
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η Γ´ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής σήμερα, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, όπως μας είναι γνωστή, και η Αγία μας Εκκλησία τιμά την Ιερά μνήμη του Μάρτυρος Ελπιδοφόρου, Ιωσήφ του Υμνογράφου και Νικήτα του Ομολογητού. Στο σημερινό ιερό Ανάγνωσμα του κατά Μάρκον Αγίου Ευαγγελίου γίνεται λόγος για την εθελοντική άρσι του προσωπικού σταυρού του κάθε πιστού, αφού πρώτα αποφασίσει ελεύθερα, με την θέλησί του, να ακολουθήση τον Χριστό και να απαρνηθή τον αμαρτωλό εαυτό του, τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας, που κουβαλάει επάνω του. Ακόμη, η ευαγγελική αυτή περικοπή ομιλεί για την υπέρτατη αξία της ψυχής του ανθρώπου. Το χειρότερο απ᾽όλα είναι η πνευματική ζημιά της ψυχής. Όταν αυτή υπάρχη, τότε ο άνθρωπος δεν ωφελείται κι᾽όταν ακόμη κερδήση όλο τον κόσμο. Γιατί κανείς δεν μπορεί να δώση κάποιο αντάλλαγμα για την ψυχή του. Ο θησαυρός της είναι ανεκτίμητος και μοναδικός για τον κάθε άνθρωπο.
Στη συνέχεια για τις δυό αυτές μεγάλες και υψηλές έννοιες: Σταυρός και ψυχή και η αξία τους θα παραθέσωμε ερμηνευτικά σχόλια του εκκλησιαστικού διδασκάλου των χρόνων της Τουρκοκρατίας Νικηφόρου Θεοτόκη:
Ακούς θεϊκή σοφία και πολύ θαυμαστή μεγαλοπρέπεια; Ούτε αναγκάζει, αν και έχει την δύναμι, ούτε προστάζει, αν και έχει την εξουσία. Αλλά αφήνοντας στον καθένα το αυτεξούσιό του ελεύθερο, προσκαλεί μόνο όλους, επειδή ως φιλάνθρωπος θέλει τη σωτηρία όλων. Όποιος λέγει, με τη δική του γνώμη και προαίρεσι, θέλει να με ακολουθή, δηλαδή να έρχεται κοντά μου ως μαθητής μου και να μιμηθή τα έργα μου, είναι ανάγκη να κάνη τρία πράγματα: Να αρνηθή τον εαυτό του, να σηκώση τον προσωπικό του σταυρό και να είναι πιστός ακόλουθός μου.
Αλλά ποιός είναι αυτός ο εαυτός μας; διερωτάται. Και ποιός είναι ο σταυρός του κάθε ανθρώπου; Ο εαυτός μας είναι εκείνος, που από τον Απόστολο Παύλο ονομάζεται “παλαιός άνθρωπος”. Και σώμα της αμαρτίας τον ονομάζει ο θείος Παύλος, γιατί μετά την παράβασι των Πρωτοπλάστων «έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. 8,21). Αυτόν, λοιπόν, τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας, λέγει ότι πρέπει να αρνηθούμε.
Τότε αρνούμεθα τους εαυτούς μας, όταν φεύγουμε την φιλία της σάρκας και αποστρεφόμαστε τις πονηρές της πράξεις.
Σταυρός δε προσωπικός του καθένα είναι η νέκρωσις των παθών και των πονηρών του επιθυμιών. Τότε λοιπόν σηκώνουμε τον σταυρόν μας, όταν νεκρώσωμε τα πάθη και τις κακές μας επιθυμίες. Οι δούλοι του Ιησού την σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες της, όπως γράφει στους Γαλάτες ο Απόστολος Παύλος (Γαλ. ε´24). Και επειδή κατά το παρελθόν μερικοί με πολλή στενοχώρια και βάσανα καταδάμαζαν τα πάθη της σάρκας, και μέχρι σήμερα πολλοί ασκητές από το γένος των Ινδών τυραννικά με διάφορους τρόπους καταβασανίζουν την σάρκα, όπως και μεις είδαμε με τα μάτια μας, (παρατηρεί ο εκκλ. συγγραφεύς Νικηφόρος Θεοτόκης), κάνουν δε αυτά όχι γιατί ακολουθούν στον Χριστό, αλλά γιατί δουλεύουν στα πάθη της κενοδοξίας τους και της πλανεμένης φαντασίας τους, θέλοντας να θαυμάζωνται και να επαινούνται από τους ανθρώπους, γι᾽αυτό ο Κύριος είπε, όχι μόνο το “απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού”, αλλά προσέθεσε και το “ακολουθείτω μοι”.
Σε συντομία όλη η σημασία των ευαγγελικών αυτών λόγων είναι η ακόλουθη. Όποιος θέλει να γίνη μαθητής του Ιησού Χριστού, εκείνος πρέπει να αποστραφή και να μισήση κάθε αμαρτία, να νεκρώση όλα τα πάθη του και όλες τις πονηρές επιθυμίες του και να ακολουθήση, δηλ. να μιμηθή τα έργα του Χριστού.
Σχολιάζοντας στη συνέχεια ο Θεοτόκης το θέμα της σωτηρίας η της απώλειας της ψυχής παρατηρεί τα εξής:
Η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη. Πως λοιπόν ημπορεί ο άνθρωπος να την χάση για την αγάπη του Ιησού Χριστού “και του Ευαγγελίου”. Πως δε με την τοιαύτη απώλεια θα την σώση; Ψυχή εδώ λέγει όχι την ουσία της ψυχής, αλλά τις πονηρές της επιθυμίες, την υπερηφάνεια, τον φθόνο, το μίσος, την ασπλαγχνία και τα λοιπά πάθη της, όχι για υποκρισία η φιλοδοξία, αλλά για την αγάπη του Ιησού Χριστού και για την τήρησι των εντολών του Ευαγγελίου, εκείνος σώζει την ψυχή του στην αιώνια ζωή, δηλ. κληρονομεί την αιώνια σωτηρία. Όποιος δε περιποιείται τις κακές επιθυμίες της ψυχής, εκείνος θα χάση την ψυχή του, δηλ. την παραδίδει στην αιώνια κόλασι… Και προσθέτει πιο κάτω: Όποιος θέλει να σώση την ψυχή του, δηλ. όποιος θέλει να σώση τον εαυτό του, εκείνος θα τον χάση. Όποιος όμως θα χάση τον εαυτό του όχι για την ισχυρογνωμία του, ούτε για την πλάνη της φαντασίας του, αλλά για την αγάπη του Ιησού Χριστού και για τα ευαγγελικά δόγματα, εκείνος θα σώση τον εαυτό του για την αιώνια ζωή.
Βλέπουμε αυτό να πραγματοποιήται στον καιρό των διωγμών της Χριστιανικής Πίστεως. Όποιος τότε έχασε τον εαυτό του, δηλ. παρέδωσε την ζωή του σε θάνατο, για να μη αρνηθή τον Ιησού Χριστό και την ευαγγελική αλήθεια, εκείνος τον έσωσε, αφού έγινε Άγιος και συναντήθηκε με τον χορό των πανενδόξων Μαρτύρων. Όποιος, όμως, έσωσε τον εαυτό του, δηλ. εφύλαξε τη ζωή του από τον θάνατο με το να γίνη αρνητής του Ιησού Χριστού και του Ευαγγελίου, εκείνος έχασε τον εαυτό του, διότι φάνηκε ανάξιος της Ουρανίου Βασιλείας και συγκαταλέγεται με τους αποστάτες καταδίκους.
Τέλος, για τη ζημιά της ψυχής, που είναι το πιο μεγάλο και ανυπολόγιστο κακό λέγει τα ακόλουθα:
»Εκέρδισες το χρυσάφι του Κροίσου και του Αλεξάνδρου τα κτήματα, απόλαυσες του Σαρδανάπαλου τις τρυφές, εκέρδισες όλο τον κόσμο, ποιά θα είναι η ωφέλειά σου, εάν, αφού αρνηθής τον Ιησού Χριστό η καταφρονήσεις τις εντολές του βλάψης την ψυχή σου; Κάθε πράγμα του κόσμου έχει το ισότιμό του, δηλ. αυτό που έχει την ίδια αξία με αυτό. Με αυτόν τον τρόπο το καθετί έχει το αντάλλαγμά του. Δίνεις χρυσάφι και παίρνεις ισότιμο αργύριο. Δίνεις πολύτιμους λίθους, μαργαρίτες, αγρούς, αμπελώνες, πόλεις, χώρες και κάθε άλλο πράγμα του κόσμου και παίρνεις το ισοστάσιόν του. Θα χάσης το ένα, αλλά κερδίζεις άλλο ισόρροπο.
Για κάθε κοσμικό πράγμα γίνεται ισοδύναμη η ανταλλαγή. Η ψυχή όμως δεν έχει ισότιμο αντάλλαγμα. Δεν βρίσκεις στον κόσμο ισότιμο πράγμα και άξιο της ψυχής.
Το μήνυμα της σημερινής Κυριακής είναι η αποφασιστική αγωνιστική μας πορεία με τον σταυρό των θλίψεων, πειρασμών και δοκιμασιών της ζωής μας, η αναγνώρισις της υπέρτατης πνευματικής αξίας και υπεροχής της ψυχής μας στον κόσμο αυτό και η ευθυγράμμισις της ζωής μας στον αγώνα για την επιμέλεια και φροντίδα της ψυχής μας και την χαρίτωσί της με τις χριστιανικές αρετές επ᾽ αγαθώ της κατά Θεόν πνευματικής μας ζωής.
† Ο Κυθήρων Σεραφείμ
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 25/03/2016), Θρησκευτικά
ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ
1. Κανείς από όσους σκέπτονται ορθά δεν θα έχη, νομίζω, αντίρρησι ότι η καταλαλιά γεννάται από το μίσος και την μνησικακία. Γι΄αυτό και την ετοποθετήσαμε στην σειρά της μετά τους προγόνους της. Καταλαλιά σημαίνει γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και παχειά∙ παχειά βδέλλα, κρυμμένη και αφανής, πού απορροφά και εξαφανίζει το αίμα της αγάπης. Σημαίνει υπόκρισις αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφάνισις της αγνότητος.
2. Υπάρχουν κόρες που διαπράττουν αίσχη, χωρίς να κοκκινίζουν. Υπάρχουν και άλλες οι οποίες φαίνονται ντροπαλές, και όμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αίσχη από τις προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και στα πάθη της ατιμίας. Τέτοιες κόρες είναι η υποκρισία, η πονηρία, η λύπη, η μνησικακία, η εσωτερική καταλαλιά της καρδιάς. Άλλη εντύπωσι δημιουργούν εξωτερικά και άλλος είναι ο στόχος τους.
3. Άκουσα μερικούς να καταλαλούν και τους επέπληξα. Και για να δικαιολογηθούν οι εργάτες αυτοί του κακού μου απήντησαν ότι το έκαναν από αγάπη και ενδιαφέρον προς αυτόν που κατέκριναν. Εγώ τότε τους είπα να την αφήσουν αυτού του είδους την αγάπη, για να μη διαψευσθή εκείνος που είπε: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ΄ 5). Εάν ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς τον άλλον, ας προσεύχεσαι μυστικά γι΄ αυτόν και άς μη τον κακολογής. Διότι αυτός ο τρόπος της αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Κύριον.
4. Επί πλέον άς μη λησμονής και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθης και θα παύσης να κρίνης αυτόν πού έσφαλε: Ο Ιούδας ανήκε στην χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στην χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας επήρε την θέσι του άλλου!
5. Όποιος θέλει να νικήση το πνεύμα της καταλαλιάς, ας επιρρίπτη την κατηγορία όχι στον άνθρωπο που αμάρτησε, αλλά στον δαίμονα πού τον έσπρωξε στην αμαρτία. Διότι κανείς δεν θέλει να αμαρτήση στον Θεόν, μολονότι όλοι αυτοπροαίρετα αμαρτάνομε.
6. Είδα άνθρωπο πού φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετενόησε. Και αυτόν πού εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον εθεωρούσε αγνό, διότι με την μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει.
7. Αυτόν που σου κατακρίνει τον πλησίον, ποτέ μη τον σεβασθής, αλλά μάλλον να του ειπής: «Σταμάτησε, αδελφέ. Εγώ καθημερινώς σφάλλω σε χειρότερα, και πώς μπορώ να κατακρίνω τον άλλον»; Έτσι θα έχης δύο οφέλη, με ένα φάρμακο θα θεραπεύσης και τον εαυτό σου και τον πλησίον.
8. Μία οδός, και μάλιστα από τις σύντομες πού οδηγούν στην άφεσι των πταισμάτων, είναι το να μη κρίνωμε, εφ΄ όσον είναι αληθινός ο λόγος του Κυρίου «μη κρίνετε, και ού μη κριθήτε» (Λουκ. στ΄ 37). Όπως δεν συμβιβάζεται η φωτιά με το νερό, έτσι και η κατάκρισις με εκείνον που αγαπά την μετάνοια.
9. Ακόμη και την ώρα του θανάτου του, αν ιδής κάποιον να αμαρτάνη, μήτε τότε να τον κατακρίνης. Διότι η απόφασις του Θεού είναι άγνωστη στους ανθρώπους. Μερικοί έπεσαν φανερά σε μεγάλα αμαρτήματα, κρυφά όμως έπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Έτσι εξαπατήθηκαν οι φιλοκατήγοροι, και εκείνο πού εκρατούσαν στα χέρια τους ήταν καπνός και όχι ήλιος.
10. Ας με ακούσετε, ας με ακούσετε όλοι εσείς οι κακοί κριταί των ξένων αμαρτιών. Εάν είναι αλήθεια, όπως και πράγματι είναι, ότι «έν ώ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ΄ 2), τότε ας είσθε βέβαιοι, ότι για όσα αμαρτήματα κατηγορήσαμε τον πλησίον είτε ψυχικά είτε σωματικά, θα περιπέσωμε σ΄αυτά. Και δεν είναι δυνατόν να γίνη διαφορετικά.
11. Όσοι είναι αυστηροί και σχολαστικοί κριταί των σφαλμάτων του άλλου, νικώνται από αυτό το πάθος, επειδή δεν απέκτησαν ακόμη για τα ιδικά τους αμαρτήματα ολοκληρωτική φροντίδα (γνώσι) και μνήμη. Διότι όποιος αφαιρέση «το περικάλυμμα της φιλαυτίας» και ιδή με ακρίβεια τα ιδικά του κακά, για τίποτε άλλο δεν θα φροντίση πλέον στην ζωή του, αναλογιζόμενος ότι ο χρόνος της ζωής του δεν του επαρκεί για να πενθήση τις ιδικές του αμαρτίες, έστω και αν θα εζούσε εκατό έτη, και αν θα έβλεπε ολόκληρο τον Ιορδάνη ποταμό να βγαίνη από τους οφθαλμούς του ως δάκρυ.
12. Περιεργάσθηκα καλά την κατάστασι του πένθους και δεν ευρήκα σ΄ αυτήν ίχνος καταλαλιάς ή κατακρίσεως.
13. Οι δαίμονες μας σπρώχνουν πιεστικά ή στο να αμαρτήσωμε ή, αν δεν αμαρτήσωμε, στο να κατακρίνωμε όσους αμάρτησαν, ώστε με το δεύτερο να μολύνουν οι κακούργοι το πρώτο. Ας γνωρίζης ότι γνώρισμα των μνησικάκων και φθονερών ανθρώπων είναι και τούτο: Τις διδασκαλίες, τά πράγματα ή τα κατορθώματα του άλλου τα κατηγορούν και τα διαβάλλουν με ευχαρίστησι και ευκολία, (νικημένοι και) καταποντισμένοι άθλια από το πνεύμα του μίσους.
14. Είδα μερικούς οι οποίοι μυστικά και κρυφά διαπράττουν σοβαρώτατα αμαρτήματα, και στηριζόμενοι στην υποκριτική καθαρότητά τους, επιτιμούν με αυστηρότητα αυτούς που υποπίπτουν σε μερικά μικρά σφάλματα, τα οποία και φανερώνουν.
15. Η κρίσις είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκρισις όλεθρος της ψυχής αυτού ο οποίος κατακρίνει.
16. Όπως η «οίησις» και χωρίς να υπάρχη άλλο πάθος, μπορεί να καταστρέψη τον άνθρωπο, έτσι και η κατάκρισις, εάν και μόνη υπάρχη μέσα μας, μπορεί να μας καταστρέψη ολοσχερώς, αφού άλλωστε και ο Φαρισαίος εκείνος της παραβολής εξ αιτίας αυτής κατεδικάσθη.
17. Ο καλός «ραγολόγος» τρώγει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες. Γι΄ αυτόν μάλιστα έχει λεχθή: «Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ΄ 7).
18. Μη κατακρίνης και όταν ακόμη βλέπης κάτι με τους ίδιους τους οφθαλμούς σου, διότι και αυτοί πολλές φορές εξαπατώνται.
Βαθμίς δεκάτη! Όποιος την κατέκτησε είναι εργάτης της αγάπης ή του πένθους.
Ι.Μ.Παρακλήτου
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
1. Πολλές φορές ένας από τους κλάδους της πολυλογίας, όπως το είπαμε καί προηγουμένως, είναι καί ο παρών, ο οποίος μάλιστα αποτελεί καί το πρώτο τέκνο της. Εννοώ την ακηδία. Γι΄αυτό καί της εδώσαμε την θέσι πού της αρμόζει μέσα στην αθλία αλυσίδα των παθών.
Ακηδία σημαίνει παράλυσις της ψυχής καί έκλυσις του νου, οκνηρία και αδιαφορία πρός την άσκησι, μίσος πρός τις μοναστικές υποσχέσεις. (Η ακηδία είναι ακόμη) αυτή που μακαρίζει τούς κοσμικούς, πού κατηγορεί τον Θεόν ότι δεν είναι ευσπλαγχνικός και φιλάνθρωπος, πού φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας καί αδυναμία την ώρα της προσευχής. Αυτή πού μας κάνει σιδερένιους στα διακονήματα, αόκνους στο εργόχειρο, σπουδαίους στην πρακτική ζωή της υπακοής (εν αντιθέσει πρός την θεωρητική ζωή της ησυχίας).
2. Άνδρας που ασκεί την ζωή της υπακοής δέν γνωρίζει τί σημαίνει ακηδία, διότι φθάνει στα πνευματικά μέσω των αισθητών, (τα οποία αισθητά δέν φέρνουν ακηδία).
3. Το κοινόβιο είναι εχθρός της ακηδίας, ενώ σ΄ έναν ησυχαστή η ακηδία γίνεται σύζυγος αιώνιος∙ δεν θα τον αποχωρισθή πρίν από τον θάνατό του, καί πρίν έλθη το τέλος του θα τον πολεμά καθημερινά. Μόλις αντίκρυσε το κελλί του ησυχαστού εμειδίασε και αφού τον επλησίασε έστησε κοντά την σκηνή της.
4. Ο ιατρός επισκέπτεται τους ασθενείς το πρωί, ενώ η ακηδία τους ασκητάς το μεσημέρι. Η ακηδία προτρέπει το έργο του ξενοδόχου καί παρακαλεί να γίνωνται εργόχειρα για να προσφέρωνται ελεημοσύνες. Παρακινεί να γίνωνται με προθυμία επισκέψεις στους ασθενείς, υπενθυμίζουσα τον λόγο του Κυρίου: «Ησθένησα καί ήλθετε πρός με» (Ματθ. κε΄ 36). Μας παρακαλεί να πηγαίνωμε στους λυπημένους καί στους ολιγοψύχους. «Παραμυθείσθε τούς ολιγοψύχους» (Α΄ Θεσ. ε΄ 14) μας λέγει αυτή η ολιγόψυχη. Ενώ ιστάμεθα στην προσευχή, μας υπενθυμίζει διάφορα αναγκαία πράγματα και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, ώστε να μας αποτραβήξη από εκεί, σαν με ένα καπίστρι, με κάποια αιτία εύλογη, αυτή η παράλογη.
5. Ο δαίμων της ακηδίας στον μοναχό, τον οποίο έχει καταλάβει, δημιουργεί τις τρείς πρώτες ώρες -πρώτη, τρίτη καί έκτη- μία κατάστασι φρίκης, πονοκέφαλο καί πυρετό και ανακάτωμα του στομάχου. Μόλις φθάση η ενάτη ώρα παρατηρείται κάποια μικρή βελτίωσις. Μόλις στρωθή η τράπεζα, αναπηδά ο μοναχός από το στρώμα του. Μόλις έλθη η επομένη ώρα της προσευχής, αισθάνεται πάλι βεβαρημένο το σώμα του. Μόλις σταθή να προσευχηθή, η ακηδία τον βυθίζει πάλι στον ύπνο καί με άκαιρα χασμουρητά του αρπάζει από το στόμα τον στίχο της προσευχής.
6. Όλα τα άλλα πάθη καταπολεμούνται με μία αντίστοιχη αρετή το καθένα. Η ακηδία όμως είναι για τον μοναχό ένας ψυχικός θάνατος πού περιέχει όλα τα κακά.
7. Η ανδρεία ψυχή κατώρθωσε να αναστήση τον νου πού ήταν νεκρός. Η ακηδία όμως και η οκνηρία κατώρθωσαν να σκορπίσουν όλον τον πλούτο της ψυχής.
8. Εφ΄ όσον και η ακηδία είναι ένα από τα οκτώ πρωταρχικά πάθη της ψυχής, και μάλιστα το βαρύτερο, ας το αντιμετωπίσωμε και αυτό αναλόγως, όπως και τα άλλα. Πλήν ας προσθέσωμε και τούτο: Όταν δεν γίνεται ψαλμωδία και ακολουθία, η ακηδία δεν παρουσιάζεται. Και όταν τελείωσε ο κανών της προσευχής, τότε άνοιξαν οι οφθαλμοί.
9. Τον καιρό της ακηδίας φαίνονται οι βιασταί. Και τίποτε άλλο δεν προξενεί στον μοναχό τόσους στεφάνους όσο η ακηδία. Πρόσεξε καλά και θα την αντιληφθής να μην αφίνη τα πόδια σε ορθία στάσι, και να μας σπρώχνη, όταν καθώμαστε, να γέρνουμε στον τοίχο. Μας προτρέπει επίσης να κοιτάζωμε έξω από το παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικά κτυπήματα και βήματα ποδιών. Εκείνος πού πενθεί τον εαυτό του δεν γνωρίζει τι θα πή ακηδία.
10. Ας δένεται και αυτός ο τύραννος με την μνήμη των πταισμάτων, και ας δέρνεται με το εργόχειρο. Και αφού συρθή με την σκέψι των μελλόντων αγαθών και σταθή εμπρός μας, ας ερωτάται καταλλήλως:
«Λέγε μας λοιπόν και σύ, παράλυτε και έκλυτε, ποιος είναι ο κακός γονεύς σου; Ποια είναι τα τέκνα σου; Ποιοι είναι αυτοί πού σε πολεμούν; Και ποιος ο φονευτής σου»;
Αυτός δε αναγκαζόμενος θα μας αποκρινόταν:
«Εγώ σε αυτούς πού ασκούν πραγματικά την ζωή της υπακοής, «ούκ έχω πού την κεφαλήν κλίναι». Σε όσους έχω τόπο, τους ευρίσκω στην ησυχία και συζώ μαζί τους. Οι ιδικές μου μητέρες είναι πολλές και διάφορες: Άλλοτε η ψυχική αναισθησία, άλλοτε η λησμοσύνη των άνω, και μερικές φορές η υπερβολική κόπωσις (είτε ψυχική είτε σωματική). Τα ιδικά μου τέκνα είναι: Οι μετακινήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο πού γίνονται μαζί μου, η παρακοή στον πνευματικό πατέρα, η λησμοσύνη της Κρίσεως, και μερικές φορές η εγκατάλειψις της μοναχικής ζωής. Ιδικοί μου αντίπαλοι, από τους οποίους τώρα έχω δεθή, είναι η ψαλμωδία και το εργόχειρο. Εχθρική σ΄ εμένα είναι και η σκέψις του θανάτου, αλλά εκείνη πού με θανατώνει τελείως είναι η προσευχή, ενωμένη με την βεβαία ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Για το ποιος όμως εγέννησε την προσευχή ερωτήσατε την ίδια».
(Πρόκειται για) νίκη! Όποιος την κατέκτησε, είναι δόκιμος για κάθε καλό έργο.
Ι.Μ.Παρακλήτου
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
(Διά την ονομαστήν δέσποιναν, την πονηράν κοιλίαν)
1. Προκειμένου τώρα να ομιλήσωμε περί κοιλίας, απεφασίσαμε πάλι, όπως και σε όλα τα άλλα θέματα, να στρέψωμε την φιλοσοφία μας εναντίον μας. Διότι είναι αξιοθαύμαστο εάν απηλλάγη κανείς από αυτήν, πρίν κατοικήση τον τάφο.
2. Γαστριμαργία είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας, η οποία, ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πώς είναι ενδεής και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι η δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Εσύ έκλεισες την φλέβα (των ηδονικών απαιτήσεών της), αλλά αυτή ξεπρόβαλε από άλλος μέρος. Την έφραξες και τούτη, αλλά καινούργια ανοίχθηκε. Γαστριμαργία είναι μια απάτη των οφθαλμών. Καθ΄ ήν στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται, πώς να ήταν δυνατό να καταβροχθίση διά μιας τα σύμπαντα.
3. Ο χορτασμός από φαγητά είναι πατήρ της πορνείας η θλίψις δε της κοιλίας είναι πρόξενος της αγνότητος. Εκείνος πού εκολάκευσε τον λέοντα, πολλές φορές τον ημέρωσε. Εκείνος όμως πού περιποιήθηκε την σάρκα, περισσότερο την εξαγρίωσε.
4. Χαίρεται ο Ιουδαίος το Σάββατο ή τις εορτές, και ο γαστρίμαργος μοναχός το Σάββατο και την Κυριακή. Από καιρό υπολογίζει το Πάσχα και από πολλές ημέρες ετοιμάζει τα φαγητά. Ο δούλος της κοιλίας σκέπτεται με τι είδους φαγητά θα εορτάση, ο δε δούλος του Θεού με τι χαρίσματα θα πλουτήση. Ο κοιλιόδουλος, όταν έλθη κάποιος ξένος, συνέχεται ολόκληρος από την αγάπη -αγάπη πού προέρχεται από την γαστριμαργία- και θεωρεί ως αναψυχή του αδελφού την ιδική του κατάλυσι! Επί παρουσία ωρισμένων άλλων απεφάσισε την κατάλυσι οίνου, και νομίζοντας πώς κρύβει την αρετή του, υποδουλώθηκε στο πάθος του.
5. Εχθρεύεται πολλές φορές η κενοδοξία προς την γαστριμαργία και αντιμάχονται για την κατοχή του αθλίου μοναχού σαν να πρόκειται για αγοραστό δούλο. Η μέν γαστριμαργία τον ωθεί στην κατάλυσι, η δε κενοδοξία του συνιστά την επίδειξι της αρετής του, αλλά ο σοφός μοναχός θα τις αποφύγη και τις δύο διώχνοντας στην κατάλληλη ώρα την μία με την βοήθεια της άλλης.
6. Όταν η σάρκα σφριγά, ας φυλάξωμε την εγκράτεια παντού και πάντοτε. Όταν δε ηρεμή -πράγμα πού δεν πιστεύω ότι κατορθώνεται πρό του τάφου-, ας αποκρύψωμε την εργασία μας.
7. Είδα ηλικιωμένους ιερείς να εμπαίζωνται από τους δαίμονες και να δίνουν ευλογία σε νέους, πού δεν εξηρτώντο πνευματικώς από αυτούς, να καταλύσουν σε επίσημο τραπέζι κρασί και ό,τι άλλο. Εάν μέν οι ιερείς αυτοί έχουν έν Κυρίω καλή μαρτυρία, άς κάνωμε μετρία κατάλυσι. Εάν όμως είναι αμελείς, ας μη λάβωμε καθόλου υπ΄ όψιν μας την ευλογία τους, και μάλιστα εάν τύχη και μαχώμεθα εναντίον σαρκικής πυρώσεως.
8. Ενόμισε ο θεήλατος Ευάγριος ότι έγινε σοφώτερος των σοφών και στην μορφή και στο περιεχόμενο των λόγων του. Απατήθηκε όμως ο ταλαίπωρος και φάνηκε ανοητότερος των ανοήτων και σε πολλά άλλα ζητήματα και σ΄ αυτό. Εδίδαξε: «Οσάκις η ψυχή επιθυμεί ποικίλα φαγητά, ας θλίβεται με άρτον μόνο και ύδωρ». Είναι δε η προσταγή του αυτή σαν να προτρέπης ένα παιδί ν΄ ανεβή με ένα βήμα όλη την σκάλα. Εμείς όμως, αντικρούοντες τον ορισμό του, ως εξής ορίζουμε: Όταν επιθυμούμε τα διάφορα φαγητά, ζητούμε κάτι πού είναι μέσα στην φύσι μας. Γι΄ αυτόν τον λόγο ας χρησιμοποιήσωμε ένα τέχνασμα προς την πολυμήχανη κοιλία, και μάλιστα αν δεν μας απειλή βαρύτατος πόλεμος ή δεν υπάρχη πένθος ή κανών για προηγούμενες σοβαρές πτώσεις. Ας κόψωμε πρώτα τα λιπαρά, έπειτα τα ερεθιστικά και έπειτα τα εύγευστα.
9. Αν σου είναι εύκολο, δίδε στην κοιλία σου τροφή χορταστική και ευκολοχώνευτη, ώστε με τον χορτασμό να ικανοποιήσουμε την αχόρταστη όρεξί της, ενώ με την σύντομη χώνευσι να σωθούμε από την σαρκική πύρωσι σαν από μάστιγα. Ας εξετάσωμε, και θα βρούμε πώς τα περισσότερα από τα φαγητά πού «φουσκώνουν» ερεθίζουν την σάρκα.
10. Να γελάς με τον δαίμονα πού σου υποβάλλει μετά το δείπνο να αφήσης για την επόμενη ημέρα τους κανόνες των προσευχών σου, διότι θα έλθη η ενάτη ώρα της επομένης, και δεν θα έχη τηρηθή η συμφωνία της προηγουμένης.
11. Άλλη είναι η εγκράτεια πού αρμόζει σε όσους δεν έχουν δοκιμάσει μεγάλες πτώσεις και άλλη σε όσους έχουν υποπέσει σ΄ αυτές. Οι μέν πρώτοι έχουν ως γνώμονα την σαρκική κίνησι, οι δε δεύτεροι αντιμετωπίζουν το θέμα με σκληρότητα και αδιαλλαξία μέχρι θανάτου. Και οι μέν προσπαθούν να διαφυλάττουν πάντοτε την σωφροσύνη του νου, ενώ οι δε εξευμενίζουν τον Θεόν με την σκυθρωπότητα της ψυχής και με την θλίψι της σαρκός.
12. Ο καιρός της ευφροσύνης και της «παρακλήσεως» στον τέλειο μοναχό είναι καιρός αμεριμνίας, στον αγωνιστή καιρός πάλης και στον εμπαθή «εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων».
13. Όνειρα γύρω από τροφές και φαγητά συναντώνται στην καρδία των γαστριμάργων, και όνειρα γύρω από την κόλασι και την Κρίσι συναντώνται στην καρδία των μετανοούντων.
14. Κυριάρχησε στην κοιλία σου, πρίν κυριαρχήση αυτή πάνω σου, και τότε θα αναγκασθής να νηστεύης γεμάτος καταισχύνη. Αυτό που είπα το καταλαβαίνουν εκείνοι πού έπεσαν στον ακατανόμαστο βόθρο. Όσοι είναι ευνούχοι - (κατά πνεύμα ευνούχοι) (πρβλ. Ματθ. ιθ΄12) δεν εγνώρισαν το αμάρτημα αυτό.
15. Ας περικόψωμε τις απαιτήσεις της κοιλίας με την σκέψι του αιωνίου πυρός. Μερικοί πού υπετάγησαν σ΄ αυτήν έφθασαν στην ανάγκη στο τέλος να αποκόψουν τα μέλη του σώματός τους, και απέθαναν έτσι σωματικά και ψυχικά. Ας ερευνήσωμε, και οπωσδήποτε θα διαπιστώσωμε πώς τα ηθικά μας ναυάγια προέρχονται μόνο από την γαστριμαργία.
16. Ο νούς του νηστευτού προσεύχεται καθαρά και προσεκτικά, του δε ακρατούς είναι γεμάτος από ακάθαρτες εικόνες. Ο χορτασμός της κοιλίας εξήρανε τις πηγές των δακρύων. Όταν όμως αυτή απεξηράνθη, εδημιούργησε τα ύδατα των δακρύων.
17. Εκείνος που περιποιείται την κοιλία του και αγωνίζεται να νικήση το πνεύμα της πορνείας, ομοιάζει με εκείνον πού προσπαθεί να σβήση μεγάλη φωτιά με λάδι. Όταν θλίβεται η κοιλία ταπεινούται η καρδία. Όταν όμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν και αλαζονεύονται οι λογισμοί.
18. Εξέταζε τον εαυτόν σου την πρώτη ώρα της ημέρας και το μεσημέρι και την τελευταία πρό του φαγητού, και θα κατανοήσης έτσι την ωφέλεια της νηστείας. Το πρωί (πού δεν πεινάς) οι λογισμοί σκιρτούν και περιπλανώνται εδώ κι εκεί, κατά την έκτη ώρα ατονούν κάπως, και κατά το ηλιοβασίλεμα έχουν εντελώς ταπεινωθή.
19. Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε θα κλείσης και το στόμα διότι η γλώσσα ισχυροποιείται από τα πολλά φαγητά. Να πυγμαχής συνεχώς εναντίον της και να επαγρυπνής συνεχώς επάνω της. Εάν εσύ κοπιάσης ολίγο, αμέσως και ο Κύριος σε βοηθεί.
20. Όσο χρησιμοποιούνται και μαλακώνουν οι ασκοί, τόσο αυξάνουν στην χωρητικότητα. Όταν όμως μείνουν περιφρονημένοι και αχρησιμοποίητοι, θα μαζέψουν και δεν θα χωρούν τόσο πολύ.
21. Εκείνος που καταπιέζει την κοιλία με πολλά φαγητά, επλάτυνε τα έντερα, ενώ εκείνος πού της εναντιώνεται, τα εστένευσε. Και όταν αυτά εστένευσαν, δεν χρειάζονται πολλά φαγητά, οπότε κατά φυσικό τρόπο μαθαίνομε να νηστεύωμε.
22. Η δίψα πολλές φορές εσταμάτησε την δίψα. Είναι όμως δυσχερές και ακατόρθωτο με την πείνα να περικοπή η πείνα. Όταν σε νικήση η κοιλία, δάμαζέ την με σωματικούς κόπους. Και αν αυτό σου είναι αδύνατο διά λόγους ασθενείας, πάλαιψε εναντίον της με την αγρυπνία.
23. Όταν βαραίνουν οι οφθαλμοί, πιάσε το εργόχειρο. Εάν όμως ο ύπνος έχη φύγει, μη το πιάνης, διότι δεν είναι δυνατόν να προσηλώσης τον νου σου στον Θεόν και στον μαμωνά (Ματθ. στ΄24), δηλαδή στον Θεό και στο εργόχειρο.
24. Γνώριζε ότι πολλές φορές ο δαίμων της γαστριμαργίας έρχεται και κάθεται επάνω στο στομάχι, και κάνει ώστε να μη χορταίνει ο άνθρωπος, έστω και αν φάγη ολόκληρη την Αίγυπτο και πιή ολόκληρο τον Νείλο. Μετά το φαγητό φεύγει ο ανόσιος και μας στέλνει τον δαίμονα της πορνείας, αφού του περιέγραψε το συμβάν. «Να τον συλλάβης, του λέγει, να τον συλλάβης, να τον ζαλίσης. Καθώς η κοιλία του είναι παραφορτωμένη, δεν θα κουρασθής πολύ». Και εκείνος μόλις ήλθε χαμογέλασε. Και αφού μας έδεσε «χειροπόδαρα» με τον ύπνο, έπραξε όλα όσα θέλησε καταλερώνοντας σώμα και ψυχή με μολυσμούς και φαντασίες και εκκρίσεις. Θαυμαστό πράγμα! Να βλέπης ασώματο νού να μολύνεται και να σκοτίζεται από το σώμα και πάλι διά μέσου του πηλίνου σώματος τον άϋλο νού να καθαρίζεται και να λεπτύνεται!
25. Εάν υποσχέθηκες στον Χριστόν να βαδίζης την στενή και τεθλιμμένη οδό, στενοχώρησε την κοιλία. Διότι όταν αυτή δέχεται περιποιήσεις και πλατύνεται, τότε εσύ αθέτησες τις υποσχέσεις.
26. Σύνελθε! Και θα ακούσης τον Χριστόν να λέγη: «Πλατεία και ευρύχωρος η οδός της κοιλίας, η απάγουσα είς την απώλειαν της πορνείας και πολλοί εισίν οι εισπορευόμενοι εν αυτή. Τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός της νηστείας, η εισάγουσα είς την ζωήν της αγνείας και ολίγοι εισίν οι εισερχόμενοι δι΄αυτής» (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 13-14).
27. Αρχηγός των δαιμόνων είναι ο πεσών Εωσφόρος, και αρχηγός των παθών ο λαιμός της κοιλίας.
28. Όταν λάβης θέσι σε πλούσιο τραπέζι, φέρε εμπρός σου την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως ίσως έτσι να συγκρατήσης ολίγο το πάθος. Και ενώ πίνεις, μη παύσης να θυμάσαι το όξεος και την χολή του Δεσπότου σου. Έτσι ή θα εγκρατευθής ή τουλάχιστον, αν δεν εγκρατευθής, θα ταπεινωθής αναστενάζοντας (συγκρίνοντας την πολυφαγία σου με το πάθος του Χριστού).
29. Μη πλανάσαι! Ούτε από την δουλεία του Φαραώ πρόκειται να ελευθερωθής ούτε το άνω Πάσχα θα αντικρύσης, εάν δεν γευθής παντοτεινά πικρίδες και άζυμα. Πικρίδες είναι η βία και κακοπάθεια της νηστείας, και άζυμα το χωρίς φυσίωσι φρόνημα.
30. Ας ενωθή με την αναπνοή σου ο λόγος του Ψαλμωδού: «Όταν με ενωχλούσαν οι δαίμονες, εφορούσα πένθιμο ένδυμα και εταπείνωνα με νηστεία την ψυχή μου και η προσευχή μου είχε κολληθή στους κόλπους της ψυχής μου» (πρβλ. Ψαλμ. λδ΄ 13).
31. Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις του νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως, ταπεινός στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής, ελαφρότης του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις του παραδείσου.
32. Ας συλλάβωμε και ας ανακρίνωμε και αυτόν τον εχθρόν -προπαντός αυτόν- πού ευρίσκεται επικεφαλής όλων των επικινδύνων εχθρών μας. Αυτόν πού είναι η θύρα των παθών, η πτώσις του Αδάμ, η απώλεια του Ησαύ, ο όλεθρος των Ισραηλιτών, η ασχημοσύνη του Νώε, η προδοσία των Γομόρρων, η κατηγορία του Λώτ, η εξολόθρευσις των υιών του ιερέως Ηλεί, ο καθοδηγητής προς τους μολυσμούς. Ας την ανακρίνωμε -την γαστριμαργία- από πού γεννάται, ποιοι είναι οι απόγονοί της, ποιος είναι αυτός πού την συντρίβει και ποιος αυτός πού την εξολοθρεύει τελείως.
"Λέγε μας, ώ τύραννε όλων των ανθρώπων, σύ πού τους εξαγοράζεις όλους με το χρυσάφι της απληστίας, από πού εισέρχεσαι μέσα μας; Και τι εν συνεχεία συνηθίζεις να γεννάς εκεί; Και πώς μπορούμε να επιτύχωμε την έξοδό σου και απομάκρυνσι από εμάς";
Εκείνη δε ταλαιπωρημένη από τις ύβρεις αυτές, γεμάτη μανία και αγριότητα μας αποκρίθηκε τυραννικά:
"Γιατί με ονειδίζετε σείς πού είσθε υπόλογοι απέναντί μου; Και πώς φροντίζετε να με αποχωρισθήτε, ενώ εγώ είμαι εκ φύσεως συνδεδεμένη μαζί σας; Θύρα για μένα είναι η φύσις των φαγητών. Αιτίας της απληστίας μου είναι η συνεχής χρήσις. Αφορμή δε της επικρατήσεως του πάθους μου είναι η προϋπάρχουσα συνήθεια, η αναισθησία της ψυχής και η λησμοσύνη του θανάτου."
"Και πώς ζητείτε να μάθετε τα ονόματα των απογόνων μου; Θα τους απαριθμήσω και θα πληθυνθούν περισσότερο από την άμμο. Ακούστε όμως ποιοι θεωρούνται ως υιοί μου πρωτότοκοι και αγαπητοί: Πρωτότοκός μου υιός είναι ο υπηρέτης της πορνείας. Δεύτερος η σκληροκαρδία. Τρίτος ο ύπνος. Από εμένα επίσης γεννώνται η θάλασσα των λογισμών, τα κύματα των μολυσμών, ο βυθός των κρυπτών και ανεκφράστων ακαθαρσιών."
"Ιδικές μου θυγατέρες είναι η οκνηρία, η πολυλογία, η «παρρησία», τα γέλια, τα αστεία και τα ευτράπελα, η αντιλογία, η σκληροτράχηλη διαγωγή και συμπεριφορά, η ανυπακοή, η αναισθησία, η αιχμαλωσία και υποδούλωσις (στα πάθη), η καύχησις, η θρασύτης. Επίσης και η αγάπη του καλλωπισμού, την οποία διαδέχονται η ρυπαρά προσευχή, ο ρεμβασμός των λογισμών και πολλές φορές συμφορές ανέλπιστες και απροσδόκητες, στις οποίες μάλιστα ακολουθεί η απελπισία πού είναι η πιο φοβερή από όλες."
"Εμένα με πολεμεί, αλλά δεν με νικά, η μνήμη των αμαρτημάτων. Υπερβολικά με εχθρεύεται η σκέψις του θανάτου. Εκείνο δε πού με καταστρέφει τελειωτικά δεν υπάρχει στους ανθρώπους. Όποιος απέκτησε μέσα του Τον Παράκλητο, Τον παρακαλεί εναντίον μου. Και Εκείνος καμφθείς από τις ικεσίες δεν με αφίνει να ενεργώ με εμπάθεια. Αυτοί πού δεν εγεύθηκαν την χάρι του Παρακλήτου, επιζητούν οπωσδήποτε να γλυκαίνωνται από την ιδική μου ηδονή."
Πρόκειται για ανδρεία νίκη! Όποιος την εκέρδησε, προχωρεί σύντομα προς την απάθεια και την κορυφή της σωφροσύνης.
Ι.Μ.Παρακλήτου
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔχουμε φτάσει στὸ κατώφλι τῆς Σαρακοστῆς. Ἀρχίζουμε νὰ προχωρᾶμε κατὰ μῆκος ἑνὸς δρόμου ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ Γολγοθᾶ· οὔτως ὥστε μιὰ μέρα, στὸ τέλος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, θὰ βρεθοῦμε νὰ στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Ἑσταυρωμένου –ποὺ σταυρώθηκε γιὰ χάρη μας, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ καθενός μας. Ξεκινᾶμε ἕνα ταξίδι τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ τελειώσει μὲ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς συγχωρέσει, καὶ νὰ μᾶς πεῖ, «Πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ». Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Συγχωρῶ δὲν σημαίνει ξεχνῶ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ, ἀλλὰ ἐπωμίζομαι τὸ βάρος τῆς ἀδυναμίας ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου, ἤ μερικὲς φορὲς τὸ κακὸ ἑνός ἄλλου ἀνθρώπου. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε». Καὶ αὐτὰ τὰ φορτία εἶναι πολὺ συχνὰ ἡ ἀποτυχία τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς κλήσης μας· ἡ ἀνικανότητά μας ν’ ἀγαπᾶμε, νὰ ἀποδεχόμαστε, νὰ ὑπηρετοῦμε, νὰ βοηθᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεό. Ἔτσι ἄς κρίνουμε τὴν ψυχή μας, τὴ ζωή μας· νὰ κρίνουμε δίκαια καὶ τίμια, καὶ νὰ ζητήσουμε συγχώρεση ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ - αὐτὸ ὑπὸ μίαν ἔννοια μᾶς φαίνεται τόσο συχνά πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ζητήσουμε συγχώρεση ἀπὸ τὸν πλησίον μας. Ἀλλὰ ἄς ζητήσουμε συγχώρεση ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουμε προσβάλλει μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν βοηθήσαμε στὸ ταξίδι τους πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε όλοι ἀδύναμοι, ὅλοι χρειαζόμαστε στήριξη. Στηρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Ἤ διαλέγουμε αὐτοὺς ποὺ θέλουμε νὰ στηρίξουμε, ἐπειδὴ τοὺς συμπαθοῦμε, ἐπειδὴ τὸ νὰ τοὺς στηρίζουμε εἶναι γιὰ μᾶς χαρά, ἐπειδή αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτοὶ ἐπίσης ἀνταποκρίνονται ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, ἀπὸ φιλία;
Ἄς στραφοῦμε στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ μᾶς συναντήσουν σήμερα κατὰ πρόσωπο, καὶ ὅταν ποῦν «συγχωρέστε με» ἄς ἀναρωτηθοῦμε: «Τί ἔχω γιὰ νὰ συγχωρεθεῖ;» Καὶ νὰ ὑποκλιθοῦμε μπροστὰ στὸ ἄλλο πρόσωπο καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, διότι ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς ὑπῆρξε γιὰ τοὺς ἄλλους φῶς στὴν πορεία του πρὸς τὸν Θεό, στήριγμα σὲ στιγμὲς ἀδυναμίας;
Ἄς ἀρχίσουμε τώρα τὴν πορεία μας πρὸς τὸν Γολγοθά, ἔτσι ὥστε ὅταν σταθοῦμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Χριστὸ νὰ μὴν εἴμαστε σὰν τὸ πλῆθος ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἤλπισαν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ κατέβει ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ ὅτι θὰ εἶναι εὔκολο νὰ γίνουν μαθητές Του. Ἄς σταθοῦμε στὸ πλῆθος ὅπως στάθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Καὶ ἄς μὴ βροῦμε σοβαροὺς λόγους γιὰ νὰ μὴν συγχωρέσουμε.
Θυμᾶμαι ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε «μπορῶ νὰ συγχωρέσω κάθε ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει ἁμαρτήσει ἀπέναντι μου, μπορῶ ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς ἀγαπῶ, ἀλλὰ μισῶ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ». Καὶ σκέφτηκα κάτι από τὴ ζωὴ ἑνὸς ἁγίου, ὅπου ἕνας ἱερέας προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τιμωρήσει αὐτούς ποὺ Τὸν πρόδωσαν μὲ τὴν ζωή τους, ἄν ὄχι μὲ τὰ λόγια τους. Καὶ ὁ Χριστὸς παρουσιάστηκε σ’ αὐτόν καὶ εἶπε: «Ποτὲ νὰ μὴν προσεύχεσαι γιὰ τὴν τιμωρία ἤ γιὰ τὴν ἀπόρριψη ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου. Ἄν μόνο ἕνας ἁμαρτωλὸς ὑπῆρχε στὸν κόσμο, θὰ διάλεγα νὰ ἐνδυθῶ ξανὰ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, καὶ νὰ πεθάνω ξανὰ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ μόνο γι’ αυτὸν τὸν ἁμαρτωλό.»
Εἶναι αὐτή ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν ἄλλο; Εἶναι αὐτὴ ἡ στάση μας στὸν ἀπέραντο κόσμο, τόσο τραγική, τόσο κακή, καὶ τόσο γεμάτη ἀπὸ πόνο στὴν ἀναζήτηση της γιὰ ὁλοκλήρωση, γιὰ πληρότητα; Ὁ Θεός θὰ συγχωρέσει – ἄς συγχωρέσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ νὰ θυμᾶστε, ἄν δὲν συγχωροῦμε τὸν ἀδερφό μας, δὲν εἶναι μόνο αὐτός ποὺ φεύγει μὲ πόνο καὶ δάκρυα στὴν καρδιά του, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε πληγωμένοι, διότι ἄν δὲν συγχωροῦμε, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν θεραπευόμαστε. Τὸ κακὸ ποὺ συνέβη σ’ ἐμᾶς παραμένει σ’ ἐμᾶς, βλάπτοντας τὴν ψυχή μας, καταστρέφοντάς μας.
Ἄς μάθουμε νὰ συγχωροῦμε, ἔτσι ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν ἀλλὰ νὰ μποροῦμε καὶ οἱ ἴδιοι νὰ θεραπευθοῦμε. Ἄς προσευχηθοῦμε τώρα μαζί, μὲ μιὰ ψυχή, μ’ ἕνα νοῦ· καὶ ὅταν θὰ ἔρθουμε νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου, νὰ στραφοῦμε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο ἕτοιμοι νὰ συγχωρεθοῦμε καὶ νὰ συγχωρέσουμε, μὲ ὅποιο κι ἄν εἶναι γιὰ μᾶς τὸ τίμημα. Ἀμήν.
Πηγή: Ελληνικά και Ορθόδοξα
Το Εκκλησιαστικόν μας Έτος περιλαμβάνει όχι μόνον ακινήτους εορτάς, ως π.χ. του Μ. Βασιλείου (την 1ην Ιανουαρίου) ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (την 15ην Αυγούστου) ή των Χριστουγέννων (την 25ην Δεκεμβρίου) κ.λ.π., αλλά και κινητάς, δηλαδή εορτάς αι οποίαι δεν εορτάζονται εις ωρισμένην και σταθεράν ημερομηνίαν, αλλ’ εις διαφόρους καθ’ έκαστον έτος ημερομηνίας. Τούτο γίνεται διότι όλος ο κύκλος των εορτών αυτών εξαρτάται από το Άγιον Πάσχα. Αλλά το Πάσχα είνε κινητή εορτή. Η Εκκλησία μας ώρισε, δια της Α’ Οικουμένης Συνόδου, να εορτάζεται την πρώτην Κυριακήν μετά την πανσέληνον της εαρινής ισημερίας. («Ισημερία» λέγεται το χρονικό σημείον κατά το οποίον η ημέρα είνε ίση με την νύκτα. Ισημερίας έχομεν δύο: Μίαν την Άνοιξιν – εαρινή ισημερία – και μίαν το Φθινόπωρον – φθινοπωρινή ισημερία. Η πρώτη γίνεται την 21ην Μαρτίου και η Δευτέρα την 23ηνΣεπτεμβρίου). Επειδή η πανσέληνος της εαρινής ισημερίας δεν είνε σταθερά, δηλαδή δεν συμπίπτει πάντοτε την αυτήν ημερομηνίαν, δι’ αυτό το Πάσχα εορτάζεται εις διάφορον κατ’ έτος ημερομηνίαν. Αφού λοιπόν το Πάσχα είνε κινητή εορτή, είνε φυσικόν να είνε κινηταί και όλαι εκείναι αι εορταί αι οποίαι εξαρτώνται εξ’ αυτού. Αι εορταί αυταί απαρτίζουν δύο κύκλους: Τον κύκλον του Τριωδίου και τον κύκλον του Πεντηκοσταρίου. Δια το Πεντηκοστάριον θα ομιλήσωμεν, Θεού θέλοντος, άλλοτε˙ σήμερον θα ομιλήσωμεν δια το Τριώδιον.
Τριώδιον λέγεται το εκκλησιαστικόν βιβλίον που περιέχει τας Ακολουθίας της Εκκλησίας μας, τας τελουμένας ειδικώς κατά την περίοδον που αρχίζει από την Κυριακήν του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει το Μέγα Σάββατον, δηλαδή τας ακολουθίας των κινητών εορτήν που προηγούνται του Πάσχα. (Το δε Πεντηκοστάριον περιλαμβάνει τας εορτάς που έπονται του Πάσχα). Καλύπτει δηλαδή το Τριώδιον:
Ονομάζεται Τριώδιον, διότι πολλοί από τους ύμνους του, οι λεγόμενοι Κανόνες (και μάλιστα οι Κανόνες του Όρθρου των καθημερινών), δεν είνε άρτιοι, δηλαδή δεν περιέχουν εννέα ή οκτώ Ωδάς, αλλά περιέχουν μόνον τρείς Ωδάς. Υπάρχουν βεβαίως και Κανόνες άρτιοι, αλλ’ επειδή πολλοί, και μάλιστα οι περισσότεροι, (ιδία δε οι του Όρθρου των καθημερινών, ως προείπομεν) έχουν τρεις Ωδάς, εχαρακτηρίσθη ολόκληρον το βιβλίον ως Τριώδιον. Επειδή δε οι ύμνοι του είνε γεμάτοι από κατάνυξιν, λέγεται και «Κατανυκτικόν Τριώδιον».
Τριώδιον όμως δεν λέγεται μόνον το σχετικόν βιβλίον, αλλά και αυτή αύτη η χρονική περίοδος κατά την οποίαν χρησιμοποιείται το βιβλίον. Το Τριώδιον δηλαδή είνε και λειτουργικόν βιβλίον και τμήμα του Εκκλησιαστικού Έτους.
Ολόκληρος η περίοδος του Τριωδίου έχει σκοπόν να μας προετοιμάση, δια νηστείας, προσευχής, μετανοίας, να υποδεχθώμεν τον «προς Πάθος ευτρεπιζόμενον» Σωτήρα μας και να γίνουμε κοινωνοί των Παθημάτων και της Αναστάσεώς Του.
Δυστυχώς όμως! Αυτό ισχύει μόνον θεωρητικώς. Εν τη πράξει πολλοί εκ των Χριστιανών μας χρησιμοποιούν την περίοδον του Τριωδίου κατά τρόπον που μόνον τον Διάβολον χαροποιεί. Χοροί, μεταμφιέσεις (κοινώς «μασκαρέματα»), άσματα ανήθικα, καρνάβαλοι, μέθαι, διασκεδάσεις αμαρτωλαί και ποικίλαι άλλαι αθλιότητες, αυταί είνε αι εκδηλώσεις με τας οποίας χιλιάδες άνθρωποι υποδέχονται το Τριώδιον!… Και οι άνθρωποι αυτοί δεν είνε ειδωλολάτραι, είνε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, βαπτισμένοι εις το Όνομα της Αγίας Τριάδος!… Αδελφοί μου, προσοχή! Αυτά είναι ανάξια Χριστιανών! Οι ειδωλολάτραι εώρταζον τοιουτοτρόπως. Ημείς όμως δεν είμεθα ειδωλολάτραι. Όχι με χορούς και καρναβάλους, όχι με μέθας και «μασκαρέματα», αλλά με νηστείαν και προσευχήν, με «πένθος χαροποιόν», με κατάνυξιν και ευφροσύνην πνευματικήν, θα εορτάσωμεν τας εορτάς του Τριωδίου. Ας ακούσωμεν την φωνήν της Μητρός μας, της Αγίας μας Εκκλησίας, και ας εκτελέσωμεν τας συστάσεις Της:
«Το στάδιον των αρετών ηνέωκται˙ οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε, αναζωσάμενοι τον καλόν της νηστείας αγώνα˙ οι γαρ νομίμως αθλούντες, δικαίως στεφανούνται˙ και αναλαβόντες την πανοπλίαν του Σταυρού, τω εχθρώ αντιμαχησώμεθα˙ ως τείχος άρρηκτον κατέχοντες την πίστην και ως θώρακαν την προσευχήν και περικεφαλαίαν την ελεημοσύνην˙ αντί μαχαίρας την νηστείαν, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν. Ο ποιών ταύτα τον αληθινόν κομίζεται στέφανον παρά του Παμβασιλέως Χριστού, εν τη ημέρα της Κρίσεως».
Δηλαδή: Το στάδιον όπου γίνονται οι αγώνες των αρετών έχει ανοιχθή (το στάδιον αυτό είνε η περίοδος του Τριωδίου)˙ όσοι θέλετε να αθλήσετε, εισέλθετε εις αυτό, αφού αναλάβετε τον καλό αγώνα την νηστείας. Διότι όσοι αγωνίζονται νομίμως (ήτοι τηρούντες τους κανονισμούς του αγώνος) αυτοί λαμβάνουν τον στέφανον της νίκης των. Ας εισέλθωμεν λοιπόν εις το στάδιον και αφού φορέσωμεν την πανοπλίαν του Σταυρού, ας πολεμήσωμεν τον εχθρόν Διάβολον. Εις τον πόλεμόν μας αυτόν ας έχωμεν ως απόρθητον τείχος την πίστην, ως θώρακα την προσευχήν και ως περικεφαλαίαν την ελεημοσύνην˙ αντί μαχαίρας ας έχωμεν την νηστείαν, η οποία κόπτει ριζικώς όλας τας κακίας από την καρδίαν μας. Όποιος πράττει αυτά θα λάβη κατά την ημέραν της Κρίσεως τον αληθινόν στέφανον από τον Βασιλέα του σύμπαντος Χριστόν.
Αι τρεις προπαρασκευαστικαί εβδομάδες
Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου
Η περίοδος του Τριωδίου περιλαμβάνει εν αρχή, ως στάδιον προπαρασκευής, τας τρεις εβδομάδας που προηγούνται της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Πρώτη Εβδομάς του Τριωδίου είνε η Εβδομάς που αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Κατά την ημέραν αυτήν η Εκκλησία μας φέρει ενώπιόν μας την σχετικήν παραβολήν του Κυρίου μας, η οποία ομιλεί διά την προσευχήν που έκαμαν ο «δίκαιος» Φαρισαίος και ο αμαρτωλός Τελώνης. Του πρώτου η προσευχή δεν έγινε δεκτή από τον Θεόν, διά την υπερηφάνειαν του Φαρισαίου, ενώ η προσευχή του δευτέρου εισηκούσθη, δια την ταπείνωσιν που έδειξεν ο αμαρτωλός αυτός Τελώνης.
Η ταπείνωσις είνε όντως μέγιστη αρετή. «Υψοποιόν» την ονομάζουν οι άγιοι Πατέρες, διότι όντως υψώνει τον άνθρωπον εις ύψη δυσθεώρητα. Ο άγιος Πάμβώ, ο μέγας ασκητής, γεμάτος από ταπεινοφροσύνην. Προσήυχετο επί τρία έτη και έλεγε: «Κύριε, μη με δοξάσεις επί της γης!». Ο δε Κύριος, ανταμείβων την ταπείνωσίν του, τον εδόξασε τόσον, ώστε έλαμπε το πρόσωπόν του όπως ο ήλιος και οι άλλοι ασκηταί ήτο αδύνατον να τον ατενίσουν!
Ο ταπεινός άνθρωπος δεν κινδυνεύει να πέση. «Ο υποκάτω πάντων ων που πέσειται;» λέγουν οι Πατέρες. Δηλαδή, αυτός που τοποθετεί τον εαυτόν του κάτω-κάτω, χαμηλότερα από όλους, που θα πέση; Και ο Μέγας Αντώνιος έλεγεν: «Είδον όλας τας παγίδας του εχθρού να έχουν απλωθή επάνω εις την γην και είπα λυπημένος: Ποιος άραγε δύναται να τας αποφύγει; Και ήκουσα φωνήν που έλεγεν: Η ταπεινοφροσύνη!»
Η Εκκλησία μας, θέλουσα να μας εμπνεύση την ταπείνωσιν του Τελώνου και να μας προφυλάξη από την υπερηφάνειαν του Φαρισαίου, ψάλλει κατά την ημέραν αυτήν:
«Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν και τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν, εν στεναγμοίς προς τον Σωτήρα κραυγάζοντες˙ Ιλάσθητι, μόνε ημίν ευδιάλλακτε».
Δηλαδή: Ας αποφύγωμεν την υπερηφάνειαν και την κομπορρημοσύνην του Φαρισαίου και ας αποκτήσωμεν την ταπείνωσιν του Τελώνου, κραυγάζοντες προς τον Σωτήρα και ημείς, όπως και αυτός, με στεναγμούς: Ώ κύριε, Συ ο μόνος που τόσον ευκόλως γίνεσαι φίλος με ημάς, δείξε την ευσπλαγχνίαν Σου προς ημάς.
Πηγή: (Από το βιβλίο “ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΩΔΙΟΥ”, του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Επιφανίου Ι. Θεοδωροπούλου), Συναθλούντες
Μὲ τὴν Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς εἰσάγει στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν πνευματική της περίοδο, τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Μιὰ περίοδο πού διαρκεῖ ἑβδομήντα μέρες, δέκα ἑβδομάδες. Οἱ τρεῖς πρῶτες Κυριακὲς καὶ ἑβδομάδες εἶναι εἰσαγωγικές καὶ στὴ συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καθὼς μπαίνουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν ὄμορφο ἐκκλησιαστικὸ καὶ πνευματικὸ χῶρο τοῦ Τριωδίου, καὶ ἀνοίγουμε τὸ «Τριώδιο», αὐτὸ τὸ πλούσιο σὲ μηνύματα ἀληθείας καὶ ζωῆς βιβλίο, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κορμὸ τῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου ὡς τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν πρώτη Κυριακὴ μᾶς προσδιορίζει τὸν στόχο μας γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο. Προσπαθεῖ νὰ μιλήσει στὴν καρδιά μας, προσφέροντάς μας ὡς ἐκλεκτὸ πνευματικὸ ἔδεσμα τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου.
Ἂς ἐπικεντρωθοῦμε ὅμως, ὄχι στὸ περιεχόμενο τῆς παραβολῆς, ἀλλὰ στὸν στίχο ποὺ προηγεῖται καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Λέει ὁ στίχος αὐτὸς ὅτι ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολή θέλοντας νὰ διδάξει αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἦσαν «πεποιθότες ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι καὶ ἐξουθενοῦντες τοὺς λοιπούς» (Λουκ. ιη΄ 9), δηλαδὴ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους, καὶ διακατέχονται ἀπὸ τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ ἔτσι ἐξουθενώνουν τοὺς λοιποὺς καὶ τοὺς βλέπουν περιφρονητικά.
Ἀκριβῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀφορμὴ τοῦ σημερινοῦ μηνύματος καὶ γιὰ μᾶς. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ἦταν δίκαιος ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ὅτι εἶχε δίκιο ἀφ᾿ ἑτέρου. Δύο πράγματα φοβερὰ καὶ ὕπουλα ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε μὲ τὴν πρώτη ματιά, ἀλλὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ταπεινὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ τοῦ ἔλεγε ὁ ἀρρωστημένος, ἐγωιστικὸς καὶ ἐμπαθὴς λογισμός του. Καὶ κάτι ἀκόμη. Εἶχε μιὰ αὐτάρκεια. Ἔκανε πέντε πραγματάκια καὶ ἠρκεῖτο σ᾿ αὐτά. Εὐχαριστιόταν ἡ ψυχούλα του μὲ τὰ κατορθώματά του. Εἶχε τόσο περιορισμένη ὅραση ποὺ ἐνῶ ἔλεγε «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ», στὴν οὐσία τὸν ἑαυτό του εὐχαριστοῦσε αὐτὸν μόνον ἔβλεπε. Ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς φαρισαϊκῆς προσευχῆς ἀπουσίαζε ὁλότελα ὁ Θεός Τὸν εἶχε διώξει καὶ τὸν εἶχε ἀντικαταστήσει μὲ τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸ θὰ πεῖ «πεποιθώς ἐφ᾿ ἑαυτῷ» τὸν ἀπελάμβανε τὸν ἑαυτό του. Ἀπόδειξη ἦταν ὅτι γι᾿ αὐτὸν τὸν ἑαυτὸ μιλοῦσε μὲ τόση ἱκανοποίηση. Νήστευε δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔδινε τὸ ἓν δέκατο ἀπὸ τὰ κτήματα καὶ τὰ ἔσοδά του καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καύχηση καὶ ἡ ἐξόφληση τοῦ χρέους του πρὸς τὸν Θεό.
Αὐτὸ τὸ φρόνημα τὸν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἄθλια σύγκριση. Κάνει σύγκριση μ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ βρίσκει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑπερέχει. Δὲν σταματᾶ σὲ γενικεύσεις καὶ ἀοριστίες ἀλλὰ προχωρεῖ ἕνα ἀκόμη βῆμα προβαίνει σὲ μιὰ θρασεία καὶ ἀνήλεη σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ἄλλο εἶναι νὰ νοιώθεις μιὰ ὑπεροχὴ γενικευμένη -κακὸ καὶ φοβερὸ- καὶ ἄλλο εἶναι -πολὺ περισσότερο κακό- νὰ τὴν συγκεκριμενοποιεῖς στοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρέφεσαι, καὶ νὰ ἰσχυρίζεσαι πὼς εἶσαι καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους.
Αὐτὸς εἶναι ὁ φοβερὸς ἐγωισμός, ποὺ ἂν ψάξουμε θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶναι καὶ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας. Ἴσως νὰ εἶναι καλοθρονιασμένος μέσα στὴν καρδιά μας. Ὁ καημένος ὁ Φαρισαῖος, αὐτὸς ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός. Καὶ ὅμως ἦταν πολὺ ἅρπαγας, ἦταν πολὺ ἄδικος καὶ πολὺ μοιχός. Φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραβολή. Εἶχε ἁρπάξει τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ κάνει κρίση καὶ νὰ σκορπάει ἔλεος στὸν κάθε ἄνθρωπο. Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς δὲν ἁπλώνουμε χέρι, -ὄχι στὶς τσέπες τῶν ἀνθρώπων- ἀλλὰ στὶς συνειδήσεις, στὰ μυστικὰ τῶν καρδιῶν τους. Πόσες φορὲς μ᾿ αὐτὴ τὴν φοβερὴ κατάκριση καὶ τὴν ἐσωτερικὴ σκληρότητα ἑρμηνεύουμε τοὺς ἀνθρώπους, μπαίνουμε μέσα τους καὶ ἀναλύουμε μὲ ἀκρίβεια καὶ τόση ἀστοχία τὰ αἰσθήματά τους -τί νοιώθουν, ποιοί εἶναι-, ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἐπιφανειακὰ βλέπουμε, χωρὶς στὴν πραγματικότητα οὔτε ἴχνος τῆς ἀλήθειας νὰ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε. Εἴμαστε ἅρπαγες καὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν μυστικῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ ἀναφαίρετου δικαιώματος τοῦ Θεοῦ Αὐτὸς καὶ μόνον νὰ τοὺς κρίνει.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἴμαστε μοιχοὶ στὴν οὐσία. Ἀντὶ ἡ σχέση μας νὰ εἶναι σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὰ δικά μας πάθη, μὲ τὴν δική μας εἰκόνα, τόσο ἀδιάκριτα ἐμεῖς ἀφήνουμε τὴν ψυχή μας καὶ πηγαίνουμε καὶ εἰσχωροῦμε στὴν ἱερὴ σχέση τῶν ἄλλων ψυχῶν, βάναυσα καὶ ἀσύστολα. Ἦταν μοιχὸς ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια, καὶ ἄδικος. Ἡ ἀδικία θὰ φανεῖ εὐθὺς μόλις σχολιάσουμε τὴν πραγματικὰ πνευματικὴ στάση τοῦ τελώνη. Ἀλλὰ οὔτε καὶ νήστευε ὁ ἄνθρωπος αὐτός νήστευε ἴσως ἀπὸ τροφὲς καὶ ὑποτίθεται ὅτι νήστευε σωστά, ἀλλὰ εἶχε κάνει μιὰ ἄλλη κατάλυση. Ἔτρωγε ἀπολαυστικὰ τὴν ἡδονὴ τοῦ ἑαυτοῦ του.
Αὐτὸ ἂς τὸ προσέξουμε λίγο. Πολλὲς φορὲς ἡ μυστικὴ ὑπόληψη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἐνήδονος, μιὰ ἀπολαυστικὴ ἡδονή. Ἀπολαμβάνουμε τὶς ἀρετές μας, ὅλοι μας ἴσως, -εἶναι τόσο ἀνθρώπινο κάτι τέτοιο,- κι ἂς ντρεπόμαστε νὰ τὸ ὁμολογήσουμε. Νομίζουμε ὅτι εἴμαστε σπουδαῖοι, ἀκόμη κι ὅταν νηστεύουμε κι ἔτσι νηστεύοντας, ἀρτευόμεθα. Δὲν τρῶμε ὑλικά, λαίμαργα ὅμως καταβροχθίζουμε τὶς ἁμαρτωλὲς ἐσωτερικὲς ἀπολαύσεις ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὶς ψευδεῖς εἰκόνες τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ φιλοξενοῦμε μέσα μας.
Οὔτε λοιπὸν νηστεία πραγματικὴ ἔκανε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς. Ἐπιπλέον δὲ ἔλεγε καὶ ὅτι ἀποδεκατοῦσε τὰ κτήματά του. Ἕνα κτῆμα ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἕνα κτῆμα ἔχουμε κι ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε τέτοιοι. Καὶ τὸ κτῆμα εἶναι ὁ ἑαυτός μας τὸν ὁποῖο δυστυχῶς δὲν ἀποδεκατοῦμε. Ἡ ἐλεημοσύνη αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔχει τὸν ἀποδεκατισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὄχι ἁπλῶς θὰ ἔπρεπε νὰ δίνουμε ἕνα κομματάκι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας στὸ περιβάλλον, στοὺς ἀδελφούς μας, ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐνῶ ὅλον τὸν ἑαυτό μας μᾶς ζητᾶ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ προσφέρουμε, δὲν δίνουμε τίποτα. Καὶ τὸ χειρότερο ἀκόμη καὶ οἱ προσφορές μας σκοπὸ ἔχουν τὴν τροφοδοσία τοῦ παθολογικοῦ ἐγωισμοῦ μας. Μόνο παίρνουμε συνεχῶς ὡς ἅρπαγες καὶ δὲν σκορπᾶμε κάτι ἀπὸ αἰσθήματα, κάτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας, ἴσως γιατί δὲν ἔχουμε.
Δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν τραγικὸ ἄνθρωπο ποὺ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὰ δῶρά Του, εὐχαριστιόταν ὁ ἴδιος γιὰ τὶς ὑποτιθέμενες καταστάσεις τῆς ψυχῆς του, δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε μὲν ἔργα ἀλλὰ δὲν εἶχε ὅραση, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔβλεπε τὸ μεγαλεῖο τοῦ τελώνη, στεκόταν ἀπὸ μακρυά, «μακρόθεν ἑστώς», στὴν ἀκρούλα κρυμμένος ὁ τελώνης καὶ προσηύχετο καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ βλέμματά του νὰ σηκώσει ἐπάνω. Κι ἐνῶ ἦταν μακρυά, χωρὶς κι ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει, μὴ ἔχοντας καμμιὰ ὑπόληψη στὸν ἑαυτό του, εἶχε μέσα του τὸν Θεό. Κι ἐνῶ δὲν ἄντεχε νὰ σηκώσει τὰ βλέμματά του ἐπάνω, τὰ ἔστρεφε μέσα στὴ λερωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καρδιά του καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση μποροῦσε νὰ ἀντικρύζει πεντακάθαρα τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται σ᾿ Αὐτόν «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Ἐνῶ ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός, δὲν ἦταν. Ἁμαρτωλὸς δὲν εἶναι κάποιος ποὺ κάνει ἁμαρτίες τέτοιοι ὅλοι εἴμαστε. Ἁμαρτωλὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ παραμένει στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ τελώνης μπορεῖ νὰ ἔζησε στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καθὼς μᾶς φανερώνει ἡ συνοπτικὴ αὐτὴ καὶ σύντομη περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὶς τρεῖς λεξοῦλες -«ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»-, ἀπεδείκνυε τὴ συντετριμμένη παράστασή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν μπροστὰ στὸν Θεό• δὲν ἦταν ἁμαρτωλός ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μπροστά του ἔκαιγε τὴν ἁμαρτία μέσα του εἶχε πράξεις ἁμαρτωλές, ἀλλὰ δὲν ἦταν πλέον ἁμαρτωλός.
Καθὼς λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προεισάγει στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς πνευματικῆς περισυλλογῆς, τοῦ ἀγῶνα τοῦ πνευματικοῦ, μᾶς παρουσιάζει τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ἔτσι θέλει νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀληθινὴ νηστεία, τὴν πραγματικὴ προσευχή, τὴ γνήσια πνευματικὴ ζωή.
Ἀρχίζει ἡ νηστεία καὶ σὰν νὰ μᾶς λέει μὴν ἀρκεσθεῖτε στὴ νηστεία μόνο τῶν τροφῶν δὲν ὠφελεῖ καὶ πολὺ μιὰ τέτοια νηστεία, ἴσως καὶ νὰ βλάπτει. Ἀλλὰ προσέξτε• νηστέψτε λίγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας. Καθῖστε μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δωματίου σας καὶ σκεφτεῖτε τὶς ἐκφράσεις τοῦ ἐγωϊσμοῦ σας. Ποιός εἶναι ὁ ἐγωισμός σας; Ἄλλος νομίζει ὅτι ἔχει δικαιώματα στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Οὔτε στὴ δική σας ζωὴ δὲν ἔχετε δικαίωμα, μᾶς λέει ὁ Θεός. Ἄλλος τὸν πνίγει τὸ δίκιο καὶ τὸ παράπονο. Δὲν ἔχουμε δίκιο ποτέ, κι ἂς πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε δίκαιοι. Τελικὰ ὁ δικαιωμένος τοῦ Εὐαγγελίου -ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ- εἶναι «ὁ ἁμαρτωλὸς» τελώνης, ὁ μετανοιωμένος. Ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ψυχὴ μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκλητήριο τῆς στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Ἀντὶ νὰ κοιτᾶμε γύρω μας τί γίνεται, ἂς συμμαζευτοῦμε λίγο. Δὲν εἶναι ἐγωισμὸς αὐτὴ ἡ στροφή εἶναι μετάνοια.
Πολλὲς φορὲς πνιγόμαστε ἀπὸ τὰ παράπονα καὶ λέμε ὅτι μᾶς ταπεινώνουν τὰ γεγονότα, οἱ ἀδικίες τῆς ζωῆς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς περιβάλλουν, οἱ δυσκολίες στὶς κοινωνικὲς μας σχέσεις. Δὲν εἶναι ταπείνωση αὐτὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Αὐτό, μὴ μπορώντας νὰ κάνουμε διαφορετικά, ἀναγκαστικὰ τὸ δεχόμαστε. Ταπείνωση εἶναι ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ χαμηλὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας ὅταν ἐμεῖς τὰ ἐπιλέγουμε. Ταπείνωση εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ τελώνης.
Ἂς πάρουμε κι ἐμεῖς τὰ πόδια μας καὶ ἂς σταθοῦμε «μακρόθεν». Ἂς χτυπήσουμε μὲ τὰ χέρια μας τὸ στῆθος μας, τὴν καρδιά δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ἂς στρέψουμε τὰ βλέμματά μας μέσα στὸ ἐσωτερικό μας. Καὶ τότε κι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε, ὅπως ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς ποὺ ἀνέβηκε στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ἀνεβοῦμε πραγματικά, πνευματικά, στὸ ἱερὸ τῆς περιόδου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Ἀναστάσεως.
Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι ἔχουμε 70 μέρες στὴ διάθεσή μας γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάβαση στὸ ὄρος τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἀνάβαση ὅμως δὲν γίνεται οὔτε μὲ φορτωμένα στομάχια, οὔτε μὲ χορτασμένες ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ψυχές. Ἂς πετάξουμε τὸ ροῦχο τῆς ἐγωιστικῆς ἐμπαθείας ὁ καθένας μας. Κι ἂν δὲν ξέρουμε τί ἀκριβῶς θέλει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς νὰ περιφρονήσουμε, ἂς πᾶμε στὸν πνευματικό μας νὰ τὸν συμβουλευθοῦμε. Ἂς ξεκινήσουμε ἔτσι τὴν περίοδο αὐτήν, ἀρνούμενοι μὲ κάθε τρόπο κι ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας τὴν ἡδονιστικὴ ἀπόλαυση τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Ἀνάσταση νὰ εἶναι πραγματικὴ ἀνάβαση καὶ ἡ ἀπόλαυση νὰ μὴν εἶναι ἀπόλαυση τοῦ ἐμπαθοῦς ἑαυτοῦ μας, ἀλλὰ μυστικὴ ἀπόλαυση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Πηγή: Ἅγιος Δημήτριος Κουβαρὰ
Ἡ διὰ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου ὕλη οἷόν τι προγύμνασμα καὶ προοδοποίησις πρόκειται τοῖς βουλομένοις ἔρχεσθαι τῆς ἱερᾶς ταπεινότητος, τῆς πασῶν τῶν ἀρετῶν λαμβανομένης, αἷς ἡ κτῆσις τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὄντως ἐνίδρυται, καὶ τῆς θεομισοῦς ἀλαζονείας ἀπέχεσθαι, τῆς πασῶν τῶν φιλοχρίστων ἀρετῶν παρατρεπούσης τὸν ἄνθρωπον. Τίς οὖν οὐ ζηλώσει τὸν Τελώνην, καὶ τὴν ἐπιστροφὴν αὐτοῦ, καὶ τὴν μεταμέλειαν, καὶ τοῦ Φαρισαίου οὐ ἀποσείσεται τὸν ὄγκον; εἴπερ ἡ μὲν ταπείνωσις συνάπτεται τῷ Χριστῷ, ἡ δὲ ἀλαζονεία τῷ πεφρονηματισμένῳ καὶ πλήρει ὄγκου δαίμονι.
Ἡ ἀλαζονεία τὸ πρῶτον τῶν ἀγγέλων, ᾧ ἡ κλῆσις καὶ Ἑωσφόρος ἦν, πάντως διάβολον καθιστᾷ. Αὕτη τὸν γενάρχην Ἀδὰμ τοῦ παραδείσου ἐξωθεῖται· «Καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων, καὶ ὕψωσεν ταπεινούς», «Κύριος ὑπερφάνοις ἀντιτάσσεται, καὶ ταπεινοῖς δίδουσι χάριν». Αὕτη κατατίθεται τὸν Φαραώ· «Εἶπεν ἅφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, Οὐκ ἔστι Θεός». Αὕτη τὸν Ναβουχοδονόσορα καταβάλλεται· «Κυρίῳ γὰρ Θεῷ σου προσκυνήσεις, καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις». Καὶ· «Οὐ ποιήσεις οὐδὲν ὁμοίωμα». Εἱ καὶ τῷ μὲν ἡ νόσος λύεται, τῷ δὲ ἕξις γίνεται πάθος. Ὄντως πυρετός ἐστιν ἡ ὑπερηφανία, ὑποπίπτουσα τῇ αἰσθήσει τοῦ πυρέττοντος, φενῖτις δεινὴ εἰς πτῶσιν τὸν ἄνθρωπον παροξύνουσα, ὕδρωφ ἔμπλεως καὶ ἀέρος καὶ ὕδατος.
«Τὶς γὰρ ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος Κυρίου; Ἀθῶος χερσί, καὶ καθαρός τῇ καρδίᾳ, ὅς οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ». Τοιάτη ἦν ἡ τοῦ Τύρου ματαιότης καὶ ἀγερωχία, ἡ τὴν ἰκμάδα ἀποβαλλομένη τῆς χάριτος, γῆ ἄνικμος. Ἴστι γὰρ δήπου τοῦτου καὶ λόγῳ καὶ πείρᾳ, ὁ ἀλαζὼν οὐ δεῖται τῆς τελειωτικῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος καὶ διὰ τοῦτό ἐστιν ἄνικμος καὶ ξηρής, λείπεται τοῦ ζωτικοῦ θερμοῦ, καὶ τῆς ζωούσης ὑγρότητος. Ἐν τούτῳ κενῷ ὄντι δένδρῳ τὴν καλιὰν ἐργάζεται ὁ νυκτικόραξ διάβολος.
Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἡ ταπείνωσις τροφὸς ὑπάρχει τῶν ἀρετῶν, του Χριστιανικοῦ κάλλους, εὐσεβείας κεφάλαιον καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος. Τῶν παθῶν ἀναίρεσις, συντήρησις ὑδρότητος ἐν τῇ ρίζῃ τῆς πίστεως. Ἡ ταπεινότης σύνεστι τῷ φόβῳ τοῦ Θεοῦ τῷ ἐλαύνοντι τὴν ἀνομίαν, ὡς ἔφη καὶ ὁ Ἰερεμίας καὶ ὁ Σολομών. Ὄντως γὰρ «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου». Αὕτη τὸν τελώνην κήρυκα ποιεῖται τοῦ Πνεύματος· ἡ δὲ ἀλαζονεία τὸν Φαρισαῖον κενὸν ἐργάζεται τύμπανον, μάτην ἀλαλάζον. Ὄντως ροιὰ Σοδόμων ἐστῖν ὁ ὑποκριτής, πέπων τὰ μὲν ἔξωθεν ὡραῖος, τὰ δὲ ἔνδοθεν σαπρός τε καὶ ἄχαρις.
Ἀνέβη εἰς τὸ ἱερὸν ὁ Τελώνης, καὶ ἀνέβη καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Ἀνέβη εἰς τὸ ἱερὸν ὁ Φαρισαῖος σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Ὁ μὲν γὰρ ἀνέβη τῇ ψυχῇ καταβαίνων διὰ τῆς ταπεινότητος· ὁ δὲ κατέβῃ τῇ ψυχῇ ἀναβαίνων διὰ τῆς ὑπερηφανείας.
Ὁ μὲν ἀνέβη ταῖς κατὰ τὸν Δαυΐδ ἀναβάσεσιν, ἐπιβὰς τῆς ὁδοῦ τῆς φερούσης εἰς τὸν παράδεισον· ὁ δὲ κατέβη καταβαίνων εἰ τὸν Ἐωσφόρων, τὸν ἀρχηγὸν τῆς ὑπερηφανείας. Ὁ μὲν ἀνέβη διὰ τῆς ἀναβάσεως καὶ ἐπιδόσεως εἰς τὰς ἀρετάς· ὁ δὲ κατέβη ἀπὸ τῶν ἀρετῶν, καὶ προσεπέλασιν ταῖς κακίας. Πολλοὶ εἰσέρχονται τῷ ἱερῷ, ἀλλ’ ὀλίγοι μετέχουσι τοῦ ἱεροῦ· οὐ γὰρ εἰσιν ἄξιοι του οἴκου τοῦ Θεου. Ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὐ μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ὁ δὲ μὴ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ οὐ μένει, κατὰ τὸν Ἰωάννην. Ὁ δὲ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ καὶ ἔστιν ναὸς Θεοῦ, κατὰ Παῦλον. Ἐκεῖνοι κυρίως εἰσέρχονται τῷ ἱερῷ καὶ τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ, οἶς ἰδικῶς ἐνεγεῖ ὁ Θεὸς. Φωτίζει δὲ μόνους τοὺς νηπίους καὶ μικροὺς ὁ Θεὸς, κατὰ τὸν μουσουργέτην Δαβὶδ. «Ὅπου γὰρ ταπείνωσις, ἐκεῖ καὶ σοφία», κατὰ τὸν Σολομῶντα· σοφία πίστεως καί σοφία πράξεως.
Ταύτης τῆς σοφίας ἐλείπετο ὁ Φαρισαῖος· ὄθεν καὶ ὑποκριτὴς ὤν εὐχαριστεῖ κατὰ μόνα τὰ ἔξωθεν τῷ Θεῷ, κατὰ δὲ τὰ ἔνδοθεν ἀχάριστος γίνεται τῷ Θεῷ.
Οὐ γὰρ τηρεῖ τὴν ἐντολήν, «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Ἦν ἀγαθὸν τὸ ρῆμα «Εὐχαριστῶ σοι», ἐπειδὴ οὐχ ἑαυτῷ ἀπεδίδου τὴν ἀρετὴν ὁ Φαρισαῖος, ὡς ἐνόμιζεν ὁ Ναβουχοδονόσωρ καὶ ὁ Σεμεΐας καὶ ὁ Πέτρος· ᾖτινι ὑπερηφανείᾳ καὶ ὁ Ἑωσφόρος καὶ ὁ Ἀδὰμ περιέπεσον. Ὅμως ηὔχετο ὅ οὐκ εἶχεν ἔχειν· καὶ εἰ γὰρ εἶχε διὰ τῆς ὑπερηφανείας ἀπώλειαν. Ὀφείλει γὰρ καὶ ὁ ἔχων ὁμολογεῖν μὴ ἔχειν, καὶ λέγειν, ὅτι «Ἀχρεῖος δοῦλός εἰμι», ἐπεὶ «Οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν». Ἀποβάλλεται ὄντος τὴν ἀγάπην ὁ μὴ ταπεινούμενος, καταφρονεῖ δὲ ὁ μὴ ἀγαπῶν. Ὄντως ἀρχὴ παντὸς εἴδους ἁμαρτίας ἡ ὑπερηφανεία. Ταύτῃ ἔπειτα φθόνος, τῷ φθόνῳ φόνος δι’ἥν ἔν ἐχθροῦ μοίρᾳ ὁρᾷ τὸν πατέρα ὁ Ἀβεσαλώμ, καὶ κτείνειν προάγεται. Ὄντως ὁ κρύφιος κακὸς τοῦ φανεροῦ ἐστι χείρων, καὶ τοῦ διαβόλου οὐκ ἀπέοικε, δι’ ὄψεως τὸν πρωτόπλαστον φενοκίσαντος. Διὰ τοῦτο ὁ φανερὸς φαῦλος δικαιοῦται, καὶ ἀφανὴς καταδικάζεται. Τῷ μὲν γὰρ μόνη φαυλότης, τῷ δὲ καὶ ψεῦδος καὶ διαπάτη παρέπεται, καὶ διὰ τοῦτο τῆς ἄκρας ἀληθείας ἀποδιώκεται. Διὰ γὰρ τῆς ἀγάπης καὶ ὁ ἐκλεκτὸς προορίζεται, κατὰ τε τὸν Πέτρον Ἐπιστολῇ δευτέρᾳ καὶ τὸν Παῦλον πρώτῃ πρὸς Ἐφεσίους, καὶ τρίτῃ πρὸς Κολασσααεῖς, τὸ δὲ ἔχθος ἀποδοκιμάζει. Ἔγνων ὁ Τελώνης τὴν ἰδίαν ἁμαρτίαν, καὶ δεδικαίωται, τῆς ἁμαρτίας πόρρωθεν γενόμενος. Ὅθεν καὶ ζῇ κατὰ τὸν Ἰεζεκιήλ. Ἥτις ζωὴ καὶ τῷ Δαβὶδ παρηκολούθησεν, ὡς ἐμαρτύρει ὁ Ναθάν, Οὐκ ἔγνω τὴν ἰδίαν ἁμαρτίαν ὁ Φαρισαῖος, καὶ τῆς ζωῆς πόρρωθεν γίγνεται.
Καὶ σκόπει καλῶς δεύτερον τὴν εὐαγγελικὴν ρῆσιν· «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ δεύτερος Τελώνης».
Εἰς παράδειγμα καὶ τύπον τῶν ἀνθρώπων τῶν δικαιούντων ἑαυτούς, ἐξουθενούντων δὲ τοὺς ἁμαρτάνοντας, ἔθηκεν τὸν Φαρισαῖον Κύριος εἰς δεῖγμα τῶν ὑπερηφάνων, τὸν δὲ Τελώνην, ἔθηκεν εἰς παράδειγμα τῶν ἁμαρτανόντων ἀνθρώπων, καὶ μετὰ συντετριμμένης καρδίας τὰς προσευχὰς καὶ ἐξομολογήσεις ποιούμενων, ἵνα διδάξῃ πάντας τὴν μὲν ὑπερηφάνειαν μισεῖν, τὴν δὲ ταπείνωσιν ἀγαπᾷν. Καὶ δείκνυσι καθαρῶς ἀπὸ ταύτης τῆς παραβολῆς ὁ Χριστὸς, ὅτι ἡ μὲν δικαιοσύνη καὶ ἀρετὴ μεγάλη ἐστί, καὶ πλησίον τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον ἵστηστιν· ὅταν δὲ τὴν ὑπερηφανείαν προσλάβηται, εἰς τὸν κατώτατον βυθὸν ἀπορρίπτει τὸν ἄνθρωπον.
Τοῦτο γὰρ καὶ πέποθεν ὁ Φαρισαῖος, καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς αἰτίας κατεκρίθη, καὶ εἰς ἀπώλειαν ἐξώκειλεν. Ἡ δὲ ἀδικία καὶ ἡ ἀμαρτία βδελυκτή ἐστι καὶ μισητή, καὶ πάσης κακίας βαρυτέρα, καὶ μακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ ταπείνωσις διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως δικαιοῖ τοῦτον καὶ σωτηρίας ἀξιοῖ, καὶ πλησίον φέρει καὶ ἵστησι τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο εὗρεν ὁ Τελώνης, καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς αἰτίας ἐδικαιώθη, καὶ σωτηρίας ἠξίωται. «Ὁ Φαρισαῖος σταθείς, πρὸς ἑαυτὸν εἶπεν· Ὁ Θεὸς, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Βαβαὶ τῆς ὑπερηφανείας Κύριος καὶ Ἡσαΐας ὀλογωρεῖ ὡς καταγούσης εἰς Αἴγυπτον, καὶ θάρσος ἐχούση τοῦ Φαραώ, καὶ σκιὰν τῆς Αἰγύπτου, καὶ μνήμης ἀπλώλειαν μετ’ ἤχον, κατὰ τὸν ἱεροψάλτην Δαβίδ, καὶ μὴ μνήμης ἀϊδιότητα. Βαβὰι τοῦ φιλολοιδόρου στόματος, κατὰ τὸ ἕκτον τῶν Παροιμιῶν· «Οὐκ εἰμί, φησίν, ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅπραγες, ἄδικοι καὶ μοιχοί, ἤ καὶ ὡς οὗτος ὁ Τελώνης». Ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας ἡ ὕβρις φαίνεται.
Ὁ γὰρ διαπτύων τοὺς ἄλλους, καὶ μηδὲν τούτους ἠγούμενος, ἀλλὰ τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ δυσγενεῖς, τοὺς δὲ ἀμαθεῖς καὶ ἰδιώτας ὑπολαμβάνων, τοὺς δὲ ἀδίκους καὶ ἁμαρτωλούς, ἐκ τῆς ὕβρεως ταύτης παρασύρεται καὶ μόνον ἑ αυτὸν οἴεται εἶναι σοφόν, συνετόν, εὐγενῆ, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον, καὶ πάντων ἀνθρώπων ὑπέρτερον καὶ ἔστιν ἡ ὕβρις ὑπερηφανείας ἀρχή, καὶ ἡ ὑπερηφάνεια κακὸν τῆς ὕβρις ἔκγονον. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ διαβόητος ἡμέρα Κυρίου τὴν ἐκδίκησιν ποιήσει ἐπὶ πάντα ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον· αἱ γὰρ συγγενεῖς ἁμαρτίαι ὁμοτρόπως κολάζονται.
Ἔδειξεν ὁ Φαρισαῖος καὶ τῷ σχήματι αὐτοῦ καὶ τῇ στάσει τὴν ἔπαρσιν ἥν εἶχε, καὶ τὴν ἀλαζονείαν. Καὶ οἱ μὲν λόγοι αὐτοῦ ἐξ ἀρχῆς ἦσαν εὐγνώμονες. Ἔλεγε γὰρ «Ὁ Θεὸς, εὐχαριστῶ σοι».
Μετὰ ταῦτα δὲ ὅσα εἶπε πάσης ἀλαζονείας καὶ ὑπερηφανείας ἦσαν πεπληρωμένα. Οὐ γὰρ εἶπε· Σὺ μὲ ἐποίησας, Κύριε, καὶ διὰ τῆς βοηθείας τῆς σῆς ἐλευθεροῦμαι πάσης ἀδικίας καί ἁρπαγῆς, καὶ τῶν ἄλλων κακῶν· «Τί γὰρ ἔχεις, φησίν, ὅ οὐκ ἔλαβες;» Ἀλλὰ πάντα κατορθώματα ἐξ ἰδίας δυνάμεως ἐλογίζετο κατορθῶσαι. Πᾶς δὲ ἄνθρωπος ἐχέτο πληροφορίαν, ὅτι χωρὶς τῆς τοῦ Θεοῦ βοηθείας οὐ δύναται, οὐδὲ ἰσχύει κατορθῶσαί τι ἀγαθόν· «Χωρὶς γὰρ ἐμοῦ, φησὶν ὁ Χριστός, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καὶ ὁ Προφήτης· «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Καὶ ὁ Ἀπόστολος· «Οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ». Καὶ, «Οὐκ ἐγὼ δὲ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ σὺν ἐμοί». Καὶ, «Ὁ Θεὸς ἐστιν ὁ ἐνεργῶν, ἐν ἡμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν.» Καὶ διὰ τοῦτο ὁ μὲν Τελώνης κῆπος ἦν τοῖς πνευματικοῖς ὕδασιν ὑποβρύχιος, ὁ δὲ Φαρισαῖος δρῦς ἦν ἄφυλλλος, κατὰ τὸν Ἡσαΐαν καὶ τὸν Σολομῶντα. Εἰ γὰρ καὶ τῷ αυτεξουσίῳ τετιμήμεθα τῆς προαιρέσεως, ἀλλ’ ὅμως, ἐκτὸς τῆς ἄνωθεν συμμαχίας οὐδὲν τῶν ἀνδραγαθημάτων ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ βίου ἐπιτελέσαι δυνάμεθα. «Οἶδα γάρ, φησὶν ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ πορεύεται ἀνὴρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ».
Μὴ οὖν ἑαυτοῖς λογιζώμεθα τῶν ἀγώνων τὰ τρόπαια. Ἡμέτερον γὰρ τὸ προελέσθαι μόνον τὰ κρεῖττων καὶ σπουδάσαι, Θεοῦ δὲ τὸ εἰς ἔργον ἀγαγεῖν τὴν ἀγαθὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἔφεσιν, τῷ μηδὲ φύσει τὸ δύνασθαι ἔχοντι, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς χάριτος λαμβάνοντι λέγειν, ὅτι «Δύναμαι». Τοῦτο κόμπος καὶ καύχησις· «Τὶ γὰρ ἔχεις, φησίν, ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» «Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ δὲ πάντα ὅσα κτῶμαι» Ἐπειδὴ γὰρ κατηγόρησε τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ Τελώνου ὁ Φαρισαῖος, ὅτι μοιχοί εἰσι καὶ ἅπραγες· αὐτὸς πρὸς μὲ τὸ τῆς μοιχείας πάθος τὴν νηστείαν ἠλαζονεύσατο· ἐπειδὴ ἀπὸ τῆς τρυφῆς γίνεται ἡ πορνεία· κόρος γὰρ πατὴρ ὕβρεως, καὶ πορνεία ἐκ πλησμονῆς· ὁ Φαρισαῖος δὲ τὸ σῶμα διὰ νηστείας κατατήκων, πολὺ ἀπέχειν ἐκαυχᾶτο τῶν τοιούτων παθῶν. Ἐνήστευον δὲ οἱ Φαρισαῖοι δὺο ἡμέρες τῆς ἐβδομάδος, δευτέραν καὶ πέμπτην.
Πρὸς δὲ τό, «Ἅρπαγες καὶ ἄδικοι» ἔλεγεν ὁ Φαρισαῖος, «Ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Τοσοῦτον γὰρ ἐνεκαυχήσατο ἐναντιοῦσθαι τῇ ἁρπαγῇ καὶ τῇ ἀδικίᾳ, ὥστε καὶ τὰ ἑαυτοῦ ἑτέροις διδόναι.
Οἱ γὰρ Ἑβραῖοι ἐδίδοσαν τῶν ὄντων ἁπάντων «δεκάτην μίαν», καὶ μετὰ τὴν τρίτην· καὶ αἱ τρεῖς συντεθειμέναι δεικνύουσιν, ὅτι τὸ τρίτον τῆς οὐσίας αὐτῶν ἐδίδου. Ἀλλὰ καὶ τὰς ἀπαρχὰς καὶ πρωτοτόκια, καὶ ἕτερα πλείονα παρεῖχον τῶν ὄντων ὑπὲρ ἁμαρτημάτων, τὰ ὑπὲρ καθαρισμοῦ, τὰ ἐν ἑορταῖς, τὰ ἐν ταῖς τῶν χρεῶν ἀποκοπαῖς, καὶ ταῖς τῶν δούλων ἀφέσεσι, καὶ τοῖς δανείσμασιν τοῖς ἀπηλλαγμένοις τόκου. Ταῦτα δὲ πάντα συντεθειμένα καὶ συναριθμούμενα, τὸ ἥμιση τῆς οὐσίας διδοὺς ἀνθρώποις, οὐδὲν μέγα ἐργάζεται ἐπαιρόμενος καὶ ἀλαζονευόμενος, καὶ ταῦτα τοῦ Εὐαγγελίου λέγοντος· «Ἐὰν μὴ πειρσσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλέον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐκ εἰσλεύσεσθε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». «Ὁ δὲ Τελώνης μακρόθεν ἐστώς, οὐκ ἤθελεν, οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοῦς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ, λέγων· Ὁ Θεὸς, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτῶν ταπεινωθήσεται, ὁ δε ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Εὐχόμενος ὁ Τελώνης, καὶ ἔργα μὴ ἔχων ἀγαθά, οὐδὲ ἀπαριθμῆσαι ταῦτα ἠδύνατο, ὥσπερ ὁ Φαρισαῖος ἀλλ’ ἔτυπτε τὸ στῆθος,καὶ τὴν καρδίαν ἐμάστιζε, καὶ μετὰ συντριβῆς καὶ κατανύξεως ἔλεγε· «Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁματωλῷ». Διὰ τοῦτο καὶ ἵλεων εὑρίσκει τὸν ἐλεήμονα, καὶ εὐδιάλλακτον Κύριον. Πάντων γὰρ τῶν ἁμαρτημάτων καθαιρετική ἐστιν ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δὲ ὑπερηφανία ἀφανίζει πάσας τὰς ἀρετάς· ὅτι πάσης ἁμαρτίας καὶ κακίας μείζων ἐστὶ καὶ βαρυτέρα. Κρεῖσσον ἁμαρτάνοντας ἐπιστρέφειν καὶ ταπεινοῦσθαι, ἤ κατορθοῦντας ἐπαίρεσθαι. Ὁ Τελώνης τὰ ἁμαρτήματα ἀπεδύσατο, δεξάμενος τὴν τοῦ Φαρισαίου κατηγορίαν μετὰ πραότητος καὶ ὑπομονῆς καὶ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ δόξης εἰς τὸ τὴς ἀτιμίας κατέπεσε βάραθρον, δικαιώσας ἑαυτόν, καὶ κατηγορήσας τοῦ Τελώνου, καὶ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων. Ὁ Τελώνης ἀπὸ τῆς ἐπονειδίστου ζωῆς καὶ τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὴν μακαρίνα ἐπανῆλθε ζωήν καὶ κατάστασσιν· ὁ δὲ Φαρισαῖος ἐταπεινώθη ἐξ ὄγκου καὶ τῆς ἐπάρσεως. Δύο γὰρ ἀπατοῦμεθα πάντες ἄνθρωποι, τὸ καταγινώσκειν τῶν οἰκείαν ἁμαρτημάτων, καὶ τὸ τοῖς ἑτέροις ἀφιέναι ἁμαρτήματα.
Ὁ γὰρ τὰ αὐτὰ (αὐτοῦ) βλέπων ἁμαρτήματα, συγγνωμικώτερος γίνεται τοῖς ἑτέροις· ὁ δὲ κατακρίνων ἑτέρους, ἑαυτὸν κατακρίνει,καὶ καταδικάζει, καὶ εἰ πολλὰς κέκτηται ἀρετάς. Ὄντως μέγα ἐστὶ τὸ μὴ κατακρίνεις ἑτέρους, ἀλλ’ ἑαυτούς, ἀδελφοί. Ἡμεῖς δὲ, τὰ ἑαυτῶν ἀφέντες ἁμαρτήματα, ἑτέρους μᾶλλον κατακρίνομεν, ἄλλους ἐξετάζομεν, οὐκ εἰδότες ὅτι, εἰ καὶ πάντων ἧμεν δικαιότεροι, ἑτέρους δὲ κατακρίνομεν, ὑπεύθυνοι γινόμεθα, καὶ τῆς αὐτῆς ἐσμεν ἄξιοι τιμωρίας καὶ κολάσσεως, ἧς καὶ ὁ κρινόμενος ἄξιός ἐστιν· «ᾯ γὰρ κρίματι κρίνετε, φησί, τούτῳ καὶ κριθήσεσθε». Ὁ γὰρ πορνεύων ἐντολὴν παραβαίνει, καὶ ὁ κρίνων τὸν πορνεύοντα. Ὥστε καὶ ἀμφότεροι θείαν ἐντολήν παραβαίνουσιν, καὶ ὁ πορνεύων καὶ ὁ κρίνων. Ἀλλὰ μεταθώμεθα τὴν εἰς ἑτέρους ἐξέτασιν καὶ πολλυπραγμοσύνην εἰς ἑαυτούς μᾶλλον, ἀγαπητοί.
Καὶ ἐὰν ἴδωμέν τινας ἁμαρτάνοντας, ἡμεῖς τὰ ἑαυτῶν ἁμαρτήματα πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχωμεν, καὶ χείρω τὰ ἡμέτερα λογιζώμεθα, ἤ τὰ τῶν ἑτέρων. Οἱ γὰρ ἁμαρτήσαντες, ἐν τῇ ὥρᾳ ἴσως τῆς ἁμαρτίας μετενόησαν, ἡμεῖς δὲ πάντοτε μένομεν ἀδιόρθωτοι, κατακρίνοντες καὶ ἑτέρων ἐξετάζοντες. Ὁ Λὼτ ἐκεῖνος ἐν Σοδόμοις οἰκῶν οὐδένα κατέκρινε, οὐδενὸς κατηγόρησε. Διὰ τοῦτο δεδικαίωται, καὶ ἀπὸ τοῦ πυρὸς διεσώθη καὶ τῆς πανωλεθρίας, ἧς οἱ Σοδομῖται κατεδικάσθησαν. Ταπεινωθέντες οὖν καὶ ἡμεῖς ἑαυτοὺς κατακρίνωμεν, ἑαυτοὺς καταισχύνωμεν, ἵνα ἀκατάκριτοι ὑ ψ η λ ο ὶ γενώμεθα. Ἀγαπήσωμεν τὴν ταπεινοφροσύνην. Διὰ ταύτης ὁ Τελώνης ἐδικαιώθη, καὶ τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων ἀπέθετο. Μισήσωμεν τὴν ἔπαρσιν, ὅτι ὁ Φαρισαῖος διὰ ταύτης κατεκρίθη, καὶ τὰς ἀρετὰς ἄς εἶχεν ἀπώλεσιν. Ὁ Φαρισαῖος μὴ καλῶς τὸ καλὸν διαπραξάμενος κατακέκριται.
Ὁ Τελώνης ὡς καλῶς τὰ μὴ καλὰ τῶν ἔργων ἀποσεισάμενος, δεδικαίωται. Ἐπέβλεψε γὰρ ὁ Θεὸς ἐπὶ τὸν στεναγμὸν τοῦ Τελώνου, καὶ τὴν αὐτοῦ συντριβήν, καὶ τὰς κατὰ τοῦ στήθους τύψεις καὶ προσδεξάμενος τό, ἱλάσθητι, μετὰ τοῦ Ἄβελ αὐτὸν ἐδικαίωσεν. Τὰς δὲ θυσίας, καὶ τὰς ἀρετάς, καὶ τὰ κατορθώματα Φαρισαίου ὡς μεγαλαύχου καὶ ὑπερηφάνου ἐβδελύξατο καὶ ἀπώσατο· καὶ ὡς τὸν ἀδελφοκτόνον Κάϊν κατεδίκασεν αὐτὸν ἀπὸ ταύτης τῆς αἰτίας. Μάθωμεν, ἀδελφοί, καὶ διδαχθῶμεν, καὶ μεγάλα ἐργαζώμεθα κατορθώματα.
Τούτων ἔνεκεν μὴ ἐπαιρώμεθα. Καὶ ἐὰν ἀγαθοὶ γενώμεθα, δίκαιοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ συμπαθεῖς καὶ ἐλεήμονας· ἀλλὰ καὶ οὕτως ταπεινούμεθα, καὶ μὴ ὑπεροψίαν καὶ ἀλαζονείαν ἔχωμεν, μήποτε τοὺς καμάτους ἡμῶν καὶ τοὺς πόνους ἀπολέσωμεν». Ὅταν γάρ, φησίν, ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγει Κύριος, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν. Ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν». Ἀναγκαῖον γὰρ καὶ ἀπαραίτητον χρέος ἐστί, προσφέρειν ἠμᾶς τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ τὴν δουλικὴν ταπείνωσιν, τὴν ὑπομονήν, τὴν ὑποταγή, τὴν εὐπείθειαν, τὴν εὐγνωμοσύνην, τὴν εὐχαριστίαν, καὶ μεγαλύνειν καὶ προσκυνεῖν τὸ θέλημα αὐτοῦ τὸ πανάγιον, καὶ μὴ δάκνεσθαι ταῖς παρ’ ἑτέρων λοιδορίας καὶ ὕβρεσι, μήτε ἄχθεσθαι τοῖς πειρασμοῖς, μήτε δυσχεραίνειν ὀνειδιζόμενοι, ὅτι καὶ ἀπὸ τούτων πολλὴν καρπούμεθα τὴν ὠφέλειαν. Μάθωμεν καὶ γνῶμαι, ἀδελφοί μου, τὴν τῆς ταπεινώσεως δύναμιν καὶ ἰσχὺν καὶ βοήθεια. Μάθωμεν τῆς ἐπάρσεως τὴν καταδίκην καὶ τὴν ζημίαν καὶ τὴν ἀπώλειαν, τοῦ Βεεμώθ τὴν σκιάν, κατὰ τὸν Ἰώβ, ἐν τοῖς ὑγροῖς τόποις, κἄν τῷ καλάμῳ, τὴν ἐκτροπὴν τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας, καὶ τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης. Καὶ ἐπειδὴ μέγα ἀγαθόν ἐστι μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις, καὶ ἡ συντριβή, καὶ τὰ δάκρυα, καὶ οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί, καὶ ἡ κατάνυξις· διὰ τοῦτο, παρακαλῶ. ἑξομολγεῖσθε τῷ Θεῷ συνεχῶς, καὶ τὰ ἁμαρτήματα αὐτῷ ἐκκαλύπτετε.
Εἰ γὰρ ἀναπτύσσωμεν τὸ συνειδὸς ἡμῶν, καὶ δεικνύωμεν αὐτῷ τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν ἡμῶν, καὶ ἑτέρους οὐ κρίνομεν, οὐδὲ ἐκθηριούμεθα πρὸς τὰς τῶν πλησίον ὕβρεις, οὐδὲ λυπούμεθα διὰ τοὺς ὀνειδισμούς καὶ τὰς ἀδικίας αὐτῶν, ἵλεως ἡμῖν γενήσεται ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, καὶ τὰ τῆς συμπαθείας αὐτοῦ, καὶ τῆς εὐσπλαχνίας κεράσει φάρμακα, καὶ ἐπιθήσει καὶ ἀτρεύσει ἡμᾶς. Δείξωμεν τὰ ἁμαρτήματα τῷ μὴ ὀνειδίζοντι Δεσπότῃ, ἀλλὰ θεραπεύοντι· κἄν γὰρ σιγήσωμεν ἡμεῖς, ἐκεῖνος ἅπαντα γινώσκει. Εἴπωμεν τοίνυν τὰ ἡμῶν ἁμαρτήματα, ἀδελφοί, καὶ ἐξομολογησώμεθα καθαρῶς, τῷ Κυρίῳ ἵνα κερδαίνωμεν τὴν τούτου συμπάθειαν. Ἀποθώμεθα ἐνταῦθα τὰ ἁμαρτήματα, ἵνα καθαροὶ γεγονότες καὶ ἕτοιμοι ἀπέλθομεν ἐκεῖσε, καὶ εἰσαχθῶμεν παρὰ τοῦ δικαίου Κριτοῦ εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ τὴν ἀτελεύτητον καὶ ἀΐδιον, καὶ κληρονομήσωμεν τὰς μελλούσας ἐκείνας καὶ ἀκηράτους μονάς, καὶ τὴν ἀδαπάνητον τρυφὴν καὶ ἀπόλαυσιν. Ὧν καὶ τύχοιμεν πάντες ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμή. |
Ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου εἶναι σὰν προάσκηση καὶ προετοιμασία, γιὰ ὅσους θέλουν νὰ κατακτήσουν τὴν ἱερὴ ταπείνωση –πού εἶναι ὅλων τῶν ἀρετῶν ἡ βάση, ὅσων ἡ ἀπόκτηση θεμελιώνει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν- καὶ ν’ ἀποφύγουν τὴ θεομίσητη ἀλαζονεία, ποὺ ἐκτρέπει τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ ὅλες τὶς φιλόχριστες ἀρετές. Ποιός δὲ θὰ ζηλέψη τὸν Τελώνη, τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴ μετάνοια του καὶ δὲ θ’ ἀποτινάξη τὴν περηφάνεια τοῦ Φαρισαίου, ἄν ἡ ταπείνωση συνδέεται μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἀλαζονεία μὲ τὸ φαντασμένο γεμᾶτο περηφάνεια δαίμονα;
Ἡ ἀλαζονεία τὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν Ἑωσφόρος, τὸν ἔκαμε διάβολο. Αὐτὴ ἔδιωξε τὸν γενάρχη μας Ἀδάμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο. «Γκρέμισε ἀπὸ τὸ θρόνο τοὺς δυνατοὺς κι ἀνέβασε τοὺς ταπεινούς». «Ὁ Κύριος ἀντιμάχεται τοὺς ὑπερηφάνους καὶ δίνει τὴ χάρη του στοὺς ταπεινούς». Αὐτὴ καταβάλλει τὸ Φαραώ· «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτὴ νικᾶ τὸ Ναβουχουδονόσορα· «τὸν Κύριο τὸ Θεό σου θὰ προσκυνήσης κι αὐτὸν μόνο θὰ λατρεύσης». Καὶ «δὲ θὰ κάμης κανένα εἴδωλο». Καὶ σ’ ἄλλον ἡ ἀρρώστια περνᾶ, ἐνῶ σ’ ἄλλον τὸ πάθος γίνεται συνήθεια. Ἀλήθεια, ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι πυρετός, ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀρρώστου, φοβερὴ παράκρουση, ποὺ ἐρεθίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν σπρώχνει στὴν καταστροφή, εἶναι ὑδρώπικας γεμᾶτος ἀέρα καὶ νερό.
«Ποιός θ’ ἀνεβῆ στὸ βουνὸ τοῦ Κυρίου; Καθαρὸς στὰ χέρια κι ἀθῶος στὴν καρδιὰ, ποὺ δὲν ἔλαβε μάταια τὴν ψυχή του». Τέτοια ἦταν ἡ ματαιότητα καὶ ἡ ἀγερωχία τοῦ Τύρου, ποὺ εἶχε ἀποδιώξει τὴ δροσιὰ τῆς χάρης· γῆ κατάξερη. Τὸ γνωρίζετε τοῦτο βέβαια κι ἀπὸ λόγους κι ἀπὸ τὴν πεῖρα σας· ὁ ὑπερήφανος δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τελειποιεῖ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ξηρὸς καὶ σκληρός, τοῦ λείπει ἡ ζωογόνα θερμότητα κι ἡ ζωτικὴ ὑγρασία. Σ’ αὐτόν ποὺ εἶναι σὰν τὸ ξερὸ δέντρο, φτιάχνει τὴ φωλιὰ του ὁ νυχτοκόρακας διάβολος.
Μ’ ἕνα λόγο, ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ τροφὴ τῶν ἀρετῶν τῆς χριστιανικῆς ὀμορφιᾶς, ἡ βάση τῆς εὐσεβείας, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Εἶναι ἡ ἀναίρεση τῶν παθῶν, ἡ συντήρηση τῆς ὑγρασίας στὴ ρίζα τῆς πίστης. Ἡ ταπείνωση συνυπάρχει μαζὶ μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ποὺ διώχνει τὴν ἀνομία, ὅπως εἶπε ὁ Ἰερεμίας καὶ ὁ Σολομῶν. Γιατὶ ἀληθινὰ, ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ κάνει τὸν Τελώνη κήρυκα τοῦ Πνεύματος, ἐνῶ ἡ ἀλαζονεία μεταβάλλει τὸ Φαρισαῖο σ’ ἄδειο κύμβαλο ποῦ θορυβεῖ. Ἀληθινὰ ὁ ὑποκριτῆς εἶναι ρόδι τῶν Σοδόμων, πεπόνι ὡραῖο ἀπ’ ἔξω καὶ μέσα σάπιο κι ἀνούσιο.
Ἀνέβηκε ὁ τελώνης στὸ ἱερὸ κι ἀνέβηκε σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἀνέβηκε στὸ ἱερὸ κι ὁ Φαρισαῖος σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ὁ ἕνας ἀνέβηκε ἐνῶ ἡ ψυχή του κατέβαινε μὲ τὴν ταπείνωση. Ὁ ἄλλος κατέβηκε, ἐπειδὴ ἡ ψυχή του ψήλωνε ἀπὸ περιφάνεια. Ὁ ἕνας ἔκαμε τὴν ἀνάβαση τοῦ Δαυΐδ, βάδισε τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ παράδεισο. Ὁ ἄλλος κατέβηκε τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει στὸν Ἑωσφόρο, τὸν ἀρχηγὸ τῆς ὑπερηφανείας. Ὁ ἕνας ἀνέβηκε μὲ τὴν ἄνοδο καὶ τὴν προκοπὴ στὴν ἀρετή· ὁ ἄλλος κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἀρετὴ κι ἐπλησίασε στὴν κακία.
Πολλοὶ μπαίνουν στὸ ἱερό, λίγοι ὅμως μετέχουν στὸ ἱερό, γιατὶ δὲν εἶναι ἄξιοι γιὰ τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὑπερήφανος δὲ μένει μέσα στὸ κλῖμα τῆς ἀγάπης. Κι ὅποιος δὲ μένει μέσα στὴν ἀγάπη, δὲ μένει μέσα στὸ κόλπο τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν Ἰωάννη. Ὅποιος πάλι μένει μέσα στὴν ἀγάπη, μένει μέσα στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μέσα σ’ αὐτὸν κι εἶναι τοῦ Θεοῦ ναός, κατὰ τὸν Παῦλο. Ἐκεῖνοι μόνο μπαίνουν στὸ ἱερὸ καὶ στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δέχονται ἰδιαίτερη ἐπίδραση τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Θεὸς φωτίζει μόνον ὅσους εἶναι νήπιοι καὶ μικροί, κατὰ τὸν ψαλμωδὸ Δαυΐδ. «Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ σοφία», κατὰ τὸν Σολομῶντα· σοφία γιὰ τὴν πίστη καὶ σοφία γιὰ τὴν πράξη.
Αὐτὴ ἡ σοφία ἔλειπε ἀπὸ τὸ Φαρισαῖο. Γι αὐτὸ κι ἐπειδῆ ἦταν ὑποκριτής, ἐξωτερικὰ μόνο εὐχαριστεῖ τὸ Θεό. Δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ «θ’ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου καθὼς τὸν ἑαυτὸ σου». Ἐπιδοκιμάζομε τὴ λέξη «εὐχαριστῶ», γιατὶ ὁ Φαρισαῖος δὲν ἀπέδιδε τὴν ἀρετὴ στὸν ἑαυτὸ του, ὅπως ἐνόμιζε ὁ Ναβουχοδονόσωρ καὶ ὁ Σεμεΐας κι ὁ Πέτρος. Σ’ αὐτὴ τὴν περηφάνεια ἔπεσε ὁ Ἑωσφόρος κι ὁ Ἀδάμ. Καυχιόταν ὅμως ὅτι εἶχε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Γιατὶ κι ἄν τὸ εἶχε, τὸ εἶχε χάσει ἀπὸ τὴν περηφάνεια του. Ἔχει χρέος κι αὐτὸς ποὺ ἔχει κάτι νὰ ὁμολογῆ ὅτι δὲν τὸ ἔχει καὶ νὰ λέει «εἶμαι τιποτένιος δοῦλος», γιατὶ «κανένας θνητὸς δὲν ἔχει δίκιο μπροστὰ σ’ ἐσένα».
Αὐτὸς ποὺ δὲν ταπεινώνεται πετᾶ τὴν ἀγάπη κι ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ περιφρονεῖ. Ἀληθινὰ εἶναι ἀρχὴ κάθε ἁμαρτίας ἡ περηφάνεια. Τὴν ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος, τὸ φθόνο ὁ φόνος. Ἐξ αἰτίας της σὰν ἐχθρὸ βλέπει ὁ Ἀβεσαλὼμ τὸν πατέρα του καὶ παρακινεῖται νὰ τὸν σκοτώση. Ὁ κρυφὸς ἐχθρὸς εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνος ἀπὸ τὸ φανερὸ καὶ δὲ διαφέρει ἀπὸ τὸ διάβολο, ποὺ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ φιδιοῦ ξεγέλασε τὸν πρωτόπλαστο. Γι’ αὐτὸ ὁ φανερὸς ἁμαρτωλὸς δικαιώνεται καὶ ὁ κρυφὸς καταδικάζεται. Ὁ ἕνας εἶχε τὴ φαυλότητά του μόνο, ὁ ἄλλος ἔχει ἀκόμα τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀπάτη. Καὶ γι’ αὐτὸ ἀποδιώχνεται ἀπὸ τὴν ὑπέρτατη ἀλήθεια. Γιατὶ μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ ὁ ἐκλεκτὸς προορίζεται γιὰ τὴ σωτηρία κατὰ τὸν Πέτρο, δεύτερη ἐπιστολὴ καὶ κατὰ τὸν Παῦλο ἐπιστολὴ πρώτη πρὸς Ἐφεσίους καὶ τρίτη πρὸς Κολασσαεῖς· ἡ ἔχθρα ἀποδοκιμάζεται.
Κατάλαβε ὁ τελώνης τὴν ἁμαρτία του, συγχωρέθηκε, λευτερωμένος ἀπ’ αὐτή. Γι’ αὐτὸ καὶ ζῆ, κατὰ τὸν Ἰεζεκιήλ. Αὐτὴ τὴ ζωὴ κέρδισε καὶ ὁ Δαυΐδ, ὅπως ἔλεγε ὁ Ναθάν. Δὲν κατάλαβε τὴν ἁμαρτία του ὁ Φαρισαῖος κι ἔμεινε μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωή.
Πρόσεξε καλὰ γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν εὐαγγελικό λόγο. «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος Τελώνης». Παράδειγμα καὶ πρότυπο τῶν ἀνθρώπων ποὺ δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους κι ἐξουθενώνουν ὅσους ἁμαρτάνουν ἔβαλε ὁ Κύριος τὸ Φαρισαῖο, δεῖγμα τῶν ὑπερηφάνων. Τὸν Τελώνη τὸν χρησιμοποίησε ὡς παράδειγμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἁμαρτάνουν καὶ κάνουν προσευχὴ καὶ τὴν ἐξομολόγησή τους μὲ καρδιὰ γεμάτη συντριβή, γιὰ νὰ διδάξη ὅλους νὰ μισοῦν τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ν’ ἀγαποῦν τὴν ταπείνωση.
Καὶ δείχνει καθαρὰ ὁ Χριστὸς μ’ αὐτὴν τὴν παραβολὴ ὅτι ἡ δικαιοσύνη καὶ μεγάλη ἀρετὴ εἶναι καὶ κοντὰ στὸ Θεὸ φέρνει τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ὅμως δεχτῆ κοντά της τὴν ὑπερηφάνεια, πετάει σὰ σκουπίδι τὸν ἄνθρωπο στὸν ἄπατο βυθό. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπαθε ὁ Φαρισαῖος καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δέχτηκε κατάκριση κι ἔπεσε στὴν ἀπώλεια. Ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι σιχαμερὴ καὶ μισητὴ καί, βαρύτερη ἀπὸ κάθε κακία, ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ ἡ ταπείνωση μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση τὸν δικαιώνει καὶ τὸν κάνει ἄξιο τῆς σωτηρίας καὶ τὸν ὁδηγεῖ κοντὰ στὸ Θεό. Αὐτὸ βρῆκε ὁ Τελώνης καὶ γι’ αὐτό τό λόγο δικαιώθηκε καὶ ἔγινε ἄξιος τῆς σωτηρίας.
«Ὁ Φαρισαῖος ἀφοῦ στάθηκε κάπου, εἶπε στὴν προσευχή του· σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, πού δὲν εἶμαι ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες καὶ ἄδικοι». Ἀλοίμονο στὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ Κύριος κι ὁ Ἡσαΐας τὴν περιφρονοῦν, γιατὶ ὁδηγεῖ στὴν Αἴγυπτο, ἔχει τὸ θάρρος τοῦ Φαρραώ καὶ τὸν ἴσκιο τῆς Αἰγύπτου. Πάσχει κατὰ τὸν ψαλμωδὸ Δαυΐδ ἀπὸ ἀπώλεια τῆς μνήμης, δὲν ἔχει τῆς μνήμης διάρκεια. Ἀλοίμονο στὸ φιλοκατήγορο στόμα, κατὰ τὸ ἕκτο κεφάλαιο τῶν Παροιμιῶν. «Δὲν εἶμαι λέει, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καὶ καθὼς αὐτὸς ὁ Τελώνης». Ἀρχὴ τῆς ὑπερηφάνειας φαίνεται πώς εἶναι ἡ περιφρόνηση. Αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς θεωρεῖ μηδενικά, ἄλλον φτωχό, κι ἄλλον δεύτερης σειρᾶς, ἄλλον ἀμαθῆ κι ἄλλον ἀσήμαντο, ἄλλον ἄδικο κι ἄλλον ἁμαρτωλό, παρασύρεται ἀπὸ τὴν περιφόρνηση αὐτὴ καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του μονάχα σοφὸ καὶ φρόνιμο, κι ἀριστοκράτη, καὶ πλούσιο καὶ δυνατὸ καὶ δίκαιο κι ἀνώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἡ περιφρόνηση ἀρχὴ τῆς περηφάνειας κι ἡ περηφάνεια τῆς περιφρόνησης κακὸ γέννημα. Γι’ αὐτὸ κι ἡ περιλάλητη μέρα τοῦ Κυρίου θὰ προκαλέση τὴν ἐκδίκηση σὲ κάθε περφρονητὴ καὶ ὑπερήφανο. Γιατὶ οἱ ὅμοιες ἁμαρτίες μὲ ὅμοιο τρόπο τιμωροῦνται.
Ἔδειξε ὁ Φαρισαῖος καὶ μὲ τὸ ντύσιμο καὶ μὲ τὴν στάση του τὴν ἔπαρση ποὺ εἶχε καὶ τὴν ἀλαζονεία. Καὶ οἱ λόγοι του μαρτυροῦσαν στὴν ἀρχὴ εὐγνωμοσύνη. Γιατὶ ἔλεγε «Θεὲ μου σ’ εὐχαριστῶ». Ἔπειτα ὅμως ὅσα εἶπε εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ περηφάνεια. Δὲν εἶπε· Σὺ μ’ ἔπλασες Κύριε, καὶ μὲ τὴ δική του βοήθεια ἐλευθερώνομαι ἀπὸ κάθε ἀδικία καὶ ἁρπαγὴ καὶ τὰ ἄλλα κακά. «Τί ἔχεις, μᾶς λέει, ποὺ δὲν τὸ ἔλαβες;» Ἀλλὰ ὅ,τι εἶχε πετύχει, τὸ λογάριαζε σὰν κατόρθωμα τῆς δύναμής του. Ἐνῶ κάθε ἄνθρωπος ἄς μάθη ὅτι χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα καὶ τὴν ἰσχὺ νὰ πραγματοποιήση κάτι καλό. Χωρὶς ἐμένα, λέει ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖται νὰ κάνετε τίποτε» Κι ὁ προφήτης· «Ἄν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήση σπίτι, μάταια κοπιάζουν αὐτοὶ ποὺ τὸ οἰκοδομοῦν»· καὶ ὁ Ἀπόστολος· «Δὲν εἶναι στὸ χέρι ἐκείνου ποὺ θέλει, οὔτε αὐτοῦ ποὺ κοπιάζει ἀλλὰ στὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἐλεεῖ». Κι ἀλλιῶς· «Ὄχι ὅμως ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεου ποὺ εἶναι μαζί του» Κι ἀλλοῦ· «ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ κινεῖ μέσα μας καὶ τὴ θέληση καὶ τὴν ἐνεργητικότητα».
Καὶ γι’ αὐτὸ ἐνῶ ὁ Τελώνης ἦταν κῆπος ποτισμένος ἀπὸ τὰ πνευματικὰ νερά, ὁ Φαρισαῖος ἦταν γυμνόφυλλη δρῦ, ὅπως λέει ὁ Ἡσαΐας κι ὁ Σολομῶν. Γιατὶ κι ἄν ἔχωμε τιμηθῆ μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς προαιρέσεως, χωρὶς συμμαχία μὲ τὸ Θεὸ κανένα ἀνδραγάθημα στὸ δρόμο τῆς ζωῆς δὲν μποροῦμε νὰ πραγματοποιήσωμε. «Γνωρίζω, λέει, ὅτι ὁ δρόμος τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἴδιο, οὔτε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φέρη σὲ τέλος τὸ δρόμο του». Ἄς μὴν προσγράφωμε λοιπὸν στὸν ἑαυτὸ μας τὰ τρόπαια τῶν ἀγώνων μας. Σ’ ἐμᾶς μόνο ἡ προτίμηση τοῦ καλύτερου καὶ ὁ ζῆλος, ὁ Θεὸς ὅμως θὰ ὁδηγήση στὴν πραγματοποίηση τὴν ἀγαθὴ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἔχει μήτε ἀπὸ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα ἀλλὰ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴ θεία χάρη τὴ δυνατότητα νὰ λέγη ὅτι «μπορῶ». Αὐτὸ εἶναι κομπορρημοσύνη καὶ καυχησιές· «Τί ἔχεις, μᾶς λέει, ποὺ δὲν τὸ ἔλαβες; κι ἀφοῦ τὸ ἔλαβες, γιατὶ καυχιέσαι σὰν μὴν τὸ ἔλαβες;»
«Νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ βγάζω τὸ δέκατο ἀπὸ ὅσα κερδίζω». Ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος κατηγόρησε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸν Τελώνη, ὅτι εἶναι μοιχοὶ κι ἅρπαγες, ὁ ἴδιος ἀντιτάσσει στὴ μοιχεία τὴν ἀλαζονεία τῆς νηστείας του. Γιατὶ ἀπὸ τὴν καλοπέραση προέρχεται ἡ πορνεία. Ὁ παραχορτασμὸς εἶναι πατέρας τῆς περιφρονήσεως καὶ ἡ πορνεία βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀφθονία. Κι ὁ Φαρισαῖος ποὺ βασάνιζε μὲ τὴ νηστεία τὸ σῶμα του, καυχιόταν ὅτι βρίσκεται πολὺ μακρὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ πάθη. Οἱ Φαρισαῖοι νήστευαν δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα, Δευτέρα καὶ Πέμπτη.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ «Ἅρπαγες καὶ ἄδικοι, ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος» «βγάζω τὸ δέκατο ἀπὸ ὅσα κερδίζω». Σὲ τόσο βαθμὸ ἔφασε ἡ καύχησή του γιὰ ἐναντίωση στὴν ἁρπαγὴ καὶ στὴν ἀδικία, ὥστε νὰ δίνη στοὺς ἄλλους ἀκόμα καὶ τὰ δικά του. Οἱ Ἑβραῖοι ἔδιναν γιὰ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους «ἕνα δέκατο» κι ἔπειτα ἀπὸ τὸ τρίτο. Καὶ τὰ τρία ἑνωμένα μαζί δείχνουν ὅτι οἱ Ἑβραῖοι μοίραζαν τὸ τρίτο τῆς περιουσίας τους. Ἀλλὰ ἔδιναν καὶ τὶς ἀπαρχὲς καὶ τὰ πρωτογέννητα καὶ πολλὰ ἄλλα ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες των· ἦσαν ὅσα ἔδιναν γιὰ τὸν ἐξαγνισμό, ὅσα κατὰ τὶς ἑορτές, κατὰ τὶς μειώσεις τῶν χρεῶν καὶ τὶς ἀπελευθερώσεις τῶν δούλων καὶ στὰ δάνεια ποὺ ἦσαν ἐλεύθερα ἀπὸ τόκο. Αὐτὰ συγκεντρωμένα καὶ ὑπολογισμένα μαζί δείχνουν ὅτι τὸ μισὸ τῆς περιουσίας ἄν ἔδινε στοὺς ἀνθρώπους, δὲν κάμει τίποτε σπουδαῖο, ὥστε νὰ καυχιέται καὶ νὰ περηφανεύεται. Πολὺ λιγώτερο, ὅταν τὸ Εὐαγγέλιο ὁρίζει· «Ἄν ἡ δικαιοσύνη σας δὲν γίνη περισσότερη ἀπὸ τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, δὲ θὰ μπῆτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
«Ὁ Τελώνης στεκόταν μακριὰ καὶ δὲν ἤθελε μήτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ χτυποῦσε τὸ στῆθος του λέγοντας· Θεέ μου, λυπήσου με τὸν ἁμαρτωλό. Σᾶς λέγω ὅτι κατέβηκε τοῦτος στὸ σπίτι του συγχωρημένος. Γιατὶ ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτὸ του θὰ ταπεινωθῆ καὶ θὰ ὑψωθῆ ὅποιος ταπεινώνεται» Προσευχόταν ὁ Τελώνης κι ἀφοῦ δὲν εἶχε ἐργα ἀγαθά, οὔτε νά τ’ ἀπαριθμήση δὲν μποροῦσε, καθὼς ὁ Φαρισαῖος, ἀλλὰ χτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ τὴν καρδιὰ του μαστίγωνε κι ἔλεγε μὲ πολλὴ συντριβὴ καὶ κατάνυξη· «Θεέ μου, λυπήσου με τὸν ἁμαρτωλό». Γι’ αὐτὸ καὶ συνάντησε σπλαχνικὸ τὸν ἐλεητικὸ καὶ πρόθυμο Κύριο. Γιατὶ ἡ ταπεινοφροσύνη ρίχνει ὅλα, τὰ ἁμαρτήματα, ἐνῷ ἡ ὑπερηφάνεια ἀφανίζει ὅλες τὶς ἀρετὲς, γιατὶ εἶναι πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ βαρειὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ κακία. Εἶναι προτιμότερο, ἀφοῦ ἁμαρτησωμε, νὰ ἐπιστρέψωμε καὶ νὰ ταπεινωθοῦμε παρὰ νὰ πράττωμε τὸ ὀρθὸ καὶ νὰ καυχιώμαστε. Ὁ Τελώνης ἔβγαλε τὸ ἔνδυμα τῶν ἁμαρτιῶν του, ἀφοῦ δέχτηκε τὴν κατηγορία τοῦ Φαρισαίου μὲ πραότητα καὶ ὑπομονή. Κι ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ τὴ δόξα κατέπεσε στὸ βάραθρο τῆς ἀνομίας, ἐπειδὴ ἔδωσε δίκαιο στὸν ἑαυτὸ του καὶ κατηγόρησε τὸν Τελώνη καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τελώνης ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ντροπῆς καὶ τῆς ἁμαρτίας γύρισε στὴ μακαριστὴ ζωὴ καὶ κατάσταση. Ὁ Φαρισαῖος ταπεινώθηκε ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν ἔπαρσή του.
Δύο πράγματα ζητοῦνται ἀπὸ ὅλους μας, νὰ καταδικάζωμε τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Γιατὶ ὅποιος βλέπει τὰ ἁμαρτήματα του γίνεται πιὸ συγχωρητικὸς ἀπέναντι στοὺς ἄλλους. Κι ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, κατακρίνει καὶ καταδικάζει τὸν ἑαυτὸ του, ἀκόμα κι ἄν ἔχη πολλὲς ἀρετὲς. Εἶναι στ’ ἀλήθεια μεγάλο πρᾶγμα, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν κατακρίνης τοὺς ἄλλους ἀλλὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἐμεῖς ὅμως παραβλέποντας τὰ δικὰ μας ἁμαρτήματα, τοὺς ἄλλους πιὸ πολὺ κατακρίνομε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζομε καὶ δὲν ξαίρομε ὅτι κι ἄν εἴμαστε ἀπ’ ὅλους πιὸ δίκαιοι, ὅταν κατακρίνωμε τοὺς ἄλλους γινόμαστε ἔνοχοι καὶ εἴμαστε ἄξιοι γιὰ τὴν ἴδια τιμωρία καὶ κόλαση, ποὺ ἀξίζει κι αὐτὸς ποὺ ἐμεῖ κρίνομε «Μὲ ὅποιο μέτρο κρίνετε, θὰ κριθῆτε». Ὅποιος πορνεύει παραβαίνει ἐντολή, καθὼς κι αὐτὸς ποὺ κρίνει τὸν πορνεύοντα. Ἑπομένως κι οἱ δύο παραβαίνουν θεία ἐντολὴ κι ὅποιος πορνεύει κι ὅποιος κρίνει.
Ἄς μεταστρέψωμε τὴν ἐξέταση καὶ τὴν ἐνασχόλησή μας μὲ τοὺς ἄλλους στὸν ἑαυτὸ μας, ἀγαπητοί. Κι ἄν δοῦμε κάποιους ν’ ἁμαρτάνουν, ἄς ἔχωμε μπροστὰ στὰ μάτια μας τὰ δικὰ μας ἁμαρτήματα κι ἄς λογαριάζωμε τὰ δικὰ χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Γιατὶ ὅποιος ἀμάρτησε ἴσως μετάνιωσε κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ἐμεῖς μένομε ἀδιόρθωτοι πάντα, κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖνος ὁ Λώ, ἄν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα κανένα δὲν κατέκρινε καὶ κανένα δὲν κατηγόρησε. Γι’ αὐτὸ καὶ δικαιώθηκε καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὴ γενικὴ καταστροφή, στὴν ὁποία καταδικάστηκαν οἱ Σοδομῖτες. Μὲ ταπείνωση λοιπὸν κι ἐμεῖς ἄς κατακρίνωμε τοὺς ἑαυτοὺς μας, ἄς ἐξευτλίσωμε τὸν ἑαυτὸ μας, γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε ἀκατάκριτοι στὸν οὐρανό. Ἄς ἀγαπήσωμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Μ’ αὐτὴν δικαιώθηκε ὁ Τελώνης καὶ πέταξε τῶν ἁμαρτημάτων του τὸ φόρτωμα. Ἄς μισήσωμε τὴν ἔπαρση, γιατὶ μ’ αὐτὴν ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε κι ἔχασε τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε.
Ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε, ἐπειδὴ ἔπραξε τὸ καλὸ κι ὄχι καλὰ. Ὁ Τελώνης δικαιώθηκε, ἐπειδὴ μὲ καλὸ τρόπο τὰ ὄχι καλὰ ἔργα του ἀποτίναξε. Πρόσεξε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμοὺς τοῦ Τελώνη καὶ τὴ συντριβή του καὶ τὰ χτυπήματα στὸ στῆθος κι ἀφοῦ δέχτηκε τὸ «Λυπήσου με» τὸν ἔβαλε μαζὶ μὲ τὸ δίκαιο Ἄβελ. Τὶς θυσίες ὅμως καὶ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ Φαρισαίου, τοῦ μεγαλόστομου καὶ ὑπερηφάνου τὰ ἐμίσησε καὶ τὰ ἀπώθησε. Καὶ γι’ αὐτὴ τὴν αἰτία τὸν καταδίκασε, ὅπως τὸν ἀδελφοκτόνο Κάιν.
Ἄς μάθωμε, ἀδελφοί μου, κι ἄς διδαχτοῦμε κι ἄς πράξωμε μεγάλα κατορθώματα. Καὶ γι’ αὐτὰ ἄς μὴν ἐπαιρώμαστε. Κι ἄν γίνωμε ἀγαθοὶ καὶ δίκαιοι, καὶ καλωσυνᾶτοι καὶ σπλαχνικοὶ κι ἐλεητικοί, ἀκόμα κι ἔτσι ἄς ἔχωμε ταπείνωση κι ὄχι ὑπεροψία καὶ περηφάνεια, γιὰ νὰ μὴ χάσωμε τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸν κόπο μας. «Ὅταν ὅλα αὐτὰ τὰ πράξετε, λέγει ὁ Κύριος, νὰ λέτε πὼς εἴστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Κάναμε τὸ χρέος μας». Γιατὶ εἶναι ἀνάγκη καὶ χρέος ἀναπόφευκτο, νὰ προσφέρωμε στὸ Θεὸ τῶν ὅλων τὴ δουλική μας ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴν ὑποταγή, τὴν ὑπακοή, τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν εὐχαριστία. Χρέος μας νὰ δοξάζωμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸ θέλημά του τὸ πανάγιο καὶ νὰ μὴ μᾶς πειράζουν οἱ κατηγορίες τῶν ἄλλων κι οἱ ἐξευτελισμοί, μήτε νὰ στενοχωρούμαστε μὲ τοὺς πειρασμούς, οὔτε νὰ θυμώνουμε ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, γιατὶ κι ἀπ’ αὐτὸ πολλὴν ὠφέλεια ἀποκομίζουμε. Ἄς ἐννοήσωμε κι ἄς αἰσθανθοῦμε τὴ δύναμη τῆς ταπεινώσεως καὶ τὴ βοήθεια της. Ἄς πληροφορηθοῦμε τὴν καταδίκη τῆς ἐπάρσεως καὶ τὴ ζημία καὶ τὴν ἀπώλεια –τὸν ἴσκιο τοῦ Βεεμὼθ κατὰ τὸν Ἰώβ, στοὺς ὑγροὺς τόπους καὶ στὸν καλαμιῶνα, τὸ παραστράτισμα ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης.
Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ ἡ μετάνοια, καὶ ἡ ἐξομολόγηση, ἡ συντριβή, τὰ δάκρυα, οἱ βαθεῖς στεναγμοὶ καὶ ἡ κατάνυξη, γι’ αὐτὸ, παρακαλῶ, νὰ ἐξομολογῆσθε συνεχῶς στὸ Θεὸ καὶ νὰ τοῦ φανερώνετε τὰ ἁμαρτήματά σας. Ἄν τοῦ ξεδιπλώνωμε τὴ συνείδησή μας καὶ τοῦ δείχνωμε τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν μας, ἄν δὲν κρίνωμε τοὺς ἄλλους καὶ δὲν ἀποθηριωνώμαστε μὲ τὶς βρισιὲς τῶν ἄλλων, οὔτε λυπούμαστε ἀπὸ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς ἀδικίες τους, θὰ γίνη σ’ ἐμᾶς ὁ Κύριος σπλαχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος. Θ’ ἀναμείξη τὰ φάρμακα τῆς συμπόνιας καὶ τῆς εὐσπλαχνίας του, θὰ μᾶς τὰ βάλη σὰν ἐπιθέματα καὶ θὰ μᾶς θεραπεύση. Ἄς φανερώσωμε τ’ ἁμαρτήματά μας στὸ Δεσπότη, ποὺ δὲν κατηγορεῖ ἀλλὰ θεραπεύει. Ἄν σιγήσωμε ἐμεῖς, ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει ὅλα. Ἄς ἀναφέρωμε λοιπόν ἀδελφοί μου, τὶς ἀμαρτίες μας κι ἄς ἐξομολογηθοῦμε μ’ εἰλικρίνεια στὸν Κύριο, γιὰ νὰ κερδίσωμε τὴν ἀγάπη του. Ἄς ἀφήσωμε ἐδῶ τὰ ἁμαρτήματά μας γιὰ νὰ καθαριστοῦμε, καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε νὰ φύγωμε ἐκεῖ καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε ἀπὸ τὸ δίκαιο Κριτὴ στὴ βασιλεία τὴν ἀτελείωτη καὶ αἰώνια. Νὰ κληρονομήσωμε τὴ μελλοντικὴ ἐκείνη ἄφθαρτη κατοικία καὶ τὴν ἀδαπάνητη τρυφὴ κι ἀπόλαυση. Αὐτὰ ὅλα νὰ τὰ ἐπιτύχωμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ του Θεοῦ μας, ποὺ ἡ δόξα κι ἡ δύναμή του εἶναι αἰώνια. Ἀμήν.
|
Ἡ ἀνομία τῶν Ἑβραίων ἔλαβε τέλος καί συγχρόνως ὁ Κύριος συνεπλήρωσε τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας Του. "Τετέλεσται"! Τό θεῖο Σῶμα κρεμασμένο στόν Σταυρό, γυμνό καί νεκρό, χωρίς πνοή! Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος τό εὐτρεπίζουν γιά τόν ἐνταφιασμό του ὀδυρόμενοι μέ συντριβή καί κλαυθμούς: "Πῶς σέ κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;...".
Τοποθετεῖται ὁ ἅγιος Ἐπιτάφιος στό μέσον τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας ἐπάνω τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τόν Τίμιο Σταυρό, τό σημεῖο τῆς δόξης τοῦ Ἐσταυρωμένου καί ὁ εὐσεβής λαός ἐναποθέτει ὡς ἀφιερώματα ἀνοιξιάτικα λουλούδια καί ἄνθη ψυχῆς: τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τούς σπαραγμούς τῆς καρδιᾶς.
Ἡ Ἐπιτάφιος Ἀκολουθία τῆς Παρασκευῆς τό βράδυ εἶναι ἡ τελευταία φάσις τοῦ θρήνου γιά τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται στόν τάφο. Ἡ ἀκολουθία στηρίζεται στόν 118ον Ψαλμό, πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν ἑβραϊκή παράδοσι γιά τό Πάσχα.
Στούς στίχους του παρεμβάλλονται στροφές πού εἶναι συνθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνα εἶδος συνδέσεως καί πλοκῆς τῶν Δύο Διαθηκῶν. Τά τρία μέρη του πού εἶναι χωρισμένος, μᾶς δείχνουν πληρέστερα τήν ἀνεκλάλητη συγκατάβασι τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος κατεβαίνει μέχρι τά κατώτατα τοῦ ἄδου, ὅπου εὑρίσκεται ὁ αἰχμάλωτος ἀκόμη ἄνθρωπος.
Εἶναι τό κατώτερο σημεῖο τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὅταν τό Σῶμα εὑρίσκετο στόν τάφο, ὁ Κύριος μέ τήν ψυχή κατέβηκε στόν ἄδη ὡς Θεός καί, ἀφοῦ συνέτριψε τίς πύλες, ἐλευθέρωσε τούς ἀπ᾿ αἰῶνος δεσμίους.
Ἀλλά τί εἶναι αὐτές οἱ πύλες πού τίς συνέτριψε ὁ Κύριος; Ὁ ἄδης μέ τίς πύλες του πού ἐκλείδωνε τούς ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρούς εἶναι ἡ ξεπεσμένη ἀπό τόν Θεό ἀνθρωπότητα. Ὁ Χριστός παίρνοντας κοντά του μόνο τούς νεκρούς, συνέτριψε ὅλες τίς ἁλυσίδες τοῦ θανάτου, ἔφερε τήν ἑνότητα, τήν ζωή καί τό φῶς, ἐκεῖ ὅπου κυριαρχοῦσε τό σκοτάδι τοῦ θανάτου καί ἡ μοναξιά.
Κατερχόμενος στήν βασιλεία τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός ἐνίκησε διά παντός τόν θάνατο καί μετέδωσε καί ἐκεῖ τήν αἰώνια ζωή. Ἀπό ἐδῶ πηγάζει ἡ μεγάλη καί ἀσυγκράτητη χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπό τώρα πλέον ὁ θάνατος καί ὁ ἄδης δέν ἔχουν δυνάμεις. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος, ὅπου οἱ πύλες τοῦ ἄδου δέν θά κλειδώσουν πλέον ποτέ τόν ἄνθρωπο. "Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον, ἡ Ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος...". "Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καί θανάτῳ σου τόν θάνατον ὤλεσας, καί ἐπήγασας τῷ κόσμῳ τήν ζωήν".
Μ᾿ αὐτή τήν νίκη κατά τοῦ ἄδου ὁ Κύριος εἶναι ὡς ἕνας "λέων κοιμώμενος", ὡς ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἀνέτειλε γιά νά διασκορπίση τά σκότει καί ὡς κόκκος τοῦ σίτου, πού πεθαίνει (σαπίζει) γιά νά βλαστήση τήν αἰώνια ζωή.
Ἀπό τόν φόβο, λόγῳ τῆς ἀπεριγράπτου κενώσεως τοῦ Κυρίου, ἀπό τήν νίκη κατά τοῦ θανάτου τό θεῖο σκήνωμα ἀναπαύεται τήν ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως, τό Μέγα Σάββατο, ἀπό τό ὁποῖο, μετά τό μελανώτερο ἔργο τῆς Παρασκευῆς, ὑποφώσκει τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. "Καί εὐλόγησεν ὁ Θεός, τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην...αὕτη ἐστιν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα· ἐν ἧ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ...", ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν αἰώνιον ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας γίνεται ἡ Περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία καί τότε συνηθίζεται οἱ Πιστοί νά περνοῦν κάτω ἀπό τόν Ἐπιτάφιο δέιχνοντας ἔτσι, ὅτι λυτρώθηκαν ἀπό τόν θάνατο μέτ᾿ Ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου. Τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού διαβάζεται εἶναι ἀπό τήν Προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ (Κεφ.37,1-14) μέ τά ἐκτεθειμένα σέ πεδιάδα ἀνθρώπινα ὀστᾶ. Ἡ σκηνή αὐτή μᾶς βοηθεῖ νά διεισδύσουμε στήν ἔσχατη καί κοινή ἀνάστασι, κατά τήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μαζί μέ τόν ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, πού περιέχει πολλές βιβλικές ἀναγνώσεις τελεῖται, ὅπως παραδόθηκε κατά τά παλαιά τυπικά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν. Οἱ ἀναγνώσεις διαβάζονται ἀδιάκοπα καί καταλήγουν στόν ὕμνο τῶν τριῶν Παίδων, πού ἐπαναλαμβάνεται μέ πανηγυρικό τόνο πολές φορές: "Τόν Κύριον ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας"!
Σκορπίσθηκε ἤδη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς λύπης καί σκυθρωπότητος ἐκ τῶν Ἁγίων Παθῶν. Ἡ χαραυγή τῆς ἀναστάσεως γίνεται πιό ἔκδηλη καί φωτεινή.
Οἱ 15 Βιβλικές ἀναγνώσεις θέτουν ἐνώπιόν μας τούς τύπους τῆς ἀναστάσεως ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μέ τά μεγάλα ἔργα πού ἔκανε ὁ Θεός στόν κόσμο: Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου, ἡ διάβασις τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἡ διάβασις τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ στήν γῆ Χαναάν μέ ἀρχηγό τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυΐ, οἱ μεσσιανικές προφητεῖες πού τελειώνουν μέ τόν Δανιήλ καί τούς τρεῖς παῖδας ἐν καμίνῳ, πού ἀποτελοῦν προεικόνισι τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπό τήν γέεννα τῆς κολάσεως.
Στήν Ἰερουσαλήμ κεντρική θέσι στήν Ἀκολουθία τοῦ θείου Φωτός τήν νύκτα ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἔχει τό καταπληκτικό θαῦμα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἁγίου Φωτός. Τό ἱλαρόν αὐτό Φῶς εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς Φωτός τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ τελετή εἶναι μεγαλειώδης. Ὁ πατριάρχης μέ ὅλη τήν Σύνοδο, ἀρχιμανδρίτες, ἡγουμένους Μονῶν τῆς Παλαιστίνης, μοναχούς τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Παναγίου Τάφου, στούς ὁποίους προστίθενται καί κληρικοί προσκυνητές, σχηματίζουν δύο σειρές μέ τέλεια τάξι. Μεταβαίνουν ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀναστάσεως στόν Πανάγιο Τάφο μέ κωδωνοκρουσίες καί τάλαντα. Κατόπιν σβήνουν ὅλα τά φῶτα καί οἱ λαμπάδες.
Ἄς παραστήσουμε κἄπως αὐτή τήν μεγαλειώδη τελετή. Γύρω-γύρω ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο στέκονται χιλιάδες ὁ λαός, ὡσάν νά γίνεται ἕνα μεγάλο θεάμα. Εἶναι παντοῦ ἀνεβασμένοι, σ᾿ ὅλα τά ἐπίπεδα στρώματα, ὁπουδήποτε ἠμποροῦν νά σταθοῦν, ἀκόμη ἀνεβαίνουν καί μέχρι τόν τεράστιο κεντρικό τροῦλλο. Ὅλοι κρατοῦν στά χέρια μπουκέτα ἀπό 33 κεράκια, ἀνάλογα μέ τά χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου. Ἡ προσοχή τους εἶναι στραμμένη στόν Πανάγιο Τάφο. Ἡ πομπή τῶν ἱερουργῶν περιφέρεται τρεῖς φορές γύρω ἀπό τόν Ζωηφόρο Τάφο καί κατόπιν σχηματίζει δύο τεράστιες σειρές. Ὁ Θεός εἶναι τό κέντρον αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς τελετῆς, ὅλη ἡ πλάσις περιβάλλει Αὐτόν ἀπό τόν Ὁποῖον ζῆ καί κινεῖται.
Ὁ Τάφος τοῦ Κυρίου ἐπισφραγίζει τήν μεγαλειότητα αὐτῆς τῆς ἑσπερινῆς τελετῆς. "Καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν"(Ἰωάν.1,5). Μετά τήν τρίτη περιφορά, ἀποσφραγίζονται οἱ θύρες τοῦ Τάφου. Μπαίνει μέσα ὁ πατριάρχης, διαβάζει μία εὐχή, παίρνει βαμβάκι στά χέρια του, σκουπίζει μ᾿ αὐτό τήν πλάκα τοῦ Τάφου καί ἀνάβει τό βαμβάκι μ᾿ ἕνα φῶς φωσφορικό, τό ὁποῖο δέν καίει ἐπί μισή ὥρα περίπου. Μ᾿ αὐτό τό Φῶς ὁ πατριάρχης ἐξέρχεται ἔξω, ὅπου τόν περιμένουν τά πλήθη τῶν Πιστῶν...
Μιά φωνή θαυμασμοῦ ἐξέρχεται ἀπό τά χείλη τῶν Πιστῶν. Ἀκολουθεῖ θύελλα χειροκροτημάτων πού γεμίζει τόν ἀέρα ἀπό μία ἀσυγκράτητη χαρά. "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι". Μεγάλες φλόγες περικυκλώνουν τόν Πανάγιο Τάφο, πού ἐξέρχονται ἀπό τά ψηλά κηροπήγια, καθώς ἐπίσης καί ἀπό τά κεριά τῶν ἀρχιερέων πού στέκονται ἑκατέρωθεν τοῦ Τάφου καί στό Ἱερόν Βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλος ὁ κόσμος στρυμώχνονται γιά ν᾿ ἀνάψουν τό μπουκέτο μέ τά κεράκια τους καί σέ λίγη ὥρα ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία ἔχει γεμίσει ἀπό μιά λαμπρή φωτοχυσία. "Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ...".
Τό Πάσχα εἶναι ἡ ἑορτή τοῦ Φωτός, τῆς νίκης, τῆς χαρᾶς καί συγχρόνως τῆς ψυχικῆς ἀναπλάσεως, ἡ ἀρχή τῆς αἰωνίου βασιλείας. Ὅπως στό Θαβώρ φανέρωσε ὁ Κύριος γιά μιά στιγμή τήν δόξα Του στούς μαθητές Του, ἔτσι ἀκριβῶς καί τώρα, στόν Πανάγιο Τάφο, διά τοῦ ἁγίου Φωτός ὁ Ἀναστάς Κύριος ἐξαποστέλλει μία ἀκτῖνα τῆς δόξης Του γιά τούς συγκεντρωθέντες στό Μυστικό Δεῖπνο τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἀλλ᾿ αὐτό διαρκεῖ μόνο ὀλίγη ὥρα. Εἶναι μία εἰκόνα, ἕνας ἀρραβώνας καί ὄχι ἀκόμη ἡ πλήρης χαρά. Γι᾿ αὐτό τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, ἡ Ἐκκλησία θά μᾶς ψάλλει μέ πόθο: "Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ...Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας σου"!
Σιγά-σιγά ὁ ἐνθουσιασμός κατευνάζεται· ὁ κόσμος αἰσθάνεται εὐτυχισμένος, διότι μία ἀκόμη φορά ἀξιώθηκε νά λάβει τό Ἅγιο Φῶς. Στό Ἱερό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀναστάσεως ἀρχίζει ἡ ἀνάγνωσις τῶν 15 ἀναγνωσμάτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κατόπιν ἀκολουθεῖ ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στήν ὁποία εἶχα τήν εὐτυχία νά λειτουργήσω κι ἐγώ ὁ ἀνάξιος, ὡς ταπεινός προσκυνητής πού εἶχα ξεκινήσει ἀπό τήν χώρα μου, τήν Ρουμανία τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1974. Ἀλλά τριγύρω ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο μέχρι τό ἀπόγευμα θά συνεχίσουν ν᾿ ἀκούωνται οἱ χαρμόσυνοι ἤχοι τῶν κωδώνων, πού θά ἐναρμονίζωνται μέ τίς ψαλμωδίες τοῦ πλήθους τῶν προσκυνητῶν ἀπ᾿ ὅλες σχεδόν τίς θρησκευτικές Ὁμολογίες, πού συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ γιά τό θειότατο αὐτό συμπόσιο τοῦ Κυρίου. "Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον Χριστέ...".
ἀπόσπασμα από τό βιβλίο
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ
Μετάφρασις- Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
2003
Εὐχαριστοῦμε τόν πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Πηγή: Αναβάσεις
Το γεγονός του θανάτου αποτελεί την πιο συγκλονιστική και συνάμα την πιο φοβερή κατάσταση στην ανθρώπινη φύση. Μέσα από την μελέτη της παγκόσμιας ανθρωπολογίας διαπιστώνουμε ότι η αγωνία του θανάτου είναι από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας το μόνιμο και το πιο επώδυνο άγχος του ανθρώπου. Η επί γης ζωή του είναι μια συνεχής και ανελέητη μάχη κατά του θανάτου, την οποία οι ειδικοί ονοματίζουν ως «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως». Το πρώτο πράγμα που προμηνάει η γέννησή μας είναι ο αναπόφευκτος θάνατός μας! Η γέννηση και ο θάνατος είναι οι δυο σταθερές της υπάρξεώς μας. Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα, έστω και αν δεν επιθυμούμε, για λόγους ψυχολογικούς, να την παραδεχτούμε. Ο θάνατος, ο «έσχατος εχθρός» (Α΄Κορ.15,26) με τα προμηνύματά του είναι το υφάδι της ανθρώπινης κακοδαιμονίας και του ατέλειωτου δράματος, διότι αυτός είναι το αναπόφευκτο της ζωής!
Ενώ για την θύραθεν διανόηση το πικρό γεγονός του θανάτου είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο, για την χριστιανική μας πίστη το πρόβλημα έχει την εξήγησή του. Ο θάνατος υπήρξε το τραγικό αποτέλεσμα της εισόδου του κακού στον κόσμο και την ανθρώπινη φύση. Είναι η νομοτελειακή κατάληξη του αυτονομημένου από το Θεό ανθρώπου. Είναι το προϊόν της εθελούσιας αποκοπής του από την πηγή της ζωής, όπως η αποκοπή του λαμπτήρα από την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Φυσικά ο άνθρωπος δεν πλάστηκε φύσει θνητός, αλλά δυνάμει αθάνατος. Η έννοια της θνητότητας και της φθοράς είναι ασυμβίβαστη με τις έννοιες της αιωνιότητας του Θεού. Η υπέρτατη ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου μπορούσε να καθορίσει την μελλοντική του κατάσταση. Δυστυχώς προτίμησε τη θνητότητα. Έτσι μετά από την μοιραία πτώση κανένας θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη φοβερή κατάληξη. Προορισμός του σώματος είναι το υγρό χώμα της γης και της ψυχής ο παμφάγος και τυραννικός άδης. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες, χωρίς καμιά διάκριση (Ησ.38,18. Ιεζ.3114), εκεί όπου βασιλεύει αιώνιο σκοτάδι (Ψαλμ.87,7), όπου «έσται κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.13,42), όπου «ο σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μαρκ.9,43), κάτω στα έγκατα της γης (Δευτ.32,22, πέρα από την άβυσσο (Ιώβ 26,5). Οι τρομακτικές αυτές παραστατικές εικόνες ίσως και να μην αποδίδουν απόλυτα τη φρίκη του Άδη!
Ο Σωτήρας μας Χριστός ήρθε στον κόσμο να επαναφέρει τον άνθρωπο στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή του. Αυτό σημαίνει ότι ήρθε στον κόσμο να πραγματοποιήσει την «διακονίαν της καταλλαγής» (Β΄Κορ.5,18), να κηρύξει το «ευαγγέλιο της ειρήνης» (Εφ.6,15), να καταργήσει την αμαρτία και να νικήσει το θάνατο, καθ’ ότι «τούτον ο Θεός αρχηγόν και σωτήρα ύψωσε τη δεξιά αυτού δούναι μετάνοιαν… και άφεσιν αμαρτιών» (Πραξ.5,31).
Κατά τρόπο όμως παράδοξο νίκησε το θάνατο με το θάνατο το δικό Του. Νίκησε τη φθορά, που προκαλεί η ταφή στο χώμα, με τη δική Του ταφή. Ανέτρεψε τον αιώνιο νόμο του θανάτου. Ο Χριστός δέχτηκε να τεθεί στους φυσικούς νόμους, προκειμένου να επιτελέσει με ακρίβεια τη σωτηρία του κόσμου. Όμως η φύση δε δέχτηκε να εφαρμόσει τους άτεγκτους νόμους της για το Δημιουργό της. Σύμφωνα με τη βιβλική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, το νεκρό σώμα του Κυρίου δεν υπέστη φθορά, δεν το άγγιξε δηλαδή οντολογικά το γεγονός του θανάτου: «ου κετελήφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2,31). Η ενυπάρχουσα θεότητα του Κυρίου στο νεκρό και άχραντο σώμα Του δεν επέτρεψε να υποστεί τη φυσική φθορά, διότι αυτό είχε πια αυθαρτοποιηθεί, είχε θεωθεί από η στιγμή που είχε προσληφθεί από Αυτόν.
Επίσης η ψυχή του Κυρίου δεν κρατήθηκε στον παμφάγο Άδη, όπως οι ψυχές όλων των ανθρώπων. Διάλυσε τις αλυσίδες και γκρέμισε τις αιώνιες πύλες του τόπου των βασάνων. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει πως ο Χριστός, αφού έλυσε τους πεπεδημένους, απήλθε εκ μέσου των νεκρών, έχοντας ανοίξει για μας την οδό της αναστάσεως (Δαμ. Έκδ.Ορθ.Πιστ.Migne PG94,1101A). Δεν υπάρχει πια θάνατος για τους πιστούς του! Ο ιερός συγγραφέας του εσχατολογικού βιβλίου της Αποκαλύψεως αναφωνεί: «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι» (Αποκ.14,13). Ο θάνατος των δικαίων είναι είσοδος στην ειρήνη του Θεού (Σολ.3,3)! Ο ιερός Χρυσόστομος διακηρύττει πανηγυρικά την αγία νύχτα της Αναστάσεως: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσεν ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν γευσάμενον της σαρκός αυτού» (Migne P.G.59,721).
Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα ημών» (Ρωμ.8,11). «Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο… εντω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄Κορ.15,20-23). Προσδοκούμε λοιπόν και τη δική μας ανάσταση, ως προϊόν της αναστάσεως του Κυρίου, διότι η ζωή είναι συνώνυμη με το Χριστό. «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). Ο δικός μας Θεός, ο μόνος αληθινός Θεός, «ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Μαρκ.12,27), άλλοι έχουν την ατυχία να έχουν «θεούς» νεκρών, οι οποίοι αποπνέουν οσμή θανάτου!
Ως πιστοί του Χριστού, μόνοι εμείς, έχουμε το αποκλειστικό προνόμιο να μην βιώνουμε το άγχος του θανάτου και τις παρεπόμενες συνέπειές του. Ο αρχηγός της πίστεώς μας νίκησε το θάνατο και καθαίρεσε την εξουσία του για τους πιστούς Του. Αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα ή μια ονειρική ουτοπία, αλλά μια απτή πραγματικότητα. Έχουμε γίνει αθάνατοι, διότι πάψαμε να ζούμε αυτονομημένοι από το Θεό. Είμαστε αθάνατοι διότι είμαστε πια οργανικά κύτταρα του αθανάτου σώματος του Χριστού μας. Τρεφόμαστε με το ακήρατο Σώμα Του και ποτιζόμαστε
με το τίμιο Αίμα Του, τα οποία μας μεταγγίζουν την αφθαρσία και την αθανασία. Ο δικός μας λεγόμενος θάνατος είναι πια κοίμηση χωρίς ουσιαστικές οντολογικές επιπτώσεις, διότι «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,9). Αντίθετα οι πολέμιοι του Θεού, οι αρνητές του Χριστού και οι «μη υπακούοντες τω ευαγγελίω… τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού» (Β΄Θεσ.1,8), κι’ αυτό όχι από θεία εκδίκηση, αλλά από δική τους συνειδητή επιλογή. Δεν τους θανατώνει ο Θεός, αλλά οι ίδιοι καταδικάζουν και θανατώνουν τον εαυτό τους.
Όταν εκείνοι γρυλλίζοντας «διακηρύττουν» το θάνατό τους, εμείς πανηγυρίζουμε το θάνατο του θανάτου μας και ψάλλουμε ακατάπαυτα κατά την λαμπροφόρο παννυχίδα της Αναστάσεως: «Θανάτου εορτάζωμεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν»!
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...