
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Δεῦτε πρός με πᾶντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28).
Ἀντὶ προλόγου
Ὁ θεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἰκονίου Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ἐξάδελφος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μαθητής καὶ φίλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸν «Περὶ μετανοίας» ἐπιγραφόμενον εἰς αὐτὸν Λόγον του, μεταξὺ ἄλλων περὶ μετανοίας φιλανθρώπων διηγήσεων, ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθον παράδοξον περιστατικόν.
«Βούλομαι δὲ καὶ ἑτέραν ἀφήγησιν, ὦ φίλοι, ὠφέλιμον οὖσαν ὑμῖν διηγήσασθαι, δεικνύουσαν καθαρῶς Θεὸν μηδένα ἀποστρέφεσθαι τῶν προσπελαζόντων αὐτῷ. Καὶ τοῦτο... ἀπὸ τῆς βίβλου τῶν Πατέρων πειράσομαι διηγήσασθαι».
-Θέλω, ὦ φίλοι, λέγει, νὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ μίαν ἄλλην ὠφέλιμον διήγησιν ἡ ὁποία φανερώνει πολὺ καθαρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρἑφεται κανένα ἀπὸ ὅσους θέλουν διὰ μετανοίας νὰ τὸν πλησιἀσουν, μὲ σκοπὸν νὰ σωθοῦν. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀνασὐρω ἀπὸ τὴν βίβλο τῶν πατερικῶν διηγήσεων.
Διηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ἀπροσδόκητον αὐτὸ γεγονός, ὡς ἔνδειγμα τῆς ἄκρας τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς ἁμαρτἀνοντας, ὥστε νὰ μὴ διστάζουν ὡς πρὸς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν θελήσουν ἀληθινὰ νὰ μετανοήσουν.
Ἀπὸ τὴν διήγησιν αὐτὴν πληροφορούμεθα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀφἡνῃ ποτὲ τὸν ἑαυτὸν του εἰς λογισμοὑς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως ὡς πρός τὴν σωτηρίαν του, ἀκόμη καὶ ἐὰν καθ' ὑπόθεσιν ἦτο τόσον ἀμαρτωλός, ὡς νἀ ἧτο δαίμων, καὶ ἤθελε εἰλικρινῶς νὰ μετανοήσῃ.
«Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναβάλλουμε, οὔτε νὰ βραδύνουμε δι' ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ καταπονισθῆ. Διότι ἄν θελήσεις δι' ὁλίγον χρόνον νὰ ἀναβἀλῃς τὴν σωτηρία του, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃς στὴν ἀγριότητα τῆς τρικυμίας. Δι' αὐτὸ σὲ τέτοιες συμφορές χρειάζεται ταχύτης, ταχύτης καὶ προσπάθεια ἐντατικἡ... Ἄς γινὡμεθα, λοιπόν, προνοητικοὶ διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας».
(Ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος)
Λέγει λοιπόν ἡ ἐκ παραδὁσεως ἐρχομένη αὐτὴ διήγησις ὅτι:
Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκἡσεως ὑπερἀνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπἡρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογὡντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰ παλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰ πράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα -ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοι ὄνομα.
-Ζερἑφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἔνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ - ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιαν ὁ Θεός;
Τὶ λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;
Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·
-Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶ μᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;
Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·
-Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικα, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὑτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢ ἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμὰζεις καὶ φεύγεις.
Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπὡλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὑδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περἱπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ἀλλ' ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.
Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεὡν.
Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·
-Τὶ ἔχεις, ᾶνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφὑρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;
Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·
-Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.
Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·
-Καὶ τὶ θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;
Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὁδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ γινόμενον.
Λέγει ὁ δαίμων·
-Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερὡσῃ, ἐἀν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετἀνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.
-Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλὡνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰς ἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανὰγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰν ἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.
Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·
-Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!
-Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;
Καὶ τὶ ἦλθε αὐτός ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;
Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικός πρός τὸν Ἄγγελον.
-Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;
Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·
-Μή ταραχθῇς δι' αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστἡν οἱκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἀμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοία δὲν αποστρέφεται ὁ πανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομἐνη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειρἀζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ' εἶπέ του τὰ ἑξῆς·
-Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ'οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτἡσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ· ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι' ἐμοῦ σὲ προστἀζει.
Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·
-Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρἡσω;
Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
-Τάδε λἑγει Κὐριος·
Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σου ὑπερηφἀνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἡθέλησα νὰ μετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶς ὁφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·
-Θἀ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμἐνος κατὰ ἀνατολἀς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θἀ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸ λέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.
Καὶ πάλιν ἐκατὁ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην»!
Αὐτἀ νὰ κρἀζῃς πρός τον Κύριον ἐπὶ τρία ἔτη διαδοχικῶς καὶ ἀδιαλείπτως, τὴν μίαν ἑκατοντἀδα μετὰ τὴν ἄλλην. Καὶ ἐἀν τὰ κάνῃς αὐτὰ καθώς πρέπει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνην ποὺ ἁρμόζει, θὰ συναριθμηθῇς μὲ τοὺς Ἀγγέλους Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὰ νὰ τοῦ εἰπῇς, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τὸν Γέροντα. Ἐἀν λοιπὸν συμφωνἡσῃ νὰ τὰ κάμῃ, δέξου αὐτὸν εἰς μετἀνοιαν.
Ἀλλὰ γνωρίζω, λέγει Κύριος, ὅτι ἀρχαῖον κακὸν νέον καλὸν δὲν γίνεται.
Καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν σημείωσέ τα διὰ τὶς ἔσχατες ἡμἐρες, νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, ἐφόσον ἀπὸ καρδίας θελήσουν νὰ μετανοἡσουν. Διότι πάρα πολὺ θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διἡγησιν αὐτὴν οἱ βαρέως ἀμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γιὰ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται εἰς τὴν προσπἀθειαν τῆς μετανοίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.
Αὑτἀ εἶπεν ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβη εἰς τους οὐρανούς.
Τὴν ἐπομένην ἐνωρίς τὸ πρωΐ ἐμφανίζεται πάλιν κλαίων ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ μακρὁθεν ὁ δαίμων, καὶ ἐρχόμενος πρὸς τὸν Γέροντα.
Ὁ Γέρων κατ' ἀρχἀς δὲν ἐθεάτρισε τὴν ἀπἀτην τοῦ προσερχομένου· μόνον ἔλεγε ἀπὸ μέσα του εἰς τὸν λογισμόν του: -Κακῶς ἦλθες, ἀρχαῖον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιὲ μὲ τὸ δηλητἡριο, ἀποστάτα τῆς θείας δόξης, ἀντἀρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμἐνε, παραμορφωμένε.
Καὶ ὅταν ἐπλησίασε, τοῦ λέγει·
-Νὰ γνωρίσης ὅτι παρεκἀλεσα τὸν Θεόν, καθώς σοῦ ὑπεσχέθην, καὶ σὲ δέχεται εἰς μετάνοιαν, ἐὰν ὅμως κάμῃς ἔργον αὐτὰ ποὺ σοῦ παραγγέλει δι' ἐμοῦ ὁ κραταιὸς τῶν Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει ὁ δαίμων· -Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ Αὐτὸς μοῦ ὥρισε νὰ κάμω;
Καὶ ὁ Γέρων εἶπε·
-Προστάζει ὁ Θεός νὰ σταθῇς εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος ἐπὶ τρία ἔτη βλέπων κατὰ ἀνατολἀς καί κρἀζων ἡμέρα καὶ νύχτα ἀδιαλείπτως ἀνὰ ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός ἐλἑησὁν με τὸ ἀρχαῖον κακόν»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλἑησόν με τό βδἑλυγμα τῆς ἐρημὡσεως»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμἑνην ἀπἀτην». Συνεχῶς ἐπαναλαμβανὁμενα αὐτὰ ἀνὰ ἐκατό, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἐπὶ τρία ἔτη. Ὅταν τά κάμῃς αὐτὰ καθώς πρέπει, θὰ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν σου καὶ θὰ συναριθμηθῇς καθὼς ἤσουν ἐξ ἀρχῆς μὲ τούς Ἀγγέλους Αὐτοῦ.
Καθὼς ῆκουσεν αὐτὰ ὁ Ζερέφερ ἀστραπιαίως ἀπἑβαλε τὸ ἐπίπλαστον τοῦ θρἡνου προσωπεῖον του· ἔκαμε ἔνα δαιμονιώδη ἀπαίσιον καγχασμόν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἶπε εἰς τὸν Γέροντα·
-Ὦ σαπρόγηρε, ἐλεεινὲ καὶ ἄθλιε, τρισάθλιε γέρον! Ἐάν ἐγὼ ἤθελα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀρχαῖον κακὸν καὶ ἐσκοτισμένην ἀπἀτην καὶ ἐζοφωμένον καὶ ἀνωφέλητον, ἀπὸ εὺθὐς ἐξ ἀρχῆς θὰ εἶχα διαλέξει νὰ τὸ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ ἐσωζόμουν ἀμέσως, ἀπὸ τότε.
Ἀλλἀ, τώρα ἐγώ, ἀρχαῖον κακόν; Μὴ γένοιτο! Καὶ πῶς εἶμαι ἀρχαῖον κακόν; Τώρα μάλιστα ποὺ ἔχω γίνει τόσον θαυμαστός; καὶ ὅλοι μοῦ ὑποτἀσσονται καὶ μὲ φοβοῦνται καὶ μὲ τρέμουν;
Τώρα ἐγώ νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀπάτην καὶ ἑζοκρωμένον καὶ ἀνωφέλητον; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι!
Τώρα ἰδίως ποὺ δεσπόζω ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, νἀ γίνω διὰ τῆς μετανοἰας ἐγὼ ἔνα τίποτε, ἔνα παίγνιον, ἔνα ξεπεσμένο ἄβουλο ὄν; ἕνας δοῦλος ταπεινός, ἐλεεινός, εὑτελἡς καὶ ἀχρεῖος; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι! Ποτέ! ποτέ!
Αὐτἀ εἶπε τὸ ἀκἀθαρτον πνεῦμα καὶ μὲ ένα ἀλλόκοτον συριγμὸν καὶ ἀλαλαγμὸν, ἔγινε ἄφαντον ἀπὸ προσώπου τοῦ Γέροντος.
Ὁ δὲ Γέρων, καθώς εἶδε καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἐσύναξε τὸν ἑαυτόν του εἰς προσευχἡν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ἀπὸ ἐμπειρίας καὶ λέγων·
-Ἀληθῶς εἶπας, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖον κακόν νέον ἀγαθὸν δὲν γίνεται!
Ἡ ἐρμηνευτική ἀπόδοση ἔγινε ἀπὸ τὸν ὁσιολ. Μοναχόν Λ.Φ, Ἀγιορείτη, τὸν ὁποῖον καὶ εὐχαριστοῦμε θερμῶς.
Ὡς ἐπίλογος
Αὐτά, ἀγαπητοὶ δὲν τὰ κοινολογῶ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Δεσπότου τὸ πολὺ καὶ ἀνεκδιήγητον ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρον Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Διότι, ἐὰν καὶ τὸν διἀβολον δέχεται μετανοοῦντα, πολὺ περισσότερον τοὺς ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ αἶμα Του ἔχυσε, θὰ δεχθῇ ἐπιστρέφοντας, ἐὰν τὸν ἱκετεύσουν ἀπὸ καρδίας ἐν μετανοίᾳ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ διόρθωσιν βίου, καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία.
ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ἀπὸ τίς ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» εἰς ψυχικὴ ὡφέλεια, μετάνοια καὶ σωτηρία καλοπροαιρέτων συνανθρώπων μας. Πληροφορίες στὸ τηλ.: 23Ι02Ι2659 (Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων, τόμ. 71ος) ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞ0Σ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Στην Αθηναϊκή αγορά του ''Χρυσού αιώνα'' , σαν υψώσει ο ήλιος το μπόϊ του και κάνει τον ιδρώτα ποτάμι, , τα συνάφια παρατάνε για λίγο τις δουλειές τους και πιάνουνε την κουβέντα.
- Περικλή, εσύ που τόσα ξέρεις, πες μας τί είναι ευτυχία;
- Ο παππούς ο Θουκυδίδης έλεγε: ''Το εύδαιμον το ελεύθερον''. Ευτυχία είναι η ελευθερία.
- Και ελευθερία τί είναι;
- ’’Ελευθερία εστί αγαθή συνείδησις’’. Έτσι δίδασκε ο σοφός Περίανδρος από την Κόρινθο. Ελευθερία και βίος ενάρετος πάνε πάντοτε μαζί. Θυμάστε τί έλεγε ο δάσκαλος εκείνος, που τον καταδικάσαμε να πιει το κώνειο; ''Όποιος παρασύρεται από τις απολαύσεις και τις ηδονές του σώματος, καταντάει δούλος. Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, εάν δεν είναι κύριος του εαυτού του''.
Η ίδια συζήτηση συνεχίζεται, οχτώ αιώνες αργότερα, στην Πόλη των ονείρων μας: Στην Βασιλεύουσα.
Στο κέντρο της λαοσύναξης βρίσκεται ο Μέγας Ιεράρχης Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Το παλάτι και οι άνθρωποι του σκότους δεν αντέχουνε τον χρυσό του λόγο, που στηρίζει τους φτωχούς και ελέγχει τους δυνάστες, γι' αυτό και τον εξορίζουνε τρείς φορές.
- Πάτερ Ιωάννη Χρυσόστομε, τί είναι ελευθερία;
- Ελευθερία είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τον Θεό αυτεξούσιος και ελεύθερος. Όπου είναι το πνεύμα του Κυρίου , εκεί είναι και η Ελευθερία. Δεν έχετε ακούσει τί λέει επ' αυτού και ο Απόστολος Παύλος; ''Εσείς αδελφοί μου είστε καλεσμένοι για την ελευθερία. Προσοχή μονάχα, μην πάρετε την ελευθερία ως αφορμή για καλλιέργεια των παθών''.
Και από την Πόλη πάμε στα Γιάννενα , χίλια πεντακόσια χρόνια μετά, με πρωταγωνιστές αυτή την φορά τον Αλή πασά και τους ηρωικούς Σουλιώτες.
Παραδοθείτε μωρέ, τους λέει ο Αλή πασάς, κι εγώ θα σας χαρίσω ό, τι λαχταράει η ψυχή σας. Και οι Σουλιώτες του απαντάνε: Η λευτεριά , πασά μου, δεν αγοράζεται ούτε με όλους τους θησαυρούς της γης.
Αφήνουμε τα Γιάννενα και πάμε κατευθείαν στην Τεργέστη . Η κουβέντα για την ελευθερία άναψε για τα καλά. Στο κέντρο της ομήγυρης τον πρώτο λόγο έχει κάποιος από το Βελεστίνο. Ρήγας το όνομά του.
- Αδέλφια μου, μπροστά μας έχουμε δυο ελευθερίες. Την ελευθερία του Γένους και την ελευθερία του ήθους. Για την ελευθερία μας από τους Τούρκους, ένα έχω να πω: Η σκλαβιά πιότερο δεν υποφέρεται. Θα αγωνιστούμε και ό, τι πει ο Θεός. Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Όσο για το ηθικό σύνορο της ελευθερίας να θυμάστε τούτο το ρητό: ''Μη κάμεις εις τον άλλον αυτό, που δεν θέλεις να κάμουν εις εσένα''. Συλλογάται καλά, όποιος συλλογάται ελεύθερα
Και φτάνουμε στα χρόνια τα δικά μας. Τα χρόνια των μνημονίων, της ταπείνωσης και του εθνικού μας εξευτελισμού.
Είναι ολοφάνερο, ότι ως έθνος σκλαβωθήκαμε. Και σκλαβωθήκαμε, διότι θεωρήσαμε την ευκολία και την άνεση πιο σημαντικές κατακτήσεις από την θεόσδοτη ελευθερία. Και η ειρωνεία είναι, ότι κοντά στην ελευθερία χάνουμε τώρα και τα ευτελή δολώματα των ευκολιών και των ανέσεων.
Έλεγε εκείνος ο ευλογημένος στρατηγός Μακρυγιάννης: ''Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης''.
Οι σημερινοί Έλληνες χάσαμε την λευτεριά μας, όπως χάνουνε την ελευθερία τους και οι πίθηκοι στην Ινδία: Ειδικά δοχεία καλά στηριγμένα, που έχουνε στόμιο μικρής διαμέτρου, τα γεμίζουν με φυστίκια. Οι πίθηκοι βάζουνε το χέρι τους μέσα, γεμίζουν λαίμαργα την χούφτα τους με φυστίκια αλλά έτσι, όπως είναι κλειστή και γεμάτη η παλάμη τους, είναι αδύνατον να χωρέσει και να βγει από το δοχείο...Στο μεταξύ έρχονται οι επιτήδειοι και τους αιχμαλωτίζουν.
Το παράδειγμα φαίνεται απλό, αλλά έχει το νόημά του: Καμμιά εθνική ελευθερία δεν τα καταφέρνει να ζήσει για πολύ, όταν στις ψυχές των ανθρώπων πεθαίνει η ελευθερία του Πνεύματος και του Ήθους.
14 Μαρτίου 2015
(Σαν σήμερα 14 Μαρτίου, το 1957, απαγχονίζεται στην Κύπρο από τους Άγγλους κατακτητές ο γενναίος Αγωνιστής της Ελευθερίας Ευαγόρας Παλληκαρίδης, σε ηλικία μόλις 19 ετών)
Πηγή: Ακτίνες
Τὸ φαινόμενο εἶναι γνωστό. Ζοῦμε σὲ ἕνα πανδαιμόνιο θορύβων, σὲ μιὰ πολύβουη πόλη, ποὺ τὴν χαρακτηρίζουν οἱ ἐκκωφαντικοί ἥχοι καὶ τὸ πολύγλωσσο τῶν ἀπόψεων. Δὲν ἀποτελεῖ πιὰ γεγονός ἀξιοπρόσεκτο, τὸ θέαμα ἀνθρώπων ποὺ κονταροχτυπιοῦνται λεκτικά στὰ στάδια, στὶς κερκίδες, στὰ καφενεῖα, στὰ τηλεοπτικά κανάλια, ἀκόμα καὶ στὸ διάλειμμα τῶν σχολείων. Μάθαμε πιὰ νὰ διατυπώνουμε τὶς θέσεις μας μὲ φωνές καὶ μὲ χειρονομίες. Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο διδάσκουμε τὰ παιδιά μας.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ στάση ἐκείνων ποὺ πεισματικά σιωποῦν δημιουργεῖ τουλάχιστον ὑποψίες. Γιατί, σιωποῦν συνήθως ὅσοι δὲν ξέρουν πῶς νὰ ἐκφρασθοῦν, ἢ ὅσοι, ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἄγνοιάς τους σὲ ἕνα συγκεκριμένο θέμα, προτιμοῦν νὰ κρατήσουν τὸ στόμα τους κλειστό. Ὅπως ἐπίσης παραμένουν σιωπηλοί καὶ αὐτοί ποὺ περιμένουν ὑπομονετικά νὰ ἀκούσουν τοὺς ἄλλους πρὶν ἐκφράσουν τὴ δική τους ἄποψη.
Στὶς μέρες μας, ποὺ ὁ λόγος ἔχει ἐκτραπεῖ σὲ κάθε εἴδους χυδαιολογία, ψεῦδος, βρισιά καὶ κατάρα, ἡ σιωπή ἔχει κάτι νὰ πεῖ. Τὴν ἴδια ὥρα, ποὺ ἀναλωνόμαστε στὴν κολακεία καὶ στὸ κουτσομπολιό, μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε νέες δυνάμεις ἀπό τὴν διακριτική καὶ ὠφέλιμη σιωπή. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ διάλεξαν τὴν ἀπομόνωση καὶ τὸν ἡσυχασμό, ἡ σιωπή δηλώνει τὴν ταπείνωση τοῦ νοῦ, τὴν ὅραση τῆς καρδιᾶς, τὴν εὐχαριστία τῆς ψυχῆς. Γιατί, ἡ σιωπή γεννᾶ τὸν καθαρό, ὡραῖο καὶ μεστό λόγο.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ συνηθίσαμε νὰ παρομοιάζουμε τὴν σιωπή μὲ τὸν χρυσό. Γιατί, ὅταν στὴν πρόκληση ἀπαντᾶ κανείς μὲ τὴν ἐπιλεγμένη σιωπή, χαμηλώνει τὴν ἔνταση, διακόπτει τὴ συνέχεια, ταπεινώνει τὴν ὁργή, σβήνει τὸν θυμό καὶ καταλαγιάζει τὰ πάθη. Καὶ δὲν πρέπει αὐτό νὰ παρερμηνεύεται ὡς ἀδυναμία. Χρειάζεται μεγαλύτερη δύναμη νὰ σιωπήσεις σὲ καταστάσεις ἔντασης, παρά νὰ ξεστομίσεις αὐθάδη καὶ θρασύ λόγο. «Ἂν μπορεῖς, ὅταν σὲ βρίζουν, νὰ μὴ βγάζεις τσιμουδιά (γράφει ὁ Κίπλινγκ), θὰ μπορέσεις ν’ ἀπολαύσεις ὅπως πρέπει τὴν ζωή σου».
Μία παλιά παροιμία προσδιόριζε σὲ 5 τὰ διαδοχικά σκαλοπάτια ποὺ ὁδηγοῦν στὴ μάθηση. Τὸ πρῶτο σκαλί εἶναι ἡ ἰκανότητα νὰ ἀκοῦς (ἢ μᾶλλον νὰ ἀφουγκράζεσαι) τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν διδασκάλων σου. Τὸ δεύτερο, νὰ ἔχεις τὴν δύναμη νὰ σιωπᾶς καὶ νὰ μὴ παριστάνεις τὸν πολύξερο σὲ πεδία γνώσης ποὺ δὲν κατέχεις. Τὸ τρίτο, νὰ μελετᾶς ἀδιάκοπα καὶ νὰ στέκεσαι στὴν λεπτομέρεια, ὑπογραμμίζοντας τὶς σημειώσεις. Τὸ τέταρτο, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἐφαρμόσεις στὴν πράξη ὅλα ὅσα ἄκουσες καὶ διάβασες. Τὸ πέμπτο καὶ τελευταῖο σκαλί τῆς μάθησης εἶναι νὰ ἐπιδιώκεις νὰ διδάσκεις στοὺς νεώτερους ὅσα κέρδισες ἀπό τὰ προηγούμενα.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε εἶναι τόπος δακρύων καὶ «κοιλάδα κλαυθμῶνος». Ὅπου καὶ νὰ στρέψεις τὸ βλέμμα ἀντικρίζεις πόνο, θλίψη, ἀδικία, θάνατο. Σὲ ἕνα ἐμπνευσμένο κείμενο, ὁ μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος τοποθετεῖται εὐθαρσῶς: «Κάθε σκέψη ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ προξενεῖ αἴσθηση κενοῦ, βαθιά ἀπογοήτευση, ἔλλειψη σκοποῦ, ἀσάφεια προορισμοῦ, ἀνυπαρξία λόγου καὶ ἀδυναμία προσδιορισμοῦ τῆς βαθύτερης αἰτίας τῆς ὕπαρξης». Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο γράφει: «Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἂν ὁ Θεός εἶναι παρών, ἀλλά πότε Αὐτός μᾶς ἐμφανίζεται καὶ πότε καὶ πῶς ἐμεῖς Τὸν βλέπουμε καὶ ὁ καθένας μας Τὸν αἰσθάνεται».
Τὴν εὔλαλη σιωπή πολλοί ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος τὴν ἐκτίμησαν. Θαύμασαν τὴν σιωπή τοῦ ἁγίου ποὺ τὸν ἔφερνε κοντύτερα στὸν Θεό. Παραδέχτηκαν τὴν κορυφαία σιωπή τοῦ σοφοῦ ποὺ τὸν ὁδηγοῦσε στὴ λύση περίπλοκων προβλημάτων. Ἐγκωμίασαν τὴν ὑπομονετική σιωπή τοῦ ἥρωα, πρὶν τὴν μεγάλη ἀπόφαση αὐτοθυσίας. Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ἔλεγε: «Μετάνιωσα ποὺ μίλησα, ὄχι ὅμως γιατί σιώπησα». Ἄλλωστε, ἡ ἐγνωσμένη παραίτηση ἀπό τὸν λόγο δηλώνει, ἂν μὴ τι ἄλλο, ἐμπειρία. Σωπαίνει κανείς τόσο στὴ μεγάλη χαρά, ὅσο καὶ στὸν βαθύ πόνο. Δὲν βρίσκει τρόπο νὰ ἐκφρασθεῖ. Χάνει τὰ λόγια του. Λέγει ἕνας σοφός: «Ἔχουμε δύο αὐτιά καὶ ἕνα στόμα. Περισσότερο νὰ ἀκοῦμε καὶ λιγότερο νὰ μιλᾶμε».
Τὴν σιωπή, ὁ καλλιτέχνης τὴν ἀντιλαμβάνεται μὲ τὸν δικό του μοναδικό τρόπο. Καὶ καλεῖ νὰ τὸν κατανοήσουμε καὶ νὰ συμμεριστοῦμε τὴν πρότασή του. Ὁ Πικάσο σπάζει τὴν σιωπή του γιὰ τὸν Ἰσπανικό ἐμφύλιο πόλεμο, ζωγραφίζοντας τὸν περίφημο πίνακα «Γκουέρνικα», μετά τὴ βάρβαρη καταστροφή τῆς ἱερῆς πόλης τῶν Βάσκων. Ὁ Μπετόβεν, βυθισμένος σὲ πλήρη σιωπή, συνθέτει μουσική ἀπομονωμένος ἀπό τὸ περιβάλλον του. Ὁ Ρίτσος γράφει τὰ 18 λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας, ἀπομονωμένος σὲ ἕνα ἕρημο καὶ σιωπηλό μέρος (στὸ Παρθένι τῆς Λέρου), κραυγάζοντας στὴν κυριολεξία κατά τῶν συνταγματαρχῶν τῆς δικτατορίας.
Μεγάλη ἡ πρόκληση τῶν καιρῶν. Καλούμαστε καθημερινά νὰ ἀντιδράσουμε μὲ κραυγές, διαμαρτυρίες, πανό καὶ πλακάτ. Μποροῦμε ὅμως νὰ περιορίσουμε τὴν κοινωνικότητα (ὅταν αὐτή συνεπάγεται ἀτέρμονη φλυαρία), τὶς μέριμνες καὶ τοὺς σχολαστικισμούς, γιὰ νὰ αὐξήσουμε τὴ μελέτη, τὴν περισυλλογή καὶ τὴν ἐνδοσκόπηση.
Μὲ ἀπώτερο, σιωπηλό μας, στόχο τὴν αὐτοσυγκράτηση καὶ τὴν αὐτοπειθαρχία.
Βιβλιογραφία
Μωϋσῆ Μοναχοῦ Ἁγιορεῖτου: Ἡ εὔλαλη σιωπή. Εκδόσεις Ἐν πλῷ. Ἀθήνα 2008.
Κίπλινγκ Ράντγιαρντ: Ἂν. Εκδόσεις Καστανιώτη. Ἀθήνα
Μαρκέα Νικολάου: Ὁ ἀκτινογραφικός ἔλεγχος στὸν ἀναπτυσσόμενο σκελετό. Πόσο ἀξιόπιστος εἶναι; Εκδόσεις Litho Pac. Ἀθήνα 2006.
Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου: Ἐκεῖ ποὺ δὲν φαίνεται ὁ Θεός. Ἐκδόσεις Σταμούλη Α. Ε. Ἀθήνα 2008. 1993.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ δέχονται μέ χαρά, ἄν ὄχι καί μέ ἐνθουσιασμό, τό καλό παράδειγμα κάποιου. Σέ μιά κοινωνία πού ἐπικρατεῖ πιά ἡ ἀδικία, τό συμφέρον, τό ἀκόρεστο πάθος τῆς πλεονεξίας, τό θράσος, ὁ ἄκαμπτος ἐγωισμός, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία, ἀλλά καί ἡ φυγοπονία, ἡ ἀπάτη, ἡ κακοβουλία, οἱ δαιμονικές μεθοδεύσεις, ἡ πρόκληση, ἡ ἀνηθικότητα κ.λπ., εἶναι παρήγορο πού οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν καί δέχονται τή λάμψη τοῦ καλοῦ παραδείγματος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἐλπίδα νά βελτιωθεῖ ἡ κοινωνία. Ὁ δρόμος βέβαια εἶναι καί μακρύς καί ἀνηφορικός.
Τό καλό παράδειγμα δέν ὑπάρχει παντοῦ, σέ ἀντίθεση μέ τό κακό πού πλεονάζει καί δημιουργεῖ δυσάρεστες καταστάσεις. Ὡστόσο, γίνεται ἀποδεκτό καί ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀπρόσεκτοι στήν προσωπική τους ζωή, κατέχουν δημόσιες θέσεις, ἀσχολοῦνται μέ τά κοινά καί συχνά σκανδαλίζουν τούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Θά μπορούσαμε νά τό χαρακτηρίσουμε ὁδοδείκτη καί νά τό προβάλλουμε πρός μίμησιν.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ μεγάλη ἀδυναμία στούς ἀνθρώπους. Ἐνῶ θαυμάζουν τό φωτεινό παράδειγμα κάποιου, ἀπό ἀδυναμία καί διαστροφή μιμοῦνται τό κακό παράδειγμα, τό ὁποῖο θεωρητικά ἀπορρίπτουν! Συμβαίνει αὐτό, γιατί εἶναι κοντόφθαλμοι καί ἀρνοῦνται τήν αἰώνια ζωή. Γι᾿ αὐτούς ὁ Θεός δέν ὑπάρχει ἤ ἄν ὑπάρχει, βρίσκεται πολύ μακριά τους καί δέν χρειάζεται νά ἔχουν σχέση μαζί του. Ἡ ζωή τους κυλάει δίχως Θεό, γι᾿ αὐτό καί ὅλα ἐπιτρέπονται. Θά μποροῦσα νά διατυπώσω καί διαφορετικά τή φράση. Ἡ ζωή τους κυλάει μέ τό διάβολο, γι᾿ αὐτό οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ περιττεύουν.
Ὁ καλοπροαίρετος ὠφελεῖται πνευματικά καί ἀπό τό καλό παράδειγμα καί ἀπό τό κακό. Ἀπό τό καλό παρακινεῖται πρός τήν ἀρετή καί ἀπό τό κακό, γιά νά ἀποφεύγει τήν ἁμαρτία. Μέ αὐτό τόν τρόπο τά βήματά του εἶναι σταθερά πρός τό καλό, συγχρόνως δέ ἀποτελεῖ καί ὁ ἴδιος ἀξιομίμητο παράδειγμα.
Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά ποῦμε παρενθετικά ὅτι πολλές φορές στή ζωή βλέπουμε τήν ὑποκρισία νά θολώνει τά πράγματα στή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων καί νά προβάλλονται ἄτομα, τά ὁποῖα εἶναι πλήρως διεφθαρμένα. Αὐτό συνήθως συμβαίνει στήν τηλεόραση, ὅπου πραγματικά τό μαῦρο καί δυσῶδες ἐμφανίζεται ὡς ἄσπρο καί εὐῶδες! Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στό θέμα αὐτό. Δέν πρέπει νά εἶναι κανείς εὐκολόπιστος, γιά νά μή παρασύρεται ἀπό πρόσωπα πού δέν ἔχουν ἦθος καί ὑπηρετοῦν μόνο τά δικά τους συμφέροντα.
Εἶναι ἀνάγκη νά αὐξηθοῦν οἱ συνειδητοί χριστιανοί καί νά ἀποκτήσει ἡ Ἐκκλησία μεγαλύτερη πνευματική δύναμη. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νά ἐλπίζει κάποιος ὅτι ἡ κοινωνία θά βελτιωθεῖ, οἱ ἄνθρωποι θά ἀποκτήσουν ἦθος καί ἡ κακοδαιμονία θά περιοριστεῖ σέ μεγάλο βαθμό.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 13/3/2015), Θρησκευτικά
Όταν ο Δαβίδ κατώρθωσε να συνενώση τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ σε ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, ο περιούσιος λαός γνώρισε πολλά μεγαλεία. Μία από τις δόξες των ημερών εκείνων ήταν και οι «δυνατοί», ένα επίλεκτο σώμα από τριάντα άνδρες, προικισμένους με σπάνια χαρίσματα. Λέγοντας «δυνατοί» ας εννοήσουμε: πρωτοπαλλήκαρα, ήρωες, γενναίοι, «λοκατζήδες», λεβέντες...
Ο Θεός ευλογούσε πλούσια το δωδεκάφυλο και ανέδειχνε κάθε είδους ταλαντούχα πρόσωπα. Και ο πανέξυπνος Δαβίδ έψαχνε, τα εύρισκε και τα αξιοποιούσε κατά τον καλύτερο τρόπο. Οι «δυνατοί» ήταν γι’ αυτόν η προσωπική του φρουρά, το δεξί του χέρι στις πολεμικές επιχειρήσεις, το στήριγμά του σε δύσκολες ώρες, η χαρά του και το καύχημά του.
Στα χρόνια που ο Δαβίδ καταδιώκοταν από τον Σαούλ και αναγκαζόταν να ζη στα βουνά και στις ερημιές της Ιουδαίας, ακολουθείτο από τετρακόσιους στρατιώτες. Ήταν βέβαια λίγοι, μα πολύ σκληραγωγημένοι. Η πρώτη «μαγιά» των δυνατών βρέθηκε σ' αυτά τα πρόσωπα. Να, πως τους εγκωμιάζει το Ιερό κείμενο:
«Ισχυροί, δυνατοί άνδρες παρατάξεως πολέμου
αίροντες θυρεούς και δόρατα,
και πρόσωπον λέοντος τα πρόσωπα αυτών,
και κούφοι ως δορκάδες επί των ορέων τω τάχει».
(Α' Παραλ. 12,9)
Μάλιστα. Γρήγοροι σαν ζαρκάδια! Φοβεροί σαν λιοντάρια! Άνδρες δυνατοί!
Αργότερα μπόρεσε να επιλέξη και από τον ευρύτερο χώρο του Ισραηλιτικού λαού. Ο αριθμός τους έφθανε τους τριάντα. Φαίνεται ότι ήταν διαιρημένοι ανά τρεις: Δέκα τριάδες. Η μεγάλη δόξα ανήκε σ' αυτούς που βρίσκονταν στην πρώτη τριάδα, φαίνεται ότι αν κάποιος απ’ όλους πάθαινε κάτι, αν λ.χ. σκοτωνόταν στον πόλεμο, αν αρρώσταινε, αν γερνούσε... τον αντικαθιστούσαν με άλλον, ώστε ο αριθμός να παραμένη ο ίδιος. Κάποιος που βρισκόταν σε κατώτερη τριάδα, υπήρχε δυνατότητα να ανεβή πιο πάνω. Το μεγάλο όνειρο ήταν ν' αξιωθή κανείς να φθάση στην πρώτη τριάδα, στους «τρεις δυνατούς», φαίνεται ότι ωρισμένες φορές μία τριάδα ανελάμβανε κάποια ειδική αποστολή, ανεξάρτητα από τους άλλους. Τα μέλη κάθε τριάδος ωνομάζονταν «τρεις δυνατοί», αλλά κυρίως χαρακτηρίζονταν έτσι αυτοί που ανήκαν στην πρώτη τριάδα.
Αυτά τα συμπεραίνουμε από διάφορες φράσεις της Γραφής, σαν τις επόμενες, οι οποίες ας σημειωθή είναι κάπως δυσνόητες:
«Αυτός -ο Ελεάζαρ- ήταν στους τρεις δυνατούς» (Α' Παραλ. 11, 12). «Αυτά κατώρθωσαν οι τρεις δυνατοί» (Β' Βασιλ. 23, 17). «Και αυτός -ο Αβεσσά- είχε όνομα στους τρεις· ήταν ένδοξος σ' αυτούς και αρχηγός τους, αλλά ως τους τρεις δεν έφθασε» (Β' Βασ. 23,18-19). «Και σ' αυτόν -τον Βαναία- υπήρχε όνομα στους τρεις δυνατούς· ήταν ο ενδοξότερος ανάμεσα στους τριάντα, αλλά δεν ερχόταν στους τρεις» (Α' Παραλ. 11, 24-2'δ).
Σε κρίσιμες πολεμικές ώρες, η επέμβασις των δυνατών υπήρξε αιτία εθνικής σωτηρίας.
Οι δυνατοί πάλι έσωζαν την αξιοπρέπεια του Ισραηλιτικού λαού από τα ονειδιστικά λόγια των «εκγόνων του Ραφά», των Ραφαΐμ .
Να κάνουμε μία επεξήγησι γι' αυτούς τους τελευταίους. Στην Παλαιστίνη εκτός από τις φυλές των Χαναναίων υπήρχε και μία φυλή γιγάντων -οι Ραφαΐμ - οι οποίοι θεωρούνται αρχαιότεροι από τους Χαναναίους. Αλλά και όταν εξέλιπε αυτή η φυλή, λείψανα εναπόμειναν εδώ κι εκεί. Στους Φιλισταίους λ.χ. συχνά εμφανίζονται γίγαντες. Ο βασιλεύς της Βασάν Ωγ που νικήθηκε από τον Μωυσή ανήκε στους γίγαντες, και το κρεββάτι του είχε μάκρος εννέα πήχεις!
Όταν κάποιος από τους Ραφαΐμ ξεπρόβαλλε εμπρός στο Ισραηλιτικό στρατόπεδο και προσκαλούσε σε μονομαχία και εξαπέλυε εξευτελιστικά λόγια και εμποιούσε τρόμο, ποιος μπορούσε να τον αντιμετωπίση; Μόνο ένας από τους δυνατούς.
Στο Α' Παραλειπομένων διαβάζουμε τα εξής: «Μετά ταύτα συνεκροτήθη πόλεμος με τους Φιλισταίους στην Γαζέρ. Τότε επάταξε ο Σοβοχαί ο Χουσαθίτης τον Σαφού, που ήταν απόγονος των γιγάντων και τον εταπείνωσε. Και πάλι έγινε πόλεμος με τους Φιλισταίους και ο Ελλανάν ο γυιός του Ιαΐρ επάταξε τον Λαχμί τον αδελφό του Γολιάθ του Γεθθαίου˙ το ξύλο του δόρατος (του Λαχμί) ήταν σαν το αντί του αργαλειού. Και πάλι έγινε πόλεμος στην Γεθ, και εμφανίσθηκα άνδρας υπερμεγέθης, που είχε τα δάκτυλα έξι-έξι, συνολικά εικοσιτέσσερα, και ήταν απόγονος των γιγάντων είπε λόγια που εξευτέλιζαν τον Ισραήλ. Αυτόν τον κατενίκησε ο Ιωνάθαν που ήταν γυιός του Σαμά, του αδελφού του Δαβίδ» (20, 4-7).
Για να μπορέσουν τώρα ο Σοβοχαί και ο Ελλανάν και ο Ιωνάθαν να συγκρουσθούν με γίγαντες και να τους εξουδετερώσουν, φαντάζεσθε τι φοβερή δύναμι και παλληκαριά θα διέθεταν.
Από τα χειρότερα που μπορούσαν να συμβούν στον Ισραηλιτικό λαό ήταν να φονευθή ο βασιλεύς στη μάχη. Αλλά οι δυνατοί στέκονταν πλάι του. Και σε κρίσιμες στιγμές επενέβαιναν και του έσωζαν την ζωή του. Σχετικά διαβάζουμε στο Β' Βασιλειών:
«Και έγινε πάλι πόλεμος των Φιλισταίων με τον Ισραήλ. Και κατέβηκε ο Δαβίδ με τους στρατιώτες του και επολέμησαν τους Φιλισταίους. Και απέκαμε ο Δαβίδ. Τότε ο Ιεσβί που καταγόταν από τον Ραφά (ήταν δηλ. γίγαντας), με δόρυ που ζύγιζε τριακόσιους σίκλους (*) χαλκού, με μεγάλο σπαθί στην μέση, ήταν έτοιμος να σκοτώση τον Δαβίδ. Αλλά ο Αβεσσά, ο γυιός της Σαρουΐας του συμπαραστάθηκε· χτύπησε τον Φιλισταίο και τον θανάτωσε» (21, 15-17).
Άλλος λοιπόν δυνατός, ο Αβεσσά, έσωσε τον Ισραήλ από μεγάλη συμφορά. Αυτός μάλιστα ήταν και ανεψιός του Δαβίδ, αφού η Σαρουΐα ήταν αδελφή του βασιλέως.
Όπως κάθε λαός της αρχαιότητος είχε τους ήρωές του (πρβλ. για τον ελληνικό χώρο, Ηρακλή, Θησέα, Οδυσσέα, Αχιλλέα, Μ. Αλέξανδρο...) και εξυμνούσε τα μεγάλα κατορθώματά τους, έτσι γινόταν και στον Ισραήλ με τους τριάκοντα δυνατούς. Οι εντυπωσιακές ανδραγαθίες τους φέρονταν από στόμα σε στόμα. Γέμιζε καύχησι ο Ισραηλίτης όταν εγκωμίαζε αυτούς τους ηρωικούς άνδρες. Και τα μικρά παιδιά όπως σήμερα θαυμάζουν κάποιο σπουδαίο αθλητή ή ποδοσφαιριστή, τότε, στον Ισραήλ, καμάρωναν τους «δυνατούς».
Περίφημος ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Βαναίας (ή Βεναΐας), ο γυιός του Ιωδαέ που καταγόταν από την Καβασεήλ, μία κωμόπολι στα όρια Ιουδαίας και Ιδουμαίας. «Αυτώ όνομα εν τοίς τρισί τοις δυνατοίς». Έβγαλε μεγάλο όνομα. Ιδιαίτερα μνημονεύονται τρεις ηρωικές του πράξεις. Η πρώτη, ότι μπόρεσε να καταβάλη δύο δυνατούς Μωαβίτες που είχαν την ρώμη λέοντος. «Επάταξε τους δύο αριήλ Μωάβ» (Α' Παραλ. 11,22). Αριήλ σημαίνει λέων(**). Φαίνεται ότι αυτοί oι δύο φοβεροί Μωαβίτες προκαλούσαν τους Ισραηλίτες, και είχαν γίνει φόβος και τρόμος. Η δύναμίς τους, τρομερή. Και όμως ο Βαναίας τους εφόνευσε και τους δύο, και κατέβαλε την μωαβιτική έπαρσι.
Σ' εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλά δάση στην Παλαιστίνη, και φιλοξενούσαν άγρια θηρία, λιοντάρια, αρκούδες κλπ. Κάποιες φορές μπορούσε ένα λιοντάρι να πέση σε κατοικημένη περιοχή και να κατασπάραζη τους ανθρώπους. Κλείνονταν τότε στα σπίτια τους. Κανένας δεν τολμούσε να ξεμυτίση. Η ζωή μιας ολόκληρης πόλεως νεκρωνόταν. Σε μία τέτοια περίπτωσι ο ηρωικός Βαναίας βγήκε από το σπίτι του και εξουδετέρωσε τον λέοντα. «Επέταξε τον λέοντα εν μέσω του λάκκου εν τη ημέρα της χιονός». Όταν έρριχνε χιόνια, τα λιοντάρια έσπευδαν σε κατοικημένες περιοχές προς αναζήτησι λείας. Ένα λοιπόν απ' αυτά γλύστρησε κι έπεσε σε λάκκο. Μη μπορώντας να βγη από εκεί εβρυχάτο και σκορπούσε τρόμο. Κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάση. Ο γενναίος όμως Βαναίας δεν εδίστασε να κατεβή στον λάκκο παρ’ όλη την ολισθηρότητα του χιονιού και να συγκρουσθή με το άγριο θηρίο. Κατάφερε να το φονεύση.
Ο ίδιος κατέβαλε και κάποιον «πεντάπηχυν» Αιγύπτιο. Το παράστημα και η δύναμις αυτού του Αιγυπτίου ήταν το κάτι άλλο. Πανύψηλος, πέντε πήχεις ύψος! Ενδεικτικό της ισχύος του ήταν το πελώριο δόρυ που κρατούσε στο χέρι, «ως αντίον υφαινόντων» και ως «ξύλον διαβάθρας», σαν το «αντί» του αργαλειού και σαν ξύλινη γέφυρα που οδηγεί από το πλοίο στην ξηρά! Κι αυτός προκαλούσε την ανδρεία των Ισραηλιτών. Τότε ο Βαναίας ήρθε σε συνάντησί του κρατώντας, παρακαλώ, σαν όπλο του ένα ραβδί! Κατάφερε όμως ν' αρπάξη από τον Αιγύπτιο το τεράστιο δόρυ και να τον φονεύση μ’ αυτό· «και απέκτεινεν αυτόν εν τω δόρατι αυτού».
«Ταύτα εποίησε Βαναίας». Παρ' όλο που δεν ανήκε στην πρώτη τριάδα των δυνατών.
Σ' όλη του την βασιλεία ο Δαβίδ τον είχε δεξί χέρι, φρουρό, αρχισωματοφύλακα, μέλος του βασιλικού μυστικοσυμβουλίου. Αλλά και ο Σολομών για να εδραιωθή καλά στον θρόνο βρήκε μεγάλη υποστήριξι από τον Βαναία τον υιόν Ιωδαέ. Το πρόσωπό του υπολογιζόταν όπως του αρχιερέως Σαδώκ και του προφήτου Νάθαν (Πρβλ. Γ’ Βασιλειών, κεφ. 1ον).
Αλλά και ο Αβεσσά διέπραξε εντυπωσιακά ανδραγαθήματα. Τον αναφέραμε και προηγουμένως. Ήταν ανεψιός του Δαβίδ, και στις διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις που έκανε ο βασιλεύς για να στερεώση το δωδεκάφυλο, διέπρεπε. Όταν χρειαζόταν να διαιρεθή το στράτευμα σε δύο-τρία μέρη, γιατί έτσι το απαιτούσε κάποια πολεμική ανάγκη, στο ένα μέρος επικεφαλής ετοποθετείτο ο Αβεσσά (Β' Βασιλ. 18, 2).
Στα πρώτα χρόνια όταν ο Δαβίδ καταδιωκόταν από τον Σαούλ, ο Αβεσσά αποτελούσε μεγάλο στήριγμα του θείου του. Όταν κάποτε ο Δαβίδ απεφάσισε να μπη μέσα στο στρατόπεδο του Σαούλ, να πλησιάση στην σκηνή του, να του πάρη το δόρυ και το παγούρι του νερού και ν' απομακρυνθή για να φωνάξη αργότερα από μακρυά ότι δεν μισεί τον Σαούλ και δεν αφαιρεί την ζωή του παρ' όλο που μπορεί να το κάνη, σ' αυτή τη παράτολμη νυκτερινή επιχείρησι, ο Δαβίδ συντροφευόταν μόνο από τον Αβεσσά (Α' Βασιλ. 26, 6-9). Κανείς άλλος δεν είχε κουράγιο να τον ακολουθήση.
Όταν ο Αβεσσαλώμ έκανε πραξικόπημα κατά τού Δαβίδ, και ο βασιλεύς περνούσε δραματικές ώρες, ο Αβεσσά στεκόταν δίπλα του, έτοιμος να προσφέρη κάθε βοήθεια. Τότε συνέβη κάποιος συγγενής του Σαούλ, ο Σεμεί να υβρίζη και να εξευτελίζη τον Δαβίδ, οπότε ο Αβεσσά πρόβαλε στην μέση να υπερασπισθή τον βασιλέα. Και αν ο μεγαλόψυχος βασιλεύς δεν τον συγκρατούσε, ήταν έτοιμος να αποκεφαλίση τον υβριστή (Β' Βασιλ. 16, 5-11).
Μεγάλη δόξα απέκτησε ο γενναίος και σκληρός Αβεσσά, σε κάποια μάχη όπου κατώρθωσε να φονεύση με το σπαθί του τριακόσιους εχθρούς! Και αυτό, «εν καιρώ ενί», δηλαδή στην συνέχεια, τον ένα μετά τον άλλο. Τι δύναμι που έκρυβε μέσα του! Μάλιστα! «Εσπάσατο την ρομφαίαν αυτού επί τριακοσίους».
Δεν ήταν μόνο η σωματική ρώμη που διέκρινε τους δυνατούς, αλλά και το ψυχικό σθένος. Πολλές φορές προέβησαν σε ενέργειες που απαιτούσαν υπερβολικά μεγάλη τόλμη. Αυτό διαφαίνεται στο επόμενο περιστατικό.
Βρισκόμαστε σε περίοδο συγκρούσεων μεταξύ Ισραήλ και Φιλισταίων. Τα αντίπαλα στρατεύματα τα συναντούμε στην περιοχή της Ιουδαίας, σε καιρό θέρους. Ο Ισραηλιτικός στρατός τού οποίου ηγείται ο Δαβίδ έχει στρατοπεδεύσει στην έρημο της Ιουδαίας, σε τόπο που αφθονούσαν βράχοι και σπηλιές, αλλά απουσίαζε το νερό. Σε κάποια στιγμή όλες οι προμήθειες του νερού τελείωσαν. Ο βασιλεύς διψούσε. Ο λάρυγγας του στέγνωσε. Και πιεσμένος από αυτή την κατάστασι αναφώνησε:
- Ποιος θα μου φέρη νερό από τον λάκκο που βρίσκεται κοντά στην πύλη της Βηθλεέμ;
Αυτή του η επιθυμία υπό άλλες συνθήκες μπορούσε άνετα να εκπληρωθή. Αλλά τώρα τα πράγματα παρουσίαζαν φοβερά εμπόδια. Διότι για να προχωρήση κάποιος προς την Βηθλεέμ θα έπρεπε να διασχίση την λεγομένη κοιλάδα των Ραφαΐμ (των Γιγάντων), όπου βρισκόταν ο στρατός των Φιλισταίων. Δηλαδή έπρεπε να περάση μέσα από την φωτιά. Και φυσικά, και στην επάνοδο πάλι από την φωτιά θα περνούσε.
Τότε έτυχε να επισκεφθούν τον Δαβίδ τρεις δυνατοί, από τους «τριάκοντα». Ήρθαν και τον βρήκαν στο σπήλαιο Οδολλάμ. Το σπήλαιο αυτό υπήρξε προσφιλές στον βασιλέα, γιατί σε δύσκολες περιόδους της ζωής του τον έπαιρνε υπό την προστασία του. «Και κατέβησαν τρεις εκ των τριάκοντα αρχόντων εις την πέτραν προς Δαβίδ εις το σπήλαιον Οδολλάμ» (Α' Παραλ. 11, 15). Φαίνεται ότι τους είχε αναθέσει κάποια άλλη αποστολή, και μετά το τέλος της ήρθαν να τον συναντήσουν. Οπωσδήποτε θα του έφεραν και κάποιες χρήσιμες πληροφορίες.
Άκουσαν κι αυτοί την μεγάλη επιθυμία του αρχηγού. Κατενόησαν πως εξέθεταν σε μέγιστο κίνδυνο την ζωή τους. Παρά ταύτα απεφάσισαν το παράτολμο εγχείρημα, «και διέρρηξαν οι τρεις την παρεμβολήν των αλλοφύλων». Μάλιστα! Διέσχισαν το στρατόπεδο των Φιλισταίων! Και βγήκαν ζωντανοί. Έφθασαν ως την πηγή της Βηθλεέμ και προμηθεύτηκαν νερό. Και πάλι, μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο έφθασαν ζωντανοί στους δικούς των.
Ο Δαβίδ μέχρι να επιστρέψουν οι τρεις δυνατοί φαίνεται ότι αισθανόταν άσχημα˙ είχε έλεγχο από την συνείδησί του. Ποιος ξέρει τι δεήσεις θα απηύθυνε στον Θεό για να τους προστατεύση! Για ένα παγούρι νερό να διακινδυνεύσουν τρεις ανθρώπινες ζωές!
Ηρέμησε σαν τους είδε σώους και δόξασε τον Κύριο που άκουσε τις προσευχές του. Και στην συνέχεια προέβη σε μία ενέργεια που τους άφησε όλους κατάπληκτους.
Πήρε το νερό, κοίταξε ψηλά στον ουρανό και το έχυσε προσφέροντας το θυσία στο Θεό.
- Θεέ μου συγχώρησε με. Δεν τολμώ να πιώ νερό που αντλήθηκε με αίμα. Με κίνδυνο της ζωής τους το έφεραν.
Θυσία θα πη να προσφέρης κάτι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε για τον Δαβίδ πολυτιμότερο πράγμα από το νερό. Το θυσίασε στον Θεό. Θυσία εξιλαστήριος, για να του συγχωρεθή η παράτολμη ενέργεια. Θυσία ευχαριστήριος, γιατί επέστρεψαν ζωντανοί οι τρεις άνδρες.
Οι τρεις δυνατοί δεν διέθεταν μόνο σωματική ρώμη και αντοχή. Ήταν ωπλισμένοι με πρωτοφανές ψυχικό σθένος. Είχαν κατακτήσει την κορυφή του ηρωικού φρονήματος, αφού απεφάσισαν να διακινδυνεύσουν έτσι την ζωή τους. Η αφοσίωσίς τους στον βασιλέα μας καταπλήττει. Αφοσίωσις, αγάπη και υπακοή μέχρι θανάτου.
Στους δυνατούς φαίνεται ότι άνηκαν και ωρισμένοι άνδρες από την φυλή του Γαδ. Αυτή η φυλή είχε εγκατασταθή «πέραν του Ιορδανού» και λόγω συχνών προστριβών με γειτονικές αραβικές φυλές ήταν φιλοπόλεμη και εμπειροπόλεμη. Οι επόμενοι ένδεκα πολεμιστές, όλοι απόγονοι του Γαδ, αποτελούν καύχημα του Δαβίδ: Αζέρ, Αβδία, Ελιάβ, Μασμανά, Ιερεμίας, Ιεθί, Ελιήλ, Ιωανάν, Ελιαζέρ, Ιερεμίας, Μελχαβαναί. Χαιρόσουν να τους βλέπης με τα δόρατα και τις ασπίδες τους, με τα τολμηρά τους πρόσωπα και τα γοργόφτερα πόδια! Ο κατώτερος απ' αυτούς κατανικούσε εκατό και ο ανδρειότερος χίλιους· «εις τοις εκατόν μικρός, και μέγας τοις χιλίοις» (Α' Παραλ. 12, 15).
Γι’ αυτά τα ένδεκα παλληκάρια αναφέρεται ένα σπουδαίο ανδραγάθημα, στα χρόνια που ο Δαβίδ συγκρουόταν με τον Σαούλ:
Στις αρχές της ανοίξεως όταν λυώνουν τα χιόνια του Έρμων, ο Ιορδάνης πλημυρρίζει και γίνεται αδιάβατος. Σε κάποια περιοχή της κοιλάδος του, οι κάτοικοι ήταν αντίθετοι προς τον Δαβίδ. Το σημείο αυτό που από γεωγραφικής απόψεως παρουσιαζόταν σημαντικό, ανήκε ατούς αντιπάλους. Οι πλημμύρες τού ποταμού δεν βοηθούσαν την κατάστασι, και ο Δαβίδ ήταν στενοχωρημένος. Οι ένδεκα όμως αυτοί Γαδίτες κατώρθωσαν και τον Ιορδάνη να διαβούν και όλους τους κατοίκους που ανήκαν στο μέρος του Σαούλ να διώξουν είτε προς ανατολικές είτε προς δυτικές περιοχές. «Εξεδίωξαν πάντας τους κατοικούντας αυλώνας» (Α' Παραλ. 12, 16). Αυλώνες - αυλακιές, περιοχές στην κοιλάδα του Ιορδάνη.
Οι τριάκοντα δυνατοί προέρχονταν κατά κανόνα από τις φυλές του Ισραήλ. Κατ' εξαίρεσι όμως μπορούσε να συγκαταλέγεται σ' αυτούς και κάποιος αλλόφυλος, ο οποίος εννοείται αγάπησε το Ισραηλιτικό έθνος και προσχώρησε σ' αυτό ή ένας από τους γονείς του ήταν αλλοεθνής, όπως οι Ιεθαμά ο Μωαβίτης και Ουρίας ο Χετταίος.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α' προς Κορινθίους επιστολή, τα γεγονότα της Π. Διαθήκης προτυπώνουν καταστάσεις της Κ. Διαθήκης.
Ένας λαός, ένας βασιλεύς, τριάκοντα δυνατοί. Πίσω από τον Ισραηλιτικό λαό κρύβεται ο νέος Ισραήλ, δηλ. ο Χριστιανικός λαός, πίσω από τον Δαβίδ κρύβεται ο βασιλεύς της Κ. Διαθήκης, ο Χριστός. Και πίσω από τους τριάκοντα δυνατούς ποιους θα ενατενίσουμε; Οπωσδήποτε τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως λ.χ. τον Μέγα Βασίλειο, τον Μέγα Αθανάσιο, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο κλπ. Αυτοί ωπλισμένοι με μεγάλη πνευματική δύναμι φονεύουν κάποιους άλλους λέοντες και λεοντώδεις Μωαβίτες και πεντάπηχεις Αιγυπτίους και Φιλισταίους γίγαντες και απόγονους του γίγαντα Ραφά. Αυτοί θυσιάζουν τα πάντα για τον βασιλέα της Νέας Ιερουσαλήμ, όπως εκείνοι οι τριάκοντα για τον Δαβίδ, τον βασιλέα της επιγείου Ιερουσαλήμ.
Βλέποντας τον Σαμαία τον Αρουχαΐο να υπερασπίζεται μόνος του τον αγρό με τις καλλιέργειές του, ενώ ο Ισραηλιτικός λαός είχε τραπή σε φυγή, και να κατανικά τους Φιλισταίους (Β' Βασ. 23, 11-12), νομίζω ότι βλέπω τον Μ. Αθανάσιο που μόνος του σώζει τον αγρό της Ορθοδοξίας και εξουδετερώνει τους Αρειανούς. «Και εστηλώθη εν μέσω της μερίδος και εξείλατο (έσωσε) αυτήν και επάταξε τους αλλοφύλους».
ΟΙ φράσεις των υμνογράφων τονίζουν την γενναιότητα του Πατρός: «Τα λόγια σου ήταν φωτιά και κατέκαψαν σαν φρύγανα τις αιρέσεις» - «υπήρξες πέλεκυς που έκοψες τα δένδρα της αιρέσεως» - «ανεδείχθης, μακάριε, πύργος ακατάβλητος της Εκκλησίας» - «πύργος άσειστος» - «στύλος απερίτρεπτος».
Ας ευχηθούμε να στείλη ο Κύριος και στις ημέρες μας ένδοξα Πατερικά αναστήματα , άνδρας «αίροντας θυρεούς και δόρατα, και πρόσωπον λέοντος τα πρόσωπα αυτών».
(*) Τριακόσιοι σίκλοι ζυγίζουν τριαντατέσσερα κιλά. Μόνο γίγαντας μπορούσε να χρησιμοποιή τέτοιο κοντάρι.
(**) Κατά λέξι το «άριήλ» ερμηνεύεται «λέων του Θεού». Το -ηλ σημαίνει τον Θεό. Π.χ. Δανιήλ = κριτής ο Θεός, Ιεζεκιήλ = δύναμίς μου ο Θεός, Μιχαήλ = ποιος σαν τον Θεό· Ραφαήλ= θεραπεύει ο Θεός κ.λπ.
Πηγή: Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἠσκήτευεν εἰς τὴν ἔρημον, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Δαίμων τὰ μεσάνυκτα, καὶ τοῦ ἐκτύπησε τὴν πόρτα διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξῃ. Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα του, βλέπει ἔξαφνα ἄνθρωπον ἀλλόκοτον καὶ ἔστεκεν ἔξω.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ κτυπᾶς τὰ μεσάνυκτα τὴν πόρταν, καὶ τὶ θέλεις";
Λέγει του ὁ μιαρὸς Δαίμων "Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαίμων".
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος "Πῶς ἦλθες, παγκάκιστε ἐδῶ";
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαίμων "Ἦλθα νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς μάχονται οἱ καλόγηροι καὶ λοιποὶ Χριστιανοί, ὑβριζόμενοι κατὰ πᾶσαν ὥραν, καὶ πῶς τοὺς κοσμικοὺς γυρίζω εὔκολα εἰς τὸ θέλημά μου".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Παγκάκιστε, διατὶ κάμνεις αὐτό";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐγὼ φθονῶ τοὺς καλογήρους, διότι ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἑωσφόρος ἔχει πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, ἐπειδὴ μέλλει ὁ Θεὸς ν΄ἀποκαταστήσῃ τὸ Τάγμα τῶν Ἀγγέλων ὁποῦ ἐξέπεσεν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ κάμῃ Ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς καλοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς Μοναχούς, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσον φθόνον εἰς αὐτούς".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐπειδὴ ἦλθες ἐδῶ, ὦ Δαίμων, ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ παντὸς τὸν κτίσαντα τὰ πάντα, νὰ σταθῇς αὐτοῦ ἕως οὗ νὰ ὁμολογήσῃς ὅλα ὅσα πράττεις".
Λέγει του ὁ Δαίμων "Διατὶ μὲ ἔδεσες Ἀντώνιε, ἐγὼ ἤλθα νὰ σοῦ πῶ τὸ καύχημά μου μόνον τό πῶς μάχονται οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ χριστιανοί, καὶ σὺ μὲ ἔδεσες";
Λέγει ὁ Ἅγιος "Εἶπέ μοι τὰ ἔργα τῶν Δαιμόνων, τὶ κάμνωσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς καὶ λοιποὺς χριστιανούς".
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἄκουσον Ἀντώνιε ἡμεῖς εἴμεθα πρῶτα ἄγγελοι καὶ ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐξέπεσε, διότι ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ἐπάνωθεν τοῦ Θεοῦ, συλλογιζόμενος δὶς τὸν ἑαυτόν του νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Θεόν. «Καὶ ἔσομαι ὁμοίως τῷ Ὑψίστῳ». Καὶ μόλις τὸ ἐσυλλογίσθη, παρευθὺς ἔπεσε κάτω εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, ἀκολουθοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, ἀπὸ ἄγγελοι ἐγείναμεν δαίμονες, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τὸν φθόνον εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ τοὺς πειράζομεν. Ἀλλὰ ἄλλο δὲν μᾶς θανατώνει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν καὶ τὴν ταπείνωσιν ὁποῦ κάμνουν οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί- διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πασχίζομεν κατὰ πολλὰ διὰ νὰ τοὺς κάμωμεν οὔτε νὰ προσεύχωνται οὔτε νὰ νηστεύωσιν, ἀλλὰ νὰ ἀμελῶσι καὶ νὰ ὑπερηφανεύωνται, καὶ ἄλλοι νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι εὔμορφοι, ἐνῶ εἶναι ἄσχημοι, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι προκομμένοι καὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ἄλφα, καὶ βάνωμεν πολλὴν ἔχθραν ἀνάμεσον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου διὰ νὰ μαλώνουν, καὶ ἐξ΄αἰτίας τούτου πηγαίνωμεν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἄλλους κάμνωμεν νὰ ἀρνῶνται τὸν Χριστόν, καὶ ἄλλους νὰ ἀφίνουν τὴν μοναχικὴν ζωὴν καὶ νὰ γίνωνται κοσμικοί, καὶ μ΄αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς πέρνομεν μαζὺ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἀλλ' ἄκουσε καὶ τοῦτο, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἄλλο δὲν μᾶς πειράζει οὔτε ἡ προσευχή, οὔτε ἡ νηστεία, ὅσον ἡ ταπείνωσις. Καὶ αὐτὴν τὴν βλέπομεν εἰς πολλοὺς μοναχοὺς καὶ εἰς ὀλίγους κοσμικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς τόσον πολὺ σπουδάζωμεν νὰ τοὺς σείρωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ὅσον τὸ σκουλίκι ὁποῦ βόσκει εἰς τὶ δένδρον καὶ πασχίζει νὰ τὸ ξηράνη καὶ νὰ τὸ καταντήσῃ ἄχρηστον εἰς τὸ νὰ κάμῃ καρπὸν ὥστε νὰ βαλθῇ εἰς τὴν φωτιάν. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν πασχίζομεν καὶ ἡμεῖς ὥστε νὰ ξηράνωμεν τὴν καρδία αὐτῶν ὁποῦ πράττουσι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὕστερον νὰ τοὺς ῥίξωμεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ τοὺς κοσμικοὺς διατὶ τοὺς πειράζετε";
Λέγει του ὁ Δαίμων - ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τὸν Ἀδὰμ ἔῤῥιψε τὸν πρῶτον μας, καὶ ἔχομεν πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, βλέπεις δὲ καὶ ἐτοῦτα τὰ μαχαίρια ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν ζῶσιν μου. Ὅλα δι' αὐτοὺς τὰ ἔχω, καὶ ὅταν μεθύσωσιν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοὺς βάνω εἰς μάχην πολλὴν καὶ ἀπὸ λόγον εἰς λόγον πιάνονται, καὶ ἐγὼ ἀναμαζώνω τους καὶ σφάζονται, καὶ ὄχι ἐγὼ μοναχός μου, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποί μου ἀδελφοί.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀδελφοί σου";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ πῶς λέγουν τὰ ὀνόματά των";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Τὸν ἕναν τὸν λέγουν Κενόδοξον, ἤγουν τῆς κενοδοξίας, καὶ τὸν ἄλλον Θυμώδη, ἐπειδὴ θυμώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέρνονται, κάμνοντας καὶ ἀλλὰ πολλότατα κακά, δηλαδὴ νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὰ κριτήρια, νὰ ἐξοδεύωσι τὸν βίον τους, ἔχοντες καὶ ἡμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς πολὺ διάφορον τουτέστι μερδικόν, μόνον ἐκείνους ἔχομεν ἐχθροὺς ὁποῦ δὲν ἀφίνουν τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς Κριτάς, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐκείνους ὁποῦ δὲν κάμνουν τὸ θέλημα μας πολλὰ τοὺς πολεμοῦμεν, ἀλλὰ δὲν κάμνωμεν τίποτε, καὶ ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν πρῶτον μας πολὺ μᾶς μαλώνει καὶ ὑβρίζει. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σε, νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ὑπάγω, ὅτι πολὺν καιρὸν ἔκαμα ἐδῶ, καὶ ἄργησα, καὶ πλέον μὴ μὲ ἐρωτᾷς, διότι πολὺ θέλει μὲ παιδεύσει ὁ αὐθέντης μου.
Λέγει του ὁ Ἅγιος, τόσους χρόνους ἔχετε, παγκάκιστοι ἐχθροί, ὁποῦ πειράζετε τὸν κόσμον καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορτάσατε; Ἀμὴ πάλιν ὁρκίζω σε, εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεὸν νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω.
Τότε λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, διατὶ μὲ ἔδεσες περισσότερον, ὁποῦ ἐγὼ βιάζομαι; πηγαίνω διατὶ πολὺν καιρὸν ἄργησα ἐδῶ ὁποῦ ἕως τώρα ἤθελα γυρίσει εἰς τὸ θέλημά μου πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὺ δὲν μὲ ἀφίνεις, καὶ ὅταν ὑπάγω μὲ μαλώνει ὁ αὐθέντης μου, ἐρῶτα με λοιπὸν ὀγρήγορα, διότι ὅλοι μου οἱ ἀδελφοὶ ὑπάγουν μὲ κανίσκια εἰς τὸν αὐθέντην μας τὸν πρῶτον, καὶ δὲν ἔχω μὲ τὶ νὰ ὑπάγω κ΄ἐγώ, ἐπειδὴ μὲ κατέστησες ἄμοιρον τῆς χάριτός μου, καὶ μὲ μαλώνουν οἱ ἀδελφοί μου ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ πανηγύρια.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖον εἶναι τὸ μεγαλήτερον σκάνδαλον ὁποῦ δίδετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες εἰς τοὺς ἀνθρώπους;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Κενοδοξίαν καὶ εἰς τοῦτο ἐγὼ πιάνω καὶ τοὺς δαιμονίζω, διὰ νὰ πιασθοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἔπειτα φθάνει καὶ ὁ θυμώδης ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφὸς καὶ τοὺς δίδει διπλὴν τὴν κενοδοξίαν καὶ τότε πιάνωμεν καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν πολλά, καὶ οὕτω κάμνουν τὸ θέλημα μας καὶ τότε ὑπάγωμεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ αὐτὸς πολὺ μᾶς χαίρεται, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ πῶς δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν, ἀλλὰ τολμᾶτε καὶ κάμνετε σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς;"
Λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, ἡμεῖς ἔχομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν θέλημα, καὶ ὅ,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, ἀφίνοντὰς μας καὶ οἱ Ἄγγελοί του νὰ πράξωμεν ὅ,τι θέλωμεν καὶ ἡ παραχώρησις αὕτη δίδεται εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους• διατὶ ὅσοι ἔχουν πίστιν σταθερὰν δὲν κάμνουν τὰ θελήματα μας, διὰ τοῦτο πηγαίνουμεν καὶ εἰς τὰ τραπέζια ὁποῦ ἔχουν παιγνίδια, καὶ κανένας δὲν μᾶς ἐμποδίζει, καὶ χαιρόμεθα καὶ ἡμεῖς μαζὺ μὲ αὐτούς, καὶ γίνονται ἰδικοί μας ὑπηρέται, καὶ ἀφίνοντες τὸν Θεὸν λατρεύουν ἡμᾶς καὶ πολλαὶς φοραῖς μᾶς ὑβρίζουν, ἀλλ´ ὅταν πίνουν τὸ κρασὶ μὲ τὰ παιγνίδια, πάλιν κάμνουν τὸ θέλημά μας".
Λέγει του ὁ Ἅγιος ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ εἰπῇς καὶ τοῦτο "Δηλ. τὴν Κυριακὴν τὶ κάμνετε εἰς τοὺς χριστιανούς;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς καθόλου δὲν ἀναπαυόμεθα ὅλον τὸν καιρόν, οὔτε παύομεν τὰ σκάνδαλα, μόνον εἰς αὐτὰ εὑρισκόμεθα παντοτεινά, καὶ τὴν Κυριακὴν κάμνομεν πολλὰ εἰς τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλους κάμνομεν νὰ ῥάπτουν, ἄλλους νὰ πραγματεύωνται, ἄλλους νὰ γελοῦν, ἄλλους νὰ τραγωδῶσι, καὶ εἰς τὰς γυναίκας, ἄλλας νὰ τὶς κάμνωμεν νὰ κεντῶσιν, ἄλλας νὰ πραγματεύονται τὴν Κυριακήν, κάμνομεν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναίκας νὰ πολυκοιμῶνται καὶ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τοὺς δίδομεν πόνον εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κορμίου, διὰ νὰ εὐρίσκουν πρότασιν, νὰ λέγωσι πῶς δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς δίδομεν ζέσταν, καὶ τὸ καλοκαίριον γλυκύτητα εἰς τὸν ὕπνον καὶ βάρος εἰς τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ σηκωθοῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ οὕτω κάμνουν καὶ αὐτοὶ τὰ θέλημά μας. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν, φεύγωμεν ἀπ΄αὐτοὺς καὶ πηγαίνομεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὸ θέλημά μας, νὰ ἔχουν καὶ νὰ κρατοῦν τὸν βίον τους, σιμά των ὡς νὰ δουλεύουν τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτὰς νὰ μὴν τιμοῦν. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ τιμοῦν τοὺς ἁγίους, παρακαλοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι δι` αὐτοὺς τὸν Θεόν, καὶ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ξαναφεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς θρηνοῦμεν πῶς τοὺς ἐχάσαμεν, διατὶ δὲν κάμνουν πλέον τὸ θέλημά μας, καὶ διὰ τοῦτο ὁ πρῶτος μας, πολλὰ συγχίζεται καὶ θλίβεται δι' αὐτούς, τότε δὲ, κάμνει σύναξιν μεγάλην εἰς ὅλους τοὺς Δαίμονας καὶ πολλὰ πολλὰ τοὺς μαλώνει καὶ τοὺς ὑβρίζει, πῶς δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ἐορτάζοντας τὰς Κυριακάς, διὰ τοῦτο μαλώνει ἡμᾶς καὶ τότε πηγαίνομεν καὶ ἡμεῖς καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν καὶ οὕτω κάμνουν πάλιν τὸ θέλημα μας, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ μᾶς χαίρεται κατὰ πολλάς, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς περισσοτέραν τιμήν, καὶ πάλιν στέλλει καθ' ἕναν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς διαφόρους ὑπηρεσίας, δηλαδὴ ἄλλους εἰς τὴν θάλασσαν νὰ παρακινοῦν τοὺς ναύτας νὰ πνίγουν τοὺς ἐπιβάτας διὰ νὰ πάρουν τὸν βίον τους ἂν ἔχουν, ἄλλους εἰς τὰ ποτάμια, καὶ πάλιν στέλλει τὸν ἔξαρχον μὲ ἑκατὸν πεντήκοντα Δαίμονας νὰ ταράσσουν τὴν θάλασσαν διὰ νὰ κινδυνεύουν τὰ καράβια, καὶ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ναῦται καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴν πίστιν τους, καὶ νὰ λέγουν πολλὰς ἄλλας βλασφημίας, ἄλλους διὰ νὰ φονεύουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλους εἰς τὰ παιγνίδια διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ ὑβρίζωνται ἕνας τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ὁλίγον εἰς ὁλίγον πιάνονται καὶ δέρνονται καὶ ἔτζι κάμνουν τὸ θέλημά μας, δίδοντες εἰς αὐτοὺς πολὺν θυμὸν διὰ νὰ χάνουν τὸν μισθόν τους ἀπὸ τὸν Ἅγιον ὁποῦ ἐορτάζουν, καὶ ἄλλοι πάλιν δαίμονες εἰσχωροῦν εἰς ἀνδρόγυνα καὶ κάμνουν πολλὴν μάχην, καὶ ἄλλοι εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν περισσὸν βίον, διὰ νὰ σκληρύνουν, τὰς καρδίας των καὶ νὰ μὴ λυπῶνται τοὺς πτωχοὺς διόλου, ἀλλὰ μόνον νὰ παίρνουν τῶν πτωχῶν τὸ ἀμπέλι, ἢ τὸ χωράφι, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν πολὺ νὰ μὴ λυπῶνται οἱ πλούσιοι, τοὺς πτωχούς".
Τότε λέγει του ὁ Ἅγιος "Ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, νὰ μοῦ εἰπῇς καὶ τοῦτο τὶ ἔχετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες μὲ τοὺς πτωχούς;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς διάφορον δὲν ἔχομεν, παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ κλέπτουν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας δοῦλοι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ φυλάττουν τὴν πίστιν τους, διάφορον δὲν ἔχομεν."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ δίδουν τὰ ἀργύρια τους μὲ τὸ διάφορον πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας φίλοι."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ μαντεύουν πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ὡσὰν μανάδες μας, ἐπειδὴ πλανοῦν τὸν κόσμον, καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν πολὺ διάφορον ἀπὸ αὐτούς, διατὶ ἀφίνουν τὸν Θεόν, καὶ κάμνουσι τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἐπειδὴ κάμνουν τὸν ἑαυτόν τους διὰ Θεὸν καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὸν ἄρρωστον τὴν ὑγείαν του, καὶ τότε ὁ μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει δώδεκα ὑπηρέτας νὰ κάμουν φαντασίαν, πῶς ἀπὸ τὴν μαντείαν ἐσηκώθη ὁ ἄρρωστος, καὶ εὐθύς, ὁ μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εἰς τὸ κατάστιχόν του ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θέλημά του, διὰ τοῦτο καὶ ὁ αὐθέντης μας, πολλὰ τοὺς χαίρεται, καὶ τοὺς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐκείνους ὁποῦ δὲν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ὡσὰν οἱ γονεῖς τὰ παιδία των - διατὶ ἡμέραν Κυριακὴν μᾶς ἅρπαξεν ὁ Χριστός, ὅσους εἴχαμεν εἰς τὴν κόλασιν."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Διατὶ ἐβάλλατε τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν ἐσταύρωσαν;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Δὲν τὸ ἠξεύραμεν ὅτι ἦτον ὁ Θεός, ἀμὴ ἐνομίζαμεν αὐτὸν διὰ Προφήτην καὶ ἠπατήθημεν. Διότι τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν τὰς ἠξεύρει. Λοιπὸν παρακαλῶ σε Ἀντώνιε, ἄφησέ με νὰ ὑπάγω, διότι πολὺ ἄργησα, καὶ πλέον μὲ τοὺς ἀδελφούς μου δὲν θὰ ἔχω ἀνάπαυσιν."
Λέγει του ὁ Ἅγιος, "Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν σὲ ἀφίνω ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς ἀκόμη τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων."
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Δαίμων λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον "Πολὺ κακὸν ἔκαμες εἰς ἐμέ, Ἀντώνιε, καὶ μὲ ἀργοπορεῖς κάθοντάς με ἐδῶ ἀδιαφόρευτον. Καὶ κατὰ πολλὰ ζημιώνομαι, χάνοντας καὶ τὴν ὑπόληψίν μου ἀπὸ τὸν αὐθέντην μου."
Λέγει του ὁ Ἅγιος εἶπέ μοι καὶ τοῦτο "Αὐτοὺς ὁποῦ δὲν ἀγαποῦν ἕνας τὸν ἄλλον, πῶς τοὺς ἔχετε";
Λέγει ὁ Δαίμων "Ἐδικοί μας κουμπάροι εἶναι, διότι καὶ ἡμεῖς ἀγάπην ἀναμεταξύ μας δὲν ἔχομεν, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀγάπη δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἐμβῶμεν εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ ἐνεργήσωμεν ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ θέλομεν καὶ ἀρέσουν τοῦ αὐθέντος μας, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ περισσότερον ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰμὴ τὴν ἀγάπην, διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν τὴν ἀγάπην πρὸς τοὺς γειτόνους των, στεκόμεθα μακρὰν ἀπὸ αὐτούς.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ αὐτοὺς ὁποῦ δίδουν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς πῶς τοὺς ἔχετε";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Πολλαῖς μαχαιριαῖς ἐμπήγουν εἰς τὴν καρδίαν μας ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ λυποῦνται τοὺς πτωχούς, διότι εὐσπλαγχνίζεται καὶ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ ἅμα δώσουν τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς σβύνονται ἀπὸ τὸ κατάστιχον τῶν γραμμάτων μας αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ἡμεῖς χάνομεν τὸν κόπον μας, καὶ δὲν ἔχομεν ἀπὸ αὐτοὺς ποσῶς διάφορον."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ κρατοῦν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶνε τραπεζῖται ἐδικοί μας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πέρνουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ἁρπάζομεν ἡμεῖς, καὶ διὰ τοῦτο ποτέ τους δὲν χορταίνουν, καὶ εἰς αὐτὸ χαιρόμεθα πολύ• ἀλλὰ δὲν ἤξευρα πῶς ἔχεις νὰ μὲ κρατήσῃς ἐδῶ τόσον καιρόν, ἀλλὰ ἤθελα νὰ φύγω μακρὰν ἀπὸ ἐσένα ὥσπερ δαίμων".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ἐγὼ θαυμάζω πῶς ἐσεῖς οἱ δαίμονες κάμνετε τόσον κακὸν εἰς τὸν κόσμον"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Διὰ τοῦτο μᾶς ἐκαταράσθη ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴν ἔχωμεν κανένα καλόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καλωσύνην ν΄ἀπέχωμεν πάντοτε καὶ διὰ τοῦτο ἐργαζόμεθα κάθε λογῆς κακὸν εἰς τὸν κόσμον, ὡς καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ εἰς τοὺς πατριάρχας, καὶ εἰς τοὺς μητροπολίτας καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ ὁσίους καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πλουσίους, καὶ εἰς ὅλους δίδομεν σχεδὸν τὴν φιλαργυρίαν, τὴν μάχην, τὴν ζηλίαν, τὸν φθόνον καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κακά, καὶ ὡς ἐκ τούτου γίνονται φίλοι μας. Καὶ τὶ νὰ σὲ εἰπῶ, Ἀντώνιε, αἱ τέχναι μας εἶναι ἀμέτρηται."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὰ παιδία τὶ κάμνετε ἐκεῖ ὁποῦ παίζουν;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐκεῖ ἔχομεν ἡμεῖς τὴν χάριν μας καὶ κάμνομεν πολλὰς τέχνας διὰ νὰ σφαγοῦν ἢ νὰ ἐβγάλουν τὰ ὀμμάτια τους, ἢ νὰ τσακίσουν τὰ χέρια τοὺς καὶ τὰ ποδάρια τους, καὶ ἀλλὰ πολλὰ κακὰ ἐργαζόμεθα διὰ νὰ θυμώνεται τὸ ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ πηγαίνουν οἱ γονεῖς των εἰς τὰ κριτήρια καὶ εἰς τοὺς αὐθεντάδες νὰ ἐξοδιάζουν τὸ βίον τους καὶ νὰ χαλοῦν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νὰ τὰ φθείρουν τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι διάφορον ἐδικόν μας ὁποῦ ἔχωμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὸν διδάσκαλον, ὁποῦ μανθάνει τὰ παιδία ἱερὰ γράμματα, ὑπάγετε καὶ ἐκεῖ νὰ κάμνετε σκάνδαλα;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς αὐτὰ ὑπάγομεν, ἀμὴ στεκόμεθα ἀπὸ μακράν, διότι κρατοῦν τὰ βιβλία καὶ διαβάζουν τὰ γράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα πολλά μᾶς κατακρίνουν καὶ μᾶς κατηγοροῦν, διὰ τοῦτο δὲν ὑπάγωμεν σιμά των, παρ΄ὅταν παύσουν καὶ δὲν διαβάζουν, τότε ὑπάγωμεν κοντά των καὶ βάνωμεν εἰς αὐτὰ πολλοὺς λογισμοὺς διὰ νὰ μισοῦν τὸ γράμματα, διὰ νὰ μὴ διαβάζουν, ὥστε νὰ μισοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας, διατὶ διαβάζοντας πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδία γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν καὶ ἔχουμεν πολλὴν ἀδικίαν ἀπὸ αὐτά, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας βάνοντας εἰς αὐτά, μεγάλας παιδεύσεις καὶ τιμωρίας, καὶ τότε τὰ γράφομεν εἰς τὸ κατάστιχόν μας, συντρίβοντες ἀπὸ αὐτὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ὅσοι ἀναγινώσκουν τὰ γράμματα πολλὰ μᾶς ὑβρίζουν, καὶ διὰ τοῦτο κάμνομεν τὰ παιδία νὰ μισοῦν τὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τὰ ἰδοῦν, κάμνοντες καὶ τοὺς γονεῖς των νὰ γίνωνται ἀμελεῖς καὶ νὰ μὴν τὰ παιδεύουν εἰς τὰ γράμματα" ἐπειδὴ διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τὴν πολλὴν χάριν ὁποῦ ἔχουν.
Ταῦτα ἄκουσας ὁ Ἅγιος παρὰ τοῦ Δαίμονος, εἶπεν εἰς αὐτόν «Ἐπιτιμήσει σε, Κύριος ὁ Θεός, διάβολε, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῆς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Καὶ παρευθὺς ἔγεινεν ἄφαντος ὁ Δαίμων ἀπ´ αὐτόν. Καὶ μείνας ὁ Ἅγιος ἐκστατικὸς ἐκείνην τὴν ὥραν, εἶπε "Θεὲ Παντοκράτωρ καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς δεσπότα φιλάνθρωπε, ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ παμπόνηρου διαβόλου" καὶ ποιήσας προσευχὴν ὁ Ἅγιος ὕπνωσεν ὁλίγον. Προσελθὼν λοιπὸν Ἄγγελος Κυρίου εἶπε πρὸς αὐτόν "Ἀντώνιε, εἶδες τὸν πονηρὸν δαίμονα;" Ναί, εἶδα αὐτὸν ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος -ἀμὴ ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ συντυχαίνεις; Λέγει του, ὁ Ἄγγελος "Ἐγὼ εἶμι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ ἤλθα νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ γράψεις τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων καὶ νὰ τὰς φανέρωσῃς εἰς τὸν Κόσμον". Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ ὅσιος, ἐνεθυμήθη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπεν "Εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁποῦ ἔστειλας τὸν Ἄγγελόν σου λέγοντάς μου νὰ γράψω τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πῶς αὐτοὶ κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας καὶ ζηλοφθονίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνεργοῦν εἰς αὐτοὺς νὰ ἐχθρεύωνται ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακήν, ὁποῦ ἔγεινεν ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"
Διὰ τοῦτο τέκνα μου ἀγαπητά ἐν Χριστῷ, παρακαλῶ νὰ ἀκούσητε ταύτην μου τὴν νουθεσίαν, καὶ νὰ ἀπέχητε ἀπὸ κάθε λογῆς παιγνίδια καὶ ἀτοπήματα, ἐπειδὴ αὐτὰ χαίρονται νὰ βλέπουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὁποῦ προξενοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀμέτρητα σκάνδαλα, καὶ νὰ παρακαλῆτε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ μιαροῦ ἐχθροῦ μας, δαίμονος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθόν μας, οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να νοιώθει ελεύθερος παρά γνωρίζοντας την αλήθεια. Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος το τονίζει προς κάθε ψυχή. “Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς”. (Ιωάν. η' 32).
Αυτή την αλήθεια, την κατέχει η Εκκλησία μας δια της Ιεράς Αποστολικής παραδόσεώς της, τόσο στην γραπτή, όσο και στην προφορική της μορφή. Το δε Αποστολικό ανάγνωσμα, αναφέρεται σε μεγάλες δογματικές αλήθειες που έχουν να κάνουν με τον Θεό, που είναι ο δημιουργός τού σύμπαντος κόσμου, αλλά και με την αναδημιουργία και σωτηρία τού ανθρώπου δια του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι ασυγκρίτως ανώτερος από όλα τα “λειτουργικά πνεύματα τα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν” (Εβρ. α' 14).
Ας εμβαθύνουμε όμως στο ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός.
Πράγματι, πριν “ο Πατήρ, δι΄ Υιού και εν Αγίω Πνεύματι” δημιουργήσει “εκ του μη όντος” τον ορατό και αόρατο κόσμο, ουδέν υφίστατο. Ο Θεός που ευρίσκεται έξω των διαστάσεων του χώρου και του χρόνου, δημιουργεί αυτά “εκ του μηδενός”. Έμπλεος ιερού ενθουσιασμού ο Δαβίδ μελωδεί: “Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν” (Ψαλμ. λβ΄9).
Αλλά και τα δικά μας, τα πύλινα χείλη θα πρέπει να αντλούν από το βάθος τής καρδίας και να ψάλλουν με αίσθημα δέους και θαυμασμού. Με δοξολογία ακατάπαυστη και ευχαριστία αγιόλεκτη προς τον άπειρο Δημιουργό που στην “έκρηξη” της αγάπης του δημιούργησε τα πάντα μέσα σε τόση αρμονία και τέτοια ομορφιά. Όσο μάλιστα ο πιστός Χριστιανός αγωνίζεται να εφαρμόσει το άγιο και σωστικό θέλημα του Θεού, όσο προσπαθεί ν' αγαπήσει εξ' όλης τής καρδίας του τον Κύριο Ιησού Χριστό, τόσο και το εσωτερικό του πλημμυρίζει από αισθήματα αληθούς ταπεινώσεως και ανεκφράστου αγάπης ενώπιον αυτής της θείας μεγαλειότητος. Ταυτοχρόνως δε αισθήματα υπακοής στο νόμο Του, οδηγούν τον πιστό εις την οδό τής αγιότητος.
Αλλ' εάν αυτά ισχύουν για την υλική και πνευματική δημιουργία, πόσο μάλλον δονείται η όλη ύπαρξις ενώπιον της αναδημιουργίας του ανθρώπου. Όταν δηλ. καθίσταται όσο το δυνατόν κατανοητό το τι ακριβώς συνέβη δια της παρακοής τού ανθρώπου και στην συνέχεια με ποίο τρόπο ο Θεός επανέφερε την εικόνα Του, δια της ενανθρωπίσεως, σε πλεονεκτικότερη θέση και σε υψηλότερη κατάσταση από αυτή την αρχική.
Ναι, ο άνθρωπος δεν στάθηκε στο ύψος στο οποίο τον τοποθέτησε εξ' αρχής ο Θεός. Αμάρτησε και ξέπεσε. Το “αρχαίον κάλλος αμαυρώθη”. Ουδείς μπορούσε να επαναφέρει τον άνθρωπο στο βάθρο του. Εκεί δηλ. που ο Θεός τον είχε τοποθετήσει, μεταξύ ουρανού και γης. Χρειαζόταν λοιπόν νέα, πνευματική αυτή τη φορά αναδημιουργία. Και το έργο αυτό το αναλαμβάνει ο Υιός και Λόγος τού Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Γίνεται άνθρωπος όμοιος με εμάς, χωρίς αμαρτία, για να αναπλάσει και σώσει τον ένοχο άνθρωπο. Έτσι, με το κοσμοσωτήριο έργο Του ο Χριστός, σώζει εκείνον που πραγματικά θέλει να σωθεί.
Μας έδωσε την χάρη· μας χορηγεί την ζωή· μας εξασφάλισε την ανάσταση και επιπλέον διήνοιξε τις πύλες τής αιωνίου ζωής και βασιλείας! Με δυο λόγια: Μας έσωσε!
Αυτό είναι το μέγα πλεονέκτημα που έχουμε οι πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Έχουμε τον Θεό όχι μόνο δημιουργό μας, αλλά και Σωτήρα μας.
Σε τι αλήθεια βάραθρο πνευματικό και σε τι είδους ηθική και πνευματική αναισθησία θα πρέπει να ευρίσκεται ο άνθρωπος που παραμένει αδιάφορος μπροστά σε τούτα τα συγκλονιστικά γεγονότα. Και άνευ αντιρρήσεως, πόσο αδικεί κανείς τον ίδιο του τον εαυτό όταν ο ίδιος ο Δημιουργός και Σωτήρας τού προσφέρεται, ενώ αυτός επιμένει στο να κρατά κλειστή την ύπαρξή του στους σωστικούς χτύπους τής χάριτος.
Είναι παράλογο. Και όμως, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι πεισματικώ τω τρόπω αρνούνται αυτή την θεϊκή αγάπη και κάποιοι άλλοι, αλλοίμονο, δαιμονικώ τω τρόπω, προσπαθούν οι ανόητοι να αμαυρώσουν την λάμψη τού Σωτήρος Χριστού.
Αλλά όπως όλες οι ενέργειές μας, από του πλέον ασημάντου λόγου, έως και του υψηλοτέρου έργου, νομοτελειακώς φέρουν και τα αποτελέσματά τους, ούτω πως και επιπλέον, εις την περίπτωση της μη αποδοχής τής σωτηρίας, η άρνηση φέρει και αυτή τα δικά της τραγικά αποτελέσματα. Είναι δε εντελώς παράλογη η ένστασις ορισμένων ότι δήθεν τα επίχειρα της κακής τους προαιρέσεως, στερούν την ελευθερία τους, αφού γνωρίζουν εξ' αρχής τα αποτελέσματα της οιασδήποτε συμπεριφοράς και τελικώς είναι στο χέρι τους ελευθέρως να αποδεχθούν τη σωτηρία τους ή να επιλέξουν την “ένδικον μισθαποδοσίαν” η οποία και τους αναμένει. Και επειδή έτσι έχει η πραγματικότητα, είτε γίνεται ελευθέρως αποδεκτή, είτε ορισμένοι θέλουν να ξεγελούν τον εαυτόν τους, γι' αυτό και ο Απόστολος στο τέλος τού αναγνώσματος ερωτά: “ει γαρ ο δι' αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;” (Εβρ. β' 2-3).
Επομένως, είναι απόλυτη ανάγκη “περισσοτέρως ημάς προσέχειν τοις ακουσθείσι”. Να προσέχουμε το αυθεντικό κήρυγμα της Εκκλησίας μας όπως αυτό εκφράζεται δια των αγίων Αποστόλων, των Πατέρων και Διδασκάλων, των Οσίων και Αγίων μας, και όχι τα οθνεία διδάγματα της ψευδοκουλτούρας και της πλανεμένης θεολογίας – “σκοτολογίας”, “μή ποτε παραρρυώμεν”.
Ας μη λησμονούμε δε ποτέ ότι το γνήσιο και ζωντανό κήρυγμα δε συμπορεύεται με το πνεύμα τού κόσμου, αλλά αφυπνίζει προς αγώνα, ομολογία και αγιότητα. Αμήν.
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com
Πηγή: Θρησκευτικά
«Ἠμεῖς Χριστιανοί μου, δίκαιοι ἤ ἁμαρτωλοί εἴμεθα; Ἀνίσως καί εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καί τρισμακάριοι. Εἰ δέ καί εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶναι καιρός νά μετανοήσωμεν, νά παύσωμεν ἀπό τά κακά καί νά κάμνωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ.
Πότε θά μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον ἤ μεθαύριον, ἀλλά σήμερον, διότι ἕως αὔριον, δέν ἠξεύρομεν τί θά πάθωμεν» .
Αὐτά τά πατρικά, τά προτρεπτικά, τά ἁγιασμένα λόγια περιλαμβάνονται στήν πρώτη διδαχή τοῦ μεγάλου μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνος πού ἄφησε τήν προσωπική του ἡσυχία, τήν ἄσκησί του καί τήν ἀγαπημένη του ἔρημο, πού προτιμοῦσε νά χαθῆ γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, καλεῖ ὅλους νά μετανοήσουν.
Ἁγιασμένος, καθαρός στή ζωή, ἄγγελος ἐπίγειος, γνωρίζει σάν πνευματέμφορος πατέρας, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι μετάνοια, ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ψυχή ὅταν κλείσει ὁ ἄνθρωπος τά μάτια καί φύγει ἀμετανόητος ἀπό τόν πρόσκαιρο καί μάταιο αὐτό κόσμο, ἀλλά καί πῶς ἐλευθερώνεται, σώζεται, ἁγιάζεται, ὅταν, εἰλικρινά καί συνειδητά, μετανοήσει…
Αὐτή τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἅς ἐπιτραπῆ νά σχολιάσουμε μέ ἁπλές σκέψεις:
Ἡ μετάνοια, προϋποθέτει τήν παρουσία, τήν ὕπαρξι, τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἐπιδιώκεται καί βιώνεται ἀπό τόν χριστιανό, μέ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια, γιά νά ἐλευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν θανατηφόρο ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός πού ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Γιά νά μετανοήση, πρέπει νά ἔλθη εἰς ἑαυτόν, στά λογικά του.
Σ’ ὁλόκληρη τήν πατερική παράδοσι, τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται σέ ὁρισμένες ἀντικειμενικές βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε σέ τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται σέ μιά βαθύτερη καί καθολικώτερη ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι μιά παροδική συντριβή ἀπό τή συναίσθησι διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλά μιά μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό, καί συνεχή διάθεσι γιά ἀνόρθωσι, θεραπεία καί ἀνάληψι τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα.
Μετάνοια εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει νά συνοδεύη τόν ἄνθρωπο, μέχρι τή στιγμή τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι, ἡ δυναμική μετάβασι ἀπό τήν παρά φύσι κατάστασι τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, στήν περιοχή τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν, εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς στό Θεό.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, εἶναι τό ξεκίνημα γιά τήν ἀνακάλυψι τῆς κάθε ἁμαρτίας, τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι καί τήν ἀπάλειψι τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρειάζεται ὅμως νά συνειδητοποιήση ὁ ὁδηγούμενος στήν μετάνοια, τό φοβερό, τό καταστρεπτικό, τό θανατηφόρο τῆς ἁμαρτίας, καί νά θελήση νά τήν ἀποτινάξη χωρίς ἐπιφυλάξεις.
Τί εἶναι ἁμαρτία;
«Ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Ἀ’ Ἰωάννου 3, 4) μᾶς λέει τό Πανάγιο Πνεῦμα διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἁμαρτία εἶναι, παράβασις τοῦ Θείου Νόμου.
Ὁ Θεός μας ἐνομοθέτησε τόν νόμον Του, ὄχι γιά τή ἐξυπηρέτησι τῶν ἰδικῶν Του συμφερόντων, οὔτε γιά τή δόξα Του καί τήν ἁγιωσύνη Του, διότι εἶναι ἀνενδεής.
Τόν νόμον Του τόν ἐνομοθέτησε, γιά τό δικό μας ψυχικό συμφέρον, ἀπό ἀγάπη καί εὐσπλαχνία κινούμενος.
Ὅποιος ἁμαρτάνει, παραβαίνει τόν θεῖο νόμο καί γίνεται παραβάτης καί ἔνοχος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, δέν ἀναγνωρίζει Κύριό του τόν Θεό, ἀλλά τόν διάβολο. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὀνομάζει τό προπατορικό ἁμάρτημα «ἀπάτη τοῦ διαβόλου».
Κατά τούς θεοφόρους Πατέρας ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγός καί πρωταίτιος τῆς ἁμαρτίας, καί ὁ ἄνθρωπος συναίτιος.
Οἱ πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά ἐπιλέξουν, εἴτε νά ζοῦν κοντά στόν Θεό, εἴτε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό Αὐτόν.
Ὁ Ἀδάμ ἐπέλεξε τό δεύτερο. Παρήκουσε τόν Δημιουργό, καί ἀντάλλαξε τήν φιλία τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὑποδούλωσι στόν διάβολο. Καί ἀπεκόμισε μέ τήν ἁμαρτία του, τίς γνωστές συνέπειες οἱ ὁποῖες ἁπλώθηκαν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἐπιστρέψας βέβαια, ἄσωτος υἱός.
Ὁ ἄσωτος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀγάπη, τή σκέπη, ἀπό τήν φροντίδα, ἀπό τήν ἀγκάλη τοῦ πατέρα, πορεύθηκε «εἰς χώραν μακράν». Καί ἐκεῖ ἔζησε πάλι τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς γνωρίζει ὅτι: «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. γ’).
Ἀπό κάθε ἄνθρωπο ὀφείλει νά γίνη συνείδηση, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι θέλημα καί ἐπιδίωξη τοῦ διαβόλου καί φέρει στόν ἄνθρωπο τήν ἀποξένωσι καί τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό. Εἶναι πνευματική θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατά φύσιν, καί κίνησίς του, πρός τό παρά φύσιν.
Νοιώθει αὐτή τήν ἀσθένεια ὁ προφήτης Δαυίδ καί φωνάζει πρός τόν μέγα Ἰατρόν: «ἴασαι τήν ψυχήν μου ὅτι ἥμαρτόν σοι». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὀνομάζει τήν ἁμαρτία ἀσθένεια. «Οὔ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες Ἰατροῦ, ἀλλά οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. ε΄, 31).
Αὐτή ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία φέρει στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος, δέν μᾶς ἀφήνει νά γευώμαστε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτός πού ἁμαρτάνει σκοτίζεται, χάνει τήν πνευματική διαύγεια, δέν μπορεῖ νά γνωρίση, νά νοιώσει, νά δῆ τό Θεό, ἀποστερεῖται τή χάρι τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν εὐλογία της, ἀπό τά χαριτόβρυτα ἁγιαστικά, ἀπό τά σωστικά μυστήρια, ἀπό τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, καί πορεύεται εἰς «χώραν ξένην» ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος διεσκόρπισε τίς θεῖες δωρεές μέ τήν ἀποστασία του, ἔζησε τόν λιμό τόν ἰσχυρό, μέ τήν «παντελῆ σπάνιν τῶν τήν ψυχήν συγκρατούντων πνευματικῶν βρωμάτων», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «Ἤρξατο ὑστερεῖσθαι ὁ ἄσωτος» (Λουκ. ιγ΄, 14).
Ὅπως ὁ ἀσθενής σωματικῶς δέν μπορεῖ νά ἀπολαύσῃ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ ψυχικά ἀσθενής, ὁ ἐν ἁμαρτίᾳ παραμένων, δέν μπορεῖ νά χορτάσῃ τά πνευματικά ἀγαθά, νοιώθει κενός – ἔρημος, γιατί μόνο ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φέρει χορτασμό στόν ἄνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔχουν ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Τά χαίρονται; Τά ἀπολαμβάνουν μέ πηγαία χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία;
Μέ πολλή ἀγωνία, ταραχή καί ἀβεβαιότητα ζοῦν, δέν μποροῦν νά χαροῦν τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εἰρήνης, γιατί ἡ ἁμαρτία δέν ἀφήνει νά κατοικήσει στήν καρδιά ὁ εἰρηνοποιός Χριστός. Καί αὐτά τά ὑλικά ἀγαθά δέν τά χαίρονται ὅπως θά ἐπιθυμοῦσαν. Γιατί ζοῦν, ἁμαρτάνοντες, μέσα σέ διαρκῆ σύγχυσι.
Ἡ ἁμαρτία ἀπό τή φύσι της εἶναι γεννήτρια τῆς συγχύσεως καί τῆς ταραχῆς.
Δέν τό ὁμολογεῖ ὁ προφήτης; «Ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου».
«Γιά τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δέν ὑπάρχει ποτέ γαλήνη… ἀλλά νοιώθουν ταραχή μεγαλύτερη ἀπό ὁποιοδή-ποτε πέλαγος…», λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καί δέν μετανοοῦν, συζοῦν μέ τό διαρκῆ φόβο».
Καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐάν ἐσύ ζητᾶς νά ἔχης εἰρήνην μέ τήν ἁμαρτίαν καί μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ δαίμονας, ἤξευρε ὅτι ἡ συνείδησίς σου, δέν θέλει παύση ἀπό τό νά σέ πολεμᾶ…».
Μόνον ὁ Χριστός , μπορεῖ, νά προσφέρῃ ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο τήν ἀληθινή εἰρήνη.
Ἀκόμη ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἐξασθενεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν ὑποδουλώνει στά πάθη καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Σατανᾶ. «Ὦ, τίς ἤττηται, τοῦτο καί δεδούλωται…» (Β’ Πετρ. β΄, 19). Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκληρή δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη καί τό διάβολο. Πόσο ὠραία παριστάνει αὐτή τήν πραγματικότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τά θεόπνευστα λόγια του:! «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν. ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’, 19).
Τήν ζεῖ τή δουλεία ὁ ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει. Ὑποφέρει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθῇ μόνος του. Πόσο ἁπλό π.χ. φαίνεται τό πάθος τοῦ καπνίσματος. Πόσο δύσκολο, ὅμως, εἶναι νά ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, πού ἄφησε τόν ἑαυτό του νά ὑποχωρήσῃ σέ αὐτή τήν ἀδυναμία, τήν ἀσθένεια. Προμηθεύς δεσμώτης, ἀλύτρωτος καταντᾶ.
Τό διακηρύσσει καθαρά ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας…», φυσικά καί τῶν συνεπειῶν της.
Γλυκάθηκε στήν ἀρχή μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἄσωτος, ἀλλά στή συνέχεια ἄφησε μόνιμη αἴσθησι στυφότητος καί πικρίας, ἡ ἁμαρτία. Μά αὐτή ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ρίζα πικρίας. Ὅπως γράφει ὁ Ζυγαβηνός «εἶναι κεράτια, κατά ἀναγωγήν αἱ ἡδοναί … Ὥσπερ ἐκεῖνα γλυκαίνουσιν ἐπί βραχύ τήν γεῦσιν, εἶτα στύφουσιν ἐπί πλεῖον, οὕτω καί αὗται τό μέν ἡδῦνον πρῶτον καί πρόσκαιρον ἔχουσι, τό δέ πικραῖνον ὕστερον καί αἰώνιον».
Ἡ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς εἶναι πρόσκαιρη, ἡ πικρότητα τῆς ὀδύνης μακροχρόνια καί αἰώνια. Γιατί ἄν δέν θεραπευθεῖ ἡ ἀσθένεια, θά ἔλθῃ ὁ θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος. Μή λησμονοῦμε ποτέ αὐτό πού ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μᾶς λέει: «Νά παύσωμεν τά κακά, νά κάμωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ».
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ τό Θεό, ζεῖ ζωή ἀληθείας, φωτός, ἀναγεννήσεως, μεταμορφωμένη ζωή, ἡ ὁποία τόν ἑνώνει μέ τόν Θεό καί τόν καθιστᾶ ἄξιο, νά ἀναστηθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί νά ζήσῃ αἰωνίως.
Ἡ ἁμαρτία, σάν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, τοῦ στερεῖ τό Θεό ἀλλά καί τήν ἀνάστασι ζωῆς, τήν αἰωνιότητα.
«Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς, θάνατος», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον παραμένει σ΄ αὐτή, ζῆ βίο νεκρό: «Νεκρός ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινά τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης», γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Ὅταν ζοῦμε στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, πού φέρει σέ μᾶς ζωή καί ἁγιασμό, νά ἀναπαύεται μέσα μας. Ζοῦμε χωρίς Θεό, χωρίς ζωή, καί ἄν φύγουμε ἀπό τή ζωή αὐτή ἀμετανόητοι, πορευόμαστε εἰς κόλασιν αἰώνιον. Τό διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ζ΄, 23).
Ὁ ψυχικός αὐτός θάνατος εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀσθενείας πού φέρει ἡ ἁμαρτία, γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ στήν ἀποστασία, στήν παρακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, στήν ζωή τῶν παθῶν, μετά τόν σωματικό θάνατο, ὁδηγεῖται σέ χῶρο ἀπό τόν ὁποῖο, ἀπουσιάζει αἰωνίως ὁ Θεός, εἶναι ξένος ἀπό τή δόξα καί τήν μακαριότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Γράφει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Τόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν μᾶς ἀπομακρύνει μόνο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μᾶς ὁδηγεῖ καί σέ μεγάλη ἐντροπή καί ταπείνωσι. Καί ἀφοῦ μᾶς στερήσῃ τά ὑπάρχοντα ἀγαθά, μᾶς ἀφαιρῇ ἐντελῶς τήν παρρησία πρός τό Θεό…». «Ἡ ἁμαρτία εἶναι, (ὅπως λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος) μιά φοβερή τυραννία, ἕνα θανατηφόρο καρκίνωμα, θά προσθέσουμε, ἀπό τήν ὁποῖα μόνος ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη μέ τή μετάνοια».
Ὅμως προσοχή μεγάλη, ὀφείλουμε.
Ἐμεῖς πού ζοῦμε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐμεῖς πού ζοῦμε ὅπως λέμε ἐκκλησιαστική ζωή, μπορεῖ νά εἴμαστε κληρικοί, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, νά διακονοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας σέ διάφορες θέσεις, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βιώνουμε κάθε στιγμή τή μετάνοια καί ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ νά γινώμαστε ἁγιώτεροι, πολλές φορές δέν ἔχουμε τήν ἀληθινή γνῶσι, σχέσι, μέ τή μετάνοια, ἀπαξιώνουμε νά ἀσχοληθοῦμε, μέ τή μετάνοια.
Ὅταν ἀκοῦμε κηρύγματα μετανοίας, πρόσκλησι γιά μετάνοια, ἐλεγκτικά πνευματικά κηρύγματα, ἀναζητοῦμε τούς ἁμαρτωλούς, τούς ἐνόχους ἐκείνους, πού πρέπει νά μετανοήσουν…
Μετατοπίζουμε τήν ἁμαρτία στούς ἄλλους, γιατί ἐμεῖς δέν εἴμεθα «ὥσπερ οἱ λοιποί, οἱ ἁμαρτωλοί…».
Ἡ ἁμαρτωλότητα, ὑπάρχει στούς ἄλλους, καί ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία γιά τούς ἄλλους!!
Ἐμεῖς, κηρύττουμε γιά τή μετάνοια, μιλᾶμε μέ φλογερά κηρύγματα γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό μᾶς.
Φοβερό τό κατάντημά μας αὐτό!!!
Ἡ μετάνοια ὑπῆρξε πάντοτε ἀναγκαία, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους…
Δέν θά εἶναι ὑπερβολή, ἐάν σημειώσουμε ὅτι καί οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο ὅσοι ἐλάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ εἰδωλολάτρες, δηλαδή, αἰσθανόταν ἔστω συνεσκιασμένα τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας.
Βλέπουμε καί στούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη, αἰσθητή τήν ἀνάγκη νά ἐξιλεώσουν τό Θεό τους.
Ἔχουμε καί σ’αὐτούς ἐκδηλώσεις, ἀνάλογες πρός τή μετάνοια πού ἔδειχναν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ…
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς; Πῶς θά ἀπολογηθοῦμε στό Θεό μας, ἐμεῖς, πού ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, στήν ἐποχή τῆς χάριτος· Ἐμεῖς πού ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας;
Αὐτή τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου θέλησε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά ἱκανοποιήση μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας, πού προσφέρει.
Ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του τήν ἐξουσία, νά συγχωρῆ ἁμαρτίες, χωρίς κανένα περιορισμό.
Διάκρισι προσώπων ἤ παραβάσεων ἤ πλήθους ἁμαρτημάτων, δέν γίνεται καμμία. Ἀρκεῖ νά μετανοῆ ὁ χριστιανός εἰλικρινά καί ἀληθινά…
«Ὁ Θεός μας θέλει πάντας σωθῆναι…»
Θέλει ὅλοι νά ἐπστρέψουμε πρός Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, νά μᾶς ἀγκαλιάση μέ τήν πατρική ἀγάπη, νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, νά μᾶς σώση ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀναζήτησε τό χαμένο πρόβατο, καί ἀφοῦ τό βρῆκε, τό πῆρε στούς ὤμους Του καί τό ἐπανέφερε στόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης Του.
Γιά μᾶς φόρεσε τήν ἀνθρωπίνη φύσι ὁ Κύριος, καί ὅλους μας διά τῶν ἁγιαστικῶν μυστηρίων, θέλει νά μᾶς θεραπεύσῃ, νά μᾶς ἀναγεννήσῃ, νά μᾶς φέρει ὑγιεῖς καί ἀξίους στή δόξα τοῦ Παραδείσου, νά μᾶς κάνη πολίτας τοῦ οὐρανοῦ.
«Πόση ἄμετρη ἡ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ»! λέει ὁ ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἐγείρει αὐτόν πού παρέβη τήν ἐντολή Του, καί τόν ἐβλασφήμησε. Ὁ ἁμαρτωλός δέν εἶναι ἰκανός νά ἐννοήση τή χάρι τῆς ἀναστάσεώς Του. Αὐτή ἡ χάρι, πού μᾶς ἀνέστησε μετά τήν ἁμαρτία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τή χάρι ἡ ὁποία μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία.
«Ἐκατεδέχθη καί ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἀπό τά καθαρότατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, διά νά μᾶς κάμη νά ἔβγωμεν ἀπό τάς χείρας τοῦ διαβόλου καί νά μᾶς κάνη υἱούς καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, νά χαίρωμεν πάντοτε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί νά μή καιώμεθα εἰς τήν κόλασιν…». (Διδαχή Α΄, Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ».
(σ. 49) «Ὁ Πατέρας», λέει ὁ Μ.Βασίλειος, «ὅς στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδό μας ἀπό τήν πλάνη, μόνο νά ἐπιστρέψουμε θέλει, καί ἐνῶ θά εἶναι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξη θά πέση στόν τράχηλό μας καί θ’ ἀγκαλιάση μέ φιλικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισθεῖσα ἤδη ἀπό τῆς μετανοίας ψυχή μας.
Καί θ’ἀναγγείλει ἡμέρα εὐφροσύνης καί χαρᾶς στούς δικούς του, καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε τρόπο τήν σωτηρία μας ».
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ Θεός μας. Θέλει νά ἐπιστρέψουμε πρός Αὐτόν, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ὥστε ὅλους καί ὁλοκλήρους νά μᾶς ἀγκαλιάση καί μᾶς ὁδηγήση στήν πατρική δόξα καί χαρά.
Γιά ὅλους μας, ἐκένωσε ἑαυτόν, γιά ὅλους μας ἄπλωσε τά χέρια Του στό Σταυρό, γιά ὅλους μας προσφέρει τήν Ἐκκλησία Του γιά νά μή μείνη κανείς, ἔξω τοῦ νυμφῶνος.
Ἀφοῦ «τά φάρμακα τῆς μετανοίας εἶναι ὠφέλιμα γιά ὅλους, ἐπειδή κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό ἁμαρτία, γίνεται φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μήν ἔχη ἀνάγκη ἀπό μετάνοια…», ὑπογραμμίζει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος.
Ἀπό τό Γεροντικό:
Ἕνας ἀδελφός ἔκανε συνεχῶς αὐτή τήν προσευχή στό Θεό:
- Κύριε, δέν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπόν κεραυνό ἤ καμμίαν ἄλλη τιμωρία ἤ ἀρρώστια ἤ διαμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σέ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.
***
Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
- Ξέρω πώς ἔχω πολύ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καί πώς εἶναι ἀναρίθμητα τά σφάλματά μου. Γι’ αὐτό καί δέν τολμῶ νά Σοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρέσεις. Ἄν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιά τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στή ζωή αὐτή, καί μή μέ κολάσεις στήν ἄλλη. Κι ἄν εἶναι καί τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καί ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τήν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπό τώρα νά μέ τιμωρεῖς. Ἀλλά τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μέ τήν ὀργή Σου, Δέσποτα.
Ἔτσι, λοιπόν, μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτά ἔλεγε μέ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καί ὁλόψυχα, λιώνοντας καί τσακίζοντας σῶμα καί ψυχή, μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί ἄλλες κακουχίες.
Μιά μέρα καθώς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καί φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπό τήν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.
Καί νά ! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ λέει μέ φωνή γεμάτη ἱλαρότητα:
Ὁ ἀδελφός, Τόν ἀναγνώρισε, καί ἀποκρίθηκε ἔντρομος:
- Γιατί ἔπεσα, Κύριε!
- Ἔ, σήκω!
- Δέν μπορῶ, Δέσποτα, ἄν δέν μοῦ δώσεις τό χέρι Σου!
Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι Του, ἔπιασε τόν ἀδελφό καί τόν σήκωσε.
Μά κι ὅταν αὐτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεῖ.
Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανά τό χέρι Του, τ’ ἀκούμπησε στό κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καί τοῦ εἶπε:
Δέν εἶναι φοβερό, ἀκατανόητο ἐκ μέρους μας, νά περιφρονοῦμε τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τόση μακροθυμία καί νά ἀμελοῦμε τό ψυχοσωστικό ἔργο τῆς μετανοίας;
Ἀνυπακούουμε, ἀσεβοῦμε, περιφρονοῦμε τόν Θεό μας, ἀπαξιοῦμε τήν πατρική Του ἀγάπη, τή θυσία Του τήν σταυρική, τήν φωτεινή καί ἁγιαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἀμελοῦμε ἤ περιφρονοῦμε τήν μετάνοια.
«Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστορφή πρός τό Χριστό καί πρός τό βίο τόν σύμφωνο μέ τό θέλημά Του», λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί συνεχίζει: «Ἄν λοιπόν κανείς διαπράξη τήν θανατηφόρο ἁμαρτία, τήν ἀποστραφῆ δέ ἀπό ψυχῆς, καί ἐπιστρέψη πρός τόν Κύριο, ἄς ἔχει θάρρος καί μεγάλη ἐλπίδα, διότι δέν θά ἀστοχήση ἀπό τήν ἀίδιο ζωή καί σωτηρία…».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τό παράδειγμα μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναικός, ἡ ὁποία ἐνῶ κατεῖχε τά πρωτεῖα τῆς ἁμαρτίας, ξαφνικά ἄλλαξε τρόπο ζωῆς. «Διότι, μετενόησε, ἀπέσπασε τή χάρι τοῦ Θεοῦ… καί ἔτρεξε πρός τόν οὐρανό. Μολονότι δέν ὑπῆρχε τίποτε πιό αἰσχρό ἀπό αὐτήν, ὅμως μέ τήν (ἀληθινή της μετάνοια) καί τήν ὑπερβολική της ἐγκρά-τεια, ξεπέρασε πολλές. Καί ἀφοῦ ἐνδύθηκε τό σάκκο τῆς μετανοίας, ἔζησε ὅλο τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της ἀσκουμένη… Καί ἀφοῦ καταξιώθηκε τῶν ἀπορρήτων Μυστηρίων, δηλαδή τῆς θείας Κοινωνίας, καί ἐπέδειξε ζῆλο ἀντάξιο τῆς Θείας Χάριτος, ἔτσι τελείωσε τή ζωή της».
Πόσα τέτοια γεγονότα ζήσαμε στή διακονία τῆς Ἐξομολογήσεως!!!
«Ἀδελφέ μου», λέει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἥξευρε ὅτι ἡ μετάνοια κατά τόν Θεῖον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν εἶναι μία ἐπαναστροφή ἀπό τόν διάβολο πρός τόν Θεόν, ἡ ὁποία γίνεται μέ πόνον καί ἄσκησιν.
Λοιπόν καί σύ, ἐάν θέλης νά μετανοήσης καθώς πρέπει χρεωστεῖς νά ἀφήσης τόν διάβολον καί τά ἔργα τά διαβολικά καί νά ἐπαναγυρίσης πρός τόν Θεόν, καί τήν κατά Θεόν πολιτείαν, νά ἀφήσης τήν ἁμαρτίαν ὅπου εἶναι παρά φύσιν καί νά ἐπαναγυρίσης εἰς τήν ἀρετήν, ὅπου εἶναι κατά φύσιν… ».
Ὅσο καί ἄν εἶναι τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας μεγάλο, οἱ ἁμαρτίες μας δέν μποροῦν νά νικήσουν τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μας.
«Ἀκόμη καί σέ θανάσιμη ἁμαρτία καί ἄν πέση κανείς, ὁ Κύριος μέ ἀγάπη θά τήν ἀπαλείψη», ὑπογραμμίζει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
(Γέρων Ἐφραίμ προηγούμενος Φιλοθέου).
«Αὐτό κάνει ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός ἐπιστρέψει κοντά Του. Τόν καθαρίζει, τόν πλένει, τοῦ δίνει τήν πρώτη στολή τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ δίνει τήν υἱοθεσία καί τόν ἀξιώνει τῆς Βασιλείας Του· ὅλα δωρεάν. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος, δέν τοῦ ζήτησε λογαριασμό οὔτε τόν ἐπέπληξε οὔτε τοῦ ζήτησε εὐθύνες. Ἀρκεῖ πού ἐπέστρεψε· αὐτό, τοῦ ἔφθανε τοῦ Πατέρα.
Ἔτσι καί κάθε ἁμαρτωλός πού θά ἐπιστρέψει. Μόνο νά πεῖ τό ἥμαρτον, νά ἀφήσει εἰλικρινά καί ἀμετάκλητα τά
ἁμαρτήματά του, νά καταλάβη τά λάθη του καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα εἶναι λυμένα ».
Ἀλήθεια πῶς θά βροῦμε ἔλεος, ἀγαπητοί, ἄν περιφρονήσουμε τέτοια ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ μας καί τό τόσο μεγάλο καί σωτήριο δῶρο, τή μετάνοια;
Τί λόγο θά δώσουμε ἔπειτα στόν Κύριο, ἄν ἀμελοῦντες τή μετάνοια, πλησιάζουμε ἀκάθαρτοι στό ἅγιο Ποτήριο;
«Ἀνίσως καί ἡμεῖς θέλωμεν νά ὠφεληθῶμεν ἀπό τά Ἄχραντα Μυστήρια ὡσάν τούς ἔνδεκα Ἀποστόλους τούς καλούς, καί νά μή βλαφθῶμεν ὡσάν τόν Ἰούδαν τόν κακόν, νά ἐξομολογούμεθα καθαρά καί νά κοινωνῶμεν μέ φόβον καί τρόμον καί εὐλάβειαν καί τότε νά φωτιστῶμεν…
Εἰ δέ καί πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, ἀμετανόητοι, μεμολυσμένοι μέ ἁμαρτία καί τολμῶμεν νά μεταλαμβάνωμεν τά Ἄχραντα Μυστήρια, βάζομεν φωτιά καί καιόμεθα ». (Ἅγ. Κοσμᾶς).
Χωρίς μετάνοια, οὔτε τό Θεό μας μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί νά δοῦμε, ἀφοῦ «οἱ καθαροί τόν Θεόν ὄψονται» οὔτε στά μυστήρια νά πλησιάσουμε ἀξίως, οὔτε στόν Παράδεισο νά φθάσουμε…
Ποτέ δέν πρέπει ἔπειτα νά φέρουμε στό νοῦ μας τό λογισμό τῆς ἀναβολῆς τῆς μετανοίας.
Σκεπτώμαστε καί λέμε: Ἄς ἁμαρτήσουμε τώρα… καί ἀργότερα μετανοοῦμε… ἤ ἔχουμε καιρό νά μετανοήσουμε…
Εἶναι γραμμένο πώς «Θεός οὑ μυκρητίζεται, δηλαδή, ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται. Κι εἶναι ἀλήθεια ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ νά παραδινόμαστε στήν ἁμαρτία, ἐπειδή ξέρομε πώς ὑπάρχει μετάνοια. Γιατί εἶναι πολλοί πού λένε: – κάνω σήμερα τήν ἁμαρτία κι αὔριο μετανοῶ. Αὐτός εἶναι πονηρός λογισμός πού δέν τόν δέχεται ὁ Θεός· δέν συνθηκολογεῖ μαζί μας ὁ Θεός ὅταν εἶναι νά ἁμαρτήσουμε.
Ἀλλά τάχα κι ἔχουμε στά χέρια μας τόν καιρό γιά νά μετανοήσουμε; Ὅσοι κάνουν αὐτό τόν πονηρό λογισμό μεταθέτουν τήν μετάνοια πιό πέρα ἀπό τό βίο τους. Δέν προφταίνουν νά μετανοήσουν καί πεθαίνουν ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν… ». Ἀλλά τέτοιο πράγμα ἐμεῖς νά μή τό πάθουμε, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γράφει σχετικά ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Καί αὐτοί ὁποῦ πρότερον ἔλεγον: Ἄς ἁμαρτήσω τώρα καί ἔπειτα θέλω ἐξομολογηθῆ, θέλω μετανοήσει, καταντοῦν εἰς ἕνα βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φθάσουν εἰς τό βάθος τῶν κακῶν, δέν θέλουν πλέον νά μετανοήσουν, νά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἄν τύχη καμμίαν φοράν νά θελήσουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦν, διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις εἰς αὐτούς, καί ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσάν φύσις καί ἐσκλήρυνεν ὡσάν πέτραν τήν καρδίαν των, καί τήν ἔκαμεν ἀναίσθητον καί ἀνεπίδεκτον μετανοίας καί διορθώσεως. Καί οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι ἀδιόρθωτοι, καί ἀμετανόητοι…».
Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ἕνας νέος ζοῦσε μέσα στήν ἀκολασία. Ἐλεγχθείς ἀπό τούς γονεῖς του, τούς καλούς συγγενεῖς του καί τόν πνευματικό του, ἀπεφάσισε νά σπάση τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά λυτρωθῆ μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησι…
Συγκεντρώνοντας τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του, τά ἔγραψε σέ ἕνα χαρτί…
Δέν συγκλονίστηκε, ὅμως, δέν ἔζησε τήν συντριβή καί τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν ἀπόφασι τήν ἀμετάκλητη, τῆς ἐπιστροφῆς.
Πῆρε τό δρόμο γιά τόν πνευματικό, ἀλλά δυστυχῶς βαδίζοντας πέρασε κοντά ἀπό τό σπίτι ὅπου ἁμάρτανε…
Νικημένος ἀπό τόν λογισμό του εἶπε: Ἄς πάω νά ἁμαρτήσω μία ἀκόμη φορά καί μετά θά πάω νά ἐξομολογηθῶ στόν πνευματικό. Δυστυχῶς διέπραξε καί πάλι τήν ἁμαρτίαν…
Ἐξερχόμενος, ὅμως, ἀπό τό σπίτι τῆς ἀνομίας, συνάντησε τόν συνεραστή τῆς πόρνης γυναικός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπετέθη καί τόν ἐφόνευσε…
Ἐκείνοι πού πῆραν τό λείψανό του νά τό ἐνταφιάσουν, βρῆκαν τό χαρτί μέ τά ἁμαρτήματά του.
Τί κι ἄν τά ἔγραψε; Δέν ἔζησε τήν μετάνοια. Ἔφυγε γιά νά μήν ἀναστηθῆ καί ζήση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Λέει ὁ ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σῦρος:
«Ἀδελφοί, ὁ τωρινός καιρός, εἶναι καιρός γιά μετάνοια. Μακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἔπεσε καθόλου στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιά μένα, κι ἐκεῖνος, πού ἔπεσε στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ, , ἀλλά κατόρθωσε νά τά σκίσει καί νά τοῦ ξεφύγει, ὅσο βρίσκεται στήν παρούσα ζωή.
Αὐτός ζῶντας ἀκόμη σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπό τόν πόλεμο γιά νά σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τό ψάρι ἀπό τό δίχτυ. Γιατί τό ψάρι καί νά πιαστεῖ, ἄν σκίσει τό δίχτυ καί ὁρμήσει πρός τό βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στό νερό, σώζεται…
Ἄν ὅμως τό τραβήξουν στή στεριά τότε πιά, δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅσο εἴμαστε σ’αὐτή τή ζωή, ἔχουμε πάρει τή δύναμι καί τήν ἐξουσία ἀπό τό Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τίς ἀλυσίδες τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νά πετάξουμε τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τή μετάνοια καί νά σωθοῦμε, κερδίζοντας τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄν ὅμως μᾶς προφτάσει τό φοβερό ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἄν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα καί τό σῶμα μπεῖ στόν τάφο, τότε δέν μποροῦμε πιά νά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας – ὅπως συμβαίνει καί μέ τό ψάρι, πού τό τράβηξαν ἀπό τό νερό καί τό ἔκλεισαν μέσα σέ δοχεῖο…
Ἀδελφέ μή πεῖς, σήμερα ἁμαρτάνω καί αὔριο μετανοῶ, γιατί δέν ἔχεις σιγουριά. Στόν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιά τό αὔριο ».
Παραγγέλλει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος: «Γέρων εἶ, καί πρός ἐσχάτην ἀπήντησας ἔξοδον; Μή νομίσης μηδέ οὕτως ἐκπεπτωκέναι μετανοίας, μηδέ ἀπογνῶς τῆς σωτηρίας τῆς σεαυτοῦ.
Νέος εἶ, μή θαρσήσης τῇ νεότητι, μηδέ νομίσης ἰκανήν ἔχειν προθεσμίαν ζωῆς. Ἡ γάρ ἡμέρα Κυρίου, ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται… ».
«Ἰδοῦ καιρός μετανοίας καί καθαρᾶς ἐργασίας. Ἐπεργάζου τά ἔργα, φεῦγε τό σκότος τῶν παθῶν, τόν ὕπνον ἐκδίωξον τῆς κακίστης ραθυμίας ψυχή μου, ὅπως γένης θείου φέγγους κοινωνός». (Ὄρθρος Τρίτης α΄Ἦχος).
Ὅλα αὐτά, τά ἁπλά βέβαια, μᾶς ὑπογραμμίζουν τό πόσο ὅλοι κάθε στιγμή ὀφείλουμε νά καλλιεργοῦμε τήν προσωπική μας μετάνοια…
Θυμᾶμαι ἕναν ἅγιο γέροντα μοναχό, πρότυπο βέβαια ὁσιότητος καί ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Νέοι ἐμεῖς τόν πλησιάσαμε καί τόν παρακαλέσαμε νά μᾶς πῆ λόγον ὠφέλιμο.
Καί ἐκεῖνος μέ πολύ ταπείνωσι μᾶς ἀπάντησε: «Σᾶς παρακαλῶ παιδιά μου προσεύχεσθε, νά βάλω ἀρχή μετανοίας».
(π. Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής):
«Βάζε μετάνοιαν συνεχῶς ὅταν σφάλης, καί μή χάνης καιρόν. Καθότι, ὅσον ἀργεῖς νά ζητήσης συγχώρησιν, τόσον δίδεις ἄδειαν εἰς τόν πονηρόν νά ἁπλώνη μέσα σου ρίζες. Μήν τόν ἀφήνης νά κάμη νεῦρα εἰς βάρος σου».
Αὐτήν τήν ἀρχή τῆς μετανοίας, τήν συνεχῆ μετάνοια, ὅλοι μας, ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, χωρίς ἀναβολή, ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν προτροπή του γιά μετάνοια δέν ξεχωρίζει κανέναν. Ὅλους καλεῖ νά μετανοήσουν. Καί τούς λαϊκούς καί τούς κληρικούς, προτρέπει νά μετανοήσουν, καί γιά τόν ἑαυτό τοῦ μιλάει, ὅτι ἔχει ἀνάγκη μετανοίας. Πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιεῖ.
«Πότε θά μετανοήσωμεν;» λέει.
Ποιός ἀπό μᾶς ἀγαπητοί καί ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά πῆ ὅτι δέν ἔχει ἁμαρτία;
«Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστιν ἐν ἠμῖν» (Α’ Ἰωαν. α’, 8).
«Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. (Ρωμ. γ’ 23).
Ὅλοι μας εἴμαστε υἱοί τοῦ Ἀδάμ. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Γιατί ὅλοι μας ὀφείλουμε νά ἐπιτύχουμε χωρίς ἀμφισβήτησι τόν προσωπικό μας ἁγιασμό.
«Τοῦτο γάρ ἐστί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ἠμῶν». (Α’ Θεσ. δ’ 3).
Χωρίς ἁγιασμό κανείς μας δέν θά μπορέση νά συναντήση καί νά ζήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τόν ἁγιασμό, «οὐδείς ὄψεται τόν Κύριο».
Μέ τήν παραβολή τῶν Βασιλικῶν Γάμων, μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος πώς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μή ἔχων ἔνδυμα γάμου, ἄρα καθαρότητα, ἀρετές, ἁγιασμό, θά ἐκδιωχθῆ ἀπό τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…
Χωρίς μετάνοια, ἁγιασμός δέν κατορθώνεται.
Τό ἀναλογιζώμαστε αὐτό;
Τώρα νά ζοῦμε, ὅπως λέμε, μέσα στήν Ἐκκλησία, νά ἀσχολούμαστε μέ τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, νά μᾶς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά μᾶς συμβουλεύονται ἀκόμη γιά πνευματικά θέματα, νά χαιρώμαστε τίς ἀνέσεις μας, τά ἀγαθά μας, ἀλλά καί τίς ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις, καί τήν μεγάλη ἐκείνη καί φοβερά ἡμέρα τῆς ἀδεκάστου κρίσεως, νά ἀκούσουμε ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου μας τό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καί τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον»; (Ματθ. κε’, 41).
Καί αὐτά ὅλα γιά τήν ἀμετανοησία μας;
Φανταζώμαστε τί φοβερό θά εἶναι ἐμεῖς οἱ κληρικοί νά ἀκούσουμε αὐτά τά ἐπιτιμητικά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐπειδή δέν μετανοοῦμε;
Ἅς θυμηθοῦμε τήν φοβερή προφητεία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ «οἱ κληρικοί θά γίνουν χειρότεροι καί ἀσεβέστεροι ὅλων».
«Τόν παλαιόν καιρόν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά παιδεύσουν κανέναν ἄνθρωπον, ἔκαναν ὅρκον καί ἔλεγαν, νά δώση ὁ Θεός νά τόν βάλη μέ τούς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰ.»
Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς: «διά τοῦτο ἀδελφοί μου εἶναι δύσκολον τήν σήμερον ἡμέραν νά σωθοῦν Πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς. Διά τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ἅγιοι Ἱερεῖς, τώρα πού ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε ἵνα σωθῆτε…».
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς ὅταν αὐτά λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε -συγχωρήσατέ με – τά ἐγκόλπια, οὔτε οἱ μίτρες, οὔτε οἱ κολακεῖες δέν θά συνηγοροῦν τότε, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἡ ἀληθινή, ἡ εἰλικρινής, ἡ συνειδητή μας μετάνοια…
(Ἀββᾶς Ἰσαάκ Σῦρος, Μετάνοια «ἰσόβια»):
«Ἐφ’ ὅσον ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καί κανένας δέν μπορεῖ νά ξεφύγει τούς πειρασμούς, ἄρα, καμμία ἀπό τίς ἀρετές, δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τή μετάνοια. Γι’ αὐτό καί ποτέ δέν τελειώνει τό ἔργο τῆς μετανοίας. Ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ὅλοι ὅσοι ποθοῦν νά πετύχουν τή σωτηρία, πάντοτε χρειάζονται τή μετάνοια, ὅλοι, καί αὐτοί πού προχώρησαν σέ τελειότητα. Γιατί δέν ὑπάρχει ὄριο τελειώσεως. Καί τῶν τελείων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ καιρούς καί σέ ἔργα. Εἶναι ἰσόβια, Μέχρι τό θάνατο».
Ὄχι, λοιπόν, αὔριο, ὄχι ἀργότερα, ἀλλά τώρα αὐτή τή στιγμή εἰ δυνατόν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, σωτήριο ἀπόφασι ἄς πάρουμε, νά ἀρνηθοῦμε τήν ἁμαρτία, νά ἀγαπήσουμε τό Χριστό μας, νά ζήσωμε τήν ὑπακοή στό Εὐαγγέλιο, νά ζητοῦμε συνεχῶς τό ἔλεός Του, νά μιμούμαστε τούς ἁγίους μας, νά πορευώμαστε πρός τά αἰώνια.
«Στόν μέλλοντα αἰῶνα, δέν θά κολασθοῦμε ἐπειδή ἁμαρτήσαμε, οὔτε θά κατακριθοῦμε γι’ αὐτό· ἐπειδή ἔχουμε φύσι τρωτή καί ὑφίσταται μεταβολές καί ἀλλοιώσεις. Ἀλλά θά κολασθοῦμε καί θά κατακριθοῦμε γιατί, ἐνῶ ἁμαρτήσαμε, δέν μετανοήσαμε, δέν ἀποστραφήκαμε τούς δρόμους τῆς πονηρίας, γιά νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο, ἐνῶ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ ἐξουσία καί χρόνος μετανοίας.
Καί νά προσευχόμαστε θερμά. Θερμά νά προσευχόμαστε νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐνισχύη, νά μᾶς ὁδηγῆ ὁ Κύριος στήν εἰλικρινῆ μετάνοια ».
Ἔλεγε ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας Παΐσιος: «Νά μή ζητᾶ κανείς ἀπό τό Θεό οὔτε φώτα οὔτε χαρίσματα, παρά μετάνοια. Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευματική ζωή».
Θά τελειώσω μέ τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εἰς τήν μετάνοιαν σᾶς προσκαλῶ μέ τόν παρόντα λόγον, ὅλους μικρούς καί μεγάλους, ἱερωμένους καί λαϊκούς, εἰς τήν μετάνοιαν ἄς προστρέξωμεν, ἀδελφοί ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί γέροντες∙ εἰς τάς ἀγκάλας τῆς μετανοίας ἄς καταφύγωμεν ὅλοι, ὅλοι χωρίς νά ἐξαιρεθῇ κανείς∙ διατί ἄλλη ἀρετή δέν δύναται νά μᾶς φιλιώσῃ μέ τόν Θεόν ἡμᾶς ὅλους, ὅπου μίαν φοράν ἡμαρτήσαμεν, πάρεξ ἡ μετάνοια. Ὅλοι φωνάζομεν πρός τόν Θεόν· Κύριε ἐλέησον».
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ἔχει νά μᾶς ἐγκαλέσῃ, νά μᾶς κατακρίνῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως διότι δέν ἐθεολογήσαμεν, ἤ δέν ἐκάμαμεν θαύματα, ἤ δέν ἐγενήκαμεν θεωρητικοί…Ὄχι. Ἀλλά διατί δέν ἐμετανοήσαμεν…
Διά τοῦτο ἁμαρτωλοί σύντροφοι ἐδικοί μου, ἄς φωνάξωμεν πάντοτε πρός τόν Θεόν τάς κοινάς ἐκείνας τῆς Ἐκκλησίας δεήσεις: «Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου καί Ἐπουράνιε Βασιλεῦ, ἡμᾶς ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει παρέλαβε ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Ἀγαπητοί,
Ὅλοι μας ζοῦμε τήν δοκιμασία τῆς Πατρίδος μας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ Πατρίδα μας, οἱ ἀξίες μας, τά ἰδανικά μας δοκιμάζονται. Κίνδυνοι πανταχόθεν περίζωσαν τήν Ἑλλάδα.
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός.
Τώρα ἰδιαιτέρως εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάνοιά μας. Ἡ εἰλικρινής μετάνοια ὅλων τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Γιά νά μή μᾶς ὀργισθῆ ὁ Κύριος, γιά νά σκεπάση καί σώση το γένος μας. Ἀμήν.
*Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Ε.ΡΩ. στήν Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 2011
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή συχνά ακούγεται η ευχή του αγίου Ευφραίμ του Σύρου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…». Μέσα σ΄ αυτή την προσευχή λέγεται και η παράκληση - αίτηση: «δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Είναι αλήθεια ότι όλοι γνωρίζουμε πόσο μεγάλο αμάρτημα είναι η κατάκριση. Ο μικρός άνθρωπος, παίρνει από μόνος του τη θέση του Κριτού, του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ο Θεός Πατέρας όμως «πάσαν την κρίσιν δέδωκεν τω Υιώ, ότι υιός ανθρώπου εστί», ο δε Χριστός μας είπε ότι «απ΄ εμαυτού εγώ ποιώ ουδέν, καθώς ακούω κρίνω». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι «η κρίσις του Θεού εστί».
Η λεγομένη κατάκριση, το αμάρτημα αυτό, είναι πολύ πονηρό και ύπουλο, διότι χώνεται, παρεισφρύει, σε κάθε συνομιλία, αρχικά ως απλή είδηση, μετά δήθεν σαν πληροφορία, ενημέρωση, δίκαιη αγανάκτηση, γίνεται δυσμενής κρίση, καταλαλιά και τελικά βρισκόμαστε στη αμαρτωλή κατάσταση να καταδικάζουμε, από κοινού δυστυχώς, απόντα τον άλλο και αναπολόγητο. Αυτό είναι φρικτό.
Η κατάκριση συνιστά όχι μόνο αντιποίηση αρχής, δηλαδή παίρνουμε τη θέση του Θεού και στέλνουμε τον άλλον στο «σκότος το εξώτερον και εις το άσβεστον πύρ», αλλά αποτελεί επίσης τελεία επιπολαιότητα και απερισκεψία, διότι δεν είμαστε καρδιογνώστες και παντογνώστες, ψυχολόγοι και αστυνομικοί, εισαγγελείς και δικαστές. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν κάνουμε αυτό το άπρεπο έργο συγχρόνως όμως και υποκριτικό, λές κι εμείς είμαστε αλάθητοι και αναμάρτητοι;
Υπάρχει χειρότερο αμάρτημα από την κατάκριση; Ασφαλώς και υπάρχει. Και ισοδύναμο και χειρότερο. Είναι η συκοφαντία, ο φθόνος, η λοιδορία, η ψευδομαρτυρία, η αδικία και η κλοπή, η ασπλαγχνία και αδιαφορία και τελικά ο φόνος. Όλα αυτά είναι παραβάσεις των Εντολών του Θεού. Λέγουν οι δολοφόνοι μεταξύ τους ότι «η πρώτη σφαίρα αν βρεί το στόχο της και σκοτώσει το πρώτο θύμα, μετά δεν κάνει καμμία αίσθηση κάθε επόμενος φόνος».
Μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος μέχρι εκεί; Ασφαλώς ναι και όλα αυτά που ζούμε αυτές τις μέρες φανερώνουν περίτρανα το μίσος και το δαιμονικό σκοτασμό στα οποία μπορεί να περιέλθει ο άνθρωπος και τελικά να αποβεί όπως και ο διάβολος, κατ΄ εξακολούθηση δηλαδή «ανθρωποκτόνος».
Αυτά μάλιστα τα αμαρτήματα δεν εστιάζονται μόνο στην καθημερινή κοινωνική ζωή, διότι μερικοί λένε την κατάκριση και το κουτσομπολιό «κοινωνικό σχόλιο» φθάνοντας μάλιστα και στην ιεροκατηγορία, αλλά κατευθύνονται και ανάγονται τελικά στο πρόσωπο του Κυρίου. Όσοι πράττουν αυτά σε αδελφούς τους, σήμερα, συμμετέχουν σ΄αυτούς που αμάρτησαν σε βάρος του Χριστού μας πάνω στο Γολγοθά, τότε, αλλά και στα όσα έλαβαν χώρα και πρίν από το πάθος.
Δηλαδή τότε στην περίπτωση του Κυρίου, όχι μόνο τον κατέκριναν ως δαιμονισμένο δήθεν, ως φάγο και οινοπότη, ως αγράμματο και ασεβή παραβάτη του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά έφτασαν στο σημείο να χρησιμοποιήσουν σε βάρος Του βία, ψευδομάρτυρες, απειλές, φθόνο και δόλο. «Διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω». Λοιδορίες, στις οποίες δεν απαντούσε ποτέ με όμοιο τρόπο. «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως». Του πήραν το κάλλος και την μορφή από τα βασανιστήρια. Έπασχε ως άνθρωπος και άφηνε τα πάντα στον Δικαιοκρίτη Θεό να ανταποδώσει εκδίκηση και να ποιήσει κρίση και δικαιοσύνη. Τελικά τον σκότωσαν, πάνω στο Σταυρό.
Τι λέγει όμως ο θείος λόγος: «άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος». «Όψονται εις όν εξεκέντησαν» και το γνωστό σε όλους: «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης».
Με ποιο δικαίωμα επεμβαίνουμε στη ζωή, στη συμπεριφορά στην περιουσία, στην ελευθερία, στην ευτυχία του άλλου; «Άνθρωπε, λέγει ο απόστολος Παύλος, τις σε κατέστησε κριτήν; Δεν μπορείς να κρίνεις «αλλότριον οικέτην», δηλ. ξένον δούλον. «Τω ιδίω κυρίω στήκει ή πίπτει, σταθήσεται δε. Δυνατός ο Θεός στήσαι αυτόν». Δεν αμαρτάνει σε σένα. Στο Θεό αμαρτάνει. Θα δώσει εκεί λόγο. Ο Θεός είναι αγάπη. Τον περιμένει μετά από κάθε πτώση και τελικά θα τον σώσει. Πως εσύ τον καταδικάζεις. Κοίταξε καλύτερα τον εαυτό σου.
Πάλι λέγει ο απόστολος Παύλος: «αδελφοί, εάν κάποιος άνθρωπος πέσει σε κάποιο παράπτωμα, σείς οι πνευματικοί να τον καταρτίζετε με πνεύμα πραότητος, <σκοπών σεαυτόν μη και σύ πειρασθής>, μήπως και σύ μπείς σε πειρασμό θυμού και οργής ή και να πέσεις στο ίδιο αμάρτημα».
Όλο το κακό όμως προέρχεται από την άγνοιά μας και αγνωσία μας. Και τούτο διότι δεν καταλαβαίνουμε τι είναι ο άλλος που έχουμε απέναντί μας. Δεν ξέρουμε δηλαδή πως ακριβώς βλέπει ο Θεός και η Ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία τον άνθρωπο.
Η Αγία Γραφή και κατ΄ επέκταση ο Χριστιανισμός βλέπει τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, δηλ. με τα χαρίσματα του λογικού και του αυτεξουσίου, λίγο κατώτερο από τους αγγέλους, λόγω του σώματος, πολύ όμως ανώτερο από τα ζώα, τα οποία δεν έχουν ψυχή αθάνατη, αλλά ζωτική δύναμη και ένστικτα.
Ο άλλος είναι παιδί του Θεού, πλάσμα του Δημιουργού μας, αδελφός μας κατά τον λόγο της Δημιουργίας και πολύ περισσότερο κατά τον λόγο του αγίου Βαπτίσματος. Λέγει ένας άγιος: «είδες τον αδελφόν σου; είδες Κύριον τον Θεόν σου». «Εμοί εποιήσατε ή δεν εποιήσατε», λέγει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο της Παγκοσμίου Κρίσεως. Ταυτίζει τους αδελφούς μας τους ελαχίστους με τον εαυτό του. Ο άλλος όσο άσχημος και άσημος, δίκαιος ή αμαρτωλός, πλούσιος ή πένης, μικρός ή μεγάλος, κληρικός ή λαϊκός, βασιλεύς ή στρατιώτης, είναι πρόβατο του Καλού Ποιμένα Ιησού και κανένας δεν έχει δικαίωμα κατακρίσεως και επεμβάσεως στη ζωή του, διότι μετά έχει να κάνει με τον ίδιο τον Χριστό.
Ένας άνθρωπος που έχει στραμμένη την προσοχή του στον εαυτό του και εξετάζει συστηματικά την πορεία του και προσέχει να μη προσκρούσει στο θείο θέλημα, αυτός δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τους άλλους.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται ότι τα χρόνια της ζωής μας είναι λίγα και γρήγορα φεύγουν και ότι μέσα σ΄ αυτά πρέπει να επιτελέσει το έργο της μετανοίας, της αγάπης και της ιεραποστολής, αυτός δεν έχει χρόνο να κρίνει τους άλλους.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται τα λάθη του παρελθόντος, τις ελλείψεις του παρόντος, την αγάπη και συγχώρεση του Θεού στις δικές του αμαρτίες και ότι τον περιμένει θάνατος μερική κρίση και Δευτέρα Παρουσία, δεν τολμά να κρίνει κανέναν, πόσο μάλλον να αδικήσει ποικιλοτρόπως και να σκοτώσει.
Κι ένας άνθρωπος που ξέρει ότι υπάρχει διάβολος που καιροφυλακτεί και όλα τα εκμεταλλεύεται για να κάνει κακό και να οδηγήσει τα πράγματα τραγικά στο τέλος του αίματος, προσέχει ώστε σε τίποτε να μη βλάψει κανένα πλάσμα του Θεού.
Ο Θεός να μας φωτίσει να ισχύσει και για μας ο λόγος του αγίου Ευφραίμ του Σύρου: «, Ναι, Κύριε, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
(Τὴν εὔσημη τούτη ἡμέρα ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε τὴ διδαχὴ τοῦ ἀειμνήστου γέροντος π. Αὐγουστίνου μεταφέροντάς την ἐδῶ μέσα ἀπὸ ἕνα γνωστὸ ἔργο του· εἶνε τὸ τέλος τοῦ βιβλίου Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία [Ἀθῆναι 1954-55, σσ. 209-212, σὲ μεταγλώττισι]. Ἐκφράζει τὸν πόνο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ μὲ παρρησία ἀγωνίζεται νὰ ξυπνήσῃ τὶς συνειδήσεις τῶν τότε ποιμένων της ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν ἱ. Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Πέρασαν βέβαια ἀπὸ τότε 60 χρόνια· μήπως ἆραγε ὁ λόγος του ἔγινε πιὰ ἀνεπίκαιρος καὶ ἀταίριαστος γιὰ τὴν κατάστασι ποὺ ζοῦμε ἐμεῖς σήμερα; Ἂς τὸν ἀκούσουμε.)
Ὤ πῶς κοιμῶνται οἱ ἱεράρχες μας, αὐτοὶ ποὺ κατὰ τὴ χειροτονία τους, μπροστὰ σὲ χιλιάδες λαοῦ, πατώντας ἐπάνω στὸν δικέφαλο ὡρκίστηκαν, πὼς θά ᾽νε ἄγρυπνοι φύλακες τῶν νόμων τῆς Ἐκκλησίας μας;
Ἀλλὰ δὲν λείπουν καὶ ἱεράρχες ποὺ ἀναστενάζουν γιὰ τὴ δουλεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀείμνηστος Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, ὅταν γύρω στὸ 1930 ὡς ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐλάμβανε πρώτη φορὰ μέρος σὲ συνεδρίασι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, εἶχε τὸ θάρρος νὰ διακηρύξῃ, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ κράτος, κυβερνώμενο ἀπὸ τῆς συστάσεώς του ἀπὸ σκοτεινὲς δυνάμεις μὲ πρώτη τὸν μασονισμό, ἐξ δωσε νόμους ποὺ ἀποτελοῦν ἄρνησι τῆς πίστεως καὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ γεμᾶτος ἱερὰ ἀγανάκτησι ἐπρότεινε, ἡ Ἱεραρχία ἐπει γόν τως, τελεσιγραφικά, νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὴν κυ βέρνησι μέσα σὲ ὡρισμένη προθεσμία «τὴν ἀπάλειψι ἀπὸ τὴ Νομοθεσία κάθε Νόμου ποὺ ἀντιστρατεύεται στὰ δόγματα, τὰ μυστήρια, τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, τὶς παραδόσεις καὶ τὸν ἠθικὸ βίο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Καὶ ἂν ἡ προθεσμία περάσῃ ἄπρακτη, ἡ Ἐκκλησία νὰ χωριστῇ ἀπὸ τὸ κράτος· νὰ διακηρυχθῇ, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μας βρίσκεται σὲ διωγμό, καὶ ν᾿ ἀνατεθῇ ἡ ὑπεράσπισί της στὸν εὐσεβῆ Ἑλληνικὸ λαό, τὸ μόνο φύλακα τῶν θρησκευτικῶν καὶ ἐθνικῶν μας παραδόσεων. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων, στὸ συνέδριο τῶν θεολόγων ποὺ ἔγινε στὴν Ἀθήνα τὸ 1949, εἶχε τὴν εἰλικρίνεια νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι ζῇ καὶ αὐτὸς ὡς πρωθιεράρχης μέσα στὴν ἀθλιότητα τῆς δουλείας, ὅτι βλέπει τὴν Ἐκκλησία δεμένη ἀπὸ τὸ κράτος χειροπόδαρα, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔκανε ἔκκλησι στοὺς συνέδρους, νὰ ἐργασθοῦν καὶ αὐτοὶ στὸν κύκλο τους γιὰ νὰ σπάσουν τὸ συντομώτερο τὰ δεσμὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως ἐξελίσσονται γοργὰ τὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα, ἐνισχύεται καθημερινὰ ἡ πίστι, ὅτι ἡ ῥιζικὴ λύσι ποὺ θ᾽ ἀποδώσῃ τὴν ἐλευθερία στὴν Ἐκκλησία εἶνε ὁ χωρισμὸς ἐκκλησίας καὶ κράτους. Δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία ἐπ᾿ ἄπειρον νὰ παίζῃ διελκυστίνδα μὲ τὸ κράτος· κάποτε τὸ σχοινὶ θὰ κοπῇ. Ὁ χωρισμὸς εἶνε ἀναπόφευκτος. Μετὰ τὸ χωρισμὸ ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ ἔχῃ βέβαια τὴν ἐξω τερικὴ αὐτὴ αἴγλη ποὺ ἔχει σήμερα, ποὺ φέρε ται ὑψωμένη πάνω στὴ ῥάχη τοῦ θηρίου, τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας· δὲν θὰ ἔχῃ τὸ προβάδισμα στὶς δημόσιες τελετές· δὲν θ᾿ ἀπο δίδωνται στοὺς ἀρχιερεῖς τιμὲς ἀντιστρατήγων, οὔτε θὰ τοὺς ἀπονέμωνται μεγαλό σταυροι, οὔτε θὰ κροτοῦν ὁμοβροντίες ὅπλων στὸν ἐνταφιασμό τους. Δὲν θὰ ἔχουν βέβαια καμμία ὑλικὴ βοήθεια ἀπὸ τὸ κράτος, ζώντας πλέον κατὰ τὸ πατερικὸ ῥη τὸ «Βιώσομαι ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον μᾶλλον, ἢ ψωμὸν ἐκ μισθωμάτων πόρνης», θὰ ζήσω δηλαδὴ τρώγοντας ἀκρίδες καὶ μέλι ἄ γριο, παρὰ ψωμὶ ἀπὸ χρήματα πόρνης. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή, παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή». Μία ὥρα ἐλευθέρας Ἐκκλησίας εἶνε μύριες φορὲς προτιμότερη ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια μονότονης ζωῆς μέσα σὲ μία δούλη Ἐκκλησία, ταπεινὴ ὑπηρέτρια, «γκαρσόνι» τῶν θελη μάτων τοῦ κόσμου. Γιατὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γίνῃ μέσα σὲ μία ὥρα στὴν ἐλευθέρα Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ μέσα σὲ ἕναν αἰῶνα στὴ δούλη Ἐκκλησία, ποὺ οἱ κληρικοί της λογίζον ται ὡς «ἀριθμημένα κομμάτια τῆς κρατικῆς μη χανῆς», καθὼς κινοῦνται κατὰ τὶς διαταγὲς τῶν κρατούντων. Ὁ ἀέρας τῆς ἐλευθερίας ποὺ θὰ πνεύσῃ θὰ εἶνε τέτοιος, ὥστε τὸ σημερινὸ τέλμα τῶν βατράχων ποὺ κοάζουν θὰ διαλυθῇ. Νέος κόσμος θὰ ξεπηδήσῃ, ὁ κόσμος τῆς «ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (πρβλ. ῾Ρωμ. 8,21). Θά ᾽νε ζηλευτὴ ἡ Ἐκκλησία ποὺ οἱ ἐπίσκοποί της θὰ ἄρχουν σὲ ὄντα ἐλεύθερα. «Βουλομένων γάρ», ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος ὁ θεολόγος, «οὐ τυραννουμένων τὸ τῆς εὐσεβείας μυστή ριον», τὸ μυστήριο δηλαδὴ τῆς πίστεώς μας τὸ ζοῦν ἄνθρωποι ποὺ τὸ θέλουν, ὄχι ἄνθρωποι ποὺ ἀναγκάζονται νὰ τὸ ζήσουν. Οἱ ἐπίσκοποί μας, ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμὸ τοῦ κράτους, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ γραφειοκρατία, τὶς διαρκεῖς ἐνοχλήσεις κι ἀνιαρὲς ἐπισκέψεις τῶν ἐπισήμων, θὰ ξαναβροῦν τὸ χαμένο ἑαυτό τους, θὰ γίνουν πιὸ πνευματικοί, πιὸ ἀποστολικοί, θὰ θυμηθοῦν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, τὸ «ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας», δίχως πουγγὶ καὶ τρουβᾶ, χωρὶς πορτοφόλι καὶ σακκίδιο (Λουκ. 22,35)· καὶ ἂν τὸ κράτος γίνῃ λῃστὴς κι ἁρπάξῃ καὶ τὸ τελευταῖο τετρα γωνικὸ μέτρο κι ἀφήσῃ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς περιουσία, ἡ Ἱεραρχία ἂς μὴν τρομάξῃ. Γυμνὴ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκόσμια ἀγαθά, πλούσια ὅμως καὶ ἀκμάζουσα στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ κινουμένη δραστηρίως γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυσι τῆς βασιλείας του στὶς καρδιές, «περιάγουσα περὶ ἑ αυτὴν (ἀκτινοβολώντας γύρω της) τὸν ἥλιον τῆς πνευματικότητός της», θὰ συγκεντρώσῃ καὶ πάλι ὅ,τι ὑλικὸ χρειάζεται γιὰ τὸ ἔργο της. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ὑποσχέθηκε «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6,33) δὲν λέει ψέματα.
* * *
«Μασονικὸ κράτος ἡ Ἑλλάδα», διακήρυττε μὲ θάρρος ἕνας ἡρωικὸς ἱεράρχης καὶ τὸ ἀ ποδείκνυε μὲ ἐπιχειρήματα (βλ. περ. «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», τ. 161/Φεβρουάριος 1950). «Οἱ μασόνοι, ἅγιοι ἀδελφοί», ἔλεγε στὴν ἱστορικὴ προσφώνησί του πρὸς τὴν Ἱεραρχία ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, «οἱ μασό νοι καυχῶνται, ὅτι κατὰ 90% αὐτοὶ κυβερνοῦν κι αὐτὴ τὴν Ἑλλάδα». Ἀντιστρέφον τας λοιπὸν τὸ ῥητὸ ἂς ποῦμε· «Διαρρήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀπορρίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν», ἂς σπάσουμε δηλαδὴ τὰ δεσμά τους κι ἂς πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸ ζυγό τους (πρβλ. Ψαλμ. 2,3). Χωρισμὸ τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ κράτος! φωνάζει ἡ ἀδιάφθορη συνείδησι τοῦ Ὀρθοδό ξου πληρώματος· δὲν τὴν ἀκοῦνε ἆραγε οἱ ἅγιοι συν οδικοὶ πατέρες;
Χωρισμός! Νά τὸ φάρμακο –πικρὸ μὲν στὸ στόμα μερικῶν ἀλλὰ σωτήριο–, ποὺ θὰ ἐξυγιάνῃ ὅλο τὸν ἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό, ὁ ὁποῖος κινδυνεύει νὰ ὑποστῇ ὁλοκληρωτικὸ σάπισμα. Χωρισμός! αὐτὸ πρέπει νὰ γίνῃ σύνθημά μας. Χωρισμός! Ὄχι μοσχάρι καὶ γάιδαρος κάτω ἀπ᾽ τὸν ἴδιο ζυγό, ὄχι μαζὶ πίθηκος καὶ ἄγγελος. Χωρισμός. Ἐμπρός, τὸν ζυγὸν λύσα τε! Καὶ ποιοί εἶνε ἁρμόδιοι νὰ κηρύξουν τὸν χωρισμό; Ἐμεῖς δὲν βλέπουμε ἄλλους ἀπὸ τοὺς ἱεράρχας ποὺ συγκροτοῦν τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ Ἱεραρχία, αὐτὴ εἶνε ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἁρμοδία γιὰ νὰ λύσῃ τὸ ἐπίμαχο ζήτημα.
Θὰ προχωρήσῃ ἆραγε στὸν χωρισμὸ καὶ θ᾿ ἀποδώσῃ τὴν Ἐκκλησία ὡς Νύμφη στὸν Νυμφίο Χριστό; Αὐτό, ὅπως ἔλεγε ὁ καθηγητὴς Ἀνδροῦ τσος, εἶνε κυρίως ΖΗΤΗΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ. Ἐὰν οἱ ἱεράρχαι μας ἔχουν βαθειὰ τὴν πίστι, τότε θ᾿ ἀ ποκτήσουν τὶς «δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου» (Ἀπ. 12,14), θὰ ὑψωθοῦν πάνω ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ ταπεινά, πάνω ἀπὸ χωράφια καὶ οἰ κόπεδα, θὰ ἐπισκοπήσουν τὸν ὁρίζοντα, θὰ δοῦν τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀθλία κατάστασι, θὰ πενθήσουν, καὶ κάνοντας ΑΓΡΥΠΝΙΑ, ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ ΣΥΝ ΕΔΡΙΑΣΙ, «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (πρβλ. Μᾶρκ. 16,2) θ᾿ ἀνοίξουν τὶς θύρες τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου καὶ θὰ δώσουν στὴ δημοσιότητα τὸ ἑξῆς λακωνικὸ ἀνακοινωθέν, ποὺ θ᾿ ἀξί ζῃ περισσότερο ἀπὸ μακροσκελεῖς δηλώσεις.
«Δόξα τῇ ἁγίᾳ Τριάδι. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ σήμερα τὸ πρωὶ κηρύσσεται ἐλευθέρα. Τὸ “δούλειον ἦμαρ”, ἡ περίοδος τῆς δουλείας, ἔδυσε. “Υἱοὶ φωτὸς οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι” , αὐτοὶ ποὺ προηγουμένως ἦταν σκοτισμένοι ἔγιναν παιδιὰ τοῦ φωτός (καταβ. Φώτ. ᾠδ. η΄)».
Θὰ τὸ πράξουν; Ἂν ἔχουν τὴν πίστι ὅλοι οἱ ἱεράρχαι μας, ἀσφαλῶς ὁ χωρισμὸς θὰ συν τελεσθῇ καὶ ἡμέρες δόξης θ᾿ ἀνατείλουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος μας, τὸ ὁποῖο μόνο μία ἐλευθέρα Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὸ σώσῃ. Ἂν ὅμως δειλιάσουν καὶ προταθοῦν κάποιοι συμβιβασμοί, τότε ἂς ἐξακολουθήσουν –οἱ διάδοχοι αὐτοὶ Βασιλείων, Γρηγορίων καὶ Χρυσοστό μων– νὰ συνωστίζωνται στοὺς διαδρόμους τοῦ ὑπουργείου, γιὰ νὰ περιμένουν πότε θ᾿ ἀνοίξῃ ἡ θύρα τοῦ γραφείου καὶ νὰ τοὺς δεχθῇ ὁ γενικὸς δερβέναγας, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπ᾽ αὐ τὸν κατευθύνσεις πῶς θὰ κυβερνᾶται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος… Ἔφτασε πιὰ ἡ ὥρα ἡ Ἱεραρχία νὰ ὑψώσῃ στὸ κατάρτι τὸ σῆμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε-σεβασμιώτατοι, ἀφουγκρασθῆτε τὸ λαό μας. Οἱ εὐκαιρίες δὲν περιμένουν. Πρὶν εἰσέλθουμε σὲ ἀκόμη μεγαλύτερο σκοτάδι, προσευχηθῆτε κατα¬νυκτικά, σκεφθῆτε σοβαρά, ἀποφασίστε ἀνεπηρέαστα, ἐνεργῆστε γρήγορα, τολμῆστε γεν ναῖα, σπάστε τὰ δεσμὰ χωρὶς δισταγμό, ἐλευθερῶστε τὴν Ἐκκλησία, καὶ τότε θὰ σᾶς μνημονεύουν αἰωνίως ἐπάνω στὴν ἑλληνικὴ γῆ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...