
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Σέ δημιούργησε μέ τιμή ἐξαιρετική!
Δέν εἶπε, ὅπως γιά ὅλα τ᾿ ἄλλα, «γενηθήτω»
ἀλλά «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν
καί καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ποιός εἶσαι σύ, λοιπόν; Ποιός εἶσαι σύ, πού ὁ Θεός γιά νά σέ φτιάξει
σκέφτηκε τόσο κι ἀποφάσισε;
Μά δέν εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς:
Εἶσαι τό πιό πολύτιμο ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἔγιναν
ἤ μᾶλλον ἐκεῖνο τό ὄν γιά τό ὁποῖο καί μόνον ὑπάρχει ὁ κόσμος!
Σέ ὅρισε κυβερνήτη τοῦ κόσμου Του.
Τί πιό μεγάλο ἀπ᾿ αὐτό;
Ὅμως τήν ποδοπάτησες τούτη τή χάρη.
Ἐκεῖνος σοῦ ἔδωσε τά πάντα.
Μά ἐσύ τά δῶρα Του τά κλώτσησες.
Πῶς μπόρεσες;
Πῶς μπόρεσες ν᾿ ἀνοίξεις ἀφύλαχτα συζήτηση
μέ τόν ἀρχαῖο ἐχθρό Του -τόν δικό σου ἐχθρό στήν πραγματικότητα;
Πῶς δέν πρόσεξες κι ἄφησες ἕρμαιο τοῦ Σατανᾶ
τό νοῦ καί τήν καρδιά σου;
Σήκωσε, λοιπόν, τώρα τά μάτια σου καί δές τί ἔκανες.
Ἀπό τήν ὥρα τῆς παρακοῆς ἡ ἁμαρτία σου
σ᾿ ἔκανε, ἐσένα τόν πανελεύθερο, δοῦλο.
Κομμάτια τά ὄνειρά σου γιά ἰσοθεΐα,
καί ὅλη σου ἡ εὐγένεια, κομμάτια κι αὐτή.
Ὅλα στερέψαν κι ἀγριέψαν γύρω σου.
Ἁπλώνεις σάν τόν μυθικό τόν Τάνταλο νά πιάσεις,
μά τίποτε δέν στέκεται.
Κι ἄν μές στήν ἀγωνία σου ἀναρωτιέσαι
ποῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπίστεψες,
τί ψάχνεις; Γελάει καί καγχάζει σέ βάρος σου -δέν τόν ἀκοῦς;
Στέκεσαι μπροστά στόν κόσμο...
Ρίξε ἕνα βλέμμα γύρω σου.
Πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ τάξη πού ἐπικρατεῖ στήν κτίση!
Ἔρχεται ἡ ἄνοιξη· καί ἡ γῆ ἡ δαρμένη ἀπό τή χειμωνιάτικη παγωνιά
πετάει ἀπό πάνω της τό πένθιμο ροῦχο, ντύνεται τό λαμπρό
καί καμαρώνει γιά τά κοσμήματά της.
Ἀπό τόν ταπεινό τό σπόρο βλέπεις νά ξεπετιέται τό φύτρο
κι ἀπό ἐκεῖ ν᾿ ἀναδύεται ἡ χλόη
κι ὅταν ἔρθει ὁ κατάλληλος καιρός, νά δένει ὁ καρπός
καί νά μεστώνει.
Πῶς στ᾿ ἀλήθεια νά μή θαυμάζει κανείς τόση σοφία
κρυμμένη μές στό χῶμα!...
Γιά ὅλα αὐτά καί γιά χιλιάδες ἄλλα ἐκπληκτικά, κρυφά καί φανερά,
μήν κάνεις κόπο.
Ἄν πεῖς νά τά γνωρίσεις τέλεια,
θά εἶναι σάν νά προσπαθεῖς νά λογαριάσεις τά κύματα τῆς θάλασσας
ἤ νά μετρήσεις τό νερό της μέ μιά κούπα.
Μά κι ἄν τό κατορθώσεις,
κι ἄν μάθεις ἔστω καί τό «πῶς»,
δηλαδή τόν τρόπο πού ὑπάρχουν τά ὄντα,
μήν καυχηθεῖς πώς νίκησες·
διότι κι ἔτσι ἀκόμη δέν θά μάθεις ποτέ σου τό «ποιός»·
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού τά δημιούργησε,
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἅρμοσε τόν κόσμο
μέ ὀμορφιά καί τελειότητα ἀνέκφραστη.
Ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔφερε τά πάντα στήν ὕπαρξη γιά σένα...
Τέτοια γνώση εἶναι ἀδύνατον νά τή συλλάβει νοῦς ἀλαζών,
ἀκάθαρτος καί ἐμπαθής,
πού ξέρει νά τ᾿ ἀγγίζει ὅλα μόνο μέ τήν πεπερασμένη λογική του.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὸν μεσαῖο κρίκο μιᾶς ἁλυσσίδας τριῶν ἑορτῶν ποὺ ἐμφανίζουν τὸν Κύριο ταπεινωμένο στὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ θὰ λέγαμε πὼς προκαλεῖ τὴ σκέψη καὶ σκανδαλίζει τὴν πίστη μας.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μόλις πρὸ ἑβδομάδος ἑορτάσαμε, ὅπου ὁ Κύριος ἐνδυόμενος τὴν ἀνθρώπινη φύση «κενοῦται», ταπεινοῦται καὶ «λαμβάνει δούλου μορφήν» (Φιλιπ. β΄ 7).
Ἡ τρίτη εἶναι αὐτὴ ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ ἑορτάσουμε, ἡ Βάπτισις τοῦ Κύριου. Ἐδῶ ἐμφανίζεται νὰ δέχεται ἀκόμη μεγαλύτερη ταπείνωση, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔχοντας ἤδη φορέσει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκουμπᾶ ὄχι βέβαια κατὰ τὴν οὐσία ἀλλὰ κατὰ τὸν τύπο, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴ φοβερὴ ἀρρώστεια της, τὴν πτώση.
Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς, ὅπου ὁ Κύριος δέχεται μιὰ ἐπὶ πλέον ταπείνωση τῆς σαρκός του• εἶναι ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ παλαιοῦ νόμου.
Οἱ ὑπόλοιπες δεσποτικὲς ἑορτές, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Εἴσοδος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ἀνάληψις, μὲ ἐξαίρεση αὐτὲς τοῦ πάθους ποὺ ὅμως ἀκολουθοῦνται ἀμέσως ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, εἶναι ἑορτὲς ποὺ δείχνουν τὴ δόξα τῆς θεότητός Του.
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι κάπως δύσκολη στὴν κατανόησή της καὶ κλειστὴ στὸ μήνυμά της. Ἡ περιτομὴ ἀποτελοῦσε παλαιὰ νομικὴ διάταξη τῶν Ἑβραίων.
Αὐτὸν τὸν νόμο τῆς περιτομῆς τῆς σαρκός, ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει, «ἐκπληροῖ»ὁ Κύριος σήμερα. Ἡ περιτομή, ὅμως, τῆς σαρκὸς συνδυάζεται μὲ δύο ἄλλες περιτομές• μία πνευματικὴ καὶ μία συμβολική, ποὺ ὑπαινίσσονται μία τρίτη, τὴν μυστικὴ γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὶς πρὸς Ρωμαίους, πρὸς Γαλάτας καὶ πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολές του.
Ἡ πνευματικὴ περιτομὴ εἶναι ἡ τομή, ἡ κατάργηση τοῦ νόμου καὶ ὁ ἐγκαινιασμὸς τῆς χάριτος. «Χριστοῦ περιτμηθέντος ἐτμήθη νόμος, καὶ νόμου τμηθέντος εἰσήχθη χάρις», μᾶς λέγουν οἱ στίχοι τοῦ συναξαρίου.«Παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου τῆς χάριτος ἐλθούσης» (Δοξαστ. ἑσπερ. β' ἤχου), τονίζει ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀποτέμνεται ὁ νόμος, ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι ἐπουσιῶδες καὶ ἀνελεύθερο καὶ προσφέρεται στοὺς πιστοὺς ἡ ἐλευθερία τῆς χάριτος.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία τρίτη περιτομὴ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ νόμου. Εἶναι ἡ περιτομὴ ποὺ ἀναφέρεται στὰ τροπάρια τοῦ κανόνος ὡς σχολιασμὸς τοῦ ὅτι τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώραν τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως.
Ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν Καινὴ τώρα Διαθήκη, εἶναι σύμβολο τῆς αἰωνιότητος.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα δίδεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα. Τὸ ὄνομα εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ πιστοποιητικὸ τῆς αἰωνιότητος: «Χαίρετε ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. ι' 20).
Σήμερα, λοιπόν, ποὺ ἀλλάζει ὁ χρόνος ὡς ἔτος καὶ χρονολογία, καλὸ θὰ εἶναι νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀλλάζει ὁ χρόνος καὶ ὡς οὐσία• μπολιάζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ χάρι τῆς αἰωνιότητος.
Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου σημαδεύει καὶ τὴν περιτομὴ τοῦ χρόνου, τὴ μεταμόρφωσή του σὲ αἰωνιότητα.
Αὐτὲς οἱ τρεῖς περιτομές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τῆς σαρκός -ἡ οὐσιαστική-, τοῦ νόμου -ἡ πνευματικὴ- καὶ τοῦ χρόνου -ἡ συμβολική-, προεικονίζουν τὴν τελεία, τὴ μυστικὴ περιτομὴ• εἶναι ἡ «ἀχειροποίητος περιτομὴ» τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος (Κολ. β' 11), ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας «ἐν πνεύματι οὐ γράμματι» (Ρωμ. β' 29) καὶ (Πράξ. ζ' 51).
Οἱ πρῶτες περιτομὲς στὴν οὐσία σημαίνουν μερικὴ τομή• ὅ,τι μολύνει τὴ σάρκα, ὅ,τι στενεύει τὸ νόμο, ὅ,τι παχαίνει τὸ χρόνο σήμερα κόβεται καὶ ἔτσι μεταμορφώνεται ἡ σάρκα σὲ πνεῦμα, ὁ νόμος σὲ χάρι, ὁ χρόνος σὲ αἰωνιότητα.
Ἡ μυστικὴ ὅμως περιτομὴ εἶναι μιὰ ἀπόλυτη ἐκτομὴ τῶν παθῶν καὶ τοῦ φρονήματος τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει ὄχι κυνηγό, ἀλλὰ μέτοχο τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματος, τῆς χάριτος, τῆς αἰωνιότητος, ἀπὸ τώρα ποὺ φοροῦμε ἀκόμη τὴ σάρκα, ποὺ ζοῦμε ἐν χρόνῳ, ποὺ καλούμεθα νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές.
Εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς μεταμορφώνει σὲ θεϊκοὺς ἀνθρώπους• ποὺ ἐκτέμνει τὰ πάθη μας, περιτέμνει τὴ φύση μας καὶ συντέμνει τὸ χρόνο μας. Μᾶς κάνει νὰ μὴν ζοῦμε ἔντονα τὴ φύση, τὴ σάρκα, τὸν νόμο, τὸν χρόνο.
Παράξενο αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Καὶ ὅμως τὸ ἐπιλέγω γιὰ εὐχή. Ὁ χρόνος μας νὰ εἶναι συντετμημένος φέτος,«συνεσταλμένος» (Α' Κορ. ζ' 29).
Ὄχι βέβαια, συντετμημένος στὸ μῆκος. Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ συντετμημένος στὴ φυσικὴ οὐσία του. Ὅσο λιγοστεύει σὲ φυσικὴ οὐσία καὶ κοσμικὴ σημασία, τόσο χάνει τὴν παχύτητά του, λεπτύνεται, μετασχηματίζεται σὲ αἰωνιότητα.
Σᾶς εὔχομαι «χρόνια πολλά», σᾶς εὔχομαι καὶ «χρόνια αἰώνια»• τὰ πολλὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ τὰ αἰώνια ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ σήμερα καὶ δὲν τελειώνουν ποτέ.
Καλὴ χρονιὰ καὶ εὐλογημένη!
Ἰανουάριος 2014
Εἶναι συνήθεια στοὺς ἀνθρώπους νὰ γιορτάζουν τὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τὴν ἔναρξη τοῦ ἑπόμενου καὶ νὰ γίνονται διάφορες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὠφέλιμα γιατί στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καλὸ νὰ ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει μονοτονία στὴ σημερινὴ ζωή.
Ὡστόσο ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα ἀκριβῶς μέσα στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ δοῦμε πὼς ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται καὶ προσλαμβάνει αὐτὸ τὸ γεγονὸς τοῦ χρόνου.
Θὰ ἔπρεπε βέβαια, ἂν βλέπαμε τὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ μόνο καὶ ἂν βλέπαμε τὴ ζωὴ μᾶς μέσα στὰ περιθώρια αὐτοῦ του κόσμου καὶ τοῦ παρόντος αἰῶνος, ὅταν περνᾶ ἕνας χρόνος νὰ εἴμαστε θλιμμένοι γιατί ὁ κάθε χρόνος ποὺ περνᾶ κατεργάζεται πάνω μας τὸ μυστήριο τῆς φθορᾶς μας καὶ τοῦ θανάτου μας, ἀφοῦ εἴμαστε θνητὰ ὄντα καὶ ὁ χρόνος μᾶς εἶναι περιορισμένος.
Ἔτσι ὅταν χάνουμε χρόνο τότε γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τόσο χαρούμενο ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς θλιβερό.
Ὅμως μέσα στὴν Ἐκκλησία συμβαίνει κάτι τὸ παράδοξο. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ Α καὶ τὸ Ὤ», δηλαδὴ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο αὐτὸς ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ ἔρθει, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία γιορτάζουμε τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ταυτόχρονα γιορτάζουμε τὴν ἔλευση τοῦ νέου χρόνου. Ἀκόμη καὶ μέσα στὰ ἁπλὰ λειτουργικὰ πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως στὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅταν δύει ὁ ἥλιος μαζευόμαστε στὸ ναὸ καὶ ὑμνοῦμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ διηγούμενοι τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ καὶ πὼς ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενὸς μὲ τόση σοφία καὶ μεγαλοπρέπεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὴν ἴδια ὥρα ποὺ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου ταυτόχρονα δοξολογοῦμε καὶ τὸ Θεὸ διότι δεχόμαστε καὶ τὴν ἀνατολὴ τῆς νέας ἡμέρας ἐφόσον γιορτάζουμε πλέον τὴν ἔναρξη τῆς ἑπόμενης. Μὲ τὸ τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ «Φῶς ἱλαρὸν ἅγιας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ. Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν…» οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας βιώνουμε ὄχι μόνο τὴν ἁπλὴ ὡρολογιακὴ δύση τῆς ἡμέρας ἀλλὰ ταυτόχρονα βλέπουμε καὶ προσδοκοῦμε καὶ βιώνουμε τὴν παρουσία τοῦ ἱλαροῦ φωτὸς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή μας. Δὲν μᾶς ἀφήνει δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν κατάθλιψη τῆς ἀπώλειας μίας μέρας ἀφοῦ ταυτόχρονά μας δίνει τὴν παρηγοριὰ τῆς παρουσίας τοῦ Φωτὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι μιὰ ταυτόχρονη παρουσία δυὸ ἀντιθέτων φαινομενικὰ πραγμάτων. Ἐκεῖ ποὺ πεθαίνει κανεὶς βρίσκει τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ ζωή, ἐκεῖ ποὺ στερεῖται βρίσκει πλοῦτο, ἐκεῖ ποὺ ἀγρυπνᾶ βρίσκει πιὸ μεγάλη ξεκούραση, ἐκεῖ ποὺ νηστεύει βρίσκει τὴν πιὸ μεγάλη εὐχαρίστηση, ἐκεῖ ποὺ πτωχαίνει γιὰ τὸ Χριστὸ γίνεται πλούσιος, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστὸς τὸ σκότος γίνεται φῶς καὶ ἡ κόλαση παράδεισος. Μποροῦμε νὰ παρομοιάσουμε καὶ τὴ ζωὴ μᾶς μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο σὰν ἕνα ταξίδι. Λέει ἕνας Ἅγιος «νὰ ξέρεις ὅτι σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶσαι ἕνας διαβάτης, ἕνας περαστικὸς καὶ ὄχι ἕνα πολίτης» καὶ γνωρίζοντας ὅτι δὲν εἶσαι μόνιμος σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο τότε θὰ μπορέσεις νὰ καταλάβεις πὼς θὰ ἀξιοποιήσεις τὰ γεγονότα τοῦ παρόντος κόσμου.
Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς πιάνει ἡ κατάθλιψη, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ποὺ ἐξελίσσεται σὲ ψυχικὴ νόσο, ἀλλὰ ξεκινᾶ πολλὲς φορὲς ἀπὸ πνευματικὲς αἰτίες, ὅτι δηλαδὴ ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνονται μαῦρα, τὰ πάντα γύρω μας μυρίζουν θάνατο καὶ μοιάζουν σὰν νὰ μὴν ἔχουν νόημα. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἔντονα στοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστιοῦνται μὲ τίποτα καὶ δὲν προσδοκοῦν τίποτα.
Ἡ πραγματικότητα τοῦ σύγχρονου κόσμου εἶναι θλιβερή. Ἀπὸ παντοῦ βομβαρδιζόμαστε μὲ εἰδήσεις οἱ ὁποῖες εἶναι καταθλιπτικὲς καὶ αὐτὸ ἐπιδρᾶ ἄσχημα στὴν ψυχολογία μᾶς ἔστω καὶ ὑποσυνείδητα καὶ μᾶς καλλιεργεῖ τὸ φόβο γιὰ τὴν πορεία μᾶς μέσα στὸ χρόνο τοῦ κόσμου τούτου. Βέβαια βρίσκουμε τρόπο νὰ ξεχνιόμαστε καὶ νὰ ξεγελοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ὅμως στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας δὲν εἶναι εὔκολο νὰ εἰσχωρήσουμε καὶ νὰ ἀλλάξουμε τὰ γεγονότα. Ἀκόμη ξέρουμε πὼς βαδίζουμε πρὸς τὸ τέλος καὶ τὸ τέλος εἶναι γιὰ ὅλους μας κάτι φοβερό. Γιὰ τὴν ἐκκλησία ὅμως τὸ τέλος δὲν εἶναι καθόλου φοβερὸ ἀλλὰ εἶναι ἄκρως χαρούμενο καὶ αἰσιόδοξο γιατί στὸ τέλος τοῦ χρόνου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ὅταν ἐμεῖς ποὺ ταξιδεύουμε μέσα σ’αὐτὸ τὸ χρόνο μὲ τὶς ποικίλες τρικυμίες βλέπουμε στὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τοῦ δικοῦ μας χρόνου ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρού του κόσμου τὸν ἴδιο το Χριστό, τότε λαμβάνει τὸ τέλος γιὰ μᾶς μιὰ μεγάλη ὠφέλεια καὶ χαρά.
Ὅταν κανεὶς στὸ τέλος τοῦ χρόνου δὲν βλέπει τὸ χάος, ἀλλὰ τὸν Κύριό μας τότε τὰ πάντα μεταμορφώνονται. Καὶ εἶναι πολὺ σπουδαῖο το γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὴν πορεία τῆς ἀκριβῶς μέσα στὸ χρόνο σὰν ἕνα εὐχάριστο ταξίδι τὸ ὁποῖο εἶναι μὲν ἐπικίνδυνο καὶ πολύπλοκο, ἀλλὰ ἀποβλέποντας στὸ τέλος, λαμβάνει μεγάλη αἰσιοδοξία, ἀφοῦ κανένα ἐμπόδιο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μᾶς σταματήσει. Στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως λέμε «Προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν» δὲν λέμε πιστεύω στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ τὴν περιμένουμε μὲ λαχτάρα γιατί εἶναι ἕνα γεγονὸς ἄκρως αἰσιόδοξο καὶ εὐχάριστο, δηλαδὴ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν καταργεῖ τὴν Ἐκκλησία οὔτε ἐκμηδενίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ κατεξοχὴν μᾶς ὁλοκληρώνει γιατί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὰ ἔσχατά του χρόνου ἀποτελεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀπαρχὴ τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σ’αὐτὸ τὸν κόσμο.
Ὅταν τελοῦμε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζουμε εὐλογοῦντες τὴ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτόματα σὰν νὰ βρισκόμαστε σ’ἕνα ἄλλο πνευματικὸ χῶρο, σὲ μιὰ καινούρια κτήση, ὅπου τα πάντα παύουν. Ὅπως λέμε καὶ στὸ Χερουβικὸ ὕμνο «πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», διότι βρισκόμαστε ἐνώπιόν της Ἁγίας Τριάδος καὶ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὶς οὐράνιες δυνάμεις καὶ μέσα στὸ χῶρο ὅπου ἐκφράζεται ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι κατεξοχὴν τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας: Ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ τίποτα ἀφοῦ τὰ πάντα καταργοῦνται καὶ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος καὶ οἱ περιστάσεις ἐκμηδενίζονται καὶ παραμένει μόνο ἡ παρουσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνας μοναχὸς ἀρχάριος τὴν περίοδο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τὸν ἔπνιγαν οἱ λογισμοί, κυρίως στὴν ψυχικὴ σφαίρα, δηλαδὴ ἡ ψυχὴ τοῦ δεχόταν τὸν πνιγμὸ τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ στὸ μοναστήρι τοῦ φαινόταν καταθλιπτική, δύσκολη καὶ δὲν ὑπῆρχε διέξοδος ἀφοῦ τὰ πάντα ἦταν σκοτεινὰ μπροστά του, ἡ ψυχική του διάθεση βρισκόταν σ’ἕνα πνευματικὸ σκοτάδι καὶ μέσα σ’αὐτὸ τὸ σκοτάδι προσπαθοῦσε νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ βρεῖ μία ἄκρη. Τότε ἦταν ἡ ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἔτσι ὅπως ἀπεγνωσμένα πάλευε μέσα σ’αὐτὴ τὴ θάλασσα τῶν λογισμῶν καὶ πρόφερε τὴν εὐχὴ τότε ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μία ἔμπειρια διὰ τῆς θείας χάριτος. Τότε ἀκούγοντας τὸν ἱερέα νὰ ἀρχίζει τὸν ἑσπερινὸ λέγοντας «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἤμων πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων» τότε αὐτὴ ἡ φράση γι’αὐτὸν ἦταν μία ἀποκάλυψη διότι διὰ τῆς θείας χάριτος ὁ ἄνθρωπος γεύεται τὴν πείρα τῆς αἰωνιότητος. Κατάλαβε διὰ τῆς ἐμπειρίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὑρισκόμενος σὲ σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ ἐπεκτείνεται εἰς τοὺς αἰῶνες, γίνεται ἄπειρος καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ Θεός. Καὶ κάθε φράση ποὺ λέει, κάθε πράξη ποὺ κάνει καὶ μόνο ἡ στάση του καὶ ἡ παραμονὴ τοῦ σ’ αὐτὸ τὸ χῶρο τὸν πνευματικὸ ἐπεκτείνεται στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων γιατί ἀπευθύνεται πρὸς τὸ Θεό. Ἔτσι βγῆκε ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ βρισκόταν σ’ἕνα πνευματικὸ φῶς καὶ κατάλαβε ὅτι τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως τοῦ εἶναι ἴσα μὲ τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Μία αἰσιοδοξία κατέλαβε τὴ ψυχὴ τοῦ γιατί κατάλαβε τὴν αἴσθηση τῆς νίκης τοῦ χρόνου. Ἡ Ἐκκλησία δὲν νικᾶται ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ δὲν φοβᾶται ὅτι καὶ ἂν συμβαίνει, ὄχι γιατί ἔχει κοσμικὴ δύναμη ἀφοῦ δὲν πρέπει νὰ στηρίζεται ἡ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία ἀφοῦ πρέπει νὰ πορεύεται κατὰ μίμηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως δὲν θέλει τὴν κοσμικὴ φαντασία ἀλλὰ θέλει αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ γεγονότος τοῦ Χριστοῦ μέσα της. Αὐτὸ εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀήττητη, διότι πορεύεται διὰ τοῦ δρόμου τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ζῶντες μέσα στὴν Ἐκκλησία μεγαλώνουμε, προχωροῦμε, τελειοποιούμεθα καὶ ἔρχεται ὥρα ποὺ ἡ μητέρα Ἐκκλησία μᾶς γεννᾶ σ’ἕνα θεῖο τοκετὸ καὶ μᾶς παραδίδει στὰ χέρια τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
Ἐπειδὴ κόσμος γιὰ τοὺς πατέρες εἶναι τὸ σαρκικὸ φρόνημα, τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες, ἔτσι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι κόσμος ἀκόμη κι ἂν ζοῦν σ’αὐτόν, εἶναι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ἀπέθανε. Ἑπομένως ἐπειδὴ εἴμαστε τέκνα τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ λέμε τὰ πράγματα ὡς ἔχουν καὶ εἴμαστε ἄφρονες ὅταν πιστεύουμε πὼς θὰ ζήσουμε ἐδῶ αἰώνια. Βέβαια ἡ Ἐκκλησία δὲν μᾶς βουλιάζει στὴν ἀπελπισία ἀλλὰ μᾶς βγάζει πιὸ πάνω ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε προηγουμένως. Μᾶς διδάσκει πὼς ἐμεῖς δὲν εἴμαστε πλασμένοι γι’αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας ἄλλος τοῦ ὁποίου εἴμαστε πολίτες. Εἶναι μία ἀπάτη νὰ ξεγελιόμαστε ἀπὸ τὰ ὡραῖα ποὺ βλέπουμε γύρω μας καὶ νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὑπάρχει κάτι πιὸ ὡραῖο καὶ οὐσιαστικὸ ἀπὸ τὰ ὡραῖα του παρόντος κόσμου. Γιατί ἂν μείνουμε στὸν ἐπίγειο αὐτὸ κόσμο κλείνουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς σ’ἕνα πνευματικὸ θάνατο, ἐνῶ ἂν βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ παρόντος τότε μποροῦμε νὰ ἀναπνέουμε τὸ ὀξυγόνο τῆς οὐράνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπηύθυνε τὸ λόγο τοῦ σ’ἕνα σύγχρονο Ἅγιο, τὸν Ἅγιο Σιλουανό: «κράτα τὸ νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι» Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα σήμερα. Δηλαδὴ κράτα τὸν ἑαυτό σου μέσα στὸν Ἅδη, μὴ φοβᾶσαι τὸν Ἅδη, ασε τὸν ἑαυτό σου ἐκεῖ γιατί ἐκεῖ εἶναι τὸ ὅριο, εἶναι τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ἀπώλειας, τῆς ἀβύσσου. Κράτησε ὅμως μόνο ἕνα σχοινί, μὴν ἀπελπίζεσαι, νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου στὸ Χριστό. Ἔτσι λοιπὸν ἡ πορεία μας, ἡ ζωή μας, ὁ κόπος στὴ ζωή μας μὲ τὶς θλίψεις παίρνει ἐνίσχυση ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τὸ πέρασμα τῶν ἡμερῶν, τὸ τελείωμα τῆς ζωῆς μας καὶ τοῦ χρόνου μας καὶ ἡ ἔναρξη τοῦ ἄλλου χρόνου φορτίζεται μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Τὸ «μὴν ἀπελπίζεσαι, ἀλλὰ νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ Μένα» σημαίνει, μὴ φοβᾶσαι γιατί ἐγὼ νίκησα τὸ χρόνο καὶ μαζὶ μὲ τὸ χρόνο νίκησα καὶ τὶς περιστάσεις τοῦ χρόνου, νίκησα καὶ τὰ γεγονότα τοῦ χρόνου καὶ ὁτιδήποτε ὑπῆρξε σ’αὐτὸ τὸ χρόνο» διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι μὴ μένοντα. Ὅλα ἐκμηδενίζονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στὸ χῶρο τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι, ἔζησαν καὶ ζοῦν τὴν ἐμπειρία αὐτὴ καὶ ξέρουν ὅτι τὸ νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ σημαίνει αὐτὴ τὴ μαρτυρικὴ ὁδὸ διὰ μέσου του Σταυροῦ, καὶ τοῦ θανάτου στὸν παρόντα κόσμο καὶ ὄχι σὲ φανταστικοὺς κόσμους καὶ ἐν συνέχεια στὴ μετοχὴ τοὺς αἰώνια πλέον στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Πηγή: (ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας), περιοδικὸ «Παράκληση», Ἡσυχαστήριο Ἁγίας Τριάδος , Ἅγιος Δημήτριος Κουβαρὰ
ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ
Πολλοὶ λόγοι, ἀγαπητά μου παιδιά, μὲ κάνουν νὰ σᾶς δώσω αὐτὲς τὶς συμβουλές. Πιστεύω ὅτι εἶναι οἱ καλύτερες καὶ θὰ σᾶς ὠφελήσουν, ἂν τὶς κάνετε κτήμα σας. Ἔχω προχωρημένη ἡλικία. Ἀσκήθηκα στὴ ζωὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Γνώρισα ἐπὶ πολλὰ χρόνια τὶς βιοτικὲς μεταβολές, ποὺ συμπληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη μόρφωση. Ἔτσι, ἔχω κάμποση πείρα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μπορῶ, λοιπόν, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πρωτομπαίνουν στὸ στάδιο τῆς ζωῆς, νὰ δείξω τὸν πιὸ σίγουρο δρόμο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συγγένειας, ἔρχομαι εὐθὺς μετὰ τοὺς γονεῖς σας. Γι᾿ αὐτό, σᾶς ἀγαπῶ ὅμοια μ᾿ ἐκείνους. Καὶ σεῖς μὲ βλέπετε σὰν πατέρα σας, ἔτσι θαρρῶ. Ἄν, λοιπόν, δεχθῆτε μὲ προθυμία τὰ λόγια μου, θὰ ἀνήκετε στὴ δεύτερη κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἐπαινεῖ ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς Ἡσίοδος, γράφοντας ὅτι εἶναι ἄριστος ἄνθρωπος ὅποιος μονάχος του ξεχωρίζει τὸ σωστὸ κι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος ὅποιος συμμορφώνεται μὲ τὶς σωστὲς ὑποδείξεις. Ἔνῳ ὅποιον δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνει αὐτό, τὸν χαρακτηρίζει σὰν ἄνθρωπο ἄχρηστο. Καὶ μὴν ἀπορήσετε ποὺ ἔρχομαι νὰ προσθέσω κάτι δικό μου σὲ ὅσα διαβάζετε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους στὰ σχολεῖα σας καὶ μάλιστα νὰ σᾶς πῶ ὅτι αὐτὸ τὸ δικό μου εἶναι ὠφελιμότερο ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι σᾶς διδάσκουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς συμβουλῆς μου: δὲν πρέπει νὰ παραδώσετε στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τὸ τιμόνι τοῦ νοῦ σας, γιὰ νὰ σᾶς πάνε ὅπου αὐτοὶ θέλουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθεῖτε σὲ ὅλα. Πρέπει νὰ πάρετε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ νὰ μὴ δώσετε προσοχὴ στὰ ὑπόλοιπα. Ἔρχομαι, λοιπόν, ἀμέσως νὰ σᾶς ὑποδείξω ποιὰ εἶναι τὰ ἄχρηστα μέσα στὰ συγγράμματά τους καὶ πῶς νὰ ξεχωρίζετε τὰ πρῶτα ἀπὸ τὰ δεύτερα.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε ἐντελῶς ἀσήμαντο πρᾶγμα τὴν ἐδῶ κάτω ἀνθρώπινη ζωή. Δὲν λογαριάζουμε καὶ δὲν λέμε καλὸ ὅ, τι μᾶς ἐξυπηρετεῖ σ᾿ αὐτὴ μονάχα τὴ ζωή. Τὴν ἔνδοξη καταγωγή, τὴν εὐρωστία τοῦ κορμιοῦ, τὴ σωματικὴ καλλονή, τὸ ὡραῖο ἀνάστημα, τὶς τιμὲς ποὺ δίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα κι ὁτιδήποτε ἄλλο προσφέρει ὁ παρὼν κόσμος, δὲν θὰ τὰ θαρροῦμε μεγάλα καὶ ζηλευτὰ πράγματα. Δὲν μᾶς κάνουν ἐντύπωση ὅσοι τὰ ἔχουν. Οἱ δικές μας ἐλπίδες πᾶνε πολὺ μακρύτερα. Οἱ πράξεις μας εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ κάποιαν ἄλλη ζωή. Ἀκριβῶς, λοιπόν, ὅσα μᾶς χρειάζονται γι᾿ αὐτὴ τὴν ἄλλη ζωή, αὐτὰ ἀγαπᾶμε, αὐτὰ λαχταρᾶμε, περιφρονώντας ὅσα δὲν φθάνουν ὡς ἐκεῖ. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἄλλη ζωή; Ποῦ καὶ πῶς θὰ τὴ ζήσουμε; Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἀνώτερο τῆς τωρινῆς ἀφορμῆς, γιὰ νὰ τὸ περιγράψω. Καὶ σεῖς, ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχετε ἀκόμη ὅλη τὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰ ἀφομοιώσετε τὴν περιγραφή του. Θὰ σᾶς δώσω ὅμως ἕνα σκιαγράφημά του, ποὺ θὰ σᾶς εἶναι ἀρκετό. Ἂς πάρουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὅλη τὴν εὐτυχία, ποὺ σωρεύθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα του. Ὅλη, λοιπόν, αὐτὴ ἡ γήινη εὐτυχία δὲν φθάνει οὔτε τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄλλης ζωῆς. Ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου τούτου εἶναι τόσο κατώτερα ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο ἀνάμεσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ὅσο κατώτερα εἶναι ἡ σκιὰ καὶ τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα πιὸ συνηθισμένο παράδειγμα, ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζωές, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε, εἶναι ὅσο κι ἡ διαφορὰ σὲ ἀξία ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Ὁδηγός μας στὴν ἐδῶ κάτω ζωὴ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ ἡ γλώσσα της ἔχει πολὺ μυστήριο. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα μικρὴ ἡλικία, εἶναι φυσικὸ νὰ μὴ καταλαβαίνει τὴ βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σὲ ἄλλα κείμενα, ὄχι ἐντελῶς ξένα, ποὺ μοιάζουν μὲ καθρέφτες καὶ σκιές. Συμβαίνει δηλαδὴ ὅ, τι καὶ στὸν στρατό. Οἱ στρατιῶτες ἀποκτοῦν τὴν πολεμικὴ πείρα πρῶτα μὲ τὶς κινήσεις τῶν γυμνασίων, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος παιχνίδι. Ὕστερα, γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ πόλεμο. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστά μας μιὰ μάχη. Τὴ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες. Γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε, πρέπει νὰ γυμνασθοῦμε, νὰ κοπιάσουμε. Πῶς θὰ γίνει αὐτὴ ἡ προγύμναση; Μὲ τὸ νὰ γνωρίσουμε καλὰ τοὺς ποιητές, τοὺς πεζογράφους, τοὺς ρήτορες κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ μᾶς προσφέρουν κάτι γιὰ νὰ δυναμώσουμε τὴν ψυχή μας. Θυμηθῆτε τί κάνουν τὰ βαφεῖα. Πρῶτα ἑτοιμάζουν μὲ διάφορους τρόπους τὸ ὕφασμα ποὺ θὰ βάψουν. Καὶ μονάχα ἀφοῦ γίνει αὐτὴ ἡ προεργασία, τότε παίρνουν καὶ μεταχειρίζονται τὸ κόκκινο ἢ ἄλλο χρῶμα γιὰ νὰ κάνουν τὸ βάψιμο. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνεται καὶ σὲ μᾶς. Πρῶτα θὰ ἑτοιμάσουμε τὴ συνείδησή μας μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία κι ὕστερα θ᾿ ἀκούσουμε τὰ ἱερὰ καὶ βαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Πρῶτα θὰ συνηθίσουμε νὰ βλέπουμε τὸν ἥλιο μέσα στὸ νερὸ κι ὕστερα θ᾿ ἀτενίσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο.
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ
Ἂν οἱ δυὸ διδασκαλίες ἔχουν κάποια συγγένεια, θὰ ἦταν ὠφέλιμη ἡ γνώση καὶ τῶν δυό. Ἀλλὰ ἔχουν καὶ μεγάλη διαφορά. Γι᾿ αὐτό, ἂν τὶς βάλουμε τὴ μιὰ πλάι στὴν ἄλλη καὶ τὶς συγκρίνουμε, θὰ δοῦμε καθαρὰ ὅτι ἡ μιὰ ὑπερέχει τῆς ἄλλης. Μὲ τί ὅμως νὰ τὶς παρομοιάσουμε, ὥστε νὰ δώσουμε μιὰ πετυχημένη εἰκόνα τους; Ἡ κύρια ἀξία τοῦ φυτοῦ εἶναι τὸ ὅτι κάνει καρπούς. Ἀλλὰ καὶ τὰ φύλλα του προσφέρουν ἕνα στόλισμα, καθὼς παίζουν κάτω ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ ἀέρα γύρω στοὺς κλάδους. Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ στὴν ψυχή. Ὁ καρπός της, ἡ ἀξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως ὡραῖο πρᾶγμα νὰ τὴν τριγυρίζει κι ἡ κοσμικὴ σοφία, σὰν φυλλωσιά, ποὺ σκεπάζει ὄμορφα τοὺς καρπούς. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν μεγάλο Μωϋσῆ, τὸν περιβόητο γιὰ τὴ σοφία του, καθὼς ἀναφέρει ἡ παράδοση. Πρῶτα –λένε- γύμνασε τὸν νοῦ του στὶς ἐπιστῆμες τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου κι ὕστερα σίμωσε γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸν σοφὸ Δανιήλ, αἰῶνες ἀργότερα. Πρῶτα διδάχθηκε στὴ Βαβυλώνα τὴ σοφία τῶν Χαλδαίων κι ὕστερα ἔπεσε στὴ σπουδὴ τῆς θείας διδασκαλίας.
Η ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΑΛΦΑΔΙ
Ἀρκετὰ σᾶς ἐξήγησα τὸ ὅτι αὐτὰ τὰ κοσμικὰ μαθήματα δὲν εἶναι ἀνώφελα γιὰ τὴν ψυχή. Ἂς ἔλθουμε τώρα νὰ δοῦμε καὶ τὸ πῶς πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνετε. Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ πολύμορφα ἔργα τῶν ποιητῶν. Δὲν πρέπει νὰ δίνετε σημασία σὲ ὅλα, χωρὶς ἐξαίρεση, τὰ διδάγματά τους. Ὅταν σᾶς ἐξιστοροῦν κατορθώματα ἢ σᾶς ἐκθέτουν λόγια καλῶν ἀνθρώπων, νὰ τὰ δέχεστε μὲ ἀγάπη, νὰ κοιτᾶτε νὰ τοὺς μιμηθῆτε, νὰ τοὺς μοιάσετε, ὅσο μπορεῖτε. Ὅταν ὅμως φέρνουν στὴ μέση κακοὺς ἀνθρώπους, πρέπει νὰ ἀποφεύγετε τὶς τέτοιες εἰκόνες, φράζοντας τ᾿ αὐτιά σας ὅμως ὁ Ὀδυσσέας, πού, καθὼς διηγεῖται ὁ Ὅμηρος, ἤθελε ν᾿ ἀποφύγει τὴ μελῳδία τῶν Σειρήνων. Γιατί; Διότι ἅμα συνηθίσει κανεὶς στὰ ἁμαρτωλὰ λόγια, περνᾶ καὶ στὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ προφυλάσσουμε τὴν ψυχή μας. Γιατί ὑπάρχει κίνδυνος, μαζὶ μὲ τὴ γλύκα τῶν λόγων νὰ πάρουμε μέσα μας καὶ κάτι θανάσιμο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι μέλι, ποὺ ἔχει καὶ δηλητήριο. Δὲν θὰ ἐπαινέσουμε, ἔτσι, τοὺς ποιητές, ὅταν παριστάνουν ἀνθρώπους ποὺ ἀσεβοῦν, ποὺ ἐμπαίζουν, ποὺ παραδίνονται στὴν ἀκολασία, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τὸ πιοτό, οὔτε ὅταν περιορίζουν τὴν εὐτυχία σὲ πλούσια τραπέζια καὶ σὲ ἄσεμνα τραγούδια. Καὶ δὲν θὰ δώσουμε καμιὰ σημασία, ὅταν κάνουν λόγο γιὰ θεοὺς καὶ μᾶς λένε ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἀλληλομισοῦνται. Γιατί, καθὼς ξέρετε, οἱ ψεύτικοι θεοὶ τῆς εἰδωλολατρίας πολεμᾶνε ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του κι ἐκεῖνα τοὺς γονεῖς τους, μὲ ὑπουλότητα. Θ᾿ ἀφήσουμε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεάτρου τὶς μοιχεῖες τῶν θεῶν, τοὺς ἔρωτές τους, τὶς ἀσύστολες σαρκικές τους σχέσεις καὶ πρὸ παντὸς τοῦ μεγαλύτερου ἀπ᾿ ὅλους θεοῦ Δία, ὅπως λέγουν αὐτοί. Εἶναι πράγματα ὅλα αὐτά, ποὺ καὶ γιὰ τὰ ζῷα ἂν τὰ ἔλεγε κανεὶς θὰ κοκκίνιζε. Τὰ ἴδια ἔχω νὰ πῶ καὶ γιὰ τοὺς πεζογράφους καὶ μάλιστα ὅταν γράφουν γιὰ νὰ διασκεδάσουν.
Ἐπίσης δὲν θὰ μιμηθοῦμε τοὺς ρήτορες τῶν δικαστηρίων, ποὺ ἡ τέχνη τους εἶναι τὸ ψέμα. Γιατί τὸ ψέμα δὲν εἶναι ὠφέλιμο οὔτε στὰ δικαστήρια οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ, μιὰ καὶ προτιμήσαμε, σὰν χριστιανοί, τὸν σωστὸ κι ἀληθινὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς προστάζει νὰ μὴ καταφεύγουμε στὰ δικαστήρια. Ἀπ᾿ ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ παρὰ πάνω, θὰ διαλέγουμε καὶ θὰ παίρνουμε μονάχα ὅ, τι εἶναι ἔπαινος τῆς ἀρετῆς καὶ κατάκριση τῆς κακίας. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τ᾿ ἄλλα ζῷα, τὰ λουλούδια εἶναι καλὰ μονάχα γιὰ τὸ ἄρωμά τους καὶ τὸ χρῶμα τους. Γιὰ τὶς μέλισσες ὅμως, ὑπάρχει σ᾿ αὐτὰ καὶ κάτι ἄλλο: τὸ μέλι. Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅσοι στὰ συγγράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων δὲν ἀναζητοῦν μονάχα τὴ γλύκα καὶ τὴ χάρη τοῦ λόγου, μποροῦν ν᾿ ἀποκομίσουν καὶ κάποια ὠφέλεια γιὰ τὴν ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αὐτὰ τὰ συγγράμματα νὰ τὰ σπουδάζουμε ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῶν μελισσῶν. Οἱ μέλισσες δὲν πετᾶνε σὲ ὅλα τὰ λουλούδια μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Κι ὅπου καθίσουν, δὲν κοιτᾶνε νὰ τὰ πάρουν ὅλα. Παίρνουν μονάχα ὅσο χρειάζεται στὴ δουλειά τους καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ παρατοῦν καὶ φεύγουν. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂν εἴμαστε φρόνιμοι. Θὰ πάρουμε ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα ὅ, τι συγγενεύει μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ μᾶς χρειάζεται καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ ἀφήσουμε πίσω μας. Κι ὅπως, κόβοντας τὸ τριαντάφυλλο, ἀποφεύγουμε τ᾿ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς, ἔτσι κι ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ θὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπ᾿ ὅ, τι εἶναι ἐπιζήμιο. Ἀπὸ τὴν πρώτη, λοιπόν, στιγμὴ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε τὰ διδάγματα χωριστὰ καὶ νὰ τὰ προσαρμόσουμε στὸν σκοπό μας, φέρνοντας, κατὰ τὴ δωρικὴ παροιμία τὴ σχετικὴ μὲ τοὺς κτίστες, τὴν πέτρα στὸ ἀλφάδι.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ
Στὴν ἄλλη ζωή, θὰ φθάσουμε μὲ τὴν ἀρετή. Τὴν ἀρετή, ποὺ ἐξύμνησαν κι οἱ ποιητὲς κι οἱ πεζογράφοι, ἄλλα πιὸ πολὺ οἱ φιλόσοφοι. Ἔτσι, μεγαλύτερη προσοχὴ πρέπει νὰ δώσουμε στὰ συγγράμματα αὐτῶν τῶν τελευταίων. Δὲν εἶναι μικρὸ τὸ κέρδος, ὅταν οἱ ψυχὲς τῶν νέων συνηθίσουν καὶ κάνουν δική τους τὴν ἀρετή. Ὅσα ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνει στὴν τρυφερὴ ἡλικία του, μένουν ἀσάλευτα. Γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμα ἁπλὴ τότε καὶ ὅ, τι δέχεται, ἐντυπώνεται πολὺ βαθιὰ μέσα της. Τί ἄλλο τάχα σκέφθηκε ὁ Ἡσίοδος ἀπὸ τὸ νὰ προτρέψει τοὺς νέους στὴν ἀρετή, ὅταν φιλοτεχνοῦσε τοὺς στίχους του, ποὺ ὅλοι τους τραγουδοῦν; Σκέφθηκε ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι στὴν ἀρχὴ κακοτράχαλος καὶ δυσκολοδιάβατος κι ἀνηφορικός. Ὅτι τὸν κάνει κανεὶς μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ πολὺ κόπο. Ὅτι, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ βάλει τὸ πόδι του σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο, μὲ τὴν ἀποτομιὰ ποὺ δείχνει, κι οὔτε, ἂν τὸν περπατήσει, θὰ φθάσει εὔκολα στὴν κορφή. Ὅτι σὰν φθάσει ὅμως ἐκεῖ πάνω, βλέπει πῶς στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δρόμος ἴσιος, ὄμορφος, εὔκολος, καλοδιάβατος καὶ πιὸ εὐχάριστος ἀπὸ τὸν ἄλλο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κακία καὶ ποὺ ὁ ἴδιος ποιητὴς εἶπε ὅτι μονομιᾶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν διαβεῖ, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Ἐγὼ τὸ πιστεύω: Ὁ Ἡσίοδος ἱστόρησε ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς παροτρύνει στὴν ἀρετή, νὰ σπρώξει τὸν καθένα στὸ καλό, νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴ τὸ βάλουμε κάτω μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ νὰ μὴ σταματήσουμε πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ δρόμου. Κι ὅποιος ἄλλος μὲ τέτοιο τρόπο τραγούδησε τὴν ἀρετή, ἂς γίνει ὁ λόγος του καλόδεχτος ἀπὸ μᾶς, μιὰ κι ὁδηγεῖ στὸν ἴδιο σκοπό.
Ἄκουσα κάποτε νὰ μιλᾶ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐμβαθύνει στὸ νόημα τῶν ποιητῶν. Ἔλεγε, λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ὕμνος τῆς ἀρετῆς. Ὅλα, στὸν Ὅμηρο, ἐκτὸς ἀπὸ ὅ, τι εἶναι περιθωριακό, ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτό. Ἔτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει μὲ ὅσα γράφει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ σώθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸ ναυάγιο καί, στὴν ἀρχή, μὲ μόνη τὴν ἐμφάνισή του, προκάλεσε τὸν σεβασμὸ τῆς βασιλοκόρης Ναυσικᾶς. Ἡ γύμνια του δὲν ἦταν ντροπή, γιατί ἀντὶ γιὰ ροῦχα ἦταν ντυμένος μὲ τὴν ἀρετή. Κι ὕστερα προκάλεσε ἀγαθὴ ἐντύπωση καὶ στοὺς ἄλλους Φαίακες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ παρατήσουν τὴν τρυφηλὴ ζωή τους καὶ νὰ προσπαθοῦν, θαυμάζοντάς τον, νὰ τὸν μιμηθοῦν. Καὶ στὸ στόμα κάθε Φαίακος, τότε, ἄλλη εὐχὴ δὲν ὑπῆρχε παρὰ νὰ γίνει δεύτερος Ὀδυσσεας, ἔστω καὶ θαλασσοδαρμένος. Γιατί -ἔλεγε ὁ ἑρμηνευτὴς ἐκεῖνος τοῦ ποιητικοῦ νοήματος- μὲ αὐτὰ ὁ Ὅμηρος διδάσκει ξάστερα τὰ ἑξῆς: Ἄνθρωποι γυμνασθῆτε στὴν ἀρετή, ποὺ κολυμπᾶ μαζί σας στὸ ναυάγιο, κι ὅταν πατήσετε στὴ στεριὰ γυμνοί, θὰ σᾶς παραστήσει πιὸ τιμημένους ἀπὸ τοὺς ἀμέριμνους Φαίακες. Καί, πραγματικά, αὐτὸ εἶναι. Ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ τυχὸν ἔχουμε, ἀνήκουν ἐξ ἴσου στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο. Πέφτουν πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, ὅπως τὰ ζάρια. Ἡ μόνη ἀναφαίρετη ἰδιοκτησία εἶναι ἡ ἀρετή. Τὴν ἔχει δική του ὁ καθένας κι ὅσο ζῆ κι ὅταν φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Σόλων, θαρρῶ, εἶπε στοὺς πλουσίους τό:
Δὲν θ᾿ ἀνταλλάξουμε μαζί τους τὸν πλοῦτο
μὲ τὴν ἀρετή. Πάντα ἐκείνη μένει,
ἐνῷ τὸ χρῆμα συχνὰ ἀπ᾿ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο περνᾶ.
Παρόμοια εἶναι κι ὅσα λέγει ὁ Θέογνις. Ὁ κάθε θεὸς γέρνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὸν ζυγὸ μὲ διαφορετικὸ πάντα τρόπο, ὥστε:
ἄλλοτε νὰ πλουτοῦν κι ἄλλοτε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε.
Ἀλλὰ κι ὁ σοφιστὴς Πρόδικος, ὁ Κεῖος, ἐκφράζεται παρόμοια κάπου στὰ συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία. Ἂς δώσουμε, λοιπόν, καὶ σ᾿ αὐτὸν προσοχή, γιατί εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος. Διηγεῖται τὰ ἑξῆς, ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι, γιατί δὲν ἔχω ἀποστηθισμένο τὸν λόγο του, ποὺ εἶναι πεζὸς κι ὄχι σὲ στίχους. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἦταν ἀκόμα πολὺ νέος, σχεδὸν τῆς ἡλικίας σας, σκεφτόταν ποιὸν δρόμο νὰ πάρει, τὸν κοπιαστικὸ τῆς ἀρετῆς ἢ τὸν πολὺ εὔκολο. Τὸν σίμωσαν, λοιπόν, δυὸ γυναῖκες, ἡ Ἀρετὴ κι ἡ Κακία. Ἡ διαφορά τους φάνηκε εὐθύς, μὲ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, πρὶν ἀκόμα ἀρθρώσουν λέξη. Ἢ μιὰ ἦταν στολισμένη φανταχτερὰ ἀπὸ τὴν κομμωτικὴ τέχνη, σὰν καλλονή, ἀλλὰ μὲ πλαδαρὲς σάρκες ἓξ αἰτίας τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, κι ἀπὸ πίσω της ἔρχονταν ὅλα τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς. Τὰ ἔδειχνε ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ συνόδευε μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις, προσπαθώντας νὰ τραβήξει πρὸς τὸ μέρος τῆς τὸν Ἡρακλῆ. Ἢ ἄλλη ἦταν ἰσχνή, ἀτημέλητη, μὲ σοβαρὸ βλέμμα κι ἔλεγε πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά. Δὲν ὑποσχόταν τίποτε τὸ ἀναπαυτικὸ καὶ τὸ εὐχάριστο. Ὑποσχόταν μονάχα χίλιους δυὸ κόπους κι ἱδρώτα καὶ κινδύνους παντοῦ, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες. Καὶ τὸ βραβεῖο, γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ ἦταν νὰ γίνει ὁ Ἡρακλῆς θεὸς - ἔλεγε ὁ Πρόδικος. Κι ὅπως ξέρετε, ὁ Ἡρακλῆς, στὸ τέλος αὐτὴν ἀκολούθησε.
ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
Ὅλοι, λοιπόν, σχεδὸν οἱ ἀξιόλογοι γιὰ τὴ σοφία τους ἄνθρωποι, ἄλλος λιγότερο κι ἄλλος περισσότερο, κι ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, ἔχουν ἐξυμνήσει, στὰ ὅσα ἔγραψαν, τὴν ἀρετή. Αὐτοὺς πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ πασχίζουμε νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τὰ λόγια τους. Γιατί ὅποιος στηρίζει μὲ πράξεις τὴ φιλοσοφία, ποὺ ἄλλοι τὴν περιορίζουν στὰ λόγια
αὐτὸς μονάχα ἔχει νοῦ,
σὰν σκιὲς οἱ ἄλλοι γυροφέρνουν.
Ἔχουμε, σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση, μιὰ θαυμαστὴ σὲ ὀμορφιὰ προσωπογραφία καὶ πλάι της τὸ ἴδιο πρόσωπο στὴν πραγματικότητα, ἐξίσου ὡραῖο με τὴν ἀπεικόνισή του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μὲ φουσκωμένα λόγια ἐξυμνοῦν τὴν ἀρετὴ μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴ δική τους ζωὴ προτιμοῦν τὴν ἀκολασία ἀπὸ τὴ σωφροσύνη, τὴν πλεονεξία ἀπὸ τὸ δίκιο. Μὲ τί μοιάζουν αὐτοί; Μοιάζουν μὲ τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ παίζουν δράματα καὶ παρουσιάζονται στὴ σκηνὴ συχνὰ σὰν βασιλιάδες καὶ μεγάλοι ἄρχοντες, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο στὴν πραγματικότητα καί, καμιὰ φορά, οὔτε ἐλεύθεροι πολίτες, ἀλλὰ δοῦλοι. Ὁ μουσικὸς θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι καλὰ κουρντισμένη ἡ λύρα του; Ὁ κορυφαῖος του χοροῦ, στὴν τραγῳδία, θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι ὁ χορὸς ἐναρμονισμένος μαζί του; Ὄχι. Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ διαφωνοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους, κι ἡ ζωή τους νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια τους, νὰ συμβαίνει σ᾿ αὐτοὺς αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Εὐριπίδης· ἡ γλώσσα μου ὁρκίσθηκε ἀλλὰ ὄχι κι ὁ νοῦς, καὶ ποῦ νὰ θέλουν νὰ φαίνονται κι ὄχι νὰ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια καλοί; Ἀλλὰ κάτι παρόμοιο θὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτο τῆς ἀδικίας, ἂν πρέπει νὰ πιστέψουμε στὸν Πλάτωνα, τὸ νὰ δίνει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν εἶναι.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ὅσα, λοιπόν, λόγια ὁδηγοῦν πρὸς τὸ καλό, πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ καὶ σπουδαῖες πράξεις τῶν ἀρχαίων σώθηκαν στὴ μνήμη ὡς τὶς ἡμέρες μας ἢ καταγραμμένες στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων. Ἂς μὴ παραμελήσουμε καὶ τὴ δική τους ὠφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ἕνας χυδαῖος ἄνθρωπος ἔβριζε τὸν Περικλῆ, ἔνῳ ὁ μεγάλος πολιτικὸς δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία. Ὅλη τη μέρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος περιέλουζε μὲ βρισιὲς τὸν Περικλῆ, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν, λοιπόν, ἔπεσε τὸ βράδι καὶ σκοτείνιασε κι ἐκεῖνος ἀποκαμωμένος ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, πρόσταξε νὰ τοῦ φωτίσουν τὸ δρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μιὰ ἄλλη φορά, πάλι, ἕνας ἄνθρωπος ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ φιλοσόφου ἀπὸ τὰ Μέγαρα, τὸν ἀπείλησε, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκο, ὅτι θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ κι ὁ Εὐκλείδης τοῦ ὁρκίσθηκε ὅτι θὰ τὸν ἱκανοποιοῦσε καὶ θὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν ὀργή του. Τί σπουδαῖο θὰ ἦταν ἂν ὅσοι παρασύρονται στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἔφερναν στὸν νοῦ τους τέτοια περιστατικά! Γιατί δὲν πρέπει νὰ πιστεύουμε στὴν τραγῳδία, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ ὀργὴ ὁπωσδήποτε ἀρματώνει τὸ χέρι ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ νὰ ἐρεθιζόμαστε ἀπ᾿ αὐτή. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ λογικὴ ἐναντίον της καὶ νὰ τῆς κόβουμε τὰ φτερά.
Ἂς γυρίσουμε πάλι στὰ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Ὅρμησε κάποιος ἐναντίον τοῦ φιλοσόφου Σωκράτη καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔφερε ἀντίσταση. Ἄφησε τὸν μεθυσμένο νὰ χορτάσει τὴν ὀργή του, ὡς ὅτου ἡ ὄψη τοῦ εἶχε μελανιάσει καὶ πρησθεῖ ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ὅταν τὸ ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ὁ Σωκράτης ἔκανε μονάχα αὐτό: ἔγραψε στὸ μέτωπο τοῦ ὁ τάδε τό ῾κανε, ὅπως ἐπιγράφουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη. Ἦταν ἡ μόνη τοῦ ἐκδίκηση. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἐπιδίωξη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία σας πολὺ ἀξιομίμητα. Λόγου χάρη, τὸ τελευταῖο περιστατικό, ἐκεῖνο τοῦ Σωκράτη, μοιάζει μὲ ὅ, τι παραγγέλλει ὁ Κύριος: ἂν σὲ χτυπήσει κανεὶς στὸ ἕνα μάγουλο, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο γιὰ τὰ περιστατικὰ τοῦ Περικλῆ ἢ τοῦ Εὐκλείδη, θυμίζουν τὴν ἐντολὴ νὰ ὑπομένουμε ὅποιους μᾶς κάνουν κακὸ καὶ νὰ βαστᾶμε μὲ πραότητα τὴν ὀργή τους, νὰ μὴν καταριόμαστε ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶμε μὲ εὐχὲς στοὺς ἐχθρούς μας.
Ὅποιος προγυμνασθεῖ στὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα παραδείγματα, δὲν θὰ δυσπιστήσει στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου σὰν ἀκατόρθωτες. Δὲν θὰ λησμονήσω καὶ τὴν πράξη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἀφοῦ ἔπιασε αἰχμάλωτες τὶς πανέμορφες, ὅπως λέγεται, κόρες τοῦ Δαρείου, δὲν καταδέχθηκε οὔτε νὰ τὶς κοιτάξη, θαρρώντας ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ ἀνδρῶν νὰ νικηθεῖ ἀπὸ γυναῖκες. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὸ εὐαγγελικό: ὅποιος ρίξει βλέμμα ἐπιθυμίας σὲ γυναίκα, ἔστω κι ἂν δὲν κάνει μοιχεία στὴν πράξη, μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ ὅμως τὴ μοιχεία στὴν ψυχή του, εἶναι ἔνοχος. Ὅσο γιὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κλεινία, μαθητῆ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τυχαῖα συμπίπτει μὲ αὐτὴ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα. Τί ἔκανε ὁ Κλεινίας; Ἂν ὁρκιζόταν, θὰ γλίτωνε πρόστιμο τριῶν ταλάντων. Ἀλλὰ προτίμησε νὰ πληρώσει αὐτὸ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ γιὰ νὰ μὴ πάρει ὅρκο, ἔστω κι ἂν ὁ ὅρκος θὰ ἦταν ἀληθινός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἴσως γιατί ἄκουσε τὴν ἐντολή, ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο.
ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ἀλλὰ ἂς κάνουμε πάλι πίσω, σὲ ὅ, τι ἔλεγα στὴν ἀρχή. Στὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε ὅλα χωρὶς διάκριση, ἄλλα μονάχα ὅσα ὠφελοῦν. Γιατί εἶναι ντροπή, νὰ ἀπωθοῦμε τὶς βλαβερὲς τροφές, ἔνῳ στὰ μαθήματα, ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, νὰ μὴ δίνουμε καμιὰ σημασία, ἀλλὰ νὰ τὰ παίρνουμε καὶ νὰ τὰ καταπίνουμε σὰν τὸ ὁρμητικὸ ποτάμι. Ὁ καπετάνιος δὲν παρατᾶ τὸ καράβι τοῦ ὅπως λάχει στοὺς ἀνέμους, ἄλλα τὸ κατευθύνει πρὸς τὸ λιμάνι. Ὁ τοξότης σκοπεύει τὸν στόχο του. Ὁ χαλκιὰς κι ὁ χτίστης δουλεύουν σύμφωνα μὲ τὸν προσανατολισμὸ τῆς δουλειᾶς τους. Ἐμεῖς εἴμαστε τάχα κατώτεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐπαγγελματίες τουλάχιστο στὸ νὰ ξεχωρίζουμε τὸ συμφέρον μας; Ὅπως ὁ ἐπαγγελματίας ἔχει ἕνα στόχο στὴ δουλειά του, ἔτσι κι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἔχει ἕνα δικό της στόχο. Καὶ σ᾿ αὐτὸν ἔχουν τὰ μάτια τοὺς ὅλοι ὅσοι δὲν θέλουν νὰ μοιάζουν μὲ ἄλογα ζῷα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμαστε τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ πλοῖα, ποὺ δὲν ἔχουν ἔρμα, τὸ τιμόνι τῆς ψυχῆς μας δὲν θὰ τὸ μεταχειρίζεται ἡ λογικὴ καὶ θὰ γυροφέρνουμε μέσα στὴ ζωὴ ἄσκοπα. Στοὺς γυμναστικοὺς ἀγῶνες καὶ στοὺς μουσικοὺς ἐπίσης διαγωνισμούς, ὅποιος λαβαίνει μέρος, ἔχει ὑπόψη του τὸ ἀντίστοιχο στεφάνι. Ὅποιος ἀθλεῖται στὴν πάλη ἢ στὸ παγκράτιο, δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰ παίζει κιθάρα ἢ αὐλό.
Παράδειγμα ὁ χεροδύναμος ἀθλητὴς Πολυδάμας, ποὺ πρὶν κατεβεῖ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ἀναχαίτιζε καταμεσὶς τοῦ δρόμου τὰ ἅρματα ποὺ ἔτρεχαν καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δυνάμωνε τοὺς μῦς του. Ἐπίσης ὁ Μίλων ὁ Κροτωνιάτης δὲν μετατοπιζόταν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀλειμμένο σκουτάρι κι ἀντιστεκόταν στὸ σπρώξιμο ὅπως τὰ κολλημένα μὲ μολύβι ἀγάλματα. Μ᾿ ἕνα λόγο, γυμνάζονταν γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι στὰ ἀγωνίσματά τους. Ἂς ὑποθέσουμε ὅμως ὅτι τοὺς ἔτρωγε ἡ περιέργεια κι ἄφηναν τὸν κουρνιαχτὸ τῶν γυμναστηρίων γιὰ τὶς μελῳδίες τοῦ Μαρσύα, τοῦ αὐλητῆ ἀπὸ τὴ Φρυγία, καὶ τοῦ μαθητῆ του, τοῦ Ὄλυμπου. Τί θὰ συνέβαινε τότε; Θὰ κέρδιζαν τὸν κότινο; Θὰ δοξάζονταν; Θὰ προκαλοῦσαν τὸν θαυμασμὸ μὲ τὴν σωματική τους ἀλκή; Ἀλλὰ οὔτε κι ὁ Τιμόθεος, ὁ περίφημος αὐλητὴς ἀπὸ τὴ Θήβα, παράτησε τὴ μουσικὴ γιὰ νὰ χάνει τὸν καιρό του στὶς παλαῖστρες. Γιατί ἂν ἔκανε κάτι τέτοιο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ξεπεράσει ὅλους στὴν τέχνη τῶν ἤχων καὶ νὰ ἔχει τέτοια ἱκανότητα σ᾿ αὐτήν, ὥστε, ἀνάλογα μὲ τὸ κέφι του, ἄλλοτε οἰστρηλατοῦσε τὴν ψυχὴ μὲ τὴ σοβαρὴ κι αὐστηρὴ ἁρμονία κι ἄλλοτε, γλυκαίνοντας τοὺς τόνους, τὴ χαλάρωνε καὶ τὴν ἐπράϋνε. Χάρη στὴν τέχνη του, καθὼς λένε, ἀκόμα καὶ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, παίζοντας ἕνα φρυγικὸ μέλος, τὸν ἔκανε νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ τὸ τραπέζι σὲ πολεμικὸ συναγερμὸ κι ὕστερα τὸν ξανάφερε ἀνάμεσα στοὺς συνδαιτημόνες του, ἁπαλαίνοντας τὸ μουσικό του παίξιμο. Τόση εἶναι ἡ δύναμη καὶ στὴ μουσικὴ καὶ στὸν ἀθλητισμό, ποὺ δίνει ἡ προσαρμοσμένη στὸν σκοπό της ἄσκηση.
Καὶ μιὰ ποὺ ὁ λόγος γιὰ στεφάνια κι ἀθλητές. Τί τραβοῦν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι! Αὐξαίνουν τὴ δύναμή τους μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ κόπους στὰ γυμναστήρια. Ὁ προπονητής τους ἀκόμα καὶ ξύλο τοὺς δίνει. Ἡ δίαιτά τους δὲν εἶναι καθόλου ζηλευτῆ. Εἶναι ἡ γνωστὴ τῶν γυμναστῶν. Κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἄποψη -γιὰ νὰ μὴ μακρηγορήσουμε- περνοῦν ζωὴ δύσκολη, ποὺ εἶναι προετοιμασία γιὰ τὸν ἀγώνα. Κι ἀφοῦ ἔτσι ἑτοιμασθοῦν, τότε μπαίνουν γυμνοὶ στὸ στάδιο καὶ περνοῦν ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὶς λαχτάρες, γιὰ νὰ κερδίσουν ἕνα στεφάνι ἀπὸ ταπεινὸ χορτάρι καὶ νὰ ἀναγορευθοῦν νικητές. Κι ἐμεῖς, τώρα, ποὺ περιμένουμε τόσο θαυμαστὰ στὸν ἀριθμὸ καὶ στὴν ἀξία στεφάνια, ἀπερίγραπτὰ μὲ λέξεις, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πετύχουμε μὲ ἡμίμετρα, μὲ μαλθακὴ ζωή, μὲ ἔλλειψη περιορισμῶν; Ἂν ἦταν ἔτσι, ἡ ἀμεριμνησία θὰ ἦταν πολύτιμο πρᾶγμα στὴ ζωή.
Ὁ Σαρδανάπαλος, ὁ Ἀσσύριος ἐκεῖνος βασιλιάς, ποὺ ἦταν ὀνομαστὸς γιὰ τὴν τρυφηλὴ ζωή του, θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Ἐπίσης ὁ Μαργίτης, ποὺ καθὼς ἀναφέρει ἕνα ποίημα ἀποδινόμενο στὸν Ὅμηρο, δὲν ἦταν ἱκανὸς οὔτε νὰ ὀργώνει οὔτε νὰ σκάβει οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο νὰ κάνει. Ἀλλὰ ἂς κοιτάξουμε μήπως εἶναι μεγάλη ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑφτὰ σοφούς, ὁ Πιττακός, ὅτι τὸ νὰ γίνει κανεὶς καλὸς ἄνθρωπος εἶναι δύσκολο πράγμα. Πραγματικά, θ᾿ ἀποκτήσουμε μὲ πολλοὺς κόπους τὰ ἀγαθά, πού, καθὼς προείπαμε, τίποτε τὸ ἀνθρώπινο δὲν τοὺς μοιάζει. Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμαστε ἀμελεῖς καὶ μὲ λιγόχρονη ἀκηδία νὰ χάσουμε τὶς ἐλπίδες πολὺ ἀκριβῶν πραγμάτων. Ἔτσι, θὰ ἦταν σὰν νὰ θέλουμε νὰ τιμωρηθοῦμε καὶ σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, πρᾶγμα πολὺ βαρὺ γιὰ κάθε συνετὸ ἄνθρωπο, ἄλλα καὶ στὰ κριτήρια, ποὺ ὑπάρχουν εἴτε κάτω ἀπὸ τὴ γῆ εἴτε ὁπουδήποτε ἄλλου τοῦ σύμπαντος. Γιατί, ὅποιος χωρὶς νὰ θέλει δὲν ἔξεπληρωσε τὸ καθῆκον του, ἴσως συγχωρηθεῖ κάπως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ ὅποιος διάλεξε συνειδητὰ τὸ κακό, εἶναι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητος καὶ θὰ τιμωρηθεῖ ἀπανωτά.
ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΔΑΚΡΥΤΟΣ ΗΝΙΟΧΟΣ
Ἀλλά, θὰ πεῖ κανείς: Τί πρέπει, λοιπόν, νὰ κάνουμε; Ἁπλούστατα: τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ παραμερίσουμε τὸ κάθε τί καὶ νὰ μεριμνήσουμε γιὰ τὴν ψυχή. Δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ὑποταγμένοι στὸ σῶμα, χωρὶς ἀπόλυτη ἀνάγκη. Ἀλλὰ νὰ παρέχουμε στὴν ψυχὴ ὅ, τι τὸ πιὸ καλό, χρησιμοποιώντας τὴ σωστὴ σκέψη καὶ λύνοντας τὴν ἔτσι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν τοῦ σώματος, ποὺ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἡ φυλακή της. Καί, παράλληλα κάνοντας τὸ σῶμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στὸ στομάχι ὅ, τι εἶναι ἀναγκαῖο κι ὄχι ὅ, τι εἶναι εὐχάριστο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ψάχνουν σὲ στεριὲς καὶ σὲ θάλασσε, γιὰ νὰ βροῦν σπουδαίους μαγείρους καὶ τραπεζοποιούς, λὲς καὶ τοὺς πρόσταξε νὰ τὸ κάνουν κάποιος ἀπαιτητικὸς ἡγεμόνας, σὰν φόρο στὴ βουλιμία του. Εἶναι ἄνθρωποι γιὰ κλάματα. Δεινοπαθοῦν ὅπως οἱ κολασμένοι στὸν ᾅδη. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο; Ὅπως λέγει ἡ παροιμία, κουβαλοῦν νερὸ μὲ κόσκινο σὲ τρύπιο πιθάρι κι οἱ κόποι τοὺς τέλος δὲν ἔχουν. Κι ἡ περίσσια περιποίηση τῶν μαλλιῶν καὶ τοῦ ντυσίματος εἶναι, κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Διογένη, ἀπασχόληση ἀνθρώπων ἀδίκων ἡ δυστυχισμένων. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς κομψευόμενος ἡ καὶ τὸ νὰ λέγεται τέτοιος, εἶναι τὸ ἴδιο περίπου σὰν νὰ μιμεῖται τὶς ἑταῖρες ἡ νὰ ἐπιβουλεύεται τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ τοῦ πλησίον του.
Τί διαφορά, γιὰ τὸν φρόνιμο ἄνθρωπο, ἀνάμεσα στὸ πολυτελὲς καὶ στὸ ἅπλα πρακτικὸ ροῦχο, μιὰ καὶ τὸ τελευταῖο κάνει τὴ δουλειά του, προστατεύοντας τὸ κορμὶ ἀπὸ τὸ χειμωνιάτικο κρύο κι ἀπὸ τὸ κάμα τοῦ καλοκαιριοῦ; Καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, πάλι, τὸ ἴδιο ἰσχύει: νὰ μὴ ξεπερνοῦν τὸ μέτρο τῆς λογικῆς ἀνάγκης κι οὔτε νὰ κολακεύουν τὸ σῶμα σὲ βάρος τοὺς συμφέροντος τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος, θεωρεῖ ἴδια ντροπὴ τὸ νὰ εἶναι κομψευόμενος καὶ ὑπηρέτης τοῦ κορμιοῦ, ὅπως καὶ τὸ νὰ εἶναι ὑποδουλωμένος σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθος. Ὅποιος κάνει τὸ πᾶν γιὰ τὴν ἐκζήτηση στὴ σωματική του ἐμφάνιση, ἀποδείχνει ὅτι δὲν ἔχει συνείδηση τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης ἀξίας. Δὲν καταλαβαίνει τὸ σοφὸ γνωμικό, ποὺ λέγει: ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅ, τι φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω. Πρέπει, μὲ ὑψηλότερη σκέψη, νὰ καταλαβαίνουμε τί πραγματικὰ εἴμαστε ὁ καθένας.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, χρειάζεται ψυχὴ καθαρὴ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅ, τι γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ἥλιο μὲ γερὰ μάτια. Καὶ τί σημαίνει, μὲ λίγα λόγια, καθαρὴ ψυχή; Περιφρόνηση τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων. Δηλαδὴ νὰ μὴν τρέφουμε τὴν ὅρασή μας μὲ τὰ ἄτοπα θεάματα τῶν θαυματοποιῶν. Νὰ μὴν ἐκθέτουμε γυμνὰ τὰ σώματα, πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ τὴν ἡδονὴ ἄμεσα. Νὰ μὴν ἀκοῦμε μεθυστικὰ τραγούδια γιὰ τὴν ψυχή, μὲ ἄσεμνο περιεχόμενο, μιὰ καὶ τέτοια μουσικὴ δίνει ζωὴ σὲ πάθη ποὺ ὑποδουλώνουν κι ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλη εἶναι ἡ μουσικὴ ποὺ ταιριάζει σὲ μᾶς. Μιὰ μουσικὴ ποὺ εἶναι καλύτερη κι ὑψώνει στὸ καλύτερο. Ἐκείνη ποὺ μεταχειριζόταν κι ὁ Δαβίδ, ὁ ποιητὴς τῶν ψαλμῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ κατασιγάσει τὴν ἐξαλλοσύνη τοῦ βασιλιὰ Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται καὶ γιὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μαθηματικὸ Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, ποὺ βρίσκονταν σὲ εὐθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τὸν αὐλητή, ποὺ τοὺς συνόδευε, ν᾿ ἀλλάξει σκοπὸ καὶ νὰ παίξει δωρικὴ μελῳδία. Τότε, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασή της, ᾖρθαν στὰ συγκαλά τους, πέταξαν τὰ στεφάνια καὶ τράβηξαν γιὰ τὰ σπίτια τοὺς γεμάτοι ντροπή. Ἄλλοι πάλι, κάτω ἀπὸ τοὺς ἤχους τοῦ αὐλοῦ, μεταβάλλονται σὲ Κορύβαντες καὶ Βάκχες. Τόσο διαφέρει στὴν ἐπίδρασή της ἡ καλὴ ἀπὸ τὴν ἀνήθικη μουσική. Λοιπόν, τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγετε ἀπ᾿ ὅσα καταφάνερα αἰσχρὰ πράγματα ὑπάρχουν, εἶναι ἡ μάθηση τῆς μουσικῆς ποὺ ἔχει σήμερα πέραση. Καὶ τὸ νὰ ἀνακατεύετε τὴν ἀτμόσφαιρα μὲ λογιῶν-λογιῶν ἀναθυμιάσεις, ποὺ ἤδονιζουν τὴν ὄσφρηση, ἡ τὸ νὰ φορᾶτε ἀρώματα, ντρέπομαι ἀκόμα καὶ νὰ τὰ ἀπαγορέψω. Ὅσο γιὰ τὶς ἡδονὲς τῆς ἐπαφῆς καὶ τῆς γεύσεως, τί νὰ πῶ ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι ὑποχρεώνουν ὅσους τοὺς ἔχουν δοθεῖ νὰ ζοῦνε σὰν κτήνη, ἔχοντας ἐνδιαφέρον μονάχα γιὰ τὴν κοιλιὰ κι ὅ, τι εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά;
Ἂς τὸ πῶ, σύντομα: ὅποιος δὲν θέλει νὰ βουλιάξει στὸ βόρβορο τῶν σωματικῶν ἡδονῶν, πρέπει νὰ περιφρονήσει ὅλο τὸ σῶμα ἡ νὰ τὸ φροντίζει τόσο μονάχα ὅσο τοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ ἔχει βοηθὸ στὴ φιλοσοφία, ὅπως λέγει ὁ Πλάτων κι ὅπως λέγει ὁ Παῦλος συμβουλεύοντας νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὸ σῶμα κατὰ τρόπο ποὺ νὰ δίνει λαβὴ σὲ ἐπιθυμίες. Ὅσοι φροντίζουν γιὰ νὰ εἶναι καλὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ποὺ θὰ χρησιμοποιήσει τὸ σῶμα, τὴν παραμελοῦν σὰν ἀνάξια λόγου, εἶναι ἴδιοι με ὅσους νοιάζονται πολὺ γιὰ τὰ ἐργαλεῖα, ἀλλὰ δὲν τοὺς νοιάζει γιὰ τὴν τέχνη, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ. Τὸ ἀντίθετο πρέπει νὰ γίνεται. Νὰ τιμωροῦν τὸ σῶμα. Νὰ καταπτοοῦν τὶς ὁρμές του σὰν θηρία. Νὰ παίρνουν τὴν ὀρθὴ σκέψη σὰν βούρδουλα καὶ νὰ μαστιγώνουν καὶ νὰ ἀποκοιμίζουν τὴν τρικυμία τῆς ψυχῆς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ σῶμα. Κι ὄχι ἀμολώντας κάθε χαλινάρι γιὰ τὴν ἡδονή, ν᾿ ἀφήνουν τὴν ψυχὴ στὸ κατάντημα ἄτυχου ἡνιόχου, ποὺ τὸν πάνε κατὰ κρημνῶν ἀτίθασα κι ὁρμητικὰ ἄλογα. Ἂς θυμοῦνται καὶ τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Πυθαγόρα: κάποτε, σὰν εἶδε ἕνα φίλο του, ποὺ μὲ τὴν καλοφαγία καὶ τὶς σωματικὲς ἀσκήσεις, εἶχε κάνει κορμὶ ἐντυπωσιακό, τοῦ εἶπε: Δὲν παύεις, φίλε μου νὰ φτιάχνεις τὴ φυλακή σου πιὸ δύσκολη; Λένε καὶ γιὰ τὸν Πλάτωνα: προβλέποντας τὶς ζημιές, ποὺ θὰ τοῦ προκαλοῦσε τὸ κορμί, ἐγκαταστάθηκε ἔξεπιτηδες στὴν Ἀκαδημία, τόπο τῆς Ἀττικῆς νοσηρό, γιὰ νὰ κόψει ἔτσι τὴν ὑπερβολικὴ εὐαισθησία τοῦ σώματος, ὅπως κόβουν τὸ περίσσιο φύλλωμα τοῦ ἀμπελιοῦ. Ἐγὼ μάλιστα ἄκουσα τοὺς γιατροὺς νὰ λένε ὅτι ἡ πολλὴ ὑγεία εἶναι κάτι τὸ ἐπικίνδυνο.
Μιά, λοιπόν, ποὺ ἡ περίσσια φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα εἶναι καὶ στὸ ἴδιο ἄχρηστη καὶ στὴν ψυχὴ ἐμπόδιο, εἶναι σωστὴ ἀφροσύνη τὸ νὰ ἐξαρτᾶμε ὅλα ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ εἴμαστε σκλάβοι του. Κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πρᾶγμα δὲν ἀξίζει τόσο θαυμασμὸ ὅσο ἡ ἄσκηση στὴν περιφρόνηση τοῦ σώματος. Δὲν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τί θὰ τὸν χρειασθοῦμε τὸν πλοῦτο, ὅταν ἔχουμε καταπατήσει τὶς σωματικὲς ἡδονές. Ἐκτὸς ἂν εἶναι εὐχαρίστηση νὰ ἀγρυπνεῖ κανεὶς πάνω ἀπὸ θαμμένους θησαυρούς, ὅπως οἱ μυθικοὶ δράκοντες, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καλλιεργηθεῖ κι ἀπόκτησε ἐλεύθερο φρόνημα ὡς πρὸς αὐτά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἡ νὰ πεῖ ποτὲ κάτι τὸ ποταπὸ καὶ τὸ αἰσχρό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος προσέχει μονάχα τὸ ἀναγκαῖο. Τὰ ὑπόλοιπα, ἔστω κι ἂν εἶναι σὰν τὸ χρυσάφι τοῦ Πακτωλοῦ ποταμοῦ ἡ σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ βγάζουν τὸ μερμήγκια, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος, τὰ κανονίζουν οἱ ἀνάγκες τῆς φύσεως κι ὄχι ἡ ἄπλησια τῶν ἡδονῶν. Ὅσοι ξεπερνοῦν τὰ σύνορα τῆς ἀνάγκης, μοιάζουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ γλιστροῦν σὲ κατήφορο καὶ μὴν ἔχοντας ποὺ νὰ στηρίξουν τὰ πόδια τοὺς ἐξακολουθοῦν ἀέναα νὰ πέφτουν. Ὅσο πιὸ πολλὰ ἀποκτοῦν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες ὅπως λέγει κι ὁ νομοθέτης Σόλων:
Στὸν ἀνθρώπινο πλοῦτο τέρμα φανερὸ δὲν ὑπάρχει.
Ἀλλὰ κι ὁ Θέογνις ἂς ἔρθει στὴ μέση γιὰ νὰ μᾶς διδάξει σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα:
Δὲν ποθῶ οὔτε εὔχομαι νὰ γίνω πλούσιος. Ἄμποτε μὲ λίγα νὰ ζῶ, χωρὶς δεινά.
Ἄξιος θαυμασμοῦ εἶναι κι ὁ Διογένης, ποὺ περιφρονοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀγαθὰ κι ἔλεγε ὅτι εἶναι πλουσιώτερος κι ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Περσίας, γιατί στὴ ζωὴ τοῦ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ λιγότερα πράγματα. Οἱ πολλοὶ ὅμως τίποτε δὲν θαρροῦν ἀρκετὸ καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ἔχουν τὰ τάλαντα τοῦ Πυθίου κι ἀπέραντα χωράφια κι ἀναρίθμητα κοπάδια. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι τὸν πλοῦτο, ὅταν δὲν τὸν ἔχουμε, δὲν πρέπει νὰ τὸν ποθοῦμε. Κι ὅταν τὸν ἔχουμε, νὰ μὴ καυχώμαστε γιὰ τὸ ὅτι εἶναι δικός μας, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι ξέρουμε νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε. Σωστὰ μίλησε ὁ Σωκράτης σ᾿ ἕνα πλούσιο, ποὺ καυχιόταν γιὰ τὸ βιός του, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ τὸν θαύμαζε πρὶν διαπιστώσει ἂν ἤξερε νὰ τὸν χρησιμοποιήσει. Θὰ ἦταν γιὰ γέλια ὁ Φειδίας κι ὁ Πολύκλειτος, ἂν καυχιόντουσαν γιὰ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ φίλντισι, μὲ τὰ ὅποια ὁ ἕνας ἔφτιαξε τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Ἠλείας κι ὁ ἄλλος τὸ ἄγαλμα τῆς Ἥρας γιὰ τοὺς Ἄργειους. Γιατί θὰ εἶχαν καυχηθεῖ γιὰ πλοῦτο ποὺ δὲν ἦταν δικός τους καὶ γιατί δὲν θὰ λογάριαζαν τὴν τέχνη τους ποὺ ἔδωσε νόημα κι ὀμορφιὰ στὸ χρυσάφι. Ἐμεῖς τώρα εἴμαστε λιγότερο καταγέλαστοι ἂν παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι ἀρκετὸ στολίδι τοῦ ἑαυτοῦ της;
Ἂς ποῦμε, λοιπόν, ὅτι καταπατήσαμε τὸν πλοῦτο καὶ περιφρονήσαμε τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων. Θὰ ἐπιζητήσουμε ὅμως τὴν κολακεία καὶ τὰ χάδια καὶ θὰ ἀντιγράψουμε τὴ φιλοκέρδεια καὶ τὴν εὐστροφία τῆς ἀλεπούς, ποῦ ἀναφέρει ὁ μύθος τοῦ λυρικοῦ ποιητῆ Ἀρχιλόχου; Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγει περισσότερο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἐπιδείξεων, ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἐπηρεάζει τὸ τί θὰ πεῖ γι᾿ αὐτὸν ὁ κόσμος, ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ἔχει πυξίδα τῆς ζωῆς τοῦ τὴ λογική. Ἂν τὰ ἔχει ἀποφύγει αὐτά, τότε δὲν φοβᾶται νὰ πάει ἀντίθετα πρὸς τὴ γνώμη ὅλης της κοινωνίας, νὰ τὸν κατηγορήσουν, νὰ κινδυνέψει γιὰ χάρη τοῦ ἀγαθοῦ, νὰ σταθεῖ ἀκλόνητος στὴν ὀρθὴ ἀπόφαση. Ἕνας ποὺ δὲν ζῆ ἔτσι, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν ὁμηρικὸ Πρωτέα, ποὺ ὅταν ἤθελε γινόταν φυτὸ ἡ ζῷο ἡ φωτιὰ ἡ νερὸ ἡ ὁτιδήποτε ἄλλο πράγμα. Γιατί ἕνας τέτοιας λογῆς ἄνθρωπος ἄλλοτε ἐξυμνεῖ τὸ δίκιο σὲ ὅσους τὸ τιμοῦν, ἄλλοτε θὰ πεῖ τὰ ἀντίθετα, ὅταν δεῖ ὅτι κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱ κόλακες. Κι ὅπως τὸ χταπόδι ἀλλάζει χρῶμα ἀνάλογα μὲ τὸν βυθό, ἔτσι κι αὐτὸς θ᾿ ἀλλάζει γνῶμες ἀνάλογα μ᾿ ἐκεῖνες τῶν γύρω του.
Ο ΒΙΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Αὐτὰ ὅλα θὰ τὰ διδαχθοῦμε τελειότερα στὴν Ἁγία Γραφή μας. Ἀλλὰ πρὸς ὥρας τὰ περιγράφουμε, σὰν σκιαγράφημα τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν κοσμικὴ σοφία. Ὅσοι μ᾿ ἐπιμέλεια μαζεύουν τὴν ὠφέλεια ἀπὸ κάθε τί, μοιάζουν μὲ ποτάμια ποὺ παίρνουν στὸ διάβα τοὺς νερὸ ἀπὸ παραποτάμους κι ὁλοένα γίνονται μεγαλύτερα. Εἶναι σωστὴ ἡ ὑπόμνηση τοῦ Ἡσιόδου γιὰ τὸ λίγο ποὺ προστίθεται στὸ λίγο, ὄχι μονάχα σχετικὰ μὲ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ γνώση. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν κι ἡ γνώση γίνεται περισσότερη καὶ μεγάλη. Ὅταν ὁ φιλόσοφος Βίας ἀποχαιρετοῦσε τὸν γιό του, ποὺ ἔφευγε γιὰ τὴν Αἴγυπτο, καὶ τὸ παιδὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιὰ πράξη του θὰ τὸν εὐχαριστοῦσε περισσότερο, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἀποκτώντας ἐφόδιο γιὰ τὰ γηρατιά σου. Καὶ μὲ τὴ λέξη ἐφόδιο ἐννοοῦσε τὴν ἀρετή, περιγράφοντας τὴ σύντομα, μιὰ καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς τὴν περιόριζε στὸ μῆκος τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ἀλλὰ γιὰ μένα, ἔστω κι ἂν πρόκειται γιὰ τὰ γηρατιὰ τοῦ μυθικοῦ Τιθωνοῦ ἡ τοῦ μακρόβιου βασιλιὰ τῆς Ταρτησσοῦ, τοῦ Ἄργανθωνιου ἡ καὶ τοῦ Μαθουσάλα, ποὺ ἀναφέρει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ λέγει ὅτι ἔζησε ἐννιακόσια ἑβδομῆντα χρόνια, ἔστω ἀκόμα κι ἂν πρόκειται νὰ ὑπολογίσουμε ὅλο τὸν χρόνο ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοφανηκε ὁ ἄνθρωπος, βλέπω τὸ διάστημα αὐτὸ σὰν παιδιάστικη, γιὰ γέλια ἔκταση. Γιατί ἀτενίζω τὸν μακρὸ κι ἀγέραστο αἰῶνα, ποὺ τέλος δὲν ἔχει, τὴν ἡλικία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς.
Συμβουλέω ν᾿ ἀποκτᾶμε ἐφόδιο γιὰ τὴν ἀτελεύτητη αὐτὴ ζωή, κινώντας, σύμφωνὰ μὲ τὴ γνωστὴ ἔκφραση, πάντα λίθον, ὥστε νὰ παίρνουμε ἀπὸ παντοῦ ὠφέλεια γιὰ μιὰ τέτοια προοπτική. Βέβαια εἶναι ζήτημα ποὺ θέλει κόπο κι ἔχει δυσκολίες. Ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀποθαρρυνθοῦμε καὶ νὰ τὸ ἀμελήσουμε. Ἀλλὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸ παράγγελμα τῶν Πυθαγορείων, ποὺ λέγει ὅτι ὁ καθένας πρέπει νὰ διαλέγει τὸν ἄριστο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ βρίσκει χαρὰ μέσα του, συνηθίζοντάς τον. Ἔτσι, θὰ ἐπιχειρήσουμε τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα. Εἶναι ντροπὴ νὰ ἀδιαφορήσουμε γιὰ τὴν τωρινὴ εὐκαιρία κι ὅταν περάσει ὁ καιρὸς νὰ πασχίζουμε νὰ φέρουμε μπροστά μας τὰ περασμένα, χωρὶς νὰ κατορθώσουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ θλίψη. Ἀπ᾿ ὅσα, λοιπόν, θαρρῶ ὅτι εἶναι τὰ καλύτερα, ἄλλα σᾶς τὰ εἶπα τώρα κι ἄλλα ὅσο ζῶ θὰ σᾶς τὰ συμβουλεύω. Καὶ σεῖς, τώρα, ἀνάμεσα στὰ τρία εἴδη ἀρρώστιας, μὴ τοποθετηθῆτε στὸ τελευταῖο, τὸ ἀθεράπευτο. Καὶ μὴ δείξετε ὅτι ἡ ψυχική σας ἀσθένεια μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνες τῶν σωματικὰ ἄρρωστων. Ὅσοι δηλαδὴ ἔχουν κάποια μικρὴ ἀρρώστια, πᾶνε οἱ ἴδιοι στοὺς γιατρούς. Ὅσοι ἔπαθαν κάποια μεγαλύτερη ἀρρώστια τοὺς προσκαλοῦν στὸ σπίτι τους. Κι ὅσοι ἔπεσαν σὲ ἐντελῶς ἀνίατη μανία, καὶ ποὺ τοὺς πλησιάζουν οἱ γιατροί, δὲν τοὺς δέχονται. Μὴ πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, ἀποφεύγοντας τὶς ὀρθὲς σκέψεις.
ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_de_legendis_gentilium_libris.htm
Μιὰ μέρα ἕνας ὁλόκληρος χρόνος! Γιὰ τὴ μικρὴ ζωή μου ἕνας χρόνος δὲν εἶναι τίποτε. Στὶς στιγμὲς ὅμως μιᾶς μέρας κρίνεται, πολλὲς φορές, ἡ αἰωνιότης.
1. Η προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και ένας οικουμενικός διδάσκαλος. Το σημαντικό είναι ότι ο τίτλος Μέγας του αποδόθηκε από τα αδέλφια του, πράγμα το οποίο δείχνει την μεγάλη επιρροή που είχε στα μέλη της οικογενείας του. Από τα εννέα αδέλφια της οικογενείας του οι πέντε είναι γνωστοί άγιοι της Εκκλησίας μας.
Δεν πρόκειται να παρουσιάσω τα στοιχεία της προσωπικότητος του, αλλά να αναπτύξω με συντομία τα τρία σημεία τα οποία περιγράφονται στο απολυτίκιό του. Το απολυτίκιο είναι το εξής:
« Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου,
δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
τήν φύσιν των όντων ετράνωσας,
τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ιεράτευμα, πάτερ όσιε,
πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τα ψυχάς ημών» .Τα τρία σημεία, τα οποία θα υπογραμμίσω, είναι τα εξής: Το ένα « δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας» , το δεύτερο « τήν φύσιν των όντων ετράνωσας» και το τρίτο « τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας» .
« Δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας»
Ο Μ. Βασίλειος έζησε ως επίσκοπος σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Εννοώ την περίοδο μεταξύ της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., και της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε το 381 μ.Χ. Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε όλα τα θεολογικά ζητήματα της εποχής εκείνης με σοφία, διάκριση, σύνεση, αλλά και θεολογική προοπτική και ενώ εκοιμήθη σε ηλικία 49 ετών δύο μόλις χρόνια –τό 379– πριν συνέλθη η Β´ Οικουμενική Σύνοδος το έτος 381, εν τούτοις είχε προετοιμάσει όλο το θεολογικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Σύνοδος αυτή.
Ο Μ. Βασίλειος δογμάτισε για τον Τριαδικό Θεό χρησιμοποιώντας νέα ορολογία και αυτό έγινε για να αντιμετωπίση τις διάφορες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και οι οποίες χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ο Φωστήρ της Καισαρείας δογμάτισε για το Άγιον Πνεύμα, για τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το σημαντικό και πρωτόγνωρο, ακόμη και για την φιλοσοφία, είναι ότι για πρώτη φορά ο Μ. Βασίλειος ταύτισε την υπόσταση με το πρόσωπο.
Μέχρι τότε το πρόσωπο σήμαινε το προσωπείο, την μάσκα που χρησιμοποιούσε ο ηθοποιός για να παίξη έναν ρόλο, δηλαδή το πρόσωπο ήταν ένα επίθεμα του όντος. Ο Μ. Βασίλειος ανέπτυξε την άποψη ότι το πρόσωπο δεν είναι επίθεμα του όντος, αλλά ταυτίζεται με την υπόσταση, δηλαδή είναι αυτό που κάνει το όν να είναι όντως όν.
Όλη αυτήν την θεολογία ο Μ. Βασίλειος την ανέπτυξε « θεοπρεπώς» , ακριβώς γιατί ζούσε την υπαρξιακή θεολογία, είχε εμπειρίες του Θεού, όπως φαίνεται στα κείμενά του. Η θεολογία του δεν ήταν ακαδημαϊκή, ορθολογιστική, συναισθηματική, αισθητική, αλλά καθαρά υπαρξιακή.
« Την φύσιν των όντων ετράνωσας».
Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία γινόταν διαρκώς λόγος για τα όντα, που υπάρχουν στον κόσμο, και το όν, του οποίου αντιγραφή είναι τα όντα. Βασικό κεντρικό ερώτημα της αρχαίας ελληνικής μεταφυσικής, όπως ισχυρίζεται ο Χάϊντεγκερ, είναι « γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε». Ο Μ. Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και όλη την επιστήμη της εποχής του, που ησχολείτο με τα όντα. Κατά την μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που ήταν προσωπικός του φίλος και συμμαθητής του στην Αθήνα, έμαθε εννέα επιστήμες της εποχής εκείνης.
Αν διαβάση κανείς την « εξαήμερό» του, δηλαδή την ερμηνεία που κάνει στην δημιουργία του κόσμου σε έξι ημέρες, θα διαπιστώση ότι μέσα στο βιβλίο αυτό κατόρθωσε να συγκεντρώση όλες τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του για τον κόσμο και την δημιουργία του. Ερεύνησε την φύση και τα όντα –τά φυτά, τα έντομα, τα πτηνά, τα ψάρια, τα ζώα κλπ.– είδε την ουσία των όντων, τις ενέργειες του Θεού στην κτίση, καθώς και την εντελέχεια και την τελολογία όλων των αισθητών πραγμάτων. Ο Μ. Βασίλειος αγάπησε την φύση και έκανε στις επιστολές του υπέροχες περιγραφές του τοπίου στο οποίο εμόναζε παρά τον Ίρι ποταμό.
« Τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας»
Ο Μ. Βασίλειος δεν ήταν ένας θεωρητικός Θεολόγος και επιστήμονας, αλλά ήταν και μεγάλος μεταρρυθμιστής. Ενδιαφερόταν για τους δούλους, τους πτωχούς, για την ελάφρυνση της φορολογίας του λαού, για τις αδικίες που υφίσταντο διάφοροι άνθρωποι, διοργάνωσε την φιλανθρωπία. Είναι ο θεμελιωτής των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Μέχρι τότε το Κράτος δεν είχε αναπτύξει την κοινωνική πρόνοια.
Ο Μ. Βασίλειος εμφορούμενος από τις Χριστιανικές του αρχές ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό την φιλανθρωπία. Είναι γνωστή στην ιστορία η « Βασιλειάδα» του. Ο ιστορικός Σωζόμενος κάνει λόγο περί « Βασιλειάδος ό πτωχών εστιν επισημότατον καταγώγιον, υπό Βασιλείου κατασκευασθέν, αφ’ ου την προσηγορίαν την αρχήν έλαβε και εις έτι νυν έχει» . Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για την « καινήν πόλιν» όπου « νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται» . Πρόκειται για μια καινούρια πόλη.
Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του (επιστολή 94 προς Ηλίαν) δίδει μια μαρτυρία για το κέντρο αυτό της φιλανθρωπίας. Μέσα στην « Βασιλειάδα» υπήρχε μεγαλοπρεπής καθεδρικός Ναός, οικήματα γύρω από τον Ναό για τον Επίσκοπο και τους Κληρικούς, οικήματα για την φιλοξενία των αρχόντων και των δημοσίων λειτουργών, ξενώνας για την φιλοξενία των ξένων και των περαστικών από την πόλη, νοσοκομείο για την θεραπεία των ασθενών με το αναγκαίο προσωπικό από ιατρούς, νοσοκόμους, οδηγούς, υποζύγια, οίκους για στέγαση των απαραιτήτων εργαστηρίων και τεχνητών.
Υπάρχει πληροφορία που διασώζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι τους λεπρούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν απόβλητοι από την κοινωνία, διότι είχαν την αθεράπευτη και κολλητική ασθένεια της λέπρας, που ομοίαζε κάπως με την σημερινή ασθένεια του ααάέ, τους φρόντιζε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος και μάλιστα αφού τους καθάριζε τις πληγές στην συνέχεια τις ασπαζόταν για να τους δείξη την αγάπη του. Ποιός θα το έκανε αυτό σήμερα για τους ασθενείς του Εϊτζ;
Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε όλο αυτό το έργο της φιλανθρωπίας, δείχνοντας το προσωπικό του παράδειγμα, αφού καίτοι ήταν εύπορος έδωσε όλην την περιουσία του σε όσους είχαν ανάγκη και μάλιστα όταν απέθανε είχε ως μόνα περουσιακά στοιχεία ένα τρίχινο ράσο και λίγα βιβλία. Αλλά η αγάπη του ήταν τέτοια, ώστε στην κηδεία του, από τον συνωστισμό του κόσμου, απέθαναν και άνθρωποι.
Η κοινωνική προσφορά του Μ. Βασιλείου σε συνδυασμό με την αγάπη του, την εξυπνάδα του και τις θαυματουργικές του επεμβάσεις φαίνεται και στο περιστατικό σύμφωνα με το οποίο υπάρχει η παράδοση της Βασιλόπιττας, όπως την διέσωσε ο Καθηγητής Φαίδων Κουκουλές, κατά την παρουσίαση του Δημήτρη Λουκάτου. Σύμφωνα με αυτήν « όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι εζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. –"Σάς προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμον έχει αντικείμενον". Μάζεψαν πολλά δώρα, και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους οι Καισαρείς να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο.
Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα τιμαλφή. Ο χωρισμός όμως ήτο δυσχερής, διότι πολλά όμοια είχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κλπ.
Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργόν τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθώσι την εσπέραν του Σαββάτου πλακούντια (δηλ. μικρές πίτες) και εντός ενός εκάστου έθηκεν ανά έν αντικείμενον, την δ’ επομένην έδωκεν ανά έν εις έκαστον Χριστιανόν. Ποίον θαύμα! Εντός του πλακουντίου του εύρεν έκαστος ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέγει η παράδοση, κάθε στη γιορτή του αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα».Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα που δεν εξαντλείται στα λίγα που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος και δεν μπορώ να αναφερθώ και σε άλλα σημεία.
2. Η μορφή του αι-Βασίλη
Ενώ η Εκκλησία με την λατρεία της, την θεολογία της, την εικονογραφία της και το συναξάριο της τιμά σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου, εν τούτοις η λαϊκή παράδοση και κυρίως η δυτική –ευρωπαϊκή και αμερικανική– νοοτροπία παρουσιάζει κατά ιδιαίτερο τρόπο τον Μ. Βασίλειο, δηλαδή από Μέγα Βασίλειο τον έκανε αι-Βασίλη, με πολλές παραλλαγές.Όταν διαβάση κανείς σχετικά κείμενα και αναλύσεις θα διαπιστώση ότι η μορφή του Μ. Βασιλείου αλλοιώθηκε στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο. Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του « Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει ότι ο δικός μας άγιος Βασίλης « ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ώς την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ώς την Κύπρο.
Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: « Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακκί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του.
Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: “Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λές και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά”, δηλαδή “γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα"” (ένθ. ανωτ., σελ. 121). Γενικά στην δική μας παράδοση ο αι-Βασίλης ήταν « μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί» (Σπύρος Δημητρέλης). Η πατρίδα του ανατολικού αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισάρεια και « βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο « τή σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης» .
Στην Δύση υπήρχε άλλος τύπος του δικού μας αι-Βασίλη. Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν « ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά» . Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές « μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου» , και έγινε ο Saint Nick και ο Santa Claus. Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθή τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο τύπος αυτός ταξίδευσε και σε άλλες Χώρες. « Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρεταννία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναυϊκής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες» .
Ταυτιζόμενος ο Saint Nick, με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή « τού καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζεί στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο» .
Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθή ότι αυτός ο “τύπος”, που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas, από μας ονομάζεται αι-Βασίλης. Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν αι-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas. Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” με τον αι-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο. Ο Καθηγητής Δημ. Λουκάτος λέγει ότι αυτός ο δυτικός τύπος ήρθε σε μας “μέ πρωτοβουλία των αστικών τάξεων” και ονομάσθηκε αι-Βασίλης. Χάρη συννενοήσεως στα επόμενα θα τον τιτλοφορώ αι-Βασίλη.
Ο σημερινός αι-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του. Ο αι-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλάρκ Μούρ « πού έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν αι-Βασίλη, την The Night Before Christmas » και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα « Sentinel» . Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και « δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου» .
Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες « ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν “ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο”, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.
Ο Άγιος Βασίλης του Νάστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενιάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα - καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κολτούρας του Νότου.
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze - Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
Ο Ντίκενς είχε ήδη μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε γιορτή της αστικής τάξης. Όμως ο Άγιος Βασίλης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στις εορταστικές προετοιμασίες του Ντίκενς. Τα Χριστούγεννα του Ντίκενς στρέφονται ενάντια στον πυρήνα του βικτωριανού καπιταλισμού και υπογραμμίζουν την ατομική συνείδηση, το κοινωνικό σύνολο, την φιλανθρωπία.
Τα Χριστούγεννα του Εμφυλίου του Νάστ –καί του Άγιου Βασίλη που τα συνοδεύει– βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την ουσία της παράδοσης των Βορείων, η οποία είναι ο συγκερασμός της αρετής με το εμπόριο. Βέβαια ο Άγιος του Νάστ διανέμει δώρα αρχικά σε στρατιώτες και έπειτα σε παιδιά, μια ανταμοιβή για όποιον υπήρξε καλός κατά την διάρκεια της χρονιάς. Η πιο διάσημη απεικόνιση του Αγίου, κυκλοφόρησε το 1866 –στό τέλος του πρώτου ειρηνικού χρόνου– και εδραίωσε την εικονογραφία του χαρακτήρα. Τον βλέπουμε να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει το βιβλίο του με τα παραμύθια, να ράβει τα ρούχα του και τέλος να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του “πρός αναζήτηση σοφών παιδιών”. Με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πολυάσχολη πλευρά του χαρακτήρα του και το πρότυπο του περιπετειώδους Yankee.
Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο συμπαθητικό στοιχείο στον Άγιο Βασίλη του Νάστ είναι η τρυφερότητα που δείχνει απέναντι στα παιδιά. Τα παιδιά, τα οποία παρουσιάζονται τόσο συχνά όσο και ο Άγιος Βασίλης στο έργο του Νάστ, δεν μοιάζουν σε τίποτα με τα δυστυχισμένα παιδιά του δρόμου της βικτωριανής εποχής» .
Είναι φανερό ότι ο αι-Βασίλης του Τόμας Νάστ δείχνει το όνειρο της αμερικανικής κοινωνίας, που στηρίζεται στην ευημερία, την ευδαιμονία, την καλοπέραση, την αγαθωσύνη και την μακροημέρευση του ανθρώπου. Ένας τέτοιος αι-Βασίλης « είναι προσωποποίηση του αμερικανικού υλισμού, της αφθονίας, της χαράς και της ευδαιμονίας» . Βεβαίως πρέπει να σημειωθή ότι « ο εφευρέτης του χοντρούλη και αγαθούλη γέροντα είναι ο ίδιος που σχεδίασε τα σήματα των αμερικανικών κομμάτων, δηλαδή του γαϊδάρου για τους Δημοκρατικούς και του ελέφαντα για τους Ρεμπουμπλικανούς»
Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. « Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής.
Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί... να τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» .
Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο αι-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώση δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μιά επίσκεψη του Αγίου Νικόλα» , ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι» .
Εν τω μεταξύ, αυτές τις ημέρες σε περιοδικά και εφημερίδες διαβάσαμε πολλά παράξενα γύρω από τον αι-Βασίλη. Το ένα από αυτά είναι ότι ο αι-Βασίλης έγινε “υποκείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και όργανο οικονομικών συμφερόντων”, ότι “χωρίζει αντί να ενώνει” τους ανθρώπους και ότι “ο παγκοσμιοποιημένος Santa Claus” προκαλεί “τίς αντανακλαστικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών”, από την άποψη ότι πολλά Κράτη διεκδικούν, ερίζουν για την καταγωγή του αι-Βασίλη, από την “Γροιλανδία μέχρι την Αυστραλία και από την Λαπωνία μέχρι την Αυστρία”.
Και βέβαια αυτό συσχετίζεται με το εμπόριο, την διαφήμιση και την πολιτική. Το άλλο είναι ότι εφέτος είδαμε σε περιοδικό, αλλά αυτό γίνεται και αλλού, μαζί με τον αι-Βασίλη και αι-βασιλοπούλες, γυναίκες ντυμένες ως αι-Βασίληδες. Έξι στάρ του Χόλιγουντ “φόρεσαν την κόκκινη στολή και στάθηκαν μπροστά στο φακό όπως μόνο αυτές ξέρουν”. Είναι και αυτό γνώρισμα της εποχής μας.
Επομένως ο αι-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει « τήν εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης» και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε αι-Βασίλη. Δεν είναι ένα πρόσωπο με τα υπαρξιακά του ερωτήματα και τις αγωνίες, με την ασκητική του διάσταση, αλλά διακρίνεται για την « προτεταμένη κοιλιά, τα ροδοκόκκινα μάγουλα» και είναι η εικόνα της « καλοπέρασης και της αισιοδοξίας» .Είναι δε γνωστόν από τις διάφορες μελέτες ότι όλη η νοοτροπία της Αμερικανικής κοινωνίας διακρίνεται από ένα κράμα μεταξύ του πουριτανικού-καλβινιστικού πνεύματος σε συνδυασμό με μερικές απόψεις του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, όπως απέδειξε δια πολλών ο Schaeffer. Κατά κάποιο τρόπο ο αμερικανικός αι-Βασίλης είναι έκφραση αυτού του πνεύματος. Αυτό δε το πνεύμα δημιούργησε διάφορα προβλήματα, με τα οποία θέλησε να ασχοληθή η επιστήμη της ψυχανάλυσης, γιατί η απώθηση των υπαρξιακών προβλημάτων δημιουργεί ποικίλες αρρώστιες, σωματικές και ψυχολογικές.
Αγαπητοί μου,
Η πορεία του ανθρώπου από τον Μ. Βασίλειο της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον αι-Βασίλη αγγλοσαξωνικού τύπου δείχνει την υποβάθμιση του πολιτισμού, την πορεία από την οντολογία στον ευδαιμονισμό, τον ωφελιμισμό και την χρησιμοθηρία. Ο ιστορικός Ντανιελού έχει παρατηρήσει ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξετάζοντας τον κόσμο ερωτούσαν τί είναι το όν και τί είναι τα όντα, έκαναν, δηλαδή οντολογία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με το νόημα του κόσμου, αλλά κυρίως απαντούσαν στο ερώτημα ποιός έκανε τον κόσμο και ποιός είναι ο σκοπός του.
Οι δυτικοί όμως, αντίθετα από τις προηγούμενες παραδόσεις, ερωτούν τί μας χρησιμεύει ο κόσμος, δηλαδή αναπτύχθηκε η χρησιμοθηρία και ο ωφελισμός. Εάν η πορεία από τον Μ. Βασίλειο στον αι-Βασίλη δείχνη την επιπεδοποίηση του ανθρώπου, αλλά και την υποβάθμισή του, η αντίστροφη πορεία από τον αι-Βασίλη του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού στον Μ. Βασίλειο της Εκκλησίας δείχνει την αναβάθμιση του ανθρώπου, την ανύψωσή του, την πορεία του δηλαδή από το πράγμα στην υπόσταση, από το άτομο στο πρόσωπο. Αυτό είναι το νόημα των εορτών. Αυτό ας ευχηθούμε για εαυτούς και αλλήλους τον νέο χρόνο.
«ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Όταν, αγαπητοί μου, όταν ο κόσμος ακούη τη λέξι μάρτυρες, η σκέψις του πηγαίνει στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Είνε βέβαια αλήθεια πως στους πρώτους αιώνες η πίεσις ήταν τρομερή. Ειδωλολάτρες, άπιστοι και άθεοι, τύραννοι και αυτοκράτορες καταδίωκαν πολύ τους χριστιανούς με σκοπό να εξοντώσουν τελείως το Χριστιανισμό, ώστε να μην ακούγεται πουθενά το όνομα του Χριστού. Χιλιάδες τότε άντρες και γυναίκες και μικρά ακόμη παιδιά προτίμησαν να μαρτυρήσουν παρά ν’αρνηθούν την πίστι του Χριστού. Είνε οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού. Αλλά θα ήταν σφάλμα να ισχυρισθή κανένας ότι μάρτυρες του Χριστού υπήρχαν μονάχα στους πρώτους αιώνες. Μάρτυρες υπάρχουν υπάρχουν σ’όλες τις εποχές. Υπάρχουν και σήμερα.
Μερικές όμως εποχές ξεχωρίζουν απ’τις άλλες για το πλήθος των μαρτύρων. Είνε εποχές σκληρών διωγμών εναντίον των χριστιανών. Οι διωγμοί των εποχών αυτών δεν διαφέρουν απ’τους διωγμούς των πρώτων αιώνων, σε μερικές δε περιπτώσεις οι διωγμοί αυτοί ξεπερνούν σε αγριότητα και τους διωγμούς της αρχαίας εποχής.
Μια τέτοια εποχή σκληρών διωγμών κατά της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως είνε κι η εποχή της τουρκοκρατίας. Πολύ υπέφεραν τότε οι χριστιανοί, ιδιαίτερα των Βαλκανίων. Οι Τούρκοι στα μέρη αυτά πίεζαν τους χριστιανούς ν’ αλλαξοπιστήσουν, και πολλοί τότε χριστιανοί, ακόμα και χωριά και επαρχίες ολόκληρες, υπέκυπταν στη βία και στην καταπίεσι, άφηναν την αληθινή θρησκεία και προσκυνούσαν το Μωάμεθ. Όλη π.χ. η γειτονική μας Αλβανία κατοικείτο άλλοτε από ορθοδόξους χριστιανούς. Η χώρα αυτή ήταν γεμάτη από εκκλησίες και μοναστήρια, από ενορίες και επισκοπές. Αλλ’ εξασκήθηκε τόση πίεσις στα μέρη αυτά, ώστε οι κάτοικοι αλλαξοπίστησαν, αρνήθηκαν το Χριστό και πήγαν στη μωαμεθανική θρησκεία. Και μια μικρή μονάχα μειονότης κατοίκων, αυτοί που κατοικούσαν στις περιοχές Χειμάρρας, Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, στη νότια δηλαδή Αλβανία, έμειναν σταθεροί. Και αυτοί θα είχαν υποκύψει αν απ’αυτά τα μέρη αυτά της Αλβανίας δεν περνούσε ένας φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Αυτός με το κήρυγμά του και το μαρτύριό του κατώρθωσε να συγκρατήση το λαό της Αλβανίας, αλλά και άλλων επαρχιών απ’την αλλαξοπιστία. Αναδείχτηκε ιεραπόστολος της Ελλάδος αλλά και των άλλων βαλκανικών χωρών. Η μνήμη του ιεραποστόλου τούτου γιορτάζεται στις 24 Αυγούστου.
Σ’ αυτόν τον άγιο Κοσμά θ’ αφιερώσουμε αυτή την ομιλία μας. Να μιλήσουμε για τον άγιο Κοσμά; Αλλ’εμείς για τον άγιο Κοσμά έχουμε γράψει ιδιαίτερο βιβλίο και μέσα στο βιβλίο αυτό διαβάζει κανένας τις ομιλίες, τα θαύματα και τις προφητείες του. Πολλοί που έχουν διαβάσει το βιβλίο αυτό έχουν ωφεληθή. Είνε τόσο δυνατά τα λόγια που είπε ο άγιος Κοσμάς, ώστε και σήμερα ο χριστιανός που τα διαβάζει φωτίζεται, συγκινείται, συναισθάνεται τα αμαρτήματά του, μετανοεί και γίνεται πάλι ζωντανός χριστιανός και ευχαριστεί το Θεό, γιατί στον κόσμο έστειλε έναν τέτοιο φλογερό κήρυκα του Ευαγγελίου του, που και ύστερα από δύο αιώνες εξακολουθεί να διδάσκη το λαό.
Ο άγιος Κοσμάς γεννήθηκε σ’ένα χωριό της Ακαρνανίας. Αφού έμαθε εκεί τα πρώτα γράμματα, έφυγε και πήγε στο Άγιον Όρος και άκουσε μαθήματα από έναν περίφημο διδάσκαλο της Εκκλησίας, τον Ευγένιο Βούλγαρι. Στο Άγιον Όρος έζησε αυστηρή καλογερική ζωή. Νήστευε, προσευχόταν και μελετούσε την Αγία Γραφή και τους πατέρας της Εκκλησίας. Αλλά δεν έμεινε για πάντα στο Άγιον Όρος. Γιατί μέσα του άκουγε μια φωνή που του έλεγε, πως πρέπει μα πάη να κηρύξη και να παρηγορήση το βασανισμένο λαό. Δεν μπορούσε να ησυχάση όσο σκεπτόταν ότι κάτω, σε χωριά και σε πολιτείες, οι χριστιανοί υπέφεραν και μαρτυρούσαν για την πίστι στο Χριστό. Έφυγε λοιπόν ο άγιος Κοσμάς από το Άγιον Όρος και πήγε στην Πόλι. Ανακοίνωσε την επιθυμία του στον πατριάρχη, και έτσι με την ευλογία του πατριάρχου ο άγιος Κοσμάς σε ηλικία περίπου 45 χρόνων ξεκίνησε για τη μεγάλη του αποστολή. Δεύτερος απόστολος Παύλος έγινε. Τέσσερις μεγάλες περιοδείες έκαμε, όπως εκείνος. Σε πολλά μέρη πήγε αλλά ιδιαίτερα περιώδευσε τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και την Αλβανία, τα μέρη δηλαδή εκείνα που υπέφεραν πολύ απ’τους Τούρκους.
Παντού κήρυττε το λόγο του Θεού. Στο μέρος που κήρυττε έστηνε ένα σταυρό, και κάτω απ’το σταυρό, ανεβασμένος πάνω σ’ένα σκαμνί – πρόχειρο άμβωνα, κήρυττε το λόγο του Θεού. Κόσμος πολύς μαζευόταν. Τα λόγια του έβγαιναν απ’το στόμα του σαν φωτιά. Το Πνεύμα το Άγιο μιλούσε με την πύρινη γλώσσα του αγίου Κοσμά. Τέτοια ήταν η χάρις της διδασκαλίας του, ώστε γυναίκες, που ζούσαν στην ασωτία και στην πολυτέλεια, μετανοούσαν και άφηναν στα πόδια του τα χρυσαφικά τους, και μ’αυτά ο άγιος Κοσμάς αγόραζε κολυμβήθρες και βιβλία για τις φτωχές εκκλησίες και έχτιζε σχολεία για να μαθαίνουν γράμματα τα σκλαβόπουλα. Ληστές που ζούσαν στα βουνά, μόλις άκουγαν το λόγο του Κοσμά, μετανοούσαν και άφηναν τη ληστεία. Και Τούρκοι ακόμα, που άκουγαν και έβλεπαν τα θαύματα του Κοσμά, συγκινούνταν και έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός είνε άγιος.
Τέλος κακοί άνθρωποι τον συκοφάντησαν στους Τούρκους και ο πασάς του Βερατίου διέταξε να τον πιάσουν και να τον κρεμάσουν. Τον πήγαν στον Αώο ποταμό και στην όχθη του, στις 24 Αυγούστου 1779, τον κρέμασαν από ένα δέντρο. Πριν να τον κρεμάσουν ο άγιος προσευχήθηκε. Ευχαρίστησε το Θεό που τον αξίωνε να μαρτυρήση για τη δόξα του. Η αγία του ψυχή πέταξε στους ουρανούς και από κει ψηλά που είνε δεν παύει να προσεύχεται για μας και να μας διδάσκη με τις άγιες διδαχές που μας άφησε.
Ας τελειώσουμε την ομιλία αυτή με τα εξής λόγια του αγίου Κοσμά:
<<Τούτο σας λέγω πάλιν τώρα εις το τέλος. Να χαίρεστε και να ευφραίνεστε, πως αξιωθήκατε να είσθε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί. Ομοίως πάλιν να κλαίγετε και να θρηνήτε δια τους ασεβείς και άπιστους και αιρετικούς όπου περιπατούνε εις το σκότος, είς τας χείρας του διαβόλου. Προσέχετε, αδελφοί μου, να μην υπερηφανεύεστε, να μην φονεύετε, να μην κλέφτετε, να μην κάμνετε όρκους, να μην φονεύετε, να μην λέγετε ψέματα, να μην κατατρέχετε ο ένας τον άλλον, να μην συκοφαντήτε, να μην στολίζετε ετούτο το σώμα το βρώμικο, όπου αύριον θα το φάνε τα σκουλήκια, αλλά να στολίζετε την ψυχήν σας, όπου είνε τιμιώτερα από όλον τον κόσμον. Νηστεύετε το κατά δύναμιν, προσεύχεσθε το κατά δύναμιν και να έχετε τον θάνατον πάντοτε εμπρός εις τα μάτια σας. Και άλλος καλύτερος διδάσκαλος δεν είνε άλλος από τον θάνατον.
Δεν είμαι άξιος, αδελφοί μου, να σας διδάσκω και να σας συμβουλεύω. Πλην αποτολμώ και παρακαλώ τον γλυκύτατον μου Ιησούν Χριστόν και Θεόν να στείλη ουρανόθεν την χάριν και την ευλογίαν του, να ευλογήσει και αυτήν την χώραν και όλα τα χωρία των χριστιανών, να ευλογήση τα σπίτια σας και τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος, να συγχωρήση τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση να περάσετε εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα και εις αυτήν την μάταιαν ζωήν, και μετά ταύτα να πηγαίνετε εις τον παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, να δοξάζετε, να προσκυνήτε Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον>>. Αμήν.
(Από το βιβλίο <<Μυρίπνοα άνθη>> του Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, σελ.168-172)
Α'.
Κάποτε ο Κύριός μας, παρατηρώντας το πλήθος του λαού που τον ακολουθούσε, τους συμπόνεσε, καθώς τους είδε να είνε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Γιατί πρόβατα χωρίς ποιμένα μένουν αφρόντιστα, νηστικά και διψασμένα, απροστάτευτα από κινδύνους και επιθέσεις λύκων. Και τότε στους μεν μαθητάς του είπε «Παρακαλέστε τον Κύριο να βγάλη εργάτες για τον θερισμό του» (Ματθ. 9,36-38), ο ίδιος δε «άρχισε να διδάσκη πολλά πράγματα» τον λαό, και τέλος φρόντισε και για την υλική διατροφή τους στο έρημο εκείνο μέρος που βρίσκονταν (Μάρκ. 6,34 κ.ε.).
Ο Χριστός, ο δημιουργός και σωτήρας μας, φροντίζει πάντοτε για όλους. Όταν ήταν στη γη, φρόντιζε ο ίδιος αυτοπροσώπως· εν συνεχεία, από της αναλήψεώς του στους ουρανούς και εξής, ανέθεσε τη φροντίδα αυτή στους αγίους αποστόλους, και αυτοί πάλι στους διαδόχους των.
Έτσι ο Κύριος, διά της Εκκλησίας του και των απεσταλμένων του, συνεχίζει απαύστως να φροντίζη για όλη την ανθρωπότητα, για όλα τα πλάσματά του. Φροντίζει δε για τον όλο άνθρωπο, και ως ψυχή και ως σώμα, αφού με την ενανθρώπησί του τον ανέλαβε ολόκληρο. Τον φωτίζει με την αλήθεια που του αποκαλύπτει, τον κατευθύνει με τις εντολές που του δίνει, τον οδηγεί με το παράδειγμα του επί γης βίου του, τον θεραπεύει από τις ασθένειές του με την θαυματουργό χάρι που του χορηγεί, τον παιδαγωγεί και τον παιδεύει όταν παρεκκλίνη από το δρόμο του, τον προστατεύει με τη σκέπη των αγγέλων του. Εκείνος είνε ο κατ' εξοχήν φροντιστής και οδηγός, και στα ίχνη του Κυρίου ακολουθούν έπειτα οι εντολοδόχοι του, οι απόστολοι, οι πατέρες και οι διδάσκαλοι, όλοι οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Η ιστορία μαρτυρεί, ότι ήλθαν περίοδοι που ορισμένοι εργάτες της Εκκλησίας, όταν το εκάλεσε ειδική και επείγουσα ανάγκη, πέρα από το καθαρώς πνευματικό έργο ανέλαβαν και τη φροντίδα να σώσουν το λαό από δεινές περιστάσεις, εκτεινόμενοι θα έλεγε κανείς πέρα των αυστηρώς εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων τους (λ.χ. ο ι. Χρυσόστομος ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και ο επίσκοπός του Φλαβιανός όταν έγινε εκεί η καταστροφή των ανδριάντων και μεσολάβησαν να αποτραπή η σκληρή τιμωρία από τον αυτοκράτορα, ή ο πατριάρχης Σέργιος στην Κωνσταντινούπολι όταν έλειπε ο Ηράκλειος και κινδύνευε η Πόλις και ενίσχυσε την άμυνα, κ.ά.).
Και αργότερα, όχι σπανίως αλλά πολύ συχνά, κληρικοί πρωτοστάτησαν σε εθνικούς αγώνες (όπως ο Παπαφλέσσας στο Μοριά, ο Αθανάσιος Διάκος στη Ρούμελη, ο Ρωγών Ιωσήφ στο Μεσολόγγι, ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης στο Μακεδονικό αγώνα, ο Χρυσόστομος Σμύρνης στη Μικρασιατική καταστροφή, ή επί των ημερών μας ο Σεβαστιανός Κονίτσης για τα δίκαια της Β. Ηπείρου). Κάποτε μάλιστα ωρισμένοι ιεράρχαι ανεδέχθησαν και εθναρχικά ακόμη καθήκοντα (όπως λ.χ. ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' κατά την τουρκοκρατία ή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλεύς Δαμασκηνός επί γερμανικής κατοχής), δυστυχώς όμως όχι πάντοτε προσωρινά (όπως ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος επί αγγλικής κατοχής). Στις περιπτώσεις αυτές μπορούμε να πούμε, ότι η ποιμαίνουσα Εκκλησία, υπερβαίνουσα τα όρια της αποστολής της, που είνε να οδηγή τις ψυχές στην οδό προς την ουράνιο πατρίδα, ή κάποτε και εκτρεπομένη από αυτήν, υπέστη χάριν του ποιμνίου της μίαν «κένωσιν», όπως έλεγε ο αείμνηστος μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Επρεπε άραγε να γίνη αυτό; Αν ο άνθρωπος έχη και υλικές - βιοτικές ανάγκες, δεν μπορεί ο πνευματικός του πατέρας να αδιαφορήση γι' αυτές, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου που μνημονεύσαμε. Το ότι τις περισσότερες φορές ήταν ανάγκη κληρικοί να παίξουν και αυτό το ρόλο, το ομολογούν εμμέσως ακόμη και εχθρικώς διακείμενοι προς την Εκκλησία. Μπορεί από το ένα μέρος να τους ακούτε να μιλούν για «διακριτούς ρόλους» και να θέλουν να περιορίσουν την Εκκλησία εντός των ι. ναών μόνο ή να εποφθαλμιούν την εκκλησιαστική περιουσία, από το άλλο όμως μέρος θα τους ακούσετε να της ζητούν πάντοτε να προσφέρη οικονομική βοήθεια και να απαιτούν να δίνη το παρών σε δύσκολες στιγμές της ζωής του λαού. Δεν έθεταν λ.χ. το ερώτημα «Πού ήταν η Εκκλησία τον καιρό της δικτατορίας;...»; Τι σημαίνουν αυτά; ότι σε τέτοιες ώρες επιθυμούν την παρέμβασί της και δεν θεωρούν ότι έτσι εξέρχεται των ορίων της.
Πάντως, εκτός από τις περιπτώσεις αναλήψεως θεσμικής εξουσίας (προέδρου δημοκρατίας ή αντιβασιλέως), που είνε σχετικώς λίγες, σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις κληρικοί ανέλαβαν τον άτυπο αλλά πολύ ουσιαστικό ρόλο του οδηγού του λαού, χωρίς καθόλου να εκτραπούν από την αποστολή τους αλλά «πληροφορούντες» μάλιστα την διακονία τους (Β' Τιμ. 4,5). Αντιμετώπισαν τον άνθρωπο στην ολότητά του, όχι μόνο σαν άυλη ψυχή άλλα και ως σωματική ύπαρξι, έσκυψαν πάνω του με στοργή και ήλθαν αρωγοί σε όλες τις ανάγκες του, φροντίζοντας για όλες τις πλευρές της ζωής του.
Μία τέτοια αγνή, αγία και μαρτυρική εκκλησιαστική μορφή, που σπλαχνίστηκε όπως ο Κύριος τους αδελφούς του ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και ήσκησε το ανεκτίμητο έργο της καθοδηγήσεως του λαού μας στα δύσκολα χρόνια της μακράς δουλείας υπό τους Οθωμανούς, είνε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τον οποίο τιμά σήμερα όλη η Όρθοδοξία και ιδιαιτέρως η ι. αυτή μονή, που σεμνύνεται επ' ονόματί του, πανηγυρίζει τη μνήμη του, και φιλοξενεί το Η' τούτο Πνευματικό Συμπόσιο με θέμα «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γέροντας του Γένους, τότε και σήμερα».
Β'.
Το Γένος μας, μέσα στη μακροχρόνια εκείνη σκλαβιά, ζητούσε κυβέρνησι να το διοίκηση, ζητούσε δασκάλους να το φωτίσουν, ζητούσε παπάδες να το αγιάσουν, ζητούσε οπλαρχηγούς να το ελευθερώσουν. Κυρίως όμως του χρειαζόταν ένας άγιος Γέροντας, ν' άνάψη φως μπροστά του, ν' αναλάβη όλη τη φροντίδα του, να το κατευθύνη· αυτός να το ξυπνήση από το λήθαργο, να το πάρη σαν μικρό παιδί από το χέρι, να το βάλη κάτω από το πετραχήλι του και να το ειρηνεύση, να του ανοίξη τα μάτια με το Ευαγγέλιο, να το διδάξη με τη σοφία του και να το παιδαγωγήση με την πείρα του. Και η θεία Πρόνοια έστειλε τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό· που δεν ήταν βέβαια ο μόνος (βλ. επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 200526, σελ. 34, σημ. 7), μπορούμε όμως να πούμε ότι ήταν ο κατ' εξοχήν απεσταλμένος Της τότε για το λαό μας.
Ο άγιος Κοσμάς ήταν η απάντησι του Θεού στις προσευχές και τα αιτήματα, τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς των επί αιώνες σκλάβων. Ήταν ο Γέροντας που ζητούσαν.
Όταν λέμε Γέροντας, στην εκκλησιαστική γλώσσα, δεν εννοούμε τόσο τον γηραλέο, τον μεγάλο στην ηλικία -χωρίς ν' αποκλείεται να συντρέχη και το στοιχείο τούτο. Στη μοναχική ειδικά ορολογία Γέροντας είνε ο ηγούμενος μιας αδελφότητος ή συνοδείας, αυτός που έχει τη γενική ευθύνη για όλη τη ζωή του κοινοβίου. Στο μοναστήρι ο Γέροντας είνε αυτός που προνοεί για τη διαποίμανσι των μοναχών (την εξομολόγησί τους, την εξαγόρευσι των λογισμών, την παρακολούθησι της πνευματικής πορείας τους, τον έλεγχο της ζωής και της καταστάσεως τους, την στήριξί τους με συμβουλές και οδηγίες στον αγώνα τους, την ενίσχυσι και παρηγοριά τους στις θλίψεις, τη θεραπεία τους από τα πάθη και τα ψυχικά τραύματα, την κατάρτισι και την πρόοδό τους κατά Χριστόν), αυτός δηλαδή που νοιάζεται για την αιώνια σωτηρία τους. Ο Γέροντας όμως δεν αδιαφορεί και για τις υλικές ανάγκες των μοναχών του, την τροφή και το ένδυμά τους, την ασφαλή διαβίωσί τους, την προστασία από κινδύνους, την σωματική υγεία ή τη θεραπεία τους από ασθένειες, πολλές φορές ακόμη και για ανάγκες οικείων και συγγενών τους.
Αλλά στην ορθόδοξο Εκκλησία ο όρος Γέροντας επεκτείνεται, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, και στους λαϊκούς που ζουν στον κόσμο, ακούνε την εντολή του Κυρίου «έσεσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48), και έχουν ζωντανό υπόδειγμα τη ζωή αγίων μοναχών, αφού κατά τον πατερικό λόγο οι μοναχοί είνε φως για το λαό όπως γι' αυτούς φως είνε οι άγγελοι. Έτσι και σ' εκείνους τους πιστούς που ζουν μεν στον κόσμο αλλ' αποζητούν ανώτερα στάδια πνευματικής ζωής, χρειάζεται ένας Γέροντας. Ο γέροντας είνε κάτι παραπάνω από τον απλό εξομολόγο· είνε ο πνευματικός γεννήτωρ και τροφεύς, ο φροντιστής και κηδεμών, ο δάσκαλος και παιδαγωγός, ο ιατρός και θεραπευτής, ο έμπειρος οδηγός εκείνων που τον ακολουθούν.
Όλα λοιπόν αυτά ήταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για ολόκληρο το Γένος μας την εποχή εκείνη. Το βλέπει κανείς αυτό μελετώντας τον βίο και τη διδασκαλία του. Η αποστολή που ανέλαβε, όπως γράφει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος στο σχετικό γνωστό έργο του, ήταν «να πολεμήση τον Εωσφόρον, να πολεμήση το θηρίον εις τα ιδιά του κέντρα. Ν' αφυπνίση συνειδήσεις βεβαρημένας. Να παρηγορήση. Να σπογγίση δάκρυα. Ν' αναπτερώση το φρόνημα, να θερμάνη το συναίσθημα των πιστών, να σταματήση το κύμα του εξισλαμισμού, να υψώση κέρας χριστιανών Ορθοδόξων, να πέση επί τέλους μαχόμενος διά την Πίστιν» (Κ. 36-7).
Ο άγιος Κοσμάς, όπως είνε γνωστό, δεν εργάσθηκε σε μία μόνο περιοχή της πατρίδος, αλλά την διέτρεξε όλη με τις περιοδείες του. Κι αυτό όχι σε μία ειρηνική περίοδο αλλά μέσα στα μαύρα χρόνια της επί αιώνες παρατεινομένης οθωμανικής σκλαβιάς, που απειλούσε με αλλαξοπιστία, με πνευματικό θάνατο αλλά και με φυσικό - εθνολογικό αφανισμό τους Έλληνες. Πήρε απ' το χέρι το γένος μας - το πνευματικοπαίδι του, και το έβγαλε απ’ το σκοτάδι στο φως της ζωής, στον ευλογημένο δρόμο του Χριστού, σ' ένα νέο στάδιο εθνικού βίου. Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίζεται ως «ο Γέροντας του σκλαβωμένου Γένους». Αυτός σαν πατέρας το γέννησε εν Χριστώ, αυτός σαν γιατρός το γιάτρεψε, αυτός σαν δάσκαλος το μόρφωσε, αυτός σαν έμπειρος οδηγός το κυβέρνησε.
Γ'.
Διαβάζοντας λοιπόν τις Διδαχές του μπορεί κανείς να δη τους τομείς στους οποίους εκτάθηκε η μέριμνά του για το λαό.
Πρώτη φροντίδα του βέβαια ήταν να οδηγήση το γένος στην οδό της σωτηρίας. Κήρυττε τη μετάνοια. Καλούσε στην επίγνωσι του μόνου αληθινού εν Τριάδι Θεού και σε επιστροφή σ' Αυτόν διά μετοχής στην εν Χριστώ απολύτρωσι. «Τι καρτερούμε, αδελφοί μου;» ρωτούσε· «σήμερον αύριον το τέλος του κόσμου· διά τούτο φροντίζετε να διορθωθήτε» (Κ. 272). Για τους βαρέως αμαρτήσαντας επρόβαλλε ως πρότυπο μετανοίας αγίους, όπως την οσία Μαρία την Αιγυπτία, και προέτρεπε επειγόντως· «Ανίσως και είνε κανένας από σας ωσάν την οσίαν Μαρίαν, αυτήν την ώραν να κλαύση και μετανοήση, τώρα όπου έχει καιρόν, και ας είνε βέβαιος ότι θα σωθή καθώς και η οσία Μαρία» (Κ. 142).
Τόνιζε τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, αποκλειστικής ταμιούχου της θείας χάριτος, καθώς και την υπεροχή της Ορθοδόξου πίστεως έναντι όλων των άλλων δογμάτων, θρησκευμάτων και πίστεων Ανατολής και Δύσεως (μωαμεθανών - εβραίων, πάπα - ορθολογιστών). Δεν προέβαλλε έναν αδογμάτιστο χριστιανισμό· καλλιεργούσε στους ακροατάς του την ομολογιακή ακρίβεια και την προσήλωσι στα ορθόδοξα δόγματα. «Να ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί», έλεγε, «και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος» (Κ. 132).
Σκοπός του ήταν να μορφωθούν οι ακροαταί του εν Χριστώ και ν' αποκτήσουν γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Δεν περιωριζόταν στο να διαμορφώνη στις ψυχές τους μία επιφανειακή θρησκευτικότητα, αλλά ύψωνε τον πήχυ καλώντας τους σε ολοένα ανώτερη πνευματική ζωή.
Κέντρο της εν Χριστώ ζωής ώριζε το ναό με τις ακολουθίες του, συνδέοντας αχώριστα το κήρυγμά του με συμμετοχή στη λατρεία και τα ιερά μυστήρια. Γι' αυτό καλούσε· «Να συμμαζωχθήτε εις τις οχτώ ώρες, να διαβάσωμεν τον Εσπερινόν μας, να ειπούμε και μίαν Παράκλησιν, να βάλωμεν την Δέσποινα μας την Θεοτόκον μεσίτρια, να μεσιτεύση εις τον Χριστόν, επειδή και ο Υιός της είνε ωργισμένος κατά πάνου μας από τις πολλές μας αμαρτίες και θέλει να μας καταποντίση» (Κ. 272). Και κάποια άλλη φορά, έχοντας μιλήσει για το δύσκολο θέμα του τριαδικού δόγματος, που λογικώς δεν κατανοείται, είπε· «Είνε και άλλος τρόπος να καταλάβετε την παναγίαν Τριάδα. Πώς; Να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα άχραντα μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν, και τότε θα σας φωτίση η χάρις του παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα...» (Κ. 107-8). «Με πόσην πίστιν ομιλεί περί της αγίας Τριάδος ο άγιος Κοσμάς!», παρατηρεί ο μητροπολίτης Αυγουστίνος που εξέδωκε τις Διδαχές του και τον έκανε ευρύτερα γνωστό. «Την διδασκαλίαν περί της αγίας Τριάδος θεωρεί θεμελιώδη αλήθειαν της Ορθοδόξου πίστεως. Δεν θέλει καμμίαν πνευματικήν επαφήν με αιρετικούς που δεν παραδέχονται την αλήθειαν ταύτην. Των τοιούτων θεός είνε ο... διάβολος!» (έ.α., σημ. 19).
Έτσι ο άγιός μας απεδείχθη απλανής οδηγός των ορθοδόξων στην πορεία προς τον παράδεισο.
Ωστόσο, βλέποντας την άγνοια που είχαν και το πνευματικό σκοτάδι που κυριαρχούσε, συγκατέβαινε και ερχόταν στο επίπεδο τους. Διότι είνε γεγονός ότι βρήκε τους Έλληνες σε χαμηλή πνευματική στάθμη. Γι' αυτό άρχιζε από το άλφα, από τα στοιχειώδη, δι¬δάσκοντας ακόμα και πώς θα μπουν στην εκκλησία και πώς θα κάνουν το σταυρό τους. «Εμβαίνετε, αδελ¬φοί μου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την έκκλησίαν με φόβον και τρόμον και να μη κάμνετε κουβέντες· και να μη εμβαίνετε μέσα εις την έκκλησίαν διά να βλέπετε οι άνδρες τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άνδρας, αλλά να κάμνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τας αμαρτίας σας» (Κ. 213). Αλλού πάλι λέει πιο συγκεκριμένα· «Ακού¬σατε, αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει...», και εξηγεί τις κινήσεις του χεριού και τη σημασία τους (Κ. 155). Δεν έμενε όμως στα στοιχειώδη· προχωρούσε. Μυούσε, όλους αδιακρίτως, στη ζωή της προσευχής, της νήψεως και της ασκήσε¬ως λέγοντας· «Σας συμβουλεύω να κάμετε από ένα κομβολόγι (= κομποσχοίνι) μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε· Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου» (Κ. 154-5).
Εχοντας όμως ο άγιος Κοσμάς το βλέμμα στραμμένο στη βασιλεία των ουρανών δεν αδιαφορούσε για το ηθικό επίπεδο της επιγείου ζωής των συμπατριωτών του, αφού ως γνωστόν από την εδώ διαγωγή εξαρτάται η εκεί καταταγή. Έβλεπε πόση αξεστοσύνη και βαρβαρότης είχε επικρατήσει και, για να τους φέρη σε συναίσθησι, ρωτούσε· «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία;» (Κ. 150). Γι' αυτό ο σοφός Γέροντας φρόντιζε και για τον εξευγενισμό των χαρακτήρων και την ειρηνική κοινωνική συμβίωσι των σκλάβων αδελφών του.
Πώς να μαλάξη τις σκληρές καρδιές; Ένας θεοδίδακτος τρόπος που χρησιμοποιούσε ήταν να ταπεινώνεται ο ίδιος μπροστά τους, δίδοντας έτσι το παράδειγμα. Ποιος μπορούσε να μείνη ασυγκίνητος όταν π.χ. τον άκουγε να λέη δημοσία «Με βλέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είνε γεμάτα υπερηφάνειαν, και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας»; (Κ. 117).
«Θαυμάζομεν εδώ», σημειώνει ο π. Αυγουστίνος, «όχι μόνον το βάθος της ταπεινώσεως του αγίου Κοσμά, αλλά και τον παιδαγωγικόν τρόπον, με τον οποίον καθοδηγεί τους ακροατάς του, ίνα ανακαλύψουν και τα τελευταία ίχνη της υπερηφάνειας, η οποία κατορθώνει να παρεισδύη παντού...» (Κ. 117, σημ. 21). Αλλά το ύψιστο υπόδειγμα ταπεινώσεως είνε ασφαλώς ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός· και ο άγιος Κοσμάς, όταν διδάσκοντας φθάνη στην εξιστόρησι του ιερού νιπτήρος την εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης, λέει· «Ο Κύριος ...επήρε και έπλυνε τα πόδια των αγίων αποστόλων, διά να σου δείξη παράδειγμα και εσένα, και βασιλεύς να είσαι, πάντοτε να ταπεινώνεσαι και να τιμάς εκείνον τον πτωχόν...» (Κ. 267). Στηλίτευε την υπερηφάνεια και σκληροκαρδία λέγοντας· «Πρέπει να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμέν τινα ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον, μας φαίνεται ν' ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλωμεν μέσα· και όταν ιδούμέν τινα υπερήφανον, τον βλέπομεν ως διάβολον, γυρίζομεν το πρόσωπόν μας εις άλλον μέ¬ρος να μη τον βλέπωμεν (Κ. 116-7). Πόση αλήθεια, πόση ψυχολογική πραγματικότητα κλείνουν τα λόγια αυτά!
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε ο άγιός μας για την καταλλαγή και συμφιλίωσι των πιστών μεταξύ τους. Τους προέτρεπε να αλληλοσυγχωρούνται δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. «Παρακαλώ σας, αδελφοί μου, να ειπήτε και δι' εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς· Συγχωρήσατε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας (Κ. 133). Επιμένοντας στο δύσκολο τούτο ζήτημα, που δημιουργεί συχνά η αδικία μεταξύ συνανθρώπων, λέει πάλι αλλού·
«Να κλαύσης και να παρακάλεσης να σε συγχωρήση ο Θεός διά τας ιδικάς σου αμαρτίας. Ολοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος οπού τον αδίκησες» (Κ. 176). Στην ακραία δε και απευκτέα περίπτωσι που η διαφορά μεταξύ δύο ορθοδόξων αδελφών πρέπει να οδηγηθή σε δικαστήριο, ο άγιος Κοσμάς θεωρούσε μεγάλη αμαρτία οι Χριστιανοί να καταφεύγουν στους αλλόθρησκους κατακτητάς και συνιστούσε να καταφεύγουν στον επίσκοπο· «Αν σου πταίση ο αδελφός σου ή άλλος χριστιανός, πήγαινε τον εις τον δεσπότην και μη τον πηγαίνεις εις κρίσιν των Τούρκων, ότι μεγάλην αμαρτίαν έχεις και θέλεις κολασθή αιώνια» (Κ. 294).
Την προσπάθειά του για εξημέρωσι και εξευγενισμό του λαού συνοψίζει σε τρία σημεία λέγοντας· «Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είνε η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά· έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. [Το πρώτον είνε] να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των, και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτειάσουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, διά να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είνε οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου» (Κ. 201). Άλλοτε πάλι τον ακούμε να συνιστά ως αναγκαία τέσσερα πράγματα· εξομολόγησι, αγάπη, εκκλησιασμό, ελεημοσύνη (Κ. 291).
Πάσχιζε να περικόπτη την εγωιστική αυτάρκεια και τις διχαστικές διακρίσεις μεταξύ των συνανθρώπων, αλλά -και τούτο αξίζει να το προσέξουμε ιδιαιτέρως- χωρίς και να εξισώνη συγκρητιστικά την Ορθόδοξο πίστι με τα διάφορα θρησκεύματα, που «αλώνιζαν» τότε στην σκλαβωμένη πατρίδα. Έτερον εκάτερον. «Όλοι οι άνθρωποι», έλεγε, «είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί· μόνον η πίστις μας χωρίζει» (Κ. 128). Δηλαδή· συμβιώνουμε μεν ανεκτικά και με αλληλοσεβασμό όλοι μαζί στον παρόντα κόσμο -σιτάρι και ζιζάνια κατά την παραβολή του Κυρίου-, αλλά δεν ξεχνάμε ότι με κάποιους διαφέρουμε στην πίστι. Αλλοίμονο αν, εν ονόματι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως, είμαστε έτοιμοι να νοθεύσουμε, έστω και λίγο, την πίστι μας. Και αυτό που κήρυττε το εννοούσε και το τηρούσε. Αν δεν υπήρχε πράγματι αυτή η στερεά προσήλωσι στην Ορθόδοξο πίστι, ούτε ο ίδιος ο άγιος Κοσμάς θα ετιμάτο σήμερα ως ιερομάρτυς ούτε το πλήθος των άλλων νεομαρτύρων της τουρκοκρατίας θα είχαν αγιάσει. Θα μπορούσαν και εκείνοι, επικαλούμενοι τις όντως έκτακτες και αφόρητες συνθήκες, να επινοήσουν συναινετικές «φόρμουλες» και άγνωστα ως τότε θρησκευτικά σχήματα και μορφώματα, εκκλησιολογικώς αθεμελίωτα και αστήρικτα, ώστε να δικαιολογούν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, και να μη εμφανίζωνται στους κατακτητάς Οθωμανούς και στους κυριάρχους εβραίους ανυπότακτοι και στους ασύδοτους δυτικούς (παπικούς και προτεστάντες) αντιδραστικοί, διχαστικοί, ασύμβατοι με το κατεστημένο και τελικά οβελιστέοι, ήγουν άξιοι μαρτυρικού θανάτου.
Στα κοινωνικά ζητήματα ο άγιος Κοσμάς δίδασκε την ισότητα ανδρός και γυναικός και χτυπούσε τον αντρικό εγωισμό. «Ανίσως, αδελφοί μου», έλεγε, «και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς· ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν, τι μας ωφελεί;
Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ που περιπατώ και διδάσκω· είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και με ήκουσαν ευθύς» (Κ. 121). «Εδώ ο άγιος κτυπά τον ανδρικόν εγωισμόν και εξαίρει την ευσέβειαν της γυναικός, της οποίας η καρδία ευκολώτερον μαλακώνει και δέχεται τον λόγον του Θεού...», σημειώνει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης (Κ. 121, σημ. 22).
Μέσα όμως στην οικογένεια, σύμφωνα με τον θείο νόμο, συνιστά «να είναι ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζύρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν η κεφαλή και η γυναίκα ωσάν το σώμα» (Μ. 134). Διδάσκει τις γυναίκες να είνε ταπεινές, ολιγόλογες, σκεπασμένες με το φόβο του Θεού. «Αφήσατε την υπερηφάνειαν», τους έλεγε, «και κάμετε ταπεινοσύνην. Μη βάνετε εις την κεφαλήν σας ασήμια και μαλάματα και κόκκινα και κίτρινα μανδήλια, αμή άσπρα μανδήλια και νέες και γερόντισσσες και αρχόντισσες και πτωχές» (Κ. 294). «Να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα» (Κ. 124). Στον γάμο ομως εκήρυττε ότι η Εκκλησία οφείλει -μερίμνη του Ιερέως- να διασώζη την ελευθερία της γυναίκας· δεν πρέπει η γυναίκα να οδηγήται σε γάμο με κάποιον που αυτή δεν θέλει και της τον επιβάλλουν. Προέβαλλε θερμά την πολυτεκνία και εγκωμίαζε την ανεμπόδιστη τεκνογονία. Πολλά δίδασκε γύρω και από την χριστιανική διαπαιδαγώγησι των παιδιών.
Ήλεγχε την πλεονεξία και συνιστούσε την απλότητα, την αυτάρκεια και τον περιορισμό στα αναγκαία. Θερμά προέτρεπε στην ελεημοσύνη, που είνε έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον. Συχνά καυτηρίαζε τη φιλαργυρία λέγοντας· «Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η φιλαργυρία;... Εκαταλάβατε, αδελφοί μου, το νόημα, όποιος έχει το πάθος της φιλαργυρίας τι παθαίνει; Παθαίνει καθώς έπαθε και ο Ιούδας» (Κ. 271). Ο φιλόλογος Ιωάννης Μενούνος, που εξέδωκε τις Διδαχές του αγίου Κοσμά μετά από πολυετή επιστημονική μελέτη, γράφει· «Η ταπείνωση, που την επαινεί, και η περηφάνεια, που την καταδικάζει, είναι ένα ακόμη από τα θέματά του. Νομίζω ότι η συχνή αναφορά του σ' αυτό το σημείο γίνεται για να χτυπηθούν οι πλούσιοι καθώς και οι αγέρωχοι κοτσαμπάσηδες και να εξυψωθεί από το άλλο μέρος το φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού που ζούσε φτωχικά» (Μ. 85).
Τέλος το ζήτημα της αργίας της Κυριακής, στο οποίο ο άγιος Κοσμάς επέμενε, τον έκανε μισητό στους Εβραίους. Με την επίδρασι του κηρύγματός του τα παζάρια έπαυσαν να γίνωνται Κυριακή -πράγμα που δείχνει και πόσο τον άκουγε ο λαός- και μεταφέρθηκαν το Σάββατο που οι Εβραίοι έχουν αργία. Αυτό όμως έπληττε τα συμφέροντά τους, και γι' αυτό με τις διαβολές τους στους Τούρκους προκάλεσαν το μαρτυρικό θάνατο του. «Τις Κυριακές να μη δουλέψητε ολότελα. Μήτε να πωλήσετε μήτε να αγοράσητε, ούτε χωράφι ούτε αμπέλι να κοιτάζετε, μήτε να φωκαλίζετε τα αχούρια σας· μονάχα να διαβάζετε βιβλία, να μαθαίνετε το καλόν και το τέλος της ζωής μας, ότι όλοι θέλομεν αποθάνει καθώς το βλέπομεν καθ' εκάστην» (Κ. 294).
Δεν πρέπει να παραλείψουμε την προσφορά του αγίου μας στην παιδεία του σκλαβωμένου Γένους. «Θερμός φίλος της μορφώσεως των Ελληνοπαίδων ήτο ο άγιος Κοσμάς», γράφει ο μητροπολίτης Αυγουστίνος. «Αλλ' ως θεμέλιον της μορφώσεως αυτής έθετεν απαραιτήτως τον φόβον του Θεού, την καλλιέργειαν της ευσέβειας, της αρετής...» (Κ. 131, σημ. 25). Τα γράμματα τα έβλεπε άμεσα συνδεδεμένα με την πνευματική κατάρτισι και την εκκλησιαστική ζωή των Χριστιανών. «Καλύτερα», έλεγε, «να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν· το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Μ. 142, 209).
Είνε γνωστό ότι με δική του μέριμνα, όπως δείχνουν και οι σωζόμενες επιστολές, ιδρύθηκαν στην υπόδουλη πατρίδα πλήθος σχολεία για στοιχειώδη και μέση εκπαίδευσι. Αυτά λειτουργούσαν υπό την επίβλεψι επιτρόπων, που διώριζε εκείνος κατά τόπους, και αυτά καλλιέργησαν τα γράμματα, τη χριστιανική πίστι και την εθνική συνείδησι. Επιμόνως συνιστούσε, να μιλούν όλοι ελληνικά, δημοσίως και κατ' οίκον. Προκειμένου να πείση τους Έλληνες να σταματήσουν να μιλούν αρβανίτικα, φθάνει στο σημείο να πη τούτο τον τολμηρό λόγο· «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνου να μου το ειπή, και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθη έως τώρα, και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουνε και να λάβη μίαν συγχώρεσιν, οπού, αν έδινε χιλιάδες πουγγιά, δεν την εματάβρισκε» (Μ. 207-8).
Μαζί με τη μέριμνά του για να έχουν οι υπόδουλοι σχολείο και δάσκαλο, ο άγιος Κοσμάς φρόντιζε και για τον ι. κλήρο. Διεζωγράφιζε το αγγελικό ύψος του λειτουργήματος της ιερωσύνης, την ασύγκριτη εξουσία του ιερέως να τελή τα ιερά μυστήρια και να συγχωρή αμαρτήματα, την απαιτουμένη καθαρότητά του, την άψογη προσωπική του ζωή και την υποδειγματική οικογενειακή του κατάστασι. Υπεδείκνυε κριτήρια για την επιλογή των καταλλήλων ως υποψηφίων για χειροτονία και την ανάγκη αυτοί να γνωρίζουν γράμματα.
Απέκλειε την αυτοπροβολή και τη σιμωνία. Στις ψυχές των κληρικών προσπαθούσε να αναζωπυρώνη το χάρισμα που είχαν λάβει, για να εκτελούν τη διακονία τους όχι ως αγγαρεία και βιοπορισμό αλλά με αγάπη στο ποίμνιό τους και όσο το δυνατόν περισσότερο αποδοτικά. Τους ήθελε φιλακόλουθους και εργατικούς, να λειτουργούν καθημερινώς. «Η αγία μας Εκκλησία», έλεγε, «είνε μία πηγή, και ποτίζει όλους τους διψασμένους· και πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς, διά να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώραν από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Κ. 298). Ως προς την εγκυρότητα, τέλος, των μυστηρίων που τελούν οι ιερείς, ο άγιος Κοσμάς, χωρίς να δικαιολογή και να αμνηστεύη προσωπικά τους αμαρτήματα, την αποσυνδέει από αυτά και την θεωρεί δεδομένη, όπως δείχνει το γνωστό παράδειγμα της βρύσης και του ψόφιου σκύλου.
Ήταν, τέλος, οδηγός και στην πορεία του Γένους προς την εθνεγερσία. Σ' αυτό συνέβαλε όχι με άμεση ή επιτελική ανάμειξι σε πολεμικές επιχειρήσεις ούτε με ρητές αναφορές και προτροπές επ' αύτού, αλλά εμμέσως· με την καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας του Γένους, με την υπενθύμισι της αξίας της χριστιανικής ιδιότητος και προ παντός με το ξύπνημα του πόθου για πνευματική απελευθέρωσι από τα πάθη. Ο μελετητής του αγίου μας Ιωάννης Μενούνος γράφει επ' αυτού·
«Φαίνεται ότι ο Αιτωλός ενθάρρυνε με προφητείες τους υπόδουλους Έλληνες και έκανε λόγο για την απελευθέρωση, "το ποθούμενο", όπως έλεγε συγκαλυμμένα, καθώς και ότι πρόβλεπε πως οι Χριστιανοί θα κυνηγήσουν τους αντίχριστους ως την Κόκκινη Μηλιά... Υποστηρίχθηκε, χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση, ότι ο Αιτωλός πήρε μέρος στην επανάσταση του 1770 και γενικά εμφανίζεται ως κήρυκας της εξεγέρσεως και της ελευθερίας. Το βέβαιο είναι ότι στις επιστολές δεν έγραψε και στις διδαχές δεν είπε τίποτα σχετικά, το αντίθετο μάλιστα, ενώ οι προφητείες κάνουν λόγο για απελευθέρωση στην τρίτη γενεά από την εποχή του. Φαίνεται δηλαδή πως συνιστούσε την υποταγή στην προσωρινή εξουσία των Τούρκων, πρόβλεπε όμως και προφήτευε την Επανάσταση στο μέλλον. Το βέβαιο είναι ότι οι διδαχές, καθώς και τα σχολεία που ίδρυσε, συγκράτησαν και τόνωσαν τη θρησκευτική και εθνική συνείδηση σ' ένα μεγάλο μέρος των υποδούλων και μ' αυτό τον τρόπο ο Κοσμάς έγινε πρόδρομος του '21» (Μ. 86-7).
Μπορούμε να πούμε ότι, όπως το ευαγγελικό κήρυγμα του αποστόλου Παύλου, χωρίς να ωθή τους δούλους σε εξέγερσι κατά των κυρίων, κατήργησε ο¬ριστικά την κοινωνική δουλεία, έτσι και το αποστολικό κήρυγμα του αγίου Κοσμά, χωρίς να ωθή τους υπόδουλους Έλληνες να πάρουν αμέσως τα όπλα, ετοίμασε ουσιαστικά και θεμελίωσε βαθειά την εθνική τους απελευθέρωσι. Ο απόστολος Παύλος, διδάσκοντας κυρίους και δούλους ότι είνε αδελφοί εν Χριστώ, στην πραγματικότητα κατηύθυνε τη μεγαλύτερη κοινωνική επανάστασι· και ο άγιος Κοσμάς, οδηγώντας τους αδελφούς του στην εν Χριστώ ελευθερία από την άγνοια και τα πάθη, τους χάριζε πνευματική υπεροπλία με την οποία έφθασαν κατόπιν και στην εθνική ελευθερία. Γιατί οποίος δε νικά το μίσος και δεν υψώνεται στην αγάπη, δεν είνε άξιος της ελευθερίας. Το είπε και ο εθνικός ποιητής· «Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά» (Διον. Σολωμού, Ύμνος εις την ελευθερίαν, στροφή 147).
Η μεγάλη δύναμις δεν είνε στα όπλα και στο μακελλειό· η μεγάλη δύναμις βρίσκεται στην προστασία του Θεού, την οποία απολαμβάνουν αυτοί που την ελπίδα τους έχουν μόνο σ' αυτόν. Σε ένα χαρακτηριστικό σημείο των Διδαχών του ο άγιος Κοσμάς ανοίγει εποπτικό διάλογο και λέει- «Δώσετε μου ένα χαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγένεια σου οπού βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Είπε την αλήθειαν: ο νους σου ευθύς που επήγε; -Εις την πιστόλα. -Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Είπε μου, τώρα οπού δεν βαστάς άρματα, ο νους σου που επήγε; -Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού.
-Λοιπόν έτσι και η ευγένεια σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν» (Μ. 272-3). Και αλλού λέει επίσης· «Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον· άλλος πάλιν, οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιον του, ας είνε και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον» (Κ. 125). «Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας» (Κ. 143). «Όστις έχει πίστιν εις τον Χριστόν μας και είνε καθαρός δεν παθαίνει κανέν κακόν» (Κ. 159).
Καλλιεργώντας λοιπόν την αγάπη, την πίστι και την ελπίδα στο Θεό, θωράκιζε τις ψυχές, ώπλιζε το φρόνημα, φώτιζε το νου και ενίσχυε τη θέλησι. Έτσι ετοίμασε, μακροπροθέσμως και με υπομονή, το έδαφος για την παλιγγενεσία. Όπως σημειώνει ο επίσκοπος Αυγουστίνος, οι προφητείες του αγίου Κοσμά, ιδίως οι αναφερόμενες στην απελευθέρωσι του Γένους, «εξήσκουν τεραστίαν επίδρασιν επί των πνευμάτων των υποδούλων, ανεπτέρωνον το ηθικόν αυτών και ως ζωγόνος ήλιος ελπίδων κατηύγαζον το Πανελλήνιον. Είνε δε γεγονός ότι οι ήρωες του 1821 ενεθαρρύνοντο εις τον υπέρ όλων αγώνα ενθυμούμενοι τάς προφητείας του Αγίου, και προς τον Θεόν της δικαιοσύνης απευθυνόμενοι τας πρεσβείας του αγίου Κοσμά επεκαλούντο διά την νικηφόρον έκβασιν του απελευθερωτικού των αγώνος, ως δεικνύει το δίστιχον τούτο·
"Βοήθα μας, άι Γιώργη, και συ, άγιε Κοσμά, να πάρουμε την Πόλι και την Άγια - Σοφιά"»
(Κ. 335).
Μέ ποιους τρόπους τώρα ο άγιος Κοσμάς ωδήγησε το Γένος στην αναγεννητική πορεία του; Πρώτα-πρώτα με το παράδειγμα της ζωής του, που την χαρακτήριζε η αγάπη για το Θεό και τον αδελφό, και την οποία βεβαίωνε με την αυταπάρνησί του. Έπειτα με το χαριτωμένο λόγο και την απλή διδαχή του. «Εκήρυττε τόσον απλά, ώστε και ένα παιδί ακόμη ηδύνατο να εννοήση.
Εκήρυττε με συναίσθησιν. Εκήρυττε με δάκρυα. Εκήρυττε κάτω από την σκιάν του Σταυρού. Έκοπτε τον πνευματικόν άρτον εις μικρά τεμάχια και τον διένεμεν εις όλους, όπως ο ιερεύς με το άγιον κοχλιάριον μεταδίδει την θείαν Κοινωνίαν, το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Όντως ιερουργίαν επετέλει κηρύττων το Ευαγγέλιον» (Κ. 38). Ως προς τον χρόνο, το σχέδιο και το περιεχόμενο των διδαχών, ο Ιωάννης Μενούνος λέει· «Το κήρυγμα γινόταν πρωινές ή βραδινές ώρες, πριν δηλαδή οι, χωρικοί συνήθως, ακροατές του αρχίσουν τις εργασίες τους ή μετά την επιστροφή από αυτές... Η πρώτη διδαχή γινόταν βράδυ. Θέμα της ήταν η δημιουργία των αγγέλων και του υλικού κόσμου, η πτώση των Πρωτοπλάστων, η έξωσή τους από τον Παράδεισο και η τιμωρία τους τόσο εδώ στη γη όσο και, μετά το θάνατο τους, στον άλλο κόσμο. Το πρωί που ακολουθούσε διδασκόταν η δεύτερη διδαχή. Περιεχόμενο της η διήγηση για τη γέννηση και τη ζωή της Παναγίας, η γέννηση και η ζωή του Χριστού ως τη Μ. Πέμπτη, η προδοσία και αυτοκτονία του Ιούδα. Το δεύτερο τέλος βράδυ ο Κοσμάς κήρυττε την τρίτη διδαχή. Το θέμα τώρα ήταν η Ανάσταση, το έργο των αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστης με κατάληξη τη Δευτέρα Παρουσία, όπου οι αμαρτωλοί τιμωρούνται και οι δίκαιοι αμείβονται. Με τους τρεις αυτούς τύπους διδαχών παρουσιαζόταν ολοκληρωμένη η ιστορία κατά τη χριστιανική διδασκαλία, που αρχίζει από τη δημιουργία του πνευματικού και υλικού κόσμου και καταλήγει στη "συντέλεια του αιώνος"» (Μ. 91-2). Το κήρυγμά του ο άγιος ζωντάνευε συχνά και με την προσωπική επικοινωνία ανοίγοντας διάλογο, όπως είδαμε ανωτέρω.
Γι' αυτούς τέλος που ήταν μακριά του χρησιμοποιούσε και την αλληλογραφία απευθύνοντάς τους επιστολές, εκ των οποίων σώζονται αρκετές.
Μετά από αυτά ευνόητο είνε το πώς τον έβλεπε ο λαός. Ενώ οι Εβραίοι τον μισούσαν και οι Τούρκοι μόλις τον ανέχονταν, ο απλός λαός τον εμπιστευόταν, ενθουσιαζόταν, κρεμόταν απ’ το στόμα του και τον ακολουθούσε.
Γιατί; Διότι στάθηκε δίπλα στο λαό, όταν άλλοι είχαν φύγει μακριά του στη Δύσι. Ένιωσε τον πόνο και την ανάγκη του. Δεν εκώφευσε. Συγκακουχήθηκε και συγκακοπάθησε με τα σκλαβωμένα παιδιά του.
«Είχε σπλάγχνα πατρικά. Επόνει, συνέπασχε, συνεσταυρούτο με τον καθημερινώς σταυρούμενον επί μυριάδων σταυρών λαόν του Κυρίου. Ησθάνετο τας ανάγκας των χριστιανών, υλικάς και πνευματικάς, ως ιδίας ανάγκας, συνελάμβανε τους ήχους των πόνων των δυστυχούντων της εποχής και, συγκεκινημένος ο ίδιος εκ της θέας της ανθρωπίνης δυστυχίας, με τέχνην ωμίλει, έπληττε τας χορδάς των καρδιών των ακροατών του, προεκάλει την συμπάθειαν, διήγειρεν όσον ουδείς άλλος τα φιλάνθρωπα αισθήματα και με γιγαντιαίαν δύναμιν, την δύναμιν της θείας χάριτος, ώθει τον λαόν προς έργα κοινής αγαθοεργίας. Και τι δεν έπραξεν υπέρ του Γένους ο κοινωφελέστατος ούτος άνθρωπος!» (Κ. 42-3). Δίδαξε τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, οικογενειακή αγωγή, αγωγή πολίτου, οικολογική αγωγή, πολιτιστική αγωγή, τα πάντα.
Αν σήμερα η διδαχή του βρίσκη τόση ανταπόκρισι και μιλάη τόσο ζωντανά σ' εμάς, φαντάζεται κανείς τι απήχησι είχε στους προγόνους και προπάτορές μας. Σαν ποθητή βροχή έπεφταν τα λόγια του και σαν διψασμένη γη τα ρουφούσαν οι ψυχές τους. Μετά τον απόστολο Παύλο και τον ι. Χρυσόστομο μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Κοσμάς είνε εκείνος που μίλησε και μιλάει στην καρδιά του λαού μας. Είνε πράγματι «ο Γέροντας του Γένους».
Δ'.
Αν το Γένος μας ξεχάση τις υποθήκες του αγίου Κοσμά, του Γέροντός του, θα διαπράξη μεγάλη αμαρτία και το περιμένουν δεινά παθήματα, ταλαιπωρίες και τιμωρίες. Αν τις φυλάξη, εκείνος θα συνεχίση να το οδηγή στον ασφαλή δρόμο. Διότι και σήμερα ο λαός μας έχει ανάγκη από Γέροντα, πνευματικό οδηγό και ένθεο εμπνευστή. Οι ορθολογισταί, οι οπαδοί της χειραφετήσεως και του απογαλακτισμού από την Εκκλησία, οι κήρυκες του εχθρικού χωρισμού κράτους και εκκλησίας και θιασώται του μοντέλου ενός λαϊκού κράτους μπορεί να διαφωνούν. Η άποψί τους όμως δεν βρίσκει ιστορική επιβεβαίωσι. Η ιστορία αντιθέτως μαρτυρεί ότι, όσες φορές ο λαός ελεήθηκε από το Θεό ώστε να έχη μπροστά του τέτοια αναστήματα, βγήκε από τον κλοιό, φωτίστηκε, ωρθοπόδησε, ανυψώθηκε, μεγαλούργησε.
[ι. μονή Αγ. Κοσμά του Αιτωλού Αρναίας - Χαλκιδικής
Κυριακή 23 Αυγούστου 2009]
Συντομογραφίες πηγών
Κ. = Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) - Συναξάριον -Διδαχαί - Προφητείαι - Ακολουθία, Πρόλογος - σημειώ-σεις επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου μητροπολίτου Φλωρίνης, εκδ. «Σταυρός», Αθήναι 200526 (σσ. 426).
Μ. = Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές - Φιλολογική μελέτη - Κείμενα, εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1979 (σσ. 319).
Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, διδασκαλία, κατεκόσμησας, την Εκκλησίαν, ζηλωτής των Αποστόλων γενόμενος· και κατασπείρας τα θεία διδάγματα, μαρτυρικώς τον αγώνα ετέλεσας, Κοσμά ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Ως φωστήρ νεόφωτος την Έκκλησίαν, καταυγάζεις άπασαν, Ευαγγελίου διδαχαίς, Κοσμά Χριστού Ισαπόστολε· διό αξίως γεραίρει την μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ως ο Παύλος πάτερ περιελθών, πόλεις και χωρία, ταις καρδίαις των ευσεβών πίστεως την φλόγα, ανήψας της αγίας, και έφλεξας της πλάνης, άπαν ζιζάνιον.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Iσαπόστολος, φωτιστής του υπόδουλου Γένους, θαυματουργός όσιος, ένδοξος και λαοφιλής ιερομάρτυς.
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας περί το 1714. Αφού έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, ήλθε για ανώτερη μόρφωση στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου είχε για δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο και τον Ευγένιο Βούλγαρη.
Αναφέρεται επίσης να μαθήτεψε στη Σιγδίτσα Παρνασίδος, κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, και στο Ελληνομουσείο της Αγίας Παρασκευής Γούβας Αγράφων. Δίδαξε στο σχολείο Λομποτινάς Ταξιάρχη και στα σχολεία των γύρω χωριών.
Το 1759 εκάρη μοναχός στη μονή Φιλόθεου «και εις τους πόνους της μοναδικής ζωής εχώρησε προθυμότατα». Κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και χρημάτισε εφημέριος της μονής του. Η φλόγα όμως που καθημερινά έκαιγε στην ταπεινή του καρδιά, για τη διάδοση του ευαγγελίου στους υπόδουλους αδελφούς του, τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πριν είχε ασκηθεί επί δεκαεπτά έτη, όπως λέγει ο ίδιος σε μία διδαχή του, στο Άγιον Όρος. Ζήτησε την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β' και τις συμβουλές του αδελφού του δασκάλου Χρύσανθου. Έλαβε θεϊκή πληροφορία για το έργο του και την προς τούτο ευλογία έμπειρων Αγιορειτών Γερόντων. Έτσι άρχισε τη μεγάλη κι εθνοσωτήρια ιεραποστολική του δράση.
Με φλογερή αγάπη προς τον Χριστό και βαθύ ζήλο για το Γένος πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες, διαβαίνοντας όλη σχεδόν την Ελλάδα, που προκαλούν κατάπληξη και θαυμασμό. «Όπου αν επήγαινεν ο τρισμακάριστος, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, και άκουαν μετά κατανύξεως, και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις, και ωφέλεια ψυχική»".
Η διδασκαλία του ήταν «απλούστατη, ωσάν εκείνη των αλιέων ήταν γαλήνιος, και ησύχιος, όπου εφαίνετο καθολικά, να ήναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού, και ήσυχου Αγίου Πvεύματoς».
Η επίδραση του στον λαό ήταν τεράστια. Πλήθη λαού συγκεντρώνονταν ν' ακούσουν τον θεόπνευστο ιεροκήρυκα. Επειδή καμμία εκκλησία δεν τους χωρούσε, αναγκαζόταν να κηρύττει στην ύπαιθρο, στήνοντας ένα σταιυρό κι ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, γιατί ήταν και κοντός. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις κι έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του. Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας το κήρυγμα του έδωσε πολλούς καρπούς: «τους αγρίους ημέρωσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους άσπλάγχνους και ανελεήμονας έδειξεν ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας, και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος».
Τά κηρύγματα του συνόδευαν θαύματα και προφητείες. Οι καταπληκτικές προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του Γένους, στο μέλλον προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος και στις εφευρέσεις της επιστήμης. Πολλές από αυτές εκπληρώθηκαν με πιστή ακρίβεια.
Παντού ίδρυε εκκλησίες και σχολεία και με πάθος ενδιαφερόταν για τη μόρφωση των υποδούλων. Τους πλουσίους έβαζε ν' αγοράζουν κολυμβήθρες για τις βαπτίσεις των χριστιανών, βιβλία, σταυρούς και κομποσχοίνια, που τα μοίραζε στους πιστούς ως ευλογία.
Ο άγιος Κοσμάς απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους Τούρκους, οι όποιοι ήταν ακροατές των διδαχών του και δωρητές του. Τον μισούσαν όμως θανάσιμα οι Εβραίοι, επειδή μετέφερε τα παζάρια των χριστιανών από την Κυριακή στο Σάββατο. Τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές και με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου κατόρθωσαν να επιτύχουν τη θανάτωση του. Ο άγιος με χαρά άκουσε την καταδίκη του.
Τον κρέμασαν από ένα δένδρο στο χωριό Κολικόντασι και το λείψανο του το έριξαν στα νερά του πόταμου Άψου. Παρά την πέτρα που του είχαν δέσει στον λαιμό, το λείψανο επέπλεε. Βρέθηκε από τον ιερέα Μάρκο κι ενταφιάσθηκε στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας Β. Ηπείρου, όπου και ανευρέθη.
Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεως του ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20.4.1961. Ακολουθία και βίο του έγραψαν ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Σαπφείριος Χριστοδουλίδης, ο Θωμάς Πασχίδης και ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Πολλοί νεώτεροι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τον βίο και το έργο του μεγάλoυ αγίου. Πλήθος εικόνων, χαλκογραφιών, ζωγραφιών και σχεδίων φανερώνουν την τιμή και την ευγνωμοσύνη του Γένους για τον λαμπρό αστέρα του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αύγουστου.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΓΔΟΝΙΑ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...