶ συνθῆκες, εἶναι ἀληθὲς ὅτι, καὶ στὶς ἡμέρες μας, οἱ διδαχές τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ [1] ἀπευθύνονται σὲ μυημένους φίλους τῶν διδαγμάτων καὶ τῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν Παιδεία, τὴν ταυτότητα καὶ τὴν πορεία τοῦ τόπου μας καὶ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ τοὺς ἐμπνεύση καὶ νὰ τοὺς θρέψει μὲ στερεὰ τροφή. Ὅσα, λοιπόν, γράφονται στὴ συνέχεια ἀποσκοποῦν στὸ νὰ σφυρηλατήσουν τὴν αὐτογνωσία καὶ τὴν ταυτότητά μας, πού μᾶς χρειάζονται νὰ ζήσουμε στὸ παρὸν καὶ νὰ οἰκοδομήσουμε σὲ γερὰ θεμέλια τὸ μέλλον.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ Γένους ἀγωνίσθηκε ἔργοις καὶ λόγοις νὰ «φωτίσει» τοὺς σκλαβωμένους ἀδελφούς του καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα καὶ Παιδεία ἑνὸς κυριολεκτικὰ ναρκωμένου καὶ «ἀγριεμένου» πολιτισμοῦ. Δίχως γράμματα δὲν θὰ πάει μπροστὰ τὸ Γένος γιατί, ὅπως συχνὰ ἔλεγε, ἀγρίεψε. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ μὲ ἄκρως ἐπίμονο, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικὸ τρόπο, ἐπεδίωκε νὰ ἔχει ὁ καθένας στὴ χώρα του Σχολεῖο Ἑ λ λ η ν ι κ ὸ γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα. Καὶ τοῦτο, διότι γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι «Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀνοίγει τὰ μάτια τῶν χριστιανῶν. Καὶ σεῖς γονεῖς νὰ στέλλετε τὰ παιδιὰ σας εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ τὰ παιδεύετε μὲ χριστιανικὰ ἤθη. Ἁμαρτάνετε πολὺ νὰ τὰ ἀφήνετε ἀγράμματα καὶ τυφλά. Καλύτερα νὰ τὰ ἀφήνετε φτωχὰ καὶ γραμματισμένα, παρὰ πλούσια καὶ ἀγράμματα… Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίεψε τὸ γένος ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡς θηρία;» [2].
Ὁ ἴδιος φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἀνάγκη νὰ κτίζονται πρῶτα Σχολεῖα καὶ μετὰ Ἐκκλησίες, γιατί ἀπὸ τὰ σχολεῖα οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν τὰ ἱερὰ γράμματα. «Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τὸ κατὰ δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν, διατὶ χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος». Καὶ καταλήγει λέγοντας ὅτι «τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὲς ἐκκλησίες, τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια» [3].
Σ υ ν ε χ ί ζ ε ι λέγοντας ὅτι εἶναι προτιμότερο «νὰ ἔχης εἰς τὴν χώραν σου σχολεῖον ἑλληνικόν, παρὰ νὰ ἔχης βρύσες καὶ ποταμούς, διατὶ ἡ βρύση ποτίζει τὸ σῶμα, τὸ δὲ σχολεῖον ποτίζει τὴν ψυχὴν». Ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐπιμένει καὶ ἐπιτυγχάνει νὰ σπουδάζουν στὰ σχολεῖα δωρεὰν «ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ πλούσια καὶ φτωχὰ χωρὶς νὰ πληρώνουν» [4]. Ἔτσι ἀναδεικνύεται σὲ πρόδρομο τῆς γενικῆς καὶ δωρεὰν Παιδείας. Ὡστόσο, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἀποτελεσματικότητά του στὴ δημιουργία ἑλληνικῶν Σχολείων καὶ μὲ τὴν προτροπή του νὰ μιλοῦν τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν δείχνει νὰ ὑποστηρίζει μία ἀόριστα ἀνθρωπιστικὴ καὶ ἀπρόσωπη Παιδεία, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ αὐτὴ πού ὁδηγεῖ τοὺς μαθητὲς στὴν Ἑλληνορθόδοξη ἀγωγὴ καὶ μόρφωση.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς διῆλθε ἐν ἀσκήσει ὅλα τὰ πνευματικὰ στάδια καὶ τὶς βαθμίδες καὶ γνωρίζει ἐπακριβῶς τὴν ὁδό, τά μέσα καὶ τὸν τρόπο, πού μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὴν ἐν Χριστῷ γέννηση καὶ ἐνηλικίωση καὶ τελικὰ στὴ σωτηρία τους. Γιὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως περιγράφουν τὴν ἀσφαλῆ καὶ δοκιμασμένη ὁδὸ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ συναίσθηση ἀναξιότητας καὶ ἁμαρτωλότητας διδάσκει, ὅπως λέγει, «τὰ ἀναγκαιότερα μυστήρια τῆς πίστεως» στοὺς ἀδελφούς του, «τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνος ὁ Χριστὸς μας εἶναι» [5].
Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τὸν πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ὅτι δὲν διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς προγενέστερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ οὐσιώδη θέματα πίστεως καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸν ἀπασχόλησαν οἱ δυσνόητες ἀναλύσεις καὶ τὰ δευτερεύοντα θέματα, γιατί γνώριζε ἀκριβῶς τί εἶχαν ἀνάγκη νὰ ἀκούσουν οἱ διψασμένες ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν του. Ὥριμος πνευματικὰ σὰν ἔμπειρος καπετάνιος ξέρει τί θὰ ρίξει στὴ θάλασσα καὶ τί χρήσιμο θὰ κρατήσει γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ οἰκοδομήσει.
Στὴ διδασκαλία του, ὡς πιστοῦ μέλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «τὰ δόγματα ταύτης κατέχων», φανερώνεται ἡ ζωοποιὸς παρουσία της, ἡ ὁποία στήριξε καὶ γαλούχησε τὸ Γένος τῶν Ὀρθοδόξων σὲ ὅλη τὴ μακρὰ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ δὲν ἦταν μόνο δέκτης καὶ φύλακας τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ αὐθεντικὸς μεταδότης καὶ ἑρμηνευτής της. Μὲ τὶς διδαχές του ἀναδεικνύει καὶ προβάλλει τὴν ἀξία καὶ μοναδικότητα τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸν Χριστό, μὲ σκοπὸ τὴν ἐνδυνάμωση καὶ οἰκοδομή τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν «αὔξηση» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μειώνοντας σὲ χρόνους ἰδιαιτέρως δύσκολους γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὑπόδουλο Γένος, τὸν αὐξανόμενο κίνδυνο καὶ τὴ μεγάλη ἀπειλὴ τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καὶ τοῦ ἐκλατινισμοῦ μὲ τὶς συχνὲς ἀλλαξοπιστίες πολλῶν χριστιανῶν Ὀρθοδόξων.
Ἡ θεματολογία τῶν διδαχῶν του μοιάζει νὰ εἶναι μία ἐπιτομὴ ὅλου τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως καὶ ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ θεολογία του εἶναι ἐμφανέστατα ὁμολογιακὴ μὲ ἔντονο ἀπολογητικὸ καὶ ὁρισμένες φορὲς ἀντιρρητικὸ χαρακτῆρα. Μὲ ὅσα λέγει ἐπιδιώκει νὰ πιστέψουν οἱ ἀκροατές του ὅτι ἡ διδασκαλία του εἶναι λόγος ἀληθινός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα τὸ ἴδιον εἶναι ὡσὰν νὰ κατέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ εἰπῆ» [6].
Ὁ ἴδιος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι οἱ λόγοι του συμβαδίζουν μὲ «τὸν δρόμον τῶν Πατέρων» τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι «λόγια τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολὺ τιμιώτερα καὶ καλύτερα ἀπὸ τζοβαΐρια καὶ μαργαριτάρια» [7]. Ὅπου μιλοῦσε ἔστηνε ἕναν ξύλινο σταυρό. Δίδασκε στὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ τὸν ὁποῖο φεύγοντας ἄφηνε σὲ ἀνάμνηση. Αὐτὸ εἶχε μέγιστη σημασία καὶ ἔκρυβε βαθύτατο πνευματικὸ συμβολισμό. Κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν διδαχῶν του, εἶναι ὅτι δὲν περιορίζονται σὲ μία θεωρητικὴ κατήχηση τῶν ἀκροατῶν του, ἀλλὰ προχωροῦν πάντοτε στὴν ἀπαραίτητη ἀναφορὰ καὶ σύνδεση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη οἱ διδαχές του ἐναρμονίζονται μὲ τὶς τρέχουσες ἀνάγκες καὶ τὰ διάφορα φλέγοντα θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ ἄνθρωποι τῶν σκληρῶν καὶ πέτρινων ἐκείνων χρόνων τῆς μακραίωνης δουλείας.
Στίς διδαχές τοῦ πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως καὶ ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία δὲν χωρίζεται ἡ θεολογία ἀπὸ τὴ ζωή, τὸ δόγμα ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὴ λατρεία, ἡ θεωρία ἀπὸ τὴν πράξη της. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἁρμονικὴ σύζευξη, ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του τέλος, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπισφράγισε τὴ διδασκαλία καὶ ὅλη τὴ δράση του. Τὸ ἔργο του ἔστεψε καὶ ὑπέγραψε μὲ τὸ αἷμα του, καθὼς ἀξιώθηκε τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματος τοῦ Μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο ἦταν ὥριμος καρπὸς τῆς πολυετοῦς πνευματικῆς του ἐργασίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐνηλικιώσεώς του.
Ἡ παρουσία καὶ τὸ Μαρτύριό του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως βεβαίως καὶ ὅλων τῶν Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων, εἶναι «ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Ἡ χάρις τοῦ Μαρτυρίου του ἀντανακλᾶ καὶ διαχέεται σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ παρουσία καὶ ἡ δράση τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ Γένος μας, συνιστᾶ τὴν πλήρη ἐνεργοποίηση ἑνὸς χαρίσματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων καὶ λειτουργημάτων τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος· εἶναι ἡ εὐλογημένη παρουσία ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνήκει σὲ μία τοπικὴ κοινότητα, ἀλλὰ εἶναι Ἅγιος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἄλλωστε, τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ θρέψει καὶ νὰ φωτίση τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴ μαρτυρία καὶ τὸ Μαρτύριό του καθοδηγεῖ καὶ εὐλογεῖ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, οἰκοδομεῖ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἔχοντας «τὸν Παράκλητον ἐν ἑαυτῷ» γίνεται καὶ ὁ ἴδιος Παράκλητος, καθὼς παρηγορεῖ τοὺς λοιποὺς χριστιανοὺς ἀδελφούς του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπνευσμένη διδασκαλία του, ἡ διαρκὴς παρουσία τοῦ ἁγίου Πατρὸς διὰ τῶν ἑκατοντάδων προφητειῶν του, διὰ τοῦ Μαρτυρίου του καὶ διὰ τῶν ἱερῶν Λειψάνων του εἶναι ἁπτή, συγκεκριμένη καὶ διαχρονικὴ πραγματικότητα, πού οἰκοδομεῖ, τροφοδοτεῖ καὶ αὐξάνει μέχρι σήμερα ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς γνήσιος Ἱερομάρτυρας καὶ Ἰσαπόστολος, ὡς ἀληθινὸς Πατὴρ καὶ θεολόγος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέγας διδάσκαλος ὅλου τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς σημαντικὸ ὁρόσημο τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ νὰ καθοδηγήσει καὶ τὴ δική μας ἐποχή.
Ἀλήθεια, εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς στοὺς τέσσερις αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας ἄντεξε ὁ λαὸς αὐτοῦ τοῦ τόπου; Πῶς κρατήθηκε ἡ πίστη του, δὲν ἀλλοιώθηκε ἡ συνείδησή του καὶ δὲν παραχαράχθηκε ἡ ταυτότητά του; Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς πολύμορφης κρίσεως πού ὑφιστάμεθα ἅπαντες, εἴμαστε ἐπιτέλους σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅτι κάποια κέντρα ἐλέγχου καὶ παιδείας δὲν λειτουργοῦν σωστά; Μποροῦμε πλέον νὰ ὁμολογήσουμε εὐθαρσῶς ὅτι πῆραν ἢ δώσαμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ταυτότητάς μας σὲ ἄτομα ἄσχετα καὶ ἀκατάλληλα;
Προκαλεῖ ἐντύπωση καὶ προβληματίζει τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἱστορικοὶ δὲν τὸν ἀναφέρουν καθόλου καὶ τὰ σχολικὰ βιβλία μᾶλλον τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ ἐνῷ θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ φαίνεται πώς λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουμε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια, πού συνοψίζει τὰ οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποσιώπηση ἢ διαστρέβλωση τοῦ μεγαλειώδους ἀναγεννητικοῦ ἔργου του ὑποδηλώνει ἐμπάθεια, προκατάληψη, ἰδεολογικὴ ἀγκύλωση, πολὺ δὲ περισσότερο ἀποτελεῖ ἀγνωμοσύνη, ἀνεπίτρεπτη ἔλλειψη ὀφειλόμενης ἀναγνώρισης καὶ ἀπώλεια ἱστορικῆς μνήμης. Καὶ ἐὰν ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κριτήριο τῆς ταυτότητάς του, τότε ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς του μνήμης, θὰ πρέπει ἀναπόφευκτα νὰ σημαίνει ἀπώλεια καὶ τῆς ἱστορικῆς του ταυτότητας.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα φωτεινὴ μορφὴ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε στὴ διάθεσή μας τὸ φῶς τῶν διδαχῶν του. Ὅποιος ἐμβαθύνει στὸ περιεχόμενό τους, θὰ διαπιστώσει εὐχερῶς ὅτι αὐτὲς ἔχουν μία διαχρονικότητα καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους πηγὴ ἀστείρευτης ἔμπνευσης καὶ ἀμετάθετης ἐλπίδας. Ὁ πατρο-Κοσμᾶς μένει μαζί μας, ζεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὰ διδάγματά του. Τὸ ζείδωρο πνεῦμα τοῦ ἔργου καὶ τῶν λόγων του εἶναι καὶ τώρα ἐπίκαιρο, ἀκριβῶς γιατί ἀπαντᾶ στὰ θεμελιώδη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ τρόπου τοῦ «ἀληθῶς ὑπάρχειν» τοῦ ἀνθρώπου, στὶς μεγάλες ἀξίες πού ἔθρεψαν γιὰ αἰῶνες τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου. Ἡ πνευματικὴ κληρονομιὰ τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι σήμερα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἀναγκαία, γιατί ἀνακεφαλαιώνει καὶ ἐπαναδιατυπώνει, μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, ὅλες τὶς ἀξίες μας, ὁλόκληρη τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ ζωὴ καὶ ἀντέχει στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.
Ἡ ταυτότητα, ἡ Παιδεία καὶ ὁ πολιτισμὸς τοῦ Γένους μας ἀνέτειλε ἐκ τοῦ «Τάφου». Γεννήθηκε καὶ ἀνδρώθηκε μέσα σὲ δυσκολίες. Πράγματι εἶναι γεγονὸς ὅτι πολλὲς δοκιμασίες καταλυτικές, ποικίλων μορφῶν καὶ εἰδῶν, πέρασαν ἀπὸ πάνω του, ὅμως δὲν ξεριζώνεται εὔκολα, ἀλλὰ «ἀνθεῖ καὶ φέρει καὶ ἄλλο». Στοὺς χαλεποὺς καιροὺς τῆς ὑλικῆς καὶ κυρίως τῆς πνευματικῆς κρίσεως πού ζοῦμε, ἐξακολουθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν τόπο νὰ ὑπάρχη ἀκόμη ἐλπίδα, ἀρχοντιὰ ἀλλὰ καὶ φιλότιμο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς προσφέρει ἐκ νέου ἐλπίδα καὶ ἀπαντοχή, ρίχνει, ὅπως καὶ τοὺς ἀκροατές του, καὶ ἐμᾶς ὅλους στὸ φιλότιμο. Μὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἐπαναλαμβάνει καὶ πάλι σήμερα: Μὴ φοβᾶστε καθόλου καὶ κανένα. Δῶστε ὅ,τι σᾶς ζητοῦν. Δῶστε χαράτσια, χρήματα, πράγματα. Καὶ τὸ κορμὶ σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν. Δὲν θὰ δώσετε μόνο τὴν ψυχή σας καὶ τὸν Χριστό. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Ἀπ᾿ ἐκεῖ θὰ βγοῦν ὅλα [8]. Ἐξάπαντος εἶναι ἄκρως παρήγορο καὶ ἐνθαρρυντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, τελικά, δὲν ἔχουν χαθεῖ ὅλα καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι δὲν πρόκειται νὰ χαθοῦν. Καὶ τοῦτο, διότι ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι (γνωστοί, ἀλλὰ συνήθως ἀφανεῖς καὶ ἀνώνυμοι) κοντά μας, ἀνάμεσά μας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ ἀναμένουν ὑλικὰ ἢ ἄλλα ὀφέλη ἀγωνίζονται καὶ ἀναλώνονται γιὰ τὴ διατήρηση καὶ προβολὴ πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ ἰδανικῶν, πασχίζουν γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη Παιδεία τῶν νέων παιδιῶν, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὸν πολιτισμὸ αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου, μᾶς συντηροῦν στὴ ζωή.
Παρὰ τὰ ὅσα ἀρνητικὰ συμβαίνουν καὶ ἀκούγονται, ὑπάρχουν ἀκόμη στὶς ἡμέρες μας πρότυπα, ὑπηρετοῦνται ἀκόμη ἀρχὲς καὶ ἀξίες ὡς ἀδιάσπαστη συνέχεια καὶ ἐπέκταση τοῦ τρισχιλιετοῦς πολιτισμοῦ μας, τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσής μας. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσουν μικροὺς καὶ μεγάλους, ὥστε νὰ ἔλθουν πιὸ κοντὰ στὶς ζωογόνες ρίζες μας, σὲ ὅσα μᾶς ἔθρεψαν, μᾶς κράτησαν ὄρθιους καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ὑπερβοῦμε καὶ τὴν παροῦσα κρίση. Εἶναι τὰ ἴδια πού συνιστοῦν τὰ ἀνεξίτηλα χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Γένους μας καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ ποτὲ χρειαζόμαστε σήμερα.
Ὁ σεβασμός μας στὴν ταυτότητά μας εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο χρέος μας, γιατί εἴμαστε χρεωμένοι μὲ βαρύτιμη πνευματικὴ κληρονομιά. Ὡς ἐκ τούτου, ἐὰν δὲν συνειδητοποιήσουμε αὐτὸ πού μᾶς κληροδοτήθηκε καὶ ὑπάρχει βαθιὰ μέσα μας, θὰ ἀποτελέσει ἀσυγχώρητο λάθος μας, θὰ ἔχουμε ἀναπόδραστα νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτοὺς πού προηγήθηκαν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πού ἔρχονται.
1. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1984.
2. Κώστα Σαρδελῆ, Ὁ ἅγιος τῶν σκλάβων Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, Ἀθήνα 1974, σ. 123 κ.ἑξ.
3. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς, σ. 142.
4. Ὅπ. παρ., σ. 142.
5. Ὅπ. παρ., σ. 116.
6. Ὅπ. παρ., σ. 141.
7. Ὅπ. παρ., σ. 175.
8. Βλ. ὄπ. πὰρ., σ. 240.
Ὁ πανάγαθος καὶ πολυέλεος Θεός, ἀδελφοί μου, ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα, λέγεται καὶ φῶς καὶ ζωὴ καὶ ἀνάστασις. Ὅμως τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶναι καὶ λέγεται ἀγάπη. Πρέπει καὶ ἠμεῖς, ἀδελφοί μου, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν Παράδεισον καὶ νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν μας πατέρα, πρέπει νὰ ἔχωμεν δύο ἀγάπες, παρὰ φύσιν εἶναι νὰ μὴν τὲς ἔχωμεν. Καὶ καθὼς ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγες διὰ νὰ ἀπετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, χρειαζόμασθε αὐτὲς τὲς δύο ἀγάπες, διατὶ χωρὶς αὐτὲς τὲς δύο ἀγάπες εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμεν.
Καὶ πρώτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας, διατὶ μᾶς ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην, εὐρύχωρον ἐδῶ πρόσκαιρα νὰ κατοικοῦμεν, τόσες χιλιάδες μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, ἀέρα, ἡμέρα, νύκτα, φωτιά, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποῖον τὰ ἔκαμε; διὰ τ’ ἐμᾶς. Τί μᾶς ἐχρεωστοῦσε; τίποτε. Ὅλα χάρισμα. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκαμε ζῶα, μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Καὶ μὲ ὅλον ὁπού ἁμαρτάνομεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν κόλασιν, ἀλλὰ ἀκαρτερεὶ τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας του ἀνοικτᾶς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάμωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθοῦμεν, νὰ διορθωθοῦμεν, νὰ μᾶς ἀγκαλιάση, νὰ μᾶς φιλήση, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμασθε πάντοτε. Τώρα τέτοιον γλυκύτατον Θεὸν καὶ τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καὶ δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμεν καί, ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μᾶς χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μας;
Ἕνας ἄνθρωπος σὲ κράζει εἰς τὸ κονάκι του καὶ θέλει νὰ σὲ φιλεύση κανένα ποτήρι κρασὶ ἢ ρακὶ καὶ πάντοτε, εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν, θὲ νὰ τὸν ἐντρέπεσαι καὶ νὰ τόνε τιμᾶς. Καὶ τὸν Θεὸν δὲν πρέπει νὰ τιμᾶς καὶ νὰ ἐντρέπεσαι, ὁπού σοῦ ἐχάρισε τόσα καλὰ καὶ ἐσταυρώθηκε διὰ τὴν ἀγάπην σου; Ποῖος πατέρας ἐσταυρώθηκε διὰ τὰ παιδιὰ του καμμίαν φορᾶν; Καὶ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του καὶ μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ διαβόλου. Τώρα δὲν πρέπει καὶ ἠμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμεν τὸν Χριστόν μας; Ἐμεῖς ὄχι μόνον δὲν τὸν ἀγαποῦμεν, ἀλλὰ τὸν ὑβρίζομεν κάθε ἡμέραν μὲ τὲς ἁμαρτίες ὁπού κάνομεν. Ἀμὴ ποῖον θέλετε, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγαποῦμεν; Νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Διάβολον, ὁπού μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ μᾶς ἤφερε εἰς ἐτοῦτον τὸν κατηραμένον κόσμον καὶ παθαίνομεν τόσα κακά; Καὶ ἔχει προαίρεσιν ὁ Διάβολος, ἀνίσως καὶ ἠμποροῦσε αὐτὴν τὴν ὥραν νὰ μᾶς θανατώση ὅλους, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν κόλασιν, τὸ ἔκανε.
Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου, νὰ μὲ εἰπῆτε: ποῖον πρέπει νὰ μισοῦμεν καὶ ποῖον πρέπει νὰ ἀγαποῦμεν; Μὲ φαίνεται ὅτι ὅλοι σας ἀποφασίζετε καὶ λέγετε πὼς πρέπει νὰ μισοῦμεν τὸν Διάβολον, τὸν ἐχθρόν μας, ὁπού μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ μᾶς ἤφερεν εἰς τοῦτον τὸν κατηραμένον κόσμον καὶ παθαίνομεν τόσα κακά, καὶ νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας, τὸν ποιητήν μας, τὸν πλάστην μας. Ἔτσι τὸ λέγετε, χριστιανοί μου; Πολλὰ καλά το λέγετε. Νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, καὶ ἐγὼ τὸ λέγω. Μὰ ὁ Θεὸς χρειάζεται στρῶμα διὰ νὰ καθίση. Ποῖον εἶναι τὸ στρῶμα ὁπού θέλει ὁ Θεός; Ἡ ἀγάπη. Ἃς ἔχωμεν λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας καὶ ἔτσι ἔρχεται ὁ Θεός μας καὶ μᾶς χαροποιεῖ καὶ μᾶς εὐφραίνει καὶ μᾶς φυτεύει εἰς τὴν καρδίαν μας τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ ἀπερνοῦμεν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνομεν καὶ εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμασθε πάντοτε. Ὄχι; δὲν ἔχομεν τὴν ἀγάπην, ἀλλὰ ἔχομεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας; Ἔρχεται ὁ πονηρὸς Διάβολος καὶ μᾶς πικραίνει καὶ μᾶς φαρμακεύει καὶ βάνει τὸν θάνατον εἰς τὴν ψυχήν μας καὶ ἀπερνοῦμε καὶ ἐδῶ κακὰ καὶ πηγαίνομεν εἰς τὴν Κόλασιν νὰ καιώμασθε πάντοτε.
Φυσικόν μας εἶναι νὰ ἀγαποῦμεν τοὺς ἀδελφούς μας, διατὶ εἴμαστε μιᾶς φύσεως, ἔχομε ἕνα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα Παράδεισον ἐλπίζομεν νὰ ἀπολαύσωμεν. Καλότυχος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιώθη καὶ ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὲς τὲς δύο ἀγάπες, ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του, ἔχει πάντα τα ἀγαθὰ καὶ ἁμαρτίαν δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμη. Καὶ ὅποιος δὲν ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν του ἔχει τὸν Διάβολον, καὶ ὅποιος ἔχει τὸν Διάβολον ἔχει πάντα τα κακὰ καὶ ὅλες τὲς ἁμαρτίες τὲς κάμνει.
Χίλιες χιλιάδες καλὰ νὰ κάμωμεν, ἀδελφοί μου, νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας, ἀνίσως καὶ δὲν ἔχωμεν αὐτὲς τὲς δύο ἀγάπες, ἀλλὰ ἔχομεν μίσος καὶ ἔχθραν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλά, ὁπού ἐκάμαμεν, τοῦ Διαβόλου εἶναι καὶ εἰς τὴν Κόλασιν πηγαίνομεν. Μὰ καλά, θέλετε εἰπεῖ, μετ’ ἐκείνη τὴ λίγη ἔχθρα ὁπού ἔχομεν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ἔχοντες τόσα καλὰ καμωμένα, εἰς τὴν Κόλασιν πηγαίνομεν; Ναί, ἀδελφοί μου, μετ’ ἐκεῖνο πηγαίνομεν, διατὶ ἐκείνη ἡ ἔχθρα εἶναι φαρμάκι τοῦ Διαβόλου. Καὶ καθὼς βάνομεν μέσα εἰς ἑκατὸν ὀκάδες ἀλεύρι ὀλίγον προζύμι καὶ ἔχει τόσην δύναμιν καὶ κουφίζει ὅσον ζυμάρι καὶ ἂν εἶναι, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἔχθρα, ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁπού ἐκάμαμε τὰ γυρίζει καὶ τὰ κάμνει ὅλα φαρμάκι τοῦ Διαβόλου.
Ἐδῶ, χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε; Ἔχετε τὴν ἀγάπην ἀναμεσόν σας; Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ σωθῆτε, κανένα ἄλλο πράγμα νὰ μὴ ζητήσετε ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον παρὰ τὴν ἀγάπην.
Πηγή: (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Α’ Διδαχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ), Κοινωνία Ὀρθοδοξίας
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...