
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Είναι αλήθεια ότι μέσα στην Αγ. Γραφή εξυμνούνται δύο πολύ βασικά γνωρίσματα του Θεού: Το Κράτος και το Έλεός Του. Δηλαδή η Δύναμη και τη Ευσπλαγχνία Του. Και οι δύο αυτές ιδιότητες του Καλού μας Θεού φαίνονται παντού μέσα στη Δημιουργία, ιδιαιτέρως όμως φαίνονται στη μέριμνά του και στο ενδιαφέρον του για τον άνθρωπο, την κορωνίδα της δημιουργίας, μη του λείψει τίποτε «από τα εγκόσμια και υπερκόσμια αγαθά» Του Δημιουργού Θεού μας.
Ο Κύριος λοιπόν είναι μακρόθυμος και πολυέλεος, παντοδύναμος και οικτίρμων. Αν όμως όλη αυτή τη δύναμη και την αγάπη την προσφέρει υπέρ του ανθρώπου για τα νόμιμα και ευλογημένα επίγεια αγαθά του, π.χ. υγεία, αυτάρκεια, οικογένεια, εργασία, μόρφωση και επιτυχία, πόσο μάλλον ο Θεός μας εργάζεται φιλάνθρωπα για την σωτηρία μας, “πάντα προς το του πλάσματος συμφέρον οικονομών”. Οι παρεμβάσεις του Θεού και οι επεμβάσεις Του μας οδηγούν στην ζωή, στην ευτυχία κατά Θεόν και στη σωτηρία τελικά.
Είναι αλήθεια τρισμέγιστη: “Ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν”. Μάλιστα λέγεται στην αγία Γραφή ότι “δεν θα θελήσει ο Θεός να πεθάνει ο αμαρτωλός (νοείται ο καλοπροαίρετος) μέχρις ότου επιστρέψει σε μετάνοια και να ζήσει αιώνια”. Γι αυτό ο Θεός, ο Δημιουργός μας, ο Νομοθέτης, ο Σωτήρας και ο Κριτής μας, φέρεται ως Πατέρας και μας παίρνει από το χέρι, ενίοτε και από το αυτί, παιδαγωγικά, και μας οδηγεί στην πίστη, στη μετάνοια, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, “εκτός της οποίας δεν υπάρχει σωτηρία”.
Λέγει ο εβδομηκοστός δεύτερος ψαλμός: “Εκράτησας της χειρός της δεξιάς μου”, δηλαδή με στήριξες, με βοήθησες, με οδήγησες. “Και εν τη βουλή σου ωδήγησάς με”: Ό,τι έκανες, τόκανες με τη θέλησή σου, βάσει δικού σου σχεδίου. Δεν με κράτησες προσωρινά, αλλά μέχρι τέλους με οδήγησες στον προορισμό μου. “Μετά δόξης προσελάβου με”: Όχι σαν σκουπίδι, όχι σαν απόπαιδο, όχι σαν κάποιον ανεπιθύμητο, αλλά θαυμαστά και ένδοξα, με πήρες κοντά Σου, όπως και στην Παραβολή του ασώτου ο Πατέρας δέχθηκε και τίμησε τον αποστάτη γυιό του... (Ψαλμ. οβ΄ 23-24)
Αλήθεια, τί σημαίνει ότι κρατάμε κάποιον από το δεξί χέρι; Σημαίνει ότι είμαστε δίπλα του, κοντά του, οικείοι και τον βοηθάμε αποτελεσματικά με πατρική φροντίδα και αγάπη. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Θεός μας. Το λέμε κάθε φορά στην θεία Λατρεία μας: “Αντιλαβού, σώσον, ελέησον και διαφύλαξον ημάς ο Θεός τη ση χάριτι”.
Ο Θεός επίσης δεν οδηγεί απλώς κρατώντας μας από το χέρι, αλλά πολύ συχνά σηκώνει στα χέρια Του τον αγωνιζόμενο, πάσχοντα, πεσμένο και πληγωμένο άνθρωπο, όπως ακριβώς έκανε ο Καλός Σαμαρείτης. Αυτό γίνεται πάντοτε “εκ Πατρός, δι΄ Υιού, εν Αγίω Πνεύματι”, δι΄αγίων και αγγέλων, όπως κρίνει κάθε φορά ο Κύριος.
Πρέπει λοιπόν να ξέρουμε ότι ο Καλός Θεός ούτε τώρα μας αφήνει ούτε μετά θάνατον, αν θέλουμε βέβαια και μείς να σωθούμε. Μας κρατάει από το χέρι. Τώρα μεν με τη βοήθεια της θείας χάριτος περπατάμε στους δρόμους της αρετής και της αλήθειας. Στην οδό, την αλήθεια και τη ζωή της Εκκλησίας. Με το λόγο Του, με τον πνευματικό μας και τα παραδείγματα των αγίων. Δεν είναι το ίδιο η πορεία στο φως της Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας με την πορεία στην σκοτεινή αμαρτωλή ζωή. Αν όμως εμείς θέλουμε να περπατάμε στα σκοτάδια της παρανομίας και όχι στα λευκά, αγνά και καθαρά μονοπάτια του Θεού, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας. Όλα θα ΄ρθούν στραβά, κακά κι ανάποδα... Γι΄ αυτό λέγει ο πρώτος ψαλμός: “μακάριος ανήρ ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη...”. Ας προσέξουμε πάρα πολύ το ρεύμα του κακού, τη νοοτροπία του κόσμου, τις κακές παρέες.
Όλη η Καινή Διαθήκη είναι γεμάτη από αυτή τη συμπόρευση του Κυρίου με τους μαθητές και τους ακροατές Του. Με τις ιεραποστολικές περιοδείες του Χριστού, όπου μαθητές και κόσμος, όλοι, ζούσαν μέσα στη δοξολογία και τον αίνο ενθουσιασμένοι από τη χάρη των θείων λόγων και τα άπειρα θαύματα του Χριστού. Επίσης και στην Π. Διαθήκη η συμπόρευση αυτή φαίνεται στις ωραίες πορείες του λαού του Θεού κάτω από τη θεία Σκέπη του Παντοκράτορος Κυρίου με τα αλλεπάλληλα θαύματα της τροφοδοσίας του λαού Του και τις νίκες του επί “τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα”.
Τέλος, στο αιώνιο μέλλον του Παραδείσου θα περπατήσει μαζί μας ο Κύριος και μείς μαζί Του στα λευκά. “Ιδού η σκηνή μετά των ανθρώπων”, λέγει στην Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Δηλαδή θα έχουμε τότε: α] Ζωή με τον Χριστό αδιατάρακτη και αδιάκοπη β] Ζωή μέσα στο φως και στη χαρά γ] Ικανοποίηση όλων των πόθων και προσδοκιών δ] Συντροφιά με τους αγγέλους και τους αγίους ε] Ζωή αναμάρτητη και ασκίαστη στ] Απεριόριστες αποκαλύψεις της αγιότητας και της δόξης του Θεού με την καθοδήγηση του αγ. Πνεύματος ζ] Δόξα και μισθό ουράνιο σε όσους πέρασαν δια πυρός και σιδήρου μέσα στους διωγμούς και τις θυσίες.
Και όλο αυτό το θαυμάσιο και εξαίσιο γεγονός δε θα τελειώνει ποτέ, αλλά θα αυξάνεται σε ποσότητα και ποιότητα. Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Πέρασαν έξι χρόνια, που έφυγε από κοντά μας ο μακαριστός, Νικόδημος Γρηγοριάτης, Αγιορείτης Μοναχός.
Αγαπητέ αδελφέ, να χαίρεσαι, καθώς οι βιοτικές μέριμνες η σύζυγος και οι δουλειές δεν τελειώνουν..
Θέλω να γράψω για τον αδελφό Νικόδημο, όμως στενοχωριέμαι, όταν τον θυμάμαι. Δεν θέλω να θυμάμαι ότι έφυγε από κοντά μας, γιατί πονώ. Δεν θέλω όμως να πονώ, γιατί πιστεύω ότι με τη χάρη του Θεού, σε καλύτερο μέρος βρίσκεται, εν χορώ αγγέλων εν μέσω παραδείσω, μόνος με μόνο τω Θεώ, όπως συνήθιζε να λέει και αυτός. Τι είναι τούτη τελικά η δύναμη που ενώνει για πάντα αγνώστους πιότερο από το αίμα των συγγενών; Λες τάχα να’ ναι τούτη η αγάπη μεταξύ των μαθητών, που λέει στο ευαγγέλιο ο Θεός; Ή μήπως είναι τούτη η αγάπη των Αγίων μαρτύρων, προς τον σταυρωθέντα Χριστό ; Αλήθεια σου λέω, στον εν Χριστώ μαραθωνοδρόμο, Νικόδημο, με την σκιά του βοηθό και από την αμαρτία μου χωλός, προσπάθησα ίσα ίσα, λίγο, κοντά του, κάποτε να βρεθώ. Ειλικρινά σου λέω πάλι, δεν γνωρίζω πως, έγινε τούτο το θαύμα, έναν άγνωστο να υπερ- αγαπώ !! Είναι μήπως η λήθη παρηγοριά ή είναι τάχα ο χρόνος βάλσαμο μες στην καρδιά ;
Εξίσταμαι και απορώ !! Άσε με αδελφέ μου, δεν με ακούς, πονώ, και να γράψω που μου ζητάς , θέλω, αλλά δεν μπορώ ! Πώς τον Νικόδημο τον Γρηγοριάτη, με λίγες λέξεις, να περιγράψω μου ζητάς; Όταν χιλιάδες κτύποι της καρδιάς του ασκητού, σταυρωθέντα Χριστό βίωναν καθημερινά !Πώς ο μάρτυρας λίγο πριν το θάνατο, κουράγιο δίνει σε μας τους θεατές; Ούτε αυτό το μυστήριο γνωρίζω, δε μπορώ να το εξηγήσω, όσο και αν με ρωτάς.
Έφυγε από κοντά μας το κατανοώ, Θεός Κύριος γνωρίζει για όλα αυτά, τ΄ άγια μυστήρια τα απ΄ αιώνως κρυφά! Προσπάθησε, άφησε τον εφήμερο πόνο μακριά και προσήλωσε τα μάτια στον Χριστό. Αυτό είναι το μήνυμα του Νικοδήμου στα αδέλφια του, σ΄ όλους εμάς.
Συγχώρα με αδελφέ, μα όπου κοιτάζω όπου βρεθώ, βλέπω ανθρώπους, ολούθε τριγύρω να κοιτούν, εκτός από τον δρόμο του Χριστού. Άστα, μη σε βασανίζουν τα γήινα, τα σκιώδη, τα παροδικά, δεν τα κατάλαβες ότι σαν ατμός, μια μέρα θα εξαφανιστούν όλα αυτά. Μας τα δίδαξε ο αγαπημένος αδελφός, με λόγο, με πράξεις και με φως! Θυμήσου και συ αδελφέ το πράο βλέμμα του που ήταν συνεχώς, καρφωμένο στο σταυρό. Λύσεις σε όλα τα θέματα δεν υπάρχουν όταν εγωιστικά προσπαθώ να βρω, και η λίγη ηρεμία μέσα μου φεύγει όταν τους άλλους με πείσμα νουθετώ !
Με τον εγωισμό, τα μαύρα σύννεφα του θυμού και της απιστίας πάνω μας τραβούμε, κι όταν για να φύγουν τα φυσούμε, ακατόρθωτο φαντάζει από δαύτα να απαλλαγούμε.
Με συνείδηση υπνωτισμένη, με ρούχα καθαρά, περπατούμε για την αγρυπνία… Καταλάγηθι πρώτα με τον αδελφό λέγει ο Κύριος κι ύστερα πήγαινε στην ακολουθία.
Πώς οι ταλαίπωροι ζητούμε πολλάκις το ύψιστο δώρο του Θεού, την Θεία Κοινωνία; Όταν με τις πράξεις μας εκάναμε εχθρούς, όλη την κοινωνία.
Πώς μες τα μάτια την πανάγαθη αγάπη θα ιδούμε ,τον αίροντα, του κόσμου την αμαρτία; Όταν με το στανιό στον συγγενή, στον φίλο ομιλούμε, ενώ θαρρώ εντολή έχουμε απ΄ τον Δεσπότη Χριστό και τον εχθρό να αγαπούμε !
Χριστιανοί κατ’ όνομα και όχι στην ουσία, είναι αδύνατο να κληρονομήσουμε την αιώνια βασιλεία. Σε παρακαλούμε Κύριε μη μας χρεώσεις και αυτήν την αμαρτία, σαν τους τυφλούς Φαρισαίους, που δεν ήξεραν τι πάει να πει φιλανθρωπία; Διότι ουδείς θα κάτσει εις τα δεξιά σου κατά την φοβερή, Δευτέρα Παρουσία !
Όλοι οι μαθητές και αδελφοί, ας ενώσουμε βλέμματα ελπίδα και προσευχή, προς την Αγάπη την εσταυρωμένη, την ουράνια, την παντοτινή, να μας μάθει κι εμάς να συμπονούμε όλον τον κόσμο, με αγάπη σταυρική..
Τούτο μας διδάσκουν οι Άγιοι πατέρες και Νικόδημος θαρρώ, τα λόγια και τις πράξεις του Κυρίου να ακολουθώ, εάν θέλω στο τέλος να σωθώ .Κάνε με να κλάψω, κάνε με να στενοχωρηθώ, αφού το θέλεις για την σωτηρία μου κάνε με να μπορώ στου Νικοδήμου, τον τρόπο σκέψης και ζωής, να πορευτώ. Πώς τα λόγια του να ξεχάσω τα εκφραστικά; Μες τα αυτιά μου με δύναμη, ρήματα ζωής ηχούν εκκωφαντικά !
Ποιος θα μου δώσει δάκτυλα να γράψω; Ποιος θα μου δώσει φωνή για να φωνάξω; Οι Άγγελοι στους ουρανούς, όταν φεύγουμε από εδώ μας οδηγούν, με υπομονή τα μικρά αδέλφια τους από τα τελώνια περνούν. Προσεύχονται, ισάγγελοι κι εμείς να γίνουμε και όχι κτήνη, την άνωθεν ζωή να προτιμήσουμε με τα επουράνια σμήνη..
Χριστό συνεχώς να δοξολογούμε για την μεγάλη τιμή και χάρη, που δεν μας εγκατέλειψε τους ταλαίπωρους, ο διάβολος, αιώνια να πάρει..!! Όλοι εμπρός να τρέξουμε, τον καλόν αγώνα να μην αφήσουμε, για της βιωτής την χάση, που το χώμα θα καταπιεί και ο άνεμος βίαια, κάποια μέρα θα κατασπαράξει.
Ο μυστικός δείπνος στρωμένος απ΄ τα χέρια του Κυρίου, του αφέντη Χριστού, εμάς περιμένει, πλουσιοπάροχος εις πάντας τους διψώντας, εις πάντας τους ταπεινούς.
Χριστός ανέστη εχθές και σήμερον για πάντα, για όλο τον κόσμο. Δι΄ ευχών του γέροντος δόξα τα μεγαλεία σου Κύριε, αντιλαλούν συνεχώς από τα κουρασμένα χείλη, του ασκητού οι ανάσες της καρδίας ευωδιάζουν, έως στην ουράνια πύλη..
Πώς, Νικόδημε, στα πολυτάραχα νερά της βιωτής ατάραχος αγρυπνείς και καθεύδεις; Πώς μέρα με την μέρα την πίστη σου στον Χριστό βήμα σταθερό το βήμα οδεύεις; Πώς κι εμάς σε αυτόν τον ευλογημένο τρόπο σκέψης και ζωής, με την πατρική σου αγκαλιά μας μαζεύεις; Πώς στον δυνατό αγέρα του βίου αλύγιστους και σταθερούς μας θέλεις; Χριστός το πρώτο δίδαξε εάν μαθητής του θέλεις να ΄σαι, μας λες και επιμένεις. Αν στον βασιλιά μας κάνανε άδικα τόσα και τόσα με μανία, τι αντιμετώπιση περιμένουμε εμείς οι απλοί ακόλουθοι του από την κοινωνία;
Γρανιτένια καρδιά να είχες αδελφέ Νικόδημε, θα είχε ραγίσει, θα είχε σπάσει. Μαρτύρα μας κι εμάς τι έχει μέσα και τα βάσανα και τον πόνο έχει ξεπεράσει; Δι΄ ευχών της υπακοής στον γέροντα Χριστό θαρρώ μέσα έχει. O αχώρητος εν παντί τα πάντα εν Πνεύματι κρατεί, ζωογονεί και συνέχει.. Και φτάνει τούτο το μένος της βιωτής να κάψει;
Mακάριος ο άνθρωπος που διψά, που επιτρέπει, στο Πνεύμα συγκάτοικο να γένει. Αυτός ως άλλος Παύλος εις τρεις ουρανούς θα αρπαγεί, με το Πνεύμα σε ευλογημένους τόπους να τον οδηγεί. Εις στην ακατάπαυστη κατάπαυση εκεί τελικά, την αληθινή ειρήνη, ως σύντροφο γλυκειά θα χαρεί.
Όποιος τα σημάδια του Πνεύματος μες στην καρδιά δεν έχει, καλά είναι να ψαχτεί μήπως από την μαθητική ιδιότητα έχει ξεφύγει, έχει τελικά ξεπέσει. Τι λες αδελφέ μου τώρα, μπορεί να συμβαίνει και αυτό, τώρα που υποτίθεται, ότι είμαστε στον δρόμο τον σωστό;! Θυμήσου αγαπητέ φίλε, το δαιμόνιο του Ευαγγελίου, αφού τριγύρω γύριζε για χρόνια, στην ιδία οικία ξαναγύρισε την καθαρή, του << καθαρού πιστού >>, που πίστευε ότι κληρονόμος ήταν, της ζωής της αιωνίας. Εκαυχήθει μυστικά ο ταλαίπωρος ότι από την δική του δύναμη είχε φύγει, ο αιώνιος εχθρός κατά της κοινωνίας. Και σα μαγνήτης η υπερηφάνεια, τράβηξε πάλι, μέσα του, άλλα επτά δαιμόνια της κακίας. Τότε αδύνατο, μου φαίνεται ο άνθρωπος να σωθεί, με πιάνει απελπισία.!! Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά από τον Θεό της αγάπης ..
Συγχωρείστε με για την πτωχή την γλώσσα και την ομιλία, Χριστό μην ανταλλάξουμε για τα επίγεια, για μας θα είναι, μεγάλη αδικία!! Πώς το μυαλό το άπιστο το τυφλό, πολλές φορές εμπιστευόμαστε για οδηγό; Πως τον Θεό του φωτός προσπαθούμε να επισκιάσουμε με το δύσμοιρο το εγώ;
Απορώ κι εξίσταμαι και όσο το σκέπτομαι, τόσο απορώ, αν τελικά πιστεύουμε, ότι έχουμε επουράνιο Πατέρα στον ουρανό!! Γιατί συνέχεια το κατ΄ εικόνα και τον προορισμό μας τον ξεχνούμε, και με τη θεωρία του Δαρβίνου, με τα άλογα ζώα θέλουμε να ομοιωθούμε;
Πώς ο τάλας ο ανθρωπάκος ο τόσο μικρός, εξοργίζει με λόγια και με πράξεις τον Δημιουργό. Αυτός που με την ματιά του κάνει την γη να τρέμει, εμάς τα ανθρωπάκια στην αγκαλιά του να επιστρέψουμε περιμένει… Αυτός που από γλυκούς Αγγέλους εξυμνείτε ακαταπαύστως, πώς ανέχεται την δημιουργία του να κάνουμε άνω κάτω;! Πώς την χάρη και την ευλογία του Θεού, στην ζωή μας ζητούμε; Αφού την παράφρων ανυπακοή με την λογική μας εξυμνούμε. Πώς σε βάθρα τελειότητας μόνοι μας τον εαυτό μας τοποθετούμε, όταν τους γύρω μας αφ΄ υψηλού μυστικά κατηγορούμε.
Ω, Θεέ των Θεών! Ω, Κύριε των Κυρίων! Ευλόγα μας και μη σταματάς, με τις ρανίδες αίματος του τιμίου σώματος σου να μας κοινωνάς. Ατέλειωτο φαίνεται τούτο το ταξίδι της λογικής, που μάταια προσπαθεί, του προ των αιώνων Θεού την πρόνοια με πείσμα δαιμονικά να καταργεί.
Δώσε μας Κύριε την δύναμη για το καλό, δώσε μέσα από την θυσία την χαρά, μη μείνει η ζωή μας επί της γης ματαία, μη μείνει μια ανάμνηση αισχρά.. Θέλω να κλάψω, θέλω να σιωπώ, να καυτηριάσω το πάθος που με κυβερνά, ο εγωισμός με ακράτητη μανία, εχθρό, με κάνει στον Θεό που με αγαπά. Απορώ πως ξεχνώ, πώς γυρίζω την πλάτη, στου Χριστού την σταυρική αγκαλιά, και με ορμή ως χοίρος στα γήινα στην λάσπη το σώμα με τσαλαβουτά. Δώσε λύση, δώσε Λυτρωτά την χάρη σου σε μας, αιώνιοι πιστοί δούλοι σου, ανάξιοι, να μας έχεις από κοντά.
Εάν τους γύρω μας δεν συμπονούμε, την κακομοίρα την ψυχή μας, ας λυπηθούμε, γιατί με την αναλγησία μας την Εσταυρωμένη Αγάπη, της αφαιρούμε…. .Βοήθει μοι Κύριε τα σύνορα του εγωισμού να μικρύνω, μες στην καρδιά, καινούργια, πιο μικρά να χαρτογραφήσω, ειη δυνατόν με την χάρη σου να σβήσω… Βοήθα με Κύριε, βοήθα με τον αμαρτωλό, μην μόνος μου πέσω στον γκρεμό, που με τα ίδια μου τα χέρια, τον έσκαψε το καταραμένο το εγώ…
Με την φωτιά της ταπείνωσης το εγώ που κάθεται ψηλά πάνω εκεί, και σαν σκληρός τύραννος τους πάντες επιτηρεί, τους Αγίους τους βίους τους, να σταματήσει να αμφισβητεί. Τον παντογνώστη Θεό να πάψει να εξετάζει με την τόση δα και σκοτισμένη λογική. Βοήθει μη Κύριε να κάψω να φυγαδεύσω μια και καλή, παντελώς στο χάος, να εξοστρακίσω την τυραννία του εγωισμού, την δαιμονική.. Δίδαξε με Κύριε εσένα, συνεχώς, στην ζωή μου να ζητώ, να μην με παρασύρει η επιθυμία στα αμαρτωλά, στο κακό..
Πατέρα, Νικόδημε, γλυκέ μου συμπαραστάτη και αδελφέ, αμετάκλητη απόφαση του Θεού στις πέντε Φλεβάρη, από κοντά μας θέλησε για πάντα να σε πάρει. Τον Θεό για όλα πρέπει οι ταλαίπωροι να ευγνωμονούμε, αγνώμονες και στην πανσοφία του, να μην βρεθούμε. Κοντά σου αιώνιοι φίλοι Χριστό να κοινωνούμε, αυτήν την μεγάλη χάρη από τον Κριτή ζητούμε.
Είθε το νέο έτος φίλοι και εχθροί ευλόγησον να πούμε, την Θεια Κοινωνία με άγιο φωτισμό στην ψυχή να υποδεχτούμε. Μέγα το τείχος είπε ο Άγιος της Αγίας φιλοξενίας, που χωρίζει υμάς προς ημάς, το όνομα του αμετανοησία, η πιο απλά, μέγα αδιαφορία.
Πονώ γονατίζω, την αγάπη σου εκλιπαρώ, άλλαξε την στάση σου σε παρακαλώ. Δεν με μέλει εμένα, λίγο σε ακούω, με αδιαφορία σε κοιτώ…. Μα έτσι αδελφέ αλλοιώνεις την Χριστολογική, το εμείς, για το εγώ. Βγες από την ερημία σου από τα βάσανα των λογισμών, από τον λαβύρινθο τον κακό που δεν έχει ποτέ τελειωμό.. Δεν το λέω εγώ, Θεός Κύριος εκλιπαρεί, με σταυρική θυσία το ζητεί, την μαθητική αγάπη μεταξύ μας, τα έθνη, όλοι, ο Κύριος να ιδεί.
Εγώ φίλε μόνος μου τι μπορώ να κάνω για όλα αυτά ? Αδύναμοι είναι οι καλοί επιμένω, στον κόσμο που χάλασε, από την γνώμη μου δεν βγαίνω…. Πώς τότε τολμάς να λες ότι τον Θεό αγαπάς, που δεν έχεις δει, όταν τον αδελφό σου η ψυχή σου περιφρονεί!!! Πως επικαλείσαι την κούραση ως θυσία περιττή, αφού ο ίδιος ο Δεσπότης από εμάς συνεχώς την ζητεί.. Δεν ανάγνωσες ποτέ ότι ως έκτρωμα λογίζεται η αρετή χωρίς θυσία. Τι λόγο θα δώσουμε στον Δεσπότη Χριστό, για τη δική μας αδιαφορία. Μην κοιτάς μακριά, μην κοιτάς ψηλά, δίπλα την έχεις την ευκαιρία, από την αγάπη στον συνάνθρωπο, την θυσία, θα φτάσεις στην ζωή την αιωνία …..
Ω άνθρωπε, μη πιστέψεις ούτε μια στιγμή, ότι είσαι αυτάρκης κι από τον συνάνθρωπο ή τον Θεό τίποτα δε θα χρειαστείς. Ο Πανταχού παρών που τα πάντα εν σοφία πληροί, την αίτηση σου εκπληρώνει σε όλα τα επίπεδα της ζωής, πριν καν τη σκεφτείς. Ολούθε γύρω όπου να κοιτάξεις, όλη η δημιουργία Θεού θέλοντος, τον άνθρωπο εξυπηρετεί. Τα άλογα ζώα, ψηλά στον ουρανό, κοιτούν και υμνούν τον Θεό, καθώς πίνουν το βρόχινο νερό…
Πώς εσύ επικαλείσαι αμνησία εις στην του Θεού την τόση ευλογία; Θυμήσου την πόρνη την μετανοούσα που τελικά έγινε Αγία…. Την προτίμησε ο Κύριος στην δική του συνοδεία, από τον μαθητή που το χρήμα, πάνω από όλους και όλα, η καρδιά του τελικά προτιμά.
Προσοχή !! Μισητή και μια, είναι η αχαριστία, όσες μορφές κι αν έχει η απληστία. Δεν μισεί ο Θεός τα άτακτα παιδιά, αφού είναι εκ φύσεως αγαθός.. Τα παιδιά που αδικούνται όμως η Παναγιά, τα δείχνει στον Υιό της και Θεό, να τους ρίξει από κοντά, μια γλυκιά, μια επιπλέον στοργική ματιά. Δεν είναι πρέπον με τον δήθεν φωτισμό, να προβάλλουμε το εγώ. Ας κάνουμε το σωστό για όλους, για τον έναν, για τον Χριστό.
Μόδιον του κόσμου και οδηγός, να γίνει ο κάθε Χριστιανός. Αφού πρώτα ιδούμε βαθειά μέσα μας και διορθώσουμε τον κόσμο τον εσωτερικό, ας αρχίσουμε νέα αρχή, με αγάπη θεμιτή, ιλαρό δότη αγαπά κύριος ο Θεός.
Θαύματα, ζητούμε από τον Θεό, να κατεβάσει από τον ουρανό μεγάλη φωτιά. Ο Κύριος απαντά στον υπερήφανο λαό, ένα θαύμα θα σας δείξω, του προφήτη Ιωνά. Διαλέχτε σε ποια θα είστε μεριά, του κήτους η του μαθητή που την προσευχή προτιμά; Πολλοί θα ειπούν την Ανάσταση του εδώ ο Κύριος εννοά !Κι εγώ θα τους πω διαλέχτε πλευρά, με τον σταυρωθέντα, ή με τους σταυρωθέντες θα πάμε παιδιά; Εγώ φίλε στο είπα και πριν ο κόσμος χάλασε, από την σκέψη μου δεν το βγάζω…. Πώς, πότε θα βρέξει και πότε θα χιονίσει, ξέρουμε με ακρίβεια οι μωροί, και τον καύσωνα της αποστασίας που έρχεται πάνω μας δεν βλέπουμε οι τυφλοί !!
Δόξα τη μακροθυμία σου Κύριε ! Δόξα την οικονομία σου Χριστέ ! Δόξα σοι τω δείξαντι το φως ! Δόξα εν υψίστοις Θεώ ! Δόξα σοι μόνε φιλάνθρωπε ! Προσπάθησα κουρασμένος, από τα πολλά, σε ένα δωμάτιο σκοτεινό, να κάτσω να σκεφτώ, να προσευχηθώ, μα το πηχτό σκοτάδι δε με άφηνε τα μέσα μου, τα έξω να αφουγκραστώ. Τούτη τελικά είναι η αχείλλιος φτέρνα μου, ως άνθρωπος να αδυνατώ, να περιγράψω να κατανοήσω, ότι δεν μπορώ να ιδώ…
Την φαντασία μας αδέλφια σε κακοτράχηλα μονοπάτια με το σκοτάδι οδηγό, μην την αφήσουμε να μας παρασύρει και χαθούμε για πάντα, σας εκλιπαρώ .Γι αυτό ο Κύριος μας λέει στο Ευαγγέλιο, εγώ ειμί του κόσμου η οδός, εγώ ειμί του κόσμου το Φως !!Λάβετε όλοι από αυτό το Φως, για να έχετε ζωή φωτεινή, καθαρή, ζωή ελπιδοφόρα, ευτυχισμένη, αμόλυντη, ζωή αιωνία ..Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και θα βρείτε ειρήνη εις στην καρδία, ανάπαυση από την ματαιότητα του κόσμου τούτου και θα νιώσετε πάλι παιδία.
.Από καρδιά τσακισμένη από χείλη λιπαρά, βγάζει η ψυχή ύστατη κραυγή .Χριστός Ανέστη , Αληθώς Ανέστη, επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία !!! Αυτά τα λόγια τα αδελφικά τα είπαμε μεταξύ μας εν αγάπη εν συντομία, για να βαδίζουμε κατά το παράδειγμα του Νικοδήμου, στου Χριστού την οδό, την μακαρία..
Αν δεν το αφήσεις το Πνεύμα να λυπηθεί, δεν πρόκειται ποτέ από μέσα σου να φύγει. Φως αυτό και οδηγός στη ζωή σου θα γίνει, Αγία Μονή θα στήσει στην ψυχή, αιώνια να μείνει.
Καθόλου μην αμφιβάλεις για αυτά που ακούς, δεν είναι λόγια μοναχά για τους μοναχούς…. Κυρίου τα λόγια αγνά, πιστά, αληθή, υπέρ ενδοξοτέρα ,αυτά θα κρίνουν την οικουμένη πέρα ως πέρα !!!Εκ της αδελφότητος των Πειραιωτών Χριστιανών Νικοδήμου Μοναχού. 5-2-15
Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015
""Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνημάτι" (Ιωάννου Χρυσοστόμου)
Ποίημα επί της εξαετούς κοιμήσεως εις μνήμην εν Χριστώ Αδελφού †Νικόδημου Μοναχού Γρηγοριάτου
Μετοίκησε ο Άγγελος! Μη τον ζητείτε πλέον, επί της γής θα εύρητε σωρόν νεκρόν οστέων.
Απήλθε ο Νικόδημος εις πύλας παραδείσου.
Ναι αλλά πόσην εις ημάς κατέλειπεν Αγάπην!
Απεχωρήσθη εξ ήμων ο μηλίτης άωρος οίνος!
Ομόρφων έχων μεθ ‘ ημών μία εν Χριστώ ψυχή εν χείλος, υπαρχων θρέμμα ωεαρόν της αληθούς παιδείας, τον χριστιανικόν δρόμον συνενών μετ ‘ ηθικής σπανίας, την πίστην φέγγος άσβεστον τηρών εν τη ψυχήν του, και δια αυτού μη μολυνθείς εν τη νεότητή του.
Της Πειραϊκής πλειάδος μας εν άστρον απεσβέσθη, εις εκ του στέμματος ημών αδάμας απωλέσθη.
Εις λύχνος είχε ετοιμασθή ελαίου επληρώθη και όταν μόλις εξ αυτού φώς {φίλος ~ αδελφός} διεδόθη, πρίν ή ο λύχνος μας τεθή επί του λυχνοστάτου, ανέτρεψεν αυτόν θεία πνοή καρδιακού θανάτου, – Ώ μάταιοι ημείς θνητοί! – ενώ προσδοκούσαμεν, ενώ ηλπίζαμεν πολλούς, ότι ήθελε φωτίσει.
Ώ, φίλτατε Πατέρα Νικόδημε † Τις δύναται να σε ξεχάση!
Τις δύναται τας σκέψεις του εν εαυτώ να πνίξη;
Όταν ο θάνατος εις ουδέν, την πίστη σου μη πληρούται!
Ως αθλητής δια πολλών γεγυμνασμένος πόνων, ενώ επί το στάδιον κατήλθες των αγώνων, ενώ οι πάντες ήλπιζον ότι ήθελε αποθάνη εις τα όμματα των αδελφών, αλλά αληθών γνησίων, είσαι η εν Χριστώ ζωή και της ζωής γλυκίων.
Νικόδημε· έχεις Θεόν, Χριστώ, εν ουρανοίς πατέρα,
Και την μητέρα του Χριστού μεγάλην σου μητέρα.
Εκεί εν μέσω παμφεγγών αγγελικών θιάσων υμνείται άναξ ο Χριστός του σύμπαντος ανάσσων.
Εκεί θανών και αναστάς αναληφθείς εδρεύει εκεί τους εις αυτόν πιστούς ανακκαλών βραβεύει.
Εκεί πιστοί, Αγγελοφορεμένοι Χριστιανοί Μοναχοί, ως σ΄ύ μύριοι όσοι μετά χαράς της Κρίσεως την ώραν προσδοκώσι.
Εκεί κοσμεί των ουρανών τας υψιδόμους στέγας, πας όστις ηγάπησε μέχρι θανάτου τον Χριστό και ανεδείχθη μέγας.
Λοιπόν για τους Μοναχούς ο θάνατος τι είναι; Ουδέν κακόν.
Πού αι προτού οδύναι του εκείναι;
Παύλα κακών ο θάνατος· τιούτος είναι ήδη·
Είναι αποκατάστασις εν ποθητή πατρίδι μετάστασις εκχείρωνος εις κρείττον· άλλον βίον, συμβίωσις μετά θεού, αγγέλων και αγίων.
Εάν ο Πατήρ Νικόδημος εκείσε ανεκλήθη τις δι’ αυτόν εγόγγυσε; τις άγαν ελυπήθη;
Αν εις τον χούν το χοϊκόν σαρκίον απεδόθη η πτερωθείσα χρυσαλίς εις Ουρανούς υψώθη.
Αν εις την ύλην έδωκε την υλικήν ουσίαν μετέστη ο αθάνατος εις την αθανασίαν.
Αν δε το σώμα εκδυθείς δεν δύνατ’ ήδη φύσει προς σε το εν τω σώματι ως πρίν να κοινωνήση, αλλά και συ μετά μικρόν εκεί θα αποδημήσεις και αν ποθείς και αν άξιος φανείς αυτήν θα συναντήσεις.
Εάν δεν είναι αδύνατον εις έναν Κεραμέα εκ συντριμμάτων παλαιών να πλάση σκεύη νεα, μήπως ο πλάστης του παντός Θεός δεν θα ισχύση τα σώματα εκ της τέφρας των και πάλιν να αναστίση;
Πάσα ζωήν εις παν το ζών αν ούτος έχη δώση δεν θα ισχύση τους νεκρούς εκ νέου να ζωώση;
Με θλίβετε δια τον Νικόδημον, διότι χριστόν εράσθη· άφησε επώδυνον ζωήν, ζωήν χαράς ευρίσκει.
Εις μόνος άξιος ελεϊνών δακρύων ο καταστρέφων εν κακοίς τον εν Χριστώ τον βίον. Αυτός από κακής ζωής εις χείρωνα υπάγει και εις θυρός θα τήκηται αιώνια πελάγη.
Αλλά ο Νικόδημος διά της υπακοής του Γέροντος αυτού, πιστού Μοναχού βιώσας βίον εις τον αθάνατον χώρον ανήλθε των αγίων.
Αν ο αδάμας αφ΄ημών εξαίφνης ηφανίσθη, δεν απωλέσθη ουδαμώς, αλλά εξησφαλίσθη. Το άστρον μας δεν έχασε την λάμψιν την μεγάλην, αν εσιώπησε λαμπρότερον θα ανατείλη πάλιν.
Είναι εργοστάσιον Θεού της γής αυτή η σφαίρα και έχει όργανα το φώς, το ύδωρ, τον αέρα, και είναι μηχαναί αυτού τα ζώντα μας σαρκία, δι ‘ον μορφή ψυχάς θεόν η του Θεού Σοφία.
Κατεργασθείς της ψυχής συνετρίβει το σαρκίον, όπως συντίβει τις ωόν και εξάγει το στρουθίον, και εκ του εργοστασίου της ψυχής μεμορφωμένη υπόπτερος εις τον Θεόν τον οίκον ανεβαίνει.
Εάν λοιπόν και η ψυχή η του πατρός Νικόδημου, πλασθείσα ως ηβούλετο η θέλησις του θείου, εκρίθη ήδη ικανή και ελήφθη εις τα ύψη, τις δύναται κατά Θεού μομφήν να επιρρήψη;
Τις στόμα αύθαδες κινεί τον άμεπτον να ψέξη; τις εις την κρίσην του Θεού τολμά να αντιλέξη;
Νικόδημου, ώ ψυχή, παμπόθητος, φιλτάτη συ χαίρε νύν εν τη ζωή τη μακαριωτάτη, και δέχθητε το άσμα αυτό το ταπεινό εκ φίλων του γνησίων της αρετής σου άμφιτον επί του ουρανού μνημείων.
Αδελφότητα Εν Χριστώ Πειραιωτών
5.2 - 23.1 /2015
Φως μοναχοίς άγγελοι. Φως δε πάντων ανθρώπων μοναδική Πολιτεία, είναι η ζωή κατά μίμηση των Αγγέλων, αυτή στήριξε και στηρίζει την Οικουμένη και ο άνθρωπος, ο χριστιανός που ενδύεται το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα είναι άξιος πολλών επαίνων και μακαρισμών.
Όταν κάποιος, λοιπόν, προσέρχεται για να αφιερώσει τη ζωή του εξ όλης της ψυχής και της διανοίας του στο Νυμφίο Χριστό τότε χαίρεται και αγάλλεται ο ουρανός και πανηγυρίζει ο κόσμος των Αγγέλων γιατί ένας ακόμα άνθρωπος τάχθηκε να μιμηθεί τη ζωή τους. Ο μοναχός και η μοναχή κινούνται μέσα στην ιερή προσμονή του Ουράνιου Νυμφίου τους. Ζουν και κινούνται σε μια πνευματική όαση με το νοσταλγικό λόγο «ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος ούτος». Και μαζί με τον κόσμο παρέρχεται το όνομα το παλαιό και λαμβάνει νέο όνομα, διότι αφού εγκαταλείπει τον παλαιό άνθρωπο και ενδύεται το νέο άνθρωπο.
Την ώρα της μοναχικής κουράς προσέρχεται ο δόκιμος μοναχός ή μοναχή ανυπόδητος, ασκεπής, φορώντας μόνο έναν απλό λευκό χιτώνα και δηλώνοντας έτσι ότι όλα τα περιττά και κοσμικά τα απέρριψε και είναι έτοιμος να ενδυθεί το τιμημένο ράσο και τα άγια ρούχα του μοναχού.
Κατά τη μοναχική κουρά ο δόκιμος μοναχός ή μοναχή, ενδύεται το λέντιον (ή ζωστικό ή αντερί) το οποίο είναι μαύρου χρώματος, που συμβολίζει το χιτώνα της ευφροσύνης και της αγαλλιάσεως αντί της γυμνώσεως και της καταισχύνης, την οποία φορέσαμε με την παρακοή μας και αντί της φθοράς και του θανάτου που μας προξένησε αυτή η παρακοή και την οποία φθορά αναιρεί το μοναχικό σχήμα με την υπακοή και τον ενάρετο βίο. Ο χιτώνας αυτός ονομάζεται χιτώνας δικαιοσύνης γιατί η λέξη δικαιοσύνη σημαίνει κάθε αρετή και ο μοναχός φορώντας το οφείλει να γίνει πρόθυμος για κάθε αρετή. Μάλιστα το μαύρο χρώμα του σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι πάντοτε οχυρωμένος πίσω από το πένθος για την αμαρτία και την ξενιτεία για τον κόσμο.
Έπειτα ο μοναχός ή η μοναχή ενδύεται τον ανάλαβο (το πολυσταύρι) ο οποίος φοριέται από τους ώμους μπροστά και πίσω σταυροειδώς και σχηματίζει το σημείο του σταυρού, όχι μία, αλλά πολλές φορές. Εικονίζει το σημείο του σταυρού και σημαίνει ότι ο μοναχός αναλαμβάνει το σταυρό του επί των ώμων του και ακολουθεί το Δεσπότη Χριστό. Καθώς το πολυσταύρι περιέχει πολλούς σταυρούς και περιβάλλει μπροστά και πίσω το σώμα του μοναχού και της μοναχής το περιφράσσει και το οχυρώνει απ' τις προσβολές του διαβόλου και από κάθε κακή επιθυμία.
Έπειτα ζώνεται γύρω απ' τη μέση του δερμάτινη ζώνη «εις νέκρωσιν σώματος και ανακαίνισιν πνεύματος». Η ζώνη αποτελεί σημείον σωφροσύνης, καθαρότητας και νεκρώσεως των κινήσεων της σάρκας κι επίσης σημείον ισχύος εναντίον των παθών και παράλληλα στήριξη στις πράξεις των εντολών.
Κατόπιν, ο μοναχός ή η μοναχή φορά τα σανδάλια, που όπως λένε τα λόγια της μοναχικής κουράς, με τα οποία ετοιμάζεται να εφαρμόσει και να διαδώση το ευαγγέλιο της ειρήνης. Επίσης, τα σανδάλια αυτά τον προφυλάσσουν για να μην προσκρούσουν τα πόδια του και να μην δαγκωθεί από το νοητό όφι, αλλά να επιβαίνει πάνω σ' αυτούς και να καταπατεί λέοντα και δράκοντα δηλαδή τα κρυφά και φθονερά θηρία της κακίας. Με τα σανδάλια αυτά θα τρέχει κατευθείαν την οδό του Ευαγγελίου μέχρις ότου φτάσει στους Ουρανούς, εκεί που είναι το πολίτευμα των μοναχών, κατά τον Απόστολο Παύλο.
Κατόπιν ενδύεται το παλλίον (εξώρασο) του μεγάλου και αγγελικού σχήματος και όπως λέγει στη μοναχική κουρά το ενδύεται ως στολή αφθαρσίας και σεμνότητος και ως σημείο της σκέπης του Θεού για την ευλαβή του ζωή αιώνια σε εκείνον ο οποίος θα το λάβει και αποτελεί τη θεία περιβολή που του χαρίζει το Άγιο Πνεύμα.
Κατόπιν ενδύεται το κουκούλιον της ακακίας ως περικεφαλαία ελπίδος για τη σωτηρία μέσω της εκ Θεού επισκιάσεως της χάριτος, αλλά και για την ύψωση του νου του μέσω της ταπεινοφροσύνης και της ακακίας όπως ακριβώς είναι τα άδολα νήπια, αλλά και για τη Θεού φύλαξη και περίθαλψη της κεφαλής με όλα τα αισθητήρια. Το κουκούλιο κρέμεται μπροστά και πίσω, εκεί όπου βρίσκεται το λογιστικό και η καρδιά.
Τελευταία, ενδύεται το μανδύα, ο οποίος θεωρείται το τελειώτατον ένδυμα και το περιεκτικό όλων, σημαίνει δε τη φυλακτική και σκεπαστική δύναμη του Θεού, ταυτόχρονα το συνεσταλμένο ευλαβές και ταπεινό της Μοναχικής ζωής, ενώ το ότι δεν έχει μανίκια σημαίνει ότι καθ' όλη τη ζωή του όλα τα μέλη του είναι νεκρά για κάθε κοσμική εργασία και αμαρτία. Αφήνει μόνο ελεύθερο το κεφάλι το οποίο βλέπει προς το Θεό και φρονεί τα θεία και ανατρέχει μόνο προς το Θεό. Αλλά, όπως είπαμε και πριν, ακόμα και το κεφάλι του μοναχού ή της μοναχής είναι σκεπασμένο με το κουκούλιο για να μη θεωρηθεί ότι έχει ασκεπή και ακάλυπτα τα αισθητήρια.
Στο σύνολό τους, όλα τα ρούχα του μοναχού εικονίζουν τη νέκρωση του Χριστού μας. Ως τάφος εικονίζεται ο μανδύας και ως εντάφια τα υπόλοιπα ρούχα. Ο ανάλαβος και το Μεγάλο Σχήμα δηλώνουν ότι είναι εσταυρωμένος ο μοναχός για τον κόσμο, όπως άλλωστε το υποσχέθηκε. Το κουκούλιο του εικονίζει το σουδάριο κι έτσι όλος ο μοναχός μιμείται με το σχήμα του τον σταυρωθέντα Δεσπότη του, ο oποίος πέθανε και τυλίχτηκε στα σπάργανα και στο σουδάριο.
Σε όλη του τη ζωή πλέον, ό,τι φορά, θα του υπενθυμίζει ότι συνεσταυρώθηκε με το Χριστό και συνεκρώθηκε μαζί Του και οφείλει να αγωνιστεί για να συναναστηθεί και να συνανυψωθεί και να αναφανεί συγκληρονόμος της πατρικής Βασιλείας και των αγαθών των ετοιμασμένων προ καταβολής κόσμου...
Πηγή: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ τ.115 Συγγραφέας: Μόνικα μοναχή, Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος καί τά Μέλη της Δ.Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος αναγνωρίζοντας τον σπουδαίο ρόλο που διαδραματίζουν οι εκπαιδευτικοί στην διαπαιδαγώγηση των μαθητών καθώς καί τήν σπουδαία ευκαιρία των μαθητών να λάβουν γνώσεις καί αγωγή μέσα από τα εκπαιδευτικά έδρανα που θα καθορίσουν την πορεία της ζωής τους, με την ευκαιρία της Εορτής των Τριών Ιεραρχών απευθύνουν μηνύματα αγάπης καί ευχών με την προσδοκία η ζωή καί το έργο των Αγίων Τριών Ιεραρχών να εμπνέουν πάντοτε την πρόοδό τους.
Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 14ης μηνός Ἰανουαρίου ἐ.ἔ., καί κατόπιν τοῦ ὑπ' ἀριθμ. πρωτ. 1/7.1.2015 ἐγγράφου τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτιστικῆς Ταυτότητος, δι' οὗ ὑποβάλλεται πρότασις διά τήν ἀνάγνωσιν κειμένου Αὐτῆς ἀπευθυνομένου: α. πρός τούς Ἐκπαιδευτικούς ὅλων τῶν βαθμίδων ἐκπαιδεύσεως καί β. πρός τούς μαθητάς καί τάς μαθητρίας ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων, τῶν ὑπαγομένων εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν προσεχῆ Ἑορτήν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (30.1.2015), γνωρίζομεν ὑμῖν, ὅτι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, ἐν τῇ ῥηθείσῃ Συνεδρίᾳ Αὐτῆς, ἀπεφάσισεν ὅπως ἐγκρίνῃ καί ἐπευλογήσῃ τήν ἀνωτέρω πρότασιν, ἀποστείλῃ δέ δι’ Ἐγκυκλίου Σημειώματος Αὐτῆς τά σχετικά κείμενα, ἵνα μερίμνῃ τῶν ἑκασταχοῦ Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν σταλοῦν καί ἀναγνωσθοῦν τό πρῶτον ὑπό τῶν Ἐκπαιδευτικῶν καί τό δεύτερον εἰς τά Σχολεῖα κατά τήν ἡμέραν τῆς Ἑορτῆς.
Πρός τούς Μαθητές καί τίς Μαθήτριες ὅλων τῶν ἑλληνικῶν Σχολείων
Ἀγαπητά μας παιδιά,
Στήν Ἑορτή τῶν Τριῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τιμοῦμε τούς ἐξαίρετους πνευματικούς Ὁδηγούς, οἱ ὁποῖοι προπορεύονται στήν ἐξερεύνηση καί στήν κατανόηση τῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς, μέ ἐφόδια τήν σοφία καί τήν ἁγιότητα.
Οἱ Τρεῖς Ἅγιοι Ἱεράρχες, ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, παραμένουν λαμπρά οἰκουμενικά παραδείγματα εὐσεβῶν Ἐπιστημόνων καί ὑπευθύνων Πνευματικῶν Πατέρων, ἐκπροσωπώντας ὡς μέγιστοι Φωστῆρες τό πάθος, τό δέος, τήν ἔρευνα, τήν μεθοδικότητα καί τήν χαρά τῆς μελέτης, στοιχεῖα τά ὁποῖα συνθέτουν τίς προϋποθέσεις τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, μέ τό κατόρθωμα τῆς ἀρετῆς τῆς ζωῆς τους, εἶναι οἱ Δάσκαλοι πού ἐμπνέουν συμπεριφορές ἀντίστοιχες γιά τήν ἔρευνα καί τήν γνώση, ὥστε μέ πλουσιώτερο ἐσωτερικό κόσμο, νά διεκδικήσετε καί μαζί μέ ἐσᾶς ὅλοι μας, ἀνώτερα νοήματα καί ἀκλόνητες συνθῆκες ὑπάρξεως στήν ζωή, διότι κοινός στηριγμός εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
Οἱ τιμώμενοι σήμερα Τρεῖς Ἱεράρχες, στήν κοινή μας συνείδηση, εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν Προστάτες τῆς Παιδείας καί τῆς Ἐπιστήμης, οἱ ὁποῖοι ἀνέδειξαν τήν πολιτισμική ἀξία τῆς φιλοσοφικῆς γνώσης καί τῆς ἀποκεκαλυμμένης Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας, διότι ὡς δημιουργικοί Παιδαγωγοί μετέβαλαν τίς συνθῆκες πού κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν καί μέ τήν ζωήν τους νοηματοδότησαν τό ἐπίπεδο τοῦ νοήματος τῆς Παιδείας.
«Εἶναι ὡραῖος ὁ νοῦς, ὁ γεμάτος ἀπό γνώση, διότι γνώση εἶναι συμπυκνωμένης σοφίας, σκέψεις πολλῶν», οἱ ὁποῖες σέ ὁδηγοῦν στήν Ἀλήθεια ὄχι διότι ἔμαθες πολλά, ἀλλά διότι ἀναγεννήθηκες, ἀπέκτησες ἐσωτερικές βεβαιότητες, ἀγάπησες τήν Ἐλευθερία καί ἔζησες τήν Ἀλήθεια.
Ἀγαπητά μας παιδιά,
Ἡ Ἐκκλησία μας, ὀρθόδοξα καί ὀρθόπρακτα, τιμᾶ, μελετᾶ, σέβεται, ἐμπνέεται καί προβάλλει τήν κρυστάλλινη χριστιανική πίστη, τήν ἠθική ἀρετή καί τήν ἐπιστημονική καταξίωση τῶν Τριῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν καί εὐχόμαστε ὡς ὑπεύθυνοι πνευματικοί σας Πατέρες, νά ἀκολουθήσετε τά βήματά Τους, ὥστε ὡς γνήσιοι φορεῖς τοῦ Πνεύματος τῆς ἐλεύθερης ἀναζητήσεως τῆς Ἀλήθειας νά γίνετε καί σεῖς, ἡ ἐλπίδα τοῦ Γένους μας, μακριά ἀπό μονομέρειες, συνθέτοντας ἀντιθέσεις, κατά τό παράδειγμά Τους, μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, φῶς γιά ὅλη τήν Οἰκουμένη.
Πρός τούς Ἐκπαιδευτικούς ὅλων τῶν βαθμίδων
Ἀγαπητοί μας Ἐκπαιδευτικοί,
Ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἑορτή τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παιδείας. Εἶναι εὐκαιρία γιά ὅλους νά ἀναλογισθοῦμε τίς εὐθύνες μας ἀπέναντι στούς νέους καί στίς νέες μας.
Εἶναι καλή ἀφορμή γιά νά προβληματισθοῦμε ποιό πρέπει νά εἶναι τό περιεχόμενο τῆς Παιδείας, ὥστε νά μορφώνουμε Ἀνθρώπους, νά δια-μορφώνουμε χαρακτῆρες, νά προσφέρουμε στήν κοινωνία πρόσωπα καί ὄχι ἄτομα, συνειδητούς πολίτες καί ὄχι ἐγωπαθεῖς καί ὑλιστές καταναλωτές.
Οἱ Τρεῖς Μέγιστοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος ἀσχολήθηκαν συστηματικά μέ τά θέματα τῆς μορφώσεως καί τῆς παιδαγωγίας τῶν νέων.
Ὁ Μέγας Βασίλειος στό κείμενό του «Πρός τούς Νέους, ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», προτείνει στούς Χριστιανούς νά διδάσκονται ὅ,τι ἀγαθό ὑπάρχει στά ἀρχαιοελληνικά κείμενα, ἀλλά νά ἀποφεύγουν τίς θρησκευτικές δοξασίες πού περιλαμβάνονται σ’ αὐτά.
Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας μέ τό τεράστιο φιλανθρωπικό ἔργο δείχνει σεβασμό πρός τήν κλασική παιδεία, τῆς ὁποίας ἦταν μέτοχος, ἀλλά παραλλήλως καλεῖ τούς νέους νά εἶναι ἐπιλεκτικοί καί νά ἀπορρίπτουν ὁτιδήποτε τούς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀρετή.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Ἐπιτάφιο πρός τόν Μέγα Βασίλειο, πνευματικό ἀδελφό του, ἐκφράζει τήν ἀγάπη του καί τήν ἐκτίμησή του πρός τήν «θύραθεν παιδεία», δηλαδή πρός τήν κλασική γραμματεία τῶν προγόνων μας καί τονίζει: «Νομίζω ὅτι ἔχει γίνει παραδεκτό ἀπ’ ὅλους τούς συνετούς ἀνθρώπους ὅτι ἡ παιδεία εἶναι τό πρῶτο ἀπό τά ἀγαθά πού ἔχουμε. Καί ὄχι μόνον ἡ Χριστιανική, πού εἶναι ἡ ἐκλεκτότερη καί ἐπιδιώκει τή σωτηρία καί τό κάλλος τῶν θείων πραγμάτων, τά ὁποῖα μόνον μέ τόν νοῦ συλλαμβάνονται. ... Ἀλλά καί ἡ ἐξωχριστιανική παιδεία. ... Ἀπό αὐτά πού μᾶς προσφέρει ἡ ἐξωχριστιανική παιδεία παραδεχθήκαμε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο στήν ἔρευνα καί στίς θεωρητικές ἀναζητήσεις, ἐνῶ ἀποκρούσαμε κάθε τί πού ὁδηγεῖ στήν εἰδωλολατρία, στήν πλάνη καί στό βάθος τῆς καταστροφῆς. Μάλιστα, ἀπό τήν ἐξωχριστιανική παιδεία ἔχουμε ὠφεληθεῖ στήν εὐσέβεια καί στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, γιατί γνωρίσαμε καλά τό ἀνώτερο ἀπό τό χειρότερο καί ἔχουμε κάνει δύναμη τῆς διδασκαλίας μας τίς ἀδυναμίες ἐκείνης». (1)
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖται σήμερα ἀπό κορυφαίους καθηγητές Παιδαγωγικῆς ἑλληνικῶν, εὐρωπαϊκῶν καί ἀμερικανικῶν πανεπιστημίων ὡς σπουδαῖος παιδαγωγός καί θεμελιωτής τῆς σύγχρονης παιδαγωγικῆς.
Δίδασκε ὅτι ὁ χαρακτήρας τοῦ παιδιοῦ διαπλάθεται κατά τήν πολύ τρυφερή ἡλικία καί ἀπό τότε πρέπει νά διδάσκουμε σέ κάθε πλάσμα νά σέβεται τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του.
Τά διδάγματα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἀπαραίτητα ἰδιαιτέρως σέ περίοδο οἰκονομικῆς καί πνευματικῆς κρίσης.
Σήμερα οἱ νέοι μας εἶναι πιό εὔκολο νά παρασυρθοῦν ἀπό φανατισμούς καί ὁλοκληρωτισμούς, ἀπό ἀπάνθρωπες, ἀντικοινωνικές καί ἀντιδημοκρατικές συμπεριφορές.
Πολλά παιδιά γίνονται θύματα τῶν ναρκωτικῶν τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ἄλλα χάνουν κάθε ἐλπίδα, κάθε ἐνδιαφέρον γιά τή ζωή.
Καί ἄλλα μετατρέπονται σέ κυνικούς καί ἐγωπαθεῖς κυνηγούς τῆς ὕλης, χωρίς ἀρχές, χωρίς ἀξίες, χωρίς πρότυπα.
Ἄς δώσουμε στούς νέους μας Χριστό καί Ἑλλάδα. Ἄς τούς προσφέρουμε τήν οὐσιαστική ἑλληνορθόδοξη παιδεία, ἡ ὁποία δέν παραβλέπει τήν ἀνάγκη γιά ἐπαγγελματική καταξίωση οὔτε ἀπορρίπτει τίς θετικές ἐπιστῆμες.
Ἄς ἐνισχύσουμε στά σχολεῖα μας τά Ὀρθόδοξα Θρησκευτικά, τήν Ἑνιαία Ἑλληνική Γλῶσσα καί εὐρύτερα τίς Ἀνθρωπιστικές Ἐπιστῆμες.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε νά διαμορφώσουμε Ἀνθρώπους μέ προσανατολισμό πρός τόν Θεάνθρωπο.
Πηγή: Θρησκευτικά
Οι άνθρωποι έχουν στην καρδιά τους μεγάλο φόβο μήπως απομείνουν απροστάτευτοι και φτωχοί στη ζωή τους, και για τούτο, ο νους κι’ ο λογισμός τους είναι στο να μαζέψουν χρήματα η ν’ αποκτήσουν κτήματα κι’ άλλα πλούτη, για να τα ‘χουνε στην ανάγκη τους.
Και καλά για εκείνους που δεν πιστεύουν στον Θεό, και κρεμούνε την ελπίδα τους στα χρήματα και στ’ άλλα πλούτη. Άλλα τι να πει κανένας για εκείνους που λέγονται χριστιανοί, που πάνε στην εκκλησία και παρακαλούνε τον Θεό να τους βοηθήσει στη ζωή και που λένε πώς έχουνε την ελπίδα τους στον Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους, κι’ από την άλλη μεριά είναι φιλάργυροι, δεν δίνουνε τίποτα στ’ αδέλφια τους, τους φτωχούς, κι’ ολοένα μαζεύουνε χρήματα και πλούτη; Στη ζωή μου είδα πώς οι τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοί είναι οι περισσότεροι, κι’ απορεί κανένας πώς μπορούνε να συμβιβάσουν μία ζωή συμφεροντολογική, με τα λόγια του Χριστού, που λέει και ξαναλέει: «Μη φροντίζετε για το τι θα φάτε και για το τι θα πιείτε και για το τι θα ντυθείτε. Κοιτάξετε τα πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, κι’ όμως ο Πατέρας τους ο ουράνιος τα θρέφει. Κοιτάξετε με πόση μεγαλοπρέπεια είναι ντυμένα τα αγριολούλουδα, που κι’ ο ίδιος ο Σολομώντας δεν στολίσθηκε σαν αυτά τα τιποτένια λουλούδια. Λοιπόν, αν για το χορτάρι του χωραφιού, που σήμερα λουλουδίζει κι’ αύριο το καίγουνε στον φούρνο, φροντίζει ο Πατέρας σας που είναι στον ουρανό, ποσό περισσότερο θα φροντίσει για σάς, ολιγόπιστοι;».
Αυτά είναι λογία καθαρά, απλά, σίγουρα, και δείχνουν πώς πρέπει να είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας του Χριστού. Γιατί πώς μπορεί να έχει πίστη στον Χριστό ένας άνθρωπος, και μαζί να είναι κολλημένος στα χρήματα και στο συμφέρον, πολλές φορές μάλιστα περισσότερο κι’ από τους άθεους; θα πει πως νομίζει πώς θα ξεγελάσει τον Θεό. Άλλα «Θεός ου μυκτηρίζεται» δηλαδή, ο Θεός δεν περιπαίζεται.
Κι’ όμως, η πονηρή γνώμη του ανθρώπου όλα μπορεί να τα συμβιβάσει: Να είναι γαντζωμένος καλά στο χρήμα, δηλαδή στο διάβολο, που τον λέγει ο Χριστός Μαμωνά, Θεό της φιλαργυρίας, και τον ίδιο καιρό να παρουσιάζεται για χριστιανός, να πηγαίνει στην εκκλησιά, να κάνει σταυρούς και μετάνοιες, να κλαίει πολλές φορές από την αγάπη του για τον Χριστό, άλλα να μην μπορεί να ξεγαντζωθεί από τα λεφτά κι’ από τη μανία του παρά. Λογική δεν χωρά καθόλου σ’ αυτούς. Είναι ολότελα αναίσθητοι και πονηροί, κι’ ό,τι κάνουν το κάνουν για να το έχουν δίπορτο, κι’ ό,τι κερδίσουν. «Βάστα γερά», σου λέει, τα λεφτά, που είναι χειροπιαστά, άναβε και κανένα κερί, κάνε και καμιά μετάνοια, για να ‘χεις το μέσο και με τον Χριστό. Αν βγούνε αληθινά τα λογία του για παράδεισο και για κόλαση, έχουμε κι’ από κει τη σιγουράντζα. Ό,τι και να γίνει, είναι κανένας κερδισμένος».
Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Αν, ελπίζουμε στον Χριστό μοναχά για τούτη τη ζωή, είμαστε οι πιο ελεεινοί άνθρωποι». Γιατί οι ψευτοχριστιανοί παρακαλούνε τον Χριστό προπάντων για τις υποθέσεις τούτου του κόσμου, για τις δουλειές τους, για τη σωματική υγεία τους, για τα παιδιά τους, και μόλις σκοτεινιάσει η κατάσταση, αρχίζουν τα παράπονα γιατί ο Χριστός κι’ η Παναγία δεν τρέξανε να τους βοηθήσουν στις δουλειές τους, πολλές φορές σε τέτοιες δουλειές που είναι απάνθρωπες και που τους κάνουν να κακουργούν καταπάνω στ’ αδέλφια τους.
Ο Απόστολος Παύλος λέει πάλι αλλού: «Είναι κάλο να στερεώνετε την καρδιά σας με την ελπίδα στη χάρη του θεού, κι’ όχι με φαγητά (δηλαδή με σαρκικά και υλικά πράγματα), που μ’ αυτά δεν ωφεληθήκαν όσοι αφιερώσανε τη ζωή τους σ’ αυτά, δηλαδή στο να μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τον εαυτό τους πως μ’ αυτά εξασφαλίζονται». Γιατί «επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται».
Δεν υπάρχει κανένα πράγμα πιο σίγουρο από την ματαιότητα του κόσμου, κανένα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας φανερώνει αυτή την απελπιστική ματαιότητα. Και όμως, πόσοι άνθρωποι στον κόσμο κάθισαν και σκεφθήκανε πάνω σ’ αυτό το φανερότατο και σιγουρότατο φαινόμενο, στη ματαιότητα, που θα ‘πρεπε ο κάθε άνθρωπος να το ‘χει μέρα – νύχτα μπροστά του; Μα εμείς κάνουμε σαν το καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), που χώνει το κεφάλι του στον άμμο για να μη βλέπει τον φονιά του, και θαρρεί πώς κρύφτηκε από αυτόν.
Ποσό αξιολύπητοι σ’ αυτό απάνω είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι της γης! Ενώ βλέπουν καθαρά πώς το βάραθρο που κατάπιε όλους τους σπουδαίους από καταβολής κόσμου, και πώς τ’ ανοιχτό στόμα του περιμένει να τους καταπιεί κι’ αυτούς, εκείνοι δος του και καταγίνονται με «μάταια και ψευδή», με πολιτικές πονηριές, με πολέμους, με ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, και με ανοησίες, που διαλαλώνται σ’ όλη την οικούμενη. Ω ανοησία εκείνων που τους λέει ο κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυείς! Τι φτώχεια αληθινά από κρίση κι’ από γνώση! Κι’ από τέτοιους κυβερνιέται ο κόσμος. Η οι άλλοι που καταγίνονται με μανία στις μάταιες φιλοσοφίες και στις τέχνες, και τούς αποθεώνουν οι άλλοι, οι πολλοί που δεν έχουν κουκούτσι κρίση, ενώ ξέρουν καλά πώς δεν θα περάσει πολύς καιρός πού θα σβήσουν όλοι από τον κόσμο!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Ασάλευτο θεμέλιο, Έκδ. Ακρίτας
Πηγή:Περιοδικό: «Φίλοι φυλακισμένων»
Σύλλογος συμπαραστάσεως κρατουμένων «Ο Ονήσιμος»
Τεύχος 11, Φθινόπωρο Χειμώνας 2010. Σελ. 15-17.
1. Τὴν κοιλίαν μου, τὴν κοιλίαν μου ἀλγῶ, καὶ τὰ αἰσθητήρια τῆς καρδίας μου μαιμάσει, φησί που τῶν ἑαυτοῦ λόγων Ἱερεμίας, ὁ τῶν προφητῶν συμπαθέστατος, ἀποκλαιόμενος τὸν Ἰσραὴλ ἀπειθοῦντα, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας ἀλλοτριούμενον, κοιλίαν μὲν τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὀνομάζων, κατὰ τοὺς τῆς τροπῆς νόμους. Οὕτω γὰρ εὑρίσκω πολλαχοῦ τῆς Γραφῆς, εἴτε ὡς ἀπόκρυφον καὶ ἀόρατον (τὸ γὰρ αὐτὸ καὶ ψυχῆς καὶ γαστρὸς τὸ κρύπτεσθα)ι, εἴτε ὡς χωρητικὴν καὶ ἀναδοτικὴν, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, τῶν ἐκ τοῦ λόγου τροφῶν· ὃ γάρ ἐστιν ἐν σώματι τροφὴ, τοῦτο ἐν ψυχῇ λόγος. Αἰσθητήρια δὲ τάχα μὲν τὰ τῆς ψυχῆς κινήματα καὶ διανοήματα, καὶ τούτων μάλιστα, ὅσα ἐκ τῆς αἰσθήσεως, οἷς ὁ δίκαιος σπαράσσεται, καὶ θερμαίνεται, καὶ ὁρμητικῶς ἔχει, καὶ οὐδὲ καθεκτός ἐστι διὰ τὴν ζέσιν τοῦ Πνεύματος· τοῦτο γὰρ τὸ μαιμάσσειν, οἷον προθυμία τις θυμῷ σύγκρατος.
Εἰ δὲ καὶ τῶν σωματικῶν ἔστιν ἃ λαμβάνοι τις αἰσθητηρίων, οὐκ ἀπὸ σκοποῦ λήψεται· καὶ ὀφθαλμῶν, καὶ ὤτων, οὐ μόνον ἀχθομένων τοῖς χείροσι καὶ θεάμασι καὶ ἀκούσμασιν, ἀλλὰ καὶ τὰ βελτίω ποθούντων καὶ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦσαι διὰ τὸ εὔσπλαγχνον. Πλὴν ὅπως ἂν νοῆται ταῦτα, ὁ δίκαιος ἀλγεῖ καὶ μαιμάσσει, καὶ οὐ μετρίως φέρει τὰ πάθη τοῦ Ἰσραὴλ, ὁποτέρως βούλει ταῦτα νοεῖν· εἴτε τὰ σωματικὰ, καὶ τοῦ σωματικῶς ὁρωμένου, εἴτε τὰ πνευματικὰ, καὶ τοῦ νοουμένου πνευματικῶς. Ἐπεὶ καὶ πηγὴν δακρύων ὁ αὐτὸς προφήτης ἐπιζητεῖ, καὶ σταθμὸν ἔσχατον ἐπιποθεῖ, καὶ ἐρημίαν ἀσπάζεται, ἵνα κενώσῃ τὸ πολὺ τῆς λύπης, καὶ κουφισθῇ πως τῆς ἔνδον πληγῆς, καθ᾿ ἡσυχίαν θρηνήσας τὸν Ἰσραήλ.
2. Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Δαβὶδ, οὐ μικρὸν ἔμπροσθεν ἐπὶ τοῖς καθ᾿ ἑαυτὸν δυσχεραίνων, Τίς δώσει μοι, φησὶ, πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Περιστερᾶς ἐπιζητεῖ πτέρυγας, εἴτε ὡς κουφοτέρας καὶ ταχυτέρας· τοιοῦτος γὰρ ἅπας δίκαιος· εἴτε ὡς τὸ Πνεῦμα σκιαγραφούσας, ᾧ μόνῳ τὰ δεινὰ φεύγομεν, ἵν᾿ ὡς ποῤῥωτάτω γένηται ἀπὸ παρόντων κακῶν. Εἶτα τὸ ἐν τοῖς στενοῖς φάρμακον, ἡ ἐλπίς· Προσεδεχόμην, φησὶ, τὸν Θεὸν τὸν σώζοντά με ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος. Ὅπερ οὖν καὶ ἀλλαχοῦ ποιῶν φαίνεται, τάχιστα τῷ λυποῦντι τὸ ἴαμα προστιθεὶς, καὶ ἀγαθὸν ἡμῖν παρέχων παίδευμα καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ τῆς πρὸς τὰ δεινὰ μεγαλοψυχίας· Ἀπηνήνατο, φησὶ, παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου. Ὁρᾷς ἀκηδίας ῥήματα καὶ ἀπογνώσεως; Ἆρ᾿ οὐκ ἔδεισας ὡς περὶ ἀθεραπεύτου τοῦ Δαβίδ; Τί λέγεις; Οὐ δέχῃ παράκλησιν; ἀπελπίζεις παραμυθίαν; οὐδεὶς θεραπεύσει σε; οὐ λόγος, οὐ φίλος, οὐ συγγενής, οὐ συμβουλεύων, οὐ συναλγῶν, οὐ τὰ καθ᾿ ἑαυτὸν διηγούμενος, οὐ τὰ ἀρχαῖα λέγων, οὐ τὰ νῦν παρατιθεὶς, ὅσοι καὶ ἀπὸ χαλεπωτέρων κακῶν διεσώθησαν; Ἔῤῥιπται πάντα; οἴχεται; περικέκοπται; ἀπόλωλε πᾶσα ἐλπίς; κεῖσθαι δεῖ μόνον, τὸ τέλος ἐκδεχομένους; Ταῦτα ὁ μέγας Δαβὶδ, ὁ ἐν θλίψεσι πλατυνόμενος· ὁ καὶ σκιᾶς θανάτου κυκλούσης μετὰ τοῦ Θεοῦ κατεξανιστάμενος. Τί οὖν ἐγὼ πάθω, ὁ μικρὸς, ὁ ἀσθενής, ὁ γήινος, ὁ μὴ τοσοῦτος τῷ πνεύματι; Δαβὶδ ἰλιγγιᾷ, καὶ τίς σώζεται; Τίνα βοήθειαν εὕροιμι κακοπαθῶν, ἢ τίνα παράκλησιν; πρὸς τίνα καταφύγω στενοχωρούμενος; Ἀποκρίνεταί σοι Δαβὶδ ὁ μέγας θεραπευτής, ὁ καὶ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδων διὰ τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος. Πρὸς τίνα καταφεύξῃ παρ᾿ ἐμοῦ βούλει μαθεῖν, αὐτὸς δὲ οὐκ ἐπίστασαι; Τίς ὁ τὰς παρειμένας ἐνισχύων χεῖρας, καὶ γόνατα παραλελυμένα παρακαλῶν, καὶ διὰ πυρὸς ἄγων, καὶ σώζων δι᾿ ὕδατος; Οὐδὲν δεῖ σοι παρατάξεως, φησὶν, οὐχ ὅπλων, οὐ τοξοτῶν, οὐχ ἱππέων, οὐ συμβούλων, οὐ φίλων, οὐκ ἐπικουρίας τῆς ἔξωθεν. Ἔχεις ἐν σεαυτῷ τὴν συμμαχίαν, ἣν κἀγὼ καὶ πᾶς ὁ βουλόμενος. Θελῆσαι δεῖ μόνον, ὁρμῆσαι μόνον. Ἐγγὺς ἡ παράκλησις, ἐν τῷ στόματί σου, καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ, φησὶ, καὶ εὐφράνθην. Τί μνήμης ἑτοιμότερον; Μνήσθητι καὶ σύ, καὶ εὐφράνθητι. Ὢ τοῦ εὐπορίστου τῆς ἰατρεία!ς ὢ τοῦ τάχους τῆς θεραπεία!ς ὢ τοῦ μεγέθους τῆς δωρεᾶ!ς Οὐ κοιμίζει μόνον ὀλιγοψυχίαν καὶ λύπην μνημονευθεὶς ὁ Θεὸς, ἀλλὰ καὶ εὐφροσύνην ἐργάζεται.
3. Βούλει καὶ ἄλλων ἀκοῦσαι φιλανθρωπίας ῥημάτων; Ἐὰν ἐπιστραφεὶς, φησὶ, πρὸς Κύριον στενάξῃς, τότε σωθήσῃ. Ὁρᾶτε τῷ στεναγμῷ τὴν σωτηρίαν συνεζευγμένην; Καὶ ἔτι λαλοῦντός σου, ἐρεῖ· Ἰδοὺ πάρειμι· καὶ φθέγξεται τῇ ψυχῇ σου· Σωτηρία σου εἰμὶ ἐγώ. Οὐδὲν μέσον τῆς αἰτήσεως καὶ τῆς ἐπιτεύξεως· οὐ χρυσὸς, οὐκ ἄργυρος, οὐ λίθοι τῶν διαφανῶν καὶ τιμίων, οὐχ ὅσοις ἄνθρωποι κάμπτονται πρὸς τὸ ἥμερον. Ὅταν εἴπῃ Σοφονίας, ὡς παρὰ τοῦ Θεοῦ λέγων ὠργισμένου καὶ χαλεπαίνοντος· Ἐξερημώσω τὰς ὁδοὺς αὐτῶν τὸ παράπαν, τοῦ μὴ διοδεύειν. Ἐξέλιπον αἱ πόλεις αὐτῶν διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν, μηδὲ κατοικεῖσθαι· ὅταν ἀπειλήσῃ τὰ φρικωδέστατα, ὅταν καταβάλῃ τῇ ἀθυμίᾳ, ὅταν ζόφον ἐργάσηται διὰ τῆς ἀπειλῆς, εὐθὺς ἐπάγει καὶ τὸ τῆς χρηστοτέρας ἐλπίδος φῶς, καὶ ἀνακτᾶταί με τούτοις τοῖς ῥήμασι· Πλὴν εἶπα· Φοβεῖσθέ με, καὶ δέξασθε παιδείαν, καὶ οὐ μὴ ἐξολοθρευθῆτε ἐξ ὀφθαλμῶν αὐτῆς· καὶ ἔτι φαιδροτέροις μικρὸν προιὼν καὶ φιλανθρωποτέροις· Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐρεῖ Κύριος· Θάρσει, Σιὼν, μὴ παρείσθωσαν αἱ χεῖρές σου. Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοὶ, δυνατὸς σῶσαί σε· καὶ ἐπάξει ἐπὶ σὲ εὐφροσύνην, καὶ καινιεῖ σε ἐν τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ, καὶ συνάξει τοὺς συντετριμμένους, καὶ σώσει τοὺς ἐκπεπιεσμένους, καὶ τοὺς ἀπωσμένους εἰσδέξεται. Ταῦτα καὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ λογισμοὶ βούλονται, καὶ ὁ ἐμὸς ἀπαιτεῖ λόγος. Ἀλλὰ δέξασθε λόγους φρονήσεως, ὥς φησιν ὁ θεῖος Σολομὼν, ἵνα μὴ ἐμπεσόντες εἰς κακῶν βάθος καταφρονήσητε, μηδὲ ὑπὸ τῆς ἰδίας ἀμαθίας μᾶλλον ἢ τῆς κατεχούσης δυσχερείας καταποθῆτε.
4. Κύκλος τίς ἐστιν, ἀδελφοὶ, τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ παιδεύει διὰ τῶν ἐναντίων ἡμᾶς ὁ Θεός· ὥσπερ συνεστήσατο τὰ πάντα σοφῶς καὶ συνέδησεν, οὕτω σοφῶς τὸ πᾶν διεξάγων καὶ κυβερνῶν τοῖς ἀνεφίκτοις αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνιάστοις κρίμασιν, ἐν δὲ τοῖς πᾶσι καὶ τὰ ἡμέτερα. Κινεῖται γὰρ, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, τὸ πᾶν περὶ τὸν ἀκίνητον, καὶ σαλεύεται, λόγῳ μὲν οὐδαμῶς (ὁ γὰρ αὐτὸς ἐν πᾶσιν ἑστὼς καὶ ἀκίνητος, κἂν διαφεύγῃ τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν, τοῖς δὲ καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἀπαντῶσί τε καὶ συμπίπτουσιν. Καὶ τοῦτό ἐστι δόγμα Θεοῦ παλαιόν τε καὶ πάγιον, σκότος εἶναι ἀποκρυφὴν αὐτοῦ πρὸ τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν κεχυμένον· καὶ τὰ πολλὰ μὴ καθορᾶσθαι τῆς αὐτοῦ διοικήσεως, πλὴν ὅσον ἐν ἀμυδροῖς αἰνίγμασι καὶ φαντάσμασιν· εἴτε τὸν τῦφον ἡμῶν συστέλλοντος, ἵν᾿ εἰδῶμεν τὸ μηδὲν ὄντες πρὸς τὴν ἀληθινὴν σοφίαν καὶ πρώτην, ἀλλὰ πρὸς αὐτὸν νεύωμεν μόνον, καὶ ζητῶμεν ἀεὶ ταῖς ἐκεῖθεν αὐγαῖς ἐναστράπτεσθαι· εἴτε διὰ τῆς ἀνωμαλίας τῶν ὁρωμένων καὶ περιτρεπομένων μετάγοντος ἡμᾶς ἐπὶ τὰ ἑστῶτα καὶ μένοντα. Πλὴν οὐδὲν ἀκίνητον, ὅπερ ἔφην, οὐδὲ ὁμαλὸν, οὐδὲ αὔταρκες, οὐδὲ εἰς τέλος ὅμοιον, οὔτε τὸ εὐθυμεῖν, οὔτε τὸ ἀθυμεῖν, οὐ πλοῦτος, οὐ πενία, οὐ δύναμις, οὐκ ἀσθένεια, οὐ ταπεινότης, οὐ δυναστεία, οὐ τὸ παρὸν, οὐ τὸ μέλλον, οὐ τὸ ἡμέτερον, οὐ τὸ ἀλλότριον, οὐ μικρὸν, οὐ μεῖζον, οὐχ ὅ τι ἂν εἴποι τις. Καὶ τοῦτο ἴσον ἡ ἀνισότης ἔχει, τὴν περὶ πάντα μεταβολήν. Περιχωρεῖ γὰρ τὰ πάντα ῥᾳδίως, καὶ μεταχωρεῖ, καὶ ἀντικαθίσταται· ὡς αὔραις εἶναι μᾶλλον πιστεύειν καὶ γράμμασι τοῖς καθ᾿ ὕδατος, ἢ ἀνθρώπων εὐημερίᾳ. Καὶ φθόνος μὲν εὐπραξίαν, συμφορὰν δὲ ἔλεος ἵστησιν· καὶ τοῦτο σοφῶς, κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον, καὶ θαυμασίως, ἵνα μήτε τὸ ἀλγεῖν ἀπαραμύθητον ᾖ, μήτε τὸ εὖ πράττειν ἀπαιδαγώγητον.
5. Σωφρόνων δὲ ἀνδρῶν, οἵτινες παιδεύονται ταῖς συμφοραῖς, καὶ ὡς χρυσὸς πυρὶ καθαιρόμενοι λέγουσιν· Ἀγαθόν μοι, ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου· ὡς τικτούσης τῆς ταπεινώσεως τὸ γινώσκειν τὰ δικαιώματα. Καὶ τὸ τοῦ Πέτρου πάσχουσιν, ἐπικαλεσαμένου τὴν σωτηρίαν ἐν τῷ μέλλειν καταδύεσθαι· καὶ μᾶλλόν τι προσχωροῦσι Θεῷ διὰ τὸ ἀλγεῖν, καὶ τὸν εὐεργέτην οἰκειοῦνται διὰ τῆς θλίψεως. Ἐπειδὴ κάμνουσα ψυχὴ ἐγγύς ἐστι Θεοῦ, καὶ τὸ χρῄζειν ἐπιστρέφει πρὸς τὸν δοῦναι δυνάμενον, τῷ ἀφθόνῳ τῆς δωρεᾶς τυχὸν καὶ καταφρονούμενον. Διὰ τοῦτο ἄνω νεύωμεν, ἀδελφοὶ, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ περιστάσει πάσῃ προβαλώμεθα τὴν καλὴν ἐλπίδα, μήτε ἐν ταῖς εὐθυμίαις ἀποβάλωμεν τὸν φόβον, μήτε ἐν τοῖς λυπηροῖς τὸ εὔελπι. Μνησθῶμεν καὶ ἐν εὐδίᾳ τῆς ζάλης, καὶ ἐν χειμῶνι τοῦ κυβερνήτου· ἀλλὰ μὴ ταῖς θλίψεσιν ἐκκακήσωμεν, μηδὲ γενώμεθα δοῦλοι κακοὶ, ἀγαθύνοντι μὲν ἐξομολογούμενοι τῷ Δεσπότῃ, παιδεύοντι δὲ μὴ προστιθέμενοι· καίτοι ποτὲ κρείςσων ὑγιείας πόνος, καὶ ὑπομονὴ ἀνέσεως, καὶ ἐπίσκεψις ἀμελείας, καὶ ἐπιστροφὴ συγχωρήσεως. Εἴπω συντόμως, μήτε διὰ τὰς συμφορὰς πίπτωμεν, μήτε διὰ τὸν κόρον ὑβρίζωμεν.
6. Ὑποτασσώμεθα καὶ Θεῷ καὶ ἀλλήλοις, καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς ἄρχουσιν· Θεῷ διὰ πάντα, διὰ τὴν φιλαδελφίαν ἀλλήλοις, δι᾿ εὐταξίαν τοῖς ἄρχουσιν· καὶ τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳπερ ἂν ὦσιν ἡμερώτεροι καὶ χρηστότεροι. Δεινὸν ἐπιείκειαν δαπανῆσαι τῷ συνεχεῖ τῆς συγγνώμης, ἵνα μὴ καὶ τῆς ἐκείνων τραχύτητος αὐτοὶ δίκας ἀπαιτηθῶμεν, γαλήνην πνεύματι λύσαντες, καὶ φωτὶ ζόφον ἐπάγοντες, καὶ μέλιτι καταμιγνύντες ἀψίνθιον. Ἔστι καὶ οὗτος εἷς τῶν ἡμετέρων νόμων, καὶ οὗτος τῶν ἐπαινουμένων, καὶ κάλλιστα διατεταγμένων τῷ Πνεύματι, τὸ δυνατὸν μετὰ τοῦ καλοῦ δοκιμάσαντι, καὶ νομοθετήσαντι, ὥσπερ δούλους ὑπακούειν δεσπόταις, καὶ γυναῖκας ἀνδράσι, καὶ Κυρίῳ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ μαθητὰς ποιμέσι καὶ διδασκάλοις· οὕτω δὲ καὶ πάσαις ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτάσσεσθαι, οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργὴν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν, ὡς ὑποτελεῖς φόρου τυγχάνοντας· καὶ μὴ κακοποιοῦντας μισεῖν τὸν νόμον, μηδὲ ἀναμένειν τὴν μάχαιραν, ἀλλὰ τῷ φόβῳ καθαιρομένους ἐπαινεῖσθαι ὑπὸ τῆς ἐξουσίας.
7. Μία καὶ ἡ αὐτὴ στάθμη· ἀλλὰ φείδεται μὲν τοῦ ὀρθοῦ, περικόπτει δὲ τὸ περιττόν. Εἷς ἥλιος· ἀλλὰ φωτίζει μὲν τὴν ὑγιαίνουσαν ὄψιν, ἀμαυροῖ δὲ τὴν ἀσθενοῦσαν. Βούλει τι καὶ τῶν ἡμετέρων εἴπω θαῤῥήσας; Εἷς Χριστός· ἀλλ᾿ εἰς πτῶσιν κεῖται καὶ ἀνάστασιν· πτῶσιν μὲν τοῖς ἀπίστοις, ἀνάστασιν δὲ τοῖς πιστεύουσι· καὶ τοῖς μὲν ἔστι πέτρα προςκόμματος, καὶ πέτρα σκανδάλου, ὅσοι μὴ ἔγνωσαν, οὐδὲ συνῆκαν, ἀλλ᾿ ἐν σκότει διαπορεύονται, εἴτε εἰδώλοις θρησκεύοντες, εἴτε μέχρι τοῦ γράμματος διαβλέποντες, καὶ ὑπὲρ τοῦτο αὐγασθῆναι μήτε θέλοντες, μήτε ἰσχύοντες· τοῖς δὲ λίθος ἀκρογωνιαῖος, καὶ πέτρα ἐπαινουμένη, ὅσοι συνδεσμοῦνται τῷ λόγῳ, καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς βεβήκασιν· εἰ βούλει δὲ, ὁ μαργαρίτης ἐκεῖνος, ὃν πάντων ὧν ἔχει ὠνεῖται ὁ καλὸς ἔμπορος. Ἡμεῖς δὲ τοιοῦτόν τι πάσχομεν, ἀδελφοὶ, μὴ τὰ ἑαυτῶν κατορθοῦντες, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐξουσίαν δυσχεραίνοντες· ὥσπερ ἂν εἴ τις αἰτιῷτο τὸν ἀγωνοθέτην ὡς μοχθηρὸν, αὐτὸς ἐκπαλαίων· ἢ τὸν ἰατρὸν ὡς ἀμαθῆ καὶ θρασὺν ταῖς τομαῖς καὶ ταῖς καύσεσι κεχρημένον, αὐτὸς πονήρως διακείμενος, καὶ τῶν αὐστηροτέρων δεόμενος φαρμάκων. Ταῦτά μοι πρὸς τοὺς ἀρχομένους παραμυθία τε ἅμα καὶ νουθεσία· ταῦτα ὁ πενιχρὸς ποιμὴν καταρτίζων τὸ μικρὸν ποίμνιον, ᾧ χαίροντι συνευθυμεῖν, καὶ σκυθρωπάζοντι συστενάζειν, τῆς ἐμῆς ποιμαντικῆς ὁ νόμος.
8. Τί δὲ ὑμεῖς, οἱ δυνάσται καὶ ἄρχοντες; Ἤδη γὰρ πρὸς ὑμᾶς ὁ λόγος μέτεισιν, ἵνα μὴ δόξωμεν πάντη τυγχάνειν ἄνισοι, καὶ τοῖς μὲν τὰ εἰκότα παραινεῖν, ὑμῶν δὲ τῇ δυναστείᾳ παραχωρεῖν, ὥσπερ αἰδοῖ τὴν κατὰ Χριστὸν ἡμῶν ἐλευθερίαν, ἢ δέει ἐκκλίνοντες· ἢ τῶν μὲν κήδεσθαι μᾶλλον, ὑμῶν δ᾿ ἀμελεῖν, ὧν καὶ μᾶλλον φροντίζειν ἄξιον, ὅσῳ καὶ εἰς μείζω φέρουσα ἡ ῥοπὴ ὁποτέρως ἂν ἔχῃ, καὶ πλεῖον τὸ κατορθούμενον· τὸ γὰρ ἐναντίον ἀπείη, καὶ ἡμῶν, καὶ τοῦ λόγου. Τί οὖν φατε; καὶ τί διομολογούμεθα πρὸς ἀλλήλους; Ἆρα δέξεσθε σὺν παῤῥησίᾳ τὸν λόγον; Καὶ ὁ τοῦ Χριστοῦ νόμος ὑποτίθησιν ὑμᾶς τῇ ἐμῇ δυναστείᾳ καὶ τῷ ἐμῷ βήματι. Ἄρχομεν γὰρ καὶ αὐτοί· προσθήσω δὲ, ὅτι καὶ τὴν μείζονα καὶ τελεωτέραν ἀρχήν· ἢ δεῖ τὸ πνεῦμα ὑποχωρῆσαι τῇ σαρκὶ, καὶ τοῖς γηίνοις τὰ ἐπουράνια. Δέξῃ τὴν παῤῥησίαν, οἶδ᾿, ὅτι πρόβατον εἶ τῆς ἐμῆς ποίμνης, τῆς ἱερᾶς ἱερὸν, καὶ θρέμμα τοῦ μεγάλου Ποιμένος, καὶ καλῶς ἄνωθεν ἠγμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, καὶ τῷ φωτὶ τῆς ἁγίας καὶ μακαρίας Τριάδος ὁμοίως ἡμῖν ἐλλαμπόμενον. Διὰ τοῦτό μοι καὶ βραχὺς ὁ πρὸς σὲ λόγος καὶ σύντομος.
9. Χριστῷ συνάρχεις, Χριστῷ καὶ συνδιοικεῖς· παρ᾿ ἐκείνου σοι τὸ ξίφος, οὐκ εἰς ἔργον, ἀλλ᾿ εἰς ἀπειλήν· ὃ καθαρὸν ἀνάθημα τῷ δεδωκότι φυλάσσοιτο. Εἰκὼν εἶ τοῦ Θεοῦ· καὶ εἰκόνα διὰ χειρὸς ἄγεις, ἐνταῦθα οἰκονομουμένην, καὶ πρὸς βίον ἄλλον μεθισταμένην, εἰς ὃν πάντες μεταβησόμεθα, μικρὰ παίξαντες ἐν τῷ τῆς ζωῆς τούτῳ, εἴτε δεσμωτηρίῳ, εἴτε σταδίῳ, εἴτε προχαράγματι, εἴτε σκιάσματι. Τίμησον τὴν συμφυΐαν· αἰδέσθητι τὸ ἀρχέτυπον· γενοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ, μὴ τοῦ κοσμοκράτορος· μετὰ τοῦ χρηστοῦ Δεσπότου, μὴ τοῦ πικροῦ τυράννου. Ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς· ἐκεῖνος καὶ τὸν πρῶτον ἄνθρωπον διὰ τῆς παρακοῆς ἔπληξε, καὶ τὴν ἐπίμοχθον ζωὴν ἐπεισήγαγε, καὶ τὸ κολάζειν, καὶ τὸ κολάζεσθαι διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἐνομοθέτησε. Σὺ δὲ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, μνήσθητι τίνος εἶ ποίημα, καὶ ποῦ καλῇ, καὶ πόσα ἔχεις, καὶ πόσον ὀφείλεις, παρὰ τίνος σοι λόγος, νόμος, προφῆται, αὐτὸ τὸ εἰδέναι Θεὸν, τὸ μὴ ἀπελπίζειν τὰ προσδοκώμενα. Μίμησαι διὰ ταῦτα Θεοῦ φιλανθρωπίαν. Τοῦτο ἔχει μάλιστα θεῖον ἄνθρωπος, τὸ εὖ ποιεῖν. Ἔξεστί σοι Θεὸν γενέσθαι μηδὲν πονήσαντι· μὴ πρόῃ τὸν καιρὸν τῆς θεώσεως.
10. Ἄλλοι χρήματα κενοῦσιν, ἄλλοι σάρκας τῷ πνεύματι, καὶ νεκροῦνται Χριστῷ, καὶ κόσμου παντελῶς ἀπανίστανται· ἄλλοι καθιεροῦσι Θεῷ τὰ φίλτατα. Καὶ τὴν Ἀβραὰμ θυσίαν πάντως ἀκήκοας· ὃς προθυμότερον ἔδωκε τῷ Θεῷ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τῆς ἐπαγγελίας, καὶ εἰς ὃν ἡ ἐπαγγελία, ἢ παρὰ Θεοῦ τὸ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐκομίσατο. Σὲ δὲ τούτων οὐδὲν αἰτοῦμεν· ἑν ἀντὶ πάντων εἰσένεγκε, τὴν φιλανθρωπίαν· ᾗ χαίρει Θεὸς μᾶλλον, ἢ πᾶσιν ὁμοῦ τοῖς ἄλλοις· δῶρον ἴδιον, δῶρον ἄμωμον, δῶρον φιλοτιμίαν Θεοῦ προκαλούμενον. Μῖξον τῷ φόβῳ τὴν ἐπιείκειαν· κέρασον τῇ ἀπειλῇ τὴν ἐλπίδα. Πολλὰ καὶ χρηστότητα κατορθοῦσαν οἶδα, δυσωποῦσαν εἰς ὀφειλομένην ἀντίδοσιν, ὅταν βιάζεσθαι παρὸν συγχωρήσαντες, δυσωπήσωμεν εὐνοίᾳ τὸν ἐλεούμενον. Μηδὲν εἶναί σε πειθέτω τῆς ἀρχῆς ἀνάξιον· μηδὲν ἀποκλειέτω τὸν οἶκτον καὶ τὴν ἡμερότητα, μὴ καιρὸς, μὴ δυνάστης, μὴ φόβος, μὴ μειζόνων ἀρχῶν ἐλπὶς, μὴ θρασύτης τὸ πλέον ἔχουσα. Κτῆσαι τὴν εὔνοιαν ἐν τοῖς ἀναγκαίοις καιροῖς, τὴν ἄνω· χρῆσον Θεῷ τὸν ἔλεον. Οὐδεὶς μετέγνω τῶν Θεῷ τι προεισενεγκάντων. Πολύς ἐστιν εἰς ἀντίδοσιν, μάλιστα μὲν τοῖς ἐκεῖθεν ἀγαθοῖς ἀμειβόμενος τοὺς προκαταβαλόντας τι, καὶ προχρήσαντας· ἔστι δὲ ὅτε καὶ τοῖς ἐνταῦθα πρὸς πίστιν τῶν ὕστερον.
11. Ἔτι μικρὸν, καὶ ὁ κόσμος παρέρχεται, καὶ ἡ σκηνὴ καταλύεται. Πραγματευσώμεθα τὸν καιρόν· τοῖς οὐχ ἑστῶσι τὰ μένοντα ὠνησώμεθα. Ἕκαστος ἡμῶν ἐστιν ἐν ἐπιτιμίοις· καὶ ὁ χοῦς πολλὰ φέρει τὰ ὀφλήματα. Συγχωρήσωμεν, ἵνα συγχωρηθῶμεν· ἀφῶμεν, ἵνα αἰτήσωμεν ἄφεσιν. Ὁρᾷς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ· Χρεωφειλέτης εἰσάγεταί τις πολλῶν ταλάντων, καὶ ἀφίεται τοῦ χρέους· προσάγεται γὰρ ἀγαθῷ δεσπότῃ. Καὶ συγχωρεῖται μὲν, οὐ συγχωρεῖ δέ· δοῦλος γάρ ἐστι καὶ τὴν προαίρεσιν· ἀλλ᾿ ἧς ἔτυχε φιλανθρωπίας περὶ τὸ πλεῖον, ταύτης οὐ μεταδίδωσι τῷ ὁμοδούλῳ περὶ τὸ ἔλαττον, οὐδὲ, εἰ μή τινι ἄλλῳ, τῷ τῆς μεγαλοψυχίας ἑπόμενος ὑποδείγματι περὶ τὸ ἀλλότριον· καὶ ὁ δεσπότης ἀγανακτεῖ. Καὶ τὸ ἑξῆς σιωπήσομαι· πλὴν ἄμεινον τῷ παντὶ, προεισφέρειν τοῦ ἐκεῖσε λόγου τὴν ἐντεῦθεν χρηστότητα.
12. Τί φῄς; Ἔχομέν σε τοῖς λόγοις τούτοις, ὧν ἐραστὴς εἶναι πολλάκις καθωμολόγησας, ὦ κάλλιστε ἀρχόντων, εἴη δὲ προσθεῖναι, καὶ ἡμερώτατε; Ἢ δεῖ, καὶ τὴν πολιάν σοι ταύτην ἀνθ᾿ ἱκετηρίας προσαγαγεῖν, καὶ τὸν τῶν ἐτῶν ἀριθμὸν, καὶ τὴν μακρὰν ἱερωσύνην καὶ ἄσπιλον ταύτην, ἣν αἰδοῦνται τυχὸν καὶ ἄγγελοι, καθαρῶς τῷ καθαρωτάτῳ λατρεύοντες, ὡς τῆς ἑαυτῶν λατρείας ἀξίαν. Πείθει ταῦτα; ἤ τι τολμήσω μεῖζον; τολμηρὸν δέ με ποιεῖ τὸ ἀλγεῖν. Χριστὸν προσάγω σοι, καὶ τὴν Χριστοῦ κένωσιν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὰ τοῦ ἀπαθοῦς πάθη. καὶ τὸν σταυρὸν, καὶ τοὺς ἥλους, οἷς ἐλύθην ἐγὼ τῆς ἁμαρτίας· καὶ τὸ αἷμα, καὶ τὴν ταφὴν, καὶ τὴν ἀνάστασιν, καὶ τὴν ἄνοδον, ἢ καὶ τὴν τράπεζαν ταύτην, ᾗ κοινῇ πρόσιμεν· καὶ τοὺς τύπους τῆς ἐμῆς σωτηρίας, οὓς ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ τελῶ στόματος, ἀφ᾿ οὗ ταῦτα πρὸς σὲ πρεσβεύω, τὴν ἱερὰν καὶ ἄνω φέρουσαν ἡμᾶς μυσταγωγίαν.
13. Εἰ καὶ μὴ δι᾿ ἑν τούτοιν, ἀλλ᾿ οὖν διὰ πάντα, δὸς καὶ ἡμῖν καὶ σεαυτῷ τὴν χάριν, καὶ τῇ κατ᾿ οἶκόν σου Ἐκκλησίᾳ, καὶ τῷ καλῷ τούτῳ Χριστοῦ πληρώματι· ὃ νόμισον ἡμῖν συμπρεσβεύειν, εἰ καὶ ἡμῖν παραχωρεῖ τῆς πρεσβείας, ὡς αἰδεσιμωτέροις διὰ τὸν τιμήσαντα, καὶ ἅμα τῷ τῆς ἀρχῆς νόμῳ κατείργεται. Ἓν τοῦτο καλῶς ἡττήθητι· νίκησον ἡμᾶς φιλανθρωπίᾳ. Ἰδοὺ προσάγω σοι τοὺς ἐμοὺς ἱκέτας ἐναντίον Θεοῦ, καὶ ἀγγέλων, καὶ βασιλείας οὐρανῶν, καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἀνταποδόσεως. Τίμησον τὴν ἐμὴν πίστιν, ἣν ἐπιστεύθην τε καὶ ἐπίστευσα· ὡς ἂν καὶ ἡ σὴ τιμηθείη περὶ τὰ μείζω καὶ τελεώτερα. Κεφάλαιον δὲ τοῦ λόγου, ἔχεις καὶ αὐτὸς ἐν οὐρανῷ Κύριον· τοιούτου τύχοις περὶ σεαυτὸν τοῦ κριτοῦ, οἷόσπερ ἂν αὐτὸς γένῃ τοῖς ἀρχομένοις. Τύχοιμεν δὲ πάντες, καὶ τῶν ἐντεῦθεν χρηστῶν, καὶ τῶν ἐκεῖθεν ἀνεκτοτέρων, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, ᾧ τιμὴ καὶ βασιλεία, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ὥσπερ ἦν, καὶ προῆν, καὶ ἔσται, καὶ νῦν, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: users.uoa.gr/~nektar, Θρησκευτικά
Καθώς η πατρίδα μας διέρχεται βαθιά οικονομική, πνευματική αλλά και πολιτική κρίση, όλο και περισσότερο ακούγονται απορριπτικές αντιλήψεις για τους πολιτικούς ηγέτες μας. Μάλιστα πολλοί αγανακτισμένοι πολίτες, εκφράζουν συχνά απόψεις τελείως απορριπτικές για το θεσμό των πολιτικών ηγετών. Ποιοι όμως πρέπει να είναι οι πολιτικοί ηγέτες; Πως οφείλουν να επιτελούν το έργο τους; Είναι αναγκαία η ύπαρξή τους; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα αντλήσουμε απαντήσεις μέσα από τη σοφία των Πατέρων της Εκκλησίας μας.
1. Η αναγκαιότητα των πολιτικών ηγετών και οι κίνδυνοι της εξουσίας Μπορεί να υπάρξει οργανωμένο κράτος χωρίς πολιτικούς ηγέτες; Ο ιερός Χρυσόστομος απαντά: «Πρέπει να υπάρχουν οι άρχοντες, για να μην τρώμε ο ένας τον άλλο, σαν τα ψάρια» (PG 54, 596). «Ο Θεός μας χάρισε τους άρχοντες, για να έχουμε ευταξία και να μη συμπεριφερόμαστε πιο παράλογα από τα άλογα θηρία. Η εξουσία του άρχοντα είναι παρόμοια με την τέχνη του ηνίοχου και του κυβερνήτη του πλοίου» (PG 55, 491). Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζει: «Είναι προτιμότερο να μη διοικείται ένας λαός από κανέναν, παρά να διοικείται από έναν κακό ηγέτη» (PG 63, 231). Δυστυχώς όμως, τονίζει αλλού, «οι άρχοντες συνήθως είναι διεφθαρμένοι» (PG 59, 274).
Ας προσέξουμε τώρα τη φωνή του Μεγάλου Βασιλείου: «Οι άρχοντες υπάρχουν όχι για να καυχώνται για τη σπουδαία θέση την οποία κατέχουν, αλλά για να τιμούν οι ίδιοι τη θέση αυτή» (PG 32, 497). Γι’ αυτό «όσοι επιδιώκουν την αρετή, δεν αναλαμβάνουν με ευχαρίστηση δημόσια αξιώματα. Αντίθετα, όσοι αποβλέπουν σε χρήματα και δόξα, θεωρούν μέγιστο αγαθό την κατάκτηση κάποιας εξουσίας, για να μπορούν να αποκτούν όσα επιθυμούν» (PG 32, 1041). «Έργο των αρχόντων είναι: να αναχαιτίζουν τις αταξίες του λαού, να τον κατευθύνουν στο σωστό. Όταν όμως αυτοί πρώτοι παραβαίνουν το νόμο, πώς μπορούν να καθοδηγούν τους άλλους;» (PG 56, 24). Γι’ αυτό «πολλοί ηγέτες, όταν κλέβουν, αναγκάζονται να είναι επιεικείς στους αλλους, επειδή έχουν χάσει την παρρησία τους» (PG 51, 309).
Για το ίδιο ζήτημα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Πολλοί άρχοντες σπαταλούν αμέτρητα χρήματα για να κατασκευάσουν πολυτελή έπιπλα, και άλλοι βάζουν τα ακριβότερα αρώματα και ευφραίνονται με τη μουσική των οργάνων, αντί να συμπάσχουν και να υποφέρουν για τη συντριβή του λαού» (PG 35, 961). Γι’ αυτό, ο ιερός Πατήρ απευθύνεται σ’ αυτούς και τους λέει: «Να σέβεστε το αξίωμά σας. Γνωρίζετε πόσο σπουδαίο είναι το έργο σας και τι μεγάλο μυστήριο βρίσκεται γύρω από σας. Κόσμος ολόκληρος βρίσκεται κάτω από την εξουσία σας. Γίνεστε ‘‘θεοί’’ στους υπηκόους σας» (PG 36, 277).
2. Ποιό έργο πρέπει να επιτελούν οι πολιτικοί ηγέτες; Λέει επιγραμματικά γι’ αυτό το θέμα ο Μέγας Βασίλειος: «Οι άρχοντες πρέπει να υπερασπίζονται τα δικαιώματα του Θεού, να τιμωρούν τους παραβάτες» (ΒΕΠΕΣ 53, 125). Και ο ιερός Χρυσόστομος συμπληρώνει: «Δεν πρέπει να επιζητούν τη δική τους τιμή αλλά το κοινό συμφέρον» (PG 62, 671). «Δεν ξεχωρίζουν από τη χλαμύδα, αλλά από το ότι προστατεύουν όσους υποφέρουν, διορθώνουν τα κακώς έχοντα, τιμωρούν την αδικία, δεν επιτρέπουν να καταπατείται το δίκαιο» (PG 52, 678).
3. Ποιά όμως πρέπει να είναι τα προσόντα των πολιτικών ηγετών; Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τα επισημαίνει: «Οι άρχοντες πρέπει να ξεπερνούν κατά πολύ τους άλλους, να γίνονται καθημερινά ανώτεροι, να έχουν αξία και αρετή ανάλογη με το αξίωμά τους» (PG 36, 547). Και ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο πολιτικός ηγέτης πρέπει να έχει βίο ακηλίδωτο, ώστε να τον έχουν όλοι ως παράδειγμα» (PG 62, 547). «Εκείνος που ασκεί την πολιτική εξουσία δεν θα μπορέσει να τη διαχειρισθεί δίκαια, αν προηγουμένως δεν κυβερνήσει τον εαυτό του όπως πρέπει, και αν δεν τηρήσει με μεγάλη ακρίβεια και τους πολιτικούς και τους θρησκευτικούς νόμους» (PG 61, 508). «Εκείνος που είναι σε θέση να άρχει και να άρχεται, αυτός θα μπορέσει να κυβερνήσει και την οικογένειά του. Εκείνος που μπορεί να κυβερνήσει το σπίτι του, θα μπορέσει να κυβερνήσει και μια πόλη, θα μπορέσει να κυβερνήσει όλη την οικουμένη. Αν όμως δεν είναι σε θέση να ρυθμίσει τον ψυχικό του κόσμο, πώς θα μπορέσει να κυβερνήσει την οικουμένη; Πώς θα ωφελήσει άλλους αυτός που δεν μπόρεσε να ωφελήσει τον εαυτό του;» (PG 60, 366). Και αλλού σημειώνει: «Ο άρχοντας σ’ αυτό κυρίως πρέπει να άρχει, στο να νικάει με την αρετή του. Αν όμως νικιέται, δεν είναι πλέον άρχοντας» (PG 62, 99). Γι’ αυτό «ο άριστος άρχοντας πρέπει να είναι αδυσώπητος στον εαυτό του και στις πράξεις του» (PG 58, 668).
Και επιλέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να έχουν υψηλή νοημοσύνη, να μιλούν με παρρησία, να περιφρονούν τα βιοτικά, να μισούν την πονηρία, να είναι ήπιοι και φιλάνθρωποι» (PG 52, 678). Έχουν χρέος «να παραβλέπουν τα δικά τους συμφέροντα και να φροντίζουν για τα προβλήματα του λαού τους» (PG 55, 306).
Τέτοιοι λοιπόν πρέπει να είναι οι πολιτικοί άρχοντες: ικανοί, αδιάφθοροι, ακέραιοι. Φιλάνθρωποι, φιλοπάτριδες και φιλόθεοι. Ανώτεροι σε αρετές και σε ικανότητες από το λαό. Τέτοιους πολιτικούς έχει ανάγκη ιδιαιτέρως σήμερα και η πατρίδα μας. Τέτοιους πολιτικούς έχει χρέος να εκλέγει και ο λαός.
Πηγή: Από το Περιοδικό: «Ο ΣΩΤΗΡ», Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τον παρακάτω συγκλονιστικό λόγο εκφώνησε ο ιερός Χρυσόστομος στα 399, ένα έτος αφού είχε ανεβεί στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτρόπιος ήταν ένας, ευνούχος υπηρέτης των ανακτόρων ο όποιος κατάφερε να φτάσει στο αξίωμα τα υπάτου, του κορυφαίου δηλαδή κρατικού αξιώματος. Εξαιτίας όμως της σκληρότητας και της φιλαργυρίας του έγινε ιδιαίτερα αντιπαθής από το λαό και μάλιστα ο στρατός απαίτησε από τον αυτοκράτορα να τον θανατώσει. Τότε ο φοβερός αυτός διώκτης των χριστιανών κατέφυγε στην εκκλησία για να σωθεί από το φρικτό τέλος που τον περίμενε. Ο Χρυσόστομος τον δέχτηκε και αρνήθηκε να παραδώσει τον υπόδικο στους στρατιώτες που είχαν κυκλώσει το ναό. Στο μεταξύ ο λαός είχε σπεύσει να αντικρίσει τον πρώην παντοδύναμο διώκτη να τρέμει μπροστά στο Ιερό θυσιαστήριο.
Πολλοί από τους χριστιανούς επιθυμούσαν την παράδοσή του στην εξουσία, ώστε να τιμωρηθεί όπως του άξιζε. Τότε ο άγιος με την ομιλία του από τον άμβωνα άδραξε την ευκαιρία και δίδαξε στους χριστιανούς σχετικά με την ματαιότητα των ανθρωπίνων και ταυτόχρονα κίνησε τις καρδιές τους σε έλεος απέναντι του αξιολύπητου αξιωματούχου. Μόνο ένας Χρυσόστομος, ως ρήτορας και ως άγιος, που ήταν θα μπορούσε ταυτόχρονα και να μιλήσει ωμά για το κατάντημα του Ευτροπίου αλλά και να μη φανεί σκληρός. Ο λόγος του μάλιστα προκάλεσε στους πιστούς τη συμπάθεια, την αμνησικακία και την επιθυμία ανταποδόσεως καλού αντί κακού απέναντι του πρώην τυράννου και διώκτη τους. Να σημειώσουμε ότι ο Ευτρόπιος είχε εισηγηθεί και είχε πάρει την έγκριση του αυτοκράτορα την προηγούμενη χρονιά για να ακυρωθεί ο νόμος που όριζε ότι οι ναοί ήταν άσυλα απαραβίαστα.
*****
Σε όλες τις περιστάσεις, αλλά προ παντός σήμερα είναι επίκαιρο να πούμε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Εκκλησιαστής 1, 2). Που είναι τώρα η λαμπρότης του υπατικού αξιώματος; Που τα χαρωπά φώτα; Που τα χειροκροτήματα και οι συνοδείες και οι πολυέξοδες τελετές; Που είναι οι στέφανοι και τα ακριβά διαμερίσματα; Που ο θόρυβος της πόλεως και οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια και οι κολακευτικές αρχές; Όλα αυτά διάβηκαν.
Φύσηξε αγέρας και με μιας όλα τα φύλλα τα έριξε κάτω, δείχνοντας μας γυμνό το δέντρο και σαλευόμενο από τη ρίζα του. Ήταν τόσο δυνατό αυτό το δρολάπι, που απείλησε να ξεριζώσει το δέντρο και να το διαλύσει ολότελα. Που είναι τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Που είναι τα συμπόσια και τα δείπνα; Που είναι το μελισσολόι των παρασίτων και το αψύ κρασί που χυνόταν ολημερίς και οι ποικίλες τέχνες των μαγείρων και οι υπηρέτες της εξουσίας που μιλούσαν και έκαναν περιποιήσεις με πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ήταν όλα εκείνα και όνειρο, και σαν χάραξε η μέρα, αφανίσθηκαν. Ήταν άνθη εαρινά, και σαν πέρασε η άνοιξη, όλα μαράθηκαν. Σκιά ήταν και γοργοπερπάτησε. Καπνός ήταν και διαλύθηκε. Πομφόλυγες ήταν και έσκασαν. Αράχνης ιστός ήταν και έσπασε.
Γι’ αυτό, τούτο τον πνευματικό λόγο ψάλλουμε πάνω σ’ αυτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Αυτός ο λόγος και στους τοίχους και στα ιμάτια και στην αγορά και στο σπίτι και στους δρόμους και στις πόρτες και στα κατώφλια και προ παντός στη συνείδηση του καθενός διαρκώς πρέπει να είναι γραμμένος και νυχτοήμερα να τον μελετάμε. Επειδή η απατηλότης των πραγμάτων και τα προσωπεία και η υπόκρισις από τους πολλούς νομίζονται σαν αλήθεια. Αυτόν τον λόγο πρέπει πάντα και όλες τις ώρες και παντού ο ένας να λέγει στον άλλο και ν’ ακούει από τον πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης».
Δεν σου έλεγα ακατάπαυστα πώς ο πλούτος είναι άστατος; Αλλά εσύ δεν μ’ανεχόσουν. Δεν σου έλεγα ότι είναι αγνώμων δούλος; Αλλά εσύ δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Ιδού τώρα τα γεγονότα βοούν ότι όχι μόνο άστατος, όχι μόνο αγνώμων, αλλά και φονιάς είναι γιατί αυτός σε έκαμε να τρέμεις τώρα και να φοβάσαι. Δεν σου έλεγα όταν διαρκώς με απειλούσες, επειδή σου μιλούσα τη γλώσσα της αλήθειας, ότι εγώ σε αγαπώ περισσότερο από τους κόλακες; Ότι εγώ που σε ήλεγχα, ήμουν περισσότερο με το μέρος σου από ό,τι εκείνοι που σου χαρίζονταν; Δεν πρόσθετα σ’ εκείνα τα λόγια μου το ότι είναι καλύτερα τα τραύματα των φίλων από τα πρόθυμα φιλήματα των έχθρων; Αν υπέμενες τα τραύματα μου, δεν θα σου γεννούσαν το θάνατο τα φιλήματα εκείνων·γιατί οι δικές μου πληγές ετοίμαζαν την ανάρρωσή σου, ενώ οι ασπασμοί εκείνων σου ετοίμαζαν την απώλεια.
Πού είναι τώρα οι οινοχόοι; Πού είναι εκείνοι που ξεπηδούσαν μπροστά σου στις αγορές και σε στεφάνωναν μ’ ένα σωρό εγκώμια; Αποτραβήχτηκαν, αρνήθηκαν τη φιλία, στάθηκαν μακριά από την αγωνία σου, για να σωθούν. Αλλά εγώ δεν κάνω το ίδιο. Δεν σε προσπέρασα αδιάφορος. Έπεσες και σε περιμαζεύω και σε φροντίζω. Η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχθηκε· τα θέατρα που ενίσχυσες και που για χάρη τους συχνά αγανακτούσες εναντίον μας, σε πρόδωσαν και σε άφησαν να πεθάνεις. Αλλά εμείς δεν είχαμε πάψει να σου λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι έτσι; Θέλεις να διαπόμπευσης την Εκκλησία και οδηγείς τον εαυτό σου στο χείλος του κρημνού. Αλλά εσύ δεν τα λογάριαζες. Και τα μεν ιπποδρόμια, αφού σου κατέφαγαν τον πλούτο, ακόνισαν το ξίφος που θα σε θανάτωνε· η δε Εκκλησία που δέχθηκε την παράλογη οργή σου, κάνει τώρα το πάν για να σε γλυτώσει από τα βρόχια του θανάτου.
Και λέγοντας τώρα αυτά, δεν μπαίνω σε ονειδισμό, αλλά θέλω να κάνω πιο ασφαλείς εκείνους που σε τριγυρίζουν εδώ (δηλαδή το εκκλησίασμα) δεν αναξέω τα έλκη του τραυματισμένου, αλλά θέλω να φυλάξω σε υγεία εκείνους που ως τώρα δεν λαβώθηκαν· δεν καταποντίζω το ναυαγό, αλλά θέλω εκείνους που πλέουν με πρίμο αγέρα να τους διδάξω πώς να μη βουλιάξουν. Και πώς θα γίνει αυτό; Αν νιώσουμε τις μεταβολές των ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αυτός, αν είχε φοβηθεί αυτές τις μεταβολές, δεν θα τον εύρισκαν. Αλλ’ επειδή αυτός ούτε από τον εαυτό του ούτε από άλλους γινόταν καλύτερος, εσείς λοιπόν που είστε πνευματικά πλούσιοι, πάρτε ένα κέρδος ακόμη από τη συμφορά του· γιατί, δεν είναι τίποτε πιο τιποτένιο από τα ανθρώπινα πράγματα. Όπως και να τα ονομάσει κανείς, η πραγματικότης θα είναι ισχυρότερη. Αν καπνό, αν χόρτο, αν όνειρο, αν εαρινά άνθη, αν ο, τιδήποτε τα ονομάσει, πολύ πιο άστατα κι εφήμερα είναι και πιο τιποτένια από το τίποτε. Και ότι μαζί με την ευτέλεια έχουν και το απόκρημνο, γίνεται φανερό από τούτη την περίπτωση. Ποιος ήταν ψηλότερα απ’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο; Δεν θάμπωσε όλη την οικουμένη με τα πλούτη του; Αλλά ιδού που κατάντησε πιο αξιολύπητος κι από τους δεσμώτες, πιο ταπεινωμένος κι από τους δούλους, πιο άνεχος κι από εκείνους που πεθαίνουν της πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα και βάραθρα και δήμιους και σύρσιμο στο θάνατο. Και δεν ξέρει, δεν έχει την ευχαρίστηση να ξέρει τουλάχιστον πότε θα πεθάνει, αλλά μέσα στο καταμεσήμερο βρίσκεται σε σκοτάδι πυκνό. Όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα μπορέσω να παραστήσω με τον λόγο την αγωνία του, την αγωνία του να περιμένει κάθε ώρα και στιγμή το θάνατο. Αλλά τι χρειάζονται τα λόγια μου, όταν ο ίδιος είναι εικόνα και υπογραφή των όσων λέγω; Χθες, όταν ήλθαν σ’ αυτόν από το παλάτι για να τον πιάσουν, έτρεξε στον ιερόν αυτόν τόπο με παγωμένη όψη που και τώρα εξακολουθεί να είναι τέτοια· τα δόντια του χτυπούν, τρέμει και λύνεται το κορμί του, η φωνή του ράγισε, παράλυσε η γλώσσα του κι όλα πάνω σ’ αυτόν δείχνουν μια ψυχή παγωμένη.
Και τα λέγω αυτά όχι ονειδίζοντας, όχι μπαίνοντας αδιάκριτα στη συμφορά του, αλλά θέλοντας να μαλακώσω τη δική σας καρδιά και να σας παρακαλέσω έλεος και να σας πείσω ότι αρκετή στάθηκε γι’ αυτόν η τιμωρία. Υπάρχουν ανάμεσα μας άσπλαχνοι και άδικοι, που θα κατηγορήσουν και μένα γιατί τον δέχθηκα πεσμένο μπροστά στο ιερό βήμα θέλοντας, λοιπόν, με τα λόγια μου να μαλακώσω και ν’ αλλάξω την απανθρωπιά τους, γι’ αυτό διαδηλώνω τη συμφορά του άνθρωπου εδώ.
Για τι πράγμα αγανακτείς, αγαπητέ; πες μου. Γιατί -λέγει- στην Εκκλησία κατέφυγε εκείνος που ασταμάτητα την πολεμούσε. Μα γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε περισσότερο να δοξάζεις το Θεό, που τον άφησε να έλθει σε τέτοια ανάγκη, ώστε και τη δύναμη της Εκκλησίας και τη φιλανθρωπία της να μάθει. Τη δύναμη, βλέποντας πώς έπεσε ενώ θαρρούσε ότι ήταν νικητής της· τη φιλανθρωπία, βλέποντας πώς η Εκκλησία που πολεμήθηκε απ’ αυτόν τώρα βάζει ασπίδα να τον προστατέψει και τον δέχεται κάτω από τις πτέρυγες της και τον ασφαλίζει ολότελα και χωρίς να μνησικακήσει για ό,τι εκείνος έπραξε εναντίον της, του άνοιξε την αγκαλιά της με μητρική στοργή.
Αυτό είναι τρόπαιο απ’ όλα τα τρόπαια λαμπρότερο, αυτό είναι νίκη περιφανής, αυτό ντροπιάζει και καταισχύνει ειδωλολάτρες και Ιουδαίους, αυτό είναι φως θριάμβου στο πρόσωπο της Εκκλησίας. Γιατί, αφού πήρε αιχμάλωτο τον εχθρό, τώρα τον λυπάται, κι ενώ όλοι τον άφησαν έρημο, αυτή μόνη σαν μητέρα φιλόστοργη κάτω από τα παραπετάσματα της, τον έκρυψε και στάθηκε αντιμέτωπη στη βασιλική οργή, στη μανία του όχλου, στο γενικό, ακράτητο μίσος. Αυτός είναι ο καλύτερος στολισμός του θυσιαστηρίου. Ποιος στολισμός -θα πεις- ο ακάθαρτος και ο πλεονέκτης και ο συλητής ν’ αγγίζει το θυσιαστήριο; Μη το λες· επειδή και η πόρνη άγγιξε τα πόδια του Χριστού, η τόσο μιασμένη και ακάθαρτη· και δεν ήταν αυτό λάθος του Χριστού, αλλά θαύμα και ύμνος μέγας· γιατί δεν ζημίωσε τον καθαρό η ακάθαρτη, αλλά τη μιασμένη πόρνη ο καθαρός και άμωμος την καθάρισε με το άγγιγμα. Μη, λοιπόν, μνησικακείς, άνθρωπε. Όλοι είμαστε δούλοι Εκείνου που έλεγε ενώ τον σταύρωναν: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,33).
Αλλά θα πεις, ότι αυτός ο άνθρωπος απετείχισε την Εκκλησία ως καταφύγιο που ήταν, με διάφορα διατάγματα και νόμους. Αλλά να που με τα γεγονότα έμαθε το κακό που έπραξε και με την είσοδό του εδώ πρώτος αυτός κατάργησε το νόμο που έκαμε κι έγινε θέαμα οικτρό της οικουμένης κι ενώ είναι βουβός όμως έτσι σαν να μιλά και να φωνάζει: Μη κάνετε τέτοια, για να μη πάθετε τέτοια.
Υψώνεται μες από τη συμφορά του σαν διδάσκαλος και τώρα είναι που ξεπηδά από το θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιό είναι αυτό; Ότι η Αγία Τράπεζα έχει δεμένο το λιοντάρι. Όταν θέλουν να απεικονίσουν τη δόξα ενός βασιλέως, δεν θ’αρκεσθούν να τον παραστήσουν καθήμενο πάνω στο θρόνο και να του φορέσουν την αλουργίδα και να του βάλουν στο μέτωπο το διάδημα. Αλλά θα ζωγραφίσουν επίσης, κάτω από το πόδι του, τους νικημένους βαρβάρους, με δεμένα τα χέρια πίσω, και τα κεφάλια στο χώμα. Και ότι δεν χρειάζονται λόγια για ένα τέτοιο δίδαγμα, οι ίδιοι το παραδέχεσθε με τη βία με την οποία όλοι τρέξατε εδώ για να δείτε το θέαμα. Σήμερα η Εκκλησία είναι γεμάτη και λαμπροφόρος. Όσο λαό έβλεπα το Πάσχα συναθροισμένο εδώ, βλέπω και σήμερα. Αυτός ο άνθρωπος αν και αμίλητος, όλους σας κάλεσε, σαλπίζοντας μες από το γεγονός το ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Και κόρες τους θαλάμους, και γυναίκες τους γυναικωνίτες, και άντρες την αγορά άδειασαν και τρέξατε όλοι εδώ, για να δείτε την ανθρώπινη φύση ελεγχόμενη κι από τα εφήμερα αγαθά απογυμνωμένη και το χθεσινό ξετσίπωτο πρόσωπο, που άστραφτε από αναίδεια, πλυμένο από το σφουγγάρι της ντροπής των πραγμάτων και ξεβαμμένο από τα ψιμύθια ολότελα. Γιατί η καλοπέραση που δίνουν οι πλεονεξίες είναι πρόστυχη προσωπίδα σαν γραϊδίου όψης βαμμένη.
Αυτού του καταντήματος είναι μεγάλη η ευγλωττία· τον άνθρωπο που έλαμπε και φαινόταν από παντού, τον έκαμε να είναι τώρα ο πιο αδύνατος από όλους.
Αν πλούσιος μπει εδώ, μεγάλο θα είναι το κέρδος που θα πάρει. Γιατί, βλέποντας από τι ψηλή κορφή κρημνίσθηκε εκείνος που έσειε την οικουμένη όλη, και πώς τώρα είναι ζαρωμένος και δειλότερος από λαγό και βάτραχο, και χωρίς δεσμά σ’ αυτή την κολόνα κολλημένος και αντί με αλυσίδα από το φόβο σφιγμένος γύρω της και τρέμοντας, τότε ο πλούσιος θα αισθανθεί μέσα του να πέφτει ο πυρετός της απληστίας, να σωριάζεται ο εγωισμός του, κι αφού φιλοσοφήσει όπως πρέπει πάνω στ’ ανθρώπινα, θα φύγει από την εκκλησία έχοντας μάθει από τα πράγματα εκείνα που με λόγια διδάσκουν οι άγιες Γραφές, ότι δηλαδή· «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ησ. 40, 6-7). Επίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψαλμ. 36, 2). Επίσης «ὅτι… ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι (αυτού)» (Ψαλμ. 101, 4) κ.τ.λ.
Αν πάλι μπει εδώ ο φτωχός και υψώσει τα μάτια του σ’ αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα λυπηθεί τον εαυτό του ούτε θα στενοχωρηθεί για τη φτώχεια του. Αλλά θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη στη φτώχεια του, γιατί του είναι άσυλο και λιμάνι ακύμαντο και τείχος ασφαλές. Και βλέποντας ό,τι βλέπει, θα προτιμήσει χίλιες φορές να μείνει εκεί που βρίσκεται παρά ν’αποκτήσει για λίγο τον κόσμο ολόκληρο κι ύστερα να κινδυνεύει να χάσει και την ίδια του τη ζωή.
Βλέπεις ότι όχι μικρή η ωφέλεια είναι και στους πλουσίους και στους φτωχούς και στους ταπεινούς και στους δοξασμένους και στους δούλους και στους ελευθέρους από μια τέτοια εδώ καταφυγή. Βλέπεις πώς γιατρεύεται ο καθένας μόνο και μόνο που είδε αυτό το θέαμα.
Άρα σας μαλάκωσα το πάθος, σας ξερίζωσα την οργή; Άρα σας έσβησα την απανθρωπιά; Άρα σας οδήγησα σε συμπάθεια; Νομίζω πώς το πέτυχα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Μου το δείχνουν τα πρόσωπα σας και οι πηγές των δακρύων σας. Αφού, λοιπόν, η πέτρα έγινε χώμα παχύ και μαλακό, εμπρός ας βλάστηση το έλεος, ας κυματίσουν τα στάχυα της συμπαθείας μας κάτω από τα μάτια του Θεού κι ας πέσουμε στα γόνατα μπροστά στον βασιλέα, η μάλλον ας παρακαλέσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό να μαλακώσει το θυμό του βασιλέως, να κάνει απαλή την καρδιά του και να μας δώσει ολόκληρη τη χάρη που θα του ζητήσουμε. Και ήδη, από τη μέρα εκείνη που αυτός κατέφυγε εδώ, δεν σημειώθηκε μικρή μεταβολή στις διαθέσεις του βασιλέως. Γιατί, σαν έμαθε ο βασιλεύς πώς κατέφυγε σε τούτο το ιερό άσυλο, έβγαλε λόγο μακρό μπροστά στο στρατόπεδο, που του ζητούσαν να τον αποκεφαλίσει εξαιτίας των εγκλημάτων του, και γαλήνευσε τον στρατιωτικό θυμό. Και είπε ότι δεν πρέπει μόνο τα φταιξίματα, αλλά και τα κατορθώματα του να λογαριασθούν, δείχνοντας έτσι ότι ένιωθε την αγανάκτηση τους, αλλά και ανθρώπινη κατανόηση. Κι όταν πάλι ήλθαν έως εδώ για να εκδικηθούν τον βασιλέα τους, μ’ άγριες φωνές και έξαλλες χειρονομίες και σείοντας τα δόρατα, αυτός εδώ αφήνοντας να ρέουν τα δάκρυα από τα ημερότατα μάτια του και δείχνοντας τους την ιερά τράπεζα όπου είχε καταφύγει, κόπασε την οργή τους.
Αλλ’ ας προσθέσουμε κι εμείς τώρα τη δική μας συμπεριφορά. Ποιας συγχωρήσεως θα είσαστε άξιοι, αν ο βασιλεύς που υβρίσθηκε δεν μνησικακεί, και σεις που τίποτε τέτοιο δεν πάθατε θα φανερώνατε τόση οργή; Και πώς, σαν διαλυθεί αυτή η σύναξη και παύση αυτό το θέαμα, θα προσεγγίσετε τα άγια μυστήρια και θα φέρετε στα χείλη σας την προσευχή εκείνη που ο Κύριος μάς πρόσταξε να λέμε: «ἄφες ἡμῖν… (καθώς) καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματ. 6, 12) αν απαιτητέ τιμωρία;
Έκανε μεγάλες αδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δεν θα το αρνηθούμε ούτε εμείς. Αλλά τώρα δεν είναι καιρός δικαστηρίου, αλλά ελέους· όχι ευθύνης, αλλά φιλανθρωπίας· όχι ανακρίσεως, αλλά συγχωρήσεως· όχι καταδικαστικής ψήφου, αλλά οίκτου και χάριτος. Ας μη φλογίζεται λοιπόν κανένας από οργή, ας μη προβάλλει εμπόδια, αλλά καλύτερα ας δεηθούμε στον φιλάνθρωπο Θεό να δώσει σε τούτο το πλάσμα του προθεσμία ζωής, να εξαρπάσει από τη σφαγή που το απειλεί για να πληρώσει τα φταιξίματα που έκαμε, και όλοι μαζί ας προσέλθουμε στον φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλώντας εξ ονόματος της Εκκλησίας, εξ ονόματος του θυσιαστηρίου, να μάς χαρίσει αυτό τον άνθρωπο που πρόσπεσε στην άγια Τράπεζα.
Αν το πράξουμε αυτό, και ο βασιλεύς θα το δεχθεί και ο Θεός πριν και πάνω από τον βασιλέα θα το επαινέσει και μεγάλη αμοιβή θα μάς αποδώσει για τη φιλανθρωπία που θα δείξουμε. Γιατί, καθώς αποστρέφεται και μισεί τον ωμό και απάνθρωπο, έτσι στον ελεήμονα και φιλάνθρωπο είναι προσηνής και γεμάτος φίλτρο. Και αν μεν αυτός είναι δίκαιος, του πλέκει λαμπρότερα στέφανα· αν δε αμαρτωλός, παρατρέχει τα αμαρτήματα, αμείβοντας τη συμπάθεια που έδειξε ο αμαρτωλός, στον συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Πρ. Ωσηέ 6,6 και Ματ. 9,13). Και παντού της Γραφής βλέπει το Θεό να ζητά ακριβώς αυτό και να το λέγει λύση των αμαρτημάτων.
Έτσι λοιπόν, κι εμείς τώρα θα τον κάνουμε ίλεω, έτσι θα λύσουμε και τα δικά μας φταιξίματα, έτσι θα στολίσουμε την Εκκλησία, έτσι και ο φιλάνθρωπος βασιλεύς θα μάς επαινέσει, καθώς είπα προηγουμένως, και όλος ο λαός θα μάς χειροκροτήσει και τα πέρατα της οικουμένης θα μάθουν τη φιλανθρωπία και την ημερότητα της πόλεως αυτής, και θα γεμίσει η γη από το κήρυγμα του παραδείγματος μας.
Για να απολαύσουμε, λοιπόν, τα τόσα αυτά αγαθά, ας προσπέσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας δεηθούμε, ας αρπάξουμε από τα νύχια του κινδύνου τον αιχμάλωτο, τον φυγάδα, τον ικέτη, για να πετύχουμε κι οι ίδιοι των μελλόντων αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Περιοδική έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών
Τεύχος 21
Νεόμβριος 2010
Πηγή: Το κανδυλάκι
ΠΟΛΛΟΙ νεώτεροι κληρικοί ἔχουν τήν τάση νά ἐμφανίζονται στήν κοινωνία περιποιημένοι καί σύγχρονοι, περιφρονώντας τήν παραδοσιακή ἐμφάνιση πού εἶναι τά ράσα, τό καλυμμαύχι, τά μαλλιά καί τά γένια. Νομίζουν ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό εἶναι πιό κοντά στόν κόσμο καί τό ὅποιο ποιμαντικό τους ἔργο διευκολύνεται καί γίνεται ἀποτελεσματικότερο.
Πρόκειται περί πλάνης. Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν προοδευτικῶν κληρικῶν δέν εὐσταθοῦν. Τό κοσμικό φρόνημα τούς ἐμποδίζει νά προχωρήσουν στήν πνευματική ζωή καί νά ἀποκτήσουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ποιμνίου τους. Μπορεῖ νά κάνουν θόρυβο καί νά ἀκοῦν ἐπαίνους ἀπό μερικούς κοσμικούς καί ἄσχετους, ὅμως δέν βοηθοῦν καθόλου τό ποίμνιό τους πνευματικά. Θά ἔλεγα, χωρίς ὑπερβολή, ὅτι μᾶλλον τό ἀπομακρύνουν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἀλήθεια, πῶς νά ἐμπιστευθεῖς τέτοιους κληρικούς, πού ποτέ δέν γεύτηκαν τήν πνευματική ζωή καί ποτέ δέν ἀπαρνήθηκαν τή νοοτροπία καί τίς ἀδυναμίες τῶν κοσμικῶν;
Ὁ πολύπειρος καί θερμός ὑποστηρικτής τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης περιέγραφε μέ ἐπιτυχία τήν ἐμφάνιση τῶν νεωτέρων κληρικῶν, ἀποκαλύπτοντας συγχρόνως τήν πνευματική τους κενότητα καί τό κοσμικό φρόνημα, πού τούς διαβρώνει καί τούς ἐξαφανίζει κάθε ἴχνος ἱερατικοῦ ζήλου. Ἔγραφε λοιπόν ὁ π. Αὐγουστῖνος σέ ἀναφορά του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο: «Ἐσχάτως μεταξύ τῶν κληρικῶν καί δή τῶν νεωτέρων παρατηρεῖται τάσις, ὅπως οὗτοι ἐμφανίζωνται ἐπί τό κοσμικώτερον. Οὕτω κληρικοί θεῶνται εἰς κουρεῖα. Κόπτουν τήν κόμην καί περικόπτουν τήν γενειάδα, περιλούονται μέ ἀρώματα, καί φρεσκοξυρισμένοι εἰς τόν τράχηλον ἐξέρχονται ἐκ τῶν κουρείων εὐωδιάζοντες ἐκ τῶν ἀρωμάτων.
Ἀποβάλλουν ἐπίσης τό ἐξώρασον καί μέ τό ἀντερί, ἐκ πολυτελοῦς ὑφάσματος, ζωηροῦ καί ἀνοικτοῦ ἔστιν ὅτε χρώματος, μέ κολλάρον, μέ ὡρολόγιον χρυσοῦν εἰς τήν χεῖρα, μέ χρυσῆν ἅλυσιν ἐκ τοῦ λαιμοῦ κρεμασμένην, μέ ὑποδήματα τοῦ τελευταίου συρμοῦ, καί μέ τσιγάρον εἰς τό στόμα καί ἀναπτῆρα εἰς τό χέρι, κάμνουν τήν ἐμφάνισίν των δημοσίᾳ. Παντοῦ. Καί εἰς θέατρα καί εἰς κινηματογράφους καί εἰς γήπεδα ποδοσφαιρικῶν συναντήσεων, διατί ὄχι καί εἰς ταβέρνας καί ἐξοχικά κέντρα, εἰς τά ὁποῖα συχνάζει τό κοσμικώτερον μέρος τῆς κοινωνίας. Ὡς δέ ἔχομεν διαπιστώσει, οἱ μέ τοιαύτην ἐξωτερικήν ἐμφάνισιν κληρικοί εἶναι, κατά κανόνα, φορεῖς καί… νέων ἰδεῶν, ἐκμονδερνισμοῦ καί ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας» («Ἐκκλησιαστικός στρουθοκαμηλισμός», 1973, σελ.159-160).
Οἱ νεωτεριστές κληρικοί εἶναι ὑπερήφανοι, ἀλλά καί ἀμαθεῖς παπαγάλοι. Ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους καί ἐπανα- λαμβάνουν φράσεις καί λέξεις τοῦ συρμοῦ. Μέ παιδαριώδη ἐπιχειρήματα προσπαθοῦν νά ὑποτιμήσουν τούς παραδοσιακούς συναδέλφους τους καί νά τούς ἐμφανίσουν ὡς καθυστερημένους καί ὀπισθοδρομικούς. Χωρίς καμιά ἀναστολή περιφρονοῦν τή νηστεία, τίς ἱερές ἀκολουθίες, τίς ἐκκλησιαστικές παραδόσεις. Εἶναι, θά ἔλεγα, νέοι Λούθηροι. Ἔχουν ἐπίσης καί πολλές κρυφές ἀδυναμίες, στίς ὁποῖες δέν θέλω νά ἀναφερθῶ.
Ἐκεῖνο ὅμως πού πρέπει νά μάθουν καί νά ἀποδεχτοῦν αὐτοί οἱ κληρικοί εἶναι ὅτι «ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ὀρθοδόξου κληρικοῦ ἔχει βαθείας ρίζας εἰς τόν ψυχικόν κόσμον τοῦ λαοῦ, πᾶσα μεταβολή προσκρούει εἰς τά αἰσθήματα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καί προκαλεῖ σκανδαλισμόν συνειδήσεων» (ὅπ. παρ., σελ. 163).
Ὁ λαός μας ἐκτιμᾶ ἰδιαίτερα τούς παραδοσιακούς καί εὐσεβεῖς κληρικούς, ἐνῶ ἀπέναντι στούς νεωτεριστές καί κοσμικούς διατηρεῖ τίς ἐπιφυλάξεις του. Πρέπει οἱ μητροπολίτες νά προσέξουν τό θέμα τῆς ἐμφάνισης τῶν κληρικῶν τους καί νά τούς ἐμπνεύσουν τό σεβασμό στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, γιατί δέν πρόκειται γιά παρωνυχίδα, ἀλλά γιά ἀναγκαία προϋπόθεση προκειμένου νά ἔχει ἐπιτυχία τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ λαϊκή παροιμία ὅτι «τά ράσα δέν κάνουν τόν παπά» εἶναι ὀρθή, γιατί ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ παπάς πρέπει νά εἶναι πνευματικός ἀγωνιστής καί πρῶτος αὐτός νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημά της καί δέν πρέπει νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς μή ἀγωνιζόμενους νεωτεριστές κληρικούς, γιά νά δικαιολογήσουν τήν κοσμική τους νοοτροπία. Καί νά μή ξεχνοῦν ὅτι τά ράσα, πού δέν κάνουν τόν παπά, ἀσκοῦν εὐεργετική ἐπίδραση στόν παπά τόν ἀνυψώνουν στά μάτια τοῦ λαοῦ καί τόν προφυλάσσουν ἀπό παγίδες καί πειρασμούς.
Ορθόδοξος Τύπος,09/01/2015
Πηγη: Ακτίνες
«Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς οσίαις. Υιε Θεού, ζωήν ο διδούς• διο ο κόσμος Σε δοξάζει».
Το Φως ιλαρόν είναι πρωτοχριστιανικός λυχνικός ύμνος, δηλ. εσπερινός ύμνος της πρωτοχριστιανικής λατρείας ή, όπως τον ονομάζει ο άγιος Βασίλειος ο Καππαδόκης, «επιλύχνιος ευχαριστία». Ο περίφημος αυτός ύμνος είναι ποίημα ενός από τους άγιους Μάρτυρες και Ομολογητές των πρώτων αιώνων και μάλιστα της περιοχής αυτής - της Καππαδοκίας και Συρίας. Μια αρχαία παράδοσις τον αποδίδει στον άγιο Ιερομάρτυρα Αθηνογένη, που εμαρτύρησε με δέκα μαθητές του επί Διοκλητιανού στις 16 Ιουλίου στην Σεβαστία, γειτονική πόλη της Καισαρίας, γι' αυτό και ζωγραφίστηκε σε πολλές εκκλησίες της Καππαδοκίας.
Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, στο γνωστό του έργο Περί Αγίου Πνεύματος (κεφ. Κθ': Περί Παραδόσεως στην Εκκλησία) μνημονεύει τον ύμνον αυτόν και μάλιστα αναφέρει ρητώς ένα στίχο του λέγοντας, ότι δεν ξέρει ακριβώς ποιος είναι «ο πατήρ των ρημάτων εκείνων της επιλυχνίου ευχαριστίας» αυτής, αλλά στην συνέχεια μνημονεύει και έναν (άλλον;) ύμνον του αγίου Αθηνογένους (του οποίου αναφέρει το όνομα μόνον, ως πασίγνωστο), και αυτόν μάλλον επιλύχνιον, που τον είπε ή έψαλε ο Μάρτυς μπροστά στους μαθητές του ως «εξιτήριον» (= εξόδιον από τον κόσμον αυτόν) «ορμών ήδη προς την δια πυρός τελείωσιν», πηγαίνοντας δηλ. στην φωτιά του μαρτυρίου του.
Πάντως, όποιος και να είναι ο ποιητής του ύμνου Φως ιλαρόν, πρόκειται οπωσδήποτε για πρωτοχριστιανικό ύμνο (ίσως του γ' ή ακόμη και του β' αιώνος). Διότι ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος λέγει στο ίδιο χωρίο ότι το παρέλαβαν «από τους πατέρας ημών», και ως γνωστόν, οι πατέρες και προπάτορές του ήταν χριστιανοί μάρτυρες και ομολογητές στην μεγαλομαρτυρική Καππαδοκία. Ρητώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος για τον ύμνο μας: «έδοξε της Πατράσιν ημών μη σιωπή την χάριν του εσπερινού φωτός δέχεσθαι, άλλ' ευθύς φανέντος ευχαριστείν» και γι' αυτό στο εσπερινό ιλαρό φως του ηλιοβασιλέματος, «ο λαός αρχαίαν αφήισι την φωνήν», δηλ. όλος ο λαός μαζί ψάλλει τον αρχαίο τούτον ύμνο προς δόξαν του φωτός ή μάλλον του Δημιουργού του φωτός - του Χριστού.
Ο ύμνος Φως ιλαρόν είναι ωραιότατο ποίημα καθαρώς χριστιανικής εμπνεύσεως και περιεχομένου. Εποιήθη και εψάλει ως δοξολογία στον Θεό κατά την εσπερινή ώρα της δύσεως του ηλίου• την ώραν αυτή που απλώνεται στην γη μας ένα χαριτωμένο, ιλαρό φως, με το οποίο τελειώνει η ημέρα, αλλά και προμηνύεται η νύχτα και από την νύχτα πάλι η άλλη ημέρα.
Η αρχή του ύμνου αυτού ξεκινάει από την φύση , με το φυσικό φως του δειλινού και αυτό φανερώνει ότι οι πρώτοι χριστιανοί ζούσαν ανοιχτά και βλέπανε θετικά το κάλλος της φύσεως, την στάση αυτή συναντούμε και στους Εβραίους της Βίβλου και στους αρχαίους Έλληνες.1 Οι πρώτοι χριστιανοί ζούσανε την φύση ως ποίημα, δημιούργημα του Ζώντος και Αληθινού Θεού και γι' αυτό πίσω από την φύση έβλεπαν τον ποιητή της και Αυτόν εδόξαζαν στο κάλλος της. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο ύμνος αναφέρεται στο Φως, το πιο λεπτό και ωραίο και βαθύ στοιχείο στην ορατή φύση. Η φύσις στο βάθος σημαίνει φως και ως φως την έβλεπαν και οι πρώτοι χριστιανοί, και αργότερα οι ησυχαστές, αλλά και η σημερινή πιο προχωρημένη επιστήμη ανάγει τα πάντα στο φως, όπως ακριβώς και τα πρώτα λόγια της Βίβλου.
Υπάρχει όμως και μια βασική διαφορά στην στάση έναντι της φύσεως μεταξύ των πρώτων χριστιανών και των αρχαίων. Οι αρχαίοι εθαύμαζαν την φύση αλλά και την ελάτρευαν, και μάλιστα το φως του ηλίου και των αστέρων και γι' αυτό ελάτρευαν τον αήττητον ήλιον (solus invictus). Οι χριστιανοί απέρριπταν κάθε είδος ειδωλολατρίας και γι' αυτό ελάτρευαν μόνον τον Ζώντα και Αληθινόν Θεόν που απεκάλυψεν και εξηγήσατο (Ιω.1,18) ο Χριστός. Αλλ' οι πρώτοι Χριστιανοί έβλεπαν την φύση και τα πάντα μέσα στην φύση, και μάλιστα το φως, ως χώρο προνοίας και τόπο παρουσίας του Ζώντος και Παρόντος Θεού. Ο κόσμος γι' αυτούς ήταν το σπίτι τους, ο οίκος του Θεού τους, και δεν ήθελαν να τον αρνηθούν ή να τον αφήσουν στα χέρια του διαβόλου και των ψευδοθεών του. Αντί λοιπόν της αρχαίας κοσμολατρίας οι χριστιανοί είχαν έναν υγιή κοσμισμό, μια ορθή κοσμολογία έβλεπαν τον κόσμο ως έργο του Θεού Λόγου, του Χριστού.
Γι' αυτό ο ύμνος μας αρχίζει με αφορμή το χαριτωμένο, ιλαρό φως της δύσεως του ηλίου, που και αυτό είναι έργο (κτίσμα) του Δημιουργού του σύμπαντος. Αλλ' όσο και να είναι ωραίο και ευχάριστο το φως αυτό, αμέσως η σκέψις των πρώτων χριστιανών, η καρδιά τους, τους οδηγεί στο βάθος, στο αληθινό Φως του Κόσμου, που είναι ο Χριστός. Παίρνοντας απλώς αφορμή από το φυσικό γεγονός -πόσο ωραία και ήσυχα ακτινοβολεί το χαμηλό φως του δύοντος ηλίου - οι πρώτοι χριστιανοί βλέπουν σ' αυτό μια εικόνα της θείας αλήθειας: πως ο Χριστός, φως του Θεού Πατρός, προσέρχεται και ακτινοβολεί στον κόσμο, ιλαρώς. Η εικόνα που δίνει το ποίημα φαίνεται στην αρχή φυσική: ένα ήσυχο, ιλαρό φως διάχυτο στον δυτικό ορίζοντα μας αποκαλύπτει μια ωραία, σχεδόν ιερή δόξα του ήλιου και προκαλεί αισθήματα ευχάριστα. Αλλά για τους χριστιανούς αυτό είναι πολύ, πάρα πολύ λίγο. Η νοσταλγία τους ή μάλλον η πρωταρχική πίστις τους και η εσχατολογική ελπίδα τους (που και οι δύο συνιστούν μέσα τους την χριστιανική αισθητή πληροφορία (βλ. Α' Θεσ. 1, 5 και Εβρ. 6. 11 και 10, 22) τους πάει αμέσως, πιο πέρα: στον Ιησού Χριστό (του οποίου το όνομα ο ποιητής του ύμνου άφησε επίτηδες, γι' αργότερα), που είναι το αληθινό και άκτιστο και πραγματικό Ιλαρόν Φως της Δόξης της Αγίας, που είναι ο Αθάνατος Πατήρ (και όχι ο πεπερασμένος ήλιος) και που ο υμνωδός στην συνέχεια στολίζει με μερικά χαρακτηριστικά, τον ονομάζει: Ουράνιο, Άγιο, Μακάριο.
Θα μπορούσαμε από εδώ ακόμη να διαβλέψουμε μια ησυχαστική θεώρηση που προέρχεται από καθαρώς χριστιανική βιβλικο-ησυχαστική πείρα. Το φως είναι η ‘δόξα‘ του ηλίου, η λαμπρή ακτινοβολία του, που τον φανερώνει και μας καθιστά κοινωνούς του. Ο Χριστός είναι το θείον Φως που μας αποκαλύπτει την Δόξα του Θεού Πατρός, μάλλον ο Ίδιος είναι η Δόξα του Πατρός, επειδή μας αποκαλύπτει τον Πατέρα και την αγία, αθάνατη, ουράνια, μακάρια Δόξα Του κάνοντάς μας ταυτόχρονα και μετόχους της Δόξης αυτής και του πλούτου των χαρίτων του Θεού της Αιωνίου Δόξης. Ίσως όμως θα μπορούσαν να εκληφθούν όλα αυτά απρόσωπα, αν ο ποιητής δεν έσπευδε, στο τέλος της στροφής αυτής, να προσθέσει το αγαπητό στους πρώτους χριστιανούς και στους ησυχαστές, και σε μας τους αμαρτωλούς, όνομα: Ιησού Χριστέ.
Είμαι βέβαιος ότι ο ποιητής- υμνωδός, ξεκίνησε στο Φως ιλαρόν από την καθαρώς χριστιανική πείρα του την εν Χριστώ Ιησού, από την γεύση δηλαδή της εν Χριστώ σωτηρίας, χάριτος, νέας ζωής εν Θεώ και συν Θεώ, και δι' αυτής αναγνώρισε όχι μόνον πίσω από το φυσικό φως του ήλιου το θείον Φως του Ήλιου της Δικαιοσύνης, αλλά και αναγνώρισε μέσα στον Ιησού Χριστό τον αληθινό Υιό του Θεού, όπως θα Τον αποκαλέσει (‘Υιε Θεού') και θα Τον αναφέρει λίγο πιο κάτω. Δηλαδή, από την χαριτωμένη πείρα της δόξης του Χριστού Σωτήρος, που είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος του αποκαλύπτοντος τον Χριστό ως Κύριο και Θεό (Α' Κορ. 12, 3, Γαλ. 4,6 κ.λ.π.) ξεκίνησε ο ποιητής, δηλ. οι πρώτοι χριστιανοί, και έτσι όλη η κοσμολογία του και η θεολογία του, δηλ. εδώ Χριστολογία (σχέση του Χριστού προς τον Θεό και τον κόσμο) έχει την Σωτηριολογία ως βάση και ως οδηγό. Γι' αυτό καταλήγει στην πρώτη στροφή του ύμνου, στο περιεκτικό όνομα και πράγμα ‘Ιησού Χριστέ', διότι Αυτός είναι η ταυτότητα του και ταυτότητα μας. (Ένας, νομίζω, λόγος παραπάνω να δεχθούμε ότι ο ύμνος είναι ποίημα ενός πρωτοχριστιανού Μάρτυρος).
(‘Κύριε Ιησού Χριστέ'.., είναι και η προσευχή των ησυχαστών). Διότι, χωρίς αυτόν, τον Χριστό, όλα αυτά, ακόμη και τα πιο χαρακτηριστικά και σπουδαία προσόντα του Θεού, όπως η Δόξα Του (και μάλιστα η Δόξα με την βιβλική της έννοια), δεν έχουν για μας τους ανθρώπους τόση σημασία, μας είναι απρόσιτα, αμέθεκτα, άφθαστα.
Η δεύτερη στροφή (που μερικοί μελετητές της πρωτοχριστιανικής ποιήσεως, μεταξύ των οποίων και ο καθ. Π. Χρήστου, την θεωρούν ως επιπρόσθετο εφύμνιο, πράγμα που είναι υποθετικό, χωρίς σίγουρη απόδειξη), δείχνει πως ο ποιητής ζει και εννοεί τον Ιησού Χριστό μέσα στα Τριαδολογικά πλαίσια, διότι η Χριστολογία της πρώτης Εκκλησίας, όπως και όλης της Ορθοδοξίας μέχρι σήμερα, και των επομένων άγιων ησυχαστών (ασκητών και θεολόγων του ησυχασμού), εννοείται μόνον εντός της ορθής και πλήρους Τριαδολογίας από την οποία είναι αχώριστη. Γι' αυτό ο υμνωδός μας και στην πρώτη στροφή το ίδιο φως συνδέει με τον Χριστό, και στην δεύτερη στροφή με την Αγία Τριάδα: ‘ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν'.
Μπορούμε επίσης να πούμε ότι σ' αυτήν την δεύτερη στροφή ο πρωτοχριστιανός ποιητής παίρνει αφορμή, από το εσπερινό φως της δύσεως του ήλιου, για να υμνήσει την Αγία Τριάδα, διότι οι πρώτοι χριστιανοί, και στην συνέχεια οι Πατέρες της Εκκλησίας (π.χ. ο Γρηγόριος ο θεολόγος) βλέπανε στον ήλιο μια κτιστή εικόνα του Τριαδικού Θεού: ο ίδιος ο ήλιος εσήμαινε τον Θεόν Πατέρα, το φως του - τον Υιόν, και η θερμότητά του - το Άγιον Πνεύμα. Επίσης, μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο ποιητής στο εσπερινό φως, που ενώ δύει μοιάζει να αναγγέλλει το επόμενο ξημέρωμα, βλέπει και αισθάνεται να προμηνύεται η εσχατολογική προοπτική πλήρους της αποκαλύψεως και φανερώσεως του Θεού ως του Τριαδικού Φωτός (βλ. Α' Τιμ. 6, 14-16 και Ιακώβου 1, 5-7).
Με αυτόν τον τρόπο οι πρώτοι χριστιανοί, ξεκινώντας από το φυσικό, κτιστό φως του ηλίου, έβλεπαν όλη την κτίση ως μια αναγωγή, ως μια φυσική μυσταγωγία προς την δοξολογία του Θεού Δημιουργού, που γι' αυτούς, και για μας τους σημερινούς ορθοδόξους, είναι Τριάς, και όχι απλώς ένας Θεός Κτίστης (δηλ. ένας Θεός του στείρου μονοθεϊσμού). Πράγματι, για μας τους χριστιανούς, ο Θεός ως ποιητής της κτίσεως είναι Θεός Τριάς, Θεός που κατά φύσιν είναι κοινωνία προσώπων και όταν δημιούργησε τον κόσμο κάλεσε όλους σε προσωπική κοινωνία μαζί Του: κοινωνία Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος.
Αυτό που είπαμε φαίνεται και στην πρώτη στροφή του ύμνου, όπου ο ποιητής βλέπει το ιλαρόν φως, τον Χριστό, ως φανέρωση της αγίας δόξης του Αθανάτου και επουράνιου Πατρός και έτσι υμνεί την σχέση Υιού και Πατρός (δηλ. των δύο πρώτων προσώπων της Τριάδος). Στην δεύτερη στροφή συμπληρώνει την ευχαριστήριο υμνολογία σε ολόκληρη την Αγία Τριάδα, αναφέροντας και το τρίτο πρόσωπο, το Άγιον Πνεύμα Θεόν (το οποίον, κατά τον άγ. Αθανάσιον και τους Καππαδόκες Πατέρες, συμπληρώνει την τελειότητα της Τριάδος, διότι μόνον «εν τη Τριάδι η τελείωσις έστιν».
Στην τρίτη στροφή το ποίημα μας, που ξεκίνησε από την εσπερινή ώρα για να υμνήσει τον Χριστό και δι' Αυτού την Αγία Τριάδα, τώρα επεκτείνει την υμνολογία και δοξολογία του Χριστού «εν παντί καιρώ και πάση ώρα», λέγοντας ότι «άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι». Διότι, ο Χριστός ως Θεός και όλη η Αγία Τριάς είναι Δημιουργός κάθε ώρας και κάθε χρόνου, όπως και ποιητής κάθε κτίσματος και πράγματος στο σύμπαν. Είναι πολύ φυσικό για τους πρώτους χριστιανούς να τονίσουν, ότι ο Θεός είναι άξιος λατρείας και δοξολογίας όχι μόνον σε ορισμένη ώρα της ημέρας ή της νύχτας, ή σε κάποια μέρα ή περίοδο της εβδομάδος ή του έτους, αλλά Του πρέπει και Του αξίζει ευχαριστία και δοξολογία παντού και πάντοτε: «νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», όπως το λέμε μόνιμα σ' όλες τις λατρευτικές προσευχές και ακολουθίες και λειτουργίες της Εκκλησίας μας. Όλη η ζωή των χριστιανών είναι μία δια βίου μόνιμη λατρεία του Θεού.
Αλλά ο ποιητής προσθέτει και το απαραίτητο ηθικό στοιχείο για την πλήρη συμμετοχή μας στην παντοτινή λατρεία και υμνολογία του Θεού, λέγοντας ότι άξιον είναι να υμνήσουμε τον Χριστό και την Αγία Τριάδα, όχι όπως- όπως, αλλά «φωναίς οσίαις». (Στην νεώτερη γραφή του ύμνου φως ιλαρόν γράφεται και λέγεται «φωναίς αισίαις». δηλ., με χαρά και με αισιοδοξία, αλλά η παλαιά σλαβική μετάφραση διέσωσε την πιο παλιά και ορθή μορφή του κειμένου: φωναίς οσίαις (που και παλαιότερα ελληνικά χειρόγραφα το μαρτυρούν, το νόημα είναι έτσι και βιβλικά πιο κατοχυρωμένο). Η έννοια της φράσεως του στίχου αυτού του ποιήματός μας είναι ότι τον Σωτήρα Χριστόν και τον Θεόν Τριάδα πρέπει να υμνούμε από καρδιά καθαρή και ψυχή όσια, από την οποία βγαίνει η ηθική -οσιακή φωνή ευχαριστίας και δοξολογίας. (Έτσι λέγεται και στους Ψαλμούς: ‘ψάλλατε τω Κυρίω, οι όσιοι αυτού' -Ψαλ. 29-30), και επίσης στις Παροιμίες 22. II: ‘αγαπά Κύριος όσιας καρδίας'- και κυρίως στην Σοφία Σολομώντος 6, 10: ‘οι φωνάξαντες οσίως τα όσια οσιωθήσονται'. Τα λόγια αυτά έχουν πολύ σπουδαία σημασία για την σύνολη στάση μας -και όχι μόνο την ηθική- μπροστά στον Θεό και στα θεία).
Αυτός ο στίχος λοιπόν τονίζει τώρα, μετά την Κοσμολογία, Χριστολογία και Τριαδολογία, και την ηθική που είναι το αναφαίρετο στοιχείο της χριστιανικής μας υπάρξεως και πίστεως και ζωής. Δεν μπορεί δηλαδή να έχουμε πίστη στον Χριστό και την Αγία Τριάδα και να μην την συνοδεύει μια αληθινή αφοσιωμένη οσία ζωή. Διότι το πνεύμα του Θεού (το κατ' εξοχήν Άγιον Πνεύμα, που μόλις προμνημονεύτηκε στον ύμνο) δεν κατοικεί σε ακάθαρτες ψυχές, όπως λέγει η Αγία Γραφή, και γι' αυτό ο Θεός μας καλεί στην σωτηρία και την αγιότητα, που είναι ένα και το αυτό.
Με αυτό τον τρόπο ο ύμνος «Φως ιλαρόν» περιέχει και εκφράζει την καθολικότητα και ακεραιότητα της χριστιανικής πίστεως και ζωής (σύμφωνα με τον αρχαιοχριστιανικό κανόνα: lex orandi - lex credendi - lex Vivendi). Διότι η αληθινή ζωή των χριστιανών πηγάζει από την αλήθεια της πίστεως στον Χριστό, η δε πίστις από την αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στο Πρόσωπο και έργο του Σωτήρος Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού και Θεού του ανθρώπου.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο ποιητής συνεχίζει τον ύμνο μνημονεύοντας τώρα και επικαλούμενος το κύριον όνομα του ύμνου: «Υιε Θεού, ζωήν ο διδούς». Είδαμε στην πρώτη στροφή του ύμνου ότι ο ποιητής επανέλαβε το όνομα: Ιησού Χριστέ, το οποίο, καίτοι είναι όνομα που αναφέρεται στην θεία Οικονομία και όχι μόνο στην θεία φύση του Λόγου, στα συμφραζόμενα του κειμένου το συνδέει με τα θεϊκά χαρακτηριστικά του Χριστού: Φως της Δόξης του Επουρανίου και Αθανάτου Πατρός κ.λ.π, που θα αρμόζανε κυριολεκτικά στο όνομα του Χριστού το κυρίως θεολογικό: Υιε Θεού. Αλλ' ο πρωτοχριστιανικός ποιητής στο θεϊκό αυτό όνομα προσθέτει μάλιστα ένα οικονομικό και σωτηριολογικό χαρακτηριστικό του Χριστού: ζωήν ο διδούς, που κατά την γνώμη μας αφορά πρωτίστως την νέα εν Χριστώ ζωή, την κεχαριτωμένη καινή ζωή, και μέσω αυτής της πείρας της νέας σωτηριώδους ζωής υπονοείται σίγουρα και η πρώτη ζωή που μας την έδωσε ο Χριστός ως Δημιουργός του ανθρώπου και όλου του κόσμου. Αυτά είναι εκείνο που εννοούσαμε στην αρχή, όταν είπαμε ότι ο ποιητής του ύμνου Φως ιλαρόν ξεκίνησε από την καθαρώς χριστιανική εμπειρία της εν Χριστώ νέας ζωής και αιωνίου σωτηρίας και από αυτήν βλέπει με νέο φως τον κόσμο, την φύση. την ζωή, την ύπαρξη, το φυσικό φως του ήλιου κ.λπ.
Το ότι αντικαθιστά τους όρους, δηλ. τα ονόματα του Χριστού, τα οικονομικά, σωτηριολογικά και τα θεολογικά, αυτό το κάνει επίτηδες, όπως εξ άλλου και τα πολλά αποστολικά και πατερικά και υμνογραφικά κείμενα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι με αυτόν τον τρόπο ομολογεί και μαρτυρεί την στάση της Εκκλησίας στην αλήθεια της αντιδόσεως των ιδιωμάτων της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως του Ενός Χριστού, θεανθρώπου και Σωτήρος.
Ο ύμνος Φως ιλαρόν, λοιπόν, ενώνει και δοξολογεί ενιαία όλα τα χαρακτηριστικά του Χριστού: ως Λόγου και Σοφίας και Φωτός και Δόξης του Θεού ως Μεσσίου και Σωτήρος (=Ιησού Χριστέ), ως Υιού του Θεού και ενός της Αγίας Τριάδος. Αλλά, ας επαναλάβουμε, όλα αυτά τα ζει, τα εκφράζει και εξυμνεί ξεκινώντας από την καθαρώς χριστιανική σωτηριολογική πείρα της εν Χριστώ απολυτρώσεως, αναγεννήσεως και ανακαινισμένης ζωής, που ο Χριστός έφερε και εχάρισε στους ανθρώπους και στον σύμπαντα κόσμον -«διο ο κόσμος Σε δοξάζει». Δηλαδή, όλος ο κόσμος δοξάζει τον Χριστόν ως τον Κύριόν του και Σωτήρα του, ως Κτίστην του Φωτοδότη και Ζωοδότη, και στην εδώ φυσική ύπαρξη και ζωή, αλλά ακόμη περισσότερο στην αιώνια, υπερφυσική, κεχαριτωμένη ύπαρξη και ζωηφόρο και φωτοφόρο αγία, μακάρια, αθάνατη ζωή, στην αιώνια Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ο θαυμάσιος ύμνος φως ιλαρόν, ποιηθείς ως πρωτοχριστιανική επιλύχνιος ευχαριστία στον Χριστό είναι ένα τέλειο χριστιανικό λατρευτικό ποίημα που εν σπέρματι περιέχει όλα τα βασικά στοιχεία της χριστιανικής νέας, καθολικής, θείας και ενιαίας οράσεως του κόσμου και του ανθρώπου. Είμαι σίγουρος ότι ο πρώτος ποιητής, δηλ. ο συνθέτης του, που μάλλον θα ήτο ένας μάρτυς του Χριστού, δεν σκέφθηκε, γράφοντάς τον ή μάλλον ψάλλοντάς τον αυθόρμητα και εμπνευσμένα για πρώτη φορά, να βάλει μέσα όλα τα θεολογικά κ.λ.π. στοιχεία που είδαμε πιο πάνω, άλλ' απλώς άφησε την καρδιά του να υμνήσει τον Θεό όπως τον ζούσε και εγνώριζε. (Εδώ και πάλιν ισχύει ο λόγος του Αποστόλου, ότι «ου γαρ θελήματι ανθρώπου... αλλ' υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι» - Β' Πέτρου 1. 21).
Το περιεκτικό αυτό φωταγωγικό και φωτοδοξολογικό λατρευτικό ποίημα Φως ιλαρόν, όπως είχε αρχίσει με δοξολογία του Θεού δια Χριστού εν Αγίω Πνεύματι, έτσι και τελειώνει με δοξολογία του Θεού Πατρός δια του Ζωοδότου Υιού Του εν τω Ζωηφόρω Αγίω Πνεύματι, συμπεριλαμβανομένου και του κόσμου• το κέντρο αυτού του κόσμου είμαστε οι άνθρωποι, που ζούμε μέσα σ' αυτόν. Η ζωή μας όμως «κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ». (Κολ. 3. 3) που είναι ο Πατήρ των Φώτων - του Υιού και του Πνεύματος- (Ιακώβου 1, 17 και Διονύσιος Αρεοπαγίτης και οι Πατέρες του ησυχασμού). Είμαστε οι κατά χάριν υιοί φωτός (Εφ. 5. 8• Α' Θεσ. 5. 5).
Διότι, Φως Χριστού φαίνει πάσι!
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Είναι βέβαιον ότι και οι Εβραίοι της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι είχαν την θρησκευτική παράδοση να προσεύχονται και υμνούν τον Θεό για το εσπερινό και πρωινό φως και την επιλύχνιον ευχαριστία, όπως μαρτυρεί π.χ. ο Ιππόλυτος Ρώμης (Αποστολική παράδοσις, 25). Κλήμης Αλεξανδρείας Προτρεπτικός, 11: «Χαίρε. Φως!»... κ.λ.π.). αγ. Γρηγόριος Νύσσης (Βίος Μακρίνης, 22-25). άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος κ.λ.π. Η πρωτοχριστιανική αυτή παράδοσις, που πηγάζει από την βιβλική αποκάλυψη, συνεχίσθηκε και στην ησυχαστική παράδοση.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Έκδοση Πρώτη, Σεπτέμβριος 1991
Ομιλία στον Εσπερινό το απόγευμα των αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29.6.1988)
στη πρωτοχριστιανική (μισογκρεμισμένη) εκκλησία της Καππαδοκίας,
στην κοιλάδα Βαλκάνων (ή Βουλκάνων) κοντά στο Ortahisar.
Πηγη: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...