
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Με την παρακολούθηση των Ακολουθιών, με τη νηστεία, ακόμα και με την προσευχή σε τακτά διαστήματα, δεν εξαντλείται η όλη προσπάθεια στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Ή μάλλον για να είναι όλα αυτά αποτελεσματικά και να έχουν νόημα, πρέπει να υποστηρίζονται και από αυτή την ίδια τη ζωή. Χρειάζεται δηλαδή ένας «τρόπος ζωής» που να μην έρχεται σε αντίθεση με όλα αυτά και να μην οδηγεί σε μια «διασπασμένη» ύπαρξη. Στο παρελθόν, στις ορθόδοξες χώρες η ίδια η κοινωνία πρόσφερε μια τέτοια υποστήριξη με τον συνδυασμό που είχε στα έθιμα, στις εξωτερικές αλλαγές, με τη νομοθεσία, με τους δημόσιους και ιδιωτικούς κανονισμούς, με όλα δηλαδή όσα περιλαμβάνονται στη λέξη πολιτισμός. Κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή ολόκληρη η κοινωνία υποδεχόταν ένα συγκεκριμένο ρυθμό ζωής, ορισμένους κανόνες που υπενθύμιζαν στα άτομα-μέλη της κοινωνίας την περίοδο της Σαρακοστής. Στη Ρωσία, λόγου χάρη, δεν μπορούσε κανείς εύκολα να ξεχάσει τη Σαρακοστή γιατί οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν διαφορετικά αυτή την περίοδο• τα θέατρα έκλειναν και, σε παλιότερους καιρούς, τα δικαστήρια ανέβαλλαν τη λειτουργία τους. Φυσικά όλα αυτά τα ερεθίσματα από μόνα τους, είναι φανερό, ότι δεν ήταν δυνατό να αναγκάσουν τον άνθρωπο να οδηγηθεί στη μετάνοια ή σε μια πιο ζωντανή θρησκευτική ζωή. Αλλά όμως δημιουργούσαν μια ορισμένη ατμόσφαιρα - ένα είδος σαρακοστιανού κλίματος - όπου η ατομική προσπάθεια γινόταν ευκολότερη. Ακριβώς επειδή είμαστε αδύναμοι χρειαζόμαστε τις εξωτερικές υπενθυμίσεις, τα σύμβολα, τα σημάδια. Φυσικά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος αυτά τα εξωτερικά σύμβολα ν' αποκτήσουν αυτοτέλεια, να γίνουν αυτοσκοπός, και έτσι αντί να είναι απλά μια υπενθύμιση, να γίνουν για την κοινή αντίληψη το μόνο περιεχόμενο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτόν τον κίνδυνο τον έχουμε επισημάνει παραπάνω όταν μιλήσαμε για τις εξωτερικές συνήθειες και τα πανηγύρια που αντικαθιστούν τη γνήσια προσωπική προσπάθεια. Αν όμως καταλάβουμε σωστά αυτές τις συνήθειες τότε θα γίνουν ο «κρίκος» που συνδέει την πνευματική προσπάθεια με τη ζωή.
Δεν ζούμε σε μια ορθόδοξη κοινωνία [Ο συγγραφέας, Ρώσος στην καταγωγή, ζει σήμερα στην Αμερική] και φυσικά δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί αυτό το «κλίμα της Σαρακοστής σε επίπεδο κοινωνικό. Είτε είναι Σαρακοστή είτε όχι, ο κόσμος που μας περιβάλλει, που αποτελούμε και μεις δικό του αναπόσπαστο κομμάτι, δεν αλλάζει. Κατά συνέπεια ζητιέται από μας μια νέα προσπάθεια να σκεφτούμε την απαραίτητη θρησκευτική σχέση ανάμεσα στο «εξωτερικό» και το «εσωτερικό». Η πνευματική τραγωδία της εκκοσμίκευσης είναι εκείνη που μας σπρώχνει σε μια πραγματική θρησκευτική «σχιζοφρένεια» -ένα σπάσιμο δηλαδή της ζωής μας σε δυο κομμάτια: το θρησκευτικό και το κοσμικό, που έχουν όλο και λιγότερη αλληλοεξάρτηση. Έτσι η πνευματική προσπάθεια είναι απαραίτητη για να μεταθέσει τα παραδοσιακά έθιμα και τις συνήθειες, που είναι βασικά μέσα στην προσπάθειά μας κατά την περίοδο τής Σαρακοστής. Μ' ένα πειραματικό και αναγκαστικά σχηματικό τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει αυτή την προσπάθεια σε δυο πλαίσια: στη ζωή μέσα στο σπίτι και στη ζωή έξω απ' αυτό.
Για την ορθόδοξη αντίληψη, το σπίτι και η οικογένεια αποτελούν την πρώτη και βασικότερη περιοχή της χριστιανικής ζωής ή της εφαρμογής των χριστιανικών αρχών στην καθημερινή ζωή. Το σπίτι, δηλαδή το στυλ και το πνεύμα της οικογενειακής ζωής και όχι το σχολείο, ακόμα ούτε και η Εκκλησία, είναι εκείνο που σχηματίζει μέσα μας τη θεμελιακή αντίληψη για τον κόσμο• που μορφοποιεί στο εσωτερικό μας το βασικό προσανατολισμό τον οποίο ίσως για αρκετό διάστημα δεν τον καταλαβαίνουμε, αλλά που τελικά θα γίνει ένας αποφασιστικός παράγοντος. Ο στάρετς Ζωσιμάς του Dοstοyevsky στους Αδελφούς Καραμαζώφ λέει: «εκείνος που μπορεί να έχει καλές αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία είναι σωσμένος για όλη του τη ζωή». Το σημαντικό δε είναι ότι κάνει αυτή την παρατήρηση ύστερα από τη θύμηση της μητέρας του που τον είχε πάρει μαζί της στη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Θυμάται την ομορφιά της Ακολουθίας, τη μοναδική μελωδία του κατανυκτικού «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου...». Η υπέροχη προσπάθεια για θρησκευτική αγωγή που γίνεται σήμερα στα κατηχητικά σχολεία δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, αν δεν βασίζεται στη ζωή της οικογένειας. Τι, λοιπόν, θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει στο σπίτι στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής; Επειδή είναι αδύνατο να καλύψουμε εδώ όλες τις πλευρές της οικογενειακής ζωής θα περιοριστούμε μόνο σε μια απ' αύτές.
Όλοι μας, χωρίς αμφιβολία, συμφωνούμε ότι ο τρόπος της οικογενειακής ζωής έχει ριζικά αλλοιωθεί με την παρουσία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Αυτά τα μέσα της «μαζικής ενημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ολόκληρη τη ζωή. Δεν χρειάζεται κανείς να βγει από το σπίτι για να βρεθεί «έξω». Ολόκληρος ο κόσμος είναι μόνιμα εδώ, σε απόσταση που τον φτάνουμε... ακίνητοι. Και, σιγά σιγά, η στοιχειώδης εμπειρία να βρεθούμε σ' έναν εσωτερικό κόσμο, μέσα στην ομορφιά της «εσωτερικότητας» έχει εντελώς χαθεί από το σύγχρονο πολιτισμό μας. Και αν δεν είναι η τηλεόραση, είναι η μουσική. Η μουσική έπαψε να είναι κάτι που το ακούει κανείς• σταθερά πια έγινε μια «υπόκρουση θορύβου» που συνοδεύει τις συνομιλίες μας, το διάβασμα, το γράψιμο κλπ. Στην πραγματικότητα αυτή η ανάγκη να ακούγεται συνέχεια μουσική φανερώνει την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να χαρεί τη σιωπή, να την καταλάβει όχι σαν κάτι αρνητικό, σαν μια απλή έλλειψη, αλλά ακριβώς σαν μια παρουσία και σαν την μοναδική προϋπόθεση για την πιο αληθινή παρουσία. Αν ο Χριστιανός του παρελθόντος ζούσε κατά ένα μεγάλο βαθμό σ' ένα σιωπηλό κόσμο που του έδινε πλούσιες ευκαιρίες για αυτοσυγκέντρωση στον εσωτερικό του κόσμο, ο σημερινός χριστιανός είναι αναγκασμένος να κάνει ειδική προσπάθεια για να καλύψει αυτή την αναγκαία διάσταση της σιωπής η οποία αυτή μόνο μπορεί να μας φέρει σε επαφή με τις υψηλές πραγματικότητες. Έτσι, λοιπόν, το πρόβλημα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι περιθωριακή υπόθεση, αλλά με πολλούς τρόπους είναι ένα θέμα πνευματικής ζωής ή θανάτου.
Πρέπει κανείς να συνειδητοποιήσει ότι είναι αδύνατο να μοιράσουμε τη ζωή μας ανάμεσα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής και στο τελευταίο σήριαλ. Αυτά τα δυο βιώματα είναι ασυμβίβαστα και το ένα, σίγουρα, θα σκοτώσει το άλλο. Και είναι πολύ πιθανό, εκτός αν γίνεται μια έντονη προσπάθεια, ότι το τελευταίο σήριαλ έχει πολύ μεγαλύτερες ελπίδες σε βάρος της «χαρμολύπης» -παρά το αντίθετο. Μια πρώτη «συνήθεια» που προτείνεται είναι να μειωθεί δραστικά η παρακολούθηση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης στην περίοδο της Σαρακοστής. Δεν τολμούμε να ελπίζουμε ότι θα υπάρξει μία «γενική» νηστεία, αλλά μόνο η «ασκητική» η οποία, όπως ξέρουμε, σημαίνει, πρώτα απ' όλα αλλαγή τροφής και μείωσή της. Φυσικά τίποτε το κακό δεν υπάρχει, λόγου χάρη, στο να συνεχίσει κανείς να παρακολουθεί στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση ειδήσεις, εκλεκτές σειρές, ενδιαφέροντα και πνευματικά ή διανοητικά εμπλουτισμένα προγράμματα. Εκείνο που πρέπει να σταματήσει στην διάρκεια της Σαρακοστής είναι η πλήρης «παράδοση» στην τηλεόραση -η μετατροπή δηλαδή του ανθρώπου σε «λάχανο» πάνω σε μια πολυθρόνα κολλημένο στην οθόνη που παθητικά δέχεται ό,τι βγαίνει απ' αυτή. Όταν ήμουνα παιδί (ήταν τότε η προτηλεοπτική εποχή) η μητέρα μου συνήθιζε να κλειδώνει το πιάνο την πρώτη, την τετάρτη και την έβδομη εβδομάδα της Σαρακοστής. Αυτή η ανάμνηση είναι μέσα μου ζωηρότερη από τις μακρινές Ακολουθίες της Σαρακοστής και ακόμα και σήμερα όταν παίζει το ραδιόφωνο αυτές τις μέρες με ταράζει σχεδόν όσο και μια βλαστήμια. Αναφέρω αυτή την προσωπική μου ανάμνηση μόνο σαν μια διευκρίνηση της επίδρασης που μπορούν να έχουν μερικές εξωτερικές ενέργειες στην ψυχή ενός παιδιού. Kαι αυτό που κρύβεται εδώ δεν είναι ένα απλό απομονωμένο έθιμο ή ένας κανόνας, αλλά είναι μια εμπειρία της Σαρακοστής σαν μιας ειδικής χρονικής περιόδου, σαν κάποιου πράγματος που είναι παρόν όλο το χρόνο και που δεν πρέπει να χαθεί, να ακρωτηριαστεί, να καταστραφεί. Εδώ ακόμα, όσον αφορά τη νηστεία, μια απλή απουσία ή αποχή από την τροφή δεν είναι επαρκής, πρέπει να έχει το θετικό της συμπλήρωμα.
Η σιωπή που δημιουργεί η απουσία του θορύβου του κόσμου, των θορύβων που παράγονται από τα μέσα της μαζικής επικοινωνίας, πρέπει να γεμίσει με θετικό περιεχόμενο. Αν η προσευχή είναι η τροφή για τις ψυχές μας, τροφή, επίσης, θέλει και το μυαλό μας, γιατί ακριβώς αυτό το διανοητικό μέρος του ανθρώπου είναι που καταστρέφεται σήμερα από το ασταμάτητο σφυροκόπημα της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, των εφημερίδων, των εικονογραφημένων εκδόσεων κλπ. Αυτό, λοιπόν, που προτείνουμε, παράλληλα με την πνευματική προσπάθεια, είναι μια διανοητική, θα λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, αλήθεια, αριστουργήματα, πόσους υπέροχους καρπούς της ανθρώπινης σκέψης, της φαντασίας και της δημιουργικότητας αρνούμαστε στη ζωή μας μόνο και μόνο γιατί μας είναι πολύ πιο άνετο, γυρίζοντας στο σπίτι από τη δουλειά παραδομένοι στη σωματική και διανοητική κόπωση, να πιέσουμε το κουμπί της τηλεόρασης ή να βυθιστούμε στο τέλειο κενό ενός εικονογραφημένου περιοδικού. Αλλά, πώς φανταζόμαστε ότι θα μπορούσαμε να προγραμματίσουμε την περίοδο της Σαρακοστής; Ίσως να κάνουμε ένα κατάλογο βιβλίων για διάβασμα; Φυσικά δεν είναι απαραίτητο όλα αυτά τα βιβλία να είναι οπωσδήποτε θρησκευτικά, δεν μπορούν όλοι να γίνουν θεολόγοι. Όμως υπάρχει πολλή «θεολογία» κρυμμένη σε μερικά λογοτεχνικά αριστουργήματα και καθετί που πλουτίζει τη νοημοσύνη μας, κάθε καρπός της αληθινής ανθρώπινης δημιουργίας είναι ευλογημένος από την Εκκλησία και, όταν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα, αποκτάει πνευματική αξία.
H τέταρτη και η πέμπτη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένες στη μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων της χριστιανικής πνευματικότητας: του αγίου Ιωάννου της Κλίμακας και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Θα πρέπει αυτό να το πάρουμε σαν μια ευρύτερη απόδειξη ότι εκείνο που ζητάει από μας η Εκκλησία να κάνουμε στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής είναι να εμπλουτίσουμε τον πνευματικό και διανοητικό εσωτερικό κόσμο μας, να μελετήσουμε και να στοχασθούμε πάνω σε ό,τι μπορεί να μας βοηθήσει ν' ανακαλύψουμε αυτόν τον εσωτερικό κόσμο και τις χαρές του. Από αυτή τη χαρά, από την αληθινή κλήση του ανθρώπου που εκπληρώνεται εσωτερικά και όχι εξωτερικά, ο «σύγχρονος κόσμος» δεν μας προσφέρει σήμερα ούτε καν μια γεύση• όμως χωρίς αυτή, χωρίς την αντίληψη της Σαρακοστής σαν ταξιδιού στο βάθος του είναι μας, η Σαρακοστή χάνει το νόημά της.
Τέλος, ποιο θα μπορούσε να είναι το νόημα της Σαρακοστής στις ατέλειωτες ώρες που περνάμε έξω από το σπίτι; Στις συναλλαγές μας, καθισμένοι σ' ένα γραφείο ή ασκώντας τα επαγγελματικά μας καθήκοντα, ή όταν συναναστρεφόμαστε τους συναδέλφους και τους φίλους μας; Αν και δεν είναι δυνατόν να δοθεί εδώ μια συγκεκριμένη συνταγή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως μερικές πολύ γενικές απόψεις μπορούν να λεχθούν. Και πρώτα πρώτα η Σαρακοστή είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να ελέγξουμε τον απίστευτα υπεροπτικό χαρακτήρα μας στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους, στα διάφορα γεγονότα και στη δουλειά. «Χαμογέλα!», «μη στεναχωριέσαι» κλπ. είναι σλόγκαν που στην πραγματικότητα έγιναν «διαταγές» που πρόθυμα τις δεχόμαστε και που σημαίνουν: μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μην προχωράς βαθύτερα στις σχέσεις σου με τους άλλους ανθρώπους• φύλαξε τους κανόνες του παιγνιδιού που συνδυάζει τη φιλική διάθεση με την τέλεια αδιαφορία• σκέψου τα πάντα μόνο μέσα στα πλαίσια του υλικού κέρδους, της ωφέλειας, της προαγωγής, να είσαι, μ' άλλα λόγια, ένα κομμάτι του κόσμου, ο οποίος ενώ συνέχεια χρησιμοποιεί τις μεγάλες λέξεις: ελευθερία, ευθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ακολουθεί την υλιστική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι αυτά που τρώει!
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι περίοδος για αναζήτηση νοήματος. Να βρω, δηλαδή, νόημα στην επαγγελματική μου ζωή στα πλαίσια της κλήσης μου• νόημα στις προσωπικές σχέσεις μου με τ' άλλα πρόσωπα• νόημα στη φιλία• νόημα στις ευθύνες μου. Δεν υπάρχει απασχόληση, επάγγελμα που να μη μπορεί να «μεταμορφωθεί» -έστω και για λίγο μόνο- με στόχο όχι τη μεγαλύτερη απόδοση ή την καλύτερη οργάνωση αλλά τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ίδια προσπάθεια για «εσωτερικοποίηση» όλων των σχέσεών μας είναι απαραίτητη γιατί είμαστε ελεύθερες ανθρώπινες υπάρξεις που καταντήσαμε (χωρίς τις περισσότερες φορές να το ξέρουμε) φυλακισμένοι στα συστήματα τα οποία προοδευτικά κάνουν τον κόσμο μας απάνθρωπο. Και αν στην πίστη μας υπάρχει κάποιο νόημα, αυτό πρέπει να είναι συνδεδεμένο με τη ζωή και όλα τα συνακόλουθά της. Χιλιάδες άνθρωποι νομίζουν ότι οι απαραίτητες αλλαγές έρχονται μόνο απ' έξω με την επανάσταση και την αλλαγή στις εξωτερικές συνθήκες. Στο χέρι τους είναι να αποδείξουν οι χριστιανοί ότι στην πραγματικότητα καθετί ξεκινάει από μέσα -από την πίστη και τη ζωή σύμφωνα με την πίστη αυτή. Η Εκκλησία όταν μπήκε στον ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο, δεν κατάγγειλε τη δουλεία, δεν ξεσήκωσε σε επανάσταση. Αυτή η ίδια η πίστη της, η νέα θεώρηση του ανθρώπου και της ζωής είναι κείνη που προοδευτικά καταργεί τη δουλεία. Ένας «άγιος» -και άγιος εδώ σημαίνει, πολύ απλά, κάθε άνθρωπος που παίρνει πάντοτε στα σοβαρά την πίστη του- θα κάνει πολύ περισσότερα για την αλλαγή του κόσμου παρά χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ο άγιος είναι ο μόνος αληθινός επαναστάτης σ' αυτόν τον κόσμο.
Μια τελευταία γενική παρατήρηση: η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ευκαιρία για έλεγχο στα λόγια μας. Ο κόσμος μας είναι υπερβολικά βερμπαλιστικός και μεις συνέχεια πλημμυρίζουμε από λόγια που έχουν χάσει το νόημά τους και συνεπώς τη δύναμη τους. Ο Χριστιανισμός αποκαλύπτει την ιερότητα του λόγου -ένα αληθινά θείο δώρο στον άνθρωπο. Γι' αυτό ακριβώς η ομιλία μας είναι προικισμένη με τεράστια δύναμη είτε θετική είτε αρνητική. Γι' αυτό επίσης και θα κριθούμε για τα λόγια μας: «λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. Εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση» (Ματθ. 12,36-37).
Ελέγχουμε τα λόγια μας με το να ανακαλύπτουμε τη σοβαρότητα και την ιερότητά τους, να καταλαβαίνουμε ότι μερικές φορές ένα «αστείο» που λέγεται απερίσκεπτα, μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, μπορεί να γίνει εκείνη η τελευταία «σταγόνα» που ξεχειλίζει το ποτήρι και ο άνθρωπος φτάνει στην τελική απελπισία και καταστροφή. Αλλά ο λόγος μπορεί επίσης να είναι και μια μαρτυρία. Μια τυχαία συνομιλία σ' ένα γραφείο με το συνάδελφο μπορεί να μεταδώσει καλύτερα μια θεώρηση για τη ζωή, μια διάθεση απέναντι στους άλλους ανθρώπους και στη δουλειά και να έχει περισσότερα αποτελέσματα από το τυπικό κήρυγμα. Μπορεί, από μια τέτοια συνομιλία, να πέσουν σπόροι για μια ερώτηση πάνω στη δυνατότητα μιας άλλης προσέγγισης της ζωής, σπόροι για επιθυμία να γνωρίσει κανείς περισσότερα. Δεν έχουμε, πραγματικά, ιδέα πόσο επηρεάζουμε ο ένας τον άλλον με τα λόγια, με τον τόνο της προσωπικότητας μας. Και τελικά οι άνθρωποι ελκύονται στο Θεό, όχι γιατί κάποιος μπόρεσε να τους δώσει διαφωτιστικές εξηγήσεις, αλλά γιατί είδαν σ' αυτόν το φως, τη χαρά, το βάθος, τη σοβαρότητα, την αγάπη που από μόνα τους αποκαλύπτουν την παρουσία και τη δύναμη του Θεού στον κόσμο.
Έτσι, αν η Μεγάλη Σαρακοστή όπως είπαμε στην αρχή, είναι η ανακάλυψη της πίστης από τον άνθρωπο, είναι επίσης και ανόρθωση της ζωής του, του θεϊκού νοήματός της, του κρυμμένου βάθους της. Με το να απέχουμε από την τροφή ξαναβρίσκουμε τη γλύκα της και ξαναμαθαίνουμε πώς να την παίρνουμε από τον Θεό με χαρά και ευγνωμοσύνη. Με το «να μειώνουμε» τις ψυχαγωγίες, τη μουσική, τις συζητήσεις, τις επιπόλαιες κοινωνικότητες, ανακαλύπτουμε την τελική αξία των ανθρώπινων σχέσεων, της ανθρώπινης δουλειάς, της ανθρώπινης τέχνης. Kαι τα ξαναβρίσκουμε όλα αυτά ακριβώς γιατί ξαναβρίσκουμε τον ίδιο τον Θεό, γιατί ξαναγυρίζουμε σ' Αυτόν και δι' Αυτού σε όλα όσα Εκείνος μας έδωσε μέσα από την τέλεια αγάπη και το έλεός Του. Έτσι τη νύχτα της Ανάστασης ψέλνουμε:
Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός,
ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.
Εορταζέτω γουν πάσα κτίσις,
την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται.
Μη μας αποστερήσεις αυτής της προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε!
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει πού πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.
Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.
Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποια έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μάς δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «...συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).[...]
Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη, ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’ εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.
Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των Ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».
Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!
Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: «Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν». Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μάς λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή –η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι Ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε –μακριά, πολύ μακριά- τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Πώς θα μπορούσε η Μεγάλη Σαρακοστή να έχει όχι μια απλή επιφανειακή, αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας; Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τη διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τη Μεγάλη Σαρακοστή όπως μας μεταδίδεται κυρίως μέσα από τη λατρεία αυτής της περιόδου;
Τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν αυτοί οι ύμνοι και οι Ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά. Ζούσε τότε κανείς σε μια σχετικά μικρή και βασικά αγροτική κοινωνία, μέσα σ' ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής του. Τώρα όμως ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικές στα θρησκευτικά «πιστεύω» τους με εκκοσμικευμένες απόψεις για τον κόσμο, και μέσα σ' αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα. Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή», όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Η ερώτησή μας λοιπόν είναι πολύ ουσιαστική: πώς μπορούμε εμείς -πέρα από το να κάνουμε μια ή δυο «συμβατικές» αλλαγές στην καθημερινή ζωή μας - να τηρήσουμε τή Σαρακοστή;
Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις Ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, όπως έχουμε πει, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής.
Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή, δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («... και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.
Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό.
Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή "τηρείται" ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική καί πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας;
Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα - θα έλεγα και μοναδικά - από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια.
Αυτή η μείωση, θα πρέπει να προσθέσουμε, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιόμορφη στην Ορθοδοξία. Οι χριστιανοί της Δύσης, Καθολικοί ή Προτεστάντες, όταν αντιμετωπίζουν αυτό που εκείνοι θεωρούν «αδύνατον» αλλάζουν την ίδια τη θρησκεία, την «προσαρμόζουν» στις νέες συνθήκες έτσι ώστε να την κάνουν «εφαρμόσιμη». Πρόσφατα, λόγου χάρη, είδαμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρώτα να ελαττώνει τη νηστεία στο κατώτατο όριο και ύστερα να την ξεφορτώνεται τελείως.
Με σωστή και δικαιολογημένη αγανάκτηση, καταγγέλλουμε μια τέτοια «προσαρμογή» σαν προδοσία της χριστιανικής παράδοσης και σαν περιορισμό στο ελάχιστο της χριστιανικής πίστης. Και πραγματικά, η αλήθεια και η δόξα της Ορθοδοξίας είναι ότι δεν «προσαρμόζεται» και δεν συμβιβάζεται με τις χαμηλότερες επιδιώξεις και δεν κάνει το Χριστιανισμό «εύκολο». Αυτό είναι η δόξα για την Ορθοδοξία αλλά φυσικά, όχι για μας, τους ορθόδοξους.
Δεν είναι σήμερα, ούτε και χθες, αλλά πολύ παλιότερα που βρήκαμε ένα τρόπο να συμφιλιώνουμε τις απόλυτες απαιτήσεις της Εκκλησίας με την ανθρώπινη αδυναμία μας• και αυτό δεν γίνεται μόνο με «απώλεια του προσώπου» αλλά και με πρόσθετες αφορμές για αυτοδικαίωση και ήσυχη συνείδηση. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων συμβατικά, και ο συμβολικός τυπικισμός που διαποτίζει σήμερα όλη τη θρησκευτική μας ζωή. Έτσι, λόγου χάρη, δε θα σκεπτόμασταν ποτέ να αναθεωρήσουμε τη Λειτουργία μας και τους μοναστικούς κανονισμούς της -Θεός φυλάξοι!- θα συνεχίζαμε όμως να ονομάζουμε την Ακολουθία της μιας ώρας «ολονύκτια αγρυπνία» και υπερήφανα θα εξηγούσαμε ότι αυτή είναι η ίδια Ακολουθία που έκαναν οι μοναχοί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα τον 9ο αιώνα!
Σε σχέση με τη Μεγ. Σαρακοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις -«τι είναι νηστεία; ή «τι είναι Σαρακοστή»;- εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεί ακόμα η ενορία και να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα οργανώνοντας ένα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα».
Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά σαν ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μας δένει όχι τόσο πολύ με τον Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ' αυτά τα λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση.
Θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο στα διάφορα έθιμα. Όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή. Αυτό που συνέβηκε πάντως ήταν το ότι καθώς άλλαξε η ζωή και έπαψε λίγο λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ' ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ' ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο.
Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον, παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια. Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστίσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας καιρός είναι ν' αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας.
Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Kαι ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία• σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει τη καθημερινή ζωή.
Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας• είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας• δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές», ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή.
Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά.
Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας - έστω και για λίγο - τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή:
Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου
από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε ἐπί τῇ εἰσόδῳ εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν καί τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τίς κάτωθι Ποιμαντορικές Ἐγκυκλίους πρός τόν εὐαγῆ Κλῆρον καί τόν φιλόχριστον Λαόν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2017
* * * * *
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εἰσερχόμενοι στὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φέρνουμε στὸ νοῦ μας τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: «῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Μτθ. 6,16).
Τούτη ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου, ἔρχεται νὰ τοποθετηθεῖ ἔναντι ἑνὸς ἐρωτήματος, ποὺ ὁ καθένας μᾶς θέτει κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτές. Καὶ τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ «πῶς πρέπει νὰ νηστεύσω κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς;».
Ἡ Ἐκκλησία μας μέσα ἀπό τὶς τυπικές της διατάξεις, ὁρίζει ἕνα τρόπο νηστείας. Κατὰ τὶς ἔξι ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθὼς καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, καλούμαστε νὰ απέχουμε ἀπὸ τὸ κρέας, από τὰ αὐγά, ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται ἀπὸ αὐτὸ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια. Ἀπὸ τὴν Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς κάθε ἑβδομάδος ἡ τράπεζά μας πρέπει νὰ στερεῖται ἀκόμα καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τὰ δύο αὐτὰ εἴδη ἐπιστρέφουν πρὸς ἐνίσχυση καὶ παρηγορία.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὅμως νηστεία δὲν περιορίζεται στὸν καθορισμὸ τῶν τροφῶν, ὅπως συμβαίνει στὸ πλαίσιο ἑνὸς διαιτολογίου, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ νηστεύουμε καὶ κατ’ ἐπέκταση, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ ζήσουμε.
Ἀναζητώντας λοιπὸν τὸν τρόπο, ἐρχόμαστε νὰ προσεγγίσουμε μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ, πὼς σὲ ὅλες τὶς κατὰ Θεὸν προσπάθειές μας, οἱ δαίμονες, μᾶς σκάπτουν ὕπουλα τρεῖς λάκκους. Πρῶτα ἀγωνίζονται νὰ μᾶς ἐμποδίσουν νὰ πράξουμε τὸ καλό. Ἄν ἀποτύχουν σ᾿ αὐτό, τότε ἀγωνίζονται νὰ νοθεύσουν τὸ ἀγαθό, ὥστε νὰ μὴ γίνη κατὰ τρόπο θεάρεστο. Τέλος ἂν δὲν ἐπιτύχουν οὔτε τὴν νόθευση, προσπαθοῦν νὰ ρίξουν τὴν ψυχὴ στὴν ὑπερηφάνεια, μὲ ἀφορμὴ τὴ δῆθεν ἀρετή της (ἀπὸ τὸν 26ο Λόγο τῆς Κλίμακος: «Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν»).
Τὶς τρεῖς αὐτὲς παγίδες ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ προσέξουμε στὸν ἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν Σαρακόστη. Ἂς ὑπερπηδήσουμε τὸν πρῶτο λάκκο, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσει στὸν λογισμὸ ὅτι «ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω». Οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ ὑγεία, ἡ ἀδυναμία, ἡ καθημερινότητα ἔρχονται νὰ συμμαχήσουν σὲ τούτη τὴν παγίδευση. Ὅμως τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ οὐσιαστικὰ ὡς ἐμπόδιο στὴν ἐπιθυμία τοῦ πιστοῦ νὰ νηστεύσει. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ κανεὶς τὸ ἄλαδο, καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ στερηθεῖ κάποια τροφή, καὶ ἂν χρειάζεται ἀσβέστιο, καὶ ἂν τοῦ λείπει ὁ σίδηρος, καὶ ἂν ὁ χαρακτήρας τοῦ εἶναι ἀδύναμος, ξέρει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσκεῖ οἰκονομία. Ἂς καταφύγουμε στοὺς πνευματικούς μας, καὶ ἐκεῖνοι δὲν θὰ μᾶς στερήσουν οὔτε τὰ ἀπαραίτητα, οὔτε τὴν χαρὰ τῆς νηστείας. Ὑπάρχουν τρόποι κανεὶς καὶ νὰ νηστεύει καὶ νὰ οἰκονομεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἀποφύγουμε τὸν πρῶτο δαιμονικὸ πειρασμὸ τῆς ἄρνησης τῆς νηστείας, καὶ δὲν θὰ δώσουμε τὴν ἱκανοποίηση στὸν πονηρό, πὼς μᾶς παγίδευσε στὰ εὔκολα.
Ὁ δεύτερος λάκκος ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ὑπερβεῖ κανείς, κι αὐτὸ γιατί εἶναι διττὸς ὁ πειρασμὸς ποὺ κρύβει.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης περιγράφει τὴν νέα αὐτὴ ἐνέδρα τοῦ πονηροῦ ὡς «νόθευση τοῦ ἀγαθοῦ». Τούτη ἡ νόθευση μπορεῖ νὰ εἶναι γέννημα εἴτε τῆς αὐθαιρεσίας εἴτε τῆς ὑποκρισίας.
Ὁ τρόπος τῆς αὐθαιρεσίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὸ ἴδιον θέλημα. Νηστεύω ὅπως μου ἀρέσει, ὅποτέ μου ἀρέσει, χωρὶς καμία ἀναφορὰ καὶ χωρὶς καμία εὐλογία. Ἔτσι ὁ ὅποιος κόπος, ἡ ὅποια προσπάθεια καταβάλουμε μὲ τὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτὴ «νηστεία» γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ πάθη μας. Οἱ ἀρετὲς πνίγονται μέσα στὰ ζιζάνια τῶν παθῶν μας ποὺ θεριεύουν καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται καὶ θυμώνει, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ γιατί.
Ὁ τρόπος τῆς ὑποκρισίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὴν ἰδεατή μας εἰκόνα. Νηστεύω γιὰ νὰ ἀποκαλύψω στοὺς ἄλλους τὴ σπουδαιότητά μου, τὴν δύναμή μου, τὸν πνευματικό μου πλοῦτο. Ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα μου δὲν εἶναι ὁ ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ θλίψη γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἡ μετάνοια, ἀλλὰ ἡ βεβαιότητα «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Τούτη ἡ στάση μὲ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πνευματικὸ αὐτισμό. Δὲν εἶμαι σὲ θέση οὔτε νὰ ἐπικοινωνήσω, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἀγαπήσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κοινωνήσω ἀληθινὰ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ οὐσία ἔχω ὀλισθήσει χωρὶς νὰ τὸ κατανοῶ σὲ μία ἰδιότυπη εἰδωλολατρία, ὅπου στὴ θέση τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἔχω ἐγκαταστήσει τὸ εἴδωλο τοῦ ἰδεατοῦ ἑαυτοῦ μου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς συμβουλεύει ὅσους θέλουμε νὰ ξεπεράσουμε καὶ αὐτὸν τὸν λάκκο, νὰ καταφύγουμε στὴν ὑποταγὴ καὶ στὴν ἐξουδένωση. Μὲ τὴν ὑποταγὴ θὰ νικήσουμε τὸν πειρασμὸ τῆς αὐθαιρεσίας, μὲ τὴν ἐξουδένωση θὰ στερήσουμε τὸν ἐγωισμό μας ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ τὸν ἑδραιώνουν. Ἂς ἀσκηθοῦμε στὴν τούτη τὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, πρῶτα στὴν Ἐκκλησία, στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, καὶ ἔπειτα ὁ ἕνας χριστιανὸς στὸν ἄλλον, οἱ σύζυγοι μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ πρὸς τοὺς γονεῖς, καὶ οἱ γονεῖς πρὸς τὶς ἀλήθειες τῶν παιδιῶν τους καὶ τότε θὰ ἐπιτύχουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν δεύτερο λάκκο ποὺ χαίνει μπροστά μας. Ἡ νηστεία καὶ ὁ ἀγώνας μας ἐν γένει δὲν θὰ νοθευτοῦν ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας, ὑπηρετώντας ἀλλότριες ἐπιδιώξεις.
Ἂν κανεὶς καταφέρει νὰ ξεπεράσει τοὺς δύο πρώτους λάκκους, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸν προειδοποιεῖ πὼς τὸν περιμένει καὶ ἕνα τρίτο ὄρυγμα, προπαρασκευασμένο ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ μᾶς ρήξει ἐντός του. Τούτη ἡ φοβερὴ παγίδα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος καταφέρει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀκολουθήσει τὴν νηστεία ὅπως τοῦ ὅρισε ὁ πνευματικός του, χωρὶς νὰ τὴν νοθεύσει, ἐνεργώντας τὴν μὲ ἀγωνιστικὴ διάθεση καὶ πνεῦμα ὑπακοῆς, ὑπάρχει ἀκόμα καὶ τότε ὁ φόβος νὰ ξεγελαστεῖ ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν κατορθωμάτων του. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ἔπαρσης ποῦ γεννοῦν ἡ προσπάθεια, ἡ ἀνταπόκριση, ἡ ἐπιτυχία.
Τοῦτος ὁ λάκκος εἶναι πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί δὲν εἶναι ἀπότομος, ἀλλὰ κατέρχεσαι σὲ αὐτὸν σταδιακά, ὅπως κατεβαίνει κανεὶς σὲ μία κατηφόρα. Μὰ κι ὅταν βρεθεῖς ἐντός του, δὲν σκιάζεσαι ὅπως σὲ μία ἄβυσσο, γιατί μοιάζει μὲ πλατειὰ ὁδὸ καὶ μὲ γνώριμα μέρη. Εἶναι σκοτεινὸς μὲν καὶ χωρὶς οὐρανὸ ὁ τόπος αὐτός, ὅμως ἐσὺ ξεγελιέσαι, ἀφοῦ πιστεύεις ὄτι ὡς προχωρημένος πλέον στὰ πνευματικά, ὀφείλεις νὰ περάσεις καὶ ἀπὸ τέτοια δύσκολα μονοπάτια. Καὶ ἔτσι νηστεύεις καὶ προσεύχεσαι, ὑπακούεις καὶ ὑπομένεις, ἀσκεῖς φιλανθρωπία καὶ ἀγαθοργεῖς, ὅμως ὅλα αὐτὰ σὲ πᾶνε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά, σὲ ἀκόμα μεγαλύτερο σκότος, σὲ τόπο ποὺ συναντιέσαι μὲ τὸν ἑωσφορικὸ ἐγωισμό, ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὴν μεγαλύτερη πτώση.
Γιὰ νὰ διασωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τούτη τὴν πλάνη, πρέπει νὰ καλλιεργήσει τὴν αὐτομεμψία, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἐκεῖνο τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ χριστιανὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτὸ τοῦ εἰς βάθος καὶ μὲ αὐστηρότητα. Τούτη ἡ αὐστηρότητα δὲν ἔρχεται νὰ ζορίσει τὸν ἄνθρωπο, προκαλώντας τοῦ αἰσθήματα ἐνοχῆς ἢ κατωτερότητας. Ἀντιθέτως κατεργάζεται τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ πιστοῦ. Ἡ αὐτομεμψία μοιάζει μὲ ἐκεῖνον τὸ χειρουγρὸ ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ σώσει τὸν ἀσθενῆ του, ἀφαιρεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καρκίνωμα καὶ λίγο ὑγιῆ ἱστὸ ἀπὸ τὴν γύρω περιοχή, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος πὼς τὸν καθάρισε πλήρως. Ἔτσι καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ αὐτομέμφεται, προτιμᾶ νὰ ἀδικήσει λίγο τὸ ἴδιο του τὸν ἑαυτό, παρὰ νὰ ἀφήσει τὸν καρκίνο τῶν παθῶν ἐντός της ψυχῆς του.
Ὁ διαρκὴς αὐστηρὸς ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁδηγεῖ στὴν ἁγία ταπείνωση, ἡ ὁποία καταξιώνει τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πὼς ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν εἶναι δώρημα θεϊκό, τὸ ὁποῖο ἔχει χορηγηθεῖ γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὴ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας. Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ οἱ ἀρετὲς δὲν κατανοοῦνται σὰν ἀτομικὰ κατορθώματα, ποὺ αὐτοδικαιώνουν καὶ καταξιώνουν τὸν πιστό, ἀλλὰ ὡς θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἔχουν κατοικήσει στὴ ψυχή μας καὶ μᾶς κινοῦν καὶ μᾶς φωτίζουν. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἔπαρση τοῦ Ἐγώ, ἀλλὰ μόνο εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἐπιβλέπει ἐπὶ τοὺς ταπεινούς του δούλους.
Ἂς πορευτοῦμε ἀγαπητά μου παιδιὰ σὲ τούτη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὄχι σκυθρωποί, μὰ μὲ χαρὰ μεγάλη. Τὴ χαρὰ τῆς νηστείας, τὴν χαρὰ τῆς ἀσκήσεως, τὴ χαρὰ τῆς ὑπέρβασης τῶν παθῶν, τὴ χαρὰ τῆς καρποφορίας τῶν ἀρετῶν, τὴ χαρὰ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου.
Εὐχόμαστε διὰ τὸν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ συνοδοιπορήσει μαζί μας σὲ τούτη τὴν πνευματικὴ πορεία, ἐνισχύοντας καὶ ἁγιάζοντας ὅλους.
Εὔχομαι εὔδρομον τό Στάδιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ τὴν διαβάζουμε τὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου κρύβει πλούσια μηνύματα καὶ νοήματα. Ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀπαιτητικὴ κίνηση τοῦ μικροῦ υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα, ὁ ὁποῖος ζητάει τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας», κομμάτι δηλαδὴ τῆς περιουσίας τὸ ὁποῖο δικαιοῦται, καὶ ὁ πατέρας ἀμέσως τοῦ τὸ ἐκχωρεῖ. Ἀκολουθεῖ μιὰ ἱστορία ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν πατέρα, πανηγυριοῦ καὶ χαρᾶς, ἡ ὁποία ὅμως στιγματίζεται ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ ἀντίδραση τοῦ μεγάλου υἱοῦ, τοῦ «καλοῦ παιδιοῦ». Θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολὴ νὰ δανειστεῖ κάτι γιὰ νὰ κατανοήσει τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα, κάτι ἴσως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς μετανοίας τοῦ υἱοῦ, κάτι γιὰ νὰ διακρίνει αὐτὴ τὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, κάτι γιὰ νὰ καταλάβει πῶς μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς καὶ σωστὸς ἀλλα παράλληλα ὅμως νὰ βρίσκεται στὸ κατάντημα τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ.
Ἂς μείνουμε στὸ πρῶτο, στὴ σχέση αὐτοῦ τοῦ πατέρα μὲ τὸ παιδί του, καὶ ἂς δοῦμε κάποια βασικὰ χαρακτηριστικὰ τόσο ἀναγκαῖα νὰ τὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς, ἰδίως οἱ γονεῖς.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ τόσο ἐντυπωσιακὰ φαίνεται εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία τοῦ πατέρα. Τοῦ ζητάει τὸ παιδί του τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἐπιβάλλον σημαίνει ὅτι ἦταν...
ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ τὸ δώσει. Δὲν ἦταν ἐπιβάλλον. Ἂν ἤθελε τοῦ τὸ ἔδινε. Καὶ ὁ πατέρας χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε -κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ τὸ ἔκανε ἴσως- «διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ἀμέσως διήρεσε τὴν περιουσία καὶ τοῦ τὴν ἐξεχώρησε γνωρίζοντας τὶς ἐπιπτώσεις. Μιὰ κίνηση παράξενη. Δὲν τὸν βομβάρδισε μὲ συμβουλές, οὔτε πάλι τὸν πολιόρκησε μὲ περιορισμούς, ἀλλὰ τοῦ δημιούργησε ἕνα κλῖμα τέτοιο ποὺ δὲν ἀπηγόρευε τὴν πτώση στὴν ἐκτροπὴ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀντιθέτως δημιουργοῦσε θαυμάσια καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ὑποδοχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σημεῖο.
Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ὑπακοή• ἡ ὑποταγὴ τοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί. Δὲν ἀπαίτησε ἀπὸ τὸ παιδί του νὰ ὑποταχθεῖ σ´ αὐτὸν, παρὰ μὲ τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴν ὑπετάγη ἐκεῖνος στὸ παιδί.
Κι ἂς προχωρήσουμε στὸ τρίτο χαρακτηριστικό. Ὁ πατέρας ἀπὸ μακρυὰ κοίταζε, παρατηροῦσε μήπως ἐπιστρέψει ὁ υἱός του• πότε θὰ γυρίσει. Ἄρα εἶχε προσδοκία, εἶχε ἐλπίδα. Πόσες φορὲς ἐμεῖς ἔχουμε χάσει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, αὐτὴ τὴν προσδοκία. Καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸ παιδί του τὴν ὥρα ποὺ ἐπέστρεφε καὶ «δραμών», ἔτρεξε ὁ ἴδιος νὰ τὸ συναντήσει. Δὲν σκέφτηκε: «Τὸ παλιόπαιδο, ἂς ἔλθει ἐδῶ πέρα νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ θὰ τὰ ποῦμε». Αὐτὴ εἶναι μιὰ συνήθης ρήση. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ὁ πατέρας κάνει μιὰ νέα κίνηση. Ζώντας τόσο καιρὸ μυστικὰ τὸ δράμα καὶ τὸν πόνο του, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του καὶ τρέχει αὐτὸς στὸ παιδί του μ᾿ ἕναν ἐκστατικὸ τρόπο. Αὐτὸ σημαίνει ἐκστατικός, τὸ νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του. Τὸ τέταρτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκστατικότητα.
Καὶ «ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔπεσε στὸ λαιμό του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ἔπνιξε στὰ φιλιά, ὅπως θὰ λέγαμε στὴ σημερινὴ διάλεκτο, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ πατέρας αὐτὸς διατήρησε μέσα στὴν καρδιά του, πέρα ἀπὸ τὴ δοκιμασία τὴν ὁποία πέρασε, αἰσθήματα στοργικότητας καὶ τρυφερότητας, δηλαδὴ συγχωρητικότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέταρτο στοιχεῖο.
Ἂν προσέξει κανεὶς βλέπει ὅτι ἐνῶ γίνεται αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή, ὁ πατέρας δὲν τοῦ λέει τίποτα, κάποιες συμβουλὲς νὰ τοῦ δώσει, κάποιες παρατηρήσεις καὶ ὑποδείξεις νὰ τοῦ κάνει. Ὅλοι εἴμαστε σίγουροι ἀπὸ τὸ σκηνικὸ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ὅτι μὲ πολλὴ εὐκολία θὰ τὶς δεχόταν αὐτὸ τὸ παιδί. Καὶ δὲν τοῦ τὶς κάνει. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα, τὸν δέχτηκε στην ἀγκαλιά του. Τότε ὁ πατέρας ζήτησε νὰ τοῦ ἀλλάξουν τὰ ροῦχα καὶ ἀπὸ τὰ κουρέλια ποὺ φοροῦσε νὰ τοῦ δώσουν καινούργιο ἔνδυμα, νὰ τοῦ βάλουν δαχτυλίδι, νὰ τοῦ δώσουν παπούτσια ποὺ ἦταν ξυπόλυτος καὶ νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο θρεφτάρι ποὺ εἶχαν γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει δεῖπνο πανηγύρεως. Σὰν νὰ εἶχε φύγει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ σὰν νὰ εἶχε πολλαπλασιάσει τὴν περιουσία καὶ νὰ τοῦ ὄφειλε ὁ πατέρας ἕνα βραβεῖο καὶ ἕναν ἔπαινο. Ἠταν ὑπερβατικὸς ὁ πατέρας, πληθωρικός στὰ αἰσθήματα. Πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ὄφειλε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρόσφερε στὸ παιδί του.
Ἐπιπλέον εἶχε ἀντοχὴ καὶ δύναμη νὰ ὑπομένει τὰ ἀναπάντεχα χτυπήματα. Τὸ πρῶτο χτύπημα ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ παιδιοῦ του νὰ πάρει τὴν περιουσία ποὺ βέβαια δὲν τοῦ ἀνῆκε καὶ σίγουρα νὰ τὴν κατασπαταλήσει. Τὸ δεύτερο, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ πῶς τελικὰ ζοῦσε. Μόλις τόλμησε νὰ νοιώσει λίγα σπέρματα χαρᾶς καὶ παρηγοριᾶς ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ του, ὁ μεγάλος γυιός του, τὸ «καλό» του παιδί, τοῦ φέρθηκε τόσο σκληρὰ καὶ τόσο ἀπάνθρωπα. Ἀντοχὴ καὶ δύναμη λοιπόν τὸ πέμπτο χαρακτηριστικό.
Ὁ πατέρας αὐτὸς γνώριζε πολὺ καλὰ πότε νὰ μιλάει καὶ πότε νὰ σιωπᾶ. Στὸ μικρό του τὸ παιδί, τὸ ἄσωτο, ποὺ ἀποστάτησε, οὔτε μιὰ κουβέντα δὲν λέει. Στὸ «καλό» του τὸ παιδί, ποὺ τελικὰ ἀποδείχτηκε σκληρόψυχο καὶ σκληρόκαρδο, φέρεται μὲ ἕναν τρόπο παρακλητικό. Ἦταν παρακλητικὸς ὁ πατέρας. Πήγαινε καὶ παρακαλοῦσε τὸν μεγάλο του γυιὸ νὰ ἔλθει κι αὐτὸς νὰ συμμετάσχει στὴν εὐφροσύνη καὶ στὴν πανήγυρη.
Τί φοβερὸς ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Εἶχε μοναδικὰ χαρίσματα: ἐλευθερία, ὑπακοή, ἀντοχή καὶ δύναμη, συγχωρητικότητα, ἐκστατικότητα καὶ ὑπερβατικότητα, παρακλητικότητα, καὶ πληθωρισμὸ αἰσθημάτων. Ἕνας πατέρας τόσο ἀνώτερος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔβγαζε δύο καρπούς, οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ νὰ τοῦ πρόσφεραν ἱκανοποίηση καὶ ἀνάπαυση; Ἔχει δυὸ γυιοὺς ποὺ ὁ ἕνας μέσα ἀπὸ τὴν καλωσύνη του τὸν τυραννάει. Κι ὁ ἄλλος μέσα ἀπὸ τὴν πιστότητα καὶ τὴ συνέπειά του, μένοντας στὸ σπίτι, ἀποδεικνύεται σκληρὸς καὶ βασανιστικός, σφιχτὸς καὶ δύσκολος.
Τὸ ἕνα τὸ παιδί του, τὸ «κακό» κάνει τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζεῖ μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι εἶναι παιδί του. Τὴ λέξη «πατέρας» τὴν ἀναφέρει 3-4 φορὲς σ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολή. Ὁ γυιὸς ποὺ μένει στὸ σπίτι, τὸ «καλὸ» παιδί, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ πατέρα, ἀλλά, ὅπως πολὺ ὡραία ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αἰσθάνεται μέσα στὴν ἀγκαλιά τῆς οἰκογένειας του σὰν ἕνας δοῦλος. Ὁ πρῶτος γυιὸς μόλις δεῖ τὴν πτώση του, καὶ τὸ κατάντημά του συναισθάνεται καὶ τὴν ἐνοχή του καὶ πολὺ ἁπλᾶ τὴν ὁμολογεῖ. Ὁ δεύτερος ἀρκεῖται μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ καὶ κακῶς ἐννοούμενη συμμόρφωσή του καὶ τὸ μόνο ποὺ ξέρει νὰ κάνει εἶναι νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὶς εὐθύνες στὸν πατέρα.
Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο τὸν ἀδελφό του δὲν τὸν ὀνομάζει ἀδελφό, ἀλλὰ τὸν ὀνομάζει «παιδί σου» ὅταν ἀπευθύνεται στὸν πατέρα. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε μ´ ἕναν τρόπο ἐλεγκτικὸ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ καρπὸς ὁ δικός σου». Ἕνας ἄνθρωπος διαρκοῦς ἀρνητικότητας: «Ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι νὰ σφάξω γιὰ νὰ γλεντήσω κι ἐγώ μὲ τοὺς φίλους μου, ὁ ὁποῖος δούλεψα πραγματικὰ στὸ σπίτι σου σὰν ἕνας πιστὸς δοῦλος». «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ».
Ὑπάρχουν πολλὲς γλῶσσες, διάλεκτοι καὶ τρόποι ἐπικοινωνίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ πλατύνεται, τότε αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἄνεση ἐκφράζεται στὴν περίπτωση τοῦ πατέρα ὡς ἐλευθερία καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ὡς αἴσθηση καὶ βίωμα υἱοθεσίας. Ἀντιθέτως, στὸν πρεσβύτερο καὶ «καλὸ» υἱὸ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ στενότητα τῆς καρδιᾶς καί, ἐνῶ ζεῖ μέσα στὸ πατρικὸ σπίτι, νοιώθει ὡς δοῦλος.
Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ πατέρα μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ δὲν ἔχει λόγια, δὲν χρειάζεται λόγια. Ὑπάρχει ἡ ἀγκαλιά, τὸ φίλημα• αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ἡ διάλεκτος ἐπικοινωνίας. Καὶ ὁ καρπὸς εἶναι ἡ εὐφροσύνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ πανήγυρις. Ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ ὑπάρχει ὁ διάλογος, χρειάζεται τὸ δίκαιο, εἶναι ἀνάγκη νὰ παρουσιαστοῦν τὰ ἐπιχειρήματα. Καὶ ἀντὶ εὐφροσύνης καὶ πανηγύρεως, ἔρχεται ἡ ἀπομάκρυνση, ἡ ἀπομόνωση καὶ ἡ ὀργή γιὰ τὴν ὁποία μᾶς μιλάει τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Προχωροῦμε στὸ Τριώδιο. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ Ἐκκλησία μας βάζει αὐτὴν τὴν παραβολὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὸ πρόγραμμα μας. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει καὶ ἔτσι μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν δικοί Του ἄνθρωποι θὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ πορευθοῦμε πρὸς τὸ Πάσχα, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χαρᾶς καὶ τῆς πανηγύρεως τῆς αἰωνίου Ἀναστάσεως καὶ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός της. Ἀμήν.
Τριώδιο 2017
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ήταν δυό αδέλφια τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν
Πηγή: http://asiminakisangelos.blogspot.gr/2011/02/blog-post_20.html
Τό βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς τοῦ 2016 εἰδοποιήθηκε ἐπειγόντως ἡ Ἀσφάλεια Ἀττικῆς. Περίπου 100 ἀναρχικοί, κρατώντας ἀναμμένες λαμπάδες, εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπό ἕνα ναό τῶν Ἐξαρχείων καί περίμεναν νά βγεῖ ὁ Ἐπιτάφιος. Πολλοί φοβήθηκαν ὅτι θά γίνονταν ἐπεισόδια, φωτιές κ.λπ., καί κάλεσαν τήν Ἀστυνομία. Πράγματι κατέφθασε ἐπί τόπου ὁμάδα ΜΑΤ, γιά νά περιφρουρήσει τήν πομπή. Ἀστυνομικοί πού βρέθηκαν ἐκεῖ καταγράφουν τί ἀκολούθησε ἐντέλει…
Οἱ νεαροί καί οἱ νεαρές, περίπου 100 ἄτομα, ἀκολούθησαν μέ τά ἀναμμένα κεριά τους τήν πορεία τοῦ Ἐπιταφίου, μαζί μέ τόν ὑπόλοιπο κόσμο, καί κατά διαστήματα φώναζαν τά ἑξῆς συνθήματα:
Μετὰ τὴν πομπὴ διαλύθηκαν εἰρηνικά.
Γιά νά ἐπιβεβαιώνονται οἱ σύγχρονοι προορατικοί, ὅπως ὁ ὅσιος Παΐσιος, πού εἶπε:
«Οι νέοι σήμερα έχουν καλές και καινούργιες μηχανές, όμως έχουν παγωμένα λάδια και θέλει να βοηθήσουμε πολύ να ζεσταθούν. Όταν ζεσταθούν, τότε όλα θα πάνε καλά».
Ἄς τό εὐχόμαστε!
Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!
Χ.
Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη...
τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!
Πηγή: imaik, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Μία σταγόνα δάκρυ γιὰ τὸ ἀγαπημένο καὶ πολυαδικημένο σπλάχνο της.
Καινούργιο μὰ καὶ τόσο παλαιό, ἀπὸ τότε ποὺ διωγμένη ἔφυγε μαζί του, βρέφος τότε, πρὸς στὴν Αἴγυπτο.
Τὸ δάκρυ τῆς Παναγίας γιὰ ὅλους ἐμᾶς, γιὰ τὸν καθένα μας προσωπικά, ὁ πόνος τῆς Παναγίας μας ποὺ συμπονᾶ καὶ μὲ τὸν δικό μας πόνο στὸ διάβα τῆς ζωῆς μας.
Δάκρυ λύπης ἅδου μὰ καὶ χαρᾶς παραδεισένιας σὰν ἀντικρυσε Τὸν Υἱό της νὰ λάμπει αὐγαζόμενος μέσα στὴν λαμπρή τῆς Ἀναστάσεώς του.
Τὰ δάκρυ κάθε Μητέρας πάνω στὴν γῆ ποὺ τὰ σπλάχνα της ποὺ ἔχουν γίνει τόσο πλατειὰ νὰ ἀγκαλιάσουν ὅλη τὴν πλάση.
Μία σταγόνα, μὰ ἕνας ὁλόκληρος ὠκεανὸς μαζὶ ποὺ ἀνέπλασε ὁλάκερο τὸ σύμπαν.
Τὸ δάκρυ τῆς Παναγίας Μητέρας μας!
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Το Άγιο και Μεγάλο Σάββατο είναι μια ξεχωριστή ημέρα για την Εκκλησία μας. Τιμάμε κατ’ αυτή τη θεόσωμη ταφή και την εις Άδου κάθοδο του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού. Την οδύνη μας για τα σωτήρια παθήματα του Λυτρωτή μας διαδέχεται η θλίψη, η σιωπή και η περισυλλογή.
Με την καρδιά σφιγμένη από τη βίωση των Αγίων Παθών της Μεγάλης Παρασκευής, βιώνουμε την αγία αυτή ημέρα έναν μεγάλο θρίαμβο, το μυστήριο της μεγαλύτερης πάλης όλων των εποχών, της μάχης του Χριστού με τον Άδη. Της πάλης της ζωής με το θάνατο.
Εκεί στο σκοτεινό και ανήλιο τόπο των βασάνων, στο φοβερό και αδυσώπητο δεσμωτήριο των ψυχών, στο θλιβερό μεταθανάτιο προορισμό του ανθρώπου, εκείνο το υπερευλογημένο Σάββατο ο Αρχηγός της Ζωής νίκησε το θάνατο με το δικό Του θάνατο και απάλλαξε την ανθρωπότητα από την τυραννία του Σατανά. Τον σύντριψε και κατέλυσε το σκοτεινό του βασίλειο. Για τους πιστούς του Χριστού η κυριαρχία του διαβόλου, ο θάνατος και ο Άδης αποτελούν πια εφιαλτικό παρελθόν, ένα φρικιαστικό όνειρο, το οποίο δε μπορεί να επαναληφτεί, διότι η βασιλεία του Χριστού μας είναι πια η μόνη πραγματικότητα, η ατέρμονη πορεία προς τη θέωσή μας και καμιά αντίθεη δύναμη δε μπορεί να την ματαιώσει και να την καταλύσει!
Ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας, αφού καταδέχτηκε να υποστεί τα επώδυνα παθήματα και να θανατωθεί επάνω στο σταυρό, το πνεύμα Του, ενωμένο αδιάσπαστα με τη θεότητά Του, κατήλθε «εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψε μοχλούς αιωνίους» κατά τον ιερό υμνογράφο του Πάσχα. Κατέβηκε στον παμφάγο Άδη για να συνεχίσει και εκεί το απολυτρωτικό Του έργο. Κατέβηκε στο φοβερό εκείνο τόπο, όπου βρισκόταν τα πνεύματα όλων των ανθρώπων φυλακισμένα και διατελούντα σε αφάνταστη διαρκή τυραννία για να λύσει τα πικρά προαιώνια δεσμά τους.
Ο Άδης υπήρξε εφεύρημα του διαβόλου για να κατακρατεί τα πνεύματα των ανθρώπων σε παντοτινή αιχμαλωσία και τιμωρία και να τα εμποδίζει να αναχθούν στην σφαίρα της κατά χάριν θεώσεώς των, όπως ήταν πλασμένα και προορισμένα, εκεί όπου «ο σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μαρκ.9,43). Παρακινημένος από ασύλληπτο μίσος κατά του Θεού και μη μπορώντας να πλήξει Αυτόν, ξέσπασε κατά του κορυφαίου δημιουργήματός Του, τον άνθρωπο. Δεν άντεχε να βλέπει τον άνθρωπο να ευδαιμονεί κοντά στο Θεό και γι’ αυτό τον παρέσυρε στην αμαρτία και τον απομάκρυνε από Εκείνον.
Η βαριά πύλη του Άδη, της φρικτής κολάσεως, άνοιξε την αποφράδα εκείνη ημέρα της πτώσεως των πρωτοπλάστων, όχι την ώρα που «έφαγαν τον καρπό» της γνώσεως του καλού και του κακού, αλλά την ώρα του φοβερού διαλόγου τους με το Θεό, όπου δεν εξεδήλωσαν ίχνος μεταμέλειας για την παρακοή τους. Όταν μετέθεταν την ευθύνη της παρακοής τους ακόμη και σ’ αυτόν το Δημιουργό τους! Την ίδια ημέρα ο «Κήπος της Εδέμ» έκλεισε οριστικά για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Το χερουβίμ με την φλόγινη ρομφαία φύλαγε την πύλη του Παραδείσου, ώστε να μην εισέλθει κανένας, όσο δίκαιος και αν ήταν (Γεν.3,24). Προορισμός λοιπόν πάντων, δικαίων και αδίκων ήταν το φρικτό δεσμωτήριο του σκοτεινού Άδη.
Είναι θεμελιώδης πίστη της Εκκλησίας μας πως τα «πεπεδημένα» πνεύματα των ανθρώπων στον Άδη ανέμεναν και αυτά την απολύτρωσή τους. Οι θεόπνευστοι προφήτες και οι δίκαιοι της παλιάς εποχής προανήγγειλαν και καλλιεργούσαν τη βέβαιη ελπίδα της απολυτρώσεώς τους από τα βάσανα της κολάσεως στο Θείο Πρόσωπο του αναμενόμενου Μεσσία, ο Οποίος θα έσωζε «παγγενή τον Αδάμ». Ο Κύριος «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6).
Ο Ωσηέ είχε προφητεύσει: «Υγιάσει (ο Κύριος) ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1). Ο Ησαΐας προείπε: «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις» (Ησ.26,19). Επίσης ο Ψαλμωδός προφήτευσε: «Κατέβη εις άδου η δόξα σου, η πολλή ευφροσύνη σου» (Ησ.14,13), προαναγγέλλοντας σαφώς την κάθοδο του Μεσσία στον Άδη. Βεβαίως δεχόμαστε την εκδοχή πως, όπως και στη γη, υπήρχαν και στον κόσμο των ψυχών άπιστοι, οι οποίοι δεν είχαν την ελπίδα της σωτηρίας και φυσικά δεν πίστεψαν στο κήρυγμα του Χριστού και εν τέλει αποτέλεσαν τους ένοικους του Άδη μετά τη συνανάσταση των νεκρών.
Ο απόστολος Πέτρος αναφέρει κατηγορηματικά πως ο Κύριος μετά την εκπνοή Του ως άνθρωπος επί του σταυρού «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι, εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πετρ.3,19). Κατέβηκε στον Άδη για να κηρύξει το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στις αιχμάλωτες ψυχές. Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος αναφέρει πως: ο Χριστός «κατέβη εις τα κατώτερα μέρη της γης . ίνα πληρώσει τα πάντα» (Εφεσ.4,9), θέλοντας να δηλώσει την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής του, περί «υπογείου δεσμωτηρίου».
Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία αντλήθηκε από θεόπνευστες μαρτυρίες, η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη υπήρξε επεισοδιακή. Μπήκε σαν τον πιο δοξασμένο στρατηλάτη, ματωμένο από τις νικηφόρες μάχες, καταλαμβάνοντας το κάστρο των αντιπάλων του, για να εκδικηθεί σκληρά τους τυράννους του λαού του. Ο προφητάναξ Δαβίδ προείδε ως εξής το φοβερό αυτό γεγονός στον 23ο Ψαλμό, (στ.7-10): Οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι συνόδευαν το πνεύμα του Κυρίου στάθηκαν έξω από τη φοβερή και ζοφερή φυλακή των ψυχών, τον τρομερό τόπο της βασάνου, τον Άδη και φώναζαν γοερά: «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης».
Οι σκοτεινοί δαίμονες της κολάσεως ρωτούσαν: «Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;». Οι άγγελοι απάντησαν: «Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω»! Ο Ησαΐας είχε προφητεύσει την ήττα του Άδη: «Ο άδης κάτωθεν επικράνθη συναντήσας σοι, συνηγέρθησαν (εν Αυτώ) πάντες» (Ησ.53,4). Και επίσης ο Ιώβ προείπε: «Ανοίγονται δε σοι πύλαι θανάτου, πυλωροί δε άδου ίδονταί σε έπτηξαν» (Ιωβ 38,17). Ο προφήτης Ωσηέ σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φώναζε να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Πού σου η δίκη σου, θάνατε, πού το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).
Αμέσως σωριάστηκαν οι μεγάλες πύλες και εισήλθε ο Χριστός στα απόρθητα ως τότε βασίλεια του Διαβόλου, ως ελευθερωτής των ψυχών, που ήταν δέσμιες από την αρχή της ιστορίας. Άπλετο ουράνιο φως φώτισε για πρώτη φορά τον ανήλιο καταχθόνιο τόπο της κολάσεως. Για πρώτη φορά αγαλλίασαν οι δύσμοιρες δέσμιες ψυχές. Περισσότερο χάρηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι είδαν να πραγματοποιείται το προφητικό τους κήρυγμα, διότι έφθασε η πολυπόθητη ημέρα της σωτηρίας του κόσμου. Ο πλέον περιχαρής ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο οποίος σύμφωνα με την εκκλησιαστική μας παράδοση, υπήρξε ο προδρομικός κήρυκας του Χριστού και στον Άδη. Ο Χριστός κήρυξε στα εκεί πνεύματα το ευαγγέλιο της σωτηρίας και όσα από αυτά πίστεψαν στο κήρυγμά Του συναναστήθηκαν μαζί Του, «λύσας τας ωδύνας του θανάτου» σ’ αυτούς (Παρξ.2,24).
Οι ιεροί υμνογράφοι του Μεγάλου Σαββάτου απέδωσαν με άφθαστη ποιητικότητα και λυρισμό το μέγα γεγονός της ευλογημένης καθόδου του Κυρίου στον Άδη, της θριαμβευτική Του νίκη κατά του διαβόλου και της καταργήσεως του θανάτου. «Σήμερον. υπνοί η ζωή και Άδης τρέμει, και Αδάμ των δεσμών απολύεται.» (1ο τροπ. αίνων, όρθρου Μ. Σαββάτου). «Δεύτε ίδωμεν την ζωήν ημών εν τάφω κειμένην, ίνα τους εν τάφοις κειμένους ζωοποιήση.» (3ο τροπ.αίνων, όρθρου Μ. Σαββάτου). «Σήμερον ο Άδης στένων βοά, κατελύθη μου η εξουσία. εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει.»
(2ο στιχ. Εσπερινού του Πάσχα). «Σήμερον ο Άδης στένων βοά, κατεπόθη μου το κράτος. Ο Ποιμήν εσταυρώθη, και τον Αδάμ ανέστησεν, ώνπερ εβασίλευον εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα. Εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς, και ου ισχύει του θανάτου το κράτος.» (3ο στιχ. Εσπερινού Πάσχα)!
Ο θάνατος του Κυρίου και η εκ νεκρών ανάστασή Του συντέλεσαν στη δική μας ζωοποίηση και αναγέννηση: «αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου διά παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15). Δεν υπάρχει πια θάνατος για τους πιστούς του Χριστού, διότι «ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα ημών» (Ρωμ.8,11). Δεν υπάρχει αιώνιο δεσμωτήριο να τους κατακρατεί σε ανήλια και αραχνιασμένα διαμερίσματα, μακριά από το ανέσπερο φως του Χριστού. Ο φοβερός άδης υπάρχει για τους αμετανόητους αρνητές και εχθρούς του Χριστού, οι οποίοι θα βασανίζονται εκεί αιωνίως μαζί με τους εντολοδόχους τους αγγέλους της κολάσεως (Ματθ.25,41). Αντίθετα με αυτούς, οι δίκαιοι θα κληρονομήσουν «την ητοιμασμένην βασιλείαν (Του) από καταβολής κόσμου» (Ματθ.25,34).
Αφού νικήθηκε πια ο διάβολος, καταργήθηκε ο θάνατος και έκλεισαν οι πύλες του Άδη, έχουμε κάθε λόγο να βρισκόμαστε σε ψυχική κατάσταση μόνιμης χαράς και ευφροσύνης, διότι ο Αναστάς Κύριος έχει καταργήσει το χειρότερό μας εχθρό, το θάνατο με το δικό Του θάνατο! «Ο Θεός ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν, την άφεσιν των αμαρτιών» (Ρωμ.6,15). Υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία από αυτή; Ο εξαίσιος υμνογράφος του Πάσχα δικαιολογημένα προτρέπει ολόκληρη τη δημιουργία σε αέναη ευφροσύνη και ατελεύτητη πανήγυρη: «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος! Χριστός γαρ εγήγερται ευφροσύνη αιώνιος»!
Στους νοητούς στεναγμούς του Άδη, στους απέλπιδες καγχασμούς των εχθρών του Αναστάντος Χριστού μας και στους θλιβερούς γρυλλισμούς των αρνητών της Αναστάσεώς Του, εμείς οι λελυτρωμένοι, εν «χαρά ανεκλαλήτω και δεδοξασμένη» (Α΄Πετρ.1,8), αντιπαραθέτουμε την ιλαρότητά μας και καταρτίζουμε ασίγαστο αίνο και επινίκια ωδή στο Μεγάλο Νικητή του Πάσχα. Η πίστη μας σ’ Αυτόν δεν είναι ένα ρηχό θεωρητικό σχήμα και ο εορτασμός της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του, δεν είναι μια επετειακή και ευκαιριακή ανάπαυλα, αλλά μόνιμη και βαθύτατη οντολογική βίωση του υπέρτατου μυστηρίου της εν Χριστώ απολυτρώσεώς μας.
Με άκρατο ενθουσιασμό, κραυγάζουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, για να ακουστεί σε όλους τους κόσμους, για να χαροποιήσει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη: «μηδείς φοβείσθω θάνατον΄ ηλευθέρωσεν γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην»(Migne P.G.59,721)!
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...