
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μ’ αυτό το έργο του ο μεγάλος άγιος και θεολόγος του 8ου αιώνα συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησία μας για τα μνημόσυνα και, χρησιμοποιώντας πλήθος πατερικών μαρτυριών, απαντά σε πολλά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ιστορική προέλευση, τη σημασία και τη σκοπιμότητά τους.
Πρόλογος
Σύμφωνα με ομόφωνη αγιοπατερική μαρτυρία την οποία επιβεβαιώνει αδιάκοπη εκκλησιαστική παράδοση αιώνων, οι ειδικές ευχές για τους νεκρούς θεσπίστηκαν από τους αγίους αποστόλους (1). H θέσπιση αυτή έχει δύο βασικά δογματικά θεμέλια: α) την έννοια της Εκκλησίας ως κοινωνίας αγίων, που αποτελείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και τους «κεκοιμημένους» χριστιανούς και β) την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, την ανάσταση και την τελική κρίση.
Επιπλέoν, η διδασκαλία και η διαχρονική πράξη της Εκκλησίας, μας προτρέπουν να εκδηλώνουμε τη μέριμνα μας για την ανάπαυση μιας ψυχής όχι μόνο με προσευχές, αλλά και με έργα αγάπης. Έτσι, οι Αποστολικές Διαταγές παραγγέλνουν να προσφέρονται στους φτωχούς ορισμένα από τα υπάρχοντα του νεκρού στη μνήμη του. Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, συμβουλεύει να κάνουμε τέτοιες αγαθοεργίες, «ώστε, αν μεν ο νεκρός είναι αμαρτωλός, ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· και αν είναι δίκαιος, να λάβει μεγαλύτερο μισθό και ανταπόδοση». Οι προσευχές, από το άλλο μέρος, για τους νεκρούς περιλαμβάνουν τόσο την μνημόνευση των ονομάτων τους στις θείες λειτουργίες, όσο και την τέλεση ειδικών ακολουθιών, των μνημοσύνων.
Ήδη στις Αποστολικές Διδαχές βρίσκεται η διάκριση των μνημοσύνων σε «τρίτα», «ένατα», «τεσσαρακοστά» και ενιαύσια» (ετήσια), ανάλογα με το χρόνο τελέσεως τους από την ημέρα του θανάτου.
Πολλοί συμβολισμοί των επιμέρους μνημοσύνων αναφέρονται από τους πατέρες. Οι κυριότεροι είναι οι εξής: Τα «τρίτα» συμβολίζουν την ανάσταση του Κυρίου μετά την τριήμερη παραμονή Του στον τάφο και τελούνται με την ευχή ν’ αναστηθεί και ο νεκρός στην ουράνια βασιλεία (2). Τα «ένατα» τελούνται για τα εννέα τάγματα των άυλων αγγέλων, με την ευχή να βρεθεί κοντά τους η άυλη ψυχή του νεκρού. Τα «τεσσαρακοστά» τελούνται για την ανάληψη του Κυρίου, που έγινε σαράντα μέρες μετά την ανάστασή Του. Με την ευχή να ν’ «αναληφθεί» και ο νεκρός, να συναντήσει το Χριστό στους ουρανούς και να ζήσει για πάντα μαζί Του. Τα «ενιαύσια» (ετήσια), τέλος, τελούνται την επέτειο ημέρα του θανάτου, σε ανάμνηση των γενεθλίων του νεκρού, καθώς, για τους πιστούς χριστιανούς, ημέρα της αληθινής γεννήσεως είναι η ημέρα του σωματικού θανάτου και της μεταστάσεως στην αιώνια ζωή. Μνημόσυνα, αντίστοιχα με τα παραπάνω, τελούνται τον τρίτο, έκτο και ένατο μήνα από την ημέρα του θανάτου («τρίμηνα», «εξάμηνα», «εννεάμηνα»).
Τη μεγαλύτερη ωφέλεια, πάντως, στους νεκρούς την προξενεί η τέλεση της θείας ευχαριστίας στη μνήμη τους, γιατί τότε, με τις μερίδες τους στο άγιο δισκάριο, «ενώνονται αόρατα με το Θεό και επικοινωνούν μαζί Του και παρηγορούνται και σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ» (άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης).
Εκτός από τα ειδικά για κάθε νεκρό μνημόσυνα, η Εκκλησία έχει στις καθημερινές ακολουθίες της, γενικές δεήσεις για τους «κεκοιμημένους», όπως είναι λ.χ. το νεκρώσιμο μέρος του μεσονυκτικού και οι σχετικές αναφορές στις εκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας. Έχει, επίσης, καθιερώσει και ειδικές ημέρες μνημοσύνων. Τα Σάββατα σχεδόν όλου του εκκλησιαστικού έτους, και ιδιαίτερα τα προηγούμενα των Κυριακών της Απόκρεω και της Πεντηκοστής (Ψυχοσάββατα), είναι αφιερωμένα στη μνήμη των νεκρών.
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί, αν και αυτονόητο, ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο για του χριστιανούς που κοιμήθηκαν μέσα στους κόλπους της.
Όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν πιο πάνω για τα μνημόσυνα και, γενικότερα, την κοινωνία των ζωντανών με τα «κεκοιμημένα» μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή όλων των μελών του θεανθρώπινου σώματος του Χριστού, είναι αφενός ενημερωτικά για τον «αμύητο» αναγνώστη και αφετέρου προοιμιακά της πραγματείας του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων», αποσπάσματα της οποίας ακολουθούν σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση.
Μ’ αυτό το έργο του ο μεγάλος άγιος και θεολόγος του 8ου αιώνα συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησία μας για τα μνημόσυνα και, χρησιμοποιώντας πλήθος πατερικών μαρτυριών, απαντά σε πολλά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ιστορική προέλευση, τη σημασία και τη σκοπιμότητά τους.
Εκ της Ιεράς Μονής Παρακλήτου
(1) Και οι Ιουδαίοι πρόσφεραν θυσίες για την εξάλειψη των αμαρτιών «των μετ’ ευσεβείας κοιμωμένων» (Β΄ Μακ.12:45)
(2) Σχετικός είναι και ο θεολογικός συμβολισμός των κολλύβων που προστίθενται σε κάθε μνημόσυνο. Το σιτάρι συμβολίζει την ταφή, την ανάσταση και την πέρα από τον τάφο ζωή του ανθρώπου, καθώς, πέφτοντας στη γη, σαπίζει και «πεθαίνει». Απ’ αυτόν το «θάνατό» του όμως βλασταίνει μια νέα ζωή.
Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα
Ο διάβολος, ο άδειος από καθετί καλό και θεάρεστο, με πρόσχημα αλλόκοτο και παράδοξο και ολότελα άθεσμο, έπεσε πάνω σε κάποιους και τους φύτεψε την ιδέα ότι τάχα δεν ωφελούν σε τίποτα τους νεκρούς όλες οι θεάρεστες πράξεις, που γίνονται για τις ψυχές. Γιατί λένε, χρησιμοποιώντας αγιογραφικά χωρία για να στηρίξουν την άποψή τους, «Ο καθένας θα πάρει την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή» (Β΄ Κορ.5:10) και «Στον άδη ποιος θα μετανοήσει ενώποιόν Σου;» (πρβλ.Ψαλμ.6:6) και «Εσύ, Κύριε, θα αμείψεις ή θα τιμωρήσεις τον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ.61:13) και «ό,τι έσπειρε ο καθένας, αυτό και θα θερίσει». (πρβλ.Γαλ.6:7).
Αλλά, σοφοί μου, θα λέγαμε σ’ αυτούς, ερευνήστε και μάθετε, ότι όσο μεγάλος κι αν είναι ο φόβος που μας εμπνέει ο Θεός, ο Κύριος των όλων, πολύ πιο μεγάλη είναι η αγαθότητά Του. Και οι απειλές Του είναι, βέβαια φοβερές, μα και η φιλανθρωπία Του αφάνταστα μεγάλη. Και οι καταδίκες Του είναι φρικτές, μα και η ευσπλαχνία Του πέλαγος απέραντο.
Προσέξτε τι λέει η Αγία Γραφή:
Όταν στη Σιών, την πόλη του μεγάλου βασιλιά, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδε το λαό του θανατωμένο από τους εχθρούς, έψαξε και βρήκε μέσα στους κόρφους τους μικρά είδωλα. Αμέσως, με κάθε ευλάβεια και αγάπη, πρόσφερε για τον καθένα τους εξιλαστήρια θυσία στον σπλαχνικό Κύριο. Γι’ αυτό και στη Γραφή θαυμάζεται για την πράξη του εκείνη, καθώς και για όλες τις άλλες (βλ. Β΄ Μακκ. 12:38-45).
Οι μαθητές του Σωτήρα μας, πάλι, οι μύστες και αυτόπτες του Λόγου, οι θείοι απόστολοι, που σαγήνεψαν τον κόσμο, θέσπισαν να γίνεται μνημόνευση των πιστών νεκρών κατά την τέλεση των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων. Από τότε μέχρι τώρα η αποστολική και καθολική Εκκλησία του Χριστού, σ’ όλα τα μέρη της γης, κρατάει σταθερά και αναντίρρητα αυτή την παράδοση, και θα την κρατάει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Αυτό, οπωσδήποτε, δεν το θέσπισαν ούτε αλόγιστα ούτε άσκοπα ούτε τυχαία. Γιατί τίποτε ανώφελο δεν έχει παραλάβει η αλάθητη χριστιανική θρησκεία και τίποτε άχρηστο δεν έχει διατηρήσει σταθερά τόσους αιώνες. Όλα όσα έχει παραλάβει και διατηρήσει είναι και χρήσιμα και θεάρεστα και πολύ ωφέλιμα και πολύ σωτήρια.
Ας δούμε, όμως, τι έχουν πει γι’ αυτό το θέμα οι παλαιότεροι άγιοι πατέρες.
Ο μεγάλος και βαθύς γνώστης των θείων Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στο έργο του για την εκκλησιαστική ιεραρχία, γράφει ακριβώς τα εξής: «Οι προσευχές των αγίων και σ’ αυτή τη ζωή και, πολύ περισσότερο, μετά το θάνατο, επιδρούν σ’ εκείνους που είναι άξιοι ιερών ευχών, δηλαδή στους πιστούς». Και πάλι: «Ο πανάγαθος Θεός ζητάει να συγχωρήσει όλα τα πταίσματα, που οφείλονται στην ανθρώπινη αδυναμία, και να τους τοποθετήσει στη χώρα των ζωντανών, στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, απ’ όπου έχουν φυγαδευθεί ο πόνος, η λύπη και ο στεναγμός, παραβλέποντας με την αγαθότητα της θεαρχικής Του δυνάμεως τις αμαρτίες που έκανε ο νεκρός από ανθρώπινη αδυναμία, αφού, όπως λέει η Γραφή, κανένας δεν είναι καθαρός από αμαρτία.
Βλέπεις εσύ που αντιλέγεις, πώς βεβαιώνει ότι είναι ωφέλιμες οι δεήσεις γι’ αυτούς που πέθαναν με την ελπίδα τους στον Θεό;
Ο επώνυμος της θεολογίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέει για τη μητέρα του στον επιτάφιο λόγο του αδερφού του Καισαρίου: «Ακούστηκε κήρυγμα αξιοπρόσεκτο και ο πόνος της μητέρας γίνεται πιο ελαφρός με την καλή και θεάρεστη υπόσχεση, ότι θα τα δώσει όλα για χάρη του παιδιού, θα δώσει τον πλούτο του ως επιτάφιο δώρο γι’ αυτό». Και πιο κάτω: «Όσα, λοιπόν, εξαρτώνται από μας, είναι αυτά. Και άλλα τα κάναμε ήδη, αλλά θα τα κάνουμε στο μέλλον, προσφέροντας τις ετήσιες τιμές και τα μνημόσυνα, αν φυσικά μείνουμε στη ζωή».
Βλέπεις πώς βεβαιώνει και χαρακτηρίζει καλές και θεάρεστες τις προσφορές που γίνονται για όσους πέθαναν, και επιτρέπει τα ετήσια μνημόσυνα;
Μετά απ’ αυτόν, ο χρυσώνυμος και πραγματικά Χρυσόστομος Ιωάννης, στη θεοφώτιστη ερμηνεία του στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, λέει: «Αν οι ειδωλολάτρες καίνε μαζί με τους νεκρούς και τα πράγματα που τους ανήκουν, πόσο μάλλον εσύ, ο πιστός, πρέπει να συνοδέψεις μαζί με τον πιστό και τα πράγματα του, όχι για την στάχτη, όπως εκείνα των ειδωλολατρών, αλλά για να του εξασφαλίσεις μεγαλύτερη δόξα: Αν δηλαδή ο νεκρός είναι αμαρτωλός, για ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· αν πάλι είναι δίκαιος για ν’ αυξηθούν ο μισθός και η ανταμοιβή του». Και στην ερμηνεία του στην προς Φιλιππησίους επιστολή γράφει: «Ας σοφιστούμε κάποιαν ωφέλεια γι’ αυτούς που έφυγαν. Ας τους προσφέρουμε κάθε δυνατή βοήθεια. Μιλάω για τις ελεημοσύνες και τις προσφορές, αυτές που πραγματικά τους εξασφαλίζουν πολλή ανακούφιση, μεγάλη απολαβή και ωφέλεια. Γιατί αυτά που νομοθετήθηκαν ούτε παραδοθήκαν έτσι άσκοπα και τυχαία στην Εκκλησία του Θεού από τους σοφούς μαθητές Του. Και δεν θα μας άφηναν εκείνη την παράδοση να κάνει ευχή ο ιερέας, κατά την τέλεση των φρικτών μυστηρίων, για τους πιστούς που κοιμήθηκαν, αν δεν γνώριζαν ότι θα είχαν απ’ αυτό πολύ κέρδος και μεγάλη ωφέλεια.
Ο σοφός Γρηγόριος ο Νύσσης, πάλι γράφει: «Τίποτα δεν παραδόθηκε ασυλλόγιστα και ανώφελα από τους μαθητές και κήρυκες του Χριστού, μα και τίποτα δεν διατηρήθηκε ασυλλόγιστα και ανώφελα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία του Θεού. Το να μνημονεύουμε κατά τη θεία κι ολόλαμπρη μυσταγωγία εκείνους που κοιμήθηκαν ορθόδοξοι, είναι οπωσδήποτε ωφέλιμο και θεάρεστο».
Γιατί τα λόγια, «Εσύ, Κύριε, θ’ αμείψεις ή θα τιμωρήσεις τον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ. 61:13) και «Ο καθένας θα θερίσει αυτό που έσπειρε» (πρβλ. Γάλ.6:7) και τα άλλα παρόμοια, έχουν λεχθεί οπωσδήποτε για τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, τη φοβερή κρίση και τη συντέλεια του κόσμου. Τότε, βέβαια, δεν θα υπάρχει δυνατότητα βοήθειας. Τότε κάθε ικεσία θα είναι ανώφελη. Γιατί, όταν τελειώσει το παζάρι, δεν υπάρχει πια εμπόρευμα διαπραγματεύσιμο. Πραγματικά, πού θα είναι τότε οι φτωχοί; Πού θα είναι οι ιερείς για την τέλεση της λατρείας; Πού οι ψαλμωδίες; Πού οι ευεργεσίες; Πού οι αγαθοεργίες;
Γι’ αυτό, πριν έρθει εκείνη η ώρα, ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και ας προσφέρουμε στον φιλάνθρωπο Θεό τα έργα της αγάπης μας στους αδερφούς. Γιατί δέχεται με ευχαρίστηση τις προσφορές μας για χάρη όσων δεν πρόλαβαν και έφυγαν, θα λέγαμε, απροετοίμαστοι. Τις δέχεται και τις λογαριάζει σαν πράξεις και προσφορές εκείνων. Έτσι θέλει ο φιλάνθρωπος Κύριος, να Του ζητάνε τα πλάσματά Του και να τους δίνει όσα είναι για τη σωτηρία τους. Και μάλιστα λυγίζει ολοκληρωτικά, όταν κάποιος δεν αγωνίζεται μόνο για την δική του ψυχή, αλλά ενδιαφέρεται και για την ψυχή του πλησίον του. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος γίνεται μιμητής του Θεού και τις δωρεές των άλλων τις ζητάει σαν δικές του χάρες. Έτσι εκπληρώνει την προϋπόθεση της τέλειας αγάπης, εξασφαλίζει τον μακαρισμό («μακάριοι είναι όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεος Του», Ματθ.5: 7) και, μαζί με την ψυχή του πλησίον, ευεργετεί πάρα πολύ και τη δική του ψυχή.
Ας περάσουμε τώρα απ’ αυτά σε άλλα παρόμοια και ισοδύναμα. Ο Παλλάδιος, στη Λαυσαϊκή Ιστορία του, αναφέρει με ακρίβεια τα θαύματα του μεγάλου Μακαρίου. Εκεί γράφει πως ο όσιος Μακάριος, ρωτώντας κάποτε το κρανίο ενός νεκρού έμαθε όλα τα σχετικά μ’ αυτούς που έχουν πεθάνει. Και στο τέλος τον ρώτησε: ‘‘Δεν βρίσκετε, λοιπόν, καμιά παρηγοριά;’’ Αυτή την ερώτηση την έκανε, γιατί συνήθιζε να προσεύχεται για τους νεκρούς και ήθελε να ξέρει αν πραγματικά τους ωφελούσε. Τότε ο φιλάνθρωπος Κύριος θέλησε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια στο πιστό υπηρέτη Του. Τον πληροφόρησε, λοιπόν, μέσω του κρανίου: ‘‘Όταν προσφέρεις τις δεήσεις για τους νεκρούς, αισθανόμαστε μια μικρή ανακούφιση’’.
Κάποιος άλλος, πάλι, από τους οσίους πατέρες είχε έναν μαθητή που ζούσε απρόσεκτα. Έτσι, μέσα στη ραθυμία, έφτασε στο τέλος της ζωής του. Ο πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Κύριος φανέρωσε στο γέροντα, που τον παρακάλεσε με δάκρυα, ότι θα ρίξει τον μαθητή του στην φωτιά μέχρι το λαιμό, όπως τον πλούσιο της παραβολής του Λαζάρου (Λουκ. 16:23-24). Όταν ο όσιος γέροντας άρχισε να κτυπιέται και να ικετεύει κλαίγοντας το Θεό, Εκείνος του αποκάλυψε ότι θα τον βάλει στη φωτιά μόνο μέχρι τη ζώνη. Μα όταν και πάλι ο γέροντας Τον παρακάλεσε με μεγάλη επιμονή, ο Θεός του έδειξε σε όραμα ότι λύτρωσε τελείως το μαθητή του από τη φωτιά της κολάσεως.
Αλλά ποιος θα μπορούσε να διηγηθεί με τη σειρά όλες τις μαρτυρίες, που βρίσκονται σκόρπιες μέσα στους βίους των αγίων, στα μαρτυρολόγια και στις ιερές αποκαλύψεις, απ’ όπου ολοφάνερα αποδεικνύεται ότι οι προσευχές, οι λειτουργίες και οι ελεημοσύνες για τους νεκρούς ωφελούν πολύ τις ψυχές τους; Γιατί, απ’ όσα δανείστηκαν στο Θεό, τίποτα δεν πάει χαμένο. Όλα τα ανταποδίδει ο Κύριος με το παραπάνω.
Όσο για το λόγο του προφήτη, «Στον άδη ποιος θα μετανοήσει ενώπιον Σου;» (πρβ. Ψαλμ. 6:6), είπαμε ήδη πως οι απειλές του παντοκράτορα Θεού είναι, βέβαια, φοβερές, αλλά τελικά τις εξουδετερώνει η ανυπολόγιστη φιλανθρωπία Του. Άλλωστε, και μετά απ’ αυτόν τον λόγο του προφήτη, έγινε οπωσδήποτε μετάνοια στον άδη. Εννοώ τη μετάνοια εκείνων που πίστεψαν εκεί, όταν κετέβηκε ο Κύριος για να τους σώσει. Αλλά και στον άδη δεν τους έσωσε όλους ο Ζωοδότης. Έσωσε μόνο όσους τον πίστεψαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται η προφητεία. Όχι, ποτέ. Απλά αποδεικνύεται ότι ο πανάγαθος Κύριος νικιέται από την αγάπη Του στον άνθρωπο. Το ίδιο και με τον προφητικό λόγο του Ιωνά, «Η Νινευΐ θα καταστραφεί» (Ιων.3:4). Και όμως δεν καταστράφηκε, γιατί η αγαθότητα του Θεού νίκησε τη δικαιοσύνη Του. Και στον Εζεκία είπε με το στόμα του προφήτη Ησαΐα: «Τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού σου, γιατί θα πεθάνεις. (Δ΄ Βασ. 20:1). Και όμως δεν πέθανε. Στον Αχαάβ, πάλι, έστειλε τον προφήτη Ηλία για να τον προειδοποιήσει: «θα σου στείλω συμφορές» (Γ΄ Βασ. 20:21). Και δεν του έστειλε. Γιατί; Το εξήγησε στον προφήτη. Είδες πως μετανόησε ο Αχαάβ; Γι’ αυτό δεν θα του στείλω συμφορές όσο ζει» (Γ΄ Βασ. 20:29). Πάλι, δηλαδή, η αγαθότητα Του νίκησε την απόφαση του, όπως έγινε και σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις και όπως θα γίνεται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, τότε που θα τελειώσει το πανηγύρι, τότε που δεν θα είναι πια καιρός για βοήθεια αλλά κάθε άνθρωπος θα βρεθεί μόνος με το φορτίο του. Ενώ τώρα είναι ακόμα καιρός, καιρός για φροντίδα, καιρός για συναλλαγή, καιρός για κόπο και τρεχάματα και αγώνα. Και μακάριος είναι εκείνος που δεν απόκαμε, ούτε έχασε την ελπίδα του. Μα πιο μακάριος είναι εκείνος που αγωνίστηκε και για τον εαυτό του και για τον πλησίον του.
Γιατί αυτό, το να τρέχει δηλαδή ο καθένας σε βοήθεια του πλησίον, ευχαριστεί περισσότερο τον φιλεύσπλαχνο Κύριο. Αυτό θέλει και επιθυμεί, να ευεργετούμε ο ένας τον άλλο και στην παρούσα ζωή και μετά το θάνατο. Αν δεν έβλεπε σωστό κάτι τέτοιο, δεν θα μας έδινε το δικαίωμα να μνημονεύουμε τους νεκρούς στη θεία λειτουργία, καθώς και να τους κάνουμε μνημόσυνα στις τρεις ημέρες, στις εννέα, στις σαράντα και στο χρόνο, όπως χωρίς καμιάν αντίρρηση τα τηρεί ο ευσεβέστατος λαός της. Αν, δηλαδή, αυτά ήταν μια κοροϊδία δίχως κέρδος και ωφέλεια, οπωσδήποτε σε κάποιον από τους πολλούς προγενέστερους θεοφόρους αγίους, πατριάρχες, πατέρες και διδασκάλους θα ερχόταν η φώτιση να σταματήσει την πλάνη. Κανένας τους, όμως, δεν δοκίμασε ποτέ να καταργήσει τα μνημόσυνα. Απεναντίας, μάλιστα, όλοι τα επικύρωσαν, κι έτσι καθημερινά η πρακτική αυτή όχι μόνο απλώνεται και ριζώνει, αλλά δέχεται και αλλεπάλληλες προσθήκες.
Ας δούμε, όμως τι λέει και ο Μέγας Αθανάσιος στον ωραιότατο λόγο του για τους κοιμηθέντες: «Κι αν ακόμα ο νεκρός τελείωσε τη ζωή του με ευσέβεια και τοποθετήθηκε στο ουρανό, μην αρνείσαι να προσφέρεις λάδι και ν’ ανάβεις κεριά στον τάφο του, ζητώντας το έλεος του Χριστού. Γιατί αυτά είναι ευπρόσδεκτα από το Θεό και φέρνουν πλούσια την ανταπόδοση Του, αφού το λάδι και το κερί είναι θυσία, η θεία λειτουργία είναι εξιλέωση, και η αγαθοεργία στους φτωχούς φέρνει κάθε αγαθή ανταπόδοση προσαυξημένη. Ο σκοπός, λοιπόν, εκείνου που κάνει την προσφορά για τον νεκρό, είναι ίδιος μ’ εκείνου που έχει ένα παιδί άλαλο, αδύναμο και άρρωστο, και για χάρη του προσφέρει με πίστη στον ιερό ναό, ως θυσία, κεριά, λιβάνι και λάδι. Αυτά, λοιπόν, δεν είναι σαν να τα κρατάει και να τα προσφέρει το ίδιο το παιδί; Κάτι ανάλογο δεν γίνεται και στο μυστήριο του θείου βαπτίσματος, οπότε ο ανάδοχος ‘‘αποτάσσεται τω σατανά’’ και ‘‘συντάσσεται τω Χριστώ’’ για λογαριασμό του νηπίου που βαπτίζεται; Όμοια πρέπει να κατανοούμε και την περίπτωση εκείνου που πέθανε πιστός στον Κύριο, ότι δηλαδή ο ίδιος κρατάει και προσφέρει τα κεριά, το λάδι και όλα όσα εμείς προσφέρουμε για την λύτρωση του. Έτσι, με τη χάρη του Θεού, η επιδίωξη, που συνοδεύεται από την πίστη, δεν θα ματαιωθεί. Γιατί οι θεολόγοι απόστολοι και οι μυσταγωγοί και οι πνευματοφόροι πατέρες, αφού πρώτα ενώθηκαν με το Θεό και έγιναν μέτοχοι της εκστατικής δυνάμεως Του, θέσπισαν θεάρεστα τις λειτουργίες, τις προσευχές και τις ψαλμωδίες, που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη των νεκρών».
Έρχεται, όμως, ένας αντίθετος και λέει: ‘‘Αν είναι έτσι, όλοι θα σωθούν και κανένας δεν θα κολαστεί’’.
Σωστά. Και μακάρι να γίνει κάτι τέτοιο. Είναι αυτό που ποθεί και θέλει και επιδιώκει ο πανάγαθος Κύριος, είναι αυτό που Του δίνει χαρά και ευφροσύνη, το να μη στερηθεί κανείς τις θείες δωρεές Του. Μήπως τα βραβεία και τα στεφάνια τα ετοίμασε για τους αγγέλους; Μήπως ήρθε στη γη και σαρκώθηκε από την Παρθένο και έγινε άνθρωπος και έπαθε και πέθανε για να σώσει τις ουράνιες δυνάμεις; Μήπως στους αγγέλους θα πει, «Ελάτε, οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί» (Ματθ. 25:34); Δεν μπορείς εσύ, ο αντιρρησίας, να ισχυριστείς ότι θα γίνει αυτό. Αφού όλα για τον άνθρωπο τα υπέφερε ο Χριστός, όλα για τον άνθρωπο και τα ετοίμασε. Ποιος άλλωστε, καλώντας τους φίλους του σε πλούσιο γεύμα, δεν θέλει να έρθουν όλοι και να χορτάσουν απ’ τα καλά του; Για ποιο σκοπό, δηλαδή, ετοίμασε το φαγοπότι, αν όχι για να περιποιηθεί τους φίλους του; Αν, λοιπόν, αυτό θέλουμε εμείς, δεν θα το θέλει πολύ περισσότερο ο μεγαλόδωρος Θεός, που από τη φύση Του είναι πανάγαθος και φιλάνθρωπος και που, μοιράζοντας και δίνοντας δώρα, χαίρεται και αγάλλεται περισσότερο απ’ όσο εκείνος που τα παίρνει;
Κάθε άνθρωπος που απέκτησε μικρή ζύμη αρετών και, μολονότι ήθελε, δεν πρόφτασε να την κάνει ψωμί από ραθυμία ή αμέλεια ή αναβλητικότητα, κι έτσι μια μέρα, χωρίς να το περιμένει, τον θέρισε ο θάνατος, αυτός δεν θα λησμονηθεί από τον δίκαιο Κριτή. Ο Κύριος θα συγκινήσει τις ψυχές των οικείων του, για να τον βοηθήσουν, αναπληρώνοντας τα υστερήματα του νεκρού.
Απεναντίας, όποιος έζησε ζωή αμαρτωλή, όποιος δεν πορεύθηκε ποτέ σύμφωνα με τη συνείδηση του, αλλά κυλιόταν άφοβα και αδιάντροπα στις δυσωδίες των ηδονών, ικανοποιώντας όλες τις ορέξεις της σάρκας και αδιαφορώντας ολότελα για την ψυχή του, όταν θα φύγει απ’ αυτή την ζωή, από κανέναν δεν θα βοηθηθεί. Ο Θεός, επειδή δεν τον λογαριάζει για δικό Του, θα οικονομήσει να τον ξεχάσουν και η γυναίκα του και τα παιδιά του και τ’ αδέλφια του και οι φίλοι του.
Εμένα, λοιπόν, όποιος είναι φίλος μου, εύχομαι να με βοηθήσει, αν είναι δυνατόν, ώστε να μην αφήσω πίσω μου κανένα υστέρημα. Αν, όμως, φτάσω στο τέλος της ζωής μου χωρίς να είμαι απόλυτα έτοιμος, παρακαλώ τον πολυέλαιο Κύριο να συγκινήσει τους συγγενείς και τους φίλους μου και να θερμάνει τις καρδιές τους, ώστε, αν ως άνθρωπος αφήσω κάποιο υστέρημα, να με βοηθήσουν ολοπρόθυμα και να το αναπληρώσουν με καλά και θεάρεστα έργα. Έτσι, άλλωστε, διδάσκει και διακηρύσσει ο θεολόγος Χρυσόστομος, που τον ανέφερα και πιο πάνω. «Αν δεν πρόλαβες», λέει, «να τακτοποιήσεις όλα τα ζητήματα της ψυχής σου όσο ζούσες, τότε, έστω και στα τελευταία σου, άφησε εντολή στους δικούς σου να στείλουν μαζί σου τα υπάρχοντα σου, όταν πεθάνεις, να σε βοηθήσουν δηλαδή με αγαθοεργίες, ελεημοσύνες και προσφορές. Έτσι θα κάνεις το Λυτρωτή να σε αντιμετωπίσει με επιείκεια, γιατί αυτά τα δέχεται με ευχαρίστηση».
Ο ίδιος, πάλι γράφει κάπου αλλού: «Στη διαθήκη σου βάλε συγκληρονόμο, μαζί με τα παιδιά και τους συγγενείς σου, και τον Κύριο. Ας έχει το χαρτί και το όνομα του Κριτή. Ας μην παραλείπει, ακόμα, ν’ αναφέρει και τους φτωχούς. Εγώ γίνομαι εγγυητής τους. Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να το χρησιμοποιήσει κανείς ως πρόφαση, για να μην κάνει ελεημοσύνες όσο είναι ζωντανός. Και όσο ζει να κάνει, αλλά και μετά το θάνατο να τις συνεχίζει. Το αντίθετο είναι τελείως παράλογο, βέβηλο και ασύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Πολύ καλό και αρεστό και ευπρόσδεκτο απ’ το Θεό είναι το να καθαρίζει κάθε ευσεβής και φιλόχρηστος άνθρωπος τον εαυτό του με όλες τις αγαθοεργίες, να αποφεύγει κάθε αμαρτία και να τηρεί τις φωτεινές εντολές του Θεού, για να μπορέσει, όταν φτάσει στο τέλος της ζωής του, να πει θαρρετά στον Κύριο: ‘‘Έτοιμη είναι η καρδιά μου, Θεέ μου, έτοιμη είναι η καρδιά μου’’ (Ψαλ. 107:2). Και έτσι με χαρά να υποδεχτεί τους αγγέλους, που θα κατέβουν για να τον παραλάβουν».
Αυτό βέβαια, το κάνουν λίγοι και σε λίγες περιπτώσεις, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, «αυτοί που θα σωθούν θα είναι λίγοι» (πρβλ. Λουκ. 13:23), λόγο που είπε ο Πάνσοφος με κάποια λύπη. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν άνθρωποι σ’ αυτή την πρώτη κατηγορία των σωζομένων, πάμε αναγκαστικά στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με τη διδασκαλία των αποστόλων και των πατέρων. Έτσι, με την αγαθότητα του Θεού, και οι νεκροί ωφελούνται και η φιλανθρωπία αυξάνει και η ελπίδα της αναστάσεως επιβεβαιώνεται και η προσευχή στο Θεό δυναμώνει και το εκκλησίασμα των ιερών ναών πυκνώνει και η αγαθοεργία στους φτωχούς απλώνεται.
Οι θεοφώτιστοι άνθρωποι λένε, πως οι πράξεις των ανθρώπων, στην ύστατη πνοή τους, δοκιμάζονται σαν σε ζυγαριά. Και αν η δεξιά πλάστιγγα είναι πιο πάνω από την αριστερή, είναι ολοφάνερο πως ο ετοιμοθάνατος θα παραδώσει την ψυχή του στους αγίους αγγέλους. Αν πάλι και οι δύο πλάστιγγες είναι ίσες, νικάει οπωσδήποτε η φιλανθρωπία του Θεού. Μα κι αν ακόμα η ζυγαριά γέρνει λίγο προς τα’ αριστερά, όπως λένε οι θεολόγοι, η ευσπλαχνία του Θεού θα αναπληρώσει όσο χρειάζεται. Να οι τρεις θείες κρίσεις του Κυρίου: η πρώτη είναι δίκαιη· η δεύτερη είναι φιλάνθρωπη· η Τρίτη είναι υπεράγαθη. Μετά απ’ αυτές έρχεται η τέταρτη, όταν οι εφάμαρτες πράξεις είναι πολύ βαρύτερες. Αλίμονο τότε, αδερφοί! Και αυτή όμως η κρίση του Θεού είναι δίκαιη και θεσπίζει δίκαια για τους ανθρώπους που κρίνονται.
Μετά απ’ αυτά, λοιπόν, ας στρέψουμε όλη μας την προσοχή στη φοβερή ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου και ας αναρωτηθούμε, μήπως τότε κατηγορηθούμε, από τους συγγενείς μας ότι παραμελήσαμε τις υποχρεώσεις μας απέναντί τους.
Αλίμονο σ’ όλους, όσοι είναι σαν εμένα, που θα κληρωθούν εκείνη την ημέρα στ’ αριστερά του Κριτή. Μακάριοι εκείνοι, που ο Κύριος θα τους βάλει στα δεξιά Του και θ’ ακούσουν την ευλογημένη φωνή. «Ελάτε, οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου» (Ματθ. 25:34). Αυτή τη φωνή μακάρι ν’ αξιωθούμε να την ακούμε όλοι, όσοι θα φυλάξουμε την ορθόδοξη πίστη, και ν’ απολαύσουμε τ’ αγαθά που την ομορφιά τους «μάτι ανθρώπινο ποτέ δεν είδε και αυτί ποτέ δεν άκουσε και νους δεν μπόρεσε ποτέ να σκεφτεί». (Α΄ Κορ. 2:9).
Αμήν.
(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=446
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος, σε συνέντευξή του στην Πεμπτουσία, μιλά για το θέμα: Ο πόνος, οι θλίψεις, η αδικία και η αντιμετώπισή τους μέσα στην Εκκλησία.
Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνεται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας.
Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πάρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν αποτυχία είναι επιτυχία.
Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χάνουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπορεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι’ αυτό ας Του δίνουμε την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.
Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κοντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.
Πηγή: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3034
...Ὁ Βόρις κατὰ τὴν βάπτισί του ἐπῆρε τὸ ὄνομα Μιχαὴλ καὶ ὁ Φώτιος τοῦ ἔστειλε ὑπὸ τύπον ἐπιστολῆς αὐτὸ τὸ Παραινετικὸ δοκίμιο. Τὸν προσφωνεῖ μὲ λόγια ποὺ δείχνουν ὅλη τὴν πατρικὴ φροντίδα, «περιφανέστατε καὶ ἠγαπημένε υἱὲ ἡμῶν». Καὶ ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πνευματικὴ γέννησις εἶναι καρπὸς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ πατριάρχη, «τῶν ἐμῶν πνευματικῶν ὠδίνων εὐγενὲς καὶ γνήσιον γέννημα».
Ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ παραινετικὰ δοκίμια, καὶ ἰδιαίτερα τὰ κατηχητικά, ἔτσι κι' αὐτὸ τὸ δοκίμιο, ἐκτὸς τοῦ προλόγου καὶ τοῦ ἐπιλόγου (παραγρ. 1-3 καὶ 132-134 κατὰ τὴν ἀρίθμησί μας) ἁπλώνεται σὲ δυὸ τμήματα, τὸ θεωρητικὸ καὶ τὸ πρακτικό, ἢ ἀλλοιῶς τὸ θεολογικὸ (4-36) καὶ τὸ ἠθικὸ (37-131).
Τὸ θεολογικὸ μέρος καλύπτεται ἀπὸ τὴν παράθεσι τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, τὴν ἔκθεσι περὶ τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τὴν προτροπὴ γιὰ τὴν τήρησι τοῦ κανόνος τῆς εὐσέβειας καὶ ὀρθοδοξίας. Μέσα ἀπὸ τὶς λιτὲς καὶ ἁδρὲς γραμμὲς αὐτῆς τῆς διαπραγματεύσεως ἐξαίρεται πρῶτα τὸ τριαδολογικὸ δόγμα καὶ διαφαίνεται ἡ πεποίθησις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι συγχρόνως κάτι σταθερὸ καὶ δυναμικό.
...
Ἔρχεται ἔπειτα τὸ δόγμα περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ.
...
Τέλος ἔρχεται τὸ δόγμα περὶ τῆς εἰκόνος, στὸ ὁποῖο ὁ Φώτιος δίνει μεγαλύτερη ἔκτασι, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἐμπλακῆ στὶς σχετικὲς συγκρούσεις κατὰ τὴν νεότητά του.
...
Τὸ ἠθικὸ τμῆμα τοῦ δοκιμίου εἶναι συντεταγμένο κατὰ τὸ γνωμολογικὸ εἶδος σὲ σύντομες ἀποφθεγματικὲς κι' ἐντυπωσιακὲς προτάσεις. Ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν σχετικὴ γραμματεία τῆς κλασικῆς καὶ χριστιανικῆς ἀρχαιότητος, ἰδίως ἀπὸ τὸν Ἰσοκράτη, ὁ Φώτιος δίνει μιὰ εἰκόνα τοῦ ἡγεμόνος, πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὑπευθυνότητα:
- «Κυβέρνα τοὺς ὑπηκόους, στηριζόμενος ὄχι στὴ βία ἀλλὰ στὴν ἀγάπη τῶν ἀρχομένων διότι ἡ ἀγάπη εἶναι μεγαλύτερο καὶ ἀσφαλέστερο βάθρο γιὰ τὴν ἐξουσία παρὰ ὁ φόβος».
- «Μόνο ἂν κυβερνᾶ κανεὶς τὸν ἑαυτὸ του μπορεῖ νὰ πιστεύη ὅτι κυβερνᾶ ἀληθινὰ καὶ τοὺς ὑπηκόους».
- «Τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχεσαι, νὰ τὶς θυμᾶσαι παντοτινά• τὶς εὐεργεσίες ποὺ κάμεις, νὰ τὶς ξεχνᾶς γρήγορα».
Τὸ δοκίμιο αὐτὸ τοῦ Φωτίου, προβάλλοντας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν Χριστιανικὴ πίστι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸν ἑλληνικὸ λόγο, τὰ δύο στοιχεῖα ποὺ ἀπετέλεσαν τὰ θεμέλια τῆς ἀγωγῆς αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, προσφέρει τὸ πενταστάλαγμα αὐτοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμός, ὅπως τὸν διεμόρφωσαν καὶ τὸν ἀντιλήφθηκαν οἱ Ἕλληνες στὶς μεγάλες ὧρες τοῦ βυζαντινοῦ μεγαλείου καὶ στοὺς πονεμένους αἰῶνες τῆς αἰχμαλωσίας ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς.
Τὸ δοκίμιο μεταφράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν παλαιοσλαβικὴ γλώσσα κι ἀργότερα στὴ βουλγαρική, τὴν ρωσσικὴ καὶ ἄλλες νεώτερες γλῶσσες.
Μπορεῖ αὐτὲς οἱ παραινέσεις, νὰ μὴ ἐφαρμόσθηκαν σὲ ὅλη τους τὴν ἔκτασι ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἡγεμόνα, ἀλλὰ σὲ γενικὲς γραμμὲς συνετέλεσαν στὴν ἡμέρωσι καὶ τὴν ἠθικὴ ἀφύπνιση τῶν λαῶν γιὰ τοὺς ὁποίους προορίζονταν.
(Αποσπάσματα από την Εισαγωγή, Παν. Χ. Χρήστου, Περιοδικό "Εποπτεία", Φεβ. 1992)
Φώτιος ὁ Μέγας: Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα
Προσευχὴ καὶ λατρεία
38. Ἐσὺ πάντως πρόσεξε ἐπιμελῶς, γιὰ νὰ μὴ εἶσαι μόνο ἀκροατής, ἀλλὰ καὶ ἐκτελεστὴς τῶν καλῶν καὶ ἀξιέπαινων πράξεων. Καὶ σ' αὐτὸ τὸ μέρος θὰ ἀρχίσωμε ἀπὸ τὰ θεῖα. Ἡ προσευχὴ λοιπὸν συνάπτει καὶ ἐξοικειώνει μὲ τὸν Θεό, διότι εἶναι ἔνθεος συνομιλία καὶ συνάφεια νοερὰ μὲ τὸ κάλλιστο καὶ πολυτιμότατο ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται κάθε οὐσίωσις καὶ συντήρησις, κάθε πρόνοια καὶ χορηγία ἀγαθῶν, κάθε τελειότης καὶ κάθαρσις παθῶν. Ὥστε καὶ κανένα ἄλλο κέρδος νὰ μὴ ἀπέρρεε ἀπὸ τὴν προσευχή, θὰ ἀρκοῦσε καὶ αὐτὸ μόνο του γιὰ τοὺς φιλόθεους καὶ τοὺς φιλοθεάμονες τοῦ ἀγαθοῦ ἀντὶ κάθε ἄλλης εὐφροσύνης, καὶ κάθε μακαριότητας καὶ εὐτυχίας στὸν βίο. Ὅταν πάλι λαμβάνωμε δι' αὐτῆς καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ ἐξασφαλίζωμε τὶς ἀγαθοειδεῖς καὶ τελειοποιοὺς δωρεὲς μὲ τὰ ἄλλα αἰτήματα, ὅσα συμφέρουν, καὶ γινώμαστε ἄξιοι ν' ἀνταμείβωμε τὸν εὐεργέτη μὲ τὴν εὐχαριστία μας γιὰ τὶς ἀνέκφραστες πράξεις καὶ δωρεές του πρὸς ἐμᾶς, καὶ μάλιστα νὰ τοῦ προσφέρωμε σὰν ἀπαρχὲς τῆς νοερᾶς μας δοξολογίας καὶ λογικῆς οὐσιώσεως τὶς κινήσεις τοῦ νοῦ καὶ τὶς δοξολογίες κατ' αὐτὴν τὴν προσευχή• ὅταν λοιπὸν στὴν προσευχὴ συμπεριλαμβάνωνται τόσο πολλὰ καὶ μεγάλα, πῶς δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιδιδώμαστε σ' αὐτὴν πρόθυμα, νὰ τὴν ἀγαποῦμε καὶ ν' ἀσχολούμαστε μὲ αὐτήν;
39. Ἐσὺ λοιπὸν νὰ προσεύχεσαι διαπαντὸς μὲ εὐχὲς κατ' ἰδὶαν καὶ μόνος σου πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος καὶ φανερά. Καὶ μὲ τὰ δύο εἴδη, ὅταν τελοῦνται θεοφιλῶς εἶναι δυνατὸ ν' ἀποδίδεται ἡ εὐσέβεια• ὅσο δὲ τὸ πρῶτο ὑπερτερεῖ σὲ καθαρότητα διανοίας, τόσο τὸ δεύτερο προσκαλεῖ σὲ μίμησι ὅσους βλέπουν. Τὸ ἕνα συντελεῖ σὲ προσωπικὸ κέρδος, τὸ ἄλλο ὠφελεῖ καὶ τοὺς ἄλλους, τῶν ὁποίων ἡ σωτηρία καὶ προκοπὴ εἶναι πάλι μεγάλη μαρτυρία τῆς ἀρετῆς τοῦ ἄρχοντος.
40. Νὰ οἰκοδομῆς ναοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων του σύμφωνα μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια, καὶ συνήθιζε τὸν λαὸ νὰ ἐκκλησιάζεται σ' αὐτούς, ὥστε ἐξιλεώνοντας ἀπὸ κοινοῦ τὸ θεῖο καὶ προσφέροντας κοινὴ δοξολογία, νὰ ὁδηγοῦνται σὲ κοινὴ ὁμόνοια καὶ νὰ κερδίζουν κοινὴ σωτηρία καὶ ὠφέλεια.
41. Οἱ θυσίες τῆς ἱερᾶς λατρείας μας εἶναι ἀνατεθειμένες στοὺς ἱερεῖς• ἂν ὑπηρετῆς σ' αὐτοὺς καὶ προσφέρης προθύμως, διὰ μέσου αὐτῶν θ' ἀπολαύσης πολλὴν εὐεργεσία καὶ χάρι. Θὰ μποροῦσες μάλιστα καὶ σύ, ἂν θέλης νὰ παρουσίασης μόνος σου ἕνα κάλλιστο καὶ ἀγαπητότατο θῦμα στὸ Θεό, προσφέροντάς του καθαρὸν βίον καὶ ὀρθότητα διανοίας.
Μελέτη
42. Κι' ἐπειδὴ γνωρίζεις πόσο πολὺ συμβάλλει στὴν διακυβέρνησι τῶν κοινῶν ἡ δύναμις καὶ ταχύτης τῆς διανοίας, νὰ μὴ παραλείπης καὶ αὐτὴν τὴ φροντίδα. Βέβαια εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνη ἀγχίνους αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἐκ φύσεως αὐτὸ τὸ προσὸν• ἡ μελέτη ὅμως καὶ ἡ πεῖρα τῶν πραγμάτων, ποὺ καθιστοῦν τὴ γνῶσι εὔκολη, πολλὲς φορὲς στὴν πρᾶξι ἀποδεικνύουν τὸν γυμνασμένο ὀξύτερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν αὐτὴν τὴν ἱκανότητα ἐκ φύσεως. Γι' αὐτὸ πρέπει ν' ἀσκοῦμε τὴ φρόνησι σὲ ὅλο μας τὸν βίο• κι' αὐτὴ ἔρχεται μὲ τὴν μελέτη καὶ τὴν ἀνάμνησι πράξεων τῶν πρεσβυτέρων, μὲ τὴν συνομιλία καὶ συναναστροφὴ τῶν φρονίμων ἀνδρῶν ποὺ ὑπάρχουν(34) καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν πρακτέων του βίου. Διότι ἡ πρᾶξίς, ποὺ ἀντλεῖ τὴν δύναμι ἀπὸ τὴν μίμησι καὶ τὴ βουλὴ καὶ τὸν χειρισμό, ἂν δὲν ἀντιπράττη ἡ ἀπὸ ἄνω πνοή, καταλήγει σὲ τέλος συμφέρον.
Ἐμφάνισις τοῦ ἄρχοντος
43. Νὰ μὴ περιφρονῆς οὔτε ἀκόμη τὶς σχετικὲς μὲ τὸ σῶμα συνήθειες καὶ ἐμφανίσεις καὶ κινήσεις μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι τάχα εὐτελῆ πράγματα• διότι ἡ καλὴ εὐταξία καὶ κατάστασις καὶ σ' αὐτὰ δὲν θεωρεῖται νὰ εἶναι μικρὸ δεῖγμα φρονήσεως καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἀντιληφθοῦν εὔκολα τὴν δύναμι καὶ τὸ κάλλος ποὺ εἶναι μέσα στὴν ψυχή, αὐτοὶ γίνονται ἐρασταὶ καὶ ἐπαινετὲς καὶ τῶν ἀδήλων προσόντων καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ θεάματα. Γι' αὐτὸ ὁ ἄρχων πρέπει νὰ φαίνεται κόσμιος καὶ σεμνὸς καὶ μὲ τὴν ἐμφάνισι τοῦ προσώπου, τὴν περιποίησι τῆς κόμης, καὶ τὴν ἐνδυμασία ποὺ φορεῖ, χωρὶς νὰ προχωρῆ πρὸς τὸ μαλθακὸ καὶ ἒξαλλο ὕφος οὔτε πάλι νὰ κατεβαίνη πρὸς τὸ ἀτημέλητο καὶ ράθυμο• διότι καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ξένο πρὸς τὴ διαγωγὴ τοῦ ἄρχοντος. Χρειάζεται ἐπίσης ὁ ἄρχων καὶ βάδισμα εὔτακτο ποὺ οὔτε ἀσχημίζει τὴν κίνησι πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς καὶ τὸ ἔκλυτο οὔτε τὴν στρέφει πρὸς τὸ ἀπότομο καὶ ταραγμένο καὶ ἀνώμαλο. Καὶ γενικὰ κάθε κίνησις ἂς στολίζεται μὲ τὴν τάξι.
44. Πρέπει ἐπίσης νὰ προσέχη κανεὶς καὶ τὴν ταχύτητα στὰ λόγια• διότι, ἂν ἡ ταχυλογία δὲν εἶναι ἴσως κάτι τὸ εὐκαταφρόνητο καὶ ἀσήμαντο στὰ ρητορικὰ διαγωνίσματα, ἀλλὰ στὶς δημηγορίες εἶναι κάτι τὸ ἀνόητο καὶ ἐπιζήμιο• στὰ προστάγματα δέ, καὶ μάλιστα τὰ πολιτικὰ καὶ δημόσια, εἶναι κάτι εὐτελὲς καὶ ταπεινό. Γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ δὲ ἀκριβέστερα, ἡ ταχύτης στὴν πράξι καὶ τὰ λόγια καὶ τὶς κινήσεις, συνοδευόμενη ἀπὸ εὐταξία, ἀναδεικνύει τὸν κάτοχο σὲ θεῖο καὶ ὑπερφυὲς πρόσωπο, ἀλλὰ εἶναι κάτι σπάνιο καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ συμπέσουν ὅλα μαζί• ἡ συμμετρία ὅμως σ' αὐτὰ μαζὶ μὲ τὴν εὐταξία εἶναι κάτι σεμνὸ καὶ ἀξιοθαύμαστο καὶ ἀξιοπρεπές, καὶ μαζὶ μὲ τὴν εὐλάβεια καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἐπιθυμητὸ νὰ βλέπεται καὶ καταλληλότερο νὰ ἐξουσιάζη. Ἡ δὲ ταχύτης μαζὶ μὲ τὴν ἀταξία εἶναι κάτι παραπληγικὸ καὶ μανιακό• μερικὲς φορὲς κατορθώνει μεγάλα, συχνότερα ὅμως ἀποτυγχάνει φοβερά. Ἡ δὲ βραδύτης συνοδευόμενη ἀπὸ ἀταξία εἶναι κάτι νωθρὸ καὶ ἠλίθιο, χάνει μερικὲς φορὲς σὲ μεγάλα θέματα, κατορθώνει δὲ ἐλάχιστα, καὶ μάλιστα πολὺ ταπεινὰ κατορθώματα, ἀνάλογα μόνο πρὸς τὶς ἄλλες πράξεις ἐκείνου.
45. Τὸ ξέσπασμα σὲ γέλοια ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀσχήμια ποὺ ἐπιφέρει στὸ πρόσωπο ἀποτελεῖ καὶ προσβολὴ τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἤθους.(35)
46. Καὶ ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ γλώσσα πρέπει νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε αἰσχρολογία. Διότι ὅσα εὐχαριστεῖται κανεὶς ν' ἀκούη, αὐτὰ δὲν ἐντρέπεται καὶ νὰ τὰ λέγη• ὅσα πάλι δὲν ἐντρέπεται κανεὶς νὰ λέγη, ὅτι δὲν θὰ ἐντραπῆ καὶ νὰ τὰ πράξη, τὸ ἀποδεικνύει ὁ ἴδιος ἐντυπωσιακά. Γενικὰ μάλιστα πρέπει νὰ φυλάγεσαι μὴ ξεφύγη ἡ γλώσσα σου• διότι πολλὲς φορὲς λαθεύοντας κανεὶς σὲ μία μικρὴ λέξι προκάλεσε μεγάλη ζημιά, πετώντας ἀκόμη καὶ τοὺς τελευταίους κύβους γιὰ τὴ ζωή.
47. Ἔχε τ' αὐτιά σου στοὺς μὲν ἀδικουμένους ἀνοικτά, πρὸς δὲ τὶς δικαιολογίες καὶ πιθανολογίες τῶν ἀδικούντων κλειστά.
48. Ν' ἀποστρέφεσαι τὰ φιλοκατήγορα καὶ συκοφαντικὰ χείλη• διότι αὐτὰ πολλὲς φορὲς ἐξερέθισαν καὶ παιδιὰ ἐναντίον πατέρων καὶ πατέρες ἐναντίον παιδιῶν, διέσπασαν ἀνδρόγυνα κι ἐξεσήκωσαν συγγενεῖς ἐναντίον ἀλλήλων• καὶ τί λέγω μόνο αὐτά; ἀκόμα καὶ ὁλόκληρες πόλεις καὶ οἰκισμοὺς ἀπέτρεψε μιὰ φωνὴ συκοφάντη.
Ἡ φιλία
49. Νὰ μὴ εἶσαι γρήγορος στὴ σύναψι φιλίας• ὅταν ὅμως συνάψης δεσμό, νὰ τὸν διατηρῆς ἄλυτο μὲ κάθε τρόπο,(36) σηκώνοντας ὅλο τὸ βάρος τοῦ συνανθρώπου, μὲ τὴν προϋπόθεσι ὅτι δὲν ἐπιφέρει κίνδυνο στὴν ψυχή. Διότι οἱ διαστάσεις πρὸς τοὺς φίλους ἐκφαυλίζουν ὅλη τὴν προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων καὶ ὑποβάλλουν ὄχι μόνο τὸν ὑπαίτιο ἀλλὰ καὶ τὸν ἀναίτιο στὴν ἴδια ὑπόνοια. Φίλους νὰ κάμης ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διατηροῦν παντοτινὰ ἄδολη τὴν φιλία πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ μήτε ὅταν εὐημεροῦσαν τοὺς ἐφθόνησαν μήτε ὅταν δυστυχοῦσαν τοὺς παραμέλησαν. Πράγματι πολλοὶ ἐβοήθησαν κι ἐπόνεσαν τοὺς φίλους ὅταν εὑρίσκονταν σὲ δυστυχία, ἀλλὰ ὅταν ἦσαν εὐτυχεῖς δὲν ἐβάσταξαν τὴν εὐημερία τους• ἔτσι αὐτοὺς ποὺ δὲν τοὺς ἤλεγξε ὁ καιρὸς τῆς συμπαθείας, τοὺς ἐξεσκέπασε τὸ πάθος τοῦ φθόνου. Ν' ἀποκτᾶς λοιπὸν φίλους ὄχι τοὺς φαύλους ἀλλὰ τοὺς ἀρίστους• διότι τὰ ἤθη τῶν φίλων κρίνονται συνήθως ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν φιλουμένων(37) διὰ τῶν ἐντίμων φίλων εὔκολα ἐπαναφέρεται κανεὶς καὶ ὅταν παραπέση, οἱ φαῦλοι ὅμως φθείρουν καὶ τὴν ὑπάρχουσα καλοκαγαθία• οἱ πρῶτοι καλύπτοντας οἱ ἴδιοι τὴν ἔλλειψι τῶν φίλων στὴν ἀρετὴ τὴν κάμουν νὰ φαίνεται ἀνελλιπής, ἐνῶ ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς φαύλους καθιστὰ νόθο καὶ ὅ,τι ὑπόλοιπο ἀρετῆς ὑπάρχει.
50. Νὰ μὴ ζητῆς ν' ἀκούης τὰ εὐχάριστα ἀπὸ τοὺς φίλους, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ ἀληθινά. Διότι, ἂν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσωμε στοὺς ἐχθροὺς ἀκόμη καὶ ὅταν λέγουν τὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τοὺς φίλους δὲ ἔχει φθαρεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ζητοῦν κι ἐκεῖνοι νὰ λέγωνται τὰ εὐχάριστα, ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ θὰ προέλθη γιὰ μᾶς ἡ γνῶσις τῆς ἀληθείας καὶ ἡ διόρθωσις τῶν τυχὸν ἀνοσίων λόγων καὶ πράξεών μας; Γι' αὐτὸ νὰ θεωρῆς σπουδαῖο πράγμα τὸ νὰ διαφέρουν οἱ φίλοι τῶν κολάκων. Οἱ μὲν κόλακες, ἐπαινώντας σε κατὰ πρόσωπο, καὶ σένα τὸν ἴδιο δὲν ἀφήνουν νὰ λάβης συναίσθησι τῶν σφαλμάτων ποὺ φυσικὰ διαπράττεις καὶ μεγαλύτερα τὰ καθιστοῦν μὲ τὶς διαβολὲς πρὸς τοὺς ἄλλους• οἱ φίλοι ὅμως μὲ τὸν φιλικὸ ἔλεγχο καὶ σένα τὸν ἴδιο ἐνισχύουν περισσότερο, ὥστε ν' ἀντιληφθῆς τὴν παρανομία, καί, ἂν χρειασθῆ νὰ λεχθῆ κάτι καὶ πρὸς τοὺς ἔξω, τότε ἀντὶ κατηγορίας εὑρίσκουν ἀπολογία γιὰ τὴν πράξι. Ὅσο λοιπὸν διαφέρει ἡ ἄσκησις τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν προκοπὴ στὴν κακία καὶ τὸ νὰ διαλύη κανεὶς τὶς διαβολὲς ἀπὸ τὸ νὰ διαβάλλη στοὺς ὑπηκόους, τόσο πρέπει καὶ σὺ νὰ προτιμᾶς τοὺς φίλους ἀπὸ τοὺς κόλακες.(38)
51. Ὅσα ἀπὸ τὰ μυστικὰ αὐξάνουν τὴν ἀρετή σου, νὰ τὰ γνωστοποιῆς στοὺς φίλους• ὅσα ὅμως ἐκφαυλίζουν τὴ γνώμη, αὐτὰ οὔτε ὁ ἴδιος νὰ τὰ ἐκτελῆς οὔτε στοὺς φίλους νὰ τὰ διαβιβάζης.(39) Αὐτὸ εἶναι ἄριστο καὶ χωρὶς ἄλλη αἰτιολογία• πλὴν ὅμως, ὅταν ἡ φιλία, ὅπως συχνὰ συμβαίνει στὰ ἀνθρώπινα, μεταστραφῆ σὲ κορεσμό, τότε γίνεται περισσότερο ἀντιληπτὴ ἡ χρησιμότης τῆς παραινέσεως. Πράγματι, τὸ φαῦλο μυστικό, καὶ μάλιστα αὐτὸ ποὺ ὑπεισέρχεται στοὺς λογισμοὺς τοῦ συμμεριζομένου καὶ τοὺς διασείει, ἀπομακρύνει γρήγορα καὶ χωρὶς καθυστέρησι ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀποβλέψη πρὸς τὴν ἐπιστροφή• καὶ ὅταν δημοσιοποιηθῆ θὰ σοῦ προκαλέση βαρειὰ βλάβη καὶ θὰ σὲ διαθέση δυσμενῶς πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ διέδωσε. Τὸ χρηστὸ ὅμως μυστικὸ καὶ τὸν συμμεριζόμενο θὰ συγκρατήση ἀπὸ τὴν διάσπασι τῆς φιλίας, ἐκβιάζοντάς τον μ' ἕνα δυνατὸ δεσμό, τὴν ἀρετή, καὶ εἰσερχόμενο στὸ νοῦ του θὰ τὸν καλέση σ' ἔπαινο τῆς σπουδαίας σου γνώμης, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε καὶ σένα, ἂν παραφέρθηκες σὲ κάτι, θὰ σὲ πείση, βλέποντας αὐτά, νὰ ἀναλάβης χωρὶς δυσαρέσκεια πάλι τὴν πρὸς αὐτὸν συναναστροφὴ καὶ φιλικὴ σχέσι. Πάντοτε λοιπὸν νὰ καλολογῆς τοὺς φίλους, καὶ μάλιστα τοὺς ἀπόντας ἐνώπιον τῶν παρόντων ἔτσι μπορεῖ καὶ τὸ κακὸ τῆς κολακείας ν' ἀποφύγης, μὴ ἐπιτρέποντας νὰ φανῆ στὴ συμπεριφορά σου οὔτε ἴχνος της, καὶ στοὺς φίλους θὰ παρουσιασθῆς εὐαρέστως ἀφοῦ διεβεβαίωσες τοὺς παρόντες ὅτι εἶσαι τέτοιας διαθέσεως, ὅπως ἐφάνηκες σ' αὐτοὺς μὲ τὰ λόγια σου περὶ τῶν ἀπόντων.
Οἱ λεπτομέρειες τῆς εὐνομίας
52. Κι' ἔτσι περιτειχίζοντας τὸν ἑαυτό σου μὲ φιλία, νὰ εἶσαι σ' ἐκείνους μὲν ποὺ ἀδικοῦν ἄλλους ἀμείλικτος, σ' ἐκείνους δὲ ποὺ ἀδικοῦν ἐσένα, ἐπιεικέστατος. Μὲ τὸ πρῶτο θὰ ὑπάρξη εὐνομία στὴν πολιτεία καὶ θὰ εἶναι ὁλοφάνερη ἡ φροντίδα καὶ ἡ κηδεμονία σου πρὸς τοὺς ὑπηκόους• μὲ τὸ δεύτερο διακηρύσσεται ἡ φιλανθρωπία τῆς γνώμης καὶ ὁ ἀληθινὰ βασιλικὸς τρόπος. Οἱ τύραννοι μὲν πολλὲς φορὲς παραβλέπουν τὰ κοινὰ ἀδικήματα καὶ τὰ πρὸς ἀλλήλους, ἀλλὰ κρίνουν σκληρὰ τὰ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἴδιους• ἐνῶ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς ἔννομης τάξεως ἔργο εἶναι νὰ φέρη μὲ φιλανθρωπία τὰ πρὸς αὐτὸν ἀδικήματα, καὶ ἀντιθέτως νὰ διευθετῆ καὶ νὰ ρυθμίζη μὲ δικαιοσύνη ὅσα ἀναφέρονται στὰ κοινὰ καὶ πρὸς ἀλλήλους.
53. Ὅπως ἐκεῖνος πού, ἐνῶ ἔχει μεγάλη ἐλευθερία νὰ ἀδικῆ, ἐνεργεῖ δίκαια, εἶναι ἄξιος πολλῶν ἐπαίνων, ἔτσι εἶναι ἀξιοκατάκριτος ἐκεῖνος πού, ἐνῶ δὲν στερεῖται τίποτε ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, ἁπλώνει τὰ χέρια του σὲ ξένα πράγματα. Στὸν πτωχὸ ἄνθρωπο ἡ πτώχεια εἶναι πρόφασις ἀδικίας, ἂν καὶ παράλογη• ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κατέχει ἐξουσία καὶ δὲν στερεῖται ἔχει ἀναπολόγητη τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὶς ἀδικίες του.
54. Ὅσο ὑπερέχει κανεὶς στὴν ἐξουσία, τόσο ὀφείλει νὰ πρωτεύη καὶ στὴν ἀρετή.(40) Ἐκεῖνος δὲ ποὺ πράττει τὸ ἀντίθετο, ἐπιτελεῖ τρία κάκιστα πράγματα• καταστρέφει τὸν ἑαυτό του, παρακινεῖ τοὺς βλέποντας στὴν κακία, προετοιμάζει τὸ ἔδαφος νὰ βλασφημῆται ὁ Θεός, διότι μία τόσο μεγάλη ἀρχὴ ἀνέθεσε σὲ τέτοιον ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ ἡ κακία πρέπει ν' ἀποφεύγεται ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, κυρίως ὅμως ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες.
55. Κυβέρνα λοιπὸν τοὺς ὑπηκόους σου, ἔχοντας πεποίθησι ὄχι στὴν τυραννίδα, ἀλλὰ στὴν ἀγάπη τῶν ἀρχομένων•(41) διότι ἡ εὔνοια εἶναι σταθερώτερο καὶ ἀσφαλέστερο βάθρο τῆς ἀρχῆς παρὰ ὁ φόβος. Τοῦτο δὲ τὸ ἐπιτυγχάνουν ἡ ἀπόκτησις τῶν ἀρετῶν, καθὼς καὶ οἱ κόποι καὶ οἱ φροντίδες πρὸς τοὺς ὑπηκόους. Ἔτσι καὶ σὺ ὁ ἴδιος θὰ ζήσης βασιλικὰ καὶ εὐχάριστα καὶ σ' ἐκείνους θὰ διατηρήσης τὸν βίο ἐλεύθερο ἀπὸ ἐπιβουλὴ καὶ ἀλόγιστες συμφορὲς καὶ θὰ ἀφήσης ἀείμνηστη τὴ φήμη σου διαπαντός.
56. Νὰ ἐπαινῆς καὶ νὰ δέχεσαι τοὺς ἀκριβεστάτους νόμους καὶ νὰ ρυθμίζης τὸν βίο σου κυττάζοντας πάντοτε πρὸς αὐτούς• νὰ μὴ ἐπιβάλλης ὅμως σκληρὲς τιμωρίες πρὸς τοὺς ὑπηκόους κατὰ τὶς διατάξεις ἐκείνων, ἀλλὰ νὰ τοὺς παιδαγωγῆς μᾶλλον διὰ τῶν φιλανθρωποτέρων μέτρων. Ἔτσι μὲ τὴν αὐστηρότητά σου ἀπέναντι στὸν ἑαυτό σου θὰ φανῆς φοβερὸς στοὺς ἀδικοῦντας καὶ ἐπιεικὴς στοὺς ὑπηκόους.
57. Πρέπει νὰ ἐπιβάλλης τὴν ἐξουσία σου ὄχι τιμωρώντας, ἀλλὰ φαινόμενος ὡς τιμωρός.(42) Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται ἀπὸ τὴν σοβαρότητα τοῦ ἤθους, καθὼς καὶ τὴν σεμνότητα καὶ ἐπιμέλεια τῶν τρόπων ἐνῶ οἱ τιμωρίες εἶναι γνώρισμα ὀργίλων μᾶλλον ἀνθρώπων παρὰ φρονίμων, οἱ ὁποῖοι στρέφονται εὔκολα πρὸς τὴν τιμωρία ἀπὸ ἀδυναμία νὰ καθοδηγήσουν τὸν λαὸ φρονίμως. Τὸ ἕνα μπορεῖ νὰ τὸ πράξη καὶ ὁ τυραννικώτατος ἡγεμών, τὸ ἄλλο ὅμως μόνο ὁ ἱκανὸς ἄρχων, ἂν ἀρετὴ τοῦ ἄρχοντος δὲν εἶναι νὰ καταστρέφη τοὺς ὑπηκόους, ἀλλὰ νὰ τοὺς αὐξάνη καὶ νὰ τους βελτιώνη.
58. Μερικοὶ εἶπαν ὅτι ἀρετὴ τοῦ ἄρχοντος εἶναι τὸ νὰ κάμη μεγάλη μία μικρὴ πολιτεία•(43) ἐγὼ θὰ ἔλεγα ὅτι μᾶλλον εἶναι τὸ νὰ τὴν καταστήση σπουδαία ἀπὸ φαύλη. Τὸ πρῶτο μπορεῖ νὰ συμβῆ πολλὲς φορὲς καὶ ἀπὸ τὴ φορὰ τῶν πραγμάτων, τὸ δεύτερο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτευχθῆ παρὰ μόνο ἀπὸ τὸν ἄριστο κυβερνήτη. Μιμούμενος αὐτὸν κι ἐσὺ μὲ τὰ κατορθώματά σου, θὰ αὐξήσης τὴν πολιτεία τῶν ὑπηκόων μὲ τὴν ἀρετή.
59. Ὅπως ἕνα σαθρὸ τεῖχος ἀκόμη κι ἂν μέσα του ἔχη λαμπρὰ σπίτια, εὐκρασία ἀέρων καὶ ἀφθονία ἀγαθῶν, ἐξευτελίζει τὴν πόλι, ἔτσι καὶ οἱ φαῦλοι ἄνθρωποι ποὺ εἶναι στὸ περιβάλλον τοῦ ἄρχοντος διαβάλλουν καὶ τὸν δικό του τρόπο• διότι ὅσοι λαμβάνουν πεῖρα τῆς πονηρίας ἐκείνων, ὑποθέτουν ὅτι καὶ ὁ ἀπ' αὐτοὺς δορυφορούμενος εἶναι παρόμοιος.(44)
60. Νὰ μὴ ἐπαινέσης κανενὸς τὴν παρανομία, ἔστω κι ἂν φαίνεται νὰ εὐημερῆ δι' αὐτῆς• διότι κι' ἐκεῖνον θὰ παρακινήσης περισσότερο στὴν κακία καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος θ' ἀποδειχθῆς ὅτι ζητεῖς εὐκαιρία γιὰ παρόμοια πρᾶξι. Ἐκεῖνος πράγματι ποὺ ἐγκρίνει καὶ τιμᾶ αὐτὰ ποὺ ἐπαινεῖ ἀκαίρως, τί δὲν θὰ κάμη, ἂν τοῦ δοθῆ τέτοια εὐκαιρία;(45)
61. Ὁ τρόπος τῶν ἀρχόντων γίνεται νόμος στοὺς ὑπηκόους. Ἂν λοιπὸν τὸ πλῆθος γιὰ ὅλα τὰ σφάλματά του ἀποδίδη τὰ αἴτια στὸν ἄρχοντα, πόσο νομίζεις ἐσὺ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιμελῆσαι τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ ἀγρυπνῆς γιὰ τὰ καλὰ ἔργα;
62. Κάθε πράξεως πρέπει νὰ προηγῆται σκέψις, διότι οἱ ἀπερίσκεπτες πράξεις εἶναι συνήθως σφαλερὲς καὶ τὸ ἐπίτευγμά τους δικαίως θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ ἔργο ἄλλης μᾶλλον αἰτίας παρὰ τῆς ὁρμῆς καὶ περιπετείας ἐκείνου ποὺ πολλὲς φορὲς παρατράπηκε.(46)
63. Πράγματα ποὺ δὲν κατάφεραν χέρια πολλῶν καὶ πολλὲς φορές, τὰ κατορθώνει μιὰ βουλὴ καὶ διαμιᾶς• γι' αὐτὸ νὰ προτιμᾶς τὴν εὐβουλία ἀπὸ τὴν πολυχειρία.(47)
64. Βοηθὸς τῆς προνοίας εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅσα λοιπὸν διέφυγαν ἀπὸ ἐκείνη καὶ ἐκπίπτουν, ἂς ἀναλάβη αὐτὴ νὰ τὰ διορθώση καὶ νὰ τὰ περισώση.
65. Ὁ φθόνος εἶναι μεγάλη ἀρρώστια γιὰ κάθε ψυχή, εἶναι ὅμως μεγίστη κυρίως γιὰ τοὺς ἄρχοντες• διότι αὐτοὶ κατ' ἀνάγκην, ὅσους πρόκειται νὰ χρησιμοποιήσουν ὡς συνεργάτες γιὰ τὴν εὐημερία καὶ τοῦ βίου καὶ τῆς πόλεως, τοὺς βλέπουν ἀπὸ φθόνο ὡς ἐχθροὺς λόγω τῆς ἀρετῆς των καὶ τοὺς ἐπιβουλεύονται ὡς ἀντιπάλους• τί θὰ ἦταν ὀλεθριώτερο καὶ ἀφρονέστερο ἀπὸ αὐτό;
66. Ὅσο πρέπει ν' ἀποφεύγωμε τὸ φθονεῖν, τόσο πρέπει νὰ ἐπιδιώκωμε τὸ φθονεῖσθαι• αὐτὸ ἁρμόζει ἰδιαιτέρως στὸν ἄρχοντα ὅπου δὲν εἶναι εὔκολο νὰ φθάση ἡ βλάβη ἀπὸ τοὺς φθονερούς. Ἂν ὅμως χρειασθῆ νὰ περιστείλη τὸν φθόνο (διότι αὐτὸ τὸ θηρίο εἶναι πολυμήχανο καὶ παράτολμο) δὲν θὰ ἀποκρουσθοῦν οἱ βολίδες του μὲ τὴν ἐλάττωσι τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ μὲ τὴν μετριοφροσύνη, καθὼς καὶ μὲ τὴν μείωσι καὶ περικοπὴ τῆς ἐπιδείξεως καὶ πλεονεξίας στὰ μὴ ἀναγκαῖα.
67. Ὅταν κανεὶς κυβερνᾶ τὸν ἑαυτό του, τότε ἂς νομίζη ὅτι κυβερνᾶ ἀληθινὰ καὶ τοὺς ὑπηκόους του.(48) Διότι αὐτοί, ὅταν ἰδοῦν τὸν ἡγέτη νὰ εἶναι ἄρχων τῶν παθῶν καὶ κυρίαρχος τῶν ἡδονῶν, τότε ἀπὸ πόθο θὰ ὑποταγοῦν καὶ αὐτοὶ ἑκουσίως• ἂν ὅμως τὸν ἰδοῦν νὰ εἶναι ὑπόδουλος τῆς ἡδονῆς καὶ τῶν παθῶν, θὰ θεωρήσουν ἀνυπόφορο τὸ νὰ δουλεύουν σ' ἕναν ὑπόδουλο.
68. Νὰ θεωρῆς ἄριστον τὸν δικαστή, ὁ ὁποῖος καταδιώκει τὴν φύσι τοῦ δικαίου μὲ ταχύτητα λογισμῶν καὶ ὅταν τὴν πιάση, τὴν προωθεῖ μὲ ὀρθότητα• ὁ ὁποῖος εἶναι γρήγορος στὸ νὰ ἐξασφαλίζη ἄνεσι στοὺς ἀδικουμένους ἀλλὰ βραδὺς στὴν τιμωρία τῶν ἀδικούντων, ἀνώτερος χρημάτων ἀλλ' ὄχι κατώτερος ἐξουσίας, νικητὴς τῆς ὀργῆς ἀλλ' ὄχι αἰχμάλωτος τῆς συμπαθείας• ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν κρίσι ὡς μόνη συγγένεια καὶ φιλία καὶ δόξα γνωρίζει τὴν δικαιοσύνη, ὡς μόνη δὲ ἀλλοτρίωσι καὶ ἔχθρα καὶ ἀδοξία τὴν ἀδικία.
69. Νὰ μὴ ἀλλάζης καθόλου διάθεσι πρὸς τοὺς ὁμοφύλους εὔκολα καὶ χωρὶς ἐμφανῆ αἰτία. Διότι ἀκόμα καὶ ἂν ὑπολανθάνουσες ἀπ' αὐτοὺς αἰτίες καθιστοῦν δικαία τὴν ἀλλαγὴ στάσεως πρὸς αὐτούς, ὅμως ὅσοι δὲν τὶς ἀντιλαμβάνονται, δὲν θὰ κατηγορήσουν ἐκείνους γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς στάσεώς σου πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ θὰ κατηγορήσουν ἐσένα γιὰ ἀσθενῆ καὶ ἐπιπόλαια γνώμη.
70. Δὲν στολίζει καὶ δὲν σώζει τόσο καλὰ τὸν ἄρχοντα, ἡ ἀνδρεία στὸν πόλεμο, ὅσο ἡ εὔνοια καὶ ἡ φιλανθρωπία πρὸς τοὺς ὁμοφύλους. Πράγματι πολλοί, ποὺ ἐνίκησαν τοὺς ἐχθρούς, καταστράφηκαν ἀπὸ τοὺς δικούς τους λόγω τῆς σκληρότητός των καὶ πολλοί, ποὺ μόλις ἀπέφυγαν τὴ σύλληψι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, διασώθηκαν ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους, ποὺ δὲν προτίμησαν οὔτε τὴν ἴδια τὴ ζωή τους ἀπὸ τὴ σωτηρία τοῦ ἄρχοντος.
71. Πρέπει νὰ τοποθετῆς ὡς ἀξιωματούχους ἀνθρώπους ποὺ διαθέτουν ὅλες τὶς ἀρετές, κι ἂν αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, πάντως τοὺς δικαιοτάτους• διότι ὅσες παρανομίες διαπράττονται ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους, αὐτὲς μεταφέρουν πρός αὐτὸν ποὺ τοὺς δώρισε τὸ μῖσος καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους.(49)
72. Ὁ ἄρχων πρέπει νὰ ἐπιζητῆ μὲ κάθε ἐνέργεια τὶς γνῶμες τῶν ὑπηκόων κι ἔτσι νὰ τοὺς ἔχη κοινωνοὺς τῆς φιλίας καὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τῶν ἀποφάσεων πρῶτα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ρυθμίζει ὁ ἴδιος τὴν οἰκία του• δεύτερον, μὲ τὸν τρόπο ποὺ φέρεται πρὸς τὴ γυναίκα, τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς δούλους• τρίτο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ χρησιμοποιεῖ τοὺς φίλους• τέταρτο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ φέρεται πρὸς τοὺς γείτονές του• καὶ πέμπτο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ δέχεται τὴν ἔχθρα καὶ ἀμύνεται, καὶ πάλι μὲ τὸν τρόπο ποὺ καταθέτει τὰ ὅπλα καὶ συνδιαλλάσσεται. Αὐτὰ εἶναι ἱκανὰ νὰ τεκμηριώσουν τὴν φύσι τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ τὸν δείξουν γυμνὸ ἀπὸ προσωπεῖο καὶ σ' αὐτοὺς ποὺ βλέπουν τὸν ἄνθρωπο σὰν ἐπάνω στὴ θεατρικὴ σκηνή.
73. Τότε θὰ εἶσαι ἄριστος κριτὴς τῶν ἄλλων, ὅταν ἐξετάζοντας τὸν ἑαυτό σου δίνης λόγο γιὰ κάθε πράξι μὲ κριτὴ τὴ συνείδησι καὶ ἐπινοῆς διόρθωσι τῶν σφαλμάτων.(50) Διότι, πῶς δὲν θὰ ἐντρέπεσαι νὰ ἐπιτιμᾶς τοὺς ἄλλους γιὰ πράγματα ποὺ ἐσὺ ἁμαρτάνεις παρομοίως; Καὶ πῶς νομίζεις ὅτι θὰ σοῦ φερθοῦν ἐκεῖνοι, ὅταν αὐτοὶ ὑποχρεώνονται νὰ καταδικασθοῦν γιὰ πράξεις γιὰ τὶς ὁποῖες ἐσένα σὲ βλέπουν ἀτιμώρητο;
74. Νὰ ἐπαινῆς τὶς ἄριστες πράξεις• νὰ τὶς ἐπαινῆς δὲ ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἀντίστοιχες πράξεις σου, διὰ τῶν ὁποίων ἀποδεικνύεις τοὺς μιμητὰς ἐντίμους, προτιμώντας τους ἀπὸ τοὺς ἄλλους• ὁ ἔπαινος μὲ τὰ λόγια εἶναι ἰδιότης τῶν ὁποιωνδήποτε, μὲ τὶς πράξεις εἶναι ἰδιότης τῶν ἀξίων νὰ κυβερνοῦν.
75. Νὰ προνοῆς γιὰ ὅλους, γιὰ τοὺς ἀγαθοὺς μὲν ὥστε νὰ γίνουν ἄριστοι καὶ ν' ἀπολαύσουν τῆς ὀφειλομένης σ' αὐτοὺς τιμῆς καὶ δικαιοδοσίας, γιὰ τοὺς ἄλλους δὲ ὥστε νὰ βελτιωθοῦν στὶς γνῶμες καὶ ν' ἀπαλλαγοῦν τῆς ἀπὸ τοὺς νόμους ἀτιμίας• κι' αὐτὸ εἶναι πράγματι γνώρισμα τῆς εὐνομουμένης ἐξουσίας καὶ κυβερνήσεως.
76. Νὰ μετάθεσης τὶς μεταξὺ τοὺς ἔριδες τῶν ὑπηκόων μεταφέροντάς τες στοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν ἐχθρῶν ὑπὲρ τῆς πατρίδος. Τῶν τυράννων ἔργο εἶναι νὰ προκαλοῦν στάσεις ἀνάμεσα στὰ πλήθη, διότι ἡ τυραννία διασφαλίζεται μὲ τὴν κοινὴ φθορὰ καὶ διχοστασία• τοῦ ἄρχοντος δὲ καὶ τοῦ βασιλέως ἔργο εἶναι νὰ διατηρῆ ἀστασίαστη τὴν ὁμόνοια τῶν ὑπηκόων, διότι τὸ βάθρο τῆς ἐξουσίας των εἶναι ἐμπηγμένο στὴ σωτηρία τῶν ὑπηκόων.
77. Ὅπως ὁ ἄρχων πρέπει νὰ εἶναι φοβερὸς στοὺς ἀδικοῦντας, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι φύλακας καὶ προασπιστὴς τῶν μὴ ἀδικούντων, ἀλλὰ τηρούντων τοὺς νόμους.(51)
78. Τρεῖς ἀποδόσεις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχουν τιμωρία, ψόγος, ἔπαινος, καὶ ἂν θέλης, κι εὐεργεσία. Τῆς τιμωρίας ἄξιος εἶναι ὁ ἐχθρός, τοῦ ψόγου εἶναι οἱ πολίτες ποὺ ἀδικοῦν μέτρια, τοῦ δὲ ἐπαίνου καὶ τῆς εὐεργεσίας ἐκεῖνοι ποὺ διακρίνονται σὲ κατορθώματα. Ἂν κανεὶς ἀπὸ τοὺς τελευταίους μεταταχθῆ στὴν ἀγριότητα καὶ μίμησι τῶν ἐχθρῶν, αὐτὸς ἐπιφέρει στὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ποινὴ ἐκείνου. Ὅποιος ἀλλάζει κάτι ἀπ' αὐτὰ καὶ μεταβάλλει τὴ διάταξι, αὐτὸς εἶναι ἐχθρός της πολιτείας μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς πολεμίους. Πράγματι, ὅποιος εὐεργετεῖ τοὺς πολεμίους εἶναι προδότης, ὅποιος ἐπαινεῖ τοὺς φαύλους ἀνατρέπει τὴν πόλι (διότι παρακινεῖ τοὺς πολίτες πρὸς τὴν κακία) καὶ ὅποιος δὲν τιμᾶ τοὺς διακρινόμενους σὲ κατορθώματα ὁδηγεῖ τὴν πολιτεία στὴν ἴδια ἀκαταστασία.
79. Εἶναι βαρὺ νὰ ἀνακατεύωμε τὸν φόβο μὲ τὴν ἀγάπη• διότι ὅσοι ἀγαποῦν δὲν ἔχουν καθόλου δέος καὶ ὅσοι φοβοῦνται δὲν θέλουν ν' ἀγαποῦν. Ἐσὺ νὰ τὰ ξεχωρίσης• νὰ εἶσαι ἕτοιμος ν' ἀγαπᾶς τοὺς ἀρίστους (διότι σὲ τέτοιους ἀνθρώπους δὲν χρειάζεται φόβος)• τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἐκφοβίζης, γιὰ ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ φαῦλα. θὰ φοβηθοῦν δὲ χωρὶς μίσος, ἂν σὲ βλέπουν νὰ τιμωρῆς χωρὶς ὀργή, ἀλλὰ σὰν πατέρας ποὺ παιδαγωγεῖ• στὰ ἀδικήματα νὰ τιμωρῆς χωρὶς εὐχαρίστησι καὶ στὶς συμφορὲς καὶ στὰ δυστυχήματα νὰ βοηθῆς ἀπροφάσιστα καὶ πρόθυμα.
80. Ὅσοι χρησιμοποιοῦν τὰ φιλικά τους πλεονεκτήματα γιὰ ὑπηρεσία τῆς πονηρίας καὶ ὄχι γιὰ τὴν εὐεργεσία τῶν συνανθρώπων, αὐτοὶ καὶ τὴ φύσι ἐκφαυλίζουν καὶ τὴν πρὸς αὐτοὺς ἐκτίμησι τοῦ δημιουργοῦ μετατρέπουν σὲ ὕβρι καὶ ἀχαριστία.
81. Ὅπως εἶναι αἰσχρὸ καὶ ταπεινὸ νὰ ὁμιλῆ κανεὶς πρὸς τὰ πλήθη γιὰ νὰ τὰ εὐχαριστῆ, ἔτσι εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ σφαλερὸ νὰ σοβαρεύεται πάντοτε καὶ νὰ εἶναι βαρύς. Πρέπει λοιπόν, ἀποφεύγοντας τὰ δύο ἄκρα, νὰ ἐπιδιώκη τὴν μεσότητα σὰν ἀρετὴ καὶ νὰ ἀπονέμη τὸ κατάλληλο στὸν καιρό του.
82. Ὁ αὐθάδης ὅρκος φέρει πρόχειρη τὴν ἐπιορκία• ἄλλωστε γενικὰ ἡ ὁρκωμοσία δὲν δείχνει ἦθος κόσμιο οὔτε φρόνημα εὐγενές• ὁ ἀξιοπρεπὴς καὶ μεγαλόψυχος ἄνδρας θὰ ἐντραπῆ νὰ ἐπιβεβαιώνη μὲ ὅρκο τὴν πιστότητα τῶν λόγων του καὶ νὰ ἀτιμάζη τὴν πίστι μὲ τοὺς τρόπους του.(52) Εἶναι λοιπὸν πρὸς τὸ συμφέρον μας τὸ ὅτι ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ἀπαγορεύει κηδεμονικῶς τὸν ὅρκο.(53)
83. Ὅσα εὐεργετήματα δεχθῆς, νὰ τὰ θυμᾶσαι πάντοτε• ὅσα ὅμως εὐεργήματα κάμης νὰ τὰ λησμονῆς γρήγορα• τὸ πρῶτο εἶναι δεῖγμα χρηστότητας καὶ εὐγνωμοσύνης, τὸ δεύτερο εἶναι δεῖγμα καθαρῆς μεγαλοψυχίας καὶ φυλάττει καθαρὴ τὴν εὐεργεσία.
84. Τὸ νὰ ὀνειδίζη κανεὶς συγχρόνως εὐεργεσίες καὶ συμφορές, νὰ θεωρῆς ὅτι δείχνει παρόμοια ἐλαφρότητα καὶ ἀπανθρωπιά.
85. Ἡ ἀπάτη σημαίνει παντοῦ ὁμολογία ἀσθενείας. Ἂν γίνεται πρὸς φίλους, εἶναι χείριστο κακὸ ποὺ δείχνει ὑπερβολικὴ μοχθηρία. Ἂν πάλι γίνεται πρὸς ἐχθροὺς καὶ πολεμίους, σὲ περίπτωσι ποὺ δὲν τὸ γνωρίζουν ἀπὸ πρίν, δὲν ἀπέχει ἀπὸ στρατήγημα, ὅταν ὅμως τοὺς γνωστοποιηθῆ ἡ ἀπαίτησις καὶ αὐτοὶ δὲν τὴν ἀπορρίψουν, τότε ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν παλληκαριὰ καὶ τὴν ἀνδραγαθία. Γι' αὐτὸ νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι ἀπάτη οὔτε πρὸς τοὺς πολεμίους ποὺ σὲ ἐμπιστεύονταν διότι, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πολέμιοι, ἀλλ' ὅμως δὲν εἶναι λιγώτερο ἀπατεώνας καὶ πλανευτὴς αὐτὸς ποὺ ἐξαπατᾶ ὅσους τὸν ἐμπιστεύθηκαν.
86. Συνήθως τὸν προδότη οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀγαποῦν ὅταν προδίδη, ἀλλὰ τὸν μισοῦν ὅταν ἔχη προδώσει. Ἐσὺ ὅμως νὰ ἐξετάζης• ἂν κάποιος πρόδωσε ἀφοῦ ἐπιβουλεύθηκε κι ἔπαθε φοβερὰ ἀπὸ τοὺς δικούς του, δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ γίνη καλὸς φίλος• ἂν ὅμως πρόδωσε χωρὶς νὰ πάθη τίποτε, νὰ τὸν θεωρῆς ἐξ ἴσου καὶ δικό σου προδότη. Διότι τὸ ν' ἀνταποδώση κακὰ σ' αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐλύπησαν, εἶναι ἀνθρώπινο πάθος• τὸ νὰ ἀρχίση ὅμως ὁ ἴδιος κακούργημα, εἶναι ἀνίατη μοχθηρία.
87. Ὁ χρυσὸς ἀναποδογυρίζει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα. Φύλαγε λοιπὸν τὸ ἔντιμο ἔθος τῆς πατρίδος, θεωρώντας κι ἐπιδεικνύοντας σὲ ὅλους ἄχρηστον τὸν χρυσό, ποὺ εἶναι ἰσχυρὸς ἐπίβουλος γιὰ τοὺς φίλους του.
88. Πρέπει ὅσα ἐνοχλήματά σου ἐπέρχονται προσωπικῶς, νὰ τὰ ὑποφέρης εὐχαρίστως καὶ γενναίως, ὅσα πάλι ἐπέρχονται στοὺς ὑπηκόους, νὰ τὰ ἀντιμετωπίζης μὲ συμπάθεια καὶ ὄχι μὲ ἀναλγησία. Τὸ πρῶτο εἶναι δεῖγμα καρτερίας καὶ ἀνδρείου φρονήματος, τὸ δεύτερο εἶναι δεῖγμα ἀδιαφορίας καὶ ἀνάξιο γιὰ τὴν πρόνοια καὶ φροντίδα τοῦ ἄρχοντος.
89. Νὰ μὴ ἐκδικῆσαι ὁμοφύλους ἐχθρούς• αὐτὸ προβλέπει ὁ θεῖος(54) καὶ φιλάνθρωπος νόμος, ποὺ εἶναι καὶ πολὺ χρήσιμος στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Ἔκεῖνος ποὺ ἐκδικεῖται, ἔχει πάλι σκληρότερο ἐχθρό, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εὐεργετεῖ, ἢ κατασκευάζει ἕνα φίλο ἀπὸ ἐχθρὸ ἢ πάντως ἕνα πραότερο ἐχθρό.
90. Νὰ μὴ παραβαίνης τίποτε ἀπὸ ὅσα ἀποφάσισες νὰ ὑποσχεθῆς σὲ ἄλλους. Διότι ἡ ψευδολογία σὲ μερικὰ θέματα ἀποδεικνύει ἄπιστο ὅλο τὸν τρόπο καὶ οἱ διαψευσθέντες δὲν αἰσθάνονται ἐντροπὴ νὰ ἀνταποδώσουν τὰ ἴδια. Γι' αὐτὸ λοιπὸν κάθε ἄνθρωπος πρέπει ν' ἀποφεύγη τὸ ψεῦδος, κυρίως ὅμως οἱ κυβερνῆτες• διότι οἱ ἄλλοι ἔχουν μερικὲς φορὲς σὰν ἀπολογία τὴν ἀδυναμία, οἱ ἄρχοντες ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποφύγουν νὰ ἀποδειχθοῦν μὲ κάθε τρόπο ὅταν εἶναι μοχθηροὶ στὶς γνῶμες.
91. Πρέπει νὰ ἀποφεύγης τὶς ἔντονες ὑποσχέσεις. Διότι, ἂν τὶς ἐκπληρώσης, προαφαίρεσες τὴν μεγαλύτερη χάρι, ἀφοῦ μὲ τὴν ἔντασι τῆς ὑποσχέσεως τὴν ἐτεμάχισες ἀπὸ πρὶν κι' ἐμίκρυνες σὲ δυὸ τὴν μία δωρεά• ἂν πάλι δὲν τὶς ἐκπλήρωσης, ἐπῆρες διπλὴ ἐντροπή, ὅτι δηλαδὴ ὑποσχέθηκες καὶ ὅτι δὲν ἔδωσες τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑποσχέθηκες, καὶ ἀντὶ φίλου παρουσιάσθηκες ἐχθρικός• διότι ἀφαίρεσες αὐτὰ ποὺ πρόσφεραν οἱ ἐλπίδες. Ἄλλωστε οἱ ἔντονες ὑποσχέσεις ἁρμόζουν σ' ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι πολὺ πιστευτοί• ἀποδεικνύουν δὲ καὶ ὅτι προσφέρουν χάρι ὄχι γιὰ κηδεμονία ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ ἀνάγκη.
92. Ἄξιος χαρίτων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σέβεται καὶ τὴ φύσι καὶ τὴν ὀνομασία τῆς χάριτος καὶ δὲν παύει νὰ τὴν μελετᾶ, ἕως ὅτου τὴν ἀνταποδώση. Ὅπως δὲ ἀνάξιος τῶν χαρίτων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀνταμείβει τὸν εὐεργέτη μὲ ἀχαριστία, ἔτσι εἶναι ἄξιος του τίτλου τῆς εὐεργεσίας, ἐκεῖνος ποὺ χαρίζει μὲ τὸν ὄρο νὰ μὴ ἀνταπολάβη τὴν χάρι.
93. Νὰ μὴ χαρίζης τίποτε παράνομο οὔτε στοὺς φίλους, διότι ἂν μὲν αὐτοὶ εἶναι ἔντιμοι, θὰ σὲ μισήσουν περισσότερο γιὰ τὴν παρανομία ἀπὸ ὅσο θὰ σὲ ἀγαπήσουν γιὰ τὴν εὐεργεσία• ἂν πάλι εἶναι φαῦλοι, παθαίνεις διπλῆ ζημιά, εὐεργετώντας κακοὺς καὶ ἀπεχθανόμενος ἀγαθούς. Ἐκτος ἀπὸ αὐτά, τὸ νὰ ἀνταλλάξη κανεὶς μιὰ πρόσκαιρη καὶ ἰδιωτικὴ εὐχαρίστησι μὲ αἰώνιο καὶ κοινὸ ὄνειδος, εἶναι γνώρισμα μεγάλης παρανοίας.
94. Οἱ χάριτες, ποὺ μὲ τὶς ἀναβολὲς καὶ τὶς παρατάσεις τοῦ χρόνου εἶναι σὰν νὰ ἔφθασαν σὲ γεράματα, μαραίνουν τὸ κάλλος τους• διότι, ἀποβάλλοντας τὸ ἄνθος τῆς προθυμίας, μὲ τὴν ὁποία καθιστοῦσαν ὑπέροχη καὶ λαμπρὴ τὴν εὐχαρίστησι, δὲν φέρουν τὴν εὐφροσύνη στὴν ὥρα της.(55)
95. Οἱ χάριτες, ποὺ εἶναι ἡμιτελεῖς, δὲν μποροῦν νὰ εἶναι χάριτες, θὰ γίνουν ὅμως, ὅταν τελειωθοῦν ἐκεῖνος πάντως ποὺ τὶς διαθέτει κατὰ τὸ ἥμισυ καὶ τὸν ἑαυτό του ζημιώνει καὶ τὸν λαμβάνοντα δὲν εὐφραίνει. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε μισοκομμένη τὴν χάρι, δὲν θὰ χαρῆ τόσο πολὺ γιὰ τὴν μισή, ὅσο θὰ στενοχωρηθῆ γιὰ τὴν ὑπολειπόμενη μισή.
96. Ἐκεῖνος ποὺ ὀνειδίζει τὶς χάριτες, εἶναι ὅμοιος μὲ γεωργὸ ποὺ σπείρει προθύμως, ἀλλ' ἀφήνει χοίρους καὶ θηρία στὴ σπορά. Ὅπως δηλαδὴ ὁ χοῖρος καταστρέφει καὶ τὸ σπόρο καὶ τὸν ἀπ' αὐτὸν καρπό, ἒτσὶ κι' αὐτὸς συγκαταστρέφει καὶ τὰ καταβληθέντα ἀγαθὰ καὶ τὴν εὐχαριστία ποὺ βλαστάνει ἀπ' αὐτὰ γι' αὐτόν.
97. Νὰ μὴ νομίζης βέβαια ὅτι, ἂν εὐεργετῆς πρῶτα καὶ ἔπειτα ἀμελῆς, οἱ εὐεργετηθέντες θὰ διαφυλάξουν τὴν ἀρχικὴ εὐγνωμοσύνη. Πράγματι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐγνώρισα πολλοὺς προσωπικῶς, ποὺ στηριζόμενοι στὸ πλῆθος καὶ μέγεθος τῆς ἀρχικῆς εὐεργεσίας, δὲν ἐφρόντισαν στὴ συνέχεια νὰ δείξουν κάτι παρόμοιο• διότι ἤλπισαν ὅτι ἡ ἀρχικὴ γενναιοδωρία ἀρκοῦσε στοὺς εὐεργετηθέντες γιὰ ἰσόβια εὐχαριστία καὶ ὅτι δὲν θὰ ἔλθη ποτὲ καιρὸς ποὺ οἱ εὐεργετηθέντες θὰ λησμονήσουν τὴν εὐεργεσία• τὸ πρᾶγμα ὅμως ὄχι μόνο δὲν κατέληξε σύμφωνα μὲ τὶς ἐλπίδες των, ἀλλὰ καὶ μεταστράφηκε πρὸς τὸ ἀντίθετο. Ἀλλά, ὡς πρὸς τὴν προαίρεσι τῶν φαύλων δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀπορία• διότι τέτοιοι ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ ἂν ἲσως ἔρρεε στὰ χέρια τους ἡ εὐεργεσία, καὶ τότε δὲν θὰ ἀνταπέδιδαν τὶς εὐεργεσίες μὲ καθαρὰ λόγια. Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τῶν ἄλλων, θὰ μποροῦσες νὰ ἰδῆς ἐκείνους μὲν ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴν καλοκαγαθία ὅτι ἐμνημόνευαν ὅσα εἶχαν δεχθῆ καὶ δὲν ἔπαυαν νὰ ἐγκωμιάζουν τὸν εὐεργέτη, ὅμως, ὅταν ἐσταματοῦσαν οἱ ἀπολαυές, δὲν διατηροῦσαν καθαρὴ καὶ ἀκέραιη τὴν ἀρχαία εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ μὲ τὸν καιρό, ὑποβαθμίζοντας τὸ αἴσθημα εὐχαριστίας (ἀφοῦ δὲν εἶχαν νέες εἰσφορές), ἔχαναν τὴν ἔντασι καὶ δροσιὰ τῆς συμπάθειας. Ἐκεῖνοι πάλι ποὺ θεωροῦνταν ὅτι ἀνήκουν στὴ μέση διάθεσι, ὅταν εὐεργετοῦνταν, εἶχαν τὸ αἴσθημα τῆς εὐχαριστίας, ὅταν ὅμως παραμελοῦνταν, κι αὐτοὶ δὲν ἐντράπηκαν νὰ μεταφέρουν τὴν προηγούμενη διάθεσί τους στὸ ἀντίθετο, καθὼς μάλιστα ἔβλεπαν ἄλλους νὰ ἀπολαύουν εὐεργεσιῶν. Διότι δὲν ἐσκέπτονταν, ὅπως ἔπρεπε, ὅσα εἶχαν δεχθῆ αὐτοὶ προηγουμένως, ἀλλὰ ἐκύτταζαν τὰ εὐεργετήματα ποὺ ἐλάμβαναν οἱ διπλανοί τους, καὶ ἐρεθιζόμενοι ἀπ' αὐτὰ μετέτρεπαν τὴν εὐχαριστία σὲ ἀχαριστία. Εἶναι λοιπὸν πολὺ ὠφέλιμο γιὰ τὸν ἄρχοντα, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἄσκησι τῆς κυβερνητικῆς του ἐξουσίας, νὰ κερδίζη τὴν ἀγάπη τῶν ὑπηκόων μὲ δωρεὲς ποὺ παρέχονται κατὰ δόσεις καὶ ἰσοβίως, ὄχι ἀπότομα καὶ διαμιᾶς• τὸ δὲ πλῆθος καὶ τὸ βάρος τῶν δοσμάτων ἁρμόζει περισσότερο σ' ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἐπιτύχει κάποιο μεγάλο καὶ παράδοξο κατόρθωμα γιὰ τὴν κοινὴ σωτηρία τῆς πατρίδος παρὰ σ' ἐκείνους ποὺ χρειάζονται λιγοστὴ ἀπὸ ἐμᾶς βοήθεια.
98. Ὁ θυμὸς εἶναι ἐκουσία ἔκστασις καὶ ἀλλοτρίωσις τῶν φρενῶν• διότι ἐκεῖνα ποὺ πράττουν οἱ πάσχοντες ἀπὸ χρονὶα μελαγχολία, παρόμοια μὲ αὐτὰ διαπράττουν καὶ οἱ βαρεμένοι ἀπὸ τὸν θυμὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
99. Ὅπως ἡ φωτιὰ ἀφανίζει τὰ ξύλα ποὺ τὴν τρέφουν, ἔτσι καὶ ὁ θυμὸς κατατρώγει τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν ἔχει• πολλὲς φορὲς μάλιστα φθείρει καὶ ὁλόκληρο τὸν ζωντανὸ ὀργανισμό.
100. Νὰ μὴ τιμωρήσης θυμωμένος ἀπολύτως κανένα, οὔτε δικαίως• διότι μόλις τιμωρηθῆ ὁ πολίτης, ἐσὺ χωρὶς ἀμφιβολία θὰ ἀποδειχθῆς ὅτι προέβηκες ἐσφαλμένως στὴν ἐνέργεια. Γι' αὐτὸ ἄριστα κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἐδήλωσε πρὸς τὸν ἀδικήσαντα• «θὰ σ' ἐτιμωροῦσα, ἂν δὲν ἤμουν θυμωμένος».(56)
101. Ὁ θυμὸς εἶναι τυφλὸ πάθος, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κρίνη ἀπὸ τὸ χειρότερο τὸ καλύτερο. Γι' αὐτὸ καμμιὰ ὠφέλεια δὲν φέρει ἡ παραίνεσις τοῦ ὀργιζομένου• ὅταν ὅμως παύση, πρέπει νὰ προσφέρη τὴν θεραπεία διὰ τῶν ἐλέγχων ἀνάμικτη μὲ τὴν ἐπιείκεια.(57) Διότι οὔτε οἱ ἰατροὶ προσφέρουν τὰ πικρότερα φάρμακα χωρὶς μέλι στοὺς ἀσθενεῖς οὔτε ἡ ψυχὴ τῶν ἀπαιδεύτων δέχεται ἀκράτους τοὺς ἐλέγχους.
102. Ὁ ἄρχων, ὅπως ἁρμόζει νὰ εἶναι γρήγορος στὴν εὐεργέτησι τῶν ἀξίων, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι βραδὺς στὴν τιμωρία τῶν ἐνόχων• καὶ νὰ χαίρεται, ὅταν τιμᾶ τοὺς σπουδαίους, νὰ στενοχωρῆται δὲ ὅταν τιμωρῆ τοὺς ἐνόχους.
103. Νὰ μὴ φανῆς ποτὲ σὲ κανένα ἄνθρωπο, ποὺ σοῦ ἔδειξε ἐμπιστοσύνη, ἄπιστος• διότι ἂν φανοῦμε ἄπιστοι σ' αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκαν, τί θὰ φανοῦμε στοὺς ἄλλους; Μὲ ποιοὺς λοιπὸν θὰ ζήσωμε ἀφόβως καὶ εὐχαρίστως;
104. Τὸ εἶναι δὲν θέλει νὰ συνυπάρχη μὲ τὸ οἴεσθαι. Γι' αὐτὸ ὅπου βλέπεις οἴησι, νὰ νομίζης ὅτι ἡ πράξις εἶναι ἀποῦσα καὶ τὸ εἶναι ἔχει φύγει.
105. Εἶναι ἐντροπὴ σ' ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ δεσπότης ἀνδρῶν νὰ φανῆ ἡττημένος ἀπὸ γυναῖκες καὶ δοῦλος ἡδονῶν. Ἂν ὅμως συζῆ μὲ τὴν γυναίκα ποὺ νομίμως ἀπέκτησε βοηθὸ τοῦ βίου, δὲν ἁμαρτάνει.
106. Ἡ ἀγαμία εἶναι θεῖο πράγμα καὶ ὑπερφυές, ἀνώτερο ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἀρετὴ καὶ εὐνομία• ἡ δὲ μονογαμία εἶναι ἔργο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως γιὰ τὴν διαδοχὴ τοῦ γένους, γιὰ μιά ἤρεμη καὶ φιλάνθρωπη συμβίωσι καὶ γιὰ μιὰ εὐνομούμενη πολιτεία• ἡ δὲ πολυγαμία εἶναι κάτι τὸ αἰσχρότατο καὶ μιαρό, ποὺ ταιριάζει στὴν ἀκολασία καὶ ἀκαθαρσία τῶν ἀλόγων.
107. Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών, ποὺ ἔγινε κυρίαρχος τῆς Ἀσίας μὲ τὰ ὅπλα, ἔλεγε ὅτι οἱ Περσίδες εἶναι βολίδες τῶν ματιών•(58) ὁ πραγματικὰ σώφρων ὅμως καὶ φύλακας τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν θ' ἀποφύγη καὶ θ' ἀποστραφῆ, ὄχι μόνο τὶς Περσίδες, ἀλλὰ καὶ κάθε γυναίκας πρόσωπο ὡς ὀξὺ καὶ θανατηφόρο βέλος τῆς ψυχῆς.
108. Ὁ ἦχος τῆς φωνῆς πλήττει τὴν ἀκοὴ καὶ δι' αὐτῆς ἐντυπώνεται στὴν ψυχὴ τὸ πάθος• τὸ κάλλος δὲ τῶν σωμάτων ἑλκύει τὸν ὀφθαλμὸ καὶ δεσμεύοντάς τον μὲ αὐτὸ ὑποδουλώνει τὸν αὺτοδέσποτο λογισμό.
109. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ μείνη ἀπείρακτος ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ ζαλάδα ὅποιος πλέει στὴ θάλασσα, ἔτσι εἶναι ἀδιανόητο γιὰ ὅποιον παρατηρεῖ καὶ ἐξετάζει τὰ κάλλη τῶν σωμάτων νὰ παραμείνη ἔξω ἀπὸ τὰ κύματα καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐκεῖ. Γι' αὐτὸ πρέπει ν' ἀποφεύγης τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς αἰτίες τῶν παθημάτων διότι αὐτὸ εἶναι καὶ συμφέρον καὶ ἐλαφρό. Ὅταν ὅμως τὸ κακὸ ἐνσκήψη στοὺς λογισμοὺς κι ἐντυπώσης σ' αὐτοὺς τὸ εἴδωλο τῆς ἐπιθυμίας, τὸ πάθος γίνεται δυσαπόβλητο καὶ εἶναι δύσκολο ν' ἀπαλλαγῆ κανεὶς ἀπ' αὐτό.
110. Μερικοὶ λέγουν ὅτι οἱ ἐρωτευμένοι ἔχουν τὴν ψυχὴ σὲ ξένα σώματα• νομίζω ὅμως ὅτι εἶναι εὐλογώτερο νὰ λέγουν ὅτι αὐτοὶ ἔχουν χάσει σὲ ξένα σώματα τὸν νοῦ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή.
111. Τὴν μέθη καὶ μαλθακότητα τῶν ἀρχόντων νὰ τὴ θεωρῆς ναυάγιο τῶν ἀρχομένων διότι, ὅταν ὁ κυβερνήτης καταποντίζεται μὲ τὸν κορεσμὸ καὶ τὸ κρασί, πῶς ἡ κυβερνώμενη πολιτεία δὲν θὰ πέση σὲ ἀτελείωτα κύματα καὶ φοβερὲς τρικυμίες καὶ δὲν θὰ καταποντισθῆ μαζὶ μὲ τὴν ἀπώλεια τοῦ κυβερνήτη;(59)
112. Ποτὲ νὰ μὴ φέρης σὲ σημεῖο ἀπογνώσεως κανένα ἄνθρωπο, οὔτε τὸν τυχόντα• διότι ἡ ἀπόγνωσις εἶναι ἰσχυρὸ καὶ ἀκαταμάχητο ὅπλο καὶ πολλὲς φορὲς ἡ ἀνάγκη, χρησιμοποιώντας παράτολμες πράξεις, ἐπιφέρει ἀνέλπιστες μεταβολές, ποὺ πρὶν συμβοῦν ἐθεωροῦνταν μύθοι.
113. Τὸ ἄριστο γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ μὴ ἀστοχήση καὶ νὰ μὴ ξεπέση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ κρίσι• τοῦ δὲ συνετοῦ γνώρισμα εἶναι, ὅταν πέση, νὰ σηκωθῆ γρήγορα καὶ νὰ χρησιμοποιήση τὸ πταῖσμα, γιὰ νὰ μὴ πέση πάλι σὲ παράπτωμα.
114. Ἡ ἑκουσία ἐπίδοσις στοὺς κόπους ἀφαιρεῖ τὸ ἀφόρητο καὶ βαρὺ τῶν ἀκουσίων• γι' αὐτὸ εἶναι χρήσιμη ἡ ἐπίδοσις καὶ μελέτη στοὺς ἑκουσίους.(60)
115. Γνώρισμα τῆς τελείας ἀρετῆς τοῦ ἄρχοντος εἶναι νὰ μὴ ἐντρέπεται μόνο τὸ πλῆθος ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτάνη, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτὸ του πρὶν ἀπὸ τὸ πλῆθος.
116. Στοὺς ἐλεύθερους ἀνθρώπους ἡ ὕβρις μὲ λόγια δὲν παραλλάσσει πολὺ ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ τὶς μάστιγες. Πρέπει λοιπὸν νὰ συγκρατοῦμε τὴν αὐθάδεια ποὺ ὑπάρχει σ' αὐτά• διότι, ἐνῶ φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, φέρει μεγάλες ζημίες.
117. Πολλοὺς ἔβλαψε ἡ εὐφυολογία• διότι, ὅταν ἐκπέση ἀπὸ τὴν παιγνιώδη γνώμη, γίνεται καίρια πληγὴ τῶν ἐμπαιζομένων καὶ μὲ τὴ σύντομη τέρψι τῶν τυχαίων γεννᾶ μεγάλες ἔχθρες τῶν σπουδαίων. Κάθε φρόνιμος ἄνθρωπος πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγη, περισσότερο δὲ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁ ἄρχων, διότι καὶ χυδαῖο εἶναι καὶ τὸν καταντᾶ νὰ καταφρονῆται μᾶλλον παρὰ νὰ χαριεντίζεται.
118. Ὅταν εὐεργετῆς, νὰ περιφρουρῆς τοὺς ὑπηκόους σὰν νεῦρο τῆς ἀρχῆς καὶ σὰν μέλη σου• ἂν διασπασθοῦν ἐκεῖνοι, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ καταλυθῆ μαζί τους καὶ ἡ δική σου ἐξουσία.
119. Τὶς σχεδιαζόμενες στάσεις, ὅσες δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὶς σβήσης, καλύτερα νὰ ὑποκριθῆς ὅτι τὶς ἀγνοεῖς καὶ νὰ τὶς καλύψης μὲ τὴν λήθη, παρὰ νὰ τὶς καταστείλης θριαμβευτικῶς• διότι ἡ ἐκδικητικὴ ἀντιμετώπισις μερικὲς φορὲς ἀνάβει τὴ φλόγα περισσότερο καὶ φέρει φοβεροὺς κινδύνους, καὶ προκαλεῖ πολλὴ ζημιὰ καὶ στὸν διασωθέντα, ἐνῶ ἡ λήθη κοιμίζει ἤρεμα καὶ μαζὶ μὲ τὸ ἀκίνδυνο περιέχει καὶ τὸ φιλάνθρωπο καὶ συνετὸ καὶ ἀζήμιο.
120. Ὁ ἄρχων πρέπει νὰ ἀσφαλίζη καὶ ρυθμίζη τὰ πράγματα σὰν νὰ σαλεύωνται, ἀκόμη καὶ ὅταν τοῦ ἔρχωνται εὐνοϊκά• ὅταν πάλι ἀνατρέπωνται καὶ διαταράσσωνται, νὰ σκέπτεται καὶ νὰ φροντίζη πῶς θὰ ἐπανέλθουν σὲ ὁμαλότητα καὶ θὰ ἑδραιωθοῦν. Ἡ πεῖρα δὲν δείχνει ἀνέλπιστο κανένα ἀπὸ τὰ δύο ἀντίθετα ἐνδεχόμενα, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μικρὴ ραθυμία καταρρίπτει μεγάλες καὶ ὑπέρογκες δυναστεῖες, καὶ ἀντιθέτως ὁ ζῆλος μαζὶ μὲ τὴν σύνεσι ἐπαναφέρουν τοὺς ἐκπτώτους σὲ μέγα ὕψος δυνάμεως.
121. Οἱ σώφρονες καὶ σοβαροὶ ἄνθρωποι, ὅταν ἐπιτυγχάνουν, δὲν γίνονται ὑπερόπτες, ἀλλὰ τὸν ὄγκο τῆς ἐπιτυχίας στολίζουν μὲ μετριοφροσύνη καὶ ἔτσι καταπραΰνουν τὸ πάθος τῶν φθονερῶν• ὅταν ἀποτυγχάνουν, ὑποφέρουν γενναίως καὶ καθιστώντας τὴν συμφορὰ ἀφετηρία ἀρετῆς, μὲ τὴν ἰσχύ της δυναμώνουν τὴν γνώμη κι ἐξορίζουν τὴν ἀθυμία ἀπὸ τὴν διάνοια• διότι γνωρίζουν ὅτι τὰ ἀνθρώπινα τρέπονται καὶ πρὸς τὶς δύο ἀντίθετες κατευθύνσεις, εἶναι ἄστατα καὶ ἀβέβαια.(61) Εἶναι δὲ δεῖγμα ἀφροσύνης, ἐπιπολαιότητος καὶ ἀμορφωσιᾶς καὶ τὰ δύο, δηλαδὴ καὶ τὸ νὰ ἐπαίρεται καὶ ἐξογκώνεται κανεὶς στὶς ἐπιτυχίες καὶ τὸ νὰ ἀπογοητεύεται τελείως καὶ νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀθυμία στὶς ἀτυχίες.
122. Τῶν συνετῶν ἀνδρῶν ἔργο εἶναι νὰ προβλέπουν τὶς δυσχέρειες καὶ μὲ φρονιμάδα νὰ τὶς ἀπομακρύνουν• δὲν εἶναι ὅμως κατωτέρων ἀνδρῶν ἔργο καὶ τὸ νὰ ρυθμίζουν καὶ ἐξοικονομοῦν καλὰ τὰ συμβάντα.
123. Γνωρίζω περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπῆλθαν ἐνέργειες ἀπότομα καὶ οἱ θεαταὶ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὸ ἀπροσδόκητο τοῦ συμβάντος καὶ ἐβάστασαν ἥσυχα τὶς συμφορὲς καὶ δὲν ἐξεσηκώθηκαν οὔτε ἀργότερα γιὰ νὰ ἀποσείσουν τὸ βάρος, χωρὶς μάλιστα νὰ συναυξάνεται ἡ ἀπὸ αὐτὲς προερχομένη βλάβη, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλους πραότερους τρόπους νὰ χαλαρώνεται. Πράγματι εἶδα μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς πράξεις νὰ ἔχουν ρυθμισθῆ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μὲ τὴν συνήθεια βαθμιαίως νὰ ἐλαφρύνωνται περισσότερο καὶ νὰ καταντοῦν νὰ εἶναι ἄλυπες• ἀντιθέτως, ἄλλες νὰ ἔχουν σηκώσει σὰν ἀπὸ ὕπνο κι ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ ἀμέλεια καὶ ἀτολμία. Διότι ὁ καθένας, ἐρεθισμένος ἀπὸ τὸ παράλογο καὶ αἰφνίδιο τῶν συμβάντων, ἔρχεται μέσα στὰ πράγματα, καὶ ἡ καινοτομία δὲν ἀντέχει νὰ κρατήση οὔτε μία ἡμέρα.
124. Ἄλλες πάλι ἐνέργειες, καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ τὶς συνηθισμένες, ἐπερχόμενες βαθμιαίως καὶ ὑποκλέπτοντας τὴν συναίσθησι τῆς καινοτομίας μὲ τὸν ἤρεμο καὶ ἀτάραχο τρόπο τους, παρεισδύουν χωρὶς κόπο καὶ χωρὶς νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς οὔτε ἀπὸ τοὺς πεπειραμένους ἀκόμη. Μερικὲς ἐπίσης, ποὺ ἐπιχείρησαν νὰ παρεισδύσουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ κατηγορήθηκαν γιὰ δειλία, ἐπειδὴ δὲν ἐνέσκηψαν μὲ βία οὔτε μὲ αὐτόνομη δύναμι φανερά, γρήγορα ἀνατράπηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπιτυχόντας• διότι ἐξοπλίζοντας καὶ ἐκείνους ποὺ ἐφάνηκαν προηγουμένως ἐπιεικέστατοι μὲ τὴν δική τους μεγαλύτερη ἐπιφύλαξι στὸ ἀσυγκράτητο θράσος καὶ τὴν παράλογη τόλμη, καταστράφηκαν μὲ τὴν ἴδια τὴν ἐπιχείρισι.
125. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτύχη κανεὶς τὸν σκοπό; Διότι φαίνονται τὰ ἀντίθετα νὰ συντελοῦνται διὰ τῶν ἰδίων μέσων. Προτιμότερο εἶναι νὰ μὴ ἀρχίζη τέτοιες ἐνέργειες• διότι οἱ καινοτομίες εἶναι, καὶ χωρὶς ἄλλη λυπηρὴ ἐπίπτωσι, ἱκανὲς νὰ θορυβήσουν καὶ νὰ πλήξουν διάνοιες καὶ νὰ προσκαλοῦν τὸ πλῆθος σὲ διαβολὲς καὶ ὕβρεις. Ἐπειδὴ ὅμως μερικὲς φορὲς ὑπάρχει ἐπείγουσα ἀνάγκη καὶ ὁ ἡγέτης χρειάζεται μία καινοτόμο πρᾶξι, ἂν ἀπ' αὐτὴ τὴν πρᾶξι τὸ κοινὸ εὑρίσκει μεγάλο ὄφελος καὶ εὐφροσύνη, δὲν χρειάζεται σκέψι καὶ μελέτη• ἀλλοιῶς, ἂν εἶναι λυπηρή, δὲν νομίζω ὅτι μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθῆ ἄριστα μὲ τὰ λόγια (διότι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συλλάβωμε ἀκριβῶς μὲ τὸν ἁπλὸ λόγο καὶ μακριὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τὰ ἐπακόλουθα κάποιων ἰδιωτικῶν περιστάσεων), ἀλλὰ πάντως ἐκεῖνος ποὺ εἶναι καλὰ γυμνασμένος στὰ προειρημένα κι ἔχει πρὸς αὐτὰ τὴν ἀπὸ ἄνω βοήθεια θὰ μάθη ὅτι ἔχει συγκεντρώσει μεγάλη δύναμι.
126. Νὰ νομίσης ὅτι ὅπλο ἰσχυρότερο καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν στρατηγία εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν ὑπηκόων.(62) Διότι ὅταν εἶναι αὐτὴ παροῦσα καὶ στρατηγῆ, καθιστᾶ κι ἐκεῖνα χρήσιμα καὶ προσφέρει μεγάλη δύναμι πρὸς ὅλα• ὅταν ὅμως ἀναιρεθῆ ἡ ἀγάπη, καλύτερα ν' ἀναιρεθοῦν μαζὶ κι ἐκεῖνα, διότι γρήγορα θὰ θελήσουν νὰ κινηθοῦν πρὸς τὴν μισούμενη ἐξουσία παρὰ κατὰ τῶν ἐχθρῶν.
127. Τοὺς λόγους ἐλέγχουν πολλὲς φορὲς τὰ δόρατα, σὲ πολλὰ μέρη ὅμως καὶ ἡ ἰσχὺς τῶν λόγων ἀμβλύνει τὴν ὀξύτητα τοῦ πολέμου καὶ διαλύει τὴν ὁρμὴ μεγάλων στρατευμάτων. Ἑπομένως τὰ χέρια μαζὶ μὲ τὸν λόγο εἶναι διπλὸ τρόπαιο.
128. Οἱ ἐλπίδες νεκρώνουν τοὺς πόνους καὶ οἱ πόνοι γεννοῦν ἐλπίδες. Ἐσὺ δέ, ἐξιλεώνοντας τὸ θεῖο, νὰ μὴ ἀμελήσης τίποτε ἀπὸ τὰ πρακτέα, καὶ θὰ θερίσης καλὲς καὶ μεγάλες ἐλπίδες.
129. Τὸ νὰ βοηθῆ κανεὶς τὸν καθένα σὲ ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη, εἶναι γνώρισμα ἀρχηγικῆς καὶ σώφρονος διανοίας, καὶ μάλιστα ἐκείνου ποὺ ἔχουν περιπέσει σὲ συμφορές• διότι πλὴν τῶν ἄλλων ἔχουν τὴν ἰδιότητα νὰ διατηροῦν ἀλησμόνητη τὴν εὐεργεσία.
130. Ἢ εὐδαιμονία τῶν ὑπηκόων μαρτυρεῖ τὴν ἄκρα σύνεσι καὶ δικαιοσύνη τῆς ἐξουσίας.(63)
131. Γιὰ ὅσες ἐπιτυχίες ἔχεις, εἴτε στὸν ἰδιωτικὸ βίο εἴτε στὸ δημόσιο βίο τῆς πολιτείας, πρέπει ν' ἀποδίδης τὴν αἰτία στὸν Θεό• διότι ἔτσι θὰ τὸν ἔχης σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ βοηθὸ καὶ θὰ φανῆς θεοφιλής, δὲν θὰ παρουσίασης τὸν ἑαυτό σου ἐλαφρὸ καὶ ἀλαζονικὸ καὶ θὰ δείξης σπασμένες τὶς ἀκίδες τοῦ φθόνου.
Σημειώσεις
34. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 13.
35. Ψευδο-Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 15
36. Ψευδο-Ἰσοκράτης, Προς Δημόνικον 24.
37. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 27.
38. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 28.
39. Ψευδο-Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 22.
40. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 11.
41. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 21.
42. Αὐτόθι 24• 23.
43. Αὐτόθι 9.
44. Αὐτόθι 27.
45. Αὐτόθι 37.
46. Ψευδο-Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 34.
47. Εὐριπίδης, ἀπόσπασμα 200.
48. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 29.
49. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 27 Πρὸς Δημόνικον 37.
50. Πρὸς Νικοκλέα 33.
51. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 23.
52. Ψευδό-Ἰσοκράτης, Προς Δημόνικον22.
53. Ματθ. 5, 34.
54. Ματθ. 5, 38 ἑ
55. Ψευδο-Ἰσοκράτης. Πρὸς Δημόνικον 31.
56. Διογένης Λαέρτιος, Βίος Φιλοσόφων, 3, 39, περὶ τοῦ Πλάτωνος.
57. Ψευδο-Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 31.
58. Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος 21, 11.
59. Ψευδο-Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 32.
60. Αὐτόθι, 21.
61. Ψευδο-Ἰσοκράτης, Προς Δημόνικον 42.
62. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 21.
63. Ἰσοκράτης, Πρὸς Νικοκλέα 31.
(Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση καὶ σημειώσεις: Παν. Κ. Χρήστου. Περιοδικό Ἐποπτεία, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα.)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3024
Τὸ μεγαλύτερο καὶ τελειότερο κατόρθωμα, ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ ἢ νὰ συλλογισθῇ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι τὸ νὰ πλησίαση κάπως στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ αὐτόν.
Λοιπόν, ἐὰν ἐσύ, ἀγαπητέ μου ἐν Χριστῷ ἀναγνώστη, ἐπιθυμεῖς νὰ φθάσης σὲ αὐτὴν τὴν κορυφή, πρῶτα πρέπει νὰ γνωρίσῃς, ἀπὸ τί ἀποτελεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ χριστιανικὴ τελειότητα (1). Γιατὶ, εἶναι πολλοί, ποὺ λένε, πὼς αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ ἡ τελειότητα βρίσκεται στὶς νηστεῖες, στὶς ἀγρυπνίες, στὶς γονυκλισίες, στὶς χαμαικοιτίες καὶ σὲ ἄλλες παρόμοιες σκληραγωγίες τοῦ σώματος. Ἄλλοι πάλι λένε πὼς βρίσκεται στὶς πολλὲς προσευχὲς καὶ στὶς μεγάλες ἀκολουθίες. Καὶ ἄλλοι πολλοὶ νομίζουν, ὅτι ἡ τελειότητα βρίσκεται ὁλόκληρη στὴ νοερὰ προσευχή (2), στὴ μοναξιὰ καὶ στὴν ἀναχώρησι, στὴ σιωπὴ καὶ στὴν ἐκπαίδευσι μὲ τὸν κανόνα· δηλαδή, τὸ νὰ βαδίζουν μὲ τὸν κανόνα καὶ τὸ μέτρο, καὶ οὔτε νὰ φτάνουν σὲ ὑπερβολές, οὔτε σὲ ἐλλείψεις. Οἱ ἀρετὲς ὅμως αὐτές, μόνες τους, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ὡς χριστιανικὴ τελειότητα, ἀλλὰ εἶναι ἄλλοτε μέσα καὶ ὄργανα, γιὰ νὰ ἀπολαύσῃ κάποιος τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄλλοτε πάλι εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καὶ ὅτι μὲν εἶναι πολὺ δυνατὰ ὄργανα, γιὰ τὴν ἀπόλαυσι τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, γιατὶ βλέπουμε πολλοὺς ἐνάρετους ποὺ τὰ μεταχειρίζονται ὅπως πρέπει, μὲ αὐτὸ τὸν σκοπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν δηλαδὴ ἰσχὺ καὶ δύναμι κατὰ τῆς κακίας καὶ τῆς χαλαρότητας, γιὰ νὰ δυναμώνουν ἐναντίον τῶν πειρασμῶν καὶ τῆς πλάνης τῶν τριῶν κοινῶν ἐχθρῶν, δηλαδὴ τῆς σάρκας, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ ἐκεῖνες τὴν πνευματικὴ βοήθεια, ποὺ εἶναι ἀναγκαῖες σὲ ὅλους τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα στοὺς ἀρχαρίους, καὶ ἁπλά, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ πάρουν τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· δηλαδή, «Πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· Πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος· Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως· Πνεῦμα φόβου Θεοῦ», καθὼς τὰ ἀπαριθμεῖ ὁ Ἡσαΐας (11,2).
Ὅτι αὐτὲς οἱ πράξεις εἶναι καὶ καρπὸς τοῦ Πνεύματος καὶ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν «ἀγάπη, χαρά, πίστι, ἐγκράτεια» (Γάλ. 5,22), ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καὶ αὐτὸ εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία. Γιατὶ οἱ πνευματικοὶ ἄνδρες παιδεύουν τὸ σῶμα μὲ αὐτὲς τὶς σκληραγωγίες, γιατὶ λύπησε τὸν Ποιητή του (3) καὶ γιὰ νὰ τὸ κρατᾶνε πάντα ταπεινωμένο καὶ ὑποτεταγμένο στὸ νὰ ἐργάζεται τὰ τοῦ Θεοῦ. Σιωποῦν καὶ μονάζουν, γιὰ νὰ ἀποφεύγουν καὶ τὴν παραμικρὴ λύπη πρὸς τὸν Θεό. Προσεύχονται καὶ προσέχουν στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας, γιὰ νὰ ἔχουν τὸ πολίτευμά τους στοὺς οὐρανούς· μελετᾶνε τὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου μας, ὄχι γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ νὰ γνωρίσουν περισσότερο τὴν δική τους κακία, καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τὸ νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ τὸ σταυρὸ στοὺς ὤμους, γιὰ νὰ θερμαίνωνται περισσότερο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ των.
Οἱ ἀρετὲς ὅμως ποὺ ἀναφέρθηκαν, μποροῦν νὰ προξενήσουν σὲ ἐκείνους, ποὺ θέτουν ὅλο τους τὸ βάρος σὲ αὐτές, περισσοτέρη βλάβη ἀπὸ τὶς φανερὲς ἁμαρτίες· ὄχι ἐξαιτίας αὐτῶν (γιατί, αὐτὲς εἶναι ὅλες ἁγιώτατες), ἀλλ᾿ ἐξ αἰτίας ἐκείνων ποὺ τὶς μεταχειρίζονται, ἐπειδή, αὐτοὶ προσέχοντας σ᾿ αὐτὲς μόνο, ἀφήνουν τὴν καρδιά τους νὰ τρέχῃ στὰ δικά τους θελήματα καὶ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος βλέποντάς τους πὼς πηγαίνουν ἀπὸ τὸν εὐθὺ δρόμο, τοὺς ἀφήνει ὄχι μόνον νὰ ἀγωνίζωνται μὲ χαρὰ σὲ αὐτοὺς τοὺς σωματικοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ ἀκόμη νὰ ἐπεκτείνωνται, μὲ τὸν μάταιο λογισμό τους, καὶ ὡς στὰ μεγαλεῖα του Παραδείσου. Ὅθεν καὶ νομίζουν οἱ τοιοῦτοι πὼς ὑψώθησαν μέχρι τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ πὼς αἰσθάνονται τὸν Θεὸ μέσα τους· καὶ κάποτε, βυθισμένοι μέσα σὲ κάποιες σκέψεις καὶ λογισμοὺς περιέργους καὶ ὑψηλούς, νομίζουν πὼς ἄφησαν σχεδὸν τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ ἁρπάγησαν μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό.
Ἀλλά, σὲ πόσα σφάλματα εἶναι μπλεγμένοι αὐτοὶ καὶ πόσο εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ τελειότητα, μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβη ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἤθη τους. Γιατὶ, αὐτοὶ θέλουν νὰ προτιμοῦνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ κάθε τί ποὺ ὑπάρχει· εἶναι ἰδιόρρυθμοι καὶ ἰσχυρογνώμονες στὸ θέλημά τους, εἶναι τυφλοὶ σε ὅλα τὰ δικά τους, μὲ ἐπιμέλεια ὅμως ἐξετάζουν τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις τῶν ἄλλων, ἂν τοὺς ἀγγίξη κάποιος λίγο στὴ μάταιη ὑπόληψι τῆς τιμῆς τους, ποὺ αὐτοὶ νομίζουν πὼς ἔχουν καὶ ποὺ (σὲ ὑπόληψι) θέλουν νὰ τοὺς ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι· ἢ ἐὰν τοὺς ἐμπόδιση κάποιος ἀπὸ κεῖνες τὶς εὐλάβειες καὶ τὶς ἀρετές, μὲ τὶς ὁποῖες καταπιάνονται (ὁ Θεὸς νὰ φυλάει!) ἀμέσως συγχύζονται, ἀμέσως ἀνάβουν ὅλοι ἀπὸ θυμὸ καὶ γίνονται ἔξαλλοι.
Καί, ἂν ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ τοὺς φέρῃ σὲ ἀκριβὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ στὸν ἀληθινὸ δρόμο τῆς τελειότητας, τοὺς στείλη θλίψεις καὶ ἀρρώστειες ἢ παραχωρήσῃ νὰ τοὺς ἔρθουν διωγμοὶ (οἱ ὁποῖοι εἶναι τὸ δοκιμαστήριο ποὺ δοκιμάζει τοὺς γνήσιους καὶ ἀληθινοὺς δούλους του), τότε φανερώνουν τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς τους, πὼς εἶναι διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γιατὶ, σὲ κάθε λυπηρὸ γεγονὸς ποὺ συμβαίνει, δὲν θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μένουν ἀναπαυμένοι στὶς δίκαιες, ἂν καὶ κρυφὲς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, οὔτε θέλουν κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ταπεινωθέντα καὶ παθόντα Υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθοῦν κάτω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ἔχοντας γιὰ ἀγαπητοὺς φίλους τους τοὺς διῶκτες, σὰν ὄργανα τῆς θείας ἀγαθότητας καὶ συνεργοὺς τῆς σωτηρίας τους.
Ὁπότε εἶναι φανερὸ πὼς βρίσκονται σὲ μεγάλο κίνδυνο. Γιατὶ, ἔχοντας τὸ ἐσωτερικὸ μάτι, δηλαδὴ τὸν νοῦ τους, σκοτεινό, βλέπουν μὲ ἐκεῖνο τὸν ἑαυτόν τους· καὶ σκεπτόμενοι νὰ πετύχουν τὶς ἐξωτερικὲς πράξεις ποὺ κάνουν, πὼς εἶναι καλές, νομίζουν πὼς ἔφτασαν στὴν τελειότητα· καὶ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπερηφανευόμενοι, κατακρίνουν τοὺς ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀλλάξη ἄλλος κάποιους ἀπὸ αὐτούς, πάρα μόνο μία ξεχωριστὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ εὐκολώτερα μετατρέπεται στὸ καλὸ ὁ φανερὸς ἁμαρτωλός, παρὰ ὁ ἀπόκρυφος καὶ σκεπασμένος μὲ τὸ κάλυμμα τῶν φαινομενικῶν ἀρετῶν.
Τώρα λοιπὸν ποὺ γνώρισες πολὺ καλὰ ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ τελειότητα δὲν στέκεται σὲ αὐτὲς τὶς ἀρετές, ποὺ εἴπαμε, γνώριζε ὅτι δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄλλα παρὰ ἀπὸ (4) τὴν γνῶσι τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς μεγαλειότητας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικῆς μας μηδεναμηνότητας καὶ κλίσεως σὲ κάθε κακὸ στὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ μας· στὴν ὑποταγή, ὄχι μόνο του Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν κτισμάτων, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὴν ἀποστροφὴ κάθε δικοῦ μας θελήματος, τέλειας ὑπακοῆς στὸ Θεῖο θέλημα· καὶ ἀκόμη, νὰ τὰ θέλουμε ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ κάνουμε ξεκάθαρα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (5) καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀρέσουμε σὲ αὐτόν, καὶ γιατὶ ἔτσι θέλει καὶ αὐτὸς καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε.
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς ἀγάπης, αὐτὸς ποὺ ἔχει γραφτεῖ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στὶς καρδίες τῶν πιστῶν δούλων του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν ὁποία ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ γλυκὸς ζυγὸς τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ φορτίο του τὸ ἐλαφρό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ὁ λυτρωτής μας καὶ Διδάσκαλος μὲ τὸ δικό του παράδειγμα καὶ μὲ τὴ φωνή του (6).
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ, ποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ φθάσης στὸ ὕψος αὐτῆς τῆς τελειότητας, ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνῃς μία ἀκατάπαυστη πάλη μὲ τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ νικήσῃς γενναῖα καὶ νὰ ἐξουδετερώσῃς ὅλα τὰ θελήματα μεγάλα καὶ μικρά, ἀναγκαστικά, πρέπει νὰ ἑτοιμασθῇς μὲ κάθε προθυμία τῆς ψυχῆς σου σὲ αὐτὸ τὸν πόλεμο (γιατί, τὸ στεφάνι δὲν δίνεται σὲ ἄλλο, παρὰ μόνο στὸν γενναῖο πολεμιστή)· ὁ ὁποῖος πόλεμος, καθὼς εἶναι δυσκολώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλο πόλεμο (γιατὶ πολεμώντας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας, πολεμούμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό μας), ἔτσι καὶ ἡ νίκη ποὺ πετυχαίνουε σὲ αὐτόν, θὰ εἶναι ἐνδοξότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη, καὶ περισσότερο εὐπρόσδεκτη στὸν Θεό. Γιατὶ ἂν θελήσῃς νὰ θανατώσῃς τὰ ἄτακτα πάθη σου, καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ θελήματά σου, θὰ ἀρέσῃς στὸν Θεὸ περισσότερο, καὶ θὰ τὸν ὑπηρετῆς καλύτερα, παρὰ νὰ μαστιγώνεσαι μέχρι νὰ βγάλης αἷμα, καὶ νὰ νηστεύῃς περισσότερο ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἐρημῖτες, καὶ παρὰ νὰ ἐπέστρεφες στὸ καλὸ χιλιάδες ψυχές, ὄντας ἐσὺ κυριευμένος ἀπὸ τὰ πάθη (7).
Γιατὶ, ἂν κι ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ περισσότερο τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ψυχῶν, ἀπὸ τὴ νέκρωσι ἑνὸς μικροῦ θελήματος, ὅμως ἐσύ, ἀγαπητέ, δὲν πρέπει νὰ θέλῃς, οὔτε νὰ κάνῃς τίποτα ἄλλο βασικώτερο, ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ζητᾷ, καὶ θέλει πλέον ἀποκλειστικὰ ἀπὸ σένα· γιατὶ αὐτός, βεβαιότατα, καλύτερα εὐχαριστεῖται στὸ νὰ ἀγωνίζεσαι γιὰ νὰ ἀπονεκρώσῃς ἐσὺ τὰ δικά σου πάθη, παρὰ στὸ νὰ κάνῃς ὁποιοδήποτε ἄλλο πρᾶγμα, καὶ ἂς εἶναι μεγάλο καὶ σπουδαῖο, παραβλέποντας τὰ πάθη σου.
Τώρα λοιπόν, ποὺ ἔμαθες ἀπὸ τί ἀποτελεῖται ἡ χριστιανικὴ τελειότητα καὶ ὅτι γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃς πρέπει νὰ ἔχῃς ἕνα παντοτινὸ καὶ σκληρότατο πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἶναι ἀνάγκη νὰ προμηθευτῇς τέσσερα πράγματα, σὰν ὁπλισμὸ πολὺ ἀσφαλῆ καὶ ἀναγκαῖο, γιὰ νὰ γίνῃς νικητὴς σὲ αὐτὸν τὸν ἀόρατο πόλεμο καὶ νὰ λάβης τὸ στεφάνι. Καὶ αὐτὰ εἶναι: α) τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι ποτὲ τὸν ἑαυτόν σου, β) τὸ νὰ ἔχῃς πάντα ὅλο σου τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ γ) τὸ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντα· καὶ δ) τὸ νὰ προσεύχεσαι. Γιὰ αὐτὰ θέλω νὰ σοῦ μιλήσω ξεχωριστά, σὺν Θεῷ, σύντομα.
1. Ἡ τελειότητα τῶν χριστιανῶν ἀπαιτεῖται σὰν ἐντολὴ καὶ παραδίδεται στὴν Καινὴ Διαθήκη γιατὶ λέγει ὁ Κύριος· «νὰ εἶσθε τέλειοι, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ Πατέρας σας» (Ματθ. 5,48). Καὶ ὁ Παῦλος λέει «τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε» (Α´ Κορινθ. 14,20)· καὶ πάλι «νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ νὰ ἐκπληρώνετε σὲ ὅλα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ» (Κολοσ. 4,12). Καὶ πάλι· «Στὴν τελειότητα ἂς ὁδηγούμαστε» (Ἐβρ. 6,1). Προανεκηρύχθηκε αὐτὴ σὰν ἐντολὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γιατὶ λέει στοὺς Ἰουδαίους ὁ Θεὸς στὸ Δευτερονόμιο: «Νὰ εἶσαι τέλειος ἀπέναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου» (18,18). Καὶ ὁ Δαβὶδ διατάζει τὰ ἴδια στὸν υἱό του τὸν Σολομῶντα. «Καὶ τώρα παιδί μου Σολομῶντα, νὰ γνωρίσῃς τὸν Θεὸ τῶν πατέρων σου καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ προθυμία ψυχῆς» (Α´ Παραλ. 28,9). Συμπεραίνουμε λοιπόν, ὅτι ἀπαιτεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀσκοῦν καὶ νὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὴν τελειότητα, δηλαδὴ ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός, νὰ γίνουμε τέλειοι σὲ ὅλες τὶς ἀρετές.
2. Γιὰ αὐτὴ βλέπε στὸ μς᾿ κεφάλαιο.
3. Σημείωσε, ὅτι, κατὰ τοὺς θεολόγους, βλάβη τοῦ Θεοῦ λέγεται, κάθε ἁμαρτία ἁπλά, γιατὶ βλάπτει, πληγώνει καὶ ἐναντιώνεται στὸ Θεόν. Καὶ κατὰ τὸ ὅτι αὐτὴ μὲν δὲν ὑπάρχει σὰν ζωντανὸς ὀργανισμός, βλάπτει καὶ ἐναντιώνεται στὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ, καὶ καθότι εἶναι κακό, βλάπτει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καθότι εἶναι ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία, βλάπτει τὴν δύναμί του, καθότι ἀγνωσία, βλάπτει τὴν σοφία του. Καὶ ἁπλά, καθότι αὐτὴ εἶναι καὶ λέγεται ἀτελειότητα καὶ παράλειψη, βλάπτει καὶ ἐναντιώνεται στὶς ἄπειρες τελειότητες τοῦ Θεοῦ καὶ καθότι παράβαση καὶ ἀνομία βλάπτει καὶ πληγώνει τοὺς νόμους καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ καθώς, κάθε λόγος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται βλασφημία, γιατὶ βλάπτει τὴν φήμη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ κάθε ἁμαρτία βλάβη λέγεται τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο γιατὶ ἀπὸ μόνη της ἐναντιώνεται σὰν μεγαλύτερο κακὸ στὸ μεγαλύτερο κακό, ἀλλὰ γιατὶ καὶ σὰν γίνεται στὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, κάνει νὰ βλασφημῆται ὁ Κτίστης αὐτῶν, πὼς εἶναι καὶ αὐτὸς τέτοιος κακός, καὶ στὴ συνέχεια ὅτι ἔκτισε καὶ τέτοια κακά· καθὼς καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν κτισμάτων, κάνει νὰ δοξάζεται καὶ ὁ Κτίστης τους.
4. Βλέπε ἀγαπητέ, πόσο ἄριστη εἶναι ἡ τάξι καὶ ἡ μέθοδος, ποὺ μεταχειρίζεται αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ἐπειδὴ κάθε τάξι καὶ τέχνη, ἀπὸ τὸ σκοπό της γνωρίζεται, σύμφωνα μὲ τὸ φιλοσοφικὸ ἀξίωμα καὶ τὸ τέλος ποὺ προκατασκευάζεται καὶ στοχεύεται σύμφωνα μὲ τὴν διάνοια, ἀρχὴ γίνεται καὶ λόγος τῆς ἐργασίας καὶ τῆς ἐπιχειρήσεως κάθε πράγματος· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ βιβλίο αὐτό, πρὶν ἀπὸ κάθε τί ἄλλο, προσθέτει ἐδῶ στὴν ἀρχή, τὴν τελειότητα καὶ τὸ σκοπὸ ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἀοράτου πολέμου, ὥστε γνωρίζοντας τὰ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ πρόκειται νὰ πολεμήσουν, νὰ μὴν πλανηθοῦν μὲ τίποτα ἄλλο, ἀλλὰ νὰ κατευθύνωνται πρὸς αὐτό, σὰν σὲ σημεῖο καὶ πρὸς μία κατεύθυνσι νὰ ὁδηγοῦν ὅλες τὶς πράξεις τους.
5. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος διατάζει νὰ κάνουμε γενικὰ ὅλα μας τὰ ἔργα γιὰ μόνο τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ λέγοντας «Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάτι ἄλλο κάνετε, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴν δόξα» (Α´ Κορ. 10,31).
6. Καὶ ἀληθινά, τὸ νὰ ὑποτασσώμαστε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πάντα καὶ νὰ προτιμᾶμε αὐτὸ ἀπὸ τὸ δικό μας, καὶ μὲ τὴν φωνή του μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ ἀρχηγὸς καὶ τελειωτὴς τῆς σωτηρίας μας Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος μᾶς παράγγειλε νὰ προσευχώμαστε καὶ νὰ λέμε «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... γεννηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6,10), καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του, γιατὶ καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του, ἀμέσως ποὺ μπῆκε στὸ κόσμο, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐζήτησε νὰ κάνῃ κατὰ τὸν Παῦλο ποὺ λέει: «Νά, ἔρχομαι νὰ κάνω τὸ θέλημά σου» (Ἑβρ. 10,9)· καὶ στὸ μέσον τοῦ Εὐαγγελίου του, αὐτὸ ἔλεγε «κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὄχι γιὰ νὰ κάνω τὸ δικό μου θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ μ᾿ ἔστειλε» (Ἰωάν. 6,38)· καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ τὸ ἴδιο ἐσφράγισε λέγοντας, στὴν προσευχή· «Πάτερ, ἂς μὴ γίνῃ τὸ δικό μου θέλημα, ἀλλὰ τὸ δικό σου» (Λουκ. 22,42).
7. Τὰ ἴδια σχεδὸν λέει καὶ ὁ ἄββας Ἰσαὰκ (λόγ. κγ´), ὅπου λέει: «Εἶναι καλύτερο νὰ λύσῃς τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν σύνδεσμο τῆς ἁμαρτίας, παρὰ νὰ ἐλευθερώσῃς δούλους ἀπὸ τὴν δουλεία»· καὶ ἄλλα πολλὰ σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ ἐξηγοῦνται ἐδῶ (ἀνάγνωσε καὶ τὸν νς᾿ λόγο τοῦ ἰδίου).
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Ζαλίζεται κανένας κι ἀπελπίζεται, βλέποντας σὲ ποιὸν καιρὸν ζοῦμε. Σ ̓ ἕναν καιρὸ ὁλότελα παλαβὸν καὶ σκοτισμένον ποὺ ἡ τρέλλα κι ἡ ἀνοησία ἔχουνε κυριαρχήσει ἐπάνω σ ̓ ὅλον τὸν κόσμο... Κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι κι ἀπορῶ πῶς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πηγαίνουνε μπροστά, πὼς προοδεύουνε σὲ ὅλα, ἐνῶ στ ̓ ἀλήθεια πηγαίνουνε ὅλο καὶ πίσω, κατεβαίνουνε ὅλο καὶ παρακάτω;...
Ἀπ ̓ ὅλα λείπει κάποια οὐσία, κάποια νοστιμάδα, ποὺ εἴχανε ἄλλη φορά, λείπει ἡ θέρμη τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης, γιατὶ ἅπλωσε ἡ ψύχρα τοῦ θανάτου, ἡ ἀπιστία στὸν Θεὸ κι ἡ πίστη στὴ μηχανή. Ἡ μηχανὴ στόμωσε τὰ αἰσθήματά μας καὶ σφάλισε μέσα μας τὴν πηγὴ ποὺ ἀνάβρυζε κάθε ἀληθινὴ πνευματικὴ χαρά. Σκότωσε τὴν ἁπλότητα. Ἡ μηχανὴ εἶναι ψυχρὴ γιατὶ εἶναι γέννημα τοῦ μυαλοῦ, γέννημα τῆς «ψυχρῆς λογικῆς». Πῶς νὰ μὴν παγώση ὁ μέσα μας ἄνθρωπος καθισμένος ἐπάνω στὸν Βόρειο Πόλο τοῦ μυαλοῦ; Θυσιάσαμε τὰ πρωτοτόκια γιὰ νὰ φᾶμε τὴ φακή. Χαλάσαμε τὸν μέσα μας ἄνθρωπο γιὰ νὰ βολέψουμε μόνο τὸν ἀπ ̓ ἔξω ἄνθρωπο. Σβήσαμε τὴν ἀπὸ μέσα φωτιὰ πού μας ζέσταινε, γιὰ νὰ ἀνάψουμε ἀπ ̓ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μας μιὰ φωτιὰ ψυχρή, ποὺ δὲ ζεσταίνει, καὶ θαρροῦμε πὼς θὰ ζεσταθοῦμε κυττάζοντας τὴν ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πὼς ἔτσι θὰ βροῦμε τὴν ἄκρη τῶν δεινῶν μας καὶ πάσα εὐτυχία, κι ἀντὶς αὐτό, περιπλεχθήκαμε σὲ μεγάλες ἀγωνίες καὶ σὲ βάσανα καινούρια ποὺ δὲν τὰ ξέραμε πρωτύτερα. Ἀλλὰ μία φορὰ ποὺ πήραμε αὐτὸν τὸν δρόμο, τραβᾶμε τὸν κατήφορο ὅλο με περισσότερη φόρα, ἂν καὶ βλέπουμε πὼς ὁ δρόμος ποὺ περπατᾶμε εἶναι ἔρημος καὶ κρύος. Γυρεύουμε νὰ βροῦμε ξεκούραση τρέχοντας ἀπάνω σὲ τριβόλους, ὀνειρευόμαστε περιβόλια στὴ Σαχαλίνα ποὺ δὲν φυτρώνει τίποτα...
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ κρυάδα σκεπάζει σήμερα ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ χέρια του, μὲ τὸ μυαλό του καὶ μὲ τὴν καρδιά του. Κύτταξε τὰ σπίτια του, τ ̓ ἁμάξια του, τ ̓ ἅρματά του, τὰ ροῦχα του, τὰ καράβια του, τὰ μαγαζιά του, τὰ βιβλία του, ὅλα ὅ,τι κάνει. Ἂν ὑπάρχει ἀκόμα πουθενὰ λιγοστὴ πνοή, λιγοστὴ ζεστασιά, αὐτὴ βγαίνει ἀπ ̓ ὅ,τι βαστᾶ ἀπ ̓ τὰ περασμένα, εἴτε στὸ χτίριο, εἴτε στὸ καράβι, εἴτε στὴ ζωγραφική, εἴτε στὸ βιβλίο, ἀπ ̓ ὅ,τι γεννήθηκε τότε ποὺ ἤτανε πιὸ ἁπλὸς καὶ πιὸ ἀληθινός.
Γιατὶ, ὅπως τὸ κάθε πράγμα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος ὅσο στέκεται μέσα στὰ φυσικὰ σύνορά του. «Μὰ ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ φυσικὰ σύνορά του;» ρωτᾶνε πολλοί. «Μήπως δὲν βρίσκεται μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνει κι ὅ,τι θέλει νὰ κάνει;» Κατὰ τὴ δική μου τὴν ἁπλὴ γνώμη δὲν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ καὶ ὅ,τι θέλει. Εἶναι σὰν τὸ μωρὸ παιδί, ποὺ σὰν τ ̓ ἀφήσεις νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, γρήγορα θὰ γκρεμισθεῖ καὶ θὰ σκοτωθεῖ. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ περηφάνεια θὰ τὸν σπρώξει σ ̓ ἕνα δρόμο ποὺ δὲν εἶναι γιὰ τὰ πόδια του. Γι ̓ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς τοῦ ἔβαλε σύνορο, γιὰ νὰ μὴν πάγει στὴν καταστροφή του. Τοῦ ̔δωσε νόμο πού, σύμφωνα μ ̓ αὐτόν, χρωστᾶ νὰ πορεύεται. «Ἂν ἀκούσετε αὐτὰ ποὺ λέγω, εἶπε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς θὰ φᾶτε. Μὰ ἂν δὲν μ ̓ ἀκούσετε, θὰ σᾶς φάγει ἡ μάχαιρα (ὁ θάνατος)». Νά, γύρισε καὶ κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε στολίσει μὲ τόσα ψεύτικα στολίδια «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος». Γέμισε τὸν κόσμο ἀπὸ μηχανές, δοῦλες τάχα ποὺ ὑπηρετᾶνε τὸν ἀφέντη τους. Μὰ ποτὲ δὲν ἤτανε ὁ ἄνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο ἀπροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχὸς σὲ ἀληθινὰ πλούτη!
∆ὲν εἶναι παράξενο τὸ πῶς γίνεται, ὑστέρα ἀπὸ τόσα μέσα, ὑστέρα ἀπὸ τέτοια μηχανικὴ ἁρματωσιά, ποὺ ζαλίσθηκε κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ὅ,τι μπόρεσε νὰ κάνει, νὰ μὴ βρίσκει ἡσυχία κι ἀνάπαυση ἐνῶ ἴσια-ἴσια γι ̓ αὐτὴν τὴν ἡσυχία τοῦ τά ̔φτιαξε; Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ὅσα κάνει γιὰ τὸ καλό του, γυρίζουνε σὲ κακό...
Ἔβαλε ὅλη τὴν τέχνη του καὶ φιλοτέχνησε ἕνα στεφάνι μαλαματένιο καὶ στολισμένο μὲ τὰ πιὸ ἀκριβὰ πετράδια, γιὰ νὰ τὸ φορέσει στὸ κεφάλι του σὰν νικητὴς τῆς φύσης καὶ τῆς «τυφλῆς μοίρας» ποὺ θαρρεῖ πὼς κυβερνᾶ τὸν κόσμο, καὶ μόλις τὸ βάζει στὸ κεφάλι του γίνεται στέφανος ἐξ ἀκανθῶν ποὺ τρυπᾶ τὰ μηλίγκια του καὶ τὸ μέτωπό του τὸ γεμάτο περηφάνεια, καὶ τρέχει τὸ αἷμα στὰ μάτια του ποὺ θαρρούσανε πὼς τὰ βλέπανε ὅλα, ὡς τὴν ἄκρη τοῦ παντός.
Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ κρυμμένο αὐτὸ χέρι ποὺ τὰ ἀλλάζει ὅλα καὶ τὰ κάνει ἀνάποδα ἀπὸ τοὺς πόθους του, ποὺ κάνει ἄμμο τὸ χρυσάφι του, ποὺ τὸν ἐξευτελίζει καὶ τσαλαπατᾶ τὴν περηφάνειά του; Καὶ ποῦ ὅσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος εἶναι ὁ ἐξευτελισμός του; Καὶ ποὺ ἀντὶ νὰ παίρνει ἀντάμειψη γιὰ τὰ μεγάλα καὶ τὰ τρανὰ ποὺ κατορθώνει νὰ κάνει, παιδεύεται σκληρὰ σὰν νὰ τὸν βρίσκει ἡ τιμωρία γιὰ κάποια μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ἔκανε; Κι ὄχι μονάχα δὲν στρέφει πίσω ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ πῆρε ἀλλὰ τρέχει καὶ μὲ περισσότερο πεῖσμα, κι ἂς εἶναι ματωμένα τὰ πόδια του. Ὁ ἴδιος «ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος» ποὺ ἀπάτησε τοὺς πρωτόπλαστους καὶ τοὺς παρακίνησε νὰ ἀπογευθοῦνε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς Γνώσης λέγοντάς τους πὼς θὰ γίνουνε Θεοί, ὁ ἴδιος ὄφις μιλᾶ στὸ αὐτὶ τῆς ἀνθρωπότητας κάθε φορὰ ποὺ σταματᾶ κουρασμένη σ ̓ αὐτὸν τὸν δρόμο ποὺ δὲν βγάζει πουθενά, καὶ τὴν μποδίζει νὰ πάρει ἄλλον δρόμο πιὸ ταπεινόν, πιὸ εἰρηνικόν, πιὸ ἥμερον, καὶ τῆς λέγει:
«Ἐσὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶσαι γιὰ τὴν ταπεινὴ ζωὴ ποὺ ζοῦνε τὰ ἁπλὰ τὰ πλάσματα ὁποῦ ὑποτάζονται στὸ θέλημα Ἐκείνου, ποὺ τὰ ἔπλασε. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει κανένα σύνορο, ἐσὺ εἶσαι ὁ κύριος τοῦ παντός, ἐσὺ βάζεις σύνορα γιὰ τὰ ἄλλα πλάσματα. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει νόμος· ἡ δική σου ἡ θέληση εἶναι ὁ νόμος. Ἡ ὑποταγὴ κι ἡ ταπείνωση εἶναι μιζέριες ποὺ πρέπουνε σὲ σκλάβους, κι ὄχι σὲ σένα ποὺ σκλαβώνεις τὰ πάντα καὶ τὰ κάνεις νὰ δουλεύουνε στὴν ὑπηρεσία σου. Κύτταξε τί φοβερὰ κι ἀπίστευτα πράγματα ἔφτιαξε ἡ περηφάνειά σου. Μπορεῖ νὰ φτιάξει τέτοια θαυμαστὰ πράγματα ἡ ταπείνωση;
Μὴν κυττᾶς πὼς εἶσαι ματωμένος καὶ γεμάτος ἀγωνία, καὶ πὼς δὲν κάθισες ἀκόμα ἐπάνω στὸν χρυσὸ θρόνο τῆς δόξας σου. Τράβα μπροστά! Νά, κοντεύεις νὰ φτάξεις! Θὰ γίνεις Θεὸς καὶ θὰ ὑποταχθοῦνε ὅλα σε σένα. Μὴν πιστεύεις στὰ παραμύθια. Παραμύθι εἶναι πὼς ὑπάρχει Θεὸς ἄλλος ἀπὸ μένα κι ἀπὸ σένα ποὺ σὲ προσκαλῶ νὰ βασιλέψεις μαζί μου.... Μὴν θαρρεῖς πῶς θὰ σὲ θρέψει τὸ δέντρο τῆς Ζωῆς, ὅπως σοῦ εἴπανε. Μὴν τρῶς πιὰ ἀπ ̓ αὐτὸ μαζί με τ ̓ ἄλλα τὰ ζῶα. Παράτησέ το αὐτὸ τὸ δένδρο. Πάρε καὶ φάγε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς Γνώσης, γιὰ νὰ γίνεις Θεός. Αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε νὰ φυλαχθεῖς καὶ νὰ μὴ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπό του, τὸ ἔκανε ἀπὸ ζήλεια γιὰ νὰ σ ̓ ἔχει στὶς προσταγές του, γιὰ νὰ μὴν ἀνοίξεις τὰ μάτια σου...».
«Τί ἔκανες μὲ τὴ Γνώση ποὺ ἀπόχτησες τρώγοντας ἀπὸ τὸ δέντρο της; Ἔκανες τοῦτον τὸν κόσμο σου, εἶναι πιὸ τέλειος ἀπὸ κεῖνον τὸν χοντροκαμωμένον ποὺ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς μὲ τὸ δέντρο τῆς Ζωῆς. Κύτταξε τί θαυμαστὲς μηχανὲς ἔβαλες στὴν ὑπηρεσία σου, καὶ βγάλε ἀπὸ τὸ μυαλό σου αὐτὸ ποὺ δυνάμωσε μονομιᾶς σὰν ἄκουσες τὰ λόγια μου κι ἔφαγες ἀπὸ τὸ δέντρο τὸ δικό μου. Μὴν χασομερᾶς, μὴν διστάζεις, μὴν σταματᾶς μέρα-νύχτα...»
«Νά ̔χεις πάντα στὸ νοῦ σου πὼς οἱ περήφανοι δὲν θέλουνε νὰ καθίσουνε στὴ μάντρα ποὺ τὴ λένε Παράδεισο γιατὶ εἶναι πλασμένοι γιὰ τὸ δικό μου βασίλειο ποὺ τὸ λένε Κόλαση. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ μὲ λέγανε μία φορὰ Ἑωσφόρο, δηλαδὴ Αὐγερινό, καὶ τώρα μὲ λένε Σατανᾶ. Ἀπὸ τὸ πεῖσμα μου γκρεμίσθηκα, γιατὶ θέλησα νὰ στήσω τὸν θρόνο μου πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲν μετάνοιωσα, γιατὶ ἂν μετάνοιωνα θὰ γινόμουν σκλάβος, σὰν κι αὐτούς, ποὺ εἶναι γεννημένοι γιὰ νὰ κάθουνται μέσα στὴ μάντρα τοῦ Παραδείσου. Ἔτσι κι ἐσύ, θὰ ματώνεσαι καὶ θὰ κατρακυλᾶς στὴ λάσπη τὴν ὥρα ποὺ θαρρεῖς πὼς ἔγινες ἀφέντης τοῦ κόσμου, μὰ δὲν θὰ σκύψεις τὸ κεφάλι σου. Γιατὶ ἐγὼ εἶμαι «ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος» με τὶς πολλὲς βόλτες στὸ μακρὺ κορμί μου, κι ἂν γλυτώσεις ἀπὸ τὴ μιά, σὲ σφίγγω μὲ τὴν ἄλλη καὶ σὲ ξαναφέρνω στὸ θέλημά μου. Ἐγὼ θὰ παλεύω ἕως τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Θέλω νὰ σ ̓ ἔχω παντοτεινὰ στὴν προσταγή μου, καὶ στὸ τέλος θὰ μὲ φχαριστήσεις, γιατὶ θὰ νικήσουμε μία μέρα, καὶ θὰ κάνουμε τὸν κόσμο ὅπως τὸν θέλουμε ἐμεῖς, κι ὄχι ὅπως τὸν θέλησε Αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε νὰ μὴν φᾶς ἀπὸ τὸ ἁψὺ τὸ δέντρο μου, παρὰ νὰ θρέφεσαι ἀπὸ τὸ μαλαχτικὸ δέντρο τῆς Ζωῆς, ποὺ τὰ φύλλα του τ ̓ ἀργοσαλεύει εἰρηνικὰ τὸ ἥμερο ἀγέρι τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἁπλότητας, καὶ δὲν τὰ ταράζει ποτὲς ὁ ἀνεμοστρίφουλας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς παρακοῆς, ποὺ ἀναμαλλιάζει τὸ δέντρο τῆς Γνώσης, τὸ δέντρο τὸ δικό μου...».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη» του Φώτη Κόντογλου, Εκδόσεις: Αστήρ – Παπαδημητρίου
Για το πολυσυζητημένο θέμα του αβάτου, αλλά και -πριν και έπειτα από αυτό- γενικότερα για την ουσία και σημασία του Μοναχισμού μάς ομιλεί στη σημερινή επικοινωνία μας ο σεπτός Καθηγούμενος της Σιμωνόπετρας Αρχιμανδρίτης κ. Ελισαίος.
– Μανώλης Μελινός: Γέροντα, πώς εισέρχεται, πώς εντάσσεται ο υποψήφιος στο μοναστήρι; Είναι συγκεκριμένη η περίοδος της δοκιμασίας;
– Αρχιμ. Ελισαίος Σιμωνοπετρίτης: Κάθε ψυχικώς υγιής άνθρωπος που το επιθυμεί πολύ είναι δεκτός στο μοναστήρι. Αυτό δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα μείνει ή ότι θα τον κρατήσει το μοναστήρι. Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι θείας κλήσεως. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι για την ασφάλεια του προσώπου πρέπει να υπάρξει ένα στάδιο προδοκιμασίας, όπως το λέμε στη νεότερη γλώσσα. Οταν αυτό που αισθάνεται σταθεροποιηθεί σαν έφεση και αναζήτηση, τότε υποβάλλει γραπτώς αίτηση στο μοναστήρι και η Γεροντική Σύναξις αποφασίζει αν πρέπει να τον εγγράψει στους δοκίμους της μονής. Συνήθως η δοκιμή του κυμαίνεται από ένα έως τρία χρόνια. Αν κάποιος, για παράδειγμα, δεν έχει εκκλησιαστική παιδεία από παλαιά, πρέπει να εξαντλούνται τα τρία χρόνια και ίσως κάποτε κάποτε και περισσότερο...
– Μ. Μ.: Λιγότερο από έναν χρόνο σε ποιες περιπτώσεις;
– Αρχιμ. Ελ. Σιμ.: Σε περιπτώσεις εξαιρετικές. Αν κάποιος έχει εκκλησιαστική παιδεία και σταθερότητα, ναι. Γιατί αυτό δεν ξεκινά από την ασφάλεια του μοναστηριού, αλλ’ από την ασφάλεια του προσώπου. Μη φθάσει, ο μη γένοιτο, ο μοναχός να πει κάποτε «γιατί βιάσθηκα τόσο πολύ...».
– Μ.Μ.: Τι εξυπηρετεί η αλλαγή ονόματος;
– Αρχιμ. Ελ. Σιμ.: Ο μοναχός προσερχόμενος απαρνείται τα πάντα· πολλά που για τον κόσμο είναι καταξίωση, για τον μοναχό είναι απάρνησις όπως λ.χ. οι γονείς, ένα ιδανικό, η προσφορά στην κοινωνία... Πλ’ αυτά, όχι από μίσος γι’ αυτά, αλλ’ από γνησίαν αγάπη προς Τον χορηγό παντός αγαθού και ιδανικού, τον Χριστό.
– Μ. Μ.: Γέροντα, λένε μερικοί ότι οι μοναχοί απαρνούνται τον κόσμο επειδή τον μισούν... Αλλοι ισχυρίζονται ότι στο μοναστήρι πάνε αποτυχημένοι, περιθωριακοί τύποι, που δεν έχουν άλλη διέξοδο. Παρακαλώ απαντήστε τους.
– Αρχιμ. Ελ. Σιμ.: Σημασία δεν έχει ν’ απαντήσω έτσι απλά, να πληροφορήσω γι’ αυτά και για άλλα· σημασία έχει ν’ αποκαλύψω -αν μπορώ και αν η ζωή μου το αποδεικνύει αυτό- την παρηγοριά του ανθρώπου, τον Θεό, με τη συμπεριφορά, με το βίωμα, με τον τρόπο, με την εμφάνισή μου. Αυτόν πρέπει να υποδεικνύω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά τού ν’ αποκαλύψεις σε κάποιον αυτό που πραγματικώς αναζητεί. Αν οι μοναχοί το κάνουν αυτό, είναι κατ’ εμέ καταξιωμένοι, τίποτε άλλο να μη κάνουν. Γιατί είναι οι στιγμές οι καίριες του ανθρώπου, που μπορεί να έχει προσφέρει στην κοινωνία τα πάντα και να του λείπει «κάτι». Αν λοιπόν ένας μοναχός μιλήσει σ’ έναν εξηντάχρονο, εβδομηντάχρονο -ο οποίος έχει παρακολουθήσει 700 κηρύγματα που δεν «μίλησαν» στην καρδιά του- και τον βοηθήσει αποτελεσματικώς, να το μεγάλο κέρδος. Αυτό σημαίνει πολλά και για τον μοναχό και για την κοινωνική καταξίωση. Οπως εσείς χρειάζεσθε τον κόσμον, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε το μοναστήρι, καθώς λειτουργούμε ως μέλη ενός σώματος. Η προσφορά του μοναχού, λοιπόν, είναι η προσφορά ενός μέλους προς το κοινωνικό σύνολο, προς την Εκκλησία σε τελευταία ανάλυση. Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί είναι το νεύρο της Εκκλησίας! Αποτελούν την εμπροσθοφυλακή του Σώματος.
– Μ. Μ.: Γέροντα, ας μιλήσουμε για το άβατο του Αγίου Ορους. Απ’ όσο γνωρίζω, ο νόμος περί του αβάτου εκδόθηκε καταρχάς από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, περί τα μέσα του 11ου αιώνος. Μάλιστα έχω πληροφορηθεί παράδοση που λέγει ότι την εποχή της Τουρκοκρατίας Τούρκος υπάλληλος -περιφρονώντας τον κανόνα που περιλαμβάνει και τα θηλυκά παραγωγικά ζώα- μετέφερε μία κατσίκα στις Καρυές, το γάλα όμως της οποίας μεταβλήθηκε σε αίμα! Δεν δέχεσθε εδώ -κατά παράδοση- το θηλυκό στοιχείο;
– Αρχιμ. Ελ. Σιμ.: Δεν είναι απόλυτο αυτό. Δεν μπορούμε να πούμε έτσι γενικευμένα «το θηλυκό στοιχείο».
– Μ. Μ.: Το να μην μπαίνει η γυναίκα στο Αγιον Ορος κάπου είναι κατανοητό. Βοηθείται ο μοναχός να ολοκληρώσει απερίσπαστος το έργο του. Σε άλλο επίπεδο, σε άλλη έκφραση της ζωής, θα μπορούσατε κάλλιστα λ.χ. να έχετε τις κότες σας, ώστε να μην αγοράζετε αβγά από τον κόσμον.
– Αρχιμ. Ελ. Σιμ.: Ας θέσουμε το θέμα πιο γενικά· έχει σημασία, γιατί στο Αγιον Ορος διατηρήθηκε αυτή η παράδοση. Σε όλα τα μοναστήρια απ’ αρχής υπήρχε το άβατο και στ’ ανδρικά και στα γυναικεία. Αυτό λοιπόν που είναι βασικό και αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία των μοναστηριών διατηρήθηκε στο Αγιον Ορος. Τώρα, γιατί γίνεται αυτό; Στο πλαίσιο της αποταγής των πάντων -δεν θέτω σε ηθική βάση το ζήτημα- ακόμη και του πολύ ιερού δεσμού της συζυγίας, είναι φυσικό ν’ αρνούμασθε αυτή τη δυνατότητα της επικοινωνίας με το άλλο φύλο. Αυτό, εν τέλει, για να δημιουργηθούν στο Αγιον Ορος -που είναι κατεξοχήν μοναστικός χώρος- οι άριστες προϋποθέσεις και συνθήκες για τη μοναχική ζωή. Μέσα σε αυτά περιλαμβάνεται και η αποταγή των πάντων. Γι’ αυτό και δεν δεχόμαστε την είσοδο των γυναικών, όχι από αντίληψη μισογυνισμού, αλλ’ από το ακριβώς αντίθετον: Από βαθιά αξιοπρέπεια σε αυτό που κάνουμε. Να κρατήσουμε τις προϋποθέσεις για να είναι η μοναχική ζωή απερίσπαστη και απόλυτη, όπως έκαναν και κάνουν και οι γυναίκες για τα δικά τους μοναστήρια. Μακάρι να υπήρχε ένα Αγιον Ορος και για τις γυναίκες... Θα ήτο πάρα πολύ καλό. Μέσα λοιπόν στο γενικότερο πλαίσιο, επικράτησε να μην υπάρχουν θηλυκά ζώα στο Αγιον Ορος. Με την πάροδο των ετών η παράδοσις αυτή περιβλήθηκε ένα μανδύα ιερότητος, ότι τίποτε το θηλυκό δεν υπάρχει στο Αγιον Ορος. Αυτό βεβαίως δεν είναι και τόσον αληθινό, γιατί π.χ. δεν εφαρμόσθηκε πάντα. Απλούστατα η πανίδα και η χλωρίδα έχουν και τα θηλυκά και τ’ αρσενικά. Ομως καθιερώθηκε τα ζώα που εντάσσονται στη ζωή του μοναστηριού -τα χρησιμοποιεί δηλαδή η μονή- να μην είναι θηλυκά. Οταν ο Αγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης έφερε βόδια και αγελάδες στο μοναστήρι του και μεταφορικά ζώα, οι ασκητές αντέδρασαν. Μετά, με το τυπικό του Τσιμισκή, καθιερώθηκε να έχει ζώα μόνον η Μεγίστη Λαύρα -το πρώτο τη τάξει μοναστήρι- που είχε και έχει πολλές ανάγκες.
Αυτό λοιπόν ξεκίνησε -όπως τα περισσότερα πράγματα- απλά και στη συνέχεια περιβλήθηκε μίαν αίσθησιν ιερότητος κατά την πορεία των πραγμάτων. Επαναλαμβάνω για το θέμα του αβάτου: Εφαρμόσθηκε και στο Αγιον Ορος -όπως αναφέραμε- ως παράδοση του Μοναχισμού.
Μανώλης Μελινός
Θεολόγος συγγραφέας,
διευθυντής Βιβλιοθήκης της Ι. Συνόδου
Έπρεπε βέβαια, ω πάγχρυσε Ιωάννη, όσοι επιχειρούν να συνθέσουν τα εγκώμιά σου, να σου εκφωνούν χρυσόρροο λόγο, έχοντας προηγουμένως την τύχη να έχουν γλώσσα χρυσή. Σ’ αυτούς όμως έπρεπε να υπάρχει η δική σου φωνή, γιατί αυτή μόνο θα πετύχαινε αντάξια την ευφημία σου και μάλιστα τώρα. Γιατί για σένα που έζησες πάνω στη γη μαζί με τους ανθρώπους, ήδη πριν από την εκδημία σου σε αγώνα για το πρωτείο στους λόγους η λήθη των κατορθωμάτων σου ήταν κατήγορος της καλής σου φήμης. Γιατί στην περίπτωση των σοφών κρύβουν κατά κάποιο τρόπο τα κατορθώματά τους, ώστε να μη διαφύγει η πραγματικότητα κάτω από τα φαινόμενα, ενώ στην περίπτωση των πατέρων θαυμάζουν αυτοί και τα ψελλίσματα των παιδιών τους και τα δύο λεπτά είναι προσφιλέστερα στο Θεό από τα λαμπρά κατορθώματα. Γιατί είναι φυσικό να κρίνονται αυτά από την προαίρεση και όχι από το αποτέλεσμα. Επιπλέον δεν πρέπει ν’ αποκρούομε και την προτροπή ενός ανθρώπου που αγαπά το Θεό, γιατί αυτός είναι σεβαστός και του χρεωστούμε πολλές χάρες. Γι’ αυτό αρχίζω το λόγο μου, όχι με θράσος και δίχως συστολή, αλλά με δισταγμό και φόβο σου προσφέρω ό,τι καλύτερο από τα δικά σου θεία και ιερά διδάγματα. Γιατί, αναπτύσσοντας ένα τέτοιο θέμα, δε θα είναι ο έπαινός μου ασήμαντος, εάν πλησιάσω το άξιο, αν όμως δεν το επιτύχω, που βέβαια άριστο είναι να μην το πάθω, αν και αμφίβολο, μου αξίζει συγχώρεση, γιατί υπέκυψα σε δικαιολογημένη ήττα. Δος μου λοιπόν την πυρίπνοη χάρη του Πνεύματος, γιατί και συ χρημάτισες στόμα του Χριστού, βγάζοντας απ’ το μηδαμινό σπουδαίο. Και όχι ένα και δύο, γιατί αυτό μπορεί ίσως να το επιτύχει ο καθένας, αλλά οικοδομώντας σπίτια ολόκληρα και χωριά και πόλεις.
Σαν υπηρέτης του Λόγου, είσαι γεμάτος από λόγους, με τους οποίους κήρυξες τον θείο και ενυπόστατο Λόγο του Θεού Πατέρα, με τη χάρη του Πνεύματος, ομοούσιο με τον Πατέρα, κι οι τρεις ν’ αναγνωρίζονται μονάδα που προσκυνείται σε Τριάδα, και Τριάδα που ανακεφαλαιώνεται σε μονάδα, που τη χαρακτηρίζει κάποια παράδοξη ένωση και διαίρεση. Γιατί ούτε η ενότητά της είναι συγκεχυμένη, ούτε η τριαδικότητά της διαιρείται τελείως, αλλά το ένα διατηρείται μέσα στο άλλο και μέσα στην ενότητα της ουσίας η ενότητα των υποστάσεων και η απαράλλαχτη φύση. Αυτά δίδαξες όλη την οικουμένη, μια θεότητα τρισυπόστατη που ακέρια επικοινώνησε μαζί μας με μια από τις υποστάσεις της. Κι αυτή είναι ο Υιός του Θεού, ο απαθής, ο ενωμένος με την παθητή φύση, και που παθαίνει ό,τι και η παθητή φύση, έχει αρχή της ύπαρξής του, παίρνει σάρκα και αυξάνεται, και ο απλός στη φύση, γίνεται σύνθετος προσλαμβάνοντας τη φύση μας, και αναγνωρίζεται αληθινά με δύο φύσεις, γιατί φέρει μετά την ένωση δύο φύσεις, από τις οποίες, όπως κηρύττεται, απαρτίζεται ένα. Κάθε μία από τις δύο αυτές φύσεις είναι τέλεια σύμφωνα με τον ορισμό και την αιτία της, η μια χωρίς αρχή και άκτιστη, η άλλη με αρχή και κτιστή˙ η μια απαθής, αόρατη, που δεν αγγίζεται και δεν περιγράφεται˙ η κάθε μία έχει τη θέλησή της κι είναι αυτεξούσια και ενεργεί, και τούτο κι εκείνο το κάνει ο ίδιος, ο ένας Χριστός και Υιός και Κύριος, με οργανική υπηρεσία της μιας και δεσποτική ενέργεια της άλλης, επειδή κάθε μία έχει την οικεία ενέργεια και την αυτεξούσια κίνηση. Κι ενώ αυτός ο ένας εκτελεί και τούτο κι εκείνο, πραγματοποίησε και με τα δύο τη σωτήρια ανακαίνισή μας, πράγμα για το οποίο από φιλανθρωπία ΄εκένωσε΄ τον εαυτό του.3
Αυτά δίδαξες, αφού τα έμαθες, και σ’ αυτά επάνω χτίζεις την ομορφιά των άριστων έργων που λάμπει σαν το χρυσάφι και το ασήμι, ώστε, πλησιάζοντας τη φωτιά που διαχωρίζει, να μη μας κατακάψει σα να είμαστε φρύγανα, αλλά να καθαρθούμε όλο και πιο πολύ αποβάλλοντας όποιο στοιχείο είναι κίβδηλο και μένοντας στον αιώνα καθαροί μαζί με τον καθαρό που μας περνά από τη φωτιά και μας θεώνει. Ποιός θα μου δώσει γλώσσα άξια να σ’ επαινέσει; Ποιός θα με φέρει στην προηγούμενη ημέρα, όταν φώτιζε η θεία φλόγα σε γλώσσες μοιρασμένη, κι αναπαυόμενη στον καθένα από τους αποστόλους ενιαία και πολύτροπα, ώστε η ενιαία διδαχή της πίστης να κηρυχθεί με χίλιες γλώσσες, συνάγοντας σ’ ενότητα όσα είχαν διασπαστεί, αφού πρώτα είχε καταλυθεί η πολύσχιστη πλάνη, αυτή που σαν κακή ομόνοια ένωσε παλιά τους χτίστες του πύργου, για να πάρουν το μισθό της ασέβειάς τους, τη σύγχυση της γλώσσας, κι από αυτήν τη διαίρεση της γνώμης τους; Ποιός θα μου δώσει αυτή τη γλώσσα του Πνεύματος, ώστε να διακηρύξω τις υπερφυσικές αρετές αυτού του πνευματοφόρου αγίου; Ας έρθει και εδώ ωκεανός λόγων, άβυσσος νοημάτων˙ μα η χάρη του Πνεύματος σε λόγια δεν υποχωρεί. Γιατί, όποιος θέλει να μιλήσει δίχως Πνεύμα για το Πνεύμα, θέλει να βλέπει δίχως φως και έχει οδηγό στην όρασή του το σκοτάδι. Γι’ αυτό γυρίζω πάλι στον ίδιο αυτόν που τώρα εγκωμιάζομε, ανάβοντας το λύχνο της γνώσης μου από αυτόν σαν από θείο πυρσό, για να είναι ο ίδιος το αντικείμενο του εγκωμιασμού και μαζί ο προμηθευτής των επαίνων.
Ποιός είναι τόσο πλούσιος στο λόγο και έξοχος στη φρόνηση, πράγματα ασύγκριτα μεταξύ τους, ώστε να είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις σε ποιο απ’ τα δύο ήταν πιο αξιοθαύμαστος; Ποιός ήταν τόσο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρετής ακόμα και στην πρώτη ματιά, ώστε να μη χρειάζεται να το διδάξει κανείς με λόγο; Ποιός σκορπούσε τόσες νιφάδες λόγων, που ακολουθούσαν τα έργα του, και που απ’ αυτόν αντλούσαν τη δύναμή τους, ώστε και γι’ αυτόν να λέγεται «για όσα άρχισε να πράττει και να λέει», αυτό που λέει ο θεσπέσιος Λουκάς για τον Ιησού το Θεό μου από τον οποίο έλαβε το είναι και το εύ είναι;4 Ποιός άσκησε τη θεωρία και την πράξη, καταπατώντας τις ηδονές, σα να ήταν άσαρκος, και εξετάζοντας μαζί με το Θεό τα θεία; Ποιός περιέβαλε την πίστη αρμονικά με τα έργα, όπως την ψυχή περιβάλλουν τα μέλη του σώματος, και τα υπέταξε σ’ αυτήν, ώστε το ένα δίχως το άλλο να ‘ναι άχρηστο κι ανώφελο, αν και στην πίστη δε θα δώσει κανένας λανθασμένα το προβάδισμα; Ποιός απέβαλε σε τέτοιο βαθμό τη λαιμαργία, υποδουλώνοντας αυτήν με τόση εξουσία και φιμώνοντάς την, αν και μάνιαζε, με τον ευσεβή λογισμό του και στάθηκε αυτοκυριαρχημένος κι όχι δούλος της;
Κι ήταν τόσο περίσσεια η εγκράτειά του, ώστε να μην μπορεί να καταλάβει κανείς αν δεχόταν και τι και πόση τροφή και πόσο ποτό. Γιατί η υγεία του ήταν επισφαλής και η σάρκα του ασθενική και πλαδαρή και σαν να του έλειπε η πνοή. Γιατί είναι αδύνατο να ζει κανείς χωρίς αναπνοή, αφού έτσι είναι απαραίτητο ν’ αναπληρώνεται και η έλλειψη των άλλων στοιχείων. Αυτά που εξαντλούνται είναι τρία˙ το ξηρό, το υγρό και η αναπνοή˙ η πρόσφορη αναπλήρωση καθενός από αυτά είναι ορισμένο από τον κτίστη να συγκρατεί τη φυσική κατάσταση του σώματος. Η χάρη όμως του Πνεύματος δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους. Γιατί λέει, «ο άνθρωπος δε θα ζήσει μόνο τρώγοντας ψωμί, αλλά ακούοντας κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού».5 Ποιός είναι τόσο καθαρός εκτός από το σώμα και στην ψυχή και στο νου, ώστε να του προσμαρτυρείται και η ηλιθιότητα στη σχέση με τη σαρκική ηδονή; Δεν ήταν όμως πραγματικά ηλιθιότητα, γιατί δεν ήταν ανοησία ούτε κάποια φυσική ανικανότητα, αλλά η υπερίσχυση του λόγου, που κρατάει τα ηνία του αλόγου, κι εντείνοντας όλον τον πόθο του προς το Θεό, που γι’ αυτό και έχει δημιουργηθεί, αποκρούει την απαλότητα της ηδονής σαν προσάναμμα της φωτιάς και διαλέγει την τραχύτητα της αρετής που οδηγεί στην αιώνια ανάπαυση. Σ’ αυτά συνηθίζοντας τον εαυτό του από μικρή ηλικία, γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο κυρίαρχος του εαυτού του, ώσπου αποκοίμισε τελείως το πάθος, τιθασεύοντάς το με την ασκητική τέχνη και κάνοντάς το υπάκουο, για ν’ αποχτήσει με τον καιρό τη συνήθεια μεταβάλλοντάς την γρήγορα σε δεύτερη φύση. Γιατί η προσπάθεια, όταν επιτύχει τη θεία βοήθεια, έχει τη δυνατότητα να χαρίζει την απάθεια.
Ποιος απέβαλε τη φιλαργυρία μαζί με την οποία και τα χρήματα, ποθώντας τη μη απόκτησή τους τόσο, όσο άλλος την απόχτησή τους, πράγμα που είναι το στήριγμα των παθών, η στέρηση της ελπίδας, ο αντίπαλος της πίστης; Γι’ αυτό κι ο Παύλος, η θεόφθογγη λύρα του Πνεύματος, το πολύηχο στόμα των αποστολικών γλωσσών, την ονομάζει καίρια δεύτερη ειδωλολατρία.6 Γιατί, παραλείποντας κάποιος να δέσει την άγκυρα της ελπίδας από τη θεία πρόνοια, στηρίζεται στη συλλογή των χρημάτων. Προτιμώντας αυτά από το αγαθό, σα να πρόκειται να ζήσει αιώνια και σαν θάλασσα που δε γεμίζει ποτέ, έστω κι αν εισρέουν μεγάλα ποτάμια από χρυσάφι, δεν τα προτίμησε αυτά αυτός που τώρα εγκωμιάζομε, αλλά αποκρούοντάς τα όλα, να, καυχιέται για πατρίδα ένδοξη και περίφημη, λέγω την πόλη του Αντιόχου, που κρατάει τα σκήπτρα της Ανατολής. Γενιά κι αίμα περίφημα, χρυσάφι κι ασήμι και πετράδια πολύτιμα και ρούχα απαλά και φημισμένα τα παραχώρησε σε άλλους, ακόμα και τη φήμη και τη δύναμη του λόγου.
Πηγαίνει στο Μελέτιο, τον προκαθήμενο της Εκκλησίας των Αντιοχέων, που ήταν προικισμένος με πλούσια θεία χαρίσματα, ξακουστός σ’ όλους για το λόγο και το βίο του. Αυτός τον δέχτηκε στα δεκαοχτώ του χρόνια κι έγινε εραστής της ομορφιάς της καρδιάς του, γιατί με προβλεπτικά μάτια έβλεπε τι θα γινόταν ο νέος. Αφού του έδωσε τα θεμελιώδη διδάγματα της ευσέβειας και μόρφωσε ικανοποιητικά το ήθος και τη συμπεριφορά του και προδιέγραψε την ομορφιά της αλήθειας, μορφώνει μέσα του με το λουτρό της παλιγγενεσίας το Χριστό, που ξεπερνά στην ομορφιά τους υιούς των ανθρώπων,7 γιατί άστραφτε από την ομορφιά της θεότητας. Ήταν τριάντα περίπου ετών και φτάνοντας στη σωματική και την πνευματική ωριμότητα έγινε αναγνώστης των θείων λόγων μαζί και δάσκαλος, από σφοδρότητα θείου έρωτα μεταβαίνει στην έρημο, θέλοντας να καταμαράνει τη σάρκα που σφριγούσε κι οργιούσε από τα πάθη, για να μην υποδουλωθεί το ανώτερο στο κατώτερο. Αλληλομαχούν αυτά τα δύο και η φθαρτότητα του σώματος παραχωρεί την επικράτηση στην ψυχή.
Αφού επισκέφθηκε τα γύρω βουνά, βαδίζει σ’ ένα γέροντα, που μιλούσε συριακά, αλλά δεν ήταν ευκαταφρόνητη η γνώση του, κι ασκούσε άκρα εγκράτεια. Κι αφού επί τέσσερα χρόνια πήρε από αυτόν τη σκληραγωγία του και νίκησε ήσυχα κάθε ηδυπάθεια, έχοντας πια λόγο που αμιλλόταν με τους τρόπους του, λαχταρώντας την αφάνεια, γίνεται κάτοικος κάποιου απομακρυσμένου μέρους, που φημιζόταν ως σπήλαιο, μετατρέποντάς το σε καταφύγιο και παλαίστρα και κονίστρα αρετής. Πόσους άθλους ανέλαβε εδώ κι ανάλογα με το πλήθος των πόνων του, έπαιρνε την παράκληση από το Πνεύμα; Πόσες ψυχικές αναβάσεις επέτυχε με τη βοήθεια του Πνεύματος; Προχωρούσε από δύναμη σε δύναμη και με τα δύο μαζί, και με την πράξη και με τη θεωρία, εξορίζοντας από την ψυχή του και το σώμα κάθε αιγυπτιακό νόημα.
Ήταν ένας άλλος Μωυσής χαρισμένος στη ζωή, που είχε εγκαταλείψει τον εδώ αιγυπτιακό βίο κι όλα τα σχετικά με το βίο αυτόν και, βγαίνοντας κατά κάποιο τρόπο έξω από αυτόν, είδε το Θεό να λάμπει μέσα από την τραχύ βάτο της ζωής. Κι όπως από το αγκάθι βγαίνει το ρόδο, έτσι κι από τους κόπους κατά φυσική ακολουθία φυτρώνει το ευωδιαστό φυτό της αρετής για να το μυρίζει ο Θεός. Έτσι, αφού ελευθερώθηκε από χαμαίζηλα φρονήματα και άφησε σαν πέδιλα τις γήινες φροντίδες στον τόπο του Θεού, γίνεται κύριος του νου του και βλέπει το Θεό όσο είναι δυνατό να τον δει άνθρωπος, και πηγαίνει πάλι στην Αίγυπτο, για να μεταφερθεί ο ίδιος και να μεταφέρει πλήθη άπειρα κι αμέτρητα από την Αίγυπτο και τη σκληρή τυραννία του κοσμοκράτορα Φαραώ στην ουράνια γη της επαγγελίας μέσα από την Ερυθρά θάλασσα του θείου ύδατος και αίματος, που έζησαν μέσα στην έρημο των παθών και ξέφυγαν από τον Αμαλήκ, με χέρια απλωμένα, κατά τον τύπο του σταυρού, σ’ αυτόν που άπλωσε στο σταυρό τα χέρια του για χάρη μας, δεχόμενοι από αυτόν την τροπαιοφόρα δύναμη. Έζησε λοιπόν στο σπήλαιο δυο χρόνια, διαφυλάσσοντας άγρυπνη την ψυχή και το σώμα του και, ασχολούμενος, σα να μην είχε σώμα, με τη μελέτη των θείων λόγων εξοστράκισε κάθε είδους άγνοια, εγκαθιστώντας μέσα του το φως της αληθινής γνώσης. Κι αν χρειαζόταν να κοιμηθεί και λίγο για την φυσική του αναζωογόνηση, εκτελούσε τη φυσική αυτή λειτουργία όλα αυτά τα δυο χρόνια χωρίς να ξαπλωθεί ούτε τη νύχτα ούτε τη μέρα. Έτσι νεκρώνονται τα υπογάστρια και παραλύουν οι δυνάμεις των νεφρών και σβήνει η πύρα στα ομφάλια μέρη και δεν έχει τη δύναμη να χρησιμεύσει στον εαυτό του.
Ξαναγυρίζοντας στην πατρίδα, αφού εισήλθε στην τάξη των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας κι αφού πλήρωσε σ’ αυτήν όπως το παιδί που έχει ευγνωμοσύνη στην τροφό μητέρα του τα τροφεία, με θεία πρόνοια μετατίθεται προς τη βασιλική πόλη και νυμφεύεται την κόρη του μεγάλου αρχιερέα. Γιατί δεν ήταν δυνατό να κρυφτεί κάτω από το μόδιο ένας τέτοιος φωστήρας, που πάνω του αναπαυόταν το άχρονο και αίδιο φως, αλλά έπρεπε να τοποθετηθεί πάνω σε λυχνοστάτη ψηλό και περίβλεπτο, ώστε, φωτίζοντας από ψηλά κι από σκοπιά κεντρικότατη, να αντηχήσει σαν σάλπιγγα χρυσόφτιαχτη σ’ όλα τα πέρατα. Ποιός κυβέρνησε και ρύθμισε με όμοιο τρόπο την Εκκλησία και έδειξε ταπεινό φρόνημα σε τόσο υψηλό προβάδισμα του αξιώματος; Ποιός χαλιναγώγησε τόσο το θυμό και την οργή του, ώστε ν’ αποχτήσει την επιβαλλόμενη πραότητα, που αποστρέφεται ό,τι είναι αντίθετο στην αρετή και διεκδικεί το δίκαιο από τα χέρια των άδικων; Ποιός είχε τόση αγάπη από την οποία πηγάζει το έλεος, της αρετής του οποίου τα σύμβολα τα έχουν μέχρι σήμερα στήλες ζωντανές; Κάθε λόγος του είχε θέμα την ελεημοσύνη, για να οδηγήσει σε έξη συμπάθειας και μετάδοσης όσους άκουαν τα λόγια του. Γιατί τους έπεισε να δανείζουν στο Θεό τ’ αγαθά τους, να δίνουν φθαρτά και παροδικά και να παίρνουν σ’ αντάλλαγμα τα μόνιμα κι άφθαρτα και να θησαυρίζουν στους ουρανούς το κέρδος της συμπάθειας που δεν ξοδεύεται, που δεν το λεηλατεί ο κλέφτης, να καθαίρουν τις αμαρτίες μ’ ελεημοσύνες και τις αδικίες τους μ’ ευσπλαχνία προς τους φτωχούς, να μοιράζουν, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, το ψωμί στους πεινασμένους, και στους διψασμένους να δίνουν το ποτήρι του νερού˙ να ντύνουν τη γύμνια των γυμνών, να δίνουν ρούχα σ’ όσους δεν έχουν και στέγη σ’ όσους μένουν άστεγοι στο ύπαιθρο, να επισκέπτονται τους άρρωστους, να οδηγούν τα βήματά τους στη φυλακή, να κερδίζουν τη συμπάθεια με συμπάθεια.
Ποιός απέκρουσε την οργή κι έπεισε και το ποίμνιό του να την αποκρούσει, αυτήν που όποιοι την έχουν τους κλείνει τη θεία πηγή της ευσπλαχνίας; Γιατί λέει, ό,τι έκανες στους άλλους, αυτό θα γίνει και σ’ εσένα˙ «με το μέτρο που μετράς, θα σου αντιμετρηθεί».8 Αν δηλαδή συγχωρέσεις, θα συγχωρεθείς. Και πάλι κατ’ ακολουθία αυτού φωνάζει και το αντίθετο˙ δε θα συγχωρεθείς αν δε συγχωρέσεις. Ποιός καταδίκασε το φθόνο και τη ζήλεια και δίδαξε την κατάκριση; Είναι άριστο να σε φθονούν˙ γιατί είναι αγαθό ό,τι επισύρει το φθόνο. Είναι όμως αυτοκατάκριτη, εκτός του ότι κι αισχρότατη, η βάσκανη ζήλεια, το πιο άδικο και πιο αδικαιολόγητο από όλα τα πάθη, αντίπαλο της ευσπλαχνίας, αφού ευσπλαχνία είναι να πονά κανένας για τις συμφορές των άλλων, ενώ ζήλεια να υποφέρει για τις χαρές τους, όχι για χάρη του εαυτού του, αλλά εκείνου που υποφέρει, και την αύξηση των ξένων καλών να την κάνει δυνάμωμα του σαρακιού που τον τρώει, προσβάλλοντας πρώτα αυτόν που το έχει. Κι αφού μας δίδαξε να μην κρίνομε τον σύνδουλό μας για να μην κριθούμε, αφού ο μόνος δίκαιος κριτής ζυγίζει τη δίκη μας με δίκαια σταθμά, ούτε να ιδιοποιούμαστε αρπακτικά το αξίωμα του κυρίου μας. Γιατί μόνο ένας κριτής υπάρχει που από τη φύση του δεν κρίνεται, επειδή είναι ο μόνος έξω από την αμαρτία, Κύριος ο ίδιος που δεν έχει άλλον κύριό του, που φωνάζει στο Ευαγγέλιο˙ «συγχωρέστε, και θα συγχωρεθείτε».9
Ποιός έδιωξε τη λύπη που οδηγεί στο θάνατο και δίδαξε τη λύπη που προκαλεί τη χαρά, από τις οποίες η μια, που εκδηλώνεται ως πένθος για την αμαρτία προς το Θεό, είναι σωτήρια, εφόσον αμαρτία θεωρούν οι δεινοί σ’ αυτά την αποτυχία, ενώ η άλλη λύπη, που προέρχεται από τη στέρηση των ηδονών, καταστρέφει στ’ αλήθεια την ψυχή και καθόλου δεν επιδοκιμάζεται; Γιατί δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό να προξενηθεί λύπη, παρά αν δεν πραγματοποιηθεί κάποια επιθυμία. Όποια είναι λοιπόν η επιθυμία, τέτοια είναι και η λύπη απ την στέρησή της˙ αγαθή η επιθυμία, άριστη η λύπη, διαφορετική η επιθυμία, και η λύπη διαφορετική. Η άριστη από τις επιθυμίες είναι μία, αυτή που κατευθύνεται προς το μοναδικό άριστο. Σε αντίθετα πράγματα είναι και οι επιθυμίες αντίθετες. Την αδράνεια της ακηδίας δεν την τονώνει η μνήμη του θανάτου; Δίδαξε λοιπόν να την αποτινάζομε, επειδή κόβει το νεύρο της ίδιας της ψυχικής δύναμης, και έβαλε στη θέση της το θείο φόβο, και παρότρυνε με πόθο το λαό να προσεύχονται και να ξεριζώνουν κυριολεκτικά τη ραθυμία από τις ψυχές και να φυλάγουν με όλη τη δύναμή τους τις καρδιές τους για να μη διεισδύσει σ’ αυτές ο θάνατος από τις αισθήσεις σαν από κάποιες θυρίδες.
Μας δίδαξε ο άγιος να ερευνούμε τις Γραφές, αφού έγινε εξηγητής τους και δάσκαλος κι αφού με προφητικό πνεύμα ερεύνησε τα κρυμμένα βάθη του Πνεύματος και έσπασε το κάλυμμα του γράμματος και φανέρωσε το κάλλος που είχε αποτεθεί, κι όλα αυτά με φρόνημα μακριά από κάθε αλαζονεία και κενοδοξία. Γιατί ήξερε πολύ καλά να καταπατεί την κούφια δόξα, το κούφιο ξόδεμα των κόπων, που καταστρέφει τη γη των αρετών, γιατί γνωρίζει να τρυπάει, σαν κάποιο πιθάρι, το πνευματικό δοχείο των αρετών και, θεωρώντας ως γέμισμα το άδειασμα, δεν κάνει καθόλου λιγότερο κενό το πιθάρι, σκορπίζοντας ανώφελο ιδρώτα και προξενώντας κόπο που δεν απολαμβάνει το κέρδος του. Γιατί γνώριζε ότι κάθε δόξα και κάθε έπαρση ταιριάζει στο Θεό, ενώ στον άνθρωπο ταιριάζει η ταπείνωση, που γίνεται για τον άριστο δρόμο, ανύψωσης και για τον Ισραήλ κλίμακα, που ανεβάζει τον άνθρωπο στο Θεό και κάνει το Θεό προστάτη της καρδιάς του.
Στεκόταν ταπεινά μπροστά σε κάθε πλάσμα εξαιτίας του Κυρίου που το έχει πλάσει, εκεί βέβαια που δεν προσβαλλόταν ο Χριστός και δεν γινόταν παράβαση κι ανατροπή του νόμου. Απέκρουε κάθε περιφάνεια και βλοσυρότητα και ακαταδεξιά. Ήταν μειλήχια η όψη του σ’ αυτούς που συναναστρεφόταν κι ο λόγος του ήπιος και αρτυμένος από θείο άλας. Ο τρόπος του ήταν ευχάριστος, και γλυκύ το χαμόγελό του που δεν έφτανε σε γέλιο αχαλίνωτο. Γιατί, γνωρίζοντας ότι οι κακίες ήταν εγκατεστημένες δίπλα στις αρετές και ότι οι πόρτες τους γειτονεύουν, υπακούοντας σ’ αυτόν που τον συμβούλευε τα άριστα, πρόσεχε τον εαυτό του και γινόταν τραπεζίτης με ορθή πίστη, απορρίπτοντας κάθε κίβδηλο νόμισμα και δεχόμενος τη δραχμή με την εικόνα του βασιλιά, τίναζε από την καρδιά του κάθε κακία, σα να ήταν χώμα, με το φύσημα του θείου Πνεύματος, και ποτιζόταν και γινόταν γόνιμος με τις αντίθετες στις κακίες αρετές, γνωριζόμενος σαν ελιά κατάκαρπη και αειθαλής μέσα στην Εκκλησία, τον οίκο του Θεού και προσφέροντας ώριμο καρπό στο Θεό το πλήθος εκείνων που μ’ ενέργειά του σώζονταν, ή σαν ένα φοίνικα περιφραγμένο με τους πασσάλους των άριστων ελέγχων. Και ήλεγχε άριστα αυτούς που ένωναν μαζί σπίτι με σπίτι και που βιάζονταν να λεηλατήσουν το αμπέλι του Ναβουθαί, αφού δεν υπήρχε ο Ηλιού να τους ελέγξει. Σήκωσε όμως αμέσως το Πνεύμα το άγιο τον Ηλία, εισδύοντας στις ψυχές των δικαίων. Από γενιά σε γενιά σηκώνει προφήτες, ζηλωτές αγαθών έργων, που μισούν κι αποκρούουν ό,τι φαύλο και άτοπο, και εγκαθιστούν μέσα τους στη θέση αυτών κάθε τι σύμφωνο με το νόμο και δίκαιο.
Έτσι ο θείος πατέρας γινόταν κριτής της αδικίας, όχι κρίνοντας με αδικία, μακριά από τέτοια σκέψη˙ γιατί πώς ήταν δυνατό; Αλλά κατακρίνοντας και δείχνοντας ότι έπρεπε αυτή ν’ αποβάλλεται, κι εμπόδιζε από τις θείες αυλές όσους αδικοπραγούσαν. Μια χήρα για παράδειγμα τον πίεζε ενοχλώντας τον συνέχεια, επειδή την έτρωγε μέσα της μια αδικία. Αρπάζει σαν ένα καταφύγιο οχυρό και ακλόνητο αυτόν τον άνθρωπο του Θεού κι ασφαλώς η σκέψη της δεν ήταν η χειρότερη. Γιατί ποιόν άλλον θα έβρισκε να τη βοηθήσει σ’ ό,τι είχε πάθει; Μήπως άρχοντα; Αλλά άρχοντας πάνω από τους άρχοντες ήταν αυτή που αυθαιρετούσε σ’ αυτά. Το βασιλιά μήπως; Αλλά με την προσκόλλησή του στη γυναίκα του παρέλυσε η δική του γνώμη. Γιατί ήταν οστούν και σάρκα από τη σάρκα του αυτή που έκανε την αδικία. Κι εκείνη που έπρεπε να βάζει χαλινάρι στους άλλους, αυτή έτρεχε ν’ αδικήσει η ίδια. Τί κάνεις, παράνομο γυναικάριο; Φοράς το βασιλικό ένδυμα, έχοντάς το σαν φύλακα του νόμου, και καταπατείς το νόμο; Πόσο απερίγραπτη είναι η σοφία εκείνου που είπε, « μη δώσετε τα άγια στα σκυλιά και μη ρίξετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους».10 Γιατί αυτή, αφού καταπάτησε τον θείο κι άγιο νόμο, δηλαδή το πολύτιμο μαργαριτάρι, γύρισε και τσάκισε τη φτωχή χήρα, αρπάζοντάς της το μέσο για την καθημερινή ζωή της.
Τί κάνεις, γυναικάριο άπληστο κι αχάριστο; Έχεις τη γη και τη θάλασσα να σου προσφέρουν αδιάκοπα τα δώρα τους, και κυνηγάς την άπορη χήρα για το μικρό χωραφάκι της που θα ήταν δίκαιο ν’ αλλάζατε τις ζωές σας; Κι ενώ με τα λόγια επιβεβαιώνεις το νόμο, τον αποκηρύττεις με τα έργα σου; Δεν σεβάστηκες τον πατέρα των ορφανών και κριτή των χηρών;11 Εκείνος όμως που τρέφεται πάντοτε με τους θείους λόγους άκουσε τη θεόπνευστη ρήση, «κρίνατε ορθά το ορφανό και αποδώστε δικαιοσύνη στη χήρα»,12 και έχοντας οδηγό πυρίπνοο στο ζήλο του τον Ηλία, ακολουθεί την παρρησία του Ιωάννη λέγοντας, ΄Δε σου επιτρέπεται να έχεις το αμπέλι της αδελφής σου΄. Νομίζεις αλήθεια ότι βγήκες από τα όρια της ανθρώπινης φύσης, επειδή με το βασιλικό αξίωμα βρέθηκες σε ανώτερη θέση; Γιατί η αρχή που συγκροτείται από το νόμο γίνεται βασιλεία, ενώ η αρχή που θεμελιώνεται με την παρανομία ονομάζεται όχι άδικα τυραννία. Δεν διάβασες τί έκανε η Ιεζάβελ; Πώς μπαίνεις σ’ αυτόν τον ιερό ναό; Μακριά από τα θεία ανάκτορα. Ο ναός του Θεού είναι λουτήρας, που καθαρίζει τα αμαρτήματα. Όταν ο τελώνης δέχτηκε στο σπίτι του τον Ιησού δεν σκόρπισε καλά, όσα είχε αδίκως φορολογήσει; Εσύ, κόρη μου (γιατί είσαι ακόμα μέλος, αν και δύσχρηστο, και σε περιλαμβάνω στην εκκλησία με την ελπίδα της σωτηρίας σου, αλλά σωτηρία χωρίς μετάνοια είναι από τ’ αδύνατα), απόδωσε σωστά όσα έχεις αρπάξει ενώ δεν έπρεπε.
Αυτά της έλεγε, αλλά δεν την έπειθε. Είχε κλείσει την ακοή της σαν με μια ασπίδα και δεν άκουγε αυτόν που εφάρμοζε σ’ αυτήν θεραπεία φιλόθεη και σοφή. Κι επειδή έβλεπε ότι η αρρώστια της ήταν τελείως ανίατη, διώχνει από τον ιερό θάλαμο εκείνην που δεν είχε φόρεμα γάμου. Και τί επακολουθεί; Η Ιεζάβελ επιτίθεται πάλι κατά του προφήτη και ο κήρυκας της αλήθειας δε φεύγει καθόλου ούτε ρίχνεται στη φυλακή όπως ΄φωνή βοώντος΄, αλλά καταδικάζεται σε εξορία. Ώ φρόνημα άτοπο! Η γοητεία του φιδιού βιάζεται άλλη μια φορά να εξορίσει από την Εκκλησία τον άνθρωπο του Θεού και δεν αστόχησε στον πόθο του…
…
Αυτά είναι τα ψελλίσματά του σ’ εσένα, Πατέρα των Πατέρων. Είθε όμως να παρακολουθείς από ψηλά εμάς που έχουμε το όνομά σου και σαν δώρο σ’ εμάς να μας κάνεις φίλους του Πλάστη, που είναι ο Χριστός, η αιώνια χαρά, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε και στους ατελείωτους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ψαλμ. 18,5. Ρωμ. 10, 18.
2. Α’ Κορ. 1, 24.
3. Φιλ. 2, 6.
4. Πράξ. 1, 1.
5. Δευτ. 8, 3. Ματθ. 4, 4.
6. Έξ. 5, 5.
7. Ψαλμ. 44, 3.
8. Ματθ. 7, 2.
9. Λουκά 6, 37.
10. Ματθ. 7, 6.
11. Ψαλμ. 67, 6.
12. Ψαλμ. 81, 3….
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3010
Ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος Θεός
δέν ξέχασε τό πλάσμα του, ἐσένα.
Ἔκανε τό πᾶν, γιά νά σέ σώσει·
προσπάθησε νά σέ ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο
τῆς πλανερῆς αὐτάρκειας μέ χίλιους τρόπους.
Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες, σοῦ ἔδωσε νόμο,
ἐμφάνισε σημεῖα σέ οὐρανό καί γῆ.
Ὡστόσο, τό κακό εἶχε προχωρήσει.
Χρειαζόσουν ἄλλο φάρμακο, ἰσχυρότερο.
Τότε κι Αὐτός, ὁ ἴδιος ὁ προαιώνιος Θεός Λόγος,
ὁ δημιουργός σου, ἀφοῦ ἄλλη λύση δέν ὑπῆρχε,
γίνεται γιά χάρη σου ἄνθρωπος
καί γιά χάρη σου γεννιέται ἀδύναμο βρέφος,
καί γιά σένα καί μόνο, ἐνῶ εἶναι πάμπλουτος,
πτωχεύει, ἀδειάζει...
Ὥστε ἐσύ νά πλουτίσεις τή φύση σου μέ τή θεότητά Του,
κι ἔτσι νά ἐπανέλθεις στήν ἀρχαία ἐκείνη ὀμορφιά...
Αὐτό λέγεται τέλεια κι ἀκατάσχετη ἀγάπη.
Ἀληθινά δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ἐκφράσω.
Καί ὁ Θεός δέν ἀποφάσισε
νά σέ γλυτώσει σάν βασιλιάς τόν δοῦλο του,
μά σάν ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό.
Δέν εἶσαι ζῶο νά σοῦ βάλει χαλινάρι.
Ἐλεύθερο σέ θέλει γιά δικό Του.
Νά τ᾿ ἀψηφήσεις ὅλα
καί νά τοῦ πεῖς μ᾿ ἀπόφαση παλληκαρίσια
κι ἀγύριστη: «Ἰδού ἐγώ, Κύριε...»
...καί νά γυρίσεις στό σπίτι τοῦ Πατέρα σου πού ἄφησες.
Πρῶτο κι αἰώνιο κι ἀπύθμενο,
πού σ᾿ ὅλα δίνει νόημα κι ἀξία, εἶναι ἕνα:
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καί πόσο ἄραγε εἶσαι ἕτοιμος νά τή δεχτεῖς;...
ΠΗΓΗ: http://www.apolytrosis.gr/web/guest/30ian
Ως βασική αρχή του Γρηγορίου για την αντιμετώπιση των ταραχών, των διενέξεων και διχονοιών πού προκαλούσαν την διάσπαση της ενότητος και τη διατάραξη της ειρήνης της Εκκλησίας, είχε το ειρηνεύομεν εννόμως μαχόμενοι και πάντοτε μέσα στα πλαίσια των όρων του πνεύματος1. Προσπαθούσε να συνδυάζει άριστα τον έλεγχο και την παρρησία με την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη. Διότι, όπως αναφέρει, εστίν ανδρός μεγαλόφρονος φίλων αποδέχεσθαι ελευθερίαν ή εχθρών κολακίαν2.
Στις οποιεσδήποτε παρουσιαζόμενες διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων, ο ίδιος ηγωνίζετο για το ύψιστο αγαθό της ειρήνης, υπέρ της οποίας εξεφώνησε ειδικά προς τούτο μία σειρά τριών λόγων «περί ειρήνης», και το σπουδαιότερο, υπέρ της οποίας προσέφερε τον ίδιο τον εαυτό του. Οι ειρηνικοί αυτοί λόγοι του Γρηγορίου συνδέονται άμεσα με την ειρηνευτική δραστηριότητα, την οποία ανέπτυξε για την επικράτηση της ειρήνης μέσα στην Εκκλησία.
Όπως από τους πέντε θεολογικούς του λόγους, πού εξεφώνησε, επονομάσθηκε θεολόγος και με την προσωνυμία αυτή έμεινε στην ιστορία της Εκκλησίας «Γρηγόριος ο Θεολόγος», κατά παρόμοιο και ανάλογο τρόπο με τους τρεις εκφωνηθέντες λόγους του ο Γρηγόριος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ειρηνοποιός. Ο Γρηγόριος δεν περιορίσθηκε μόνο στη θεωρητική διατύπωση της περί ειρήνης διδασκαλίας του, αλλά ό ίδιος την έκανε πράξη με την ίδια τη ζωή του.
Τον Α' ειρηνικό λόγο3 εξεφώνισε το 364 ο Γρηγόριος, όταν διεπίστωσε ότι αποφεύχθηκε το σχίσμα στην Εκκλησία της επισκοπής Ναζιανζού, αιτία του οποίου θεωρήθηκε ο επίσκοπος της Ναζιανζού Γρηγόριος, πατέρας του Γρηγορίου, ο οποίος, φαίνεται από απλότητα και μάλλον από άγνοια των δογματικών λεπτομερειών, υπέγραψε κάποιο ομοουσιανό φιλοαρειανικού περιεχομένου σύμβολο, το οποίο, ας σημειωθεί, ότι τότε εχαρακτηρίζετο ως τόπος ειρήνης. Η ενέργεια αυτή του επισκόπου Γρηγορίου προκάλεσε την εξέγερση μεγάλου μέρους του ορθοδόξου λαού και ιδία των μοναχών της περιοχής με αποτέλεσμα να επέλθει διακοπή κοινωνίας με τον επίσκοπό τους και να οδηγείται σε σχίσμα η Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με την παρέμβαση όμως του, υιού, Γρηγορίου, ο οποίος εγνώριζε ότι ο πατέρας του ουδέποτε είχε αρνηθεί το Σύμβουλο Νικαίας, καθώς και με τη μεσολάβηση του Μ. Βασιλείου, επείσθη ο επίσκοπος, (πατήρ του), Γρηγόριος και εδέχθη ορθόδοξη ομολογία, ταχθείς υπέρ του Ομοουσίου4 και έτσι αποφεύχθηκε το σχίσμα, αποκαταστάθηκε η κοινωνία του επισκόπου με το ποίμνιό του και τους μοναχούς και επιτεύχθηκε η ενότητα και η ειρήνη στην Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με τον εκφωνηθέντα Α' λόγο του ο Γρηγόριος εκφράζει την χαρά του για την επιτευχθείσα συμφιλίωση και αποκατάσταση της διασαλευθείσης ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας. Λέγει σχετικά ότι Θεού μεν και των θείων εγγύς, όσοι το της ειρήνης αγαθόν ασπαζόμενοι φαίνονται, και τω εναντίω τη στάσει απεχθανόμενοί τε και δυσχεραίνοντες5. Και κατακλείει τον λόγον του λέγων: ταύτα ειδότες, αδελφοί, περιλάβωμεν αλλήλους, περιπτυξώμεθα, γενώμεθα γνησίως εν, μιμησώμεθα τον το μεσότοιχον τον φραγμού λύσαντα και δια τον αίματος αυτού πάντα συναγαγόντα και ειρηνεύσαντα. . . αλλά πάντες μένωμεν εν ενί πνεύματι, μια ψυχή συναθλούντες τη πίστει του ευαγγελίου, σύμψυχοι, το εν φρονούντες…6
Έτσι, κατά τον Γρηγόριο, η ειρήνη είναι αναγκαία και αυτονόητη κατάσταση στη ζωή της Εκκλησίας, η δε απουσία της επιφέρει κλονισμό της βάσεως του Χριστιανισμού. Χωρίς ειρήνη, αγάπη και ενότητα δεν νοείται σωστή χριστιανική ζωή και εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των μελών της είτε λαϊκοί είναι αυτοί είτε κληρικοί. Διότι η αγάπη, η ειρήνη και η ενότητα αποτελούν τα βασικότερα και ουσιαστικότερα γνωρίσματα κάθε ενσυνειδήτου μέλους της Εκκλησίας, δεδομένου ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, ειρήνης και ενότητος.
Τον Β' ειρηνικό λόγο7 τον εξεφώνισε στην Κωνσταντινούπολη το 379, όταν ο κίνδυνος από το λεγόμενο Αντιοχειανό σχίσμα απείλησε την ενότητα και ειρήνη και της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Στον λόγο του αυτόν ο Γρηγόριος απεικονίζει με τα μελανότερα χρώματα8 τις εσωτερικές διχόνοιες και εκκλησιαστικές διενέξεις μεταξύ των Ορθοδόξων. Σχετικά με τη διένεξη αυτή των Ορθοδόξων της Εκκλησίας της Αντιοχείας, την οποία χαρακτηρίζει έναγχον ημίν επαναστάσαν ζυγομαχίαν αδελφικήν9 και θέλοντας να μείνει πιστός στη μνήμη του Μ. Βασιλείου, αλλά και ακολουθώντας την ίδια με εκείνον εκκλησιαστική πολιτική, τάχθηκε με τη μερίδα των Ορθοδόξων, που ανεγνώριζε και ακολουθούσε τον επίσκοπο Μελέτιο. Ο ίδιος διεκήρυσσε με έμφαση ότι αυτός, ο αγωνιστής της ειρήνης, θα συνεχίζει να αγωνίζεται για το ύψιστο αυτό αγαθό και ότι θα επιμένει με τις άοκνες ειρηνευτικές προσπάθειές του για την οριστική επικράτηση της ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας γενικότερα.
Είναι φανερό ότι ο Γρηγόριος αντιμετώπισε με επιτυχία και αυτή την εκκλησιαστική κρίση, γιατί αρχίζει τον ειρηνικό αυτό λόγο του, αναφωνών: Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα. . . ειρήνη φίλη, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα, ην Θεού τε είναι ακούομεν και ης Θεός τον Θεόν και αυτόθεον, ως εν τω «ειρήνη του Θεού» και «Θεός της ειρήνης» και «Αυτός εστίν η ειρήνη ημών». . . Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν υπ' ολίγων δέ φυλασσόμενον, που ποτε απέλιπες ημάς. . . και πότε επανήξεις ημίν; Ελθέ, ελθέ, τάχιον-τάχιον10. Και διερωτάται, απορών: Εχρήν γάρ, επειδή θεότης ήνωται, διαιρείσθαι την ανθρωπότητα και περί τον νουν ανοηταίνειν τους τάλλα σοφούς;11 Και παρατηρεί: αιδεσθώμεν το δώρον του ειρηνικού, την ειρήνην. . . και ένα πόλεμον ειδώμεν, τον κατά της αντικείμενης δυνάμεως. . . Ηττηθώμεν, ίνα νικήσωμεν12.
Ο Γρηγόριος με όσα ανέφερε στο λόγο εννοεί προφανώς ότι επήλθε επί τέλους ειρήνευση ανάμεσα στο ορθόδοξο ποίμνιό του και αποκαταστάθηκε και πάλιν η ηρεμία στα εκκλησιαστικά πράγματα από το Αντιοχειανό σχίσμα.
---------------------------------------------
1. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 42, 13, PG 36, 473Α (= ΒΕΠ 60, 127, 41128,2 και Επιστ. 16, PG 37, 49Α (= ΒΕΠ 60, 214).
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, αυτόθι βλ. και Δ. ΤΣΑΜΗ, Η διαλεκτική φύσις της διδασκαλίας Γρηγορίου του Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 71 έ.
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, Ειρηνικός Α', επί τη ενώσει των μοναζόντων, μετά την σιωπήν, επί τη παρουσία του πατρός αυτού, PG 35, 721 (= ΒΕΠ 59, 11).
4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 18, Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου, PG 35, 10051008 (= ΒΕΠ 59, 119, 2840): Και γαρ ηνίκα παρά θερμοτέρω μέρους της Εκκλησίας, κατεστασιάσθημεν γράμματι κλαπέντες και ρήμασι τεχνικοίς εις πονηράν κοινωνίαν, μόνος μεν επιστεύθη την διάνοιαν άτρωτον έχειν, και μη τω μελάνι την ψυχήν συμμελαίνεσθαι, ει και απλότητι συνηρπάσθη, και τον δόλον εκ του της ψυχής άδολου μη εφυλάξατο μόνος δε, μάλλον πρώτος, το στασιάζον προς ημάς, ζήλω της ευσέβειας εαυτώ και τοις άλλοις κατήλλαξε, τελευταίον τ' αποδραμόν, και πρώτον προσδραμόν, αιδοί τε του ανδρός και τη του δόγματος καθαρότητι ώστε και τον πολύν σάλον των Εκκλησιών κατασβεσθήναι και στήναι την καταιγίδα εις αύραν, ταίς εκείνου λυθείσαν ευχαίς τε και παραινέσεσιν, ει τι δει και νεανιεύεσθαι, μεθ' ημών κοινωνών και της ευσέβειας και της ενεργείας.
5. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 1314, Ειρηνικός Α', PG 35, 740Α749 (= ΒΕΠ 59, 18, 1921).
6. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 21 και 22, Ειρηνικός Α', PG 35, 748ϋ749 (= ΒΕΠ 59, 21, 1022 2628).
7. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, Ειρηνικός Β', λεχθείς εν Κωνσταντινουπόλει επί τη γενομένη τω λαώ φιλονεικία, περί επισκόπων τινών διενεχθέντων προς αλλήλους, PG 35, 1132 (= ΒΕΠ 59, 166174).
8. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132Α1152Α (= ΒΕΠ 59, 166174).
9. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, 3, Ειρηνικός Β', PG 35, 1145Β(=ΒΕΠ59, 172, 10).
10. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132ΑΒ(= ΒΕΠ 59, 166, 814).
11. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 13, Ειρηνικός Β', PG 35, 11450 (= ΒΕΠ 59, 172, 1820).
12. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 16, Ειρηνικός Β', PG 36, 11490 (= ΒΕΠ 59, 173, 3538).
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...