
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η δίκη του Κολοκοτρώνη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου – το σημερινό Βουλευτικό. Εισαγγελέας ορίσθηκε ο Εδουάρδος Μάσον, «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος», όπως γράφει ο ιστορικός Μέντελσον, «της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, που υπερασπιίσθηκε με πάθος τον φονιά του Καποδίστρια Γεώργιο Μαυρομιχάλη» και κατηγόρησε με άκαμπτο πείσμα τον Κολοκοτρώνη.
Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση κατά τον Αγώνα, μετά την απελευθέρωση δε άρχισε να δικηγορεί, έως ότου ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις και υπηρέτησε, ουσιαστικά, την αγγλική πολιτική. Ένας ξένος, και αυτός, που κάτω από την ηθική δικαίωση του φιλελληνισμού, αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων. Τον κατείχε, όπως και άλλους παρεμφερείς φιλέλληνες, η εγωιστική πεποίθηση ότι οι μικρές ή μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην αγωνιζόμενη χώρα τούς έδιναν ιδιαίτερα δικαιώματα, ακόμα και το ύπατο δικαίωμα να κρίνουν επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτού του τόπου.
Η τακτική του Μάσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι έλειπε από τη νομική και φιλοσοφική του σκέψη η βαθύτερη έννοια της δικαιοσύνης. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια, όση κρυβόταν κάτω από την καιροσκοπική δίωξη του Κολοκοτρώνη και διακήρυττε ότι ήταν ακλόνητα πεπεισμένος περί της ενοχής του γέρου. Όταν πήγε στο Ιτς Καλέ, όπου ήταν φυλακισμένος ο Γέρος του Μοριά, για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο στρατηγό και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως», ο Κολοκοτρώνης, με πολύ πικρή θυμοσοφία, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας, του λύκου ο οποίος για να βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω». Ανάλογους δικολαβισμούς επικαλέσθηκε ο Μάσον και κατά τη διάρκεια της δίκης και κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο (7 Μαρτίου 1834) ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας είχαν οργανώσει την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1833 και είχαν από κοινού κατευθύνει συνομωσία που αποσκοπούσε να διαταράξει την δημόσια ασφάλεια, να παρασύρει τους υπηκόους του βασιλιά σε ληστείες και σε εμφύλια διαμάχη και να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη.
Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Και αν ακόμη υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, αοριστίες, κατά το πλείστον, έλλειπαν όμως τα αδιαφιλονίκητα εκείνα στοιχεία που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, και μάλιστα «επί εσχάτη προδοσία». Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας, που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας.
Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί, με απλή στολή καπετάνιου χωρίς παράσημα οδηγούνται στην αίθουσα και κάθονται στον πάγκο τους συνοδευόμενοι από όργανα τάξης και τους συνηγόρους τους. Συνήγοροι και χωροφύλακες παίρνουν κι αυτοί τις θέσεις τους. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τι επάγγελμα έχεις;» και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη.
Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως δικαζόταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Στην ουσία όμως επρόκειτο περί της δίκης ολόκληρου του φατριαστικού πνεύματος, που σαν δαίμονας αλάστωρ είχε κατακυριεύσει, διαδοχικά, κατά καιρούς, όχι μόνο τους κομματιζόμενους ηγέτες, αλλά ακόμη και τις ευγενέστερες, τις πατριωτικές καρδιές. Πίσω από την ατελείωτη αυτή σειρά των κατηγορουμένων διαγράφονταν οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι ίσως ένοχοι, οι αρχηγοί των ξένων ανακτοβουλίων και οι μακιαβελίσκοι της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Στην ερώτηση του προέδρου «Τι επάγγελμα κάνεις;» ο Γέρος του Μοριά απάντησε; «Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Η τελευταία ερώτηση ήταν: «Γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία;» Απάντηση: «Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».
Ακολούθησε η απολογία του Δημητρίου Πλαπούτα, στο τέλος της οποίας τόνισε (μετά από ερώτηση του Προέδρου αν έχει να συμπληρώσει κάτι): «Τούτα δω μονάχα. Κατηγορούν εμένα και τον Γέρο, πως τάχα σηκώσαμε κεφάλι ενάντια στην Αντιβασιλεία και το Βασιλιά. Μα μήπως εγώ δε συνόδεψα τη Μεγαλειότη του και μπήκα εγγυητής για να ‘ρθει να καθίσει το θρονί; Μας ανακατεύουν πάλι με ληστές και κάτι ασήμαντους ανθρώπους. Εμείς το ‘χουμε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δε μηχανευόμαστε βρομοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που μας κατηγορούν γι’ αναρχικούς. Ό,τι έχουμε να πούμε το λέμε ντρέτα και σταράτα (ειρωνικά και υπονοώντας τον Επίτροπο). Κύριοι δικαστές, είμαστε αθώοι. Άλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της Πατρίδας».
Η αγόρευση του Μάσον που κράτησε πεντέμισι ώρες, στην ουσία ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας, κατέληγε δε ως εξής: «Επιμένω εις την κατηγορίαν και με τα δόντια και με τα νύχια θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω (θεωρώ), λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και απαιτώ τον θάνατόν τους!».
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα), αλλά «μυστηριωδώς» ένα σημαντικό μέρος των σελίδων των πρακτικών της συνεδρίασης, που αφορούν τις αγορεύσεις αυτές, έχουν…εξαφανιστεί.
Ο Κλωνάρης ολοκλήρωσε το αποδεικτικό έργο, για να καταλήξει με ένα πανηγυρικό εγκώμιο των μεγάλων εθνικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Και όταν μέσα στο τούρκικο τζαμί αντήχησαν τα ονόματα των ιστορικών τοποθεσιών όπου άπειρες φορές είχαν προμαχήσει οι σημερινοί κατηγορούμενοι επί «εσχάτη προδοσία», οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές τους άφησαν ελεύθερα τα δάκρυά τους, πνίγοντας αδιάκοπα τους λυγμούς που τάραζαν τα λάσια στήθη τους.
Πριν από την έναρξη της δίκης ο Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δυο στρατηγούς. Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και δήλωσε αμέσως: «Θάπτω εις τους κρυψώνας της σιωπής την αντάμωσίν μας εδώ, το διατί και το πώς. Αν είναι ανάγκη να προείπομεν τι, προλέγω ότι, αν οι στρατιωτικοί Έλληνες είναι αθώοι, έχομεν τιμιότητα να τους αθωώσωμεν, αν ένοχοι, αγάπην Πατρίδος να τους καταδικάσομεν εις δεσμά, εις θάνατον».
Προσπάθησαν επίσης να εξαγοράσουν και τον Τερτσέτη ενώ η δίκη διαρκούσε ακόμη.
Ήταν ξεκάθαρο ότι εκτός από τον Τερτσέτη και τον Πολυζωίδης, οι άλλοι τρεις δικαστές ήταν αποφασισμένοι να καταδικάσουν σε θάνατο τους στρατηγούς.
Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπαθούν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές.
Επιφανής λόγιος ο Τερτσέτης, προσπάθησε με μια δραματική έξαρση, να συγκινήσει τους τρεις καταδικαστικούς. «Ναι» παραδέχτηκε αργότερα, «έκλαυσα ενώπιον των τριών, θέλοντας να βοηθήσω τα δικαιώματα δυο υπηκόων της Βασιλείας. Μου έκαιε την καρδιά η μοίρα πολλών άλλων Ελλήνων, τους οποίους ανακροάστους σχεδόν συναποφασίζαμεν με την καταδίκην των δυο Πελοποννησίων (στρατηγών). Ναι! Σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των τριών!».
Τα αντρικά δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους «μιλημένους» δικαστές. Ακόμα και όταν ο Τερτσέτης τους φώναξε, «με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον!», αυτοί παρέμειναν αμετακίνητοι στις εντολές που είχαν λάβει.
Τώρα ο Πολυζωίδης, αποφασίζει να δώσει την ύστατη μάχη του. Με ιερή αγανάκτηση δηλώνει στους τρεις καταδικαστικούς: «Θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρίζεται εις τας δημοσίως διαξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Είναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας».
Οι τρεις, ατάραχοι, τον καλούν να υπογράψει πρώτος την απόφαση και προσπαθούν να πείσουν τον Τερτσέτη να υπογράψει, και τον απειλούν ότι «τυχόν άρνησίς του αποτελεί τουλάχιστον πράξιν τιμωρουμένην υπό του νόμου». Ο Τερτσέτης απαντά: «Ποτέ! Όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος».
Αναλαμβάνει δράση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Σχινάς όπου σε έντονο ύφος καλεί τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
- Σας διατάσσω να την υπογράψετε.
- Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
- Εσείς τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
- Όχι! Δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δυο ανθρώπων.
Ο Σχινάς απευθύνεται στον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη λέγοντας: «Δεν το θεωρώ σπουδαίον ότι δεν υπογράφετε. Τούτο ίσως είναι δικαίωμά σας. Σας διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, να αναλάβετε τας έδρας σας εις την αίθουσαν συνεδριάσεων δια να απαγγελθεί αμέσως η απόφασις».
Οι άλλοι δικαστές τρέχουν να συμμορφωθούν. Ο Μάσον σπεύδει να καθίσει στον εισαγγελικό του θώκο. Αλλά ο Πολυζωίδης μένει «βιδωμένος» στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος που συνωστίζεται στην πλατεία. Ο υπουργός με παθιασμένη αυταρχικότητα φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσία του υπουργού, τον βλασφημούν, τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, του σκίζουν τα ρούχα και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της προεδρίας. Τον Τερτσέτη τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες και τον έφεραν στην έδρα. Ο Τερτσέτης φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και την συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε!». Η σκηνή είναι ασύλληπτη, εφιαλτική.
Ο υπουργός διατάζει το γραμματέα να διαβάσει την απόφαση, επειδή ο Πολυζωίδης, ως πρόεδρος, δεν ήθελε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει. Καθώς ανακοινώνεται η απόφαση, ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια, με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δε δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Ο Πλαπούτας είχε αντίθετα ταραχτεί και δάκρυα έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, επτά κοριτσιών και ενός γιου ανήλικου. Ο Κολοκοτρώνης με συμπόνια, τον κοίταξε και του είπε: «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει εφτά κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε στα λόγια αυτά, ο Γέρος τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν».
Ο Κολοκοτρώνης, τελικά, έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835. Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο στρατηγών στους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ, αλλά και τους άλλους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Παλαμήδι, θα ταίριαζαν μόνο σε κακούργους. Εκεί μάλιστα ο Κολοκοτρώνης αρρώστησε βαριά και χωρίς καμία περίθαλψη κινδύνεψε να πεθάνει.
Η Δίκη των Πολυζωίδη και Τσερτσέτη.
(στην φωτογραφία οι προτομές των Πολυζωίδη και Τσερτσέτη έξω από το Δικαστικό Μέγαρο Ναυπλίου)
Ο υπουργός Σχινάς και ο Μάσον παρέπεμψαν σε δίκη τους έντιμους δικαστές Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, επειδή είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των δυο στρατηγών. Η νέα δίκη έγινε στο ίδιο τζαμί του Ναυπλίου, «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», στις 27 Σεπτεμβρίου 1834. Επίτροπος πάλι ο Μάσον. Αυτή τη φορά όμως είχε να αντιμετωπίσει δυο κατηγορούμενους οι οποίοι ήταν κάτοχοι και της δικαστικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου. Οι απολογίες τους αποτέλεσαν δεινό κατηγορητήριο κατά του Μάσσον και κάποια στιγμή ο Τερτσέτης του φώναξε από το εδώλιό του: «Ποιος είσαι εσύ, Επίτροπε ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την τιμήν και την ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας»; Και στον ίδιο μαχητικό τόνο ο δικαζόμενος δικαστής διακήρυξε ότι δεν είχαν υπογράψει τη θανατική καταδίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, διότι εκτός από το νόμο τους εμπόδιζε και ένα άλλο αίτιο κατά πολύ ανώτερο: «Ο Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα. Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού. Το έργον εκείνης της ημέρας ήταν το νομιμότατον σχόλιον της επαναστάσεως και η ωραιότατη ημέρα της βασιλείας. Τι ήταν η επανάστασίς μας; Ήταν άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμό, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήταν η υπογραφή μας;»…
Από το εδώλιό του ο Τερτσέτης με την απολογία του έδωσε υψηλό δίδαγμα προς εκείνους που καυχιόνταν ότι είχαν έλθει να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους και αντ’ αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης. Η μαχητική αυτή απόλογία ή μάλλον το αντικατηγορώ του Τερτσέτη, καθώς και του Πολυζωίδη, επηρέασε αποφασιστικά το δικαστήριο που στάθηκε κι αυτό στο ύψος της αποστολής του και αθώωσε πανηγυρικά τους δυο κατηγορούμενους.
Το ακροατήριο ζητοκραύγασε την απόφασή τους. Έπειτα ακολούθησαν σκηνές λαϊκού ενθουσιασμού με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα. Σήκωσαν στους ώμους τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη και περιέφεραν στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου. Τους αποκαλούσαν: «νέους Αριστείδες» και η λαϊκή κρίση τους ύψωσε, «κοινή βοή», στη θέση των εθνικών ειδώλων
Η δίκη των δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη για απείθεια και η πανηγυρική τους αθώωση κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας στην Ελλάδα του Όθωνος. Μια πραγματική σελίδα της Ελληνικής ιστορίας.
Η Δίκη Των Δικαστών
Η ταινία ‘Η Δίκη Των Δικαστών’ προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων το 1974 και έκοψε 98.299 εισιτήρια. Ήρθε στην 2η θέση σε 47 ταινίες.
Σκηνοθεσία: Πανος Γλυκοφρυδης, Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Ένα τεράστιο καστ, το μισό ελληνικό θέατρο με επικεφαλής τον Νίκο Κούρκουλο και με "ευγενώς προσφερθέντες" του Μάνου Κατράκη στον ρόλο του Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Μυράτ στο ρόλο του Καποδίστρια. Η ταινία γυρίστηκε στην Αθήνα και στο Ναύπλιο. Άλλοι ηθοποιοί: Νικηφόρος Νανέρης, Χρήστος Τσάγκας, Σπύρος Καλογήρου, Χρήστος Καλαβρούζος, Μάκης Ρευματάς, Γιώργος Μοσχίδης, Γιώργος Παληός, Κώστας Μεσσάρης κ.α.
Μάνος Κατράκης- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από την Τράπεζα Ἰδεῶν .
Πηγή: Κόκκινος Ουρανός
Το κατόρθωμα του Πιπίνου και του Μιαούλη.
Στις 26 Απριλίου 1825, με αποβατική επιχείρηση, ο Ιμπραήμ κατέλαβε την βραχονησίδα Σφακτηρία στην είσοδο του όρμου του Ναυαρίνου και προξένησε βαρύτατες απώλειες στους Έλληνες υπερασπιστές της. Ήταν ένα σημαντικό επεισόδιο στην μακρά πορεία της Επαναστάσεως του '21, που συνετέλεσε στην αφύπνιση των επαναστατημένων Ελλήνων, καθώς εκείνη την περίοδο ήταν απασχολημένοι με τις εμφύλιες διαμάχες τους...
Καταστροφική πολεμική επιχείρηση των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, σε μια δύσκολη περίοδο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
...τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν τον Διάκο και τον έφεραν στην Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα παλιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδομηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη.Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω -δυτικά- στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη την νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι...
Μετά την σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στην Λαμία, οδηγώντας από την νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα -πάλι καλά!- έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του!
Εκτός από δύο-τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι -όχι όλοι- έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
|
Ο Ομέρ Βρυώνης |
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν, ήταν ο Ομέρ Βρυώνης, τον άλλον όχι. Απ' ό,τι όμως είχαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά τον Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν!
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται...
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε -το είδαν καθαρά αυτό- ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο τον Διάκο.Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει τον Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγμή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί!Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν τον Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στον δήμιό του.
Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς -έτσι τουλάχιστον δείχνει- και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στον Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποιημένος.
Ο Διάκος -και οι άλλοι τρεις απ' έξω- μέσα στο μισοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.
Στην συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν τον Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολμήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν τον Διάκο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επίμονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτερά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στην συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο!
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στην μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα...
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του! Τινάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κόψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πόδια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την πουκαμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μιλάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συνεχίζουν...
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνεται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργίζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του!Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δείχνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέπουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη την νύχτα, βλέπουν ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Τον Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.Τότε και οι τρεις παρατηρητές απ' έξω, για να μη γίνουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διάκο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει...Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντάς τον, δεν τον αναγνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι τα κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στηνΔημοτική Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανατολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικότερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στον Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξεχωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μάνα του Διάκου, που είχε μάθει την σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στην Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί! Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει...!Αυτός, τρέμει από τον φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σουβλίζει!Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο...
Δένοντας τον Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος ναχώνειτην πολύ καλολεπτισμένη άκρη του σουβλιού,
ξεκινώνταςαπ' την βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί!
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός!
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο!Στην συνέχεια, σπεύδουν να "συγυρίσουν" την φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες!
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στον σουβλισμένο, βγάζει την διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και την στρέφει στον Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα τον Διάκο. Και ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης βλέπει αυτό, αφρίζει απ' τον θυμό του και δίνει εντολή να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στην φωτιά και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτήν την κτηνωδία μένει άφωνος! Στην συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και να πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους, τους οποίους διατηρούσαν από την βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο.
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κατεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν τον νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι Χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο...!
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στην Λαμία και είχε πληροφορηθεί που περίπου είχαν θάψει τον Διάκο, έκανε έρευνες να τον βρει.
Κάποιοι στρατιώτες άρχισαν να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας τον τάφο του Διάκου. Σε ένα σημείο βρήκαν έναν σωρό σκελετού ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Τα συγκέντρωσαν, τα καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε τον Διάκο όπως έπρεπε! Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της Βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες- οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδρασε στην Στερεά Ελλάδα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Μασσαβέτας. Μυήθηκε στηνΦιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στηνΛιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821-σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς- κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε τηνγέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στην μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στηνΛαμία δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό ("σούβλισμα") από τους Τούρκους και κάηκε στις 24 Απριλίου 1821.
Ο Ελληνικός Στρατός του απένειμε τιμητικά τον βαθμό του Στρατηγού.
Πηγή: eleysis-ellinwn.gr , Περί Πάτρης
Γαζῆς Δελβινακιώτης, χιλίαρχος, ἀκολουθήσας τὸν στρατάρχην τῆς Ρούμελης εἰς πάσας αὐτοῦ τὰς ἐκστρατείας, ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ Αἰνιὰν καὶ ὁ Περραιβὸς εἶναι οἱ πρῶτοι γράψαντες περὶ Καραϊσκάκη. Οἱ μετ’ αὐτοὺς δέν προσέθηκαν ἢ ὕμνους, οὐδὲν ὅμως τὸ οὐσιαστικὸν διὰ τὴν βιογραφίαν του. Ἐκ τῶν ἐγγράφων δέ, τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἢ ἔστειλεν, ὀλίγα ἐδημοσιεύθησαν, ἀφορῶντα κυρίως εἰς τὴν ἐκστρατείαν Ἀττικῆς. Καὶ οἱ πρῶτοι αὐτοῦ βιογράφοι σχετικῶς ὀλίγα ἔγραψαν, τὸ ὁποῖον συμβαίνει καὶ δι’ ὅλους τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Ὀλίγοι ἄνδρες ἐν τούτοις τῆς Ἐπαναστάσεως ὑπῆρξαν, διὰ τοὺς ὁποίους νὰ μὴ γραφοῦν καὶ δύο καὶ τρία τὸ ὀλιγώτερον φυλλάδια, λόγοι ἢ βιογραφίαι, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν ἐκπροσωποῦν καμμίαν ἔρευναν. Συνήθως δὲν εἶναι ἢ πάταγος λέξεων.
Λησμονοῦν νὰ ἀναφέρουν αὐτὸ τὸ ἔτος τῆς γεννήσεως τῶν ἡρώων των, πολὺ ὀλιγώτερον τὰς πράξεις των. Διθύραμβοι ἄνευ οὐσίας. Πολλάκις δὲ καὶ μυθεύματα. Ὁ Καραϊσκάκης ἀφοῦ ζῶν ὑπέφερε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τὴν φιλαρχίαν καὶ κακίαν τοῦ Μαυροκορδάτου, ἐπέπρωτο καὶ τεθνεὼς νὰ παρασταθῇ ὡς δημιούργημα τῶν πολιτικῶν, οἵτινες τὸν ἀνεκάλυψαν δῆθεν, ὡς νὰ μὴ εἶχε προτέραν ἱστορίαν, τὸν προήγαγον, καὶ τοῦ ἔδωκαν μάλιστα σύμβουλὰς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι πλέον…. διάβολος!
Ὁ Καραϊσκάκης, διακεκριμμένος ἁρματωλός, ὑπῆρξεν εἷς τῶν καλλιτέρων καὶ πατριωτικωτέρων ὁπλαρχηγῶν ἀπ’ αὐτῶν τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ ἀγῶνος. Εὑρεθεὶς ἐγγύτατα τοῦ κέντρου τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, δηλαδὴ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Χουρσίτ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατεθῇ ἡ κατάπνιξις τοῦ κινήματος τοῦ Ἀλῆ-πασσᾶ καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἐπρομάχησεν αὐτῆς μετὰ ζήλου καὶ καρτερίας, καὶ εἶνε συκοφαντία τὸ λεχθὲν περὶ αὐτοῦ, ὅτι τὰ πρῶτα του κινήματα δὲν ἀπέβλεπον ἢ εἰς τὴν κατάκτησιν ἑνὸς ἁρματωλικίου μόνον.
Τὰ περὶ τῶν ἁρματωλικίων ἀνήκουν εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξῃ ἕν ἀρματωλήκι, διὰ νὰ ἔχῃ στρατιώτας καὶ σημασίαν. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνη ἄλλως τότε• ὅταν ἐξερράγη ὁ ἀγών, ἀμέσως ἐτάχθη εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, καὶ ἀπ’ ἀρχῆς ἠννόει ὁ ὀξύτατος πολὺ καλά, δὴ ἐπρόκειτο περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Γένους, ὄχι δὲ περὶ κατακτήσεως καπετανάτων.
Τὸ καπετανάτον τοῦ ἐχρειάζετο ὡς μέσον, ὄχι ὡς σκοπός. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ἦτο ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ Ἔθνους. Εὐθέως κατέκτησε μίαν ἀπὸ τὰς πρώτας θέσεις, παρὰ πάντων ἀναγνωριζόμενος, τὸ ὁποῖον χρεωστεῖ κυρίως εἰς τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν πολεμικὴν δεξιότητα. Ὅλοι οἱ καπεταναῖοι τῆς Στερεᾶς ἔβλεπαν ἀπ’ ἀρχῆς ἐν αὐτῷ τὸν μεγάλον ἀρχηγόν. Ἀλλὰ εἶχε νὰ παλαίσῃ ὄχι μόνον κατὰ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ κατὰ ραδιουργίας τῶν πολιτικῶν, οἵτινες καὶ ὡς προδότην ἀκόμη παρέστησαν αὐτόν, τὸν εἰσήγαγον εἰς δίκην, καὶ ἐκ παντὸς τρόπου προσεπάθησαν νὰ τὸν καταστρέψωσιν, ἀλλὰ τέλος ἐνίκησεν, ἐπιδείξας ψυχραιμίαν καὶ ὑπομονήν, καὶ δὲν τὴν ἔπαθεν ὡς ὁ Ὀδυσσεύς.
Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι πράγματι ὁ καθεαυτὸ αὐτοποίητος ἀνήρ, ἔργον τῶν ἰδίων χειρῶν. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπῆρξε γέννημα καλογραίας ἥτις ἡμάρτησε διὰ νὰ δωρήσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν ἄριστον τῶν στρατιωτικῶν αὐτῆς ἀνδρῶν. Πατὴρ του ὑπῆρξεν ὁ ὀνομαστὸς ἁρματωλὸς Ἴσκος ὁ καὶ Καραΐσκος, διὰ τὸν ὅποιον ἡ ἐξόχου καλλονῆς γυνὴ αὕτη ἠσθάνθη σφοδρὸν ἔρωτα, καὶ ἐξ αὐτοῦ συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὸν ἥρωα Γεώργιον, τὸ Καραϊσκάκη, ὡς τὸ ἀπεκάλει μετά τινος ὑπερηφάνειας, τὸ παιδάκι δηλαδὴ τοῦ Καραΐσκου.
Ἡ καλογραία αὕτη εἶχε γεννηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ εἰς Σκουλικαριὰν τῆς ἐπαρχίας Ἄρτης, ἐκαλεῖτο δὲ Ζωὴ Δεμισκῆ, καὶ ἀνῆκεν εἰς προέχουσαν οἰκογένειαν, πρώτη ἐξαδέλφη οὖσα τοῦ διασήμου ὁπλαρχηγοῦ Γώγου Μπακόλα. Ἐλθοῦσα εἰς γάμου κοινωνίαν πρὸς τὸν ἐκ Φαναρίου τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων πρόκριτον Γιαννάκην Μαυροματιώτην, ἐχήρευσε νεωτάτη, περιέπεσεν εἰς μελαγχολίαν, καὶ γυνὴ οὖσα τῶν ἄκρων ἠσπάσθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Μετὰ ἔτους ὅμως παρέλευσιν συνήντησε καὶ ἠράσθη τὸν ἐκ Βάλτου Καραΐσκον, καὶ τέλος ἔτεκε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ οὐ μακράν τοῦ Φαναρίου χωρίον Μαυρομάτι κατὰ τὸ 1782.
Φοβουμένη τὴν τιμωρίαν καὶ ἰδίως τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ νεογνοῦ, καταφεύγει εἰς ἕν σπήλαιον παρὰ τὸ Μουζάκι, καὶ μετὰ δίμηνον σχεδὸν ἐν αὐτῷ διαμονήν, ὑποστᾶσα τὰ πάνδεινα διαβαίνει εἰς τὴν πατρίδα της Σκουλικαριάν, ὅπου εὗρε τινά, φαίνεται, προστασίαν, καθ’ ἃ λέγεται καὶ παρὰ τοῦ Καραΐσκου αὐτοῦ, ὅστις τὴν ἐπροφύλαξε ἀπὸ πάσης καταδιώξεως, καὶ κατώρθωσεν οὕτως νὰ θρέψη αὕτη καὶ ἀναπτύξῃ τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον ἠγάπα περιπαθῶς. Τὸ ἀνέθρεψεν ἐπιμελῶς, ἦτο δὲ τὸ παιδίον ζωηρόν, εὐφυὲς καὶ ὡραῖον.
Ἡ Ζωὴ δὲν ἒζη πλέον ἢ δι’ αὐτό, καὶ ὅταν τὸ εἶδε πλέον περικαλλῆ καὶ ἔξυπνον ἔφηβον, τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ μεταβῇ εἰς Ἰωάννινα, ὅπως τὸ ἀναπτύξῃ καὶ φροντίσῃ περὶ τοῦ μέλλοντός του, ἰδίως δὲ φοβουμένη τὸ ἀτίθασσον αὐτοῦ, καὶ διὰ νὰ μὴ φύγῃ πρὸς τὴν κλεφτουριάν, πρὸς ἥν εἰλκύετο. Ἀλλὰ καὶ ἐν Ἰωαννίνοις ὁ νεανίσκος δὲν ὡμίλει ἢ περὶ Κλεφτῶν καὶ Ἁρματωλῶν. Ἐσοφίθη λοιπὸν νὰ τὸν φέρῃ ἡ ἰδία πρὸς τὸν Ἀλῇ-πασᾶ, τὸ ὁποῖον καὶ ἤρκεσε νὰ τῆς προσπορίση τὴν εὔνοιαν τοῦ φοβεροῦ Σατράπου.
Ὁ Ἀλῆς κατεθέλχθη ἐκ τοῦ γενναίου παραστήματος τοῦ πολεμικοῦ νεανίσκου, τὸν ἐπήνεσε διὰ τὸ ἀρειμάνιον αὐτοῦ φρόνημα, καὶ τὸν κατέταξε παρευθὺς εἰς τὸ στράτευμά του. Ἀλλὰ δὲν συνεβιβάζετο πολὺ πρὸς τοὺς Ὀθωμανούς, καὶ πολλὰ προυκάλεσεν ἐπεισόδια, ἕνεκα ἐρίδων καὶ συμπλοκῶν πρὸς αὐτούς. Ὀργισθεὶς τέλος κατ’ αὐτοῦ ὁ Βεζὺρ Ἀλῆ Πασᾶς τὸν ἐφυλάκισεν εἰς Τεπελένιον. Ὁ Καραϊσκάκης, δραπετεύσας ἐκ τῆς εἰρκτῆς, ἀπῆλθεν εἰς Ἄγραφα, καὶ κατετάχθη εἰς τὸ ἁρματωλῆκι τοῦ Κατσαντώνη, ταχέως διακριθεὶς καὶ προαχθεὶς. Γνωστὸν εἶναι τὸ τραγικὸν τέλος τοῦ περίφημου ἁρματωλοῦ Κατσαντώνη.
Μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του οἱ τετρακόσιοι αὐτῶν στρατιῶται ἔμειναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Τσόγκα, τοῦ Πάγκαλου, τοῦ Φραγκίστα καὶ τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀπέστειλεν κατ’αὐτῶν ἰσχυρὸν σῶμα ὑπὸ τὸν ἀνδρεῖον Ἀλβανόν Μουχουρδάρ Πότζι. Οὐδὲν ὅμως ἠδυνήθη οὗτος νὰ κατορθώσῃ κατ’ αὐτῶν, εἰ καὶ ἔμενεν ἕν ὁλόκληρον ἔτος ἐν Ἀγράφοις. Τέλος ὁ δριμὺς χειμών, αἱ στερήσεις καὶ ἡ ἔλλειψις πυρομαχικῶν ἠνάγκασαν τοὺς ἁρματωλοὺς νὰ καταφύγωσιν εἰς τὴν Ἀγγλοκρατουμένην Λευκάδα. Ὁ πασᾶς ὅμως, ἔχων φιλικὰς σχέσεις μετὰ τῶν Ἄγγλων, τοὺς ἐστέρησε καὶ τοῦ καταφυγίου τούτου.
Ἐξωσθέντες ὑπὸ τῶν Ἄγγλων, ἠναγκάσθησαν νὰ συνθηκολογήσωσι πρὸς τὸν Ἀλῆν, ὅστις γινώσκων τὴν ἀξίαν των, τὸν μὲν Τζόγκαν διώρισε καπετάνιον τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης, πάντας δὲ τοὺς λοιποὺς διώρισε Τζοχανταραίους, ἤτοι σωματοφύλακάς του, σῶμα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπηρέτουν ἤδη ὁ Διάκος, ὁ Ὁδυσσεύς, ὁ Βάγιας, ὁ Μποῦσγος καὶ ἄλλοι Ἕλληνες. Ὁ Ἀλῆς, στρατεύσας διαταγῇ τοῦ Σουλτάνου κατὰ τοῦ ἀποστάτου πασᾶ τοῦ Βιδινίου Πασβὰν Ὀγλοῦ, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα, συμπεριέλαβε καὶ τοὺς Ἕλληνας στρατιωτικούς του.
Ὁ Καραϊσκάκης, φθάσας εἰς Δούναβιν, ἔφυγε πρὸς τὸν Πασβὰν Ὀγλοῦ, καὶ συνεπολέμησε μετ’ αὐτοῦ ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἐν Βιδινίῳ. Τὸν Καραϊσκάκην οὐ μόνον συνεχώρησε διὰ τὰ πρὸ τῆς φυλακίσεώς του συμβάντα καὶ διὰ τὴν δραπέτευσίν του καὶ τὰ ἄλλα του παραπτώματα, ἀλλὰ καὶ ἐνύμφευσε μετὰ τῆς περικαλλοῦς Γκόλφως, κόρης προστατευομένης οἰκογενείας του ἐκ Βάλτου, ἐπικαλουμένην ψαριανοπούλαν, δι’ ὅν γάμον καὶ τὸ τρίστιχον: «Νέος νέος ἐπαντρεύτηκα, ὡραίαν γυναῖκα πῆρα κλπ.».
Ὀλίγον μετὰ τὸν γάμον του χρόνον ἐξερράγη καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, καὶ ὁ Καραϊσκάκης, συγκροτήσας ἐξ ἐπιλέκτων σῶμα, διέβη εἰς Ἄγραφα καὶ ἐμάχετο κατὰ τῶν Τούρκων. Κατὰ τὸν γνωρίσαντα καὶ ὑπηρετήσαντα ὑπ’ αὐτὸν Χριστόφορον Περραιβόν,—δεν ἀντιτίθενται καὶ εἰς ὅσα περὶ αὐτοῦ λέγει ὁ Ἔϊδεκ—ὁ Καραϊσκάκης ἦτο μετρίου ἀναστήματος, μελαψὸς καὶ ἰσχνός. Ἡ ἰσχνότης του ἐπετάθη ἐκ τῆς φυματιώσεως, ὑφ’ ἧς βραδύτερον προσεβλήθη. Εἶχε τὸ πρόσωπον ὠοειδές, εὐρυμέτωπος καὶ δασὺς τὰς ὀφρεῖς, ὀφθαλμοὺς εἶχε μελανοὺς καὶ λάμποντας, ρῖνα λεπτὴν καὶ εὐθεῖαν, μύστακα μέλανα, ὡς καὶ κόμην, ἥν ἔφερε μακράν, ὡς οἱ ἁρματωλοὶ συνήθως, ὀδόντας μικρούς, αἱ ὁδονταλγίαι του ὅμως ἦσαν συχναὶ καὶ ἀφόρητοι, ἕν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ Καραϊσκάκη.
Διὰ τὰς πνευματικὰς του ἰδιότητας εἶνε περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι εἶχε μεγάλην διανοητικὴν ὀξύτητα, παρατηρητικόν, καὶ ἤξευρε πολλὰ πράγματα, εἶχε δὲ καὶ ἐκτάκτως ἰσχυρὰν μνήμην, δραστηριώτατος, προσθέτει ἀκόμη ὁ Περραιβός, καὶ ἀκούραστος εἰς τοὺς ἀγῶνας. Μολονότι δὲ ἦτο ἀδύνατος διεκρίνετο ἐπὶ ἀντοχῇ. Ἦτο λίαν προσηνὴς πρὸς πάντας, καὶ ἤκουε μετὰ προσοχῆς. Ἦτο δὲ θαυμάσιος εἰς τὰ χαριτολογήματά του, ἠρέσκετο εἰς τὰς ἀστειότητας, καὶ ἦτo ἐνίοτε βωμολόχος ἄχρις ὑπερβολῆς. Ὅταν περιέπιπτεν εἰς λάθη ἢ κακὴν ἐκτίμησιν τῶν πραγμάτων, τὰ ἀνεγνώριζε προθύμως, καὶ δὲν ἐσυστέλλετο νὰ ζητῇ ἐσθ’ ὅτὲ καὶ συγχώρησιν.
Ἂν καὶ ἀγράμματος, εἶχε πολλὴν φυσικὴν εὐγλωττίαν, καὶ ὁμιλῶν δὲν ἔκαμνε πολλὰ σφάλματα. Ἔφερε πάντοτε σχεδὸν κατέρυθρον δουλαμᾶν χρυσοκέντητον καὶ ὡραῖα ὅπλα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐν τῷ Μουσείῳ τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας.
Γνωστὰ ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτον, εἰς ὅν δὲν ὑπετάσσετο, ὡς καὶ οἱ Γεώργιος Βαρνακιώτης καὶ Γῶγος Μπακόλας. Τὸν ἐσυκοφάντησεν ὡς φιλότουρκον, τὸν εἰσήγαγεν εἰς δίκην, καὶ τὸν κατεδίκασε, συγκεντρώσας τὰς ψήφους εἰκοσάδος ὁπλαρχηγῶν. Στρατολογήσας τότε ἰδίᾳ.δαπάνῃ ἑξακοσίους ἄνδρας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν Θεσσαλίαν.
Ἐπειδὴ δὲ οὕτω εὑρέθη εἰς τὴν τουρκοκρατημένην Θεσσαλικὴν ζώνην, ὁ Γιαννάκης Ράγκος καὶ ὁ Ν. Στουρνάρης, συμφωνήσαντες μετὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἐκινήθησαν κατ’ αὐτοῦ, εἰσῆλθε τότε εἰς τὴν ἐλευθέραν Στερεὰν ὅπου οἱ ὁπλαρχηγοί, δυσηρεστημένοι τὰ μέγιστα διὰ τὴν κατ’ αὐτοῦ διαβολήν, ὑπέγραψαν ἱκετήριον ὑπὲρ αὐτοῦ ἀναφοράν, καὶ τὴν παρουσίασαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ἥτις τὸν ἐδέχθη λίαν εὐνοϊκῶς, ἐπαινέσασα συγχρόνως τὰ ἀνδρεῖα του κατορθώματα. Τότε ἐτάχθησαν ὑπ’ αὐτὸν οἱ ὁπλαρχηγοὶ Δράκος, Δαγκλῆς, Ζέρβας, Περραιβός, Κοντογιάννης, Σκαλτσοδῆμος, Σαφάκας καὶ ἀνέλαβε ὁ Καραϊσκάκης τὴν ἐπιτήρησιν τῶν κινημάτων τοῦ Δερβὲν πασᾶ, τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ Περκόφτσαλη καὶ τοῦ Ἀμπὶζ πασᾶ Δίβρα, στρατοπεδευόντων μεταξὺ Ὑπάτης καὶ Λιανοκλαδίου, προτιθεμένων δὲ νὰ εἰσβάλωσι διὰ τῶν Θερμοπυλῶν πρὸς τὰ ἐνταῦθα. Ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ κυρίως ἐν τῷ ἀγώνι δρᾶσις τοῦ Καραϊσκάκη.
Τρία δὲ εἶναι τὰ στάδια τῆς πολεμικῆς ταύτης δράσεως τοῦ Καραϊσκάκη κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα, ἀφ’ ἧς ἰδίως προήχθη εἰς ἀρχιστράτηγον. Ἡ ὑπὲρ τῆς λύσεως τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου προσπάθεια αὐτοῦ, ἢ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα στρατεία του καὶ Ἡ ἐν τῇ Ἀττικῇ στρατεία.
Ἐνεργῶν κατὰ τῶν πολιορκητῶν τοῦ Μεσολογγίου τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1825, προσβάλλει νικηφόρως ἐν Κραβάροις• ἁρπάζει τριακοσίας πεντήκοντα καμήλους, καὶ καταλαμβάνει τὸ κάστρον. Τὸν Νοέμβριον μεταξὺ Λάσπης καὶ Ἐρεβίω Δερβὲν καταστρέφει τὸν Δελήμπασι τοῦ Κιουταχῆ. Τὴν 25 Μαΐου 1820 κατορθώνει νὰ ἐγκαταστήσῃ τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ ἐγγὺς τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ρίπτει ἐνισχύσεις ἐντὸς αὐτοῦ. Τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας του τὸν παρεκώλυσε, καὶ δὶς μετέβη εἰς τὴν Ἑπτάνησον πρὸς τοὺς ἰατρούς.
Ὑποχωρεῖ εἶτα βραδέως εἰς Κράββαρα πρὸ τοῦ Κιουταχῆ, τοῦ ὁποίου ἀπορρίπτει πάσας τὰς προτάσεις.
Μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς ζητοῦν τὸν Καραϊσκάκην ὡς Γενικὸν Ἀρχηγόν, τὸν ὑποδεικνύουν δὲ καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Νικήτας. ἡ Κυβέρνησις τὸν διορίζει καὶ ἔρχεται εἰς Ἐλευσῖνα.
Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον, καὶ ἐνῷ εἶχε κατορθώσει νὰ ἐμπεδώσῃ τὴν πειθαρχίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατοπὲδῳ καὶ πρώτην φορὰν νὰ ὀργανώσῃ ἀρκούντως μέγα τοιοῦτον, καταλαμβάνεται ὑπὸ δεινῆς οἰκογενειακῆς συμφορᾶς, ἀποθανούσης τῆς προσφιλοῦς αὐτοῦ συζύγου Γκόλφως καὶ τὰ ὀρφανά του εὑρίσκονται μόνα ἐπὶ τῆς νησίδος Καλάμου παρὰ τὴν Κεφαλληνίαν, ὅπου τὰ εἶχε τοποθετήσει μετ’ αὐτῆς, σώσας ἐκ τῶν πολιορκουμένων Ἰωαννίνων, εἰς τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰσδύσει καὶ ἁρπάσει τὴν Γκόλφω καὶ τὰ τέκνα ἀπὸ τὸ μέσον τῶν Τούρκων.
Ἐπειδὴ εἶχε διαδοθῆ τότε, ὅτι θὰ ἐγκατελίμπανε τὴν ἀρχηγίαν, ὑποβάλλει πρὸς τὴν Διοίκησιν τὴν ἑξῆς ἀναφοράν, δημοσιευθεῖσαν καὶ ἐν τῇ ἐπισήμῳ Ἐφημερίδι
«Κάθε πολίτης χρεωστεῖ νὰ θεωρῇ ὡς δεύτερα τὰ ἴδια σχετικῶς πρὸς τὰ κοινὰ τοῦ Ἔθνους.
Προτιμῶ καὶ αὐτῆς τῆς οἰκίας μου τὴν παντελῆ καταστροφήν, διὰ νὰ μὴ παραιτήσω εἰς αὐτὰς τὰς κρισίμους περιστάσεις τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ τόπου μου, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου θέλω θυσιάσει τὸ ὀλίγον αἷμα μου ».
Ἐτήρησε τὸν λόγον του. Ἡ νέα στρατεία του ἤρχισεν ἐκ Κουντούρων. Διαβαίνει τὴν Κάζαν ἀσθενὴς καὶ ἐπὶ φορείου. Ἀλλὰ τὴν 27 Ὀκτωβρίου ἱππεύει, καὶ συνάπτει λαμπρὰν ἱππομαχίαν, κυκλούμενος ἀπὸ τὸ ἄνθος τῶν ἐφίππων ἀξιωματικῶν του Καλλέργη, Νικηταρᾶ, Πανουριᾶ, Ρούκη, Σουλτάνη καὶ ὀλίγων ἱππέων, φονεύει διὰ τῆς σπάθης ἕνα ἱππέα Δελῆν ἰδίᾳ χειρί, καὶ οἱ Τοῦρκοι φεύγουν εἰς Θήβας. Εἶναι ἡ σπάθη αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Καποδίστριας ἔστειλε διὰ τοῦ ὑπασπιστοῦ του Καλλέργη εἰς τὸν στρατάρχην Μαιζὼν ὅτε ἀπέπλεεν οὗτος ἐκ Νεοκάστρου ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Διδοῦς».
Αἱ περὶ τὴν Ράχοβαν καὶ τὸ Δίστομον μάχαι, δι’ ὧν ἀνεκτήθη ἡ Στερεὰ ἐπανηγυρίσθησαν πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ἐξεφώνει τὸν πανηγυρικόν, ἐν τῷ ὁποίῳ, παραβάλλων τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν πρὸς βαρεῖαν πυγμήν, ἐπιλέγει: «Ἀλλὰ τὸ στιβαρὸ τοῦτο χέρι ἔπρεπε νὰ τὸ διευθύνῃ ἐπιχειρηματικὸς καὶ ἐμπειροπόλεμος ἄνθρωπος. Τοιοῦτος παρουσιάσθη ὁ ἀρχηγὸς Καραϊσκάκης».
Ὁ Καραϊσκάκης ἀνεδείχθη ὁ καλλίτερος χειριστὴς τῶν ἁρματωλικῶν σωμάτων. Ἤξευρε τί ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ καὶ τί ἠδύνατο νὰ κατορθώσῃ διὰ τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν, οἵτινες εἰς ἀντίρροπον εἶχον ἄκραν πρὸς αὐτὸν ἐμπιστοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν: «Καραϊσκάκη μ’ ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε Καπετάνιε». Κατὰ τὴν τρίτην περίοδον τῆς ἀρχηγίας του εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ συνεργασθῇ μετὰ στρατηγῶν, εὐρωπαϊκῆς τακτικῆς οἵτινες οὐδὲν ἠννόουν ἐκ τῆς ἁρματωλικῆς τέχνης. Ὁσάκις τὸν ἤκουσαν, τὰ πράγματα προέκοψαν• τὸ ἐναντίον, ὅτε ἠθέλησαν «νὰ κάμουν τοῦ κεφαλιοῦ των.»
Ἀφίνομεν τὴν ἀνισορροπίαν τοῦ ἀρειοτόλμου λόρδου Κόχραν, ὅστις τὰ ἴδια εἶχε κάμει καὶ ἐν Χιλῇ ὅπου ὑπηρέτησεν ὀλίγον πρότερον. Ἐκεῖ ὅμως προσέκρουσε πρὸς τὸν Μπλάγκο Ἐγκαλάδα καὶ ὁ Κόχραν θυμωθεὶς παρητήθη καὶ ἀπῆλθε τῆς Χιλῆς. Δυστυχῶς τὸν ἐπέβαλεν ἡμῖν ὁ ἐν Λονδίνῳ δανειστὴς Ρικάρδο, ὅστις δὲν ἔδιδε τὰ χρήματα ἄνευ τοῦ Κόχραν.
Ὁ Τσώρτς ὡς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐν τῷ Βρεττανικῷ Μουσείῳ ἔγγραφά του, συνετάσσετο τῷ Καραϊσκάκη ἀλλὰ ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὸν Κόχραν, ὅπως τὸν ἐφοβοῦντο ὅλοι• ὁ λαὸς ἐφώναζεν «ἂν φύγῃ ὁ Κόχραν θὰ σᾶς σκοτώσωμε». Ἤθελε δ’ οὗτος τὴν ἄμεσον καὶ κατὰ μέτωπον ἐπίθεσιν κατὰ τοῦ Ρεσὶτ Κιουταχῆ. «Ἐκ τῶν κεράτων τὸν ταῦρον» ἐφώναζεν ἑλληνιστὶ εἰς τὰ συμβούλια, τὰ ὁποῖα συνεκροτοῦντο ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Ἑλλάδος».
Ὁ Καραϊσκάκης ἠρώτησε κάποτε μὲ τὸ συνηθισμένο χαμόγελο:
«Ποιὸν λέει ταῦρον ὁ Ναύαρχος ; τὸν Μπγᾶ; (Μπούας καὶ Μπγᾶς ὁ ἄγριος ταῦρος ἐν Ἀγράφοις καὶ ἐν τῇ Δυτικῇ Ἑλλάδι) καὶ ὅταν τοῦ ἀπήντησαν ὅτι αὐτὸν ἐννοεῖ. «Αἴ λοιπόν, εἶπε, δὲν ἔχει δίκαιον• διότι τὸν Μπγὰ γιὰ νὰ τὸν κάμουν ζάφτι δὲν τὸν πιάνουν ἀπὸ τὰ κέρατα γιατί τρυπάει καὶ σὲ πετάει κεῖ ‘πάνω, ἀλλὰ ἀπὸ τ’ ἀχαμνά, μὲ τὸ συμπάθειο, καὶ πέφτει ἀμέσως κάτω».
Ἡ Ἑλλὰς εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ τὸν χάσῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς κρισιμωτέρας στιγμὰς τῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ Γαζῆς Δελβενακιώτης, ὁ Περραιβὸς καὶ ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης παρέχουσιν ἡμῖν ἐν πλάτει καὶ μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας τὰ κατὰ τὸν τραυματισμὸν καὶ τὸν θάνατον τοῦ στρατηγοῦ.
Ὁ Καραϊσκάκης, μάτην κοπιάσας νὰ μεταστρέψη τὰς γνώμας τοῦ πείσμονος Κόχραν, ἐξῆλθεν περίλυπος τῆς φρεγάτας καὶ ἀνεκοίνωσε πρὸς τοὺς ὑπαρχηγούς του τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ Συμβουλίου. Πάντες περιέπεσαν εἰς μελαγχολίαν, κακὰ προαισθανόμενοι. Οὐχ ἦττον ἐπειδὴ εἶχε σημάνει ἡ ὥρα τοῦ γεύματος, διελύθησαν, καὶ τὴν ἐπαύριον 22 Ἀπριλίου 1827 συνῆλθον πάλιν περὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀρχηγοῦ. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καὶ ὁ Καραϊσκάκης διέταξε χάριν τῆς ἑορτῆς του νὰ φέρουν πολλὰ ἀρνιά. «Διὰ τὰ παλληκάρια τὰ ἔφερα, εἶπεν, νὰ τὰ φάγουν αὔριον τοῦ ἁγίου Γεωργίου».
Οἱ καπεταναῖοι τότε ὅλοι παρεκάλεσαν ν’ ἀναβληθῆ χάριν τῆς ἑορτῆς του πᾶσα σύσκεψις περὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν προβλημάτων αὐτοῦ καὶ καθίσαντες συνομίλοῦν οἰκείως, μεθ’ ὅ ἤρχισαν ἀποσυρόμενοι εἰς τὰ ἴδια. Συνωμίλει, ἀκόμη μετὰ τῶν τελευταίων ὁ Ἀρχηγός, ὅτε ἠκούσθη ἐξαίφνης πυροβολισμὸς εἰς τὰ κατὰ τὴν Μουνυχίαν καὶ παρὰ τὴν ὁδὸν Πειραιῶς καὶ Φαλήρου κείμενα ὀχυρώματα, συγχρόνως δὲ παρετηρήθη καὶ κίνησις πολλῶν στρατιωτῶν, σπευδόντων νὰ σώσωσι τινας Κρῆτας καὶ Ὑδραίους, ἀπερισκέπτως καὶ ἄνευ διαταγῆς πλησιάσαντας Τουρκικὸν ὀχύρωμα, τραυματισθέντας καὶ κινδυνεύοντας νὰ πέσωσιν εἰς χείρας τῶν Τούρκων.
Ἐκ τούτου ὅμως ἔκ τε τῶν Ἑλληνικῶν καὶ Τουρκικῶν ὀχυρωμάτων ἐξώρμησαν πολλοί, καὶ ἡ μικρὰ συμπλοκὴ ἠπείλει νὰ γενικευθῇ εἰς μάχην, μάχην ἀδιοίκητον. Ὁ ἀρχηγός, καίτοι εἶχε καταληφθῆ πάλιν ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ, φοβούμενος τὰς συνεπείας τῆς συμπλοκῆς, ἵππευσε καὶ ἔσπευσε μετὰ τινων ἀξιωματικῶν καὶ τῆς ἐφίππου σωματοφυλακῆς του, καὶ ἀνῆλθε ὕψωμά τι, διὰ νὰ ἀντιληφθῆ σαφῶς περὶ τῆς θέσεως τῶν πραγμάτων καὶ διατάξῃ τὸν στρατὸν εἰς κατάλληλα σημεῖα, διότι ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος προσέτρεχεν ἤδη πολυάριθμον τουρκικὸν πεζικὸν καὶ ἱππικόν.
Προστρέχουν ἐν τούτοις καὶ ὁ Νικηταρᾶς, μετὰ μέρους τοῦ σώματός του, ὅστις πληγώνεται εἰς τὴν σιαγόνα, ὡς ἐπληγώθησαν καὶ ὁ Ἀγαλόπουλος. ὁ Λεχουρίτης, ὁ Μπαϊρακτάρης, ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ στρατηγοῦ Χατζῆ Μιχάλη Κακλαμάνος, τοῦ ὁποίου τραυματισθέντος ἀπεκόπη κατόπιν ὁ βραχίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀγγέλου Βιτικώμ. Ἐπληγώθησαν καὶ 30 στρατιῶται. Τοῦρκος ἱππεὺς ἐν τῷ μεταξὺ διακρίνας τὸν Καραϊσκάκην πεζεύει καὶ εὐστόχως πυροβολεῖ.
Ἡ σφαῖρα εὗρε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ ὑπογάστριον. Ἀφορμὴν εἰς τὸ φοβερὸν αὐτὸ δυστύχημα ἔδωκε κατὰ Σπηλιάδην τὸ ἑξῆς περιστατικόν. Τὴν 22 Ἀπριλίου δύο στρατιῶται Κρῆτες, περιφερόμενοι ἔξω Ἑλληνικοῦ κατὰ τὸ νέον Φάληρον (ὅπου νῦν τὸ θέατρον) ὀχυροῦ περιβόλου καὶ ἰδόντες Τοῦρκον φρουρὸν ἔξω τοῦ κατέναντι καὶ εἰς ἀπόστασιν τουρκικοῦ χαρακώματος, ἠθέλησαν νὰ δοκιμάσωσι κατ’ αὐτοῦ τὰ μακρά των, ὡς τὰ ἔφερον οἱ Κρῆτες, τουφέκια.
Ὁ ἕτερος λοιπὸν αὐτῶν τουφεκίζει, καὶ τὸ βλῆμα πίπτει παρὰ τὸν Τοῦρκον ὅστις ἀντιτουφεκίζει καὶ ἐξάπτεται συμπλοκή. Ἐξ ὅλων τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων, Ὑδραῖοι, Σουλιῶται καὶ ἄλλοι προσέτρεξαν καὶ τὸ πρᾶγμα ἐξετράπη εἰς ἀληθῆ μάχην ἄνευ τινὸς διευθύνοντος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Τοῦρκοι, πιεζόμενοι, ἤρχισαν νὰ ἐξέρχωνται τοῦ χαρακώματος, στρατιώτης τις ἐκ τῶν ἡμετέρων ἐφώναξε «βγαίνουν οἱ Τοῦρκοι», ἀντὶ νὰ εἴπη φεύγουν, ὅπερ παρεξηγήσαντες τινὲς ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν. Τότε ὁ Καραϊσκάκης περιτρέχων ἐπειρᾶτο νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς φεύγοντας καὶ νὰ τακτοποιήσῃ τὴν μάχην, διότι οἱ Τοῦρκοι, ἀκούσαντες τὸν αὐτὸν πυροβολισμὸν καὶ νομίσαντες ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιθέσεως, ἤρχισαν ν’ ἀποστέλλουν στρατὸν ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ ἐπηκολούθησεν ὁ θανατηφόρος τραυματισμός του.
Ὀπισθοδρομήσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστὰς καὶ προαισθανόμενος τὸν θάνατον ἠθέλησε νὰ συναχθῶσιν οἱ στρατηγοί, ὅπως ἀφήσῃ τὰς τελευταίας του συμβουλὰς.
Τοὺς ἀπεχαιρέτησε διὰ τῶν ἑξῆς λέξεων:
«Ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἀποθνήσκω εὐχαριστημένος, διότι ἐπλήρωσα τὰ πρὸς τὴν πατρίδα χρέη μου, ὅσον αἱ φυσικαί μου δυνάμεις τὸ ἐσυγχώρησαν. Ἀγαπᾶτε τὴν πατρίδα. Ὁ θάνατός μου δὲν πρέπει νὰ σᾶς δειλιάσῃ. Μὴ φοβῆσθε τοὺς Τούρκους. Σᾶς τρέμουν ὅταν μάλιστα μανθάνουν τὴν ὁμόνοιάν σας.
Μὴ λυπῆσθε. Ἡ τιμὴ καὶ τὸ καύχημα τῶν παλληκαριῶν εἶνε νὰ τοὺς κράζουν σφαγάρια καὶ ὄχι ψοφίμια.» (Νὰ πίπτουν δηλαδὴ ἐν τῇ μάχῃ καὶ νὰ μὴ ἀποθνήσκουν εἰς τὸ κρεββάτι).
Ταῦτα καὶ ἄλλα τινὰ εἰπὼν κατὰ τὸν Περαιβόν, διὰ σβεννυμένης φωνῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν λέμβον καὶ ἐπέβη εἶτα τῆς ἡμιολίας τοῦ Τσούρτς «Σπαρτιάτης» ὅπου ἐξητάσθη ὑπὸ τοῦ χειρούργου τὸ τραῦμα ὅστις διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν ἀμέσως εἰς Σαλαμῖνα, ἀλλὰ περὶ τὰ μέσα τῆς νυκτὸς ἐξέπνευσε καὶ τὸ σῶμα του ἀπεβιβάσθη εἰς Ἀμπελάκια, εὐθὺς δὲ καὶ μετεφέρθη εἰς Κούλουρην Σαλαμῖνος τῇ συνοδείᾳ τῶν παρατυχόντων ἀνωτέρων κληρικῶν καὶ τῶν ἐν τῷ νοσοκομείῳ ἐλαφρῶς τραυματιῶν, οἵτινες δράξαντες τὰ ὅπλα, συνώδευσαν τὸ λείψανον μέχρι τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου καὶ ἐτάφη κατὰ τελευταίαν θέλησίν του.
Μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ὄθωνος ἐκρίθη νὰ ταφῇ ἐν ᾧ τόπῳ ἐτραυματίσθη θανατηφόρως ἐν κοινῷ μνημείῳ μετὰ τῶν συμμαχητῶν του• οὕτως ἡμέραν τινα τοῦ ἔαρος τοῦ 1835 μετὰ τὴν ὁριστικὴν ἐγκατάστασιν τῆς καθέδρας τοῦ Κράτους ἐν Ἀθήναις, ἐπιμελείᾳ τῆς ἀντιβασιλείας, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ναυτικὴ πομπὴ ἐξεκίνησεν ἐκ Σαλαμῖνος πλέουσα πρὸς τὸν Πειραιᾶ. Ἐκ Σαλαμῖνος συνώδευον τὰ λείψανα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰγίνης, αἱ θυγατέρες τοῦ στρατηγοῦ καὶ οἱ συνταγματάρχαι, καθ’ ὅν βαθμὸν ἔφερον τότε, Κριεζώτης, Νικηταρᾶς, Βάσσος, Μαυροβουνιώτης, Μακρυγιάννης, Χατζηπέτρος, Καλλέργης, Σπυρομήλιος καὶ ὁ ταγματάρχης τοῦ ἐλαφροῦ πεζικοῦ Γεώργιος Βάγιας.
Ἡ κάλπη ἐκαλύπτετο ὑπὸ μελανοῦ μεταξωτοῦ. Ὑπὸ τοὺς κρότους τῶν πυροβόλων ἀπεβιβάσθησαν εἰς Πειραιᾶ καὶ συνοδίᾳ ἀποσπασμάτων τῶν παλαιῶν χιλιαρχιῶν καὶ τοῦ νεωτέρου τακτικοῦ στρατοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐπορεύθησαν πρὸς τὸ Νέον Φάληρον μὲ τὰ λείψανα φερόμενα ἐπὶ «πενθισκεποῦς πεδινοῦ πυροβόλου» . Παρὰ τὸ ἐν Ν. Φαλήρῳ ἀνεγερθὲν μνημεῖον ὁ Βασιλεὺς Ὄθων καὶ οἱ Ἀντιβασειλεῖς Ἀρμενσμπέργ, Κόβελλ, Ἔϋδεκ, ὁ γράψας περὶ Καραϊσκάκη συμμαχητής του, πάντες φέροντες πένθιμον ταινίαν. Συγχρόνως ἄλλη πένθιμος ἐξ Ἀθηνῶν πομπὴ μετέφερε ἐπὶ τῶν κυλλιβάντων τῶν πυροβόλων τὰ λείψανα τῶν λοιπῶν ὑπερμάχων τῶν Ἀθηνῶν, τὰ ὁποῖα ἕως τότε ἦσαν τεθαμμένα εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, καὶ συνήντα τὴν πρώτην πρὸ τοῦ μνημείου.
Μετὰ σύντομον δέησιν οἱ ἀξιωματικοὶ Νικηταρᾶς, Βάσσος, Κριεζώτης, Χατζηπέτρος καὶ λοιποί τοῦ Καραϊσκάκη συναγωνισταὶ κατέθεσαν τὰ λείψανα εἰς τὸν τάφον, ἐνῶ τὸ πυροβολικὸν ἔρριπτε «τεσσαράκοντα πέντε βολὰς ὅσοι ἦσαν οἱ χρόνοι τῆς ἡλικίας τοῦ Καραϊσκάκη», κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ συναδέλφου Ἀριστοτέλους Κουρτίδου ἀνευρεθὲν καὶ κατατεθὲν εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς «Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας», μοναδικὸν περισωζόμενον πρόγραμμα τῆς μετακομιδῆς.
Τότε ὁ βασιλεὺς Ὄθων, στὰς πρὸ τοῦ μνημείου, ἐξέβαλε τὸν ἴδιον Μεγαλόσταυρον καὶ ἀφοῦ τὸν ἔθεσε πρῶτον ἐπὶ τῶν λειψάνων τοῦ Καραϊσκάκη, τὸν παρέδωκεν εἰς τὴν πρεσβυτέραν τῶν θυγατέρων του, εἰς δὲ τὴν νεωτέραν χρυσόβουλλον ἐνδιαλαμβάνον περὶ δωρεᾶς εἰς αὐτάς.
Νομίζω νῦν ὅτι εἰς τοὺς Ρουμελιώτας ἀπόκειται νὰ φροντίσουν ὅπως ἐν Φαλὴρῳ καὶ εἰς θέσιν περίοπτον καὶ συχναζομένην, ἀνεγερθῆ μέγας χάλκινος ἔφιππος ἄνδριάς τοῦ μεγάλου Ἕλληνος πολεμιστοῦ, ὅστις ἔσωσε καὶ ἐδόξασε τὴν Ρούμελην.
Πηγή: Myriobiblos, Αβέρωφ
Μία από τις πρώτες μάχες του Εθνικού Ξεσηκωμού, που δόθηκε στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών, στις 23 Απριλίου 1821 και συνδέθηκε με την ηρωική προσπάθεια του Αθανασίου Διάκου να αναχαιτίσει τις Οθωμανικές ορδές του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη.
Στις αρχές Απριλίου του 1821 η Ανατολική Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, όπως και η Δυτική Ρούμελη και ο Μοριάς (Πελοπόννησος). Ο Αθανάσιος Διάκος, που πρωτοστάστησε στην κήρυξη της επαναστάσεως στην περιοχή αυτή της Ελλάδος, είχε καταλάβει την Λιβαδειά, την Θήβα και την Αταλάντη, όχι όμως και το διοικητικό κέντρο της περιοχής, το Ζητούνι (σημερινή Λαμία), καθώς ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης θεωρούσε πρόωρη την έκρηξη της Επαναστάσεωςκαι δεν συμμετείχε στον Αγώνα.
Τα κακά μαντάτα δεν άργησαν να φθάσουν στον διοικητή της Πελοποννήσου (Μόρα-Βαλεσί) Χουρσίτ Πασά, ο οποίος βρισκόταν στην Ήπειρο, επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που έδειχνε τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο, για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς.
Στις 17 Απριλίου οι δυο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν και υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού ποταμού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα (Άμφισσα) και την Λιβαδειά.
Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται. Έτσι, ο Πανουργιάς Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.
Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 48 άνδρες μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Κατά την διάρκεια της μάχης το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατούσε το πιστόλι. Πέντε Τουρκαλβανοί ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.
Ο επίλογος της μάχης, που στοίχισε την ζωή σε 200 Έλληνες και 500 Οθωμανούς, γράφτηκε την επομένη ημέρα. Ο Διάκος μεταφέρθηκε στην Λαμία σιδηροδέσμιος, με ανοιχτές και αιμάσσουσες τις πληγές του και τιμωρήθηκε παραδειγματικά δια ανασκολοπισμού. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου ατσάλωσε τους επαναστάτες, παρά την ήττα και την καταστροφή στην Αλαμάνα. Οι δύο πασάδες, παρά την νίκη τους επί του πεδίου της μάχης, δεν πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους στόχους. Η καθυστέρηση στην Αλαμάνα έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στον Οδυσσέα Ανδρούτσο να οργανώσει την αντίσταση στο χάνι της Γραβιάς και να εκδικηθεί την θυσία του Διάκου και των συμπολεμιστών του.
Πηγή: Περί Πάτρης
Ἐπίσκοπος Σαλώνων, ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ ὁ πρῶτος ἱεράρχης ποὺ «ἔπεσε» κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα.
Ὁ Ἠσαΐας γεννήθηκε τὸ 1778 στὴ Δεσφίνα Παρνασσίδας. Ἔφερε τὸ κοσμικὸ ὄνομα Ἠλίας καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔγινε δόκιμος μοναχὸς στὴ Μονή Τιμίου Προδρόμου τῆς περιοχῆς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ ὀνομάστηκε Ἠσαΐας. Τὸ 1814 μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’ καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονὴ του μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ 1818 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος...
Σαλώνων (σημερινῆς Ἀμφισσας) ἀπὸ το Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, μὲ τὸ ὁποῖο διατηροῦσε ἀλληλογραφία σὲ συνθηματικὴ γλώσσα.
Ὡς ἱεράρχης στὰ Σάλωνα ἐργάστηκε ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 ξαναπῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸν πατριάρχη καὶ μὲ ἄλλους Ἕλληνες σχετικὰ μὲ τὸν Ἀγώνα καὶ ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του στὰ μέσα Μαρτίου.
Ἀμέσως κάλεσε στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τὸν παλιό του γνώριμο Αθανασιο Διάκο, ὁπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς προκρίτους τῆς Λειβαδιᾶς Ἰωάννη Λογοθέτη, Ἰωάννη Φίλωνα καὶ Λάμπρο Νάκο καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀνακοινώσει τὴν ἐπικείμενη ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Σάλωνα καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ.
Στίς 27 Μαρτίου με τὸν ἐπίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο χοροστάτησαν σὲ δοξολογία στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ κήρυξαν τὴν Ἐπανάσταση. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, την 1η Ἀπριλίου, ὁρίστηκε μέλος ἐπαναστατικῆς διοικητικῆς ἐπιτροπῆς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας ποὺ συγκροτήθηκε στὴ Λιβαδειὰ καὶ ἐντάχθηκε στὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης.
Κατὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν Ἀνατολικὴ Στερεά, σὲ σύσκεψη στὴ Χαλκωμάτα (20 Ἀπριλίου 1821) ἀνάμεσα στοὺς Ἀθανάσιο Διάκο, Πανουργιὰ καὶ Δυοβουνιώτη, ἀποφασίστηκε νὰ πολεμήσει ὁ Πανουργιᾶς στὰ χωριὰ Χαλκωμάτα καὶ Μουσταφάμπεη, ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα καὶ ὁ Δυοβουνιώτης στὸν Γοργοπόταμο. Ἡ σφοδρὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων ἐναντίον τῆς Χαλκωμάτας στίς 23 Ἀπριλίου 1821 διέλυσε τὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ καὶ στή σκληρὴ ἐκείνη μάχη ο Ἠσαΐας ἔπεσε νεκρός, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του παπα-Γιάννης.
Σχετικὰ:
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης στὸ ποίημά του «Ἀθανάσιος Διάκος» ἀναφέρεται στὸν Ἠσαΐα καὶ τὸν ἀδελφό του («Ἆσμα Τρίτον: Εἰκοστὴ τρίτη Ἀπριλίου») μὲ τοὺς παρακάτω στίχους:
Στ’ ἀγέρι κρεμασμένα,
ὡσὰν καντήλια τ’ οὐρανοῦ, ἀποβραδὶς δύο φῶτα
ἐφάνηκαν στὴ σκοτεινιά… Κανεὶς δὲν τὰ ’χε ἀνάψει…
Κι ἕνας ποὺ ἐπέρασε ἀπεκεί, καλόγερος, διαβάτης,
κι εἶδε τὸ θάμα κι ἔδραμε, στὴ λάμψη δύο κεφάλια
ηὖρε ποὺ πλαγίαζαν γλυκά… τὸ ’να τοῦ Παπαγιάννη
καὶ τ’ ἄλλο τοῦ Δεσπότη του. Γονατιστὸς ἐμπρός τους
ἒμειν’ ὁ γέρος κι ἔκλαψε… Τοὺς ἔριξε τρισάγιο,
τὰ φίλησε στὸ μέτωπο καὶ μὲ τὸ δοκανίκι
ἔσκαψε λάκκο κι ἔθαψε τ’ ἀχώριστα τ’ ἀδέρφια.
Βλογάει τὸ χῶμα τρεῖς φορές… Ἔκαμε τὸ σταυρό του
καὶ χάνεται στὴν ἐρημιά… Ἐσβήστηκαν τὰ φῶτα.
Πηγή: Σαν σήμερα, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Με την έκρηξη της επανάστασης, μετά την Πελοπόννησο, ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε επαναστατήσει και είχαν απελευθερωθεί πολλές περιοχές. Μάλιστα οργανώθηκε και πολιτικά με την “Γερουσία” στο Μεσολόγγι και τον “Άρειο Πάγο” στα Σάλωνα. Ο Σουλτάνος όμως αποφάσισε να αντιδράσει οργανωμένα με δυο στρατιές!
Το παρόν κείμενον αποτελεί μέρος της πρωτότυπης επιστημονικής εργασίας του συγγραφέως υπό τον τίτλον «Η θέσμισις της Προστασίας εν Ελλάδι και ο ρόλος του Αγγλικού Κόμματος, με συνεκτίμησιν της Γεωπολιτικής των Θαλασσίων Δυνάμεων
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...