
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
O γέρο Χαραλάμπης έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με την νοσταλγία της χαμένης του πατρίδας.Σκεφτόταν συνέχεια το όμορφο χωριό του κοντά στην Προύσα και τα μάτια του βούρκωναν.Μ’αυτόν τον καημό έφυγε για την ζωή.
Συχνά έπαιρνε στην αγκαλιά του τον εγγονό του τον Μπάμπη, και του μιλούσε για το χωριό του. Του περιέγραφε πως ήταν η εκκλησία, το σχολείο που έμαθε τα πρώτα του γράμματα, την πλατεία που έπαιζε. Με μεγάλη λεπτομέρεια του περιέγραφε το σπίτι που γεννήθηκε, παντρεύθηκε, απέκτησε τα παιδιά του. Ο Μπάμπης μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Πάντα όμως θυμόταν τον παππού του….. Και όταν κάποια μέρα πληροφορήθηκε πως ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο είχε οργανώσει εκδρομή στα μέρη της Προύσας, θεώρησε χρέος του να επισκεφθεί αυτόν τον τόπο, στη μνήμη του παππού του.
Δυνατή συγκίνηση κατέλαβε τον Μπάμπη, όταν βρέθηκε στο χωριό του παππού του. Είδε πρώτα την εκκλησία, μόνο που τώρα ήταν τζαμί. Πλησίασε στο καφενεδάκι του παππού του…… ήταν κλειστό. Και η πλατεία εντελώς παραμελημένη. Κι ‘έφτασε μπροστά στο σπίτι…..
Με τρεμάμενο χέρι έσπρωξε την αυλόπορτα. Στα σκαλοπάτια καθόταν ένα γεροντάκι. Σηκώθηκε μόλις τον είδε.”Έλα παιδί μου, τι θέλεις;” τον ρώτησε στα τούρκικα…
Με τις λίγες τούρκικες λέξεις που είχε μάθει ο Μπάμπης από τον παππού του, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει πως είχε έρθει από την Ελλάδα για να γνωρίσει το χωριό του παππού του. Σαν τ άκουσε ο γέρος τινάχτηκε πάνω. Άπλωσε τα χέρια και τον έσφιξε στην αγκαλιά του…”Κάλως όρισες” του είπε ελληνικά. “Το ξέρα πως θα ρθείς και σε περίμενα” ο Μπάμπης τον κοίταξε σαστισμένος. Τον έπιασε εκείνος από το χέρι και τον οδήγησε σ´ένα μικρό δωμάτιο στο εσωτερικό του σπιτιού.
Τον έβαλε να καθίσει στην μοναδική καρέκλα . Σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπο του και συνέχισε. Γεννήθηκα σ´ ένα όμορφο χωριουδάκι της Μακεδονίας.Οι γονείς μου ήταν Μωαμεθανοί και στο επάγγελμα αγρότες.
Εγώ ήμουν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Όταν οι άλλοι λείπανε όλη μέρα στα κτήματα εγώ έμενα στο σπίτι του φίλου μου του Νικολάκη. Πολλές φορές κοιμόμουνα κιόλας. Οι γονείς του μ´αγαπούσαν και δεν με ξεχώριζαν από τα παιδιά τους. Ήταν καλοί άνθρωποι και πιστοί χριστιανοί, Εκκλησιάζονταν συχνά το βράδυ όλη η οικογένεια, γονάτιζαν και προσεύχονταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας όπου έκαιγε συνέχεια το καντήλι, και δίπλα το θυμιατήρι, που σκορπούσε σ´όλο το σπίτι ευωδία.
Όλα αυτά έμενα μ´ έκαναν να νιώθω δέος. Πολλές φορές γονάτιζα και εγώ μαζί τους και μιλούσα με την Παναγία σαν να μιλούσα με την μάνα μου. Η ψυχή μου τότε γέμιζε γαλήνη.
Κάποια μέρα η οικογένεια του Νικολάκη πήγανε σ´ένα ξωκλήσι που πανηγύριζε. Με πήραν κι εμένα μαζί τους. Παρακολούθησα τη Θεία λειτουργία κι όταν είδα τους πιστούς να προχωρούν προς την Ωραία Πύλη για να μεταλάβουν ακολούθησα και εγώ.
Ο πατέρας του φίλου μου με συγκράτησε.”Όχι εσύ παιδί μου” μου είπε χαμηλόφωνα. “
“Δεν μπορείς να μεταλάβεις γιατί είσαι αβάφτιστος” Τον κοίταξα με παράπονο..” “Τότε να βαπτιστώ” του απάντησα.
Λίγο αργοτέρα ο κυρ Δημήτρης μου εξήγησε πως ανήκουμε σε διαφορετικές θρησκείες και οι γονείς μου δεν θα μου επέτρεπαν να βαπτιστώ. Θα μπορούσα όμως να το κάνω όταν γινόμουνα ενήλικος κι εξακολουθούσα να έχω τον ίδιο πόθο.
Κι έγω περίμενα την πολυπόθητη εκείνη μέρα και συνέχιζα να προσεύχομαι στην Παναγία. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβα να πραγματοποιήσω τη μεγάλη μου επιθυμία. Πρίν ακόμα ενηλικιωθώ έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Με πήραν οι γονείς μου και με φέρανε σε τούτο εδώ το χωριό.
Ήταν νύχτα και δεν μπόρεσα να αποχαιρετήσω τον φίλο μου και την αγαπημένη μου εκείνη οικογένεια. Αυτό μου στοίχισε πολύ. Μια δυο φορές θέλησα να φύγω απο το σπίτι. Οι γονείς μου αναγκάστηκαν να με κλειδώσουν σε τούτο εδώ το δωμάτιο, και συνέχισα να μένω όλα αυτά τα χρόνια.
Ένα βράδυ πάνω στην απελπισία μου γονάτισα, όπως έκανε η οικογένεια του Νικολάκη και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσα την Παναγία να με βοηθήσει να γυρίσω πίσω. Και ξαφνικά νίωθα μια υπέροχη ευωδιά να πλημμυρίζει το δωμάτιο. Το θεώρησα σαν απάντηση της Παναγίας στην προσευχή μου. Την ίδια ευωδία την νιώθω ακόμα μέχρι σήμερα, όταν το βράδυ προσεύχομαι.
Αργότερα άρχισα να ακούω κάποια ελαφρά χτυπήματα κάτω απο το κρεβάτι που κοιμόμουν. Έναν ολόκληρο χρόνο δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, ούτε όμως τολμούσα να το πώ σε κάποιον. Βρήκα την ευκαιρία κάποια μέρα που όλη η οικογένεια μου είχε πάει σ´ένα γάμο στο διπλανό χωριό κι έψαξα με πολύ προσοχή στο σημείο εκείνο. Πρόσεξα πως κάποια σανίδια δεν εφάρμοζαν εντελώς. Τα ανασήκωσα μ’ενα αιχμηρό αντικείμενο. Είδα απο κάτω ένα μεταλλικό κουτί. “Σίγουρα θα είναι κάποιος κρυμμένος θυσαυρός” σκέφτηκα.
Ρίγος με κατέλαβε όταν το άνοιξα. Μέσα υπήρχε μια ολόχρυση εικόνα της Παναγίας, ένα καντήλο και ένα θυμιατήρι που ευωδίαζαν.
“Σκέφτηκα πως οι άνθρωποι που φύγανε απο αυτό το σπίτι έκρυψαν τον πολύτιμό θυσαυρό τους για να μην πέσει σε βέβηλα χέρια”. Το ίδιο σκέφτηκα να κάνω και γω. Να φυλάξω την εικόνα μέχρι να βρεθεί κάποιος απο την οικογένεια που θα μπορούσα να την παραδώσω. Κι αυτό ήταν το αίτημα μου όταν προσευχόμουν κάθε βράδυ στην Παναγία. Πέρασαν χρόνια από τότε. Οι γονείς μου φύγανε απο τη ζωή. Τ’ αδέρφια μου παντρεύτηκαν κι έκαναν δικό τους σπιτικό. Εγώ έμεινα εδώ μόνος. Φύλαγα την εικόνα της Παναγίας. Δεν θέλησα να παντρευτώ, ούτε να μπεί γυναίκα στο σπίτι μου. Οι συγγενείς και συγχωριανοί μου με θεωρούσαν αλλοπαρμένο και δεν με πλησίαζαν. Αυτό με βόλευε, γιατί δεν με ενοχλούσαν. Είχα πάντα την Παναγία που με προστάτευε.
Τελευταία οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν. “Μην αφήσεις Παναγία μου να πεθάνω πριν παραδώσω σε χέρια σίγουρα την εικόνα σου” Προσευχόμουνα συνέχεια. Και ψες το βράδυ πήρα την απάντηση της . Η ευωδία σταμάτησε. Μια δροσέρη αύρα απλώθηκε στην ψυχή μου. Έβγαλα την εικόνα απο το κουτί και μου φάνηκε πως η Παναγία μου χαμογέλασε. “Κάποιον θα στείλει σήμερα να την πάρει”, σκέφτηκα και κάθισα απο το πρωί στα σκαλοπάτια να περιμένω. Τώρα πια μπορώ να κλείσω τα μάτια μου ήσυχος.
Συγκινημένος ο Μπάμπης πήρε το ιερό κειμήλιο απο τα χέρια του γέροντα. Έσκυψε μετά και φίλησε το χέρι του κι ένιωσε σαν να φιλούσε το χέρι του παππού του. Τον ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά. Αποχαιρετήστηκαν δακρυσμένοι. Πρίν φύγει ο Μπάμπης, ο γέροντας του έδωσε ένα σακουλάκι “Πάρτο παιδί μου, του είπε.
Έχει χώμα απο τον κήπο του παππού σου. Βάλτο στον τάφο του να αναπαυθεί η ψυχή του!
Πηγή: ΒriefingΝews
Πειραιεύς, 23 Σεπτεμβρίου 2014
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΒΡΕΙΣ
Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη δημόσια νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου γιά τίς ὑβριστικές σέ βάρος μου ἀναρτήσεις τῶν ἀνεπιγνώστων ζηλωτῶν ἀδελφῶν διότι παραλλήλως ὑβριζόμενος καί ἀπό τούς κάθε λογῆς οἰκουμενιστές καί «μεταπατερικούς ἀνανεωτές» καθώς καί ἀπό τούς ἀνεπιγνώστους ζηλωτές ἀποφεύγω ἀναξίως τό λόγο τοῦ Κυρίου μας «οὐαί ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6,26).
Ἐν προκειμένῳ ἐναύλως ἠχεῖ ὁ λόγος τοῦ μεγάλου καί ὁσίου ἀνδρός τῆς Ἐκκλησίας ἀοιδίμου ἀρχιμανδρίτου κυροῦ Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου ὅτι ἡ πλάνη εἶναι νόμισμα μέ δύο ὄψεις, τόν συγκρητιστικό οἰκουμενισμό (διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό) καί τόν ἀνεπίγνωστο ζηλωτισμό.
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψι μου τήν διϊστορική καί διαχρονική ἀπάντηση πού δίδει ὁ Πανάγαθος καί Πανάγιος Θεός, ὁ Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας Κύριος στίς σχετικές αἰτιάσεις ἀνεπιγνώστων ζηλωτῶν διά τῶν ἐξαγιασμένων στήν ἐποχή τῶν συγχύσεων καί τῶν ἀντινομιῶν συγχρόνων ὁσίων καί Θεοφόρων ἀνδρῶν καί γυναικῶν ὅπως τῶν Ὁσίων Ἰουστίνου Πόποβιτς, Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἰακώβου (Τσαλίκη), Ἀμφιλοχίου (Μακρῆ), Φιλοθέου (Ζερβάκου), Σοφίας τῆς έν Κλεισούρᾳ, Γεωργίου τοῦ Καρσλίδου, Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ καί βεβαίως τοῦ μεγάλου ἁγίου θεολόγου τοῦ 20ου αἰ. Ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ θαυματουργοῦντος στήν ὑφήλιον καί πολλῶν ἄλλων πού εἶχαν κοινή συνισταμένη, τήν ἀπόλυτη μέθεξη καί κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀνοσίως καθυβρίζουν οἱ ἀνεπίγνωστοι ζηλωτές, ἀποβαίνοντες δυστυχῶς καί Θεομάχοι, ταπεινῶς πειρῶμαι ἀναξίως νά ἐπαναλαμβάνω μόνο τούς μακαρίους λόγους αὐτῶν τῶν θεωμένων καί θεοφόρων.
Ἀλλοίμονο, ἐάν ἡ Ἐκκλησία, τό πανάσπιλο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐμολύνετο ἀπό οἱονδήποτε ρῦπο, σπίλο ἤ ρυτίδα ἀσταθῶν ἤ ἐκκοσμικευμένων μελῶν. Ἡ αἵρεση καί ἡ κακοδοξία προϋποθέτει τήν μετ’ αὐτῆς μυστηριακή κοινωνία καί ὄχι ἁπλῶς κάποιες ἰδιόρρυθμες καί ἐπαμφοτερίζουσες δηλώσεις διότι ἡ μή διακοινωνία μετά τῆς οἱασδήτινος αἱρέσεως ἀποδεικνύει τήν μή ἐν τέλει ἀποδοχή της, γι’ αὐτό καί ἐπαναλαμβάνω συνεχῶς ὅτι οἱ κατά καιρούς δηλώσεις πρωτιστευόντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἀποδίδουν τίτλους ἐκκλησιαστικότητος σέ κατεγνωσμένες αἱρετικές καί κακόδοξες παρασυναγωγές ὅπως ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ὁ Προτεσταντισμός καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι τραγελαφικές καί ἀναπόδεικτες διότι οἱ ἐκφέροντες τίς σχετικές κρίσεις δέν τολμοῦν νἀ τίς πραγματώσουν διά τῆς διακοινωνίας ἐν τόπῳ καί χρόνῳ διότι γνωρίζουν ὅτι ἀπό τοῦ δευτερολέπτου ἐκείνου θά ἔχουν ἀπωλέσει ἀνεπιστρεπτί τήν ἐκκλησιαστική τους ἰδιότητα.
Ἑπομένως ἡ βασιλίς τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισι καί ἡ μεγαλειώδης ταπείνωση ἐπιτάσσουν νά ἐμπιστευόμαστε τό Θεό, τήν Ἐκκλησία Του καί τούς Ἁγίους Του καί νά μή τολμοῦμε νά αὐτοπροσδιοριζόμαστε ὡς δῆθεν γνήσιοι καί καθαροί καί ὡς δῆθεν σωτῆρες, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (Μετὰ τὴν Ὕψωσιν)
Γαλ. β΄ 16-20
Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο. εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
1. Δὲν ἀρκεῖ ἡ τυπικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ Νόμου
Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζουμε στὴν ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση ἔχει ὡς κεντρικὴ ἔννοια τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν δικαιώνεται ἀπὸ τὴν τήρηση κάποιων νομικῶν διατάξεων, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων· «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἦταν ἀναγκαία αὐτὴ ἡ ἐπισήμανση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, διότι οἱ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοὶ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τοὺς ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὺς τὴν τήρηση τῆς περιτομῆς καὶ ἄλλων τελετουργικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ποὺ διέκρινε ὅτι κάτι τέτοιο ἀκυρώνει τὸ ὅλο ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐξέφρασε μὲ σαφήνεια τὴν ἀντίθεσή του, μάλιστα κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία καὶ ἐπεκύρωσε ὡς ὀρθὴ τὴν τοποθέτησή του.
Τὸ θεολογικὸ ἐκεῖνο ζήτημα γιὰ τὸ πῶς σώζεται ὁ ἄνθρωπος μᾶς βοηθᾶ νὰ τοποθετηθοῦμε κι ἐμεῖς σωστὰ ὡς χριστιανοί. Διότι δημιουργεῖται μερικὲς φορὲς ἡ λανθασμένη ἐντύπωση ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ὁρισμένων τύπων. Ὡστόσο, αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς λάθος. Ἡ δικαίωση καὶ ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐφαρμογῆς κάποιων ἐντολῶν, ἀλλὰ καρπὸς τῆς ἀληθινῆς καὶ οὐσιαστικῆς σχέσεως μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Νόμος ἀπὸ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει τὴ σωτηρία, διότι κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τηρήσει μὲ ἀκρίβεια ὅλες τὶς διατάξεις του. Ἄλλωστε ἐὰν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Νόμου ἦταν ἀρκετή, τότε δὲν θὰ χρειαζόταν ἡ σάρκωση καὶ ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὅμως θυσιάστηκε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο γιὰ τὴ μετάνοια, τὴν ἄφεση καὶ τὴ σωτηρία.
2. Θάνατος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ
Ἡ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἶναι αὐτὴ ποὺ σώζει κι ὄχι ἡ τυπικὴ τήρηση τοῦ Νόμου. Πῶς ἐννοεῖται ὅμως αὐτὴ ἡ πίστη;... Ὁπωσδήποτε ὄχι ὡς ἁπλὴ θεωρητικὴ ἀποδοχὴ κάποιων ἀληθειῶν, ἀλλὰ ὡς ἐμπιστοσύνη καὶ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο στὸ Πρόσωπο Ἐκείνου. Εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφει πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος: «ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ»· ὅλη μου ἡ ζωὴ ἔχει ὡς κέντρο τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του στὸ θάνατο γιὰ μένα. Αὐτὴ ἡ ζωντανὴ καὶ βαθιὰ πίστη ὁδήγησε τὸν ἅγιο Ἀπόστολο στὸ σημεῖο νὰ πεῖ τὸν συγκλονιστικὸ λόγο: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός»· μὲ τὸ Βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἔγινα κοινωνὸς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶμαι νεκρός. Λοιπόν, δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιὸς ἑαυτός μου, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός.
Τί βάθος καὶ τί μεγαλεῖο κρύβει ἡ ἐν Χριστῷ ζωή! Δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα ἠθικῆς οὔτε γιὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἀκατανόητες τελετουργίες. Πρόκειται γιὰ ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα οἱ χριστιανοὶ ζοῦμε τὴ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ συγχρόνως τὴν ἀνάσταση σὲ νέα ζωή, τὴν ὁποία καλούμαστε νὰ διατηρήσουμε μὲ τὸν προσωπικό μας ἀγώνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἂς ἀγωνιζόμαστε, λοιπόν, γιὰ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ φανερώνεται ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καὶ νὰ μποροῦμε νὰ λέμε, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
3. Ἡ κινητήρια δύναμη
Δὲν εἶναι εὔκολη αὐτὴ ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας. Χρειάζεται σκληρὸς ἀγώνας γιὰ νὰ νικήσουμε τὴ σάρκα, τὸν κόσμο καὶ τὸν διάβολο. Ὡστόσο, ὑπάρχει μία κινητήρια δύναμη ποὺ μᾶς βοηθεῖ στὸν ἀγώνα αὐτό. Εἶναι ἡ ἀνέκφραστη καὶ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος θυσιάστηκε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς προσωπικά. Τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπογραμμίζει τὴν προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ: «τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ», γράφει. Τὴν ἴδια προσωπικὴ συναίσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου ἐκφράζει κι ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῶν ἁγίων Παθῶν στὸ γνωστὸ τροπάριο: «Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσῃς τὴν ἄφεσιν...». Κύριε, σταυρώθηκες γιὰ μένα! Γιὰ νὰ μοῦ χαρίσεις τὴν ἄφεση, τὴ λύτρωση, τὴ σωτηρία...
Ποιὸς μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητος, ὅταν ἀναλογίζεται αὐτὴ τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιμένω στὴν ἁμαρτία, ὅταν σκέπτομαι ὅτι ὁ Θεάνθρωπος σταυρώθηκε γιὰ νὰ μὲ λυτρώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου; Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συμβουλεύει: «Ἂν ἀγαπᾶς ἀληθινὰ τὸν Θεό, σκέψου πρὶν ἁμαρτήσεις». Νὰ λές: «Καλύτερα νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ἀθετήσω τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προδώσω τὴν ἀγάπη Του». Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀξίζει κάθε θυσία!
Πηγή: Ο Σωτήρ
Ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Παύλος στην πανήγυρη της Συνάξεως των Βατοπαιδινών Αγίων (10/23 Ιουλίου 2012) στο Συνοδικό της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου μιλά για την προσωπική του εμπειρία με τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη και για τα νέα θαύματα του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου.
Πηγή: Πεμπτουσία
Ο μακάριος Αυγουστίνος δέχεται ότι η χριστιανική διδασκαλία όταν κατανοείται θεωρητικά, μπορεί να φυλαχθεί και εκτός Εκκλησίας. Η αλήθεια παραμένει αλήθεια ακόμη κι αν την εκφράζει ένας κακός άνθρωπος. Πράγματι και οι δαίμονες ομολογούσαν τον Χριστό, όπως και ο Απόστολος Πέτρος. Ο χρυσός είναι αναμφίβολα καλός και παραμένει χρυσός ακόμη και στους κλέφτες, έστω κι αν χρησιμεύει για τους κακούς τους σκοπούς. Ο Χριστός είπε κάποτε στους μαθητές Του: «εκείνος που δεν είναι εναντίον μας είναι με το μέρος μας» (Λουκ. 9, 50). Από αυτό μπορείς να συμπεράνεις ότι εκείνος που στέκεται εκτός Εκκλησίας σε κάποια θέματα δεν είναι εναντίον της Εκκλησίας και έχει κάτι από τον εκκλησιαστικό πλούτο. Οι Αθηναίοι τιμούσαν τον άγνωστο Θεό (Πράξ. 17, 23) και ο Απόστολος Ιάκωβος μαρτυρεί ότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι» (Ιακ. 2, 19) αλλά αυτά, βέβαια, είναι εκτός Εκκλησίας. Στα συγγράμματά του κατά των Δονατιστών ο μακάριος Αυγουστίνος λεπτομερώς αποδεικνύει και υποστηρίζει κάποιου είδους εγκυρότητα στο σχισματικό βάπτισμα.
Όμως αν και εκτός Εκκλησίας μπορεί να διαφυλάσσεται η αληθινή διδασκαλία, αν ακόμη και τα Μυστήρια τελούμενα ξέχωρα από την Εκκλησία είναι έγκυρα, τότε σε τι είναι αναγκαία η Εκκλησία; Δεν είναι άραγε δυνατή η σωτηρία εκτός Εκκλησίας; Δεν αποχωρίζει έτσι ο μακάριος Αυγουστίνος τον Χριστιανισμό από την Εκκλησία; Δεν παραδέχεται τη δυνατότητα υπάρξεως Χριστιανισμού χωρίς Εκκλησία; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δίδεται αρνητική απάντηση από τον μακάριο Αυγουστίνο. Τη χριστιανική ζωή που οδηγεί στη σωτηρία ο μακάριος Αυγουστίνος την εγγράφει μόνο στην Εκκλησία και εκτός Εκκλησίας τέτοια ζωή δεν μπορεί να υπάρξει.
Το γεγονός ότι οι αποκομμένοι από την Εκκλησία φυλάσσουν κάτι από τον εκκλησιαστικό πλούτο δεν προσφέρει απολύτως καμιά ωφέλεια, αλλά μόνο βλάβη. Πως έτσι; Διότι, απαντά ο μακάριος Αυγουστίνος, όλοι οι αποκομμένοι από την Εκκλησία δεν έχουν αγάπη . Ο Χριστός υπέδειξε ένα σημείο με το οποίο μπορεί κάποιος να γνωρίσει τους μαθητές του. Το σημείο αυτό δεν είναι η χριστιανική διδασκαλία, ούτε και τα μυστήρια, αλλά μόνον η αγάπη. «Εν τούτω», είπε Εκείνος στους μαθητές Του «γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. 13, 35). Τα Μυστήρια δεν σώζουν εάν εκείνος που τα δέχεται δεν έχει αγάπη. Ο Απόστολος λέγει: «Εάν... ειδώ τα μυστήρια (sacramenta) πάντα..., αγάπην δε μη έχω ουδέν ειμί» (Α Κορ. 13,2). Προφήτευσε ο Καϊάφας αλλά κατεκρίθη. Αυτός ο ίδιος ο χωρισμός από την Εκκλησία είναι η μεγαλύτερη αμαρτία, η οποία αποδεικνύει ότι στους σχισματικούς δεν υπάρχει αγάπη. Ο αναγεννημένος στο βάπτισμα αλλά μη ενωμένος με την Εκκλησία δεν έχει κανένα όφελος από το βάπτισμα επειδή δεν έχει αγάπη. Το βάπτισμα αρχίζει να είναι σωτήριο γι’ αυτόν τότε μόνο, όταν ενώνεται με την Εκκλησία. Η Χάρις του βαπτίσματος δεν μπορεί να καθαρίσει από τις αμαρτίες εκείνον ο οποίος δεν ανήκει στην Εκκλησία. Η ενέργειά του κατά κάποιον τρόπο παραλύει από την επιμονή της καρδιάς του σχισματικού στο κακό, δηλαδή στο σχίσμα. Έτσι, καθώς ο βαπτιζόμενος, αμέσως μετά το βάπτισμα μπαίνοντας στο σκοτάδι του σχίσματος, διακρίνει την αμαρτωλότητά του, την απουσία δηλαδή απ’ αυτόν της αγάπης, ευθύς και οι αμαρτίες επιστρέφουν σ’ αυτόν.
Ότι οι συγχωρημένες αμαρτίες επιστρέφουν αν δεν υπάρχει αδελφική αγάπη, το έδειξε χειροπιαστά ο Κύριος όταν μίλησε για τον δούλο στον οποίο ο κύριός του χάρισε το χρέος 10.000 ταλάντων . Όταν ο δούλος εκείνος δεν σπλαχνίστηκε τον σύνδουλό του, που του όφειλε 10 δηνάρια, τότε ο κύριος διέταξε να του δώσει πίσω όλα όσα του όφειλε. Όπως εκείνος ο δούλος για ένα χρονικό διάστημα έλαβε άφεση του χρέους έτσι και ο βαπτιζόμενος εκτός Εκκλησίας επίσης για κάποιο χρονικό διάστημα ελευθερώνεται από τις αμαρτίες του, αλλά καθώς μετά το βάπτισμα παραμένει εκτός Εκκλησίας, τότε του καταλογίζονται εκ νέου όλες οι αμαρτίες που έκαμε πριν το βάπτισμα.
Τότε μόνο του συγχωρούνται οι αμαρτίες, όταν αγαπητικά ενωθεί με την Εκκλησία. Οι σχισματικοί στερούνται της ελπίδος της σωτηρίας όχι επειδή το βάπτισμά τους είναι ανενεργό, αλλά μόνο επειδή είναι εκτός Εκκλησίας και διάκεινται εχθρικά προς αυτήν. Τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να τη λάβει και να τη φυλάξει μόνο όποιος είναι ενωμένος εν αγάπη με την Εκκλησία. Όποιος χωρίστηκε από την Εκκλησία, δεν έχει αγάπη. Δεν υπάρχει αγάπη προς τον Θεό σε εκείνον που δεν αγαπά την ενότητα της Εκκλησίας. Ματαίως λέει ότι έχει χριστιανική αγάπη. Η αγάπη μπορεί να τηρηθεί μόνο σε ενότητα με την Εκκλησία, επειδή το Άγιο Πνεύμα ζωογονεί μόνο το Σώμα της Εκκλησίας. Καμιά νόμιμη και επαρκής αιτία δεν μπορεί να υπάρξει για να χωρισθεί κάποιος από την Εκκλησία. Όποιος απεκόπη από την Εκκλησία δεν έχει το Άγιο Πνεύμα, όπως και το αποκομμένο από το σώμα μέλος δεν έχει πνοή ζωής έστω κι αν για κάποιο διάστημα διατηρεί το προηγούμενο σχήμα του. Γι’ αυτό όλοι οι αποκομμένοι από την Εκκλησία, όσο εναντιώνονται σ’ αυτήν δεν μπορούν να είναι καλοί, ακόμη κι αν η συμπεριφορά τους φαίνεται αξιέπαινη. Αυτός καθαυτόν ο χωρισμός τους από την Εκκλησία τους κάμει κακούς.
Έτσι, κατά τη διδασκαλία του μακαρίου Αυγουστίνου, η Εκκλησία είναι έννοια πολύ στενότερη από τον Χριστιανισμό, όταν αυτός κατανοείται υπό την έννοια μόνο θεωρητικών θέσεων. Παραμένοντας κάποιος εκτός Εκκλησίας, μπορεί να είναι σε συμφωνία μ’ αυτές τις θεωρητικές τοποθετήσεις. Για την ένωση με την Εκκλησία, είναι απαραίτητη εκτός αυτού η συμφωνία βουλήσεων (consensio voluntatum). Αλλά είναι φανερό ότι χωρίς αυτή την τελευταία, μόνη η θεωρητική συμφωνία με τη χριστιανική διδασκαλία είναι τελείως ανώφελη γιατί εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Στη ζωή ο Χριστιανισμός συμπίπτει τελείως με την Εκκλησία.
Οι απόψεις του αγίου Κυπριανού και του μακαρίου Αυγουστίνου, αν και φαινομενικά είναι λίγο διαφορετικές μεταξύ τους, καταλήγουν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα: extra Ecclesiam nulla salus δηλαδή εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία . Σώζει τους ανθρώπους η αγάπη η οποία είναι Χάρις, δώρο της Καινής Διαθήκης. Εκτός Εκκλησίας είναι αδύνατο να τηρήσεις την αγάπη επειδή εκεί δεν είναι δυνατόν να λάβεις το Άγιο Πνεύμα.
Από το βιβλίο:
Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929) Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού
π.Ιωάννη Φωτόπουλου
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ο Γέροντας Δανιήλ γεννήθηκε στην Σμύρνη το ίδιο έτος με τον άγιο Νεκτάριο (1846). Το κατά κόσμον όνομα του ήταν Δημήτριος Δημητριάδης. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας ευσεβούς, πολύτεκνης οικογένειας και αριστούχος της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης. Έχοντας διακαή πόθο να μονάσει έφυγε σε νεαρή ηλικία (19 ετών) από την οικογένεια του και επισκέφθηκε στην αρχή, μετά από συμβουλή του Αγιοταφίτη πνευματικού του, διάφορα μοναστήρια στην Πελοπόννησο και στα νησιά (Ύδρα, Τήνο, Πάρο, Ικαρία), όπου γνώρισε σπουδαίους και φημισμένους για την αγιότητα τους Γέροντες.
Ο σοφός και διακριτικός αγιορείτης Γέροντας
Αποφασιστική ήταν η συνάντηση του στην Πάρο με τον πνευματικό Αρσένιο, τον όσιο Αρσένιο της Πάρου, ο όποιος στην παράκληση του νεαρού Δημητρίου να μείνει και να ασκητεύσει κοντά του, του συνέστησε να μεταβεί στο περιώνυμο τότε και ακμάζον κοινόβιο του αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος. Προέβλεψε μάλιστα προφητικά ότι θα πεθάνει στις υπώρειες του Άθω. Υπακούοντας στον όσιο Αρσένιο κοινοβίασε στην Ιερά Μονή του Άγιου Παντελεήμονος όπου εκάρη μοναχός το 1866, απολαμβάνοντας μεγάλη αγάπη και εκτίμηση από τον ΄Ελληνα ηγούμενο της Μονής και τους άλλους, κατά πλειοψηφία ΄Ελληνες μοναχούς, αλλά και από της πλευράς των Ρώσων μοναχών πού αποτελούσαν τότε την μειοψηφία.
Οι φιλονικίες πού ξέσπασαν μέσα στην Μονή από τις προσπάθειες των Ρώσων μοναχών να ελέγξουν την διοίκηση της Μονής (1874-1875) είχαν σαν συνέπεια να δοκιμασθεί σκληρά ο μοναχός Δανιήλ, ο όποιος την περίοδο αυτή ως γραμματέας της Μονής γνώριζε καλά τις επιδιώξεις και τα σχέδια των Ρώσων, τα όποια όμως δυστυχώς δεν μπόρεσε να αποτρέψει. Αντίθετα, αντί να επαινεθεί για τους αγώνες του αυτούς, τιμωρήθηκε και εξορίστηκε για ένα δίμηνο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Είχαν σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, με εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Γέροντας Δανιήλ με έναν ακόμη ΄Ελληνα μοναχό και δυο Ρώσους, για να εκθέσουν εκεί εκ μέρους των δύο πλευρών τα της διενέξεως. Το Πατριαρχείο, υπακούοντας τότε στις ανάγκες των καιρών, δικαίωσε τους Ρώσους.
Ο άγιος Αρσένιος της Πάρου ήταν αυτός πού προέτρεψε τον Γέροντα Δανιήλ να άσκητεύσει στην Ι. Μ. Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος. Πρόβλεψε μάλιστα δτι θα πεθάνει στις υπώρειες του Άθω.
Για να κατασιγάσει δε η ταραχή μέσα στην ελληνική αδελφότητα, έστειλε με συνοδεία τους δυο ΄Ελληνες μοναχούς στον τότε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, με εντολή να τους εξορίσει στα Μετέωρα. Ο μητροπολίτης είδε το άδικο αυτής της αντιμετωπίσεως και είπε τα έξης, όπως διασώζει ο ίδιος ο Γέροντας Δανιήλ στην γνωστή Ιστορική Μελέτη πού συνέγραψε για την αναφυείσα διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων μοναχών: «Εγώ την πράξιν της Εκκλησίας την θεωρώ άγαν άδικον και όλως άστοργον και κατά τούτο πολύ μέμφομαι τον Πατριάρχη και μολονότι τον έχω Γέροντα πλην εις την πράξιν ταύτην διαφωνώ και ας όψεται!». Σύμφωνα δε με άλλη πηγή πρόσθεσε και τα έξης: «Εσέ, παιδί μου, έπρεπε η Εκκλησία να σε στεφάνωση με κλάδον ελαίας και όχι να σε στείλη εξορίαν».
Από συμπάθεια ο μητροπολίτης τους πρότεινε αντί των Μετεώρων να επιλέξουν ανάμεσα στην Μονή Βλατάδων της Θεσσαλονίκης και στην παρά τα Βασιλικά Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας. Ο Γέροντας Δανιήλ προτίμησε την Αγία Αναστασια, και πάρα την μικρή παραμονή του εκεί, ωφέλησε πνευματικά την αδελφότητα της Μονής, ιδιαίτερα ως προς την εφαρμογή αυστηρού αγιορείτικου τυπικού στην νηστεία και στις ακολουθίες, και κέρδισε την αγάπη όλων. Εφόσον είχε επιτευχθεί η εκρώσσιση της Ιεράς Μονής Παντελεήμονος και είχε επικυρωθεί με Πατριαρχικό Σιγίλλιο η εκλογή του Ρώσου Ηγουμένου Μακαρίου, ανακλήθηκε η εξορία του μονάχου Δανιήλ. Βέβαια αυτό σήμαινε ότι μπορούσε να επανέλθει στο Άγιον Όρος, αλλ’ όχι και στην Μονή της μετανοίας του.
Επιστρέφοντας στο Άγιον Όρος παρέμεινε για πέντε περίπου χρόνια στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Εκεί συνέβη και η θαυματουργική θεραπεία του από τον φοβερό κολικό του νεφρού πού τον ταλαιπωρούσε συχνά. Την ήμερα πού το μοναστήρι γιόρταζε την εορτή της Αγίας Ζώνης (31 Αυγούστου), θεραπεύτηκε ξαφνικά και η θεραπεία του ήταν οριστική. Κατά το διάστημα της πενταετούς παραμονής του στο Βατοπαίδι, ανέλαβε το αρχονταρίκι της Μονής πού το οργάνωσε κατά κοινοβιακό τρόπο, ακόμη και με ανάγνωση πατερικών κειμένων πού τα διάβαζε ο ίδιος. Στάλθηκε από την Μονή Βατοπαιδίου στην πατρίδα του, την Σμύρνη, για να διευθετήσει υποθέσεις του εκεί μετοχίου της Μονής. Παρέμεινε στην Σμύρνη εννέα μήνες και τόσο πολύ εκτιμήθηκε από τον τότε μητροπολίτη Σμύρνης Μελέτιο, ώστε του έγινε η πρόταση να μείνει εκεί και να χειροτονηθεί επίσκοπος βοηθός του.
Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου
Ησυχαστής στα Κατουνάκια: «Ησυχαστής εστίν τύπος Αγγέλου επίγειος»
Ο Γέροντας Δανιήλ όμως αρνήθηκε και επέστρεψε στο Άγιο Όρος όπου, εκπληρώνοντας την επιθυμία του για πραγματική ησυχία και μόνωση, έστησε το 1881, στην έρημο του Άγιου Όρους, στα Κατουνάκια, πάνω από τα φρικτά Καρούλια, την ασκητική του φωλιά, στον απαραμύθητο και σκληρό σαν τους βράχους του, αγιασμένο όμως από τα ασκητικά παλαίσματα και ευλογημένο αυτό τόπο, ο όποιος επί εκατόν είκοσι δύο χρόνια τώρα (1881-2003) και εβδομήντα τέσσερα από την κοίμηση του (1929-2003) διατηρεί ζωντανή την παρουσία του αγιασμένου μέσα στους ασκητικούς αγώνες και φωτισμένου από την Χάρη του Άγιου Πνεύματος Κατουνακιώτη ασκητή.
Το 1881 ο Γέροντας Δανιήλ έστησε στα Κατουνάκια την καλύβη του, η οποία υπήρξε το θεμέλιο για το σημερινό ησυχαστήριο της αδελφότητας των Δανιηλαίων. Στην φωτογραφία άποψη του ησυχαστηρίου.
Ήδη ενώ ζούσε ακόμη στην λιτή και πενιχρή στην αρχή καλύβη του, διευρυμένη αργότερα για να φιλοξενεί τους διερχόμενους προσκυνητές, είχε επιβληθεί στην συνείδηση των Αγιορειτών Πατέρων ως κανών και γνώμων Ορθοδοξίας, ως ασφαλές κριτήριο για την διάγνωση των πλανών με τις όποιες ο «δολομήτης Σατάν», όπως έλεγε, παρέσυρε και προχωρημένους ακόμη μοναχούς. Κατέληξε να είναι ο εκφραστής της αυτοσυνειδησίας του Άγιου Όρους, ο υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, την γνώμη του όποιου, ως εγγύηση Ορθοδοξίας, ζητούσαν από τον κόσμο με ερωτήματα και επιστολές αγωνιώντες για την αποστασία και τις παρεκκλίσεις ορθόδοξοι πιστοί. Πάμπολλες πραγματείες και μελέτες και εκατοντάδες επιστολών του Γέροντα Δανιήλ αντιμετωπίζουν συνετά και φωτισμένα, με άφθονη και πλούσια πάντοτε πατερική κατοχύρωση, σοβαρά πνευματικά και θεολογικά ζητήματα, τον Μακρακισμό και τους οπαδούς του, τα οικουμενικά ανοίγματα προς τους ετεροδόξους, τους εχθρούς του μοναχικού βίου και των ορθοδόξων παραδόσεων, τους Προτεστάντες Καλαποθακιστές, τους πλανεμένους οραματιστές, τους νεωτερίζοντες λαϊκούς θεολόγους των πανεπιστημίων και των οργανώσεων.
Ο χαρισματικός καθοδηγητής
Συγχρόνως οι μοναστικές πραγματείες του -μία από τις όποιες μάλιστα γράφτηκε μετά από παράκληση του άγιου Νεκταρίου για την γυναικεία μοναστική αδελφότητα της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος Αιγίνης- απόσταγμα της πολύχρονης ασκητικής εμπειρίας του και της μεγάλης του αγάπης προς τα φιλοκαλικά κείμενα, παρουσιάζουν τον Μοναχισμό ως γνήσιο αποστολικό βίο και ευσύνοπτα εκθέτουν τα βασικά γνωρίσματα, τις βασικές αρχές της μοναστικής βιοτής. Όταν τις διεξέρχεται κανείς, σκέπτεται ότι θα μπορούσαν και σήμερα πού ο μοναχισμός, ιδιαίτερα ο γυναικείος, γνωρίζει ελπιδοφόρα άνθηση, εκδιδόμενες σε εύχρηστα τεύχη, να βοηθήσουν στην οργάνωση της ζωής και στην πνευματική προκοπή παλαιών και νέων αδελφοτήτων.
Ήδη ενώ ζούσε ακόμη στην λιτή καλύβη του, είχε επιβληθεί στην συνείδηση των Αγιορειτών Πατέρων ως κανών και γνώμων Όρθοδοξίας, ως ο εκφραστής της αυτοσυνειδησίας του Αγίου Όρους, ο υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, την γνώμη του οποίου, ως εγγύηση Ορθοδοξίας, ζητούσαν από τον κόσμο με ερωτήματα και επιστολές ορθόδοξοι πιστοί.
Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης κοσμήθηκε από τον Θεό πλούσια με τα χαρίσματα του διδασκάλου της πνευματικής ζωής και της διακρίσεως των πνευμάτων, της διακρίσεως ανάμεσα στην αλήθεια και στην πλάνη• ήταν κατ’ εξοχήν διακριτικός Γέροντας. Είναι χαρακτηριστικό ότι καταξιωμένοι Γέροντες και πνευματικοί, όπως ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, του ζητούσαν συμβουλές και κατευθύνσεις για την άσκηση του έργου του πνευματικού, όπως φαίνεται από επιστολές του Γέροντα Φιλόθεου, πού σώζονται στο αρχείο του ησυχαστηρίου, όπως και από επιστολή του Γέροντα Δανιήλ προς τον Φιλόθεο Ζερβάκο πού στάλθηκε τον Ιανουάριο του 1913.
Επικοινωνία με τον Γέροντα Δανιήλ είχε επίσης και ο γνωστός Γέροντας της Πάτμου, Αμφιλόχιος Μακρής. Σώζεται επιστολή του Γέροντα Δανιήλ προς τον Γέροντα Αμφιλόχιο με προσφωνηματική επιγραφή «Τω εριτίμω φίλω Αμφιλόχιω Μοναχώ τώ έν τη κατά Πάτμον Ιερά Μονή του όσιου Χριστοδούλου ησυχάζοντι». Ο Γέροντας Αμφιλόχιος είχε γνωρίσει μάλιστα προσωπικά τον Γέροντα Δανιήλ, όπως γράφει η τελευταία εκτενής και συγκροτημένη βιογραφία του: «Περιήλθεν όλα τα μοναστήρια και τάς σκήτας, εγνώρισεν άγιους άνδρας, όπως τον Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτην και άλλους, έκ των οποίων τα μέγιστα ωφελήθη».
Τα ελάχιστα αυτά και πενιχρά λόγια για τον μεγάλο αγιορείτη Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη υπομνηματίζουν και συμπληρώνουν κατάλληλα μερικές από τις πολλές μαρτυρίες προσώπων πού τον γνώρισαν και τον έζησαν. Ο μεγάλος Σκιαθίτης πεζογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο άλλος μετά τον Παπαδιαμάντη άγιος των νεοελληνικών γραμμάτων, ήταν το πνευματικό τέκνο του Γέροντος Δανιήλ, από το πρόσωπο και τις διδαχές του όποιου τόσο πολύ εντυπωσιάσθηκε, ώστε εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Ανδρόνικος στον Ιερό Ναό των Τριών Ιεραρχών Σκιάθου στις 16 Σεπτεμβρίου του 1929. Νωρίτερα έγινε μοναχή η γυναίκα του Βασιλική με το μοναχικό όνομα Αθανασία, η οποία μόνασε στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κεχροβούνι της Τήνου, όπου ηγουμένευε η ονομαστή για την οσιότητά της Γερόντισσα Θεοδοσία, πνευματικό και αυτή τέκνο του Γέροντα Δανιήλ.
Σώζεται λόγος του Γέροντα Δανιήλ «Εις την κατάθεσιν των τιμίων λειψάνων της αειμνήστου Αθανασίας Μοναχής», πού αναγνώσθηκε στην Ιερά Μονή του Κεχροβουνίου της Τήνου, από τον όποιον προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τον πνευματικό δεσμό πού συνέδεε τον Γέροντα Δανιήλ με αμφότερα τα μέλη της συζυγίας, αλλά και για τον σπουδαίο ρόλο της Βασιλικής στον σωστό και απλανή πνευματικό προσανατολισμό του Αλεξάνδρου. Ήταν λοιπόν αποφασιστική για τον μεγάλο Σκιαθίτη λογοτέχνη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και την γυναίκα του η επικοινωνία τους με τον Γέροντα Δανιήλ, ώστε να ζήσουν κατόπιν στον κόσμο όχι απλώς ως κοσμοκαλόγεροι, αλλά να γίνουν πράγματι μοναχοί και να αξιωθούν να φορέσουν το αγγελικό σχήμα ως Ανδρόνικος και Αθανασία. Συνέβαλαν μάλιστα και οί δυο πολύ στην ανάπτυξη της επικοινωνίας και στην αμοιβαία εκτίμηση μεταξύ του άγιου Νεκταρίου και του Γέροντα Δανιήλ.
Η σύζυγος μάλιστα του Μωραϊτίδη άνηκε στον κύκλο των γυναικών, οί όποιες βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση του άγιου Νεκταρίου κατά την διάρκεια της Σχολαρχίας του στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή. Υπάρχουν εντυπωσιακές μαρτυρίες του ίδιου του Μωραϊτίδη για την εντύπωση πού του προκάλεσαν η πρώτη του γνωριμία με τον Γέροντα, οί νυκτερινές συζητήσεις στην απλωταριά του κελλιού στα Κατουνάκια, η γενική εκτίμηση και αποδοχή του διακριτικού Γέροντα από τους αγιορείτες. Οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται όλες από το γνωστό έργο του Μωραϊτίδη «Με του βοριά τα κύματα».
Ο σοφός και διακριτικός αγιορείτης Γέροντας
Αποκαλυπτικές μαρτυρίες για τον Γέροντα Δανιήλ από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη
«…επιστρέφοντες εις την Καλύβην των ο μέν γέρων Δανιήλ μετά του Αθανασίου εισερχόμενοι εις το ταπεινόν Εργαστήριον ως ελεγον οί αρχαίοι, κατεγίνοντο εις την ζωγραφικήν, γράφοντες μικρός τινας εικόνας κατά παραγγελίαν. Κατά την έργασίαν αυτήν ήρέσκοντο να γίνεται άνάγνωσις, ίνα μή άργολογώσι. Διά τούτο ο εις έζωγράφιζεν, ο άλλος δε άνεγίνωσκεν από Πατερικού τινός βιβλίου…». Περιγραφή Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη. (Στην φωτογραφία ο Αναπεσών, εργο της αδελφότητας των Δανιηλαίων).
Γράφει για την πρώτη τους γνωριμία: «Εκεί πρωτοείδα τον γέρο-Δανιήλ, συστάσεων δεν είχον ανάγκην… ώστε ο Γέρων Δανιήλ μόλις ήκουσε το όνομα μου έδειξεν ειλικρινή χαράν, ωσάν να έβλεπεν αρχαίον τινά μαθητήν του, και δεν ήξευρε, καθώς λέγει ο λόγος, πώς να με περιποιηθή οικειότερον, όσον το δυνατόν. Σμυρναίος, διαβασμένος, ασκητικώτατος, με την οσιακήν του ωχρόλαμπρον αίγλην της μορφής του, με την μιξοπόλιον γενειάδα του, με την υπόξανθον κόμην του και τους γλαυκούς πως οφθαλμούς του•λόγιος και ομιλητικώτατος.
Κοινοβιάσας κατ’ αρχάς εις μεγάλας μονάς, αλλά ολιγοστά έτη προ της γνωριμίας μας αποσυρθείς εις Κατουνάκια προς μείζονα ησυχίαν, έν η όντως παράγεται το γλυκύτατον της ασκήσεως μέλι, ού την ηδύτητα γνωρίζουσι μόνον όσοι το εγεύθησαν… Εκεί κατά πρώτον εξετίμησα την χάριν, την διάκρισιν, αλλά και την ταπείνωσιν του Γέροντος Δανιήλ, όστις, σημειωθείτω, έχει διέλθει όλην την σειρά των γραμμάτων των άγιων Πατέρων, αλλά και την σειράν των συγγραμμάτων των λεγομένων Νηπτικών, ών η ανάγνωσις βαθύτερον τον ελκύει, αρεσκόμενον εις τάς αλληγορίας και τάς λοιπός καλλονάς των λόγων των τοιούτων Πατέρων, π.χ. Ιωάννου της Κλίμακος και Συμεών του Νέου του Θεολόγου. Ο Γέρων Δανιήλ, ως αντελήφθην αμέσως, μελετηρότατος και ομιλητικώτατος, διακριτικώτατος δε εις το άκρον, όπου αν εκοινοβίασεν εν Άθωνι απέκτησε ταχέως την αγάπην και συμπάθειαν των αδελφών, ου η γνώμη επί των πνευματικών ζητημάτων βαρύνει πολύ, πάρα πολύ».
Ο Σκιαθίτης πεζογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης υπήρξε πνευματικό τέκνο του Γ. Δανιήλ. Στο έργο του «Με του βοριά τα κύματα» μας δίνει εντυπωσιακές μαρτυρίες γι αυτόν. (Στην φωτογραφία ο Μωραϊτίδης έχοντας λάβει το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ανδρόνικος).
Καταξιωμένοι Γέροντες και πνευματικοί, όπως ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής και ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ζητούσαν συμβουλές και κατευθύνσεις από τον Γέροντα Δανιήλ για το πνευματικό εργο τους. Δεξιά: Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής. Αριστερά: Ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος.
Η πνευματική ακτινοβολία του
Επαναλαμβάνοντας δε και συμπληρώνοντας καταλλήλως τους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος αναπολούσε επίσης τις γλυκείες κατανυκτικές στιγμές πού έζησε στο ησυχαστήριο του Πόντου μαζί με τον Μ. Βασίλειο και τους άλλους αδελφούς, γράφει ο Μωραϊτίδης για το ησυχαστήριο του Γέροντα Δανιήλ στα Κατουνάκια: «Ποιος ημπορεί να με επαναφέρη εις τον μήνα των παρελθουσών εκείνων ημερών; Ποιος πλέον να μου δώση τάς ψαλμωδίας εκείνας και τάς αγρυπνίας και τάς προς Θεόν εκδημίας διά μέσου της προσευχής, και την άϋλον τρόπον τινά ζωή, όπου επερνούσαμεν τότε εις τα Κατουνάκια; Ποιος να παραστήση την φιλοπονίαν μας διά την εξήγησιν των θείων λόγων κατά τάς αναγνώσεις οπού εκάμνομεν, ιδίως τον Συμεών τον Νέον Θεολόγον; Ποιος να παραστήση τάς καθημερινός εργασίας μας και τα εργόχειρα μας; Ποιος δεν ενθυμείται την δροσεράν εκείνην απλωταριάν, όπου εκάθητο την νύκτα ουχί πολυκτήμων και πολύχρυσος πυργοδεσπότης, αλλά μοναχός κατακουρασμένος; … Εγώ δεν ελπίζω να σας ξαναΐδω πλέον, ω ερημικά, ω εράσμια, ω παμπόθητα, ω πανέρημα Κατουνάκια!…».
Ο Γέροντας Δανιήλ άσκησε την τέχνη της αγιογραφίας και την παρέδωσε στην αδελφότητα, η οποία την ασκεί μέχρι σήμερα. Εικόνα των οσίων και αγιορειτών Πατέρων (έργο Ρωσικής τέχνης και προέλευσης, 18ος αί.) στην μνήμη των οποίων εορτάζει το καθολικό του Ησυχαστηρίου των Δανιηλαίων.
Οι συζητήσεις αυτές του Γέροντα Δανιήλ δεν έμοιαζαν καθόλου με τις φλύαρες και άσκοπες αργολογίες για ασήμαντα και επουσιώδη θέματα, πού σπαταλούν τον πολύτιμο για την σωτηρία χρόνο και συνήθως συνδυάζονται με κατακρίσεις προσώπων και εγωπαθείς αναφορές. Απέβλεπαν στην πνευματική ωφέλεια των συζητούντων, στην τόνωση της διαθέσεως για μετάνοια, ταπείνωση και επιστροφή. Είναι συγκλονιστική η τελευταία σχετική μαρτυρία του Μωραϊτίδη: «Όταν βγήκα στα Καρούλια – Κατουνάκια, ενόμισα ότι έφθασα εις τον Θεόν. Αλλ’ όταν συνομίλησα μετά του Γέροντος Δανιήλ είπον: ”Τώρα είδον πόσον μακράν είμαι από τον Θεόν”».
Βίοι Παράλληλοι και η μέσω επιστολών, επικοινωνία μεταξύ δύο οσιακών μορφών
Ο Γέροντας Δανιήλ είχε αλληλογραφία με τον άγιο Νεκτάριο και οί σωζόμενες επιστολές του βρίσκονται στο Ησυχαστήριο των Δανιηλαίων. Ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (έργο της αδελφότητας των Δανιηλαίων).
Παραλληλίζοντας τις δύο μεγάλες οσιακές μορφές του αιώνα μας, τον άγιο Νεκτάριο και τον Γέροντα Δανιήλ, προκύπτουν πολλά όμοια στοιχεία στην ζωή και στο έργο τους, μέσα ασφαλώς στην διαφορότητα και ιδιαιτερότητα των χαρισμάτων με τα όποια τους προίκισε η Χάρη του Θεού: γεννήθηκαν και οί δύο το ίδιο έτος, 1846. Πατρίδες και των δυο είναι ευλογημένοι τόποι της Ανατολής, η Σηλύβρια της Θράκης του άγιου Νεκταρίου, η ξακουστή Σμύρνη, η ιστορική μητρόπολη της Μικρασίας, του Γέροντα Δανιήλ. Και οί δυο ήταν παιδιά πολύτεκνων οικογενειών. Δαψιλής παιδεία και ακαταπόνητη διά βίου μελέτη. Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο άγιος Νεκτάριος, αριστούχος πτυχιούχος της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης ο Γέροντας Δανιήλ.
Στροφή προς τον μοναχισμό και την άσκηση.
Σε ηλικία τριάντα ετών ο άγιος Νεκτάριος κείρεται μοναχός (1876) στην Νέα Μονή της Χίου. Ο Γέροντας Δανιήλ εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Άγιου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους σε ηλικία 20 περίπου ετών (1866). Διώξεις, θλίψεις και ταλαιπωρίες για τις όποιες έπαιρναν θάρρος από την μεγάλη ευλάβεια και αγάπη πού είχαν στο πρόσωπο της Παναγίας. Ο άγιος Νεκτάριος έτρεφε μεγάλη αγάπη προς το Άγιον Όρος. Αυτό φαίνεται και από την επιστολή του προς τον Γέροντα Δανιήλ, με την όποια του ανακοινώνει την πρόθεση του να αγοράσει κάποιο κελλί στο Άγιον Όρος, για να εγκαταστήσει αρχικά εκεί τα πνευματικά του τέκνα, πού ήθελαν να μονάσουν και στην συνέχεια, όταν απαλλαγεί από τις φροντίδες της Μονής στην Αίγινα, να μεταβαίνει και ο ίδιος στο Άγιον Όρος και να μένει για κάποιο διάστημα «πρός πνευματικήν αναψυχήν». Αυτά έγραφε το 1913. Δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, το 1898, είχε επισκεφθή για πρώτη και μοναδική φορά το Άγιον Όρος.
Απόσπασμα επιστολής του άγιου Νεκταρίου προς τον Γ. Δανιήλ.
Πρώτος γράφει επιστολή ο Γέροντας Δανιήλ, απευθυνόμενος με δισταγμό και σεβασμό προς τον Μητροπολίτη Πενταπόλεως τον Μάρτιο του 1903. Στην απόφαση του να γράψει ενισχύθηκε από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, κοινό γνωστό αμφοτέρων, ο όποιος διαβεβαίωσε τον Γέροντα Δανιήλ ότι τυγχάνει ιδιαιτέρας συμπάθειας έκ μέρους του Μητροπολίτου Πενταπόλεως. Ο άγιος Νεκτάριος απήντησε αμέσως μέσα στον ίδιο μήνα, τον Μάρτιο του 1903, με μία θαυμάσια επιστολή, ένα πνευματικότατο όντως και φιλοσοφικότατο κείμενο, στο όποιο αναπτύσσει την θέση ότι οί δοκιμασίες και οί θλίψεις οφείλονται στην αγάπη του Θεού και βοηθούν να φθάσει κανείς ασφαλέστερα στην πνευματική τελείωση. Μεσολάβησε ένα μικρό διάστημα διακοπής της επικοινωνίας.
Την αρχή έκανε πάλι πρώτος ο Γέροντας Δανιήλ, ο όποιος τον Δεκέμβριο του 1907 γράφει προς τον άγιο Νεκτάριο ζητώντας να του σταλούν βιβλία του και συγχαίροντας για την ίδρυση του Ιερού Φροντιστηρίου, της Ιεράς δηλαδή γυναικείας Μονής της Άγιας Τριάδος στην Αίγινα. Η επιστολή αυτή του Γέροντα Δανιήλ δεν σώζεται. Μαθαίνουμε όμως το περιεχόμενο της από το δεύτερο γράμμα του άγιου Νεκταρίου πού στέλνεται στον Γέροντα Δανιήλ τον Ιανουάριο του 1908. Σε αυτήν την επιστολή ο άγιος Νεκτάριος παρακαλεί τον Γέροντα να βοηθήσει πνευματικά τις μοναχές της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος γράφοντας σχετικό πνευματικό έργο. Μέσα στο ίδιο έτος, τον Ιούλιο του 1908, αποστέλλει πράγματι ο Γέροντας Δανιήλ, απευθυνόμενος προς την ηγουμένη Ξένη και την αδελφότητα, τον αιτηθέντα λόγο. Αμέσως μετά την παραλαβή της ασκητικής πραγματείας του Γέροντα Δανιήλ, ο άγιος Νεκτάριος απήντησε ευχαριστώντας. Δεν σώζεται ολόκληρη αυτή η επιστολή.
Πηγή: Πεμπτουσία [1] , Πεμπτουσία [2] , Πεμπτουσία [3]
Ἡ σωτηριολογική ἐνέργεια τοῦ Σταυροῦ ὀφείλεται στόν σαρκί σταυρωθέντα Θεό - τόν ἀπαθῆ Θεότητι - πού θυσιάσθηκε ἐπ᾽ Αὐτοῦ καί Τόν κατέστησε τρισμακάριστο ξύλο.
Σέ κάθε ἁγιαστική πρᾶξι, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τόν Τίμιο Σταυρό γιά νά θυμίζη στούς πιστούς ὅτι ἡ κατά Θεόν θυσία εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεσις εἰσόδου μας στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ Τίμιος Σταυρός εἶναι καί ἐνίσχυσις τῶν πιστῶν, διότι ὁ Χριστός, μέ δόλωμα τόν Ἑαυτόν Του καί ἄγγιστρο τόν Σταυρό συνέλαβε τόν Διάβολο.
Οἱ πρωτόπλαστοι, πίπτοντες στόν πειρασμό τῆς αὐτοθεώσεως - τῆς ἰσοθεΐας ἐρήμην τοῦ Θεοῦ - πρωτοεγεύθησαν τόν ''καρπόν'' τῆς ἔνοχης ἡδονῆς - ἡ ἐνοχή ἔγκειτο μόνον στήν παρακοή - καί ἀπό τότε πρωτοεισήχθη ἡ ὀδύνη στό ἀνθρώπινο γένος. Κορυφαία ὀδύνη εἶναι ὁ θάνατος.
Ἀπό τότε τό σχῆμα ἡδονή-ὀδύνη ἀποτελεῖ ἕνα συνεχές ἀδιάσπαστο δίπολο.
Ὁ Χριστός ἔζησε τήν ὀδύνη, πάσχοντας ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν, χωρίς νά γευθῆ καρπό ἔνοχης ἡδονῆς, διότι ἦτο ὁ ''πάσης ἐπέκεινα καθαρότητος'' καί μᾶς ἄνοιξε ἐκ νέου τόν δρόμο τοῦ Παραδείσου.
Ἀπό τήν ἔνθεη ἡδονή τοῦ Παραδείσου μόνοι μας ἐκπέσαμε στήν ὀδύνη. Τώρα ἀπαιτεῖται ἀπό ἐμᾶς ἡ ἀντίστροφη πορεία τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν. Ἡ πνευματική ζωή συνίσταται στό σχῆμα ''ὀδύνη γιά τόν Θεό-ἡδονή ἐν Θεῷ''.
Ὁ Τίμιος Σταυρός γίνεται ἡ προσωπική κλῖμαξ ἀνόδου μας στόν Οὐρανό, διότι ἡ προέκτασίς Του εἶναι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ πικρές, λόγῳ τῶν παθῶν μας, ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἄρνησις, ἀλλά θέσις, διότι ἀρνούμενοι διά τοῦ Σταυροῦ τά πάθη μας γευόμεθα τήν προσωπική μας ἀνάστασι, ὑπεραναπληρούμενοι μέ τήν ἄκτιστο θεία Χάρι.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Σεπτέμβριος 2014)
Ποῖος εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Τήν ἀπάντησιν μᾶς τήν δίδει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε, διά νά γίνωμε κοινωνοί τῆς Θείας Φύσεως καί μέτοχοι τῆς ἀϊδιότητός Του καί νά ἀναδειχθοῦμε ὅμοιοί Του μέ τήν κατά Χάριν θέωσιν, διά τήν ὁποίαν ἔχουν συσταθῆ καί παραμένουν ὅλα τά ὄντα καί ἔχουν παραχθῆ καί γίνει ὅλα τά μή ὄντα»(1).
Διά νά μή χάσωμε τήν μεγίστην αὐτήν δωρεάν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, πρέπει νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία λανθασμένη ἤ μία ἄτοπη κίνησις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί πού διά νά τήν διορθώσῃ χρειάζεται μία τυπική «συγγνώμη». Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κίνησις ἀντίθετη πρός τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνταρσία πνευματική κατά τοῦ Θεοῦ!
Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή ἐπανάστασις τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος διαχωρίζεται ἀπό τόν Θεόν, ἀπομακρύνεται, φεύγει ἀπό τήν Χάριν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποξενώνεται, ἀπομονώνεται, καταστρέφεται, τελικά νεκρώνεται. Ὁπότε, ἀκολουθεῖ ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ νέκρωσις τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κίνησις θεομαχίας. Εἶναι θεομάχος, δηλαδή εἶναι ἑαυτομάχος, βλάπτει, ἀρρωσταίνει καί καταστρέφει τόν ἑαυτόν μας.
Ὁ πρῶτος πού ἁμάρτησε εἶναι ὁ Διάβολος: «...ἀπ᾽ ἀρχῆς ὁ Διάβολος ἁμαρτάνει...» (Α´ Ἰωάν. γ´, 8). Κανένας δέν εἶχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπό αὐτόν. Ἁμάρτησε μέ τήν ἰδικήν του προαίρεσιν καί ἀπό τό ἔργον του ὠνομάσθηκε ''διάβολος''. Ἐνῷ ἦταν ὁ πρῶτος ἀπό τούς ἀγγέλους, κατήντησε νά διαβάλλῃ, δηλαδή νά συκοφαντῇ τόν Θεόν εἰς τούς Πρωτοπλάστους. Αὐτός ὡδήγησε τόν προπάτορα Ἀδάμ εἰς τήν παρακοήν καί εἰς τήν ἐξορίαν.
Τό ἔργον τοῦ φθονεροῦ ἐχθροῦ μας Διαβόλου εἶναι τό νά μᾶς σπρώχνῃ εἰς τήν ἁμαρτίαν. Ὁ Διάβολος, μετά τήν πτῶσιν του, ὡδήγησε πολλούς εἰς τήν ἀποστασίαν. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες εἰς ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπό αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Ἀλλά δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς κάμῃ νά ἁμαρτήσωμε, ἐάν ἐμεῖς δέν θέλωμε. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος, ἐάν θά ἀκολουθήσῃ τόν Χριστόν ἤ τόν δαίμονα.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράλογη, ἀφύσικη, ἀντίθεη καί δημιουργεῖ ἀποσύνθεσιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί ἀποσύνδεσιν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἡ λογική τοῦ δαίμονα, πού εἶναι ἰδιαίτερα ὕπουλος, πονηρός, πανοῦργος, τεχνίτης, πλᾶνος, εὐφυής, ἔμπειρος καί μεγάλος ἀπατεῶνας... Ἡ βάσις τῆς ἁμαρτίας, κατά τόν Ἅγιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς, εἶναι νά γίνωμε θεοί δίχως Θεόν, μόνοι μας. Ἡ αὐτοθέωσις αὐτή εἶναι ἀντίθεη, ἀντίχριστη, δαιμονιώδης.
Ἡ συνάντησις τῆς ψυχῆς μέ τήν ἁμαρτίαν γεννᾷ τά πάθη. Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡς πορνεία μέ τόν δαίμονα, κατά τόν Ὅσιον Μακάριον. Τά πάθη, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, εἶναι δαιμονοκίνητα καί ὁ ἁμαρτωλός εἶναι κατά ἕναν τρόπον δαιμονισμένος. Ἡ παραμονή εἰς τήν ἁμαρτίαν τυφλώνει τήν ψυχήν, τήν σκοτεινιάζει, τήν ἀρρωσταίνει, τήν τραυματίζει, τήν θανατώνει. Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ὁ ἁμαρτωλός ἐμπαίζεται ἀπό τούς δαίμονας. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασιλικό μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ ἡγεμόνας νοῦς, πού ὁρᾷ τόν Θεόν, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. Ἔτσι, ὁ ἡγεμόνας νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τόν κυριεύουν τότε ἄτοποι, ἀκάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ἀσχολεῖται μόνον μέ τά κοσμικά, τά γήινα, τά φθαρτά. Τόν αἰχμαλωτίζει τό κακό. Νομίζει πώς ζεῖ. Ἀλλά, ἁπλῶς ὑπάρχει. «Ζεῖ» νεκρός, εἶναι νεκρός ψυχικά. Ἡ ἁμαρτία διέβρωσε τήν ψυχήν του, τήν ἀποδυνάμωσε.
Ἡ κακία εἶναι ξένη πρός τήν φύσιν τῆς ψυχῆς. Ἡ τροπή πρός τήν ἁμαρτίαν εἶναι ἐντελῶς ἑκούσια, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλήρους ἐλευθερίας. Τό κακό εἶναι ἠθελημένο, ἐπιλεγμένο καί πραγματούμενο ἑκούσια ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κυρίως ὑπεύθυνη γιά κάθε ἁμαρτία. «Ἀναίτιος τοῦ κακοῦ ἡ θεία Αὐτοαγαθότητα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ μᾶς λέγει, ὅτι «κανένα κακό ἔξω ἀπό τήν προαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει».
Ἡ ἁμαρτία εἶναι θανάσιμη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶναι ἀθεράπευτη. Ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ μετάνοια.
Μετάνοια εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τόν Θεόν. Δίχως μετάνοια κανείς δέν ἠμπορεῖ νά σωθῇ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πώς ἀρχή μετανοίας εἶναι ἡ ἀποχή τοῦ κακοῦ καί ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας εἶναι ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει πώς ἡ μετάνοια ἀρχίζει μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τίς κακίες. Δέν ἠμπορεῖ ποτέ κανείς νά προχωρήσῃ καί νά προοδεύσῃ πνευματικά εἰς τά ὑψηλά καί τέλεια, ἄν δέν ἀγγίξῃ τήν ἀρχήν τῶν ἀρετῶν, τήν μετάνοια.
Μετάνοια δέν εἶναι ἡ ἠθικιστική θεώρησις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού προσπάθησαν μερικοί νά φέρουν ἀπό τήν Δύσιν καί νά προβάλλουν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς ὁλόκληρον τήν Πατερικήν Παράδοσιν τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὡρισμένας ἀντικειμενικάς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καί ὁλοκληρωτικήν ἀλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἁπλῆ συντριβή ἀπό τήν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας. Δέν εἶναι μία νομική διαδικασία πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπον ἀπό κάποια αἰσθήματα ἐνοχῆς. Οὔτε μία τυπική ἐξομολόγησις πού κάνει κάποιος πρίν τίς μεγάλες ἑορτές ἤ κάτω ἀπό σκληρές ψυχολογικές συνθῆκες. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀπόφασις στιγμῆς, προσωρινή δοκιμαστική ἀλλαγή, ψυχολογική ἀνανέωσις, ἁπλῆ νομική πρᾶξις, ἠθικιστική διόρθωσις καί ἐπιπόλαιο πείραμα. Εἶναι γενναία πρᾶξις ζωῆς, ἐπιδίωξις ὀρθοῦ βίου, ἤθους καί ὕφους καί ἐκκλησιολογικῆς, ὑγιοῦς, γνησίας, ἀνόθευτης, ἱερῆς καί νοηματισμένης βιοτῆς.
Ἡ μετάνοια ἀλλάζει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον ψυχοσωματικά. Εἶναι μία μόνιμη πνευματική κατάστασις, πού σημαίνει σταθεράν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί συνεχῆ διάθεσιν διά ἀνορθώσιν, θεραπείαν καί ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσις, πού πρέπει νά συνοδεύῃ τόν ἄνθρωπον μέχρι τήν στιγμήν τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή τῆς ζωῆς, ἡ ἄρνησις τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν, ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, νά νοιώσωμε μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξιν, ὅτι ὁ δρόμος πού ἀκολουθοῦμε δέν ὁδηγεῖ πουθενά καί νά θελήσωμε νά ἐπιστρέψωμε εἰς τόν Θεόν.
Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω νοῦν, ἀλλάζω τρόπον σκέψεως, γίνομαι καινούργιος ἄνθρωπος καί ἑπομένως ἀλλάζω πορείαν. Δέν ἀκολουθῶ αὐτό πού ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι εἶναι τό συμφέρον μου, ἀλλά παραδίδω τόν ἑαυτόν μου εἰς τόν Θεόν διά νά μέ καθοδηγήσῃ. Εἶναι μῖσος διά τόν Διάβολον, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, δυνατή ἀπόφασις νά μήν ξαναπέσωμε εἰς τά ἴδια. Νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀθλιότητά μας. Νά νοιώσωμε σεισμόν ἀληθινῆς μετανοίας. Ἐάν δηλαδή δέν μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί ἐάν δέν πονέσωμε διά τό κακόν πού ἐκάναμε εἰς τήν ψυχήν μας καί εἰς τάς ψυχάς τῶν ἄλλων καί δέν ἀλλάξωμε ζωήν, τότε ἡ μετάνοιά μας δέν εἶναι ἀληθινή. Δέν εἶναι κἄν μετάνοια. Δέν εἶναι τίποτα.
Λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὅλος ὁ κόσμος νά σέ συγχωρήσουν, εἶσαι ἀσυγχώρητος, ἐάν δέν μετανοήσῃς ἔμπρακτα». Νά μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί νά ἀγαπήσωμε τήν ἀρετήν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Δηλαδή, ἡ εὐσέβειά μας δέν μένει εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τά πράγματα. Δέν στηρίζεται εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τίς πράξεις. Ἡ μετάνοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν ἐπιφάνειαν, ἀλλά μέ τό βάθος.
Μετάνοια εἶναι ἡ δυναμική μετάβασις ἀπό τήν παρά φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Μετάνοια σημαίνει ἐπάνοδον ἀπό τό παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν καί ὅδευσιν πρός τό ὑπέρ φύσιν. Εἶναι πορεία ἀπό τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' εἰς τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν''». Ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε ἀπό τόν Πανάγαθον Θεόν ''κατ᾽ εἰκόνα'' καί ''καθ’ ὁμοίωσίν'' Του. Τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' τοῦ δόθηκε ἀμέσως. Τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' θά ἔπρεπε ὅμως νά τό καλλιεργήσῃ ἐλεύθερα καί φιλότιμα ὁ ἴδιος, τῇ συνεργείᾳ βέβαια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ κατάκτησις τοῦ ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' ἀποτελεῖ τόν ἁγιασμόν, τήν χαρίτωσιν, τήν τελείωσιν, τήν κατά Χάριν θέωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ζῶντας εἰς τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί ἀγνοῶντας τήν ὡραιότητα τῆς Θείας ζωῆς, δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τήν διαφοράν μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καί τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς καί νά δῇ τήν πνευματικήν του ἐρήμωσιν. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καί δέν ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπον. Ὅσον ὁ πιστός βαθαίνει εἰς τήν μετάνοιαν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί βιώνει τήν ἐλευθερίαν.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Κι ἄν ἀκόμη κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνῃς, κάθε ἡμέρα μετανόει». Καί ἀπαντοῦσαν οἱ ἀκροατές του: «Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ;». Καί ἀπαντοῦσε ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς ναί. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερόν; Ἀπό τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου σου. Μόνη ἡ μετάνοιά σου δέν ἀρκοῦσε. Μέτρον εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ἡ ἰδική σου κακία ἔχει μέτρο. Σκέψου ἕναν σπινθῆρα πού ἔπεσε εἰς τό πέλαγος· μήπως ἠμπορεῖ νά μείνῃ ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ἔτσι εἶναι καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἤ καλύτερα, οὔτε τόσον, ἀλλά πολύ περισσότερον. Διότι, τό πέλαγος κι ἄν ἀκόμη εἶναι μεγάλο, ἔχει ὅρια, ἐνῷ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη»(2).
Ὅσον ἁμαρτωλός καί νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ποτέ νά ἔρχεται εἰς ἀπόγνωσιν. Ἄν θελήσῃ νά μετανοήσῃ, ὄχι μόνον σώζεται, ἀλλά καί ἅγιος δύναται νά γίνῃ. Ποτέ νά μήν ἀπελπιζώμεθα. Ἀλλά καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Ὁ Διάβολος θέλει νά μᾶς φέρῃ, εἴτε εἰς ἀπόγνωσιν διά νά μήν σηκωθοῦμε ποτέ ἀπό τήν ἁμαρτίαν, νά μᾶς διασύρῃ καί νά μᾶς σύρῃ αἰωνίως εἰς τούς κόλπους του, εἴτε νά μᾶς ρίξῃ εἰς ἀδιαφορίαν καί εἰς ραθυμίαν διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πτῶσιν. Ὁ ληστής μετά ἀπό τόσες ἁμαρτίες δέν ἔπεσε εἰς ἀπόγνωσιν, ἀλλά μετενόησε καί ἔγινε ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ Παραδείσου. Δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία πού νά μήν σβήνεται μέ τήν μετάνοιαν. Κανείς ποτέ νά μήν ἀπελπίζεται διά τήν σωτηρίαν του ἀρκεῖ νά μετανοήσῃ.
Ἐρωτοῦσαν τόν Ἱερόν Χρυσόστομον: «Εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ, ἄν ὅλην τήν ζωήν του τήν ἐπέρασεν μέσα εἰς τάς ἁμαρτίας; Σώζεται ἐάν μετανοήσῃ;»(3). Καί ἀπαντοῦσε ο Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς καί βεβαιότατα σώζεται. Ὁ Κύριός μας ἔχει τήν δύναμιν νά ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα εἰς τέτοιον βαθμόν, ὥστε οὔτε ἴχνος νά μήν μείνῃ. Εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἰατρῶν τοῦ σώματος, αὐτό μερικές φορές εἶναι ἀδύνατον. Ἐνῷ τό τραῦμα θεραπεύεται, ἡ οὐλή μένει. Ὁ Θεός ὅμως, ὅταν ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα, οὔτε οὐλή ἀφήνει, οὔτε ἴχνος ἐπιτρέπει νά μείνῃ, ἀλλά μαζί μέ τήν ὑγείαν χαρίζει καί τήν ὀμορφιάν, μαζί μέ τήν ἀπαλλαγήν τῆς τιμωρίας δίδει καί τήν δικαιοσύνην καί κάμει ἐκεῖνον πού ἔχει ἁμαρτήσει ἴσον μέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει ἁμαρτήσει. Διότι, ἐξαλείφει ἐντελῶς τό ἁμάρτημα, σάν νά μήν ἔγινε. Τόσο τέλεια τό ἐξαλείφει, χωρίς νά μένῃ οὔτε οὐλή, οὔτε ἴχνος, οὔτε σημάδι ἀποδεικτικό, οὔτε δεῖγμα»(4).
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας βροντοφωνάζει: «Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. α´, 18). Δηλαδή, καί ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νά συζητήσωμε καί νά λογαριασθοῦμε, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Καί εἰς περίπτωσιν ἀκόμη πού οἱ ἁμαρτίες σας θά εἶναι σάν τό ἐλαφρῶς κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι˙ καί ἐάν ἀκόμη εἶναι σάν τό βαθύ κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό ἄσπρο μαλλί τῶν προβάτων.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ Ἡσαΐα: «Βλέπετε ἐάν κάπου ὑπάρχῃ οὐλή ἤ ρυτίδα μαζί μέ τό χρῶμα τῆς καθαρότητας; Μήπως ὑπάρχουν κάπου μαυράδια ἤ λεκέδες; Πουθενά δέν φαίνονται. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅταν τό ζητήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαλείφει τά πάντα»(5).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει πώς ἡ μετάνοια δύναται νά ἐπαναφέρῃ τόν μετανοοῦντα σέ μεγαλύτερη καθαρότητα καί ἀπό τήν πρό τῆς ἁμαρτίας κατάστασιν. Ἡ μετάνοια εἶναι βάπτισμα μετά τό Βάπτισμα, Χάρις μετά τήν Χάριν.
Λέγει ἐπίσης ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄφεσις ἁμαρτιῶν σημαίνει πηγή σωτηρίας καί βραβεῖον μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι θεραπευτικόν ἰατρεῖον τῆς ἁμαρτίας· εἶναι δῶρον οὐράνιον, δύναμις θαυμαστή, δύναμις πού μέ τήν Θείαν Χάριν νικάει ὅλα τά κακά ἀποτελέσματα τῆς παραβάσεως τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. Δι’ αὐτό, δέν ἀπορρίπτει τόν πόρνον, δέν διώχνει τόν μοιχόν, δέν κατακρίνει τήν μοιχαλίδα, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσον, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρην, δέν ἀπομακρύνει τόν ὑβριστήν, δέν διώχνει τόν βλάσφημον, οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς μεταβάλλει· διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήριον τῆς ἁμαρτίας»(6).
Μέ τήν μετάνοιαν, ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ξανασηκωθῇ ἀπό τήν πτῶσιν του, νά θεραπεύσῃ τίς πληγές του καί νά συνεχίσῃ τήν δύσκολην πορείαν του. Ἡ μετάνοια ἐξαφανίζει τά δάκρυα τῆς δυστυχίας, τίς ἐνοχές, τούς φόβους, τήν ἀπόγνωσιν, μᾶς δίδει παρρησίαν πρός τόν Θεόν καί ἀλλάζει ὀντολογικά τήν μεταπτωτική μας φύσιν.
Διά νά εἶναι ἀληθινή ἡ μετάνοια, θά πρέπῃ νά εἶναι ἔμπρακτη. Ἡ ἀληθινή ἔμπρακτη μετάνοια, ἔχει ὀνομασθῆ ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας «δεύτερο Βάπτισμα» ἤ «ἀνανέωσις τοῦ Βαπτίσματος». «Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔχει ἄμεση εὐεργετική ἐπίδρασι, πρῶτα εἰς τούς οἰκείους, τήν οἰκογένειαν, καί μετά εἰς τούς συνανθρώπους, εἰς τό κοινωνικόν καί ἐπαγγελματικόν περιβάλλον, ἀκόμη καί εἰς τούς ἀπογόνους. Ὅλοι διδάσκονται καί ὅλοι σιωπηλά παροτρύνονται εἰς τήν ἐξάσκησιν τῆς ἀρετῆς. Καί ἐπειδή ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἔργον μόνον μίας ἡμέρας, ἀλλά συνεχής καί ἰσόβιος, αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μεταμορφώνεται ὁ μετανοῶν μέ τά δάκρυα πού χύνει, τό πένθος καί τήν συντριβήν πού καλλιεργεῖ καί τόν καθημερινόν ἀγῶνα πού διεξάγει, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἐγκράτεια, Θεία Κοινωνία, μέ προσοχή εἰς τάς αἰσθήσεις, ἱερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ἐλεημοσύνη, κλπ. Ἡ μετάνοια ἐπιδρᾶ πολύ εὐεργετικά, διά τῆς Χάριτος, εἰς ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του, ἀκόμη καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον. Οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι πάντοτε φανεροί καί ὠφέλιμοι».
Μέ τά ἔργα μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τά λόγια. Λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν» (Ἡσ. α´, 16). Δηλαδή, λουσθεῖτε διά τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνετε καθαροί, ἀφαιρέσετε τίς πονηρίες ἀπό τίς ψυχές σας, ὥστε νά μή φαίνωνται ἀκάθαρτες αὐτές μπροστά στά μάτια μου, παύσατε ἀπό τίς πονηρίες σας. Καί σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀφοῦ λέγῃ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας "ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν'', διατί προσθέτει καί ''ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου''; Δέν ἦταν ἀρκετό τό πρῶτο μέρος τῆς προτάσεως;». Καί ἐξηγεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ ἄνθρωπος βλέπει εἰς τό πρόσωπον, ἐνῷ ὁ Θεός εἰς τήν καρδίαν».
Ἡ μετάνοια πρέπει νά εἶναι οὐσιαστική καί ἔμπρακτος καί ὄχι ὑποτυπώδης, μόνον μέ λόγια, δηλαδή διά τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων. Διαφορετικά βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀνθρώπων καί διαφορετικά ὁ Θεός. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Εἶδα ἄνθρωπον πού φανερά ἁμάρτησε, ἀλλά μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν πού ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικον, ὁ Θεός τόν θεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιάν του Τόν εἶχε ἐξευμενήσει πλήρως».
Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ὁ ἕνας, μικρός ἤ μεγάλος, θά κρίνεται πάντοτε ἀπό τούς ἄλλους. Εἰς τήν μέλλουσαν ὅμως ζωήν, οἱ πολλοί, δηλαδή οἱ πάντες, θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἕναν! Τόν Θεόν. Ἡ ἀπόφασις διά τούς πολλούς θά εἶναι τότε ἡ ἐτυμηγορία τοῦ Ἑνός. Ἐδῶ, εἰς αὐτήν τήν ζωήν, οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων διά τούς ἄλλους στηρίζονται σέ ὅ,τι βλέπουν μόνον ὡς θεατές. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δι᾽ ὅλους μας ὅμως, βασίζεται εἰς ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὡς τέλειος καρδιογνώστης.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας καί σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς. Δι᾽ αὐτό, εἶναι ἑπόμενο ὅλα νά θεωροῦνται ἀπό αὐτήν καί νά παίρνουν ἀξία ἤ ἀπαξία σέ σχέσι μέ αὐτήν. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν θεωρεῖ ἀναβαπτισμόν, νέαν συνθήκην μέ τόν Θεόν, ἐνδυνάμωσιν κατά τῆς ἀπελπισίας, λογισμόν αὐτοκριτικῆς καί αὐτοκατακρίσεως, ἐμπιστοσύνην εἰς τόν Θεόν καί ἀπόλυτην ἐλπίδα, συνδιαλλαγήν καί ἀγαθοεργίαν, καθαράν συνείδησιν, ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις, ἀντοχήν εἰς τήν νηστείαν, νέκρωσιν τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, διά νά ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν, φθάνει προηγουμένως εἰς ἐπίγνωσιν «τῶν οἰκείων πλημμελημάτων» καί μεταμελεῖται ἐμπρός εἰς τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον καταφεύγει «ἐν συντετριμμένῃ καρδίᾳ». Ἀφήνει τόν ἑαυτόν του εἰς τό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθῇ ἀπό τόν Θεόν καί νά ὀνομάζεται υἱός Του. Καί ὅταν, μέ τήν ἐπίγνωσιν καί τήν συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητος, ἑλκύσῃ ἐπάνω του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παίρνει τελείαν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν του μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἐξομολόγησιν.
Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις εἶναι καρπός τῆς μετανοίας καί τελικός σκοπός της εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ πιστοῦ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἡ Μετάνοια σώζει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν, πού δίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅσες καλές πράξεις καί νά κάνωμε, ὅσες ἐλεημοσύνες, κλπ., ἐάν δέν πηγαίνωμε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐάν δέν συμμετέχωμε ἐνεργά εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ἐάν δέν προσερχώμεθα εἰς τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, καί ἐάν πρίν ἀπό αὐτό δέν ἐξομολογούμεθα, δέν κερδίζομε τίποτα.
Ἐξομολόγησις εἶναι ἡ εἰλικρινής καί καθαρή ἐξαγόρευσις τῶν πτώσεων, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν λογισμῶν. Εἶναι ἕνας ἐμετός πνευματικός. Κάνομε ἐμετό μέ πόνον ψυχῆς ὅσον δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας ἔχομε πιεῖ, ὅ,τι σάπιο ἔχομε φάγει.
Ἡ σωστή ἐξομολόγησις εἶναι ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, εἶναι ἡ συμφωνία μέ τόν Θεόν, μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, διά μίαν καινούργιαν ζωήν. Ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησις καί ἡ ἐξαγόρευσις ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτημάτων, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀποστροφήν πρός τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τόν πόθον ἁγίας ζωῆς. Μέ τήν ἐξομολόγησιν θά βιώσωμεν τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν καί λύτρωσιν, τήν ὁποίαν κανείς ἄλλος δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς τήν προσφέρῃ. Οὔτε ἰατρός, οὔτε ψυχαναλυτής, οὔτε φίλος, συγγενής, κλπ. Μέ τήν ἐξομολόγησιν δέν θεραπεύονται μόνον οἱ θανάσιμες πληγές πού προκαλοῦν οἱ ἁμαρτίες, ἀλλά καί ὅ,τι προκαλεῖ κατάθλιψιν, ἄγχος, ἀνασφάλειαν, ἀνησυχίαν, φοβίαν, ἀγωνίαν καί οἱεσδήποτε ἄλλες νοσηρές ψυχοσωματικές καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχῃ ἀληθινή συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀληθινή μετάνοια καί εἰλικρινής ἐξομολόγησις.
Ὅ,τι ἁμαρτίες καί νά ἔχωμε διαπράξει εἰς τήν ζωήν μας, συγχωροῦνται διά τῆς μετανοίας καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες συγχωροῦνται. Μόνον ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητος καί χαρακτηρίζεται ὡς βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Πᾶσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· ... οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ´, 31-32). Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ βλασφημία αὐτή ταυτίζεται καί μέ τήν ἀμετανοησίαν, διότι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού χορηγεῖ τήν σώζουσαν Τριαδικήν Χάριν. Ἡ Θεία Χάρις μᾶς σώζει, μᾶς λυτρώνει, μᾶς δικαιώνει καί μᾶς ἁγιάζει. Ἀμετανοησία σημαίνει ἄρνησιν τῆς Θείας Χάριτος. Δι᾽ αὐτό - ἐκτός ἄλλων ἀρνήσεων..., πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναφέρωμε - καί αὐτή ἡ ἄρνησις ἀποτελεῖ προσβολήν καί βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀκάθαρτος νοῦς δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι δεκτικός τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν κάθε ἁμαρτίαν, τήν μικρήν ἤ τήν μεγάλην, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τόν Χριστόν, πού εἶναι ἡ ὄντως Ζωή, καί ἔτσι ἐκπίπτομε τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητη, διότι ἡ Θεία Χάρις πού ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τήν μετάνοιαν, δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀλλά ζητεῖ καί τήν ἀνθρωπίνην συγκατάθεσιν καί συνεργείαν.
Διά τήν ἔμπρακτον μετάνοιαν, οἱ ὀλιγωρίες καί οἱ χλιαρότητες, οἱ ἀναβολές καί οἱ ἀμφιβολίες, ὅπως καί οἱ πολλές δικαιολογίες, πιθανόν νά ἀποβοῦν δι᾽ ὅλους μας ὀλέθριες καί καταστρεπτικές μέ τραγικήν συνέπειαν τόν αἰώνιον θάνατον τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τήν Κόλασιν.
Τήν βρωμιάν καί τήν δυσωδίαν ἀπό τόν βοῦρκον πού ζοῦμε, καθαρίζουν ἡ μετάνοια καί ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διάβολος, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά μᾶς φέρῃ ἐντροπήν εἰς τήν σκέψιν καί μόνον ὅτι μέ τήν μετάνοιαν χρειάζεται ἐξομολόγησις. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἐντροπή δόθηκε ἀπό τόν Θεόν, διά νά μᾶς συγκρατῇ ἀπό τόν κατήφορον τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅμως, αὐτό τό δῶρον τό ἐπῆρε ὁ Διάβολος καί τό ἔκαμε ἐμπόδιον διά τήν μετάνοιαν καί τήν Ἱεράν Ἐξομολόγησιν». Λέγει ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἡ ἁμαρτία ἔχει τήν ἐντροπήν καί ἡ μετάνοια τήν παρρησίαν. Ἡ ἁμαρτία ἔχει τό σάπισμα, ἔχει τήν αἱμορραγίαν καί τόν θάνατον, ἐνῷ ἡ μετάνοια προκαλῇ τήν πλήρη θεραπείαν. Τήν τάξιν αὐτήν τήν ἀντέστρεψε ὁ Σατανᾶς καί ἔδωσε τήν παρρησίαν καί τόν κομπασμόν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἐντροπήν εἰς τήν μετάνοιαν. Καί ὅμως, πρέπει νά ἐντρεπώμεθα, ὅταν ἁμαρτάνωμε καί ὄχι ὅταν ἐξομολογούμεθα. Εἰς τήν μετάνοιαν εὑρίσκεται ἡ θεραπεία καί κατακτᾶται ἡ σωτηρία».
Ἕνα ἄλλο βασικό θέμα πού ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό θέμα τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας. Καί ἄν εἰς αὐτές προστεθοῦν καί ἐνοχές, τύψεις, κλπ., τότε ἡ ψυχική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τραγική. Καί αὐτό, διότι σκοτίζεται ὁ νοῦς, θολώνει τό μυαλό καί μειώνονται κατά πολύ οἱ ψυχικές ἀντιστάσεις. Ὁ Διάβολος, μέσῳ τῶν λογισμῶν, μᾶς λέγει συνεχῶς: «Δέν ὑπάρχει πλέον σωτηρία. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά σωθῇς, ἄδικα ἀγωνίζεσαι. Τά ἴδια θά κάνῃς πάλι, κοροϊδεύεις τόν Θεόν. Ὁ Θεός σέ ἀποστρέφεται, κλπ.». «Ἀφοῦ συνέχεια πίπτωμε εἰς τά ἴδια καί τά ἴδια, ποῖος ὁ λόγος, μᾶς λέγει, νά συνεχίσωμε νά ἀγωνιζώμαστε;». Ὁ δαίμονας ἐπισταμένως ἐργάζεται διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀπόγνωσιν.
Καμμία ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅλες συγχωροῦνται ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἔγκαιρα καί ἔγκυρα, νά μετανοήσῃ. Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Μέ τίς ἐνοχές, τίς τύψεις καί τήν ἀπελπισίαν, δέν ἐπιτυγχάνεται ποτέ ἡ μετάνοια. Ὁ Θεός πάντοτε μᾶς περιμένει, δέν μᾶς ἀπαρνιέται ποτέ καί δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπιζώμεθα. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπελπισία.
Ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἄραγε ποιό εἶναι τό ὅριο τῶν ἁμαρτιῶν πού ἠμπορεῖ νά ἐλπίζῃ ὁ ἁμαρτωλός εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς μετανοίας του;». Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ἀριθμήσωμε τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ καί νά μετρήσωμε τό μέγεθος τοῦ θείου ἐλέους, τότε μόνον θά ἀπελπιζώμεθα ἀπό τίς ἰδικές μας ἁμαρτίες. Τά ἁμαρτήματά μας ἠμποροῦμε νά τά μετρήσωμε. Ἐπειδή ὅμως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον καί τά σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του ἀναρίθμητα, δι’ αὐτό καί δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόγνωσις. Οὔτε οἱ ἐνοχές μᾶς ἐπιτρέπονται, οὔτε ἡ ἀπελπισία. Τότε, τί πρέπει νά κάνωμε ὅταν ἁμαρτάνωμε, καί μάλιστα θανάσιμα; Νά ἀποκτήσωμε τήν ἐπίγνωσιν τῆς Θείας εὐσπλαχνίας καί νά μισήσωμε τίς ἁμαρτίες μας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν. Καί τότε, διά τῆς μετανοίας, ἡ ἄφεσις εἶναι βεβαία, ἀφοῦ παρέχεται δωρεάν ἀπό τό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέν πρέπει νά μᾶς πιάνῃ ἀπελπισία».
Ἐπίσης, εἰς μίαν πολύ παρηγορητικήν ἐπιστολήν πρός ἐκπεσοῦσαν ψυχήν, μεταξύ ἄλλων, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀδελφή μου ψυχή, ἄς ἀνυψώσωμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν πτῶσιν καί ἄς μήν ἀπελπιζώμεθα, μέ τήν προϋπόθεσιν ὅμως, ὅτι θά ἀπομακρυνθοῦμε γρήγορα ἀπό τό κακό. Ὁ Χριστός ἦλθε εἰς τόν κόσμον διά νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς. ''Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αὐτῷ καί κλαύσωμεν ἐνώπιον Αὐτοῦ'', μᾶς λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 94, στ´). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βοᾷ καί κράζει προσκαλῶντας ὅλους μας εἰς μετάνοιαν. Ὑπάρχει ὁδός σωτηρίας, ἐάν θέλωμε, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀφαιρεῖ κάθε δάκρυ ἀπό τά πρόσωπα ὅλων ἐκείνων πού ἀληθινά μετανοοῦν. Ἕτοιμος εἶναι ὁ μεγάλος Ἰατρός τῶν ψυχῶν νά σοῦ θεραπεύσῃ τό πάθος. Ἐκείνου λόγια εἶναι καί ἐκεῖνο τό γλυκύτατον καί σωτήριον Στόμα εἶπεν: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατρού ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλ’ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε´, 31-32).
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά σέ καθαρίσῃ ἀπό τόν πόνον καί τό πῦον τῆς πληγῆς καί νά σοῦ δείξῃ φῶς μέσα στό σκοτάδι. Ἐσένα ζητεῖ ὁ Ποιμήν ὁ καλός, ἐγκαταλείψας τά μή πεπλανημένα. Ἐάν παραδώσῃς τόν ἑαυτόν σου εἰς Αὐτόν, δέν θά διστάσῃ καί δέν θά ἀπαξιωθῇ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος νά σέ κρατήσῃ ἐπάνω εἰς τούς ἰδικούς Του θεϊκούς ὤμους, καταχαρούμενος πού βρῆκε τό πρόβατον τό ἀπολωλός. Ὁ Θεός Πατέρας στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδόν σου ἀπό τήν πλάνην τῆς ἁμαρτίας. Μόνον νά ἐπιστρέψῃς καί ἐνῷ θά εἶσαι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξῃ καί θά πέσῃ εἰς τόν τράχηλόν σου καί θά ἀγκαλιάσῃ μέ Πατρικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισμένην ἤδη ἀπό τήν μετάνοιαν ψυχήν σου. Καί θά τήν ἐνδύσῃ μέ τήν πρώτην πάλλευκην στολήν καί θά σοῦ βάλῃ δακτυλίδι εἰς τό χέρι καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, πού ἐπέστρεψαν ἀπό τόν κακόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας εἰς τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. Καί θά ἐξαγγείλῃ ἡμέρα χαρᾶς καί εὐφροσύνης εἰς τούς ἰδικούς Του ἀγγέλους καί Ἁγίους εἰς τόν Οὐρανόν καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε λαμπρόν τρόπον τήν σωτηρίαν σου. «Ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν, ὅτι χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´, 10). Καί ἄν δι’ αὐτό παραπονεθῇ κάποιος ἀπ’ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι στέκονται καλά καί εἶναι δίκαιοι, Αὐτός ὁ Πανάγαθος Θεός θά ἀπολογηθῇ διά ἐσένα λέγοντας «ἔπρεπε καί σύ νά εἶχες χαρῆ καί εὐφρανθῆ, διότι ἡ ψυχή αὐτή ἦταν νεκρή καί ἀνεστήθη, χαμένη δέ καί εὑρέθη» (Λουκ. ιε´, 24)».
Ἡ μετάνοια συνυφαίνεται μέ τήν Ἐξομολόγησι καί ἀπαλλάσσεται ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἐξομολόγησις δέν γίνεται ἀπό καλή συνήθεια, διά τό καλόν, διά τό ἔθιμον, ἀπό φόβον μήν μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, κλπ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι βαθειά ἀνάγκη τῆς μετανοημένης ψυχῆς, ταπεινή κατάθεσις τοῦ βάρους τῶν πλημμελημάτων της. Ἡ Ἐξομολόγησις πού γίνεται μέ συντριβήν καί δάκρυα εἶναι ἡ ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Δι᾽ αὐτό καί καλεῖται ''λουτρό δακρύων'' ἤ ''δεύτερο Βάπτισμα''. Ἐνδεικτικά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι: Ἡ συντριβή, τά δάκρυα, ἡ ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτίαν καί ὁ πόθος ἁγίας ζωῆς.
Ἡ θεία Χάρις θά ξεσκοτίσῃ τήν καρδιά, θά δυναμώσῃ τήν θέλησιν, θά φωτίσῃ τόν νοῦν, πού εἶναι διαρκῶς ἐσκοτισμένος, θά προκαλέσῃ συντριβήν, θά φέρῃ μετάνοιαν, θά ὁδηγήσῃ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τό ἐπιτραχήλιον τοῦ Πνευματικοῦ.
Πῶς θά μετανοήσῃ κανείς; Πῶς θά ἀρχίση; Χρειάζεται νά ξαποστάσῃ κατ᾽ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσῃ ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφῇ πρός τά μέσα του, νά κινηθῇ ἀπό τήν συνεχῆ ἑτεροπαρατήρησι εἰς τήν αὐτοπαρατήρησι, ἀπό τόν σχολιασμόν- κουτσομπολιό τῶν πάντων εἰς τήν συνομιλίαν μέ τόν ἄγνωστον ἑαυτόν του. Νά σκύψῃ λίγο μέσα του, νά σκάψῃ ἐντός του, νά δῇ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόησις τῶν ἄλλων.
Μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, διότι ἐλπίζει ὅτι θά λάβῃ ἀπό τόν Θεόν τήν συγχώρησιν. Καί ἔτσι εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀναγνωρίζει καί ὁμολογεῖ τήν ἀδυναμίαν του. Ἡ γνῶσις τῆς ἀδυναμίας εἶναι δύναμις. Ἡ παραδοχή τῆς ἥττας εἶναι νίκη. Ἡ δίχως δικαιολογίες συναίσθησις τῆς παραβατικότητος, ἀνυπακοῆς καί καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας, ὁδηγεῖ εἰς τήν μετάνοιαν. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅποιος συνέχεια δικαιολογεῖται, ἔχει Γέροντά του τόν Δαίμονα».
Εἶναι σημαντικό ἡ ἐξεύρεσις ἑνός διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός πρός ὀρθήν καθοδήγησιν, μακρυά ἀπό ὑπερβολές, ἀκρότητες, συναισθηματισμούς καί νοσηρότητες. Ἡ ἀγωγή πού δίδει ὁ πνευματικός συνδράμει εἰς τό ξεκαθάρισμα πολλῶν πραγμάτων, εἰς τήν εἴσοδον εἰς τήν οὐσίαν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἰς τήν γνῶσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνας ὡραῖος καί ἱερός θρησκευτικός ὀργανισμός, ἕνα σωματεῖο κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἕνας χῶρος ὅπου περνᾶμε εὐχάριστα, ἀποδεχόμενοι, συζητῶντας καί χαμογελῶντας συνέχεια, ὅπου ἱκανοποιοῦνται συναισθήματα, καταξιωνόμαστε, κλπ.
Ὁ πνευματικός συνδέει τόν ἐξομολογούμενο μέ τόν Χριστόν καί ὄχι μέ τόν ἑαυτόν του. Προσεύχεται δι᾽ αὐτόν, ἀκόμη καί ὅταν παρακούῃ, ἴσως τότε πιό πολύ. Ἡ ὑπακοή δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἔχει σχέσι μέ στρατιωτική πειθαρχία. Ἡ ὑπακοή βοηθᾶ εἰς τήν ταπείνωσιν, εἰς τήν ἐκκοπήν τοῦ νοσηροῦ ἰδίου θελήματος. Ὁ προσευχόμενος καί μέ διάκρισιν Πνευματικός Πατήρ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἠμπορῇ νά διακρίνῃ τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τό ἀγγελικό ἀπό τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό ἀπό τό ὑλικό, τό ψυχικό ἀπό τό σωματικό, τό ψυχολογικό ἀπό τό νευρολογικό, τό ψυχιατρικό ἀπό τό νευρικό, τό ἀγχωτικό ἀπό τό ἀνυπόμονο, καί πολλά ἄλλα παρόμοια. Ἡ τυχόν ἀδιακρισία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός θά δημιουργήσῃ σύγχυσιν καί σοβαρήν πνευματικήν ζημίαν, πού ἠμπορεῖ πολύ νά ταλαιπωρήσῃ καί τόν ἐξομολόγο καί τόν ἐξομολογούμενο. Ἡ σύγχυσις τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, π.χ. ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό νά θεωρηθῇ ὡς δαιμονισμός, θά δημιουργήσῃ μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις καί ταλαιπωρίες. Ὁ εἰλικρινά μετανοημένος ἄνθρωπος δέν ἔχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιῶν, διχασμῶν, ἀνικανοποιήτων καί ἀνολοκληρώτων καταστάσεων, συναισθηματικῶν ἀσταθειῶν, φοβιῶν, καχυποψιῶν καί λοιπῶν κουραστικῶν παρομοίων πραγμάτων.
Εἶναι σημαντική ὁπωσδήποτε ἡ πνευματική καθοδήγησις, βοήθεια καί συνδρομή ἐμπείρου καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός εἰς τήν ἀνόρθωσιν τοῦ πνευματικοῦ τέκνου. Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως, δίδεται ἐντός τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπῃ νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν, νά ἐνισχυθῇ ἀπό τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀγωνισθῇ ὑπομονετικά καί ἐπίμονα διά τήν ἀπαλλαγήν ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐνθυμήσεις, μνῆμες καί προσβολές, ἀγαπῶντας ὅλο καί πιό πολύ τόν Χριστόν. Ὅλα αὐτά φυσικά γίνονται ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα καί δέν ὑπάρχει κανένα νόημα εἰς κανενός εἴδους ἐξαναγκασμόν. Ποτέ δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκβιάσωμε κάποιον νά ἐξομολογηθῇ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἱερόν Μυστήριον καί πρᾶξις ἐλευθερίας. Προηγοῦνται τῆς μετανοίας ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἁμαρτίας καί ἡ συνειδητοποίησις τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἀκολουθεῖ ἡ λύπη διά τήν ἁμαρτίαν. Ἕπεται ἡ ἐξομολόγησις μέ καρδίαν συντετριμμένην καί πνεῦμα ταπεινωμένον καί ἀπόφασιν διά μόνιμον ἀποχήν ἀπό τό κακόν. Ἐλεύθερα καί αὐτόβουλα ἐπιλέγει ὁ ἁμαρτωλός τήν μετάνοιαν καί πλουτίζει ἀπό τά ἀγαθά τῆς εἰρήνης. Μέ τήν μετάνοιαν καί τήν ἐξομολόγησιν «δίδεται» ἡ συγχώρησις ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων. Διά τῆς ἀφέσεως αὐτῆς, ἐπανέρχεται ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλός εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες, μικρές ἤ μεγάλες, θανάσιμες καί μή, ἐξαλείφονται.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Δέν περιμένει ὁ Θεός νά περάσῃ χρόνος ἀπό τήν μετάνοιαν. Ὡμολόγησες τήν ἁμαρτίαν σου μέ εἰλικρίνειαν; Δικαιώθηκες καί συγχωρέθηκες. Μετενόησες ἀληθινά; Ἐλεήθηκες. Δέν χρειάζεται πολύς χρόνος. Αὐτή εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ ἄπειρη μακροθυμία καί φιλανθρωπία».
Ἄν ἡ ψυχή τοῦ μετανοοῦντος γεμίσῃ παράκλησιν-παρηγορίαν ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτισμόν, τότε οὐδεμία τοῦ δαίμονος προσβολή ἤ τῆς κακίας τοῦ κόσμου ἐπίθεσις ἠμπορεῖ νά διαταράξῃ τήν ψυχικήν ὑγείαν πού ἀπέκτησε μέ τό λουτρόν τῶν δακρύων τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ μετανοῶν εἶναι ἐπί πλέον μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνός τῆς Θείας Χάριτος.
Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ὅταν ὁ Θεός σοῦ ἔχῃ συγχωρήσει καί τίς πιό βαρειές σου θανάσιμες ἁμαρτίες, ἐσύ χάριν τῆς ψυχικῆς σου ἀσφαλείας, νά τίς ἔχῃς πάντοτε ἐμπρός εἰς τούς ὀφθαλμούς σου. Γιατί ὅποιος θυμᾶται τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, ἀποτρέπεται ἀπό μελλοντικές παρεκτροπές, καί ὅποιος πονάει ἀληθινά διά τά πρῶτα του λάθη, προφυλάσσει ὁπωσδήποτε τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν ἐπανάληψίν των. Δι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ λέγει καί ὁμολογεῖ: « ...ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διά παντός» (Ψαλμ. ν´, 5).
Ἡ μετάνοια εἶναι ἔργον τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίσῃ τάς ψυχάς μας, τότε βλέπομε τήν ἐσωτερικήν ἐρήμωσιν, τά πάθη, τάς ἁμαρτίας μας. Ἡ Θεία Χάρις ξυπνᾶ τήν κοιμισμένην, τήν πωρωμένην συνείδησίν μας καί ἐνεργοποιεῖται ἡ προαίρεσίς μας διά ἕναν ἀγῶνα εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, πού μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς φωτίζει, μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας τόσον ἔντονα ἐζητοῦσαν ἀπό τόν Θεόν: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον».
Μετάνοια ἀληθινή σημαίνει, ὄχι ἁπλᾶ ἀπομάκρυνσιν τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μῖσος τῆς ἁμαρτίας καί ἀγάπη τῶν ἐνθέων ἀρετῶν. Ἡ μετάνοια, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί εἰς τήν ἀγάπην τῆς ἀρετῆς. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νά τό καταφέρῃ. Ἔτσι, συνδράμει οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅσον ἀγαπᾶμε τόν Χριστόν, τόσον βοηθούμεθα νά μισοῦμε τήν ἁμαρτίαν. Ἡ σύνδεσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστόν δημιουργεῖ προσωπικήν ἀναγέννησιν, στολισμόν τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑψοποιόν ταπείνωσιν καί ἀπαλλαγήν ἀπό τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ καί τήν ἑωσφορικήν ὑπερηφάνειαν.
Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος πιστεύει, ἀγαπᾶ καί ἐλπίζει. Ἡ μετάνοια εἶναι βασική καί μεγάλη ἀρετή, ἐπάνω εἰς τήν ὁποίαν οἰκοδομεῖται ἡ πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Μόνον ὁ μετανοημένος ἠμπορεῖ νά ἐπικοινωνῇ μέ τόν Θεόν. Πρόκειται γιά μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον. Εἶναι μία τρανή ἀκόμη ἀπόδειξις τῆς ἄφατης καί φιλόστοργης φιλανθρωπίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ Πατέρα καί Πλάστη. Δέν ἀπομένει ἄλλο ἀπό τό νά ἀποδεχθῇ αὐτοβούλως ὁ ἄνθρωπος τήν πρόκλησιν καί πρόσκλησιν πρός ἀπόλαυσιν τῶν πολλῶν ἀγαθῶν τῆς μετανοίας. Ἡ ἀντίδρασις, ἡ ἀντίθεσις καί ἡ ἀπόδρασις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό εὐγενές αὐτό προσκλητήριον τόν καταταλαιπωρεῖ καί τόν καταστρέφει.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἡ μόνη ὁδός τῆς κατά Χάριν θεώσεως τῶν μετανοούντων. Ἡ πορεία τῆς ἀνορθώσεως διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν καί τῆς ἀσκήσεως διά τήν ἐργασίαν τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι πορεία τῶν ἁγίων καί θεουμένων ὑπάρξεων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει τά ἑξῆς: «Ἐάν κάθε ἄνθρωπος δέν ἠμπορῇ νά φθάσῃ τούς Ἁγίους καί τά μεγάλα καί θαυμαστά ἐπιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν τήν ζωήν των καί εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀμίμητα, ἠμπορεῖ ὅμως καί πρέπει νά τούς ὁμοιάσῃ καί νά τούς ἀκολουθήσῃ εἰς τήν πορείαν τῆς ζωῆς των πρός τήν μετάνοιαν». Καθημερινά «πολλά πταίομεν ἄκοντες» καί μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας δι᾽ ὅλους μας παραμένει ἡ ἀνάνηψις καί ἡ βίωσις τῆς «διηνεκοῦς μετανοίας», κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν(7).
Ἐπίσης, δέν πρέπει ποτέ νά κρίνωμε, οὔτε νά περιφρονοῦμε κανέναν. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν βλέπῃς τόν ἀδελφόν σου εἰς τόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας, ρίψε εἰς τούς ὤμους του τόν μανδύαν τῆς ἀγάπης σου».
Εἰς τά σπλάχνα οἰκτιρμῶν πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεόν διά τά ἰδικά μας ἁμαρτήματα, ὀφείλομε νά καταθέσωμε καί τήν ἰδικήν μας εὐσπλαχνίαν πρός τούς συνανθρώπους μας. Καί ἄς μήν λησμονοῦμε, ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί φέρομε μέσα μας τήν ἀνθρωπίνην πεπτωκυῖαν φύσιν μας, τήν πεσμένην φύσιν μας. Εἰς τό σφάλμα πού ἔπεσε σήμερα κάποιος, αὔριο μπορεῖ νά πέσωμε ἐμεῖς. Νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλόν καί νά μισοῦμε μόνον τήν ἁμαρτίαν, ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ συγχωρητικότης εἶναι χαρακτηριστικόν τῶν ἀληθινά μετανοημένων ἀνθρώπων.
Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπῃ πάντα νά εἶναι ''περί μετανοίας''. Αὐτό ἦταν τό κήρυγμα ὅλων τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἕως καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Αὐτό ἦταν καί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει χαρακτηριστικά πώς ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ἀρχή, μέση καί τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι, μά ὅλοι, ἔχομε ἀνάγκην μετανοίας, διότι ''οὐδείς ἀναμάρτητος''.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί τό ἔργον της δέν ἠμπορεῖ νά τελειώσῃ, παρά μόνον τήν ὥραν τοῦ θανάτου. Δι᾽ αὐτό ἡ μετάνοια χρειάζεται πάντοτε εἰς ὅλους καί δέν ὑπάρχει κανένας ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας. Διότι καί αὐτῶν τῶν τελείων ἀνθρώπων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Δι᾽ αὐτό καί ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ ὡρισμένους καιρούς, οὔτε σέ ὡρισμένες πράξεις, ἀλλά συνεχίζεται ἕως τήν ὥρα τοῦ θανάτου».
Ἡ μετάνοια εἶναι κατάστασις ἐμπόλεμος, ἕνας πόλεμος διαρκής καί ἀκατάπαυστος κατά τῶν τριῶν ἐχθρῶν μας, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ Διαβόλου καί τοῦ κόσμου. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως ἐχθρός εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παλεύῃ μέ τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή μέ τά πάθη του. Ὅποιος ἐνίκησε τόν ἑαυτόν του, δέν ἔχει νά φοβᾶται κανέναν ἀντίπαλον. Εἶπε Γέρων: «Εἰς ὅλην μου τήν ζωήν ἐπάλαιψα μέ τόν ἑαυτόν μου, διά νά σώσω τόν ἑαυτόν μου ἀπό τόν ἑαυτόν μου».
Ἡ μετάνοια εἶναι διαρκής. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Καί ἄν χίλια χρόνια ζήσωμε στήν γῆ, ποτέ δέν θά μπορέσωμε τέλεια νά κατανοήσωμε τήν μετάνοια, ἀλλά ὀφείλομε καθημερινά νά βάζωμε ἀρχήν εἰς αὐτήν καί νά ἀγωνιζώμεθα».
Ἂς μετανοοῦμε λοιπόν συνεχῶς.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Τόμος Β´, Κεφάλαια Διάφορα Θεολογικά τε καί Οἰκονομικά, Ἑκαντοντάς Α´, μβ´.
2. Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σσ. 287, 289.
3. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 287.
4. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 297
5. Χρυσοστόμου, μνημ. ἔργ., σσ. 309, 311
6. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 241.
7. Ὁμιλία 28, PG. 151.361C.
Πηγή: Χριστοΰφαντος
Ἀπό αὔριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά ἔχωμε, ὡς γνωστόν, νέα ἀρχή τοῦἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Θά ἑορτάσωμε, ἑπομένως, ἐκκλησιαστική πρωτοχρονιά.
Αὐτό ὀφείλεται κυρίως στόν λόγο ὅτι κατά τόν μῆνα αὐτόν, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ διάφοροι ἑρμηνευταί, ἔχομε τήν ἀρχή τῆς ''συλλήψεως'' καί τῆς ''ἐγκυμοσύνης'' ὅλων σχεδόν τῶν καρπῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἀρχή τῆς γεννήσεως λαμβάνει χώραν, τίς περισσότερες φορές, τόν μῆνα Μάρτιο. Ἀλλά καί γενικώτερα κατά τό τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ συνάγομε τούς καρπούς, πού ἦσαν βέβαια ἀσφαλῶς ἀποτέλεσμα τῶν παρελθόντων κόπων μας, γίνεται μία ποικίλη ἐναλλαγή γύρω μας, ἡ γῆ ἀροτριᾶται καί γεωργεῖται ἐκ νέου, κλπ.
Ἐμεῖς δέ ξανασυμμαζευόμεθα ἐκ νέου, κλπ... Ἐνῷ, τήν 1η Ἰανουαρίου δέν λαμβάνει χώραν καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή, οὔτε στόν καιρό, οὔτε στήν...
γῆ, οὔτε σέ μᾶς.
Μέ ἀφορμή ὅμως τήν ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο θά ἑορτάσωμε, ἄς ἀναφέρωμε κάποια στοιχεῖα γιά τόν χρόνο ἀπό ἀπόψεως θεολογικῆς.
Ἀρχίζει τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Γενέσεως λέγοντας: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γέν, Α´, 1). Οἱ ὅροι «οὐρανός» καί «γῆ» εἰσήχθησαν πρός ἔκφρασιν ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος εἰς τήν μετάφρασι τῶν Ο´, ἐλλείψει μονολεκτικῆς ἐκφράσεως στήν Ἑβραϊκή γλῶσσα, εἰς τήν ὁποίαν πρωτογράφτηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη - ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος -, διότι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ εἶναι τά ἀμέσως ὁρατά εἰς πάντα ἄνθρωπον.
Κατά τούς ἁγίους Πατέρας, ὁ Θεός ἐποίησε πᾶν τό ὁρατόν καί ἀόρατον, ὕλη δηλαδή καί πνεῦμα, ἑπομένως ἐν τῷοὐρανῷ πρέπει νά ἐννοήσωμε καί τούς ἀγγέλους, πού εἶναι ἄϋλοι ὡς πρός ἐμᾶς.
Τώρα, αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», εἰς τήν ἀρχήν, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἀκάκιος Καισαρείας, εἶναι τό ἴδιον πρός τό «ἐποίησεν ὁ Θεός ἀρχήν τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου». Αὐτό τό «ἀρχῇ» σαφῶς καί ὑποδηλοῖ χρόνο. Καί ἐμεῖς ἄλλωστε στήν καθημερινή μας ζωή ὅταν λέμε, ἐπί παραδείγματι, «σήμερα θά ἀρχίσω τήν α´ ἐργασία, τήν τάδε ἐργασία», ὑπονοοῦμεἀμέσως χρόνο ταυτόχρονα μέ τήν ἐργασία.
Ἔτσι λοιπόν στό βιβλίο τῆς Γενέσεως τίθενται δύο στοιχεῖα, ταυτοχρόνως. Τό στοιχεῖο τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ἡ Δημιουργία χωρίς τόν χρόνο εἶναι ἕνα ἀκατανόητο πρᾶγμα. Δέν εὐσταθεῖ ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου. Δέν νοεῖται ὁχρόνος χωρίς τόν χῶρο, οὔτε ὁ χῶρος χωρίς τόν χρόνο. Εἶναι καί τά δύο ταυτόχρονα. Δέν ἔγινε δηλαδή τό ἕνα πιό μπροστά, ἔστω καί κατά ἐλάχιστον, ἀπό τό ἄλλο.
Ὅπως λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος «ὄχι ἐν χρόνῳ, ἀλλά μετά τοῦ χρόνου ὁ Θεός ἐστερέωσε - ἐδημιούργησε - τόν κόσμο». Δηλαδή, δέν ὑπάρχει ἤδη χρόνος καί σέ κάποια στιγμή ξεκινᾶ ἡ Δημιουργία μετά. Συνεπάγεται δηλαδή ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅτι τό σύμπαν ἔχει ἀρχή.
Ὅλα αὐτά λοιπόν, πού διετυπώθησαν πρίν τρισήμισυ περίπου χιλιάδες χρόνια θεοπνεύστως ἀπό τόν Μωϋσῆ, τόν συγγραφέα τῆς Γενέσεως καί ὅλης βέβαια τῆς Πεντατεύχου, μᾶς συνδέουν μέ τίς τελευταῖες ἀνακαλύψεις τῆς ὑγιοῦς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία, ἀποδέχεται ὡς ἀρχή τοῦ χρόνου τήν στιγμή τῆς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τῆς ὕλης.
Ἄρα «ἦν ποτέ - τό σύμπαν - ὅτε οὐκ ἦν». Αὐτό βέβαια τό ἔλεγε βλασφήμως ὁ αἱρετικώτατος Ἄρειος γιά τόν Χριστό. Καί φυσικά δέν ἰσχύει στόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός ὡς Πρόσωπο, ὡς ὕπαρξι, εἶναι ἄχρονος. Δέν ἰσχύει, ἀλλά μποροῦμε νά τό χρησιμοποιήσωμε αὐτό τό «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν» τοῦ Ἀρείου εὔστοχα γιά τό σύμπαν, γιατί ὄντως τό σύμπαν εἶναι κτίσμα. Διότι κάποτε ὄντως δέν ὑπῆρχε.
Ἀλλά ὅ,τι ἀρχίζει κάποτε καί τελειώνει. Ἄλλωστε τό σύμπαν ἀργοπεθαίνει μέ τόν λεγόμενο «θερμικό θάνατο», σύμφωνα μέ τό Β´ θερμοδυναμικό ἀξίωμα. Μπορεῖ μέν νά μήν χάνεται ἡ ἐνέργεια, ἀλλά πέφτει ἡ ποιότητά της ἐπειδή αὐξάνεται ἡ ἐντροπία. Ἕνα ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων θά εἶναι ὁ ἥλιος νά ψυχθῆ, ὁπότε θά σβήση ἡ ζωή στήν γῆ. Οἱ ἐπιστήμονες γενικῶς δέχονται τήν ἀργή φθορά καί τόν θερμικό τοῦ σύμπαντος. Ἀργή μέν, φθορά δέ. Ἄλλο θέμα βέβαια εἶναι τί θά κάνη ὁ Θεός στό τέλος τῆς ἱστορίας.
Ἀλλά, ἄς μή παρασυρθοῦμε τώρα σέ ἄλλα καθαρῶς ἐπιστημονικά θέματα, καί ἄς ἐπανέλθωμε μόνο στήν ζῶσα διαχρονική, ἀλάνθαστη ἀποκάλυψι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, πού μέ τό «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν», τό σύμπαν δηλαδή, τόν χῶρο καί τόν χρόνο, διακηρύσσονται καί ξεκαθαρίζονται πάρα πολλές ἀλήθειες.
Κατ᾽ ἀρχάς, διατρανώνεται τό ἀΐδιον, τό ἄχρονον καί ὑπερκόσμιον τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐφ᾽ ὅσον ὁ Θεός ὑπῆρχε ὅταν ἔγινε αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», ἄρα εἶναι «πρό πάσης ἀρχῆς», δέν ἔχει δηλαδή χρονική ἀρχή καί τέλος. Αὐτό θά πῆ «ἀΐδιος». Ἄλλωστε ὁ Θεός στήν οὐσία ὄχι ἁπλῶς δέν ἔχει χρονική ἀρχή, ἀλλά εἶναι καί ἐκτός τοῦ χρόνου. Εἶναι ὁ μόνος ἐκτός χωροχρόνου Ὤν καί Ὑπάρχων. Καί προφανῶς ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ἀνεξάρτητος τοῦ κόσμου, ὡς ὑπάχων πρό αὐτοῦ.
Ἄρα, μέ τήν πρώτη φρασούλα τῆς Γενέσεως διαπιστώνεται, ὅτι ὁ κόσμος εἶχε Δημιουργό καί ἀρχή. Δέν εἶναι δηλαδή ἀποτέλεσμα τύχης. Οὔτε εἶναι ἀπόρροια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἕνα ''κομματάκι'' τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε θά εἴχαμε πανθεϊσμό. Ὁ κόσμος ἔγινε ὑπό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καί πρό παντός καί ὑπεράνω παντός.
Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἄκτιστος, ὁ μόνος ἀδημιούργητος. Ὀφείλει τήν ὕπαρξί Του ὄχι στήν θέλησι κάποιου ἄλλου ὄντος, γιατί τότε ἐκεῖνο τό ἄλλο ὄν θά ἦτο ὁ Θεός, ἀλλά στήν θέλησι τοῦ Ἑαυτοῦ Του καί γι᾽ αὐτό ὑπάρχει ἐλευθέρως.Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος πού ὑπάρχει ἐλευθέρως καί ὄχι ἔκ τινος ἄλλης ἀνάγκης ἤ κάποιας ἄλλης αἰτιότητος, ὅπως συμβαίνει μέ τά ἄλογα καί λογικά κτίσματα, τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίσι, τά ὁποῖα ἦλθαν εἰς τήν ὕπαρξι μόνον ἀπό τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ κόσμος ὅλος λοιπόν εἶναι κτιστός. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἦλθε στήν ὕπαρξι ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐκ τοῦ μή ὄντος. Ἔγινε δηλαδή ἀπό τό μηδέν λόγῳ μόνον τῆς θελήσεως τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος Αὐτός εἶπε καί τά πάντα ἐγενήθησαν. Καί ὅπως ἐξηγήσαμε ἤδη, ἡ Δημιουργία ἐφάνη ταυτόχρονα μέ τόν χρόνο, δηλαδή τήν στιγμή πού ἄρχισε ὁχρόνος. Ἔτσι λοιπον ὅταν δέν ὑπῆρχε κόσμος δέν ὑπῆρχε καί χρόνος. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ χρόνος ἀπό τῆς τοῦ οὐρανοῦ καί γῆς ποιήσεως ἀριθμεῖται», ὁ χρόνος δηλαδή ἀρχίζει νά ὑπάρχη καί νά μετρᾶται ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργία.
Ἀρχή τοῦ χρόνου εἶναι ἡ στιγμή τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου. Ἐπάνω σέ αὐτήν τήν πατερική ὀρθόδοξο θέσι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέγει: «Διά τῆς κινήσεως τῶν κτισμάτων ἤρχισε νά τρέχῃ ὁ χρόνος. Ἐντεῦθεν, πρό τῆς κτίσεως ματαίως θά ἀναζητηθῇ χρόνος ὡσάν νά ἦτο δυνατόν νά εὑρεθῇ χρόνος πρό τοῦ χρόνου»...! Συνεπῶς, ''ὀρθότερον'' εἶναι ὅτι ὁ χρόνος ἤρχισε ἀπό τῆς κτίσεως καί ὄχι ἡ κτίσις ἀπό τόν χρόνο. Πάντως καί τά δύο ἔχουν ὡς ταυτόχρονη ἀρχή τους τόν Θεόν.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο «ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου δέν εἶναι οὔτε χρόνος, οὔτε ἔστω ἕνα ἀπειροστότατο μόριο τοῦ χρόνου», πού ὅσο καί νά τό κόβουμε τείνει καί πλησιάζει στό μηδέν, χωρίς νά γίνεται μηδέν. «Ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ἀρχή μιᾶς πορείας δέν εἶναι ἀκόμη πορεία», δέν εἶναι ἀκόμη τμῆμα δηλαδή, ἔστω καί ἐλάχιστο, τῆς πορείας. Ὅπως στήν Εὐκλείδιο Γεωμετρία, τό γεωμετρικό σημεῖο πού ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία μιᾶς ἡμιευθείας πού ἔχει ἀρχή ἀλλά δένἔχει τέλος - αὐτό θά πῆ «ἡμιευθεῖα» - δέν ἀποτελεῖ τμῆμα, ἔστω καί ἐλαχιστότατον, τῆς ἡμιευθείας αὐτῆς.
Ὅπως ἀναφέρει εἰς τήν Ἑξαήμερόν του ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ ἀρχή εἶναι ἁπλῆ, ἀσύνθετος. Τότε, «ἐν ἀρχῇ» δηλαδή, δέν ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος. Ξαφνικά ὅμως ἄρχισε νά ὑπάρχη καί νά προβάλλη ταυτόχρονα ἡ κτίσις. Δηλαδή, ἡ ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς των ὀφείλεται σέ μία μεταβολή. Ἀρχίζομε δηλαδή μέ μία μεταβολή. Ἀρχίζει νά ὑπάρχη ὅ,τι ὑπάρχει μέ μία μεταβολή, γιατί ἀπό τό μή ὄν ἦλθε εἰς τό ὄν.
Ὅπως τό λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «καί αὐτή τῆς κτίσεως ἡ ὑπόστασις - ὁ τρόπος ὑπάρξεως δηλαδή - ἀπό ἀλλοιώσεως ἤρξατο». Μέ ἀλλαγή δηλαδή ἄρχισε.
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τονίζει καί προδιαγράφει τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς μεταβολῆς, λέγοντας: « Ὧν γάρ - τῶν ὁποίων δηλαδή - τό εἶναι ἀπό τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἤφθειρόμενα ἤ κατά προαίρεσιν ἀλλοιούμενα». Ὅ,τι λοιπόν ἀρχίζει τήν ὕπαρξί του μέ μεταβολή, ὑπόκειται στήν τροπή, στήν ἀλλαγή, στήν φθορά, πού σημαίνει ὅτι κάποτε τελειώνει.
Ὅπως σέ ἄλλο σημεῖο λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι τροπή τις καθ᾽ ἥν τό μή ὑπάρχον θείᾳ δυνάμει φέρεται εἰς τό εἶναι. Λόγῳ τῆς ἀπό τροπῆς ἐμφανίσεώς του ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀναγκαίως φύσιν ἀλλοιωτήν», δηλαδή τρεπτήν. Νά τό μεταφράσωμε λίγο: «Ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι, εἶναι κάποια ἀλλαγή κατά τήν ὁποίαν αὐτό τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε, μέ τήν θεία βούλησι καί δύναμι, ἔρχεται εἰς τό εἶναι, εἰς τήν ὕπαρξι δηλαδή. Καί λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, λόγῳ δηλαδή πού ἡ ἐμφάνισις ὀφείλεται σέ κάποια τροπή, ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀναγκαίως μέσα του φύσιν πού ἀλλοιώνεται, τήν τρεπτότητα δηλαδή.
Βέβαια, ἐάν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε καί νά ἐμβαθύνωμε ὀλίγον, ἡ μετάβασις ἀπό τό μηδέν, ἀπό τό τίποτε, ἀπό τό μή ὄν εἰς τό εἶναι, εἰς τήν ὕπαρξιν δηλαδή, ὅπως καί ἡ πρώτη αὐτή ἐμφάνισις, ἡ ἀρχή τῆς ἀλλοιώσεως καί τοῦ χρόνου, ὅλα αὐτά εἶναι, στό βάθος-βάθος, διά τόν ἀνθρώπινον νοῦν, ὁ ὁποῖος εἶναι πεπερασμένος ὡς πρός τίς δυνατότητές του, ἀκατανόητα καί ἀπρόσιτα.
Αὐτό πρέπει καλά νά τό χωνέψωμε καί ὅ,τι δέν καταλαβαίνομε καί μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ Θεός δέν πρέπει νά τό ἀπορρίπτωμε. Ἄλλωστε, ἄν καταλαβαίναμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός δέν θά ἦταν Θεός. Ὅπως ἀκατανόητο εἶναι, ἐπί παραδείγματι, τό πόσο ἀπειροστό τμῆμα τοῦ χρόνου χρειάσθηκε γιά νά λάβη χώρα ἡ πρώτη ἀλλαγή. Ἀλλά ἄς μή πᾶμε τόσο μακρυά. Ἄς πᾶμε σέ ἕνα διαχρονικό συνεχιζόμενο δικό μας παράδειγμα, ἀνάμεσα στά πολλά πού μποροῦμε νά ἐπιλέξωμε.
Πόσος ἀπειροστότατος χρόνος ἀπαιτεῖται γιά νά γίνη ἡ σύλληψις ἑνός νέου ἀνθρώπου; Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος καί ξαφνικά, σέ σχεδόν μηδέν χρόνο, ἔχομε νέον ἄνθρωπο, ἔχομε δηλαδή τήν δημιουργία τοῦ γονιμοποιημένου ὠαρίου, πού εἶναι πλήρης ἄνθρωπος. Καί μάλιστα ἅμα τῇ συλλήψει ὑπάρχει ἀκεραία ἡ ψυχή μέ ὅλες τίς δυνάμεις της. Ἁπλῶς ἡ ψυχή δέν ἐκδηλώνεται ἀμέσως διά τῶν δυνάμεών της, λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου σωματικοῦ στοιχείου.
Ὁ χρόνος λοιπόν εἶναι ἀπειροστός τήν στιγμή πού δημιουργεῖται ἕνας ἄνθρωπος. Τείνει εἰς τό μηδέν χωρίς νά εἶναι μηδέν, πρᾶγμα δηλαδή ἐξ ἴσου ἀκατανόητο μέ τά τῆς Δημιουργίας. Πόσος χρόνος χρειάσθηκε γιά νά γίνη ἡΔημιουργία, γιά νά γίνη τό φῶς, κλπ.; Καί μποροῦμε, νομίζω, κάπως νά παραλληλίσωμε αὐτήν τήν ταυτόχρονη ἐμφάνισι κόσμου καί χρόνου μέ τήν ταυτόχρονη ἐμφάνισι, ψυχῆς καί σώματος σέ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «τήν ψυχήν οὔτε γάρ προϋφίσταται τοῦ σώματος, οὔτε μεθυφίσταται, ἀλλ᾽ ἅμα τῇ τούτου γενέσει κτίζεται καί αὐτή».
Καί γιά νά ἐπανέλθωμε, ὅλη αὐτή ἡ μετάβασις ἀπό τό ''μή εἶναι'' εἰς τό ''εἶναι'' εἶναι μία κίνησις, μία μεταβολή τοῦμή ὑπαρκτοῦ εἰς ὑπαρκτόν, ὅπως τό διατυπώνει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Καί ὅλα αὐτά πραγματοποιοῦνται μόνον κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἦτο Ρῶσος θεολόγος καί ἀπεδέχετο πλήρως τήν ἑλληνική διαχρονική θεολογία. Ἔφθασε μάλιστα στό σημεῖο νά ἀποκαλῆ, λόγῳ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόν Ἑλληνισμόν ''ἱερόν'', ὑποστηρίζων τήν ἀναγκαιότητα ἐπιστροφῆς στό πνεῦμα καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἐάν τώρα μέ τήν καλῶς νοουμένη δημιουργική φαντασία μας ξεκινήσωμε ἀπό τό παρόν πηγαίνοντες ὅλο καί πρός τά πίσω χρονικῶς, κάποτε, ὅσο πλησιάζομε στά βάθη τοῦ χρόνου, ἐπιβάλλεται νά σταματήσωμε, ὅταν φθάσωμε σ᾽αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», στήν ἀρχή τοῦ χωροχρόνου.
Ἄν παρομοιάσωμε, ἀνθρωπομορφικῶς, τήν ἀϊδιότητα τοῦ Θεοῦ μέ μία εὐθεῖα γραμμή - ἡ εὐθεῖα γραμμή δέν ἔχειἀρχή καί τέλος - τότε, ἀπαραιτήτως, ὑπάρχει ἕνα ἀφετηριακό σημεῖο πάνω σ᾽ αὐτήν τήν εὐθεῖα γραμμή, πρό τοῦ ὁποίου δέν ὑπάρχει ἄλλο προγενέστερο χρονικό σημεῖο, καμμία στιγμή χρόνου. Ἑπομένως καί ταυτοσήμως, αὐτό σημαίνει ὅτι πρίν ἀπό τό σημεῖο αὐτό, τό «ἐν ἀρχῇ» δηλαδή τῆς Γενέσεως, δέν λαμβάνει χώραν καμμία μεταβολή, δέν συνεχίζει πρός τά πίσω, πρός τό παρελθόν, ἡ γραμμή τοῦ χρόνου.
Ὅπως τό διατυπώνει εὐστοχώτατα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος «τοῦ χρόνου προηγεῖται, ὄχι ὁ χρόνος, ἀλλά ἡ πάντοτε παροῦσα αἰωνιότης». Κι ἐμεῖς θά τό ποῦμε «ἡ πάντοτε παροῦσα ἄχρονος αἰωνιότης».
Ἔτσι λοιπόν ὁ χρόνος κάποτε, «ἐν ἀρχῇ», ἄρχισε. Ὅμως, κατά τήν Ἀποκάλυψι «ἔσται ὅτε ὁ χρόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. Ι´, 6). Θά ἔλθη στιγμή δηλαδή κάποτε πού ὁ χρόνος δέν θά ὑπάρχη. Βέβαια, κανείς δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύση πλήρως τά τῆς Ἀποκαλύψεως. Καί προφανῶς ἀναφερόμεθα ὄχι στά ἀκατανόητα τμήματα αὐτῆς, ἀλλά στά ἄλλα πού εἶναι, ἤ δυσνόητα, ἤ φαίνονται ἁπλᾶ.
Γιά παράδειγμα, ὅταν λέγη σέ κάποιο σημεῖο ὅτι στόν μέλλοντα αἰῶνα θά εἶναι μία ἡμέρα ἀνέσπερος καί δέν θάὑπάρχη θάλασσα, φαίνεται ἁπλό. Ἀλλά κανείς αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κατανοήση πλήρως σέ ὅλο το βάθος καί σέ ὅλο τό μεγαλεῖο του μέ τά τωρινά δεδομένα.
Κι ἄς πᾶμε τώρα ἐκ τοῦ ἀντιθέτου. Μήπως δηλαδή τό ὅτι δέν θά ὑπάρχη ἡ γνωστή μας θάλασσα σημαίνει ὅτι θάὑπάρχουν τά γνωστά μας βουνά, ἐφ᾽ ὅσον δέν μᾶς ἀναφέρη ὅτι αὐτά δέν θά ὑπάρχουν, ὅπως τό διασαφηνίζει γιά τήν θάλασσα; Ἄν εἶναι ποτέ αὐτό δυνατόν! Νά μήν εἴμαστε ἀφελεῖς.
Πάντως, ἐν προκειμένῳ, γιά τό θέμα τοῦ χρόνου καί γιά τήν μέλλουσα ζωή λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται γιά τόν «αἰῶνα», τά ἑξῆς: «Αἰώνιος δέ ζωή καί αἰώνιος κόλασις τό ἀτελεύτητον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος δηλοῖ. Οὐδέ γάρ μετά τήν (Κοινήν) Ἀνάστασιν ἡμέραις καί νυξίν ὁ χρόνος ἀριθμήσεται, ἔσται δέ μᾶλλον μία ἡμέρα ἀνέσπερος τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης τοῖς δικαίοις φαιδρῶς ἐπιλάμποντος τοῖς δέ ἁμαρτωλοῖς νύξ βαθεῖα ἀπέραντος».
Καί σέ ἁπλῆ μετάφρασι: «Ἡ ἔκφρασις ''αἰώνιος ζωή καί αἰώνιος κόλασις'' φανερώνει τό ἀτελείωτον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Διότι, δέν θά μετρᾶται ὁ χρόνος, μετά τήν Κοινή Ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, μέ τάς ἡμέρας καί τας νύκτας, ὅπως μετρᾶται τώρα δηλαδή, ἀλλά θά εἶναι μία ''ἡμέρα ἀνέσπερος'', κατά τήν ὁποίαν θά λάμπη φωτεινός ἐπάνω εἰς τούς δικαίους ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης - θά λάμπη φωτιστικά. Ἐπάνω ὅμως εἰς τούς ἁμαρτωλούς θά ἁπλώνεται μία ἀτελείωτος βαθεῖα νύκτα». Μέ ὅλες βέβαια τίς θλιβερές συνέπειες πού ἔχει αὐτό. Ἀλλοίμονο στούς κολασμένους!
Στό σημεῖο αὐτό ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σχολιάζει, μεταξύ τῶν ἄλλων, τό ἑξῆς: «Ἡ γραμμή τοῦ χρόνου θά διακοπῆ. Θά ὑπάρξη σ᾽ αὐτήν καί ἕνα τελευταῖον σημεῖον. Τό τέλος ὅμως αὐτό, ἡ περιστολή τῆς ἀλληλοδιαδοχῆς τοῦ χρόνου, δέν σημαίνει καί κατάργησι ἐκείνου πού ἤρχισε μαζί μέ τόν χρόνο - τῆς Δημιουργίας, ὅ,τι ὑπῆρξε καί ἐγένετο ἐν χρόνῳ. Δέν σημαίνει ἐπιστροφήν ἤ πτῶσιν τοῦ κόσμου εἰς τό μή εἶναι. Ὁ χρόνος τότε δέν θά ὑπάρχη. Ἡ κτίσις ὅμως θά διατηρηθῆ. Ὁ κτιστός κόσμος δύναται νά ὑπάρχη καί ἐν ''οὐχί χρόνῳ''. Ἡ κτίσις ἤρχισεν ἀλλά δέν θά παύση νά ὑπάρχη. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ''καί ἤρκται καί οὐ παύσεται''. Ὁ χρόνος εἶναι τμῆμα μιᾶς εὐθείας πού ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ὁ χρόνος δέν ἐξισοῦται μέ τήν αἰωνιότητα, διότι ἔχει ἀρχήν. Ἀντιθέτως, ἡ αἰωνιότης δέν ἔχει οὔτε ἀρχήν, οὔτε ἀλληλοδιαδοχήν. Τό σύνολον τοῦ χρόνου δέν συμπίπτει μέ τήν αἰωνιότητα».
Ὅταν λέμε ὅτι ἡ κτίσις θά διατηρηθῆ, ἐννοοῦμε, ἐπί τό ἀκριβέστερον, ὅτι θά μεταβληθῆ καί θά ἀνακαινισθῆ. Αὐτό, μποροῦμε νά τό στηρίξωμε σέ πάρα πολλά σημεῖα, ἀλλά ἄς πάρωμε τούς Ψαλμούς. Ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός στό τέλος τοῦ 101ου Ψαλμοῦ: «Κατ᾽ ἀρχάς, σύ Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας καί ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσίν οἱ οὐρανοί. Αὐτοί ἀπωλοῦνται, σύ δέ διαμένεις καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καί ὡσεί περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς καίἀλλαγήσονται. Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ, καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι».
Σέ ἁπλῆ ἐλεύθερη μετάφρασι: «Στήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας, Σύ Κύριε, πού ὡς ἄχρονος καί ἀΐδιος προϋπῆρχες, ἐστήριξες τήν γῆν ἐπάνω σέ ἀδιάσειστον θεμέλιον καί ἔργα τῶν χειρῶν Σου εἶναι οἱ οὐρανοί». Ἐδῶ ἔχομε ἀνθρωπομορφισμό, πού ἐκφράζει ὅμως τήν παντοδύναμι θέλησι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν ἔχει χέρια. «Οἱ οὐρανοί θά χαλασθοῦν καί θά χάσουν τό τωρινό τους πρόσκαιρο σχῆμα καί σύστασι. Ἐσύ ὅμως, ὁ Θεός, παραμένεις ἀμετάβλητος καί ἀναλλοίωτος. Καί ὅλος ὁ κόσμος σάν ἱμάτιο θά πωλήση καί σάν ἐξωτερικό ροῦχο, πού περιβάλλονται οἱ ἄνθρωποι, θά τόν γυρίσης καί θά τόν περιτυλίξης καί θά ἀλλάξη γινόμενος καινούργιος. Σύ ὅμως, Θεέ, εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος καί τά ἔτη σου θά εἶναι ἀτελεύτητα καί δέν θά ἐκλείψουν ποτέ».
Ἀλλά καί γιά τά σημερινά μας γνωστά δεδομένα, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Ψαλμωδός, τά χίλια δικά μας χρόνια εἶναι γιά τόν Θεό σάν μία ἡμέρα, «ἥτις διῆλθε», ἡ ὁποία ἐπέρασε, εἶναι δηλαδή σάν μία στιγμή (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, μποροῦμε καί ἀλλιῶς αὐτό νά τό ἐκφράσωμε, ὅτι δηλαδή παρελθόν, παρόν καί μέλλον γιά τόν Θεό εἶναι σάν ἕνα διαρκές παρόν. Βάζομε τό «σάν» γιατί ὁ Θεός ὀντολογικά εἶναι ἐκτός χρόνου.
Ὁπότε τώρα, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἀνεφέρθησαν λίγο πιό πρίν, εἴτε ποῦμε «ἡ ἀτέλεστος αἰωνιότης τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», εἴτε ποῦμε «ἡ ἄχρονος αἰωνιότης», εἴτε ποῦμε «ἡ ὑπέρχρονος αἰωνιότης», ὅλα αὐτά ἔχουν τελικά τό ἴδιο νόημα καί ἀποδίδουν τήν ἴδια, ἀκατανόητη βέβαια στό βάθος, κατάστασι τοῦ μέλλοντος ἀλήκτου αἰῶνος.
Βέβαια, μέ τόν παρόντα χρόνο συμβαίνουν τά ἑξῆς, τά ὁποῖα, ἐνῶ εἶναι κάπως ἀνεξήγητα, τά ζοῦμε κάθε ὥρα καί στιγμή καί τά παραδεχόμεθα ὅλοι. Διότι, μέ μία ἐντελῶς πρόχειρη ματιά, ἀπό τήν ἐμπειρία μας, μποροῦμε τόν χρόνο νά τόν διαιρέσωμε σέ τρία μέρη. Τόν χωρίζομε στό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον. Καί παρελθόν εἶναι ὁ χρόνος πού ἐπέρασε, μέλλον εἶναι ὁ χρόνος πού θά ἔλθη καί παρόν εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ζοῦμε αὐτήν τήν στιγμή.
Ὁ χρόνος πού ἐπέρασε, τό παρελθόν, δέν ὑπάρχει πιά, στήν πραγματικότητα. Ἄρα, εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη ὁχρόνος τοῦ παρελθόντος, ἐπειδή δέν τόν ζοῦμε. Ὁ χρόνος πού θά ἔλθη, ἀκόμη δέν ἦλθε. Ἄρα καί αὐτός δέν ὑπάρχει ἐν ἐνεργείᾳ. Ὑπάρχει βέβαια μία θεωρητική τομή ἀνάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον. Ὑπάρχει ἕνα νοητό σημεῖο πού χωρίζει τό παρελθόν ἀπό τό μέλλον. Καί αὐτό λέγεται «παρόν». Ἀλλά, κάθε στιγμή πού εἶναι ''παρόν'', ἀμέσως τί γίνεται; Ἀκαριαίως γίνεται παρελθόν καί οὐσιαστικά εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη οὔτε τό παρόν. Δηλαδή, πρίν καλά-καλά τό ζήσομε, ἔφυγε. Εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη χρόνος, ἐνῷ προφανῶς ὁ χρόνος ὑπάρχει, ἀλλά καταλαβαίνετε μέ ποιάἔννοια τό λέγομε... Γι᾽ αὐτό εἶπα ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό παραδοξολόγημα.
Ἐπ᾽ αὐτῶν, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: « Ἤ οὐχί τοιοῦτος ὁ χρόνος, οὗ τό μέν παρελθόν ἠφανίσθη, τό δέ μέλλον οὔπω πάρεστι, τό δέ παρόν πρίν ἤ γνωσθῆναι διαδιδράσκει τήν αἴσθησιν;». Δηλαδή, «ἤ μήπως δέν εἶναι τέτοιος ὁ χρόνος, τοῦ ὁποίου τό παρελθόν ἐξαφανίσθηκε, τό μέλλον ἀκόμη δέν ἔχει ἔλθει καί τό παρόν, πρίν τό ζήσωμε, ἔχειἀποδράσει ἀπό τήν αἴσθησί μας;». Τί καταπληκτικό εἶναι αὐτό! Πράγματι, ἔτσι εἶναι. Τό παρελθόν ἐξαφανίσθηκε. Τό μέλλον ἀκόμη δέν ἦλθε, τό δέ παρόν, πρίν ἀκόμη γνωσθῆ, ἔχει ἀποδράσει, ἔχει φύγει ἀπό τήν αἴσθησί μας. Ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος Πατήρ, ὥσπου νά ἀναφέρωμε τήν λέξι «παρόν» ἀπό τό π μέχρι τό ν ἔχει φύγει στήν οὐσία τό παρόν. Καταλαβαίνετε....
Φυσικά, λοιπόν, ὁ χρόνος ὑπάρχει καί εἶναι ἕνα σπουδαιότατο στοιχεῖο. Εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει δοθῆ γιά πολλούς βέβαια λόγους, ἀλλά ὁ πρώτιστος λόγος δέν εἶναι τόσο γιά τίς καθημερινές μας ἐργασίες, γιά τήν καθημερινότητά μας. Εἶναι γιά νά μεγιστοποιήσωμε, ἐντός τοῦ χρόνου πού μᾶς δόθηκε καί πού δέν θά μᾶς ξαναδοθῆ εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα, τήν προσωπική αἰωνία πνευματική ἀποκατάστασι καί σωτηρία μας. Αὐτή εἶναι ἡ κατ᾽ ἐξοχήν ἀξία καί σημασία τοῦ χρόνου πού μᾶς ἔχει δοθῆ σέ αὐτήν τήν ζωή.
Εἶναι δηλαδή ὁ χρόνος δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι ὁ Θεός δημιουργεῖ τό δημιουργεῖ γιατί ὑπάρχει κάποιος σκοπός. «Χρή γάρ, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί τόπος καί χρόνος τοῖς ἐνεργοῦσι». Χρειάζονται δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἐνεργοῦν, καί ὁ χρόνος καί ὁ τόπος, ὄχι μόνον ἕνα ἀπό τά δύο αὐτά στοιχεῖα. Καί πρέπει μέ τόν χρόνο νά προαγώμεθα πνευματικά.
Τώρα, νά τονίσωμε, στό σημεῖο αὐτό, ὅτι δέν ἰσχύει ἡ λεγομένη δῆθεν «κυκλική θεώρησι τοῦ χρόνου», διότι, ὅπως προανεφέραμε, ὑπάρχει αὐτή ἡ εὐθύγραμμη πορεία τοῦ χρόνου. Μέ ἁπλᾶ λόγια, «κυκλική θεώρησι» θά πῆ ὅτι ὅλα ἐπαναλαμβάνονται, ἀρχίζουν ἀπό τήν ἀρχή. Ὅλα ξεκινοῦν δηλαδή ἐκ νέου ἀπό ἐκεῖ πού ἐτελείωσαν. Καί αὐτό δέν εἶναι κάτι τό ἁπλό. Καί βέβαια ἐξαπατοῦνται ἀπό τίς διάφορες κυκλικές τροχιές πού κάνει ἡ γῆ γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Ἀλλά, ἐπιστημονικῶς ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτά κάποτε θά σταματήσουν.
Ἡ κυκλική θεώρησις τοῦ χρόνου δέν εἶναι ἁπλῶς μία θεώρησις, πού εἶναι ἁπλῶς λάθος, ἀλλά εἶναι μία θεώρησις πού ὁδηγεῖ στόν μηδενισμό, ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία. Καταργεῖται ἡ Δευτέρα Παρουσία, καταργεῖται ὅτι ἡ ἱστορία πού ἄρχισε θά τελειώση. Ἔχει πάρα πολλές βαθειές, ὀλέθριες καί ἀμετάκλητες συνέπειες γιά τήν τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μόνο γιά τήν αἰωνία, ἀλλά καί γιά τήν προσωρινή τύχη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ἄν ὅλα ἐπαναλαμβάνωνται, ὅλα στηρίζονται στήν εἱμαρμένη, στήν τύχη δηλαδή κατά τό κοινῶς λεγόμενο, τί ἀξία θά ἔχη αὐτήἡ ζωή; Δέν θά τελειώση ὁ χρόνος; Ἄρα, ἀφοῦ δέν θά τελειώση ὁ χρόνος δέν θά ἔχωμε Δευτέρα Παρουσία, ἄρα γιατί νά ἀγωνισθῶ, ἄρα τί νόημα ἔχει ἡ ζωή μου; Διότι, λίγο-πολύ ὅλα τά σύγχρονα φιλοσοφικά συστήματα θεμελιώνονται σέ αὐτήν τήν θεώρησι, τήν κυκλική, περί χρόνου.
Καί αὐτός εἶναι ὁ κυριώτερος λόγος πού ἡ ἀνθρωπότης ζεῖ μέσα στήν ἀπελπισία σήμερα. Ζεῖ τό μαρτύριο αὐτό τοῦ μηδενισμοῦ. Καί ἡ ἀναρχία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἁπλῶς διαφόρων σάπιων πολιτικοκοινωνικῶν συστημάτων. Βέβαια καί αὐτά συντελοῦν σέ αὐτό. Ἀλλά, ἡ ἀναρχία εἶναι ἀποτέλεσμα κυρίως αὐτῆς τῆς μηδενιστικῆς φιλοσοφικῆςἀντιλήψεως πού ὑπάρχει. Καί μία παράμετρος αὐτῆς τῆς περιρρέουσας φιλοσοφικῆς ἀντιλήψεως εἶναι αὐτή ἡ κυκλική θεώρησις, ὅπως εἴπαμε, τοῦ χρόνου. Τά πάντα νά γυρίζουν καί νά τελειώνουν στό ἴδιο σημεῖο. Βλέπει κανείς τήν ζωή, τήν ζωή του δηλαδή, χωρίς προορισμό, χωρίς νόημα. Γι᾽ αὐτό καί ἐπαναστατεῖ, ἀλλά δέν ξέρει πρός τά ποῦ νά στραφῆκαί τί τοῦ φταίει. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἀναρχικοί ἔχουν ''πιάσει'' τό νόημα τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀπό τήν ἀνάποδη...
Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι γραμμικός. Ἑπομένως, ξεκίνησε μαζί μέ τήν Δημιουργία, βαδίζει παράλληλα μέ αὐτήν καί θά τελειώση ὅταν θά τελειώση, ἤ μᾶλλον, θά ἀλλαχθῆ ἡ Δημιουργία. Ἔχει ὁ χρόνος δηλαδή ἀρχή καί τέλος. ''Ἐκεῖνα πού ἄρχισαν μέ τόν χρόνο, μέ τόν χρόνο καί θά τελειώσουν'', τονίζουν ἀλλοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Λέγει συγκεκριμένα ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἰ ἀρχήν ἔχῃ χρονικήν, μή ἀμφιβάλλῃς περί τοῦ τέλους». Ἐάν ἔχη ἀρχή χρονική, νά μήν ἀμφιβάλλης καί γιά τό τέλος.
Ἔτσι λοιπόν, ξεκίνησε ἡ ἱστορία. Καί ἀφοῦ ξεκίνησε, θά τελειώση. Θά τελειώσωμε ὅλοι, καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί σέ γενικό παγκόσμιο ἐπίπεδο καί θά κριθοῦμε ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, γιατί αὐτός εἶναι καί ὁ τελικός σκοπός βέβαια πού ἔγιναν ὅλα. Καί ὅλα αὐτά πορεύονται σέ ἕναν τελικό σκοπό πού ἔθεσε βέβαια ὁ Θεός. Θά τελειώσουν καί θά ἀρχίση κάτι ἄλλο ἀνώτερο πού δέν ὑπόκειται στήν φθορά.
Ἄλλωστε, κάτι ἀνάλογο καί φυσικά ἀκατανόητο μέ τά τωρινά δεδομένα θά συμβῆ καί ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀνάστασι τῶν σωμάτων μας μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι τό νέο ἄφθαρτο σῶμα μας θά εἶναι «αὐτό καί οὐκ αὐτό». Θά εἶναι τό ἴδιο, ἀλλά ὄχι τό ἴδιο. Δηλαδή, μεταξύ ἀναστημένου σώματος καί τοῦ τωρινοῦ μας θά ὑπάρχη, καί ταυτότης, καί διαφορά, ὅπως περίπου συμβαίνει μεταξύ τοῦ κόκκου τοῦ σίτου, πού τόν φυτεύομε στήν γῆ, καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προερχομένου στάχυος. Ἄλλο κατά προσέγγισιν παράδειγμα εἶναι ἐκεῖνο μεταξύ γονιμοποιημένου ὠαρίου καί τοῦ τελείου ἀνθρώπου, ἀργότερα.
Δηλαδή, στήν Ἀνάστασι, ἐνῶ μέν ἡ πρώτη μας μορφή δέν θά ἐξαφανισθῆ, ὅμως δέν θά ὑπάρχουν τά αὐτά ἀκριβῶς ὑλικά στοιχεῖα τά ὁποῖα εἶχε τό σῶμα ὅταν χωρίσθηκε ἀπό τήν ψυχή καί παρεδόθη στόν τάφο, διότι θά εἶναι ἀλλαγμένα. Ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «οὐχί ἄλλη οὐσία σπείρεται ἐν τῷ τάφῳ, ἄλλη δέ ἐγείρεται, ἀλλ᾽ ἡ αὐτή βελτίων καί λαμπροτέρα». Θά γίνουν, λοιπόν, πλεῖστες ὅσες ἀσύλληπτες μεταβολές στό ἀνθρώπινο σῶμα.
Κλείνοντας αὐτήν τήν συναφῆ μέ τό κύριό μας θέμα παρένθεσι, λέμε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τό νέο ἀνακαινισμένο καί ἄφθαρτο περιβάλλον καί ἡ νέα κατάστασις εἰς τήν ὁποία θά εὑρίσκωνται οἱ ἀναστημένοι ἄνθρωποι θά εἶναι ξένα πρός τήν παχυλότητα τοῦ παρόντος κόσμου, καθίσταται αὐτονόητον ὅτι τά νέα μας σώματα πρέπει νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά προσαρμόζωνται καί νά ἐναρμονίζωνται πλήρως πρός τό νέο περιβάλλον. Ὅπως λένε οἱ ἑρμηνευταί, θά εἶναι ὅπως τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ἐλεύθερο ἐπί παραδείγματι τῶν περιορισμῶν τῆς ἀποστάσεως, τῆς βαρύτητος, καί παντός ὅ,τι καθιστᾶ τό σημερινό μας σῶμα δυσμετακίνητο, βαρύ, παχύ, θνητό, κλπ. Πάντως, θά εἶναι σῶμα καί θά διακρίνεται σαφεστάτως τῆς ἀνθρωπίνης μας ψυχῆς, ἡ ὁποία θά ἐνδυθῆ, ὡς οἰκητήριο ἐξ οὐρανοῦ, τοῦτο ἐκ νέου. Καί ὅλα αὐτά θά λαμβάνουν χώρα στά νέα δεδομένα τοῦ χρόνου πού προανεφέραμε. Αἰωνίως δηλαδή, ἀλήκτως, ἀχρόνως-ὑπερχρόνως.
Γιά τόν Θεό εἶναι ἀδιάφορο ἄν ὑπάρχη κόσμος ἤ ὄχι. Μέ αὐτό φυσικά δέν ἐννοοῦμε ἄν ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός γιά τόν κόσμο. Προφανῶς καί ἐνδιαφέρεται ἄπειρα, ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης Του ἐνηνθρώπισε, κλπ. Ὀντολογικά ὅμως, ὡς πρός τήν ἐσωτερική Του ὕπαρξι καί τήν εὐτυχία εἶναι ἀδιάφορο ἄν ὑπάρχη ἤ ἄν δέν ὑπάρχη κόσμος. Οὔτε, τοῦ Θεοῦ, τοῦ προστίθεται δόξα ἤ εὐτυχία ἤ κάτι πού τοῦ ἔλειπε πρίν καί τώρα μέ τήν δημιουργία τοῦ κόσμου δέν τοῦ λείπει, οὔτε καί τοῦ ἀφαιρεῖται κάτι.
Ὁ Θεός δημιουργεῖ μόνον λόγῳ τοῦ ἀπείρου πλούτου τῆς ἀγαθότητός Του. Ἄλλωστε, ἀπό τό ἄπειρον τοῦ Θεοῦ, ἄν προσθαφαιρέσωμε ὁ,τιδήποτε πεπερασμένο - κόσμο, Δημιουργία, κλπ. -, τό ἄπειρο παραμένει πάλι ἄπειρο. Τό ἄπειρο δέν γίνεται πτωχότερο ἤ πλουσιώτερο. Δέν παθαίνει καμμία μεταβολή ὀντολογική. Ὅλα περνοῦν ἀπαρατήρητα, μέ τήν ἔννοια δηλαδή τῆς ἀναγκαιότητος.
Ἐνῶ ὁ Θεός χαίρεται φυσικά καί διψᾶ τήν σωτηρία μας, χαίρεται γιά τήν πρόοδό μας, στήν οὐσία ὅμως δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Δέν τοῦ προστίθεται εὐτυχία στήν εὐτυχία. Δέν τοῦ προστίθεται τίποτε. Γιατί ἄν τοῦ προσετίθετο κάτι, θά ἐσήμαινε ὅτι πιό πρίν κάτι τοῦ ἔλειπε, ἄρα δέν ἦτο τέλειος, ὅπερ ἄτοπον.
Ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ὑπερτέλειος, οὔτε βελτιώνεται, οὔτε γίνεται καλύτερος ἀπ᾽ ὅ,τι εἶναι, καί ἀντίστροφα. Δένἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίποτε. Εἶναι ἀνενδεής. Ὅπως λέγεται, ἐπί τό θεολογικώτερον ἐν προκειμένῳ γιά τήν Δημιουργία, ὁ κόσμος καί πᾶν τό κτιστόν, λογικόν καί μή λογικόν, δέν εἰσάγεται στήν ἐνδοτριαδολογική ζωή τῆς μιᾶς Θεότητος ὡς συνπροσδιοριστική ἀρχή. Ἡ «ἰδέα» τοῦ κόσμου καί ὅλο τό θεῖο σχέδιο, ἡ περί τοῦ κόσμου θεία δηλαδή βουλή, εἶναι βεβαίως αἰωνία, ἤ μᾶλλον προαιωνία καί ἄναρχη, ἀφοῦ «πᾶν τό θεῖον ἀεί ὡσαύτως ἔχει», πάντοτε δηλαδή εἶναι τό ἴδιο. «Ἀεί ἔχει ὡσαύτως», ὅπως ἐπί παραδείγματι στόν Εὐαγγελισμό λέγει ὁ Ἀρχάγγελος: «Βουλήν προαιώνιον ἀποκαλύπτων Σοι κόρη, κλπ.» Βουλήν προαιώνιον, ἄναρχη δηλαδή, αἰώνια, κλπ.
Παρά ταῦτα, δέν εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ κόσμου καί ὅλο τό θεῖο σχέδιο ἐξ ὁλοκλήρου συναιώνια καί συναΐδια μέ τό εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον τό θεῖο σχέδιο, κλπ. εἶναι ἐκδήλωσις τῆς βουλήσεώς Του καί ὄχι τῆς αὐτοσυνειδησίας Του. Σύμφωνα μέ τήν πατερική σκέψι, ἡ τριαδικότης «προηγεῖται» τῆς θελήσεως καί βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον ἡ θεία θέλησις εἶναι ''μία'', κοινή καί ἀδιαίρετος δι᾽ ὅλην τήν Ἁγίαν Τριάδα ἐνέργεια, ὅπως βέβαια καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες θεῖες ἐνέργειες.
Ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «δεύτερον ἐστί τό δημιουργεῖν τοῦ γεννᾶν τόν Θεόν», διότι «τό ἐκ φύσεως» εἶναι «πολλῷ πρότερον», «ὑπέρκειται τῆς βουλήσεως». Αὐτά, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τά λέγει κατά Ἀρειανῶν. Καί ἐννοεῖται, ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ περί παντός κτιστοῦ δέν εἶναι ἡ ἰδία ἡ κτίσις, δέν εἶναι ἡ οὐσία τῆς κτίσεως. Ἡ κτίσις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναλλοίωτη, ἁπλῆ, προαιώνια, ἄναρχη θεία ἰδέα εἶναι πάντοτε ἔξω ἀπό τόν χωροχρόνο, ἐκτός τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ὅπως καί ἡ μετάβασις ἀπό τό θεϊκό ἐννόημα - ἀπό τήν ''θεϊκή σύλληψι'' - εἰς τό ἔργον, εἰς τήν ἐκτέλεσι δηλαδή, εἰς τό ἀποτέλεσμα τοῦ τριαδολογικοῦ ἐννοήματος, δέν εἶναι μία πορεία ἐντός τῆς θείας ἰδέας, ἀλλά εἶναι μία ἐμφάνισις καινούργια, ἐξωτερική, ''ἐξωθεϊκή'', πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία παντός κτιστοῦ, λογικοῦ καί ἀλόγου. Δηλαδή, ἀνθρώπων, ἀγγέλων καί ὅλης τῆς κτίσεως. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ ὁ,τιδήποτε κτιστό, παραμένουσα παντελῶς ὑπεράγνωστος.
Ἡ ἐνδοθεϊκή ζωή χωρίζεται ἀπείρως ἀπό τήν κτίσι μέ ''Φῶς ἀπρόσιτον''. Ὅπως λέμε, ὁ Θεός εἶναι «ὁ μόνος οἰκῶν φῶς ἀπρόσιτον». Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος «τά ποιήματα - τά δημιουργήματα δηλαδή - εἶναι μέν ἐνδεικτικά τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ὄχι καί τῆς οὐσίας Του». Ὅταν λέμε ''ἐνδεικτικά'' σημαίνει ὅτι ἀποκαλύπτουν, παρά τό ἀσύλληπτο μεγαλεῖο τους, πεπερασμένο μόνο μέρος τῆς ἄπειρης σοφίας τοῦ Θεοῦ. Μόνον πού ἡ πεπερασμένη αὐτή ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς κτίσμασι εἶναι γιά κάθε ἀνθρώπινο νοῦ, στό βάθος της, ἐντελῶς ἀπρόσιτη. Ξεπερνᾶ τήν ἀνθρωπίνη δυνατότητα. Κι ὅπως λέγει ὁ ἴδιος Πατήρ «αἱ μέν ἐνέργειαι Αὐτοῦ - τοῦ Θεοῦ δηλαδή - ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ ἁπλῆ». Λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅσα λέγομε περί Θεοῦ δέν δείχνουν τήν θείαν φύσιν, ἀλλά ''τά περί αὐτήν'', τίς ἐνέργειές Της δηλαδή. Ὅλα αὐτά βέβαια δέν σημαίνουν ὅτι ὑπάρχει διαίρεσις - ἄπαγε - ἤ χωρισμός τοῦ Θεοῦ σέ οὐσία καί ἐνέργεια.
Λέγει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προέρχεται, ''προΐησι'' ἀπό τήν οὐσία Του, ἀλλά καί ''προϊοῦσα'' δέν χωρίζεται ἀπό αὐτήν. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία Του, ἀλλά οὔτε καί ἕνα ''συμβεβηκός'' Της. Εἶναι ἀναλλοίωτος καί συναΐδιος μέ τόν Θεόν. Προϋπάρχει τῆς κτίσεως. Καί ἀποκαλύπτει τήν περί αὐτῆς δημιουργόν θέλησιν τοῦ Θεοῦ».
Ἀλλά, ἄς ἀφήσωμε τά ἀνεξάντλητα καί κάπως δυσνόητα θεολογικά μηνύματα τά ἀπορρέοντα ἀπό τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ καί ἄς μιλήσωμε πιό βιωματικά, πρακτικά, καί νά τονίσωμε ὅτι τό πιό σημαντικό γιά μᾶς τώρα εἶναι ὅτι, ἐάν πραγματικά τό ἐπιθυμοῦμε, ἐάν Τοῦ τό ἐπιτρέψωμε, ὁ ἄχρονος καί ἀκατάληπτος Θεός μπορεῖ νά μᾶς συναντήση.
Λέγει ἡ Ἀποκάλυψις: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ» (Ἀποκ. Γ´, 20). Μπορεῖ ὁ Θεός νά μᾶς συναντήση ὁποιαδήποτε χρονική στιγμή τῆς ζωῆς μας. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο καί τό εὐκταῖο.
Δέν θά πρέπη νά μᾶς ἐνδιαφέρη δηλαδή ἡ σχολαστική μέτρησις τοῦ χρόνου, πού πάντα εἶναι συμβατική καί μήἀκριβής, ἀλλά ἡ μεταμόρφωσις τοῦ χρόνου, τό πῶς δηλαδή ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός μπορεῖ ἐν χρόνῳ νά βιώση τό αἰώνιο, τό ἄχρονο. Πῶς δηλαδή μέ τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στούς ἀξίους, μέ τήν εἴσοδο στόν «συμπεπυκνωμένο χρόνο» τῆς Θείας Λειτουργίας καί στόν λεγόμενο ''λειτουργικό χρόνο'', ἐμπειρικά καί ὀντολογικά πλέον ἡ χρονική μας ὕπαρξις εἰσάγεται, συν-κρᾶται, σέ ἄλλες διαστάσεις, ὅταν ἐναγκαλίζεται καί συνουσιάζεται μέ τήν ἄκτιστη Θείαἐνέργεια, πού δέν ἔχει βέβαια οὔτε χρονική ἀρχή, οὔτε τέλος. Θά πρέπη πρακτικά νά μᾶς ἐνδιαφέρη μόνον ἡ ἐν χρόνῳ προσωπική μας μεταμόρφωσις καί συνάντησις μέ τόν αἰώνιο καί ἄχρονο Θεό, ὁ ὁποῖος διά τοῦτο ἐσαρκώθη γιά νά γίνωμε ἐμεῖς θεοί κατά Χάριν καί ἐπέρασε καί εἰσήχθη σαρκί θεληματικῶς μέσα στήν ἀνθρώπινη ταλαίπωρη ἱστορία μας.
Οἱ χρονολογίες ἀσφαλῶς μπορεῖ νά θεωρηθοῦν συμβολικές, συμβατικές. Ἄλλωστε καί οἱ χριστιανικές ἑορτές εἶναι μέν σημαντικώτατες, ἀλλά στήν οὐσία εἶναι ἁπλῶς βοηθητικοί χρονικοί σταθμοί πού μᾶς βοηθοῦν στήν κατά Χριστόν προκοπή μας, ἐφ᾽ ὅσον διά μέσου αὐτῶν οἰκειοποιούμεθα τά διάφορα γεγονότα πρός δική μας προσωπική πνευματική ἀναγέννησι. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι καί ὁ σκοπός των.
Γι᾽ αὐτό καί ὅσοι πολεμοῦν καί προσπαθοῦν νά περιθωριοποιήσουν καί εἰ δυνατόν νά ἐξαφανίσουν τίς χριστιανικές ἑορτές μέ διάφορες ὡραῖες δικαιολογίες, στήν οὐσία εἶναι θεομάχοι, εἶναι ὄργανα, εἴτε ἐν ἐπιγνώσει, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ, τοῦ Διαβόλου.
Ἀποκορύφωμα δέ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ προσπάθειά τους νά καταργήσουν τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Αἶσχος καί ντροπή! Τί νά ποῦμε; Τά ξέρετε, τά ἔχομε πῆ καί ἄλλες φορές. Εἶναι πάρα πολύ προφανῆ. Εἶναι προφανές, ὅτι πλέον ἔχουν πέσει καί οἱ τελευταῖες μάσκες. Θά εἴμαστε ἀναπολόγητοι, ἐάν προφανῶς δέν ἀντιδράσωμε. Καί νά ἀντιδράσωμε φυσικά δυναμικά, ἀλλά καί κατά Θεόν.
Πιστεύω, καταλαβαίνετε τώρα τήν σημασία καί τίς συνέπειες ὅλων αὐτῶν, πόσο μᾶς ὠφελοῦν οἱ χριστιανικές ἑορτές καί ἀργίες. Καί εἶναι ἀργίες ὄχι γιά νά πηγαίνωμε ἐκδρομές ἤ νά ἔχωμε τήν ἁμαρτωλή ψυχαγωγία, ἀλλά γιά νά προαγώμεθα πνευματικά, νά ἔχωμε δηλαδή τήν χριστιανική ψυχαγωγία, πού θά πῆ ἀγωγή καί πρόοδος τῆς ψυχῆς μας.
Αὐτό πού θέλω τώρα νά σᾶς ἐπισημάνω εἶναι ὁ προαναφερθείς λειτουργικός χρόνος, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ τά πάντα - παρελθόν, παρόν καί μέλλον - ἕνα ἀδιάκοπο παρόν, ἕνα αἰώνιο «σήμερον».
Ὅταν λέμε «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», δέν τό λέμε τυχαῖα, δέν λέγεται ποιητικῇ ἀδείᾳ, οὔτε εἶναι ἕνα καλολογικό στοιχεῖο. Ἔχει τό νοήμά του. Ὅταν λέμε «σήμερον ὁ Δεσπότης κλίνει τόν αὐχένα χειρί τῇ τοῦ Προδρόμου» στά Θεοφάνεια, ἤ τήν Πεντηκοστή, ὅταν ψάλλωμε «παράδοξα σήμερον εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυΐδ», καί πολλές ἄλλες φορές λέμε αὐτό τό «σήμερον». Ὅπως λέμε «σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον». Πότε τελικά κατά ἀλήθειαν ἰσχύει αὐτό τό «σήμερον»; Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχύη, ἐφ᾽ ὅσον τό ἐπαναλαμβάνωμε κάθε χρόνο καί πολλές φορές τόν χρόνο γιά κάποιες ἑορτές;
Αὐτά τά ἐπεξηγεῖ ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὡς ἑξῆς:
«Πάντοτε καί διά πάντα. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δούλη εἰς τόν ρέοντα ὑλικόν χρόνον, καίτοι κινεῖται ἐντός αὐτοῦ,ὅπως καί ἐντός τοῦ ὑλικοῦ χώρου. Ἡ Ἐκκλησία, οὖσα προθάλαμος καί πρόγευσις τῆς αἰωνιότητος, ζεῖ ἕναν ἄχρονο χρόνο, ἕν διηνεκές σήμερον, ἕν ἀδιάλειπτον καί σταθερόν καί ἀμετακίνητον παρόν. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζουσα τά διάφορα γεγονότα τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου - Γέννησις, Θεοφάνεια, κλπ. - δέν πράττει τοῦτο πρός ἁπλῆν ἀνάμνησιν ἐν τῇ ψυχολογικῇ ἐννοίᾳ τοῦ ὅρου, ἀλλά βιοῖ μυστικῶς αὐτά τά ἑορταζόμενα γεγονότα. Ὅπως λέμε «χθές συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι», ψάλλει πᾶν μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς διότι δέν ἀναμιμνήσκεται ἁπλῶς τά γεγονότα αὐτά, ἀλλά συμμετέχει μυστικῶς εἰς τό Πάθος καί εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος». Τά οἰκειοποιεῖται πλήρως. Ὅπως λέμε «ἀναζωγραφοῦμε τά ὑστερήματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ».
Καί συνεχίζει ὁ π. Ἐπιφάνιος: «Ἐν τῷ οὐρανῷ, οὔτε χρόνος ὑπάρχει, οὔτε ἡμερονύκτιον, οὔτε ἑορταί καί πανηγύρεις πρός τιμήν τούτου καί ἐκείνου τοῦ γεγονότος ἤ τοῦ δεῖνος Ἁγίου, ἀλλά μόνον μία καί μοναδική ἑορτή καί πανήγυρις μηδέποτε διακοπτομένη καί μηδέποτε λαμβάνουσα πέρας. Ἐν τῷ λειτουργικῷ χρόνῳ τῆς Ἐκκλησίας τά πάντα, καί τά πρῶτα, καί τά ἔσχατα, εἶναι «σήμερον»». Ἄλλωστε, στήν Θεία Λειτουργία, πρίν ἀπό τό «τά σά ἐκ τῶν σῶν», τί λέμε; «Μεμνημένοι τῆς Δευτέρας Παρουσίας....». Θυμόμαστε κάτι πού ἀκόμη δέν ἔχει λάβει χώρα, δηλαδή.
Αὐτό λοιπόν πού μᾶς ὠφελεῖ εἶναι ὅτι κάθε ὥρα καί στιγμή πρέπει ὅλοι μας νά βάζωμε νέα ἀρχή μετανοίας. Ὅταν ὁ Διάβολος μᾶς λέγη «αὔριο, ἀργότερα μετανόησε», ἐμεῖς νά λέμε, στόν σατανικό αὐτόν λογισμό, «σήμερα, τώρα, αὐτήν τήν στιγμή, μετανοῶ - γιατί τό τώρα ὁρίζω, τό αὔριο δέν τό ὁρίζω - καί αὔριο ἄς γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Διότι, ἡ ἀναβολή εἶναι ματαίωσις, ἡ δέ ματαίωσις καταστροφή. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ὅποιος ἀναβάλλει τά ἔργα τῆς μετανοίας, πορεύεται μετά πονηρίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». Τό ὀλιγώτερο πού μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι εἶναι ἄγνωστο τό μέλλον, ὁ χρόνος τοῦ θανάτου μας, κλπ. Ἄλλωστε, πάμπολλα εἶναι τά γνωστά παραδείγματα. Ὡς γνωστόν ὁ Θεός «οὐ μυκτηρίζεται». Ὁ Θεός δηλαδή δέν ἐμπαίζεται. Ἄλλο τό νά μή ξέρης καί νά σέ φωτίση ὁ Θεός νά μετανοήσης, καί ἄλλο νά τό κάνης ἐν ἐπιγνώσει καί νά ἀναβάλλης συνεχῶς. Κάποτε ἐξαντλεῖται ὁ χρόνος πού σοῦδίδει ὁ Θεός.
Λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι «ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα». Ἐμεῖς, ὅμως, ἀπερίφραστα διαλαλοῦμε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι «κρῖμα». Εἶναι κρῖμα, ὄχι χρῆμα. Ἐάν τό θέλετε, εἶναι πνευματικό χρῆμα. Εἶναι δηλαδή πολύτιμος. Κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔχει τήν μοναδικωτάτη της ἀξία, διότι ἐάν τήν χρησιμοποιήσωμε δεόντως, αὐξάνει μέσα μας ἡ θεογνωσία. Ὅ,τι δέν ἀντέχει στήν αἰωνιότητα εἶναι ἁμαρτία. Ὅ,τι ὅμως ὠφελεῖ στήν αἰωνιότητα, αὐτό εἶναι ἀρετή.
Ἡ ἀξία τοῦ χρόνου αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι ὅτι ἀπό τό πῶς θά χρησιμοποιήσωμε τήν κάθε ὥρα καί στιγμή αὐτῆς τῆς ζωῆς ἐξαρτᾶται ἡ μέλλουσα ὑπέρχρονη ἀποκατάστασί μας.
Ἄλλωστε, ''ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός πολλαί μοναί εἰσίν''. Καί ''ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ''. Ὅσο καθαρωτέρα ἔχει κάποιος τήν ψυχή του, τόσο καί καθαρώτερον τόν Θεόν ὄψεται καί τοσοῦτον λαμπρότερον τήν αἰώνιον Αὐτοῦδόξα θά ἀντανακλᾶ. Διότι, ἐντός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ «οὐ πάντες τῶν αὐτῶν ἀπολαύσονται». Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἀλλά εἶναι καί δικαιοσύνη. Θά διαφέρουν δηλαδή τά πνευματικά ''πηγαδάκια'' στά ὁποῖα θά ἀνήκουν οἱ σεσωσμένοι,ἀνάλογα μέ τήν ἐδῶ καθαρότητα πού ἀπέκτησαν.
Μέ βάσι λοιπόν τά προαναφερθέντα θεολογικά καί πνευματικά πλαίσια, εὔχομαι σέ ὅλους σας καλή καί καρποφόρα νέα ἐκκλησιαστική χρονιά «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. Ε´, 16). Καί νά μή προφασιζώμεθα διάφορες δικαιολογίες ἀμετανοησίας, διότι οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς τίς πιό πολλές φορές εἶναι δυστυχισμένοι, διότι ''κολλοῦν'' στό παρελθόν πού τό κουβαλοῦν μαζί τους. Δέν ἀναφερόμεθα στίς προλήψεις τοῦ παρελθόντος πού χωρίς τήν θέλησί μας συνεχίζουν νά μᾶς βασανίζουν, ἀλλά σέ πράγματα πού ἐνῷ ἔχουν ἐκλείψει καί δέν μᾶς ἐπηρεάζουν σήμερα, ἐμεῖς, παρά ταῦτα, συνεχῶς τά ἐνθυμούμεθα καί τά ἀνατροφοδοτοῦμε μέσα μας σάν νά συμβαίνουν καί τώρα. Ἔτσι, τά διάφορα πάσης φύσεως τραύματα τοῦ παρελθόντος συντηροῦνται καί παραμένουν.
Ἄλλωστε, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕν δέ, τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω ἐπί τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλιπ. Γ´, 14). Σέ ἐλεύθερη μετάφρασι: «Ἀλλ᾽ ἕνα πρᾶγμα κάνω, δι᾽ ἕνα φροντίζω, λησμονῶ μέν ὅσα ἔγιναν εἰς τό παρελθόν, πού τά ἔχω ἀφήσει ὀπίσω μου, ἁπλώνομαι δέ διαρκῶς καί σπεύδω πρός ἐκεῖνα πού εἶναι ἐμπρός μου καί πού μένουν ἀκόμη ἀνεκτέλεστα - καί πρέπει δηλαδή νά τά ἐφαρμόσω, καί πρέπει νά τά ἐκτελέσω - κι ἔτσι προχωρῶ κατ᾽ εὐθεῖαν πρός τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό καί τρέχω βιαστικά γιά νά λάβω τό βραβεῖο, τό ὁποῖο μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ πρόσκλησις πρός τόν οὐρανόν ἐπάνω, ὅπου μᾶς καλεῖ ὁ Θεός διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σέ ὅλους μας, καλή μετάνοια, καί τώρα καί πάντοτε καί ὡς τό τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας, διότι τά ἔργα τῆς μετανοίας ποτέ δέν τελειώνουν.
Καλή Χρονιά μέ κατά Χριστόν πρόοδο!
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 31-8-2013)
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Aν ξεφυλλίσουμε τον ημεροδείκτη μας και φθάσουμε στην 1η Σεπτεμβρίου, θα δούμε να σημειώνεται: «Aρχή Ινδίκτου». Πολλοί ίσως, διαβάζοντας τη φράση αυτή, να διερωτώνται: Tι σημαίνουν τα λόγια αυτά και τι είναι η Ίνδικτος;
Η λέξη Ίνδικτος είναι λατινική ελληνοποιημένη και σημαίνει ορισμός, διάγγελμα, πού εκδιδόταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, με σκοπό να καθορίζουν το ύψος των φόρων επί της παραγωγής της γης, που θα έπρεπε να πληρώσουν οι υπήκοοι της Ρώμης για τη συντήρηση του στρατού. Το διάγγελμα αυτό ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια και τούτο, γιατί κάθε δεκαπέντε χρόνια απολύονταν οι παλαιοί στρατιώτες και κατατάσσονταν οι νέοι. Να σημειωθεί ότι το ύψος των σχετικών φόρων καθοριζόταν από τη νέα δύναμη του στρατού για την επόμενη δεκαπενταετία.
Με την πάροδο του χρόνου η λέξη Ίνδικτος έπαψε να σημαίνει μόνο διάγγελμα, αλλά σήμαινε και το διάστημα των δεκαπέντε ετών. Έτσι άρχισαν να μετρούν το χρόνο σε Iνδίκτους (πρώτη Ίνδικτος, δεύτερη Ίνδικτος κ.ο.κ.).
Πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος όρισε ως επίσημη μέτρηση του χρόνου (το 312 ή 313 μ.Χ.) την Ίνδικτο, πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου, εποχή που είχε τελειώσει η συγκομιδή των καρπών της γης. Η μέτρηση αυτή του χρόνου ονομάστηκε, από το όνομα του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνειος Iνδικτιών και Ελληνική.
Η Εκκλησία υιοθέτησε αυτό το σύστημα μέτρησης του χρόνου και μετρούσε τα έτη με τίς Ινδικτιώνες. Έτσι το Εκκλησιαστικό έτος άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου με Πατριαρχική Θεία Λειτουργία και ιδιαίτερη Iερά Παράκληση, ώστε να ευλογήσει ο Θεός τον καινούριο χρόνο.
Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός ο Α΄ το 537 εισήγαγε τη μέτρηση κατά Ινδικτιώνες στα κρατικά έγγραφα και στίς δικαστικές αποφάσεις. Έλεγαν δηλαδή 1ο έτος της τάδε Ινδικτιώνος, 2ο έτος της τάδε Ινδικτι‘νος κ.ο.κ.
Με τον καιρό ορίστηκαν δύο είδη Ινδίκτου, η Καισαρική, δηλαδή η παλαιά ρωμαϊκή πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και την οποία συνέχισε τό Βυζάντιο, και η Παπική, που άρχιζε στίς 25 Δεκεμβρίου και αργότερα την 1η Ιανουαρίου.
Στη Δύση σιγά-σιγά επικράτησε ως αρχή του νέου έτους η 1η Ιανουαρίου, ενώ στην Aνατολή είχε παραμείνει η 1η Σεπτεμβρίου. Αυτός είναι και ο λόγος που η πρώτη Σεπτεμβρίου παρέμεινε μέχρι και σήμερα η αρχή του Εκκλησιαστικού έτους, μετά την καθιέρωση για όλους ως αρχής του πολιτικού έτους της 1ης Ιανουαρίου. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Εκκλησία μας όρισε την ημέρα αυτή να αναγινώσκεται στους Ιερούς Ναούς η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Λουκά, που αναφέρει το πρώτο κήρυγμα του Χριστού στη συναγωγή της Ναζαρέτ (Λουκ. 4, 16-18).
Οι Ινδικτιώνες μετριούνται από τη Γέννηση του Χριστού. Επειδή, όμως, η χρονολογία από της του Χριστού Γεννήσεως υστερεί κατά τρία έτη, για να βρούμε, παραδείγματος χάριν, την Ίνδικτο του 2004, προσθέτουμε 3 έτη και διαιρούμε δια του 15. Δηλαδή 2004 + 3= 2007 : 15 = 133 και υπόλοιπο 12 που σημαίνει ότι βρισκόμαστε στο 12ο έτος της 133ης Ινδίκτου (από την 1η Σεπτεμβρίου).
Απολυτίκιο. Ήχος β'.
Ό πάσης Δημιουργός της κτίσεως, ο καιρούς και χρόνους εν τη Ίδία εξουσία θέμενος, ευλόγησαν τον στέφανον, του ενιαυτού της χρηστότητας σου, Κύριε, φυλάττων εν ειρήνη τους βασιλείς και την πάλιν σου, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Πηγή: Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...