
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
[Β᾽ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, κεφάλαιο 2, στίχος 3] Στόν πρῶτο στίχο ἀκούσαμε τίς λέξεις «σύ οὖν, τέκνον μου ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὅπως ἔχετε καταλάβει στήν ἑρμηνευτική μας προσέγγιση ἡ ἔμφαση σέ μᾶς δίνεται στίς λέξεις, γιατί οἱ λέξεις οἰκοδομοῦν τό νόημα· δέν μπορῶ νά ἀναλύσω τό νόημα, ἄν δέν ξέρω τίς λέξεις· ἀπ᾽ τίς λέξεις, ἀναλύοντας αὐτές, θά ἀναδυθεῖ τό νόημα τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο ἀναλύουμε. Τώρα ἐδῶ λέει «σύ οὖν τέκνον μου», ἐσύ, λοιπόν, παιδί μου, λέει. Bέβαια κατά τά μέτρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς χριστιανικῆς ποιμαντικῆς ζωῆς αὐτό τό τέκνον εἶναι κατανοητό· βέβαια σέ δεδομένα προχριστιανικά αὐτό δέν εἶναι πολύ εὔκολο νά γίνει κατανοητό. Ἀκόμη καί οἱ δάσκαλοι, οἱ φιλοσοφικές σχολές κ.λπ. πού χαν μαθητές δέν φαίνονται νά ἀποκαλοῦν τούς μαθητές τους τέκνον μου· θά ἦταν μαθηταί μου. Οἱ λέξεις δέν εἶναι συνήθεις, ἀλλά αὐτή ἡ λέξη ἀναδύεται μέσα ἀπό τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἡ ὁποία ἀναδεικνύεται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας καί βλέπετε τέκνον μου τόν λέει ἐνῶ δέν εἶναι φυσικό του τέκνο, δέν εἶχε τέκνα, δέν ἦταν παντρεμένος, ἀλλά ἐπειδή μέσα ἀπό τήν πνευματική ζωή, τό ξέρετε ὅλοι αὐτό, ἀλλά νά σταθῶ λίγο στήν ἀνάλυση, κάποιος ζώντας πνευματικά γεννιέται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γεννιέται, βρίσκει τόν ἑαυτό του καί πάλι, καθαρίζει τόν ἑαυτό του καί θεωρεῖται ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει λειτουργήσει σέ αὐτό τό ἔργο τῆς βαθιᾶς, βαθιᾶς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, προσέξτε ἀναγέννηση [σημαίνει] εἶναι βαπτισμένος μέν ἀλλά δέν τό εἶχε χρησιμοποιήσει· σοῦ ἔδωσε ἕνα δῶρο καί δέν τό χρησιμοποίησες καί ἔρχεται ἡ ὥρα πού τώρα [θά] τό χρησιμοποιήσεις. Προσέξτε τόν ὅρο καί τό τονίζω καί τό διαφοροποιῶ ἀπό ὁποιαδήποτε ἔννοια ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἀναδύεται στό χῶρο τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας καί στό χῶρο μερικῶν ὁμάδων πεντηκοστιανῶν κ.λπ., πού μιλᾶνε γιά μιά ἀναγέννηση ἄλλου τύπου ὅμως. Προσέξτε ἐμεῖς γεννόμεθα μέσα στήν κολυμβήθρα, αὐτή εἶναι ἡ μήτρα μας καί ἐκεῖ μᾶς δίνεται τό μεγάλο δῶρο τοῦ νά ζήσουμε χριστιανικά καί νά λειτουργήσουμε τό ἔργο τοῦ προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ μας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι· ἐκεῖ εἶναι ἄλλο πράγμα, ἐκεῖ σοῦ λέει τώρα γεννιέσαι, τώρα πού γνώρισες τό Χριστό· ἤσουνα βαπτισμένος, ἀλλά τώρα πού Τόν γνώρισες, μέ τήν πίστη μόνο, γεννιέσαι· ἐδῶ εἶναι ἡ διαφοροποίηση γι᾽ αὐτό σοῦ λένε ἔλα νά γεννηθεῖς. Ἄλλο πράγμα τό ἕνα καί ἄλλο τ᾽ ἄλλο· ἄλλο νά ἔχεις ἕνα θησαυρό καί νά μήν τόν χρησιμοποιεῖς καί ἄλλο νά λένε πού τόν εἶχες ἀλλά ἦταν ἄκυρος ἀφοῦ δέν τόν χρησιμοποιοῦσες καί τώρα θά βρίσκεις μιά καινούργια γέννηση. Εἶναι λεπτές διαφοροποιήσεις οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν τρομερές αἱρέσεις.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀνήκει, προσέξτε, στήν Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους πού βαπτίζει καί οἱ ὁποῖοι εἶναι κοντά Της, τούς κάνει τέκνα Της γιατί ἀκριβῶς γεννιόνται μές στήν Ἐκκλησία· γεννήθηκαν στήν κολυμβήθρα καί συνεχίζουν αὐτή τή γέννηση ἄν λειτουργήσουν τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρα ἡ ἔννοια τέκνον ἁρμόζει σέ ὅλους τούς πιστούς πού εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία.
Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού λειτουργοῦν αὐτή τή γέννηση εἶναι οἱ πνευματικοί, πού εἶναι ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἔργο προσωπικό τους, λειτουργοῦν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ πρεσβύτεροι, οἱ πάντες μές στήν Ἐκκλησία λειτουργοῦν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι κάτι δικό τους, κάτι προσωπικό τους, ἄρα ἡ ἐπίκληση τέκνον μου εἶναι γιατί μετέχει στήν Ἐκκλησία καί μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀποκτοῦμε μιά προσωπική σχέση, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δίνει αὐτή τή χάρη καί στήν Ἐκκλησία μέσα ὅλα γίνονται καί προσωπικά ταυτόχρονα ἀλλά τό τέκνον μου δέν εἶναι κάτι ἰδιοτελές ἐγώ καί ἐσύ· ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μέσα ζεῖς καί ἐγώ, ἐπειδή εἶμαι διάκονος τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπηρέτης τῆς Ἐκκλησίας, σέ λέω τέκνον μου.
Βλέπεις, λές ὁ ἀσθενής μου· ὁ γιατρός θά πεῖ ὁ ἀσθενής μου. Ἀσθενής του εἶναι ἀλλά δέν εἶναι δική του ἰατρική, ἔχει μιά ἰατρική, ἡ ὁποία τοῦ δίνει ὁδηγίες πῶς νά κάνει καλά τόν ἀσθενή· εἶναι ἀσθενής του, βέβαια, εἶναι προσωπική ἡ σχέση, αὐτός καί ἐκεῖνος, ἀλλά δέν τόν γιάτρεψε ἁπλῶς ὁ ἴδιος, τόν γιάτρεψε ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καί αὐτός ὁ γιατρός, ἄν ἦταν σωστός γιατρός, ἤξερε καλά τήν ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καί γιάτρεψε κάποιον. Μπορεῖ νά μήν ἔκανε καμιά ἀνακάλυψη ἰατρική, ἁπλῶς ἤξερε καλά τήν ἰατρική· ἄρα προσέξτε διαφοροποιεῖστε αὐτή τήν ἔννοια τοῦ γενικοῦ καί τοῦ προσωπικοῦ καί στήν Ἐκκλησία μέσα ποτέ δέν παύει νά ὑπάρχει τό προσωπικό, [κάποια στιγμή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος], λέει τό εὐαγγέλιόν μου· δέν εἶναι δικό του τό εὐαγγέλιο, ἀλλά αὐτός τό ζεῖ προσωπικά καί αὐτό μεταδίδει. Λέει τό εὐαγγέλιόν μου!
Ἄρα κρατῆστε στήν Ἐκκλησία μέσα, πού ἡ Ἐκκλησία κάνει τά πάντα, ἀλλά δέν καταλύεται τό προσωπικό μέγεθος, δηλαδή εἴμαστε ἄνθρωποι κι ἔχουμε πρόσωπο καί γνωριζόμαστε, ἀλλά αὐτό δέν λειτουργεῖ δεσμούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνεξάρτητοι ἀπό τήν Ἐκκλησία δηλαδή· ἄν ἦταν οἱ δεσμοί ἀνεξάρτητοι ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτός θά ἦταν ἕνας καθαρός γκουρουδισμός, εἶναι τοῦ γκουρού, εἶναι αὐτή ἡ ἔννοια, δέν ἔχει κάποια ἰδεολογία πίσω του. Μπορεῖ νά ἔχει μιά γενική θρησκεία, ἀλλά ἀσκεῖ δικά του γεγονότα καί κάνει τούς ἀνθρώπους αὐτό πού θέλει ἐκεῖνος, τό δικό του σύστημα, γι᾽ αὐτό καί τόν ἀκολουθοῦν πιστά. Δέν εἶναι τό τί λέει ἕνα δόγμα, [ἀλλά] τό τί λέει αὐτός.
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἡ ἀλήθεια καί τά δόγματα καί δέν μπορεῖ κανένας πνευματικός νά τά καταλύσει αὐτά τά μεγέθη, ἀλλά ὑπάρχει ἡ θεολογία, ὑπάρχει Ἐκκλησία· ἄρα στήν Ἐκκλησία μέσα δέν μποροῦν νά δεχτοῦν γκουρού, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ μιά δική του μεθοδολογία, ἐνῶ στό χῶρο τοῦ γκουρουδισμοῦ, ἐπειδή εἶναι πολυποίκιλες οἱ ματιές πού κάνει ὁ καθένας σέ αὐτά τά θέματα, ὁ κάθε γκουρού ἔχει ἕνα δικό του κοίταγμα· ἄρα πρέπει ὁ κάθε μαθητής του νά ἀκολουθεῖ τό δικό του κοίταγμα, ἄρα πρέπει σέ αὐτόν νά ὑπακούει καί [μάλιστα] τυφλά νά ὑπακούει. Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπακοῦμε τυφλά. Ἐμεῖς ὑπακοῦμε στήν Ἐκκλησία καί ὄντας μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά βοηθηθοῦμε νά ἀκολουθήσουμε τό δρόμο μας, κάποιος πνευματικός μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε τό εὐαγγέλιο καί πῶς ζοῦμε χριστιανικά, ἀλλά δέν ἀκολουθοῦμε τόν πνευματικό, οὔτε τίς διδαχές του. Ἀκολουθοῦμε τή διδαχή τῆς Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτό κανένας πνευματικός δέν μπορεῖ νά ἔχει δικές του διδαχές, δέν εἶναι δυνατό αὐτό· λειτουργεῖ σέ αὐτό πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ λοιπόν στήν Ἐκκλησία μέσα νά λειτουργηθοῦν οἱ γκουρουδισμοί· γι᾽ αὐτό στήν Ἐκκλησία μέσα, ἐφόσον καί ἄν ὅλοι οἱ πνευματικοί τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦν τήν ἴδια θεολογία, δέν ὑπάρχει διαφοροποίηση. Δέν ὑπάρχει διαφοροποίηση, εἶναι τό ἴδιο πράγμα· καί γι᾽ αὐτό μεταδίδει τήν ἴδια ἀλήθεια. [Ἄρα εἶναι λάθος] ὅταν ἀκούμε μερικές φορές πού [λένε ὅτι] ἕνας πνευματικός [γι᾽ αὐτό τό θέμα] ἔχει ἄλλη ἄποψη. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις, ξέρω γώ, γιά μιά παιδαγωγία ἀλλά γιά χοντρά πράγματα, πράγματα τά ὁποῖα ἀπαγορεύονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, [δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει διαφοροτική ἄποψη]. Γιά παράδειγμα δέν μπορεῖ ἕνας πνευματικός νά πεῖ σέ κάποιον, σοῦ ἐπιτρέπω νά κλέψεις γιατί πεινᾶς· δέν τό ἐπιτρέπει ἡ Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τούς κανόνες, μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή δέν μπορεῖ νά πεῖ «ἐγώ κάνω συγκατάβαση νά κλέψεις» καί [νά κάνει τήν] δική του παιδαγωγία. Τόν ὁδηγεῖ [ἔτσι] στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ νά πεῖ τίποτε δικό του, πρέπει νά ἀκολουθήσει τήν Ἐκκλησία. Ἄλλο ἡ ἐφαρμογή ἤ ἡ συγκατάβαση ἡ ἐλαφρά ἤ πιό σκληρότερη ἐφαρμογή, πού εἶναι ἕνα ποίκιλμα, ὅπως γίνεται στήν παιδαγωγία, ἕνα παιδί πού εἶναι πολύ ἄτακτο ἀλλιῶς τοῦ φέρεσαι, ἕνα παιδί πού δέν εἶναι ἄτακτο ἀλλιῶς τοῦ φέρεσαι· ἀλλά ἡ προοπτική εἶναι μία νά κάνεις παιδαγωγία στό παιδί. Κρατῆστε αὐτό τό μέγεθος γιά νά μή νομίζει κανείς πού μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἀνεξάρτητες νησίδες γκουρού πνευματικῶν πού ἀκολουθοῦν τή δική τους μεθοδολογία.
Εἶναι Ἐκκλησία καί ὁ δικός σας ἔλεγχος, ἐπειδή μέσα στήν Ἐκκλησία δέν χάνετε τήν προσωπικότητά σας, δέν εἶστε δηλαδή μαθητές ἑνός γκουρού, ἔχετε προσωπικότητα καί συνεχῶς αὐτά τά ὁποῖα ἀκοῦτε, ὅσο μπορεῖτε τά μελετᾶτε στό νοῦ σας, ἄν ἁρμόζουν μέ τό εὐαγγέλιο· ἄν σοῦ πεῖ λοιπόν πήγαινε νά κλέψεις, ξέρεις ὅτι εἶναι ἐκτός εὐαγγελίου. Ἐκεῖ δέν κάνεις ὑπακοή, ὅποια αἰτία καί νά σοῦ πεῖ δέν κάνεις καμία ὑπακοή, γιατί σέ ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως, ἄρα αὐτή ἡ διπλή ἰδιότητα τοῦ ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἐλευθερία τοῦ προσώπου, πού μπορεῖ νά ἐλέγχει τουλάχιστον ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως αὐτά τά ὁποῖα ἀκούει ἀπ᾽ τόν πνευματικό του· ἄρα μέ αὐτά τά ἁπλά πού σᾶς λέγω καταλύεται, καταργεῖται δηλαδή ἡ ἔννοια τῆς ἰδιωτικότητας τῆς προσωπικῆς σχέσης καί εἶναι ἔννοια ἐκκλησιαστική αὐτή ἡ σχέση, ἀποκτᾶ κάλλος μές στήν Ἐκκλησία. Χωρίς νά εἶναι στήν Ἐκκλησία ὁ πνευματικός καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἔχει κανένα νόημα. Τότε πραγματικά εἴμαστε γκουρού καί ἕνας ὁ ὁποῖος εἶναι ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἄς ἦταν παλιά πνευματικός, ἄν ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἄν ἔχει ἀποσκιρτήσει, ἄν ἔχει φύγει, ξέρω γώ, ἄν ἔχει καθαιρεθεῖ, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἔχει πνευματικά παιδιά, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἐπειδή ἐξέπεσε βαθύτατα δέν μπορεῖ νά καθοδηγήσει. Μπορεῖ νά παραμένει ὅποιος εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐξομολογήσει· βλέπετε εἶναι ἕνα θέμα ἐκκλησιολογικό, γι᾽ αὐτό πολλές φορές μερικοί μέ ρωτᾶνε «μπορῶ νά πάω σέ ἄλλον πνευματικό», φυσικά ἄν δέν εἶναι αἱρετικός καί ἄν δέν διδάσκει ἁμαρτίες γιατί ὄχι δέν ὑπάρχει θέμα· δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία.
Προσέξτε κάτι ἄλλο, δέν ὑπάρχουν ἔκτακτοι πνευματικοί χαρισματοῦχοι. Ὅλοι οἱ πνευματικοί, ἐφόσον ἔχουν τήν ἄδεια τῆς ἐξομολογήσεως καί τό μυστήριο τῆς ἱεροσύνης, εἶναι χαρισματοῦχοι. Ὅλοι ἔχουν χαρίσματα μέσα στήν Ἐκκλησία καί τό χάρισμα τῆς ἱεροσύνης, ἄρα ὅλοι εἶναι χαρισματοῦχοι. Ὑπάρχει μιά ἰδιοτροπία στό λαό νά ψάχνει τόν πιό χαρισματοῦχο· δέν εἶναι αὐτή ἱστορία, ἐφόσον ἔχει τό χάρισμα τοῦ ἐξομολογεῖν καί συγχωρεῖν σημαίνει ὅτι τό μυστήριο τῆς δικῆς μας μετανοίας θά λειτουργηθεῖ μέσα ἀπό τά χέρια αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ, πού δέν τόν κρίνουμε ἐμεῖς σάν χαρισματοῦχο. Δέν ξέρω ποιό λόγο ἔχετε νά μήν τόν κρίνετε σάν χαρισματοῦχο, ἀλλά τό μυστήριο τῆς δικῆς μας μετανοίας, ἐφόσον ἔχει εὐλογία ἀπό τήν Ἐκκλησία θά λειτουργηθεῖ καί τό μυστήριο, ἄν ἀφορᾶ τήν ἐξομολόγηση, εἶναι μυστήριο τό ὁποῖο εἶναι μετανοίας. Τί σχέση ἔχει; Ἄμεση σχέση· ἕνας ἱερέας πού εἶναι καλός ἤ κακός στά μάτια σας ἤ στά μάτια μας, ἄν κάνει βάπτισμα, τό ἴδιο βάπτισμα κάνει. Ἄλλο ἄν κάνει τό βάπτισμα μέ αἱρετικό τρόπο, ἄν δέν κάνει [γιά παράδειγμα] τριττή κατάδυση, ἤ [κάνει] ἄλλα [δικά του] πράγματα, ἄλλο πράγμα [αὐτό] καί ἄλλο τό ὅτι ὅποιος καί νά ναι ὁ πνευματικός [ἱερέας], [αὐτός] εἶναι στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ἔχει τήν ἄδεια ἀπό τήν Ἐκκλησία, λειτουργεῖ τό χάρισμα. Δέν διαφοροποιεῖται λοιπόν. [Συνεπώς εἶναι λάθος ἡ ἔκφραση]: θά πάω νά κάνει τό βάπτισμά μου ἕνας ἱερέας πνευματικός. Τί σημαίνει ἱερέας πνευματικός; Ἡ φράση εἶναι κολασμένη. Ὑπάρχει ἱερέας πού δέν εἶναι πνευματικός ἤ χριστιανός πού δέν εἶναι πνευματικός, πού δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἡ Ἐκκλησία, ἄν δεῖ τέτοιο πράγμα, ἄν δεῖ ὅτι καταστρέφει τούς ἀνθρώπους θά τόν καθαιρέσει ἤ [ἁπλά] δέν θά τοῦ δώσει ἄδεια νά ἐξομολογεῖ καί νά τελεῖ τά μυστήρια.
Προσέξτε αὐτό τό λεπτεπίλεπτο σημεῖο, γιατί ἄν δέν τό καταλάβουμε δημιουργοῦνται τάσεις γκουρουδισμοῦ μές στήν Ἐκκλησία καί εἶναι πάρα πολλές αὐτές οἱ ἐπικίνδυνες οἱ τάσεις καί προσέξτε, τό ξαναλέω, ἡ μετάνοια εἶναι δική μας. Πόσο βάθος μετανοίας ἔχουμε, ἔτσι θά συγχωρηθοῦμε καί δέν εἶναι τό θέμα ποιός πνευματικός μᾶς ἐξομολογεῖ· ἄλλο μιά πνευματική συμβουλή ἤ ὄχι, ἀλλά τό κέντρο εἶναι ἡ δική μας μετάνοια. Χωρίς νά ἔχουμε ἐμεῖς μετάνοια καί ὁ καλύτερος, ὁ πιό ἅγιος πνευματικός κατά τά μέτρα τοῦ Θεοῦ, δέν τά ξέρω, νά μᾶς ἐξομολογήσει, δέν ἀλλάζει τίποτε, ἄν ἐμεῖς δέν μετανιώσουμε, δέν ἀλλάζει τίποτε.
Κρατῆστε αὐτά τά μεγέθη γιατί πολύ τό φοβᾶμαι, ἐπειδή οἱ χριστιανοί λίγο ἔχουμε γιά κάποιες ἔτσι σχέσεις καί πολύ τό προσωπικό, τό ἔχουμε πάρα πολύ ἔντονο τό προσωπικό, νά ὑπάρχει προσωπική σχέση, εἶμαι ἐγώ καί ἐσύ, βλέπετε λέει τό εὐαγγέλιό μου ἀλλά τό εὐαγγέλιο εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἰατρική εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ μεθοδολογία εἶναι Χριστοῦ, ἡ θεραπευτική εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς ἐφαρμόζουμε αὐτό τό εὐαγγέλιο καί αὐτή τή μεθοδολογία, αὐτή τήν πρακτική, γι᾽ αὐτό δέν μπορεῖ κανένας νά πεῖ μιά καινούργια πρακτική πέρα ἀπό αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία. Παρακαλῶ κρατῆστε το γιατί δημιουργοῦνται παρενέργειες στήν Ἐκκλησία μέσα, οἱ ὁποῖες βαθύτατα μέ στεναχωροῦν καί ἡ σχέση παραμένει προσωπική, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει γκουρουδική ἡ σχέση. Σᾶς παρακαλῶ γι᾽ αὐτό στήν προσωπική σας ζωή ἔχετε καί ἐλευθερία γιά πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι ἁμαρτία· ἔχετε ἐλευθερία νά κινηθεῖτε ἀπό δῶ ἤ ἀπό κεῖ, ἡ καθοδήγηση ἔρχεται στό δρόμο πού μπορεῖ νά δημιουργήσει ἁμαρτία, νά ξέρουμε τί θά κάνουμε, μήν πέσουμε σέ παγίδα τοῦ διαβόλου καί ἁμαρτήσουμε, ἀλλά ἡ καθοδήγηση δέν εἶναι σέ καθημερινά πράγματα· ἔχουμε καί μιά δυνατότητα δηλαδή νά σκεφτόμασθε μερικά πράγματα· ἄλλο ἡ συγκατάβαση ἡ ὁποία εἶναι ὅταν ξεπερνᾶμε ἕναν κανόνα, κάνουμε [τότε] συγκατάβαση καί ἄλλο κάτι ἄλλο. Κοιτάξτε τώρα, βλέπετε τό θέμα τῆς νηστείας, παράδειγμα εἶναι αὐτό, πολύ ἁπλό δηλαδή καί δέν εἶναι καίριο, τό φέρνω σάν παράδειγμα ἐπειδή εἶναι ἐπίκαιρο. Ἡ Ἐκκλησία λέει αὐτή εἶναι ἡ νηστεία, τέρμα. Ἄν πρόκειται νά τήν κάνεις δέν χρειάζεται νά ρωτήσεις τίποτα. Μέ ρωτᾶνε «νά κάνω νηστεία;»· μά αὐτό ἐννοεῖται, αὐτό λέει τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἐγώ θά σοῦ πῶ ἄν θά κάνεις νηστεία ἤ ὄχι; Ἄλλο ἄν γιά κάποιους λόγους ὑγείας κ.λπ. ἤ ἄλλους λόγους δέν μποροῦμε, τότε ναί, καθοδηγούμασθε πῶς θά τό κάνουμε. Διαφοροποιεῖστε το, δέν χρειάζεται νά ρωτᾶτε κάτι περιττό, ἀφοῦ τό λέει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐρώτημα νά νηστέψω ἤ ὄχι; Δέν χρειάζεται καθόλου. Ἄν ὅμως ποῦμε, νά νηστέψουμε παραπάνω ἀπό αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία, πρέπει νά πάρουμε ἄδεια. Ἡ ὑπέρβαση ἤ ἡ μείωση ἑνός κανόνος χρειάζεται κάποια ἄδεια, γιατί μπορεῖ νά εἶναι προσωπική καί ἐγωιστική μας ἰδιοτροπία· ἀλλά ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἐκκλησία τό λέει ἡ Ἐκκλησία, τό ξέρουμε, διαβάζοντας ἔχουμε αὐτή τήν ἐλευθερία.
Προσέξτε, κρατῆστε ἕνα ἁπλό σχῆμα πού θά σᾶς πῶ τώρα, εἶναι πολύ ἁπλό τό σχῆμα, ἀλλά θά τό καταλάβετε καί μάλιστα τό κάνω σέ μιά συγκριτική διαφοροποιήσεως τῆς ὀρθοδόξου καί μοναδικῆς Ἐκκλησίας μέ τά μορφώματα τά χριστιανικά τοῦ Βατικανοῦ ἤ τοῦ προτεσταντισμοῦ· ἐμεῖς, κοιτάξτε, ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία προσωπική σχέση καί ἔχουμε καί ἕναν πνευματικό, πού σημαίνει κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί διά τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχουμε μιά ἐλευθερία σκέψεως καί μποροῦμε νά ποῦμε ἐγώ θά νηστέψω, δέν χρειάζεται νά πάρουμε ἄδεια ἀπό τόν πνευματικό ἀφοῦ θά νηστέψουμε· ἄρα ὑπάρχει ἡ ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό καί ἡ ἄμεση σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Εἶναι διττό δηλαδή τό σχῆμα, ἡ ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό, μέ τήν Ἐκκλησία καί ἄμεση σχέση διά τοῦ πνευματικοῦ καί τά δύο ὑπάρχουν.
Στό χῶρο τῆς βατικανίου σκέψεως ὑπάρχει μόνο τό ἕνα, εἶναι μόνο διά τοῦ πνευματικοῦ, κάθετα. Καταρχήν, δέν ὑπάρχει ἄμεση σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί ἐκεῖ μάλιστα τό θέμα εἶναι πάρα πολύ κορυφαῖο καί κολασμένο, γιατί ἡ σχέση πιά τοῦ κάθε πιστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Πάπα. Εἶναι πολύ πιό ἀκραῖο ἐκεῖ πέρα τό ἔγκλημα, ἄρα καταργεῖται αὐτό τό διπολικό σχῆμα, δηλαδή ἐγώ καί ὁ Χριστός, ἐγώ κι ἡ Ἐκκλησία· γιά νά λειτουργήσει ἡ ἐλευθερία, μά αὐτή εἶναι ἡ ἐλευθερία. Στό χῶρο λοιπόν τῆς βατικανίου σκέψεως καταργεῖται αὐτή ἡ ἔννοια, γίνεται μονομερής καί μάλιστα οὔτε κἄν ὁ πνευματικός μας πού ἔχουμε, ἀλλά μέσα, διά τοῦ Πάπα σωζόμαστε, μονομερής σχέση. Στήν ἄλλη μεριά τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὑπάρχει πάλι μονομέρεια ἀπ᾽ τή ἄλλη μεριά· ἐγώ καί ὁ Θεός μόνο, τίποτε ἄλλο· γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει πνευματικός. Καταλάβετε αὐτές τίς ἁπλές διαφοροποιήσεις.
Στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατοῦμε αὐτό τό σύστημα τῆς βαθιᾶς σκέψεως. Ἐγώ μές στήν Ἐκκλησία εἶμαι, μές στήν Ἐκκλησία πάντοτε κάνω αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία καί ἐφαρμόζω γιά τή σωτηρία μου αὐτά πού λέει ὁ πνευματικός μου, γιά νά μήν ἁμαρτάνω καί ταυτόχρονα, ὅμως, διατηρῶ τήν προσωπική μου ἐλευθερία νά διαβάζω καί τό εὐαγγέλιο, νά μπορῶ νά τό μελετῶ καί νά λέω τώρα ἔχει νηστεία, θά νηστέψω, δέν χρειάζεται νά ποῦμε μπορῶ νά μήν κλέβω, μά τόσο αὐτονόητο εἶναι· διάβασε τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας, μπορῶ νά μήν μοιχεύω; Ἔ, ἀφοῦ τό λέει δέν χρειάζεται, τόσο αὐτονόητο εἶναι.
Πιστεύω νά κρατᾶτε αὐτό τό ἁπλό σχῆμα πού δημιουργεῖ τρομερές παρενέργειες καί ἐφόσον δηλαδή τόσο βαθιά ὑπάρχει αὐτή ἡ διαστροφή καί ἡ αἵρεση μόνο στά δύο σχήματα πού εἶπα, ξέρω γώ, βατικάνιο σχῆμα ἤ προτεσταντικό, πόσω μᾶλλον σέ δεκάδες ἄλλα σχήματα πού δημιουργοῦν παρενέργειες· καί ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει αὐτό τό μοναδικό κάλλος, εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου τό ὁποῖο καταξιώνεται ὅτι ἀκούγοντας τό εὐαγγέλιο μπορεῖς νά ἀλλάξεις. Βλέπετε ακόμη καί στήν ἀλλαγή μας, στή μετάνοιά μας, γιά πρώτη φορά πού μετανοοῦμε καί δέν ἔχουμε πνευματικό, μᾶς καλεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δηλαδή· δέν παίρνουμε ἄδεια νά πᾶμε σέ πνευματικό, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς καλεῖ ἀμέσως καί πᾶμε μετά νά συγχωρεθοῦμε καί νά μποῦμε στήν ὑπακοή τῆς Ἐκκλησίας, δέν χρειάζεται κάτι ἄλλο. Καταλάβετε τό σχῆμα, λοιπόν, γιά νά ὁλοκληρώσω τή φράση τό τέκνον μου.
Ἄρα μές στήν Ἐκκλησία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή γεννιόνται μές στήν Ἐκκλησία καί συνεχίζουν αὐτή τήν ἀναγέννηση, συνεχίζουν δέν εἶναι πρωτογενής μές στήν Ἐκκλησία, τούς λέει τέκνον μου καί αὐτή ἡ λέξη ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τή λέξη τέκνον μου τῆς πατρικῆς καί μητρικῆς ἰδιότητας· δέν καταργεῖται αὐτή ἡ λέξη, ἀλίμονο ἀλλά ἀποκτᾶ ἕνα μεγαλύτερο κάλλος, γίνεται μιά πολύ βαθιά πνευματική πατρότης, γιατί πολύ σωστά οἱ γονεῖς διασώζουν καί διατηροῦν τή ζωή μας νά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, νά σπουδάσουμε, νά μεγαλώσουμε καί μακάρι νά ἔχουν καί ἔννοιες βαθιές πνευματικές, ἀλλά ὑπάρχει καί μιά βαθύτερη πατρότητα πού εἶναι ἡ πατρότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πού εἶναι μές στήν Ἐκκλησία, γιατί ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὑπακούοντας σέ ἕναν πνευματικό πού ἔχουμε καί μέ αὐτόν προσωπική σχέση.
Κρατῆστε αὐτό τό σχῆμα γιά νά ὁλοκληρώσω ὅσο μπορῶ αὐτό τό πολύ μεγάλο θέμα τοῦ τέκνον μου πού λέει ἐδῶ.
Ἐρώτηση: Εἴπατε ὅτι στήν ἐξομολόγηση δέν μετράει ποιόν πνευματικό θά βρεῖτε, ἀλλά αὐτό πού μετράει εἶναι ἡ μετάνοια. Γιατί τότε πολλοί ἅγιοι γεροντάδες λένε ὅτι πρέπει νά ψάχνουμε νά βρίσκουμε προσευχόμενους πνευματικούς, ὥστε τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ μυστηρίου νά συμβάλλει ἡ εὐχή τοῦ πνευματικοῦ στή δική μας μετάνοια;
Ἀπάντηση: Τό μπλέξατε, εἶναι τελείως μπλεγμένη ἡ σκέψη σας, τελείως μπλεγμένη σκέψη. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο μετανοίας· ἐμεῖς μιλᾶμε, [καί] κανονικά ὁ πνευματικός σωπαίνει, ἀκούει· καί λέμε τίς ἁμαρτίες μας καί δηλώνουμε τή βαθιά μετάνοιά μας, τήν καρδιακή μετάνοιά μας, τό συγκλονισμό μας, ἀκόμη καί μέ δάκρυα καί ἄν μετανιώσουμε μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός· καί μετά ὑπάρχει το ἄλλο στάδιο, [αὐτό] τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως. Ἄλλο πράγμα εἶναι αὐτό. Ὁ πνευματικός θά ἀκούσει καί θά μᾶς διαβάσει μιά εὐχή ἐφόσον μετανόησαμε καί [ἐκεῖ] ὁλοκληρώθηκε τό μυστήριο. Ἐκεῖ ἔληξε τό μυστήριο· καί τό ἄλλο εἶναι μιά πορεία πνευματικῆς καθοδηγήσεως, πού δέν εἶναι θέμα μιᾶς στιγμῆς, [ἀλλά θέμα] μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη [μέ ὅ,τι κάνει] καθοδηγεῖ βλέπετε. Γι᾽ αὐτό οἱ πιστοί, βλέπουν κάτι καί ρωτοῦν· τί γίνεται ἐδῶ; [Μαθαίνουν] γιά τά προσκυνήματα, γιά τίς γιορτές· μπορεῖ τά πάντα νά μᾶς τά μάθει [σέ μία] στιγμή ὁ πνευματικός, ὅλα στή ζωή μας; Ἐνῶ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο μετανοίας. Γι᾽ αὐτό προσέξτε ὅταν προσέρχονται κάποιοι γιά ἐξομολόγηση τούς ρωτάω: θές νά ἐξομολογηθεῖς ἤ νά κουβεντιάσουμε; [Αυτό] μετράει. Μερικοί δέν ξέρουν γιατί ἦρθαν· ἄν μοῦ ποῦν [ἦλθαν] γιά ἐξομολόγηση πρέπει νά μιλήσουν αὐτοί, νά μή μιλάω ἐγώ καί πρέπει νά μιλήσουν καί νά ποῦν τίς ἁμαρτίες τους καί τήν βαθιά μετάνοιά τους. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξομολόγηση. Εἶναι ἄλλη, παράλληλη ἱστορία, αὐτή τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως, μήν τά μπλέκετε τά πράγματα.
Ἄρα ἐφόσον, λοιπόν, ἡ δική μας μετάνοια μετράει, ὁ ἱερέας δέν θά διαβάσει μιά καλύτερη εὐχή καί ὁ χειρότερος ἱερέας νά [εἶναι], ἄν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα, τήν ἴδια εὐχή διαβάζει, δέν ἀλλάζει τίποτα ἐδῶ. Προσέξτε, ἄν μπῶ σέ ἕνα κατάστημα μέ φαγητά που ἔχει κι ἕνα γκαρσόνι. Τό γκαρσόνι πῶς θά εἶναι, ἄν εἶναι ἔτσι, ἄν εἶναι κακομούτσουνο, ἄν εἶναι καλό ἤ ἁμαρτωλό γκαρσόνι, τό μενού παραμένει ἴδιο καί τό ἴδιο φαγητό θά δώσει, ἔτσι δέν εἶναι; Ἄλλο πράγμα λοιπόν [ἡ ἐξομολόγηση καί ἄλλο] ἡ πνευματική καθοδήγηση. Ἄλλο [πράγμα δηλαδή] εἶναι τό γκαρσόνι, [πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό φαγητό] καί ἄλλο νά πᾶς στό σέφ γιά νά μάθεις τή συνταγή· ἄλλο πράγμα εἶναι αὐτό, ἔτσι; Διαφοροποιεῖστε τα καί μήν τά μπλέκετε. Ἄρα νά ἔχετε μετάνοια, [διότι ἠ ἐξομολόγηση] εἶναι ἡ ἱστορία, τῆς μετανοίας.
Ειδάλλως καταφεύγουμε νά ψάχνουμε νά ἐξομολογηθοῦμε στόν καλύτερο πνευματικό. Ποῦ θά τόν βροῦμε, καί πῶς θά τόν κρίνουμε; Μποροῦμε νά κρίνουμε ποιός εἶναι ὁ καλύτερος πνευματικός μέ τά μάτια μας; Ξέρουμε τί ἔχει στήν καρδιά του, ποῦ τόν ξέρουμε; Ἐπειδή ἔτσι [νομίζουμε] καί τόν κρίνουμε; Καί ἄν μᾶς πλανάει, ἄν [μᾶς] κάνει [καλό] μάρκετινγκ, ἄν αὐτοδιαφημίζεται; Ποῦ τό ξέρουμε πού εἶναι καλός πνευματικός, ποῦ τόν γνωρίζουμε; Ἴσα-ἴσα ἄν εἶναι καί χαρισματοῦχος ἄνθρωπος, κρύβεται κιόλας· καί πολλοί ἅγιοι καταλήγουν νά μιλοῦν καί νά λένε: ἔ, γιατί ἦρθες ἐδῶ πέρα, τί ἦρθες νά κάνεις ἐδῶ; Καί [μετά ὅσοι πῆγαν νά τούς δοῦν] λένε: ἄ, ἐγώ πῆγα νά τοῦ μιλήσω καί μοῦ εἶπε τί ἦρθες νά κάνεις; [Βλέπετε] αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν αὐτοδιαφημίζονται· σᾶς παρακαλῶ ἐδῶ ἔχουμε ἄλλα μεγέθη. Νά ἔχετε καθαρό μυαλό καί νά ἔχετε μετάνοια. Ἄν στήν πορεία [ὁ πνευματικός] σᾶς λέει πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός παραδόσεώς μας, νά πεῖτε ἐδῶ εἶναι λάθος αὐτός, [διαφορετικά] πῶς τόν κρίνετε τόν πνευματικό;
Πόσες φορές [μέ] παίρνουν τηλέφωνο -αὐτά τά ὁποῖα μέ τρελαίνουν- καί μοῦ λένε, πάτερ νά ἐξομολογηθῶ· λέω, βεβαίως· μοῦ λένε, ἔχετε χάρισμα; Λέω, εἶμαι ἱερέας, ἔχω τή χάρη τῆς ἱεροσύνης· μοῦ λένε, ὄχι αὐτό. Λέω, τί ἄλλο θέλετε; Μοῦ λένε, εἶστε διορατικός; Μά τί μοῦ λέτε; Διορατικός; [Τώρα ἐσεῖς] θά ἔρθετε νά ἐξομολογηθεῖτε ἤ θά ἔρθετε νά σᾶς πῶ ἐγώ τίς ἁμαρτίες σας κι ἐσεῖς νά πεῖτε ὤ, μοῦ τά εἶπε ὅλα!; Ὄχι δέν εἶμαι τίποτε [ἀπ᾽ ὅλα] αὐτά! Εἶμαι μόνο πνευματικός, ὅπως μ᾽ ἔκανε ὁ Χριστός καί τίποτε ἄλλο! Τί θά πεῖ διορατικός δηλαδή; [Θέλουμε] νά μᾶς πεῖτε κάτι βαθύτερο· τί βαθύτερο νά σᾶς πῶ; Νά ἔχετε βαθιά μετάνοια. Πόσες φορές ἀπ᾽ τό τηλέφωνο, πάτερ βγάζετε δαιμόνια; Λέω, δέν ξέρω, ἄν ἐγώ ἐξομολογῶ κάποιον καί μετανιώσει καί φύγουν τά δαιμόνια, δέν ξέρω, ἐγώ δέν εἶμαι δαιμονολόγος, δέν θά ἀσχοληθῶ ἐγώ μέ τά δαιμόνια.
Πόσα τέτοια ἐρωτήματα συνεχῶς! Τίποτε, εἶμαι ἕνας ἁπλός πνευματικός· [πού] ἐξομολογῶ, [κι ἐσεῖς παρακαλώ] ἐλάτε μετανιωμένοι. Τί τόν θέλετε τόν διορατικό κ.λπ.; Καί ποῦ θά βρεῖ ὅλη ἡ Ἑλλάδα τούς καίριους, [διορατικούς πνευματικούς]; [Πιστεύετε ὅτι] ὅλοι θά βροῦν καί θά καταλάβουν τόν ἅγιο Πορφύριο; ῎Ε, πιστέψτε με, τόσα χρόνια κάθισα μαζί του, δέν κατάλαβα τίποτε πού ἦταν Ἅγιος, τόσο πολύ τό ἔκρυβε ὁ ἄνθρωπος. Ἰδέα δέν εἶχα πάρει, καί δέν εἶχα πάρει ἰδέα εὐτυχῶς, [γιατί] θά τό εἶχα βάλει στά πόδια! Γιατί ἄν συναντοῦσα ἕναν πού μοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι ἅγιος, θά τό ἔβαζα στά πόδια. Θά φοβόμουν νά ἔχω ἕναν ἅγιο πνευματικό, τόν μπελά μου νά βρῶ; Κι [ἐπειδή νόμιζα πώς δέν ἦταν], ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό πῆγα. Ἕνα ἁπλό γεροντάκι μοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι. Εἶχα πνευματικό πού εἶχε ἀρρωστήσει [καί δέν μποροῦσε πιά νά ἐξομολογεῖ], καί μοῦ λένε πώς ὑπάρχει ἕνα ἁπλό γεροντάκι· λέω ποῦ; Στήν Πεντέλη· τούς λέω, χαμένος; Χαμένος. Λέω, γνωστός; Ἄγνωστος μοῦ λένε· καί ἔτσι πῆγα, στήν Πεντέλη. Ἕνα ἄγνωστο γεροντάκι πού δέν πῆρα εἴδηση τίποτα, καθήμενος ὀχτώ-ἐννέα χρόνια μαζί του, δέν πῆρα [εἴδηση] τίποτε· στό τέλος κάτι μυρίστηκα· ἄν καταλάβαινα πού εἶναι διάσημος κ.λπ. θά τό εἶχα βάλει στά πόδια, πιστέψτε με. Αὐτή ἦταν ἡ δική μου εμπειρία, σᾶς τό λέω ἔτσι πολύ ἁπλά. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος καί τώρα ἀπεδείχθη, ἀλλά τό κρυβε! Αὐτό δέν εἶναι τό ὡραῖο, ἔ;
Ἐν Πειραεῖ 28-6-2014
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἑορτάζει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τήν Κυριακή Γ΄ τοῦ Ματθαίου, τήν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων. Τί εἶναι, ὅμως, νεομάρτυς; Ποιός θεωρεῖται νεομάρτυς;
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὡς Νεομάρτυρες χαρακτηρίζονται ὅσοι μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ μετά ἀπό τό 1453 μ.Χ., δηλ. μετά τήν ἄλωση τῆς Κων/λεως, ἀπό τούς Μωαμεθανούς Τούρκους, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά ἀσπασθοῦν τόν Ἰσλαμισμό, Μωαμεθανισμό, Μουσουλμανισμό. Οἱ Νεομάρτυρες ὀνομάσθηκαν ἔτσι, γιά νά διακρίνονται ἀπό τούς παλαιούς μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων ἤ καί ἀργότερα τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος στό προοίμιο τοῦ ἔργου του «Νέον Μαρτυρολόγιον», ὅπου ὑπάρχουν συγκεντρωμένοι οἱ περισσότεροι βίοι τῶν Νεομαρτύρων, κάνει τήν ἑξῆς πολύ σημαντική ἐρώτηση : «Γιά ποιά αἴτια εὐδόκησε ὁ Θεός νά ἐμφανιστοῦν αὐτοί οἱ νέοι Μάρτυρες στούς τωρινούς καιρούς»; Τήν ἀπάντηση, βεβαίως, μᾶς τήν δίνει μέ ὀξύνοια ὁ ἴδιος, ἀπαριθμώντας πέντε αἴτια.
α) Γιά νά εἶναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
β) Γιά νά μένουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως οἱ ἀλλόπιστοι.
γ) Γιά νά εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων.
δ) Γιά νά εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, πού τυραννοῦνται κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας, καί
ε) Γιά νά εἶναι θάρρος καί παρακίνηση στό νά μιμηθοῦν διά τοῦ ἔργου τό μαρτυρικό τους τέλος, τόσο οἱ Χριστιανοί, πού ἀναγκάζονται κατά περίσταση νά μαρτυρήσουν, ὅσο καί ὅσοι ἔφθασαν νά ἀρνηθοῦν νωρίτερα τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἀπό τά παραπάνω πέντε σημεῖα, θά ἀναφέρουμε τήν ἑρμηνεία καί τήν ἀνάλυση, πού κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό δεύτερο καί στό τρίτο σημεῖο.
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες κάνουν ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες κάνουν ἀναπολόγητους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, διότι καθώς τό λίγο προζύμι, πού σμίγεται μέ τό πολύ ἀλεύρι, μεταδίδει τήν δική του δύναμη σ’αὐτό καί γίνεται ὁλόκληρο ζύμη, ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεός νά εἶναι σμιγμένοι οἱ λίγοι πιστοί μέ τούς πολλούς ἀλλοπίστους, γιά νά μεταδώσουν σ’αὐτούς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά τούς φέρουν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας. Ἔτσι μᾶς τό βεβαιώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος : «διά τοῦτο καί ἀνέμιξεν (ὁ Θεός δηλαδή) τῶ πλήθει τούς αὐτῶ πιστεύοντας, ἵνα μεταδῶμεν ἀλλήλοις τῆς ἡμετέρας συνέσεως»[1]. Αὐτό δέ μάλιστα καί ἐξαιρέτως οἰκονόμησε νά γίνει μέ τούς νεοφανεῖς αὐτούς Μάρτυρες, διότι αὐτοί σχεδόν ὅλοι γεννήθηκαν καί ἀνατράφηκαν ἀνάμεσα στά πλήθη τῶν ἀλλοπίστων καί τέλος ἐνώπιον τῶν δικῶν τους ἡγεμόνων καί κριτῶν, μέ μεγάλη ἀνδρεία κήρυξαν τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν ὅτι εἶναι ἀπλανής καί ἀληθινή καί τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ λαμπρή φωνή ὁμολόγησαν υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεό ἀληθινό καί «σοφίαν καί λόγον τοῦ Θεοῦ, δι’ οὖ τά πάντα ἐγένετο»[2]. Τήν ὁμολογία τους αὐτή τήν βεβαίωσαν, ὄχι μόνο μέ τήν χύση τοῦ ἴδιου αἵματός τους, ἀλλά πολλῶ μᾶλλον μέ τά διάφορα θαύματα, τά ὁποῖα ἐνήργησε δι’αὐτῶν ὁ Θεός, τόσο στόν καιρό τοῦ μαρτυρίου τους, ὅσο καί μετά τήν τελείωση τοῦ μαρτυρίου τους.
Πολλοί ἀπό τούς Μάρτυρες αὐτούς, εὐσπλαγχνιζόμενοι τήν ἀπώλεια τῶν ἀλλοπίστων, πῆγαν ἐπί τούτου στό μαρτύριο καί κήρυξαν σ’αὐτούς τήν ἀλήθεια, διδάσκοντάς τους ν’ ἀφήσουν τό σκότος, στό ὁποῖο βρίσκονται, καί νά προστρέξουν στό φῶς τῆς θεοσεβείας καί πίστεως τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μήν κατακριθοῦν στό ἄσβεστο πῦρ τῆς κολάσεως.
Ἀλλά αὐτοί οἱ ἄθλιοι, ἐπειδή ἦταν τυφλωμένοι ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου καί ἀπό τά πάθη, δέν μπόρεσαν ν’ἀνοίξουν τούς νοερούς ὀφθαλμούς καί νά δοῦν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν, καθώς λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος : «ὁ Θεός τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τά νοήματα τῶν ἀπίστων, εἰς τό μή αύγάσαι αὐτοῖς τόν φωτισμόν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ»[3]. Γι’αὐτό καί θά μείνουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, διότι παρ’ὅλο πού καί τό κήρυγμα ἄκουσαν αὐτῶν τῶν νέων Μαρτύρων καί τά τόσα καί τόσα φοβερά μαρτύρια καί θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, πού ἔγιναν δι’αὐτῶν, εἶδαν, ἐντούτοις ὅμως δέν πίστεψαν, ἀλλά πάλι ἔμειναν στό σκοτάδι. «Ἀπετύφλωσε γάρ αὐτούς ἡ κακία αὐτῶν, καί οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ»[4].
Οἱ μέν νέοι αὐτοί Μάρτυρες θά κατηγορήσουν καί θά κατακρίνουν τότε τούς ἀλλοπίστους, καθώς καί ὁ προφήτης Μωυσῆς θά κατηγορήσει τότε τούς Ἑβραίους, «ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωυσῆς»[5], καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι θά κατακρίνουν τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ[6], ὁ δέ Θεός θά δικαιωθεῖ μέ τά λόγια Του, κατά τόν προφητάνακτα Δαβίδ, καί θά νικήσει κατά τήν κρίση μέσω αὐτῶν τῶν Μαρτύρων, καθώς ἔχει γραφεῖ στό Εὐαγγέλιο «ὅτι ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπό τῶν τέκνων αὐτῆς»[7]. Καί κατά κάποιο τρόπο πρόκειται νά πεῖ σ’αὐτούς ἐκεῖνα τά εὐαγγελικά λόγια : «εἰ μή ἐλάλησα ὑμῖν διά τῶν Μαρτύρων μου τούτων, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχετε, νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχετε περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν»[8].
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, ἐπειδή κοντά στά ἄλλα δύσφημα, πού ξέρασαν οἱ ἀντίπαλοι κατά τῆς Ἐκκλησίας, πρόσθεσαν ἀκόμη κι αὐτό, ὀνειδίζοντας, ἰδιαιτέρως οἱ αἱρετικοί Λατίνοι, οἱ παπικοί, ὅτι, μετά τό σχίσμα του 1054 μ.Χ., ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἀπέκτησε νέο Ἅγιο ἤ Μάρτυρα, καθιστάνοντάς την ἔτσι στείρα ἁγίων καί μαρτύρων. Ἄς αἰσχυνθοῦν, ὅμως, μέ αἰσχύνη αἰώνια καί ἄς ντραποῦν, βλέποντας τώρα διά τοῦ βιβλίου «Νέον Μαρτυρολόγιον» τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία νά εὐθήνεται καί νά εἶναι γεμάτη ὄχι ἀπό ἕνα ἤ δύο ἤ τρεῖς νέους Μάρτυρες, ἀλλά ἀπό πλῆθος νέων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι κατώτεροι ἀπό τούς παλαιούς Μάρτυρες, οὔτε κατά τήν παρρησία πρός τούς τυράννους, οὔτε κατά τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, οὔτε κατά τά μαρτύρια, οὔτε κατά τά σημεῖα καί θαύματα, ἀλλά καθ'ολ'αὐτά συνερίζονται μέ ἐκείνους.
Ἐκεῖνοι (οἱ παλαιοί μάρτυρες) μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος; Κι αὐτοί ὁμοίως. Ἐκεῖνοι ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τό ὄνομα καί τήν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Κι αὐτοί ὁμοίως. Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, ὅμως, αὐτοί (οἱ νέοι μάρτυρες) ἔχουν κάτι περισσότερο ἀπό ἐκείνους (τούς παλαιούς). Καθ'ὅτι ἐκεῖνοι μέν ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς πολυθεΐας καί εἰδωλολατρείας, ἡ ὁποία εἶναι μία προφανής ἀσέβεια, πού δύσκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει ἕνα λογικό νοῦ, αὐτοί ὅμως ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς μονοπροσώπου μονοθεΐας τῶν ἀλλοπίστων, ἡ ὁποία εἶναι μία κεκρυμμένη ἀσέβεια, πού εὔκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει τόν νοῦ.
Γι'αὐτό ἄν καί αὐτοί οἱ Μάρτυρες εἶναι νέοι κατά τούς χρόνους, ὅμως κατά τά μαρτύρια εἶναι παλαιοί. Ἄν καί εἶναι ἔσχατοι κατά τήν διαδοχή τοῦ γένους, ὅμως κατά τούς στεφάνους εἶναι πρῶτοι. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος τοῦ νοητοῦ ἀμπελῶνος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κάλεσε ἐργάτες στόν ἀμπελώνα του, κατά τήν παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου[9], καί τούς παλαιούς καί τούς νέους αὐτούς Μάρτυρες, καί ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τούς πρώτους ἕως τούς ἐσχάτους, τούς ἔκανε ἴσους, μέ τό νά δώσει σέ ὅλους τό ἕνα καί τό ἴσο δηνάριο, τό ὁποῖο εἶναι ὁ στέφανος τοῦ Μαρτυρίου καί ἡ ἀπόλαυση τῆς Οὐρανίου Βασιλείας.
Ὥστε ἀπό τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν παλαιό Ἰσραήλ, τό νά φᾶνε παλαιά καί νέα γεννήματα «καί φάγεσθε παλαιά... καί παλαιά ἐκ προσώπου νέων ἐξοίσετε»[10], καί τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ὑπόσχεται νά δώσει σ'αὐτόν, πού Τόν φοβᾶται καί Τόν σέβεται, τό νά δεῖ υἱούς καί ἐγγόνια «καί ἴδοις υἱούς τῶν υἱῶν σου»[11], αὐτῆς (τῆς εὐλογίας) πνευματικώτερα ἀπολαμβάνει τώρα ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἀνατολική Ἐκκλησία˙ γιατί ἐντρυφᾶ καί τρέφεται νοητῶς, ὄχι μόνο μέ τά γεννήματα τῶν παλαιῶν της Μαρτύρων, ἀλλά καί μέ τά καινούρια τῶν νέων της ἀθλητῶν. Καί βλέπει νά ἔχουν γεννηθεῖ ἀπό αὐτήν πνευματικῶς, καί τούς πρώτους της υἱούς, τούς παλαιούς Μάρτυρες, καί τούς υἱούς τῶν υἱῶν της, δηλ. τούς διαδόχους τους νέους της ἀθλητές, τῶν ὁποίων τά ἱερά λείψανα περιχαρῶς ἀγκαλιάζει καί τά ἅγια αἵματά τους νυμφικῶς στολίζεται, καυχᾶται σ'αὐτά, καλλωπίζεται καί δοξάζεται. Καί χαίρεται καί γιά τούς δύο μαζί υἱούς της, ὡς καλή καί φιλόπαις μητέρα, μέ χαρά δεδοξασμένη καί ἀνεκλάλητη, φωνάζοντας ἀσματικῶς πρός τόν νυμφίον της Χριστό˙ «ἀκρόδρυα νέα πρός παλαιά, ἀδελφιδέ μου ἐτήρησα»[12].
Ἡ χαρά της μάλιστα αὐξάνεται, ἐπειδή βλέπει ὅτι ὅσο ὁ καιρός προβαίνει, τόσο αὐξάνουν σέ πληθυσμό καί αὐτοί οἱ νέοι υἱοί της. Καί ἐδῶ βεβαιώνεται, πώς αὐτή, πού κατηγοροῦνταν ὡς στείρα καί ἔρημη, ἔτεκε ἀληθῶς τώρα ἑπτά, ὅπως ἡ ἁγία Ἄννα, καί τά τέκνα της ἔγιναν πολλά, δηλ. οἱ νέοι Ἅγιοι καί Μάρτυρες˙ «στείρα ἔτεκεν ἑπτά καί ἡ πολλή ἐν τέκνοις ἠσθένησε»[13] καί «πολλά τά τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα»[14].
«Μά γιατί λέω μόνο ὅτι ἔτεκε»; ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Νικόδημος. Αὐτή καί μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος θά τίκτει τέτοιους νέους υἱούς καί μάρτυρες καί ἡ γενεά αὐτή τῶν νέων ἁγίων της, βεβαιότατα δέν θά ἐκλείψει ποτέ ἀπ'αὐτήν. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθη ἡ γενεά αὕτη, ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται»[15]. Καί τό αἴτιο εἶναι προφανές. Γιατί, ἄν ὁ Νυμφίος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστός ζεῖ καί βρίσκεται πάντοτε μέ τήν νύμφη του, ἑνωμένος πνευματικῶς, καθώς τό ὑποσχέθηκε˙ «ἰδού ἐγώ μεθ'ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[16], ἄν ὁ νυμφαγωγός της, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μένει μ'αὐτήν στόν αἰώνα˙ «καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μείνει μεθ'ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα»[17], ποιός ἔπειτα ἀμφιβάλλει ὅτι ἀκολούθως πρόκειται νά γεννιοῦνται σ'αὐτήν καί τέτοια τέκνα πνευματικῶς ἕως τοῦ αἰῶνος;
Καί, λοιπόν, ἄν ἴσως οἱ νέοι αὐτοί μάρτυρες εἶναι ὁμολογουμένως καί ἀληθῶς ἅγιοι καί εὐηρέστησαν τόν Θεό καί δοξάσθηκαν ἀπ'αὐτόν μέ τά θαύματα τῆς θείας Χάριτος καί μάλιστα μέ τήν ἐπιφάνεια τοῦ Θείου φωτός, τότε αὐτοί εἶναι τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κατέχοντας τά δόγματά της. Τώρα ἄς ἔλθουν καί τά μικρά παιδάκια νά βγάλουν τό συμπέρασμα καί νά ποῦν ὅτι, καθώς αὐτοί εἶναι ἅγιοι καί εὐάρεστοι στόν Θεό, ἔτσι καί ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία, πού τούς γέννησε πνευματικῶς, εἶναι ἑπομένως Ἁγία καί εὐάρεστη στόν Θεό καί ταμιοῦχος τῆς θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπομένως δέ καί τά δόγματά της εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβέστατα. Γιατί, ὅποιοι εἶναι οἱ υἱοί, τέτοια εἶναι καί ἡ μητέρα. Καί ὅποιος εἶναι ὁ καρπός, τέτοιο εἶναι καί τό δένδρο. Καί ὅποια εἶναι τά αἰτιατά, τέτοια εἶναι καί τά αἴτια.
Ἄς ἱκετεύσουμε, λοιπόν, σήμερα, τούς ἁγίους ἐνδόξους νεομάρτυρες νά μεσιτεύουν ὁλοψύχως πρός τόν ἅγιο Θεό, γιά νά γίνει ἵλεως στίς ἁμαρτίες μας καί νά παύσει τήν καθ'ἡμῶν δικαία Του ἀγανάκτηση, παρορῶν ὡς πολυέλεος τά πταίσματά μας, μέ τά ὁποία ἔργῳ, λόγω καί διανοία κάθε μέρα τόν παραπικραίνουμε. Ἐνθυμεῖστε Του, ὦ Νεομάρτυρες, τά μαρτύρια, πού λάβατε γιά τό ὄνομά Του, καί ἔτσι ἐξιλεῶστε τόν θυμό Του, ἐπειδή ἀληθῶς λιγοστέψαμε καί κακοπαθήσαμε σφόδρα καί μικρύναμε ἀπό ὅλα τά ἔθνη, κάτω ἀπό τήν πολυχρόνια σκλαβιά. Καί στήν μέν παροῦσα ζωή ἐλευθερῶστε μας ἀπό κάθε κακό ψυχικό καί σωματικό, ἐνδυναμώνοντάς μας νά φυλάξουμε στερεά καί ὅλα ὅσα ἐκ μέρους σας μᾶς διδάξατε. Στήν δέ μέλλουσα ζωή ἀξιῶστε μας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἡμῶν, ὦ ἡ δόξα καί τό κράτος σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1] Ὁμιλία ιστ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον
[2] Ἰω. 1, 2.
[3] Β΄ Κορ. 4, 4.
[4] Σοφ. Σολ. 2, 21-22.
[5] Ἰω. 5, 45.
[6] Ματθ. 19, 28.
[7] Ματθ. 11, 19.
[8] Ἰω. 15, 22.
[9] Μτθ. 20, 1.
[10] Λευϊτ. 26, 10.
[11] Ψαλμ. 128, 6.
[12] Ἄσμα 7, 14.
[13] Α΄ Βασ. 2,5.
[14] Ἡσ. 54,1.
[15] Ματθ. 24,34.
[16] Ματθ. 28,20.
[17] Ἰω. 14,16.
1.-. Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καί πόσο ἱκανό στήν ἀρετή εἶναι αὐτό τό ὄν, μᾶς τό ἔδειξε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ Παῦλος. Καί τώρα σηκώνεται, ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει φθάσει, καί μέ καθαρή φωνή πρός ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τή φύση μας ἀπολογεῖται γιά χάρη τοῦ Κυρίου, προτρέπει γιά ἀρετή, κλείνει τά ἀναίσχυντα στόματα τῶν βλάσφημων καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἄν θέλουμε νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί χωρίς νά ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νά ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νά κατοίκησε σ᾿ ἄλλο κόσμο, ἀλλά ἄν καί ἀνατράφηκε στήν ἴδια γῆ καί τόπο καί μέ τούς ἴδιους νόμους καί συνήθειες, ξεπέρασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού λέγουν, ὅτι εἶναι δύσκολο πράγμα ἡ ἀρετή καί εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τούς ἀντικρούει λέγοντας· «Οἱ θλίψεις μας πού γρήγορα περνοῦν, προετοιμάζουν σ᾿ ἐμᾶς σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας» (Β´ Κορ. 4, 17). Ἐάν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολύ περισσότερο οἱ φυσικές ἡδονές. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό θαυμαστό του, ὅτι δηλαδή ἀπό πολλή προθυμία δέν αἰσθανόταν τούς κόπους του γιά τήν ἀρετή, ἀλλ᾿ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτήν χωρίς ἀμοιβή.
Ἐμεῖς βέβαια δέν ὑπομένουμε κόπους γι᾿ αὐτήν ἄν καί ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καί χωρίς τά ἔπαθλα τήν ἐπιζητοῦσε καί τήν ἀγαποῦσε, καί ἐκεῖνα πού θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τά ξεπερνοῦσε μέ κάθε εὐκολία. Καί δέν ἐπικαλέσθηκε οὔτε τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τήν τυραννίδα τῆς φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν καί εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπό τούς στρατηγούς καί ὅλους τούς βασιλεῖς τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὅμως κάθε ἡμέρα ἦταν ἀκμαῖος, καί ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Γιά νά δείξει αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, «Ξεχνώντας τά ὅσα ἔγιναν στό παρελθόν καί φροντίζοντας γιά ἐκεῖνα πού εἶναι μπροστά μου» (Φιλιπ. 3, 14). Καί ἐνῶ περίμενε τό θάνατο, καλοῦσε σέ συμμετοχή τῆς ἡδονῆς αὐτῆς λέγοντας, «Χαίρετε καί νά χαίρεστε μαζί μου» (Φιλιπ. 2, 18). Καί ἐνῶ τόν ἀπειλοῦσαν κίνδυνοι καί προσβολές καί κάθε ἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καί ὅταν ἔγραφε τήν ἐπιστολή στούς Κορινθίους ἔλεγε, «Γι᾿ αὐτό καί εὐφραίνομαι σέ ἀσθένειες, σέ προσβολές, σέ διωγμούς» (Β´ Κορ. 12, 10). Καί τά ὀνόμασε αὐτά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, ἀποδεικνύοντας ὅτι καί ἀπό αὐτά εἶχε πολύ μεγάλες ὠφέλειες καί ἀπό παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στούς ἐχθρούς του. Καί ἐνῶ παντοῦ τόν βασάνιζαν, τόν περιφρονοῦσαν, τόν κακολογοῦσαν, σάν νά βάδιζε σέ θριάμβους καί νά ἔστησε σταθερά τρόπαια σ᾿ ὅλα τά σημεῖα τῆς γῆς, ἔτσι ὑπερηφανευόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό λέγοντας· «Ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στό Θεό ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ σέ θρίαμβο» (Β´ Κορ. 2, 14).
2.-. Καί τήν κακοποίηση καί τήν προσβολή γιά τό κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τήν τιμή, καί τό θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τή ζωή, καί τή φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τόν πλοῦτο, καί τούς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τίς ἀνέσεις, καί ὄχι ἁπλά περισσότερο, ἀλλά πολύ περισσότερο, καί τή λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τή χαρά, καί τό νά εὔχεται γιά τούς ἐχθρούς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τό νά τούς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καί ἀνάτρεψε τήν τάξη τῶν πραγμάτων, ἤ καλύτερα ἐμεῖς τήν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως τή νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τή φύλασσε. Γιατί ὅλα αὐτά ἦταν σύμφωνα μέ τή φύση, ἐκεῖνα ὅμως ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τό ὅτι ὁ Παῦλος, ἄν καί ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτά παρά ἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερό γι᾿ αὐτόν καί ἀπόφευγε, τό νά ἀντιμάχεται τό Θεό, καί τίποτε ἄλλο. Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δέν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τό νά ἀρέσει στό Θεό. Καί δέ λέγω τίποτε ἀπό τά παρόντα, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά μέλλοντα. Καί μή μοῦ πεῖς τίς πόλεις καί τά ἔθνη καί τούς βασιλεῖς καί τά στρατόπεδα καί τά χρήματα καί τίς σατραπεῖες καί τίς δυναστεῖες, γιατί οὔτε ἱστό ἀράχνης τά θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλά σκέψου αὐτά πού ὑπάρχουν στούς οὐρανούς καί τότε θά καταλάβεις τή σφοδρή ἀγάπη πού εἶχε γιά τό Χριστό. Γιατί ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη δέ θαύμασε οὔτε τήν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.
Εἶχε μέσα του πιό μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μέ τοῦτο θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τόν πιό εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καί χωρίς αὐτό, δέν ἐπιθυμοῦσε νά γίνει ἕνας ἀπό τίς κυριότητες, οὔτε ἀπό τίς ἀρχές καί ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλά μαζί μέ τήν ἀγάπη αὐτήν ἤθελε περισσότερο νά εἶναι ἀνάμεσα στούς τελευταίους καί τούς κολασμένους, παρά χωρίς αὐτήν ἀνάμεσα στούς πρώτους καί τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾿ αὐτόν ἦταν μία, τό νά χάσει τήν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτό ἦταν γιά τόν Παῦλο γέεννα, αὐτό τιμωρία, αὐτό ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπόλαυση, τό νά πετύχει τήν ἀγάπη. Αὐτό ἦταν ἡ ζωή του, αὐτό ὁ κόσμος του, αὐτό ὁ ἄγγελός του, αὐτό τά παρόντα, αὐτό τά μέλλοντα, αὐτό βασιλεία, αὐτό ὑπόσχεση, αὐτό τά ἄπειρα ἀγαθά. Καί κάθε ἄλλο πού δέν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δέν τό θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τά ὁρατά, ὅπως τό σάπιο χόρτο. Καί οἱ τύραννοι καί οἱ πόλεις πού ἄφριζαν ἀπό θυμό τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καί οἱ τιμωρίες καί τά πάρα πολλά βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Ἀλλά βέβαια τά ὑπόφερε γιά τό Χριστό.
3.-. Γιατί τότε τά δεχότανε μέ χαρά αὐτά καί στά δεσμά του ἔτσι ὑπερηφανευόταν, ὅπως δέ θά ὑπερηφανευόταν ὁ Νέρων ὅταν εἶχε στό κεφάλι του τό βασιλικό διάδημα. Καί ἔμεινε στή φυλακή, σάν νά ἦταν ὁ οὐρανός, καί δεχόταν τά κτυπήματα καί τίς μαστιγώσεις πιό εὐχάριστα άπό ἐκείνους πού ἁρπάζουν τά βραβεῖα. Καί τούς πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπό τά ἔπαθλα, θεωρώντας τούς πόνους ὅτι εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿ αὐτό καί τούς ὀνόμαζε χάρη. Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν, τό νά πεθάνει καί νά εἶναι μαζί μέ τό Χριστό, τό νά παραμείνει ὅμως στή ζωή, ἦταν αὐτός ὁ ἀγώνας. Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτό προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο καί λέγει ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαιότερο. Τό νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τό Χριστό, ἦταν ἀγώνας καί κόπος, ἤ καλύτερα περισσότερο ἀπό ἀγώνα καί κόπο· τό νά παραμένει μαζί του, ἦταν ἔπαθλο. Αὐτό ὅμως προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά θά μποροῦσε ἴσως νά πεῖ κανείς, ὅτι ὅλα αὐτά τοῦ ἦταν εὐχάριστα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό λοιπόν λέγω καί ἐγώ, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνα πού γιά μᾶς εἶναι αἰτία λύπης, αὐτά προκαλοῦσαν σ᾿ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καί γιατί λέγω τούς κινδύνους καί τίς ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικά ἦταν σέ διαρκή λύπη· γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε· «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ καί ἐγώ μαζί του; ποιός σκανδαλίζεται καί δέν δοκιμάζομαι καί ἐγώ; » (Β´ Κορ. 11, 19). Ἀλλ᾿ ὅμως καί τή λύπη θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι εἶχε σάν εὐχαρίστηση. Γιατί πολλοί καί ὅταν χάσουν τά παιδιά τους καί τούς ἐπιτρέπεται νά θρηνοῦν, παρηγοροῦνται· ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στενοχωροῦνται. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Παῦλος, κλαίοντας νύκτα καί ἡμέρα, παρηγοροῦνταν. Γιατί κανένας δέν πένθησε ἔτσι τά δικά του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τά ξένα. Πῶς λοιπόν θεωρεῖς ὅτι συμπεριφέρεται, ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δέ σώζονται, γιά νά σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νά ἐκπέσει αὐτός ἀπό τήν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερό ὅτι τό νά μή σωθοῦν αὐτοί ἦταν πολύ χειρότερο γι᾿ αὐτόν. Γιατί ἄν δέν ἦταν χειρότερο, δέν θά εὐχόταν ἐκεῖνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), ἀφοῦ τό προτίμησε σάν ἐλαφρότερο καί πού ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καί ὄχι ἁπλῶς ἤθελε, ἀλλά φώναζε λέγοντας, «Ὅτι ὑπάρχει μέσα μου λύπη καί ἀδιάκοπος πόνος στήν καρδιά μου» ( Ρωμ. 9, 2).
Αὐτό λοιπόν πού ὑπόφερε καθημερινά, σχεδόν, γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καί γιά ὅλους μαζί, καί γιά τά ἔθνη, καί γιά τίς πόλεις καί γιά τόν καθένα χωριστά, μέ ποιόν θά μπορέσει νά τόν συγκρίνει κανείς; μέ ποιό σίδηρο; μέ ποιό διαμάντι; Τί θά μποροῦσε νά ἀποκαλέσει κανείς τήν ψυχήν ἐκείνη; χρυσή ἤ ἀδαμάντινη; γιατί ἦταν σκληρότερη ἀπό κάθε διαμάντι καί πολυτιμότερη ἀπό τό χρυσάφι καί τίς πολύτιμες πέτρες. Θά ξεπεράσει λοιπόν τήν ἀντοχή τοῦ διαμαντιοῦ καί τήν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μέ ποιό λοιπόν στοιχεῖο θά μποροῦσε νά τήν συγκρίνει κανείς; Μέ κανένα ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἄν ὅμως ὁ Χριστός μποροῦσε νά γίνει διαμάντι καί τό διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θά μπορέσει νά τή συγκρίνει μέ τήν εἰκόνα τους.
4.-. Ἀλλά γιατί νά τήν συγκρίνω μέ διαμάντι καί χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τόν κόσμο, καί τότε θά δεῖς ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατί ἀφοῦ γι᾿ αὐτούς πού διακρίθηκαν φορώντας γιά ροῦχα δέρματα ζώων καί ζώντας σέ σπήλαια καί σέ τρύπες τῆς γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (Βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολύ περισσότερο θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά τό ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδή πραγματικά ἦταν πιό ἄξιος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐάν λοιπόν ὁ κόσμος δέν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν ἰσάξιός του; μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλά καί αὐτό εἶναι μικρό. Γιατί ἀφοῦ αὐτός ἀπό τόν οὐρανό καί τά εὑρισκόμενα στούς οὐρανούς προτίμησε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολύ περισσότερο ὁ Κύριος πού εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπό τήν πονηρία, θά τόν προτιμήσει αὐτόν ἀπό ἄπειρους οὐρανούς. Γιατί δέν μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὅμοιο τρόπο, πού ἐμεῖς τόν ἀγαποῦμε, ἀλλά τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μέ λόγια δέν εἶναι δυνατό νά τό παραστήσουμε.
Πρόσεχε λοιπόν γιά πόσα τόν θεώρησε ἄξιο καί πρίν ἀπό τή μέλλουσα ἀνάσταση. Στόν Παράδεισο τόν ἅρπαξε, στόν τρίτο οὐρανό τόν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα ἄνθρωπο νά πεῖ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἐνῶ βάδιζε στή γῆ, σάν νά περιπολοῦσε μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἔτσι ἔκαμε τά πάντα, καί ἐνῶ εἶχε θνητό σῶμα, παρουσίαζε τήν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καί ἐνῶ ὑπέκειτο σέ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νά μή φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατί πραγματικά σάν ἀσώματος περιφρονοῦσε τούς πόνους καί τούς κινδύνους, καί σάν νά κέρδισε ἤδη τόν οὐρανό, περιφρονοῦσε τά γήινα, καί σάν νά συναναστρεφόταν μαζί μ᾿ αὐτές τίς ἀσώματες δυνάμεις ἔτσι ἦταν σέ διαρκή ἐγρήγορση.
Βέβαια πολλές φορές ἄγγελοι ἀνέλαβαν νά προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλά κανένας ἀπό αὐτούς τό ἔθνος, πού τοῦ παραδόθηκε, δέν τό φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Καί μή μοῦ πεῖς ὅτι ὁ Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού τά ἔκαμνε, καθόσον καί ἐγώ τό ὁμολογῶ. Γιατί καί ἄν δέν ἦταν αὐτός πού τά ἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλά οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαήλ ἀνάλαβε τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων (Βλ. Δαν. 12, 1 καί 10, 13.21), ὁ Παῦλος ὅμως τή γῆ καί τή θάλασσα καί τό κατοικούμενο μέρος καί τό ἀκατοίκητο. Καί αὐτά δέν τά λέγω μέ σκοπό νά προσβάλλω τούς ἀγγέλους, μακριά ἀπό μιά τέτοια σκέψη, ἀλλά γιά νά ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῶ εἶναι κανείς ἄνθρωπος, νά εἶναι μαζί μ᾿ ἐκείνους καί νά στέκεται κοντά τους. Καί γιά ποιό λόγο δέν ἀνέλαβαν αὐτά οἱ ἄγγελοι; Γιά νά μήν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νά καταφεύγεις στή διαφορά τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καί τό θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπόν δέν εἶναι θαυμαστό καί παράξενο, ὁ λόγος πού ἔβγαινε ἀπό ἀνθρώπινη γλώσσα νά διώχνει τό θάνατο, νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νά διορθώνει τήν ἀνάπηρη φύση καί νά κάνει οὐρανό τή γῆ;
5.-. Γι᾿ αὐτό ἐκπλήσσομαι μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτά θαυμάζω τήν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδή δέχτηκε τόση χάρη, ἐπειδή ἔκαμε τέτοιον τόν ἑαυτό του. Καί σᾶς παρακαλῶ νά μή θαυμάζετε μόνο, ἀλλά καί νά μιμεῖσθε τό παράδειγμα αὐτό τῆς ἀρετῆς, γιατί ἔτσι θά μπορέσουμε νά λάβουμε τά ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐάν ὅμως ἀπορεῖς ἀκούοντας ὅτι, ἄν κατορθώσεις τά ἴδια, θά πετύχεις τά ἴδια μέ τόν Παῦλο, ἄκουσε αὐτόν νά λέγει τά ἑξῆς· «Ἔχω ἀγωνισθεῖ τόν καλό ἀγώνα, ἔχω φθάσει στό τέλος τοῦ δρόμου, ἔχω διαφυλάξει τήν πίστη. Λοιπόν μοῦ ἐπιφυλάσσεται τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού θά μοῦ δώσει σάν ἀνταμοιβή ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη· καί ὄχι μόνο σ᾿ ἐμένα, ἀλλά καί σ᾿ ὅλους πού ἔχουν ἀγαπήσει τήν ἐμφάνισή του» (Β´ Τιμ. 4, 7-8).
Βλέπεις πῶς ὅλους τούς καλεῖ στήν ἴδια κοινωνία; Ἐπειδή λοιπόν ὑπάρχουν τά ἴδια γιά ὅλους, ἄς φροντίσουμε ὅλοι νά γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καί ἄς μή δοῦμε μόνο τό μέγεθος καί τήν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων, ἀλλά καί τό πάθος τῆς προθυμίας, μέ τήν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη, καί τή συγγένεια τῆς φύσης, γιατί εἶχε ὅλα αὐτά τά κοινά μ᾿ ἐμᾶς. Καί ἔτσι καί τά ὑπερβολικά δύσκολα θά μᾶς φανοῦν εὔκολα καί ἐλαφρά, καί ἀφοῦ κοπιάσουμε στό σύντομο αὐτό χρόνο, θά φορέσουμε τό ἄφθαρτο καί ἀθάνατο ἐκεῖνο στεφάνι, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τoῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε, καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πρωτότυπο κείμενο
Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον ἀπόστολον Παῦλον λόγος β
2.1 Τί ποτέ ἐστιν ἄνθρωπος͵ καὶ ὅση τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας ἡ εὐγένεια͵ καὶ ὅσης ἐστὶ δεκτικὸν ἀρετῆς τουτὶ τὸ ζῶον͵ ἔδειξε μάλιστα πάντων ἀνθρώπων Παῦλος· καὶ νῦν ἕστηκεν͵ ἐξ οὗ γέγονε͵ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐγκαλοῦντας ἡμῶν τῇ κατασκευῇ ἀπολογούμενος ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου͵ καὶ προτρέπων ἐπ΄ ἀρετῇ͵ καὶ τὰ ἀναίσχυντα τῶν βλασφήμων ἐμφράττων στόματα͵ καὶ δεικνὺς ὅτι ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων οὐ πολὺ τὸ μέσον͵ ἐὰν ἐθέλωμεν προσέχειν ἑαυτοῖς. Οὐ γὰρ ἄλλην φύσιν λαχών͵ οὐδὲ ἑτέρας κοινωνήσας ψυχῆς͵ οὐδὲ ἄλλον οἰκήσας κόσμον͵ ἀλλ΄ ἐν τῇ αὐτῇ γῇ καὶ χώρᾳ καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι τραφείς͵ πάντας ἀνθρώπους ὑπερηκόντισε τοὺς ἐξ οὗ γεγόνασιν ἄνθρωποι γενομένους. Ποῦ τοίνυν οἱ λέγοντες ὅτι δύσκολον ἡ ἀρετή͵ καὶ εὔκολον ἡ κακία; Οὗτος γὰρ ἀντιφθέγγεται τούτοις͵ λέγων· Τὸ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως καθ΄ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται. Εἰ δὲ αἱ τοιαῦται θλίψεις ἐλαφραί͵ πολλῷ μᾶλλον αἱ οἴκοθεν ἡδοναί.
2.2 Καὶ οὐ τοῦτο μόνον ἐστὶν αὐτοῦ τὸ θαυμαστόν͵ ὅτι περιουσίᾳ τῆς προθυμίας οὐδὲ ᾐσθάνετο τῶν πόνων τῶν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς͵ ἀλλ΄ ὅτι οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ ταύτην μετῄει. Ἡμεῖς μὲν γὰρ οὐδὲ μισθῶν προκειμένων ἀνεχόμεθα τῶν ὑπὲρ αὐτῆς ἱδρώτων· ἐκεῖνος δὲ καὶ χωρὶς τῶν ἐπάθλων αὐτὴν ἠσπάζετο καὶ ἐφίλει͵ καὶ τὰ δοκοῦντα αὐτῆς εἶναι κωλύματα μετὰ πάσης ὑπερήλατο τῆς εὐκολίας· καὶ οὔτε σώματος ἀσθένειαν͵ οὐ πραγμάτων περίστασιν͵ οὐ φύσεως τυραννίδα͵ οὐκ ἄλλο οὐδὲν ᾐτιάσατο. Καίτοι καὶ στρα τηγῶν καὶ βασιλέων ἁπάντων τῶν ὄντων ἐπὶ γῆς μείζονα φροντίδα ἐγχειρισθείς͵ ἀλλ΄ ὅμως καθ΄ ἑκάστην ἤκμαζε τὴν ἡμέραν. Καὶ τῶν κινδύνων ἐπιτεινομένων αὐτῷ͵ νεαρὰν ἐκέκτητο τὴν προθυμίαν͵ καὶ τοῦτο δηλῶν ἔλεγε· Τῶν μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος͵ τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινό μενος· καὶ θανάτου προσδοκωμένου͵ εἰς κοινωνίαν τῆς ἡδονῆς ταύτης ἐκάλει λέγων· Χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι· καὶ κινδύνων ἐπικειμένων καὶ ὕβρεων͵ καὶ ἀτιμίας ἁπάσης͵ ἐσκίρτα πάλιν͵ καὶ Κορινθίοις ἐπιστέλλων ἔλεγε· Διὸ καὶ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις͵ ἐν ὕβρεσιν͵ ἐν διωγμοῖς·
2.3 Καὶ ὅπλα δὲ αὐτὰ δικαιοσύνης ἐκάλεσε͵ δεικνὺς ὅτι καὶ ἐντεῦθεν τὰ μέγιστα ἐκαρποῦτο͵ καὶ τοῖς ἐχθροῖς πάντοθεν ἀχείρωτος ἦν· καὶ πανταχοῦ μαστιζόμενος͵ ὑβρι ζόμενος͵ λοιδορούμενος͵ ὥσπερ ἐν θριάμβοις ἐμπομπεύων͵ καὶ τὰ τρόπαια συνεχῆ πανταχοῦ γῆς ἱστάς͵ οὕτως ἐκαλ λωπίζετο͵ καὶ χάριν ὡμολόγει τῷ Θεῷ λέγων· Χάρις δὲ τῷ Θεῷ τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς. Καὶ τὴν ἀσχη μοσύνην καὶ τὴν ὕβριν τὴν διὰ τὸ κήρυγμα μᾶλλον͵ ἢ ἡμεῖς τὴν τιμὴν ἐδίωκε͵ καὶ τὸν θάνατον͵ ἢ ἡμεῖς τὴν ζωήν͵ καὶ τὴν πενίαν͵ ἢ τὸν πλοῦτον ἡμεῖς͵ καὶ τοὺς πόνους μᾶλλον͵ ἢ τὰς ἀνέσεις ἕτεροι͵ καὶ οὐχ ἁπλῶς μᾶλλον͵ ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον͵ καὶ τὸ λυπεῖσθαι πλέον͵ ἢ μᾶλλον͵ ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον͵ καὶ τὸ λυπεῖσθαι πλέον͵ ἢ τὸ χαίρειν ἕτεροι͵ τὸ ὑπερεύχεσθαι τῶν ἐχθρῶν μᾶλλον͵ ἢ τὸ κατεύχεσθαι ἕτεροι. Καὶ ἀντέστρεψε τῶν πραγμάτων τὴν τάξιν͵ μᾶλλον δὲ ἡμεῖς ἀντεστρέψαμεν͵ ἐκεῖνος δέ͵ ὥσπερ ὁ Θεὸς ἐνομοθέτησεν͵ οὕτως αὐτὴν ἐφύλαττε. Ταῦτα μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἅπαντα͵ ἐκεῖνα δὲ τοὐναντίον. Τίς τούτων ἀπόδειξις; Παῦλος͵ ἄνθρωπος ὤν͵ καὶ τούτοις ἐπιτρέχων μᾶλλον ἢ ἐκείνοις.
2.4 Ἓν τούτῳ φοβερὸν ἦν μόνον καὶ φευκτόν͵ τὸ προσ κροῦσαι Θεῷ͵ ἕτερον δὲ οὐδέν· ὥσπερ οὖν οὐδὲ ποθεινὸν ἄλλο τι͵ ὡς τὸ ἀρέσαι Θεῷ· καὶ οὐ λέγω τῶν παρόντων οὐδέν͵ ἀλλ΄ οὐδὲ τῶν μελλόντων. Μὴ γάρ μοι πόλεις εἴπῃς καὶ ἔθνη καὶ βασιλεῖς καὶ στρατόπεδα καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ σατραπείας καὶ δυναστείας· οὐδὲ γὰρ ἀράχνην ταῦτα εἶναι ἐνόμισεν· ἀλλ΄ αὐτὰ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τίθει͵ καὶ τότε αὐτοῦ ὄψει τὸν σφοδρὸν ἔρωτα τὸν πρὸς τὸν Χριστόν. Οὗτος γὰρ πρὸς ἐκεῖνο τὸ φίλτρον͵ οὐκ ἀγγέλων ἀξίαν ἐθαύμασεν͵ οὐκ ἀρχαγγέλων͵ οὐκ ἄλλο τοιοῦτον οὐδέν. Τὸ γὰρ ἁπάντων μεῖζον εἶχεν ἐν ἑαυτῷ͵ τὸν τοῦ Χριστοῦ ἔρωτα· μετὰ τούτου πάντων ἑαυτὸν μακαριώτερον εἶναι ἐνόμισε. Καὶ τούτου χωρίς͵ οὐδὲ τῶν κυριοτήτων καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐξουσιῶν γενέσθαι ηὔχετο͵ ἀλλὰ μετὰ τῆς ἀγάπης ταύτης ἐν ἐσχάτοις εἶναι ἐβούλετο μᾶλλον καὶ τῶν κολαζομένων͵ ἢ ταύτης χωρίς͵ τῶν ἄκρων καὶ τῶν τιμωμένων.
2.5 Κόλασις γὰρ ἐκείνῳ μία͵ τὸ τῆς ἀγάπης ταύτης ἀπο τυχεῖν. Τοῦτο αὐτῷ γέεννα͵ τοῦτο τιμωρία͵ τοῦτο μυρία κακά͵ ὥσπερ καὶ ἀπόλαυσις͵ τὸ ταύτης ἐπιτυχεῖν· τοῦτο ζωή͵ τοῦτο κόσμος͵ τοῦτο ἄγγελος͵ τοῦτο παρόντα͵ τοῦτο μέλλοντα͵ τοῦτο βασιλεία͵ τοῦτο ἐπαγγελία͵ τοῦτο τὰ μυρία ἀγαθά. Ἕτερον δὲ οὐδὲν τῶν μὴ φερόντων ἐνταῦθα͵ οὔτε λυπηρόν͵ οὔτε ἡδὺ εἶναι ἐνόμιζεν· ἀλλ΄ οὕτω κατεφρόνει τῶν ὁρωμένων πάντων͵ ὡς τῆς κατασηπο μένης βοτάνης. Τύραννοι δὲ αὐτῷ͵ καὶ δῆμοι θυμοῦ πνέοντες͵ κώνωπες εἶναι ἐδόκουν· θάνατος δὲ αὐτῷ καὶ πνέοντες͵ κώνωπες εἶναι ἐδόκουν· θάνατος δὲ αὐτῷ καὶ τιμωρίαι καὶ μυρίαι κολάσεις͵ παίδων ἀθύρματα· πλὴν εἴ ποτε διὰ τὸν Χριστὸν ὑπέμενε. Τότε γὰρ καὶ ταῦτα ἠσπά ζετο͵ καὶ εἰς τὴν ἅλυσιν οὕτως ἐκαλλωπίζετο͵ ὡς οὐδὲ τὸ διάδημα Νέρων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχων· καὶ τὸ δεσμω τήριον δὲ ᾤκει͵ ὡς αὐτὸν τὸν οὐρανόν͵ καὶ τραύματα καὶ μάστιγας ἐδέχετο ἥδιον τούτων τῶν τὰ βραβεῖα ἁρπαζόν των· καὶ τοὺς πόνους ἐφίλει τῶν ἐπάθλων οὐχ ἧττον͵ ἔπαθλον τοὺς πόνους εἶναι νομίζων· διὰ τοῦτο καὶ χάριν αὐτοὺς ἐκάλει.
2.6 Σκόπει δέ. Ἔπαθλον ἦν͵ τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι͵ τὸ δὲ ἐπιμεῖναι τῇ σαρκί͵ ὁ ἀγὼν οὗτος· ἀλλ΄ ὅμως τοῦτο μᾶλλον αἱρεῖται ἐκείνου͵ καὶ ἀναγκαιό τερον αὐτῷ εἶναί φησι· τὸ ἀνάθεμα ἀπὸ Χριστοῦ γενέσθαι͵ ἀγὼν ἦν καὶ πόνος͵ μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ ἀγῶνα καὶ πόνον· τὸ εἶναι μετ΄ αὐτοῦ͵ ἔπαθλον. Ἀλλὰ τοῦτο μᾶλλον αἱρεῖται ἐκείνου διὰ τὸν Χριστόν. Ἀλλ΄ ἴσως εἴποι τις ἂν ὅτι πάντα ταῦτα διὰ τὸν Χριστὸν ἡδέα αὐτῷ ἦν. Τοῦτο γὰρ καὶ ἐγώ φημι͵ ὅτι ἅπερ ἀθυμίας ἡμῖν αἴτια͵ ταῦτα ἐκείνῳ μεγάλην ἔτικτεν ἡδονήν. Καὶ τί λέγω κινδύνους καὶ τὰς ἄλλας ταλαιπωρίας; Καὶ γὰρ ἐν ἀθυμίᾳ διηνεκεῖ ἦν· διὸ καὶ ἔλεγε· Τίς ἀσθενεῖ͵ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται͵ καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; Πλὴν εἰ καὶ τὴν ἀθυμίαν ἡδονὴν ἔχειν εἴποι τις ἄν. Πολλοὶ γὰρ καὶ τῶν τέκνα ἀποβαλόντων͵ συγχωρούμενοι μὲν θρηνεῖν͵ παραμυθίαν λαμβάνουσι· κωλυόμενοι δέ͵ ἀλγοῦσι· καθάπερ οὖν καὶ ὁ Παῦλος͵ νυκτὸς καὶ ἡμέρας δακρύων͵ παραμυθίαν ἐλάμβανεν· οὐδεὶς γὰρ οὕτω τὰ οἰκεῖα ἐπέν θησε κακά͵ ὡς τὰ ἀλλότρια ἐκεῖνος. Πῶς γὰρ οἴει δια κεῖσθαι αὐτὸν Ἰουδαίων οὐ σωζομένων͵ ἵνα σωθῶσιν͵ εὐχόμενον ἐκπεσεῖν τῆς ἄνωθεν δόξης; Ὅθεν δῆλον ὅτι τὸ μὴ σώζεσθαι αὐτοὺς πολλῷ χαλεπώτερον ἦν. Εἰ γὰρ μὴ χαλεπώτερον͵ οὐκ ἂν ηὔξατο ἐκεῖνο· ὡς γὰρ κουφό τερον εἵλετο͵ καὶ μᾶλλον ἔχον παραμυθίαν· καὶ οὐχ ἁπλῶς ἐβούλετο͵ ἀλλὰ καὶ ἐβόα λέγων· Ὅτι λύπη μοί ἐστι͵ καὶ ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου.
2.7 Τὸν οὖν καθ΄ ἑκάστην͵ ὡς εἰπεῖν͵ ὑπὲρ τῶν τὴν οἰκουμένην οἰκούντων ἀλγοῦντα͵ καὶ ὑπὲρ ἁπάντων κοινῇ͵ καὶ ἐθνῶν͵ καὶ πόλεων͵ καὶ ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου͵ τίνι ἄν τις δυνηθείη παραβαλεῖν; ποίῳ σιδήρῳ; ποίῳ ἀδάμαντι; Τί ἄν τις ἐκείνην καλέσειε τὴν ψυχήν; χρυσῆν͵ ἢ ἀδα μαντίνην; καὶ γὰρ ἀδάμαντος ἦν παντὸς στερροτέρα͵ καὶ χρυσοῦ καὶ λίθων τιμίων τιμιωτέρα· κἀκείνης μὲν οὖν τῆς ὕλης τὴν εὐτονίαν παρελάσει͵ ταύτης δὲ τὴν πολυτέλειαν. Τίνι ἂν οὖν τις αὐτὴν παραβάλοι; Τῶν μὲν οὐσῶν οὐδε μιᾷ. Εἰ δὲ χρυσὸς ἀδάμας γένοιτο͵ καὶ ἀδάμας χρυσός͵ τότε ὁπωσοῦν αὐτῶν τεύξεται τῆς εἰκόνος. Ἀλλὰ τί μοι δεῖ παραβάλλειν ἀδάμαντι καὶ χρυσῷ; Τὸν κόσμον ἀντίθες ἅπαντα͵ καὶ τότε ὄψει καθέλκουσαν τοῦ Παύλου τὴν ψυχήν. Εἰ γὰρ περὶ τῶν ἐν μηλωταῖς καὶ σπηλαίοις καὶ ἐν μικρῷ μέρει τῆς οἰκουμένης διαπρεψάντων τοῦτό φησιν ἐκεῖνος͵ πολλῷ μᾶλλον περὶ αὐτοῦ ἂν εἴποιμεν ἡμεῖς͵ ὡς ὅτι πάντων ἀντάξιος ἦν. Εἰ τοίνυν ὁ κόσμος αὐτοῦ οὐκ ἄξιος͵ τίς ἄξιος; τάχα ὁ οὐρανός; Ἀλλὰ καὶ τοῦτο σμικρόν. Εἰ γὰρ αὐτὸς οὐρανοῦ μετὰ τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς προετίμησε τοῦ Δεσπότου τὴν ἀγάπην͵ πολλῷ μᾶλλον ὁ Δεσπότης ὁ τοσοῦτον αὐτοῦ ἀγαθώτερος͵ ὅσον πονηρίας ἀγαθότης͵ μυρίων αὐτὸν οὐρανῶν προτιμήσει. Οὐ γὰρ ὁμοίως ἡμᾶς φιλεῖ͵ καθάπερ ἡμεῖς αὐτόν͵ ἀλλὰ τοσούτῳ πλέον͵ ὅσον οὐδὲ λόγῳ παραστῆσαι ἔνι.
2.8 Σκόπει γοῦν ἡλίκων αὐτὸν καὶ πρὸ τῆς μελλούσης ἠξίωσεν ἀναστάσεως. Εἰς παράδεισον ἥρπασεν͵ εἰς τρίτον ἀνήγαγεν οὐρανόν͵ ἀπορρήτων ἐποίησε κοινωνὸν τοιούτων͵ ἃ μηδενὶ τῶν τὴν ἀνθρωπίνην λαχόντων φύσιν θέμις εἰπεῖν. Καὶ μάλα εἰκότως· καὶ γὰρ ἐν γῇ βαδίζων͵ ὡς μετὰ ἀγγέλων περιπολῶν͵ οὕτως ἔπραττεν ἅπαντα· καὶ σώματι θνητῷ συνδεδεμένος͵ τὴν ἐκείνων καθαρότητα ἐπε δείκνυτο͵ καὶ ἀνάγκαις τοσαύταις ὑποκείμενος͵ ἐφιλονείκει τῶν ἄνω δυνάμεων μηδὲν ἔλαττον φανῆναι. Καὶ γὰρ ὡς πτηνὸς τὴν οἰκουμένην διέδραμε͵ καὶ ὡς ἀσώματος πόνων ὑπερεώρα καὶ κινδύνων͵ καὶ ὡς τὸν οὐρανὸν ἤδη λαχὼν͵ κατεφρόνει τῶν ἐπὶ γῆς͵ καὶ ὡς μετ΄ αὐτῶν ἀναστρεφό μενος τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων͵ οὕτω διηνεκῶς ἐγρη γορὼς ἦν. Καίτοι γε ἄγγελοι πολλάκις ἐνεχειρίσθησαν ἔθνη διάφορα· ἀλλ΄ οὐδὲ εἷς αὐτῶν τὸ ἔθνος͵ ὃ ἐνεπιστεύ θη͵ οὕτως ᾠκονόμησεν͵ ὡς Παῦλος τὴν οἰκουμένην ἅπασαν. Καὶ μή μοι λέγε ὅτι Παῦλος οὐκ ἦν ὁ ταῦτα οἰκονομῶν· καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς ὁμολογῶ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ αὐτὸς ἦν ὁ ταῦτα ἀνύων͵ ἀλλ΄ οὐδὲ οὕτως ἐκτὸς ἦν τῶν ἐπὶ τούτοις ἐπαίνων͵ ἐπειδὴ ἑαυτὸν οὕτω κατεσκεύασεν ἄξιον τῆς τοσαύτης χάριτος. Ὁ Μιχαὴλ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος ἐνεχειρίσθη. Παῦλος δὲ γῆν καὶ θάλατταν͵ καὶ τὴν οἰκουμένην͵ καὶ τὴν ἀοίκητον.
2.9 Καὶ ταῦτα οὐκ ἀγγέλους ὑβρίζων λέγω͵ μὴ γένοιτο͵ ἀλλὰ δεικνὺς ὅτι δυνατὸν ἄνθρωπον ὄντα μετ΄ ἐκείνων εἶναι͵ καὶ ἐγγὺς αὐτῶν ἑστάναι. Καὶ τίνος ἕνεκεν οὐκ ἄγγελοι ταῦτα ἐνεχειρίσθησαν; Ἵνα μηδεμίαν ἀπολογίαν ἔχῃς ῥᾳθυμῶν͵ μηδὲ εἰς τὴν διαφορὰν τῆς φύσεως κατα φεύγῃς καθεύδων· ἄλλως δὲ καὶ τὸ θαῦμα μεῖζον ἐγίνετο. Πῶς γὰρ οὐ θαυμαστὸν καὶ παράδοξον͵ ἀπὸ γλώττης πηλίνης ἐκπηδῶντα λόγον͵ θάνατον φυγαδεύειν͵ ἁμαρτή ματα λύειν͵ πεπηρωμένην διορθοῦν φύσιν͵ καὶ τὴν γῆν ἐργάζεσθαι οὐρανόν; Διὰ τοῦτο ἐκπλήττομαι τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμιν͵ διὰ ταῦτα θαυμάζω τοῦ Παύλου τὴν προθυ μίαν͵ ὅτι τοσαύτην ὑπεδέξατο χάριν͵ ὅτι τοιοῦτον παρε σκεύασεν ἑαυτόν.
2.10 Καὶ ὑμᾶς παρακαλῶ μὴ θαυμάζειν μόνον͵ ἀλλὰ καὶ μιμεῖσθαι τὸ ἀρχέτυπον τοῦτο τῆς ἀρετῆς· οὕτω γὰρ δυνησόμεθα τῶν αὐτῶν στεφάνων κοινωνῆσαι ἐκείνῳ. Εἰ δὲ θαυμάζεις ἀκούων ὅτι͵ τὰ αὐτὰ κατορθώσας͵ τῶν αὐτῶν ἐπιτεύξῃ͵ ἄκουσον αὐτοῦ ταῦτα λέγοντος· Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι͵ τὸν δρόμον τετέλεκα͵ τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος͵ ὃν ἀποδώσει μοι Κύριος ὁ δίκαιος κριτὴς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· οὐ μόνον δὲ ἐμοί͵ ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ. Ὁρᾷς πῶς πάντας εἰς τὴν αὐτὴν κοινωνίαν καλεῖ; Ἐπεὶ οὖν ἅπασι πρόκειται τὰ αὐτά͵ πάντες σπουδά σωμεν ἄξιοι γενέσθαι τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν· καὶ μὴ μόνον τὸ μέγεθος καὶ τὸν ὄγκον τῶν κατορθωμάτων ἴδωμεν͵ ἀλλὰ καὶ τὸν τόνον τῆς προθυμίας͵ δι΄ ἧς τοσαύτην ἐπεσπάσατο χάριν͵ καὶ τὸ τῆς φύσεως συγγενές· τῶν γὰρ αὐτῶν ἡμῖν ἐκοινώνησεν ἁπάντων. Καὶ οὕτω καὶ τὰ σφόδρα δυσκατόρθωτα͵ ῥᾴδια ἡμῖν φανεῖται καὶ κοῦφα͵ καὶ τὸν βραχὺν τοῦτον καμόντες χρόνον͵ τὸν ἀγήρω καὶ ἀθάνατον ἐκεῖνον στέφανον φοροῦντες διατελέσομεν͵ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Patrologia Graeca J.P.Migne τόμος 50)
Έφυγε στις 4 Ιουνίου από ανάμεσά μας και κηδεύτηκε την επόμενη στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγ. Όρους ο μοναχός Νικόδημος Μπιλάλης, μια καθαρή και γνήσια ελληνορθόδοξη ψυχή, που αφιέρωσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των πολύτεκνων οικογενειών. Θεολόγος και φιλόλογος ο π. Νικόδημος συνέγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα, μερικά από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν και ως σχολικά εγχειρίδια στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συμμετείχε σε θεολογικά και δημογραφικά συνέδρια με εισηγήσεις που εντυπωσίαζαν το πυκνό ακροατήριο. Συγκαταλέγεται στους πιο λόγιους μοναχούς του Αγ. Όρους. Πέθανε λίγες μόνο ημέρες μετά τον επίσης λόγιο μοναχό Μωυσή, γνωστό στο πανελλήνιο από σειρά βιβλίων και άρθρων που κατά καιρούς δημοσίευε. Πέθανε μάλιστα κατά τον ίδιο τρόπο με τον από Τραπεζούντος ορμώμενο Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, τον θεμελιωτή του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, τη βιογραφία του οποίου συνέγραψε.
Αγνός άνθρωπος ο π. Νικόδημος διατηρούσε ακμαίες τις σωματικές του δυνάμεις και παρά τα 85 του χρόνια αποτόλμησε να ανέβει με μια σκάλα στη στέγη του κελιού του στην Καψάλα του Αγίου Όρους. Έπεσε όμως στο κενό και άφησε την τελευταία του πνοή, όπως ακριβώς και ο απ’ αυτόν βιογραφηθείς Άγιος.
Πολλά οφείλει η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η Ελλάδα στον π. Νικόδημο. Γόνος ο ίδιος υπερπολύτεκνης οικογένειας και γνώστης εξ ιδίας εμπειρίας των πλεονεκτημάτων και των αρετών που καλλιεργούνται με τον πλέον φυσιολογικό τρόπο μέσα στις πολύτεκνες οικογένειες έκανε σκοπό της ζωής του την προβολή της ελληνορθόδοξης πολύτεκνης οικογένειας. Δεν τον εμπόδισε το μοναχικό σχήμα που περιβλήθηκε να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με την πολύτεκνη οικογένεια. Ζήτησε ευλογία από τον γέροντα Παΐσιο, και εκείνος όχι μόνο του την έδωσε, αλλά και τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τους ευλογημένους πολύτεκνους της πατρίδας μας. Επί 36 χρόνια εξέδιδε το περιοδικό «ελληνορθόδοξη πολύτεκνη οικογένεια», το οποίο μοιραζόταν από τα παγκάρια των ναών. Τα τεύχη του μέχρι την κοίμησή του ανήλθαν σε 141. Έφτασε να κυκλοφορεί μέχρι 500.000 αντίτυπα. Κολοσσιαία είναι η προσφορά του περιοδικού. Από την επιταγή ταχυπληρωμής, που ως ένθετο κυκλοφορούσε σε κάθε περιοδικό, συγκεντρώνονταν σεβαστά ποσά με τα οποία ενισχύθηκαν χιλιάδες πολυμελείς οικογένειες, που αντιμετώπιζαν οξύ οικονομικό πρόβλημα. Ορισμένες ήσαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο πλειστηριασμού του σπιτιού τους από αδυναμία εξόφλησης δανείου ή έξωσης από αδυναμία καταβολής του ενοικίου. Στις περιπτώσεις αυτές πυροσβεστικά επενέβαινε ο π. Νικόδημος και αποφεύγονταν τα δυσάρεστα να βρεθούν στο δρόμο υπερπολύτεκνες οικογένειες. Υπήρχαν οικογένειες που ενισχύονταν μονίμως και άλλες που ενισχύονταν εκτάκτως. Το πιο συγκινητικό είναι ότι μεταξύ των δωρητών συγκαταλέγονταν και οικογένειες πολυτέκνων, που τα οικονομικά τους ήσαν πενιχρά. Διαβάζει κανείς συγκινητικά γράμματα στις σελίδες του περιοδικού, αλλά βλέπει και υπέροχες οικογενειακές φωτογραφίες με όλα τα μέλη τους, παππούδες, γονείς, εγγόνια, δισέγγονα, χάρμα οφθαλμών.
Βλέποντας ο π. Νικόδημος τις τεράστιες διαστάσεις που έλαβαν οι εκτρώσεις στην Ελλάδα (τριπλάσιες εκτρώσεις από γεννήσεις) έδωσε πραγματικό αγώνα ενημέρωσης για την αποφυγή της σύγχρονης αυτής μάστιγας. Πολλοί είναι εκείνοι που επηρεάστηκαν από την αρθρογραφία του και έφεραν στον κόσμο όσα παιδιά τους έδωσε ο Θεός, άλλοι απέφυγαν εκτρώσεις που προγραμμάτιζαν, άλλοι διόρθωσαν με τη μετάνοιά τους και τη γέννηση και άλλων παιδιών ύστερα από κάποια έκτρωση και άλλοι έγιναν συνεργάτες στην προστασία του αγέννητου παιδιού. Αλλά και η προβολή εθνικών θεμάτων και ηρωικών γεγονότων δεν διέφευγαν της προσοχής του π. Νικοδήμου.
Όλα αυτά αποτελούν τεράστια προσφορά στην Εκκλησία και στο γένος των Ελλήνων, για την οποία αξίζει κάθε δίκαιος έπαινος στον μεταστάντα. Ο θάνατός του αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό. Οι πολυποίκιλα ενισχυόμενες πολύτεκνες οικογένειες είναι φυσικό να νοιώθουν απορφανισμένες. Είθε ο Κύριος να στείλει αντάξιο αντικαταστάτη του και να κατατάξει τον ίδιο μετά των εκλεκτών του.
«Γιά τήν Ἐκκλησιά ἡ καμπάνα, ἡ «καμπάνα». Τί ὡραῖα πού σημαίνει, πού «σημαίνει». Ντίν ντάν, «ντίν ντάν»…»
ΕΙΝΑΙ μερικές φορές πού ὅταν δέν ἔχουμε κατανοήσει το βαθύτερο νόημα προσώπων, καταστάσεων, ἀντικειμένων καί λέξεων, εὔκολα, ἀζύγιστα, ἐπιπόλαια καί ἐπιδερμικά τά πολεμοῦμε. Και πρωτίστως μιλῶ γιά τόν ἑαυτό μου.
Γιʼαὐτό καί ταπεινά καταθέτω τά ἑξῆς, γιά τά ὁποῖα ἄν ἔχω λάθος διορθῶστε με. Καί γιά νά γίνουμε σαφέστεροι τό θέμα εἶναι περί καμπανῶν.
Ἄς δοῦμε πρῶτα σύντομα την ἱστορική τους προέλευση καί σημασία, ἀντλώντας στοιχεῖα α) ἀπό τήν «Ἀργολική ἀρχειακή βιβλιοθήκη ἱστορίας καί πολιτισμοῦ», και συγκεκριμένα ἀπό τό ἄρθρο μέ τίτλο ¨Καμπαναριά¨τοῦ πρωτοπρ. Γεωργίου Σελλῆ καί β) ἀπό τόν ἱστότοπο «Συν-οδοιπορία» καί συγκεκριμένα τό ἄρθρο μέ τίτλο ¨Τό σήμαντρο-Σύμβολο μοναχισμοῦ¨.
Πῶς καθιέρωσαν τὰ σήμαντρα
Ἀρχικά εἴχαμε τό σήμαντρο. Τὸ κάλεσμα μὲ σήμαντρα εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ λαοῦ σὲ τελετὲς καὶ συναθροίσεις χρησιμοποιοῦνταν μεγάλα τεμάχια μετάλλου, κρεμασμένα σὲ σχοινιὰ ποὺ τὰ ἔκρουαν μὲ μεταλλικὲς ἢ ξύλινες ράβδους. Ἡ χρήση ἐπίσης μικρῶν κωδώνων ἀναφέρεται καὶ στὴ λατρεία τῶν ἀρχαίων λαῶν: Σύρων, Αἰγυπτίων, Ρωμαίων κ.ἄ.
Στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη χρυσῶν κωδωνίσκων στὶς ἀρχιερατικὲς στολές. Ἀντιθέτως, γιὰ τὸ κάλεσμα τῶν Ἰσραηλιτῶν στὶς θρησκευτικὲς συγκεντρώσεις χρησιμοποιοῦνταν σάλπιγγες, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς γνωστοποιοῦσαν στὸ λαὸ τὶς νουμηνίες καὶ τὰ Ἰωβηλαῖα. Εἶχε θεσπιστεῖ ἡ Ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων τὴν πρώτη τοῦ ἑβδόμου μηνός.
Εἶναι ἄγνωστο πότε ἔγινε ἡ χρήση κωδώνων στὴ χριστιανικὴ λατρεία γιὰ πρώτη φορά. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν οἱ πιστοὶ καλοῦνταν εἴτε μὲ ἐνημέρωση στὴν ἀπόλυση τῆς προηγούμενης σύναξης εἴτε μὲ τοὺς «Θεοδρόμους» ἢ «Λαοσυνάκτες», οἱ ὁποῖοι, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους εἰδοποιοῦσαν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸ χρόνο τῆς ἑπομένης. Κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, τὴν εἰδοποίηση ἀνελάμβανε ὁ λεγόμενος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες «κράκτης», ἀπὸ δὲ τοὺς Τούρκους «τσεχενδεμὶν νταβετσί» (δηλ. κλητήρας τοῦ Ἅδη).
Μετὰ τοὺς διωγμοὺς εἰσήχθησαν στοὺς ναοὺς καὶ στὰ μοναστήρια τὰ λεγόμενα «ἁγιοσίδερα», δηλ. σιδερένια ἢ ξύλινα σήμαντρα, ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα.
Τί συμβολίζει ἡ κροῦσις τῶν σημάντρων
Ἀρχικῶς ἡ κρούση τοῦ σημάντρου εἶναι συμβολική. Τό μέν μικρό σήμαντρο πού χρησιμοποιεῖται στόν Ὄρθρο συμβολίζει ὅσα διδάσκει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἐνῶ τό μεγάλο σήμαντρο τονίζει τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ κρούση τοῦ σιδηροῦ σημάντρου θυμίζει τή σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, τήν ὁποία θά ἀκούσουν μέ ἀγαλλίαση οἱ ἐκλεκτοί κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Παράλληλα, ἡ κρούση τοῦ ξυλίνου σημάντρου ἤ ταλάντου θυμίζει τήν κρούση τοῦ ξύλου ἀπό τό Νῶε πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό καί ἔτσι κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες στά μοναστήρια, τό σήμαντρο συμβολίζει τόν ἐρχομό τῶν πιστῶν ἐντός τῆς Νέας Κιβωτοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά σωθοῦν ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ καμπάνα, βεβαίως καί κυριάρχησε στίς πολυπληθεῖς πλέον πόλεις ὡς τό δυνατότερο σέ ἐμβέλεια μέσο κλήσεως κυρίως τῶν πιστῶν στοὺς ἱεροὺς ναούς. Τὸ σήμαντρο ἐπανῆλθε στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς κατὰ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, κυρίως λόγω τῆς ἀνάγκης τῶν πιστῶν νὰ συγκεντρώνονται καὶ νὰ ἐκκλησιάζονται κρυφά, χωρὶς κωδωνοκρουσίες.
Γνωρίζοντας μάλιστα ὅτι πολλὰ μοναστήρια λειτούργησαν καὶ ὡς «κρυφὰ σχολειά» τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ κρούση τοῦ σημάντρου ἐξυπηρετοῦσε καὶ ἐκπαιδευτικοὺς σκοπούς, χωρὶς νὰ γίνονται ἀντιληπτοὶ οἱ συμμετέχοντες ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατακτητές.
Σήμερα, τὰ ξύλινα καὶ τὰ σιδηρά σήμαντρα παραμένουν ἐν χρήσει μαζὶ μὲ τοὺς κώδωνες μόνο στὶς ἱερὲς μονές, ἐνῶ καθένα ἀπὸ αὐτὰ κρούεται σὲ ὁρισμένο χρόνο ποὺ ὁρίζει ἡ τάξη τοῦ μοναστηριοῦ.
Μπορεῖ μάλιστα νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κρούεται τὸ σήμαντρο σὲ κάθε μονὴ ὑποδηλώνει καὶ τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα αὐτῆς, τόν χαρμόσυνο ἤ πένθιμο, εἴτε πρόκειται γιὰ ἀνδρικὸ εἴτε γιὰ γυναικεῖο μοναστήρι.
Πάντως εἶναι γεγονός τό εὖρος τῶν συναισθημάτων πού προκαλεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας καὶ τῶν σημάντρων ποὺ κοσμοῦν τὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια τῆς πατρίδας μας: ἀπὸ τὸ κάλεσμα στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τὴν ἐπισήμανση τῶν ἱερῶν στιγμῶν τῆς λατρείας ἕως τὴν εἰδοποίηση γιὰ χαρμόσυνα ἢ δυσάρεστα γεγονότα.
Οἱ μεγάλες καμπάνες γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ λαοῦ στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἐμφανίζονται ἀρχικὰ στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία. Ἔχουν πάρει τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὴν Καμπανία, περιοχὴ τῆς Ἰταλίας, στὴν ὁποία πρωτοκατασκευάστηκαν. Συμβολίζουν τὶς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, πού ἀφυπνίζουν γιὰ ἐγρήγορση.
Στὴν Ἀνατολὴ κάποιος Βυζαντινὸς χρονογράφος ἀναφέρει ὅτι τὸν Θ΄ αἰ. ὁ δούκας τῆς Ἑνετίας Οὖρσος χάρισε στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ δώδεκα μεγάλες καμπάνες, τὶς ὁποῖες κρέμασε σὲ ἰδιαίτερο πύργο στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Πρώτη φορά τὶς ἔβλεπαν οἱ Βυζαντινοί, ὅμως τοὺς ἄρεσαν τόσο, ὥστε γενικεύτηκε ἡ χρήση τους.
Οἱ Τοῦρκοι ἀπαγόρευσαν τὴ χρήση τους κατὰ τὴ δουλεία, μὲ ἐξαίρεση τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ Ἰωάννινα καὶ μερικὰ νησιά, γιὰ νὰ μὴ ταράσσεται ὁ ὕπνος τῶν νεκρῶν Μουσουλμάνων, γιατί «ὁ κώδων εἶναι τὸ μυστικὸν ὄργανον τοῦ διαβόλου». Ἀντίθετα, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανὸς γράφει: «τὸ σήμαντρο αἰνίττεται (ὑμνεῖ καί δοξάζει) τάς τῶν ἀγγέλων σάλπιγγας· διεγείρει δὲ καὶ τοὺς ἀγωνιστάς πρὸς τὸν τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν πόλεμον».
Οἱ πιὸ παλιὲς γνωστὲς καμπάνες συναντῶνται τὸν ὄγδοο αἰώνα. Ἡ κατασκευὴ τους εἶναι χονδροειδὴς καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ μεταλλικὲς πλάκες, συναρμολογημένες μὲ σφυρηλατημένα καρφιά, ὅπως οἱ κατοπινοὶ λέβητες. Ἀργότερα ἐπικράτησε ἡ κατασκευή τους ἀπὸ χυτὸ ὀρείχαλκο ἄριστης ποιότητας. Ἡ χρήση χρυσοῦ ἢ ἀσημιοῦ γιὰ καλύτερη ἠχητικὴ ἀπόδοση ἐλέγχεται. Τὸ καμπαναριὸ εἶναι ἡ θέση ἀπὸ ὅπου ἀντηχεῖ ἡ καμπάνα μὲ τὴ γλυκιὰ φωνή της.
Ἕνα τρανό παράδειγμα πρὸς μίμησιν
Ὅπως μαθαίνουμε α) ἀπό τον ἱστότοπο agiosnikolaoskozanis και συγκεκριμένα ἀπό τήν εἰδικότερη ἀναφορά περί τοῦ κωδωνωστασίου τοῦ ἐν λόγῳ Ναοῦ καί β) ἀπό το ἄρθρο τῆς Κατερίνας Μάτσου ὅπου ἀναφέρεται ἐπίσης στό καμ- παναριό τής Ἐκκλησίας, γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κοζάνης ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὸ καμπαναριό.
Ἀξίζει, λοιπόν, μικρὸς λόγος νὰ γίνει καὶ γιὰ τὸ κτίσμα αὐτό. Μέχρι τὰ 1728 ὁ ναὸς δὲν εἶχε οὔτε καμ- πάνες οὔτε σήμαντρα. Ὁ δυνάστης θεωροῦσε πρόκληση καὶ ἀπαράδεκτη ἐνόχληση τὴν ὕπαρξή τους καὶ αὐστηρὰ ἀπαγόρευε τὴ χρήση τους.
Χρειάστηκαν καὶ πάλι παρεμβάσεις ἐπισήμων καὶ μεσιτεῖες διάφο- ρες γιὰ νὰ δοθεῖ στὰ 1728 στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τὸ δικαίωμα νὰ ἔχει σήμαντρα σιδερένια καὶ ξύλινα, ὄχι ὅμως καὶ καμπάνες. Τὸ γεγονὸς χαιρετίστηκε ἀπὸ τοὺς Κοζανίτες μὲ πολλὴ χαρά, ἔκφραση δὲ τῆς χαρᾶς τους ἀποτελεῖ καὶ ἡ σημείωση στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ σχετικοῦ φιρμανιοῦ ποὺ φυλάγεται στὴ δημοτικὴ βιβλιοθήκη· «Τό φερμάνι τοῦ Σουλτάνου Μεϊμὲτ ἀπό ὅπου ἔλεος τοῦ ἔκαμεν σεφέρι διά νά ἔχωμεν στην ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου σήμαντρα σιδερένια καί ξύλινα». Πότε δόθηκε ἄδεια νὰ ἠχοῦν καὶ καμπάνες δὲν εἶναι γνωστό. Ὁπωσδήποτε αὐτὸ συνέβη πρὶν ἀπὸ τὰ 1855 ποὺ στήθηκε τὸ κωδωνοστάσι καὶ τοποθετήθηκαν σ᾿ αὐτὸ καὶ σήμαντρα καὶ καμπάνες.
Τὸ φιρμάνι τοῦ 1728 διὰ τὴν χρῆσιν σημάντρων
Μέ τὴν ἀνέγερση τοῦ κωδωνοστασίου οἱ Κοζανίτες «ἔβγαλαν τὸ ἄχτι τους». Καθὼς δὲν μποροῦσαν νὰ χτίσουν ψηλὲς καὶ ἐπιβλητικὲς ἐκκλησίες, ἔχτισαν ψηλὸ καὶ ἐπιβλητικὸ καμπαναριό. Δὲν τοὺς ἐνδιέφερε ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση καὶ ἡ λεπτὴ τέχνη, ὅσο τοὺς ἐνδιέφερε ὁ ὄγκος καὶ προπαντὸς τὸ ὕψος του. Καὶ ἔγινε γιὰ τὴν ἐποχὴ του πραγματικὰ ψηλὸ -ἔφτανε στὰ εἴκοσι ἕξι μέτρα, μὲ ἕξι ὀρόφους καὶ τροῦλο. Καὶ κατασκευάστηκε τετράγωνο καὶ ἀπὸ πελεκητὴ πέτρα, ἔργο τοῦ κάλφα Ἀνδρέα ἀπὸ τὴ Σέλιτσα (σημ. Ἐράτυρα Βοΐου). Ἡ δαπάνη, 62.152 γρόσια καὶ 37 παράδες, καλύφτηκε ἀπὸ τὸ εἰδικὸ ταμεῖο ποὺ προοριζόταν γιὰ τὴ βελτίωση τῆς λειτουργίας τῆς σχολῆς. Μὲ δωρεὰ δὲ τοῦ Ἠλία Κουτσιμάνη στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοποθετήθηκε ὡρολόγι, χρήσιμο πολὺ γιὰ τὴν ἐποχή του.
Τέλος, στὰ 1939 μὲ δωρεὰ τοῦ Κωνσταντίνου Μαμάτσιου προστέθηκε ὁ ἕβδομος ὄροφος καὶ τοποθετήθηκε σύγχρονο ὡρολόγι μὲ δεῖκτες καὶ στὶς τέσσερις πλευρὲς καὶ στὰ 1954 ἐπανεγκαταστάθηκε ὁ τροῦλος, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐντοιχισμένη ἀναμνηστικὴ πλάκα.
Τὸ κωδωνοστάσι δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ἀρχιτεκτονικὴ ἀξία οὔτε στὴ συνολική του μορφὴ οὔτε σὲ λεπτομέρειες, μέ ἐξαίρεση δυὸ γλυπτὲς παραστάσεις στοὺς τρίτο καὶ τέταρτο ὀρόφους τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς. Εἶναι ὅμως μεγάλη ἡ ἱστορική του σημασία καὶ ἡ συναισθηματική του ἀξία. Καθὼς οἱ Κοζανίτες «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» περιβάλλονταν ἀπὸ πολλὰ ἀμιγῆ τουρκοχώρια, μὲ τὴν καμπάνα τὴ μεγάλη τοῦ Ἅι-Νικόλα διατράνωναν τὰ χριστιανικὰ καὶ ἐθνικὰ τους αἰσθήματα κι ἔστελναν μηνύματα ὑπομονῆς καὶ ἐλπίδων ἀλλὰ καὶ μηνύματα ὑπεροχῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ «Ναζωραίου» ἀπέναντι στὰ μουσουλμανικὰ κηρύγματα τῶν χοτζάδων τῆς περιοχῆς.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Τοῦρκοι τῶν γειτονικῶν χωριῶν ζήτησαν νʼ ἀπαγορευθεῖ ἡ χρήση τῆς μεγάλης καμπάνας. Ἀλλὰ οἱ Κοζανίτες κατάφεραν νὰ διατηρήσουν τὸ δικαίωμα νὰ τὴ χρησιμοποιοῦν καὶ μὲ τὸ γλυκό της τὸν ἦχο καὶ τοὺς συμβολισμούς του νὰ γιορτάζουν ὅλα τὰ μεγάλα ἐθνικὰ γεγονότα καὶ νὰ καταστεῖ ἔτσι τὸ καμπαναριὸ φορέας τῶν παραδόσεων τῆς πόλης καὶ τὸ «ἐμφανὲς σύμβολόν» της.
Σχόλιο τοῦ συντάκτη: Ἐκεῖ πρέπει νά φθάσουμε;…νά αἰσθανόμαστε καί σήμερα, μέσα στό σπίτι μαςκιόλας, ὅτι κρατᾶμε Θερμοπῦλες; ἔ καί μή χειρότερα…Ἀκόμη καί σήμερα στήν Ἰορδανία καί στά Ἱεροσόλυμα, παρά τήν παρουσία μουσουλμανικοῦ καί ἑβραϊκοῦ πληθυσμοῦ, ἠχοῦν διάτρανα καί ἀνεμπόδιστα οἱ καμπάνες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Εἴχαμε τὴν Τρόϊκα, τώρα ἔχομεν καὶ τὸν Μουφτή
Ἐν κατακλεῖδι, καί ἀπό μία ἄλλη σκοπιά, οἱ ἐπαναλαμβανόμενοι ἦχοι γίνονται μιά βιολογική συνήθεια για τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Μετά ἀπό μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή δέν ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τούς τακτικούς καθιερωμένους ἤχους τοῦ γύρωθεν περιβάλλοντός του ὅταν π. χ. μένει μόνιμα σε κάποια περιοχή. Οἱ κάτοικοι δηλ. πού διαβιοῦν κοντά σέ ἀεροδρόμια ἤ σέ κομβικά σημεῖα σιδηροδρομικῶν ραγῶν, μετά ἀπό ἕνα χρονικό διάστημα δέν ἐνοχλοῦνται στούς ἐκκωφαντικούς ἤχους τῶν ἀεροπλάνων καί τῶν τραίνων ἀντιστοίχως, κατά τό συχνότατο πέρα- σμά τους, καθ᾿ ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός ἔχει προσαρμοσθεῖ στό ἄκουσμά τους. Πῶς ἐξηγεῖται λοιπόν νά ἐνοχλοῦν κάποιους μόνο οἱ καμπάνες;
Εὔλογες βεβαίως εἶναι καί οἱ ὑποψίες περί μουσουλμανικοῦ δακτύλου, ὅπως ἐνημερωνόμαστε ἀπό ἄλλα σάϊτ. Πραγματικά ὅμως ἀναρωτιέται κανείς, γιατί τώρα να ἐνοχληθοῦν κάποιοι καί νά βγεῖ σχετικό ἐγκύκλιο σημείωμα; Μέχρι τώρα ἀπό τότε πού ὑπάρχουν καμπάνες, δέν ἠνοχλεῖτο κανείς!! Οὔτε μωρά οὔτε γέροι οὔτε ὑγιεῖς οὔτε ἀσθενεῖς. Τώρα τάχα ὅλοι ταυτό- χρονα διαμαρτυρήθηκαν; Δεν εἴμαστε τόσο ἀφελεῖς. Εἴχαμε την Τρόϊκα, τώρα καί τόν Μουφτή;
Δέν εἶναι ὑπερβολικά παράδοξο γιά τό ἕνα λεπτό καί ἄν, πού χτυπᾶ ἡ καμπάνα τρεῖς φορές τήν Κυριακή, καί σέ κάποιες γιορτές τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας μας και τῶν ἁγίων μας μέσα στήν ἑβδομάδα, νά ἔχουν ἐνοχληθεῖ οἱ πάσχοντες ἀπό ὑπερευαισθησία ὠτίων;
Ὑπερβολικό!
Προσκαλεῖ τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἀπίστους εἰς τὸν Παράδεισον
Ἡ καμπάνα ἔχει δυναμικό ρόλο στή λατρευτική μας παράδοση. Προσκαλεῖ τούς πιστούς καί τους ἀπίστους στόν Παράδεισο.Ὅπως ὁ Νῶε τότε προσκαλοῦσε τούς πάντες στήν Κιβωτό γιά νά σωθοῦν. Ὑπάρχει δηλαδή θεολογική σημασία στήν καμπάνα.Τό νά γίνεται ἠπιότερη καί συντομότερη κρούση τῶν καμπανῶν στήν ἤδη ἤπια και σύντομη κρούση τους, σημαίνει κατάργηση τοῦ χτυπήματος.
Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί μάλιστα μέσα στό λίκνο τῆς ὀρθοδοξίας, τήν Ἑλλάδα, θα πρέπει νά συνεχίσει νά χτυπᾶ ὄχι ὅπως πάντα ἀλλά καί ἀκόμη δυνατότερα καί περισσότερο τίς καμπάνες της, στίς δύσκολες ἡμέρες τῆς πολύπλευρης ἐξαθλιωτικῆς καί θανατηφόρου κρίσεως. Νά βοήσουν καί νά κραυγάσουν στόν Θεό ὡς σεμνή παράκληση γιά τό ἔλεός Του. Εἶναι ἡ μόνη μας ἐλπίδα! Δεν ἐννοοῦμε βεβαίως νά σημαίνουν εὐκαίρως ἀκαίρως, γιά νά σπᾶνε τά νεῦρα τῶν γύρωθεν κατοίκων, ἀλλά στίς προβλεπόμενες διατεταγμένες στιγμές. Ἄν σιγήσουν οἱ καμπάνες, θά κράξουν οἱ λίθοι. Με τίς καμπάνες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διάτρανα τό πανηγῦρι της, ἔτσι ὁμολογεῖ τήν πίστη της. Σέ ὅποιον ἀρέσει. Ἄς πᾶνε ἀλλοῦ σέ ἄλλες γειτονιές ἤ χῶρες ὅσοι ἐνοχλοῦνται καί προτιμοῦν νά ἀκοῦν ἄλλους ἤχους καί κραυγές μουφτήδων, χεβιμεταλλάδων, δαιμονι- σμένων ἤ δαιμονίων. Ἔχουν το ἐλεύθερο ἐπιλογῆς. Ἄς μή μᾶς ἐπιβάλλουν ὅμως τίς δικές τους προτιμήσεις. Ἡ ἱστορία ἔχει δείξει πώς ἡ στέρηση τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ πάντοτε σέ ἀπρόσμενες καταστάσεις…
Ταπεινά φρονοῦμε πώς ἡ βασική αἰτία πού ἐνοχλοῦνται κάποιοι ἀπό τίς καμπάνες, εἶναι τό ὅτι δέν ἀγαποῦν ὅσο θά ᾿πρεπε τόν ἴδιο τον Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του και ὄχι ὁ ἀνυπόφορος ἦχος. Ἀκόμη και στίς ἠλεκτρικές καμπάνες ὑπάρχουν συνδυασμοί πλήκτρων πού παράγουν γλυκεῖς εὐχάριστους ἤχους.
Ἐπιτέλους: Ἂς ποῦμε τώρα καὶ ἕνα ὄχι Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί λόγο θάδώσουμε ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ; Μήπως καί αὐτό τό Βῆμα νά τό ἐξαφανίσουμε, ἐπειδή ἐνδεχομένως μᾶς κατηγορήσουν γιά ρατσισμό; Μήπως ἐν τέλει κάποιους, ὅλα τους ἐνοχλοῦν;
Μά ἐπιτέλους ἄς ποῦμε καί ἕνα «ΟΧΙ» τώρα μάλιστα πού καί στον τόπο μας ἔχουν λυσσάξει α) γιά να φτιάξουν τζαμιά, β) νά καταργήσουν τήν εὐλογημένη γιά πολλούς λόγους ἀργία τῆς Κυριακῆς, ὡς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς θεσμοθετημένης ἀπό Μεγάλου Κωνσταντίνου και διατηρουμένης ἕως σήμερα, ἀλλά καί πού σφάζουν πλέον στή Συρία συστηματικά καί ἀνελέητα Χρι- στιανούς. Τυχαῖος αὐτός ὁ ἰσλαμικός συνδυασμός; Γιατί ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔρχεται ἄσχημος καιρός, ὅταν ἀπό μακριά βλέπουμε τά μαῦρα σύννεφα, καί λαμβάνουμε τά μέτρα μας, ἐνῶ τώρα προφασιζόμαστε πώς ἡ κοινωνία μας ἔχει γίνει πλέον πολυπολιτισμική, ἄρα πρέπει νά ὑποταγοῦμε στά ἄλλης μορφῆς μαῦρα σύννεφα;
Οἱ καμπάνες τούς πειράζουν;
Και ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι «Ναί, οἱ καμπάνες», γιατί νά μή ὀργανωθεῖ μια ἄλλου εἴδους καμπάνια κατηχήσεως, πού νά ἑρμηνεύει ὄχι μόνο το βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους, ἀλλά καί τή μοναδική ἀληθινή πίστη τῶν Χριστιανῶν σέ σύγκριση μέ αὐτήν τήν ψεύτικη, αἱμοδιψῆ καί δαιμονιώδη τοῦ Ἰσλάμ. Θα προτείναμε στούς ἀναγνῶστες να μελετήσουν τούς σχετικούς ἐν προκειμένῳ καταπληκτικούς διαλόγους τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τούς Χιόνες.
Oρθόδοξος Τύπος,13/09/ 2013
Πηγή: http://tokandylaki.blogspot.gr/2014/06/blog-post_7761.html
Σήμερα οἱ νέοι ἄνθρωποι ζητοῦν ἐμπειρίες. Δὲν ἀρκοῦνται σὲ μία ὑλιστικὴ ζωή, σὲ μία ὀρθολογιστικὴ κοινωνία, ὅπως τοὺς τὴν παραδίδουμε οἱ μεγαλύτεροι. Τὰ παιδιά μας, ποὺ εἶναι εἰκόνες Θεοῦ, "κεκελευσμένοι θεοί", ζητοῦν κάτι πέρα ἀπὸ τὰ λογικὰ σχήματα μιᾶς ὑλιστικῆς φιλοσοφίας καὶ ἀθέου παιδείας ποὺ τοὺς προσφέρουμε. Ζητοῦν ἐμπειρίες ἀληθινῆς ζωῆς. Δὲν τοὺς ἀρκεῖ μάλιστα νὰ ἀκοῦν γιὰ τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦν τὴν ἐμπειρία Του, τὸ φῶς Του, τὴν Χάρι Του. Κι ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τοὺς ἀναπαύσει, ἔχει τὴν ἐμπειρία ποὺ διψοῦν, μάταια ἀναζητοῦν καὶ καταφεύγουν σὲ διάφορα ἄλλα φθηνὰ ὑποκατάστατα, προκειμένου νὰ εὕρουν κάτι τὸ ἐξωλογικό, τὸ ὑπέρλογο.
Καὶ ἄλλοι μὲν ὁδηγοῦνται σὲ ἀνατολικοὺς μυστικισμούς, τύπου γιόγκα. Ἄλλοι στὸν ἀποκρυφισμὸ ἢ στὸν γνωστικισμό, τελευταία δὲ δυστυχῶς καὶ σὲ ἀπροκάλυπτο σατανισμό.
Ἀλλὰ καὶ στὴν ἠθικὴ δὲν γνωρίζουν κανένα φραγμό, ἀφοῦ αὐτὴ χωρισμένη καὶ στερημένη ἀπὸ τὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπό της, νὰ τοὺς ἑνώσει μὲ τὸν ἅγιο Θεό, καταντᾶ χωρὶς κανένα ἀπολύτως νόημα.
Ἔτσι πλεονάζουν τραγικὰ φαινόμενα ὅπως ὁ ἀναρχισμὸς καὶ ἡ τρομοκρατία, μὲ τὰ ὁποῖα πολλοὶ νέοι ἄνθρωποι ποὺ κατὰ βάθος θέλουν νὰ ἱκανοποιήσουν ἕνα δυναμισμὸ ποὺ ἔχουν μέσα τους, - καὶ ποὺ δὲν ἐκπληρώνεται βαθειὰ αὐτὸς ὁ πόθος τους, γιατὶ δὲν ἔτυχαν αὐτὴ τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως - καὶ βιαιότητες κατὰ τῶν συνανθρώπων τους.
Ἡ πλειονότης τῶν νέων, καὶ ὄχι μόνο, τὸν πολύτιμο χρόνο τῆς ζωῆς τους καὶ τὶς δυνάμεις τους, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἐπιτυχία στὸν σκοπὸ τῆς θεώσεως, τὰ κατασπαταλοῦν στὴν ἠδονοθηρία καὶ σαρκολατρεία, πού, μὲ τὴν ἀνοχὴ δυστυχῶς καὶ τῆς πολιτείας μερικὲς φορές, γίνονται τὰ σύγχρονα εἴδωλα, οἱ σύγχρονοι "θεοί", προκαλώντας ἔτσι μεγάλη φθορὰ στὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές τους.
Ἄλλοι ζώντας χωρὶς καθόλου ἰδανικὰ κατατρίβονται σὲ διάφορες ἄσκοπες, ἀνούσιες καὶ βλαβερὲς ἀσχολίες, ἄλλοι αἰσθάνονται ἀπόλαυση τρέχοντας ὑπέρμετρα στοὺς δρόμους - μὲ τραγικὲς πολλὲς φορὲς καταλήξεις τοὺς τραυματισμοὺς καὶ τὸν θάνατο -, κι ἄλλοι πάλι μετὰ ἀπὸ περιπλανήσεις παραδίδονται ἄνευ ὅρων στὴν δαιμονικὴ ἐξάρτηση τῶν ναρκωτικῶν, τὴν νέα αὐτὴ μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας.
Καὶ τέλος ἀρκετοί, μετὰ ἀπὸ μία σχετικὰ σύντομη ζωή, γεμάτη ἀπὸ ἀποτυχίες καὶ ἀπογοητεύσεις, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα δίδουν τέλος στὸ μαρτύριο τῆς μάταιης ἀναζητήσεώς τους καταφεύγοντας δυστυχῶς στὴν ἔσχατη μορφὴ ἀπελπισίας, τὴν αὐτοκτονία.
Δὲν εἶναι ἀλῆτες ὅλα αὐτὰ τὰ παιδιὰ ποὺ καταφεύγουν σ᾿ αὐτὰ τὰ παράλογα καὶ τραγικά. Εἶναι νέοι, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά μας, ποὺ ἀπογοητευμένα ἀπὸ τὴν ὑλιστική, αὐτάρκη κοινωνία ποὺ τοὺς παραδίδουμε, δὲν βρίσκουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν πλασθεῖ, τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο, ποὺ δὲν τοὺς τὸ δώσαμε καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγνοοῦν. Ἀγνοοῦν τὸν μεγάλο σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὴ βρίσκοντας ἀνάπαυση σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο καταφεύγουν στὴν ἀπελπισία μὲ τὶς μορφὲς ποὺ ἀναφέρθηκαν.
Σήμερα ἀρκετοὶ Ποιμένες τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, πνευματικοί, ἀλλὰ καὶ λαϊκοὶ ἀδελφοί, ἀπὸ ἀγάπη ἀνιδιοτελῆ ἀναλώνονται καθημερινῶς στὴν καθοδήγηση τῶν νέων μας μὲ σκοπὸ τὴν θέωσή τους. Τοὺς εἴμαστε εὐγνώμονες γιὰ τὴν θυσία καὶ προσφορά τους, γιὰ τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο τους, μὲ τὸ ὁποῖο διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ σώζονται καὶ ἁγιάζονται ψυχὲς ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε.
Ταπεινὰ βοηθεῖ καὶ συμπαραστέκεται στὸν μεγάλο αὐτὸν πόνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας μας ὄντας ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος ἁγιασμοῦ καὶ κατὰ Θεὸν ἡσυχίας, ἀπολαμβάνει τὴν εὐλογία τῆς θεώσεως, ζεῖ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἔντονη καὶ ἐναργῆ τὴν ἐμπειρία τῆς Χάριτός Του, τοῦ Φωτός Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ συνάνθρωποί μας, στὴν πλειοψηφία τους νέοι, ὠφελοῦνται, ἐνισχύονται, ἀναγεννῶνται ἐν Χριστῷ μὲ κάποιο προσκύνημά τους στὸν Ἄθωνα ἢ καὶ διατηρώντας πιὸ ἰδιαίτερους δεσμοὺς μαζί του. Κι ἔτσι χαίρονται τὸν Θεὸ στὴν ζωή τους καὶ ἀρχίζουν νὰ καταλαβαίνουν τί εἶναι Ὀρθοδοξία, Χριστιανικὴ ζωή, ἀγώνας πνευματικός, καὶ τί χαρὰ καὶ μεγάλο νόημα δίδουν αὐτὰ στὴν ὕπαρξή τους. Γεύονται δηλαδὴ κάτι ἀπὸ τὸ μεγάλο δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὴν θέωση.
Ἂς μὴ ξεχνοῦμε λοιπὸν ὅλοι οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ θεολόγοι, οἱ κατηχηταί, τὴν ἀγωγὴ τῆς θεώσεως διὰ τῆς ὁποίας οἱ νέοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὸν καθημερινό μας ἀγώνα, τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας καὶ τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, ἀποκτοῦμε τὴν δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἕνωση μαζί Του, νὰ χαροῦμε πολὺ δυνατὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀλλὰ καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνιο εὐτυχία καὶ μακαριότητα.
Ἂς εὐχαριστήσουμε συνεχῶς τὸν ἅγιο Κύριο γιὰ τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης Του. Στὴν δική Του ἀγάπη ἂς ἀνταποκριθοῦμε μὲ τὴν δική μας ἀγάπη. Ὁ Κύριος θέλει καὶ ποθεῖ νὰ θεωθοῦμε. Γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἄλλωστε ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Γιὰ νὰ λάμπει ὡς ἥλιος ἐν μέσῳ ἡλίων, ὡς Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν.
(Τὸ βιβλίον «Ἡ θέωσις ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου» τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, τυπώθηκε τὸν Μάιο τοῦ 2005 σὲ 5.000 ἀντίτυπα ἀπὸ τὶς γραφικὲς τέχνες - ἐκδόσεις «Μυγδονία» (Δαβάκη 18 ΤΚ 570 09 Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, τηλ: 2310 754 254) ὡς ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους - Ἄθω.)
Πηγή: http://orthodoxfathers.com/Consequence-of-guidance-not-leading-to-deification
Οἱ πρῶτες δηλ. οἱ παρελάσεις τῆς ὑπερηφάνειας ἔγιναν καὶ γίνονται ὑπὲρ "τοῦ δικαιώματος στὴν ἰσότητα καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς διαφορετικότητας". Οἱ πρῶτες γίνονται μὲ χαμόγελα… οἱ δεύτερες δηλ. οἱ Λιτανεῖες- παρελάσεις τῆς ταπείνωσης θὰ γίνονται μὲ δάκρυα σὰν ἔκτακτη πνευματικὴ ἀνάγκη ἐπιβίωσης τοῦ Ἔθνους ποὺ θὰ πρέπει νὰ διαχειριστεῖ ἀποκαλυπτικὰ καὶ ἐπικίνδυνα γεγονότα ποὺ μαύρισαν ἤδη τὸν ὁρίζοντά του. Μήπως τὰ προηγούμενα χρόνια τῶν "παχέων ἀγελάδων" ἀλλὰ καὶ σήμερα ἀκόμα ἡ καθημερινότητα δεν "παρελαύνει" περήφανα καὶ μὲ κομπασμὸ στὶς φαρδιὲς λεωφόρους τῆς ἀσυδοσίας καὶ τῆς τρυφῆς; Νὰ τί ἕπεται…
"Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν"!
Τί εἶναι λοιπὸν ἡ ὑπερηφάνεια πού σήμερα ὅπως εἴπαμε παραπάνω "παρελαύνει"; Η ὑπερηφάνεια ειναι ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, ἐφεύρεσις τῶν δαιμόνων, ἐξουδένωσις τῶν ἀνθρώπων, μητέρα τῆς κατακρίσεως, ἀπόγονός τῶν ἐπαίνων, ἀπόδειξις ἀκαρπίας, φυγαδευτήριο τῆς βοηθείας τοῦ....
Θεοῦ, πρόδρομος τῆς παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αἰτία τῆς ἐπιληψίας, πηγὴ τοῦ θυμοῦ, θύρα τῆς ὑποκρίσεως, στήριγμα τῶν δαιμόνων, φύλαξ τῶν ἁμαρτημάτων, δημιουργός τῆς ἀσπλαχνίας, ἄγνοια τῆς συμπαθείας, πικρὸς κριτής, ἀπάνθρωπος δικαστής, ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ, ρίζα τῆς βλασφημίας. (ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, Διὰ τὴν «ἀκέφαλον» ὑπερηφάνειαν, Κλίμαξ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου)
Ἀφοῦ λοιπὸν ζήσαμε τὶς παρελάσεις ὑπερηφάνειας μήπως ἦρθε ὁ καιρὸς ἐκ τῶν πραγμάτων, τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν στερήσεων νὰ δοκιμάσουμε "τὶς παρελάσεις ταπείνωσης καὶ προσευχής" πού δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὶς γνωστὲς σὲ ὅλους μας Λιτανεῖες;
Τί εἶναι ὅμως ἡ Λιτανεία;
Προέρχεται δέ, ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «Λιτὴ» = δέηση, παράκληση καὶ δηλώνει τὴν ἐνέργεια τοῦ «λιτανεύει», δηλαδή, τὴν πάνδημο παράκληση πρὸς ἐπέμβαση Θεοῦ, σὲ περιόδους ἐπιδημίας, ἀνομβρίας , πολεμικῆς ἐπιβουλῆς βλ. Βυζάντιο μὲ τὴν τακτικὴ καὶ ἔκτακτη λιτάνευση τῶν ΘΕΙΩΝ Σεβασμάτων, τῶν Ἁγίων Εἴκονων, Ἱερῶν Λειψάνων καὶ τὴν περιφορὰ τοῦ ΤΙΜΙΟΥ καὶ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.
"Σού ἦρθε ἀπὸ κάπου ἡ κακὴ σκέψη ὅτι μὲ τὶς λιτανεῖες «τὰ ἅγια χάνουν τὴν ἁγιοσύνη τους καὶ ἐκτίθενται στὸν χλευασμό». Ὄχι μόνον κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὰ ἅγια δὲν χάνουν τὴν ἁγιοσύνη τους, ἀλλὰ ἀκριβῶς μὲ τὰ ἅγια, ἁγιάζεται ἐκεῖνο ποὺ μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων ἔχασε τὴν ἁγιότητά του. Ἡ λιτανεία ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ στρατιωτικὴ ἐκστρατεία ἐνάντια στὶς κακὲς δαιμονικὲς δυνάμεις, ἐνῶ ὁ λαὸς κατὰ τὴν λιτανεία, μοιάζει σὰν στρατὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂν τώρα κάποιος χλευάζει τὶς λιτανεῖες, σημαίνει κάτι; Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι κενὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, χλευάζει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τοὺς ναούς, καὶ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ναούς, καθὼς καὶ τὴν πίστη καὶ τὴν προσευχὴ γενικά. Σημαίνει κάτι αὐτό; Μήπως αὐτὸ μπορεῖ νὰ φοβίσει τοὺς «σταυροφόρους», οἱ ὁποῖοι πολεμοῦν ἐνάντια στὶς ἀόρατες δυνάμεις, ποῦ εἶναι φοβερότερες ἀπὸ τοὺς ἄθλιους χλευαστές; Ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι ποὺ χλευάζουν τὰ ἅγια, χλευάζουν τὴν ἴδια τοὺς τὴν εὐτυχία¨ (Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δὲν φτάνει μόνον ἡ πίστη…». Ἱεραποστολικὲς ἐπιστολὲς Β’, Ἐκδόσεις «Ἐν πλῶ», 2008)
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1822-1956) εἶναι ἐπίκαιρος καὶ προτείνει ἕνα πνευματικὸ ἀντίδοτο… γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες μας…
"Οἱ παλλαϊκὲς προσευχὲς ποτὲ δὲν γίνονται χωρὶς νὰ ἔχουν εὐεργετικὲς συνέπειες, ἰδιαίτερα ὅταν συνδέονται μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν παράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς αἰσθάνθηκε τὴ χρησιμότητα τῶν λιτανειῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀγαπᾶ τὶς λιτανεῖες. Ἐὰν δὲν εἶχαν ἀμέτρητες φορὲς οἱ λιτανεῖες φέρει τὴ βροχὴ σὲ περιόδους ξηρασίας, καὶ δὲν ἄμβλυναν τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου σὲ περιόδους μαζικῶν θανάτων, καὶ δὲν ἐπέστρεφαν τὴν εἰρήνη σὲ ταραγμένες ἐποχές, τότε θὰ ἀγαποῦσε τόσο πολὺ ὁ λαὸς τὶς λιτανεῖες, καὶ θὰ βαστοῦσε μὲ τέτοιο ζῆλο τοὺς ΣΤΑΥΡΟΥΣ, στὰ χωριὰ καὶ τὶς πόλεις;"
Ἦρθε ὁ Καιρὸς γιὰ Παρελάσεις Ταπείνωσης;
Πηγή: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/06/blog-post_9441.html#more
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του. Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του.
Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰς Εὔας. Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή. Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση - κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο καὶ ἀναντικατάστατο.
Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε πεῖ τὸ "ναί" στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.
Ὀφείλουμε πολλὰ στὴν Παναγία μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τόσο πολὺ τὴν Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας τὴν Πατερικὴ θεολογία, λέγει ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι θεὸς μετὰ τὸν Θεόν, μεθόριο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου. «Προΐσταται τῶν σωζομένων», κατ᾿ ἄλλη ὡραία ἔκφραση θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀπλανὴς φωστὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν Παναγία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐγκωμιάζεται ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Πίστεως καὶ Θεολογίας μας.
Αὐτὸ ζεῖ κάθε ἡμέρα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μυστήριά της, τὴν ὑμνολογία της, τὶς εἰκόνες της, μὲ ὅλη τὴν ζωή της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς Ὀρθόδοξου Ναοῦ αὐτὸ μαρτυρεῖ. Ὁ τροῦλος τῶν ἐκκλησιῶν, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτωρ, συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ. Ὅτι ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω. α´ 14).
Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζουμε τὴν Θεοτόκο τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δι᾿ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν γῆ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ εἶναι «ἡ γέφυρα δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καὶ πάλι «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ποὺ ἐχώρησε μέσα της τὸν ἀχώρητο Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Στὴν συνέχεια δείχνει ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν θεοὶ κατὰ Χάριν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μας μποροῦμε καὶ εἰκονίζουμε ὄχι μόνο τὸν σαρκωθέντα Θεό, τὸν Χριστό, καὶ τὴν ἄχραντο Μητέρα Του, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους, γύρω καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα. Σ᾿ ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ ζωγραφίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ: Τοὺς ἁγίους καὶ θεωμένους ἀνθρώπους.
Ἄρα εἰσερχόμενοι μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ βλέποντας τὴν ὡραία ἁγιογράφηση, ἀμέσως λαμβάνουμε μία ἐμπειρία: Μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωή μας.
Ὅλα στὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
α) Η φύσις και αποστολή της Ιερωσύνης.
Την ευθύνην και το λειτούργημα της διαποιμάνσεως του πιστού λαού του Θεού αναλαμβάνουν δια της χειροτονίας των οι Ποιμένες της Εκκλησίας, ήτοι ο Επίσκοπος και ο Πρεσβύτερος και ο τούτων βοηθός εν τη διακονία των Μυστηρίων διάκονος (ιη’ της Α΄), χαρακτηριζόμενοι και ως «προεστώτες» αυτής (α΄ Αντιοχ.).
Οι ι. Κανόνες διακρίνουν τας εξής τάξεις εν τη Εκκλησία: Ιερωμένους ή ιερατικούς (επισκόπους – πρεσβύτερους – διακόνους), κληρικούς (υπηρέτας – ψάλτας – εφορκιστάς – θυρωρούς – αναγνώστας), (κδ’ Λαοδ.) και λαϊκούς (οζ’ ΣΤ’., κζ’ Λαοδ.). Προς τούτοις έτεροι κανόνες προσθέτουν και τους ασκητάς. Η διάκρισις αύτη δεν είναι οντολογική, καθ’ όσον πάντες δια του Βαπτίσματος και των αγίων Μυστηρίων κοινωνούν της θείας ζωής του Χριστού, καθιστάμενοι μέτοχοι της σωζούσης χάριτος του Θεού και των αγαθών της Βασιλείας Του, και διάκονοι του θελήματός Του και της Εκκλησίας Του, αλλά λειτουργική λόγω της ιδιαιτέρας διακονίας εκάστου εις το σώμα του Χριστού.
Το ιερατικόν λειτούργημα αποτελεί «Θεού δωρεάν» και «χάρισμα» (στ’ Μέγα Βασιλείου), δωρηθέν παρά του Σωτήρος («παρ’ εμού φησίν, εδέξασθε το της ιερωσύνης αξίωμα» Εγκυκλ. Επιστ. Γενναδίου Κων/λεως) μη εξαρτώμενον εκ της δικαιοσύνης του λαμβάνοντος αυτό, ή εκ της κοινότητος αντιπροσωπευτικώ δικαίω ή ακόμη και εκ του χειροτονούντος, όστις δεν ενεργεί εξ ιδίας εξουσίας αλλ’ ως εντελοδόχος του Αρχιποίμενος Χριστού, και «δώσει λόγον τω πάντων κριτή» (β’ Κυρίλλου). Δια του διδομένου χαρίσματος ο ποιμήν ικανούται ίνα ποιμάνη τον λαόν του Θεού. Εντεύθεν και η ιερωσύνη χαρακτηρίζεται ως «θεία» (ι’ Σαρδ.) ή ως «το θείον και σεβάσμιον όνομα της ιερωσύνης» (κ’ Σαρδ.).
Ως χάρισμα η ιερωσύνη είναι συνέχεια και μετοχή εις την μίαν και μοναδικήν ιερωσύνην του Χριστού, η οποία έχει δωρηθή εις την Εκκλησίαν. Εις μόνον ιερεύς υπάρχει εις την Εκκλησίαν. Οι δε «άνθρωποι ιερείς» την ιερατείαν αυτού εν τη Εκκλησία λειτουργούντες» (Κανών Καρχηδόνος).
Λειτουργοί της ιερωσύνης του Χριστού είναι κατά πρώτον λόγον οι επίσκοποι, διό και ως ιερείς ή «του Θεού ιερείς» εις τους ιερούς Κανόνας χαρακτηρίζονται κυρίως οι Επίσκοποι, (μθ’, ξδ’, πα’ Καρθαγ.). Ο ιερατικός χαρακτήρ του λειτουργήματος των επισκόπων πιστούται εκ της προεδρικής αυτών θέσεως εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας («προεστάναι θείου θυσιαστηρίου» α΄ Κυρίλλου), όπερ είναι και το κεντρικόν και συστατικόν της Εκκλησίας Μυστήριον. Εντεύθεν και ο επίσκοπος είναι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος δια την μετάδοσιν «της προσφοράς» (ιγ’ Α΄), την επιβολήν και διακανονισμόν των επιτιμίων της αποχής από της θείας κοινωνίας, την αποδοχήν των μετανοούντων (ιβ’ Α΄) και αποκατάστασιν αυτών εις την θείαν κοινωνίαν, ως και την χειροτονίαν των λειτουργών των θείων Μυστηρίων.
Η μοναδική αυτή ιερατική «λειτουργία και φροντίς του λαού» (λστ’ Απ.) καθιστά τους επισκόπους «ιθυντάς» ή «καθηγητάς» (νγ’ Καρθαγ.), «επιστάτας των του Σωτήρος ποιμνίων», «ποιμένας» («της αρχιερωσύνης, δι’ ης ποιμαίνειν ετάχθησαν», ιστ’ ΑΒ’ ). Ούτοι είναι οι «οικονομούντες» τας Εκκλησίας (στ’ Β΄). Ως οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού οι ποιμένες δέον να έχουν βαθείαν συνείδησιν, ότι δεν ασκούν ιδίαν εξουσίαν, ως χαρακτηριστικώς διδάσκει και ο ι. Χρυσόστομος: «ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις, ίνα πιστός τις ευρεθή. Τουτέστιν, ίνα μη τα δεσποτικά σφετερίσηται, ίνα μη ως δεσπότης εαυτώ εκδική, αλλ’ ως οικονόμος διοική. Οικονόμου γαρ το διοικείν τα εγκεχειρισθέντα καλώς∙ ουχ αυτώ λέγειν είναι τα δεσποτικά, αλλά τουναντίον του δεσπότου τα εαυτού». Είναι επίσης τα κέντρα ενότητος των ων προΐστανται Εκκλησιών, ως εικόνες και τύποι και εις τόπον Θεού, έχοντες την φροντίδα πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων» «ως του Θεού εφορώντος» (λη’ Αποστ.).
Εντεύθεν κατανοείται και η απαίτησις των Κανόνων περί υπάρξεως ενός μόνον επισκόπου εν εκάστη επισκοπή. Περισσότεροι του ενός επίσκοποι θα εσήμαινε διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας διά της οργανώσεως των μελών αυτής περί δύο ή και περισσοτέρους επισκόπους, κέντρα ενότητος. (ιε’ Ζ’, η’ Α’, ιστ’ της ΑΒ’).
Της ιερωσύνης του Χριστού μετέχουν και οι πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες και συνδιοικούντες μετά του Επισκόπου τας επισκοπάς εν ταις ενορίαις. Ούτοι αξιούνται ωσαύτως «καθέδρας» και «προεδρίας» συμμετέχοντες του χαρίσματος και της ευθύνης του επισκόπου διό και οι απαιτήσεις των Κανόνων δια τα καθήκοντα των πρεσβυτέρων εν πολλοίς συμπίπτουν με τας αφορώσας τους επισκόπους.
Ο επίσκοπος, ως κέντρον ενότητος και ζώσα εικών του Χριστού εν εκάστη τοπική Εκκλησία, μόνος αυτός κέκτηται το δικαίωμα του χειροτονείν τους λειτουργούς της ενότητος της Εκκλησίας. Το δικαίωμα τούτο καθιστά τον επίσκοπον το μοναδικόν κέντρον ενότητος.
Ο επίσκοπος συνάπτει οιονεί γάμον μετά της λαχούσης αυτώ επισκοπής διό και ούτος οφείλει όπως μη εγκαταλείπη «της αυθεντικής αυτού καθέδρας» και «μη αμελείν της φροντίδος και της συνεχείας του ιδίου θρόνου» (οα’ Καρθαγ.). Η δε μετάθεσις επισκόπου θεωρείται πνευματική μοιχεία.
Οι πρεσβύτεροι και διάκονοι δια της χειροτονίας των συνδέονται μετά Ναού πόλεως, ή κώμης, ή Κοιμητηρίου, ή Μαρτυρίου, ή ιδρύματος, ή Μονής, εάν πρόκειται περί μοναχών. Χειροτονία κληρικού απολελυμένως γενομένη είναι άκυρος (στ’ Δ΄),εφ’ όσον δεν εξασφαλίζει οργανικήν σύνδεσιν του χειροτονουμένου προς το σώμα της Εκκλησίας, όπερ πάντοτε έχει ως κέντρον ενότητος και συνάξεων Ναόν τινα.
Τόσον ο επίσκοπος εν τη επισκοπή όσον και ο πρεσβύτερος εν τη κοινότητι, εν η διακονεί, είναι κέντρα, αλλά και λειτουργοί της ενότητος της Εκκλησίας συνάγοντες περί τον Χριστόν τον λαόν του Θεού. Κατά τον Κ Μουρατίδην «αι εν τη Εκκλησία διακρίσεις υφίστανται ακριβώς προς επίτευξιν της ενότητος των μελών του πληρώματος της Εκκλησίας και ουδόλως εις την διαίρεσιν ή αντίθεσιν αυτών».
Οι λαμβάνοντες το χάρισμα της ιερωσύνης υπέχουν βαρείας ευθύνας δια την κατά Χριστόν καθοδήγησιν και αύξησιν του ποιμνίου των. «…Επεί γαρ, ως άπαξ εγκεχειρισμένον ιερατικήν φροντίδα, ταύτης έχεσθαι μετ’ ευρωστίας πνευματικής, και οιον ανταποδύεσθαι τοις πόνοις και ιδρώτα τον έμμισθον εθελοντί υπομείναι». Αποστολή των ποιμένων και ιδία των επισκόπων είναι η «οικοδομή των λαών» και η καθοδήγησις αυτών εις τον κατά του διαβόλου και των παθών αγώνα. Ό,τι μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως λέγουν οι β’ και γ’ Κανόνες της ΑΒ’ Συνόδου περί της διαποιμάνσεως των μοναχών ισχύει αναμφιβόλως και δια την διαποίμανσιν των εν τω κόσμω βιούντων. Ο ποιμήν εν πρώτοις δέον, «θεοφιλής» ων, να έχη την «πρόνοιαν της ψυχικής σωτηρίας» των ποιμαινομένων «αρτίως τω Θεώ» προσάγων τας ψυχάς αυτών (β’ ΑΒ). Τους αποδιδράσκοντας εκ της Μονής (ή της εν τω κόσμω εκκλησιαστικής ποίμνης) δέον να αναζητή «μετά πολλής της επιμελείας» και να αγωνίζεται «τη προσηκούση και καταλλήλω του πταίσαντος ιατρεία το νενοσηκός ανακτάσθαι και επιρρωνύειν». Μη πράττων τούτο πρέπει να αφορίζεται. «Ει γαρ ο ζώων αλόγων την προστασίαν εγχειριζόμενος, και του ποιμνίου καταμελών, ουκ ατιμώρητος καταλιμπάνεται. Ο των του Χριστού θρεμμάτων την ποιμαντικήν αρχήν καταπιστευθείς, και ραστώνη και ραθυμία την αυτών σωτηρίαν απεμπολών, πώς ου δίκας του τολμήματος εισπραχθήσεται;» (γ’ ΑΒ’).
Το ποιμαντικόν έργον δεν περιορίζεται μόνον εις τας κατ’ άτομον εποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος και ποιμαινομένων, αλλά τελείται και εν τη ιερουργία των θείων Μυστηρίων και του λόγου του Θεού, ως και εν τη εν γένει πνευματική διακυβερνήσει του ποιμνίου. Ούτως οι ιεροί Κανόνες επιτάσσουν, όπως οι ποιμένες τελούν τα ιερά Μυστήρια κανονικώς και μετά κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αυτά τοις αξίοις και ουδέποτε τοις αιρετικοίς∙ όπως κηρύττουν τακτικώς και ανελλιπώς τον θείον Λόγον κατά τας θείας Γραφάς και την Πατερικήν Παράδοσιν (ιθ’ ΣΤ’), ρυθμίζοντες τον λαόν «προς πίστιν ορθήν και πολιτείαν ενάρετον»∙ όπως μεριμνούν «δια την επιστροφήν των αιρετικών», ιδία οι επίσκοποι (ρκα’ Καρθαγ.)∙ όπως διαχειρίζωνται (οι επίσκοποι) τα οικονομικά της Εκκλησίας μετά των πρεσβυτέρων και των διακόνων και μεταδίδουν τοις χρείαν έχουσι κληρικοίς και λαϊκοίς (κε’ Αντιοχ., νθ’ Αποστ.)., «μετά φόβου Θεού και πάσης ευλαβείας» (μα’ Αποστ.), ωσαύτως επιτάσσουν όπως μη ασχολούνται με διοικητικάς και στρατιωτικάς υποθέσεις και ασχολίας επί εγκαταλείψει των ποιμαντικών των καθηκόντων (ι’ Ζ’, πγ’ Αποστ.), μη επιλαμβάνωνται οίκων και κτημάτων αλλοτρίων δια κέρδος, ειμή χάριν επιμελείας ορφανών και απροστατεύτων, κατ’ εντολήν του επισκόπου (γ’ Δ’), παρεμβαίνουν δε παρά τω βασιλεί και τοις άρχουσι, ως πατέρες πνευματικοί, μόνον προς συνηγορίαν υπέρ αδικουμένων, διωκομένων, ορφανών, χηρών και πτωχών (ζ, η’ Σαρδ.), διότι παρεμβάσεις εις τους άρχοντας δι’ ιδιοτελείς λόγους προκαλούν σκανδαλισμόν και στερούν τους επισκόπους της προς αυτούς παρρησίας. Έργον των ποιμένων είναι και η αποδοχή των μετανοούντων και επιστρεφόντων ως και η καταλλαγή αυτών τη Εκκλησία (νβ’ Αποστ., μγ’ Καρθαγ.).
Ιδιαιτέρως οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι δια την κατήχησιν των Κατηχουμένων και την εξέτασιν αυτών προ του Βαπτίσματος (μστ’ Λαοδ., οη’ Πενθ.) ως και την προστασίαν των μοναχών (δ’ Δ’). Εις τους υπ’ αυτόν δε κληρικούς οφείλει ο επίσκοπος αγάπην και αυτοί οφείλουν εις αυτόν υποταγήν (ιδ’ Σαρδ.), ως προς «Πατέρα» (η’ Καρθαγ.), καθ’ όσον «αυτός εστιν ο πεπιστευμένος τον λαόν του Κυρίου υπέρ των ψυχών αυτών λόγον απαιτηθησόμενος» (λθ’ Αποστ.).
Ούτως ο επίσκοπος είναι κυρίως και προεχόντως ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ των πρεσβυτέρων («οικείος πατήρ» ιγ’ ΑΒ’ ) και πάντων των υπ’ αυτόν κληρικών και λαϊκών και ουχί διοικητής τις και άρχων ασκών απρόσωπον και ψυχράν διοίκησιν, μη εδραζομένην εις την αγάπην και μη προάγουσαν την κοινωνίαν των προσώπων. Ως εικόνες του Χριστού, οι επίσκοποι δέον να ακτινοβολούν και τα ποιμαντικά χαρίσματα Αυτού. Ενώ δε ο βασιλεύς (και γενικώς οι άρχοντες) είναι πρόσωπον εξωτερικόν και «σωματικόν», ο αρχιερεύς οφείλει να είναι πρόσωπον «εσωτερικόν και πνευματικόν, και του πρατοτάτου και αμνησικάκου Χριστού μιμητής γνησιώτατος». Ούτως ησθάνοντο και οι Πατέρες της Σαρδικής: «Επειδή ήσυχοι και υπομονητικοί οφείλομεν είναι, και διαρκή τον προς πάντας έχειν οίκτον» (ιη΄ Σαρδ.). Ομοίως αντιλαμβάνεται την αποστολήν του επισκόπου και ο βυζαντινός πολιτικός νόμος: «Επίσκοπος εστιν επιτηρητής και επιμελητής πασών των εκκλησιαζομένων ψυχών των εν τη αυτού επαρχία…. ίδιον δε Επισκόπου, τοις μεν ταπεινοίς συγκατέρχεσθαι, καταφρονείν δε των επαιρομένων… Και προκινδυνεύειν του ποιμνίου, και την εκείνων στενοχωρίαν, οικείαν οδύνην ποιείσθαι». Ως φιλόστοργος πατήρ ο επίσκοπος δέον να μη εγκαταλίπη επί μακρόν χρονικόν διάστημα την επαρχίαν του και «λυπείν τον εμπεπιστευμένον αυτώ λαόν» (Σαρδ. ια’). Γενικώς επίσκοποι και πρεσβύτεροι οφείλουν να μη αμελούν του υπ’ αυτούς κλήρου και λαού, παιδεύοντες αυτούς εις ευσέβειαν, εάν δε αμελούν αυτών αφορίζονται, επιμένοντες δε τη αμελεία και ραθυμία καθαιρούνται (νη’ Αποστ.).
Εν τη ενασκήσει του ποιμαντικού έργου οι ποιμένες διατρέχουν τον κίνδυνον να ασκούν τούτο ανθρωποκεντρικώς, ήτοι κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν και όχι κατά το φρόνημα της Εκκλησίας. Προς αποφυγήν του κινδύνου τούτου οι ποιμένες εν τη διαχειρίσει των εκκλησιαστικών πραγμάτων και τη διακυβερνήσει των ψυχών δέον όπως ακολουθούν τους ιερούς Κανόνας, οι οποίοι εκφράζουν την θεανθρωπίνην βούλησιν της Εκκλησίας, επί αμφιβόλων δε ή και αμφισβητουμένων θεμάτων καταφεύγουν εις την συνοδικήν επίλυσιν αυτών. Διό οι επίσκοποι οφείλουν να μετέχουν εις τας συνόδους δια να διδάσκουν ή διδάσκωνται «εις κατόρθωσιν της Εκκλησίας και των λοιπών» (μ’ Λαοδ.). Οφείλουν επίσης να απευθύνωνται προς τον πρώτον μεταξύ αυτών δια τα γενικώτερα εκκλησιαστικά ζητήματα (λδ’ Αποστ.). Κατά τον ιδ’ της Ζ’ «ότι τάξις εμπολιτεύεται τη ιερωσύνη, πάσιν αρίδηλόν εστι. Και το συν ακριβεία διατηρείν τας της ιερωσύνης εγχειρήσεις Θεώ ευάρεστον».
Το καθήκον τούτο της συμμορφώσεως της πορείας της Εκκλησίας προς την βούλησιν του Κυρίου βαρύνει κυρίως τους επισκόπους, οίτινες είναι οι κατ’ εξοχήν διδάσκαλοι της Αληθείας χαρακτηριζόμενοι και ως «οφθαλμοί της Εκκλησίας». Εκ της καλής δε ή κακής καταστάσεως αυτών το όλο σώμα της Εκκλησίας συνδιακινδυνεύει ή συνδιασώζεται. Οι επίσκοποι, έχοντες το χάρισμα της διδασκαλίας της Αληθείας, δέον να είναι όλως ευαίσθητοι εις πάσαν προσπάθειαν λανθανούσης ή και φανεράς νοθεύσεως του εκκλησιαστικού βίου δια διδασκαλιών ή κατευθύνσεων ξένων ή και αντιθέτων προς το πνεύμα της Εκκλησίας. Έκαστος επίσκοπος δέον να αποτελή την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας διακρίνων τα «τη εκκλησιαστική πίστει σύμφωνα» (ι’ Καρθαγ.), ή και αντιτιθέμενα, αγωνιζόμενος δια την «επιστήμην», ήτοι την ακρίβειαν των δογμάτων, δια την «ομολογίαν της Καθολικής Εκκλησίας» και δια «την της αληθείας εκδικίαν» (ιζ’ Σαρδ.) Οι μέλλοντες να χειροτονηθούν επίσκοποι και πρεσβύτεροι δέον να είναι γνώσται των συνοδικώς δεδογμένων «ίνα μη ποιούντες κατά των όρων της συνόδου μεταμεληθώσιν» (ιη’ Καρθαγ.).
Το λειτούργημα τούτο, το οποίον ενεργοποιούν οι επίσκοποι ιδιαιτέρως εις τας Συνόδους, αλλά και εν ανάγκη προ αυτών δια της διακοπής του μνημοσύνου των εις κατεγνωσμένην αίρεσιν πεσόντων μητροπολιτών ή πατριαρχών προϋποθέτει γνώσιν θεολογικήν, όχι βεβαίως εν διανοητική μόνον έννοια, αλλά εν τη αγιοπατερική εννοία της μυστικής κοινωνίας και γνώσεως του Τριαδικού Θεού και των ενεργειών αυτού προς διάκρισιν από τας ενεργείας του διαβόλου. Άλλαις λέξεσιν ουχί μόνον «μορφωμένοι» ή κοινωνικώς δραστήριοι αλλ’ άγιοι και χαρισματούχοι επίσκοποι εκφράζουν την αλάθητον συνείδησιν της Εκκλησίας. Υπερβολική ενασχόλησις των επισκόπων με τα κοινωνικά έργα είναι δυνατόν να απορροφήση αυτούς ολοτελώς και να παρασύρη αυτούς εις μίαν ανθρωποκεντρικήν ποιμαντικήν, ήτις δεν θα επιτρέπη εις αυτούς να είναι οι κατ’ εξοχήν θεολόγοι, διδάσκαλοι και οδηγοί του λαού του Θεού εις την Αλήθειαν της Εκκλησίας.
β. Προσόντα και καθήκοντα των Ποιμένων.
Απαίτησις της Εκκλησίας δια τους Ποιμένας, εκφραζομένη δια των ι. Κανόνων, είναι όπως ούτοι παρέχουν εις τους πιστούς υπόδειγμα αγίας ζωής, όντες «κανόνες πίστεως» και αγιότητος ή κατά τον ιβ’ της Λαοδικείας «όντες εκ πολλού δεδοκιμασμένοι εν τε τω λόγω της πίστεως και τη ευθέως βίου πολιτεία». Η επί πολύν χρόνον δοκιμασία εις έκαστον βαθμόν είναι αναγκαία δια να αποδειχθή «η πίστις (αυτών) και η των τρόπων καλοκαγαθία, και η στερρότης και η επιείκεια, γνώριμος γενέσθαι δυνήσεται» (ι’ Σαρδ.). Μετά τοιαύτην δοκιμασίαν το ποίμνιον δύναται να αναγνωρίση τους ποιμένας ως οδηγούς και διδασκάλους του.
Το ποιμαντικό έργον δύναται να ασκήται μόνον υφ’ όσων «ο βίος ορθός εστί και μηδέν τούτοις αντίκειται» (ιβ’ Θεοφ.). Το δε «εν λαϊκοίς επιλήψιμον πολλώ μάλλον εν κληρικοίς οφείλει καταδικάζεσθαι» (ε’ Καρθαγ.). Οι «τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες, ήτοι δουλεύοντες» οφείλουν να τηρούν σωφροσύνην και εγκράτειαν (δ’ Καρθαγ.) δια να έχουν και την προς τον Θεόν παρρησίαν «ίνα ο παρά του Θεού απλώς αιτούσιν, επιτυχείν» (γ’ Καρθαγ.). Δια δε «την ολίγων αναισχυντίαν πλεονάκις το θείον και σεβασμιώτατον όνομα της ιερωσύνης εις κατάγνωσιν εληλυθέναι» (κ’ Σαρδ.), ή λοιδορείται υπό των ανθρώπων (κστ’ Δ΄).
Οι ι. Κανόνες εφιστούν την προσοχήν των κληρικών δια το ανεπίληπτον της συμπεριφοράς των. Δια των γνωστών κωλυμάτων εμποδίζονται από της ιερωσύνης οι μετά το βάπτισμα υποπεσόντες εις βαρέα αμαρτήματα, ενώ μη κωλυτικά της ιερωσύνης αμαρτήματα εξαλείφονται δια της χάριτος της χειροτονίας (θ’ Νεοκ.).
Η Εκκλησία απαιτεί από τους υποψηφίους κληρικούς καθαρότητα βίου επιτρέπουσαν την ιερουργίαν ενώπιον του καθαροτάτου Κυρίου, «ώστε τους εν κλήρω καταλεγομένους και άλλοις τα θεία διαπορθμεύοντας, καθαρούς αποφήναι και λειτουργούς αμώμους, και της νοεράς του μεγάλου Θεού και θύματος, και αρχιερέως, θυσίας αξίους». Εκτός τούτου είναι ανακόλουθον «ευλογείν έτερον τον τα οικεία τημελείν οφείλοντα τραύματα» (γ’ ΣΤ’).
Εντεύθεν και η υπό των χειροτονούντων ακριβής εξέτασις του βίου των χειροτονουμένων και των συνθηκών, υφ’ ας εισέρχονται εις τον κλήρον, είναι απαραίτητος. Μόνον όταν ευρεθή αδιάβλητος ο υποψήφιος είναι δυνατόν να χειροτονήται. Ούτω θα διατηρήται καθαρόν το «συνειδός» των χειροτονούντων και αδιάβλητος «η ιερά και σεπτή λειτουργία». Ως κριτήριον δε δια την ανύψωσιν εις την ιερωσύνη δέον να λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνον η προσωπική αξία και αρετή του χειροτονουμένου και όχι η από γένους ιερατικού καταγωγή του.
Οι κληρικοί πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι εις παν ό,τι θα εσκανδάλιζε τους ανθρώπους, αποφεύγοντες ενεργείας, αι οποίαι πιθανόν να μη βλάπτουν αυτούς, αλλά σκανδαλίζουν το ποίμνιον. Επι πλέον οι ποιμένες οφείλουν να είναι «απαθείς», διότι εμπαθείς όντες καθίστανται αναίσθητοι και υπόκεινται εις την οργήν του Θεού και εις βαρέα επιτίμια, ως παραβάται των θείων εντολών και των Αποστολικών διατάξεων (δ’ Ζ’).
Η όλη στάσις και εμφάνισις των κληρικών δέον να είναι κοσμία, σεμνή και ταπεινόφρων. «Πάσα βλακεία και κόσμησις σωματική, αλλότριαί εισι της ιερατικής τάξεως, και καταστάσεως». Διό και οι ιερωμένοι δέον να μη κοσμούνται «δι’ εσθήτων λαμπρών και περιφανών», να μη «χρίωνται μύρα», και να περίκεινται «μετρίαν και σεμνήν αμφίεσιν», διότι «παν ο μη δια χρείαν, αλλά δια καλλωπισμόν παραλαμβάνεται, περπερείας (κενοδοξίας) έχει κατηγορίαν, ως ο μέγας έφη Βασίλειος» (ιστ’ Ζ’). Εις πάσαν δε περίστασιν, ακόμη και εις τας σεμνάς κοινωνικάς αναστροφάς, ως είναι αι συνεστιάσεις μετά «θεοφόβων και ευλαβών ανδρών», δέον να αποβλέπη εις την πνευματικήν ωφέλειαν των μεθ’ ων συναναστρέφεται∙ «ίνα και αυτή η συνεστίασις προς κατόρθωσιν πνευματικήν απάγη» (κβ’ Ζ’). Χρέος τέλος του ιερωμένου είναι όπως οδηγή και τα τέκνα του εις την χριστιανικήν ζωήν αποτρέπων ταύτα από εφαμάρτων διασκεδάσεων.
Είναι αυτονόητον ότι το ιερατικόν ήθος, ως απαιτούν και περιγράφουν αυτό οι ι. Κανόνες, δεν είναι εξωτερική συμμόρφωσις προς αντικειμενικόν τινά ηθικόν νόμον, αλλά το ήθος της ελευθέρας και εξ αγάπης υπακοής εις το θέλημα του Θεού. Η προς τους αδελφούς εξ άλλου αγάπη υποχρεοί έσωθεν τον ιερωμένον όπως προσέχη την εξωτερικήν διαγωγήν του, δια να μη παράσχη αφορμάς σκανδάλου εις τους αδελφούς του, κατά το «πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει…» (Α’ Κορ. στ΄ 12). Ο άξιος ιερωμένος προσέχει πάντοτε να μη προτιμά «τα είδωλα του Χριστού», υπό τον όρον «είδωλα» νοουμένων πάντων των απολυτοποιουμένων και θεοποιουμένων σχετικών καθ’ εαυτάς αξιών (στ’ Βασιλ.) και να μη προδίδη δεύτερον τον «άπαξ υπέρ ημών σταυρωθέντα», έχων συνείδησιν ότι εν τη Εκκλησία «πεπιστεύμεθα σώμα και αίμα Χριστού». Το ιερατικόν ήθος, ως και το χριστιανικόν γενικώτερον ήθος, έχει χριστολογικήν και εκκλησιολογικήν βάσιν. Η μετοχή εις το κοινόν σώμα και αίμα Χριστού δίδει εις τον ιερωμένον την δυνατότητα της θεανθρωπίνης αγάπης και του θεανδρικού ήθους του Χριστού.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο περιλαμβάνει 49 παραπομπές, τις οποίες μπορεί κανείς να διαβάσει στις σελίδες 93-107 του βιβλίου.)
Πηγή: Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, «Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», εκδόσεις Άθως, 2003., http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1576
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...