
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μετά τήν καταστροφή τών Τούρκων στήν Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης έστειλε τούς Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δράκο καί Λάμπρο Βέϊκο νά πολιορκήσουν τά Σάλωνα, τούς Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Γιάννη Ρούκη καί Χριστόφορο Περραιβό νά καταλάβουν τή Βελίτσα (Άνω Τιθωραία) καί τόν Γιάννη Μπαϊρακτάρη νά οχυρώσει τό Δίστομο.
Η Βελίτσα ήταν ένα άριστα οχυρωμένο χωριό καί συχνά χρησίμευε ως καταφύγιο γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα. Οι Έλληνες κατέλαβαν εύκολα τή Βελίτσα καί στίς 29 Νοεμβρίου 1826 έφθασε καί ο αρχιστράτηγος, ο οποίος συσκέφθηκε μέ τούς άλλους αρχηγούς γιά νά οργανώσουν τίς μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καί κυρίως γιά νά διακόψουν τίς επικοινωνίες τού Κιουταχή μέ τή Λαμία.
Στίς 4 Δεκεμβρίου 1826, ένας χωρικός από τή Δαμάστα έδωσε τήν πληροφορία στόν Καραϊσκάκη ότι πεντακόσιοι Τούρκοι ιππείς μέ επικεφαλής τόν Οσμάν μπέη Κόρτζα είχαν ξεκινήσει από τό Ζητούνι μέ 2000 φορτηγά ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες γιά τόν στρατό τού Κιουταχή. Η διαδρομή πού θά ακολουθούσε ο εχθρός περνούσε από τή Μπουντουνίτσα (Μενδενίτσα), τή Φοντάνα (στενό ορεινό πέρασµα τού Καλλίδροµου, ανάµεσα στά χωριά Ρεγκίνι καί Μόδι) καί τό Τουρκοχώρι Ελάτειας.
Τά χαράματα τής 7ης Δεκεμβρίου 1826, οι Έλληνες έπιασαν τίς δασωμένες πλαγιές τού βουνού έξω από τό ερειπωμένο Τουρκοχώρι καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του κρύφτηκε στό χωριό Μόδι. Η χωσιά (ενέδρα) ήταν άρτια οργανωμένη καί οι Τούρκοι θά πάθαιναν τήν ίδια καταστροφή πού είχαν πάθει στά γειτονικά Βασιλικά τό 1821, εάν κάποιοι απρόσεκτοι Έλληνες στρατιώτες δέν πρόδιδαν τήν θέση τους στούς προπορευόμενους Τούρκους ιππείς. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αλλά δέν σκότωσαν παραπάνω από 100 Τούρκους δεδομένου ότι ο εχθρός πρόλαβε νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ολόκληρο όμως τό φορτίο πού συνόδευαν οι Τούρκοι ιππείς πέρασε στά χέρια τών Ελλήνων, οι οποίοι μέσα στή λαχτάρα τους νά τό λαφυραγωγήσουν, άφησαν ακάλυπτο τόν αρχηγό τους πού κινδύνεψε σοβαρά νά συλληφθεί από τούς εχθρούς. Οι Σουλιώτες τού Γιαννούση Πανομάρα καί τού Νάσου Κουτσονίκα άκουσαν τίς φωνές τού Καραϊσκάκη καί κατάφεραν νά τόν απεγκλωβίσουν από τόν εχθρικό κλοιό. Ένας από τούς αρχηγούς τής συνοδείας, ο γιός τού Πασόμπεη Μεχμέτ πασάς, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Καραϊσκάκη.
Οι Έλληνες έχοντες επί κεφαλής τόν Καραϊσκάκην επέπεσαν κατ’ αυτών ως κεραυνοί καί τούς διεσκόρπισαν καί κατεδίωξαν μέχρι τής Μενδενίτσας φονεύσαντες μέχρι τούς 30, επήραν δέ καί χίλια ζώα μέ φορτώματα των εκ διαφόρων πραγμάτων, ακολούθως επροχώρησε μέχρι τών χωρίων τής Υπάτης, αλλ’ ελθούσης εις αυτόν ειδήσεως, ότι ο Καρύστιος Ομέρ πασσάς ητοιμάζετο νά εκστρατεύση κατά τών επαρχιών τής Στερεάς επανήλθεν εις Ράχωβαν, ακολούθως εξεστράτευσεν εις Λιδωρίκι καί εκείθεν εξαπέστειλε τόν Ξύδην, τόν Καλύβαν, καί έπειτα τόν Μακρήν εις Κράβαρα, οίτινες απέκλεισαν τούς εκεί ευρισκομένους Τούρκους εντός τών Λομποτινών (Άνω Χώρα Ναυπακτίας), καί τούς οποίους συνέλαβαν καί τούς απέστειλαν εις τήν κυβέρνησιν ζώντας. Φθάσας δέ μέ τούς υπ’ αυτόν ο Καραϊσκάκης εις τό Λιδωρίκι έμαθεν ότι χίλιοι πεντακόσιοι εχθροί υπό τόν Βελήν Αγά Γρεβενίτην διερχόμενοι διά τής Δυτικής Ελλάδος έφθασαν εις τήν Ναύπακτον καί εντεύθεν μετέβαινον διά τό στρατόπεδον τού Κιουταχή εις Αθήνας. Εξήλθεν απέναντι αυτών, ούς καί απήντησεν εις τό χωρίον Ομέρ Εφέντη (Καστράκι) έξωθεν τής Ναυπάκτου, επιτεθείς δέ κατ’ αυτών τούς διεσκόρπισε καί τούς επέταξε πέραν τού Μόρνου καί τοιούτος τρόμος τούς κατέλαβεν ώστε δέκαν μόνο ιππείς τού Χατζημιχάλη τούς κατεδίωξαν μέχρι τών πυλών τής Ναυπάκτου. Αι φήμαι τών νικών τών υπό τόν Καραϊσκάκην Ελλήνων διαδοθείσαι καθ’ όλην τήν Ελλάδα ενέπλησαν χαρά καί θάρρος άπαντας, τόν δέ αρχηγόν τού οθωμανικού στρατού τών Αθηνών Κιουταχήν κατεθορύβησε καί απήλπισεν, ώστε δέν ήξευρεν τί περί τούτου ν’ αποφασίση. Εσκέπτετο δέ νά εξέλθη καί μόνος του διά νά τούς πολεμήση καί ν’ αναχαιτίση τήν πρόοδόν των, αλλ’ εφοβείτο τήν διάλυσιν τής πολιορκίας τής ακροπόλεως. Επί τέλους δέ απεφάσισε νά εξαποστείλη αντ’ αυτού τόν Καρύστιον Ομέρ πασσάν μετά τού αδελφού τού Μουστάμπεϊ Καροφίλμπεϊ επί κεφαλής δύω χιλιάδων πεζών καί πεντακοσίων ιππέων, τούς οποίους εξεκίνησεν καί τήν 17ην Ιανουαρίου τού έτους 1827 τό πρωΐ ενεφανίσθησαν έξωθεν τού χωρίου Διστόμου, τό οποίον κατείχετο από τριακοσίους Σουλιώτας υπό τόν Νότη Μπότσαρη, Γεώργιο Καραΐσκο, Κουτσονίκα, Χρήστο Κουτσονίκα, Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, Νικόλαον Κάσκαρην καί Ιωάννην Μπιλπίλην Ευβοέα.» . |
Ύστερα καί από αυτή τή νίκη του, ο Σταυραετός τής Ρούμελης, επέστρεψε στήν Αράχωβα, αφού όμως ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τή δυνατή βροχή καί τή λάσπη, η οποία τού προκάλεσε τόν θάνατο τεσσάρων ανδρών στά χωριά Σουβάλα (Πολύδροσο) καί Αγόριανη. Στή συνέχεια ο Έλληνας αρχιστράτηγος πήγε στά Κράβαρα γιά νά αντιμετωπίσει τά εχθρικά αποσπάσματα πού είχαν εξορμήσει από τό Μεσολόγγι καί είχαν καί τή συνεργασία τού προσκυνημένου οπλαρχηγού Ανδρέα Σαφάκα. Στά Λαμποτινά Ναυπακτίας (Άνω Χώρα) οι Δημήτριος Μακρής, Ξυδής καί Καλύβας αιχμαλώτισαν ένα τουρκικό απόσπασμα πού ήταν στήν περιοχή καί λεηλατούσε τά χωριά. Εκεί ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε γιά τήν εισβολή τού Ομέρ πασά τής Ευβοίας στήν Ανατολική Στερεά καί έτσι αναγκάστηκε νά επιστρέψει στή Βελίτσα.
Σημείωση Μέλιας: Το άρθρο παραπέμπει στο έργο Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα αλλά ο σύνδεσμος που παρατίθεται είναι ανενεργός. Η «Ανέμη» διαθέτει δωρεάν το έργο ΕΔΩ
Πηγή: Αβέρωφ
Την 2αν Δεκεμβρίου 1868 έν εκ των τολμηροτέρων καταδρομικών της Κρητικής Επαναστάσεως, η «Ένωσις», επανήρχετο εκ της τελευταίας εις Κρήτην εκδρομής της, δι’ ήν είχεν απάρει από της 23ης Νοεμβρίου.
Κατά τας δέκα αυτάς ημέρας η «Ένωσις» άπαξ μόνο έσβυσε τα πυρά των λεβήτων της, «τρέχουσα δε μεταξύ Σύρου και Γυθείου, Κιμώλου και Κρήτης και ολόκληρον την νήσον ταύτην περιγράφουσα δια γιγαντιαίων καμπυλών επραγματοποίησεν υπέρ τα χίλια εξακόσια μίλλια εμμανούς, φρενιτώδους, φανταστικής σχεδόν νηοδρομίας» (σ.).
Εν τω μεταξύ ο αντιναύαρχος Χόβαρτ Πασσάς, Άγγλος υπηρετών εις το Οθωμανικόν Ναυτικόν και αρχηγός της αποκλειούσης την Κρήτην Τουρκικής μοίρας απελπισθείς να συλλάβη την «Ένωσιν» αποφασίζει να ενεδρεύση αυτην εκτός της Σύρου παρά την εκ τούτου μέλλουσαν να προκύψη παραβίασιν των διεθνών νομίμων.
Την 6ην π.μ. της 2ας Δεκεμβρίου 1868 η «Ένωσις» αποπλεύσασα εκ Πάρου έπλεεν αμέριμνος προς την Σύρον, ότε μετ’ ολίγον σαφώς διέκρινε δύο εύδρομα και μίαν φρεγάταν, άτινα μετ’ εκπλήξεως ανεγνωρίσθησαν ως Τουρκικά, και άτινα επείχον εναντίον της. Το έν των ευδρόμων ήτο το «Ιτζεδίν», ο νικητής του «Αρκαδίου».
Αλλ’ η έκπληξις δεν διήρκεσε μακρόν επί της «Ενώσεως»• εσήμανε πάραυτα πολεμιή έγερσις επί του ατρομήτου καταδρομικού, ούτινος και ηυξήνθη η ταχύτης, όπως καταφύγη το ταχύτερον εις τον λιμένα της Σύρου. Εν τω μεταξύ, ολονέν εμειούτο η απόστασις από των πολεμικών πλοίων, άτινα αιφνιδίως ήνοιξαν το πυρ κατά της «Ενώσεως».
Εις το πυρ του εχθρού απαντά αμέσως η «Ένωσις» δια του πρυμνιαίου αυτής πυροβόλου. Σκοπεύει ο υποκελευστής Δρούδες και με το βλήμα του πλήττει το «Ιτζεδίν», εκεί όπου τούτο προ έτους είχε βάλει το «Αρκάδι», εις τον αριστερόν τροχόν. Το «Ιτζεδίν» χωλαίνον βραδυπορεί και, εν ώ προέπλεε της Τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη παραλλήλως προς αυτήν.
Επωφελουμένη του τοιούτου, η «Ένωσις» παρενθέτει το «Ιτζεδίν» μεταξύ αυτής και της φρεγάτας, ήτοις ητοίμαζεν ολότοιχον το πυρ κατ’ αυτής και μονομαχεί μετά του «Ιτζεδίν», εντός του οποίου δεύτερον επιτυχές βλήμα εκ της «Ενώσεως» ενσπείρει την σύγχυσιν.
Η φρεγάτα τότε «Χουδαβενδικιάρ», η ναυαρχίς του Χόβαρτ, αποκαλυφθείσα μετά τον αντίπλουν τούτον στρέφεται και απειλεί δια φοβεράς ομοβροντίας να καταβυθιση την «Ένωσιν». Αλλ’ ενώ το Τουρκικόν πλοίον παρασκευάζεται εις τούτο στρέφον δεξιά, ίνα δείξη ολόκληρον την τηλεβολοστοιχίαν του, η «Ένωσις» φεύγει δεικνύουσα μόνον την πρύμναν αυτής και βάλλουσα δια του πυροβόλου της υποχωρήσεως.
Ευστοχήσαν βλήμα αυτής διέρχεται διαγωνίως από πρώρας εις πρύμναν της «Χουδαβενδικιάρ», ανατρέπει παν το προστυχόν, φονεύει και τραυματίζει πολλούς ναύτας και αποδιώκει προς ώραν τους υπηρέτας των τηλεβόλων. Δεύτερον βλήμα αναρπάζει εις συντρίματα δύο αυτής λέμβους.
Η «Ένωσις» επωφεληθείσα στιγμιαίως προς Βορράν διευθύνσεως της τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη εν πάση ταχύτητι προς τον λιμένα της Σύρου, βάλλουσα μέχρις εξαρθρώσεως των πυροβόλων της, αλλά καια βαλλομένη μανιωδώς υπό των Τουρκικών πλοίων, εντελώς όμως εις μάτην. Αι αποστάσεις ολοέν αυξάνουσι, το δε φεύγον καταδρομικόν δεν δεικνύει ή ελάχιστον μέρος της επιφανείας του.
Εντός ολίγου τέλος ασθμαίνουσα η «Ένωσις» αγκυροβολεί εις Σύρον όπισθεν της εκεί καθωρμισμένης Αυστριακής κανονιοφόρου «Βάλλ». Τραυματίσασα επωδύνως τους δύο αντιπάλους της, χάρις εις την ευστοχίαν των εις το Β. Ναυτικόν ανηκόντων πυροβολητών της, η «Ένωσις», άθικτος η ιδία ως εκ θαύματος, έμελλεν εντός ολίγου ν’ αποτελέσει το αντικείμενον δεινοτάτης έριδος και εξευτελιστικών αιτήσεων εκ μέρους του Χόβαρτ.
Σημείωση: Κ.Ν. ‘Ράδου op. cit.
.
Πηγή: (Αντιπλοιάρχου Δημητρίου Γ. Φωκά, Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού 1833 – 1873, έκδοσις Γενικού Επιτελείου Β. Ναυτικού 1923, σελ. 256 – 258), Αβέρωφ
Μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Πέτα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, ανάμεσα στους Έλληνες και στους αλβανούς, τα πράματα ωρίμασαν για μια σημαντική πια επιθετική ενέργεια των συμμάχων κατά των τούρκων. Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή (η Λιθαρίτσα) και οι Σουλιώτες με τους αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.
Ο Αλής όμως φοβούμενος μη γίνει υποχείριος στους Σουλιώτες, τους αναχαίτισε μ΄ένα του γράμμα:
«Πολυφίλητα τέκνα μου. Προ μικρού επληροφορήθην ότι έρχονται τα παλληκάρια σας εναντίον του εχθρού μου Χουρσίτ. Προειδοποιώ ότι στο φρούριό μου είμαι απόρθητος. Περιφρονώ τον ασίαιο (=από την Ασία) αυτόν πασά και μπορώ ν΄ αντισταθώ επί πολλά χρόνια.Η μόνη εκδούλευσις που ζητάω από την ανδρεία σας, είναι να καθυποτάξετε την Άρτα και να πιάσετε ζωντανό τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίο μου δούλον, τον λυσσαλέον εχθρόν της οικογενείας μου, τον εργάτην των κακών και δεινών συμφορών που μαστίζουν την ατυχή χώρα μας, που την ερήμωσε μπροστά στα μάτια σας. Διπλασιάσατε τας προσπαθείας σας προς τούτο.Θα κόψετε το κακό στη ρίζα του, οι δε θησαυροί μου θα είναι ανταμοιβή των παλληκαριών σας, των οποίων η αντρεία κάθε μέρα αποκτά νέα εκτίμηση στα μάτια μου. Αλής».
Ύστερα από αυτή την επιθυμία του Αλή, οι σύμμαχοι αλβανοί, Σουλιώτες και λοιποί Έλληνες, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Άρτας. Την Άρτα την υπεράσπιζαν πέντε χιλιάδες τούρκοι, ιππικό και πυροβολικό. Μερικοί καπεταναίοι ήταν υπέρ της αναβολής της επίθεσης.
Οι Σουλιώτες προτιμούσαν μια επίθεση προς τη Θεσπρωτία, γιατί -υποστήριζαν- οι ίδιοι θέλουν θάλασσα, κι η Άρτα είναι στεριανή. Τελικά επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Άρτα. Πρώτοι κινήθηκαν οι Σουλιώτες. Πλησίασαν το δυτικοβόρειο μέρος της πόλης. Κάθε σώμα είχε επί κεφαλής τον αρχηγό μιάς φάρας.Ήταν εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης με τριακόσιους δικούς του, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτομάρας, οι αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειμάν Μέτος, Τσένκο Βελής,ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραμμενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. Στις 14 Νοεμβρίου ο Μάρκος έπιασε το Μαράτι, χωριό της Άρτας, που χωρίζεται απ΄την Άρτα με τον Άραχθο ποταμό, κι οχυρώθηκε στο εκεί τζαμί και στο χάνι.Μαζί του ήταν κι ο Καραϊσκάκης με εξ συνοδούς του, που είχε πάει να επισκεφτεί τον Μάρκο. Στην Κούλια του Μαρατιού οχυρώθηκαν οι Λιόνε Παντούλης κι ο Γιωργάκης Μαλάμος. Η θέση του Μαρατιού είναι κατά τον Πουκεβίλ «περίκυκλος εκ καλαμών του είδους όπερ καλείτε calamus orientalis, πορτοκαλλεών, λεμονιών και ελαιών».Κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν τότε στην Άρτα περί τις 12.000 τούρκοι, ενώ ο Φιλήμων τους υπολογίζει σε 4.000.Στις 15 Νοεμβρίου οι τούρκοι «από βαθείας πρωίας ήρξαντο αδιακόπου τηλεβολισμού»κατά του Μαρατιού.Και μετά το μεσημέρι, εξόρμησαν πρώτα κατά των Ζερβαίων, ύστερα κατά των Τζαβελαίων και τέλος κατά των Μποτσαραίων. Οι Έλληνες έπαθαν αρκετές ζημιές και ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαμί,απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα,οι τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήσαν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχμέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισμαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάμπαση κι άλλους.Σ΄αυτή την κρίσιμη για τους Σουλιώτες στιγμή,φάνηκε πάνω στα υψώματα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες.Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαμί, κι όλοι μαζί πήραν κυνηγητό τους τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, κι ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβοληταί εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους Σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».Το βράδυ της ίδιας μέρας (15 Νοεμβρίου), οι Έλληνες που ήσαν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο κι άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη.Στα ΝΑ της Άρτας, στο μονοαστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι τούρκοι του Σμαήλπασα Πλιάσα. Στις 16 Νοεμβρίου, στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας, έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με το Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας.
Τρακόσιοι σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι, θά ‘πιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη κι εκατό από τις δυνάμεις που ήσαν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά γιά να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των αγίων Αποστόλων. Αρχηγοί στους τρακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (16 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους Σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.
Οι τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από τη γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους Σουλιώτες πέρασαν τη γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους τούρκους,έφτασαν ως το Μουχούστι.Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του τη βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι τούρκοι.Στις 17 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Οι τρακόσιοι Σουλιώτες όρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν απέναντι. Πεζικό και καβαλαρία των τούρκων τους χτύπησε, αλλα αυτοί ήσαν «αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα τουφέκι ρίξαν στους τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφανίσαν και τους έμπασαν μέσα στη χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι».
Σύγχρονα, άλλοι Σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή τη γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι, σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους. Και οι εκατό του Αϊ-Λιά, είχαν να αντιμετωπίσουν οχτακόσιους τούρκους. Οι τούρκοι ήσαν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό.«Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν».Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος τούρκος, ύστερα άλλοι είκοσι, κι οι τούρκοι, με την ορμή των Ελλήνων φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τ’ άλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στη δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι. Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα, ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια. Αλλά ούτε στη γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι τούρκοι.Οι Έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό κι όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Παράλληλα οι τρακόσιοι Σουλιώτες έβγαλαν τους τούρκους από το σαράι και τό ‘καψαν. Κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα».Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στη Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάνπασας είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στο λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι Έλληνες.
Κι ενώ ο Γώγος κατελάμβανε τη Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στη μάχη κι οι αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου δυό χιλιάδες, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Έλληνες. Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας».Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. Απάνω στη μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη, που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας.Οι δυό πολέμαρχοι, οι δυό ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά.Οι τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες αλβανοί, «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των Ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ., αυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.
Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε δεκάξι μέρες. Κι οι Έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των Αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.
Πηγή: Αβέρωφ
Ο Μαχμούτ-Πασάς-Ζίχναλης που διαδέχθηκε τον Δράμαλη, έστειλε 10.000 πεζούς και καβαλάρηδες με αρκετό πυροβολικό και με αρχηγό τον επί κεφαλής του Ιππικού Δελή-Αχμέτ με πρόγραμμα να καταλύσουν στο Χάνι της Κουρτέσας.Ο Κολοκοτρώνης που ήταν άρρωστος στα Δερβενάκια από τις 19 Νοεμβρίου, μόλις έγινε καλά, άγρυπνα παρακολουθούσε προσωπικά τις κινήσεις των Τούρκων.
Ειδοποίησε αμέσως με τους υπασπιστές του, τον Σταϊκόπουλο στο Ναύπλιο, τον Τσώκρη στο Αργός, τον Χατζηχρήστο στο Στεφάνι, τον Παπανίκα στην Στιμάγκα και τους άλλους οπλαρχηγούς της Κορίνθου, τον Νοταρά, τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, κ.λ.π. να κινηθούν τη νύχτα και να βρίσκονται πριν ξημερώσει στα Δερβενάκια.Με τον Φωτάκο ειδοποίησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον Παπαρσένη, οι οποίοι είχαν αναλάβει την φύλαξη του Αγίου Σώστη να τρέξουν και να συναντηθούν μαζί του.
Όταν συναντήθηκαν ο Κολοκοτρώνης τους επέστησε την προσοχή στο δύσβατο και άγνωστο στους πολλούς μονοπάτι, μεταξύ Αϊ Βασίλη και της πίσω πλευράς του Αγίου Σώστη, για να μη το χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, γιατί υπήρχε κίνδυνος να υπερφαλαγγιστούν οι προμαχώνες τους στον Άγιο Σώστη και να κινδυνέψει όλο το Στράτευμα.
Ο Νικήτας και ο Παπαρσένης παρά τις διαβεβαιώσεις τους, από αμέλεια δεν φρόντισαν να διαφυλάξουν το μυστικό μονοπάτι, με αποτέλεσμα 150 Τούρκοι από τους ντόπιους να φθάσουν γύρω τα μεσάνυχτα στο Άγιο Σώστη και καθώς μιλούσαν Ελληνικά, δεν έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες μέχρι το πρωί, οπότε ανακαλύφθηκαν και μόλις πρόλαβαν να σωθούν καταδιωκόμενοι από τον Χατζηχρήστο που στο μεταξύ είχε φθάσει από το Στεφάνι και διαλύθηκαν στη πεδιάδα.
Κατά τα ξημερώματα ξεκίνησε από το χάνι της Κουρτέσας ο Τουρκικός Στρατός, ο οποίος θα έφθανε στον Άγιο Σώστη στις 9 η ώρα το πρωί, Τρίτη 28 Νοεμβρίου 1822. Καθώς πλησίασαν οι Τούρκοι αμέτρητα πυρά κτύπησαν τους προμαχώνες των Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν κλονίστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος του Τούρκικου Στρατού γύρισε στις αρχικές του θέσεις. Στο μεταξύ όμως οι Τούρκοι που είχαν οχυρωθεί πάνω από τον προμαχώνα του Παπαρσένη, έδωσαν το σύνθημα της γενικής επίθεσης.
Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ο Παπαρσένης ο ανιψιός του Σπανός και άλλοι γενναίοι οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν, οι Έλληνες βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών. Στη κρίσιμη αυτή στιγμή ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε, αν και επικρατούσε ομίχλη, από την διασταύρωση των πυρών, τη δύσκολη θέση των Ελλήνων και χωρίς να χάσει καιρό ειδοποίησε με τους υπασπιστές του τον Πάνο Ζαφειρόπουλο και τους άλλους εκεί κοντά οπλαρχηγούς να τρέξουν πίσω από τον Άγιο Σώστη και να βοηθήσουν τα μαχόμενα εκεί τμήματα, ώστε να υπερφαλαγγιστούν οι Τούρκοι.
Τον Νικήτα Σταματελόπουλο που κινδύνευσε να αιχμαλωτισθεί, έσωσε ο γενναίος οπλαρχηγός του Δάρα Κολιός Μπακόπουλος. Η μάχη συνεχίστηκε από προμαχώνα σε προμαχώνα όπου όλοι πολέμησαν γενναιότατα. Ο Νικηταράς, ο Τσώκρης και άλλοι πολλοί θριάμβευσαν.
Οι Τούρκοι κτυπήθηκαν από όλες τις μεριές και τρομοκρατημένοι πετούσαν τα άρματα για να σωθούν. Ο Νικηταράς όρμησε πρώτος από τον πύργο του Κολοκοτρώνη, κατά τη στιγμή ακριβώς που τον κανονιοβολούσαν οι Τούρκοι, κρατώντας στα χέρια του το φονικό σπαθί. Το παράδειγμα του ακολούθησαν και”- άλλοι και έτσι αποδεκατίσθηκαν τα αφηνιασμένα Τούρκικα στίφη.
Ο υπασπιστής, του Κολοκοτρώνη Φωτάκος καθώς κυνηγούσε τυχαία έναν Τούρκο, κατόρθωσε να του αποσπάσει τα κομμένα κεφάλια του Παπαρσένη και του ανιψιού του Σπανού, τα οποία μετά την ανεύρεση και των σωμάτων στον Αγιο Σώστη τα έθαψαν με μεγάλες τιμές.
Οι Τούρκοι αφού άφησαν στο πεδίο της μάχης 200 νεκρούς και το μεγαλύτερο μέρος ι του φορτίου επισιτισμού, που προοριζόταν για το Ναύπλιο, γύρισαν το απόγευμα στην Κόρινθο1 σε άθλια κατάσταση . Τις επόμενες δύο ημέρες 29 και 30 Νοεμβρίου 1822 επακολούθησε η κατάληψη του Παλαμηδίου και η παράδοση του Ναυπλίου στους Έλληνες.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Μπιμπή
.
Πηγή: ΧΕΛΙ – ΑΡΑΧΝΑΙΟ
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Από τις 18 έως τις 24 Νοεμβρίου του 1826 συντελέστηκε στην Αράχοβα ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ο "αετός της Ρούμελης" στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, επικεφαλής πολλών εμπειροπόλεμων καπεταναίων και ανδρειωμένων αγωνιστών της επαναστατημένης Ρούμελης κυρίως, αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας και με τη συνδρομή 300 περίπου Αραχοβιτών κατανίκησε και σχεδόν εξολόθρευσε εκστρατευτικό σώμα 2.200 επίλεκτων Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία του περιβόητου Μουσταφάμπεη Κιαφεζέζη.
Η περίλαμπρη νίκη, που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων μετά την πτώση του Μεσολογγίου και κράτησε αναμμένη τη δάδα της εθνεγερσίας στη Ρούμελη, αποδόθηκε στη σωτήρια επέμβαση του υπέρτατου Στρατηλάτη Αγίου Γεωργίου, που με τον άγριο Κατεβατό, την ξαφνική χιονοθύελλα και το αναπάντεχο κρύο, συνέδραμε τους Έλληνες στη φονική καταδίωξη των Τούρκων στις αφιλόξενες γι' αυτούς πλαγιές του Παρνασσού.
Τα ηρωικά γεγονότα εκείνων των ημερών έμειναν για πάντα ζωντανά στα χείλη και στις καρδιές των Αραχωβιτών και συνδέθηκαν αδιάσπαστα με την ολόθερμη πίστη στην προστασία του τόπου και των ανθρώπων από τον Τροπαιοφόρο Άγιο. Έπειτα ενσωματώθηκαν στην υπάρχουσα από παλιά στην Αράχοβα λαμπρή θρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το ξακουστό Πανηγυράκι, προσδίδοντάς της από τότε και έντονο εθνικό χαρακτήρα.
Νοέμβριος 1826
Γύρω κι απέναντι απ την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γίνεται η μεγάλη μάχη, που χαρακτηρίστηκε σαν δεύτερη Επανάσταση της Ρούμελης. Για μια φορά ακόμη πλούσια εξέχεε τη Χάρη του ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος, οδηγώντας στην κρίσιμη ώρα τούς Έλληνες.
Όντως, η σημασία της μάχης εκείνης ήταν καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης, που μετά την πτώση, του Μεσολογγίου «έπνεε τα λοίσθια» . Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε την πτώση του ηθικού των Ελλήνων και εξαπέλυσε «φιρμάνι στους Ρωμηούς» να προσκυνήσουν, να παραδώσουν τα όπλα τους και να πάρουν γενική αμνηστία.
Κρίσιμη η στιγμή, στ' αλήθεια, για τους τυραννισμένους Ρωμηούς. Το μέγεθος του κινδύνου μας δείχνει η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαίμη: «Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον δια την κοινήν σωτηρίαν».
Τα σχέδια των Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, που διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τους θορυβημένους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Στη μάχη της Αράχωβας βρέθηκαν αντιμέτωποι οι πιο έμπειροι αξιωματικοί των Τούρκων και οι Έλληνες καπεταναίοι, που τους ένωσε και τους οδήγησε στο θρίαμβο ο Γ. Καραϊσκάκης η εκπληκτική προσωπικότητα, η στρατηγική μεγαλοφυία, που άλλαξε την πορεία της Εθνεγερσίας.
Η επιστολή του Ανδ. Ζαίμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη. «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραϊσκάκην δεν εκατορθούτο, οτι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1-1827). Δίκαια στο τραγούδι τους οι Αραχωβίτες τον αποκάλεσαν:
«Καραγισκάκημ' αρχηγέ και πρώτε καπιτάνιε...» .
Για τους Τουρκαλβανούς, όμως, η ανάμνηση της μάχης της Ράχωβας και η καταδίωξη, που ακολούθησε, ήταν οδυνηρότατη για πολλά χρόνια. Παροιμιώδης έμεινε στους Αλβανούς η φράση, που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: ‘'Που φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ο Καραϊσκάκης;'' Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές οι Αλβανοί φώναζαν: "Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη" .
Ας διαγράψουμε όμως το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων του 1826.
Η Ακρόπολη των Αθηνών πολιορκείται απ' τον Κιουταχή και ο Καραϊσκάκης εκστρατεύει στη Ρούμελη για να κάμει αντιπερισπασμό, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές της περιοχής και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις, ώστε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια ανεφοδιασμού και ενίσχυσης του Κιουταχή.
Προχωρεί, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης απ' τη Δόμβραινα προς το Δίστομο, αφού πέρασε απ' τα μοναστήρια Δομβού και Οσίου Λουκά. Ο Μουστάμπεης για να τον εμποδίσει κίνησε απ' τη Λιβαδειά, για να καταλάβει την Αράχωβα. Τον συνοδεύουν κι άλλοι μπέηδες και 2.000 Τουρκαλβανοί. Φτάνουν στην Αράχωβα και ταμπουρώνονται πάνω απ' τον Αϊ Γιώργη. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και στα γύρω σπίτια ταμπουρώθηκε η εμπροσθοφυλακή του Καραϊσκάκη κι ο στρατάρχης στήνει το στρατηγείο του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη.
Αν και Νοέμβριος, το κρύο ήταν αβάσταχτο, όπως και τα βόλια των Ελλήνων. Μην αντέχοντας λοιπόν περισσότερο σύρθηκαν ταπεινωμένοι οι Τουρκαλβανοί εκλιπαρώντας ανακωχή. Τα λόγια τους, όπως τα διέσωσε o Χρ. Περραιβός, είναι πρωτόγνωρη ταπείνωση για τους περήφανους μπέηδες και ξεκάθαρη ομολογία, πως ο Θεός προστάτευε τους Έλληνες:
«Ημείς εκινήσαμεν με σκοπόν να σας χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δεν ήθελε. Δια τον κακόν μας, λοιπόν, σκοπόν αρκετά μας επαίδευσε και μας εντρόπιασε...»
Οι όροι όμως της παράδοσης, που πρότειναν οι Έλληνες, ήταν βαρείς. Στις 22-11-1826 ο Μουστάμπεης τραυματίζεται και την επόμενη ημέρα πεθαίνει. Ο Κατεβατός και τα βόλια δεν αφήνουν περιθώρια αναμονής και ενίσχυση δεν μπορεί να πλησιάσει. Έτσι, οι Τουρκαλβανοί επιχειρούν έξοδο προς τον Παρνασσό, αλλά ο στρατάρχης Καραϊσκάκης είχε διακόψει κάθε δυνατότητα διαφυγής.
Στο πεδίο τrς μάχης γίνεται πάλη σώμα προς σώμα και άγρια καταδίωξη στις απόκρημνες πλαγιές του Παρνασσού μέσα στο χιόνι και στο «καταργιακό».
Την επόμενη ημέρα (25 Νοεμβρίου) 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων. Το δημοτικό μας τραγούδι σώζει τη βροντερή φωνή του πολέμαρχου Καραϊσκάκη:
«Που' στε μπρε Ρουμελώτες μου, παιδιά μ' αντρειωμένα
Γυμνώστε τ' αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,
βάλτε τους Τούρκους στα μπροστά και κόψτε και σκοτώστε»
Ο Υπέρτατος Στρατηλάτης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
Στη νίκη όμως αυτή, που κατά την εκτίμηση του Γ. Καραϊσκάκη «είναι η σημαντικοτέρα της Ελλάδος», εκείνος που οδηγούσε ως υπέρτατος στρατηλάτης ήταν ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος. Οι πολεμιστές βίωσαν τη σωτηριώδη επέμβαση του Αγίου. Το θαύμα εκείνο έμεινε για πάντα ζωντανό στα χείλη και στην καρδιά των Αραχωβιτών.
«Τότε, λοιπόν, πολλοί απ' τους Έλληνες πολεμιστές είχανε να λένε πως μέσα σ' αυτή τη χιονούρα και της μάχης τη χλαπαταγή βλέπανε μέσα σ' ένα σύγνεφο από αντάρα κάποιο καβαλάρη να κυνηγάει κι αυτός τον εχθρό και να παρακινάει με νοήματα τους Έλληνες να τον ακολουθήσουν. Ήταν ένα πανώριο χρυσοφορεμένο παλικάρι μ' αργυρό κοντάρι πάνω σ' άσπρο ομορφοσελωμένο άτι μ' ασημένια χάμουρα. Όσοι τον είδανε, όλοι τους τον γνώρισαν, πως ήταν ο Αϊ Γιώργης».
Και δεν είναι οι Έλληνες, μόνο, που είδαν τον Άγιο Γεώργιο, μα και οι Τουρκαλβανοί. Στις 22 Νοεμβρίου τη νύχτα, οι Τούρκοι είδαν ένα καβαλλάρη πάνω σ' άσπρο άλογο να τρέχει μέσα στο στρατόπεδο τους κι άρχισαν τους πυροβολισμούς. Οι Έλληνες που αναρωτήθηκαν για τους πυροβολισμούς εκείνους, νόμισαν τότε, πως ήταν κάποιο στρατήγημα των Τούρκων. Όμως, ένας Τούρκος αιχμάλωτος μετά τη μάχη τους αποκάλυψε το θαύμα εκείνο.
Και ήταν τόσο βαριά η ξαφνική χιονούρα και ο Κατεβατός, ώστε όλα τα γράμματα απ' το στρατόπεδο προς τη Διοίκηση, έλεγαν, πως ήταν φανερό σημάδι του Θεού η κακοκαιρία εκείνη. Την ίδια πίστη εξέφραζε και ο Σπυρίδων Τρικούπης στον επινίκιο λόγο του.
Πραγματικά, η βοήθεια του Υψίστου ήταν φανερή προς τους αδικημένους Έλληνες, που η φωνή της απελπισίας τους έφτασε ως τον ουρανό: «Πότε ήλθαμε εις τον τόπον σας να σας βλάψωμεν; Ημείς δεν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά την ελευθερία μας, την οποίαν ο Θεός χάρισε εις κάθε άνθρωπον να την χαίρεται εν όσω ζει». Έτσι μίλησαν οι Έλληνες. Για τούτο η Δικαιοσύνη του Υψίστου και η Χάρη του Αγίου ενήργησαν τόσο φανερά. Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος αναδείχτηκε για μια ακόμη φορά υπέρμαχος και υπερασπιστής των αδικουμένων. Στο τέλος της επινίκιας δοξολογίας στις 28 Νοεμβρίου στην τότε πρωτεύουσα Αίγινα, ο Σπ.Τρικούπης προσκάλεσε το λαό και έψαλαν τρεις φορές το «Τίς Θεός μέγας».
«Οι αθλήσαντες και στεφανωθέντες εις Αράχωβαν εφάνησαν όργανα των μεγάλων του Ουρανού βουλών, ας δώσωμεν δόξαν και μεγαλωσύνην εις τον Ουράνιον Πατέρα».Είναι τα λόγια του Σπυρίδωνος Τρικούπη απ' τον επινίκιο λόγο του και είναι αληθινή ομολογία του θαύματος.
Αλλά και ο στρατάρχης Γ. Καραϊσκάκης αρχίζει την αναφορά του με την ίδια ομολογία: «Δια της δυνάμεως και βοηθείας του Υψίστου Θεού πέμπομεν τας χαροπάς αγγελίας περί της λαμπράς νίκης εις Ράχωβαν».
Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος απάντησε εδώ στην Αράχωβα την Εθνεγερσία κι ορμήνεψε τον Καραϊσκάκη: «πως από δω να διαφεντέψει με το σπαθί τα πεπρωμένα της Φυλής»
Καθώς διηγούνται οι γέροντες της Αράχωβας, «ο καπετάν Καραϊσκάκης ανταριαζότανε, μήπως χάνανε τον αγώνα, γι' αυτό διέταξε να προσευχηθούμε όλοι στον Αϊ Γιώργη». Την άλλη μέρα μετά τη μάχη, σαν πήγε αρκετό δρόμο προς τη Μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ και διαπίστωσε μόνος του, πόση ήταν η φθορά των Τούρκων, γύρισε στην Αράχωβα και δακρυσμένος προσευχήθηκε στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη, ευχαριστώντας το Θεό και τον Άγιο.
Πόσες, αλήθεια, προσευχές δεν θα είχε απευθύνει στον Άγιο ο στρατάρχης με το αδύνατο σώμα, το μαυριδερό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, που αστραποβολούσαν πάθος και ενεργητικότητα; Συνδεδεμένος με τον Άγιο Γεώργιο, καθώς έφερε το όνομά του, αξιώθηκε να κάμει στρατηγείο του την εκκλησιά του Τροπαιοφόρου σε κείνη τη σημαδιακή ώρα του Αγώνα.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έσωσε μια αυθεντική μαρτυρία για εκείνες τις ηρωικές ημέρες, γύρω απ' την εκκλησιά του Αϊ Γιώργη. Δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που έσωσε η παράδοση, φανερώνουν μια απλή ηρωική ψυχή, γεμάτη αυτοθυσία. «Οι οπλαρχηγοί, που έφτασαν εις την Αράχωβαν (δια Πορέσης, Πέντε Ορίων, Αγίας Ευθυμίας, Σαλώνων, Καστρίου), εύρον τον Καραϊσκάκην καθήμενον πλησίον μεγάλης πυράς έξω, όπισθεν του ιερού βήματος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Όταν έφτασαν οι οπλαρχηγοί της Δωρίδος, ηγέρθη και περιπτυχθείς τους εφίλησεν αδερφικώς:
- Έ, τους έχομεν καλά, είπε, να πιάσετε τα ταμπούρια, καπεταναραίοι, και υπομονή, ντε: "όποιος αγαπάει την πατρίδα θα υποφέρει". Αξιοθαύμαστο το "μέσα πλούτος" του ήρωα με το ασθενικό κορμί!
Μια σύντομη παρένθεση για την προσωπικότητά του είναι η ουσιαστικότερη κατάθεση ευγνωμοσύνης.
Βαθιά ευλαβική η ψυχή του, έσπειρε με προσευχές την πορεία του προς την Αράχωβα. Περνώντας απ' τα Μοναστήρια των Βοιωτών Αγίων, του Οσίου Σεραφήμ του Δομβοϊτου και του Οσίου Λουκά, μαζί με την οργάνωση της άμυνάς τους αντλούσε και ο ίδιος δύναμη, επικαλούμενος με θερμή ψυχή τη βοήθειά τους.
Στις συχνές αρρώστιες του κατέφευγε στη Χάρη της Προυσιώτισσας. Σε αυτό το Μοναστήρι ακούστηκαν δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που φανερώνουν την ψυχή του. Ήταν στα 1823. Ύστερα απ' τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη στο Μοναστήρι. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος στο Μοναστήρι, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό με τούτα τα λόγια.:
-«Άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο». Και ύστερα συμπλήρωσε μπρος στο νεκρό ήρωα:
-«Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκηα σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δε φτάνουμε εμείς».
Τα λόγια περισσεύουν για τέτοιες ψυχές. Και όντως ο θάνατος του Καραϊσκάκη ήταν όπως τον ευχήθηκε. Άνθος αυτοθυσίας για την πατρίδα η ψυχή του, άνθησε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, 23 Απριλίου 1827 (4 η ώρα ξημερώνοντας).
Είναι να θαυμάζει κανείς, πόσο τέλεια συντέθηκαν στην άδολη ψυχή του πολέμαρχου το άγριο και το ήμερο, το τραχύ και το μαλακό. Φιλόδοξος, ηγετικός, αφιλοκερδής, οξύθυμος και παράλληλα αγαθός και μεγαλόκαρδος, αθυρόστομος, αλλά και πικρός υβριστής των ανάνδρων, ταπεινόφρων, που άκουγε προσεκτικά τη γνώμη των άλλων, αλλά και ηγέτης, που θαυμάστηκε κι από τους αντιπάλους του. Παράτολμος, στρατηγικός, ακούραστος, αν και διαρκώς άρρωστος.
Είναι ζήτημα αν τιμήθηκε τόσο πολύ ήρωας σ' άλλο τόπο, όσο ο Καραϊσκάκης στην Αράχωβα. "Γέροντα" τον αποκάλεσαν οι Αραχωβίτες εκφράζοντας έτσι τον σεβασμό τους και την αγάπη τους. Τίτλος, που είναι μονολεκτική δικαίωση της ιστορίας, η οποία κατέταξε τον Καραϊσκάκη: "στους διαλεχτούς της άρνησης και ακριβογιούς της πίστης"
Και μετά τη μάχη οι Αραχωβίτισσες έστελναν τα παιδιά τους να φιλήσουν το χέρι του Καραϊσκάκη, όπως διηγούνται οι αιωνόβιοι Αραχωβίτες. Ζωντανή κρατήθηκε στην Αραχωβίτικη ψυχή η ιστορία μαζί με τη βεβαιότητα για το θαύμα, βεβαιότητα, που αντλείται από τη ζωντανή πίστη. Αυτή η πίστη γέννησε πολλά τραγούδια, όπως το ιστορικό τραγούδι της μάχης, σκιαγραφία αληθινή της Αραχωβίτικης ψυχής. Στο τραγούδι αυτό ο Άγιος Γεώργιος, στρατηγός υπέρτατος, προστάζει και υπόσχεται:
Βγάτε να τους μποδίσετε, ίσως και το ταχιά ταχύ να πέσει και το χιόνι,τότες θα ξεπαγιάσουνε, θα ξεραθούνε όλοι.
Μ' αυτή τη βεβαιότητα για το θαύμα πορεύεται στην ιστορία της η Αράχωβα. Μόνο μέσα απ' αυτή την ξεκάθαρη θεώρηση των γεγονότων του Νοεμβρίου του 1826 εξηγείται ο τρόπος, που κάθε χρόνο γιορτάζει η Αράχωβα τον πολιούχο της Άγιο Γεώργιο. Η ανοιξιάτικη εθνικοθρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το Πανηγυράκι, αποδείχνει ακλόνητη την πίστη στο θαύμα.
Το κανόνι
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, εκφράζοντας ευλαβικά τις ευχαριστίες του στον Άγιο Γεώργιο, του αφιέρωσε ένα κανόνι από τα λάφυρα της μάχης. Έτσι έμεινε και το έθιμο των κανονιοβολισμών στο τριήμερο Πανηγυράκι προς τιμήν του Τροπαιοφόρου.
Όταν αργότερα τούτο το κανόνι πάλιωσε, ο Ελληνικός στρατός δώρισε ένα άλλο κανόνι στο «στρατιώτη του Χριστού». Τούτο το κανόνι έμελλε να συνδεθεί με ένα ακόμη θαύμα του Αγίου στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής. Το κανόνι που βλέπουμε σήμερα μπροστά στο μνημείο του Καραϊσκάκη, στην αυλή της εκκλησίας, μέχρι την κατοχή βρισκόταν στο πυροβολείο, από εκεί ψηλά, απ' το πεδίο της μάχης, το Μουστάμπεϊ και κάθε χρόνο στο Πανηγυράκι «βροντούσε» προς τιμήν του Αϊ Γιώργη.
Όμως οι Ιταλοί κατακτητές ένοιωθαν ανασφάλεια έχοντας ένα κανόνι πάνω απ' το κεφάλι τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να το μεταφέρουν στο φρουραρχείο τους, στη δυτική πλευρά της Αράχωβας, το ζεύουν στα μουλάρια και αρχίζουν να το κατεβάζουν. Όταν όμως έφτασαν έξω απ' την εκκλησία, τα ζώα δεν έκαναν ούτε ένα βήμα και όπως «μολογάνε» οι Αραχωβίτες «τα ζά έσκασαν», έπεσαν κάτω ακίνητα και μην έχοντας τι άλλο να κάνουν αποφάσισαν να το καταστρέψουν. Έτσι κατάφεραν να σπάσουν ένα μικρό κομμάτι μπροστά στην κάνη. Πρόσφατα το θραύσμα συγκολλήθηκε να μη χαθεί. Πραγματικά, η λογική αδυνατεί να εξηγήσει το γιατί στάθηκε αδύνατο να μεταφερθεί πέρα απ' το χώρο της εκκλησίας το μικρό κανόνι, αν και μεταφέρθηκε χωρίς προβλήματα μέχρι το σημείο εκείνο.
Το μνημείο
Σήμερα, όποιος βρεθεί στον Αϊ Γιώργη, μπορεί να θυμηθεί την ένδοξη εκείνη μάχη. Στον περίβολο της εκκλησίας θα δει το μνημείο του Καραϊσκάκη και το μικρό κανόνι μπροστά του, με τη χάλκινη εικόνα του ήρωα να φέρει την επιγραφή:
Στρατηγείον Καραϊσκάκη
1826 Νοεμβρίου 24.
«Ο Στρατηγός της Ρούμελης εδώ από τη θέση αυτή τα πεπρωμένα της Φυλής διαφέντεψε με το σπαθί του».
Είναι η ζωντανή απόδειξη του θαύματος του Αγίου Γεωργίου, ένα θαύμα, που ο καθένας μπορεί να ψηλαφίσει.
Προς την Αράχωβα
Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του είχε προδιαγράψει το καλύτερο δυνατό για την περίσταση σχέδιο. Ίσως ένας άλλος στη θέση του, μόλις έπαιρνε την είδηση πως ο εχθρός θα τράβαγε την άλλη μέρα για την Αράχοβα, να ξεκινούσε αμέσως μ' όλο το στρατό του να πιάσει τα στενά για να την προστατέψει. Εκείνος, αντίθετα, έστελνε μια μικρή μονάχα δύναμη και παράγγελνε στους άλλους καπεταναίους να κυκλώσουν την Αράχοβα δυτικά κι ανατολικά. Ό ίδιος θα' παιρνε από πίσω τον τούρκικο στρατό που θα πέρναγε από το Ζεμενό.
Δε γύρευε δηλαδή να προστατέψει την Αράχοβα, παρά να κλείσει μέσα και γύρω από αυτή τους εχθρούς και να τους εξοντώσει. Και, καθώς θα δούμε, οι δυο πιο ξακουστοί στρατηγοί του Κιουταχή, ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, οδηγώντας το πιο διαλεχτό ασκέρι της τούρκικης στρατιάς, θα πέσουν στην παγίδα που τους έστησε.
Έπειτα από τούτη τη γλήγορη πορεία ο Καραϊσκάκης λογάριαζε να ξεκουράσει κάπως το στρατό του στο Δίστομο, ώσπου να μάθει τις κινήσεις του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη που είχαν σμίξει πια τ' ασκέρια τους και δρούσαν ενωμένα. Το ίδιο κείνο βράδυ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σιμά στην παραστιά ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού. του φέρανε το μερδικό του από το κοκορέτσι που είχανε ψήσει τα παλικάρια κι άρχισε να το τρώει έχοντας για ψωμί μια λειψοκουλούρα φτιαγμένη από κριθαρένιο ακοσκίνιστο αλεύρι.
Δίπλα του καθόταν ή περίφημη Τουρκοπούλα Μαριώ, που ο Καραϊσκάκης την έσωσε σαν ήταν στο Μοριά, την πήρε κοντά του, της φόρεσε αντρικά ρούχα, της έδωσε τ' όνομα Ζαφείρης κι από τότε, αρματωμένη, στεκόταν ο πιο πιστός του φύλακας. Έξω στην αυλή βρίσκονταν ξαπλωμένα ως δέκα παλικάρια κι άκουγαν ένα λεβεντονιό που έπαιζε το λιογκάρι του και σύγκαιρα τραγουδούσε. Κείνη την ώρα φτάνει κάποιος αγωνιστής και λέει στον αρχηγό πώς στα καραούλια μας παρουσιάστηκε ένας νιός καλόγερος και γύρευε να τον δει για κάτι το σπουδαίο.
Είπε να τον φέρουν. Ερχόταν από το μοναστήρι Ιερουσαλήμ που βρίσκεται στη Δαύλεια του Παρνασσού.
- Μ' έστειλε, λέει στον Καραϊσκάκη, ο ηγούμενος να σου πω πώς ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, με δυόμισι ως τρεις χιλιάδες ασκέρι, βρίσκονται στο μοναστήρι μας και στα γύρω μέρη. Λογαριάζουν να διαβούν αύριο από την Αράχοβα και να τραβήξουν στα Σάλωνα, να χτυπήσουν τους δικούς μας που πολιορκούνε τους Τούρκους στο κάστρο.
- πως, ορέ, τα' μαθε αυτά ο ηγούμενος; ρωτάει ο Καραϊσκάκης.
- Ένας από τους υποταχτικούς μας που ξέρει τα τούρκικα, υπηρετώντας τους μπέηδες που φάγανε στο μοναστήρι, άκουσε τον Μουστάμπεη να ξηγάει το σχέδιο στον Κεχαγιάμπεη.
- Και ποίο είν' αυτό;
-Πως πεντακόσιοι Αρβανίτες θα σηκωθούν αξημέρωτα και θα τραβήξουν από τον Παρνασσό για τη Ράχοβα. Το αποδέλοιπο ασκέρι του θα περάσει από το Ζεμενό. Aν στο στενό βρουν αντίσταση, οι άλλοι που θά' χουν φτάσει πρωτύτερα στην Αράχοβα θα χτυπήσουν πισώπλατα τους Έλληνες.
- Ξέρουν πώς είμαστε εμείς εδώ;
- Oχι, θαρρούνε πώς βρισκόσαστε ακόμα στη Ντομπραίνα.
- Γύρνα δίχως να χασομερήσεις και πες στον ηγούμενο πώς του χρωστάω μεγάλη χάρη για το μαντάτο που μoύ' στειλε.
Ο Καραϊσκάκης πετιέται πάνω είχε ξυπνήσει μέσα του ο πολεμάρχης. άστραψε στο νου του ευθύς το σχέδιο, που θα οδηγούσε σε μια από τις πιο λαμπρές νίκες του Εικοσιένα. Παραγγέλνει ναρθούν δίχως την παραμικρή άργητα να τον βρουν ο Γαρδικιώτης Γρίβας, ο Γιώργης Βάγιας κι ο Χατζηπέτρος.
- Εσείς οι δύο, λέει στον Γαρδικιώτη και Βάγια, θα ξεκινήσετε αμέσως για την Αράχοβα, με πεντακόσια παλικάρια. Σα θα φτάσετε σ' αυτή θα ταμπουρωθείτε στην εκκλησία και στα πιο γερά σπίτια, για να χτυπήσετε τους Τούρκους που θα κατεβαίνουν από τον Παρνασσό να μπούνε στο χωριό. Εσύ, Χατζηπέτρο, θα φύγεις λίγο πριν ξημερώσει και θα διαβείς από τα βουνά ανάμεσα Δίστομο κι 'Αράχοβα. Φτάνοντας αντίκρυ απ' αυτή θα σταθείς για να συντρέξεις τον Γαρδικιώτη και τον Βάγια. Τ' αποδέλοιπα είναι δικά μου.
Έπειτα φώναξε όλους τους καπεταναίους και τους πρόσταξε να παραγγείλουν στα παλικάρια τους να φτιάξουν ψωμί, γιατί μόλις θα πρόβελνε ο ήλιος θα ξεκινούσαν. Σύγκαιρα κάλεσε τον γραμματικό του Αινιάνα και του υπαγόρεψε γράμματα, τόσο στους καπεταναίους που πολιορκούσαν τα Σάλωνα όσο και σ' εκείνους που βρίσκονταν στα γύρω μέρη, να τρέξουν στην Αράχοβα.
Ώσπoυ να δώσει ο Καραϊσκάκης τις διαταγές, να υπαγορέψει τα γράμματα και να τα στείλει, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Τότε πια κουκουλώθηκε με την κάπα του και ξάπλωσε για να ξεκουράσει κάπως τ' άρρωστο κορμί του. Σε λίγο σηκώθηκε και βγήκε έξω να δει τι καιρό κάνει. άστραφταν όλα τ' αστέρια στον ουρανό. Τα πάντα προμηνούσαν πώς ή μέρα που ερχόταν θά' ταν μία από τις πιο λαμπρές εκείνου του φθινοπώρου.
- Ξυπνήστε τ' ασκέρι, πρόσταξε, για να ετοιμαστεί να ξεκινήσουμε.
Η Νίκη
Ο Γαρδικιώτης κι ο Βάγιας φτάσανε στην Αράχοβα πριν ακόμα να ξημερώσει κι έπιασαν την εκκλησιά και τα πιο γερά σπίτια. Μόλις όμως πρόβαλε η μέρα, 19 του Νοέμβρη, φάνηκαν οι Αρβανίτες του Μουστάμπεη να ροβολούν από τον Παρνασσό να μπούνε στην Αράχοβα. Σε λίγο ξεχώρισε κι ο νταϊφάς του Χατζηπέτρου να κατηφορίζει από την αντικρινή πλαγιά του Παρνασσού. Οι Αρβανίτες μόλις είδαν πώς το χωριό βρισκόταν πιασμένο από τους δικούς μας ρίχτηκαν να τους ξεπατώσουν. Οι Έλληνες τους αντιβγήκαν θαρρετά κι άρχισε πεισματικός πόλεμος κι από τα δυο τα μέρη. Ο Χατζηπέτρος πιάνει κάποιο ψήλωμα σιμά στην Αράχοβα, μα λίγη ήταν ή βοήθεια που μπόραγε να δώσει στους κλεισμένους. Και να, αρχίζει να φτάνει από το Ζεμενότο τούρκικο ασκέρι του Κεχαγιάμπεη. Καθώς έρχονταν μπουλούκια μπουλούκια, ρίχνονταν στη μάχη κι αυτοί ν' αποτελειώσουν τους ταμπουρωμένους στα σπίτια.
Στην κρίσιμη τούτη ώρα ο Καραϊσκάκης μ' οχτακόσια παλικάρια περνά το Ζεμενό, κυνηγώντας τους πιο βραδυπορεμένους Τούρκους. Όταν σίμωσε στέλνει σημαντική δύναμη αγωνιστών δεξιά από το χωριό. Έτσι, σε λίγο, οι εχθροί χτυπιόνταν από τέσσερα μέρη από κείνους που είχαν ταμπουρωθεί στο χωριό, από τον Καραϊσκάκη ανατολικά, από το σώμα που έταξε προς τα δυτικά κι από τον Χατζηπέτρο.
Τούρκοι κι Αρβανίτες τα χάνουν και γυρεύουν να σωθούν με τη φυγή, ροβολώντας κατά τους Δελφούς. Μα καθώς κάνουν να βγουν από την Αράχοβα βρίσκουν το στενό πιασμένο από τον Δυοβουνιώτη, τον Νάκο Πανουργιά και τον Γιαννάκη Πανομάρα, που μόλις πήραν το γράμμα του Καραϊσκάκη ξεκίνησαν από τα Σάλωνα και φτάνανε στην Αράχοβα. Πισωδρομάνε προς το μόνο μέρος όπου τους απόμενε ακόμα ανοιχτό στ' αλώνια πάνω από το χωριό.
Τρέχουν οι δικοί μας, τους κυκλώνουν και σηκώνουν ταμπούρια. Οι εχθροί είχαν πια μαντρωθεί.
Ο πόλεμος κράτησε πεισματικός όλη την άλλη μέρα. Οι τούρκοι βάλανε ολόγυρα τα μουλάρια και τα σαμάρια τους κι απελπισμένα πολεμούσαν προστατευμένοι πίσω απ' αυτά. Το ίδιο κείνο βράδυ δυναμώθηκαν οι Έλληνες με τον ερχομό των νταϊφάδων του Δ. Μακρή, του Γ. Δράκου, του Κ. Καλύβα, του Τρ. Αποκορίτη και του Γ. Γιολδάση,
Την τρίτη μέρα, 21 του Νοέμβρη, τούρκοι από τη Δαύλεια κι από άλλα γύρω μέρη, τρέξανε σε βοήθεια των μπλοκαρισμένων. Όταν φτάσανε - παραπάνω από οχτακόσιοι - ρίχνουν μια μπαταριά στον αέρα να ιδεάσουν τους δικούς τους. Ξεχύνονται οι κλεισμένοι εχθροί να σπάσουν τον κλοιό. Μα ο Καραϊσκάκης, με την εφεδρική δύναμη που είχε κρατήσει κοντά του, κάνει κόντρα γιουρούσι φωνάζοντας:
- που είσαι, Νικηταρά; που είσαι Βάγια; Που είσαι Πανουργιά; που είσαι, Πανομάρα; Έλληνες, προλάβετε μη μας φύγουν οι τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ορέ!
Και οι Έλληνες και τους μπλοκαρισμένους κράτησαν στο μέρος που είχαν πρόχειρα περιχαρακωθεί και τους Τούρκους που ήρθαν σε βοήθεια τους αναγκάζουν, παρατώντας όλα τα ζώα τους και τα εφόδια, να φύγουν κατατσακισμένοι.
Έπειτα από τούτη την ήττα, οι κλεισμένοι μηνάνε την άλλη μέρα στον Καραϊσκάκη, καθώς μάλιστα ο καιρός χάλασε κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο και δεν είχαν που να προστατευθούν, πως του δίνoυν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια, φτάνει να τους αφήσει να περάσουν. Η απόκρισή του ήταν να του παραδώσουν όχι μονάχα τ' άρματα και τα χρήματά τους, παρά και τα Σάλωνα και τη Λεβαδιά. τους γύρεψε ακόμα, εγγύηση πως θα κρατήσουν τη συμφωνία, όμηρους τον Κεχαγιάμπεη και τον Καρεφίλμπεη, αδελφό του Μουστάμπεη,
Οι εχθροί, που λογαριάζονταν, καθώς είπαμε, το καλύτερο ασκέρι που είχε η Τουρκία στη Ρούμελη, αποφασίζουν να καρτερέψουν με την ελπίδα να τους στείλει βοήθεια ο Κιουταχής.
Τη νύχτα που ακολούθησε και την άλλη μέρα έπεφτε ασταμάτητα χιονόνερο. Κι αδιάκοπα χειροτέρευε ο καιρός. Στις 24 του Νοέμβρη άρχισε να ρίχνει χιόνι, που γινόταν όλο και πιο πυκνό. Οι μπλοκαρισμένοι απελπίστηκαν και οι μπουλουξήδες παρουσιάζονται στον Κεχαγιάμπεη και του λένε:
-Άδικα καρτεράμε μιντάτι. Μπαϊλντίσαμε πια ! Σώθηκε το ζαϊρε και δε μας απόμεινε τίποτις να φάμε. Ψοφήσανε και τα ζα από την πείνα και το κρύο. Στεκόμαστε μέρα νύχτα στο χιονόνερο με τα πόδια στα νερά και τη λάσπη ως το γόνα. Κάψαμε και τα σαμάρια και δεν έχουμε πια με τι ν' ανάψουμε φωτιά. Μια μέρα να μείνουμε ακόμα εδώ χάμω και δε θα βρούμε τη δύναμη μήτε να κινηθούμε. Τ' ασκέρι γυρεύει να πάρετε απόφαση γιατί βλέπει πως χανόμαστε.
Ο Κεχαγιάμπεης τους αποκρίνεται πως καταλαβαίνει σε ποιόν κίνδυνο πέσανε και θα πάει, στο τσαντίρι του Μουστάμπεη, να τον βρει ν' αποφασίσουν. Μα ο Μουστάμπεης, που είχε λαβωθεί την προηγούμενη μέρα, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Κι ο αδελφός του μηνάει στον Κεχαγιάμπεη:
- Ο Μουστάμπεης είναι του θανατά και να μην τον λογαριάζετε πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Πάρετε μόνοι σας όποια απόφαση θέλετε.
Κι όσο γίνονταν αυτά, όλο και πιο πυκνό έπεφτε το χιόνι. Μέσα σε μια μονάχα ώρα ψήλωσε ίσαμε το γόνυ. «Όλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα και μελανώτατα νέφη», γράφει ο Περραιβός που πήρε μέρος σ' εκείνη τη μάχη «μετά τούτο άρχισαν να πίπτωσι χιόνια με σφοδρότατον καί ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τα πλάγια και κοιλάδας του Παρνασσού απετέλει την χιόνα ως το σαβούνα εις τήν ατμοσφαίραν, κατευθυνομένη δε εις την επιφάνειαν της γης παρά των ανέμων εσχημάτιζε τόσους σίφουνας και λαίλαπας τα φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα και τρομερά, ωστ' εβίαζον έκαστον να ζητή προσωρινόν καταφύγιον».
Ένας θεριακωμένος Γκέκας συνάζει γύρω του τους πιο εγκαρδιωμένους πατριώτες του και τους λέει πως δεν τους απόμενε άλλο παρά να κάνουν γιουρούσι κι όσοι σωθούν.
- Και πως, ορέ, ρωτάει κάποιος Αρβανίτης, θα βρούμε το δρόμο μέσα σε τούτο το κακό που γίνεται;
- Θα σας τον δείξω εγώ, είπε ο προδότης Ζελιγιανναίος, πού ήξερε όλα τα μονοπάτια του Παρνασσού.
Σε λίγο, θά' ταν ίσαμε δυο από το μεσημέρι, οι Γκέκηδες, μ' οδηγό τον προδότη, ρίχνονται στα καραούλια μας με τα γιαταγάνια στα χέρια. Κόβει τότε το κεφάλι του ζωντανού ακόμα Μουστάμπεη ο αδελφός του για να μην πέσει στα χέρια των Γκιαούρηδων, το βάζει σ' ένα σακί κι ορμά να γλιτώσει. Κι ο Κεχαγιάμπεης, περιτριγυρισμένος από τους τζοανταραίους του, κινά μέσα στ' ανεμοσούρι.
Σαν είπανε στον Καραϊσκάκη πως οι τούρκοι κάνανε γιουρούσι για να φύγουν, παρατά το γιατάκι του, όπου τον κράταγε η φθίση που έτρωγε τα πνευμόνια του, και γυρίζοντας σα δαιμονισμένος το χωριό ξεσηκώνει τους αγωνιστές, όπως οι πιότεροι απ' αυτούς είχανε φύγει από τα ταμπούρια τους και μπήκανε στα σπίτια κάπως να προστατευτούν από το χαλασμό που γινόταν.
Και σε λίγο αρχίζει μάχη βουβή καθώς ο θάνατος, όπως αχρηστεύθηκαν από το χιόνι τα ντουφέκια και οι πιστόλες. Μονάχα τα σπαθιά, τα γιαταγάνια και οι πάλες δούλευαν κι από τα δύο μέρη. Οι Έλληνες κόβουνε στη μέση την τούρκικη φάλαγγα πού είχε ξεχυθεί κι αρχίζει το μακελειό. Ξέχωρα ωσάν μανιασμένοι σκότωναν τούς Αρβανίτες όσοι από τούς δικούς μας ήταν από τη φρουρά του Μεσολογγίου, μια και είχανε τώρα μπροστά τους ίδιους εκείνους εχθρούς πού ξολόθρεψαν στην έξοδο τόσους δικούς μας στη χωσιά πού τους στήσανε όταν τράβαγαν για το μοναστήρι του Αϊ Συμιού.
Από τις δύο χιλιάδες που έφταναν οι εχθροί ίσαμε τρακόσοι μονάχα σώθηκαν, «αλλά και αυτοί κατέστησαν άχρηστοι σχεδόν εις πόλεμον, διότι έπαθον χείρας τε και πόδας από τους πάγους». Πολλοί θάφτηκαν τη νύχτα από τα χιόνια κι όταν ή άνοιξη ήρθε και λιώσανε τους βρήκανε αγκαλιασμένους, καθώς γύρευαν κάπως να ζεσταθούν, κάτω από το λευκό σάβανο που τους σκέπασε.
Η «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος», αναγγέλλοντας θριαμβευτικά τη νίκη, έγραφε: «Πληροφορούμεθα παρά των μοναχών του κατά τον Παρνασσόν μοναστηρίου Ιερουσαλήμ [...] ότι αυτοί οι ίδιοι εχθροί, εις το μοναστήριον διασωθέντες, ομολογούν εν συνειδήσει ότι το κατά την Ράχοβαν πάθος των ήτo αληθώς κατά θείαν βούλησιν, και ρητώς παραδειγματίζουν οι ίδιοι την δυστυχίαν των Γάλλων μετά την εις Μόσχαν αναχώρησιν, αν πρέπει τις να παραβάλλη τα μικρά προς τα μεγάλα». Και πρόσθετε πως από την Αράχοβα ως το μοναστήρι, τέσσερεις ώρες δρόμος, «κείτονται σωρηδόν τα εχθρικά πτώματα».
Ανάμεσα στα κεφάλια των σκοτωμένων που έφεραν οι αγωνιστές στον Καραϊσκάκη ήταν και των δύο Τούρκων αρχηγών του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη.
Μα κουβάλησαν ακόμα τα παλικάρια κι ένα Ρωμιό που πιάσανε ανάμεσα στους Τούρκους τον Τάτση Μαγγίνα. «Αυτός απήρχετο πολιτικός άρχων», γράφει ο Σπηλιάδης, «διορισθείς εις τας επαρχίας της Δυτικής Ελλάδος υπό του Κιουταχή, συνοδευμένος, με τον Μουστάμπεη και τα ύπ' αυτόν στρατεύματα, ν' αγρυπνεί και συμβουλεύει τους υποτεταγμένους, να μένωσι πιστοί ραγιάδες του Σουλτάνου και να καταπείσει όσους τυχόν ήθελαν αποστατήσει να προσκυνήσουν». Ο "καλός" αυτός πατριώτης, όργανο του Μαυροκορδάτου, ήταν ένας απ' όσους με φανατισμό γύρεψαν και πέτυχαν να κηρυχθεί προδότης ο Καραϊσκάκης. Όταν είδε να του τον φέρνουν μπροστά του, πετάχτηκε πάνω:
- Hθελες εσύ, πουλημένο τομάρι στον Κιουτάγια, να με βγάλεις εμένα προδότη. Σε κρατώ τώρα και σε κάνω ό,τι θέλω. Μα όχι, χαμένο κορμί, δε θα λερώσω τα χέρια μου παίρνοντας τη ζωή σου.
Και δίνοντάς του μια σπρωξιά του λέει:
- Θα σε στείλω στην Κυβέρνηση κι αυτή ας σε τιμωρήσει όπως σου αξίζει.
Και πραγματικά η κυβέρνηση τον τιμώρησε, τον έστειλε πληρεξούσιο στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας κι αργότερα ο Όθωνας τον έκανε υπουργό.
Ο αντίχτυπος της νίκης
Η νίκη της Αράχοβας γιορτάστηκε όμοια μ' εκείνη στα Δερβενάκια, καθώς κι αυτή ήρθε ν' αναφτερώσει τις ελπίδες των Ελλήνων σε μια από τις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης. «Aς πανηγυρίσει λοιπόν το έθνος την λαμπρότατη αυτήν νίκη», γράφανε στην αναφορά που στείλανε οι νικητές στην κυβέρνηση από την Αράχοβα στις 26 του Νοέμβρη. Δεν την υπόγραφε μονάχα ο Καραϊσκάκης παρά κι άλλοι ενενήντα τέσσερις μεγάλοι και μικροί καπεταναίοι, όπως ο μεγαλόψυγος αρχηγός θέλησε όλοι να συμμερισθούν τη δόξα. Ο Παπαρηγόπουλος γράφει: «Οπωσδήποτε δίκαιον είχεν ο Καραϊσκάκης ονομάζων την νίκην ταύτην λαμπροτάτην και υπέγραψαν μεν εν τι εκθέσει εκείνη, παρεκτός αυτού, 94 έτι οπλαρχηγοί, άλλ' εννοείται ότι το κατόρθωμα ωφείλετο κυρίως εις την στρατηγική περίνοιαν, εις την σύνεσιν και την δραστηριότητα ενός και μόνου ανδρός».
Πηγές:
* "Ο Αφέντης Αϊ Γιώργης της Αράχωβας και το Πανηγυράκι" -της Καλής Γ. Λούσκου και Ευάγγελου Ν. Νικολιδάκη.
* ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21-Δ.ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Τον Οκτώβριο του 1828 ο Δημ. Υψηλάντης ξεκίνησε με 3 χιλιαρχίες για τη Στερεά Ελλάδα. Απελευθερώνει πόλεις και χωριά της Βοιωτίας, της Παρνασσίδας και της Λοκρίδας.
Ο Κίτσος Τζαβέλας απελευθερώνει τα Κράβαρα (Ναυπακτία), ενώ μια χιλιαρχία με το Στράτο και το Βαγγέλη Κοντογιάννη προχώρησαν για την Υπάτη.
Κατόπιν ο Κίτσος Τζαβέλας με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μάκρη και του Γάλλου στρατηγού Δέντζελου, (που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες), τραβούν για το Καρπενήσι κι άρχισαν να το περισφίγγουν από παντού.
Ο Γιαν. Ράγκος εισχωρεί στ' Άγραφα. Στο μεταξύ μάχες δίνονται στη Λάσπη Καρπενησίου, στην Αγ. Τριάδα και στο Μεγάλο Χωριό.
Αρχές Νοεμβρίου 1828 ο Κιουταχής αποφάσισε ν' αντικαταστήσει τον αρχηγό της φρουράς του ΚαρπενησίουΑσλάν-μπέη Μοχορδάρη και να βάλει στη θέση του τον Καρανφίλ-μπέη (ή Καρνοφίλμπεη).
Ο Μοχορδάρης δυσαρεστημένος ζητάει τη βοήθεια των Γιολδασαίων και των άλλων Ελλήνων οπλαρχηγών για ν' αντιμετωπίσει τον αντίπαλο του. Και για να δείξει την καλή του θέληση έδωσε άδεια στις Ελληνικές οικογένειες που ήταν έγκλειστες στο Καρπενήσι να φύγουν, αφού όμως εγκαταλείψουν στα σπίτια τους όλα τα υπάρχοντα τους. Ο Καρανφίλ-μπεης με 1.700 Τούρκους στρατιώτες μπαίνει στ' Άγραφα και προχωρεί για το Καρπενήσι. Ο Ράγκος δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει κι υποχώρησε. Έτσι οι Τούρκοι μπήκαν στο Καρπενήσι κι ενίσχυσαν τη φρουρά.
Στις 10 Νοεμβρίου ο Τζαβέλας κι οι άλλοι καπετανέοι συγκρούσθηκαν με τους Τούρκους και έπιασαν μια εφοδιοπομπή από 200 ζώα φορτωμένα με τροφές, που προορίζονταν για τους πολιορκημένους του Καρπενησίου. Τα τούρκικα αποσπάσματα με αρχηγούς τους Σμαήλ-μπέη Κιαφιζέζη και τον Μουσταφά Γκέγγα, με 2.000 στρατιώτες κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις και φρουρούσαν σ' όλη τη γραμμή από το Βελούχι μέχρι τη Ρεντίνα.
Όλο αυτό τον καιρό το Καρπενήσι ζει τις τελευταίες μέρες της σκλαβιάς του. Οι Τούρκοι είναι πεινασμένοι, τρομαγμένοι, εξαγριωμένοι. Ευτυχώς οι Ελληνικές οικογένειες είχαν φύγει και γλύτωσαν από τη μανία του κατακτητή, που ξεσπά ενάντια στα άψυχα.
Γράφει η "Γενική Εφημερίς της Ελλάδος":
"Οι εν Καρπενησίω εχθροί αυθημερόν εις μίαν ώραν πριν φέξει, έως 500 υπήγαν εις την Αγίαν Τριάδα, την οποίαν και έκαυσαν. Αι εμπροσθοφυλακαί των στρατοπεδευμένων εις το χωρίον Μεζίλον, εννοήσασαι τους εχθρούς επυροβόλησαν αυτούς και αντεπυροβολήθησαν οι δ' εν Μεζίλω ακούοντες τον πόλεμον έτρεξαν και συνεπλάκησαν εις μάχην. Ο Α΄ εκατόνταρχος με τους περί αυτόν έτρεξαν εις βοήθειαν και μετά τριών ωρών μάχην ετράπησαν οι εχθροί εις φυγήν και οι Έλληνες τους εδίωξαν αρκετόν διάστημα και εφόνευσαν οκτώ, συνέλαβαν δε και δύο ζώντας".
Ξημερώματα 23 Νοεμβρίου του 1828, οι Τούρκοι αποφασίζουν την εγκατάλειψη του Καρπενησίου. Η πείνα, το κρύο και οι αρρώστιες δεν τους επέτρεπαν άλλο την παραμονή τους σ’ αυτό. Στις 5 το πρωί, για αντιπερισπασμό, καίνε τον πολύπαθο Ναό της Αγίας Τριάδας. Εκεί, ενεπλάκησαν ανταλλάσσοντας τουφεκιές με τμήματα Ελλήνων. Ενώ η μάχη άρχισε να φουντώνει, οι 4.500 Τούρκοι, μέσα από τα Καγκέλια του Βελουχιού, εγκατέλειπαν το Καρπενήσι.
Η ίδια εφημερίδα μας πληροφορεί:
"Εξ Αιγίνης, 12 Δεκεμβρίου. Από αξιωματικά γράμματα εκ του εν Καρπενησίω στρατοπέδου της 24 του Νοεμβρίου βεβαιούμεθα την οποία προαναγγείλαμεν είδησιν ότι οι εν Καρπενησίω εχθροί περί τους 4.500 την 23, δύο ώρας πριν εξημερώσει έφυγαν και διηυθύνθησαν εις Άγραφα από το μέρος των Καγκελίων. Αι προσθοφυλακαί των ημετέρων τους εδίωξαν, αλλ' αγνοείται ακόμη η έκβασις του κινήματος. Την επαύριον το στρατόπεδον διηυθύνθη εις Νεόπατραν".
Από το Καρπενήσι μέχρι και το Ζαχαράκη, τους κατεδίωκαν Ελληνικά τμήματα, προκαλώντας τους απώλειες, με μεγαλύτερη αυτή στον Προφήτη Ηλία Νεοχωρίου. Οργανωμένα πλέον Ελληνικά τμήματα έστηναν ενέδρες ή καταδίωκαν από κοντά τους Τούρκους και τους Αρβανίτες του Καρανφίλμπεη και του Ασλάμπεη και τους προξενούσαν σημαντικές ζημιές. Μεγάλη επίθεση έκαμαν οι Έλληνες στη Ράχη του Προφήτη Ηλία - Νεοχωριού όπου βοηθούσε τις κινήσεις τους ο πυκνός γύρω ελατιάς.
Άλλη αναφορά "εκ του εν Σαλώνοις στρατοπέδου, 6 Δεκεμβρίου" πληροφορεί:
"Την αυτήν ημέραν της εκ του Καρπενησίου φυγής των Τούρκων, δηλ. την 23 του Νοεμβρίου, εισήλθαν τα Ελληνικά στρατεύματα εις την πόλιν. Αύτη εφάνη θέαμα ελεεινών δια τα ερείπια και την ερήμωσίν της. Ευρέθησαν πολλότατα μνημεία Τούρκων, εκ του οποίου δεικνύεται ότι υπέφεραν ούτοι πολύν θάνατον από το ψύχος και από την των αναγκαίων έλλειψιν. Ο στρατηγός Δέντζελος κρατεί ήδη την γραμμήν την από Τατάρνας έως Βλοχόν και Απόκουρον. Ο χιλίαρχος Στράτος ευρίσκεται εις τα ορεινά της Νεόπατρας ο δε χιλίαρχος Τζαβέλας μετέβη αυτοπροσώπως εις τα Ζάλωνα δια να λαβή νέας οδηγίας".
Τα Ελληνικά τμήματα, μπαίνοντας στη πόλη, αντίκρισαν μια εικόνα απογοήτευσης. Τα πάντα ήταν ρημαγμένα από την εκδικητικότητα των Τούρκων, όμως, το Καρπενήσι, έπειτα από 435 χρόνια τούρκικης κατοχής, απελευθερώθηκε οριστικά.
Πηγή: Ιστορικά Γεγονότα
Πρός τόν υψηλότατον καί πολυχρόνιον δοβλετλή βεζύρ εφέντη Μεχμέτ πασσά!
Όλοι οι κάτοικοι τού σαντζακιού (σαντζάκι = επαρχία) τής Ευρίπου καί εγώ μαζί τους αποφασίζομεν καί σού γράφομεν, επειδή καί μάς ερωτάς τήν αιτίαν όπου εσηκώσαμεν τά άρματα.
Τά μεγάλα ζουλούμια (αδικίες) όπου έκαμε χωρίς νά έχει ριζάν (αιτία) τό κραταιόν δοβλέτι (κράτος), καί ιδού όπου σοί τό φανερώνω, τά μεγάλα ζουλούμια τών βεζυράδων, βοϊβοντάδων, κατήδων (δικαστών) καί μπουλουκμπασήδων (αξιωματικών τής αστυνομίας) όπου έκλεισαν τό χάτι κιτάπι (τετράδιο) σας τού Μωάμεθ, καί είχεν ο καθένας από ένα κιτάπι εις τόν κόλπον του, καί όποιον κορίτσι ή παιδί τούς ήρεζεν, έστελναν καί έπαιρναν ζόρλαν (μέ τό ζόρι) γιά μουσά, όποιος πραγματευτής εκαζαντούσε γρόσια καί κανέν χωράφι καλόν ή χωριόν τόν εσκότωναν καί τού τό έπαιρναν, όποιος μπιρμπάντης εμεθούσε εις τό παζάρι εσκότωνε τόν καλλίτερον χωρίς νά τού τό γίνει καμμία μικρά παιδεία, όπου τό κιτάπι τού Μωάμεθ δέν τό συγχωρεί, αλλά γράφει μέσα κανή κανηνά, ιρζί ιρζινά, μαλί μαλινά, καί δι’ άλλα πράγματα τέτοια καλά, όπου λέγει τό κιτάπι τού Μωάμεθ, αυτούνων όμως δέν τούς ήρεσε καί τό πέταξαν πέρα, καί έφτιασε ο καθένας τό εδικόν του κιτάπι καί κάνει μ’ αυτό καί μέ τό σπαθί του.
(Ο κάθε Τούρκος πού είχε εξουσία φορολογούσε γιά δικό του λογαριασμό τούς ραγιάδες καί επέβαλε τή φορολόγηση μέ τή βία. Έτσι οι ραγιάδες πλήρωναν φόρο δέκα φορές περισσότερο από αυτόν πού έπρεπε νά πληρώσουν. Επιπροσθέτως ο φόνος Χριστιανού από μουσουλμάνο δέν αποτελούσε αιτία διώξεως τού μουσουλμάνου όπως καί η αρπαγή γυναίκας ή κοριτσιού).
Εις αυτά όλα ηξεύρομεν πολλά καλά ότι ο σεφτεκτλής βασιλεύς δέν έχει ριζάν (δέν φταίει) μήτε είδησιν εις αυτά τά πράγματα όπου γίνονται, καί τού εγράψαμεν αρτζουάλια (αναφορές) πολλάς φοράς καί εις τά χέρια τού βασιλέως κανένα δέν επήγεν, επειδή καί αυτοί οι ζουλουμκιάρηδες (άδικοι καταπιεστές) είχαν όλα τά καπιά (πύλες) τής πόλεως πιασμένα, καί κάθε αρτζουάλι όπου από ημάς επήγαινεν εις τό κραταιόν δοβλέτι, τό εκρατούσαν αυτοί καί έφτιαναν άλλα ιδικά τους κατά πώς ήθελαν, καί μή εισακούοντας εις τόν βασιλέα.
Όλα αυτά τά κακά μάς εστενοχώρησαν καί εσηκώσαμεν τά άρματα, καί ινά σηκώσωμεν όλα αυτά τά ζουλούμια (νά καταργήσουμε τίς αδικίες) ή νά αποθάνωμεν όλοι.
Τώρα η υψηλότης σου, άν είναι ορισμός σου, γράψε ένα αρτζουάλι εις τόν βασιλέα, οπού νά σηκώση από όλους τούς Χριστιανούς όλα αυτά τά ζουλούμια μέ χάτι χουμαγιούν (αυτοκρατορική διακήρυξις) καί ανοίξει τό κιτάπι τού Μωάμεθ (νά εφαρμόσει τούς νόμους τού Μωάμεθ) καί τότε εμείς θέλει ησυχάσει ο καθείς στό σπίτι του καί θά κοιτάξη τήν δουλειά του καί θά είμεθα χίλιαις φοραίς καλλίτερα από τά πρώτα, διά δέ τό καπετανλήκι τό ιδικόν μου ο πατέρας από τόν πατέρα του τό ηύρε, μέ κλεψιά καί μέ τό ζορμπαλίκι (ζορμπάς – αντάρτης) χωρίς καμμιά απόδειξιν καί εγώ ελπίζω εις τόν μεγαλοδύναμον Θεόν απ’ εδώ καί εμπρός νά τό έχω χίλιαις φοραίς καλλίτερα από τόν πατέραν μου, όπου νά τό έχω μέ απόδειξιν.
Ταύτα καί λαμβάνω τήν τιμή νά σέ ξαναπροσκυνήσω.
Τήν 15ην Νοεμβρίου 1822, ‘Ρουσαλήμ
Οδυσσεύς Ανδρούτσου.»
Πηγή: (Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, 1971), Αγία Σοφία, Αβέρωφ
Βρισκόμαστε στο 1825, στο 5ο έτος του Αγώνος της Εθνεγερσίας.Ύστερα από τις καθοριστικές Ελληνικές νίκες των ετών 1821-1825, οι τούρκοι στον Μοριά έχουν φύγει και οι πρώην ραγιάδες της Πελοποννήσου ανασαίνουν ελεύθερα.
"Βράχε θυσίας ιερέ, στα
σκόρπια απομεινάρια
ακόμη δεν ξεθώριασαν του
αίματος τ' αχνάρια"
Σε απόσταση 23 χιλιομέτρων από το Ρέθυμνο στη Βορειοδυτική πλευρά του Ψηλορείτη και σε υψόμετρο 500 μέτρων από τη θάλασσα, βρίσκεται η ιστορική Μονή Αρκαδίου, το ιερότερο σύμβολο της Κρητικής λευτεριάς. Είναι κτισμένη σε οροπέδιο, εκεί που ενώνονται οι επαρχίες Ρεθύμνης, Αμαρίου και Μυλοποτάμου. Το Τοπίο συναρπάζει, γοητεύει και ξεκουράζει κάθε προσκυνητή, το οποίο και υποδέχεται καλοσυνάτα η Μονή.
Για την ίδρυση του μοναστηριού, δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Η παράδοση λέει πως θεμελιώθηκε από τον Ηράκλειο και ανοικοδομήθηκεαπότον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αρκάδιο τον 5ο μ.Χ. αιώνα από τον οποίο πήρε και το όνομα του. Κατ' άλλη εκδοχή ιδρύθηκεαπόκάποιο Μοναχό Αρκάδιο και γι αυτό ονομάστηκε Μονή Αρκαδίου.
Ο μεγαλόπρεπος δίκλυτος Ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα Χριστού και στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη.
Τη χρονιά του 1866 το Αρκάδι θα γίνει ένας Θρύλος, μια ολοζώντανη Ιστορία, ένας φάρος άσβεστος, που θα φέγγει σε όλους τους αιώνες και θα διδάσκει τους Λαούς πόσο αξίζει, αλλά και πόσο στοιχίζει η Ελευθερία.
Διακόσια πενήντα χρόνια βρίσκονταν οι Τούρκοι στο πολύπαθο νησί της Κρήτης. Οι επαναστάσεις των Κρητικών πνίγονταν στο αίμα, όπως του 1770, 1811, 1821, 1822, 1828 και κάθε φορά η Κρήτη ντυνόταν στα μαύρα και φορούσε και μαύρο κεφαλομάντηλο. Σ' όλους αυτούς τους ιερούς αγώνες, πόθος του Κρητικού λαού ήταν η ένωση με τη μητέρα πατρίδα.
1η Μαΐου 1866
Χίλιοι Πεντακόσιοι Κρητικοί επαναστάτες συγκεντρώνονται στο ιστορικό μοναστήρι με αρχηγό τον Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη , και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον Τούρκο δυνάστη. Πρόεδρος της επιτροπής Ρεθύμνης , εκλέγεται ο Ηγούμενος της Μονής Χατζή Γαβριήλ Μαρινάκης,απότο χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Ο Ισμαήλ πασάς παραγγέλνει στον ηγούμενο να διώξει την Επιτροπή γιατί αλλιώς θα καταστρέψει το μοναστήρι. Ο Γαβριήλ γνήσιος απόγονος των πολεμάρχων της Κρήτης αρνείται. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Πασάς ξαναμηνά, να φύγει η Επιτροπή, αλλά οι αγωνιστές, γαλουχημένοιαπότα νάματα του "Κρυφού σχολειού" και τραγουδώντας το τιμημένο τραγούδι "Πότε θα κάμει ξαστεριά...." περιφρονούν πάλι το βάρβαρο καταχτητή.
24 Σεπτεμβρίου 1866
Ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Πάνος Κορωναίος μαζί με τον ανθυπολοχαγό πεζικού Ιωάννη Δημακόπουλο απο την Βυτίνα της Αρκαδίας , αποβιβάζονται στο Μπαλί και αμέσως πηγαίνουν στο Αρκάδι για να βοηθήσουν τον αγώνα.
7 Νοεμβρίου 1866
Μέσα στο μοναστήρι βρίσκονται 964 ψυχές, 325 άνδρεςαπότους οποίους είναι 259 με όπλα και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα. Ο Μουσταφά πασάς, που στο μεταξύ έχει αντικαταστήσει τον Ισμαήλ, ξεκινάαπότο Ρέθυμνο με 15.000 ταχτικό στρατό και 30 κανόνια. Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου, οι Τούρκικες ορδές βρίσκονται στο Αρκάδι και ορίζεται αρχηγός τους ο Σουλειμάν Βέης (γαμπρός του Μουσταφά), ενώ ο ίδιος παραμένει στο χωριό Μέση.
Οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" κάνουν το σημείο του Σταυρό και ετοιμάζονται για τον άνισο αγώνα με τους άπιστους. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ ιερουργεί τιμώντας τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ και σαν θεματοφύλακας των ιερών και οσίων της Φυλής μας , εμψυχώνει το εκκλησίασμα να αντισταθεί μέχρι θανάτου στους "σκύλους" που περιφέρονται λυσσασμένοι έξωαπότο Άγιο Μοναστήρι. Σε λίγο ο Σουλεϊμάν Βέης καλείαπότο λόφο Κορέ τους χριστιανούς να παραδοθούν. Την απάντηση όμως τη δίνουν τα τουφέκια των επαναστατών.
Το Ιερό λάβαρο της Μονής κυματίζει περήφανα μαζί με τη Γαλανόλευκη. Οι Τούρκοι μαζί με τα κανόνια τους χτυπούν αδιάκοπα τη δυτική πόρτα. Το πολύπρακτο Αρκαδικό δράμα έχει αρχίσει.
Οι γυναίκες που ήταν μέσα στο Μοναστήρι παίρνουν μέρος στον αγώνα και προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες. "Διακόσιοι πενήντα εννιά Κρήτες επολεμούσαν γέροι, γυναίκες και παιδιά φυσέκια κουβαλούσαν....."
Οι πολιορκημένοι δεν αστοχούν με τα βόλια τους, έτσι οι Τούρκοι δεν μπαίνουν στο Αρκάδι. Η σκληρή μάχη συνεχίζεται όλη τη μέρα με πολλούς τούρκους νεκρούς. Η σκοτεινή βροχερή νύχτα που φθάνει σωπαίνει τα όπλα. Η Θέση των πολιορκημένων χειροτερεύει, γιατί οι Τούρκοι φέρνουναπότο Ρέθυμνο δύο βαριά κανόνια και τα τοποθετούν στους στάβλους δίπλα στη Μονή.
Την ίδια νύχτα οι χριστιανοί στέλνουν στον Παπά Κρανιώτη,απότην Κράνα Μυλοποτάμου, και τον Αδάμ Παπαδάκηαπότο Πίκρι Ρεθύμνου, στο Κλησίδι Αμαρίου, όπου βρισκόταν ο Πάνος Κορωναίος για να ζητήσουν βοήθεια. Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου η καμπάνα καλεί τους πιστούς για τελευταία φορά, στο θυσιαστήριο του Θεού και καταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων.
Ξημερώνει η 9η Νοεμβρίου. Η μάχη αρχίζει με πολλή λύσσα. Τα κανόνια σφυροκοπούν την δυτική πόρτα, ασταμάτητα και τραντάζει συθέμελα το Μοναστήρι μέχρι που η πόρτα αποχωρεί. Οι άπιστοι ρίχνονται σαν τίγρεις να κατασπαράξουν το αθώο θήραμα.
"Γιουρούσι κάνει η Τουρκιά
απάνω στα τειχειά του
και μεταθέτουν τα θρονιά κι'
ανοίγουν τα κελιά του ..."
Οι τούρκοι μπαίνουν στο περίβολο της εκκλησίας και αρχίζει η γιγαντομαχία ανάμεσα στους υπερασπιστές της Λευτεριάς και στα ανθρωπόμορφα τέρατα που δεν σέβονται τίποτα ιερό στο τόπο του μοναστηριού. Ο Γαβριήλ, ο τιμημένος αυτός ρασοφόρος, συνεχιστής της δόξας και των μεγαλείων του ιερού μας κλήρου, δίνει θάρρος και με βροντερή φωνή καλεί τους Χριστιανούς, να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, για του Χριστού την πίστη και για την ελευθερία της Πατρίδας. όσοι επιζήσουν, να τρέξουν στην μπαρουταποθήκη, στην Καστρινή πόρτα για να δώσουν φωτιά στο μπαρούτι, να καούν ζωντανοί, για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι.
Σκηνές αλλοφροσύνης εκτυλίσσονται στο μοναστήρι. Δύσκολο πράγμα να περιγράψει κανείς τον ηρωισμό που έδειξαν οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" της Μονής Αρκαδίου. Είχαν νικήσει το θάνατο και αγωνίζονταν για τη πίστη τους, τη θρησκεία τους, την πατρίδα τους. Βραδιάζει και τα περισσότερα γυναικόπαιδα είναι συγκεντρωμένα στη Μπαρουταποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Δημ. Γιαμπουδάκης,απότο Άδελε Ρεθύμνης με τη πιστόλα στο χέρι είναι έτοιμος. Περιμένει να ευλογήσει ο Ηγούμενος, αλλά και να μαζευτούν, πολλοί τούρκοι να τους πάρει κι αυτούς ο χάρος. Ο Ηγούμενος ευλογεί και τότε ο μάρτυρας της λευτεριάς κάνει το σταυρό του και ανάφτει τη "λαμπάδα" που θα συμβολίζει αιώνια τη δόξα του Αρκαδίου.
Μιαθεόρατηλάμψη φάνηκε κι ένας τεράστιος κρότος ακούστηκε. Η λάμψη αυτή θα φωτίσειαπότη μια ως την άλλη της άκρη τη μαρτυρική Μεγαλόνησο, και ο Κρότος θα ξυπνήσει όλους όσους κοιμούνται ακόμη.
Το όραμα είχε συντελεστεί. Πέτρες, κορμιά, κεφάλια, βαρέλια και χώματα βρέθηκαν σ'ένα παράξενο ανακάτωμα, όπως μας λέει η λαϊκή μούσα:
"Σφαγή μεγάλη αρχινά, περίσσια φωνοκλήσι
ετούτ' η ώρα θ'ακουστεί σ' Ανατολή και Δύση.
Και μέσα στον αναβρασμό , που ο Χάρος εβρουχάτο
βροντή, σεισμός εγίνηκε , κι ο κόσμος άνω - κάτω
φωθιά, καπνός και κτήρια , κορμιά κομματιασμένα
άντρες και γυναικόπαιδα στα νέφελα ανεβαίνουν.
Τρόχαλος έγινε η Μονή κι' εσείστη ο Ψηλορείτης
κι' αντιλαλούνε τα βουνά κι απ' άκρου ως άκρου η Κρήτη"
Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ έχουν εξαγριωθεί, σφάζουν όποιο βρίσκουν μπροστά τους. Το μοναστήρι είναι γεμάτοαπόσκοτωμένους χριστιανούς και τούρκους. Ανεξάντλητοι οι αγώνες του Κρητικού λαού, για λευτεριά και ανεξαρτησία, πλημμυρίζουν την ιστορία του νησιού, μα πάνω απ' όλους στέκεται η μεγάλη θυσία του Αρκαδίου. Το Αρκάδι είναι ένα φαινόμενο που λάμπει και διδάσκει όχι μόνο την έκταση, αλλά και με το ύψος του μεγαλείου του.
Το Αρκάδι παρέδωσε στις νεότερες γενιές ένα ολόφωτο στεφάνι, μια δόξα κι έναν έπαινο, αλλά και ένα χρέος, βαρύ και δυσβάσταχτο: Τούτο τον ιερό τόπο, που καθαγιάστηκε με αίμα των υπερασπιστών της Μονής, να τον φυλάξομε "σαν τα μάτια μας" και να φανούμε αντάξιοι,ανχρειαστεί και γνήσιοι απόγονοι των πολεμάρχων εκείνων .Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή που διαβάζει ο ευλαβικός προσκυνητής του Αρκαδίου στη Μπαρουταποθήκη , η οποία δείχνει περίτρανα την αδούλωτη ψυχή του Κρητικού λαού.
"Αυτή η φλόγα π' άναψε
μέσα εδώ στη κρύπτη
κι απάκρου σ' άκρο φώτισε
τη δοξασμένη Κρήτη,
ήτονε φλόγα του Θεού,
μέσα εις την οποίαν
Κρήτες ολοκαυτώθησαν
για την Ελευθερίαν"
Πηγή: Περί Πάτρης
Τήν επανάσταση στή Μακεδονία τήν είχε ξεκινήσει ο πάμπλουτος έμπορος Εμμανουήλ Παπάς τόν Μάρτιο τού 1821. Δυστυχώς όμως οι εμπειροπόλεμοι Κλέφτες τού Ολύμπου δέν βοήθησαν τόν Παπά, ο οποίος προσπάθησε νά εξαπλώσει τήν επανάσταση στηριζόμενος μόνο στούς κατοίκους τών πόλεων καί στούς μοναχούς τού Αγίου Όρους. Από τήν άλλη μεριά, οι Τούρκοι διατηρούσαν ισχυρές δυνάμεις στή Μακεδονία, οι οποίες μπορούσαν νά δράσουν ταχύτατα στό πεδινό έδαφός της.
Ο Εμμανουήλ Παπάς, αξιοποιώντας τήν προσωπική του περιουσία, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες νά καλύψει τίς μεγάλες ελλείψεις σέ όπλα καί πολεμοφόδια. Ωστόσο η περιουσία ενός ανδρός δέν ήταν αρκετή. Οι μονές τού Αγίου Όρους προσέφεραν πολύ λιγότερα από τίς δυνατότητές τους καί η επανάσταση στή Μακεδονία από τίς πρώτες ημέρες φαινόταν καταδικασμένη. Ο Παπάς έστειλε επιστολή πρός τόν Δημήτριο Υψηλάντη αλλά καί πρός τούς Υδραίους ζητώντας επειγόντως βοήθεια.
Στό ελληνικό στρατόπεδο δέν έφθασαν ενισχύσεις σέ αντίθεση μέ τό τουρκικό στρατόπεδο, όπου στά μέσα Ιουνίου 1821 έφθασε ο Μπαϋράμ πασάς από τήν Θράκη καί αιφνιδιαστικά επιτέθηκε στό σώμα τού Παπά στά στενά τής Ρεντίνας σκορπίζοντας τούς άνδρες του, καίγοντας τά χριστιανικά χωριά καί σφάζοντας ανελέητα τούς κατοίκους τους. Ο πασάς έφθασε στήν Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση καί κατάφερε νά συγκεντρώσει μιά δύναμη 30000 πεζών καί 5000 ιππέων, στήν οποία συμπεριλαμβάνονταν καί οι Εβραίοι κάτοικοι τής πόλης.
Επόμενος στόχος τών Τούρκων ήταν τό χωριό Βασιλικά, πού βρίσκεται στόν δρόμο Θεσσαλονίκης Πολύγυρου. Οι Μακεδόνες επιχείρησαν νά εκκενώσουν τήν κωμόπολη από τά γυναικόπαιδα καί νά τά στείλουν στή Μονή τής Αγίας Αναστασίας στή Γαλάτιστα. Ωστόσο τό τουρκικό ιππικό πρόλαβε τά γυναικόπαιδα. Άλλα κατέσφαξε καί άλλα αιχμαλώτισε γιά νά τά πουλήσει αργότερα στά σκλαβοπάζαρα τής Σμύρνης, τής Αλεξάνδρειας καί τής Βεγγάζης.
Ο καπετάν Χάψας μέ 200 μόλις άνδρες επεδίωξε νά σταματήσει τόν προελαύνοντα Μπαϋράμ πασά στούς Χάψας πρόποδες τού όρους Βούζιαρη, έξω από τά Βασιλικά. Η μάχη όμως ήταν άνιση. Ο καπετάνιος απέκρουσε τούς βαρβάρους, αλλά έβλεπε τούς άνδρες του νά πέφτουν ο ένας μετά τόν άλλο. Τελικά μπήκε επικεφαλής τών πολεμιστών του καί μαζί μέ τούς Χαλάτη, Τουρλάκη καί Καραγιάννη ρίχτηκε στό μέσο τού τουρκικού στρατού. Εκεί χάθηκε. Εξήντα δύο παλληκάρια έπεσαν στά Βασιλικά Χαλκιδικής στίς 13 Ιουνίου τού 1821. Ο Μπαϋράμ πασάς συνέχισε τό καταστροφικό του έργο στή Γαλάτιστα καί τόν Πολύγυρο ενώ σέ αναφορά του, καμάρωνε γιά τήν καταστροφή 42 χωριών τών απίστων. Η Θεία Δίκη θά τιμωρούσε λίγο αργότερα τόν πασά σέ κάποια άλλα Βασιλικά. Αυτά τής Φθοιώτιδας.
Τό θέατρο τών συγκρούσεων μετατοπίσθηκε στήν χερσόνησο τής Κασσάνδρας, όπου ο Παπάς θά οργάνωνε άμυνα μέχρις εσχάτων στή διώρυγα τής Ποτείδαιας. Τόν ακολούθησαν χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες, ενώ προσήλθαν καί μερικές εκατοντάδες ένοπλοι υπό τόν Κωνσταντίνο Μπίνο, τόν Μήτρο Λιάκο καί τόν Νικόλαο Διαμαντή.
«Αυτοκρατορικό φιρμάνι, 3 Μαΐου 1821
"Τό παράγγελμα τού Ιερού Σερή επιβάλλει όπως, αυτοί μέν οι άπιστοι διαπερνώνται εν στόματι ρομφαίας, τά τέκνα καί αι γυναίκαι εξανδραποδίζονται (αιχμαλωτίζονται), τά υπάρχοντα των διανέμονται μεταξύ τών πιστών νικητών τού Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδονται εις τό πύρ καί τήν τέφραν ούτως ώστε αλέκτορος φωνή νά μή ακουσθεί πλέον εν αυτοίς."»
Ιωάννης Βασδραβέλης - Οι Μακεδόνες εις τούς υπερ τής ανεξαρτησίας αγώνες
Ο Μαχμούτ Β' επειγόταν νά ξεκαθαριστεί η κατάσταση στή Μακεδονία ώστε νά μπορούν νά διέρχονται απερίσπαστα τά στρατεύματά του μέ κατεύθυνση τίς κύριες επαναστατικές εστίες τής Στερεάς Ελλάδας καί τής Πελοποννήσου. Γι' αυτό έδωσε εντολή στόν Αβδούλ Αμπούδ πού ήταν διορισμένος στό Ντιαρμπακίρ τού Κουρδιστάν νά σπεύσει στή Μακεδονία καί νά καταστείλει τήν επανάσταση.
Ο φοβερός Αβδούλ Αμπούδ πασάς, επικεφαλής 14000 ανδρών, έφθασε στό νέο του διορισμό καί κινήθηκε αμέσως εναντίον τής Κασσάνδρας. Παράλληλα φρόντισε νά αποκλείσει τό Άγιον Όρος. Στήν έφοδο πού διενήργησε στήν διώρυγα τής Ποτείδαιας, δέν κατάφερε τίποτα καί πρότεινε τήν παράδοση τών επαναστατών μέ αντάλλαγμα γενική αμνηστία. Η πρόταση απορρίφθηκε καί οι Τούρκοι επανέλαβαν τίς προσπάθειες. Αρχικά η επίθεση περιορίστηκε στό ένα άκρο τής διώρυγας. Ωστόσο επρόκειτο γιά παραπλανητική ενέργεια. Σύντομα εκδηλώθηκε έφοδος καί στό άλλο άκρο, η οποία συνάντησε ελάχιστη αντίσταση.
«Η Πύλη εις ενίσχυσιν τών πολεμικών της κινημάτων απέστειλεν ηγεμόνα εις Θεσσαλονίκην φέροντα τίτλον γενικού αρχηγού Μακεδονίας καί Θεσσαλίας τόν Αβδουλαβούδπασαν, δραστήριον, εύτολμον καί πολλής ικανότητος άνδρα, δεικνύοντα κατά τάς περιστάσεις ποτέ μέν υπό τήν λεοντήν τήν ωμότητα τής ψυχής του, ποτέ δε υπό τήν αλωπεκήν τήν υπουλότητα τού χαρακτήρος του.
Ο νέος ούτος στρατάρχης φθάσας εις Θεσσαλονίκην τόν Σεπτέμβριον εξέδωκε προκήρυξιν, δι' ης εξύμνει τήν πρός τούς ραγιάδας γενναιοφροσύνην τού σουλτάνου, εμέμφετο τήν πρός αυτόν αγνωμοσύνην τών ονειροπολούντων τήν ανόρθωσιν τής προγονικής των αυτοκρατορίας Γραμματόσημο καί διέταττε νά οπλοφορήσωσιν όλοι οι επέκεινα τού 16ου μέχρι τού 60ου έτους μουσουλμάνοι· καί οι μέν εντός τού 50ου νά τρέξωσιν εις τά πεδία τής μάχης οδηγούμενοι υπό τής χειρός τού προφήτου, οι δε λοιποί νά διατηρώσι τήν εσωτερικήν ευταξίαν. Μετά τήν προκήρυξιν ταύτην ο Αβδουλαβούδης εξεστράτευσεν αυτοπροσώπως εις Κασσάνδραν.
Ο πασάς επροσπάθησε κατ' αρχάς διά μεγάλων καί επανειλημμένων υποσχέσεων νά πείση τους εν Κασσάνδρα νά προσκυνήσωσιν· αλλ' ούτοι, άν καί τόσον ολίγοι, απέρριψαν τάς προτάσεις του. Γενομένης δέ γνωστής αυτώ τής διαθέσεως καί τής αδυναμίας των, απεφασίσθη η έφοδος. Τήν 30ην Οκτωβρίου 1821 πρίν εξημερώση εφώρμησαν ιππείς καί πεζοί εφ' όλην τήν γραμμήν τής τάφρου, καί ευρόντες μέρος αυτής ολοτελώς εγκαταλειφθέν, τό παρεγέμισαν ερρίψαντες ξύλα καί άλλην ύλην, καί πρώτοι οι ιππείς εισήλθαν δι' αυτού εις τήν χερσόνησον, μετ' αυτούς δέ καί οι πεζοί, έτρεψαν όλους τούς κατέχοντας τά άλλα μέρη τής τάφρου, πολλούς αυτών εφόνευσαν, επροχώρησαν εις τά ενδότερα μηδενός εναντιουμένου, έσφαξαν καί ηνδραπόδισαν καί αυτούς τούς ησύχους κατοίκους, εξ ών μόνοι διεσώθησαν όσοι ευτύχησαν νά επιβώσιν είς τινα παρευρεθέντα πλοία τής Σκιάθου καί τής Σκοπέλου, καί κατέκαυσαν όλα σχεδόν τά χωρία. Δεκακισχίλιοι υπελογίσθησαν οι φονευθέντες καί ανδραποδισθέντες άνδρες καί γυναίκες πάσης ηλικίας.»
Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις 1821
Εάν η Ύδρα καί τά Ψαρά είχαν στείλει πλοία γιά νά βοηθήσουν, η Κασσάνδρα δέν θά έπεφτε. Όμως οι νησιώτες ζητούσαν λεφτά από τούς μοναχούς τού Αγίου Όρους, οι οποίοι αρνήθηκαν νά τά δώσουν. Η στάση αυτή τόσο τών μοναχών όσο καί τών νησιωτών είχε ως αποτέλεσμα νά καταστραφεί η Κασσάνδρα καί νά χαθούν δέκα χιλιάδες ψυχές. Οι Μακεδόνες αγωνιστές τής Κασσάνδρας δέν ήταν δυνατόν νά αντέξουν τήν πίεση τού οθωμανικού στρατού καί έπεσαν σχεδόν όλοι. Ο Αβδούλ Αμπούδ πασάς, αντίθετα μέ τίς υποσχέσεις του, παρέδωσε τήν χερσόνησο τής Κασσάνδρας σέ ένα όργιο αίματος καί λεηλασιών, ικανοποιώντας έτσι καί τό στράτευμά του, πού διψούσε γιά λεηλασία καί γυναίκες.
Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις καί μετά βίας διέφυγε στό Άγιον Όρος. Εκεί επιχείρησε νά οργανώσει εκ νέου αντίσταση. Εμμανουήλ Παπάς Όμως τώρα οι μοναχοί είχαν αλλάξει γνώμη. Αφού δέν έδωσαν τά χρήματα τών μοναστηριών, πώς θά μπορούσαν νά δώσουν τή ζωή τους; Οι ηγούμενοι, είχαν ήδη έλθει σε επαφή μέ τόν Αβδούλ Αμπούδ καί επιθυμούσαν όχι μόνο νά υποταχτούν αλλά καί νά τού παραδώσουν καί τόν ίδιο τόν Παπά, ως πρωταίτιο τής επανάστασης.
Ο Εμμανουήλ Παπάς απογοητευμένος, επιβιβάστηκε μαζί μέ τούς συνεργάτες του καί μερικούς μοναχούς στό πλοίο τού Χατζή Βισβίζη καί αναχώρησε γιά τήν Ύδρα. Εκείνος ήταν λαϊκός καί διέθεσε όλη του τήν περιουσία (500.000 γρόσια) γιά τήν Ελευθερία καί εκείνοι οι καλόγεροι, οι απαρνηθέντες υποτίθενται τά υλικά αγαθά, έδωσαν ελάχιστα. Εκείνος αφιέρωσε καί τά δώδεκα παιδιά του γιά τήν Επανάσταση, Εκείνοι προτίμησαν νά μήν κάνουν παιδιά. Εκείνος έδωσε τή ζωή του. Εκείνοι έδωσαν τήν τιμή τους.
Ενώ τό πλοίο περιέπλεε στόν Καφηρέα, ο Παπάς εξαντλημένος από τίς κακουχίες καί τίς συγκινήσεις υπέστη καρδιακή προσβολή καί πέθανε. Η σορός του ενταφιάσθηκε μέ τιμές στήν Ύδρα καί η Μακεδονία του θά περίμενε άλλα 100 χρόνια γιά νά επιστρέψει στήν αγκαλιά τής μητέρας Ελλάδας. (Βέβαια, 200 χρόνια μετά, - εποχή τών πολυπολιτισμικών Γιωργάκη καί Τσίπρα - παραδίδουμε τήν Μακεδονία μας στήν αγκαλιά τών Σλαβόφωνων Βουλγάρων ή αλλιώς Σκοπιανών).
Πηγή: Αγία Σοφία
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...