
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, στὶς 8 Ἰουνίου, ὅπως ταίριαζε στὴν πνευματέμφορη βιοτή του, μετετέθη στὴ χώρα τῶν ζώντων μία σπάνια μορφὴ τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ, ὁ ἐπὶ τέσσερις δεκαετίες καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος (Καψάνης).
Ὅσοι εὐτύχησαν νὰ τὸν γνωρίσουν εἶναι σὲ θέση νὰ βεβαιώσουν πὼς ἦταν πράγματι μεγάλος, ἀρχοντικὸς καὶ ἁπλός, εὐγενικὸς καὶ ἀληθινός, παραδοσιακὸς καὶ πρωτοπόρος. Στὴν ἀναστροφή του ταπεινός, στὰ θέματα τῆς πίστεως ἀσυμβίβαστος. Οὔτε ἡ ὀλιγωρία τῶν πολλῶν, οὔτε ὁ φόβος τῶν συνεπειῶν, οὔτε οἱ πολυχρόνιες βασανιστικές του ἀσθένειες μείωσαν τὴν ἀγωνιστικότητά του ἢ ἔκαμψαν ἔστω καὶ ἐλάχιστα τὸ ἀσυμβίβαστο φρόνημά του.
Ὁ καθηγούμενος Γεώργιος ὑπῆρξε ἀληθινὸς θεολόγος, μὲ τὴν πατερικὴ ἔννοια τῆς λέξεως. Στὴν ἀρχὴ τῆς πανεπιστημιακῆς του σταδιοδρομίας, ὄντας βοηθὸς καὶ συνεργάτης τοῦ μεγάλου ὁμολογητοῦ τῆς πίστεως καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου, ἐγκατέλειψε τὴν ἐγκόσμια προοπτική του καὶ ἐπέλεξε τὸ πανεπιστήμιο τῆς ἁγιορείτικης ἐρήμου. Ἔτσι ἀναδείχθηκε πραγματικὸς καθηγητὴς τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Στοὺς ἀφάνταστα δυσχερεῖς καιροὺς ποὺ διερχόμαστε, καὶ ἐνῶ ἡ νοοτροπία τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τὶς ποικίλες πλάνες ἐξαπλώνεται ραγδαῖα στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, θὰ ἔπρεπε νὰ ποῦμε πὼς ἡ ἀπουσία τοῦ καθηγουμένου Γεωργίου θὰ ἐπιφέρει πλῆγμα μεγάλο στὴν ἀγωνιζόμενη Ὀρθοδοξία. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ ποῦμε. Διότι ὁ ἐμπνευσμένος γέροντας ἀνέδειξε ὡς συνεχιστὲς τῆς θεολογικῆς του μαρτυρίας λαμπροὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς του.
Εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο διπλὰ εὐλογημένος, καταυγαζόμενος τώρα ἀπὸ τὸ ἔκπαγλο φῶς τῆς ὑπερφώτου Τριάδος, τὴν ὁποία ἐκ ψυχῆς ἐλάτρευε καὶ μὲ τὴν βιοτή του ἐδόξαζε.
Πηγή: Περιοδικό «Σωτήρ», τευχ. 2093, 15 Ιουλίου 2014
Ἁγία Γραφὴ καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἔννοιες ἀναπόσπαστα ἑνωμένες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ εὐρύτατα περικοπὲς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη στὶς διάφορες ἱερὲς Ἀκολουθίες της.
«Τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ διαμένουν στὶς πόλεις ἢ στοὺς ἀγροὺς συγκεντρώνονται μαζὶ καὶ γίνεται ἀνάγνωση ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν», σημειώνει στὴν πρώτη του Ἀπολογία ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυρας, στὶς ἀρχὲς τοῦ β΄ αἰῶνος.
Καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων» τὴν ἴδια πληροφορία ἔχουμε: «Ὁ ἀναγνώστης ἀφοῦ ἀνεβεῖ καὶ σταθεῖ σὲ μέρος ὑψηλό, ἂς διαβάζει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὰ βιβλία τοῦ Μωυσῆ, τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τὰ βιβλία τῶν Κριτῶν... Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάγνωση νὰ ἀναγινώσκονται οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἦταν συνεργὸς τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τὶς ὁποῖες ἔγραψε καὶ ἀπέστειλε στὶς διάφορες Ἐκκλησίες μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατόπιν ὁ διάκονος ἢ ὁ πρεσβύτερος νὰ ἀναγινώσκει τὰ Εὐαγγέλια».
Παρ᾿ ὅλο ὅμως ποὺ πλούσια προσφερόταν τότε στὴν Ἐκκλησία ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὶς διάφορες λατρευτικὲς εὐκαιρίες, οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ μελετοῦν καὶ στὸ σπίτι τους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ χειρόγραφα ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχή. Τὸ σημειώνει αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας πρὸς τὸν ἀπόστολο Τιμόθεο: «Ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας» (Β΄ Τιμ. γ΄ 15)· γνωρίζεις ἀπὸ βρέφος ἀκόμη τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπιμόνως συνιστοῦν στοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴν περιορίζονται μόνο στὰ ὅσα ἀκοῦν στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μελετοῦν καὶ στὸ σπίτι τους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πάντοτε σᾶς παρακαλῶ καὶ δὲν θὰ παύσω συνεχῶς νὰ σᾶς παρακαλῶ. Νὰ μὴν ἀρκεῖσθε μόνο στὰ ὅσα λέγονται ἐδῶ (ἐννοεῖ στὸ Ναό) ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπιστρέφετε στὰ σπίτια σας, νὰ ἀσχολεῖσθε μὲ τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν». Συνιστοῦσε δὲ νὰ προμηθευθοῦν «τουλάχιστον τὴν Καινὴ Διαθήκη», ἐπειδὴ πιθανὸν νὰ δυσκολεύονταν νὰ προμηθευθοῦν ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφή, ποὺ τότε κόστιζε πάρα πολύ, ἀφοῦ ἦταν χειρόγραφη.
Καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν ἀναχωροῦσε ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη, συνιστοῦσε στοὺς χριστιανοὺς νὰ συγκεντρώνονται σὲ ὁμάδες πέντε-πέντε, δέκα-δέκα καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ μελετοῦν καὶ νὰ συζητοῦν αὐτὰ ποὺ τοὺς δίδαξε.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα στοὺς Ὀρθοδόξους Ναούς μας βρίσκεται πάντοτε καὶ δεσπόζει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Σημαίνει ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμό μας μαζὶ μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι καιρὸς πλέον ὅλοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ καταλάβουμε πόσο ἀναγκαῖο εἶναι ὄχι μόνο νὰ γνωρίζουμε γενικὰ καὶ ἀόριστα τὸ περιεχόμενο τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ μελετοῦμε καθημερινὰ μὲ προσοχή, γιὰ νὰ ρυθμίζει καὶ κατευθύνει σωστὰ τὴ ζωή μας. Εἶναι ἐπείγουσα καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη αὐτό. «Οὐ γὰρ ἔστιν, οὐκ ἔστι τινὰ σωθῆναι μὴ συνεχῶς ἀναγνώσεως ἀπολαύοντα πνευματικῆς» (Χρυσόστομος, Εἰς τὸν Λάζαρον λόγος τρίτος, P.G. 48, 993).
Λοιπόν, «μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός»· μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν συχνάζει σὲ συντροφιὲς ἀσεβῶν καὶ δὲν στέκεται σὲ δρόμο ὅπου ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι ἐπιδίδονται στὸ κακὸ οὔτε κάθεται σὲ τόπους ὅπου ἔχουν στέκι διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἔχει ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσή του τὸ νόμο τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσο πόθο εἶναι προσκολλημένος σ’ αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε ἐκεῖ, καὶ αὐτὸν μέρα-νύχτα μελετάει (Ψαλ. α΄ 2).
Πηγή:http://www.osotir.org/el/keimena/2014-02-20-16-48-00/item/33494-meleti-t-s-gias-graf-s
- Γέροντα, γιατί σήμερα ο κόσμος ταλαιπωρείται τόσο πολύ;
- Γιατί αποφεύγει τον κόπο. Αυτή η άνεση είναι που τον αρρωσταίνει και τον ταλαιπωρεί. Οι ευκολίες στην εποχή μας έχουν αποβλακώσει τον κόσμο. Αυτή η μαλθακότητα σήμερα έχει φέρει και τις πολλές αρρώστιες. Παλιά τι τραβούσαν για να αλωνίσουν! Τι κόπος, αλλά και τι γλυκό ήταν το ψωμί! Πού να έβλεπες ψωμί πεταμένο! Αν εύρισκες κανένα κομματάκι, το μάζευες και το ασπαζόσουν. Όσοι πέρασαν Κατοχή βλέπουν ένα κομμάτι ψωμί και το βάζουν στην άκρη, ενώ οι άλλοι το πετούν, δεν καταλαβαίνουν την αξία του. Πετάνε κομμάτια ψωμί στα σκουπίδια, δεν το εκτιμούν. Ούτε ένα “δόξα σοι ο Θεός” δεν λένε οι περισσότεροι για τις ευλογίες που δίνει ο Θεός. Σήμερα όλα γίνονται με άνεση.
Η στέρηση πολύ βοηθάει. Όταν στερούνται κάτι οι άνθρωποι, τότε μπορούν να αναγνωρίσουν την αξία του. Όσοι στερούνται με επίγνωση, με διάκριση, με ταπείνωση, για την αγάπη του Χριστού, αισθάνονται την πνευματική χαρά. Αν π.χ. κάποιος πη, “δεν θα πιώ νερό σήμερα, γιατί ο τάδε είναι άρρωστος, Θεέ μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο” και το κάνη, ο Θεός θα τον ποτίση όχι με νερό αλλά με λεμονάδα πνευματική, με θεϊκή παρηγοριά. Οι ταλαιπωρημένοι, μια παραμικρή βοήθεια να τους προσφέρη κανείς, έχουν πολλή ευγνωμοσύνη. Ένα αρχοντόπουλο καλομαθημένο, όλα τα χατήρια να του κάνουν οι γονείς του, τίποτε δεν το ευχαριστεί. Μπορεί να τα έχη όλα και βασανισμένο να είναι. Τα κάνει όλα γυαλιά-καρφιά. Ενώ μερικά παιδάκια, τα καημένα, για την παραμικρή βοήθεια αισθάνονται μεγάλη ευγνωμοσύνη. Αν ένας φίλος βρεθή να τους βάλη τα ναύλα για το Άγιον Όρος, πόσο ευγνωμονούν και αυτόν και τον Χριστό!
Ακούς πολλά πλουσιόπαιδα να λένε: “Τάχουμε όλα, γιατί να τάχουμε όλα;” Γκρινιάζουν, γιατί καλοπερνούν, αντί να ευγνωμονούν τον Θεό και να βοηθούν και κανέναν φτωχό! Αυτή είναι η μεγαλύτερη αχαριστία! Νιώθουν κενό, γιατί δεν τους λείπει τίποτε από τα υλικά. Τα βάζουν και με τους γονείς, γιατί τους τα έχουν όλα έτοιμα, και φεύγουν από το σπίτι και γυρίζουν με ένα γυλιό στην πλάτη. Και οι γονείς να τα δίνουν χρήματα, να τους πάρουν τηλέφωνο, για να μην ανησυχούν, και εκείνα να αδιαφορούν. Και τελικά καταλήγουν οι γονείς να τα ψάχνουν. Ένα παλληκάρι τα είχε όλα, αλλά δεν ήταν ευχαριστημένο με τίποτε. Έφυγε κρυφά από το σπίτι και κοιμόταν μέσα στα τραίνα, για να ταλαιπωρηθή. Και ήταν και από καλή οικογένεια! Ενώ, αν είχε μια δουλειά και ζούσε με τον ιδρώτα του, θα είχε νόημα ο κόπος του και θα ήταν αναπαυμένο και θα δοξολογούσε τον Θεό.
Σήμερα οι πιο πολλοί δεν στερούνται, γι' αυτό δεν έχουν φιλότιμο. Αν δεν κοπιάζη κανείς, δεν μπορεί να εκτιμήση και τον κόπο των άλλων. Τι νόημα έχει λ.χ. να ζητάς επάγγελμα άνετο, να βγάζης χρήματα και μετά να ζητάς ταλαιπωρία; Οι Σουηδοί, που παίρνουν για όλα επίδομα από το κράτος και δεν κοπιάζουν, γυρίζουν στους δρόμους. Κοπιάζουν για τον αέρα, νιώθουν άγχος, γιατί έχουν εκτροχιασθή πνευματικά, όπως οι ρόδες που, όταν βγουν από τον άξονα, τρέχουν στον δρόμο χωρίς σκοπό και καταλήγουν στον γκρεμό.
Πηγή: http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr/2014/07/blog-post_6811.html
Δεκάδες Αγιορείτες πατέρες παρέστησαν στο τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τουΠροηγουμένου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, Αρχιμανδρίτη Γεωργίου Καψάνη που έγινε σήμερα στο μοναστήρι που υπηρέτησε για περισσότερα από 30 χρόνια.
Οι Μητροπολίτες Λαρίσης Ιγνάτιος, Καστορίας Σεραφείμ, Εδέσσης Ιωήλ, Νεαπόλεως Βαρνάβας, Καρθαγένης Αλέξιος και Ηγουμένοι των Ιερών Μονών του Άθωνα συλλειτούργησαν και ένωσαν τις προσευχές τους στον ύψιστο για την ανάπαυση της ψυχής του μακαριστού γέροντα και ακαδημαϊκού, χοροστατούντος του μητροπολίτη Προικοννήσου Ιωσήφ.
Πηγή: http://synodoiporia.blogspot.gr/2014/07/blog-post_7878.html
Οἱ Χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν ἐπιδίδωνται σέ κοσμικές φροντίδες καί φαγητά καί ποτά, οὒτε νά ἀμελοῦν καί νά κοιμοῦνται, ἀλλά ὀφείλουν νά εἶναι πάντα ξυπνητοί καί ἓτοιμοι, προσμένοντας τήν ὣρα τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.
Ο ρυθμός της καθημερινότητας κατακτιέται δυστυχώς από μία γκρίζα μουντίλα. Οι άνθρωποι χάνουν την πνευματική τους σπιρτάδα και ξεθωριασμένοι κινούνται μέσα στις επιθυμίες και τα πάθη τους.
Ζωή και θάνατος διαδέχονται τα ερωτήματα περί θανάτου και ζωής. Όλοι αγωνιούν αλλά συγχρόνως μένουν και αναίσθητοι μπροστά στην αιωνιότητα. Οι ψυχές ρυμουλκούν το παρελθόν των λαθών χωρίς να θέλουν να το απολέσουν, λες και έχουν μία εξάρτηση απ’ αυτό.
Είναι φοβερό να βλέπει κανείς ανθρώπους οι οποίοι ζουν το «τώρα» χωρίς να θέλουν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους. Είναι λυπηρό να συναντάς ανθρώπους οι οποίοι φέρουν τα στίγματα της αμαρτίας πάνω τους χωρίς να νιώθουν την ανάγκη για κάθαρση.
Η κοινωνία της ηδονής δυστυχώς δεν αφήνει περιθώρια για μετάνοια, δεν αφήνει να ξεφύγει κάποιος υπόδικος της αμαρτίας. Τους θέλει όλους δικούς της. Θέλει όλοι να ζούνε χωρίς να σκέφτονται ότι υπάρχει και άλλος τρόπος ζωής.
Η κοινωνία του «εγώ» μας μετατρέπει σίγα σιγά σε ανδρείκελά της. Όλα μεταβάλλονται προς το αφύσικο, αν και προβάλλονται φυσιολογικά.
Ακόμα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας υπάρχει μεγάλη αλλοίωση.
Υπάρχει συνεχώς μία μιζέρια, κατάκριση, επιδειξιμανία, ρηχότητα. Άνθρωποι οι οποίοι στο όνομα του Χριστού διδάσκουν και κηρύττουν προκαλούν ταραχή, σύγχυση, λογισμούς, διαβολή, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να κρατηθούν στο προσκήνιο, αντί να μεταδίδουν ειρήνη, πραότητα, μετάνοια και συγχωρετικότητα.
Υπάρχουν ακόμα και οι χριστιανοί που συμμετέχουν στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας χωρίς όμως συναίσθηση. Δηλαδή συμμετέχουν από συνήθεια, λόγο «παράδοσης» χωρίς να συναισθάνονται τι κάνουν και που συμμετέχουν.
Βεβαίως υπάρχουν και άνθρωποι που όντως ζουν εν Χριστώ και μαρτυρούν με την παρουσία τους την Αλήθεια. Άνθρωποι που ίσως δεν τους υπολογίζουμε. Ταπεινοί χριστιανοί που ζούνε μέσα στην υπακοή, στην ταπείνωση και στην αγάπη. Αυτοί είναι οι γνήσιοι εκφραστές της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο, κι ας μην κατέχουν κάποια θεσμική θέση μέσα στην Εκκλησία, κι ας περιφρονούνται από τους οφικιάλιους, κι ας θεωρούνται μωροί και «μικροί».
Είναι αλήθεια ότι ιδιαιτέρως οι ρασοφόροι πέφτουν στον μεγάλο πειρασμό της έπαρσης και της «πνευματικής διαστροφής» όμως συγχρόνως πάλι από την τάξη των μοναχών και κληρικών αναδύονται μεγάλα γνήσια πνευματικά αναστήματα.
Κλήρος και λαός πολλές φορές ζει μέσα στην Εκκλησία σε μία υποβόσκουσα πνευματική νωθρότητα η οποία έχει ως αποτέλεσμα της ολέθρια αποξένωση από την γνησιότητα της Πίστεως και την δυναμική του « κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση».
Ο κόσμος της φθοράς και της πτώσης δυστυχώς φαίνεται ισχυρός όσο ποτέ. Όπου όμως το κακό φάνηκε στο αληθινά τρομακτικό του μέγεθος, εκεί η Χάρις του Θεού το υπερκάλυψε. «Ού δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. 5,20).
Η Αλήθεια διώκεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Τους εξωτερικούς εχθρούς της Εκκλησίας εύκολα κάποιος μπορεί να τους εντοπίσει, όμως οι εσωτερικοί είναι πιο επικίνδυνοι διότι φορούν το προσωπείο της ευλάβεια, της ευσέβειας και του ζήλου.
Δυστυχώς πολύ εύκολα κάνουμε διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ ηθικών και ανήθικων, μεταξύ καλών και κακών με βάση κάποιους δικούς μας ηθικούς κανόνες. Όμως αυτός ο διαχωρισμός είναι επιφανειακός, πρόχειρος και επιπόλαιος. Με βάση το πνεύμα των Πατέρων οι άνθρωποι διακρίνονται σε πνευματικά ασθενείς, σε θεραπευομένους και σε θεραπευμένους.
Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους άλλους, σαν αδελφούς που βρίσκονται σε ασθένεια, σε στάδιο θεραπείας και όχι σαν εχθρούς που πρέπει να ελέγξουμε, να συντρίψουμε και να αφανίσουμε.
Το θέμα είναι κατά πόσο εμείς, οι χριστιανοί του σήμερα έχουμε συναίσθηση της ιδιότητάς μας αλλά και των δυνατοτήτων που μας χαρίζονται δια μέσου του μυστηριακού τρόπου της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο χριστιανός του σήμερα καλείται να δώσει την μαρτυρία της Αγάπης. Καλείται να αγαπήσει τον πλησίον του με την προοπτική της δικής του θεραπείας και της θεραπείας του άλλου.
Η Εκκλησία σαν μάνα αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους που προστρέχουν σ’ αυτήν. Δεν έχουμε λοιπόν δικαίωμα εμείς «οι άνθρωποι της Εκκλησίας» να τους αποκλείουμε, διότι ομοιάζουμε με εκείνους τους Φαρισαίους τους οποίους έλεγξε ο Κύριος λέγοντας: «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν» (Ματθ. 23,14).
Είναι χρέος όλων μας να δείξουμε την πόρτα της μετάνοιας σε όλους τους συνανθρώπους μας που με αγωνία αναζητούν λύτρωση από το σκοτάδι της οδύνης που συνοδεύει την πνευματική κατάπτωση.
Η Εκκλησία είναι νοσοκομείο μέσα στο οποίο καλούμαστε να θεραπευτούμε και συγχρόνως να στηρίξουμε τους αδελφούς μας που ίσως πάσχουν από βαρύτερες ασθένειες. «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν»(Ρωμ.15,1).
Ο χριστιανός είναι ο ταπεινός άνθρωπος. Ο άνθρωπος που τρέχει να βοηθήσει τον άλλον όχι γιατί νομίζει ότι είναι κάποιος ικανός και άξιος, αλλά διότι αγαπά.
Πάντοτε η Εκκλησία διαμέσου των Αγίων της μας καλεί να ξεπεράσουμε τις μικρότητες της καθημερινότητας, τις κατακρίσεις, τον εγωισμό και να αγγίξουμε τις ηλιαχτίδες της συγχώρεσης, της χαράς, της ειρήνης και της αγάπης.
Όλα όσα κάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν αντίκτυπο αιώνιο. Είναι λάθος να επενδύουμε στο μέλλον μας για να αρχίσουμε την εσωτερική μας μεταμόρφωση και την προσφορά μας στην μεταμόρφωση του κόσμου. Το μέλλον μας δεν υπάρχει για να επενδύουμε σ’ αυτό. Το «τώρα» μας υπάρχει και διαμορφώνει το αιώνιό μας.
Είμαστε τελικά αυτό που θα γίνουμε. Το τι θα γίνουμε όμως είναι αυτό το "τώρα" που επιλέγουμε.
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Πηγή: http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr/2014/07/blog-post_8.html
1. Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στροβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το καλόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ό,τι υπάρχει εντός των και γύρω των. Δι’ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινον γένος προσεπάθει να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου.
Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μίαν υπερτάτην θεότητα, την οποίαν ελάτρευσεν ως υψίστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρον όλων των όντων και πραγμάτων.
Αλλά με τον τρόπον αυτόν η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι’ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κορ. 10, 12).
Εις την πραγματικότητα εματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπτρον εν κατόπτρω. Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν εξομολόγησιν: «ουδέν εμαυτώ σύνοιδα» (Α’ Κορ. 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τί είναι ο άνθρωπος, ούτε τί είναι ο Θεός, ούτε τί είναι ο θάνατος, ούτε τί είναι η ζωή.
Επί πλέον, με όλον το είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου.
Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου. Και τί κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; — Δυσωδία, σήψις, σκώληκες... «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24).
Ουδείς, ουδείς πλην του Θεανθρώπου. Διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός, νικήσας τον θάνατον δια της αναστάσεως, κατέλυσε «το σώμα του θανάτου» ως οντολογικήν πραγματικότητα (πρβλ. Αποκ. 20, 14. 10), ελύτρωσε το ανθρώπινον γένος εκ του θανάτου, του εχάρισε την αιωνίαν Ζωήν, την αιωνίαν Αλήθειαν, την αιωνίαν Αγάπην, την αιωνίαν Δικαιοσύνην, την αιωνίαν Χαράν και όλα τα άλλα αιώνια Θεία Αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός της Αγάπης και της Φιλανθρωπίας δύναται να χαρίση.
Και ούτως έλυσεν όλον το πρόβλημα του ανθρώπου, ολόκληρον το παμπρόβλημα του ανθρώπου. Πράγματι, αφ’ ότου ο Θεός έγινεν άνθρωπος, εφανερώθη ως Θεάνθρωπος και δια του σώματός Του — της Εκκλησίας — παρέμεινεν ως Θεάνθρωπος εις τον επίγειον κόσμον, έγινεν Αυτός άπαξ δια παντός η υψίστη παναξία και το υπέρτατον κριτήριον του ανθρωπίνου γένους, Αυτός ο Μόνος Αληθινός Θεός και ο Μόνος Αληθινός Άνθρωπος, ο Μόνος Τέλειος Θεός και ο Μόνος Τέλειος Άνθρωπος.
Ως τοιούτος, Αυτός είναι η μόνη υψίστη παναξία και το μόνον έσχατον κριτήριον αυτού του ανθρώπου εις την ψυχοσωματικήν του οντότητα και την θεανθρωπίνην του δυνατότητα, και παντός ό,τι είναι ανθρώπινον και του ανθρώπου. Μόνον εν τω Θεανθρώπω είδεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν τον εαυτόν του τέλειον και αιώνιον.
Και εγνώρισε τον εαυτόν του εις όλας τας διαστάσεις του. Εντεύθεν η νέα αξιολογική και γνωσιολογική καθολική αρχή του ανθρωπίνου γένους: «μέτρον πάντων ο Θεάνθρωπος». Αλλά το «μέτρον πάντων άνθρωπος» εξακολουθεί να βασιλεύη και να κυριαρχή, ως επί το πλείστον ferro ignique, εις τον ειδωλολατρικόν και πολυθεϊστικόν εξωχριστιανικόν κόσμον. Δια τούτο ο θεοσοφώτατος γνώστης του ανθρώπου και του Θεανθρώπου, ο Απόστολος Παύλος, συνοψίζει όλας τας φιλοσοφίας του ανθρωπίνου γένους εις δύο: εις την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον και εις την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον (Κολ. 2, 8).
2. Μόνον ο Θεάνθρωπος είναι τέλειος και τετελειωμένος άνθρωπος. Αλλά ταυτοχρόνως: και τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Εδώ η Υπόστασις του Θεού Λόγου είναι ο σπουδαιότερος παράγων. Τούτο ωμολόγησαν σαφώς και ηρμήνευσαν θεοπνεύστως οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εν Χαλκηδόνι.
Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ ο άνθρωπος έφθασεν εις όλας τας τελειότητάς του: δια του Θεού ετελειοποίησε και ωλοκλήρωσε την ψυχήν του και την συνείδησίν του, την βούλησίν του και τον νουν του, την καρδίαν του και το σώμα του. με μιαν λέξιν, ολόκληρον τον εαυτόν του. Και έγινε το σπουδαιότερον και το πλέον αξιαγάπητον θαύμα: ο Θεάνθρωπος άφησε τον Εαυτόν Του εις τον γήινον κόσμον μας και εις όλους τους κόσμους, ως Εκκλησίαν, ως σώμα Του, δια να δυνηθή κάθε άνθρωπος να καταστή «σύσσωμος» του σώματος του Θεανθρώπου και ούτω να φθάση εις όλας τας τελειότητάς του (πρβλ. Εφ. 3, 6).
Μόνον εν τω Θεανθρώπω και δια του Θεανθρώπου ημπορεί κάθε ανθρωπίνη ύπαρξις να γίνη αληθινός άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, πλήρης άνθρωπος. Μόνον με τον Θεάνθρωπον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» δύναται να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 3,18. 4, 11-16).
Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ «κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς», δια να ημπορή να πληρωθή καθείς από ημάς εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας με το πλήρωμα αυτό της Θεότητος (Κολ. 2, 9-10). Και τούτο είναι δυνατόν να επιτύχη έκαστος εξ ημών μόνον «συν πάσι τοις αγίοις», δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών, προηγουμένης της αγίας πίστεως και της αγίας αγάπης (Εφ• 3, 17-20).
Άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πράγματι άνευ κεφαλής και επί πλέον άνευ του εαυτού του, άνευ του αιωνίου εαυτού του, άνευ του αθανάτου, του θεοειδούς εαυτού του. Εκτός του Θεανθρώπου δεν υπάρχει άνθρωπος, αλλά πάντοτε υπάνθρωπος ή ημιάνθρωπος ή μη άνθρωπος.
Εδώ πρέπει να προστεθή και η εξής αλήθεια: άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πάντοτε δούλος του θανάτου, δούλος της αμαρτίας, δούλος του διαβόλου.
Μόνον δια του Θεανθρώπου φθάνει ο άνθρωπος εις τον υπό του Θεού τεθέντα προορισμόν του: γίνεται «Θεός κατά χάριν» και ούτω φθάνει εις την τελείαν πληρότητα της υπάρξεώς του και της προσωπικότητός του. Φθάνει εις την θείαν του αιωνιότητα δια της Θεανθρωπότητος. Ζων εν τω θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» ο άνθρωπος θεανθρωποποιείται βαθμηδόν δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών.
Και τον γεμίζει η χαρά εκείνου του αγίου μηνύματος και της ουρανίου εντολής του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου: «Θεού τε κτίσμα τυγχάνων και Θεός είναι κεκελευσμένος».1 Δημιουργηθείς ως δυνάμει θεάνθρωπος, ο άνθρωπος προσπαθεί μέσα εις το θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας να ομοιώση τον νουν του προς τον Θεόν, να τον μεταμορφώση εις Θεό-νουν («ημείς νουν Χριστού έχομεν» - Α’ Κορ. 2, 16). προσπαθεί να ομοιώση ακόμη την συνείδησίν του προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-συνείδησιν. την θέλησίν του να την ομοιώση προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-θέλησιν. να ομοιώση και το σώμα του προς το σώμα του Θεανθρώπου, να το μεταμορφώση εις Θεό-σωμα («το σώμα τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι» - Α’ Κορ. 6, 13). Θεανθρωποποιούμενος δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία, ο άνθρωπος επαναφέρει τον εαυτόν του εις το προπτωτικόν θεοειδές,2 συμπληρών αυτό υπερεκπερισσού με το θείον κάλλος της εξαισίας χριστοειδείας (Γαλ. 4, 19. 3, 27. Ρωμ. 8, 29).
Άνευ του Θεανθρώπου και εκτός του Θεανθρώπου ο άνθρωπος πάντοτε διατρέχει τον κίνδυνον να καταστή διαβολοειδής, διότι η αμαρτία είναι ταυτοχρόνως και δύναμις και εικών του διαβόλου. και δουλεύων εκτός του Θεανθρώπου εις την αμαρτίαν ο άνθρωπος εκουσίως καταντά διαβολοειδής, γίνεται οικείος του διαβόλου: «Ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστί» (1 Ιωάνν. 3, 8).
Δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι ο κύριος σκοπός του διαβόλου είναι να στερήση τον άνθρωπον του θεοειδούς, να τον απο-θεανθρωποποιήση, να τον α-θεώση και ούτω να τον μεταβάλη εις ένα ον όμοιον προς τον εαυτόν του.
Ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός είναι κατ’ ουσίαν διαβολοκεντρισμός, διότι και οι δύο θέλουν ένα πράγμα: να ανήκουν μόνον εις τον εαυτόν των, να είναι μόνον εις τον εαυτόν των, δια τον εαυτόν των. Τοιουτοτρόπως όμως εις την πραγματικότητα μεταφέρουν εαυτούς εις το βασίλειον του «δευτέρου θανάτου», όπου ουκ έστι Θεός ούτε τι του Θεού (Αποκ. 21, 8. 20, 14).
Ό,τι ελέχθη μέχρις εδώ δεν είναι άλλο τι παρά ο ευαγγελικός, ο αποστολικός, ο αγιοπατερικός, ο ορθόδοξος θεανθρωπισμός (θεοουμανισμός, θεοχομινισμός).
3. Όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί, από του πλέον πρωτογόνου μέχρι του πλέον λεπτού, από του φετιχιστικού μέχρι του παπικού, βασίζονται επί της πίστεως εις τον άνθρωπον, όπως είναι αυτός μέσα εις την δεδομένην ψυχοφυσικήν του εμπειρικήν κατάστασιν και ιστορικότητα. Πράγματι, όλη η ουσία του κάθε ουμανισμού είναι ο άνθρωπος = homo. Συνοψιζόμενος εις την οντολογίαν του κάθε ουμανισμός δεν είναι άλλο τι παρά χομινισμός (homo - hominis).
Ο άνθρωπος είναι η ανωτάτη αξία, η παναξία. ο άνθρωπος είναι το ύψιστον κριτήριον, το παγκριτήριον: «μέτρον πάντων άνθρωπος». Αυτό είναι, in nuce, κάθε ουμανισμός, κάθε χομινισμός. Εντεύθεν όλοι οι ουμανισμοί, όλοι οι χομινισμοί, εν τελευταία αναλύσει, είναι ειδωλολατρικής, πολυθεϊστικής προελεύσεως.
Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί, επεδίωκον εν γνώσει ή εν αγνοία και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την πίστιν εις τον Θεάνθρωπον με την πίστιν εις τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου με το ευαγγέλιον κατ’ άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον, την κουλτούραν κατά Θεάνθρωπον με την κουλτούραν κατ’ άνθρωπον. με μίαν λέξιν, να αντικαταστήσουν την ζωήν κατά Θεάνθρωπον με την ζωήν κατ’ άνθρωπον.
Και ταύτα συνέβαινον επί αιώνας, έως ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, εις την Α’ Σύνοδον του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν εις το δόγμα του αλαθήτου του πάπα. Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικόν δόγμα του παπισμού.
Δια τούτο επί των ημερών μας εις την Β’ Σύνοδον του Βατικανού τόσον επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτον αυτού του δόγματος. Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι’ όλην την τύχην της Ευρώπης, μάλιστα δε δια τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, εις τους οποίους έχει ήδη εισέλθει.
Δια του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάνθεον απέκτησε τον Δία του.
Η ειλικρίνεια είναι η γλώσσα της Αληθείας: το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα του 20ού αιώνος, δεν είναι άλλο παρά η αναγέννησις της ειδωλολατρίας και του πολυθεϊσμού. Αναγέννησις της ειδωλολατρικής αξιολογίας και κριτηριολογίας.
Horribile dictu, αλλά και αυτό πρέπει να λεχθή: δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα ανήχθη εις δόγμα ο ειδωλολατρικός ουμανισμός, κατά πρώτον λόγον ο ελληνικός. Ανήχθη εις δόγμα η παναξία, ανήχθη εις δόγμα το παγκριτήριον της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού, της ποιήσεως, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της πολιτικής, της επιστήμης: «μέτρον πάντων άνθρωπος». Και όλα αυτά τί είναι; — Αναγωγή εις δόγμα της ειδωλολατρίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον, έφθασε να γίνη δόγμα η αυτάρκεια του ευρωπαίου ανθρώπου, την οποίαν επί αιώνας ενοστάλγουν όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί.
Το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι η νιτσεϊκή κατάφασις — «Ja – Sagung» — εις ολόκληρον την δημιουργίαν του ευρωπαίου ουμανιστικού ανθρώπου. «Ja-Sagung» εις την κουλτούραν και εις τον πολιτισμόν του, που και τα δύο είναι και ως προς τους σκοπούς και ως προς τας μεθόδους μάλλον ειδωλολατρικά και πολυθεϊστικά.
Ευαγγέλιον και εντολή του Θεανθρώπου είναι: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα (τα άλλα) προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33). —Και τί δεν διεκήρυξεν ως σκοπόν της ανθρωπίνης υπάρξεως και ως μέθοδον της εργασίας του ανθρώπου η ευρωπαϊκή ουμανιστική κουλτούρα και ο πολιτισμός της!
Ο Θεάνθρωπος, ο Μόνος Σωτήρ του ανθρώπου από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον. ο Μόνος που ανακαινίζει και αθανατίζει και ανιστά και ανυψοί και αιωνίζει και θεοποιεί και θεανθρωποποιεί τον άνθρωπον εις όλους τους κόσμους, ρητώς και σαφώς ορίζει ως ύψιστον σκοπόν της υπάρξεως και της ζωής του ανθρώπου το να γίνη ο άνθρωπος τέλειος ως ο Θεός (Ματθ. 5, 48). Ενώ ο άνθρωπος του ευρωπαϊκού ουμανισμού και τί δεν έχει θέσει και δεν έχει καθιερώσει αντί αυτού ως σκοπόν της ανθρωπίνης υπάρξεως!
Είναι ακαταμάχητος η ευαγγελική αλήθεια ότι «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται», και μετά το έργον του Θεανθρώπου επί της γης (1 Ιωάνν. 5, 19-21). Και όχι μόνον αυτό, αλλά κατά τον άγιον Απόστολον Παύλον, ο διάβολος είναι «ο θεός του αιώνος τούτου» (2 Κορ. 4, 4). Μεταξύ ενός τοιούτου κόσμου, ο οποίος εκουσίως «εν τω πονηρώ κείται», και του ανθρώπου που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον Χριστόν δεν υπάρχει συμβιβασμός.
Εκείνος που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον δεν δύναται εις βάρος της Ευαγγελικής Αληθείας να κάμνη συμβιβασμούς με τον ουμανιστικόν άνθρωπον, που όλα αυτά τα δικαιολογεί και ανάγει εις δόγμα. Εδώ πάντοτε πρόκειται περί αποφασιστικού και κρισιμωτάτου διλήμματος και εκλογής: ή ο Θεάνθρωπος ή ο άνθρωπος.
Διότι ο ουμανιστικός άνθρωπος δι’ όλων των ενεργειών του εμφανίζεται και φέρεται ως δρων με αυτάρκειαν, ως υπερτάτη αξία και ανώτατον κριτήριον. Εδώ δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον. Δι’ αυτό εις το ουμανιστικόν βασίλειον την θέσιν του Θεανθρώπου την κατέχει ο Vicarius Christi, ο δε Θεάνθρωπος έχει εξορισθή εις τον ουρανόν. Τούτο αποτελεί ασφαλώς ιδιόμορφον αποσάρκωσιν του Θεανθρώπου Χριστού. Δεν είναι έτσι;
Δια του δόγματος περί του αλαθήτου, σφετερισθείς υπέρ εαυτού, δηλαδή υπέρ του ανθρώπου, όλην την εξουσίαν και όλα τα δικαιώματα, που ανήκουν μόνον εις τον Θεάνθρωπον Κύριον, ο πάπας αυτοανεκηρύχθη εις την πραγματικότητα Εκκλησία εν τη Παπική εκκλησία, και έγινεν εν αυτή τα πάντα εν πάσι. Ιδιόμορφος παντοκράτωρ.
Δια τούτο το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα απέβη το κεντρικόν δόγμα (svedogmat) του παπισμού. Και ο πάπας δεν δύναται να το αποκηρύξη με κανένα τρόπον, έως ότου θα είναι πάπας του ουμανιστικού παπισμού.
4. Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ιδία: το να θέλη κάνεις να γίνη καλός δια του εαυτού του. το να θέλη κάνεις να γίνη τέλειος δια του εαυτού του. Το να θέλη κανείς να γίνη θεός δια του εαυτού του.
Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του. Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιας έγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού.
Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης αμαρτίας συνίσταται εις αυτήν την αλαζονικήν αυταπάτην. Αυτή είναι η ουσία και αυτού του διαβόλου, του Σατανά. Αυτό δεν είναι άλλο τι παρά το να θέλη κανείς να μένη εις την φύσιν του, το να μη θέλη εντός του τίποτε, εκτός του εαυτού του.
Ο διάβολος ευρίσκεται όλος εις αυτό: εις το να μη θέλη καθόλου τον Θεόν μέσα του, εις το να θέλη να είναι πάντοτε μόνος, πάντοτε να ανήκη εις μόνον τον εαυτόν του, πάντοτε όλος εις τον εαυτόν του, όλος δια τον εαυτόν του, πάντοτε ερμητικώς κλειστός έναντι του Θεού και παντός ό,τι ανήκει εις τον Θεόν. Και τί είναι αυτό;
Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ’ ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του. πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού.
Εις αυτό έγκειται ο κάθε ουμανισμός, ο κάθε χομινισμός. Κορύφωμα του διαβολοποιημένου ουμανισμού είναι το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του κακού, να γίνη θεός δια του διαβόλου. Εντεύθεν και η υπόσχεσις του διαβόλου προς τους προπάτοράς μας μέσα εις τον Παράδεισον, ότι δηλαδή με την βοήθειάν του «έσονται ως θεοί» (Γεν. 3, 5).
Ο άνθρωπος εδημιουργήθη από τον φιλάνθρωπον Θεόν ως δυνάμει θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάσει της θεοειδείας της φύσεώς του. Αλλ’ ο άνθρωπος με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεόν δια του διαβόλου.
Και ασφαλώς ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά «το μέγα έλεός» Του δεν επενέβαινε. Γενόμενος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, ωδήγησεν ούτω τον άν¬θρωπον προς τον Θεάνθρωπον. τον εισήγαγε δια της Εκκλησίας, του σώματός Του, εις τον άθλον της θεανθρωποποιήσεως δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών.
Και τοιουτοτρόπως έδωσεν εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 11). Να επιτύχη δηλαδή τον θείον προορισμόν του, να γίνη εκουσίως Θεάνθρωπος κατά χάριν.
Η πτώσις του πάπα έγκειται εις το να θέλη να αντικαταστήση τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον.
5. Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον».3 Αλλά και ο άνθρωπος είναι μόνον εν τω Θεανθρώπω καινός («καινή κτίσις»), πάντοτε καινός, αιωνίως καινός: Εις όλα τα θεανθρώπινα βιώματά του εις την οδόν της σωτηρίας, του αγιασμού, της μεταμορφώσεως, της θεώσεως, της θεανθρωποποιήσεως.
Εις αυτόν τον γήινον κόσμον όλα γηράσκουν και όλα αποθνήσκουν. Μόνον ο άνθρωπος ο ενσωματωθείς εις τον Θεάνθρωπον και θεανθρωποποιηθείς, ο γενόμενος «σύσσωμος» του Χριστού, ο υπό του Θεανθρώπου ενσωματωθείς εις την Εκκλησίαν και εκκλησιοποιηθείς, δεν γηράσκει και δεν αποθνήσκει, διότι έγινε ζων, οργανικόν μέλος του αγίου και αιωνίου Θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού — της Εκκλησίας, εις την οποίαν το ανθρώπινον πρόσωπον αναπτύσσεται και συνεχώς «αύξει την αύξησιν του Θεού» (Κολ. 3, 19) — «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 13).
Αυτό δε σημαίνει ότι αυξάνει και αναπτύσσεται απείρως και απεριορίστως, κατά τας θεοειδείς διαστάσεις του θείου απείρου, τας οποίας ο Τρισήλιος Κύριος έδωκεν εις την ανθρωπίνην ύπαρξιν, όταν εδημιούργησε τον άνθρωπον θεοειδή.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο κατ’ εξοχήν καινός και ο κατ’ εξοχήν εις και μοναδικός, ώστε εις την πραγματικότητα η «Αλήθεια» δι’ Αυτού εγένετο (Ιωάνν. 1, 17) και δι’ Αυτού έμεινεν εις τον ανθρώπινον κόσμον μας.
Προ Αυτού και άνευ Αυτού — νυν και αεί — η Αλήθεια είναι ως να μη υπάρχη. Και όντως δεν υπάρχει, διότι μόνον η Θεανθρωπίνη Υπόστασις είναι η Αλήθεια: «Εγώ ειμι η Αλήθεια» (Ιωάνν. 14, 6). Δια τον άνθρωπον δεν υπάρχει αλήθεια άνευ του Θεανθρώπου. Διότι δεν υπάρχει άνθρωπος άνευ του Θεανθρώπου.
Τα πάντα είναι καινά εν τω Θεανθρώπω και δια του Θεανθρώπου. Αυτός ο Ίδιος, εν πρώτοις. ακολούθως δε και η σωτηρία και η διδασκαλία περί της σωτηρίας και ο τρόπος της σωτηρίας. Είναι μοναδικά καινόν δια το αν¬θρώπινον γένος το μήνυμα του Θεανθρώπου: να διαχωρίζωμεν την αμαρτίαν από τον αμαρτωλόν. να μισώμεν μεν την αμαρτίαν, να αγαπώμεν δε τον αμαρτωλόν. να φονεύωμεν την αμαρτίαν, αλλά να σώζωμεν τον αμαρτωλόν. να μη εξισώνωμεν τον αμαρτωλόν με την αμαρτίαν. να μη φονεύωμεν τον αμαρτωλόν λόγω της αμαρτίας, αλλά να τον σώζωμεν από την αμαρτίαν.
Συγκλονιστικόν παράδειγμα τούτου είναι η επί μοιχεία κατειλημμένη γυνή. Ο πανοικτίρμων Σωτήρ διεχώρισε την αμαρ¬τίαν της γυναικός από την θεοειδή ύπαρξίν της, κατέκρινε την αμαρτίαν και ηλέησε την αμαρτωλόν: «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. πορεύου και μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάνν. 4, 11). Αυτή είναι η εις «δόγμα» αναχθείσα μέθοδος της Ορθοδοξίας εις το έργον της σωτηρίας του αμαρτωλού από την αμαρτίαν. αγιοπαραδοσιακή μέθοδος, θεοσόφως ανεπτυγμένη και θεσπισμένη εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν υπό των Αγίων Πατέρων.
Και θεοπνεύστως διατυπωμένη υπό του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Το γαρ καλόν ου καλόν, όταν ου καλώς γένηται».4
Υπό το πρίσμα αυτής της ευαγγελικής και ιεράς ορθοδόξου παραδόσεως είναι αντιευαγγελική και αντίχριστος φρικαλεότης το να φονεύεται ο αμαρτωλός λόγω της αμαρτίας. Εν προκειμένω καμμία ιερά εξέτασις δεν δύναται να ανακηρυχθή ως ιερά. Εν τελευταία αναλύσει, όλοι οι ουμανισμοί φονεύουν τον αμαρτωλόν λόγω της αμαρτίας, εξοντώνουν τον άνθρωπον μαζί με την αμαρ¬τίαν. Διότι δεν θέλουν τον Θεάνθρωπον, ο Οποίος είναι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου και από την αμαρτίαν, και από τον θάνατον, και από τον διάβολον.
Εκείνος που δεν είναι υπέρ του Θεανθρώπου είναι ως εκ τούτου κατά του ανθρώπου. και είναι ως εκ τούτου δολοφόνος του ανθρώπου. και ακόμη είναι ως εκ τούτου και αυτόχειρ. Διότι αφήνει τον άνθρωπον εις την πλήρη εξουσίαν της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, εκ των οποίων μόνον ο Θεάνθρωπος δύναται να τον σώση και κανείς άλλος υπό τον ουρανόν.
Μεταχειριζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον τον αμαρτωλόν, ο ουμανιστικός άνθρωπος αναποφεύκτως αυτοκτονεί: φονεύει την ιδίαν την ψυχήν του, παραδίδει τον εαυτόν του εις την κόλασιν, εις αιωνίαν συναναστροφήν με τον διάβολον, αυτόν τον έκπαλαι «ανθρωποκτόνον» (Ιωάνν. 8, 44).
6. Τί είναι εκείνο το οποίον ο Θεάνθρωπος δίδει εις τον άνθρωπον και το οποίον κανείς άλλος δεν ημπορεί να του δώση; Είναι η νίκη κατά του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου, η Αιωνία Ζωή, η Αιωνία Αλήθεια, η Αιωνία Δικαιοσύνη, το Αιώνιον Αγαθόν, η Αιωνία Αγάπη, η Αιωνία Χαρά: όλον το πλήρωμα της Θεότητος και των θείων τελειοτήτων.
Ή όπως ο Απόστολος λέγει: ο Θεάνθρωπος δίδει εις τους ανθρώπους «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, όσα ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (1 Κορ. 2,9).
Πράγματι, μόνον Αυτός, ο θαυμαστός Θεάνθρωπος είναι το «εν ου έστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. 10, 42) δια τον άνθρωπον, εις όλους τους κόσμους του και εις κάθε ζωήν του. Δια τούτο μόνον ο Θεάνθρωπος δικαιούται να ζητή από τους ανθρώπους εκείνο το οποίον κανείς άλλος δεν ετόλμησε να ζητήση. Δηλαδή, να Τον αγαπά κάθε άνθρωπος περισσότερον από τους γονείς, από τους αδελφούς, τας αδελφάς, τα τέκνα, τους φίλους, την γην, τους αγγέλους, από οποιονδήποτε και ο,τιδήποτε εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους (Ματθ. 10, 37-39. Λουκ. 14, 26. Ρωμ. 8, 31-39).
7. Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί αναγέννησιν όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννησιν πτωμάτων. Διότι αφ’ ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήινον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα. Τα δε πράγματα έχουν ούτω, διότι η Σύνοδος ενέμεινεν επιμόνως εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα = του ανθρώπου.
Θεωρούμενοι από την σκοπιάν του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ουμανισμοί κατά το μάλλον ή ήττον ομοιάζουν με εγκληματικάς ουτοπίας, διότι εν ονόματι του ανθρώπου φονεύουν κατά διαφόρους τρόπους και εξοντώνουν τον άνθρωπον ως ψυχοφυσικήν οντότητα.
Όλοι οι ουμανισμοί επιτελούν ένα αλογίστως τραγικόν έργον: διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Δια δε του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα το έργον αυτό έχει αναχθή εις δόγμα. Όλα αυτά όμως είναι φρικτά, φρικτότατα.
Διατί; Διότι το ίδιον το δόγμα περί του αλαθήτου του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ανατριχιαστική κηδεία του κάθε ουμανισμού. από του βατικανού, του αναχθέντος εις δόγμα, μέχρι του σατανικού ουμανισμού του Σαρτρ.
Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας της του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θύελλας και αναλήψεις.
Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρω¬πον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους.
8. Τί είναι ο πυρήν του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα = του ανθρώπου; Η αποθεανθρωποποίησις του ανθρώπου. Αυτό επιδιώκουν όλοι οι ουμανισμοί, ακόμη και οι θρησκευτικοί.
Όλοι επαναφέρουν τον άνθρωπον εις την ειδωλολατρίαν, εις την πολυθεΐαν, εις τον διπλούν θάνατον, τον πνευματικόν και τον φυσικόν. Απομακρυνόμενος από τον Θεάνθρωπον, ο κάθε ουμανισμός βαθμηδόν μετατρέπεται εις μηδενισμόν.
Αυτό δεικνύει η σύγχρονος χρεωκοπία όλων των ουμανισμών, με επί κεφαλής τον παπισμόν, έμμεσον ή άμεσον, εκούσιον ή ακούσιον πατέρα όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών. Η δε χρεωκοπία, η καταστρεπτική χρεωκοπία του παπισμού, έγκειται εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα. Και είναι ακριβώς το δόγμα αυτό το κορύφωμα του μηδενισμού.
Δια του δόγματος αυτού ο άνθρωπος της Ευρώπης κατά δογματικώς αποφασιστικόν τρόπον, εκήρυξε το δόγμα της αυταρκείας του ευρωπαίου ανθρώπου και ούτω τελικώς εφανέρωσεν ότι δεν του χρειάζεται ο Θεάνθρωπος και εις την γην δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον.
Ο τοποτηρητής του Χριστού — Vicamus Christi — τον αντικαθιστά πλήρως. Εις την πραγματικότητα από αυτό το δόγμα ζη, το ακολουθεί και επιμόνως το ομολογεί, ο κάθε ευρωπαϊκός ουμανισμός.
Όλοι οι ουμανισμοί του ευρωπαίου ανθρώπου κατ’ ουσίαν δεν είναι άλλο τι ή αδιάκοπος επανάστασις κατά του Θεανθρώπου Χριστού.
Καθ’ όλους τους δυνατούς τρόπους συντελείται Umwertung aller Werie (η ανατροπή όλων των αξιών). ο Θεάνθρωπος παντού αντικαθίσταται υπό του ανθρώπου. εις όλους τους ευρωπαϊκούς θρόνους ενθρονίζεται ο άνθρωπος του ευρωπαϊκού ουμανισμού.
Εντεύθεν και δεν υπάρχει ένας vicarius Christi, αλλά αναρίθμητοι, μόνον με διαφορετικάς στολάς. Διότι, εν τελευταία αναλύσει, δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα, ανεκηρύχθη αλάθητος ο άνθρωπος γενικώς.
Εξ ου και οι αναρίθμητοι πάπαι καθ’ όλην την Ευρώπην, και του Βατικανού και του προτεσταντισμού. Μεταξύ αυτών δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά, διότι ο παπισμός είναι ο πρώτος προτεσταντισμός, κατά τους λόγους του οραματιστού της αληθείας Χομιάκωφ.
9. Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρωπίνη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα εις την πραγματικότητα ο πάπας ανεκηρύ¬χθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας - άνθρωπος, κατέλαβε την θέσιν του Θεανθρώπου.
Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και «ο δεύτερος θάνατος» (Αποκ. 20, 14. 21, 8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και μετ’ αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως, κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον μας ως θεανθρώπινον σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνον αίρεσις, αλλά παναίρεσις.
Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα-ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία. το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού.
Το δόγμα αυτό είναι φευ! η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην. νέα προδοσία του Χριστού. νέα σταύρωσις του Κυρίου, μόνον ουχί επί του ξυλίνου, άλλ’ επί του χρυσού σταυρού του παπικού ουμανισμού. Και ταύτα πάντα είναι κόλασις, κόλασις δια το άθλιον γήινον ον, που λέγεται άνθρωπος.
10. Υπάρχει διέξοδος από τας αναριθμήτους αυτάς ουμανιστικάς κολάσεις; Υπάρχει ανάστασις εξ αυτών των αναριθμήτων ευρωπαϊκών τάφων; Υπάρχει φάρμακον δι’ αυτάς τας αναριθμήτους θανατηφόρους νόσους; — Υπάρχει, βεβαίως υπάρχει: η μετάνοια. Αυτή είναι το αιώνιον μήνυμα του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου: «Μετάνοια εις επίγνωσιν αληθείας» (2 Τιμ. 2,25). Άλλως δεν δύναται κανείς να πιστεύη εις το πανσωστικόν Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου: «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω (Μαρκ. 1, 15).
Η μετάνοια ενώπιον του Θεανθρώπου είναι το μόνον φάρμακον κατά της αμαρτίας. το μοναδικόν φάρμακον δια πάσαν αμαρτίαν, ακόμη και δια την παναμαρτίαν. Αναμφιβόλως δε, η μετάνοια είναι το φάρμακον και δι’ αυτήν την «παναμαρτίαν» του παπισμού, την περιεχομένην εις το αλαζονικόν δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα, αλλά και δια κάθε αμαρτίαν του κάθε ουμανισμού ιδιαιτέρως και όλων των ουμανισμών μαζί.
Ναι, ναι, ναι: από την προσφιλή του παναμαρτίαν του «αλαθήτου» ο ευρωπαίος «αλάθητος» άνθρωπος, ο ευρωπαίος ουμανιστικός άνθρωπος, δύναται να σωθή μόνον δια της ολοκαρδίου και τα πάντα μεταμορφούσης μετανοίας ενώπιον του θαυμαστού και πανευσπλάγχνου και παναγάθου Κυρίου Ιησού Χριστού, του Θεανθρώπου, του μόνου όντως Σωτήρος του ανθρωπίνου γένους από κάθε αμαρτίαν, από κάθε κακόν, από κάθε κόλασιν, από κάθε διάβολον, από κάθε ουμανιστικόν ορθολογισμόν, και γενικώς από όλας τας αμαρτίας, τας οποίας η ανθρωπίνη φαντασία δύναται να επινοήση.
Δια τους λόγους αυτούς όλοι οι άγιοι, θεοφόροι και θεόφρονες Πατέρες και των επτά αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ανάγουν όλα τα εν τη Εκκλησία του Χριστού προβλήματα εις το πρόβλημα του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού, ως εις την μεγαλυτέραν και την μόνην, την πολυτιμοτάτην αξίαν δια παν ανθρώπινον ον, είτε ευρίσκεται τούτο επί της γης είτε εις άλλον τινά εκ των κόσμων του Θεού. Το χριστολογικόν πρόβλημα είναι το παμπεριεκτικόν πρόβλημά των.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι δι’ αυτούς η μοναδική παναξία της Εκκλησίας του Χριστού εις όλους τους κόσμους.
Αδιάκοπον και αιώνιον σύνθημα των είναι: Τα πάντα δώσε δια τον Χριστόν, τον Χριστόν μη δώσης δια τίποτε! Και γύρω από το άγιον σύνθημά των, ηχεί το ασίγητον χαρμόσυνον μήνυμά των: όχι ανθρωπισμός, αλλά θεανθρωπισμός! Όχι άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος! Ο Χριστός προ πάντων και υπεράνω πάντων.
11. Πώς αισθάνεται ο ορθόδοξος ενώπιον του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού; Όλος παναμαρτωλός: αυτό είναι το αίσθημά του, η στάσις του, ο τρόπος του, ο νους του, ο λόγος του, η συνείδησίς του, η εξομολόγησίς του, αυτός ο ίδιος, ολόκληρος.
Αυτό το αίσθημα της προσωπικής παναμαρτωλότητος ενώπιον του Γλυκυτάτου Κυρίου είναι η ψυχή της ψυχής του και η καρδία της καρδίας του. Ρίψατε εν βλέμμα εις τας ευχάς μετανοίας, τας ωδάς, τα τροπάρια, τα στιχηρά, της Δευτέρας και της Τρίτης έστω, εις την Παρακλητικήν και αμέσως θα διαπιστώσετε ότι το αίσθημα αυτό αποτελεί ιερόν χρέος και προσευχητικήν πραγματικότητα παντός ορθοδόξου χριστιανού ανεξαιρέτως.
Εις αυτό προπορεύονται και μας οδηγούν πάντοτε οι αθάνατοι παιδαγωγοί μας, οι άγιοι Πατέρες. Ας ενθυμηθώμεν τουλάχιστον δύο από αυτούς: τον άγιον Δαμασκηνόν και τον άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον.
Η αγιότης των είναι αναμφιβόλως χερουβική. η προσευχή των ασφαλώς σεραφική. εν τούτοις, οι ίδιοι έχουν μίαν πλήρη αίσθησιν και επίγνωσιν της προσωπικής των παναμαρτωλότητος και συγχρόνως μίαν βαθυτάτην διάθεσιν μετανοίας. Αυτή είναι η βιωματική αντινομία της ορθοδόξου, ευαγγελικής, αποστολικής πίστεώς μας και της ταπεινοφροσύνης μας εν τη πίστει αυτή.
Ο «αλάθητος» άνθρωπος, και απέναντί του ο «πανα¬μαρτωλός» άνθρωπος. η ταπεινοφροσύνη από το ένα μέρος και η υψηλοφροσύνη από το άλλο. Η απαράμιλλος αηδών του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου, ο άγιος Χρυσόστομος ευαγγελίζεται: «Θεμέλιός εστι της καθ’ ημάς φιλοσοφίας η ταπεινοφροσύνη»5.
Η ταπεινοφροσύνη είναι το θεμέλιον της φιλοσοφίας μας περί της ζωής και του κόσμου, περί του χρόνου και της αιωνιότητος, περί του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας. Ενώ θεμέλιον παντός ουμανισμού, ακόμη και εκείνου του αναχθέντος εις δόγμα, είναι η υψηλοφροσύνη, η πίστις εις τον λόγον του ανθρώπου, εις τον νουν και την λογικήν του.
Η υψηλοφροσύνη είναι η ανίατος νόσος του νου του διαβόλου. Εντός της ευρίσκονται και εξ αυτής πηγάζουν όλα τα λοιπά διαβολικά κακά. Ενώ η ταπεινοφροσύνη μας διδάσκει να αναθέτωμεν την ελπίδα μας και να έχωμεν απόλυτον εμπιστοσύνην εις τον άγιον, καθολικόν, θεανθρώπινον νουν της Εκκλησίας, τον «νουν Χριστού». «Ημείς νουν Χριστού έχομεν» (1 Κορ. 2, 16).
Ημείς εν τω θεανθρωπίνω σώματι του Χριστού, τη Ορθοδόξω Εκκλησία, εις την οποίαν ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι το παν: και η κεφαλή και το σώμα και η ζωή και η αλήθεια και η αγάπη και η δικαιοσύνη και ο χρόνος και η αιωνιότης. αλλά και ημείς δια της πίστεως εις Αυτόν και της εν Αυτώ ζωής (Εφ. 4,11-21).
Διότι «τα πάντα δι’ Αυτού και εις Αυτόν έκτισται. και Αυτός εστι προ πάντων και τα πάντα εν Αυτώ συνέστηκε. και Αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, ίνα γένηται εν πάσιν Αυτός πρωτεύων» (Κολ. 1, 16-18). Αυτός, ο Θεάνθρωπος, και όχι ένας άνθρωπος, οποιοσδήποτε και αν είναι.
1. Παρά Γρηγορίω Θεολόγω, PG 36, 506.
2. Βλ. Νεκρώσιμον Ακολουθίαν: «...εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε».
3. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 3, 1. PG 94, 984.
4. Συμεών του Ν. Θεολόγου, Λόγος 18 και 68 (έκδ. Ζαγοραίου, Σμύρνη 1886, σ. 105 και 364).
5. Ιωάννου Χρυσοστόμου, PG 51, 312.
(“Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ”, ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ, ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974)
Πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2011/06/blog-post_880.html
Πέρασαν πενήντα χρόνια ἀπό τότε πού ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀοίδιμος π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, ἔγειρε τό ἁγιασμένο καί λευκασμένο ἀπό τούς ἱερούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κεφάλι του καί ἄφησε τήν ψυχή του νά φτερουγίσῃ στήν ἀγκαλιά τοῦ Οὐρανίου Πατρός.
Πλῆθος λαοῦ τότε τόν προέπεμψε στήν αἰωνιότητα μέ δάκρυα στά μάτια, γιατί ἔφευγε ὁ πνευματικός τους πατέρας, ὁ ὁποῖος τούς ἐδίδαξε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τούς ἐστήριξε στόν πόνο τους, χάρηκε στήν χαρά τους καί ἐφώτισε ὡς ἀστήρ φαεινός τήν πορεία τῆς ζωῆς τους.
Γεννημένος τό 1877 στήν Γρανίτσα, σημερινή Νυμφασία τῆς Γορτυνίας, στά ἅγια χώματα τῆς ἡρωοτόκου καί ἁγιοτόκου Ἀρκαδίας, καί ἔχοντας φάει τοῦ πόνου καί τῆς ὀρφάνιας τό ψωμί, ἔφτασε μέ κόπους καί ὀδύνες πολλές στήν πόλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τήν ὁποία τότε ἐποίμαινε ὁ πολύς Ἱερόθεος (Μητρόπουλος), ἄλλος ἀστήρ φωτεινός, ἐξ Ἀρκαδίας ἐπίσης ἕλκων τήν καταγωγή καί ἐκ πλησιοχώρου κώμης μέ ἐκείνη πού εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς ὁ μακάριος π. Γερβάσιος.
Στήν Πάτρα γεύθηκε τήν ἀγάπη καί τήν πατρική στοργή, ἔζησε τήν φλόγα καί τόν θερμουργο ζῆλο τοῦ θαυμαστοῦ καί διαπρύσιου Ἱεράρχου Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος ἠγωνίσθη μέ πάθος ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί τῆς μασσωνίας, καί ἔφυγε ἀπό τήν ζωή πικραμένος μέν, ἀσυμβίβαστος δέ ὡς πρός τά ἱερά πιστεύματα καί τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση, πού διεφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ π. Γερβάσιος, εἰσῆλθε μέ ζῆλον Ἠλιού στόν ἱερόν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, ὡς μοναχός καί σέ λίγο ὡς Διάκονος καί Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου.
Ἔλαμψε ὁ ἀοίδιμος καί ἀκτινοβόλησε ἀληθῶς, ὡς «λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν τῆς τοῦ Κυρίου φωτοφόρου καθέδρας, ἐξαστράπτων φωτισμόν καί δογμάτων καί πράξεων», κατά τόν Ἅγιο Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη.
Μορφή προφητική, μετέφερε τό μήνυμα περί τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, περί τῆς μιᾶς, ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ μόνου σωτηρίου σώματος, ἐντός τοῦ ὁποίου σώζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ἤλεγξε μέ πάθος ψυχῆς τήν ἁμαρτία καί τήν ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, ὡς ἄλλος προφήτης Κυρίου, καί ἐπεβλήθη ὡς ἀπλανής ὁδηγός τῶν ἀνθρώπων μέ τήν βιβλική, ἁγιοπατερική, αὐστηρή μέν, ἀποπνέουσα ἀγάπη δέ πρός κάθε ἄνθρωπο, προσωπικότητά του.
Ὁ λόγος του καθαρός, σάν τό ξάστερο νερό πού ἤπιε γιά πρώτη φορά στά κακοτράχαλα βουνά τῆς Γορτυνίας· ἡ ζωή του σάν τόν ἥλιο λαμπρή, ἀκτινοβολοῦσα καί ἀστράπτουσα τῶν ἀρετῶν τάς λαμπηδόνας.
Βράχος ἀμετακίνητος στήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Θεό ἀλήθεια καί στήν διδασκαλία τῆς πίστεως, δέν διενοήθη ποτέ νά νοθεύσῃ τό ἀλάβαστρον τοῦ πολυτίμου πνευματικοῦ μύρου, τῆς ἱερᾶς δηλαδή Ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἔχων πάντοτε στά ὦτα του, ἤ τί λέγω, στήν καρδιά του τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α’. 8).
Ὡς Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, εὑρίσκετο μετάρσιος μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς καί ζοῦσε τίς συγκλονιστικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία ἦτο ὄντως γιά αὐτόν θεία μυσταγωγία. Προσηλωμένος ἀπόλυτα στό Ἱερό Μυστήριο, πλήρης δέους καί ἱεροπρεπείας, σεμνός, μέ λιτή περιβολή, ἔδινε τήν ἐντύπωση οὐρανίου ὄντος καί ὡδηγοῦσε τίς ψυχές σέ πνευματικούς ἀναβαθμούς, σέ ἀληθῆ μεταρσίωση, κατά τίς μαρτυρίες πολλῶν Κληρικῶν καί Λαϊκῶν πού ἔζησαν αὐτές τίς θαυμαστές ἐμπειρίες κοντά του.
Ὡς πνευματικός ἦτο ἀκούραστος. Ὁ ζῆλος του ἀμείωτος. Ἡ ἀγάπη του παραδειγματική. Ἡ ὑπομονή του ἀξιοθαύμαστη. Οὔτε ἡ ἡλικία, οὔτε ἡ πολυετής διακονία ἔκαμψαν τόν ἱερό ἐνθουσιασμό του γιά τό σωτήριο μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέσα ἀπό τό ὁποῖο χιλιάδες ἀνθρώπων ἀναγεννήθηκαν πνευματικά καί βρῆκαν τήν ὁδόν τῆς σωτηρίας διά τῆς συντριβῆς τῆς καρδίας καί τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Ἀγάπησε ἰδιαιτέρως τά παιδιά καί εἶναι ὁ ἱδρυτής τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. «Νά προσέχετε τά ἀρνία τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε γιά τά παιδιά, τά ὁποῖα ἔτρεχαν κοντά του αἰσθανόμενα τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς του καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του.
Διεκρίθη γιά τόν μαχητικό του ἐνθουσιασμό, ὅμοιο μέ ἐκεῖνον τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὁ ὁποῖος σταμάτησε ἀκόμη καί τόν ἥλιο προκειμένου νά κερδηθῇ ἡ μάχη (Ἰησ. Ναυ. 10. 12-14).
Ἦτο ἀσυμβίβαστος μπροστά στήν ἐπιτέλεση τοῦ καθήκοντος, σέ ὅποια θέση καί ἄν ὑπηρέτησε. Ἰδιαιτέρως αὐτό ἐφάνη ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς Πρωτοσύγκελλος τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου.
Ἀλλά καί σημειοφόρος ἀνεδείχθη, ἀφοῦ ὁ Κύριος θαυμαστῶς ἀπεκάλυψε τόν τύπον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντός πεύκου, τό ὁποῖο ὁ Γέροντας εἶχε φυτεύσει στόν τόπο τῶν Κατασκηνώσεων.
Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικῶς τήν συζήτηση, τήν ὁποία εἶχα μετά τοῦ Γέροντός μου, ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας Θεοκλήτου, ὁ ὁποῖος μέ συμμαρτυρία τοῦ π. Γερβασίου εἰσῆλθε στόν Ἱερό Κλῆρο. Ἐπάνω στό γραφεῖο τοῦ μακαριστοῦ Θεοκλήτου εὑρίσκετο μονίμως ἡ φωτογραφία τοῦ Γέροντος, καθώς καί φωτογραφία εἰκονίζουσα τό ἐντός τοῦ δένδρου τύπωμα τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. «Ἦτο ἡγιασμένος ἄνθρωπος», ἔλεγε γιά τόν π. Γερβάσιο ὁ χειροτονήσας με Ἀρχιερεύς, «εἶχε ἰσάγγελον πολιτείαν καί σέ προτρέπω πατρικῶς καί σέ παρακαλῶ νά τοῦ μοιάσῃς, βαδίζοντας στά ἴχνη του».
Πέρασαν τά χρόνια, ὁ Μητροπολίτης ἔφυγε γιά τόν οὐρανό, καί ὁ Κύριος μέ ἀπέστειλε στήν Πάτρα ὡς Ἀρχιερέα. Ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων μου ἦτο νά τελέσω τρισάγιο ἐπί τοῦ τάφου τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γερβασίου καί νά ἀσπασθῶ τήν πλάκα, κάτω ἀπό τήν ὁποία φυλάσσονται τά σεβάσμια καί ἡγιασμένα Λείψανα τοῦ θερμουργοῦ ἐργάτου τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί φωτοφόρου Λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου.
Ἡ ἐπίσκεψη μέ πλῆθος εὐλαβῶν Πατρέων στήν γενέτειρά του Νυμφασία Γορτυνίας, ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ἐπιμνημόσυνη δέηση στόν τόπο πού γεννήθηκε, ἦταν ἐμπειρίες πνευματικά συγκλονιστικές.
Πενήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού ἔφυγε γιά τόν οὐρανό ὁ π. Γερβάσιος, στίς 30 Ἰουνίου τοῦ 1964, ἀνήμερα τῆς Συνάξεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὅμως ἡ πνευματική του παρουσία στήν Πάτρα εἶναι συνεχής. Οὐδέποτε μᾶς ἐγκατέλειψε. Αἰσθανόμεθα τήν ἀνάσα του, τήν ἀγάπη του, τήν εὐλογία του, τίς πρεσβεῖες του.
Χρέος ἱερό καί καθῆκον ἅγιο πρός τόν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο τῶν Πατρῶν, στόν ὁποῖο σύμπας ὁ ἱερός Κλῆρος καί ὁ εὐσεβής Λαός μας ὑποκλίνονται εὐλαβικά, μᾶς ὡδήγησε νά λάβωμε τήν ἀπόφαση γιά τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν του Λειψάνων, δοξάζοντες τόν Θεό γιατί μᾶς χάρισε τόν π. Γερβάσιο καί τιμῶντες τήν μνήμη εὐγνωμόνως τοῦ μακαριστοῦ καί λαμπροῦ Ἱερωμένου.
Ὅμως καί ἡ ὑπόσχεση, κατόπιν μακρᾶς συζητήσεως, μέ τόν ἄλλο ἀδάμαντα τῶν Πατρῶν, μαθητή καί πνευματικό τέκνο τοῦ ἀοιδίμου π. Γερβασίου, τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης Ἱερόθεο (Τσαντίλη), ὡδήγησε τήν καρδιά μας στήν ὡς ἄνω ἀπόφαση, ὥστε καί τήν ἁγία ψυχή ἐκείνου, κατά τήν ὑπόσχεσή μας καί τήν πνευματική μας δέσμευση, νά ἀναπαύσωμε.
Τήν Κυριακή 29 Ἰουνίου τό ἀπόγευμα, μετά τόν Ἑσπερινό πού θά τελεσθῇ στίς 5:30 στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στίς Κατασκηνώσεις στά Συχαινά, πού ὁ ἴδιος ὁ π. Γερβάσιος ἵδρυσε, θά προβοῦμε στήν ἀνακομιδῆ τῶν Λειψάνων του, ὥστε νά ἀσπασθοῦμε τήν ἡγιασμένη κάρα του καί μέ αὐτή νά εὐλογήσωμε τήν πόλη τῶν Πατρῶν, πού τόσο ἀγάπησε ὁ Γέροντας, ἀλλά καί τόν Λαό αύτῆς, ὑπέρ τοῦ ὁποίου μέχρι τελευταίας του πνοῆς ἠγωνίσθη, προκειμένου νά τόν προσαγάγῃ ὡς ποιμήν ἄριστος στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3207
Ἕνας πολύπειρος γέροντας Ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους σ’ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονταν στὸ κελλί του καὶ ζητοῦσαν κάποια συμβουλή του ἐπανελάμβανε: «Νὰ κοιτᾶτε ψηλά, νὰ κοιτᾶτε ψηλά!».
Τί σπουδαία πραγματικὰ συμβουλή! Αὐτὸ καὶ μόνο ἔλεγε ὁ γέροντας καὶ ὅμως ἔλεγε πολλά.
Καὶ κάποιος ἀείμνηστος τώρα δάσκαλος – πέθανε πολὺ νωρίς – μὰ τί δάσκαλος ἦταν αὐτός! Λὲς καὶ μάγευε τὰ παιδιὰ καὶ κρεμόντουσαν ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ δένονταν μὲ τὴ ματιά του, τὰ μάθαινε νὰ τραγουδοῦν: «Σήκωσε ψηλὰ τὰ μάτια, στεῖλε πιὸ ψηλὰ τὸ νοῦ...».
Τί ἐννοοῦσαν ὁ γέροντας καὶ ὁ δάσκαλος προτρέποντας τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικροὺς νὰ στρέφουν τὰ μάτια πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὰ οὐράνια; Δὲν εἶναι καλὴ καὶ ἡ γῆ μὲ τὰ θαυμάσια τῆς Δημιουργίας; Ὁ Θεὸς δὲν «ἐποίησε πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς», ὅπως ψάλλει ὁ Δαβίδ (Ψαλ. ογ΄ [73] 17), γιὰ νὰ τὰ χαίρεται καὶ νὰ τὰ ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος; Τὰ βουνά, τὰ ποτάμια, τὶς θάλασσες, τὰ δέντρα, τὰ λουλούδια τὰ πολύχρωμα; Ὅλα μιλοῦν γιὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὅλα μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ἀναμφιβόλως ὅλα αὐτὰ εἶναι σωστά. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μάλιστα γράφει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ σπουδαῖα βιβλία του ὅτι ἡ ὀμορφιὰ τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας, τοῦ κόσμου, ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός, εἶναι μιὰ ἀμυδρὴ εἰκόνα τῆς ὡραιότητας τοῦ οὐρανίου κόσμου, τοῦ Παραδείσου, ποὺ μᾶς περιμένει(*).
Ὅμως ἀφότου μπῆκε στὴ μέση ὁ Διάβολος καὶ παρέσυρε τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἁμαρτία καὶ πλήθυναν οἱ ἁμαρτίες, ἀπὸ τότε καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Δημιουργίας μολύνθηκε. Μόνοι μας οἱ ἄνθρωποι μολύναμε τὸ περιβάλλον μας. Μὲ τὶς πλεονεξίες μας, μὲ τὶς ἀδικίες καὶ τοὺς πολέμους καταστρέψαμε τὸν ὄμορφο κόσμο ποὺ μᾶς εἶχε φτιάξει καὶ παραδώσει ὁ Θεός. Καὶ ὁ παμπόνηρος σατανᾶς κατάφερε νὰ πείσει πολλοὺς ὅτι ἡ Δημιουργία ἡ τόσο ὡραία δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα Δημιουργό. «Ἔδιωξαν» ἔτσι μὲ τὴν εἰσήγηση τοῦ Διαβόλου τὸν Οἰκοδεσπότη ἀπὸ τὸ σπίτι Του. Ἄφησαν τὶς κρυστάλλινες πηγὲς τοῦ θείου Νόμου καὶ τρέχουν στὶς θολὲς πηγὲς τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ποὺ ὑποδεικνύει ὁ εἰσηγητὴς τῆς ἁμαρτίας Διάβολος. Βυθίσθηκαν στὴ ζωὴ τῆς σαρκικότητας, τῆς ἀδικίας, τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀδυνάτων καὶ φτωχῶν, τοῦ πλουτισμοῦ μὲ ὁποιοδήποτε μέσο, ἀκόμη καὶ παράνομο καὶ ἀθέμιτο.
Τὸ ἀποτέλεσμα; Τὸ ζοῦμε καθημερινὰ καὶ κλαίει ἡ καρδιά μας. Πτωχεύουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ κράτη τῆς γῆς. Πεθαίνουν ἑκατομμύρια παιδιὰ κάθε χρόνο στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν πείνα. Οἱ πόλεμοι εἶναι ἀσταμάτητοι, γιὰ νὰ πλουτίζουν οἱ πολεμικὲς βιομηχανίες. Οἱ ἀσθένειες ποὺ ὀφείλονται σὲ ἁμαρτίες αὐξάνονται ἁλματωδῶς. Ἡ κτηνώδης ἁμαρτία ξεδιάντροπη παρελαύνει μὲ αὐθάδεια στοὺς δρόμους. Οἱ ὑπόνομοι τῶν πόλεων γεμίζουν μὲ ἀνθρώπινα ἔμβρυα. Τί νὰ δεῖ κανεὶς σήμερα στὴ γῆ καὶ νὰ μὴν πονέσει; Ποῦ νὰ στρέψει τὸ βλέμμα του καὶ νὰ μὴ λυπηθεῖ; Ἀκόμη καὶ τὰ ὡραιότερα μέρη τῆς γῆς τὰ μολύνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἁμαρτίες του.
Αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους ὁ Ἀσκητὴς καὶ ὁ δάσκαλος, γι’ αὐτὸ συμβούλευαν νὰ ὑψώνουμε ψηλὰ τὰ μάτια. Ὄχι στὰ γήινα καὶ χαμηλά, στὰ κατώτερα καὶ μολυσμένα, γιατὶ ὅπου καὶ νὰ δεῖς σ’ αὐτά, κινδυνεύεις νὰ μολυνθεῖς· ἀλλὰ στὰ ψηλά, στὰ οὐράνια τὰ μάτια μας, διότι εἶναι καθαρά, ἀφοῦ ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ Θεός, μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ ἐπικεφαλῆς τὴν Παναγία· ἐκεῖ ἡ χορεία τῶν Ἀγγέλων, ἐκεῖ ὁ Παράδεισος μᾶς περιμένει.
Κι ἂν κάποτε εἴμαστε πεσμένοι ψυχικά, ἂν κάποια ἀσθένεια, κάποια οἰκονομικὴ δυσχέρεια, κάποια οἰκογενειακὴ δυσκολία ἢ ἄλλη αἰτία ἔχουν ρίξει τὸ ἠθικό μας, τότε προπάντων νὰ μὴ λησμονοῦμε νὰ κοιτᾶμε ψηλά. Τότε μᾶς χρειάζεται ἐπειγόντως νὰ σηκώνουμε ψηλὰ τὰ μάτια. Ψηλά! Πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ κάθε ἀδιέξοδο.
Λοιπόν, ψηλὰ τὰ μάτια καὶ ψηλότερα ἡ καρδιά!
(*) Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἀόρατος Πόλεμος, κεφ. κα΄.
Πηγή: http://osotir.org/keimena/2014-02-20-16-48-00/item/33386-n-koit-te-psila
Τό δωμάτιο τού Νοσοκομείου πού εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος
Τις τελευταίες ημέρες μετρά ατελείωτα και ψυχοφθόρα «πέρα δώθε» στους διαδρόμους του δεύτερου ορόφου του Αρεταίειου Νοσοκομείου επί της λεωφόρου Βασ. Σοφίας, στέκεται νυχθημερόν στο πλευρό του ασθενούς συζύγου της και αισιοδοξεί ότι σύντομα θα επιστρέψουν και πάλι μαζί στο σπίτι τους.
Γι’ αυτό ακριβώς προσεύχεται κάθε πρωί, κλεισμένη μόνη της στο δωμάτιο με τον αριθμό 2, όπου πριν από σχεδόν 94 χρόνια εκοιμήθη ο άγιος Νεκτάριος.
Ενας ιερός τόπος...
«Αυτή η γυναίκα είναι μία από τους δεκάδες πιστούς που προσέρχονται καθημερινά στο συγκεκριμένο δωμάτιο και ελπίζουν στη θεραπεία.
Ολα αυτά τα χρόνια ο χώρος όπου νοσηλεύτηκε και πέρασε τις τελευταίες ώρες της ζωής του ο άγιος Νεκτάριος διαφυλάχθηκε σαν τόπος ιερός και τον επισκέπτονται προσκυνητές από κάθε γωνιά της Ελλάδας» εξηγεί στην «Κυριακάτικη Δημοκρατία» ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Θεοδωρόπουλος, αρχειοφύλαξ – συνοδικός γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος τα τελευταία οκτώ χρόνια είναι υπεύθυνος για τα λειτουργικά και ποιμαντικά θέματα του Αρεταίειου.
Είχε πάει και ο Χριστόδουλος...
Οπως αναφέρει μάλιστα ο πατέρας Φιλόθεος, το δωμάτιο υπ’ αριθμόν 2 επισκεπτόταν συχνά και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατά τη διάρκεια της δίμηνης νοσηλείας του στο Αρεταίειο. «Ο μακαριστός Χριστόδουλος προσευχόταν για ώρα μπροστά από την κλίνη του Αγίου Νεκταρίου...
Τις ημέρες του χειρουργείου του θυμάμαι την προσέλευση του πλήθους στα κάγκελα του νοσοκομείου, που ζητούσε να πληροφορηθεί για την κατάσταση της υγείας του Αρχιεπισκόπου» λέει ο π. Φιλόθεος.
Στην είσοδο του δωματίου της προσευχής υπάρχει το προσκυνητάρι με τα τάματα των πιστών, ενώ στο εσωτερικό του βρίσκονται εικόνες αγίων, και βέβαια η κλίνη στην οποία εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος.
Το κρεβάτι βρισκόταν για πολλές δεκαετίες ξεχασμένο σε μια παλιά αποθήκη του νοσοκομείου και εντοπίστηκε μόλις πριν από έξι χρόνια.
«Κατά την επικοινωνία μου με τους ασθενείς και τους συγγενείς τους διαπιστώνω ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν άπιστοι άνθρωποι. Ακόμα και σε αυτούς που δείχνουν αδιάφοροι διακρίνει κανείς μια σπίθα ελπίδας προς τον Χριστό» τονίζει με έμφαση ο αρχιμανδρίτης και συνεχίζει:
«Εκείνοι που συνήθως επιδιώκουν τον διάλογο μαζί μου ή με τον εφημέριο του νοσοκομείου είναι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία. Κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο ξεκλειδώνεται η ψυχή τους και ζητούν την παρηγοριά και τη στήριξή μας».
Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν ένας από τους πιο λαοφιλείς ιεράρχες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεωρείται, σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, θαυματουργός.
Ενα από τα θαύματά του, μάλιστα, έγινε το βράδυ της κοιμήσεώς του, τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου 1920, όπως επισημαίνει ο π. Θεόφιλος. Σύμφωνα με συγγράμματα που αναφέρονται στον βίο του αγίου, σε διπλανό κρεβάτι του ίδιου δωματίου νοσηλευόταν μαζί του ένας ασθενής που είχε μείνει παράλυτος ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Μόλις διαπιστώθηκε ότι ο άγιος Νεκτάριος (κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς) είχε αφήσει την τελευταία του πνοή το 1920, σε ηλικία 74 ετών, οι δύο καλόγριες που τον φρόντιζαν έβγαλαν τα εσώρουχα που φορούσε και τα ακούμπησαν στο διπλανό κρεβάτι. Μόλις ο παράλυτος ασθενής τα ακούμπησα, συνέβη το θαύμα, σηκώθηκε υγιής και άρχισε να βαδίζει!
Το σκήνωμα του αγίου Νεκταρίου μεταφέρθηκε στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά και από εκεί στον ναό Αγίας Τριάδας – Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα.
dimokratianews.gr
Μία ακόμη περίπτωση...
Του Πρωτ. Στέφανου Αναγνωστοπούλου
Πρίν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ' έκάλεσαν νά εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου τό όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σέ κακή κατάστασι. Ό καρκίνος μέ τίς ραγδαίες μεταστάσεις τόν είχε προσβάλλει καί στό κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, τό διπλανό κρεββάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας.
Καί μου είπε τά έξης, γιά τό πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως τό τόνισε, "σκληρός άθεος" καί άπιστος.
«Ήλθα έδώ πρίν άπό 35 περίπου μέρες, σ΄αυτό τό δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών.
Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε στά κόκκαλα -εκεί τόν είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε "Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!..." Στή συνέχεια έλεγε καί πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ό άνεκκλησίαστος καί άθεος τίς άκουγα γιά πρώτη φορά.
Κι όμως, πολλές φορές μετά άπό τίς προσευχές του ηρεμούσε -κι έγώ δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο- καί τόν έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. "Υστερα άπό δυό-τρεις ώρες ξυπνούσε άπό τους αφόρητους πόνους, γιά νά ξαναρχίση καί πάλιν "το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στό όνομα Σου!...Δόξα Σοι, ό Θεός!...Δόξα Σοι, ό Θεός!..."
Εγώ μούγκριζα άπό τους πόνους, κι αυτός ό συνασθενής μου, μέ τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τόν Θεό. Εγώ βλαστημούσα τόν Χριστό καί τήν Παναγία, κι αυτός μακάριζε τόν Θεό, Τόν ευχαριστούσε γιά τόν καρκίνο πού του έδωσε καί τους πόνους πού είχε.
Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο άπό τους πόνους τους φρικτούς πού είχα, άλλα καί γιατί έβλεπα αυτόν, τόν συνασθενή μου, νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα "τήν Θεία Μεταλαβιά" κι έγώ ό άθλιος ξερνούσα άπό αηδία.
- Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί τέλους νά λές συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός"! Δέν βλέπεις πώς Αυτός ό Θεός, πού έσύ Τόν δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δέν υπάρχει. Όχι! δέν υπάρχει...
Καί αυτός μέ γλυκύτητα απαντούσε:
"Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει καί είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια καί τους πόνους μας καθαρίζει άπό τίς πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ασχολιόσουν μέ καμμιά σκληρή δουλειά, όπου τά ρούχα σου και τό σώμα σου θά βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θά χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα γιά νά καθαριστής καλά, κι έσύ καί τό σώμα σου καί τά ρούχα σου, κατά τόν ίδιο τρόπο καί ό Θεός χρησιμοποιεί τήν αρρώστια σάν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, γιά νά τήν προετοιμάση γιά τή Βασιλεία των ουρανών.
Οι απαντήσεις του μ' εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο καί βλαστημούσα θεούς καί δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, μέ τό νά φωνάζω: -Δέν υπάρχει Θεός.,.Δέν πιστεύω σέ τίποτα...Ούτε στον Θεό οϋτε ο αυτά τά «κολοκύθια» πού μου λές περί Βασιλείας του Θεού σου...Θυμάμαι τίς τελευταίες του λέξεις:
-- Περίμενε καί θά δής μέ τά μάτια σου πώς χωρίζεται ή ψυχή άπ' τό σώμα ενός χριστιανού πού πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά τό έλεος Του θά μέ σώση. Περίμενε, θά δής καί θά πιστέψεις!
Καί ή μέρα αυτή έφθασε. Από τό νοσοκομείο θέλησαν νά βάλουν ένα "παραβάν",όπως ήταν καθήκον τους, αλλά έγώ διαμαρτυρήθηκα.
Τους είπα "όχι, γιατί θέλω νά δω πώς αυτός ό γέρος θά πεθάνει !!!".
Τόν έβλεπα λοιπόν νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Πότε έλεγε κάποια "Χαίρε" γιά τήν Παναγία, πού αργότερα έμαθα ότι λέγονται "Χαιρετισμοί". Κατόπιν σιγοέψαλλε τό "Θεοτόκε Παρθένε", τό "Άπό των πολλών μου αμαρτιών...", τό "Άξιον έστι", κάνοντας συγχρόνως καί πολλές φορές τό σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τά χέρια του καί είπε:
"Καλώς τόν Άγγελο μου! Σ΄ ευχαριστώ, πού ήλθες μέ τόση λαμπρά συνοδεία νά παραλάβεις τήν ψυχή μου. Σ΄ ευχαριστώ!... Σ΄ ευχαριστώ!..."
Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τά χέρια του ψηλά, έκαμε τό σημείο του σταυρού, σταύρωσε τά χεράκια του στό στήθος του καί έκοιμήθη!
Ξαφνικά τό δωμάτιο πλημμύρισε άπό φώς, λές καί μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι καί περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε τό δωμάτιο!
Ναί, έγώ ό άπιστος, ό άθεος, ό υλιστής, ό "ξιπασμένος", ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε τό δωμάτιο άλλα καί μιά ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ'αύτό, ακόμη καί σέ ολόκληρο τόν διάδρομο, καί μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί καί μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, γιά νά διαπιστώσουν άπό που ήρχετο ή παράξενη αυτή μυρωδιά.
"Ετσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι' αυτό καί φώναξα γιά Εξομολόγο ύστερα άπό τρεις ημέρες. Τήν άλλη μέρα όμως, τά βαλα μέ τους δικούς μου, την μάνα μου καί τον πατέρα μου, ύστερα με τά δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, μέ τη γυναίκα μου, μέ τους συγγενείς καί τους φίλους, καί τους φώναζα καί τους έλεγα:
- Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Θεό, τήν Παναγία καί τους Αγίους; Γιατί δέν μέ οδηγήσατε ποτέ στην 'Εκκλησία; Γιατί δέν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός καί υπάρχει καί θάνατος καί κάποτε αυτη ή ψυχή θά χωρισθή από τό σώμα γιά νά δώση τόν λόγο της; Γιατί μέ σπρώξατε μέ τήν συμπεριφορά σας στην αθεΐα καί στον μαρξισμό; Εσείς μέ μάθατε νά βλαστημώ, νά κλέβω, νά απατώ, νά θυμώνω, νά πεισμώνω, νά λέω χιλιάδες ψέματα, νά αδικώ, νά πορνεύω...
Εσείς μέ μάθατε νά είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος καί κακός. Γιατί δέν μου διδάξατε τήν αρετή; Γιατί δέν μού διδάξατε τήν αγάπη; Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Χριστό; Γιατί;... Από αυτή τή στιγμή μέχρι πού νά πεθάνω, θά μου μιλάτε μόνο γιά τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία, τους 'Αγγέλους, τους 'Αγίους. Γιά τίποτε άλλο.
Ηρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, καί τους ρωτούσα τόν καθένα χωριστά ή όλους μαζί:
-"Εχετε νά μου πείτε κάτι σημαντικό γιά τόν Θεό; διότι Αυτόν θά συναντήσω! Λέγετε..... Εάν δέν ξέρετε, νά μάθετε. Οί μέρες περνάνε κι εγώ θά φύγω. Καί σ' ένα - δυό επισκέπτες: - Άν δέν ξέρης ή αν δέν πιστεύης, νά φύγης!...
Τώρα πιστεύω μέ όλη μου τήν καρδιά, καί θέλω νά εξομολογηθώ όλες τίςαμαρτίες μου άπό μικρό παιδί...»
Ήτο σταθερός καί αμείλικτος μέ τό παλαιό εαυτό του ό Ξενοφών. Καί τό έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο! Εξομολογήθηκε μέ ειλικρίνεια, κοινώνησε δυό-τρεις φορές καί υστέρα άπό πάλη μερικών ημερών μέ τόν καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, μέ ζέουσα τήν πίστι, ειρηνικά, όσιακά, δοξολογώντας κι' αυτός τόν Θεό.
Από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου: «ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ»
Πηγή: http://www.kivotoshelp.gr/index.php/eidhseis/524-agnosta-thaymata-sta-ellinika-nosokomeia
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...