
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Κύριος βρισκόταν στην Καπερναούμ. Η Καπερναούμ ήταν η πόλη των ιεραποστολικών εξορμήσεων του Χριστού μας. Η πόλη αυτή είδε πολλά θαύματα, πλήν όμως δεν πίστεψε όσο θα έπρεπε, γι αυτό ενώ είχε ανεβεί τόσο ψηλά από τις δωρεές του Κυρίου, κατέβηκε μέχρι τον άδη και έγινε συντρίμμια και ερείπια. Επιβεβαιώθηκε η προφητεία του Κυρίου και σήμερα δεν έχουν απομείνει από την αρχαία Καπερναούμ παρά μόνο κάποιες μεμονωμένες πέτρες.
Αυτό είναι δίδαγμα και για μας. Τα χαρίσματα και τα θαύματα που δίνει ο Χριστός δεν πρέπει να τα ξεχνάμε και να γινόμαστε αχάριστοι. Πάντοτε να τα έχουμε μπροστά στα μάτια μας και με τη ζωή μας να ευγνωμονούμε τον Κύριο της Δόξης, τον Δωρεοδότη Κύριο. “Σ΄ αυτόν που δόθηκε πολύ, πολύ και ζητηθήσεται από αυτόν”. Διαφορετικά υπάρχει φόβος να ξαναγυρίσουμε στο μηδέν.
Εκεί λοιπόν πήγε ο Χριστός. Κι ένας ρωμαίος εκατόνταρχος, λοχαγός θα λέγαμε σήμερα, πήγε στο Χριστό να παρακαλέσει να κάνει καλά τον άρρωστο δούλο του. Παρακάλεσε θερμά τον Χριστό και ξεδίπλωσε μπροστά του τη βασανιστική ασθένεια του δούλου του, σε μια εποχή μάλιστα που οι δούλοι ήταν στο περιθώριο της ζωής και δεν διέφεραν από τα αντικείμενα και τα κατοικίδια του σπιτιού.
Ο εκατόνταρχος αν και ρωμαίος ειδωλολάτρης είχε μέσα του απέραντη καλοσύνη και καλή καρδιά, πονετική, και γνήσιο ενδιαφέρον για τον άλλον, όποιος κι αν ήταν. Τον απασχολούσε το θέμα της αρρώστιας του δούλου του και όταν άκουσε ότι ο Χριστός ήταν εκεί κοντά δεν θεώρησε προσβλητικό και ταπεινωτικό να πάει να παρακαλέσει ένα εβραίο διδάσκαλο, νέο στην ηλικία, να κάνει ένα θαύμα, μάλιστα χωρίς εξάρτηση και αναφορά στους ψευδοθεούς ή με φόβο από τον κίνδυνο αν το μάθαιναν οι ανώτεροί του. Έδειξε πίστη και και ταπείνωση και απευθύνθηκε στον Χριστό. Τονπαρεκάλεσε θερμά.
Ένα πρώτο που καταλαβαίνουμε και εισπράττουμε είναι ότι δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανένα ξένο . Υπάρχουν παντού πολλοί και καλοί άνθρωποι με ευαισθησίες. Αυτοί για κάποιους λόγους δεν πίστεψαν ακόμη. Λόγω των συνθηκών που μεγάλωσαν και έζησαν βρίσκονται ακόμη μακριά από την αληθινή πίστη και το άγιο βάπτισμα. Ποτέ όμως δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο Καλός Θεός και με αυτούς που έχουν καλή διάθεση.
Ασφαλώς όμως χωρίς την Εκκλησία και το βάπτισμα, χωρίς προσευχή, πίστη και καταφύγιο στο Χριστό, ο άνθρωπος όσο καλός κι άν είναι δεν βλέπει Θεού πρόσωπο και βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός είναι η Οδός η Αλήθεια και η Ζωή και η Θύρα των προβάτων. Τα όποια θαύματα γίνονται σε καλούς ανθρώπους, αβάπτιστους όμως, είναι τα δώρα του Θεού για να τους φέρουν στην αληθινή πίστη και αυτά τα θαύματα δεν τα κάνει ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας, αλλά μόνο ο Χριστός γιατί αυτός είναι ο αληθινός Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Ακόμη πως αλήθεια προσεγγίζουμε τον Χριστό για κάποιο πρόβλημα που έχουμε εμείς ή κάποιοι άλλοι δικοί μας άνθρωποι; Αυτό μας το δείχνει πάλι ο Εκατόνταρχος. Ταπεινά, προσευχητικά, ικετευτικά, με πίστη, απόλυτα, χωρίς αμφιβολίες και κρατούμενα και χωρίς να μας νοιάζει τι θα πεί ο κόσμος, οι ανώτεροι ή οι κατώτεροι. Ακούμε την καρδιά μας και τρέχουμε στον Κύριο της δόξης, χωρίς να ελπίζουμε από πουθενά αλλού κάτι άλλο.
Ο Κύριος προθυμοποιήθηκε να πάει στο σπίτι του Εκατοντάρχου για να κάνει καλά το δούλο του. Και να φανταστεί κάποιος ότι όλα αυτά γίνονται για ένα δούλο, ο οποίος ήταν χρήσιμος άνθρωπος. Δεν ήταν τεμπέλης και αχαϊρευτος. Δηλαδή όλα προσμετρώνται στην επέμβαση του Κυρίου. Και στα θεϊκά και στα ανθρώπινα πράγματα. Δείχνεις ενδιαφέρον για τη δουλειά σου και είσαι εύχρηστος και όχι άχρηστος. Τότε και οι άλλοι σε υπολογίζουν, σε φροντίζουν και σε προάγουν.
Τότε όμως φάνηκε το μεγαλείο της Πίστεως του Εκατοντάρχου. Είπε πράγματα στο Χριστό πρωτάκουστα για τον Ισραήλ. Μετάφερε την πρακτική του στρατού στο λόγο του και ανάφερε πως υπακούουν ιεραρχικά οι στρατιώτες αλλά και ο ίδιος, όλοι δηλαδή, ο κατώτερος στον ανώτερο.
Ο εκατόνταρχος αναγνωρίζει την εξουσία που έχει ο Κύριος πάνω στο σύμπαν, στους υγιείς και τους αρρώστους, στους δούλους και τους ελευθέρους. Τον σέβεται και τον αναγνωρίζει σαν Κύριο, δηλ. Κυρίαρχο, Θεό. Μόνο ένας Θεός μπορεί να κάνει τέτοια θαύματα και μάλιστα από μακριά, με μόνη τη θέλησή του και την ενέργειά του. Ποίος μπορεί από απόσταση να θεραπεύσει έναν άρρωστο; Ο εκατόνταρχος πίστευε στην παντοδυναμία του Κυρίου και σε αυτή την πίστη βασίστηκε και πήγε στο Χριστό και από αυτή τη πίστη φωτίστηκε να πεί τόσο ωραία πράγματα. Η πίστη του του άνοιξε το μυαλόνα σκεφτεί πλατιά και σωστά για τον Χριστό και μάλιστα σε ένα περιβάλλον, όπου έδιναν και έπαιρναν οι κατηγορίες σε βάρος του Χριστού από μέρους των ομοεθνών του.
Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό που έκανε ο εκατόνταρχος, γι αυτό και απέσπασε τον θαυμασμό, τον δίκαιο έπαινο του Χριστού και των ανθρώπων και πήρε και το θαύμα της θεραπείας του δούλου του αυθωρεί και παραχρήμα εν τη ώρα εκείνη από μακριά βεβαίως.
Αλήθεια αν σκεφθούμε πως μεγάλωσε στη Ρώμη αυτός ο άνθρωπος, θα κατανοήσουμε το μεγαλείο της ψυχής του και την αξία της πίστεώς του.Μέσα στα είδωλα, με θυσίες στα αγάλματα, χωρίς καμμιά ανταπόκριση στις προσευχές τους, με συνήθειες συχνά υποτιμητικές και της νοημοσύνης των ανθρώπων, μέσα σε ένα σπίτι που τιμούσε προφανώς σα ημίθεο τον αυτοκράτορα, αυτό ήταν το περιβάλλον του. Κι από την άλλη μεριά μέσα στο στράτευμα είχε τις βωμολοχίες και βλασφημίες και την ένταση προς τον σκληρό και απείθαρχο λαό των Εβραίων.
Κι όμως διαμόρφωσε τέτοια καλή ψυχή και κράτησε σωστή τη συνείδησή του ανεπηρέαστη από το κακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να βρεί το δρόμο για τον Χριστό. Να τι σημαίνει καλή ψυχή, αγαθή συνείδηση, καλή προαίρεση, αγαθή διάθεση και όλα αυτά, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και η ώρα της χάριτος, με κάποια αφορμή του Θεού, ήρθαν και βρήκαν το δρόμο του θαύματος.
Τό χρονικό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στούς Τούρκους, ὅπως διασώζεται στίς ἐπιστολές του, δέν παρουσιάζει ὅλες τίς δυσκολίες πού συνάντησε ἐκεῖ. Νομίζω ὅτι πρέπει νά δοῦμε μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, ὅπως τά διηγεῖται ὁ ἴδιος, γιατί φανερώνουν καί τόν χαρακτήρα τῶν Τούρκων.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε σαφῆ συνείδηση ὅτι ἀνῆκε στό γένος τῶν Ρωμαίων. Κάνει λόγο γιά τήν ἐγκατάλειψη «τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς γένους» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά τό ἑλληνικό γένος, ἀλλά γιά τό ρωμαϊκό, πού ἔχει ἑλληνικό πολιτισμό καί ὀρθόδοξη πίστη. Πολλές φορές στό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς του κάνει λόγο γιά τούς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί τούς ἀποκαλεῖ Ρωμαίους. Γίνεται ἀντιδιαστολή μεταξύ τῶν Ρωμαίων καί τῶν βαρβάρων καί μέ αὐτήν τήν λέξη ἐννοοῦνται οἱ Τοῦρκοι.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι περιγράφει τήν φρικτή δοκιμασία τῶν Ρωμαίων κατοίκων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό τήν αἰχμαλωσία τους στούς Τούρκους. Κάπου λέγει ὅτι εἶδε νά ζοῦν μαζί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι: «ἄγοντας, ἀγομένους ὁρῶν». Οἱ Χριστιανοί ἦταν ἀγόμενοι, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι ἄγοντες. Μέ τήν φράση αὐτή πολλά μπορεῖ κανείς νά ὑπονοήση. Πάντως εἶναι γεγονός ὅτι οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποιοῦσαν τούς Χριστιανούς σκληρά. Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς περιγράφεται ἡ προσέλευση τῶν Χριστιανῶν πρός αὐτόν πού τόν ρωτοῦσαν, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί γιά τήν αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεώς τους ἀπό τόν Θεό. Κατά τήν μεταφορά του «εἰς τάς Πηγάς», συνάντησε ἐκεῖ Ἐκκλησία, γύρω ἀπό τήν ὁποία ζοῦσαν μοναχοί καί κοσμικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁμιλοῦσε στήν Ἐκκλησία καί παρηγοροῦσε, ἀφ᾿ ἑνός μέν τούς αὐτόχθονες, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ «τούς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκεῖ συναγομένους Χριστιανούς». Αὐτό σημαίνει ὅτι στόν τόπο ἐκεῖνο ἦταν συγκεντρωμένοι πολλοί αἰχμάλωτοι Χριστιανοί, ἐστερημένοι τῶν πάντων καί ἔχοντες ἀνάγκη παρηγοριᾶς.
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι τήν κατάληψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Τούρκους θεωρεῖ ὡς οἰκονομία καί παιδεία τοῦ Θεοῦ γιά τά ἁμαρτήματα τῶν Ρωμαίων. «Ἅμα δέ καί πρός μικράν ἔκτισιν τῶν πολλῶν εἰς Θεόν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων». Μάλιστα δέ καί ἄλλα γεγονότα, ὅπως τόν σεισμό, θεωρεῖ ὅτι εἶναι εἴτε παιδευτικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἴτε ἐγκαταλείψεις. Δέν τό δέχεται αὐτό μοιρολατρικά, ἀλλά πραγματικά, ἀφοῦ βλέπει τήν ἱστορία μέσα ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ἐλευθέρωσή τους ἤ τήν ἐλευθερία τοῦ Γένους τους, ἀλλά ἤξερε νά ἑρμηνεύη τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπεράση τούς πειρασμούς καί τά προβλήματα.
Τό τέταρτο σημεῖο πού βλέπουμε στίς ἐπιστολές του αὐτές εἶναι ὅτι περιγράφεται ὅλη ἡ ταλαιπωρία του κατά τήν φρικτή δοκιμασία τῆς αἰχμαλωσίας. Εἶχε ξεκινήσει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη μέ ἐπισφαλῆ ὑγεία καί ἐξαναγκάστηκε νά περάση ὅλη αὐτή τήν πειρασμική δοκιμασία. Σέ πολλά σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του φαίνεται ἡ ταλαιπωρία πού πέρασε. Θά ἀναφέρω μερικές χαρακτηριστικές φράσεις.
Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν.
Περιγράφοντας τά γεγονότα τῆς συλλήψεώς του λέγει: «Καί πολέμου συγκροτηθέντος... ἐλεεινῶς ἥλωμεν αἰχμάλωτοι γεγονότες». Ἔγινε μάχη μέσα στό πλοῖο καί συνελήφθησαν ἐλεεινῶς αἰχμάλωτοι. Ἀμέσως μετά τήν αἰχμαλωσία ἀντιμετώπισε ποικίλα προβλήματα. Ὁμιλεῖ γιά γύμνωση, γιά στέρηση τῶν ἀναγκαίων, γιά παντοδαπῆ κάκωση τοῦ σώματος πού προερχόταν ἀπό ἔξω, προφανῶς ἐδῶ ὑπονοεῖ μαστιγώσεις, καθώς ἐπίσης γιά καχεξία τῶν σπλάγχνων, γιά σύντηξη τῆς σαρκός καί παράλυση τμήματος τῶν μελῶν. Ἡ εἰκόνα τοῦ αἰχμαλώτου, ἄν προσαρμοσθῆ στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μπορεῖ νά δείξη τήν δοκιμασία του. Ἐπίσης, οἱ πολλοί ἔπαινοι τῶν Ρωμαίων ἐνεργοῦσαν ἀρνητικά, γιατί οἱ Τοῦρκοι, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι αἰχμαλώτισαν ἕνα σημαντικό πρόσωπο τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ζητοῦσαν περισσότερα λύτρα γιά νά τόν ἀπελευθερώσουν.
Τόν περιέφεραν στίς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ μεγάλη ταλαιπωρία, ὥστε ὁ ἴδιος νά γράψη ὅτι, ὅταν ἔφθασαν «εἰς τάς Πηγάς», ἦταν ταλαιπωρημένοι πολύ ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ἀπό ὅσα συνέβησαν κατ᾿ αὐτήν, καί μάλιστα τότε τούς ἄφησαν νά διημερεύσουν στό ὕπαιθρο. Ὁπότε, ὅταν ὁ κοινοτάρχης τῆς πόλεως τούς φιλοξένησε, τότε «ὑπό στέγην ἤγαγε καί γυμνούς ὄντας ἐνέδυσε καί πεινῶντας ἔθρεψε καί διψῶντας ἐπότισε». Ὅταν διάβασα γιά πρώτη φορά αὐτό τό κείμενο συγκινήθηκα βαθειά. Ἔβλεπα ἕναν ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἕναν θεούμενο πού ἔπλεε μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά γυμνώνεται καί νά ἐξευτελίζεται ἀπό τούς βαρβάρους Τούρκους. Καί στήν Προῦσα, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «περιστοιχοῦντες ἦσαν ἡμᾶς οἱ βάρβαροι».
Κατά τόν πρῶτο θεολογικό διάλογο πού εἶχε μέ τόν Ἰσμαήλ, ἐγγονό τοῦ Ὀρχάν, ἔβρεξε πάρα πολύ, ὥστε ὁ συνομιλητής του νά φύγη δρομαῖος, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τούς ἄλλους αἰχμαλώτους παρέμεινε κάτω ἀπό τήν βροχή. Λέγει «ἐγώ δέ... μετ᾿ ἐκείνων ὕπαιθρος· τόν ὑετόν ὑφιστάμενος».
Πρός τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ὑπάρχει καί μιά ἄλλη χαρακτηριστική φράση, πού δείχνει τήν τραγική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Γράφει: «Τάδ᾿ ἐν ταῖς ἑξῆς γράφειν ὁ μέν λογισμός ἐθέλει, ἡ δέ χείρ οὐκ ἰσχύει». Αὐτή ἡ φράση εἶναι σημαντική, γιατί δείχνει ὅτι, παρά τήν ἐπιθυμία του νά γράφη, δέν ἀνταποκρινόταν τό χέρι του ἀπό τίς ταλαιπωρίες. Ἄν συνδέσουμε αὐτόν τόν λόγο μέ τόν ἄλλο πού γράφει γιά τήν πάρεση μικροῦ μέλους τοῦ σώματος, διαπιστώνουμε ὅτι μᾶλλον εἶχε ὑποστῆ μιά μικρή παραλυσία ἀπό τίς κακουχίες.
Ἕνα πέμπτο σημεῖο ἀπό τήν ἐπιστολή πού μελετᾶμε εἶναι ὅτι σέ αὐτήν χαρακτηρίζεται ἡ νοοτροπία καί ὁ χαρακτήρας τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τόν κρατοῦσαν αἰχμάλωτο, ἀλλά καί τό ἦθος μέ τό ὁποῖο τούς ἐμπότιζε ἡ θρησκεία τους. Πολλές φορές στήν ἐπιστολή τούς ὀνομάζει βαρβάρους, καί μάλιστα «τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις». Σέ ἀντιπαράθεση μέ τό εὐσεβές γένος τῶν Ρωμαίων αὐτοί ἀποτελοῦν «τό δυσεβές καί θεομισές καί παμμίαρον τοῦτο γένος». Οἱ Τοῦρκοι δέν ἀκολούθησαν τόν Χριστό, ἀλλά «ἀνθρώπῳ ψιλῷ τε καί θνητῷ καί τεθαμμένῳ, Μωάμεθ οὗτος». Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ ἀδόκιμο νοῦ καί πάθη ἀτιμίας «ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομισῶς». Καί παρά τούς φόνους καί τίς ἀκολασίες νομίζουν ὅτι ἔχουν τόν Θεό συνευδοκοῦντα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος αἰσθάνεται ὅτι ὁδηγεῖται ἀπό χέρια ἄνομα. Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν.
Μέ ὅλα αὐτά φαίνονται οἱ δυσκολίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου κατά τήν ἐνιαύσιο αἰχμαλωσία του στούς Τούρκους. Μετά ἀπό τόσους ἀγῶνες καθάρσεως πού ἔκανε στό Ἅγιον Ὄρος, μετά ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μετά ἀπό τούς ἀγῶνες γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, περιέπεσε αἰχμάλωτος στούς Τούρκους. Καί ὅλα αὐτά ἦταν μέσα στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά νά ἁγιασθῆ ἀκόμη περισσότερο ὁ ἴδιος, καί νά δοξασθῆ τό Ὄνομά Του.
Οἱ τρεῖς διάλογοι
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἐνιαυσίου αἰχμαλωσίας του ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε καί τρεῖς θεολογικούς διαλόγους. Θά κάνουμε μιά σύντομη ἀνάλυση τῶν διαλόγων αὐτῶν, παρουσιάζοντας τά κεντρικά τους σημεῖα, γιατί δέν εἶναι εὔκολο νά ἀναλυθοῦν ὅλες οἱ πλευρές τους.
Ὁ πρῶτος διάλογος ἔγινε στήν Προῦσα, ἡ ὁποία τότε ἦταν ἡ Πρωτεύουσα τῶν Ὀθωμανῶν, μέ τόν ἐγγονό τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν, Ἰσμαήλ. Κάθησαν στό ἔδαφος καί παρευρίσκονταν μερικοί ἄρχοντες. Παρετέθησαν στόν Ἰσμαήλ κρέατα καί στόν ἅγιο Γρηγόριο φροῦτα, ἐπειδή ἦταν καλοκαίρι. Στήν ἀρχή ἡ συζήτηση περιστράφηκε στό γιατί δέν τρώγει κρέας ὁ ἅγιος. Στήν συνέχεια ὁ λόγος προχώρησε στήν ἐλεημοσύνη, ἐπειδή τήν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἔφθασε καί ἀνήγγειλε ὅτι ἐξετέλεσε τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ γιά τήν ἐλεημοσύνη τῆς Παρασκευῆς. Ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο ἄν καί οἱ Χριστιανοί ἐξασκοῦν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι γέννημα καί καρπός τῆς ἀληθινῆς πρός τόν Θεό ἀγάπης, ὁπότε αὐτός πού ἀγαπᾶ πολύ τόν Θεό εἶναι ἐλεήμων.
Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.
Ἴσως τό περιστατικό αὐτό νά ἦταν σκηνοθετημένο γιά νά συζητήσουν περί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Μωάμεθ. Πράγματι, ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο ἄν οἱ Χριστιανοί ἀγαποῦν τόν Προφήτη τους Μωάμεθ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου ἦταν ἀρνητική. Ἡ ἑπόμενη ἐρώτηση τοῦ Ἰσμαήλ ἦταν, γιατί ἀγαποῦν ἕναν ἐσταυρωμένο Θεό καί πῶς προσκυνοῦν τό ξύλο καί τόν σταυρό. Ὁ ἅγιος ἀνέλυσε καί τό ἑκούσιο καί τήν δόξα τοῦ πάθους, ἀλλά καί τό ἀπαθές τῆς θεότητος, καί ὅτι ὁ σταυρός εἶναι τό τρόπαιο καί σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ ἄρχοντας ἔχει διάφορα διακριτικά ἐμβλήματα καί ἀπαιτεῖ τήν τιμή τῶν ἄλλων. Στήν συνέχεια, θέλοντας ὁ Ἰσμαήλ νά εἰρωνευθῆ τήν χριστιανική πίστη, εἶπε ὅτι, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ἔχει καί γυναίκα, διά τῆς ὁποίας τόν ἐγέννησε. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἦταν ἀποστομωτική. Χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τῶν Μουσουλμάνων ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, προχώρησε γιά νά πῆ ὅτι ἄν ἡ Μαρία γέννησε τόν Χριστό κατά σάρκα καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀνδρός, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός πού εἶναι ἀσώματος γέννησε τόν Λόγο Του ἀσωμάτως καί θεοπρεπῶς καί ἑπομένως δέν εἶχε ἀνάγκη ὑπάρξεως γυναικός.
Ἡ συζήτηση σταμάτησε στό σημεῖο αὐτό, δέν εἶχε δέ ἄλλη ἐξέλιξη, οὔτε διατέθηκε ἄγρια ὁ Ἰσμαήλ πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Μάλιστα σέ αὐτήν τήν φάση τῆς συζητήσεως ἔπεσε πολλή βροχή, ὁπότε ἔφυγε δρομαῖος ὁ Ἰσμαήλ ἀπό τόν χῶρο ἐκεῖνο. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἤδη βραδυάσει.
Ὁ δεύτερος διάλογος ἔγινε μέ τούς Χιόνας. Πρίν παρακολουθήσουμε τά κεντρικά σημεῖα τοῦ διαλόγου νομίζω πρέπει νά ποῦμε μερικά πράγματα γιά τό τί ἦταν αὐτοί οἱ Χιόναι, γιατί πολλά ἐλέχθησαν γιά τό πρόσωπό τους καί τήν ἀποστολή τους. Ἡ προέλευση τῶν προσώπων αὐτῶν εἶναι μυστηριώδης. Ὁ M.Jugie ἰσχυρίζεται ὅτι «εἶναι παλαιοί ἰουδαῖοι προσηλυτισθέντες εἰς τό Ἰσλάμ». Ὁ Meyendorff «φρονεῖ ὅτι ἦσαν Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τόν Ἰουδαϊσμό, διά νά πλησιάσουν τούς Τούρκους κατακτητάς καί ἀποφύγουν διώξεις». Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόναι ἦταν Χριστιανοί καί ἔγιναν Μωαμεθανοί. Οἱ ἀπόψεις αὐτές παρουσιάζουν μιά ὁμάδα ἀνθρώπων «οἱ ὁποῖοι κινοῦνται μεταξύ Χριστιανισμοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ καί Μωαμεθανισμοῦ, χωρίς νά διευκρινίσουν ποῦ εὑρίσκονται τώρα». Ὁ Παναγιώτης Χρήστου ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόνες ἦταν Ἕλληνες. Τό ὄνομά τους (Χιόνες) εἶναι οἰκογενειακό καί ὄχι θρησκευτικό. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά μιά συγκρητιστική ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἀποφύγουν τίς διώξεις, λόγῳ τῶν σκληρῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στήν Μικρά Ἀσία ἀπό τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων, ἀπέστησαν ἀπό τήν χριστιανική πίστη, μποροῦσαν νά ἐμφανίζωνται καί ὡς Τοῦρκοι καί ὡς Ἰουδαῖοι καί εἶχαν ἥσυχη τήν συνείδησή τους ὅτι διατηροῦσαν μέρος τῆς πίστεως, ὡς κρυπτοχριστιανοί. Ὁ Ὀρχάν χρησιμοποιοῦσε «τά ἐπίλεκτα μέλη τῆς οἰκογενείας αὐτῆς εἰς τό ὑπανάπτυκτον ἐκπαιδευτικόν σύστημά του». Οἱ ἴδιοι οἱ Χιόναι κατά τήν ἀρχή τοῦ διαλόγου ὁμολόγησαν: «Ἡμεῖς ἠκούσαμεν δέκα λόγους, οὕς γεγραμμένους κατήγαγεν ὁ Μωϋσῆς ἐν πλαξί λιθίναις, καί οἴδαμεν ὅτι ἐκείνους κρατοῦσιν οἱ Τοῦρκοι· καί ἀφήκαμεν ἅπερ ἐφρονοῦμεν πρότερον καί ἤλθομεν καί ἐγενόμεθα καί ἡμεῖς Τοῦρκοι». Ὁ ἅγιος, ὅμως, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀπό ὅσα ἄκουσε ἀπό αὐτούς ὁμολογεῖ ὅτι περισσότερο εἶναι Ἑβραῖοι καί ὄχι Τοῦρκοι. Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο φαίνεται ὅτι πρόκειται γιά συγκρητιστική ὁμάδα, ἡ ὁποία ἔδειχνε αὐτήν τήν διαγωγή γιά νά ἐπιζήση ἐκείνη τήν δύσκολη ἐποχή. Ἄλλωστε γι᾿ αὐτό καί ἀποκαλοῦνται «ἄθεοι».
Τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς ρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία.
Τήν συζήτηση διοργάνωσε ὁ ἴδιος ὁ Ὀρχάν. Ρώτησε τόν ἰατρό Ταρωνείτη «τίς ποτε καί οἷός ἐστιν ὁ καλόγηρος οὗτος;». Καί ὅταν ὁ ἰατρός τοῦ ἔδωσε τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητός του, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «ἔχω σοφούς καί ἐλλογίμους κἀγώ, οἵτινες αὐτῷ διαλέξονται». Μετά ἀπό αὐτό ἔγινε ἡ συζήτηση τῶν Χιόνων μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἀφοῦ οἱ Χιόναι στήν ἀρχή ὁμολόγησαν ὅτι ἔγιναν Τοῦρκοι, οἱ παρόντες ἄρχοντες εἶπαν στόν ἅγιο Γρηγόριο νά δώση τήν δική του ἀπολογία. Ὁ ἅγιος ἐκφράζει τόν δισταγμό του νά ἀπολογηθῆ, καί διότι αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μηδέν πρός τό ὕψος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί διότι οἱ ἄρχοντες παρευρίσκονται καί ὡς κριταί καί συμμαχοῦν μέ τούς ἀντιδίκους –ἑπομένως δέν εἶναι καλό νά παρουσιασθοῦν τά δικαιώματα τῆς εὐσεβείας– ἀλλά καί διότι πρέπει νά μιμηθῆ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὅταν παραδόθηκε δέν ἀποκρινόταν. Ὅμως στήν συνέχεια ὁμολογεῖ τήν πίστη καί δέν ἀπολογεῖται πρός τούς Χιόνας. Ἔτσι ἀναλύει τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καταλήγοντας ὅτι «ὁ Θεός τρία, καί τά τρία ταῦτα εἷς ἐστί Θεός καί δημιουργός». Σέ αὐτήν τήν θέση συνεφώνησαν καί οἱ παρόντες Τοῦρκοι ἴσως ἀπό λόγους τακτικῆς.
Ἡ συζήτηση ἔπειτα περιστράφηκε στό ἐρώτημα τῶν Χιόνων, γιατί οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωπος καί γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνέπτυξε τό θέμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν θόρυβο, λέγοντας, πῶς γεννήθηκε ὁ Θεός καί τόν ἐχώρεσε μήτρα γυναικός. Ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀσώματος, μπορεῖ νά εἶναι πανταχοῦ καί πάνω ἀπό τό πᾶν καί σ᾿ ἕναν τόπο. Οἱ Χιόναι πάλι τόν διέκοψαν γιά νά ποῦν: «εἶπεν ὁ Θεός καί ἐγένετο καί ὁ Χριστός». Μέ αὐτό ἤθελαν νά δείξουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα καί ὄχι Θεός. Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἄλλων χρησιμοποίησε τήν διδασκαλία τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἕνας Λόγος νά γίνη ἀπό τόν ἄλλο Λόγο καί νά μήν εἶναι συνάναρχος μέ τόν Θεό. Ἄλλο εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί ἄλλο ἡ γέννηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀλλά γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση.
Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.
Στό σημεῖο αὐτό παρενεβλήθη ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Ὀρχάν Παλαπᾶνος, πού προήδρευε καί ρώτησε τόν Παλαμᾶ, γιατί δέν δέχονται τόν δικό τους Προφήτη, τόν Μωάμεθ, ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τόν Χριστό ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν μητέρα του πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ τόν διδάσκαλο, ἄν δέν πιστεύση στά λόγια του. Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.
Στήν συνέχεια οἱ Χιόναι μαζί μέ τούς ἄλλους Τούρκους τόν ρώτησαν γιατί δέν περιτέμνονται οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός περιτμήθηκε. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁρίζονταν πολλά, ὅπως τό ἑβραϊκό Πάσχα, ὁ σαββατισμός, οἱ θυσίες, τό θυσιαστήριο μέσα στόν Ναό καί τό καταπέτασμα, τά ὁποῖα καί αὐτοί οἱ Τοῦρκοι δέν τά ἀκολουθοῦν. Ἤθελε ὅμως νά συνεχίση καί νά ἀναφέρη τούς Προφήτας οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν γιά τήν μετάθεση τοῦ νόμου, πού θά γινόταν ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά τόν διέκοψαν οἱ Χιόναι γιά νά τόν ρωτήσουν γιά τίς εἰκόνες, τίς ὁποῖες ἀπαγορεύει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι ἀπαγορεύθηκε ἡ προσκύνηση τῶν ὁμοιωμάτων στήν Παλαιά Διαθήκη γιά νά μήν λατρεύωνται ὡς Θεοί. Ἐπαινοῦμε καί ἐμεῖς τά κτίσματα, «ἀλλ᾿ ἀναγόμεθα δι᾿ αὐτῶν εἰς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Δέν θεοποιοῦμε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
Κάπου στό σημεῖο αὐτό περατώθηκε ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν Χιόνων – Τούρκων. Ἀλλά μέ τό τέλος τοῦ διαλόγου συνέβησαν δύο πράγματα. Τό ἕνα ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἄρχοντες σηκώθηκαν «καί ἀπεχαιρέτησαν μετ᾿ εὐλαβείας τόν Θεσσαλονίκης καί ἀπήρχοντο». Φαίνεται θαύμασαν τήν σοφία, διακριτικότητα, ἀλλά καί τά χαρίσματα πού εἶχε. Τό ἄλλο εἶναι ὅτι ἕνας ἀπό τούς Χιόνας παρέμεινε λίγο καί «ὕβρισε τόν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα αἰσχρῶς καί ὁρμήσας ἐπάνω αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ πληγάς κατά κόρρης», δηλαδή τόν ὕβρισε καί τοῦ ἔδωσε γροθιές στό πρόσωπο. Ὅμως ἄλλοι Τοῦρκοι τόν ἐκράτησαν, τόν κατηγόρησαν καί τόν ὁδήγησαν πρός τόν Ὀρχάν.
Καί ὁ σεβασμός τῶν Τούρκων, ἀλλά καί ἡ ἀντίδραση τοῦ ἑνός συζητητοῦ δείχνουν τήν μεγάλη νίκη πού κατήγαγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί τά ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποίησε. Ὅπως φαίνεται ἀπό τούς εἰσαγωγικούς του λόγους ὁμίλησε μέ ἔμπνευση ἀπό τόν Θεό, φωτιζόμενος ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη Του, ἀλλά ὅμως καί μέ θαυμαστή διάκριση καί σοφία.
Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος.
Ὁ τρίτος θεολογικός διάλογος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέ τούς Μωαμεθανούς ἔγινε ὅταν βρισκόταν στά μέρη τῆς Νίκαιας. Ξεκίνησε ἀπό ἕνα περιστατικό πού εἶδε. Κάποια ἡμέρα βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλη. Λίγο ἔξω ἀπό τήν ἀνατολική πύλη εἶδε ἕναν κύβο κατασκευασμένο ἀπό μάρμαρο καί εὐπρεπισμένο γιά κάποια χρήση. Ρώτησε σέ τί χρησίμευε ὁ κύβος αὐτός. Τήν ὥρα πού κάποιος τοῦ ἐξηγοῦσε, ἄκουσε φωνές καί κραυγές πού προέρχονταν ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλεως. Διαπίστωσαν ὅτι ἔρχονταν Τοῦρκοι ἔχοντας νεκρό γιά νά τόν ἐνταφιάσουν. Τότε ἀπομακρύνθηκαν λίγο, ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά δοῦν καί νά ἀκούσουν ὅσα θά λεχθοῦν καί θά γίνουν. Οἱ Τοῦρκοι τοποθέτησαν τόν νεκρό στόν κύβο καί ἔχοντας στό μέσον τόν τασιμάνη, τόν ὑπεύθυνο, δηλαδή, γιά τήν μουσουλμανική λατρεία, προσευχήθηκαν. Σήκωνε ὁ τασιμάνης τά χέρια του προσευχόμενος καί τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ παρόντες. Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Μετά τόν ἐνταφιασμό συνάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν τασιμάνη καί εἶχε μαζί του μιά συζήτηση μέ τήν βοήθεια διερμηνέως.
Κατ᾿ ἀρχάς ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν ρώτησε νά μάθη τί ἔλεγαν κατά τήν προσευχή τους στόν Θεό. Ὅταν τοῦ ἐξήγησαν ὅτι τόν παρακαλοῦσαν νά συγχωρήση τά σφάλματα τῆς ψυχῆς τοῦ νεκροῦ, ὁ ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι, ἐπειδή καί αὐτοί πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κριτής τῶν ἀνθρώπων καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι προσεύχονταν στόν Χριστό. Ἐπειδή ὁ τασιμάνης εἶπε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος αὐτός πού εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί θά κρίνη τούς ἀνθρώπους, ὅπως τό ὁμολογοῦν ὅλοι οἱ Προφῆτες.
Ὁ τασιμάνης βρέθηκε σέ δυσκολία. Πολλοί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι πλησίασαν γιά νά ἀκούσουν τόν διάλογο. Τότε ὁ Τοῦρκος ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο γιατί οἱ Χριστιανοί δέν δέχονται τόν Προφήτη Μωάμεθ καί τό εὐαγγέλιό του, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι δέχονται καί τούς Προφήτας καί τόν Χριστό καί τά τέσσερα εὐαγγέλια, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι δέν παραδεχόμαστε τίποτε οὔτε τό θεωροῦμε ὡς ἀλήθεια, ἄν δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες. Ἀπό ὅλους τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε μαρτυρίες γιά τόν Χριστό, γι᾿ αὐτό καί πιστεύουμε σέ αὐτόν καί τό εὐαγγέλιό Του. Ὅμως δέν πιστεύουμε στόν «Μεχούμετ», γιατί οὔτε μαρτυρεῖται ἀπό τούς Προφήτας, ἀλλά οὔτε καί ἔπραξε κάτι παράδοξο.
Τότε ὁ τασιμάνης κατηγόρησε τούς Χριστιανούς ὅτι ἀπέκοψαν τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, ὅπου ἦταν γραμμένο. Ἐπίσης εἶπε ὅτι καί ὁ Μωάμεθ ἔκανε μεγάλα πράγματα, ἀφοῦ μέ τήν δύναμη αὐτοῦ τοῦ Προφήτη κυριάρχησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τήν ἀνατολή ἕως τήν δύση.
Ἀπαντώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶπε ὅτι κανείς Χριστιανός δέν ἀπέκοψε τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, γιατί τιμωρεῖται ἐκεῖνος πού θά ἀφαιρέση κάτι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε, ὅπου μεταφράστηκε τό εὐαγγέλιο πουθενά δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ. Ἀκόμη καί οἱ αἱρετικοί, πού χρησιμοποιοῦν τήν ἴδια Ἁγία Γραφή, δέν ἔχουν αὐτό τό ὄνομα. Ὅλοι ἀπέθαναν, ἀλλά μόνον ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε καί θά κρίνη τήν οἰκουμένη. Ὅσον ἀφορᾶ τό ἐπιχείρημα ὅτι μέ τήν δύναμη τοῦ Μωάμεθ κυρίευσαν ὅλο τόν κόσμο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ θάρρος εἶπε, ὅτι αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ διαβόλου, μέ πόλεμο καί μαχαίρι, μέ λεηλασίες, καί ἀνδραποδισμούς καί φόνους. Καί ὁ Ἀλέξανδρος ἀπό τήν δύση πορεύθηκε πρός τήν ἀνατολή καί τήν κυρίευσε, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη θεότητος, οὔτε σέ αὐτόν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι τίς ψυχές τους. Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.
Στό σημεῖο αὐτό οἱ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι κινήθηκαν μέ ὀργή. Βλέποντας οἱ Χριστιανοί τίς διαθέσεις τους, ἔκαναν νεῦμα στόν ἅγιο Γρηγόριο νά περατώση τόν λόγο. Τότε ὁ ἅγιος μέ ἱλαρότητα καί ὑπομειδίαμα τούς εἶπε: «εἴ γε κατά τούς λόγους συνεφωνοῦμεν ἑνός ἄν καί ἦμεν καί δόγματος». Ἦταν μιά ἔξυπνη ἀπάντηση γιά νά τούς καθησυχάση. Εἶπε, δηλαδή, ὅτι δικαιολογεῖται κάποια διαφορά, διότι ἀλλιῶς δέν θά ἀνῆκαν σέ διαφορετικά δόγματα.
Τότε κάποιος ἀπό τούς Τούρκους εἶπε: «ἔσται ποτε ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Καί γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «καί ἐγώ συνεθέμην καί ἐπευξάμην τάχιον ἤκειν τόν καιρόν ἐκεῖνον», δηλαδή συμφώνησε καί εὐχήθηκε νά ἔλθη γρήγορα ὁ καιρός πού θά συμφωνήσουν μεταξύ τους. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τό εἶπε αὐτό ἐνθυμηθείς τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός». Φυσικά αὐτό, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, θά συμβῆ στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ τρίτος αὐτός διάλογος ἔγινε τόν Ἰούλιο τοῦ 1354, λίγους μῆνες μετά τήν ἀρχή τῆς αἰχμαλωσίας του. Δεδομένου ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρέμεινε ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος στούς Τούρκους, ὁπωσδήποτε θά εἶχε καί ἄλλες συνομιλίες μαζί τους. Ὅμως ἐδῶ τελειώνει ἡ ἐπιστολή καί δέν ἔχουμε ἄλλες μαρτυρίες. Τό γεγονός εἶναι ὅτι δόθηκε ἡ εὐκαιρία ἀπό τόν Θεό καί στούς Τούρκους νά μετανοήσουν τήν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχή, πρίν καταλύσουν τό Ρωμαϊκό Κράτος.
Σχολιάζοντας καί τούς τρεῖς αὐτούς διαλόγους μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ μερικά συμπεράσματα. Τό ἕνα ὅτι τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία. Τό ἄλλο ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος διακρίνεται γιά τήν μεθοδικότητα τῆς συζητήσεως. Ξέρει πῶς νά χειρισθῆ τό θέμα. Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος. Τό τρίτο εἶναι ὅτι διακρίνεται γιά τήν σύνεσή του. Ξέρει πῶς νά ἀρχίση καί ποῦ νά σταματήση. Ὅταν αἰσθάνεται ὅτι δέν ὠφελεῖ τούς συνομιλητάς του, τότε σταματᾶ μέ τρόπο, σοφία καί ἐξυπνάδα. Μερικές φορές χρησιμοποιεῖ καί διφορούμενες ἐκφράσεις, σέ μή οὐσιώδη θέματα, γιά νά περατώση ἤρεμα καί ἥσυχα τήν συζήτηση. Ἔτσι συζητᾶ ἕνας θεούμενος, ἕνας ἅγιος.
Παροτρύνσεις περί τῆς πίστεως
Νομίζω ὅτι τό θέμα δέν θά εἶναι ὁλοκληρωμένο ἄν δέν δοῦμε καί πῶς καταλήγει αὐτή ἡ ἐπιστολή του, πού ἀπέστειλε στήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Δέν ἐκθέτει μόνον τίς ταλαιπωρίες του ἀπό τήν ἐξορία, οὔτε τούς διαλόγους του πού εἶχε μέ τούς Τούρκους, ἀλλά προχωρεῖ καί στόν τονισμό τῶν ὑποχρεώσεων πού ἔχουν οἱ Χριστιανοί. Εἶναι μιά καταπληκτική ποιμαντική ἐπιστολή, καί ὄχι ἕνα χρονογράφημα, γιατί ὁ ἅγιος αἰσθανόταν Ποιμήν. Ὅπως ὅταν βρισκόταν στήν Θεσσαλονίκη δίδασκε μέ θυσία καί παρρησία τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἔτσι κάνει καί τώρα πού βρίσκεται σέ μεγάλο πειρασμό.
Οἱ Χριστιανοί τοῦ ποιμνίου του δέν πρέπει νά ξεχνοῦν ποτέ ὅτι ἔχουν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό, πού μαρτυρεῖται ἀπό τόν Πατέρα, τούς Προφῆτες καί ἀπό τά ἔργα τους. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλά καί ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ζωντανή καί ἀληθινή πίστη πού νά μαρτυρῆται ἀπό τόν Θεό, τούς διδασκάλους τοῦ Θεοῦ καί τά ἔργα. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Χρειάζεται ζωντανή πίστη. Ἄν δέν ὑπάρχουν τά ἔργα, ἡ πίστη εἶναι νεκρά. Αὐτός πού ἔχει νεκρά πίστη, «διά τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀπραξίας», εἶναι νεκρός, ἀφοῦ δέν ζῆ ἐν τῷ Θεῷ. Ἡ πίστη πού δέν μαρτυρεῖται ἀπό τά ἔργα τῆς σωτηρίας δέν εἶναι πίστη καί ὁμολογία, ἀλλά ἀπιστία καί ἄρνηση.
Οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά πάθουν κάτι παρόμοιο μέ τούς Μουσουλμάνους, στό θέμα τῆς πολιτείας καί ὄχι τῆς θεοσεβείας. Γιατί οἱ Μουσουλμάνοι, ἐνῶ πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος καί πνοή τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, ἐν τούτοις «ὡς μή Θεόν ὄντα τοῦτον φεύγουσι φρενοβλαβῶς καί ἀθετοῦσιν». Τό ἴδιο μποροῦν νά πάθουν καί οἱ Χριστιανοί, ὅταν ὁμολογοῦν ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιες καί ἀγαθές, ἀλλά στήν συνέχεια τίς ἀθετοῦν διά τῶν ἔργων.
Εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄπιστος νά ἐμπιστευθῆ τόν Χριστιανό, ὅταν πιστεύη μέν στόν Χριστό πού γεννήθηκε ἀπό παρθένο Πατέρα ἀχρόνως καί ἀπό παρθένο Μητέρα ἐν χρόνῳ, ὅμως δέν ἀσκεῖ τήν παρθενία καί τήν σωφροσύνη, ἀλλά ζῆ τήν ἀκολασία. Εἶναι ἀδύνατον νά γίνη κανείς υἱός κατά Χάριν τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ μέν Χριστός νήστευε, νομοθέτησε τήν ἐγκράτεια, διέταξε νά κρίνουμε δίκαια, ταλάνιζε τούς πλουσίους, ἔδειχνε συμπάθεια πρός τούς πταίοντας, ἀλλά καί μακροθυμία, πραότητα, ἀνεξικακία καί ταπείνωση, ὁ δέ Χριστιανός κάνει ἐντελῶς τά ἀντίθετα.
Στό τέλος τούς προτρέπει νά κάνουν αὐτοί τήν ἀρχή καί τότε θά βοηθήση ὁ Θεός. «Δός σύ τήν ἀρχήν ταύτης, ὁ δέ Θεός παράσχηται τήν τελείωσιν». Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ζητοῦν ὄχι μόνο τήν ἀνθρώπινη ἀρετή, ἀλλά καί τήν θεϊκή. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἐπιτύχουν τήν θέωση. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία, ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἡ ἀνάληψη τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καί ἡ ἀναμονή τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πρόσκτηση τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν «διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνιστᾶ τήν μέθοδο τῆς θεώσεως. Δέν ἀρκεῖται στόν τονισμό μόνον τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν κακία, ἀλλά τονίζει καί τήν πορεία πρός τήν θέωση, τήν ἔλευση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ ἐνοίκηση τοῦ θείου πνεύματος ἐντός μας. Μέ αὐτόν τό τρόπο «θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος».
Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά δείξουν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τά ἔργα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Καί καταλήγει αὐτήν τήν θαυμάσια ἐπιστολή ὁ θεῖος Γρηγόριος: «Οὕτω γάρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ γάρ κολλώμενος διά τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς τῷ Θεῷ ἕν πνεῦμα μετά τοῦ Θεοῦ γίνεται διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος χάριτος, ἥτις μετά πάντων ὑμῶν εἴη πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἡ ἐπιστολή αὐτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ὑπόδειγμα ποιμαντικοῦ λόγου. Δέν ἐξαντλεῖται σέ μιά ἀπολογία καί μιά γνωσιολογική ἐνημέρωση, ἀλλά προχωρεῖ καί στήν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν Χριστιανῶν πρός τήν θέωση, πού εἶναι ὁ τελικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου. Δείχνει πῶς καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς αἱρέσεις. Πρέπει νά διαφωτίζουμε τούς Χριστιανούς, ἀλλά καί νά τούς κατηχοῦμε, καί κυρίως νά τούς ποιμαίνουμε πρός τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση Τεῦχος 221 - Δεκἐμβριος 2014 , Ακτίνες
Ὀ χρόνος καλπάζει... Πότε κιόλας πέρασε τὸ 2014; Τώρα ἀνατέλλει τὸ φῶς μιᾶς νέας χρονιᾶς: 2015! Μέσα σὲ ἀμφίβολους καιρούς. Δίσεκτους... καὶ ὀργισμένους. Ἄδηλο τὸ μέλλον, σκοτεινὸ τὸ αὔριο τοῦ κόσμου. Ποῦ πᾶμε;...
Ἐργασία ὑπηρεσιακὴ μὲ ἔφερε πρὶν λίγο καιρὸ σὲ πόλη ἐπαρχιακή, μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ὄμορφες μικρὲς πόλεις ποὺ κοσμοῦν ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ τόπου μας. Ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι ἀναπνέουν καθαρὸ ἀέρα, κινοῦνται ἤρεμα, περπατοῦν χωρὶς φόβο, κρατοῦν ἀκόμα κάτι ἀπὸ τὸν παλιὸ καλὸ τρόπο ζωῆς.
Τελικὰ δὲν θὰ ἔμενα σὲ ξενοδοχεῖο. Φίλος ἐκλεκτὸς ἀπὸ παλιὰ πληροφορήθηκε τὴν παρουσία μου καὶ ἐπέμεινε πιεστικὰ νὰ μὲ φιλοξενήσει, νὰ μοῦ χαρίσει δυὸ ἡμερῶν χαρὰ στὸ ὄμορφο σπιτικό του μὲ τὴν πολὺ ἀγαπητή μου οἰκογένειά του.
Τὸ πρῶτο βράδυ, ὅταν πιὰ ἀποσύρθηκα στὸ δωμάτιο, ἔπεσα ἤρεμος νὰ ξεκουραστῶ... Ἡσυχία ἀπόλυτη. Ἄλλος κόσμος, πράγματι...
Ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα κάτι νὰ μὲ ἐνοχλεῖ... Ἕνας θόρυβος ἐλαφρός, παράξενος, ἐπίμονος... Τί εἶναι; Ἄνοιξα τὸ φῶς... προσπάθησα νὰ τὸν ἐντοπίσω. Ἄ! Ἀπίστευτο! Ἕνα ρολόι... ἕνα παλιὸ ἐπιτραπέζιο ρολόι ἀπὸ κεῖνα μὲ ἐλατήρια, ποὺ χρειάζεται κατὰ καιροὺς νὰ τὰ κουρντίζεις... Τί μοῦ θύμισε... Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ...
– Ἀκοῦς; Ἡ φωνὴ ἦρθε ξαφνικὰ στὰ αὐτιά μου ἀπὸ τὸ πουθενά. Ἐνοχλητική, ἀδιάκριτη...
– Ποιός, ποῦ εἶσαι; Τὰ λόγια μου πνίγηκαν στὰ χείλη μου, τὴν ὥρα ποὺ τὸ βλέμμα μου ἀσυναίσθητα στράφηκε ἐρευνητικὸ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου... Δὲν ὑπῆρχε βέβαια κανένας... Καὶ δὲν εἶχα καμιὰ ἀμφιβολία• ἀπὸ μέσα μου εἶχε ἀκουστεῖ ἡ ἀπροσδόκητη φωνή.
– Ἀκοῦς; ξαναμίλησε ἡ μυστηριώδης φωνή... Ἀκοῦς;
– Τὸ τίκ-τάκ; Ναί, τὸ ἀκούω...
– Σοῦ θυμίζει τίποτε;
– Δέν... Τίποτε...
– Σκέψου καλύτερα... Δὲν σοῦ φαίνεται σὰν καλπασμός;
– Καλπασμός; Τὸ τίκ-τάκ;...
– Ναί, καλπασμός... Καλπασμός, ἂς ποῦμε, τοῦ ἀλόγου τοῦ θανάτου.
– Ἔτσι καλπάζει τὸ ἄλογο τοῦ θανάτου;
– Γιατί ὄχι; Κάθε στιγμὴ καὶ πιὸ κοντά... τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Αὐτὸ σοῦ φωνάζει τὸ ρολόι... Ἔρχεται, πλησιάζει...
– Ἔρχεται, ἔ; Ναί, βέβαια... ἔρχεται, ἔρχεται...
– Τὸ περιμένεις, ἔτσι;
– Τὸ περιμένω...
– Τὸν θάνατό σου!
– Τὸν θάνατό μου;
– Ναὶ βέβαια, τὸν θάνατό σου... Νομίζεις πώς...
– Ὄχι, ὄχι... Τὸ ξέρω... θνητὸς εἶμαι... θὰ πεθάνω...
– Ἀλλὰ ἀργότερα, ἔτσι; μετὰ ἀπὸ 20, 30, 50 χρόνια...
– ..........................
– Δὲν μιλᾶς;... Γιὰ σκέψου... Εἶσαι ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ τὰ 7 δισεκατομμύρια τοῦ τωρινοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς. Καὶ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος; Μήπως δὲν εἶναι ἕνα χορταράκι στὸ χωράφι, λουλουδάκι στὸ ἀπέραντο λιβάδι; Ὅπως τὸν παρομοίασε ὁ Ψαλμωδός: «Ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ• ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 15). Ἀνθίζει τὸ λουλούδι, ἔπειτα πνέει ὁ καυστικὸς λίβας, καὶ τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ χάνεται. Ἔτσι χάνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος. Γεννιέται, δρᾶ γιὰ λίγο στὸν κόσμο, καὶ κατόπιν «οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ». Σὲ λίγο τὸν ξεχνοῦν ὅλοι. Συμφωνεῖς;
– Ἔχεις δίκιο.
– Κλεῖσε λοιπὸν γιὰ λίγο τὰ μάτια σου. Μεῖνε ἔτσι ἕνα λεπτό. Μόνο ἕνα λεπτό. Μὲ τὴ σκέψη σου δὲς τὸν ἑαυτό σου 30, 50, 80 χρόνια μετά. Δὲν θὰ ὑπάρχεις πιά. Ποιὸς σὲ γνωρίζει; Ποιὸς σὲ θυμᾶται; Λίγοι μόνο, γιὰ λίγα μόνο χρόνια.
– Ἔτσι εἶναι...
– Δός μου ἕνα ἀκόμη λεπτὸ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια σου. Δὲς τὴ ζωή σου... Μπροστά σου μιὰ νέα χρονιά. Πῶς θὰ τὴ ζήσεις; Σκέφτηκες ὅτι στὸ τέλος της μπορεῖ νὰ εἶσαι καὶ σὺ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔχουν ἀναχωρήσει γιὰ πάντα;
Ἀναλογίσου! Αὐτὴ ἡ νέα χρονιὰ εἶναι ἡ εὐκαιρία σου, ἡ ζωή σου, τὸ μέλλον σου! Ὁ νομπελίστας ποιητὴς μᾶς τὸ εἶπε τόσο δυνατά: «Δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει...»! Μιὰ καὶ μόνη ζωὴ ἔχεις. Ἂν τὴ χάσεις, χάθηκες! Μὴν τὴ χάσεις. Νὰ τὴν κερδίσεις! Νὰ κερδίσεις τὰ πάντα, τὴν αἰωνιότητα...
Ἀκοῦς; Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Τί εἶναι;
– Τί εἶναι! Δὲν εἶπες ὁ καλπασμὸς τοῦ ἀλόγου τοῦ θανάτου;
– Ὄχι! Τώρα εἶσαι ἐσύ! Καλπάζεις πρὸς τὴ Βασιλεία. Πηγαίνεις πρὸς τὸ πατρικό σου σπίτι, τὸ παλάτι τοῦ Πατέρα σου. Δὲν σοῦ δίνει αὐτὸ χαρά;
– Χαρά;
– Χαρά, βέβαια! Ἀφοῦ ξέρεις. Δὲν ξέρεις ὅτι σὲ περιμένει ἡ Βασιλεία τῆς ἄπειρης χαρᾶς, τῆς ἄπειρης δόξας, τῆς ἄπειρης εὐτυχίας;
– Ἀσφαλῶς τὸ ξέρω... Τὸ πιστεύω!
– Ζῆσε λοιπὸν σωστὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς σου γιὰ νὰ τὴν κερδίσεις. Ζῆσε μὲ μετάνοια. Ἄλλαξε! Ἄφησε τὶς κακές σου συνήθειες. Γίνε ἅγιος!...
Ἀκοῦς;
– Ἀκούω: Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Ὁ καλπασμὸς τοῦ ἀλόγου... Ἡ μέρα τῆς μεγάλης προσδοκίας πλησιάζει!
Πηγή: Ο Σωτήρ
Πῶς ἦταν ἡ ἐποχή στά χρόνια τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ; Σέ πολλά σημεῖα ἔμοιαζε μέ τήν δική μας, ἄν καί μερικές φορές στίς μέρες μας γίνονται πολλοί χειρότερα πράγματα. Ἦταν μιά μπερδεμένη ἐποχή μέ περισσότερο μπερδεμένους ἀνθρώπους. Ἡ κοινωνική ἀδικία ἔφερνε καί φέρνει πλήρη σύγχυση καί ἀποσταθεροποίηση στίς δομές τῶν κρατῶν. Ἡ βία καί ἡ ἔλλειψη δικαιοσύνης ὑπῆρχαν καί κορυφώνονται στίς μέρες μας. Κάθε εἶδους φρικτά ἐγκλήματα σημειώνονται καθημερινά καί τά παρακολουθοῦμε ἀπό τήν ζεστασιά τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἄνθρωποι λιμοκτονοῦν, ψάχνουν τούς κάδους τῶν ἀπορριμάτων, περιμένουν στήν σειρά γιά τό συσσίτιο, δυσκολεύονται γιά τήν ἀπόκτηση τῶν φαρμάκων καί ἡ ἀγωνία τῶν δήμων εἶναι πότε θά «ἀνάψει τό χριστουγεννιάτικο δένδρο». Πρόκειται γιά τόν ἀπώλυτο παραλογισμό! Εἶναι νά θρηνεῖς! Ἐνῶ ὅμως τόσα συμβαίνουν δίπλα μας ἐξακολουθοῦμε νά μήν διδασκόμαστε, τόσο ἀπό αὐτά, ὅσο καί ἀπό τά ἀμέτρητα παραδείγματα τῆς πλούσιας ἱστορίας μας. Τόσες τραγωδίες, μέ κύριο χαρακτηριστικό, τά ἀδελφοκτόνα μίση καί πάθη, ἀκόμα δέν μᾶς δίδαξαν. Ἀπό τήν μιά νά συναντᾶς στίς πόλεις τήν ἄκρα βαρβαρότητα καί ἀπό τήν ἄλλη νά προσπαθεῖς μέ γιρλάντες καί φωτάκια νά παρουσιάσεις πολιτισμό. Οἱ οἰκογένειες εἶναι πλέον διαλυμένες, ζεῖ τό κάθε μέλος της ἀπίστευτη μοναξιά. Ὅμως ἐξακολουθοῦμε νά ζοῦμε τό ψεύτικο, μέ μοναδικό κριτήριο τήν κρίση τῶν ἄλλων. Δηλαδή μοιάζουμε μέ ἕνα μῆλο ἐξωτερικά ροδοκόκκινο πού ἐσωτερικά εἶναι ἐντελῶς σαπισμένο. Μιά τέτοια κοινωνία συνάντησε ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὅπως θά κάνει καί φέτος τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Περισσότερο παρά ποτέ, ἡ κοινωνία χρειάζεται τόν μεσσία, ἀλλά προσοχή, τόν πραγματικό μεσσία, διότι πολύ παρουσιάζονται ὡς μεσσίες ἀλλά εἶναι ψευδομεσσίες. Μακάρι ὁ Χριστός νά εἶναι ποθητός στήν ζωή τοῦ καθενός γιατί ὅποιος τόν δεχθεῖ στήν καρδιά του ἔχει νά χαρεῖ μιά ζωή πνευματική πού ἀξίζει νά τήν ζεῖς. Ἄς διατηροῦμε τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἀνοικτούς, γιά νά παρατηροῦμε τά συμβαίνοντα -πού δέν εἶναι καί λίγα- καί νά προετοιμάζουμε τόν ἑαυτό μας γιά ὅτι καί νά συμβεῖ. Παράλληλα χρειάζεται προσευχή γιατί συχνά βλέπουμε τήν ἀδυναμία μας στήν διαχείριση τῶν καταστάσεων πού ζοῦμς. Οἱ καιροί ὄντως εἶναι πονηροί! Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεστε!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Οι απαντήσεις, που με τη Χάρη του Θεού και την ευλογία του Γέροντα θα ακολουθήσουν, θα είναι αναπόφευκτα ο καρπός της προσωπικής μας, και βεβαίως μικράς, πείρας. Θεωρώ ότι την καθολική επί του θέματος απάντηση έχει διδάξει το ίδιο το Άγιον Πνεύμα στην Εκκλησία δια των Αγίων μας. Εμείς μπορούμε να αναπτύξουμε μόνο κάποιες πλευρές της καθολικής αυτής εμπειρίας της Εκκλησίας, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου Παύλου: «εκ μερους δε γινωσκομεν και εκ μερους προφητεύομεν» (Α’ Κορ. 13:9).
Η παρουσία κάθε ανθρώπου στον κόσμο είναι μια ευλογία του Θεού. Ελλόγως και πανσόφως ο Θεός μας φέρει στην ύπαρξη, γιατί αποβλέπει στην ολοκλήρωση του σκοπού της Δημιουργία του κόσμου και της Πλάσεως του ανθρώπου, που είναι η εν Χριστώ μετοχή μας στην Χάρη και την δόξα και το φως της Αγίας Τριάδος.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, από το να γίνει κοινωνός της θείας Ζωής Του. Αλλά και δεν υπάρχει μεγαλύτερο χρέος για μας, από το να ανταποκριθούμε στην δική του αγάπη και πρόσκληση.
Βασικό ανθρωπολογικό αίτημα είναι η καταξίωση της ανθρώπινης υπάρξεως. Θρησκείες και φιλοσοφίες επεδίωξαν να απαντήσουν στην πανανθρώπινη αυτή αναζήτηση. Αλλά μόνον ο Χριστός προσέφερε στην ανθρώπινη φύση την οντολογική της καταξίωση. Η θέωσις του ανθρώπου δεν είναι κάτι περισσότερο από αυτό που χρειάζεται η ανθρώπίνη ύπαρξη για να ολοκληρωθεί, και γι’ αυτό κάτι περιττό και περιφρονητέο.
Ο Θεός περιμένει την εν Χριστώ αποκατάστασή μας στο πρωτόκτιστον κάλλος. Κατ’ εικόνα, καλούμεθα να ξαναγίνουμε σύμμορφοι της εικόνος της δόξης αυτού, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ.η’29) και επαναλαμβάνει στην ευχή της Αναφοράς της θείας Λειτουργίας του ο Μέγας Βασίλειος.
Στην προοπτική της εν Χριστώ μεταμορφώσεως και Χριστοειδούς μορφώσεως οι νέοι καλούνται να αναζητήσουν και να ακολουθήσουν τις πνευματικές οδούς που θα τους οδηγήσουν στην τελεία εν Χριστώ ζωή. Αυτή είναι η κλήση του Θεού.
Μέσα σε ένα κόσμο που διαρκώς επιθυμεί να κινείται μακριά από τον Χριστό και να εξαναγκάζει τους πιστούς νέους σε συμβιβασμούς με το κοσμικό φρόνημα, οι δρόμοι που εξασφαλίζουν μια αδιατάρακτη πορεία προς τον Χριστό και με τον Χριστό είναι η μετοχή στην ζωή της Εκκλησίας και η προσωπική πνευματική άσκηση.
Σε μία εποχή που οι νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολλές και σκληρές προκλήσεις από την εκκοσμικευμένη κοινωνία και γίνονται συχνά θύματά της, οι πιστοί νέοι έχουν την ευλογία να ακουμπούν σταθερά και με εμπιστοσύνη σε ανθρώπους πνευματικούς, που έχουν τη Χάρη του Θεού και είναι ικανοί να τους καθοδηγήσουν, και να αντλούν δύναμη από τα ζωοποιά Μυστήρια της Εκκλησίας.
Η αγάπη που ο Χριστός ζητεί από τους Χριστιανούς είναι μια περιεκτική αρετή, που σημαίνει ολοκληρωμένη απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και ολοκληρωμένη ένδυση του Χριστού. Η άσκηση όμως αυτής της αρετής προϋποθέτει αυτοπροαίρετο και αυτεξούσιο προσανατολισμό της ελευθερίας μας στη τήρηση των εντολών του Χριστού.
Πρόκειται για καίριο και γι’ αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο. Ιδιαίτερα για την εποχή μας, που η υποκλοπή της ελευθερίας μας μπορεί να γίνεται με πολλούς και θεωρούμενους δυστυχώς φυσιολογικούς τρόπους. Από την πλύση εγκεφάλου που κάνουν τα Μ.Μ.Ε. προωθώντας το American life style μέχρι τις επιδέξιες κινήσεις για να χαρακτηρισθούν αναχρονικοί και φονταμενταλισταί όσοι προσβλέπουν στην μοναδικότητα της εν Χριστώ και τη Εκκλησία σωτηρίας.
Η Ορθόδοξος Πίστις μας, βεβαίως, δεν αποτελεί ιδεολόγημα και πολύ περισσότερο δεν συνιστά μισαλλόδοξο φρόνημα, ούτε η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι χώρος δογματικού απομονωτισμού, όπως τελευταία λέγεται. Αντιθέτως, είναι ο τρόπος και ο χώρος που επιτρέπουν στις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής να αναπτυχθούν σωστά και σύμφωνα με τις αληθινές προδιαγραφές της ανθρώπινης υπάρξεως, εφ’ όσον ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος ανέδειξε την ανθρώπινη φύση καθαρή, όπως πρωτοπλάσθηκε, και κατέδειξε τις οντολογικές της δυνατότητες.
Όταν ολοκληρωτικές τάσεις χειρισμού (manipulation) των ανθρωπίνων συνειδήσεων καταγγέλλονται ως ο μεγαλύτερος σήμερα κίνδυνος για τους νέους, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο πιο ασφαλής τόπος και η Ορθόδοξη Πίστις είναι ο πιο ασφαλής δρόμος που θα τους σώσει από κάθε ολοκληρωτισμό.
Η Ορθοδοξία ως Πίστις είναι η αληθινή δόξα (από το δοκέω -ώ), δηλαδή ό,τι πιο αληθινό και ανεπίδεκτο πλάνης μπορεί να σκέπτεται και να θεωρεί ο άνθρωπος περί Θεού και κόσμου. Και ως βίωμα η Ορθοδοξία είναι αυτή που μπορεί να αναπαύσει τις νεανικές ψυχές που αναζητούν το αυθεντικό και γνήσιο, μακριά από εμπαθείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις. Η Ορθόδοξος Πίστις είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορεί κανείς να κατέχει και ό,τι αποτελεσματικότερο μπορεί να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να αγαπά ειλικρινά τον κάθε άνθρωπο, δικό μας και ξένο. Γιατί εν Χριστώ Ιησού «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ’ 28).
Ο νεανικός κόσμος σήμερα αναζητεί τρόπους διαφυγής από τον κλοιό που του δημιούργησε η νεωτεριστικότητα, όπως την αποκαλούν, δηλαδή η αντίληψη ότι μπορεί να οικοδομηθεί ένας τρόπος ζωής χωρίς Χριστό. Αυτός ο κλοιός συνίσταται από το άγχος, τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα, την αβεβαιότητα. Γι’ αυτό οι νέοι προσφεύγουν σε τρόπους ζωής που δημιουργεί και σερβίρει η μετά -νεωτερικότητα, δηλαδή η αντίληψη ότι την λύση των αδιεξόδων δεν θα προσφέρει ο Χριστός αλλά ο αποκρυφισμός, η Νέα Εποχή, ο νεοπαγανισμός και νεοπολυθεϊσμός ή ολυμπισμός, δηλαδή ο αντίχριστος.
Και τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει σήμερα σημείο επαφής μεταξύ των νέων ανθρώπων και της Εκκλησίας;
Βεβαίως υπάρχει, και είναι επιτακτικότερη η ανάγκη σήμερα παρά άλλοτε να τονισθεί ότι η Ορθόδοξος Πίστις μας και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι η απάντηση στα υπάρχοντα αδιέξοδα των νέων μας.
Η κλήση και η αποστολή των πιστών νέων είναι να αγωνίζονται να ζουν εν Χριστώ με συνέπεια και αποφασιστικότητα, ώστε να μπορούν να μαρτυρούν ότι υπάρχει ο Χριστός, Σωτήρας, όλων των ανθρώπων όλων των εποχών, και υπάρχει η Ορθόδοξος Εκκλησία, χώρος σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Όπως είναι γνωστό στους περισσότερους, ο Άγιος Βασίλειος αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του, την Καισαρεία της Καππαδοκίας και στην Νεοκαισάρεια, με τον πατέρα του, μετά πήγε στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερες σπουδές και κατόπιν στην Αθήνα, οπού μαθήτευσε σε σοφούς διδασκάλους και εσπούδασε τα Ελληνικά γράμματα, την φιλοσοφία, την ρητορική, την αστρονομία και την γεωμετρία. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε έδρα Ιατρικής στα Πανεπιστήμια, αλλά οι σπουδαστές μέσα στο μάθημα της Φιλοσοφίας εμάθαιναν και ορισμένα στοιχεία της Ιατρικής.
Δεν μπορούμε όμως να χαρακτηρίσουμε σαν γνώστη της Ιατρικής και ιατρό, κάθε σπουδαστή της Φιλοσοφίας του καιρού εκείνου. Όμως ο Άγιος Βασίλειος δεν αρκέστηκε μόνο σ' αυτές τις λίγες γνώσεις της Ιατρικής, αλλ' ασχολήθηκε πολύ και μ' αυτήν και έγραψε πολλά μέσα στα συγγράμματα του περί Ιατρικής. Ίσως το μεγάλο του αυτό ενδιαφέρον προς την επιστήμη του Ιπποκράτη, να ωφείλετο κατά ένα μέρος και στην κακή προσωπική του υγεία και την ασθένεια που τον καταταλαιπωρούσε σε όλη την βραχυχρόνια ζωή του. Το ιατρικό του όμως ενδιαφέρον δεν στάματα μόνο στα συγγράμματα, αλλά κορυφώνεται με την ίδρυση του πρώτου Δημοσίου Νοσοκομείου στον κόσμο, μέσα στην περίφημη πόλη της φιλανθρωπίας που αυτός είχε δημιουργήσει, δηλαδή την «Βασιλειάδα ». Και όχι μόνο ήταν ο ιδρυτής του πρώτου Νοσοκομείου, αλλά έδειχνε και τεράστιο ενδιαφέρον για τους ασθενείς που νοσηλεύονταν σ' αυτό, ειδικά δε για τους λεπρούς, που τους περιεποιείτο και τους περιέθαλπε ο ίδιος προσωπικά. Μελετώντας τα συγγράμματά του καθώς και τις ομιλίες του, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία να ασχοληθεί με ιατρικά θέματα ήταν όχι μόνο εγκυκλοπαιδικά κατατοπισμένος σ' αυτά αλλά ταυτόχρονα βαθύς γνώστης των επιστημονικών δεδομενών της εποχής του.
Αν και ο σκοπός του δεν ήταν να συγγράψει ιατρικές μελέτες, όμως είναι πολύτιμες οι επιστημονικές του παρατηρήσεις που σημειώνει σε αρκετές εργασίες του.
Ο Μέγας Βασίλειος με το φωτεινό του παράδειγμα ήθελε να μας πείσει ότι είναι απαράδεκτο στον άνθρωπο να περιφρονεί τους συνανθρώπους του, καθώς και να ασκείται αγριότητα στους ασθενείς.
Ο Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας μας που μερικοί τον αποκαλούν και Βασιλέα των Πατέρων, είναι ο πρώτος που ετόνισε την ανάγκη της προσωπικής επαφής γιατρού και αρρώστου. Γι' αυτό πηγαίνει κοντά στον άρρωστο, μελετά τα προβλήματά του, τον ενισχύει ψυχικά με μοναδικό σκοπό να τον θεραπεύσει. Η ανθρωπιστική ιατρική είχε βρει από τότε στο πρόσωπο του τον ενσαρκωτή της. Η εφαρμογή της Ιατρικής της προσωπικότητας, στην σύγχρονη ιατρική σκέψη, θα πρέπει να θεωρεί σαν τον πρώτο θεμελιωτή των αρχών της τον Μέγα Βασίλειο, 16 ολόκληρους αιώνες πριν.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Η πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, προκαλεί στους ανθρώπους ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, με αριστοτεχνικό τρόπο, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος που Εκκλησία μας πρώτο από όλους τιμά την ημέρα αυτή, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, άλλοτε ως το σύμβολο του καταναλωτισμού, με προκλητικό τρόπο και άλλοτε ως το σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται, σε μεγάλο βαθμό από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.
Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου βοηθούν στο να κατανοήσει ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης όλων εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς όλους εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και ταυτόχρονα είναι εκτός χρόνου, από την άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά στα υλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει αυτοστιγμεί το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή η λογική, κατά τον Μέγα Πατέρα της Εκκλησίας μας, μπορεί ν’ αντεπεξέλθει με σοφία στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να χαθεί αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι, όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευτούν στον ουρανό. ‘Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν’» (Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24).
Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσομε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά!
Πηγή: Εκκλησία
Ένα πολύ δύσκολο έτος για τους περισσότερους Έλληνες τελειώνει και ένα νέο έρχεται, που δεν έχει τίποτε το αισιόδοξο να μας πει. Το 2015 είναι τα συμβατικά χρόνια μετά τη Γέννηση του Χριστού και στον καθένα μας προστίθεται ένα έτος στην ηλικία του. Αυτά τα κοινότυπα με οδήγησαν να αναζητήσω στη βιβλιοθήκη μου στοιχεία για την έννοια του χρόνου. Ο Πλάτωνας τον θεωρεί "μια κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας" και ο πραγματιστής Αριστοτέλης ως " τον αριθμό των κινήσεων του παρόντος σε σχέση με το πριν και το μετά". Ο Ιερός Αυγουστίνος τον ορίζει ως " το παρόν των περασμένων πραγμάτων, που είναι η μνήμη, το παρόν των σημερινών πραγμάτων, που είναι τα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και το παρόν του μέλλοντος που είναι η προσδοκία". Η διδασκαλία του Αυγουστίνου έχει ως κέντρο της τη Γνωσιολογία, που έως και σήμερα επικρατεί στη Δυτική Σκέψη, με διάφορες μορφές. Είναι ο πρώτος και πολύ πριν από τον Ντεκάρτ, που τονίζει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αμφιβάλλει για όλα και προσθέτει: "Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω", που ταυτόχρονα σημαίνει ζω, σκέπτομαι, θέλω, άρα υπάρχω.
Σε ένα συμφωνούν φιλόσοφοι και επιστήμονες, ότι ο χρόνος είναι παράγοντας της ύλης και επομένως δεν υπάρχει έξω από αυτήν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ψυχή, ως άϋλη, είναι αθάνατη, αιώνια. Ο άνθρωπος ζει και τις δύο καταστάσεις. Ως ύλη γεννιέται, μεγαλώνει, ακμάζει και μετά γερνά και πεθαίνει. Ως ψυχή μέσα του έχει τη σπίθα της αιωνιότητας και γι' αυτό δεν πιστεύει ότι θα πεθάνει. Αυτή η εσωτερική πληροφορία από ορισμένους πνίγεται, ή περιθωριοποιείται και κάνουν μια ζωή ανεύθυνη και χωρίς κανόνες, σαν να τελειώνει στη Γη η ζωή. Αλλά η χωρίς την επίγνωση της αιωνιότητας ζωή οδηγεί στο παράλογο, ότι ζούμε χωρίς σκοπό, χωρίς να ξέρουμε και χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε στον εαυτό μας γιατί γεννηθήκαμε και γιατί κοπιάζουμε, γιατί τα βάσανα και οι πίκρες, γιατί οι επιτυχίες και οι αποτυχίες, γιατί τα γερατειά και οι αρρώστιες.
Ο χρόνος, χωρίς την αιωνιότητα, είναι για τον άνθρωπο ένα φυσικό μέγεθος, όπως ο χώρος. Και με αυτόν έχουν ασχοληθεί σημαντικοί επιστήμονες, όπως οι Νεύτωνας, Λάϊμπνιτς και Αϊνστάϊν. Προϋπόθεση της αιωνιότητας είναι η ύπαρξη του Θεού και οι τρεις τους επιδίωξαν να μιλήσουν για τον Θεό μέσα από την επιστήμη τους και κατέληξαν σε σημαντικά συμπεράσματα, που αξίζει κανείς να τα μελετήσει. Με το χρόνο έχει ασχοληθεί και ο Χόκινγκ, που κινείται στο αδύνατο, επιχειρώντας να συνδέσει τη φυσική, με τη μεταφυσική και το υπερβατό. Επίσης οι άθεοι Ντόκινς και Χίτσενς με τα βιβλία τους περισσότερο φασαρία κάνουν για να βγάλουν χρήματα παρά λένε κάτι το ουσιαστικό, ούτε βεβαίως μπορούν να το πουν. Είναι επιστήμονες, μόνο που δεν κάνουν επιστήμη, αλλά επιχειρούν να επιστημοποιήσουν την αθεϊα τους.
Στους άθεους επιστήμονες απαντά ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850), που δεν ήταν πιστός, αλλά δεν μπορούσε να ακούει ή να διαβάζει ανοησίες. Στο έργο του "Το μαγικό δέρμα" σημειώνει: " Το κλειδί κάθε επιστήμης είναι ασυζητητί το σημείο της αναζήτησης και της έρευνας. Το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων ανακαλύψεων το οφείλουμε στο ΠΩΣ. Αλλά η σοφία στη ζωή συνίσταται στο να τίθεται το ερώτημα ΓΙΑΤΙ". Και ο Χάϊντεγκερ, ο κατά τον σύγχρονο Γάλλο φιλόσοφο και ιστορικό Μαρσέλ Γκοσέ μεγαλύτερος "άθρησκος θεολόγος" του 20ού αιώνα, παραδέχεται ότι η επιστήμη αγνοεί το μόνο αληθινό ερώτημα, για το Είναι, και "γνωρίζει" το πάν, εκτός από το βασικό, χωρίς το οποίο δεν εννοούνται τα υπόλοιπα!
Στην Ανατολή γνωρίζουμε ότι η Πίστη στον Θεό είναι δώρο, δεν είναι προϊόν μιας λογικής μαθησιακής διεργασίας. Ως διδασκαλία είναι υπέρλογη, ελεύθερη και προαιρετική στην αποδοχή της. Ο ίδιος ο Χριστός δεν μακάρισε τους διανοητές, τους πλούσιους και τους ισχυρούς, αλλά τους ταπεινόφρονες, τους αδύναμους και τα παιδιά. Το Ευαγγέλιο Του διαδόθηκε από τα "ασθενή του κόσμου" σε πείσμα των εξουσιαστών. Αυτά τα "ασθενή" είναι το όπλο του "Αρνίου" και όσοι ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν το Χριστό στη Γη και συμπεριφέρονται με κοσμικό τρόπο, με ιδιοτέλεια, φαρισαϊκά και έχουν φτιάξει στα μέτρα τους τη διδασκαλία Του δεν έχουν καμία σχέση μαζί Του, είναι ουσιαστικά αρνητές Του και Τον δυσφημούν.
Πίστη και Επιστήμη έχουν ως αντικείμενο το χρόνο, αλλά σε δύο επίπεδα παράλληλα, που πουθενά δεν τέμνονται. Ο επιστήμων μπορεί να πιστεύει και ο πιστός να είναι επιστήμων, αλλά η Επιστήμη δεν έχει σχέση με την Πίστη. Όταν η Επιστήμη γίνεται εργαλείο της ιδεολογίας και μπαίνει στο χώρο της Πίστης γίνεται υλιστική θρησκεία. Τέτοια ήταν η τρομοκρατία στη Γαλλική Επανάσταση και η αθεϊα στο ολοκληρωτικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, όπως την περιγράφει γλαφυρά ο Μπερντιάγεφ. Και όταν η θρησκεία, δια των εκπροσώπων της, επιβάλλει στην επιστήμη το δόγμα (;) της για τους φυσικούς νόμους γίνεται τυραννία, τύπου Ιεράς Εξέτασης. Και οι δύο περιπτώσεις οδήγησαν σε εκατόμβες αθώων θυμάτων.
Χρόνος και αιωνιότητα. Ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιεί το χρόνο ως προστάδιο της αιωνιότητας, αλλιώς υποβιβάζεται σε ένα μηχανισμό ορισμένων υλικών που λειτουργεί για κάποια χρόνια. Πράγματι, αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει ψηλά το βλέμμα του για να δει το μεγαλείο του ορατού σύμπαντος, αν δεν μπορεί να αντικρίσει την ωραιότητα της φύσης, αν δεν διακρίνει τη διαφορά του από τα άλλα έμβια όντα, αν δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι είναι " ο Μικρός και Μέγας", κατά τον ποιητή, αν δεν έχει επίγνωση του προσωρινού της ζωής του, τότε επιλέγει τη χοϊκή ζωή, στην οποία "τα πάντα επιτρέπονται", όπως έγραψε ο Ντοστογιέφσκι. Όμως δεν είναι φτιαγμένος για μια τέτοια ζωή.-
ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟ 2015
Πηγή: Ακτίνες
Μνημειώδες κείμενο του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου για την διαχρονική διαλεκτική της Εκκλησίας έναντι του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού γίγνεσθαι.
Μέσα στην οδύνη της πολυδιάστατης κοινωνικής, οικονομικής και κυρίως ηθικοπολιτισμικής και πνευματικής κρίσεως που βιώνουν οι άνθρωποι της λεγομένης και πολυδιαφημισμένης «μετανεωτερικής και μεταμοντέρνας» εποχής, όπου κυριαρχεί το υλιστικό, εγωκεντρικό και καταναλωτικό πρότυπο ζωής, επειδή η νεοφιλελεύθερη οικονομική κεφαλαιοκρατική ιδεολογία και κοσμοθεωρία επιβάλλει, γεννάται ευλόγως εκ των πραγμάτων το ερώτημα: «ποιος ο ρόλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του ηθικά και πνευματικά μετέωρου και έωλου συγχρόνου ανθρώπου αλλά και ποια η στάση αυτής έναντι των κατά καιρούς εναλλασσομένων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων και ιδεολογιών;
Η οποιαδήποτε απάντηση στα παραπάνω καίριας σημασίας ερωτήματα έχει οντολογικές και υπαρξιακές συνέπειες για τον άνθρωπο και την σύνολη κτίση. Η διαλεκτική στάση της Εκκλησίας έναντι του όλου αυτού ακανθώδους ζητήματος δεν μπορεί να είναι ούτε αποφατική, ούτε καταφατική στο πλαίσιο μιας εκκοσμικευμένης λογικής προσεγγίσεως, αλλά πρωτίστως και κυρίως πνευματική, σωτηριολογική και ανθρωποκεντρική, επειδή ακριβώς η Ορθόδοξη Εκκλησία εκ της οντολογικής φύσεως και διακονικής αποστολής της θέτει πάντοτε στο επίκεντρο της φιλοστόργου μητρικής μέριμνάς της την σωτηρία του ανθρώπου.
Σε αυτήν την διαλεκτική της Εκκλησίας έναντι της κοινωνίας, του ανθρώπου και εν γένει του κόσμου αναφέρεται ο εκ Κομοτηνής καταγόμενος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (Φιλιππίδης), ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938 – 1941), ο οποίος κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και μετά το λεγόμενο «οικονομικό κραχ» του 1929, που αποτελμάτωσε την παγκόσμια οικονομία και οδήγησε σε εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπων, δημοσίευσε το έτος 1932 ένα περισπούδαστο άρθρο του, υπό τον τίτλο: «Η κοινωνική κρίσις και η Εκκλησία». Στο κείμενο αυτό, το οποίο είναι περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρο, ο τότε Τραπεζούντος Χρύσανθος γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «… Από του γενικού πολέμου η ισορροπία του κόσμου εταράχθη,, η οικονομική και κοινωνική και ηθική ανωμαλία επιτείνεται και «πάσα η κτίσις στενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν». Οι διάφορες κοινωνικές τάξεις αποβλέπουν προς την κατάσταση, άλλες μετά φόβου και άλλες μετ’ ελπίδων, ελπίδων περί δημιουργίας κρείττονος κοινωνικής καταστάσεως και ζωής μετά την ανατροπή του νυν κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος…
Αλλ’ η Εκκλησία, ισταμένη υπεράνω των εκάστοτε εναλλασσομένων οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων, δεν δύναται και δεν πρέπει να συνταυτίζεται με οιονδήποτε εφήμερο κοινωνικό σύστημα και με οιανδήποτε κοινωνική τάξη και να αγωνίζεται υπέρ επικρατήσεως αυτών. Αν έπραττε αυτό, θα ενίσχυε όσα οι οπαδοί της υλιστικής θεωρίας της ιστορίας και των κοινωνικών φαινομένων, μονομερώς εξηγώντας σύνθετα και πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα λέγουν ότι η όλη θρησκεία είναι ιδεολογικό απαύγασμα οικονομολογικών εξελίξεων και ιδεολογικό σύστημα των οικονομικών συμφερόντων μιας κοινωνικής τάξεως.
Η Εκκλησία δεν είναι Εκκλησία μιας μόνον κοινωνικής τάξεως ούτε ενός μόνου λαού ή ενός Έθνους ή του κράτους. Η Εκκλησία, όπως μαρτυρεί η απ’ αρχής σύσταση και η ιστορία αυτής, είναι η απ’ αρχής καθολική και αποστολική Εκκλησία, η από περάτων έως περάτων, και φιλόστοργος μήτηρ όλων των λαών και όλων ανεξαρτήτως των κοινωνικών τάξεων και εκείνων ακόμη όσες εκ πλάνης έχουν στραφεί κατ’ αυτής. Έναντι της Εκκλησίας «ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος , Σκύθης, δούλος, ελεύθερος» (Κολ. 3,11).
Κατά την αρχή ταύτη ανέκαθεν η Εκκλησίας συμφώνως προς το παράδειγμα του θεμελιωτού αυτής κηρύττει το Ευαγγέλιον και σκορπίζει τα αγαθά της Χριστιανικής αγάπης επί πάντας, πτωχούς και πλουσίους, και ανατέλλει τον ήλιο αυτής επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.
Τα εκάστοτε κρατούντα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα η Εκκλησία εν μέρει αναγνωρίζει και εν μέρει ανέχεται και δεν λαμβάνει πρωτεύον και ενεργό μέρος σε συντηρήσεις και ανατροπές καθεστώτων, για το οποίο πολλοί κατά τους νεωτέρους χρόνους ως μομφή επιρρίπτουν στην Εκκλησία.
Είναι αληθές ότι στην πρωτόγονη Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων, υπάρχει μία νέα οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων… γεγονός που πολλοί εκλαμβάνουν ως απόδειξη των κομμουνιστικών αρχών της πρώτης Εκκλησίας. Αλλ’ η νέα αυτή τάξη πραγμάτων που είναι εκδήλωση της ακραιφνούς αγάπης και φιλαδελφίας των πρώτων χριστιανών δεν είναι πρόγραμμα οικονομολογικών μεταρρυθμίσεων ή ανατροπής της υφισταμένης κοινωνικής τάξεως. Ελλείπει ακόμη εκ της νέας εκείνης τάξεως και πάσα οικονομολογική τεχνική σκέψη και βάση.
Ο κομμουνισμός των Πράξεων των Αποστόλων είναι είδος θρησκευτικού και ηθικού κομμουνισμού της αγάπης. Και τον τύπο τούτο του κομμουνισμού της αγάπης συναντούμε και στους κατόπιν αιώνες. Οι δε μεταγενέστερες μορφές των χριστιανικών κοινοτήτων σε χρόνους οικονομικής κρίσεως και στερήσεως και δυστυχίας προσέγγιζαν πάλιν προς τον κομμουνισμό της αγάπης υπό την διεύθυνση και εποπτεία των Επισκόπων.
Οι θεωρητικές μάλιστα διδασκαλίες των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου, του Θεοδωρήτου και του Ιερού Αυγουστίνου, κηρύττουν τον κομμουνισμό τούτο της αγάπης ως θεμελιώδη χριστιανική διδασκαλία, ελέγχουν τους έχοντες τα πλείονα ως κλέπτες και σφετεριστές ξένων αγαθών, και απαιτούν το φως και ο αέρας και η γη να είναι κοινά για όλους. Έτσι ελεύθερη και κοινή σε όλους πρέπει να υπάρχει και η επί γης κτήση και περιουσία για χάρη της αγάπης που χορηγεί τα πάντα και θυσιάζεται.
Ο Ιερός μάλιστα Χρυσόστομος στην ΙΑ΄ ομιλία αυτού «Εις τας πράξεις των Αποστόλων», την οποία είπε ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως προς τους πιστούς της Βασιλευούσης κατά την διάρκεια συζητήσεως, εάν η αγάπη την ακτημοσύνη έτεκε, ή η ακτημοσύνη την αγάπη, αποφαίνεται ότι η αγάπη έτεκε την ακτημοσύνη και αυτή πάλι επέσφιγξε την αγάπη περισσότερο…
Μόνον η Χριστιανική ηθική με την θεία αγάπη, η οποία στρέφεται προς πάντες και πάντα, και πάντες ενώνει «εν εαυτή», θα μπορούσε να συμπήξει μία σταθερά και αδιάσειστη σοσιαλιστική πολιτεία. Προς μια τέτοια ιδεώδη πολιτεία αγάπης και φιλαδελφείας τείνουσα η Εκκλησία…αναλαμβάνει σε μεγάλη έκταση την θεραπεία πάσης κοινωνικής ελλείψεως και βλάβης προερχομένης εκ μιας ολοένα και βαρυτέρα καθισταμένης οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως. Σε όλες τις ταραχές και ανατροπές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής η Εκκλησία διατηρεί ακλόνητη την ευστάθεια αυτής και παρέχει στην εσωτερικώς και εξωτερικώς παραπαίουσα και εντελώς αστήρικτη και ανερμάτιστη ανθρωπότητα, έρεισμα και φως και δια της ζύμης του Ευαγγελίου ζυμοί όλον το φύραμα των κατά καιρούς πολιτειών και κοινωνιών…
Έτσι γενικό και δίκαιο και αμερόληπτο προς όλες τις κοινωνικές τάξεις οφείλει να είναι το έργο της Εκκλησίας και κατά την παρούσα κοινωνική κρίση. Και το έργο τούτο είναι περισσότερο παρά ποτέ και άλλοτε δυσχερές, διότι δυσχερή και πολύπλοκα είναι και τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, τα οποία εγέννησε η σύγχρονη κεφαλαιοκρατική οικονομία και το υπ’ αυτής και της βιομηχανίας δημιουργηθέν εργατικό προλεταριάτο, η στρατοκρατία και γραφειοκρατία των μεγάλων ιδίως κρατών, η τεράστια αύξηση του πληθυσμού και της προαγωγής, η οποία είχε ως συνέπεια την παγκόσμια και αποικιακή πολιτική, και τέλος οι πρόοδοι και η τελειοποίηση της τεχνικής επιστήμης, η οποία εκινητοποίησε και συνέδεσε πάντα και πάντες και εμηχανοποίησε ανθρώπους και εργασία…
Πλην τούτων η μεγάλη δύναμη της Παγκοσμίου οικονομίας και της μεγάλης βιομηχανίας κατέστη επαισθητή και στο πλέον απομεμακρυσμένο χειρωνακτικό χωρίο, έχει δε ανατρέψει όλες τις κατά παράδοση συνθήκες και κατεδίκασε σε τελεία αργία ολόκληρες χειρωνακτικές και επαγγελματικές τάξεις. Εντός και εκτός των μεγάλων πόλεων υπάρχει ολόκληρος πληθυσμός ο οποίος περιήλθε σε θέση νομάδος. Πόσο δε δύσκολο είναι να διατηρηθεί μεταξύ αυτού ανωτέρα ηθική και θρησκεία…
Εκ πάντων τούτων συνάγεται πόσο σύνθετο και πολύπλοκο είναι το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας στις παρούσες συνθήκες και πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες τω διεπόντων τα της Εκκλησίας Ιεραρχών και όλου του κλήρου…
Πλην του κηρύγματος και της μυστικής λατρείας, ουσιώδες στοιχείο του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας είναι και η άσκηση της καινής εντολής της χριστιανικής αγάπης, η οποία ανέκαθεν υπήρξε πειστικό μέσο εξάρσεως της θρησκείας και διαδόσεως του χριστιανισμού. Και ο Ιησούς Χριστός εκήρυττε το Ευαγγέλιον βοηθών, ελεών και θεραπεύων, διότι όπως η αμαρτία είναι ρίζα πάσης αθλιότητος, τοιουτοτρόπως και η πενία και η δυστυχία και η αθλιότητα γεννούν την αμαρτία και το αίσχος. Διά τούτο επιβάλλεται αγών κατά της πενίας και της αθλιότητος.
Εν προκειμένω θα έπρεπε να είναι πρότυπο η αρχαία Εκκλησία στην οποία η άσκηση της αγάπης ήταν αναποσπάστως συνδεδεμένη με την μυστική λατρεία και αποτελούσε μετ’ αυτής μία αδιάσπαστη και ενιαία ολότητα. Στην άσκηση της αγάπης και της κοινωνικής αντιλήψεως δέον να πρωτοστατήσει η Εκκλησία και ιδιαιτέρως δια των Επισκόπων αυτής και των λοιπών κληρικών, οι οποίοι αυτοί πρώτοι οφείλουν να παρέχουν το παράδειγμα της ακτημοσύνης και απλότητος και λιτότητος και να έχουν το μεγαλοπρεπές ήθος της φιλοπτωχίας και φιλοξενίας. Όταν οι κυβερνώντες την Εκκλησία είναι τυχόν φιλάργυροι και πλεονέκτες, μικρόψυχοι και μικρολόγοι, ιδιοτελείς και αφιλόπτωχοι, ουδέποτε είναι δυνατόν να αναπτυχθούν ελευθέρως και να ενεργοποιηθούν οι υπάρχουσες στην Εκκλησία δυνάμεις πλουσίας ζωής προκειμένου να γίνει η Εκκλησία πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν.
Όταν όμως οι διοικούντες την Εκκλησία αυτοί πρώτοι είναι προκαθήμενοι της αγάπης, τότε θα έχουν το προσήκον κύρος ενώπιον των ευπόρων και θα τους πείσουν με σκοπό την ανακούφιση της ποικίλης δυστυχίας στις παρούσες περιστάσεις. Συστηματοποιούσα η Εκκλησία την αγάπη οφείλει να συστήσει κατά ενορίες κέντρα κοινωνικής προνοίας και αντιλήψεως και ευρέσεως εργασίας στους αέργους. Οφείλει να εισδύει δια των εφημερίων στα άδυτα της δυστυχίας και αθλιότητος, κομίζουσα την ενεργή αγάπη και παραμυθία και οργανώνοντας τα απαράμιλλα εκείνα τάγματα των διακόνων και διακονισσών, τα οποία στους αρχαίους καιρούς και δη επί του Ιερού Χρυσοστόμου επετέλεσαν θαύματα ευποιϊας…
Αναλλοίωτος διαμένει πάντοτε η αλήθεια, ότι η «Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» (Λουκ. 12,20). Και πρέπει δια της αδιαλείπτου εργασίας και αγάπης, η οποία πάντα πιστεύει, να λάμπει το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων για να δουν τα καλά έργα μας και να δοξάσουν τον Πατέρα μας τον εν τοις ουρανοίς. Οι τελικοί σκοποί της ανθρωπότητος κείνται κεκρυμμένοι εν ταις χερσίν Αυτού».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Οἱ Ρωμαίικες γιορτὲς καὶ τὰ ἁγνὰ ἔθιμά μας
Τά Χριστούγεννα, τά Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κ’ ἄλλες μεγάλες γιορτές, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι καθόλου γιορτές καί χαρούμενες μέρες, ἀλλά μέρες πού φέρνουνε θλίψη καί δοκιμασία. Δοκιμάζονται οἱ ψυχές ἐκεινῶν πού δέν εἶναι σέ θέση νά χαροῦνε, σέ καιρό πού οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πικραμένοι ἀπό τίς συμφορές τῆς ζωῆς, τούς χαροκαμένους, τούς ἄρρωστους, οἱ περισσότεροι πικραμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς στενεύει ἡ ἀνάγκη νά γίνουνε τοῦτες τίς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς μπορεῖ νά μή δίνουνε σημασία στή δική τους εὐτυχία, μά γίνουνται ζητιάνοι γιά νά δώσουνε λίγη χαρά στά παιδιά τους καί στ’ ἄλλα πρόσωπα πού κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπό τό παράπονό τους, κι’ αὐτοί εἶναι οἱ πιό μεγάλοι μάρτυρες, πού καταπίνουνε τήν πίκρα τους μέρα νύχτα, σάν τό πικροβότανο.
Ἴσα ἴσα αὐτές τίς ἁγιασμένες μέρες πού θἄπρεπε νά σμίξουνε πιό κοντά οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νά περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτές τίς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, χωρίζουνται σέ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τὄνα στἄλλο, σχεδόν ἐχθρικά. Ἀπό τή μιά μεριά εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι’ ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι οἱ δυστυχισμένοι κ’ οἱ παραπεταμένοι. Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατά τίς γιορτές. Κανένα γεφύρι δέν ἑνώνει τίς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ...
τίς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σέ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι κι’ ὅσοι ἔχουνε τόν τρόπο τους κάνουνε, ἀλλοίμονο! τό πᾶν γιά νά ἐπιδείξουνε τά πλούτη καί τ’ ἀγαθά τους στούς λιμασμένους. Κι’ αὐτό γίνεται στὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στό παχνί! Γιά τήν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δέν γιορτάζουνε οἱ φτωχοί σάν καί Κεῖνον, μά γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, πού παίρνουνε γιά ἀφορμή τήν πτωχεία του γιά νά δείξουνε τά πλούτη τους. Μά ἄραγε, ἀνάμεσα σέ δυστυχισμένους μπορεῖ νά νοιώσει κανένας εὐτυχισμένον τόν ἑαυτό του; Μοναχά ἕνας ἀναίσθητος μπορεῖ νά νοιώσει τέτοια εὐτυχία. Ὅσο γιά κεῖνον πού θέλει νά ἐπιδείξη στόν πεινασμένο καί στόν στερημένον τήν ἐλεεινή του αὐτή εὐτυχία, αὐτός εἶναι ἀληθινό κτῆνος. Καί μ’ ὅλα ταῦτα, ὑπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ἀνάμεσά μας, στά χρόνια μας, ἐνῶ ἤτανε σπάνιοι στά παλαιότερα. Εἶναι κι’ αὐτό ἕνα ἀπό τά ὡραῖα πού μᾶς ἔφερε ὁ μέγας πολιτισμός ἀπό τά μεγάλα κέντρα! Στήν Ἀνατολή εἴχανε τά ζεμπίλια, πού ἤτανε πλεχτά ἀπό ψάθα, κι’ ὅ,τι ἔβαζε μέσα κανένας δέν φαινότανε. Γι’ αὐτό, παίζοντας οἱ τουρκομερίτες, λέγανε πώς ἡ λέξη «ζεμπίλι» βγῆκε ἀπό τά λόγια «σέν μπίλ», πού θά πεῖ «ἐσύ νά ξέρης», δηλαδή ἐσύ νά ξέρης μοναχά τί ἔχει μέσα τό ζεμπίλι, ὥστε νά μή λιμάζουνε καί σέ φθονοῦνε οἱ φτωχοί, κεῖνοι πού δέν μποροῦνε ν’ ἀγοράσουνε τά καλά πού ἀγόρασες ἐσύ. Σίγουρα, κι’ αὐτό δέν εἶναι καθόλου καλό καί χριστιανικό, μά τουλάχιστο ἔλειπε ἡ ἁμαρτωλή ἐπίδειξη πού εἶναι τό πιό σατανικό ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα κακά πού φαρμακώνουνε τούς φτωχούς ἀδελφούς μας αὐτές τίς μέρες.
Ὅπως βλέπεις, μέ τήν κακομοιριά πού ἔχει σέ ὅλα ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, μπόρεσε καί γύρισε τίς μέρες τῆς πνευματικῆς χαρᾶς σέ μέρες σαρκικῆς καλοπέρασης γιά τόν ἑαυτό του, καί σέ μέρες πένθους καί δακρύων γιά πολλούς ἀπό τούς συντρόφους του στή ζωή.
Οἱ γιορτές οἱ δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, καί γι’ αὐτό εἴχανε κάποιον ἄλλο χαρακτῆρα ἀπό τίς γιορτές πού γιορτάζουνε ἄλλα ἔθνη, προπάντων σήμερα, πού εἶναι κάποιες αὐτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία γιά τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτές τίς ψευτογιορτές ξαμολιοῦνται ὅλα τά βάρβαρα καί ἐγωιστικά πάθη τοῦ ἀνθρώπου, πού κυττάζει μοναχά τήν εὐχαρίστηση τῆς σάρκας. Ἐνῶ οἱ δικές μας οἱ γιορτές, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, ἔχουνε τή ρίζα τους στή θρησκεία, ἤτανε σεμνές, πνευματικές, ὥστε νά μή σκανδαλίζουνε τούς φτωχούς, ὅσο εἶναι μπορετό σέ σαρκικούς ἀνθρώπους. Οἱ πλούσιοι κι’ οἱ νοικοκυραῖοι ἀποφεύγανε νά πληγώσουνε τούς φτωχότερους, καί νοιώθανε τήν ἀνάγκη νά τούς ζεστάνουνε καί κείνους, στέλνοντας κρυφά στά σπίτια τους διάφορα δῶρα, μέ τρόπο, ὥστε νά μή τούς ταπεινώσουνε, κ’ ἔτσι ἡ διαφορά νά φαίνεται ὅσο μποροῦσε λιγώτερη.
Ἔτσι μορφωθήκανε τά ἔμορφα καί ἁγνά ἔθιμά μας, μέ ψαλμωδίες πού τίς λένε ἀκόμα τά παιδιά στούς δρόμους καί στά σπίτια, μέ καμπάνες, μέ ἔμορφα αἰσθήματα, μέ σεμνές διασκεδάσεις, μέ εὐχάριστη συναναστροφή, πού δένουνε μεταξύ τους τούς ἀνθρώπους περισσότερο, παρά πού τούς χωρίζουνε. Μά ὁ ὑλισμός κι’ ὁ λύκος τῆς ἀναισθησίας μολεύει σιγά-σιγά αὐτές τίς καλές γιορτές μας, πού πολύ ἔμορφα τίς παρομοιάζανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας μέ σταθμούς γιά νά ξεκουραζόμαστε στόν μονότονο δρόμο τῆς ζωῆς μας, λέγοντας: «Βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόκευτος», πού θά πῆ «Ζωή δίχως γιορτή, εἶναι σάν τόν μακρύ τόν δρόμο πού δέν ἔχει πανδοχεῖο νά ξεκουραστῆς».
Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τόν βαρύ καί τόν θετικό κύριο πού δέν ἔχει αἰσθηματολογίες, καί λένε πώς αὐτά εἶναι αναχρονισμοί κι’ ἀδιαφόρετα πράγματα. Αὐτοί γιά μένα εἶναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ἐρημιές, δίχως ἀγάπη, δίχως χαρά, μά καί δίχως πόνο. Γιατί χαρά καί πόνος εἶναι δεμένα. Οἱ τέτοιες ψυχές εἶναι πάντα νεκρά βουνά τοῦ φεγγαριοῦ. Ὡστόσο, κάτι τέτοιοι «ὀρθολογισταί» καί «θετικισταί», ξετρελλαίνουνται γιά κάποιες ἀνόητες ξενόφερτες φέστες καί γιά κάτι μοντέρνα γλέντια πού ρεζιλεύουνε τόν ἄνθρωπο, φτάνει πού γίνουνται κατά τό κοσμοπολιτικό μοντέλο πού βρίσκεται στά «μεγάλα κέντρα τοῦ ἐξωτερικοῦ». Αὐτοί δέν θέλουνε τίποτα ἀπό τά δικά μας, πού τά λένε ὅλα «βλάχικα, φτωχικά, ἀνάξια γιά ἀνθρώπους πού ξέρουνε τόν κόσμο». Τίποτα ἑλληνικό δέν βρίσκει ἔλεος στά μάτια αὐτῶν τῶν κουφιοκέφαλων, ἀκατάδεχτων κι’ ὅπως πρέπει κυρίων, πού χοροπηδᾶνε, ὡστόσο, σάν τρελλοί, μέ τά τσέρκια στό λαιμό, φτάνει πού ἤρθανε ἀπ’ ἔξω, ἀπό κεῖ «πού ξέρει ὁ κόσμος νά ἀπολαμβάνη τή ζωή»! Τί νά ποῦμε κ’ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, τά βλαχάκια, τά φτωχαδάκια, πού μᾶς νανούριζε ἡ μάνα μας μέ τά παραπονετικά τραγούδια της στήν κούνια μας, καί τώρα δακρύζουμε σάν ἀκοῦμε τά τροπάρια καί τά κάλαντα, πού μᾶς ἑνώνουνε μέ τούς ἀγαπημένους μας πού περάσανε ἀπό τόν τόπο μας πρίν ἀπό μᾶς;
Ἀδέλφια μου, φυλάξτε τά ἑλληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καί μή ξεγελιώσαστε μέ τά ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτές ἀδελφώνουν τούς ἀνθρώπους, τούς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μήν κάνετε ἐπιδείξεις. «Εὐφράνθητε ἑορτάζοντες». Ἀκοῦστε τί λένε τά παιδάκια πού λένε τά κάλαντα: «Καί βάλετε τά ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθῆτε, στήν ἐκκλησίαν τρέξετε, μέ προθυμίαν μπῆτε, ν’ ἀκούσετε μέ προσοχήν ὅλην τήν ὑμνωδίαν, καί μέ πολλήν εὐλάβειαν τήν θείαν λειτουργίαν. Καί πάλιν σάν γυρίσετε εἰς τό ἀρχοντικόν σας, εὐθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τό φαγητόν σας. Καί τόν σταυρόν σας κάνετε, γευθῆτε, εὐφρανθῆτε. Δόστε καί κανενός φτωχοῦ ὅστις νά ὑστερῆται». Ἀθάνατη ἑλληνική φυλή! Φτωχή μά ἀρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μά χαρούμενη καί καλόκαρδη περισσότερο ἀπό τούς εὐτυχισμένους τῆς γῆς, πού τούς μαράζωσε ἡ καλοπέραση.
Ναί, ἀδελφοί μου Ἕλληνες, χαίρετε μαζί μέ κείνους πού χαίρουνται καί κλεῖτε μαζί μέ κείνους πού κλαῖνε. Αὐτή εἶναι ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ, καί σ’ αὐτή μονάχα θά βρῆτε ἀνακούφιση. Δίνετε στούς ἄλλους ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε. Τό παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι ἔχει κανένας ἀνάγκη, τό κλέβει ἀπό τόν ἄλλον. «Μακάριον τό διδόναι μᾶλλον, ἤ λαμβάνειν».
Πολλοί ἀπό σᾶς θἄχουνε ἴσως περισσότερο ἀπό μένα τό δικαίωμα νά μοῦ ποῦνε αὐτά πού λέγω ἐγὼ σέ σᾶς. Δέν εἶμαι «ὁ ποιήσας καί διδάξας», ἀλλοίμονό μου! Μά γιά νά μή σκανδαλισθῆ κανένας πώς τά λόγια μου εἶναι ὁλότελα κούφια, στενεύομαι νά πῶ πώς προσπαθῶ νά μήν εἶμαι ὁλότελα «ὁ δάσκαλος πού δίδασκε καί νόμο δέν ἐκράτει».
28 Δεκεμβρίου 1958
(Φώτης Κόντογλου, Χριστοῦ Γέννησις: Τό φοβερόν Μυστήριον, Ἐκδ.Ἁρμός, 2001)
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...